8.2 ΟΙ ΒΑΛΔΙΟΙ
Α’ Μέρος – Από την εμφάνιση μέχρι την διάσκεψη στην Bergamo, το 1218
Ένας ανώνυμος εκκλησιαστικός συγγραφέας έγραψε τον ΙΓ’ αι. ότι οι Βάλδιοι ήταν η πιο επικίνδυνη αίρεση της εποχής του για τρείς λόγους. Πρώτον ήταν η πιο μακρόβια, δεύτερον η πιο διαδεδομένη και τρίτον η πιο ύπουλη. Εκεί που οι άλλες αιρέσεις δίδασκαν συγκεκριμένες πλάνες, οι Βάλδιοι ζούσαν ζωή εξωτερικής ευσέβειας, διατηρούσαν την χριστιανική πίστη και διέφεραν στον τρόπο με τον οποίο επιτίθονταν στον Παπισμό, στον κλήρο του και στα μυστήριά του[1]. Κάποιος Ορθόδοξος θα μπορούσε αμέσως να σκεφτεί ότι μια τέτοια στάση αντίθεσης στον Παπισμό δεν σημαίνει αυτόματα αίρεση. Ο Παπισμός ο ίδιος είναι μία παναίρεση, αντίθετη με την χριστιανική πίστη. Ο Χριστιανός δεν μπορεί να συμφωνεί με τον Παπισμό. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι όποιος διαφωνεί με τον Παπισμό είναι αυτόματα Χριστιανός.
Οι Βάλδιοι είναι ένα έξοχο παράδειγμα για την μελέτη της διαδικασίας, δια της οποίας η αποπνευματικοποιημένη Δύση οδηγήθηκε αναγκαστικά στην απομάκρυνση από την ορθή χριστιανική πίστη, μέσα από την διαφωνία της με τον Πάπα. Δεν πρόκειται για μια ακόμη αίρεση, αλλά για την ρίζα, την πηγή κάθε αίρεσης. Ο πυρήνας των πεποιθήσεων των Βάλδιων είναι το ότι ο άνθρωπος, στην μικρότητα και την ατέλειά του, μπορεί να γίνει ο κριτής, ο εκτιμητής της θείας πραγματικότητας. Ο πεπερασμένος και τις περισσότερες φορές απαίδευτος Βάλδιος νους θεωρεί ότι, βλέποντας τον εαυτό του, μπορεί να κατανοήσει το πνευματικό νόημα των Γραφών, μπορεί να τις ερμηνεύσει και μπορεί να τις διδάξει. Απορρίπτει την Παράδοση, την εκκλησιαστική πραγματικότητα, οποιαδήποτε προηγούμενη θεολογία και ερμηνευτική. Τις υπερβαίνει, τοποθετεί τον εαυτό του υπεράνω πάντων και διά του εαυτού του κρίνει και αποφασίζει το πώς και το γιατί της χριστιανικής ζωής. Ο Βάλδιος καλλιεργεί την εωσφορική οίηση κι εφαρμόζει το «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος».
Αυτή είναι και η ρίζα του ουμανισμού. Η διαφωνία των Βάλδιων με τους Παπικούς δεν έχει χριστιανική βάση, αλλά ουμανιστική. Δεν δέχονται τον χριστιανικο-ουμανιστικό μαξιμαλισμό (κατά τον άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς) γι’ αυτό και στρέφονται στον χριστιανικό-ουμανιστικό μινιμαλισμό. Τα γεγονότα που θα περιγραφούν παρακάτω δείχνουν το ιστορικό σημείο πνευματικής διχοτόμησης της Δύσης, ύστερα από την αποστασία της από την Εκκλησία, το 1054.
Γιατί είναι γνωστική αίρεση; Διότι η ίδια δαιμονική έπαρση που ενέπνευσε τους γνωστικούς αιρεσιάρχες των προηγούμενων αιώνων να αυτοπροβληθούν ως κάτοχοι και φορείς της αποκεκαλυμμένης σωτηριώδους γνώσης, ενέπνευσε επίσης, όχι μόνο τον αρχηγό τους Πέτρο Βάλδο, αλλά και κάθε ένα ξεχωριστό μέλος, να αυτοπροβληθεί ως αυθεντικός κάτοχος της σωτηριώδους ερμηνείας της Αγίας Γραφής. Ο Βάλδιος δεν δέχεται καμιά εκκλησιαστική ή θεολογική αυθεντία, εξίσου παπική ή ορθόδοξη, αλλά προβάλλοντας την ζωή του της εξωτερικής ευσέβειας γίνεται ο ίδιος αυθεντία. Κάθε Βάλδιος είναι αλάθητος. Ενώ στον Παπισμό ο Χριστός αντικαθιστάται από τον ένα, στους Βάλδιους αντικαθιστάται από τον κάθε ένα.
Οι Βάλδιοι είναι οι πρώιμοι Προτεστάντες. Φέρουν τα βασικά αξιώματα της προτεσταντικής διαφωνίας, χωρίς να έχουν αναπτύξει τις δογματικές διαφορές. Γι’ αυτό και όταν εμφανίστηκε ο Προτεσταντισμός αναγνώρισαν την συγγένεια και ενσωματώθηκαν αμέσως σε αυτόν.
8.2.1 Πέτρος Βάλδος
Οι Βάλδιοι του ύστερου Μεσαίωνα αρνούνταν την μεσαιωνική καταγωγή της αίρεσής τους. Δίδασκαν ότι κατάγονταν από την αρχαία Εκκλησία και το κίνημά τους έφτανε πίσω στην αποστολική εποχή. Σε κάποιες περιπτώσεις έλεγαν ότι η αρχή τους εντοπιζόταν την εποχή του πάπα Σιλβέστρου Α’ (314-335)[2]. Σήμερα είναι αποδεκτό από την ακαδημαϊκή κοινότητα (αν και όχι από τις σύγχρονες εκκλησίες τους) ότι υπήρχε αιρεσιάρχης, κάποιος κάτοικος της Λυών, ο Πέτρος Βάλδος. Για το όνομά του (λατ. Valdesius) έχουν δοθεί κάποιες εξηγήσεις, και η επικρατέστερη υποστηρίζει ότι σημαίνει καταγωγή, δηλ. αυτόν που είναι από την κοιλάδα. Κάποιες προσπάθειες έχουν γίνει για να μεταφραστεί στην μεσαιωνική φραγκο-προβηγκιανή (Vaudès ή Valdès) και κάποιες άλλες για να φανεί ότι πρόκειται για κατασκευασμένο όνομα και όχι για ιστορικό πρόσωπο[3]. Οι τελευταίες σκοπεύουν στο να εδραιώσουν την πεποίθηση περί αρχαιότητας της αίρεσης και στερούνται σοβαρότητας.
Η ύπαρξη του Πέτρου Βάλδου γίνεται γνωστή αρχικά από δύο μεσαιωνικά χρονικά. Το πρώτο είναι το «Chronicon universale» του ανωνύμου της Λαών[4] και το δεύτερο, το «Vita Alexandri Papae III», του Ριχάρδου του Πουατιέ[5]. Οι δύο αυτές πηγές συμφωνούν σε ζωτικές πληροφορίες για το πρόσωπο του Πέτρου.
Ο Πέτρος ήταν ένας πλούσιος τοκογλύφος της Λυών, ή κατ’ άλλους έμπορος που εμπλεκόταν σε δραστηριότητες που θεωρούνταν από την εκκλησία καταδικαστέες[6]. Ο Ανώνυμος της Λαών μιλά ξεκάθαρα ότι ασκούσε την «ανομία της τοκογλυφίας[7]», χωρίς ωστόσο αυτό να αποκλείει ότι ήταν και έμπορος. Κάποια Κυριακή του 1173 άκουσε έναν πλανόδιο αοιδό (Jongleur) να ιστορεί τον βίο του αγίου Αλεξίου του ανθρώπου του Θεού. Κάλεσε τον αοιδό στην οικία του κι άκουσε με προσοχή την ιστορία του αγίου[8]. Εντυπωσιάστηκε από την αποταγή του αγίου, ο οποίος άφησε την άνετη ζωή του πατρικίου και την πλούσια νύμφη για χάρη του Χριστού. Την επόμενη μέρα ο Πέτρος πήγε και συμβουλεύτηκε κάποιους θεολόγους για το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να σώσει την ψυχή του. Αυτοί του έδειξαν την απάντηση του Χριστού στον πλούσιο νέο[9].
Ο Πέτρος εξέλαβε το αγιογραφικό χωρίο στην κυριολεξία και αποφάσισε ν’ ακολουθήσει το παράδειγμα του αγίου Αλεξίου. Πρόσφερε στην γυναίκα του την εξής επιλογή· μπορούσε να κρατήσει είτε την κινητή είτε την ακίνητη περιουσία. Αυτή διάλεξε την ακίνητη. Με τα υπόλοιπα ο Πέτρος αποζημίωσε όσους είχε κατακλέψει με την προηγούμενη χρηματοπιστωτική δραστηριότητά του. Αποκατέστησε τις κόρες του σε μοναστήρι του Fontevrault, το οποίο είχε ανακαινιστεί στις αρχές του αιώνα από τον Robert d’ Arbrissel, δωρίζοντας ταυτόχρονα ένα σημαντικό ποσό. Μεταξύ 27 Μαΐου και 1 Αυγούστου οργάνωνε γεύματα τρεις φορές την εβδομάδα, εξαιτίας λοιμού που είχε προκύψει στην Φραγκία[10]. Στις 15 Αυγούστου σκόρπισε ότι του είχε απομείνει στον δρόμο, λέγοντας ότι κανείς δεν μπορεί να υπηρετεί δύο κυρίους, το Θεό και τον Μαμωνά. Στην συνέχεια βρέθηκε να ζητιανεύει στο δρόμο για λίγη τροφή. Η σύζυγός του παραπονέθηκε στον αρχιεπίσκοπο της Λυών, ότι ο άντρας της ζητούσε τροφή από άλλους και όχι από αυτήν. Ο αρχιεπίσκοπος Guichard de Pontigny (1165-1180) του συνέστησε να ζητά τροφή από την σύζυγό του. Με αυτόν τον τρόπο του αρνήθηκε το αυτοσχέδιο διαζύγιο.
Ο Ανώνυμος του Πασσάου δίνει μια άλλη εκδοχή για την αιτία της μεταστροφής του Πέτρου. Λέει ότι οι επιφανείς πολίτες της Λυών συγκεντρώθηκαν στην κηδεία ενός της τάξης τους, ο οποίος πέθανε ξαφνικά. Ο Πέτρος, στην θέα του νεκρού του φίλου, ταράχτηκε και αναλογίσθηκε την θνητότητα του ανθρώπου. Σύμφωνα και με αυτή την εκδοχή, μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς, ξεκίνησε να ζητιανεύει και να κηρύττει, νομίζοντας ότι ακολουθούσε το αποστολικό παράδειγμα και σύντομα συγκέντρωσε γύρω του πλήθος ζητιάνων[11].
8.2.2 Μετάφραση αποσπασμάτων της Βίβλου από τα Λατινικά
Ο Ριχάρδος του Πουατιέ και ο ιεροεξεταστής Étienne de Bourbon δίνουν μια σημαντική πληροφορία για τις πρώτες ενέργειες του Πέτρου. Αναφέρουν ότι απευθύνθηκε σε κάποιο μεταφραστή, τον Στέφανο de Ansa, ο οποίος με την βοήθεια ενός γραμματικού, του Bernardus Ydros, μετέφρασαν αποσπάσματα της Βίβλου και από τους Πατέρες για λογαριασμό του[12]. Η πρόσφατη ανακάλυψη της διαθήκης του Στέφανου de Ansa επιβεβαιώνει αυτή την πληροφορία[13]. Παρότι το έργο δεν έχει φτάσει στις μέρες μας, έχουμε μια βάσιμη πληροφορία για την πρώτη μετάφραση αποσπασμάτων από την λατινική είτε στην φραγκο-προβηγκιανή, είτε στην διάλεκτο της Grenoble (το θέμα είναι υπό συζήτηση[14]). Οι περιγραφές των δύο πηγών δείχνουν ότι μεταφράστηκαν αποσπάσματα από την Βίβλο και όχι ολόκληρη. Ταυτόχρονα, το γεγονός της ανάγκης της μετάφρασης δείχνει ότι ο Πέτρος ήταν αμόρφωτος, εφόσον την εποχή εκείνη η μόρφωση προϋπόθετε την γνώση της λατινικής.
Ο Ανώνυμος της Λαών συμφωνεί με τις υπόλοιπες πηγές ότι ο Πέτρος απαρνήθηκε τον πλούτο του δημοσίως (in manifesto[15]). Αυτό σημαίνει ότι θεώρησε αποστολή του, όχι μόνο να ζήσει ο ίδιος εν πτωχεία για χάρη της σωτηρίας της ψυχής του, αλλά να διδάξει και τους άλλους να κάνουν το ίδιο. Έτσι, ο μέχρι χθες τοκογλύφος έγινε μέσα σε μια στιγμή διδάσκαλος ψυχών. Πριν καλά-καλά εφαρμόσει ο ίδιος στην πράξη αυτά που του έλεγε ο λογισμός του, παρότρυνε και τους άλλους να τον μιμηθούν. Μέχρι το 1177 είχε σχηματιστεί μια ομάδα με παρόμοιες αντιλήψεις και εμφανή φαρισαϊσμό. Έγιναν κριτές των αμαρτιών των άλλων, πολλές φορές δημόσια. Κύρια δραστηριότητά τους ήταν το κήρυγμα, το οποίο στην πρώιμη αυτή φάση δεν ήταν τίποτα παραπάνω από απαγγελία των μεταφρασμένων αποσπασμάτων.
8.2.3 Οι Βάλδιοι και το κήρυγμα
Η επίδοση των αμόρφωτων και μη εξουσιοδοτημένων λαϊκών στο κήρυγμα ανησύχησε τον αρχιεπίσκοπο της Λυών. Δύο χρονογράφοι, ο Ριχάρδος του Πουατιέ και ο Στέφανος de Bourbon αναφέρουν ότι ο αρχιεπίσκοπος τους απαγόρευσε να κηρύττουν πριν από την σύνοδο του Λατερανού το 1179. Ωστόσο, κατονομάζουν ως αρχιεπίσκοπο τον Jean Bellesmains[16], ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα μόλις το 1181, μετά δηλαδή από την Σύνοδο. Πάντως, μπορεί να γίνει αποδεκτό ότι υπήρξε προηγούμενη απαγόρευση εκτός από αυτή της Συνόδου[17]. Το σίγουρο είναι ότι για τις δραστηριότητές τους ενημερώθηκε η Ρώμη και τους ζητήθηκε να στείλουν αντιπροσώπους στην Σύνοδο του Λατερανού του 1179.
Για τα τεκταινόμενα της συνόδου σε ότι αφορά τον Πέτρο Βάλδο, υπάρχουν δύο περιγραφές, μία από τον Walter Map[18] και μία από τον Ανώνυμο της Λαών. Σύμφωνα με τον πρώτο, οι σύνεδροι θέλησαν να εξετάσουν την θεολογική κατάρτιση του Πέτρου, γι’ αυτό τον ρώτησαν αν πιστεύει στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Ο Πέτρος απάντησε καταφατικά στις ερωτήσεις τους. Στην συνέχεια τον ρώτησαν αν πιστεύει στην Παναγία. Ο Πέτρος απάντησε για άλλη μια φορά καταφατικά, οπότε οι σύνεδροι ξέσπασαν σε γέλια[19]. Η ιστορία του Walter Map θεωρείται κακόγουστη και κακεντρεχής[20], ωστόσο αντανακλά μια πραγματικότητα, την οποία ο ίδιος περιγράφει απλά· αυτοί που δεν διδάχθηκαν από κανέναν, ζήτησαν να γίνουν διδάσκαλοι άλλων.
Ο Ανώνυμος της Λαών δίνει μια άλλη εκδοχή. Ο πάπας Αλέξανδρος ΙΙΙ αγκάλιασε τον Πέτρο, εγκρίνοντας τον όρκο εθελούσιας πτωχείας, αλλά απαγόρευσε να κηρύττει, ο ίδιος ή οι οπαδοί του, χωρίς την έγκριση του επισκόπου[21]. Πρακτικά, του απαγόρευσε να κηρύττει με διπλωματικό τρόπο[22].
Όπως φαίνεται οι Βάλδιοι δεν συμμορφώθηκαν με την εντολή της Συνόδου. Το 1180 ή 1181[23] ο παπικός λεγάτος Ανρί de Marcy έφτασε στην Λυών, μετά την αποστολή του κατά των Καθαρών το 1178. Στα πλαίσια αυτής της αποστολής βρήκε τον χρόνο ν’ ασχοληθεί και με τους Βάλδιους. Συγκλήθηκε τοπική σύνοδος, κατά την οποία προΐστατο o Ανρί και παρίστατο επίσης ο αρχιεπίσκοπος της Λυών Gouichard. Κατά την μαρτυρία του Γοδεφρείδου της Auxerre («Super Apocalypsim»[24]), ενώπιον της συνόδου εμφανίστηκε ο Πέτρος Βάλδος και αρνήθηκε την αίρεσή του. Υπέγραψε μάλιστα και μια ομολογία πίστεως, η οποία έχει διασωθεί[25].
Στην ομολογία αυτή ο Πέτρος επιβεβαίωσε την πίστη του στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, στις πεποιθήσεις του παπισμού και στην θεοπνευστία των Γραφών. Κύριο χαρακτηριστικό είναι ο προσανατολισμός της ενάντια στις πεποιθήσεις των Καθαρών, εφόσον ο Καθαρισμός ήταν το μεγάλο πρόβλημα της εποχής. Γι’ αυτό και επιβεβαιώνει ότι η βρώση κρέατος δεν είναι αξιόμεμπτη, ότι ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής ήταν θεόπνευστος, ότι ο Υιός του Θεού έλαβε πραγματικά την ανθρώπινη φύση, ότι αποδέχεται την παπική εκκλησία και τα μυστήριά της, ακόμη και αν τελούνται από ανάξιο ιερέα. Και πάλι η σύνοδος επισήμανε ότι δεν τους επιτρέπονταν να κηρύττουν.
8.2.4 Οι Βάλδιοι αγνοούν την απαγόρευση να κηρύττουν
Οι Βάλδιοι υπάκουσαν για λίγο στην απαγόρευση του κηρύγματος, σύντομα, όμως, ξανάρχισαν τις δραστηριότητές τους. Ο Ριχάρδος του Πουατιέ αναφέρει ότι ο νέος αρχιεπίσκοπος της Λυών Jean Bellesmains, εξέδωσε ρητή απαγόρευση του κηρύγματος στην οποία οι Βάλδιοι απάντησαν ότι πρέπει να υπακούν στον Θεό και όχι στους ανθρώπους[26]. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο νέος αρχιεπίσκοπος να τους διώξει από την επαρχία του κάποια στιγμή μετά την ανάληψη των καθηκόντων του το 1182 και πριν την σύνοδο της Βερόνα το 1184.
Στις 4 Νοεμβρίου του 1184 συγκλήθηκε η σύνοδος της Βερόνα υπό το πάπα Λούκιο ΙΙΙ. Η σύνοδος εξέδωσε την απόφαση «Ad Abolendam»[27], η οποία αναθεμάτιζε τους Καθαρούς και για πρώτη φορά τους «φτωχούς της Λυών». Γενικεύοντας αναθεμάτισε όσους διεκδικούσαν την αρμοδιότητα να κηρύττουν και όσους το έκαναν χωρίς την άδεια του πάπα ή κάποιου άλλου επισκόπου. Μετά την σύνοδο αυτοί οι «φτωχούληδες της Λυών», όρος που πρωτοχρησιμοποιήθηκε σε αυτή την περίπτωση, θεωρήθηκαν ως αιρετικοί.
Μετά την εκδίωξή τους από την Λυών και την καταδίκη στη Βερόνα, οι Βάλδιοι διασκορπίστηκαν στην Προβηγκία και την Λομβαρδία. Ανακατεύθηκαν με άλλες αιρετικές ομάδες και διέδωσαν τις πεποιθήσεις τους. Η πρώτη γενιά των Βάλδιων διαμόρφωσε κάποια υποτυπώδη οργανωτική δομή στην εικοσιπενταετία που ακολούθησε την καταδίκη της Βερόνα. Ταξίδευαν σε μικρές ομάδες ζητιανεύοντας και κηρύττοντας σε οποιονδήποτε ήταν πρόθυμος ν’ ακούσει. Ταυτόχρονα ανέπτυξαν την βασική επιχειρηματολογία τους κατά της απαγόρευσης του κηρύγματος και κατά της παπικής «εκκλησίας». Έτσι παρουσιάσθηκε το εξής παράδοξο. Από την μια δίδασκαν το παπικό δόγμα, από την άλλη απέρριπταν την παπική «εκκλησία» και την αρμοδιότητά της.
Η αμφισβήτηση της αποστολικής αρμοδιότητας των παπικών έγινε δόγμα γι’ αυτούς. Ως δόγμα, όμως, ήταν τόσο εύπλαστο, που γρήγορα δέχθηκε τις επιρροές άλλων αιρετικών πεποιθήσεων του περιβάλλοντος, ώστε, ενώ δεν ήταν ικανό να καθορίσει ίδιες πεποιθήσεις, παρέμενε δεκτικό στις έξωθεν επιρροές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση διαφορών μέσα στην αίρεση με συνεπακόλουθο την διαίρεση. Οι «φτωχούληδες» της Λομβαρδίας διαφοροποιήθηκαν σύντομα από τους ομοϊδεάτες τους της Νότιας Γαλλίας. Οι δεύτεροι βρίσκονταν υπό την άμεση καθοδήγηση του Πέτρου. Ο αιρεσιάρχης τους δεν οραματιζόταν την απομάκρυνση από την παπική «εκκλησία», αλλά ήθελε να αλώσει εκ των έσω. Έτσι η ομάδα του έπρεπε να εμφανίζεται αντίθετη στην διδασκαλία των Καθαρών, έστω και αν υπήρχε κοινό έδαφος.
8.2.5 Δημόσια αντιπαράθεση στη Ναρβόννη
Το 1191 ο αρχιεπίσκοπος της Ναρβόννης Bernard Gaucelin (d’ Arsac) αντιμετώπισε πρόβλημα στην επαρχία του με τους ανυπάκουους κήρυκες. Η απαγόρευσή του να κηρύττουν απλά αγνοούνταν. Είναι σημαντικό να ειπωθεί ότι οι ανυπάκουοι Βάλδιοι μετακινήθηκαν σε περιοχές όπου η αρμοδιότητα των παπικών αμφισβητούνταν ήδη από άλλες αιρέσεις. Εκεί η δράση τους ήταν απροβλημάτιστη, λόγω της ανοχής των κοσμικών αρχών. Ωστόσο, ο ανταγωνισμός με τις άλλες αιρέσεις ήταν έντονος και σύντομα ανέπτυξαν διδασκαλία κατά των πεποιθήσεων των Καθαρών.
Στην Ναρβόννη έγινε μια δημόσια συζήτηση μεταξύ των Βάλδιων και των παπικών με κύριο συνομιλητή εκ μέρους των δευτέρων, τον Βερνάρδο, ηγούμενο στο Fontcaude. Την συζήτηση διεύθυνε ένας κληρικός ο Raymundus de Daventria. Τα πρακτικά καταγράφηκαν στο «Liber adversus Waldenses»[28]. Από την επιχειρηματολογία των Βάλδιων φαίνεται ότι μέχρι στιγμής περιόριζαν την ανυπακοή τους και δεν ισχυρίστηκαν ότι κάποιος δεν πρέπει να υπακούει σε αμαρτωλούς ιερωμένους, ούτε ότι τα μυστήρια των τελευταίων είναι άκυρα (δονατισμός). Αυτό θα γίνει αργότερα το βασικό τους δόγμα και η διαφωνία επί τούτου θα οδηγούσε στην σύνοδο των Βαλδίων στην Bergamo το 1218, αλλά μέχρι στιγμής δεν προβαλλόταν.
Ο Alain de Lille παρουσιάζει μια διαφορετική εικόνα για τους Βάλδιους στο έργο του «De fide catholica contra haereticos sui temporis»[29]. Αν κρίνει κάποιος από την πληθώρα των χειρογράφων, συμπεραίνει ότι πρόκειται για έργο με ευρεία κυκλοφορία και σημαντική επίδραση κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα. Το πρώτο μέρος της πραγματείας ασχολείται με τους Καθαρούς και το δεύτερο με τους Βάλδιους. Συμφωνεί με τον παραπάνω αναφερθέντα Βερνάρδο για την εφεύρεση της αίρεσης από τον Πέτρο Βάλδο, ο οποίος αποφάσισε αυτόβουλα να γίνει διδάσκαλος «χωρίς την άδεια του επισκόπου, χωρίς θεία έμπνευση, χωρίς μόρφωση και χωρίς εκπαίδευση». Ακόμη προσθέτει ότι χωρίς κάποιο θαύμα δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι έλαβε κλήση στο κήρυγμα άνωθεν. Ακόμη και οι Απόστολοι επιβεβαίωναν την κλήση τους με θαυμαστά σημεία.
8.2.6 Ο δονατισμός των Βάλδιων
Ο ίδιος συγγραφέας ψέγει τους Βάλδιους για την ανυπακοή τους στην ιεραρχία και προσθέτει ότι μερικοί από αυτούς ισχυρίζονται, ότι κάποιος θα πρέπει να υπακούει στους καλούς ιεράρχες που κατέχουν την θέση των αποστόλων και την τιμούν με την ζωή και το έργο τους, αλλά όχι στους άλλους, τους οποίους αποκαλούν μισθωτούς και όχι ποιμένες[30]. Η αναίρεση της δονατιστικής επιχειρηματολογίας των Βάλδιων καταλαμβάνει δέκα κεφάλαια στο έργο του Alain de Lille. Αποδίδει στους Βάλδιους τις ακόλουθες απόψεις· πίστευαν ότι το ήθος τους ήταν ανώτερο από την πνευματική τάξη της εκκλησίας[31], ότι κάποιος μπορεί να εξομολογείται τις αμαρτίες του σε λαϊκούς ή μόνο στον Θεό και δεν χρειαζόταν εξομολόγηση σε ιερέα[32], και ότι οι προσευχές της εκκλησίας ήταν έγκυρες μόνο αν προσφέρονταν από καλό ιερέα[33].
Αυτό που παρατηρούμε είναι ότι μετά την καταδίκη τους οι αιρετικοί αναπτύσσουν έντονο αντικληρικαλιστικό προσανατολισμό και αμφισβητούν την αξία του κλήρου, προσπαθώντας να σφετεριστούν κάποιες από τις λειτουργίες του. Ξεπερνούν τα όρια της αιτιολόγησης της ανυπακοής τους σε σχέση με το κήρυγμα κι επιβεβαιώνουν την εισαγωγική πρότασή μας ότι ο πυρήνας της διδασκαλίας τους είναι ο ίδιος ο πυρήνας της κάθε αίρεσης. Ήταν, λοιπόν, θέμα χρόνου η αιρετική αποστασιοποίηση και τοποθέτησή τους να μορφοποιηθεί και να γίνει εμφανής. Η κατασκευή των επιχειρημάτων του συγγραφέα, η οποία δίνει λαβή για την αμφισβήτηση της ενημέρωσής του, είναι ευεξήγητη. Οι θέσεις των Βάλδιων είναι υπό ανάπτυξη την εποχή εκείνη και δεν έχουν επικρατήσει καθολικά στις ομάδες τους. Αυτό είναι αναμενόμενο, αν αναλογιστεί κανείς το ότι και η οργανωτική δομή της αίρεσης είναι ακόμη υποτυπώδης. Κάποιες θέσεις που εκφράζονταν από μερικούς εξ αυτών, ίσως δεν ήταν γνωστές ή αποδεκτές από όλους. Η εξέλιξη των γεγονότων με το σχίσμα στους κόλπους της αίρεσης, ως αποτέλεσμα των ζυμώσεων για την ανάπτυξη των πεποιθήσεών τους αποδεικνύει αυτό ακριβώς. Βρίσκονται ακόμη στην παιδική ηλικία και η εμφάνιση των παιδικών ασθενειών δεν πρέπει να εκπλήσσει, ειδικά όσους μελετούν παρόμοια φαινόμενα.
8.2.7 Ο Durand de Huesca
Το ίδιο λέει και ο Durand de Huesca (ή της Osca σε διαφορετική ανάγνωση). Ο Durand ήταν ίσως ο πιο μορφωμένος Βάλδιος της εποχής του. Ωστόσο, το 1208 επέστρεψε στον παπισμό με τις ευλογίες του Ιννοκέντιου ΙΙΙ. Το έργο του «Liber Antiherensis» ήταν μια αντίρρηση στην αίρεση των Καθαρών, όχι των Βάλδιων. Στον πρόλογο αυτού του έργου ο Durand εμφανίζει τον Πέτρο Βάλδο ως εκ Θεού εκλεγμένο για να κηρύττει. Ο Θεός υποτίθεται ότι επέλεξε τον Πέτρο όταν είδε ότι οι παπικοί ιεράρχες είχαν παραδοθεί «στην απληστία, την σιμωνία, την υπερηφάνεια, την φιλαργυρία, την γαστριμαργία, την ασέλγεια και άλλες επαίσχυντες πράξεις» και είχαν γίνει ανίκανοι να πράξουν το καθήκον τους[34].
Αυτή η θέση ήταν αρκούντως δονατιστική και συμπληρώνεται από την εξαγγελία ότι ο Χριστός είναι ο αληθινός επίσκοπος των Βάλδιων, και από τους ιεράρχες όσοι κρατάν την πίστη και συμβουλεύουν σύμφωνα με την Αγία Γραφή. Οι δε Βάλδιοι ήταν υποχρεωμένοι να υπακούν σε αυτούς τους ιεράρχες και να παρακούν τους υπόλοιπους. Με αυτό τον τρόπο οι αιρετικοί γίνονται κριτές της εκκλησίας, προβάλλοντας ως κριτήριο την Αγία Γραφή, αλλά στην πραγματικότητα φέρνουν την ερμηνεία στα μέτρα τους και κρίνουν ως καλούς ιεράρχες, όσους συμφωνούν μαζί τους. Το κριτήριο είναι υποκειμενικό, εφόσον αφαιρούν από την εκκλησία τον ρόλο του αυθεντικού ερμηνευτή των Γραφών και τον δια της Παραδόσεως μεταφραστή των εντολών σε εκκλησιαστική ζωή, της ζωής του Χριστού σε εν Χριστώ ζωή. Αυτή δεν είναι μόνο η στάση των Βάλδιων έναντι του παπισμού, αλλά και πολλών σύγχρονων αιρετικών απέναντι στην Εκκλησία και τους Ιεράρχες, γι' αυτό και επιμένουμε πάνω σ' αυτό και εξηγούμε ότι δεν υπερασπιζόμαστε τον παπισμό, απέναντι στις επιθέσεις που δέχθηκε από τους αιρετικούς που βγήκαν από τους κόλπους του, αλλά ενημερώνουμε εξαιτίας της μεταφοράς πυρός κατά της Ορθοδοξίας, μετά την πνευματική κατάρρευση της Δύσης.
Άρα όταν οι Βάλδιοι είπαν ότι υπακούν σε όσα ευχαριστούν τον Θεό («que deo placuerint»[35]), ακόμη και όταν τα διατάζουν κακοί (malis) ιεράρχες, εννοούσαν ότι υπακούν σε όσα ευχαριστούν τους ίδιους. Αυτή η προσέγγιση δεν ήταν καθαρά, αλλά επιλεκτικά δονατιστική. Αν θέλουμε να το δούμε πιο απλά, συνέβη το εξής: οι παπικοί απαγόρευσαν στους Βάλδιους να κηρύττουν και οι Βάλδιοι απάντησαν ότι θα συνεχίσουν να κηρύττουν, διότι οι παπικοί που τους το απαγόρευαν ήταν κακοί ιερείς. Δεν εξέτασαν το αν μπορούσαν ή αν τους επιτρέπονταν με βάση την Αγία Γραφή ή το κανονικό δίκαιο, και όχι τις προσταγές ή τις απαγορεύσεις των παπικών, να κηρύττουν. Αυτό το προσπερνούσαν αμβλύνοντας τις αντιρρήσεις με το να θεωρούν και να διεκδικούν θεία κλήση και αποστολική αρμοδιότητα. Οικειοποιούμενοι, όμως, την αποστολική αρμοδιότητα, δεν θα αργούσαν να διεκδικήσουν και την τέλεση μυστηρίων, αρχικά της εξομολόγησης, όπως είδαμε παραπάνω, στην συνέχεια και του βαπτίσματος, όπως θα δούμε παρακάτω. Γι' αυτό και δεν απέρριπταν τα μυστήρια.
8.2.8 Οι περιπλανώμενοι κήρυκες
Ειδοποιός διαφορά στον τρόπο δράσης των Βάλδιων είναι το γεγονός ότι οι περιπλανώμενοι και ανεπάγγελτοι αυτοί ψωμοζήτουλες κυκλοφορούσαν σε μικτές ομάδες ανδρών και γυναικών. Εκτός αυτού επέτρεπαν στις γυναίκες της ομάδος να διδάσκουν, παρά την αντίθετη επιταγή του αποστόλου Παύλου. Αυτή τους η πρακτική προκάλεσε τον ψόγο των παπικών, όπως του Bernard de Fontcaude και Alain de Lille[36]. Επίσης προκάλεσε υποψίες ως προς την ηθική τους. Ο Burchard von Ursperg σημείωσε σοκαρισμένος, ότι ανάμεσά τους άνδρες και γυναίκες ταξίδευαν μαζί, έμεναν στο ίδιο σπίτι και πολλές φορές κοιμούνταν στο ίδιο κρεβάτι[37]. Δικαίως ή αδίκως αυτή η πρακτική σκανδάλιζε και τελικά σταμάτησε το 1300.
Μια άλλη πρακτική, η οποία εγκαταλείφθηκε μετά από κάποιο χρόνο, αλλά παρέμενε διακριτικό σημάδι των πρώτων Βάλδιων περιφερόμενων κηρύκων, ήταν η συνήθεια να κόβουν τα υποδήματα σε σχήμα σανδαλιού, για να φαίνονται γυμνόποδες. Έτσι πίστευαν ότι διατηρούσαν αποστολική εμφάνιση. Και αυτή η συνήθεια διακωμωδήθηκε στα έργα των παπικών. Ο Ebrardus de Béthune σχολίασε ότι έστεφαν τα πόδια τους, αλλά όχι την κεφαλή τους, εννοώντας ότι στερούνταν της περιβολής, δηλαδή της άδειας να κηρύττουν[38]. Όταν ξεκίνησαν οι διώξεις από την Ιερά Εξέταση, μια τόσο διακριτική συνήθεια εγκαταλείφθηκε πάραυτα.
Ως προς τον τρόπο προσέγγισης των ακροατών, αναφέρεται από τον Bernard de Fontcaude, ότι πλησίαζαν πρώτα τις γυναίκες και τους ανίδεους άνδρες και μέσω αυτών προσπαθούσαν να κερδίσουν και τους υπόλοιπους. Αν κατά την διάρκεια της συζήτησης τους γινόταν κάποια δύσκολη ερώτηση ή προβαλλόταν επιχείρημα το οποίο δεν μπορούσαν να αντικρούσουν, τότε απέφευγαν ν’ απαντήσουν, καταφεύγοντας σε θολές αποκρίσεις ή «σκιώδη λογική», όπως το ονομάζει[39].
Κάποιες από αυτές τις ομάδες των πλανόδιων κηρύκων εμφάνισαν πιο ριζοσπαστικές ιδέες. Αρνούνταν την αξία της ιεροσύνης και ως εκ τούτου σφετερίστηκαν την τέλεση των μυστηρίων. Έλεγαν, δηλαδή, ότι μπορούσαν οι ίδιοι, αν και λαϊκοί να τελούν μυστήρια, όπως το Βάπτισμα και η Θεία Ευχαριστία. Ακόμη και γυναίκες. Ο Ermengaud της Béziers αναφέρει ότι οι Βάλδιοι κήρυκες βάπτιζαν τα παιδιά των οπαδών τους και από αυτούς τους «Λυωνιστές», όπως τους αποκαλεί, προήλθαν οι Αναβαπτιστές[40]. Γράφοντας στην αρχή του ΙΓ’ αι., φυσικά δεν εννοεί τους Αναβαπτιστές του Ιστ’ αλλά κάποιους σύγχρονους του[41]. Ο Ermengaud ήταν πρώην Βάλδιος, φίλος του Durand de Huesca, οπότε γνώριζε καλά τα των Βάλδιων, εκ των έσω. Μια λίγο μεταγενέστερη πηγή (μέσα του ΙΓ’ αι.), λέει ότι άλλοι λιγότερο ριζοσπάστες Βάλδιοι βάπτιζαν σε εξαιρετικές περιπτώσεις[42]. Η ίδια ιστορία. Επίσης στο ίδιο κείμενο το Ermengaud υπάρχει η πληροφορία για την τέλεση της Θ. Ευχαριστίας από τους λαϊκούς κήρυκες, η οποία επιβεβαιώνεται από τον Pierre de Vaux-Cernay. Ο τελευταίος γνώριζε ότι οι σανδαλοφορούντες (haberet sandalia) τελούσαν την Θ. Ευχαριστία και πάλι σε εξαιρετικές περιπτώσεις[43].
8.2.9 Οι Φτωχοί Καθολικοί και οι Συμφιλιωμένοι Φτωχοί
Εφόσον αναφερθήκαμε ήδη στον Durand de Huesca και τον Ermengaud, ας πούμε λίγα στοιχεία για τις συνθήκες μεταστροφής τους από την αίρεση των Βάλδιων στον παπισμό. Το φθινόπωρο του 1207 ο επίσκοπος Diego της Osma, σταμάτησε στην Pamiers της Languedoc μετά την αποστολή του για την αντιμετώπιση των Καθαρών της περιοχής. Εκεί έγινε δημόσια συζήτηση μεταξύ Βάλδιων και παπικών, την οποία διεύθυνε ο Arnaldus de Campranhano (ή Arnaud de Crampagna), ένας ιερέας που στις πηγές αναφέρεται ότι ευνοούσε τους Βάλδιους. Κύριος ομιλητής των Βάλδιων ήταν ο Durand, ο οποίος όμως δεν κατάφερε ν’ αντικρούσει τα επιχειρήματα του επισκόπου Diego. Αντίθετα, πείστηκε από αυτά και μεταστράφηκε στον παπισμό μαζί με τέσσερις φίλους του, μεταξύ των οποίων και ο Ermengaud. Τα πρακτικά της συζήτησης δεν διασώθηκαν. Τα γεγονότα αναφέρονται από δύο χρονογράφους, τον William de Puylaurens και τον Pierre de Vaux-Cernay[44].
Ο πρώτος αναφέρει ότι ο Durand προσέγγισε την Αγία Έδρα, δήλωσε μετάνοια στον Ιννοκέντιο ΙΙΙ και του επιτράπηκε να ζει με τον δικό του κανόνα[45]. Γύρω από τον πυρήνα των τεσσάρων αυτών πρώην Βάλδιων συγκεντρώθηκαν αργότερα και άλλοι κι έτσι σχηματίστηκαν οι Φτωχοί Καθολικοί με κύριο σκοπό την επιστροφή και άλλων Φτωχών Λομβαρδών στον παπισμό. Το 1209 είχαν μια σημαντική επιτυχία στο Μιλάνο κι ενημέρωσαν τον πάπα ότι ετοίμαζαν την επιστροφή περίπου εκατό Φτωχών Λομβαρδών[46]. Ο πάπας ανέθεσε την υπόθεση στον αρχιεπίσκοπο του Μιλάνου. Το 1210 άλλη μια ομάδα Φτωχών Λομβαρδών, με τον αρχηγό τον Bernardus Primus[47], επέστρεψαν στον παπισμό με το όνομα Συμφιλιωμένοι Φτωχοί[48]. Η ζωή αυτών των ομάδων ήταν βραχύβια, διότι έγειραν υποψία για την δράση και την ειλικρίνειά τους, οπότε μετά τον θάνατο του Ιννοκέντιου ΙΙΙ και αφού έχασαν τη σημαντική υποστήριξη που τους παρείχε, ενσωματώθηκαν σε άλλα παπικά τάγματα.
8.2.10 Τα πρώτα σχίσματα
Ο ριζοσπαστισμός κάποιων ομάδων της Νότιας Γαλλίας σε σχέση με την δυνατότητα τέλεσης Mυστηρίων δεν πέρασε απαρατήρητος από τον ιδρυτή της αίρεσης. Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο Πέτρος επέμενε στην προσκόλληση στην παπική «εκκλησία», γι’ αυτό και οι ριζοσπαστικές ιδέες ήταν απορριπτέες. Αποκήρυξε αυτές τις ομάδες το 1200. Οι ριζοσπάστες σχημάτισαν δικιά τους «εκκλησία», με διακόνους, ιερείς και επισκόπους[49].
Από το 1205 και μετά εμφανίζονται δύο ομάδες Φτωχών στα κείμενα των Ιταλών συγγραφέων της εποχής[50], οι Φτωχοί της Λυών (Pauperes Leonistae) και οι Φτωχοί της Λομβαρδίας (Pauperes Lombardi). Για την προέλευση των δύο ομάδων γράφει ο Salvo Bruci στην Summa contra Hereticos, βιβλίο αφιερωμένο στον διδάσκαλό του Πέτρο της Βερόνα. Ο δεύτερος δολοφονήθηκε από Καθαρούς το 1252. Το έργο γράφτηκε και αφιερώθηκε σ’ αυτόν από τον μαθητή του το 1235.
Σ’ αυτό ο Salvo Burci αναφέρει ότι οι Φτωχοί της Λυών προέρχονταν από τον Valdexius, ο οποίος αποσκίρτησε από τον παπισμό 60 χρόνια πριν. Από αυτούς αποκόπηκαν οι Φτωχοί Λομβαρδοί 30 χρόνια πριν την συγγραφή του έργου, οπότε συμπεραίνεται ότι περί το 1205 έγινε σχίσμα στους Βάλδιους. Στην συνέχεια οι Φτωχοί Λομβαρδοί επέλεξαν ως αρχηγό τους τον Johannes de Roncho, «έναν αμόρφωτο και απαίδευτο[51]» («idiota absque literis»).
Ο Πέτρος της Βερόνα επιβεβαιώνει την ίδια ιστορία, αναφέρει τους Φτωχούς Λεονιστές ως οι «Φτωχοί πέραν των ορέων» (Pauperes ultramontanes) και τον αρχηγό των Φτωχών Λομβαρδών Johannes de Runcharola, με καταγωγή από την Piacenza[52]. Από το όνομά του προήλθε το όνομα Runcari, που αφορά ομάδα αιρετικών, οι οποίοι εμφανίστηκαν στην Γερμανία από τα μέσα του αιώνα[53], με πολλά στοιχεία από τον Καθαρισμό.
8.2.11 Τα αίτια του σχίσματος του 1205
Δεν έχουμε ακριβείς αναφορές για τα αίτια του σχίσματος. Μπορούμε, όμως, να βγάλουμε μερικά χρήσιμα συμπεράσματα, από την παραπάνω αναφερθείσα αλληλογραφία του Durand de Huesca με τον πάπα Ιννοκέντιο τον ΙΙΙ. Ο Durand έγραψε στον Ιννοκέντιο ότι οι εκατό περίπου Φτωχοί Λομβαρδοί επιθυμούσαν να επιστρέψουν στο παπισμό, αν τους επιτρεπόταν να ξαναφτιάξουν το κοινόβιό τους. Αυτό είχε γκρεμιστεί από τον αρχιεπίσκοπο του Μιλάνου και ζητούσαν το οικόπεδο για να το ξαναχτίσουν[54]. Στην περίπτωση των Συμφιλιωμένων Φτωχών του Bernardus Primus το 1212 ο Ιννοκέντιος έγινε αποδέκτης ενός αιτήματός τους, να τους επιτραπεί να συνεχίσουν την προηγούμενη κοινοβιακή ζωή στα οκτώ κοινόβια τα οποία κατείχαν[55].
Από τα παραπάνω διαπιστώνουμε ότι οι Φτωχοί Λομβαρδοί δεν ήταν και τόσο φτωχοί, αλλά είχαν περιουσία, σε αντίθεση με τους Φτωχούς της Λυών. Οι δεύτεροι επέμεναν στις αρχές του Πέτρου Βάλδου και δεν δέχονταν κανενός είδους ιδιοκτησίας, ούτε με την μορφή της κοινοκτημοσύνης. Από την ίδια αλληλογραφία προκύπτει ότι οι Λομβαρδοί είχαν αναπτύξει κάποιου είδους ιεραρχία και πάλι ενάντια στις οδηγίες του ιδρυτή.
Σε άλλο κείμενο (το «Restrictum» που θα αναφερθεί παρακάτω) φέρεται να είπε ο Πέτρος λίγο πριν το θάνατό του, ότι δεν μπορεί να γίνει ειρήνη με τους αδελφούς της Λομβαρδίας, αν αυτοί δεν διαχωρίσουν τους εαυτούς τους από τα συνδικάτα των εργατών[56]. Λίγα χρόνια μετά ο Άνσελμος Αλεξανδρείας έγραψε ότι αίτιο διχόνοιας ανάμεσά τους ήταν το θέμα της εργασίας[57].
Βρίσκουμε, λοιπόν, τρία σημεία διαφωνίας μεταξύ των δύο ομάδων. Όπως φαίνεται η δεκτικότητα της αίρεσης των Βάλδιων σε έξωθεν επιρροές, οδήγησε σε διαφοροποίηση όσες ομάδες δεν βρίσκονταν υπό την αυστηρή και άμεση καθοδήγηση του Πέτρου. Όντας εν ζωή ο ιδρυτής της αίρεσης, δεν μπορούσε να δεχθεί άμβλυνση των αξιών τις οποίες είχε θέσει εξ αρχής ο ίδιος. Αποτέλεσμα ήταν το σχίσμα των ουλτραμοντάνων και των Λομβαρδών Βάλδιων.
8.2.12 Η συνδιάσκεψη στην Bergamo το 1218
Μια προσπάθεια συμφιλίωσης μεταξύ των δύο ομάδων έγινε στην Bergamo τον Μάιο του 1218. Μια επιστολή, γνωστή ως «Restrictum», περιγράφει την συζήτηση και μιλά για αποτυχία. Εκπρόσωπος των Λομβαρδών εμφανίζεται κάποιος Otto de Ramezello, «confrater» των «Φτωχών τω Πνεύματι»[58]. Σύμφωνα με το «Restrictum» οι Λομβαρδοί προσπαθούσαν να πείσουν τους «ουλτραμοντάνες» αδελφούς τους να δεχθούν μια σειρά από θέματα, στα οποία ο Πέτρος Βάλδος διαφωνούσε όσο ήταν εν ζωή. Μετά τον θάνατό του (άγνωστο πότε ακριβώς) πίστευαν ότι θα έβρισκαν τους οπαδούς του πιο ελαστικούς.
Κατά την συζήτηση εμφανίστηκαν δύο αξεπέραστα σημεία διαφωνίας. Κατά πρώτον, η μερίδα του Πέτρου ζητούσε από τους Λομβαρδούς να δεχθούν ότι ο Πέτρος Βάλδος και ένας άγνωστος, κατά τα άλλα συνεργάτης του, ο Vivetus, βρίσκονταν στον παράδεισο. Προφανώς, επιχειρούσαν να αγιοποιήσουν τον αρχηγό τους. Οι Λομβαρδοί απάντησαν ότι κάτι τέτοιο θα ήταν αποδεκτό αν μπορούσε ν’ αποδειχθεί ότι οι δύο αυτοί είχαν λάβει άφεση αμαρτιών πριν από τον θάνατό τους, δηλ. κατέτασσαν τον Πέτρο Βάλδο στην ίδια θέση με κάθε άλλο Χριστιανό και αρνούνταν την αγιοποίηση, την οποία πρότειναν οι «ουλτραμοντάνες»[59].
Η επόμενη διαφωνία τους ήταν περισσότερο μπλεγμένη δογματικά, διότι ανακάτευε και το παπικό δόγμα της «μετουσίωσης» κατά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων στην Θεία Ευχαριστία. Εν ολίγοις, οι «ουλτραμοντάνες» πρότειναν ότι ο κανονικά χειροτονημένος ιερέας, καλός ή κακός, μπορούσε να «μετουσιώσει» τα Τίμια Δώρα. Αντίθετα οι Λομβαρδοί πίστευαν ότι οι ανάξιοι ιερείς δεν μπορούν να τελέσουν Μυστήρια[60].
Τελικά, δεν επιτεύχθηκε κάποια συμφωνία. Το σχίσμα παρέμεινε και οι δύο ομάδες ακολούθησαν ξεχωριστό δρόμο. Όταν αργότερα έγιναν στόχος της Ιεράς Εξέτασης βρήκαν τρόπους συνεργασίας σε πρακτικό επίπεδο, όχι, όμως, ιδεολογικό. Εφόσον, την ίδια περίοδο της δίωξης τους από τους παπικούς ανακριτές κατάφεραν να βρουν έδαφος συνεργασίας με άλλες αιρέσεις, θα ήταν περίεργο να μην καταφέρουν να συνεργαστούν μεταξύ τους.
* * * * * *
[1] Πρόκειται για τον Ανώνυμο του Πασσάου. Το απόσπασμα στο A. Patschovsky- K. V. Selge (eds), Quellen zur Geschichte der Waldenser, Texte zur Kirchen- und Theologiegeschichte 18 (Gütersloh 1973), s. 73. Επίσης, J. Gretser, Lucae Tudensis episcope scriptores aliquot succedanci contra sectam Waldensium, in M. de la Bigne (ed), Magna Bibliotheca Veterum Patrum, 15 vols Cologne 1618-22, vol. 13 p. 299.
[2] Liber Electorum, ed. J. J. Ignaz von Döllinger, Beiträge zur Sektengeschichte des Mittelalters, 2 vols Munich 1890, vol. 2 (Dokumente vornehmlich zur Geschichte der Valdesier und Katharer), pp. 352-5. Επίσης P. P. A. Biller, Aspects of the Waldenses in the 14th c. including an edition of their correspondence, Oxford University D. Phil. Thesis 1977, pp. 264-70.
[3] Βλ. σχετ. Gabriel Audisio, The Waldensian Dissent: Persecution and Survival, c. 1179- c. 1570 (τίτλος πρωτοτύπου Les ‘Vaudois’: naissance, vie et mort d’ une dissidence, XIIe-XVIe siècle), Cambridge University Press 1999, pp. 8-9.
[4] Chronicon universale anonumi Laudensis, MGH SS 26.447-449, αγγλική μετάφραση R. I. Moore, The Birth of Popular Heresy, London 1975, pp. 111- 113 & W. L. Wakefield- A. P. Evans, Heresies of the High Middle Ages, New York 1969, pp. 200-203.
[5] Vita Alexandri Papae III, ed. G. Gonet, Enchiridion fontium valdensium du IIIe Concile de Lateran au Synode de Chanforan (1179-1532), Torre Pellice 1958, vol. 1 pp. 164-166.
[6] M. Rubellin, Au temps où Valdès n’ était pas hérétique: hypotheses sur le role de Valdès à Lyon (1170-1183), in M. Zerner (ed.), Inventer l’ hérésie? Discours polémiques et pouvoirs avant l’ inquisition, Collection du Centre d’ Études médiévales de Nice, Nice 1998, vol. 2 p. 202.
[7] R. I. Moore, The Origins of European Dissent, London 1977, p.228-229. Για το παπικό κανονικό δίκαιο επί της τοκογλυφίας J. T. Noonan, The Scholastic Analysis of Usury, Cambridge 1957.
[8] Είναι γνωστό ότι το 1040 είχε γραφεί ένα ποίημα με θέμα τον βίο του αγίου Αλεξίου. Βλ. σχετ. J. Bédier- P. Hazard, Histoire de la Littérature française illustrée,Paris 1923, vol. 1 pp. 8-9. Σε αγγλική μετάφραση The Oldest Monuments of the French Language, Oxford 1012, pp. 28-56. Μια πρόζα με το ίδιο θέμα στο Ellen Scott Davison, Forerunners of St. Francis, 1907, pp. 239-243.
[9] Ματθ. 19.21.
[10] K.-V. Selge, Die ersten Waldenser mit Edition des Liber antiherensis des Durandus von Osca, 2 vols Berlin 1967, vol. 1 pp. 238-239.
[11] A. Patschovsky- K. V. Selge (eds), Quellen…, p. 19.
[12] A. Patschovsky- K. V. Selge (eds), Quellen…, pπ. 15-16.
[13] A. Patschovsky, The Literacy of Waldensianism from Valdes to c.1400, in P. Biller-A. Hudson (eds), Heresy and Literacy 1000-1530, Cambridge 1994, p. 115. Σύμφωνα με ην διαθήκη ο Βάλδος έδωσε ως αντάλλαγμα στον Στέφανο ένα φούρνο (furnum qui fuit Valdesii).
[14] A. Patschovsky, The Literacy.., p. 113.
[15] Chronicon universale anonumi Laudensis, MGH SS 26.448.
[16] Περισσότερο γνωστός ως John of Canterbury, βλ. σχ. P. Pouzet, L’ anglais dit John Bellesmains, Lyon 1927, pp. 7-9.
[17] Malcolm Lambert, Medieval Heresy: Popular Movements from the Gregorian Reform to the Reformation, Oxford 21992, p. 65.
[18] Για τον Walter Map και το έργο του έχουμε γράψει κι έχουμε χρησιμοποιήσει αποσπάσματα στα προηγούμενα κεφάλαια του Καθαρισμού.
[19] Walter Map, De nugis curialium, ed. M. R. James, Oxford 1914, 60-62. Αγγλική μετάφραση W. L. Wakefield- A. P. Evans, Heresies.., 203-4.
[20] Malcolm Lambert, Medieval Heresy, p. 66.
[21] Chronicon universale anonumi Laudensis, MGH SS 26.449. Αγγλική μετάφραση W. L. Wakefield- A. P. Evans, Heresies.., 203.
[22] Ο.π.
[23] Για τα προβλήματα αυτής της ημερομηνίας βλ. W. L. Wakefield- A. P. Evans, Heresies.., 204. Εφόσον στην σύνοδο παρίστατο ο Guichard ως αρχιεπίσκοπος Λυών, η ημερομηνία εξαρτάται από την ημέρα θανάτου του για την οποία υπάρχουν διαφορετικές απόψεις.
[24] Το απόσπασμα του Γοδεφρείδου σχετικά με τα γεγονότα της συνόδου στο G. Gonet, Enchiridion…, vol. 1 pp. 45-49.
[25] A. Dondaine, Aux origins du valdéisme. Un profession de foi de Valdés, in Archivum Fratrum Praedicatorum 16 (1946), 191-235. Αγγλική μετάφραση W. L. Wakefield- A. P. Evans, Heresies.., 206-8.
[26] Πραξ. 5.29.
[27] Richter-Friedberg, Corpus Juris Canonici, vol. 2 cols 780-2.
[28] PL 204.793-798.
[29] Τα χωρία που αφορούν τους Βάλδιους είναι τα Ι.1 (PL 210.307), I.3 (PL 210.309), I.9 (PL 210.316) & II.1 (PL 210.377-80). Συγκεντρωμένα και σε αγγλική μετάφραση W. L. Wakefield- A. P. Evans, Heresies.., 215-220.
[30] PL 210.383.
[31] PL 210.385.
[32] PL 210.385-7.
[33] PL 210.388-90.
[34] Selge, Die ersten Waldenser, vol. 2 pp. 8: “Set suum non ex toto deserens populum, videns praelatorum opera summi patris filius cupiditati, simonie, superbike, philargie, cenodoxie, castrimargie, pellicatui, aliisque flagiciis intent, et etiam divina misteria ob eorum pessima opera naucipendi, sicut in sue predicationis inicio piscatores sine litteris, te, domne valdesi, eligens in apostolic aporismate, ut per te tuosque comites, quod inposti non poterant, renitatur allegavit erroribus”.
[35] Selge, Die ersten Waldenser, vol. 2 pp. 61.
[36] PL 204.825-8 & PL 210.379-380.
[37] Die Chronik des Propstes Burchard von Ursperg, MGH Scriptores rerum Germanicarum 16.107-8. Αγγλική μετάφραση W. L. Wakefield- A. P. Evans, Heresies.., 228-230.
[38] Gonet, Enchridion, vol. 1 p. 144.
[39] PL 204. 821 κ.ε.
[40] Το έργο του Ermengaud, Contra Hereticos έχει εκδοθεί από τον A. Dondaine, Durand de Huesca et la polémique anti-cathare, in Archivum Fratrum Praedicatorum 29 (1959), 268-271. Αγγλική μετάφραση W. L. Wakefield- A. P. Evans, Heresies.., 231-235.
[41] Αναφέρονται από τον Στέφανο de Bourbon ως μία από τις σέκτες που δρούσαν στο Μιλάνο. Αναφέρονται επίσης σε ανώνυμο κείμενο του 1235, το οποίο αποδίδεται στον Πέτρο της Βερόνα (ή Πέτρο Μάρτυρα, διότι δολοφονήθηκε από Καθαρούς), Thomas Käppeli, Une Somme contre les hérétiques de S. Pierre Martyr?, Archivum Fratrum Praedicatorum 17 (1947), 295-355. Αγγλική μετάφραση W. L. Wakefield- A. P. Evans, Heresies.., pp. 274-278, για τους Αναβαπτιστές σελ. 277.
[42] Gonet, Enchridion, vol. 1 p. 155.
[43] Petri Vallium Sarnaii monachi Hystoria Albigensis I.18, ed. P. Guébin-E. Lyon, 3 vols Paris 1926-1939, vol. 1 p. 20. Αγγλική μετάφραση W. L. Wakefield- A. P. Evans, Heresies.., p. 241.
[44] Αποσπάσματα στο Gonnet, Enchiridion, vol 1 pp. 126-128.
[45] Chronica, ed. J. Bessyier, in Troisièmes Mélanges d’ istoire du moyen âge, p. 127.
[46] Innocentii III romani pontificis Regestorum sive epistolarum libri XV XII.17 (PL 216.29-30). Βλ. σχ. Luigi Zanoni, Valdesi a Milano nel secolo XIII, in Archivio storico Lombardo 4th series 17 (1912), 5-22.
[47] Αναφέρεται επίσης στο δεύτερο κείμενο της σημείωσης 41, όπως και σε ένα αρχείο της Ιεράς Εξέτασης το 1245. Duais, Les hérétiques du comté de Toulouse, in Bulletin théologique, scientifique et littéraire de l’ Institut catholique de Toulouse, nova series 3(1892), 164.
[48] Innocentii III romani pontificis Regestorum sive epistolarum libri XV XIII.94 (14 Ιουνίου 1210), PL 216.289-93. Η ομολογία πίστεως αυτής της ομάδας στο Gonnet, Enchiridion, vol. 1 pp. 136-140.
[49] Selge, Die ersten Waldenser, vol. 1 ch. 2.
[50] Αυτοί είναι οι Salvo Burci, Πέτρος της Βερόνα και Μονέτα της Κρεμόνα. Έγραψαν κοντά στα μέσα του ΙΓ’ αι.
[51] W. L. Wakefield- A. P. Evans, Heresies.., pp. 271.
[52] Πρόκειται για το δεύτερο κείμενο στην σημ. 41, το εδάφιο W. L. Wakefield- A. P. Evans, Heresies.., pp. 277.
[53] Lucae Tudensisa episcopi scriptores aliquot succedanea contra Sectam Waldensium, ed. J. Gretser, Bibliotheca Veterum Patrum, 15 vols Cologne 1618-1622, vol. 2 p. 301.
[54] PL 216.29-30.
[55] PL 216.648-650.
[56] A. Patschovsky - K. V. Selge (eds), Quellen.., p. 24.
[57] W. L. Wakefield - A. P. Evans, Heresies.., p. 269.
[58] A. Patschovsky - K. V. Selge (eds), Quellen.., p. 23.
[59] A. Patschovsky - K. V. Selge (eds), Quellen.., p. 24-25.
[60] A. Patschovsky - K. V. Selge (eds), Quellen.., p. 29-30.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Το 1191 ο αρχιεπίσκοπος της Ναρβόννης Bernard Gaucelin (d’ Arsac) αντιμετώπισε πρόβλημα στην επαρχία του με τους ανυπάκουους κήρυκες. Η απαγόρευσή του να κηρύττουν απλά αγνοούνταν. Είναι σημαντικό να ειπωθεί ότι οι ανυπάκουοι Βάλδιοι μετακινήθηκαν σε περιοχές όπου η αρμοδιότητα των παπικών αμφισβητούνταν ήδη από άλλες αιρέσεις. Εκεί η δράση τους ήταν απροβλημάτιστη, λόγω της ανοχής των κοσμικών αρχών. Ωστόσο, ο ανταγωνισμός με τις άλλες αιρέσεις ήταν έντονος και σύντομα ανέπτυξαν διδασκαλία κατά των πεποιθήσεων των Καθαρών.
Στην Ναρβόννη έγινε μια δημόσια συζήτηση μεταξύ των Βάλδιων και των παπικών με κύριο συνομιλητή εκ μέρους των δευτέρων, τον Βερνάρδο, ηγούμενο στο Fontcaude. Την συζήτηση διεύθυνε ένας κληρικός ο Raymundus de Daventria. Τα πρακτικά καταγράφηκαν στο «Liber adversus Waldenses»[28]. Από την επιχειρηματολογία των Βάλδιων φαίνεται ότι μέχρι στιγμής περιόριζαν την ανυπακοή τους και δεν ισχυρίστηκαν ότι κάποιος δεν πρέπει να υπακούει σε αμαρτωλούς ιερωμένους, ούτε ότι τα μυστήρια των τελευταίων είναι άκυρα (δονατισμός). Αυτό θα γίνει αργότερα το βασικό τους δόγμα και η διαφωνία επί τούτου θα οδηγούσε στην σύνοδο των Βαλδίων στην Bergamo το 1218, αλλά μέχρι στιγμής δεν προβαλλόταν.
Ο Alain de Lille παρουσιάζει μια διαφορετική εικόνα για τους Βάλδιους στο έργο του «De fide catholica contra haereticos sui temporis»[29]. Αν κρίνει κάποιος από την πληθώρα των χειρογράφων, συμπεραίνει ότι πρόκειται για έργο με ευρεία κυκλοφορία και σημαντική επίδραση κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα. Το πρώτο μέρος της πραγματείας ασχολείται με τους Καθαρούς και το δεύτερο με τους Βάλδιους. Συμφωνεί με τον παραπάνω αναφερθέντα Βερνάρδο για την εφεύρεση της αίρεσης από τον Πέτρο Βάλδο, ο οποίος αποφάσισε αυτόβουλα να γίνει διδάσκαλος «χωρίς την άδεια του επισκόπου, χωρίς θεία έμπνευση, χωρίς μόρφωση και χωρίς εκπαίδευση». Ακόμη προσθέτει ότι χωρίς κάποιο θαύμα δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι έλαβε κλήση στο κήρυγμα άνωθεν. Ακόμη και οι Απόστολοι επιβεβαίωναν την κλήση τους με θαυμαστά σημεία.
8.6 Ο δονατισμός των Βάλδιων
Ο ίδιος συγγραφέας ψέγει τους Βάλδιους για την ανυπακοή τους στην ιεραρχία και προσθέτει ότι μερικοί από αυτούς ισχυρίζονται, ότι κάποιος θα πρέπει να υπακούει στους καλούς ιεράρχες που κατέχουν την θέση των αποστόλων και την τιμούν με την ζωή και το έργο τους, αλλά όχι στους άλλους, τους οποίους αποκαλούν μισθωτούς και όχι ποιμένες[30]. Η αναίρεση της δονατιστικής επιχειρηματολογίας των Βάλδιων καταλαμβάνει δέκα κεφάλαια στο έργο του Alain de Lille. Αποδίδει στους Βάλδιους τις ακόλουθες απόψεις· πίστευαν ότι το ήθος τους ήταν ανώτερο από την πνευματική τάξη της εκκλησίας[31], ότι κάποιος μπορεί να εξομολογείται τις αμαρτίες του σε λαϊκούς ή μόνο στον Θεό και δεν χρειαζόταν εξομολόγηση σε ιερέα[32], και ότι οι προσευχές της εκκλησίας ήταν έγκυρες μόνο αν προσφέρονταν από καλό ιερέα[33].
Αυτό που παρατηρούμε είναι ότι μετά την καταδίκη τους οι αιρετικοί αναπτύσσουν έντονο αντικληρικαλιστικό προσανατολισμό και αμφισβητούν την αξία του κλήρου, προσπαθώντας να σφετεριστούν κάποιες από τις λειτουργίες του. Ξεπερνούν τα όρια της αιτιολόγησης της ανυπακοής τους σε σχέση με το κήρυγμα κι επιβεβαιώνουν την εισαγωγική πρότασή μας ότι ο πυρήνας της διδασκαλίας τους είναι ο ίδιος ο πυρήνας της κάθε αίρεσης. Ήταν, λοιπόν, θέμα χρόνου η αιρετική αποστασιοποίηση και τοποθέτησή τους να μορφοποιηθεί και να γίνει εμφανής. Η κατασκευή των επιχειρημάτων του συγγραφέα, η οποία δίνει λαβή για την αμφισβήτηση της ενημέρωσής του, είναι ευεξήγητη. Οι θέσεις των Βάλδιων είναι υπό ανάπτυξη την εποχή εκείνη και δεν έχουν επικρατήσει καθολικά στις ομάδες τους. Αυτό είναι αναμενόμενο, αν αναλογιστεί κανείς το ότι και η οργανωτική δομή της αίρεσης είναι ακόμη υποτυπώδης. Κάποιες θέσεις που εκφράζονταν από μερικούς εξ αυτών, ίσως δεν ήταν γνωστές ή αποδεκτές από όλους. Η εξέλιξη των γεγονότων με το σχίσμα στους κόλπους της αίρεσης, ως αποτέλεσμα των ζυμώσεων για την ανάπτυξη των πεποιθήσεών τους αποδεικνύει αυτό ακριβώς. Βρίσκονται ακόμη στην παιδική ηλικία και η εμφάνιση των παιδικών ασθενειών δεν πρέπει να εκπλήσσει, ειδικά όσους μελετούν παρόμοια φαινόμενα.
8.7 Ο Durand de Huesca
Το ίδιο λέει και ο Durand de Huesca (ή της Osca σε διαφορετική ανάγνωση). Ο Durand ήταν ίσως ο πιο μορφωμένος Βάλδιος της εποχής του. Ωστόσο, το 1208 επέστρεψε στον παπισμό με τις ευλογίες του Ιννοκέντιου ΙΙΙ. Το έργο του «Liber Antiherensis» ήταν μια αντίρρηση στην αίρεση των Καθαρών, όχι των Βάλδιων. Στον πρόλογο αυτού του έργου ο Durand εμφανίζει τον Πέτρο Βάλδο ως εκ Θεού εκλεγμένο για να κηρύττει. Ο Θεός υποτίθεται ότι επέλεξε τον Πέτρο όταν είδε ότι οι παπικοί ιεράρχες είχαν παραδοθεί «στην απληστία, την σιμωνία, την υπερηφάνεια, την φιλαργυρία, την γαστριμαργία, την ασέλγεια και άλλες επαίσχυντες πράξεις» και είχαν γίνει ανίκανοι να πράξουν το καθήκον τους[34].
Αυτή η θέση ήταν αρκούντως δονατιστική και συμπληρώνεται από την εξαγγελία ότι ο Χριστός είναι ο αληθινός επίσκοπος των Βάλδιων, και από τους ιεράρχες όσοι κρατάν την πίστη και συμβουλεύουν σύμφωνα με την Αγία Γραφή. Οι δε Βάλδιοι ήταν υποχρεωμένοι να υπακούν σε αυτούς τους ιεράρχες και να παρακούν τους υπόλοιπους. Με αυτό τον τρόπο οι αιρετικοί γίνονται κριτές της εκκλησίας, προβάλλοντας ως κριτήριο την Αγία Γραφή, αλλά στην πραγματικότητα φέρνουν την ερμηνεία στα μέτρα τους και κρίνουν ως καλούς ιεράρχες, όσους συμφωνούν μαζί τους. Το κριτήριο είναι υποκειμενικό, εφόσον αφαιρούν από την εκκλησία τον ρόλο του αυθεντικού ερμηνευτή των Γραφών και τον δια της Παραδόσεως μεταφραστή των εντολών σε εκκλησιαστική ζωή, της ζωής του Χριστού σε εν Χριστώ ζωή. Αυτή δεν είναι μόνο η στάση των Βάλδιων έναντι του παπισμού, αλλά και πολλών σύγχρονων αιρετικών απέναντι στην Εκκλησία και τους Ιεράρχες, γι' αυτό και επιμένουμε πάνω σ' αυτό και εξηγούμε ότι δεν υπερασπιζόμαστε τον παπισμό, απέναντι στις επιθέσεις που δέχθηκε από τους αιρετικούς που βγήκαν από τους κόλπους του, αλλά ενημερώνουμε εξαιτίας της μεταφοράς πυρός κατά της Ορθοδοξίας, μετά την πνευματική κατάρρευση της Δύσης.
Άρα όταν οι Βάλδιοι είπαν ότι υπακούν σε όσα ευχαριστούν τον Θεό («que deo placuerint»[35]), ακόμη και όταν τα διατάζουν κακοί (malis) ιεράρχες, εννοούσαν ότι υπακούν σε όσα ευχαριστούν τους ίδιους. Αυτή η προσέγγιση δεν ήταν καθαρά, αλλά επιλεκτικά δονατιστική. Αν θέλουμε να το δούμε πιο απλά, συνέβη το εξής: οι παπικοί απαγόρευσαν στους Βάλδιους να κηρύττουν και οι Βάλδιοι απάντησαν ότι θα συνεχίσουν να κηρύττουν, διότι οι παπικοί που τους το απαγόρευαν ήταν κακοί ιερείς. Δεν εξέτασαν το αν μπορούσαν ή αν τους επιτρέπονταν με βάση την Αγία Γραφή ή το κανονικό δίκαιο, και όχι τις προσταγές ή τις απαγορεύσεις των παπικών, να κηρύττουν. Αυτό το προσπερνούσαν αμβλύνοντας τις αντιρρήσεις με το να θεωρούν και να διεκδικούν θεία κλήση και αποστολική αρμοδιότητα. Οικειοποιούμενοι, όμως, την αποστολική αρμοδιότητα, δεν θα αργούσαν να διεκδικήσουν και την τέλεση μυστηρίων, αρχικά της εξομολόγησης, όπως είδαμε παραπάνω, στην συνέχεια και του βαπτίσματος, όπως θα δούμε παρακάτω. Γι' αυτό και δεν απέρριπταν τα μυστήρια.
8.8 Οι περιπλανώμενοι κήρυκες
Ειδοποιός διαφορά στον τρόπο δράσης των Βάλδιων είναι το γεγονός ότι οι περιπλανώμενοι και ανεπάγγελτοι αυτοί ψωμοζήτουλες κυκλοφορούσαν σε μικτές ομάδες ανδρών και γυναικών. Εκτός αυτού επέτρεπαν στις γυναίκες της ομάδος να διδάσκουν, παρά την αντίθετη επιταγή του αποστόλου Παύλου. Αυτή τους η πρακτική προκάλεσε τον ψόγο των παπικών, όπως του Bernard de Fontcaude και Alain de Lille[36]. Επίσης προκάλεσε υποψίες ως προς την ηθική τους. Ο Burchard von Ursperg σημείωσε σοκαρισμένος, ότι ανάμεσά τους άνδρες και γυναίκες ταξίδευαν μαζί, έμεναν στο ίδιο σπίτι και πολλές φορές κοιμούνταν στο ίδιο κρεβάτι[37]. Δικαίως ή αδίκως αυτή η πρακτική σκανδάλιζε και τελικά σταμάτησε το 1300.