Εισαγωγή
Η Εκκλησία του Χριστού από την αρχή της επίγειας ίδρυσής της ήρθε αντιμέτωπη με διωγμούς που απείλησαν την κοινωνική της υπόσταση. Αίμα χιλιάδων μαρτύρων χύθηκε στα χρόνια των διωγμών. Όταν ο Σατανάς είδε ότι δεν μπόρεσε να νικήσει την Εκκλησία με τους διωγμούς, προσπάθησε να την «κυριεύσει» μέσω των αιρέσεων. Οι τελευταίες αποτέλεσαν και αποτελούν πιο επικίνδυνη απειλή από τους διωγμούς. Η αιτία είναι ότι οι αιρέσεις ήταν ο εχθρός που προερχόταν εκ των έσω . Στόχευε στη διαστρέβλωση της ορθόδοξης διδασκαλίας και τη νόθευσή της με κακοδοξίες, πράγμα που έθετε σε κίνδυνο τη σωτηρία του ανθρώπινου φυράματος.
Στην εργασία αυτή θα ασχοληθούμε με μία αίρεση που ταλάνισε τον πέμπτο αιώνα, το Νεστοριανισμό. Η αιρετική αυτή διδασκαλία ανασκευάστηκε από τον Κύριλλο, Πατριάρχη Αλεξανδρείας. Ο Κύριλλος υπήρξε η πρωταγωνιστική μορφή που αγωνίστηκε με πάθος για την αποτείχιση της διδασκαλίας του Νεστορίου και συγχρόνως για την ορθή διατύπωση της χριστολογικής διδασκαλίας.
Η εργασία χωρίζεται σε δύο κεφάλαια. Στο πρώτο γίνεται συνοπτική παρουσίαση της προσωπικότητας των δύο πρωταγωνιστών της θεολογικής διαμάχης, δηλαδή του Κυρίλλου, Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας και του Νεστορίου, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Στο δεύτερο κεφάλαιο θα αναφερθούμε στο πως ξεκίνησε η θεολογική αυτή διαμάχη και τι υποστήριζε ο Νεστόριος και τι τόνιζε ο Κύριλλος. Ενώ θα γίνει και μία αναφορά στην Τρίτη Οικουμενική Σύνοδο.
Στον Επίλογο θα αναφέρουμε τα σημαντικότερα σημεία της εργασίας και τα συμπεράσματα στα οποία καταλήξαμε.
Κεφάλαιο Α:
Βίος και Προσωπικότητα Κυρίλλου και Νεστορίου
1. Βίος και Προσωπικότητα του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Κυρίλλου.
Η ακριβής ημερομηνία γεννήσεως του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας δεν είναι απολύτως γνωστή. Οι μελετητές του θεωρούν ότι γεννήθηκε μεταξύ του 370-380 μ.Χ. Ο Κύριλλος, αν και ήταν ορφανός από πατέρα είχε την ευτυχία να μεγαλώσει σε ένα σημαντικό οικογενειακό περιβάλλον και να λάβει εξαίσια θεολογική αλλά και γενικότερη παιδεία. Θείος του από την πλευρά της μητέρας υπήρξε ο τότε Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος[1].
Ο Κύριλλος ως νέος πέρασε πέντε χρόνια της ζωής του στην έρημο της Νιτρίας. Εκεί γαλουχήθηκε στη ζωή των μοναχών. Την περίοδο αυτή, σύμφωνα με την Ε. Αρτέμη, γνώρισε και συνδέθηκε πνευματικά και με τον Άγιο Ισίδωρο τον Πηλουσιώτη[2]. Η γνωριμία αυτή θα αποτελέσει καταλυτικό παράγοντα στη συμφιλίωση του Κυρίλλου με τον Ιωάννη το Χρυσόστομο[3]. Ο τελευταίος είχε κοιμηθεί, όταν ο Κύριλλος ξαναέγραψε το όνομά του στα δίπτυχα της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας[4].
Το 412, στις 18 Οκτωβρίου ο Κύριλλος ύστερα από την αναμέτρησή του με τον αρχιδιάκονο για το θρόνο της Αλεξάνδρειας, ενθρονίζεται αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας[5]. Τα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει δεν άργησαν να φανούν. Γρήγορα συγκρούστηκε με τους Ιουδαίους της πόλης. Σφοδρή υπήρξε και η σύγκρουση με τους Νοβατιανούς[6], τους Εθνικούς και τους οπαδούς παλαιοτέρων αιρέσεων[7].
Ιδιαίτερα εκρηκτική υπήρξε η σχέση του και με τον έπαρχο της πόλης, τον Ορέστη. Ο τελευταίος, εάν και δήλωνε Χριστιανός, στην πραγματικότητα υποστήριζε τους Εθνικούς έναντι των Χριστιανών. Η στάση του, μάλιστα προκαλούσε τόσο οργή στους χριστιανούς που συχνά τον αποκαλούσαν «Θύτην καί Έλληνα». Την τεταμένη σχέση του με τον Ορέστη λέγεται ότι όξυνε και η φιλόσοφος –μαθηματικός Υπατία[8].
Τόνοι μελανιού έχουν χυθεί από κάποιους μελετητές, κυρίως νεοειδωλολάτρες και παγανιστές για τη δήθεν συμμετοχή ή την ευθύνη του Κυρίλλου στο φόνο της φιλοσόφου Υπατίας. Καμμία, όμως, ευθύνη δεν αποδίδεται στον Κύριλλο από το σύγχρονό του ιστορικό το Σωκράτη το Σχολαστικό[9].
Καταλυτικός υπήρξε ο ρόλος του Κυρίλλου στην ανασκευή των κακοδοξιών του Νεστορίου. Πρωταγωνίστησε στη σύγκληση της Τρίτης Οικουμενικής Συνόδου, στην Έφεσο το 431. Παράλληλα είναι εκείνος που οριστικοποίησε το προσωνύμιο «Θεοτόκο» για την Παρθένο Μαρία. Κοιμήθηκε το 444, ενώ αποδείχθηκε άξιος συνεχιστής του Αθανασίου Αλεξανδρείας. Η μνήμη του εορτάζεται στις 18 Ιανουαρίου μαζί με εκείνη του Αγίου Αθανασίου, αλλά και αποκλειστικά μόνος του στις 9 Ιουνίου.
2. Βίος και Προσωπικότητα του Νεστορίου, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως
Ο Νεστόριος υπήρξε αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως (428-431). Ο Σωκράτης ο Σχολαστικός καλεί το Νεστόριο περήφανο και συγχρόνως ανίδεο άνθρωπο, του οποίου η αδιαμφισβήτητη ρητορική ικανότητα ήταν καλυμμένη από την αδυναμία της μη υπάρξεως οξείας σκέψεως[10].
Γεννήθηκε περί το 386 στη Γερμανίκεια της βυζαντινής Συρίας. Έλαβε πολύ καλή μόρφωση. Διετέλεσε μαθητής του θεολόγου Θεοδώρου Αντιοχείας, ο οποίος ανήκε στην Αντιοχειανή Σχολή. Η θεολογική επίδραση της διδασκαλίας του Θεοδώρου φαίνεται στη διαμόρφωση της διδασκαλίας του Νεστορίου[11].
Ασπάστηκε το μοναχικό βίο στη Μονή του Αγίου Ευπρεπίου της Αντιόχειας. Γρήγορα, όμως, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Η ευγλωττία και η θεολογική του μόρφωση ήταν η αιτία να αποκτήσει μεγάλη φήμη ως σπουδαίος θεολόγος. Η φήμη του αυτή οδήγησε τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β' να τον προωθήσει στον Θρόνο της Κωνσταντινούπολης, μετά τον θάνατο του Πατριάρχη Σισινίου[12].
Η κακοδοξία του σχετικά με τον όρο Θεοτόκο και Χριστοτόκο και την ένωση των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Χριστού έγιναν η αιτία να καταδικασθεί η διδασκαλία του από την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο (431). Εξορίστηκε, λοιπόν, σε όαση της ερήμου στην Αίγυπτο. Μέχρι το θάνατό του ασχολήθηκε με τη συγγραφή θεολογικών έργων μέχρι το θάνατό του. Από αυτά λίγα διασώθηκαν, γιατί τα περισσότερα καταστράφηκαν από τους θεολογικούς αντιπάλους τους[13].
Τέλος, η έριδα που δημιούργησε η διδασκαλία του είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση Νεστοριανών Εκκλησιών στην Περσία και στις γύρω περιοχές. Από αυτές τις Εκκλησίες ο Νεστόριος θεωρείται άγιος[14].
Κεφάλαιο Β:
Η αίρεση του Νεστοριανισμού και η ανασκευή της από τον Κύριλλο
1. Η διδασκαλία του Νεστορίου
Ο Νεστόριος ως Αντιοχειανός υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Εκείνος αρνιόταν να αποκαλείται η Παρθένος Μαρία «Θεοτόκος»[15], αλλά επέμενε να τη χαρακτηρίζει «Χριστοτόκο». Τη θέση του αυτή την τεκμηρίωνε υποστηρίζοντας ότι η Μαρία γέννησε έναν άνθρωπο φορέα της θεότητας «θεοφόρο άνθρωπο» και «Θεώ συνημμένον»[16] αλλά όχι το Θεό. Κατά αυτόν η θεότητα δεν μπορεί να έχει «βρεθεί» εννέα μήνες σε μία γυναικεία μήτρα, να έχει τυλιχθεί σε σπάργανα, να υπέφερε, να πέθανε και να θάφτηκε. Πίσω από την περιγραφή της Μαρίας ως Θεοτόκου, ο Νεστόριος υποστήριζε ότι διαφαινόταν η αρειανική αρχή ότι ο Υιός ήταν ένα κτίσμα ή την απολιναρική ιδέα ότι η ανθρωπότητα του Χριστού ήταν ελλιπής[17].
Ο Νεστόριος[18], εξηγούσε ότι στο Χριστό υπάρχει η ἀπαθής θεότητα και η παθητή «φύση του σώματος»[19]. «Το όνομα Χριστός, που εμπεριέχει και τη θεία και την ανθρώπινη φύση, επιλέχθηκε για να μη συνδεθεί το πάθος και ο θάνατος του Χριστού με τη θεία του φύση»[20]. Οι δύο φύσεις βρίσκονται «εις ενός προσώπου συνάφειαν»[21], δηλαδή σε τελείως επιφανειακή ένωση, σε παράθεση των δύο φύσεων και όχι «καθ’ ὑπόστασιν», δηλαδή πραγματική ένωση των δύο φύσεων του ενανθρωπήσαντος Λόγου.
Τέλος, ο Νεστόριος διαιρούσε τη μία υιότητα του Χριστού σε δυό φυσικές υιότητες, οι οποίες ήταν τελείως ξεχωριστές, την υιότητα τού Λόγου και την υιότητα τού ανθρώπου. Αυτές οι υιότητες έπρεπε να έχουν δύο ξεχωριστές προσκυνήσεις και λατρείες. Επίσης δεν υπήρχε αντίδοση των ιδιωμάτων των φύσεων στο ένα πρόσωπο του Χριστού.
2. Η χριστολογική διδασκαλία του Κυρίλλου
Ο Κύριλλος υποστήριζε ότι η μητέρα του Χριστού πρέπει να λέγεται Θεοτόκος, γιατί γέννησε το Θεάνθρωπο, τέλειος Θεός που παρέμεινε Θεός και έγινε και τέλειος άνθρωπος[22]. Προέβαλλε την ένωση καθ’ υπόστασιν, δηλαδή την ουσιώδη[23], την ένωσιν κατά αλήθειαν[24], την κατά φύσιν ένωσιν[25] στο πρόσωπο του Θεού Λόγου.
Πρέσβευε ότι η ανθρώπινη φύση ενώθηκε με τη θεότητα χωρίς καμμία από τις δύο να αλλοιωθεί. Έτσι υπάρχει ένα πρόσωπο, ο Ιησούς Χριστός, με δύο φύσεις˙ χωρίς όμως οι φύσεις Του -θεία και ανθρώπινη- να υποστούν ουδεμίαν «κράσιν ή μίξιν»: «Θεός οὖν ὑπάρχων καί τῶν ὅλων Κύριος, κατά τάς Γραφάς ὁ Μονογενής, ἐπέφανεν ἡμῖν. Ὤφθη γάρ ἐπί γῆς, καί ἐπέλαμψε τοῖς ἐν σκότῳ γενόμενος ἄνθρωπος, οὐ δοκήσει, μή γένοιτο˙ μανία γάρ τοῦτο φρονεῖν ἤ λέγειν˙ οὔτε μήν εἰς σάρκα παρενεχθείς κατά μετάστασιν καί τροπήν˙ ἀναλλοίωτος γάρ καί ἀεί κατά τά αὐτά καί ὡσαύτως ἔχων ὁ ἐκ τοῦ Θεοῦ Λόγος˙ ἀλλ' οὐδέ ὁμόχρονον τῇ σαρκί τήν ὕπαρξιν ἔχων˙ αὐτός γάρ ἐστι τῶν αἰώνων ὁ ποιητής. Αὐτός γάρ ἐστιν ὁ ζωή πεφυκώς ἐκ ζωῆς τοῦ Θεοῦ καί Πατρός ὄντος τε καί νοουμένου κατ’ ἰδίαν ὑπόστασιν˙ ἀλλ' οὐδέ ἠμπέσχετο σάρκα ψυχῆς ἐρήμην τῆς λογικῆς, γεγένηται δέ κατά ἀλήθειαν ἐκ γυναικός, καί πέφηνεν ἄνθρωπος ὁ ζῶν καί ὑπάρχων, καί συναΐδιος τῷ Θεῷ καί Πατρί Θεός Λόγος, μορφήν λαβών καί ἔστιν ὥσπερ ἐν Θεότητι τέλειος, οὕτω καί ἐν ἀνθρωπότητι τέλειος, οὐκ ἐκ μόνης Θεότητος καί σαρκός εἰς ἕνα Χριστόν καί Κύριον καί Υἱόν συγκείμενος, ἀλλ' ἐκ δυοῖν τελείοιν, ἀνθρωπότητος δή λέγω καί Θεότητος, εἰς ἕνα καί τόν αὐτόν παραδόξως συνδούμενος»[26].
Οι δύο φύσεις στο πρόσωπο του Χριστού ήταν ενωμένες καθ' υπόστασιν. Έτσι ο Χριστός ήταν ο Εμμανουήλ, Θεός και άνθρωπος μαζί, ο σεσαρκωμένος Λόγος και όχι κάποιος θεοφόρος άνθρωπος.
Η θεολογία της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου
Η Τρίτη Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε στην Έφεσο το 431, με πρωτοβουλία του Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Σε αυτήν διακηρύχθηκε ότι ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος. Οι δύο φύσεις του, θεία και ανθρώπινη είναι ενωμένες κατά συνάφεια στο πρόσωπό του. Τονίστηκε ότι η Παναγία γέννησε το σεσαρκωμένο Λόγο, για το λόγο αυτό πρέπει να ονομάζεται και είναι Θεοτόκος.
Καταδικάστηκε ο Νεστόριος και οι κακοδοξίες του. Παράλληλα η θεολογία της Συνόδου, διατυπώνεται δύο χρόνια αργότερα στον «όρο των Διαλλαγών» (433) που υπέγραψε ο Κύριλλος με τον Ιωάννη Αντιοχείας και λέγεται ότι το διατύπωσε ο Θεοδώρητος Κύρου.
Συγκεκριμένα ο όρος έλεγε: ««…. Ομολογούμεν τοιγαρούν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού τον μονογενή, Θεόν τέλειον και άνθρωπον τέλειον εκ ψυχής λογικής και σώματοςû προ αιώνων μεν εκ του Πατρός γεννηθέντα κατά την θεότητα, επ’ εσχάτων δε των ημερών τον αυτόν δι’ ημάς και δια την ημετέραν σωτηρίαν εκ Μαρίας της παρθένου κατά την ανθρωπότηταû ομοούσιον τω Πατρί τον αυτόν κατά την θεότητα, και ομοούσιον ημίν κατά την ανθρωπότηταû δύο γαρ φύσεων ένωσις γέγονεû δι’ ό ένα Χριστόν, ένα Υιόν, ένα Κύριον ομολογούμεν. Κατά ταύτην την της ασυγχύτου ενώσεως έννοιαν ομολογούμεν την αγίαν παρθένον Θεοτόκον, δια το τον Θεόν Λόγον σαρκωθήναι και ενανθρωπήσαι και εξ αυτής της συλλήψεως ενώσαι εαυτώ τον εξ αυτής ληφθέντα ναόν».
Από σωτηριολογική άποψη η άποψη του Νεστορίου, με την ηθική ένωση των δύο φύσεων, δεν έδινε τη δυνατότητα πραγματικής ενώσεως θείου και ανθρώπινου στο ένα πρόσωπο του Θεού Λόγου, ώστε ο άμεσος σωτήρας των ανθρώπων να είναι ο Θεός. Δεν υπήρχε αντίδοση των ιδιωμάτων των δύο φύσεων, κάτι που συμβαίνει με την πραγματική καθ’ υπόστασιν ενώσεως των δύο φύσεων, και μάλιστα στο ένα πρόσωπο του Θεού Λόγου.
Επίλογος
Ο Νεστοριανισμός αρνιόταν ότι ο Χριστός ήταν τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος μαζί. Έτσι πρέσβευε ότι η μητέρα του Χριστού πρέπει να ονομάζεται μόνο Χριστοτόκος και όχι Θεοτόκος. Όλα αυτά έρχονταν σε αντίθεση μέσα από όσα διακηρύττονταν από τη μέχρι τότε διδασκαλία των Πατέρων και την Αγία Γραφή. Επιπλέον έκαναν αδύνατο τη σωτηρία των ανθρώπων.
Το αιρετικό της νεστοριανικής διδασκαλίας κατανόησε γρήγορα ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Κύριλλος. Αυτός αγωνίστηκε με πείσμα για την ανασκευή της. Κατόρθωσε να συγκαλέσει την Τρίτη Οικουμενική Σύνοδο το 431 και να πετύχει την καταδίκη του νεστοριανισμού.
Η Εκκλησία μας τιμά τον Κύριλλο ως άγιο και η Θεολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι διατυπωμένη πάνω στη γενικότερη διδασκαλία του Κυρίλλου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αρτέμη, Ε., «Αγιομάχων μεθοδείες: Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας και η περίπτωση της Υπατίας», στο Αντιαιρετικό Εγκόλπιον, http://www.egolpion.net/root.el.aspx, 30 Νοεμβρίου 2014
Αρτέμη, Ε., Το μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως σε δύο διαλόγους, «Περί της ενανθρωπήσεως του Μονογενούς» και «ότι εις ο Χριστός», του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Επίλεκτες Ψηφιακές Εκδόσεις: 24grammata.com, σειρά εν καινώ, αριθμός σειράς 44, Flipping book, pdf, Αθήνα 2013.
Αρτέμη, Ε., Η περί Τριαδικού Θεού διδασκαλία του Ισιδώρου Πηλουσιώτη και η σχέση της με τη διδασκαλία Κυρίλλου Αλεξανδρείας, διδακτορική διατριβή, Αθήνα 2012.
Bardy, G., «Cyrille Alexandrie», Catholicisme, hier, aujourd' hui, demain. Encyclopédie en sept volumes, dirigée par G. Jacquement du clergé de Paris, tome III, Paris 1989, col. 408.
Θεοδώρου, Α., Η χριστολογική ορολογία και διδασκαλία Κυρίλλου Αλεξανδρείας και Θεοδωρήτου Κύρου, δ.δ, Αθήναι 1955.
Kelly, J. N., Early Christian Doctrines, N. York 19855.
Παπαδοπούλου, Σ., Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, Αθήνα 2004
Seleznyov, N. N., «Nestorius of Constantinople: Condemnation, Suppression, Veneration, with special reference to the role of his name in East-Syriac Christianity» in: Journal of Eastern Christian Studies 62:3–4 (2010): 165–190.
Σκουτέρη, Κ. Β., Ιστορία Δογμάτων, 1ος, Αθήνα 1998.
Σωκράτους Σχολαστικού, Εκκλησιαστική Ιστορία.
The international cyclopaedia- a compendium of human Knowledge revised with large additions, V. X, N. York 1899, p. 409-410.
Χρήστου, Π. Κ., Ελληνική Πατρολογία, Δ΄, Θεσσαλονίκη 1989.
[1] Ε. Αρτέμη, Το μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως σε δύο διαλόγους, «Περί της ενανθρωπήσεως του Μονογενούς» και «ότι εις ο Χριστός», του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Επίλεκτες Ψηφιακές Εκδόσεις: 24grammata.com, σειρά εν καινώ, αριθμός σειράς 44, Flipping book, pdf, Αθήνα 2013, σ. 19.
[2] Ε. Αρτέμη, Η περί Τριαδικού Θεού διδασκαλία του Ισιδώρου Πηλουσιώτη και η σχέση της με τη διδασκαλία Κυρίλλου Αλεξανδρείας, διδακτορική διατριβή, Αθήνα 2012, σ. 33-35.
[3] G. Bardy, «Cyrille Alexandrie», Catholicisme, hier, aujourd' hui, demain. Encyclopédie en sept volumes, dirigée par G. Jacquement du clergé de Paris, tome III, Paris 1989, col. 408.
[4] Ε. Αρτέμη, Η περί Τριαδικού Θεού διδασκαλία του Ισιδώρου Πηλουσιώτη και η σχέση της με τη διδασκαλία Κυρίλλου Αλεξανδρείας, διδακτορική διατριβή, Αθήνα 2012, σ. 33-35.
[5] Π. Κ. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Δ΄, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 340.
[6] Κ. Β. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων, 1ος, Αθήνα 1998, σ. 335-338.
[7] Π. Κ. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Δ΄, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 341.
[8] Αυτόθι. Συναφώς βλ. Ε. Αρτέμη, «Αγιομάχων μεθοδείες: Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας και η περίπτωση της Υπατίας», στο Αντιαιρετικό Εγκόλπιον, http://www.egolpion.net/root.el.aspx, 30 Νοεμβρίου 2014
[9] Αυτόθι.
[10] Σωκράτους Σχολαστικού, Εκκλησιαστική Ιστορία, 7: 29, 32.
[11] The international cyclopaedia- a compendium of human Knowledge revised with large additions, V. X, N. York 1899, p. 409-410.
[12] Αυτόθι.
[13] N. N., Seleznyov, «Nestorius of Constantinople: Condemnation, Suppression, Veneration, with special reference to the role of his name in East-Syriac Christianity» in: Journal of Eastern Christian Studies 62:3–4 (2010): 165–190.
[14] Αυτόθι.
[15] «Ο διαφιλονικούμενος όρος «Θεοτόκος» ήταν ευρέως αποδεκτός στην Αλεξανδρινή Σχολή. Ήταν συνέπεια της αντιδόσεως των ιδιωμάτων -communicatio idiomatum-, και εξέφραζε την αλήθεια ότι ο άνθρωπος ενώθηκε με το θείο Λόγο. Δίκαια ο ενσαρκωμένος ονομαζόταν Θεός». J. N. Kelly, Early Christian Doctrines, N. York 19855, p. 311.
[16] Α. Θεοδώρου, Η χριστολογική ορολογία και διδασκαλία Κυρίλλου Αλεξανδρείας και Θεοδωρήτου Κύρου, δ.δ, Αθήναι 1955, σ. 31.
[17] Ε. Αρτέμη, Το μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως σε δύο διαλόγους, «Περί της ενανθρωπήσεως του Μονογενούς» και «ότι εις ο Χριστός», του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Επίλεκτες Ψηφιακές Εκδόσεις: 24grammata.com, σειρά εν καινώ, αριθμός σειράς 44, Flipping book, pdf, Αθήνα 2013, σ. 22.
[18] Νεστορίου, Επιστ. 5 – Β προς Κύριλλον, PG 77, 52Β. Πρβλ. Φιλ 2, 5-8.
[19] Νεστορίου, Επιστ. 5 – Β προς Κύριλλον, PG 77, 52C.
[20] «Επειδή γαρ έμελλε του θανάτου μεμνήσθαι, ίνα μη τον Θεόν Λόγον εντεύθεν τις παθητόν υπολάβη, τίθησι το Χριστός, ως της απαθούς και παθητής ουσίας εν μοναδικώ προσώπω προσηγοριάν σημαντικήν· όπως και απαθής ο Χριστός, και παθητός ακινδύνως καλοίτο, απαθής μεν θεότητι, παθητός δε τη του σώματος φύσει», Αυτόθι, PG 77, 52BC. Βλ. Σ. Παπαδοπούλου, Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, Αθήνα 2004, σ. 155.
[21] Νεστορίου, Επιστ. 5 – Β προς Κύριλλον, PG 77, 52C.
[22] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Επιστ. 4 –Β Προς Νεστόριον, PG 77, 45C: «καίτοι προ αιώνων έχων την ύπαρξιν, και γεννηθείς εκ Πατρός, γεννηθήναι και κατά σάρκα εκ γυναικός». Συναφώς βλ. του ιδίου, Επιστ. 46 (39) – Β΄ προς Σουκένσον, PG 77, 241B.
[23] Κυρίλλου, Β΄ Προσφωνητικός ταις ευσεβεστάταις βασιλίσσαις, ACO, τ. 1, Ι, 5, σ. 275-6 (=PG 76, 1340A). Πρβλ. Α΄ Κορ. 8, 5. Κυρίλλου, Κατά των Νεστορίου δυσφημιών, Β΄, PG 76, 65D, 89Α. Του ιδίου, Επιστ. 39 (34)- Προς Ιωάννην Αντιοχείας, ACO, τ. 1, Ι, 4, σ. 1925-26 (=PG 77, 181A). Του ιδίου, Επιστ. 40, PG 77, 192B-D.
[24] Του ιδίου, Κατά των Νεστορίου δυσφημιών, Β΄, PG 76, 65A, 172CD.
[25] Αυτόθι, PG 76, 65A. Του ιδίου, Επιστ. 17 – Επιστολή 3η προς Νεστόριον, ACO, τ. 1, Ι, 1, σ. 3622 (=PG 77, 112C).
[26] Κυρίλλου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, SC 97, 69426-27, 31-32 (=PG 75, 1220AB). Πρβλ. Ψαλμ. 117, 27. Βαρ. 3, 38. Λουκ. 1, 79.