4.6 Δυαρχικά συστήματα
(Α’ Μέρος – Μαρκιωνισμός)
4.6.Α.1 Μαρκίων
Ο Μαρκίων γεννήθηκε προς το τέλος του α’ μ.Χ. αι. στην Σινώπη του Πόντου. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια, ο ίδιος ασχολήθηκε με εφοπλιστικές επιχειρήσεις, ως πλοιοκτήτης. Η δραστηριότητά του αυτή του απέφερε ικανά πλούτη. Ο Πατέρας του ήταν επίσκοπος Σινώπης. Αναφέρεται ότι ήταν ο ίδιος ο γονιός του, αυτός που τον απέκοψε από την Εκκλησία. Τον λόγο της αποπομπής του βρίσκουμε στον Ψευδο-Τερυλλιανό[1]. Σύμφωνα μ’ αυτόν ο Μαρκίων εκδιώχθηκε για διαφθορά παρθένου. Σε αυτό συμφωνεί και ο άγιος Επιφάνιος:
«χρόνου δέ προϊόντος προσφθείρεται παρθένῳ τινί καί ἐξαπατήσας τήν παρθένον ἀπό τῆς ἐλπίδος αὐτήν τε καί ἑαυτόν κατέσπασε καί την φθοράν ἀπεργασάμενος ἐξεοῦται τῆς ἐκκλησίας ὑπό τοῦ ἰδίου πατρός. ἦν γάρ αὐτοῦ ὁ πατήρ δι’ ὑπερβολήν εὐλαβείας τῶν διαφανῶν καί σφόδρα [τά] τῆς ἐκκλησίας ἐπιμελομένων, διαπρέπων ἐν τῇ τῆς ἐπισκοπῆς λειτουργίᾳ. πολλά δέ δῆθεν ὁ Μαρκίων καθικετεύσας καί αἰτήσας μετάνοιαν οὐκ εἴληφε παρά τοῦ ἰδίου πατρός[2].»
Επειδή η συγκεκριμένη πληροφορία δεν βρίσκεται στους πρώτους αντιαιρετικούς συγγραφείς ή σε κάποιο από τα γνήσια έργα του Τερτυλλιανού (de praescriptione, adversus Marcion), αυτή δεν θεωρείται ασφαλής, αλλά μάλλον θεωρείται ότι διέφθειρε με την αίρεσή του την Εκκλησία.
Όσοι δέχονται την παραπάνω πληροφορία, θεωρούν ότι αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο εγκατέλειψε την πατρίδα του. Πέρασε από την Σμύρνη, όπου γνωρίστηκε με τον εκεί επίσκοπο άγιο Πολύκαρπο και κατέληξε στην Ρώμη. Στην Ρώμη πρέπει να έφθασε το 144 μ.Χ[3].
Εκεί γνωρίστηκε με τον Κέρδωνα, γνωστικό καταγόμενο από την Συρία και μαθητή του Σατορνείλου. Τα σχετικά μ’ αυτόν τα πληροφορούμαστε από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου:
«Κέρδων δέ ὁ πρό Μαρκίωνος καί αὐτός ἐπί Ὑγίνου, ὅς ἦν ἔνατος ἐπίσκοπος, εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἐλθών καί ἐξομολογούμενος, οὕτως διετέλεσε, πότε μέν λαθροδιδάσκων, πότε δέ πάλιν εξομολογούμενος, πότε δέ ἐλεγχόμενος ἐφ’ οἷς ἐδίδασκε κακῶς, καί αφιστάμενος τῆς τῶν ἀδελφῶν συνοδίας[4].»
Αυτά δανείζεται από το τρίτο βιβλίου του Ελέγχου του αγίου Ειρηναίου. Από το πρώτο επαναλαμβάνει:
«Κέρδων δέ τις άπό τῶν περί τόν Σίμωνα τάς ἀφορμάς λαβών καί ἐπιδιμήσας ἐν τῇ Ρώμῃ ἐπί Ὑγίνου ἔνατον κλήρον τῆς ἐπισκοπικῆς διαδοχῆς ἀπό τῶν ἀποστόλων ἔχοντος, ἐδίδαξε τόν ὑπό τοῦ νόμου καί τῶν προφητῶν κεκηρυγμένον Θεόν μή εἶναι Πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ˙ τόν μέν γάρ γνωρίζεσθαι, τόν δέ ἀγνῶτα εἶναι, καί τόν μέν δίκαιον, τόν δέ ἀγαθόν ὑπάρχειν. Διαδεξάμενος δέ αὐτόν Μαρκίων ὁ Ποντικός ηὔξησε τό διαδασκαλεῖον, ἀπηρυθριασμένως βλασφημῶν[5].»
Πάνω στην ίδια κεντρική ιδέα ανέπτυξε την αιρετική διδασκαλία του και ο Μαρκίων, ο διάδοχος του Κέρδωνα στην σχολή του δεύτερου.
Αρχικά έγινε δεκτός από την Εκκλησία της Ρώμης. Φαίνεται ότι χρησιμοποίησε την οικονομική του άνεση για να το πετύχει. Προσέφερε το χρηματικό ποσό των 200.000 σηστέρτιων[6] χάριν του φιλανθρωπικού έργου της Εκκλησίας, πόσο που του επιστράφηκε αργότερα, μετά την αποπομπή του.
Αιτία της στροφής του προς την αίρεση του Κέρδωνα αναφέρεται η αποτυχία του Μαρκίωνα να εκλεγεί επίσκοπος Ρώμης[7]. Συγκάλεσε τους πρεσβυτέρους της Ρώμης προς ανακοίνωση των θεολογικών του θέσεων, όπου και φάνηκε η διάσταση της άποψής του από την ορθή διδασκαλία. Η συζήτηση ξεκίνησε με την εξής ερώτηση από μέρους του Μαρκίωνα:
«Εἴπατέ μοι, τί ἐστι τό˙ οὐ βάλλουσιν οἶνον νέον εἰς ἀσκούς παλαιούς οὐδέ ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπί ἱματίῳ παλαιῷ[8]˙ εἰ δέ μ ήγε, καί τό πλήρωμα αἴρει καί τῷ παλαιῷ οὐ συμφνήσει. μεῖζον γάρ σχίσμα γενήσεται[9].»
Οι πρεσβύτεροι αντιλήφθηκαν τις προθέσεις του, ότι δηλαδή απαιτούσε την παράδοση του επισκοπικού θρόνου σ’ αυτόν, καθώς και την έμμεση απειλή περί σχίσματος. Γι’ αυτό περιορίστηκαν αρχικά στην αλληγορική ερμηνεία της παραβολής, λέγοντας:
«τέκνον, τοῦτό ἐστιν ἀσκοί παλαιοί, αἱ τῶν Φαρισαίων καρδίαι καί γραμματέων, παλαιωθείσαι ἐν ἁμαρτήμασι καί μή δεξάμεναι τό κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου˙ καί τό ἱμάτιον τό παλαιόν, ὡς ὁ Ἰούδας παλαιωθείς ἐν φιλαργυρίᾳ οὐκ ἐδέξατο τοῦ καινοῦ καί ἁγίου καί ἐπουρανίου μυστηρίου τό τῆς ἐλπίδος κήρυγμα, καίτοι συναφθείς τοῖς ἕνδεκα ἀποστόλοις καί κληθείς ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ κυρίου, περισσότερον σίσμα ἔσχε δι’ ἑαυτοῦ, μηδενός αἰτίου αὐτῷ γενομένου, ἐπειδή ἡ διάνοια αὐτοῦ οὐ συμπεφώνηκε τῇ ἄνω ἐλπίδι καί ἐπουρανίῳ κλήσει τῶν μελλόντων ἀγαθῶν ἀντί τῶν ἐνταῦθα χρημάτων καί κόμπου καί φιλίας παρερχομένης ἐλπίδος τε καί ἡδονῆς[10].»
Στους λόγους των πρεσβυτέρων μπορεί κάποιος να αντιληφθεί την επιεική διάκριση για ποιμαντική νουθεσία έναντι του Μαρκίωνα μέσω του παραδείγματος του Ιούδα. Αφού είδε ο Μαρκίων ότι η έμμεση προσέγγιση δεν οδηγούσε την συζήτηση εκεί που ο ίδιος θα επιθυμούσε, παράτησε τις ψευτοθεολογίες και αποκάλυψε τις προθέσεις του:
«τί μή ἠθελήσατέ με ὑποδέξασθαι;»
Οι πρεσβύτεροι απάντησαν ότι κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει, χωρίς την συμμαρτυρία του πατέρα του. Η εκκλησία της Ρώμης δήλωσε την κοινωνία της με την εκκλησία της Σινώπης, η οποία τον είχε αποκόψει. Τότε ο Μαρκίων οργισμένος απείλησε με αιώνιο σχίσμα:
«ἐγώ σχίσω τήν ἐκκλησίαν ὑμῶν καί βαλῶ σχίσμα ἐν αὐτῇ εἰς τόν αἰώνα[11]»
Μετά την διακοπή της σχέσης του με την Εκκλησία, αναφέρεται περιστατικό μεταξύ του αγίου Πολυκάρπου και του Μαρκίωνα. Το περιστατικό τοποθετείται στην Ρώμη κατά την εκεί επιδημία του αγίου Πολυκάρπου:
«ὅς ( σ.σ. ο Πολύκαρπος) καί ἐπιδημήσας τῇ Ῥώμῃ, πολλούς ἀπό τῶν προειρημένων αἱρετικῶν ( σ.σ τους οπαδούς του Βαλεντίνου και του Μαρκίωνα) ἐπέστρεψεν εἰς την ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, μίαν καί μόνην ταύτην ἀλήθειαν κηρύξας ὑπό τῶν ἀποστόλων παρειληφέναι τήν ὑπό τῆς ἐκκλησίας παραδεδομένην… Καί αὐτός ὁ Πολύκαρπος Μαρκίωνι ποτε εἰς ὄψιν αὐτῷ ἐλθόντι καί φήσαντι ‘ἐπιγίνωσκε ἡμᾶς’, ἀπεκρίθη ‘ἐπιγινώσκω ἐπιγινώσκω τόν πρωτότοκον τοῦ σατανᾶ’[12].»
Ο θάνατός του τοποθετείται περίπου το 160 μ.Χ.
4.6.A.2 Διδασκαλία
Για την σύνθεση της διδασκαλίας του ο Μαρκίων ακολούθησε το παράδειγμα του προκατόχου του Κέρδωνα. Ο δεύτερος είχε απορρίψει μεγάλο τμήμα της διδασκαλίας του Σατορνείλου, κυρίως τα γνωστικά στοιχεία με την περίπλοκη ιεραρχία. Η μετατροπή του πολυαρχικού συστήματος σε δυαρχικό σήμαινε την απλούστευση αυτού κατά μεγάλο μέρος.
Το δυαρχικό μοντέλο ακολούθησε και ο Μαρκίων διατηρώντας πολλά χριστιανικά στοιχεία, κυρίως εξαιτίας της εκκλησιαστικής ανατροφής του. Το θέμα του γνωστικού ύφους του μαρκιωνισμού έχει ξεπεραστεί πλέον. Εκτός της ιεραρχίας, η οποία κατέληξε σε δυαρχία, διατηρήθηκαν η αποξένωση του ύψιστου όντος από τον κόσμο, η κακή φύση της ύλης, ο άκρος ασκητισμός, ο δοκητισμός, ο αντιιουδαϊσμός, όλα χαρακτηριστικά γνωστικού συστήματος. Εκτός από τον Κέρδωνα, δεν υπάρχουν ενδείξεις για άλλες επιρροές.
Σημείο αφετηρίας του μαρκιωνισμού είναι η φαινομενική αντίθεση Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Ο Μαρκίων απέρριπτε την αλληγορική ερμηνεία της Γραφής[13], δέχονταν την γνησιότητά της αλλά θεωρούσε ότι ανάμεσα στις δύο, οι διαφορές είναι ανεξήγητες. Για την λύση του ζητήματος πρότεινε ότι ο θεός της Παλαιάς Διαθήκης δεν μπορεί να είναι ίδιος με τον θεό της Καινής. Στην Παλαιά επικρατεί ο Νόμος, ο οποίος υπόσχεται αμοιβές στον τηρητή και τιμωρίες στον παραβάτη. Αντίθετα στην Καινή επικρατεί η χάρις. Έτσι απέδιδε την Παλαιά Διαθήκη σε έναν κατώτερο θεό και την Καινή σε έναν ανώτερο[14].
Κατ’ αντιστοιχία έβλεπε στην ζωή των ανθρώπων την ενέργεια δύο αντίθετων ηθικών δυνάμεων. Κατά την δική του διαπίστωση οι δυνάμεις αυτές ήταν η δικαιοσύνη και η αγάπη. Προσπαθώντας να συνδυάσει τις δύο παραπάνω διακρίσεις, απέδιδε στον ένα θεό την δικαιοσύνη και στον άλλο την αγάπη[15]. Ο άγιος Ιππόλυτος διέβλεπε στο παραπάνω σύστημα του Μαρκίωνα, την αντιγραφή της φιλοσοφίας του Εμπεδοκλέους[16].
Για τον Μαρκίωνα, ο θεός της Καινής Διαθήκης είναι αγαθός, άγνωστος και ξένος. Με την λέξη ξένος εννοείται ότι δεν ασχολήθηκε ποτέ με τις υποθέσεις του υλικού κόσμου ή τα ανθρώπινα πράγματα, μέχρι τη στιγμή που φανερώθηκε «εν Χριστῷ» στον κόσμο. Μέσω της υπάρξεώς του δημιούργησε τον πνευματικό κόσμο.
Ο θεός της Παλαιάς Διαθήκης ήταν δίκαιος και γνωστός. Δημιούργησε τον παρόντα κόσμο από προϋπάρχουσα ύλη, έδωσε τον νόμο στους Ιουδαίους και κηρύχθηκε από τους προφήτες. Δεν μνημονεύεται τρόπος υπάρξεώς του ανάλογος με άλλες γνωστικές διδασκαλίες. Ο Μαρκίων δεν αναλώθηκε σε συλλογισμούς για την δημιουργία του δυαρχικού συστήματός του. Τον ενδιέφερε να ερμηνεύσει τις ηθικές διαφορές των δύο Διαθηκών.
Χωρίς και ο ίδιος να το αντιλαμβάνεται εισήγαγε και τρίτη αρχή, την προϋπάρχουσα ύλη[17]. Αυτή στον μαρκιονισμό υπάρχει ανεξάρτητα από την ύπαρξη του θεού, εν αντιθέσει με άλλα γνωστικά συστήματα, στα οποία πηγάζει εξ απορροίας της θείας ουσίας, ή δημιουργείται από τον «κακό» θεό για να δικαιολογηθεί εκ των προτέρων η «κακότητά» της.
Ο κατώτερος θεός δεν είναι αναγκαστικά κακός, στην σκέψη του Μαρκίωνα. Απλά είναι περιορισμένων δυνατοτήτων. Αυτή η τάση εισήχθη στην αίρεση των Μαρκιωνιτών σε μεταγενέστερο χρόνο, εξ επιδράσεως του Μανιχαϊσμού.
Ως δημιούργημα αυτού του θεού, ο άνθρωπος πλάσθηκε κατ’ εικόνα του και συνεπώς είναι αδύνατος κατά το σώμα και την ψυχή. Εξ αιτίας προσβολής του διαβόλου εισήλθε στον κόσμο η αμαρτία και ο θάνατος. Η ύπαρξη του διαβόλου δεν αιτιολογείται επίσης στο σύστημα αυτό.
Λόγω της αμαρτίας, ο δημιουργός θεός έδωσε στον κόσμο τον Νόμο, ο οποίος περιείχε μερικά μηδαμινά και μερικά αξιόλογα παραγγέλματα. Ο κατώτερος θεός τιμωρούσε σκληρά τους παραβάτες και παρείχε αγαθά στους τηρητές. Παρουσιάζονταν ως δίκαιος, άτεγκτος και πονηρός.
Σε καθορισμένο χρόνο ο ανώτερος θεός αποφάσισε να επέμβει στις κοσμικές υποθέσεις. Έτσι εμφανίστηκε στον κόσμο ο Χριστός. Για τον Μαρκίωνα, ο Χριστός δεν ήταν ο υιός του θεού, αλλά αυτός ο ίδιος ο ανώτερος θεός. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε παρερμηνεύοντας τα αγιογραφικά χωρία περί της «εν Χριστώ» φανερώσεως του θεού[18]. Στην δική του ερμηνευτική εκλαμβάνονταν ως «εν Θεώ».
Επομένως ο Χριστός είναι για τους Μαρκιωνίτες η εμφάνιση του ίδιου του Θεού με ανθρώπινο σχήμα. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι στη μαρκιωνίττικη διδασκαλία ο Χριστός δεν έλαβε ανθρώπινο σώμα, αλλά σχήμα. Δεν γεννήθηκε από την Παναγία Παρθένο, ούτε υποβλήθηκε στις διατάξεις του Νόμου. Αυτά θεωρούνταν ως νοθεία των Ιουδαϊζόντων. Εμφανίστηκε με ανεξήγητο τρόπο και αιφνιδιαστικά επί Τιβέριου Καίσαρα, το 29 μ.Χ[19]. Ο δοκητισμός της χριστολογίας του Μαρκίωνα είναι εμφανής και αναμενόμενος.
Ο Χριστός έδειξε στους ανθρώπους την ορθή οδό. Φανέρωσε τον χαρακτήρα του υψίστου θεού και την υπερβολική του αγαθότητα. Έδειξε ανοχή έναντι του δημιουργού, τόνισε, όμως, ότι δεν επιτρέπεται να δουλεύει ο άνθρωπος σε δύο κυρίους.
Η σταύρωση ήταν αποτέλεσμα των ενεργειών του δημιουργού εναντίον του Χριστού. Στην πραγματικότητα δεν έθιξε τον Χριστό διότι η θεότητά του δεν ήταν δυνατόν να πάθει. Ο Μαρκίων θεωρούσε ότι το σώμα του Χριστού ήταν φαινομενικό, άρα και η σταύρωση ήταν φαινομενική (δοκητισμός). Εδώ υπάρχει μία ακόμη αντίφαση στη διδασκαλία του, διότι απέδιδε σωτηριολογικό χαρακτήρα στην σταύρωση, άσχετα από την φαινομενικότητά της.
Ο Χριστός κέρδισε διά του σταυρού τους δίκαιους από τον δημιουργό. Με την κάθοδό του στον Άδη αποκόμισε και όσους είχε τοποθετήσει εκεί ο δημιουργός, κρίνοντας αυτούς ως άδικους. Οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης υποτίθεται ότι δεν πίστευσαν σ’ αυτόν, οπότε παρέμειναν εκεί που τους τοποθέτησε ο θεός της Π.Δ. Πρόκειται για έναν κατώτερο παράδεισο, εφόσον και οι δυνάμεις του ήταν περιορισμένες[20].
Είναι αξιοσημείωτο, ότι στο σύστημα του Μαρκίωνα η γνώση δεν κατέχει σωτηριολογικό χαρακτήρα.
4.6.Α.3 Ηθική
Θα περίμενε κανείς από ένα σύστημα με έντονο αντινομικό χαρακτήρα, να προκύπτει μια χαλαρή ηθική. Αυτό δεν συμβαίνει προσθέτοντας ακόμη μια αντίφαση στην διδασκαλία του Μαρκίωνα. Επίσης δεν συναντάται υποτίμηση των έργων του Νόμου. Αντίθετα η ηθική του ακολουθεί αυτή των ακραίων ασκητικών γνωστικών συστημάτων.
Το σώμα είναι εχθρικό στοιχείο, το οποίο κινείται εναντίον του ανθρώπου. Επομένως, ότι υποβοηθά την αύξησή του, υπηρετεί τα σχέδια του δημιουργού, γι’ αυτό και απορρίπτεται. Αντίθετα, ότι ωφελεί την ψυχική ανάταση του ανθρώπου γίνεται δεκτό.
Παρήγγειλε αποφυγή από την κρεοφαγία[21], κάτι το οποίο επιβεβαιώνει την πληροφορία του αγίου Επιφανίου ότι δίδασκε την μετεμψύχωση:
«ἀνάστασιν δέ ὡς εἶπον οὗτος λέγει οὐχί σωμάτων, ἀλλά ψυχῶν καί σωτηρίαν ταύταις ὁρίζεται, οὐχί τοῖς σώμασιν. καί μεταγγισμούς ὁμοίως τῶν ψυχῶν καί μετενσωματώσεις ἀπό σωμάτων εἰς σώματα φάσκει[22]»
Για να συμβιβάσει, προφανώς, το θέμα της αναστάσεως και της μετεμψυχώσεως δίδασκε ότι η μετεμψύχωση ήταν είδος τιμωρίας από τον δημιουργό[23].
Οι Μαρκιωνίτες εξασκούσαν αναγκαστική εγκράτεια. Οι γενετήσιες σχέσεις κατά την άποψή τους οδηγούσαν στην συνέχιση του ανθρώπινου γένους, κι έτσι διαιώνιζαν το έργο του δημιουργού, γι’ αυτό έπρεπε ν’ αποφεύγονται. Όσοι παντρεμένοι προσηλυτίζονταν έπρεπε να χωρίζουν[24].
Εξαιτίας της απαγόρευσης της τεκνοποιίας, η σέκτα του Μαρκίωνα ήταν καθαρά προσηλυτιστική. Πολλοί παρέμεναν στις τάξεις των κατηχουμένων ως «παραγωγικά» μέλη. Στις συναθροίσεις τους γίνονταν δεκτοί και εθνικοί.
4.6.A.4 Συγγράμματα
Ο Τερτυλλιανός διασώζει την πληροφορία για ένα απωλεσθέν έργο του Μαρκίωνα, επιγεγραμμένο Αντιθέσεις[25]. Σε αυτό ο συγγραφέας εξέταζε τις κατ’ αυτόν αντιθέσεις των δύο Διαθηκών για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι άλλος ο δημιουργός και δίκαιος θεός της Παλαιάς και άλλος ο αγαθός θεός της Καινής.
Το σύγγραμμα αυτό υποκαθιστούσε για τους Μαρκιωνίτες την Παλαιά Διαθήκη, της οποίας το κύρος θεωρούσαν ότι αφορούσε τους χρόνους προ της ελεύσεως του Χριστού και συνεπώς δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στο Χριστιανισμό. Μάλιστα, ο Τερτυλλιανός τους καταλογίζει τον διαχωρισμό σε Παλαιά και Καινή[26]. Αυτό ήταν και το πρώτο μέρος της μαρκιωνίτικης Βίβλου. Αναγιγνώσκονταν και στις συναθροίσεις της σέκτας, όπου ψέλνονταν ύμνοι ειδικά συντεθειμένοι να υποκαταστήσουν το ψαλτήριο.
Από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, ο Μαρκίων παραδέχονταν μόνο το ευαγγέλιο του Λουκά, ως μαθητή του αποστόλου Παύλου, καθώς και τις επιστολές του ίδιου αποστόλου. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί προς ερμηνεία της στάσης τους, η πεποίθησή τους, ότι οι απόστολοι του Χριστού, από αδυναμία κατανοήσεως υπέπεσαν στον Ιουδαϊσμό. Γι’ αυτό και ο Χριστός εμφανίστηκε αργότερα στον Παύλο, για να επαναφέρει το ευαγγέλιο στο αρχικό κήρυγμα.
Θεωρούσαν επίσης ότι τα κείμενα είχαν υποστεί νοθεύσεις, γι’ αυτό και ο ίδιος ο Μαρκίων ανέλαβε να τα εκκαθαρίσει. Έτσι δικαιολόγησε την πράξη του να απορρίψει όσα εδάφια διαφωνούσαν με την δική του διδασκαλία. Στην σέκτα του εμφανίστηκε ο πρώτος κανόνας της Αγίας Γραφής, ο μαρκιωνίτικος κανόνας. Αυτός αποτελούνταν από τα 11 βιβλία κολοβωμένα.
Το κανόνα διέσωσε ο άγιος Επιφάνιος:
«Ἐλεύσομαι δέ εἰς τά ὑπ’ αὐτοῦ γεγραμμένα, μᾶλλον δέ ἐρραδιουργημένα. οὗτος γάρ ἔχει εὐαγγέλιον μόνον τό κατά Λουκάν, περικεκομμένον ἀπό τῆς αρχῆς διά τήν του σωτῆρος σύλληψιν καί τήν ἔνσαρκον αὐτοῦ παρουσίαν. οὐ μόνον δέ τήν ἀρχήν ἀπέτεμεν ὁ λυμηνάμενος ἑαυτόν <μᾶλλον> ἤπερ τό εὐαγγέλιον, ἀλλά καί τοῦ τέλους καί τῶν μέσων πολλά περιέκοψε τῶν τῆς ἀληθείας λόγων, ἄλλα δέ παρά τά γεγραμμένα προστέθεικεν, μόνῳ δέ κέχρηται τούτῶ τῷ χαρακτήρι, τῷ κατά Λουκάν ευαγγελίῳ[27].»
Η περικοπή των πρώτων κεφαλαίων του Κατά Λουκάν έγινε για να ταιριάζει με την μαρκιωνίτικη διδασκαλία, σύμφωνα με την οποία ο Χριστός δεν γεννήθηκε ως άνθρωπος ή από την Παρθένο Μαρία, αλλά εμφανίστηκε τα χρόνια του Τιβερίου Καίσαρος. Για την αποδοχή των επιστολών του αποστόλου Παύλου από τον Μαρκίωνα γράφει:
«Ἔχει δέ καίε πιστολάς παρ’ αὐτῷ τοῦ ἁγίου ἀποστόλου δέκα, αἷς μόναις κέχρηται, οὐ πᾶσι δέ τοῖς ἐν αὐταῖς γεγραμμένοις, ἀλλά τινά αὐτῶν περιτέμνων, τινά δέ ἀλλοιώσας κεφάλαια[28].»
«αἱ δέ ἐπιστολαί αἱ παρ’ αὐτῷ λεγόμεναί εἰσι˙ πρώτη μέν πρός Γαλάτας, δευτέρα δέ πρός Κορινθίους, τρίτη πρός Κορινθίους Δευτέρα, τετάρτη πρός Ῥωμαίους, πέμπτη πρός Θεσσαλονικεῖς, ἕκτη πρός Θεσσαλονικεῖς δευτέρα, ἑβδόμη πρός Ἐφεσίους, ὀγδόη πρός Κολοσσαεῖς, ἐνάτη πρός Φιλήμονα, δεκάτη πρός Φιλιππησίους˙ ἔχει δέ καί τῆς πρός Λαοδικέας λεγομένης μέρη[29].»
Από τις επιστολές του Παύλου εξαιρέθηκαν οι ποιμαντικές και η Προς Εβραίους. Οι προσθαφαιρέσεις που έγιναν στο σώμα των κειμένων[30] αφορούσαν τα φιλοϊουδαϊκά στοιχεία, καθώς και όσα χωρία ερμήνευαν ή ανήγαγαν την διδασκαλία σε κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης. Δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο να αποδεικνύεται η συμφωνία των δύο Διαθηκών, διότι έτσι κατακρημνίζονταν το μαρκιωνίτικο σύστημα από τα θεμέλιά του.
Αργότερα έγιναν αποδεκτές και οι τρεις ποιμαντικές επιστολές, από τους οπαδούς της σέκτας. Στις 10 επιστολές που αναφέρθηκαν ήδη, είχε συντάξει ο Μαρκίωνας προλόγους. Πρόλογοι συντάχθηκαν και για τις ποιμαντικές, αργότερα, προφανώς από τους οπαδούς του και όχι από τον ίδιο. Ο χαρακτήρας τους είναι πολεμικός και στρέφεται κατά των αποστόλων, στους οποίους καταλογίζει φιλοϊουδαϊσμό. Είναι και εδώ εμφανής η προσπάθεια δικαιολόγησης των αλλοιώσεων. Οι πρόλογοι συντάχθηκαν αρχικά στην ελληνική γλώσσα, αλλά μεταφράσθηκαν και σώθηκαν στην λατινική.
Η αίρεση του Μαρκίωνα γνώρισε ευρεία και ταχεία διάδοση. Ήδη μετά παρέλευση δεκαετίας περίπου από την δημόσια εμφάνισή του, μαρτυρείται υπό του αγίου Ιουστίνου η εξάπλωση της διδασκαλίας του:
«Μαρκίωνα δέ τινα Ποντικόν, ὅς καί νῦν ἔτι ἐστί διδάσκων τούς πειθομένους, ἄλλον τινά νομίζειν μείζονα τοῦ δημιουργοῦ Θεόν˙ ὅς κατά πᾶν γένος ἀνθρώπων διά τῆς τῶν δαιμόνων συλλήψεως πολλούς πεποίηκε βλασφημίας λέγειν,…[31]»
Την εποχή του Κέλσου (περ. 180 μ.Χ.) ο Μαρκιωνισμός συναγωνίζονταν σε αναγνωρισιμότητα την επίσημη Εκκλησία[32]. Μαρκιωνιστικές κοινότητες είχαν οργανωθεί στην Β. Αφρική, την Αίγυπτο, την Συρία, την Μικρά Ασία και την Ελλάδα:
«ἡ δέ αἵρεσις ἔτι καί νῦν ἔν τε Ῥώμῃ καί ἐν τῇ Ἰταλίᾳ, ἐν Αἰγύπτῳ τε καί ἐν Παλαιστίνῃ, ἐν Ἀραβίᾳ τε καί ἐν τῇ Συρίᾳ, ἐν Κύπρῳ τε καί Θηβαΐδι, οὐ μην ἀλλά καί ἐν τῇ Περσίδι καί ἐν ἄλλοις τόποις εὑρίσκεται[33].»
Πολύ σύντομα, δύο μαθητές του Μαρκίωνα, ο Πρέπων και ο Απέλλης, πρόσθεσαν δικές του δοξασίες στην μαρκιωνίτικη διδαχή. Αυτό δεν οδήγησε σε αξιοπρόσεκτη διάσπαση. Οι περισσότεροι οπαδοί πίστευαν ότι στα δεξιά του Χριστού καθόταν ο απόστολος Παύλος και στα αριστερά ο Μαρκίων[34].
Οι πνευματικοί ταγοί σύντομα αντιλήφθηκαν τον κίνδυνο που ελλόχευε στην διδασκαλία του Μαρκίωνα, γι’ αυτό και από πολύ νωρίς έγραψαν εκτενείς αναιρέσεις. Πολλές από αυτές είναι γραμμένες στα λατινικά, όπως τα πέντε βιβλία του Τερτυλλιανού Ad Marcionem. Στη Συριακή γλώσσα έγραψε ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος πέντε πραγματείες Κατά Μάνητος, Μαρκίωνος και Βαρδησάνους. Ο Αρμένιος επίσκοπος Εζνίκ (Yeznik Koghbatsi, ε’ αι.) αφιέρωσε ολόκληρο βιβλίο του αντιαιρετικού του έργου στην καταπολέμηση του μαρκιωνισμού[35].
Αρχικά η αίρεση άρχισε να υποχωρεί στην Δύση. Τον Ε’ αι. μ.Χ. ο Θεοδώρητος Κύρου οδήγησε σε μετάνοια κι επιστροφή στην Εκκλησία, χιλιάδες Μαρκιωνιτών[36]. Υπάρχει η άποψη ότι η πρώτη εμφάνιση Κανόνα της Αγίας Γραφής προέκυψε ως αντίδραση στον Μαρκιωνίτικο Κανόνα[37].
Από τους μαθητές του ο Πρέπων αναφέρεται από τον άγιο Ιππόλυτο, ότι επιχείρησε να εισάγει και τρίτη αρχή στο σύστημα:
«ἐπεί δέ ἐν τοῖς καθ’ ἡμᾶς χρόνοις νῦν καινότερόν τι ἐπεχείρησε Μαρκιωνιστής τις Πρέπων Ασσύριος, προς (Β)αρδησιάνην τόν Ἀρμένιον ἐγγράφως ποιήσασθαι λόγους περί τῆς αἱρέσεως, οὐδέ τοῦτο σιωπήσομαι. τρίτην φάσκων δίκαιον εἶναι ἀρχήν καί μέσην ἀγαθοῦ καί κακοῦ τεταγμένην, οὐδ’ οὕτως δή ὁ Πρέπων τάς Ἐμπεδοκλέους διαφυγεῖν ἴσχυσε δόξας[38].»
4.6.A.5 Απελλής
Ο Απελλής ήταν ο γνωστότερος ίσως μαθητής του Μαρκίωνα. Αυτός ακολουθώντας ανάλογη πορεία με τους άλλους μαθητές του δεύτερου, αλλοίωσε τον βασικό δυιστικό χαρακτήρα της διδασκαλίας του προκατόχου του, με την διαφορά, ότι ενώ οι άλλοι έτειναν στην πολυαρχία, αυτός κατέληξες σε μοναρχία.
Γνώρισε τον Μαρκίωνα στην Ρώμη, όπου και έδρασε αρχικά σε συνεργασία μαζί του. Για κάποιο διάστημα μετακόμισε στην Αλεξάνδρεια[39], όπου πιθανόν παρακολούθησε τις εκεί φιλοσοφικές ζυμώσεις. Επόμενο ήταν να διαμορφώσει την διδασκαλία του βάσει φιλοσοφικών και όχι βιβλικών προϋποθέσεων, απορρίπτοντας μεγάλο μέρος του αρχικού μαρκιωνισμού.
Έφερε μαζί του κάποια προφήτιδα Φιλουμένη, για την οποία ο Τερτυλλιανός λέει τα εξής:
«Εάν, λοιπόν, ακόμη και “ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζητε ὑμῖν παρ’ ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν[40]”, θα πρέπει να αναθεματίζεται από εμάς. Το Άγιο Πνεύμα είχε προβλέψει τότε, ότι θα υπάρξει κάποια συγκεκριμένη παρθένος Φιλουμένη, άγγελος απάτης, “μετασχηματισμένος εἰς ἄγγελον φωτός[41]” , από τα θαύματα και τις φαντασίες της οποίας καθοδηγούνταν ο Απελλής, όταν εισήγαγε την νέα του αίρεση[42].»
Φαίνεται, λοιπόν, ότι η Φιλουμένη ήταν η «μούσα» του Απελλή. Λίγο αργότερα ο ίδιος συγγραφέας γίνεται περισσότερο επιθετικός απέναντί της:
«Επιστρέφοντας από κει (σ.σ. Αλεξάνδρεια), μετά από κάποια χρόνια, χωρίς βελτίωση, εκτός του ότι δεν ήταν πλέον Μαρκιωνίτης, προσκολλήθηκε σε άλλη γυναίκα, την παρθένο Φιλουμένη (την οποία αναφέραμε ήδη), η οποία έγινε μετά μεγάλη πόρνη[43].»
Από την Εκκλησιαστική ιστορία του Ευσεβίου πληροφορούμαστε, ότι ο αντιαιρετικός Ρόδων γνώρισε προσωπικά τον Απελλή. Ο Ρόδων βεβαιώνει ότι το κύριο σώμα των μαθητών του Μαρκίωνα παρέμενε πιστό στην διδασκαλία του αιρεσιάρχη τους. Κάποιοι όμως, από τους μαθητές παρασύρθηκαν σε τριαρχία, ενώ ο Απελλής έτεινε στην αντίθετη κατεύθυνση δεχόμενος μία αρχή:
«Ἀπό γάρ τῆς τούτων ἀγέλης Ἀπελλῆς μέν, ὁ τήν πολιτείαν σεμνυνόμενος καί τό γῆρας, μίαν αρχήν ὁμολογεῖ, τάς δέ προφητείας ἐξ ἀντικειμένου λέγει πνεύματος, πειθόμενος ἀποφθέγμασι φαιμονώσης, ὄνομα Φιλουμένης[44].»
Ο Απελλής, λοιπόν, δέχονταν έναν θεό και εννοούσε τον δημιουργό και τον διάβολο ως αγγέλους αυτού. Απέρριπτε και ο ίδιος την Παλαιά Διαθήκη, και μάλιστα επιτίθονταν εναντίον των προφητειών αυτής, όπως φαίνεται στο παραπάνω χωρίο.
Είχε επίσης αποστασιοποιηθεί από τον δοκητισμό του προκατόχου του, πάλι κατόπιν συμβουλής της Φιλουμένης.
«Διότι πραγματικά η φημισμένη Φιλουμένη έπεισε τον Απελλή και τους άλλους σχισματικούς από τον Μαρκίωνα, να πιστεύουν μάλλον ότι ο Χριστός είχε πραγματικά σώμα από σάρκα˙ δεν προήλθε, ωστόσο από γέννηση, αλλά το δανείστηκε από τα στοιχεία[45].»
Στην εύλογη ερώτηση, πως προήλθε αυτό το σώμα απαντούσαν ως εξής:
«Δανείστηκε, λένε, την σάρκα Του από τ’ αστέρια, και από την ουσία του ανώτερου κόσμου. Και το υποστηρίζουν με την βασική αρχή, ότι σώμα χωρίς γέννηση δεν είναι κάτι θαυμαστό, διότι έχει συμβεί και στους αγγέλους να εμφανίζονται ακόμη και ανάμεσά μας με σάρκα, χωρίς να έχει μεσολαβήσει μήτρα[46].»
Η σωτηριολογία του στερούνταν γνωστικού χαρακτήρα. Παράγοντας σωτηρίας ήταν γι’ αυτόν τα καλά έργα:
«ὁ γάρ γέρων Ἀπελλῆς συμμίξας ἡμῖν, πολλά μέν κακώς λέγων ἠλέγχθη˙ ὅθεν καί ἔφασκε μή δεῖν ὅλως ἐξετάζειν τον λόγον, ἀλλ’ ἕκαστον, ὡς πεπίστευκε, διαμένειν˙ σωθήσεσθαι γάρ τούς ἐπί τόν ἐσταυρωμένον ἠλπικότας ἀπεφαίνετο, μόνον ἐάν ἔργοις ἀγαθοῖς εὑρίσκοντο[47].»
Από το παραπάνω απόσπασμα διαφαίνεται αρνητική στάση, έναντι της σωτηριολογικής προϋπόθεσης της γνώσης.
Στον Απελλή αποδίδεται σύγγραμμα με το όνομα Ευαγγέλιον Απελλή, το οποίο ήταν τροποποιημένο και σύμφωνο με τις δοξασίες του Ευαγγέλιο Μαρκίωνος[48]. Επίσης ως καταγραφή των απόψεών του κυκλοφορούσε το σύγγραμμα Συλλογισμοί, αποσπάσματα του οποίου σώζονται στο έργο του Αμβροσίου Μεδιολάνων, De Paradiso[49].
Γενικά, η διδασκαλία του Απελλή αποστασιοποιήθηκε τόσο από αυτήν του προκατόχου του Μαρκίωνα, όσο και από τα γνωστικά πλαίσια, τα οποία υπερέβη. Εξετάζεται εδώ λόγω της ιστορικής συνέχειας και μόνο.
ΣΧΟΛΙΑ
α) Ότι της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης ένας είναι ο νομοθέτης
Την αρχική θέση του Μαρκίωνα, περί αντιφάσεως μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, και το εξ αυτής λανθασμένο συμπέρασμα περί δύο διαφορετικών θεών, απαντά ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην ομιλία του με τίτλο «Εἰς τό ὅτι τῆς παλαιᾶς καί καινῆς Διαθήκης εἷς ὁ νομοθέτης˙ καί εἰς τό ἔνδυμα τοῦ ἱερέως˙ καί περί μετανοίας». Ήδη από τις πρώτες γραμμές του κειμένου προβάλλεται η ορθόδοξη άποψη:
«Τῆς Χριστοῦ βασιλείας τό Εὐαγγέλιον κηρύττουσι προφῆται, ἐρμηνεύουσι δέ οἱ τῆς νέας χάριτος ὑπηρέται, δέχονται δέ οἱ τοῦ θείου λόγου ἀκροαταί καί ἐρασταί καί ἐπαινεταί»[50].
Αμέσως, δηλαδή, προβάλλεται η ενότητα των δύο διαθηκών. Το κήρυγμα των προφητών ερμηνεύεται από το κήρυγμα των αποστόλων. Οι προφητείες της Παλαιάς πραγματοποιούνται στο πρόσωπο του Χριστού, τον οποίον κηρύττουν οι απόστολοι, Χριστό εσταυρωμένο. Το ευαγγέλιο της σωτηρίας δεν ξεκίνησε τους χρόνους του Χριστού:
«…, ἀντέχεσθαι δέ τοῦ Εὐαγγελίου τῆς σωτηρίας, οὐ νῦν ἀρξαμένου, ἀλλά ἐν τοῖς προφήταις θεμελιωθέντος, καί ἐν τοῖς ἀποστόλοις οἰκοδομηθέντος. Οὐ γἀρ αφ’ οὗ ἐφάνη Χριστός, τό Εὐαγγέλιον ἤρξατο˙ ἀλλ’ ἐῤῥιζώθη μέν ἐν ταῖς βίβλοις τῶν προφητῶν, ἐβλάστησε δέ ἐν τῷ κηρύγματι τῶν ἀποστόλων[51].»
Επικαλείται ως μάρτυρας των ανωτέρω ο απόστολος Παύλος:
«Παῦλος δοῦλος Ἰησοῦ Χριστοῦ, κλητός Ἀπόστολος, ἀφωρισμένος εἰς Εὐαγγέλιον Θεοῦ, ὅ προεηγγείλατο διά τῶν προφητῶν αὐτοῦ ἐν Γραφαῖς ἁγίαις περί τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ γενομένου ἐκ σπέρματος Δαυίδ κατά σάρκα[52]».
«Οἶδε Παῦλος ἀδιαίρετον τήν Παλαιάν καί τήν Νέαν Διαθήκην˙ διά τοῦτο ποτέ μέν αὐτήν καλεῖ Καινῆν Διαθήκην, ἵνα δείξει πῶς ἀνεκαινίσθη τῆς οἰκουμένης τά πέρατα˙… Καλεῖ αὐτήν καί δευτέραν Διαθήκην. Διατί δευτέραν; Ἵνα τῇ γνώμῃ συνάψῃ. Τό γάρ ἀπεσχοινισμένον τινός δεύτερον οὐ λέγεται. Ἀλλ’ ἐπειδή Θεός ἐλάλει καί ἐν τῇ πρώτῃ, καί ἐν τῇ δευτέρᾳ, ὁ αὐτός καί πρώτην καί δευτέραν, τῷ ἀριθμῷ τήν συμφωνίαν ἐργαζόμενος[53].»
Παρακάτω εξετάζει τις εκφράσεις του Αποστόλου Παύλου, Ευαγγέλιο δυνάμεως, Ευαγγέλιο ειρήνης, Ευαγγέλιο δικαιοσύνης. Και ως προς την έκφραση «Ευαγγέλιο δικαιοσύνης» λέει:
«ἀλλαχοῦ καλεῖ δικαιοσύνης, ὥς φησιν˙ Οὐ γάρ ἐπαισχύνομαι τό Εὐαγγέλιον˙ δικαιοσύνη γάρ Θεοῦ ἐν αὐτῷ ἀποκαλύπτεται[54]. Τί ἐστι, Δικαιοσύνη Θεοῦ; Ἐπειδή ὁ πρῶτος νομος Ἰουδαίοις ἐδόθη μόνοις, τό δέ Εὐαγγέλιον πᾶσι, καλεῖ Εὐαγγέλιον δικαιοσύνης. Δίκαιος γάρ ὁ Θεός, ὁμοίως πάντας ποιήσας, ὁμοίως πάντας ἐφώτισε. Καί τοῦτο ἧν δίκαιον, τό μή τους μέν σῶσαι τούς δέ μή σῶσαι˙ τό μή τούς μέν καλέσαι, τούς δέ μή καλέσαι. Ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ οὐκ ἦν ἡ κλήσις δικαία, ἀλλ’ οἰκονομική, προκατασκευάζουσα ὁδόν τῇ δικαιοσύνῃ. Οὐ γάρ λέγω ταύτην δικαίαν, κἀκείνην ἄδικον, ἀλλ’ ἐκείνην ὁδόν ταύτης, καί προκατασκευήν ταύτης[55].»
Φέρνοντας παραδείγματα από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, αποδεικνύει ότι δεν είναι άλλος ο δίκαιος θεός της πρώτης και ο αγαθός της δεύτερης, αλλά ο ίδιος αγαθός και δίκαιος θεός. Οι οπαδοί του Μαρκίωνα δεν είχαν την δυνατότητα να μελετήσουν τα παραδείγματα αυτά και βγάζοντας τα συμπεράσματά τους, ν’ απορρίψουν την αίρεση. Αυτό οφείλονταν στο ότι είχε απαγορεύσει την μελέτη της Παλαιάς Διαθήκης, υποκαθιστώντας αυτήν με τις Αντιθέσεις του, και είχε κολοβώσει το Κατά Λουκάν και τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, που εξηγούσαν και αναιρούσαν τις δοξασίες του.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εξηγεί την αληθινή έννοια της δικαιοσύνης του Θεού:
«Διακαιοσύνη ἐστί τό πάντας ὁμοίως σῶσαι, καί μή εἶναι διαφορά δούλου και ελευθέρου, βαρβάρου ἤ Ἕλληνος, γυναικός ἤ ἀνδρός˙ ἀλλ’ ὅ λέγει Παῦλος, Ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ οὐ βάρβαρος, οὐ Σκύθης, οὐκ ἄρσεν, οὐ θῆλυ, οὐ δοῦλος, οὐκ ἐλεύθερος[56]. Ὁρᾷς ὁμοτιμίαν[57];»
β) σύγχρονοι Μαρκιωνίτες
Με την μεταφορική έννοια μπορούμε να διακρίνουμε δύο ειδών σύγχρονους Μαρκιωνίτες. Στο πρώτο είδος κατατάσσονται αυτοί που πεισματικά, αρνούνται να εννοήσουν την αλληγορική ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης κι επιμένουν να θεωρούν τον Θεό, διαφορετικό και άδικο, όπως τον περιγράφουν οι ίδιοι μέσα από αυτήν. Κάποιες προσπάθειες που έγιναν προς δικαιολόγηση, ακολουθούν το δικανικό πνεύμα του Παπισμού και δεν έχουν σχέση και θέση στην Ορθόδοξη ερμηνευτική.
Η απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης από τον Μαρκίωνα, κατέστησε τον Μαρκιωνισμό σύμβολο του αντι-ιουδαϊσμού. Ως τέτοιος παρουσιάζεται ο σύγχρονος Μαρκιωνισμός πολλών ομάδων ακόμη και προτεσταντικών. Σε αυτές ισχύει η απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης, μέρους ή συνολικά, καθώς και της ηθική της. Σε κάποιες περιπτώσεις η απόρριψη αυτή έχει όντως θεολογικές-ιστορικές ρίζες, ενώ σε κάποιες άλλες είναι έκφραση ρατσιστικών πολιτικών θέσεων.
Οι ιστορικές ρίζες του φαινομένου, πρέπει να αναζητηθούν στις δοξασίες των Καθαρών της Δύσης του 11ου αι.. Αν μέσω των Παυλικιανών μπορούν να αναχθούν και στους πρώτους Μαρκιωνίτες ή αν αποτελούν αναβίωση αρχαίας αίρεσης, παραμένει αντικείμενο συζήτησης.
[1] Ψευδο-Τερυλλιανού, Adversus omnes haereses VI.
[2] Επιφανίου, Πανάριον XLII 1.4-7.
[3] Τερτυλλιανός, Adversus Marcionem I.19: «Από τον Τιβέριο στον Αντωνίνο Πίο πέρασαν 115 χρόνια και 6 και ήμισυ μήνες. Αυτό το μεσοδιάστημα τοποθετούν μεταξύ Χριστού και Μαρκίωνα».
[4] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 11.1. Επίσης Ειρηναίου, Έλεγχος ΙΙΙ 4.3.
[5] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 11.2. Επίσης Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 27.1.
[6] Τερτυλλιανός, De praescriptione haereticorum XXX &.
[7] Επιφανίου, Πανάριον XLII 1.8: «ζήλῳ λοιπόν ἐπαρθείς, ὡς οὐκ ἀπείληφε τήν προεδρίαν τε καί τήν εἴσδυσιν τῆς ἐκκλησίας, ἐπινοεῖ ἑαυτῷ καί προσφεύγει τῇ τοῦ ἀπατεῶνος Κέρδωνος αἱρέσει».
[8] Ματθ. 9.16.
[9] Επιφανίου, Πανάριον XLII 2.1.
[10] Επιφανίου, Πανάριον XLII 2.3-5.
[11] Επιφανίου, Πανάριον XLII 2.8.
[12] Ειρηναίου, Έλεγχος ΙΙΙ 3.4 & Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 14.5 &14.7.
[13] Ωριγένους, Σχόλια εις το Κατά Ματθαίων XV 3: «λεκτέον ὅτι, εἴπερ τι ἀκόλουθον ἑαυτῷ ὁ Μαρκίων πεποίηκε φάσκων μή δεῖν ἀλληγορεῖν τήν γραφήν, καί τους τόπους τούτους ἠθέτησεν ὡς οὐχ ὑπό τοῦ σωτῆρος εἰρημένους, νομίσας δεῖν ἤτοι παραδέξασθαι (μετά τοῦ φάσκειν τόν σωτήρα ταῦτα εἰρηκέναι) τό καί ἐπί τά τοιαῦτα τολμαν ἑαυτόν παραδιδόναι πεισόμενον τόν πεπιστευκότα, ἤ μή ἄν εὐλόγως τολμήσαντα τά τηλικαῦτα, ἐσόμενα εἰς δυσφημίαν τήν κατά τοῦ λόγου μηδέ πιστεύειν εἶναι τοῦ σωτῆρος τους λόγους, εἴ γε μή ἀλληγοροῦνται»{ed. Erich Klostermann, GCS 40(1935), 356-7}.
[14] Τερυλλιανού, Adversus Marcionem I 19.4: «Αυτές είναι οι Αντιθέσεις του Μαρκίωνα, οι οποίες σκοπό έχουν να παρουσιάσουν διάσταση ανάμεσα στο ευαγγέλιο και το νόμο, έτσι ώστε από την διάσταση των δύο κειμένων που τα περιέχουν να προκύψει διάσταση θεών, επίσης» «Nam hae sunt Antitheses Marcionis, id est contrariae oppositiones, quae. conantur discordiam evangelii cum lege committere, ut ex diversitate sententiarum utriusque instrumenti diversitatem quoque argumententur deorum».
[15] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 29.1: «Μαρκίων δέ ὁ Ποντικός πολύ τούτων μανικώτερος, τά πολλά τῶν πλειόνων παραπεμψάμενος ἐπί τό αναιδέστερον ὁρμήσας δύο ἀρχάς τοῦ παντός ὑπέθετο, ἀγαθόν τινα λέγων καί τόν ἕτερον πονηρόν».
[16] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 29.2: «οὗτος νομίζων λήσεσθαι τους πολλούς, ὅτι μή Χριστοῦ τυγχάνοι μαθητής ἀλλ’ Ἐμπεδοκλέους πολύ αὐτοῦ προγενέστερου τυγχάνοντος, ταὐτά ὁρίσας ἐδογμάτισε δύο εἶναι τά τοῦ παντός αἴτια, νεῖκος καί φιλίαν». Βλ. επίσης Σιμπλίκιου, Φυσικά 25.21: «Οὗτος δέ τά μέν σωματικά στοιχεῖα ποιεῖ τέτταρα, πῦρ καί ἀέρα καί ὕδωρ καί γῆν, ἀίδια μέν ὄντα, πλήθει δέ καί ὀλιγότητι μεταβάλλοντα κατά τήν σύγκρισιν καί διάκρισιν, τάς δέ κυρίως ἀρχάς, ὑφ’ὧν κινεῖται ταῦτα, Φιλίαν καί Νεῖκος».
[17] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων Χ 19: «Μαρκίων δέ ὁ Ποντικός καί Κέρδων ὁ τούτου διδάσκαλος καί αὐτοί ὁρίζσουσιν εἶναι τρεῖς τάς τοῦ παντός ἀρχάς, ἀγαθόν, δίκαιον, ὕλην˙ τινές δέ τούτων μαθηταί προστιθέασι <τετάρτην> λέγοντες ἀγαθόν, δίκαιον, πονηρόν, ὕλην».
[18] Φιλιπ. 1.3.
[19] Επιφανίου, Πανάριον XLII 11.4: «Εὐθύς μέν γάρ ἐν τῇ ἀρχῇ πάντα τά απ’ ἀρχῆς τῷ Λουκᾷ πεπραγματευμένα τουτέστιν ὡς λέγει “ἐπειδήπερ πολλοί ἐπεχείρησαν” καί τά ἑξής καί τά περί τῆς Ἐλισάβετ καί τοῦ αγγέλου εὐαγγελιζομένου Μαρίαν τήν παρθένον, Ἰωάννου τε καί Ζαχαρίου καί τῆς ἐν Βηθλεέμ γεννήσεως, γενεαλόγίας καί τῆς τοῦ βαπτίσματος ὑποθέσεως – ταῦτα πάντα περικόψας ἀπεπήδησεν καί αρχήν τοῦ εὐαγγελίου ἔταξε ταύτην “ἐν τῷ πεντεκαιδεκάτῳ ἔτει Τιβερίου Καίσαρος” καί τά ἑξής».
[20] Επιφάνιου, Πανάριον XLII 4.2: «Χριστόν δέ λέγει ἄνωθεν ἀπό τοῦ ἀοράτου καί ακατονομάστου πατρός καταβεβηκέναι ἐπί σωτηρία τῶν ψυχῶν καί ἐπί ἐλέγχῳ τοῦ θεοῦ τῶν Ἰουδαίων καί νόμου καί προφητῶν καί τῶν τοιούτων. καί ἄχρι Ἅιδου καταβεβηκέναι τόν κύριον, ἵνα σώςῃ τους περί Κάιν καί Κορέ καί Δαθάν καί Ἀβειρών, Ἠσαῦ τε καί πάντα τά ἔθνη τά μή ἐγνωκότα τόν θεόν τῶν Ἰουδαίων˙ τους δέ περί Ἄβελ καί Ἐνώχ καί Νῶε καί Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ καί Μωυσέα, Δαυίδ τε καί Σολομῶντα ἐκεῖ καταλελοιπέναι, διότι ἐπέγνωσαν, φησί, τόν θεόν τῶν Ἰουδαίων, ὄντα ποιητήν καί κτίστην, καί τά καθήκοντα αὐτοῦ πεποιήκασι καί οὐχί τῷ θεῷ τῷ ἀοράτῳ ἑαυτούς προσανέθεντο». Επίσης Ειρηναίος, Έλεγχος Ι 27.3.
[21] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 30.4: «τά βρώματα παριατεῖσθαι τούς ἑαυτοῦ μαθητάς διδάσκεις, ἵνα μή φάγωσι σῶμά τι λείψανον ψυχῆς ὐπό τοῦ δημιουργοῦ κολασμένης».
[22] Επιφάνιου, Πανάριον XLII 4.6.
[23] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 30.4.
[24] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς ΙΙΙ 3.1-2: «Ἤδη δέ εἰ αὐτός τε ὁ Πλάτων καί οἱ Πυθαγόριοι, καθάπερ οὖν ὕστερον καί οἱ ἀπό Μαρκίωνος, κακήν τήν γένεσιν ὑπολήφεσαν, πολλού γε ἔδει κοινάς αὐτόν ὑποτίθεσθαι τάς γυναίκας. Ἀλλ’ οἱ μέν ἀπό Μαρκίωνος φύσιν κακήν ἔκ τε ὕλης κακῆς καί ἐκ δικαίου γενομένην Δημιουρού, ᾧ δή λόγῳ μή βουλόμενοι τόν κόσμον τόν ὑπό τοῦ Δημιουργοῦ γενόμενον συμπληροῦν, ἀπέχεσθαι γάμου βούλονται, ἀντιτασσόμενοι τῷ ποιητῇ τῷ σφῶν, καί σπεύδοντες προς τόν κεκληκότα ἀγαθόν, ἀλλ’ οὐ τόν, ὥς φασι, Θεόν ἐν ἄλλῳ τρόπῳ.»
[25] Τερυλλιανού, Adversus Marcionem I 19.4.
[26] Τερτυλλιανού, De praescriptione haereticorum 30: «Εφόσον ο Μαρκίων διαχώρισε την Καινή Διαθήκη από την Παλαιά, είναι αναγκαστικά μεταγενέστερος αυτών που διαχώρισε, στο βαθμό που ήταν μόνο στο χέρι του να χωρίσει αυτό που ήταν πριν ενωμένο». “[9] Si enim Marcion nouum testamentum a uetere separauit, posterior est eo quod separauit quia separare non posset nisi quod unitum fuit. [10] Vnitum ergo antequam separaretur postea separatum posteriorem ostendit separatorem”.
[27] Επιφανίου, Πανάριον XLII 9.1-2.
[28] Επιφανίου, Πανάριον XLII 9.1-3.
[29] Επιφανίου, Πανάριον XLII 9.1-4.
[30] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 27.2-3, Τερτυλλιανού Adversus Marcionem IV 4.3-5.
[31] Ιουστίνου, Απολογία Α’ 26.5.
[32] Ωριγένους, Κατά Κέλσου VI 74 { ed. Paul Koetschau, GCS 3 (1899), 143.22-32}, Επίσης V 61-64.
[33] Επιφανίου, Πανάριον XLII 1.2.
[34] Ωριγένους, Ομιλία εις Λουκάν XXV, {ed. , GCS 9(), 151}.
[35] Κατά αιρέσεων βιβλίο IV. (ed. M. Le Vaillant de Florival, Réfutation des différentes sects des paiens, Paris 1853, γαλλιστί, αγγλική μετάφραση από Thomas Samuelian 1986).
[36] Θεοδώρητου Κύρου, Επιστολαί ΠΑ’: «Καί ἵνα ταῦτα καταλίπω, κώμας ὀκτώ τῆς Μαρκίωνος, καί τάς πέριξ κειμένας, ἀσμένας προς την ἀλήθειαν ἐποδήγησα» (PG 83.1261C). Επιστολή ΡΙΓ’- ΛΕΟΝΤΙ ΕΠΙΣΚΟΠΩ ΡΩΜΗΣ «πλείους μέν ἤ χιλίας ψυχάς ἠλευθέρωσα τῆς Μαρκίωνος νόσου,…»(PG 83.1316C).
[37] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, σελ. 186.
[38] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 31.1-2.
[39] Τερτυλλιανού, De praescriptione haereticorum 30.
[40] Γαλ. 1.8.
[41] Β’ Κορ. 11.14.
[42] Τερτυλλιανού, De praescriptione haereticorum 6.
[43] Τερτυλλιανού, De praescriptione haereticorum 30.
[44] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία V 13.2.
[45] Τερτυλλιανού, Adversus Marcionem III 11.
[46] Τερτυλλιανού, De carne Cristi VI.
[47] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία V 13.5.
[48] Ιερωνύμου, Commonitorium in Matthaeum (PL 26.17A).
[49] PL 14.289-332.
[50] PG 56.397.
[51] Ο.π.
[52] Ρωμ. 1.1-3.
[53] PG 56.398.
[54] Ρωμ. 1.16-17.
[55] PG 56.400.
[56] Κολ. 3.11.
[57] PG 56.401.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου