8.6 ΟΙ ΒΑΛΔΙΟΙ
Ε’ ΜΕΡΟΣ – ΟΙ ΒΑΛΔΙΟΙ ΣΤΙΣ ΑΛΠΕΙΣ
Από το τέλος του ΙΓ’ αι. γίνεται γνωστή η παρουσία Βάλδιων στις Άλπεις και την γύρω περιοχή, την Dauphiné προς δυσμάς μεταξύ Gap και Briançon,την κεντρική Valle di Susa τον δρόμο προς το Πεδεμόντιο και ανατολικότερα μέχρι τα σύνορα με την Βοσνία. Οι κοιλάδες Chisone και Pellice παρουσιάζουν επίσης ισχυρές κοινότητες Βάλδιων μέχρι τον Νότο στα σύνορα με το μαρκήσιο του Salluzo.
Η γεωγραφία και η πολιτική της περιοχής πρόσφεραν το κατάλληλο περιβάλλον για αντίσταση στις προσπάθειες του παπισμού να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με αυτές τις κοινότητες. Οι Βάλδιοι των Άλπεων έδειξαν μεγαλύτερη αντοχή από τους ομοϊδεάτες τους στην Languedoc ή την Γερμανία. Μια μεγάλη προσπάθεια για την εξάλειψη της αίρεσης στην Dauphiné το 1487-8 κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία. Οι Βάλδιοι των Άλπεων παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό αλώβητοι μέχρι την εποχή της Μεταρρύθμισης, οπότε και ενσωματώθηκαν στον Καλβινισμό. Στο δουκάτο της Σαβοΐας οι πρώην Βάλδιοι έγιναν η κυρίαρχη προτεσταντική ομάδα και συνεχίζουν ως τέτοιοι μέχρι σήμερα.
8.6.1 Το πρόβλημα της καταγωγής
Δεν είναι γνωστός ο ακριβής τρόπος μετάδοσης της αίρεσης στις Άλπεις. Δεν γνωρίζουμε πώς ακριβώς εγκαταστάθηκαν Βάλδιες κοινότητες στην περιοχή. Υπάρχουν κάποιες θεωρίες επί του θέματος, οι οποίες, όμως παραμένουν υποθέσεις εφόσον δεν υποστηρίζονται από τις υπάρχουσες πηγές. Κάποιοι ερευνητές[1] θεωρούν σημαντική την απάντηση στο πρόβλημα της καταγωγής για δύο λόγους. Πρώτον, για την εξακρίβωση της ταυτότητας και συνεπώς της αυτοσυνειδησίας της συγκεκριμένης πτέρυγας. Δεύτερον, για την εξακρίβωση της παράδοσης, την οποία συνεχίζουν ιδεολογικά. Εμείς πιστεύουμε, ότι όσο αφορά και τα δύο θέματα από την πλευρά των ίδιων των κοινοτήτων, απαντά και τα καθορίζει ο μύθος της καταγωγής που προτείνουν:
«Λένε επίσης ότι όταν ο Χριστός αναλήφθηκε στον ουρανό, άφησε δώδεκα αποστόλους στον κόσμο για να κηρύξουν την πίστη του. Τέσσερις από αυτούς κράτησαν τα βιβλία του· οι άλλοι οκτώ προτίμησαν να φτιάξουν κήπους και μίλησαν από άλλα βιβλία, χωρίς να τα καταλαβαίνουν. Ωστόσο, οι τέσσερις μίλησαν από τα βιβλία του Χριστού και τα καταλάβαιναν όλα. Μαθαίνοντας αυτό οι οκτώ ήταν ισχυρότεροι και έδιωξαν από την εκκλησία τους τέσσερις. Όταν οι τέσσερις έφυγαν, πήγαν στην πλατεία και μίλησαν εκεί, αλλά οι οκτώ που ήταν ισχυρότεροι τους έδιωξαν από την πλατεία. Τότε οι τέσσερις άρχισαν να περιφέρονται στα κρυφά την νύκτα. Οι Βάλδιοι προσθέτουν· κρατάμε την παράδοση των τεσσάρων στους οποίους παρέμειναν τα βιβλία του Χριστού· οι ιερείς και ο κλήρος ακολουθούν την παράδοση των οκτώ που ήθελαν να κρατήσουν μια ζωή τρυφηλότητας[2].»
Αυτός ο μύθος ξεκαθαρίζει την άποψη των Βάλδιων των Άλπεων για την καταγωγή τους, σε σχέση με την συνέχεια της Εκκλησίας. Εντοπίζουν, δηλαδή, αποστασία του μεγαλύτερου μέρους της εκκλησίας στην αποστολική εποχή. Θεωρούν εαυτούς συνεχιστές της μειονότητας των αποστόλων, οι οποίοι κράτησαν την γνήσια διδασκαλία του Χριστού και τους παπικούς, ως συνεχιστές μια αποστατημένης και εκκοσμικευμένης αποστολικής παράδοσης. Τραγικό είναι επίσης, το ότι αποδίδουν τον δικό τους τρόπο μυστικής διδασκαλίας στους αποστόλους, προφανώς δικαιολογώντας τα αδικαιολόγητα. Ο παραπάνω μύθος είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των Βάλδιων των Άλπεων και δεν βρίσκεται σε καμιά άλλη αιρετική κοινότητα. Προφανώς επρόκειτο για προσπάθεια απάντησης στις κατηγορίες των παπικών για τις καινοτομίες και τον μυστικό τρόπο δράσης τους, αλλά από την απλότητά του φαίνεται ότι προοριζόταν για εσωτερική χρήση εντός της σέκτας. Δεν θα μπορούσε να σταθεί σε μια δημόσια αντιπαράθεση εξαιτίας της έλλειψης ιστορικότητας ή βιβλικής νομιμοποίησης. Η χρήση παρόμοιων μύθων ήταν συνηθισμένη στις παλαιότερες γνωστικές ομάδες και σε μεταγενέστερες, για παράδειγμα στους ροδόσταυρους, όπως θα δούμε σε άλλο κεφάλαιο.
Ενδείξεις για την παρουσία Βάλδιων υπάρχουν από το 1290, στην Val Perosa. Στην καταγεγραμμένη ιστορία οι Βάλδιοι εμφανίζονται στο Πεδεμόντιο από το 1330 και μετά. Μια επιστολή του πάπα Ιωάννη ΧΧΙΙ (1316-1334) στον Jean de Badis, ιεροεξεταστή στη Μασσαλία, μιλά για Βάλδιους στη Luserna. Η ημερομηνία της επιστολής είναι 8 Ιουλίου 1332. Ο Alberto di Castellario, ιεροεξεταστής στο Πεδεμόντιο και την Άνω Λομβαρδία, ανέφερε ότι οι Βάλδιοι της Luserna και της Perosa είχαν αυξηθεί αρκετά, ώστε στις συγκεντρώσεις τους συμμετείχαν περίπου πεντακόσια άτομα κάθε φορά[3].
Την περίοδο που ο Alberto προετοίμαζε μια αποστολή στην περιοχή για την αντιμετώπιση των αιρετικών, οι Βάλδιοι υποπτεύθηκαν ότι τους είχε καταδώσει κάποιος δικός τους, ο Guglielmo της Angrogna και τον δολοφόνησαν. Στην συνέχεια πολιόρκησαν το κάστρο, στο οποίο ήταν εγκατεστημένος ο ιεροεξεταστής, και τον υποχρέωσαν να εγκαταλείψει άπραγος την περιοχή τους.
Εν τω μεταξύ ο Jean de Badis κρατούσε φυλακισμένο τον Martin Pastre, γνωστό επίσης και ως Peyre Martin, τον αρχηγό των αιρετικών, ο οποίος είχε εγκαταλείψει το Πεδεμόντιο εξαιτίας των προσπαθειών των τοπικών ιεροεξεταστών να τον συλλάβουν. Ο πάπας εντέλλονταν στον Jean να διευκολύνει τον Alberto να ανακρίνει τον Martin[4].
Τον Φεβρουάριο του 1335, ο Alberto di Castellario διεξήγαγε ανακρίσεις στην περιοχή του κάστρου του Giaveno, στους αλπικούς πρόποδες του Πεδεμόντιου. Τα αρχεία αυτών των ανακρίσεων σώζονται αποσπασματικά και είναι πρώιμη πηγή για την ιστορία των Βάλδιων των Άλπεων. Αφορούν τις ανακρίσεις σαράντα περίπου ατόμων στα χωριά Giaveno, Coazze, Valgioie και τα περίχωρα. Παρότι αφορούν μια συγκεκριμένη περιοχή φανερώνουν την ύπαρξη της αίρεσης και σε άλλες, διότι οι πάστορες, που επισκέπτονταν τις συγκεκριμένες κοινότητες, είχαν τις έδρες τους σε άλλες περιοχές του Πεδεμόντιου.
Αρχηγός τους ονοματίζεται ο προαναφερθείς Martin Pastre, o οποίος αναφέρεται ως ξένος, δεν καταγόνταν από το Giaveno, αλλά από την Luserna, το κέντρο της αίρεσης τότε και τώρα. Το οικογενειακό όνομα Pastre εμφανίζεται στην αρχηγεία της αίρεσης μεταγενέστερα, στα μέσα του ΙΕ’ αι. Δύο από τα μέλη της οικογένειας έγιναν Προτεστάντες πάστορες[5].
Από τις ανακρίσεις ήρθαν στην επιφάνεια ονόματα και άλλων αρχηγών της αίρεσης, όπως του Francesco από τον Άγ. Γεώργιο της Susa (San Giòrio di Susa) και του συνεργάτη του Peyret από την Coazze[6]. O Johan Valencon από την Usseaux, o Martin από την Laux, o Michel από το Pragelato δρούσαν στην Val Chisone ΝΔ του Giaveno[7]. Στην περιοχή αναφέρονταν στους αρχηγούς τους ως οι «αναγνωρισμένοι» (gentes de recognoscencia), μια έκφραση που θυμίζει την αντίστοιχη των Λολλάρδων της Αγγλίας, οι οποίοι αναφέρονταν ως «οι γνωστοί[8]». Ανέφεραν την αίρεση, ως «ο νόμος μας[9]». Τα μέλη της αίρεσης αναφέρονται ως οι «καλοί άνθρωποι[10]», - ονομασία που την είδαμε και σε προηγούμενο κεφάλαιο και υποθέσαμε ότι προέκυψε από επίδραση των Καθαρών, με τους οποίους είχαν σχέση οι Βάλδιοι αυτής της περιοχής, όπως θα δούμε παρακάτω – ή «οι άνθρωποι των αποστόλων[11]».
Μέχρι το σημείο αυτό οι κοινότητες των Άλπεων παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τις κοινότητες στην υπόλοιπη Ευρώπη. Περιφερόμενοι πάστορες ταξίδευαν για να κηρύττουν και να ακούν τις εξομολογήσεις των πιστών τους. Υπάρχει, όμως, και ένα ιδιόρρυθμο σημείο των συγκεκριμένων κοινοτήτων. Στα αρχεία των ανακρίσεων εμφανίζονται τοπικοί αρχηγοί των κοινοτήτων στα χωριά, πέρα από τους περιφερόμενους πάστορες. Ένας τέτοιος ήταν ο Palmier από την Villelmeta, ο οποίος ζούσε στην Buffa. Στο σπίτι του γίνονταν οι συγκεντρώσεις των αιρετικών[12]. Ο Palmier Goytrat (προφανώς πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο) στην Buffa, δίδασκε το Πάτερ Ημών στα μέλη της σέκτας, σύμφωνα με την ομολογία της Bonet de Bonet. Σύμφωνα με την ίδια, δεν υπήρχε άλλος επιφορτισμένος στο χωριό, για ν’ ακούει εξομολογήσεις, εκτός από τον Palmier. Αυτός κανόνιζε και τα επιτίμια[13]. Αργότερα, το ίδιο φαινόμενο θα παρατηρηθεί και στους Γερμανούς Βάλδιους. Οι υπόλοιπες πρακτικές και πεποιθήσεις ήταν οι ίδιες.
Κάποιες αναφορές δείχνουν ότι μέλη της αίρεσης αρνούνταν την ενσάρκωση του Υιού του Θεού. Κατά συνέπεια, αρνούνταν και την σωματική παρουσία του Χριστού κατά την Θεία Λειτουργία, δηλαδή τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων. Στην επιστολή του πάπα Ιωάννη ΧΧΙΙ αναφέρεται ότι ο Martin Pastre είχε αυτές τις πεποιθήσεις[14]. O Giovanni Mathei από το Giaveno κατέθεσε ότι οι Βάλδιοι δεν πίστευαν ότι ο Χριστός βρίσκεται στην όστια[15]. Σε μια άλλη περίπτωση, δύο άτομα ταξίδευαν για το Pinerolo. Ένας από αυτούς, ο Nicoleto Bastardo, βρήκε στο χώμα την μύτη μιας λόγχης και την ανασήκωσε, μιμούμενος την κίνηση των παπικών κατά την ύψωση της όστιας. Ο άλλος, ο Giovanni Castaygni, τον επιτίμησε, λέγοντας ότι δεν θα το έκανε αυτό αν ήταν του «νόμου τους», δηλ. της αίρεσής τους[16]. Αυτός ο παρατηρημένος δοκητισμός, είναι σποραδικός χωρίς να μπορεί να ειπωθεί με σιγουριά αν αποτελεί επίσης ιδιάζουσα πεποίθηση των Βάλδιων της περιοχής. Μπορεί, κάλλιστα να προήλθε από τις επαφές Βάλδιων και Καθαρών.
8.6.2 Οι αναφορές του 1387
Για τις δεκαετίες που ακολούθησαν τις προηγούμενες αναφορές, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η Ιερά Εξέταση μπόρεσε να ολοκληρώσει επιτυχώς κάποια αποστολή στις Άλπεις κατά των Βάλδιων. Δύο ιεροεξεταστές, οι οποίοι εστάλησαν, ο Tommaso di Casasco και ο Huguet Bergognini, δεν έφεραν αποτελέσματα[17]. Αρκετοί ιεροεξεταστές δολοφονήθηκαν, όταν επιχείρησαν ν’ ασχοληθούν με το θέμα, όπως ο Pietro di Ruffia στην Susa. O Δομινικανός Antonio Pavò του Savigliano δολοφονήθηκε στο Bricherasio λίγο μετά το Πάσχα του 1384. Την ίδια εποχή δολοφονήθηκε και ο Bartolommeo da Cervere, κατά την διάρκεια του ταξιδιού του από το Brà στην έδρα του[18].
Σε κάποιες περιπτώσεις οι αιρετικοί βρήκαν υποστηρικτές στην τοπική αριστοκρατία. Το 1370 ο πάπας Γρηγόριος ΧΙ διαμαρτυρήθηκε στους επισκόπους και τους κοσμικούς άρχοντες για την ευημερία των Βάλδιων των Άλπεων. Συγκεκριμένα, απέστειλε επιστολή στο δούκα της Σαβοΐας, Amadeus VII, διαμαρτυρόμενος για την προστασία που παρείχαν τοπικοί αριστοκράτες στους αιρετικούς, κωλυσιεργώντας το έργο των ιεροεξεταστών[19].
To 1387 ο ιεροεξεταστής Antonio Settimo εγκατέλειψε την προσπάθεια να ανακρίνει τους ύποπτους στην περιοχή της Val Perosa, στα ανατολικά του Πεδεμόντιου. Οι κάτοικοι είχαν έρθει σε συμφωνία με τον θησαυροφύλακα του δούκα Amadeus και του είχαν καταθέσει 500 φλορίνια, υπό τον όρο ο δούκας να εμποδίσει την διεξαγωγή ανακρίσεων στην περιοχή τους. Ενήργησαν υπό την καθοδήγηση του Giovanni de Brayda, συμβούλου του δούκα και του Ysoard de Dominis de Val San Martino. Ο ιεροεξεταστής εγκατέλειψε το Pinerolo απογοητευμένος κι επέστρεψε στο Τορίνο[20].
Από όσες ανακρίσεις κατάφερε να διεξάγει και όσα συμπεράσματα κατάφερε να βγάλει, συνέταξε περιορισμένες αναφορές για το διάστημα Μαρτίου-Μαΐου 1387. Έχουμε, λοιπόν, μια περιορισμένη εικόνα της αίρεσης για την συγκεκριμένη εποχή. Όπως προκύπτει από την εξέταση αυτών των αναφορών, γύρω στο 1380 παρατηρήθηκε μετανάστευση Βάλδιων από την Dauphiné στο Πεδεμόντιο. Αυτή προκλήθηκε από την δράση του φραγκισκανού ιεροεξεταστή Franços Borelli, ο οποίος είχε ως έδρα την Briançon[21]. Έτσι στα αρχεία του Antonio Settimo υπάρχει δείγμα πληθυσμού από τις δύο κύριες περιοχές των Βάλδιων των Άλπεων.
Τα αποτελέσματα αυτών των ανακρίσεων επιβεβαιώνουν όσα έχουν ειπωθεί μέχρι στιγμής. Εκείνο που ξεκαθαρίζει είναι ότι οι ιδιαίτερες πεποιθήσεις, οι οποίες είχαν εντοπιστεί στις προηγούμενες αναφορές, εξακολουθούσαν να υπάρχουν και είχαν αποκρυσταλλωθεί. Δίπλα στους πάστορες, την διδασκαλία και την εξομολόγηση διακονούσαν τοπικοί παράγοντες, μερικοί εκ των οποίων ταξίδευαν στις κοντινές περιοχές για την εξυπηρέτηση των χωρικών. Σε μεγαλύτερη κλίμακα υπήρχαν αρχηγοί που κάλυπταν ολόκληρη την περιοχή. Μερικοί από αυτούς ήταν ο Colet de Famolasco[22], με έδρα το Campiglione, o Guilhem Justin[23] στην Angrogna, o Peyre Pascal[24] στην Val San Martino και ο Turin Rubeus[25] επίσης από την Angrogna. Η μετανάστευση αιρετικών από την Dauphiné είχε ως αποτέλεσμα την προβολή και ξένων, όπως για παράδειγμα του Johan Baridon[26] από την Απουλία. Στην Απουλία είχαν μεταναστεύσει Βάλδιοι από την Dauphiné, το 1353. Η οικογένεια των Baridon καταγόταν από την Freissinières της Dauphiné Και το όνομά τους φιγουράρει στις διώξεις του 1480.
Κάποιοι από τους ντόπιους Βάλδιους δίδασκαν στα σπίτια τους, αυτά που είχαν ακούσει από τους περιφερόμενους πάστορες. Ο Johan Moti πραγματοποιούσε τέτοιες συγκεντρώσεις στο σπίτι του στην Sauze de Cesana[27]. Ο Johan Freyria από την Val San Martino δίδασκε και άκουγε εξομολογήσεις στην οικία του στο San Secondo di Pinerolo[28]. Παρατηρείται, λοιπόν, ότι η πνευματική καθοδήγηση της αίρεσης είναι μοιρασμένη σε δύο φορείς, τους περιφερόμενους πάστορες και τους τοπικούς παράγοντες. Σ’ αυτό οφείλεται και η εμφάνιση διαφορετικών πεποιθήσεων στις τοπικές συναθροίσεις.
Κάποιες ομολογίες μαρτυρούν περί αυτού. Μια μαρτυρία περιγράφει την Perrona de Famolasco ως «διαβολική Βάλδια γυναίκα, που κακολογούσε όσους πίστευαν στο άγιο σώμα του Χριστού[29]», εννοώντας την άποψη περί της Θείας Ευχαριστίας. Ο Cardon de Lauset δίδασκε πίστη μόνο στον Πατέρα και ότι ο Θεός δεν είχε Υιό[30]. Ο Johan Freyria είχε μια θολή τριαδολογία[31], ενώ ο προαναφερθείς Johan Baridon ότι ο Χριστός δεν ήταν Θεός, επειδή ο Θεός δεν μπορούσε να πεθάνει, όπως ο Χριστός[32]. Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι Βάλδιοι των Άλπεων είχαν ξεφύγει από το πλαίσιο της αντιεκκλησιαστικής και αντικληρικαλιστικής ρητορείας και είχαν αναπτύξει και άλλες δογματικές παρεκκλίσεις σε θέματα τριαδικά και χριστολογικά. Μια μαρτυρία αναφέρει ότι ο Johan Freyria λάτρευε τον ήλιο και το φεγγάρι[33].
Είχαν αναπτύξει και κάποιες ιδιάζουσες θρησκευτικές πρακτικές, όπως η ευλογία του άρτου, την οποία ονόμαζαν consolamentum[34]. Το consolamentum ήταν η τελετή μύησης των Καθαρών και σε κάποιες περιπτώσεις η προσφορά τελευταίας παρηγοριάς στους ετοιμοθάνατους. Οι Καθαροί είχαν επίσης τελετή ευλογίας του άρτου, αλλά δεν ονομαζόταν έτσι. Παραμένει, λοιπόν, ακαθόριστο το αν και το πώς εισήχθη αυτή η συνήθεια στους Βάλδιους από τους Καθαρούς. Υπάρχει, βέβαια, αρτοκλασία και στους παπικούς, με την ονομασία panis benedictus, panis lustrates, panis lustralis[35], αλλά δεδομένης της εχθρότητας των αιρετικών προς κάθε τι που προέρχεται από τον παπισμό, η χρήση του όρου «consolamentum» φανερώνει εισαγωγή στοιχείου από την μια αιρετική ομάδα στην άλλη.
Από τους Καθαρούς είχαν περάσει στους Βάλδιους και τα σεξουαλικά σκάνδαλα. Ο Johan Fauvre από την Sauze de Cesana ομολόγησε ότι μετά από μία συγκέντρωση στο σπίτι του Johan Moti, ο τελευταίος έσβησε το φως λέγοντας «qui habeat, teneat - όποιος έχει, ας κρατήσει» και ακολούθησε όργιο. Ο Fauvre συνευρέθηκε με κάποια νέα γυναίκα με το όνομα Μαργαρίτα[36]. Αυτές οι φήμες επιβεβαιώθηκαν και από την μαρτυρία κάποιου Antonio Galosna. Ωστόσο, κάποιος Johan Pruza ισχυρίστηκε ότι ναι μεν ειπώθηκαν τα παραπάνω, αλλά μετά ο κόσμος έφυγε[37].
8.6.3 Βάλδιοι και Καθαροί
Με μια ελαφρά μετατόπιση ανατολικότερα συναντά κανείς μικτές ομάδες Βάλδιων και Καθαρών, στις Val di Viu και Valle di Lanzo. Στις ομάδες αυτές τα διακριτά όρια της ιδεολογίας των Βάλδιων και των Καθαρών έχουν καταργηθεί. Εντοπισμένες κοινότητες Καθαρών υπήρχαν στο Chieri, NA του Τορίνο, στα σύνορα με την Βοσνία και τους Βογομίλους. Στις ομάδες αυτές είχε καταργηθεί και η συνείδηση της υπαγωγής στον ευρύτερο σχηματισμό των Βάλδιων, καθώς εξαρτιόνταν άμεσα από «χαρισματικούς» ηγέτες, μερικοί από τους οποίους έπεσαν στα χέρια της Ιεράς Εξέτασης και εκτελέστηκαν.
Η πρώτη τέτοια ομάδα εντοπίζεται το 1360 με αρχηγό τον Pietro Garigli. To 1366 o Garigli γνωρίστηκε με έναν περιφερόμενο αγύρτη, τον Giacomo Bech. Ο πρώτος ισχυριζόταν ότι ήταν ο Υιός του Θεού και συγκέντρωνε τους δώδεκα αποστόλους. Είχε μαζέψει δίπλα του δέκα και προσκάλεσε τον Bech να τον ακολουθήσει. Ο Bech αρνήθηκε και εντάχθηκε στους Καθαρούς του Chieri[38]. Τον Garigli συνόδευε ο Antonio Provana και μαζί κατάφεραν να μαζέψουν κάποιους ακόλουθους στην περιοχή της Valle di Lanzo, στο Lanzo και το Pessinetto[39]. To 1373 εστάλη στην περιοχή ο ιεροεξεταστής Tommaso di Casasco για ν’ ασχοληθεί μαζί τους, τα αρχεία του οποίου αποτελούν πηγή της ιστορίας αυτών των ομάδων. Την εποχή της δράσης του οι Garigli και Provana είχαν ήδη εκτελεστεί στην Αβινιόν, και ο Garigli είχε πει ότι θ’ αναστηθεί σε τρεις ημέρες[40].
Αυτό φυσικά δεν έγινε και η αρχηγία πέρασε σε δύο από τους ακολούθους του. Ο ένας ήταν ο Fra Angelo de la Marcha, ο οποίος ήταν πρώην μέλος των Fraticelli[41]. Αυτός εμφανιζόταν ως ο προφήτης Ηλίας κι έδρασε στην Καρμανιόλα όπου βρήκε έναν ισχυρό υποστηρικτή στο πρόσωπο του Giacomo Ristolas. Δίδασκε κατ’ οίκον και αναγνώριζε τους προκατόχους του Garigli και Provana ως μάρτυρες, λόγω της εκτέλεσής τους[42].
Ο δεύτερος ήταν ο Martinus de Presbitero ή Martin Prestre, από την πόλη Viu του Πεδεμόντιου, κοντά στην Valle di Lanzo[43]. O Martin ήταν παντρεμένος και διέθετε δικό του σπίτι στην Viu, το οποίο χρησίμευε ως εντευκτήριο. Συνεργάτης του ήταν ο Antonio Galosna και στην συνέχεια συντάχθηκε μαζί τους και ο Giacomo Bech από το Chieri. Το 1385 έκαναν έρανο για να φτιάξουν ένα παρεκκλήσιο και το χειμώνα 1385-6 οι δύο, Bech και Prestre κυκλοφορούσαν γυμνόποδες στα χιόνια[44].
Ο Martin Prestre δημιούργησε μια δικιά του ομάδα στην πόλη Viu και τα γύρω χωριά. Απόκτησε πολλούς ακολούθους, μεταξύ των οποίων και μια γυναίκα, την Fina, πρώην μαθήτρια του Pietro Garigli[45]. Δίδασκε σε ομάδες στο σπίτι του και σε δημόσιους χώρους, δεν ακολουθούσε την μυστικότητα των άλλων αιρετικών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να τραβήξει την προσοχή της Ιεράς Εξέτασης. Αρχικά, ασχολήθηκε μαζί του ο ιεροεξεταστής Huguet Bergognini το 1373. Τον κάλεσε για εξέταση στην Avigliana. Ο Martin κωλυσιέργησε ζητώντας να συναντηθούν σε άλλη πόλη. Τελικά απαλλάχθηκε από τον επίσκοπο Τουρίνου[46].
Στην συνέχεια ανέλαβε την υπόθεσή του ο Tommaso di Casasco. Ανέκρινε τον ίδιο καθώς και πολλούς από τους ακολούθους του. Στο τέλος ο Martin αποκήρυξε την αίρεση και μπήκε σε μετάνοια, με την υποχρέωση να νηστεύει, να προσεύχεται, να φορά τα ανάλογα ενδύματα και να μην ξανασυζητήσει θεολογικά θέματα. Δεν κράτησε την υπόσχεσή του και σύντομα βρέθηκε να ζει όπως και παλιά, με περισσότερες προφυλάξεις αυτή την φορά. Κάποια στιγμή μετά το 1388 έγειρε και πάλι υποψίες, ανακρίθηκε, δικάστηκε και καταδικάστηκε. Κάηκε στην Avigliana το 1395. Ο Martin συνδεόταν με τις κοινότητες του Chieri, μέσω του Giacomo Bech. Αυτός είχε τη συνήθεια να μεταπηδά από σέκτα σε σέκτα και είχε δικαστεί δύο φορές για αίρεση. Το 1380 τον είχε καταδικάσει ο Tommaso di Casasco και ο λόγος που γλίτωσε την θανατική ποινή ήταν το ότι είχε αποκαλύψει πληροφορίες για άλλους αιρετικούς[47]. Εκείνη την εποχή ήταν μαζί με τους Καθαρούς. Το 1388 τον καταδίκασε ο Antonio Settimo και κάηκε στο Τουρίνο[48].
Ο Bech αποκάλυψε την αλληλογραφία του Martin Prestre με τον Καθαρό Bartolomeo Bocacio. Ο τελευταίος του ζήτησε πολλές φορές να ενταχθεί πλήρως στην αίρεσή τους μαζί με τους οπαδούς του της Valle di Lanzo. Η απάντηση του Martin ήταν ότι κάποιες προϋποθέσεις τον παρότρυναν να συνταχθεί με τους Καθαρούς, ενώ κάποιες άλλες όχι[49]. Ο Martin προτίμησε να βρίσκεται σε μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ των Καθαρών και των Βάλδιων και ο λόγος είναι ευεξήγητος. Με τον τρόπο αυτό οι οπαδοί του βρίσκονταν σε άμεση εξάρτηση από τον ίδιο, όχι από έναν ευρύτερο σχηματισμό ή μια αδελφότητα. Η ομάδα του Prestre είχε το δικό της τυπικό. Ο Antonio Galosna έδωσε την εξής μαρτυρία για την ευλογία του άρτου από αυτόν:
«Όταν ετοιμάστηκε το γεύμα, πήρε ένα καρβέλι, το τοποθέτησε στα γόνατά του κι έκοψε τρεις μπουκιές. Έδωσε την μία στον αδελφό Πέτρο, μία στον αδελφό Αντώνιο [Galosna] και την τρίτη στην γυναίκα του. Μετά έκοψε άλλες δύο μπουκιές κι έδωσε την μία στην υπηρέτρια και την άλλη στον εαυτό του. Μετά έκανε το σημείο του σταυρού στο ψωμί κι όλοι έφαγαν τις μπουκιές τους γονατιστοί. Μετά ήπιαν όλοι, ο ένας μετά τον άλλο[50].»
Αυτή η τελετή ήταν το consolamentum των Βάλδιων και ο Martin την χαρακτήριζε ως:
«...την πρώτη χάρη και το πρώτο μυστήριο, που υπερείχε όλων των άλλων.»
Ο Galosna επανέλαβε την τελετή πολλές φορές, στην Màttie στην Valle di Susa και στην Avigliana[51]. Επίσης ανέφερε ότι την ίδια τελετή επαναλάμβαναν οι Καθαροί προσφέροντας τον άρτο σε ετοιμοθάνατους και την ονόμαζαν επίσης consolamentum[52]. Άλλη μια περίεργη αναφορά του ίδιου για τα γεύματα που παρέθετε ο Martin είναι η εξής:
«Ενώ δειπνούσε με τον Martinus de Presbitero, τον Πέτρο από την Σαρδηνία και τον Φοντανέλλο της Viu, είδε μια σκιά πάνω από την θύρα του σπιτιού του Martinus που τον κατατρόμαξε. Ενώ έτρωγαν, ο Μαρτίνος είχε μαζί του έναν μαύρο λαγό μεγάλο σαν αρνί και του έδινε να τρώει από το φαγητό τους. Ο Μαρτίνος είπε ότι αυτός ο λαγός ήταν ο καλύτερος φίλος που θα μπορούσε να έχει κάποιος στον κόσμο[53].»
Οι περιγραφές αυτές φανερώνουν εξέταση για θέματα μαγείας και ήταν απόλυτα σύμφωνες με τις στάνταρ ερωτήσεις των ιεροεξεταστών. Ήδη από το 1326 ο πάπας Ιωάννης ΧΧΙΙ είχε εκδώσει την βούλα «Super illius specula», με την οποία η μαγεία καταδικαζόταν ως αίρεση. Δεν πρόκειται για κυνήγι μαγισσών, ήταν στάνταρ διαδικασία. Το κυνήγι μαγισσών ξεκίνησε το 1484 όταν ο πάπας Ιννοκέντιος VIII εξέδωσε την βούλα «Summis desiderantes affectibus», με την οποία καλούσε τους Ιεροεξεταστές να πατάξουν την μαγεία, ειδικά στη Γερμανία. Δυο χρόνια αργότερα (1486) κυκλοφόρησε το «Malleus maleficarum» (Το σφυρί του μάγου), γραμμένο από δύο ιεροεξεταστές, τους Henry Institoris & Jaques Sprenger, ως εγχειρίδιο των ανακριτών σε θέματα μαγείας. Συνεπώς, στην περίπτωση της ανάκρισης του Galosna, η εξέταση για θέματα μαγείας είναι μεν καθορισμένη διαδικασία, δεν αποτελούν όμως, μονομερείς επιδιώξεις, άρα οι πληροφορίες του είχαν πραγματική βάση. Παρόμοιες περιπτώσεις δικαιολογούν, ίσως, το γεγονός ότι στην Σαβοϊα οι μάγοι ονομάζονταν Βάλδιοι (Vaudois) και τον επόμενο αιώνα η χρήση του όρου γενικεύθηκε, επικρατώντας και στις υπόλοιπες χώρες[54]. Στην ίδια περιοχή οι μάγοι καλούνταν επίσης «bougres», όνομα που δίδονταν και στους Καθαρούς. «Vauderie» ή «bougrerie» ονομάστηκε το έγκλημα της μαγείας. Στο Freiburg είχαμε πολλές τέτοιες καταδίκες, όταν έδρασε η Ιερά Εξέταση για την περίοδο που είδαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο (8.5.7).
Τα σεξουαλικά σκάνδαλα κάνουν την εμφάνισή τους και στην ομολογία του Galosna και σχετίζονται με τις επισκέψεις στα χωριά για την ακρόαση εξομολογήσεων. Το σκηνικό είναι το ίδιο, όπως και στις άλλες περιπτώσεις. Νυχτερινές συναντήσεις μελών, σβήσιμο της λυχνίας, όργιο. Αναφέρει κάποια ματρόνα για τις γυναίκες, την Bilia la Castagna, η οποία, όπως φαίνεται, παρασκεύαζε φίλτρα:
«Η αρχηγός ανάμεσα στις γυναίκες ήταν η Bilia la Castagna, τώρα πεθαμένη, που έδινε σε όλους ποτά όταν κάθονταν στο τραπέζι… Έφερνε το ποτό σε φιάλη, και ήταν αηδιαστικό να το κοιτά κανείς. και όποιος έπινε ένιωθε φούσκωμα, κι ένας που ήπιε πολύ κόντεψε να πεθάνει. Όλοι ήπιαν απ’ αυτό μόλις ξεκίνησε η αναφερθείσα σύναξη. Είχε τέτοιο αποτέλεσμα, ώστε όποιος έπινε δεν μπορούσε πλέον ν’ αφήσει την συναγωγή. Υπήρχε η φήμη ότι κρατούσε ένα φρύνο κάτω από το κρεβάτι, τον οποίο τάιζε κρέας και ψωμί και τυρί[55].»
Ο Galosna συμπλήρωσε την κατάθεσή του με τα τεκταινόμενα στην πόλη Pinerolo. Εκεί οι συναθροίσεις γίνονταν στο σπίτι κάποιας Coleta. Ο Pietro Bermondi από το Pragelato δίδασκε και μοίραζε τον άρτο. Ο Bertino Franco από το Coazze, ο επικαλούμενος “Basterio”, μοίραζε το κρασί. Και οι δύο κατηγορούμενοι αρνήθηκαν την ανάμειξή τους με την αίρεση και αφέθηκαν ελεύθεροι, όχι επειδή ήταν αθώοι, αλλά διότι είχαν σχέσεις με την τοπική αριστοκρατία[56]. Αυτό γίνεται κατανοητό από το εξής περιστατικό. Όταν ο Galosna κατηγόρησε τους δύο αναφερθέντες, ο σύμβουλος του κόμη της Σαβοΐας και ο δικαστής τον πήραν παράμερα και του πρότειναν να τον βοηθήσουν να δραπετεύσει με την προϋπόθεση ν’ αποσύρει την κατηγορία. Όταν αρνήθηκε, τον έκλεισαν στο μπουντρούμι του κάστρου και τον βασάνισαν. Στην συνέχεια τον έφεραν ενώπιον του ίδιου του κόμη, ο οποίος τον απείλησε με στραπάτσο[57]. Στο τέλος συμφώνησε να παραδεχθεί μπροστά στον ιεροεξεταστή ότι είχε κατηγορήσει άδικα τους Bermondi και Basterio[58].
8.6.4 Βάλδιοι και Μεταρρυθμιστές
Το τελευταίο κεφάλαιο αυτής της παρουσίασης για τους Βάλδιους θ’ ασχοληθεί με τις πρώτες σχέσεις τους με τους Μεταρρυθμιστές. Παρατρέχουμε πολλά γεγονότα από την ιστορία τους, όχι επειδή δεν είναι σημαντικά, αλλά διότι δεν έχουν να προσθέσουν κάτι περισσότερο στα όσα έχουμε γράψει γι’ αυτούς.
Σε κάποιες περιπτώσεις ο Λούθηρος αναφέρθηκε στους Βάλδιους. Στην συντριπτική πλειοψηφία αναφερόταν στις συναθροίσεις της Βοημίας. Το 1523 έγραψε μια επιστολή στον δούκα της Σαβοΐας ζητώντας του να προστατέψει τους αιρετικούς του Πεδεμόντιου που ήταν υποτελείς του[59]. Οι barbes ήλθαν σε επαφή με τους Μεταρρυθμιστές το 1526, χωρίς να είναι γνωστά περισσότερα στοιχεία. Έγινε μια σύνοδος Βάλδιων στην Laux του Πεδεμόντιου, όπου συγκεντρώθηκαν 140 barbes και αποφάσισαν να στείλουν 2 αντιπροσώπους στην Ελβετία και τη Γερμανία, για να μαζέψουν πληροφορίες για τα εκεί θρησκευτικά δρώμενα. Οι αντιπρόσωποι ήταν ο Guido από την Καλαβρία και ο Martin Gonin από την Angrogna. Επέστρεψαν φέρνοντας βιβλία μέσω των οποίων μπορούσαν να ενημερωθούν για τις απόψεις των Μεταρρυθμιστών.
Είναι πιθανό στην πρώτη αυτή διερευνητική αποστολή να ήρθαν σε επαφή με τον Guillaume Farel, τον αρχιτέκτονα των διαύλων επικοινωνίας Βάλδιων-Μεταρρυθμιστών. Αυτός καταγόταν από την Dauphine και γνώριζε την ρομανική διάλεκτο, οπότε ήταν το πλέον ενδεικνυόμενο πρόσωπο για τις συζητήσεις από πλευράς Μεταρρυθμιστών.
Το 1530 συγκλήθηκε νέα σύνοδος των Βάλδιων στο Mérindol της Προβηγκίας. Εκεί αποφασίσθηκε να στείλουν δύο από τους πλέον μορφωμένους διδασκάλους, τους Georges Morel και Pierre Masson. Αυτοί γνώριζαν καλά λατινικά και θα μπορούσαν να επικοινωνήσουν απ’ ευθείας με τους Γερμανούς σε μια κοινά κατανοητή γλώσσα. Οι δύο απεσταλμένοι κατευθύνθηκαν αρχικά στο Neuchâtel, το Morat και τη Βέρνη. Από τη Βέρνη πήγαν στη Βασιλεία και συνάντησαν τον Oecolampadius[60]. Στον Oecolampadius o Morel παρουσίασε ένα memorandum, στο οποίο περιγραφόταν η ζωή των barbes. Στο τελευταίο κεφάλαιο περιγραφόταν η ζωή και τα έθιμά τους. Στο τέλος ζητούσαν συμβουλές σε μια σειρά ηθικών και δογματικών θεμάτων.
Η πρώτη γραπτή απάντηση του Oecolampadius ολοκληρώθηκε στις 13 Οκτωβρίου του 1530 και απαντούσε όχι μόνο στις ερωτήσεις που του είχαν τεθεί, αλλά περιλάμβανε και ειδικές κρίσεις επί την παρουσίαση της ζωής των barbes[61]. Λίγες μέρες αργότερα ολοκλήρωσε κι ένα addendum αναφερόμενος και σε άλλα θέματα. Έδωσε τις απαντήσεις του στους Morel και Masson, μαζί με μια συστατική επιστολή προς τον Martin Bucer, όπου του ζητούσε να εξετάσει τις απαντήσεις του και να προσθέσει ότι θεωρούσε απαραίτητο. Αν ο ίδιος αδυνατούσε ας τους κατεύθυνε στον Wolfgang Capito. Οι δύο απεσταλμένοι πήγαν στο Στρασβούργο και συναντήθηκαν με τον Bucer, δίνοντάς του συν τοις άλλοις και μια επιστολή του Morel με συμπληρωματικά ερωτήματα. Ο Bucer ολοκλήρωσε την απάντησή του μέχρι το τέλος Οκτωβρίου. <υ δεν έχει εκδοθεί, όπως του Oecolampadius. Σώζεται στο Thomassarchiv στο Στρασβούργο.
Στον δρόμο της επιστροφής ο Masson συνελήφθη. Ο Morel κατάφερε να φτάσει στην Προβηγκία, όπου ετοίμασε μια ρομανική μετάφραση των λατινικών επιστολών των Oecolampadius και Bucer, καθώς και της λίστας των ερωτημάτων του. Το λατινικό κείμενο εκδόθηκε από τον Valdo Vinay, ενώ το ρομανικό χειρόγραφο βρίσκεται στην βιβλιοθήκη του Trinity College, στο Δουβλίνο[62](MS 259).
Από την μελέτη των παραπάνω κειμένων μπορεί να πληροφορηθεί κάποιος τις πεποιθήσεις των Βάλδιων λίγο πριν τον μετασχηματισμό και την ένωσή τους με τους Προτεστάντες:
α) Αποδέχονταν την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου, συνεπώς αναγνώριζαν ότι τα καλά έργα συντελούσαν στην σωτηρία.
β) Αναγνώριζαν τα επτά μυστήρια και το παπικό δόγμα της μετουσίωσης.
γ) Δεν αναγνώριζαν τις μεσιτείες της Παναγίας και των αγίων, συνεπώς ούτε τις εορτές τους.
δ) Δεν αποδέχονταν την παπική αίρεση περί πουργατορίου.
ε) Δεν δέχονταν τον αγιασμό, τις νηστείες, τις αγρυπνίες, τα συγχωροχάρτια και τις προσφορές για τους νεκρούς.
στ) Αναγνώριζαν μόνο τη Βίβλο ως αυθεντία σε θέματα πίστεως.
Η λίστα των ερωτημάτων που απηύθυναν οι Βάλδιοι στους Μεταρρυθμιστές ήταν η εξής:
1) Αν οι βαθμοί της ιεροσύνης μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τους Βάλδιους πάστορες, εφόσον μέχρι στιγμής δεν τους χρησιμοποιούσαν και αν μπορούσαν αυτοί να εκφέρουν κρίσεις.
2) Εάν ήταν θεμιτή η θανατική ποινή.
3) Αν οι κοσμικοί νόμοι είχαν αξία ενώπιον του Θεού.
4) Αν οι barbes είχαν το δικαίωμα να διατάζουν την θανάτωση όσων τους πρόδιδαν στις παπικές αρχές.
5) Μπορούσε κάποιος να πάρει πίσω από μόνος του τα αγαθά που του είχαν αφαιρεθεί άδικα ή έπρεπε ν’ απευθυνθεί στο νόμο;
6) Μπορούσε η μητέρα ορφανών από πατέρα παιδιών να κληρονομήσει την περιουσία κατά παρέκκλιση του Αριθμ. 27.8-11;
7) Συνιστούσε τοκογλυφία η οποιαδήποτε προσθήκη στο αρχικό κεφάλαιο ενός δανείου; Ήταν το επικερδές εμπόριο αμαρτία, όταν δεν συνδυαζόταν με κατεργασία;
8) Θεωρούνταν κάθε όρκος θανάσιμη αμαρτία;
9) Ήταν έγκυρος ο διαχωρισμός της αμαρτίας σε προπατορική, ασύγγνωστη και θανάσιμη; Ήταν ο διαχωρισμός σε εξ αγνοίας και εξ αμελείας σωστός;
10) Ήταν νόμιμες οι προσευχές για τους νεκρούς;
11) Αν σώζονται από την χάρη του Χριστού, όλα τα παιδιά παντού, που πεθαίνουν χωρίς να έχουν φτάσει σε ηλικία να καταλαβαίνουν. Αν καταδικάζονται όσοι δεν πιστεύουν στο Χριστό και πεθάνουν σε ηλικία που μπορούν να καταλάβουν.
12. Αν όσες νέες γυναίκες θέλουν ν’ αφιερωθούν, μπορούν να το κάνουν.
13) Αν επιτρέπεται ο γάμος σε βαθμούς συγγένειας πέρα από αυτούς που καθορίζονται στο Λευιτικό 18.6-20.
14) Τι συμπεράσματα προκύπτουν από την λογομαχία Λούθηρου - Έρασμου σε θέματα ελεύθερης βούλησης και απόλυτου προορισμού;
15) Αν το τυπικό και νομικό καθεστώς της Παλαιάς Διαθήκης καταργήθηκαν με την έλευση του Χριστού.
16) Αν επιτρεπόταν η αλληγορική ερμηνεία της Γραφής και αν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στη διδασκαλία.
17) Ποια είναι τα κανονικά βιβλία της Αγίας Γραφής;
18) Ποια μέθοδος έπρεπε ν’ ακολουθείται στη διδασκαλία του κόσμου[63];
Η λογομαχία του Λούθηρου και του Έρασμου, η οποία αναφέρεται στο 14ο ερώτημα αφορά το εξής περιστατικό. Το 1524 ο Έρασμος κυκλοφόρησε το «De libero arbitrio» (Περί ελευθέρας βουλήσεως) και την επόμενη χρονιά ο Λούθηρος απάντησε δριμύτατα με το «De servo arbitrio» (Περί δούλης βουλήσεως). Το θέμα της ελευθέρας βουλήσεως, όπως και αυτό του απόλυτου προορισμού, ήταν από τα θεμελιώδη της διαφωνίας Μεταρρυθμιστών και παπικών. Ταυτόχρονα η μακρά παράδοση των Βάλδιων έδειχνε ότι μέχρι στιγμής συμφωνούσαν στα ζητήματα αυτά με τους παπικούς, ακολουθώντας όλες τις απορρέουσες πρακτικές.
Η απάντηση του Oecolampadius επί του θέματος ήταν σύμφωνη με την γνώμη του Λούθηρου, ότι δηλαδή δεν υπάρχει ελεύθερη βούληση, ωστόσο δεν έφτασε στο σημείο να πει ότι η αμαρτία ήταν αναγκαία. Επιβεβαίωσε τον προορισμό θεωρώντας ότι είναι μυστήριο, εφόσον δεν μπορεί κάποιος να πει ότι ο Θεός είναι άδικος. Ο Bucer αφιέρωσε περισσότερο χρόνο στην εξέταση του συγκεκριμένου θέματος, καθώς η απάντησή του καλύπτει κοντά τριάντα σελίδες. Εξήγησε τα βιβλικά εδάφια που προσκόμισαν οι Βάλδιοι ως αντίθετα, θεωρώντας ότι σ’ αυτά αρμόζει η αλληγορική και όχι κυριολεκτική ερμηνεία. Υπερασπίστηκε επίσης τον απόλυτο προορισμό. Στο addendum ο Oecolampadius έθιξε τα εξής θέματα:
1) Εάν οι άγιοι βρήκαν χάρη ενώπιον του Θεού.
2) Εάν είναι νόμιμος ο φόνος ως αυτοάμυνα.
3) Εάν κάποιος μπορεί να εργάζεται κατά την διάρκεια των εορτών.
4) Ποια ήταν η εξουσία των κλειδιών που δόθηκαν στον Πέτρο[64].
Στο χειρόγραφο καταγράφονται και κάποια άλλα θέματα, τα οποία συζητήθηκαν με τους Μεταρρυθμιστές, αλλά οι απαντήσεις δεν περιελήφθησαν στις επιστολές. Αυτά ήταν:
i) Αν οι πάστορες που διάγουν κακή και διεφθαρμένη ζωή μπορούν να διδάσκουν τον λαό, ακόμη και αν η διδασκαλία τους είναι ορθή[65].
ii) Αν οι πάστορες μπορούν να διδάσκουν μόνο με το παράδειγμα της ζωής τους και όχι με κήρυγμα[66].
iii) Αν οι πάστορες μπορούν να έχουν ατομική περιουσία.
iv) Ποια ήταν η διαφορά μεταξύ των λειτουργών στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη[67];
v) Αν μπορούν να χρησιμοποιηθούν όλα τα χωρία της Αγίας Γραφής στο κήρυγμα, ακόμη και αυτά που περιελάμβαναν σκανδαλιστικές λεπτομέρειες για τους ακροατές, όπως ο αριθμός των γυναικών του Σολομώντα[68].
vi) Αν μπορούν ν’ αρραβωνιάζονται παιδιά κάτω από την ηλικία που μπορούν να καταλάβουν[69].
vii) Μια σειρά θεμάτων σχετικά με τον γάμο και την ηθική: μπορεί μια γυναίκα να ξαναπαντρευτεί αν δεν ξέρει επί μακρό χρονικό διάστημα, αν ο άντρας της είναι ζωντανός ή νεκρός; Ποιοι είναι οι κανονικοί λόγοι του γάμου; Μπορεί μια γυναίκα να πουλήσει κάτι από την περιουσία του άντρα της χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει[70];
viii) Υπάρχουν εντολές και συμβουλές στην Αγία Γραφή[71];
ix) Μπορούν οι barbes να τελούν μυστήρια[72];
x) Πως συνδυάζεται η δικαίωση από μόνη την πίστη με τα εδάφια που παρακινούν τον κόσμο στα καλά έργα[73];
xi) Μπορεί ένας πιεσμένος αγρότης να παρακρατήσει μέρος του υπεσχημένου ενοικίου[74];
xii) Η άγνοια απαλλάσσει από την αμαρτία[75];
xiii) Μόνο το πάθος του Χριστού ακύρωσε την προπατορική αμαρτία; Ωφελεί το πάθος του Χριστού όσους επιμένουν στην αμαρτία; Ωφελούνται αυτοί οι άνθρωποι από τα καλά έργα[76];
xiv) Πώς να συμβουλεύσει κάποιος έναν άνθρωπο που έπεσε σε θανάσιμο αμάρτημα, όπως ο φόνος, ή το ν’ αφήσει έγκυο την γυναίκα κάποιου άλλου;
xv) Αν ωφελεί η μετάνοια του ετοιμοθάνατου που προέρχεται από φόβο;
xvi) Πώς να συμβουλεύσει κάποιος αυτόν που βρήκε χαμένη περιουσία και δεν γνωρίζει τον νόμιμο ιδιοκτήτη;
Αυτές οι απορίες συμπληρώνουν το πρώτο στάδιο των επαφών του Morel με τους Μεταρρυθμιστές.
Οι Μεταρρυθμιστές απάντησαν στις περισσότερες των ερωτήσεων του Morel, ειδικά σ’ αυτές που αφορούσαν τα θέματα των παστόρων, σύμφωνα πάντα με το πνεύμα της Μεταρρύθμισης, δίνοντας και ως γενική οδηγία την αποκοπή των επαφών των Βάλδιων με τα μυστήρια των παπικών, πρακτική που ακολουθούσαν οι Βάλδιοι μέχρι τότε. Ωστόσο απέφυγαν ν’ απαντήσουν με σχολαστικό τρόπο στις ερωτήσεις που αφορούσαν περιστασιακά ηθικά ζητήματα, λέγοντας ότι αυτά πρέπει ν’ αντιμετωπίζονται με φιλανθρωπία και την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος. Αυτός που είχε δεχθεί την σωτηρία με μόνη την πίστη, δεν είχε ανάγκη τον νόμο να τον καθοδηγεί, επειδή το Άγιο Πνεύμα τον δίδασκε πώς να ζει σύμφωνα με τον νόμο της αγάπης, όπως κήρυττε ο Λούθηρος[77].
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Δεν είναι γνωστό τι ακριβώς συνέβη στην ετήσια σύνοδο των barbes του 1531, όταν πια είχαν στα χέρια τους τις απαντήσεις των Μεταρρυθμιστών. Συμπεραίνοντας από τις συνόδους που ακολούθησαν, ειδικά από αυτήν του 1532, που έγινε στην La Serre, στην Luserna του Πεδεμόντιου, το πιο πιθανό είναι ότι υπήρξε διαφωνία μεταξύ αυτών που ήθελαν να παραμείνουν στην παλαιά τάξη και σ’ αυτούς που ήθελαν ν’ ακολουθήσουν την νέα τάξη της Μεταρρύθμισης. Στην σύνοδο του 1532 συμμετείχαν και Μεταρρυθμιστές, όπως ο Guillaume Farel και ο Antoine Saunier, οι οποίοι είχαν έρθει από την Βέρνη, η καταγωγή τους όμως ήταν από την Dauphine. Με την σύνοδο αυτή ξεκινά ουσιαστικά η νεώτερη ιστορία των Βάλδιων, μια διαδρομή συνοδοιπορίας με τον Προτεσταντισμό, η οποία δεν μπορεί να εξεταστεί εδώ, εφόσον ξεφεύγει από τους σκοπούς της μελέτης μας.
* * * * * *
[1] Euan Cameron, Waldenses: Rejections of the Holy Churchin Medieval Europe, Oxford 2000, p. 154.
[2] G. G. Merlo, Eretici e inquisitori nella società piemontese del trecento, Turin 1977, p. 220.
[3] Και οι δύο αναφορές στο Euan Cameron, Waldenses…, p. 155.
[4] Marc’ Aurelio Rorengo de’ Conti di Lucerna, Memorie Historiche dell’ introduttione dell’ heresie nelle valli di Lucerna, Marchesato di Saluzzo, e alter di Piemonte, Turin 1649, 16-17, παραθέτει την επιστολή.
[5] Alessio, Luserna e l’ interdetto di Giacomo Buronzo, in Bollettino storico-bibliografico subalpino, vol. 8 no. 6 (1903), pp. 413-4.
[6] G. G. Merlo, Eretici…, p. 190, 234.
[7] Ο. π. 16-7, 198, 201, 204, 206, 230, 233.
[8] Ο. π. 178,189, 210, 218, 232. Για τους Λολλάρδους A. Hudson, The Premature Reformation: Wycliffite Texts and Lollard History, Oxford 1988, pp. 143, 478, 482-3.
[9] Ο. π. 168, 184-5, 192-3, 195-6, 199.
[10] Ο. π. 169, 189.
[11] Ο. π. 193.
[12] Ο. π. 169.
[13] Ο. π. 167-9, 224.
[14] Marc’ Aurelio Rorengo de’ Conti di Lucerna, Memorie Historiche…, p. 16.
[15] G. G. Merlo, Eretici…, p. 166.
[16] Ο. π. 168.
[17] Τα σωζόμενα αρχεία στο G. Boffito, Eretici in Piemonte al tempo del Gran Scisma, in Studi e Documenti di Storia e DIritto 18 (1897).
[18] G. Amati, Processus Contra Valdenses in Lombardia Superiori, Anno 1387, in Archivio Storico Italiano, series 3 (1865), vol. 1 pt. 2, pp. 23-4, 29-30.
[19] H. C. Lea, History of the Inquisition of the Middle Ages, New York-London 1888, vol. 2 pp. 153-6.
[20] G. Amati, Processus…, vol. 1 pt. 2 p. 51.
[21] O. π. 33, 35, 48-9.
[22] Ο. π. 25, 36, 44-5.
[23] Ο. π. 24, 44.
[24] Ο. π. 34, 44.
[25] Ο. π. 32, 44-5.
[26] Ο. π. 39-40.
[27] O. π. 18.
[28] O. π. 22.
[29] Ο. π. 46.
[30] Ο. π. 21.
[31] Ο. π. 23.
[32] Ο. π. 39-40.
[33] Ο. π. 22: “adoravit solem et lunam”.
[34] O. π. 22: “comedit…pluries et post alia panem bnedictum quem vocabant consolamentum”.
[35] Λήμμα ‘Liturgical Use of Bread’, New Catholic Encyclopedia, vol 2. p. 779.
[36] G. Amati, Processus…, vol. 1 pt. 2 p. 18.
[37] Ο. π. 40: “in fine precipiebant extingui lumina dicento: qui habeat teneat, et recedebant postmodum transact aliquot spacio sine lumine”.
[38] G. Amati, Processus…, vol. 2 pt. 1 p. 50.
[39] G. G. Merlo, Eretici…, pp. 263-4, 267, 270, 276-7, 279.
[40] Ο. π. 265, 276, 279.
[41] Οι Fraticelli ήταν μια ομάδα που προήλθε από τους Φραγκισκανούς. Κηρύχθηκαν αιρετικοί το 1296 από τον πάπα Βονιφάτιο VIII. Σχετ. D. L. Douie, The Nature and Effect of the Heresy of the Fraticelli, Manchester 1932. Για την παρουσία τους στο Marche σσ. 243-5.
[42] G. Amati, Processus…, vol. 2 pt. 1 p. 60.
[43] G. G. Merlo, Eretici…, p. 276.
[44] G. Amati, Processus…, vol. 2 pt. 1 p. 4-5.
[45] G. G. Merlo, Eretici…, p. 263-5.
[46] Ο. π. 280.
[47] G. Amati, Processus…, vol. 2 pt. 1 p. 48-9.
[48] Malcolm Lambert, The Cathars, Oxford 1998, p. 291.
[49] G. Amati, Processus…, vol. 2 pt. 1 p. 51.
[50] G. Amati, Processus…, vol. 2 pt. 1 p. 4.
[51] G. Amati, Processus…, vol. 2 pt. 1 p. 6, 8.
[52] Ο. π. 15-16.
[53] Ο. π. 5.
[54] G. Audisio, The Waldenses, pp. 75-76.
[55] G. Amati, Processus…, vol. 2 pt. 1 p. 12-3.
[56] G. Amati, Processus…, vol. 2 pt. 1 pp. 30-2.
[57] Στραπάτσο είναι μια μορφή μεσαιωνικού βασανιστηρίου, όπου το θύμα δένεται πισθάγκωνα και στη συνέχεια σηκώνεται με σχοινί ψηλά στον αέρα. Το σχοινί είναι δεμένο στους καρπούς με αποτέλεσμα την εξάρθρωση των χεριών.
[58] G. Amati, Processus…, vol. 2 pt. 1 pp. 33-5.
[59] Τα περισσότερα στοιχεία αυτού του κεφαλαίου προέρχονται από το αντίστοιχο του G. Audisio, The Waldensian Dissent, pp. 162-179.
[60] V. Vinay, Le Confessioni di fidei dei Valdesi riformati, con I documenti del dialogo fra la ‘prima’ e la ‘seconda’ riforma, in Collana della Facoltà Valdese di teologia 12 (Turin 1975), pp. 72-3.
[61] Η απάντηση εκδόθηκε αρχικά στο J. Oecolamadius-H. Zuinglius, Epistolarum libri iv, Basel 1536, fos 2r-3v. Βλ. V. Vinay, Le Confessioni…, pp. 52-62.
[62] Το ότι το χειρόγραφο προέρχεται από την γραφίδα του Morel είναι συμπέρασμα του εκδότη της λατινικής μετάφρασης V. Vinay, Mémoires de Georges Morel, Bolletino della Società di Studi Valdesi 132 (1972), pp. 35-48.
[63] V. Vinay, Le Confessioni…, pp. 44-48. Ακολουθώ την αρίθμηση του Euan Cameron, Waldensnes…, pp. 234-5 σε συνδυασμό με αυτή του G. Audisio, The Waldensian Dissent, p. 167. Κανένας από τους δύο δεν χρησιμοποιεί ακριβώς την αρίθμηση του V. Vinay.
[64] V. Vinay, Le Confessioni…, pp. 64-9.
[65] Trinity College MS 259 f. 58.
[66] Ο. π.
[67] Ο. π. 61.
[68] Ο. π. 64.
[69] Ο. π. 66.
[70] Ο. π. 67-71.
[71] Ο. π. 71.
[72] Ο. π.
[73] Ο. π. 81-3.
[74] Ο. π. 101.
[75] Ο. π. 106.
[76] Ο. π.
[77] Βλ. M. Luther, Werke: Kritische Gesamtausgabe, Weimar 1883, vol. 7 p. 53.