Τα «Μυστήρια» των Παπικών
Πριν αναφερθούμε στις διαφορές μας ως προς τα Μυστήρια, πρέπει να τονίσωμεν εξ αρχής ότι τα «Μυστήρια» των Παπικών δεν είναι κανονικά και έγκυρα. Εφ' όσον «οι Λατίνοι ου μόνον είσι σχισματικοί αλλά και αιρετικοί», όπως εβροντοφώναξεν ο ήρως της Ορθοδοξίας Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός [37], έπεται ότι δεν έχουν κανονικά Ιερά Μυστήρια.
Αφού πρεσβεύουν και διδάσκουν θεωρίες αντίθετες προς όσα εδίδαξεν ο Ιδρυτής της Εκκλησίας και εκήρυξαν οι Άγιοι Απόστολοι, ευρίσκονται έκτος της Εκκλησίας, την οποίαν ίδρυσεν ο Κύριος και η οποία είναι η Ορθοδοξία, που δεν έχει αλλάξει τίποτε ως προς την Πίστιν. Εκτός δε της Εκκλησίας, όπως έλεγεν ο Άγιος Κυπριανός, δεν υπάρχει σωτηρία. Η Αγία Εκκλησία είναι η μόνη ταμειούχος και χορηγός της Θείας Χάριτος. Οι αιρετικοί δεν έχουν, και φυσικά δεν μεταδίδουν, Χάριν. Ως προς δε το εάν αναγνωρίζωνται ή όχι τα λεγόμενα «Μυστήρια» των Παπικών, μας απαντούν σαφέστατα οι Ιεροί Κανόνες. Να τι λέγει επί παραδείγματι ο ΜΖ' Κανών των Αγίων Αποστόλων: «Επίσκοπον ή Πρεσβύτερον, αιρετικών δεξαμένους Βάπτισμα ή θυσίαν, καθαιρείσθαι προστάσσομεν, τις γαρ συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου;» Και όπως ερμηνεύει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Όποιος Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ήθελεν αποδεχθή ως ορθόν και αληθινόν το βάπτισμα των αιρετικών ή την παρ' αυτών προσαγομένην θυσίαν, ο τοιούτος προστάζομεν να καθαιρεθή. Επειδή ποίαν συμφωνίαν έχει ο Χριστός με τον Διάβολον; ή ποίαν μερίδα έχει ο πιστός με τον άπιστον; Διότι, εκείνοι όπου δέχονται τα παρά των αιρετικών, ή τα όμοια φρονήματα εκείνων έχουσι και αυτοί, ή το ολιγώτερον δεν έχουσι προθυμίαν να ελευθερώνουν αυτούς από την κακοδοξίαν των. Οι γαρ συνευδοκούντες εις τας εκείνων τελετάς, πώς δύνανται να ελέγξουσιν αυτούς δια να παραιτήσουν την κακόδοξον και πεπλανημένην των αίρεσιν;» [38].
Ο δε ΞΗ' Κανών των Αγίων Αποστόλων ορίζει ότι οι «παρά των αιρετικών βαπτισθέντες ή χειροτονηθέντες ούτε πιστοί ούτε κληρικοί είναι δυνατόν ». Το βάπτισμα αυτό, λέγει πάλιν ο Άγιος Νικόδημος, ερμηνεύοντας τον Κανόνα, είναι «μόλυσμα» [39].
«Τα μυστήρια τα υπό καθηρημένων ή σχισματικών ή αιρετικών ενεργούμενα... καθ΄ ημάς είναι και άκυρα και ανίσχυρα και ως εκ τούτου δέον να επαναλαμβάνωνται» [40]. Αυτό ακριβώς ισχύει και για τα «Μυστήρια» των Παπικών, ό,τι ισχύει δηλαδή για τα «Μυστήρια» όλων των αιρετικών. Αύτη είναι η κανονική τάξις, συμφώνως προς την διδασκαλία της Ορθοδοξίας μας.
Απ΄ αρχής όμως η Εκκλησία, ως φορεύς και ταμειούχος της Αληθείας και Χάριτος, εχρησιμοποίησε και την «οικονομίαν». Σε ορισμένες δηλαδή περιπτώσεις και περιστάσεις, και εφ' όσον έκρινε με τον φωτισμόν του Αγίου Πνεύματος, το Οποίον την οδηγεί «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιωάν. ιζ' 13), ότι δεν θα εβλάπτετο η πίστις και ευσέβεια, αλλά θα προήρχετο πιθανόν ωφέλεια, ανεγνώρισεν ορισμένα «Μυστήρια» αιρετικών υπό βασικάς βεβαίως προϋποθέσεις.
Η εφαρμογή όμως της «οικονομίας» εγίνετο βάσει των Ιερών Κανόνων, οι οποίοι ρυθμίζουν τα της Εκκλησίας, και όχι αυθαιρέτως. Το θέμα τοποθετείται άριστα από τον Α' Κανόνα του Μεγάλου Βασιλείου. Λέγειλοιπόν ο Άγιος του Θεού ότι, από την στιγμήν που αποκόπτεται κανείς από την Έκκλησίαν με την αίρεσιν ή το σχίσμα, χάνει την Χάριν του Θεού. Και όσοι ήσαν προηγουμένως Κληρικοί, «λαϊκοί γενόμενοι, ούτε του βαπτίζειν, ούτε του χειροτονείν έχουσιν εξουσίαν, ούτε δύνανται χάριν Πνεύματος Αγίου ετέροις παρέχειν, ης αυτοί εκπεπτώκασι»[41]. Αυτή είναι η «κανονική» ακρίβεια. Και μόνον «οικονομίας ένεκα των πολλών», συνεχίζει ο ίδιος Άγιος, μπορεί να γίνη «δεκτόν» το «Βάπτισμα» τους.
Η δε ζ' Οικουμενική Σύνοδος, που επεκύρωσε και όλους τους προ αυτής Ιερούς Κανόνας, με τον 95ον Κανόνα της καθορίζει και εφαρμόζει την «οικονομίαν» αναλόγως με τις περιπτώσεις. Άλλων αιρετικών δέχεται το Βάπτισμα και τους κάμνει δεκτούς στην Ορθοδοξίαν μόνον με Χρίσμα, και άλλων δεν το δέχεται και τους αναβαπτίζει. Υποχρεώνει όμως και τους μεν και τους δε να αποκηρύξουν την αίρεσίν τους. «Χρή ποιείν λιβέλλους και αναθεματίζειν την αίρεσιν αυτών»[42].
Όταν δε τελεί μόνον το Χρίσμα και παρέχει δι' αυτού την σφραγίδα και δωρεάν του Αγίου Πνεύματος, το κάμνει για να «ζωοποιήση τα τέως νεκρά, ανίσχυρα και άκυρα μυστήρια, τα κατ' οικονομίαν υπ' αυτής αναγνωριζόμενα»[43].
«Η τα μυστήρια αναζωογονούνται κατά την επιστροφήν εις την αληθή Εκκλησίαν... ή η Εκκλησία παρίσταται ως κυρίαρχος των μυστηρίων δυναμένη να μεταβάλλη αυτά κατά τας περιστάσεις από φύσει άκυρων εις έγκυρα»[44].
Αυτή είναι η αλήθεια ως προς τα Ιερά Μυστήρια, και ας μη εξαπατούν τον εαυτόν τους οι Παπικοί. Οσονδήποτε εντυπωσιακά και λαμπρά και αν τελούν τα «Μυστήριά» τους, όσην προβολήν και αν δίνουν με τα Μέσα Μαζικής Ενημερώσεως, είναι άκυρα και χρειάζονται την έγκρισιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας για να γίνουν έγκυρα. Διαφορετικά είναι νεκρά και ανενεργά.
Ας προσέχουν επίσης και μερικοί σύγχρονοι «Οικουμενισταί» Ορθόδοξοι, που βιάζονται να αναγνωρίσουν τα «Μυστήρια» των Παπικών, υποτιμώντας αυθαιρέτως το κύρος της Ορθοδοξίας. Δεν έχουν αυτό το δικαίωμα. Υπάρχουν Συνοδικές αποφάσεις, όπως επί παραδείγματι εκείνη του Ιουλίου του έτους 1755 επί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου του Ε' με την κοινήν ψήφον και του Αλεξανδρείας Ματθαίου και του Ιεροσολύμων Παρθενίου, πού καθώρισαν «ίνα οι από της Ρωμαιοκαθολικής και Αρμενικής εκκλησίας επιστρέφοντες αναβαπτίζωνται». Υπάρχουν Ιεροί Κανόνες σχετικοί, το δε «Πηδάλιον», πού περιέχει όλους τους Ιερούς Κανόνας της Εκκλησίας, περιέχει πολλές αναφορές του Αγίου Νικόδημου ως προς την ακυρότητα των «Μυστηρίων» των Παπικών. Μόνον εάν καταργήσωμεν τους Ιερούς Κανόνας και διαγράψωμεν την Ιστορίαν της Ορθοδοξίας, θα θεωρηθούν «έγκυρα» αυτά τα «Μυστήρια» από μόνα τους.
Βάπτισμα - Χρίσμα
Όταν τελεί το Βάπτισμα ή το Χρίσμα ο παπικός ιερεύς, λέγει: «Εγώ σε βαπτίζω...», «Εγώ σε χρίω...», δείχνοντας έτσι το κληρικοκρατικόν πνεύμα, που επικρατεί στον Παπισμόν. Ενώ στην Ορθοδοξίαν αποσύρεται κατά κάποιον τρόπον ο ιερεύς, λέγοντας: «Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού...», «Χρίεται ο δούλος του Θεού...», και αφήνει τον βαπτιζόμενον και χριόμενον να έλθη σε προσωπικήν σχέσιν με το Πανάγιον Πνεύμα. Όπως δε γράφει και ο Άγιος Συμεών, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, «το βαπτίζω εγώ δεν φανερώνει ότι θεληματικώς βαπτίζεται ο φωτιζόμενος, ότι ενδεχόμενον είναι και με καμίαν δυναστείαν (=δια της βίας) και παρά γνώμην του βαπτιζομένου ή και αφ' εαυτού μόνον ο βαπτίζων να βαπτίζει τον βαπτιζόμενον· το δε βαπτίζεται ο δούλος του Θεού... το θεληματικόν βάπτισμα του βαπτιζομένου μαρτυρεί»[45].
Ας έλθωμεν τώρα και στα καθέκαστα. Έως τον 14ον αιώνα και οι Δυτικοί έκαμναν το Βάπτισμα όπως εμείς οι Ορθόδοξοι, δηλαδή με τρεις καταδύσεις στο καθαγιασμένον ύδωρ. Αυτό άλλωστε σημαίνει και η λέξις βαπτίζω = θάπτω, βυθίζω, βουτώ εις το νερό. Έχουν βρεθεί δε και στην Δύσιν αρχαία «βαπτιστήρια», που βεβαιώνουν ότι έτσι εβαπτίζοντο και εκεί ανέκαθεν οι Χριστιανοί. Έτσι εξ άλλου εβαπτίσθη και ο Κύριος: «Και βαπτισθείς ο Ιησούς ανέβη ευθύς από του ύδατος», γράφει ο Ιερός Ευαγγελιστής (Ματθ. γ' 16). Ανέβη αμέσως και εβγήκε από τα νερά ως αναμάρτητος· δεν έμεινε μέσα στον ποταμόν, όπως οι άλλοι Εβραίοι, που εξωμολογούντο μέσα στον Ιορδάνη τις αμαρτίες τους ενώπιον του Αγίου Ιωάννου. Το «ανέβη» όμως σημαίνει ότι είχε κατεβή, είχε βυθισθή προηγουμένως μέσα στα νερά του Ιορδανού.
Το ύδωρ του Βαπτίσματος συμβολίζει τον τάφον. Εισέρχεται μέσα σε αυτό και θάπτεται κατά τρόπον μυστικόν ο παλαιός άνθρωπος και ανίσταται πλέον νέος, αναγεννάται. Ο Απόστόλος Παύλος συσχετίζει την βάπτισίν μας με την τριήμερον ταφήν και Ανάστασιν του Κυρίου. «Όσοι εβατπίσθημεν εις Χριστόν Ιησούν, εις τον θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν συνετάφημεν ουν αυτώ δια του βαπτίσματος εις τον θάνατον, ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών δια της δόξης του Πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Ρωμ. ζ' 3-4). Γι' αυτό άλλωστε γίνεται και η τριπλή κατάδυσις στο ύδωρ της Κολυμβήθρας και η ανάδυσις. Γίνεται ψυχική νεκρανάστασις. «Νεκρός εν αμαρτίαις καταβάς, αναβαίνεις ζωοποιηθείς εν δικαιοσύνη», γράφει ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων[46]. Οι δε λέξεις «καταβάς - αναβαίνεις» τι άλλο σημαίνουν, παρά ότι εβυθίζοντο στο ύδωρ της Κολυμβήθρας ή του «βαπτιστηρίου». Το ίδιο τονίζει και η φράσις του Μεγάλου Βασιλείου: «εν τρισί καταδύσεσι και ισαρίθμοις ταις επικλήσεσι το μέγα μυστήριον του βαπτίσματος τελειούται»[47].
Παρά ταύτα οι Παπικοί εκαινοτόμησαν. Από τον 14ον αιώνα και έξης δεν «βαπτίζουν», αλλά «ραντίζουν» αυτόν, που θέλει να γίνη Χριστιανός. Καθιέρωσαν δηλαδή ως κανονικόν τύπον Βαπτίσματος το ράντισμα, το όποιον εγίνετο και παλαιότερα, για λόγους όμως εκτάκτου ανάγκης, αν δηλαδή ήτο κάποιος άρρωστος ή αν δεν υπήρχε νερό. Αυτός όμως, πού εβαπτίζετο με το λεγόμενον «κλινικόν βάπτισμα», δεν έδικαιούτο κατόπιν να χειροτονηθή, όπως αναφέρει ο ΙΒ' Κανών της εν Νεοκαισαρεία. Συνόδου, που επεκυρώθη και από Οικουμενικάς Συνόδους.
Αυτό λοιπόν το Βάπτισμα της ανάγκης, που εθεωρείτο ατελές και το αμφισβητούσαν ακόμη και Πάπαι, όπως ο Πάπας Κορνήλιος (258 μ.Χ.), καθιέρωσαν οι Παπικοί ως επίσημον τρόπον βαπτίσματος. Γιατί άραγε; Μήπως είναι όλοι τους άρρωστοι ή έχουν τόσην λειψυδρίαν στην γεμάτην με ποταμούς Ευρώπην; Όχι βεβαίως! Αλλά διότι ζητούν την άνεσίν τους. Έτσι όμως εξαπατούν τον εαυτόν τους, αν νομίζουν ότι είναι βαπτισμένοι. Αφού δεν εβυθίσθησαν στο ύδωρ, δεν εβαπτίσθησαν. Ραντισμένοι είναι, βαπτισμένοι όμως όχι.
Ας μη παραξενεύωνται δε μερικοί, όταν υποστηρίζωμεν ότι πρέπει να αναβαπτίζωνται, όσοι Παπικοί θέλουν να γίνουν Ορθόδοξοι. Για να κυριολεκτώμεν μάλιστα, δεν πρέπει να λέγωμεν να «αναβαπτίζωνται», αλλά να «βαπτίζωνται», διότι δεν έχουν βαπτισθή. Αλλο βάπτισμα και άλλο ράντισμα. Κάθε λέξις έχει το ιδικόν της νόημα.
Επί τη ευκαιρία ας σημειωθή ότι κάνουν λάθος και μερικοί Ορθόδοξοι Ιερείς, που δεν τελούν κανονικώς το Βάπτισμα και, αντί να βυθίζουν τελείως στο ύδωρ της Κολυμβήθρας τον βαπτιζόμενον, τον περιχύνουν με νερό. Δεν είναι βάπτισμα αυτό, αλλά περίχυσις.
Καινοτομίες όμως έχουν οι Παπικοί και στο Μυστήριον του Χρίσματος. Ενώ ανέκαθεν εχρίοντο και αυτοί, όπως γράφει πάλιν ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, «επί το μέτωπον... επί τα ώτα... επί την όσφρησιν... επί τα στήθη»[48] και «επί τους οφθαλμούς... και το στόμα», όπως προσθέτει ο Ζ' Κανών της Β' Οικουμενικής Συνόδου, όμως από το 1250 και έξης μετέβαλαν τον τρόπον χρίσεως. Χρίουν μόνον το μέτωπον. Έτσι όμως δεν σφραγίζουν, δεν αγιάζουν τις αισθήσεις και τα συναισθήματα, αλλά μόνον την διάνοιαν. Είναι γνωστόν άλλωστε πόσον λογικοκρατούμενοι είναι.
Σοβαρά παρέκκλισις από την αχαίαν πράξιν της Εκκλησίας είναι και το ότι χωρίζουν το Χρίσμα από το Βάπτισμα. Έτσι στερούν τα «βαπτισμένα» παιδιά τους για μερικά χρόνια από την Χάριν του Χρίσματος. Περιμένουν να μεγαλώσουν κάπως, για να καταλαβαίνουν. Έτσι νομίζουν. Βάζουν και πάλιν στην μέσην το λογικόν. Η Χάρις του Θεού όμως δεν εξαρτάται από την λογικήν ικανότητα του ανθρώπου. Επιδρά σε κάθε άνθρωπον, αρκεί να μη αντιδρά αυτός στο έργον της. Και τι θα μπορούσε άλλωστε να καταλάβη από την ανεξιχνίαστον Χάριν του Θεού ένα παιδί των δέκα ή δώδεκα ετών, όταν του πρωτοδώσουν τότε το Χρίσμα;
Αφήνοντας όμως «αμύρωτα» τα παιδιά τους για ένα διάστημα, κατ' ουσίαν τα στερούν από την Χάριν του Αγίου Πνεύματος, διότι, όπως γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, «το Χρίσμα είναι σύμβολον ότι λαμβάνομεν εν τω βαπτίσματι το χάρισμα του αγίου Πνεύματος»[49] Επί πλέον, εφ' όσον είναι ασφράγιστα, διότι το Χρίσμα είναι «σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου» και βεβαίωσις ότι ανήκομεν στον Κύριον, τα αφήνουν εκτεθειμένα στην βουλιμίαν και αρπακτικήν διάθεσιν του Διαβόλου. Χωρίς το Χρίσμα, που ονομάζεται «πνευματικόν σώματος φ υ λ α κ τ ή ρ ι ο ν και ψυχής σωτήριον»[50], είναι αφύλακτος ο άνθρωπος και κινδυνεύει ανά πάσαν στιγμήν, διότι δεν έχει την ενίσχυσιν του Αγίου Πνεύματος.
Το εγνώριζαν αυτό πολύ καλά οι θεοφώτιστοι συντάκται του αρχαίου συγγράμματος, πού λέγεται «Διαταγαί των Αποστόλων», γι' αυτό και ώρισαν: «Και μετά τούτο βαπτίσας αυτόν εν τω ονόματι του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, χρισάτω μύρω»[51]. Το εγνώριζαν επίσης και οι Πατέρες της εν Λαοδικεία Συνόδου, που καθώρισαν σαφέστατα με τον ΜΗ' Κανόνα: «ότι δει τους φωτιζόμενους, μετά το βάπτισμα, χρίεσθαι χρίσματι επουρανίω, και μετόχους είναι της βασιλείας του Χριστού»[52]. Έτσι έχριαν τους βαπτισθέντας οι πρώτοι Χριστιανοί και εν συνεχεία όλοι, όσοι δεν έγιναν αιρετικοί· μόλις έβγαιναν από την Κολυμβήθραν, «αναβεβηκόσιν από της κολυμβήθρας των ιερών ναμάτων», όπως αναφέρει ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων[53].
Μήπως πίσω από την καινοτομίαν αυτήν των Παπικών κρύβεται κάποιο τέχνασμα, κάποια «μεθοδεία» του Διαβόλου, πού κάμνει το παν, για να κρατεί τον άνθρωπον για ολίγον ή πολύ διάστημα μακριά από την ζωοποιόν και παντοδύναμον Χάριν του Κυρίου;
Υποσημειώσεις
37. Καρμίρη, Τα Δογματικά..., τόμ. Α', σελ. 419.
38. Πηδάλιον, σελ. 51-53.
39. Πηδάλιον, σελ. 90.
40. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμ. Γ', σελ. 44.
41. Πηδάλιον, σελ. 587.
42. Πηδάλιον, σελ. 304.
43. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμ. Γ', σελ. 57.
44. Ανδρούτσου, Δογματική, σελ. 307.
45. Συμεών, σελ. 93.
46. ΒΕΠΕΣ 39, 64.
47. ΕΠΕ 10, 370.
48. ΒΕΠΕΣ 39, 254.
49. Πηδάλιον, σελ. 438.
50. ΒΕΠΕΣ 39,255. 51.ΒΕΠΕΣ2,136.
52. Πηδάλιον, σελ. 437.
53. ΒΕΠΕΣ 39, 253.
Πηγή: (Απο το βιβλίο "ΑΠΕΙΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΑΣ", Εκδόσεις ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ «Ο ΣΩΤΗΡ», 1997), Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας