Κατ' αρχήν πρέπει να σημειώσουμε πώς το φαινόμενο της γλωσσολαλιάς δεν είναι καινούργιο. Είναι γνωστό στην αρχαία Ελλάδα (Πυθία) και σε άλλες εξωxριστιανικές θρησκείες, π.χ. μεταξύ των Δερβίσηδων.
Ο ιστορικός Ευσέβιος αναφέρει για τον Μοντανό πως εμπνεόταν από πνεύμα πλάνης και άρχιζε να «ενθουσιά» και να «ξενοφωνή», προφητεύων «διαφορετικά από το κατά παλαιάν παράδοσιν και διαδοχήν έθιμον της Εκκλησίας» (Εύσεβ., Εκκλ. Ίστ. Ε 16,7, ΕΠΕ 2, σ. 170).
Τέτοια φαινόμενα παρουσιάσθηκαν κατά τον ΙΖ' αιώνα στους ουγενόττους και κατά τον ΙΗ' αιώνα στους γιανσενίτες της Γαλλίας. Στην Αγγλία το φαινόμενο παρουσιάσθηκε στους κουάκερους και στους μεθοδιστές, στους μορμόνους και σε άλλες αμερικανικές αιρέσεις.
Αλλά στις περιπτώσεις αυτές επρόκειτο για σποραδικό φαινόμενο και μορφή ευσέβειας. Στη νέα κίνηση πρόκειται πλέον όχι για εξαιρέσεις, αλλά για δόγμα, για κανόνα. Αποτελεί απόδειξη πως ο πιστός έλαβε την πληρότητα του Αγίου Πνεύματoς και, επομένως, τη βεβαιότητα της σωτηρίας. Ήταν λοιπόν φυσικό να καλλιεργηθεί η εσωτερική επιθυμία και η ισχυρή τάση για την εμπειρία των φαινομένων αυτών. Έτσι, ασυναίσθητα, δημιουργήθηκε ειδική ψυχολογική μέθοδος, με σκοπό να οδηγήσει σε τέτοιες εμπειρίες.
Οι πεντηκοστιανοί επικαλούνται το γεγονός της πεντηκοστής και υπογραμμίζουν πώς αυτό δεν ήταν μοναδικό, αλλά επαναλαμβάνεται και στον καθένα από αυτούς. Όπως οι Απόστολοι μιλούσαν «ξένες γλώσσες», έτσι κι αυτοί σήμερα, με το «βάπτισμα του Άγίου Πνεύματος», μιλούν «ξένες γλώσσες».
Δεν γνωρίζουμε αν οι απόστολοι μίλησαν στην κυριολεξία τις γλώσσες πού αναφέρονται στη Γραφή (Πράξ. β' 9-11). Γεγονός είναι πώς οι απόστολοι μιλούσαν και ο καθένας από τούς ακροατές τους άκουγε το λόγο τους στη δική του διάλεκτο (Πράξ. β' 6-8). Μιλούσαν «εν Πνεύματι Aγίω»!
Ήταν τα «εγκαίνια» του κηρύγματος, με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Και το είχε ανάγκη εκείνη η εποχή, γιατί η «γη» ήταν χέρσα! Μ' αυτό τον τρόπο δήλωνε ο Θεός πώς πολλά έθνη θα εισέλθουν στην Εκκλησία και με όλες τις γλώσσες θα δοξαστεί το όνομά Του. Ήταν ακόμη σύμβολο ενότητας, εξουδετέρωση του γεγονότος της Βαβέλ, όπου έγινε η σύγχυση των γλωσσών!
Ένα άλλο είδος γλωσσολαλιάς είναι το «λαλείν γλώσση» (Α' Κορ. ιδ' 2-5). Γιατί η γλωσσολαλιά των αποστόλων είχε σαν σκοπό το κήρυγμα, όμως «ο λαλών γλώσση ουκ ανθρώποις λαλεί, αλλά τω Θεω, ουδείς γάρ ακούει, πνεύματι δέ λαλεί μυστήρια» (Α' Κορ. ιδ' 2).
Η γλωσσολαλιά των πεvτηκoστιανών δεν είναι σημείο ενότητας δημιουργεί συνεχώς νέα σχίσματα στην Εκκλησία. Οι πεντηκοστιανοί ισχυρίzovται πώς αποτελούν επανάληψη της πεντηκοστης, αλλά οι «γλώσσες» πού μιλούν δεν γίνονται κατανοητές. Αντίθετα στην πεvτηκoστή όλοι κατανοούσαν τούς αποστόλους, ακόμη κι αυτοί πού τούς χλεύαζαν (Πράξ. β' 6-13).
H «γλωσσολαλιά» πού αναφέρεται στην Α' Κορ. ιδ' 2-27 δεν θεωρείται από τον απόστολο Παύλο σημαντικό χάρισμα, ούτε το ελάμβαναν όλοι οι πιστοί. Έπαιξε τελείως δευτερεύovτα ρόλο στην Εκκλησία και με τον καιρό εξέλιπε.
Ήδη στην εποχή του αγίου Iωάννου του Χρυσοστόμου το χάρισμα αυτό είχε ατονήσει, γιατί ο ίδιος αναφέρει: «Και γάρ ήσαν τό παλαιόν καί χάρισμα της ευχής εxovτες πολλοί μετά γλώττης», δηλαδή τον παλαιό καιρό υπήρχαν και άνθρωποι πού είχαν το χάρισμα της προσευχής μαζί με το χάρισμα να ομιλούν γλώσσες! (Χρυσ. όμιλ ΛΕ' στήν Α' Κορ., ΕΠΕ, σ. 464).
Τα «σημεία» πού αναφέρovται στο Μάρκ. ιστ' 17-18 επαληθεύθηκαν (Πράξ. ι' 44-45). Όμως αυτή η «γλωσσολαλία» δεν ήταν κάτι το υποχρεωτικό για όλους τούς πιστούς. «Μή πάvτες λαλούσι γλώσσας;» (Α' Κορ. ιβ' 28-30), ρωτάει ο απόστολος και υπογραμμίζει πώς πρέπει να επιδιώκουμε τα «καλύτερα χαρίσματα», όπως είναι η αγάπη, γιατί «αι γλώσσαι παύσονται», όμως «η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει» (Α' Κορ. ιβ' 31. ιγ' 8).
Το φαινόμενο πού περιγράφεται στις Πράξ. ι' 44-46 (Κορνήλιος), Πράξ. η' 14-17 (στη Σαμάρεια) και Πράξ. ιθ' 1-6 (στην Έφεσο) ήταν εξαιρετικές περιπτώσεις, πού ο Θεός θέλησε, όπως άλλωστε και στη περίπτωση του ληστή (Λουκ. κγ' 43). Όπως όμως και να έχει το ζήτημα, το φαινόμενο της γλωσσολαλιάς δεν έγινε ποτέ κεντρικό σημείο στη ζωή της χριστιανικής Εκκλησίας, ούτε φέρεται σε συσχετισμό με το κεντρικό περιεχόμενο του ευαγγελίου.
O απόστολος Παύλος παίρνει κριτική στάση απέναντι στο φαινόμενο αυτό (Α' Κορ. ιβ'-ιδ') και διατηρεί σοβαρότατες επιφυλάξεις για τη χρήση της γλωσσολαλιάς στις συναθροίσεις. Προτρέπει να περιορίζεται στην ιδιωτική χρήση (μυστική προσευχή). Με την παρέμβασή του θέλησε να διορθώσει μία απαράδεκτη κατάσταση: Οι Κορίνθιοι έκαναν ακριβώς το ίδιο σφάλμα με τούς σημερινούς πεντηκοστιανούς υπογράμμιζαν το «σημείο» της «γλωσσολαλιάς» (Α' Κορ. ιδ' 218).
Αvτίθετα με τη στάση αυτή των Κορινθίων ο Παύλος υπογράμμισε: «πλήν εν τη Εκκλησία πέvτε λόγους προτιμώ να λαλήσω διά του νοός μου διά να κατηχήσω και άλλους, παρά μυρίους λόγους με γλώσσαν» (Α' Κορ. lδ' 19). «Αi γλώσσαι», λέγει, δεν είναι «σημείον προς τούς πιστεύovτας, αλλά προς τούς απίστους» και αν σε μία σύναξη όλοι μιλούν «γλώσσας», τότε αν κάποιος, εισέλθει, θα πει πώς «είσθε μαινόμενοι» (Α' Κορ. lδ' 22-24).
O Απόστολος Παύλος λοιπόν δεν προέτρεπε σε γλωσσολαλιά (Α' Κορ. lδ' 19). Εκτός τούτου η «γλωσσολαλιά» στις συναθροίσεις δεν ήταν χάρισμα «αυτοτελές», είχε ανάγκη ερμηνείας (Α' Κορ. lβ' 10. 30. lδ' 13. 26-28).
Μάλιστα ο απόστολος τοποθετεί τη «γλωσσολαλιά» στην κατώτατη βαθμίδα των χαρισμάτων (Α' Κορ. lβ' 28) και σε μερικά εδάφια ούτε καν αναφέρει αυτό το χάρισμα (Ρωμ. ιβ' 4 έξ.).