Μια από τις χρόνιες ανοικτές πληγές, που ταλαιπωρεί την Ορθόδοξο Εκκλησία παγκοσμίως, ιδίως όμως την Εκκλησία της Ελλάδος, είναι το εδώ και ένα σχεδόν αιώνα υφιστάμενο Παλαιοημερολογιτικό Σχίσμα. Βέβαια ο αριθμός των Παλαιοημερολογιτών (Γ.Ο.Χ.) δεν είναι μεγάλος (στην Ελλάδα φθάνει περίπου τους 70.000), ωστόσο όμως η παρουσία και η δράση των δεν παύει να προκαλεί σκανδαλισμό, διαιρέσεις, διαμάχες, αμφιβολίες και ερωτηματικά στον πιστό λαό του Θεού. Με θλίψη παρακολουθούμε το ξεκίνημα και την μέχρι τώρα πορεία των Γ.Ο.Χ., οι οποίοι όχι μόνον δεν φαίνεται να επιθυμούν την προσέγγισή τους με την Εκκλησία της Ελλάδος, από την οποία απεσπάσθησαν το 1924 λόγω της αλλαγής του ημερολογίου, αλλά αντιθέτως έχασαν και την μεταξύ τους ενότητα και οδηγήθηκαν σ’ έναν αξιοθρήνητο εσωτερικό πολυκατακερματισμό. Βλέποντας κανείς την εσωτερική διαμάχη των δώδεκα περίπου αλληλοκαθαιρουμένων και αλληλοϋβριζομένων ζηλωτικών παρατάξεων και την διαρκώς αυξανομένη μεταξύ τους απομάκρυνση, αντιλαμβάνεται ταυτόχρονα, ότι το κίνημα αυτό δεν είχε την ευλογία του Θεού και δεν έφερε τους προσδοκώμενους καρπούς, για τους λόγους που θα αναπτύξουμε με συντομία παρά κάτω.
Ένα εκτεταμένο δημοσιογραφικό ρεπορτάζ της εφημερίδος Espresso της 15ης Μαρτίου 2014, με τίτλο «Ακάκιε έχουμε 10+2 αρχιεπισκόπους» έφερε και πάλι το ζήτημα αυτό στο προσκήνιο της επικαιρότητος. Στο ρεπορτάζ γίνεται λόγος για δύο σοβαρά συμβάντα στο χώρο των Παλαιοημερολογιτών. Το ένα είναι η «ενθρόνιση» ενός από τους δέκα (!!!) παλαιοημερολογίτες «αρχιεπισκόπους Αθηνών και πάσης Ελλάδος», ο οποίος είχε καθαιρεθεί από κληρικός της κανονικής Εκκλησίας της Ελλάδος, κατόπιν προσχώρησε σε κάποιους καθηρημένους από την Εκκλησία της Ελλάδος, που ανιέρως εκμεταλλεύονταν τον Παλαιοημερολογιτισμό και στο τέλος κατέληξε να «εκλεγεί» «αρχιεπίσκοπος» σε μια από τις δέκα παρατάξεις τους. Το δεύτερο είναι η πρόσφατη ένωση δύο από αυτές τις παρατάξεις, οι οποίες είχαν διασπασθεί εδώ και χρόνια, του μέντορος της μιας καθαιρεθέντος από την «Ιεραρχία» της άλλης.
Γύρω από το δυσεπίλυτο και ακανθώδες αυτό ζήτημα έχουν ήδη γραφεί πάρα πολλά, (τόμοι ολόκληροι), από ανθρώπους που ασχολήθηκαν ειδικά με το θέμα αυτό, η ορθή προσέγγιση του οποίου σημειωτέον, απαιτεί βαθειά και ευρεία γνώση των Ιερών Κανόνων και των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας. Στο μικρό αυτό σχόλιό μας θα περιοριστούμε σε ορισμένα εισαγωγικά τινά, στηριζόμενοι στην υπάρχουσα βιβλιογραφία, που έχουν περισσότερο ποιμαντικό χαρακτήρα και αποσκοπούν σε μια στοιχειώδη ενημέρωση του πιστού λαού του Θεού.
Κατ’ αρχήν εκείνο που πρέπει πρώτα να σημειωθεί, είναι το γεγονός ότι η απόσχιση των Γ.Ο.Χ. από την Εκκλησία της Ελλάδος δεν έγινε για λόγους δογματικούς, για λόγους πίστεως, αλλά εξ’ αιτίας της αλλαγής, κατά το 1924, ή καλύτερα της τροποποιήσεως, του ιουλιανού ημερολογίου. Η Εκκλησία της Ελλάδος καθιέρωσε το διορθωμένο ιουλιανό, το οποίο ταυτιζόταν με το γρηγοριανό μόνον ως προς τις ημερομηνίες των ακινήτων εορτών, ενώ διέφερε ριζικά από αυτό ως προς το πασχάλιο. Η αλλαγή αυτή έγινε κυρίως για λόγους κοινωνικούς και πολιτικούς, πιεζόμενη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Ελληνική Πολιτεία, καθ’ όν χρόνον, όπως ομολογεί και ο πρώην αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρός Χριστόδουλος «δεν συνέτρεχον σοβαροί εκκλησιαστικοί λόγοι προς την διόρθωσιν» του ημερολογίου. Η «όλως ανόητος και ανωφελής» κατά τον αείμνηστο π. Επιφάνιο Θεοδωροπούλο, σπουδή για την διόρθωση του ημερολογίου έγινε κατά τρόπον βεβιασμένον και επιπόλαιον από την τότε Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, διότι «πραγματοποιήθηκε άνευ κοινής συμφωνίας όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών» με Πανορθόδοξο Σύνοδο και χωρίς να έχουν μελετηθεί επισταμένως και εις βάθος οι συνέπειες μιας τέτοιας ενέργειας στον πιστό λαό του Θεού, ο οποίος «αντέδρασε με ακραίο τρόπο στην μετυαρύθμιση αυτή, μεγενθύνοντας τις όποιες ατέλειές της». Ωστόσο παρά την «αδικαιολόγητον σπουδήν» , που επέδειξε στο ζήτημα αυτό η τότε ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, ουδέποτε διανοήθηκε να διακόψει την εκκλησιαστική κοινωνία της με τις άλλες Τοπικές Εκκλησίες, που εξακολουθούσαν να τηρούν το αδιόρθωτο Ιουλιανό ημερολόγιο. Αλλά και οι Τοπικές αυτές Εκκλησιές δεν διέκοψαν την εκκλησιαστική κοινωνία με την Εκκλησία της Ελλάδος, (ούτε ακόμη με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Εκκλησία της Κύπρου, που και αυτές ακολούθησαν την μεταρύθμιση αυτή), αλλά προτίμησαν να ακολουθήσουν την εκκλησιαστική οικονομία και ανοχή, ενώ θα μπορούσαν, κατά τον μακαριστό π. Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο «εάν ήθελον ναδιακόψωσι πάσαν κοινωνίαν προς την Εκκλησίαν της Ελλάδος και να κηρύξωσιν αυτήν σχισματικήν διά την μονομερώς αποτολμηθείσαν μεταβολήν». Η άσκηση της εκκλησιαστικής οικονομίας από τις άλλες Τοπικές Εκκλησίες ήταν απόλυτα σύμφωνη με την Ορθόδοξο Εκκλησιολογία, δεδομένου ότι η επιχειρηθείσα αλλαγή δεν έθιγε τα δόγματα της πίστεως. Πράγματι βασική αρχή στη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας και των αγίων Πατέρων είναι, ότι ενώ στη σφαίρα του δόγματος δεν επιτρέπεται καμία οικονομία και συγκατάβασις, αντιθέτως σε θέματα που αφορούν την τάξη, την λειτουργική ζωή και λατρεία, τα ήθη και τα έθιμα και γενικά σε θέματα «εν οίς ουκ έστι πίστις το αθετούμενον» , κατά τον Μέγαν Φώτιον, γίνονται ανεκτές οι κατά τόπους παραλλαγές και διαφοροποιήσεις.
Θα έπρεπε λοιπόν κατά την ταπεινή μας γνώμη, οι ηγέτες των παλαιοημερολογιτών, αξιολογώντας το γεγονός ότι το θέμα του ημερολογίου δεν είναι θέμα δογματικό και βλέποντας την οικονομία, την οποία τήρησαν οι άλλες Τοπικές Εκκλησίες, να τηρήσουν και αυτοί στάση οικονομίας και να μην φθάσουν στο σημείο να προκαλέσουν σχίσμα. Αυτοί απεναντίας απεσχίσθησαν όχι μόνο από την Εκκλησία της Ελλάδος, αλλά και από τις άλλες τοπικές Εκκλησίες, που ενώ εξακολουθούσαν και εξακολουθούν μέχρι σήμερα να τηρούν το παλαιό ημερολόγιο, διατήρησαν την εκκλησιαστική κοινωνία των με την Εκκλησία της Ελλάδος. «Χειροτονήθηκαν» δε υπερορίως και επομένως προδήλως αντικανονικώς από την Ρωσική Σύνοδο του Μητροπολίτου Φιλαρέτου, που εδρεύει στις Η.Π.Α. Ένα άλλο βασικό λάθος τους είναι το γεγονός, ότι θα έπρεπε να εστιάσουν την προσοχή τους όχι στο ημερολόγιο, σε ένα μη δογματικής φύσεως ζήτημα, αλλά στην παναίρεση του Οικουμενισμού, που τότε, μόλις πριν από μερικά χρόνια, με τις δύο γνωστές εγκυκλίους του 1902 και 1920 του Οικουμενικού Πατριαρχείου, είχε ήδη κάνει την εμφάνισή του στο προσκήνιο της εκκλησιαστικής ιστορίας. Ο ισχυρισμός δε τον οποίον προβάλλουν σήμερα για να δικαιολογήσουν την απόσχισή τους, ότι δηλαδή η Εκκλησία της Ελλάδος έχει εξ ολοκλήρου καταληφθεί από την αίρεση του Οικουμενισμού δεν δικαιώνεται, διότι την εποχή εκείνη, όπως μαρτυρούν οι ιστορικές πηγές, «ούτε καν, τουλάχιστον τις πρώτες δεκαετίες, ανεφέρθησαν στην αιρετική εγκύκλιο του 1920».
Η πεισματώδης επιμονή των Γ.Ο.Χ. στο παλαιό ημερολόγιο, η ανύψωσή του σε θέση δόγματος πίστεως και η απόδωση σ’ αυτό σωτηριολογικού χαρακτήρος, ενώ απεναντίας η θεώρηση του νέου ως καταραμένου, δαιμονικού, που όποιος το ακολουθεί δεν σώζεται, είναι πλάνη και ζήλος «ου κατ’ επίγνωση». Έχει δε δυστυχώς και την μομφή της αιρέσεως εφ’ όσον πρεσβεύουν ανοσίως, ότι δήθεν η Εκκλησία της Ελλάδος απώλεσε εκ της γενομένης αλλαγής την Θείαν Χάριν. Κατ’ αρχήν αυτό καθ’ εαυτό το ιουλιανό ημερολόγιο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εκκλησιαστικό, ή «πάτριο», όπως ισχυρίζονται οι Γ.Ο.Χ. , διότι αυτός που το εισήγαγε όχι μόνον δεν ήταν κάποιος πατέρας της Εκκλησίας μας, ή κάποια Ορθόδοξη Σύνοδος, αλλά ούτε καν χριστιανός. Ήταν ο ειδωλολάτρης αυτοκράτορας της Ρώμης Ιούλιος Καίσαρ. Το ίδιο ισχύει και για το Γρηγοριανό, το οποίο εισήγαγε ο Πάπας της Ρώμης Γρηγόριος ο ΙΓ΄. Γενικότερα μπορούμε να πούμε, ότι όλα τα ημερολόγια που χρησιμοποίησε μέχρι σήμερα ο άνθρωπος στην ιστορική του πορεία είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα, τα οποία επινόησε για την εξυπηρέτησή του στην καθημερινή ζωή. Κανένα κτιστό αντικείμενο δεν είναι αυτό καθ’ εαυτό, ευλογημένο, ή καταραμένο, αλλά γίνεται τέτοιο αναλόγως της προαιρέσεως εκείνου που το χρησιμοποιεί. Για παράδειγμα η Εκκλησία προσλαμβάνει τα κτιστά στοιχεία του άρτου και τον οίνου για να τα μεταβάλει σε Σώμα και Αίμα Χριστού, με σκοπό τον εξαγιασμό του ανθρώπου. Τα ίδια όμως κτιστά αντικείμενα,(άρτος και οίνος), μπορεί κάποιος να τα χρησιμοποιήσει για να ικανοποιήσει την λαιμαργία του, ή να μεθύσει. Κατά παρόμοιο τρόπο, ούτε η βυζαντινή ψαλμωδία είναι αυτή καθ’ εαυτή ευλογημένη, επειδή την χρησιμοποιεί η Εκκλησία στην λατρεία της, διότι μπορεί κάποιος να την χρησιμοποιήσει για να συνθέσει ύμνους και τροπάρια αιρετικά. Ούτε πάλι ο ίδιος ο απ. Παύλος θεωρούσε αυτή καθ’ εαυτή την βρώση των ειδωλοθύτων ως εφάμαρτη, όταν κάποιος χριστιανός μετείχε σ’ αυτά εν αγνοία του, με αγαθή προαίρεση, πιστεύοντας ότι «του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής» (Α΄Κορ.10,26). Κατά τον ίδιο τρόπο λοιπόν μπορούμε να πούμε, ότι τα ημερολόγια αυτά καθ’ αυτά, από μόνα τους, ούτε ευλογία φέρνουν στον άνθρωπο, κατά ένα μαγικό τρόπο, ούτε κατάρα. Διότι είναι δυνατόν κάποιος να ακολουθεί το παλαιό ημερολόγιο και παράλληλα να προωθεί, ή να συμπορεύεται με την αίρεση. Για παράδειγμα, αυτό συμβαίνει σήμερα με πολλούς αγιορείτες πατέρες, οι οποίοι δυστυχώς, αν και ακολουθούν το παλαιό ημερολόγιο, εν τούτοις στηρίζουν τον Οικουμενισμό και τους αρχηγούς και πρωτεργάτες του. Μάλιστα ορισμένοι εξ αυτών έφθασαν στο σημείο να τους εγκωμιάζουν και να συνθέτουν προς τιμήν των ύμνους και τροπάρια. Το ίδιο συμβαίνει με ορισμένες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες και Πατριαρχεία, τα οποία αν και ακολουθούν το παλαιό ημερολόγιο, εν τούτοις προωθούν την αίρεση του Οικουμενισμού. Αντιθέτως υπάρχει μια πληθώρα κληρικών, μοναχών και λαϊκών, οι οποίοι ενώ ακολουθούν το νέο ημερολόγιο, αγωνίζονται με ομολογιακό φρόνημα κατά της παναιρέσεως του Οικουμενισμού.
Την παρά πάνω αλήθεια επιβεβαιώνουν και οι άγιοι Πατέρες, οι οποίοι, όταν αναφέρονται σε ημερολογιακά ζητήματα και γενικά σε παρατηρήσεις ημερών, δεν δίδουν σ’ αυτά κάποια ιδιαίτερη βαρύτητα. Για παράδειγμα οι άγιοι Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου υιοθέτησαν το τότε ισχύον σ’ όλη την ρωμαϊκή επικράτεια ιουλιανό ημερολόγιο, προκειμένου να καθορίσουν την ημέρα του κοινού εορτασμού του Πάσχα, χωρίς να λάβουν υπ’ όψιν τους το παράλληλα με το ιουλιανό, αλλά αρχαιότερο σε σχέση με αυτό υπάρχον εν χρήσει μακεδονικό ημερολόγιο, το οποίο, ως αρχαιότερο και αναγόμενο στην εποχή των αγίων αποστόλων, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ακόμη πιο «πάτριο» σε σχέση με το ιουλιανό. Απ’ ότι δε φαίνεται, οι άγιοι Απόστολοι χρησιμοποιούσαν μάλλον το μακεδονικό, παρά το ιουλιανό ημερολόγιο, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας το γεγονός, ότι στον ΛΖ΄ Αποστολικό Κανόνα γίνεται μνεία του Υπερβεραιτέου μηνός, του μακεδονικού ημερολογίου, ο οποίος αντιστοιχεί προς τον Οκτώβριο μήνα του ιουλιανού. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αναφερόμενος στον χρόνο, κατά τον οποίο ο Χριστός εόρτασε το Πάσχα, μας διδάσκει να μην δίδουμε ιδιαίτερη σημασία στα ημερολόγια και στις παρατηρήσεις των ημερών, αλλά να προσέχουμε στην τήρηση των εντολών του Θεού: «Ότι γαρ ουδείς λόγος καιρών τω Θεώ και παρατηρήσεως τοιαύτης, άκουσον αυτού δικάζοντος. Πεινώντα με είδετε, φησί, και εθρέψατε, διψώντα και εποτίσατε…ότι δε τω δείνι μηνί και τω δείνι εποίησε το πάσχα, ουδείς εκολάσθη ποτέ ουδέ ενεκλίθη»(ΕΠΕ 34,180). Παρά κάτω προχωρεί και λέγει, ότι εκείνο που προέχει είναι να ακολουθούμε την Εκκλησία, έστω και αν αυτή κάπου σφάλει στην ακρίβεια των χρόνων, φροντίζοντας με κάθε τρόπο να κρατήσουμε την ενότητα, ώστε να μην προκαλέσουμε σχίσμα: «Μη τοίνυν των τελειοτέρων παραγενομένων πραγμάτων, προς τα πρότερα επανατρέχωμεν, μηδέ ημέρας και καιρούς και ενιαυτούς παρατηρώμεν, αλλά πανταχού τη Εκκλησία μετ’ ακριβείας επώμεθα, την αγάπην και την ειρήνην προτιμώντες απάντων. Ει γαρ και εσφάλλετο η Εκκλησία, ου τοσούτον κατόρθωμα από της των χρόνων ακριβείας ην, όσον έγκλημα από της διαιρέσεως και του σχίσματος τούτου» (ΕΠΕ 34,188).
Από όσα παρά πάνω παραθέσαμε, φαίνεται νομίζομε ξεκάθαρα, ότι το Παλαιοημερολογιτικό Σχίσμα δεν έχει κανένα έρεισμα, ούτε από τους Ιερούς Κανόνες, ούτε από τους αγίους Πατέρες. Εάν από την πλευρά της Εκκλησίας της Ελλάδος έγινε κάποιο λάθος, κάποια βεβιασμένη ενέργεια, από την πλευρά των Γ.Ο.Χ. διεπράχθη το ασυγκρίτως μεγαλύτερο σφάλμα, το έγκλημα θα λέγαμε, της δημιουργίας σχίσματος. Και μόνον ο Θεός γνωρίζει αν στο μέλλον θα μπορέσει να κλείσει αυτή η ανοιχτή πληγή. Διότι σήμερα μετά από έναν αιώνα τα πράγματα έχουν ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Οι διάφορες παρατάξεις διεκδικούν την «μοναδικότητα» της «Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας» και αναθεματίζουν τις άλλες. Κληρικοί καθηρημένοι από την κανονική Εκκλησία, βρίσκουν καταφύγιο στις ομάδες των παλαιοημερολογιτών, τους οποίους, άλλοι τους αναχειροτονούν και άλλοι τους δέχονται με ειδικές διαδικασίες. Αναφέρουμε ένα πρόσφατο παράδειγμα: Τον μακαρίτη Κυπριανό Κουτσούμπα, ο οποίος είχε καθαιρεθεί από την «Εκκλησία των ΓΟΧ Ελλάδος», με την οποία ηνώθησαν οι υπ’ αυτού χειροτονηθέντες. Πολλές ομάδες κατέφυγαν για χειροτονία επισκόπων σε άλλες Εκκλησίες του εξωτερικού, ώστε κανείς δε γνωρίζει, ποιός έχει κανονική χειροτονία ή όχι. Για τους λόγους λοιπόν αυτούς παρακαλούμε τους πιστούς μας, να μην έχουν μυστηριακή κοινωνία με τις παλαιοημερολογίτικες παρατάξεις, διότι στερούνται εγκύρου ιεροσύνης. Παρακαλούμε τέλος την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος να ανοίξει διαύλους επικοινωνίας και διαλόγου με τις σπουδαιότερες τουλάχιστον παρατάξεις των Παλαιοημερολογιτών, ώστε να βρεθεί λύση και να γεφυρωθεί το υφιστάμενο χάσμα. Παράλληλα παρακαλούμε τους Ιεράρχες των δύο προσφάτως ενωθέντων παλαιοημερολογιτικών παρατάξεων, να κάνουν ακόμη ένα βήμα προσεγγίσεως, αυτή τη φορά προς την Εκκλησία της Ελλάδος, και με ορθό εκκλησιαστικό φρόνημα και πραγματική αγάπη προς την Εκκλησία, να επιδιώξουν διάλογο, ώστε να επιτευχτεί η ποθητή επανένταξή τους στην Εκκλησία της Ελλάδος. Πως εξηγείται άλλωστε να κάνουμε διάλογο με τους αιρετικούς και τους εκπροσώπους των δαιμονικών θρησκειών και να μην κάνουμε διάλογο με τους αδελφούς μας ορθοδόξους, οι οποίοι βρίσκονται εγκλωβισμένοι στις πολυπληθείς παλαιοημερολογίτικες ομάδες;
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών
Ο Υπεύθυνος
Αρχ. π. Παύλος Δημητρακόπουλος
Ο Γραμματέας
κ. Λάμπρος Σκόντζος, Θεολόγος