Φόρο… αίματος χιλιάδων ανθρώπων αναμένεται να πληρώσει η ελληνική κοινωνία, καθώς η επιλογή του γενικευμένου lockdown ως μέσου αντιμετώπισης της πανδημίας φέρνει προ των πυλών νέα οικονομική κρίση, με οδυνηρές συνέπειες ειδικά για τους φτωχούς και τους ηλικιωμένους!
Συνέντευξη στην Κέλλυ Φαναριώτη
Όπως εξηγεί στη «δημοκρατία» ο καθηγητής Παθολογίας, Έρευνας και Πολιτικής Υγείας, Επιστημών Δεδομένων και Στατιστικής στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ Γιάννης Ιωαννίδης, τα μέτρα που περιελάμβανε το lockdown δεν ήταν αποτελεσματικά, ίσως μάλιστα να ήταν και επιβλαβή.
«Κάποια από αυτά ήταν χρήσιμα, όπως, για παράδειγμα, η ακύρωση καρναβαλιών και ποδοσφαιρικών αγώνων. Εκ των υστέρων, όμως, συνυπολογίζοντας τα υπέρ και τα κατά, όχι μόνο στην οικονομία αλλά κυρίως σε απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, ο αυστηρός γενικευμένος εγκλεισμός φαίνεται, δυστυχώς, να έκανε περισσότερο κακό απ’ ό,τι καλό» αναφέρει και εξηγεί: «Έχει υπολογιστεί ότι ένα έτος οικονομικής κρίσης μεταφράζεται σε απώλεια περίπου 3.000 ζωών Ελλήνων. Ένα μικρό ποσοστό από αυτόν τον αριθμό είναι οι αυτοκτονίες. Το μεγαλύτερο μέρος των επιπλέον θανάτων, που χειροτερεύει σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, αφορά συχνά σοβαρά νοσήματα, όπως στεφανιαία νόσο. Μάλιστα, οι ευάλωτοι, οι ηλικιωμένοι και οι οικονομικά ασθενέστεροι πλήττονται περισσότερο».
Σύμφωνα με τον διακεκριμένο επιστήμονα, η απόφαση για τον εγκλεισμό ήταν δικαιολογημένη, καθώς ελήφθη με τα επισφαλή -και, όπως αποδείχθηκε, αρκετά λανθασμένα- στοιχεία που κυκλοφορούσαν τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο. «Επειδή με τις συνέπειες του εγκλεισμού έχουμε πιθανόν μπροστά μας πολύ δύσκολες μέρες, έχει σημασία να έχουμε ομόνοια και ψυχραιμία και να μην ψάχνουμε να κατηγορήσουμε όσους πήραν δύσκολες αποφάσεις. Η οργή ποτέ δεν βοηθάει. Οι καλύτεροι επιστήμονες και οι καλύτεροι ηγέτες μπορεί να κάνουν συντριπτικά λάθη, ακόμα κι αν έχουν την καλύτερη πρόθεση. Αξίζουν, λοιπόν, συγχαρητήρια σε όλους για την καλοπροαίρετη προσπάθεια και σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να οδηγηθούμε σε πικρόχολα σχόλια και αλληλοκατηγορίες. Ελπίζω ότι η ικανότητά μας να διατηρήσουμε ψυχραιμία και ενότητα θα μετριάσει και τις καταστρεπτικές συνέπειες του lockdown» αναφέρει.
Χαμηλή θνησιμότητα
Αναφερόμενος στον χαμηλό, συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αριθμό κρουσμάτων κορονοϊού στη χώρα μας, ο Ελληνας γιατρός ξεκαθαρίζει πως, από τη στιγμή που έγινε πολύ περιορισμένη χρήση τεστ, δεν μπορούμε να ξέρουμε την ακριβή διάδοση της λοίμωξης στον πληθυσμό.
Όσο για την εξίσου χαμηλή θνησιμότητα που κατά καιρούς έχει τύχει διθυραμβικών σχολίων από τα κορυφαία μέσα ενημέρωσης του κόσμου, υπογραμμίζει πως αυτό εξαρτάται από πολλές παραμέτρους και δεν είναι απόρροια των γρήγορων αντανακλαστικών που έδειξε η ελληνική κυβέρνηση.
«Η θερμοκρασία, τα επίπεδα υγρασίας, η πληθυσμιακή πυκνότητα, η ένταση στον συγχρωτισμό του πληθυσμού, η επισκεψιμότητα μιας περιοχής από πιθανόν μολυσμένους ταξιδιώτες του εξωτερικού τον χειμώνα, η εκτεταμένη ή μη χρήση γηροκομείων από το κοινωνικό σύνολο στα τελευταία χρόνια της ζωής, η κάλυψη των βασικών αναγκών της υγείας του πληθυσμού από εθνικά συστήματα, η ιδιωτική ασφάλιση και το ποσοστό ανασφάλιστων και απροστάτευτων πολιτών είναι κάποιοι μόνο από τους παράγοντες που συμβάλλουν στον αριθμό των θανάτων» εξηγεί.
Μάλιστα, για να ενισχύσει την επιχειρηματολογία του, φέρνει ως παράδειγμα το Βέλγιο, όπου τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα άρχισαν αρκετά νωρίτερα, όμως αναλογικά οι θάνατοι ήταν 50 φορές περισσότεροι.
«Πρόκειται για μια χώρα με μεγαλύτερη πληθυσμιακή πυκνότητα, πολύ μεγαλύτερη επισκεψιμότητα τον χειμώνα απ’ όλη την Ευρώπη και όλο τον κόσμο, έντονο συγχρωτισμό, πολύ διαφορετικό κλίμα, εκτεταμένη χρήση γηροκομείων. Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία του Βελγίου, το 53% των θανάτων σημειώθηκε σε οίκους ευγηρίας».
Η άρση των μέτρων
Κι ενώ βρισκόμαστε στην πρώτη φάση της άρσης των περιοριστικών μέτρων, αρκετοί είναι εκείνοι που ξεχύθηκαν το περασμένο Σαββατοκύριακο στις παραλίες, σε μια προσπάθεια να ξανακερδίσουν τη ζωή τους. Ποιος είναι, όμως, ο κίνδυνος που ελλοχεύει από εδώ και στο εξής για τη χώρα μας; Σύμφωνα με τον δρα Γιάννη Ιωαννίδη, εκτός από ψυχραιμία και προσοχή, είναι απαραίτητη η συνεχής ανατροφοδότηση από επιδημιολογική επιτήρηση. «Πρέπει να ξέρουμε αφενός πόσα κρεβάτια έχουμε διαθέσιμα αν κάτι δεν πάει καλά και ταυτόχρονα να έχουμε αντιπροσωπευτικά δείγματα από τον πληθυσμό, που να μας πουν πόσοι έχουν μολυνθεί και πόση ενεργότητα του επιδημικού κύματος συνεχίζει να υπάρχει» λέει, προσθέτοντας πως χωρίς δεδομένα δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν έσβησε το κύμα.
Όπως εξηγεί, είναι πολύ πιθανόν αυτή τη στιγμή να μην υπάρχει καν ενεργό επιδημικό κύμα στην Ελλάδα, καθώς φαίνεται ότι κορυφώθηκε στα τέλη Μαρτίου με αρχές Απριλίου.
«Όμως οι θάνατοι συμβαίνουν εβδομάδες ή και μήνες μετά τη λοίμωξη. Πώς θα ξέρουμε ότι κάποια στιγμή το κύμα επανήλθε αν συνεχίσουμε να μην έχουμε δεδομένα επιδημιολογικής επαγρύπνησης;» διερωτάται ο καθηγητής και προειδοποιεί: «Αν περιμένουμε απλώς να δούμε αν έρχονται πολύ βαριά ασθενείς στα νοσοκομεία, θα είναι αργά, γιατί το επιδημικό κύμα θα έχει ξεκινήσει δύο ή τρεις εβδομάδες πιο πριν. Το χαρακτηριστικό του κορονοϊού είναι η ικανότητά του να κάνει εξαιρετικά ταχύτατα οξυκόρυφα κύματα μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Με αντιπροσωπευτικά δείγματα του πληθυσμού, με ελάχιστο κόστος λίγων δεκάδων χιλιάδων ευρώ, θα είχαμε μια καλή εικόνα και θα είχαμε μεγαλύτερη σιγουριά για να προχωρήσουμε σε άρση των μέτρων με αρκετά πιο γρήγορους ρυθμούς».
Πηγή: dimokratianews.gr