Ο Αριστοτέλης είναι ο πρώτος που διατυπώνει την άποψη του χωρισμού των λειτουργιών δηλ. των ενεργειών μιας ευνομούμενης πολιτείας σε τρεις (3) κατηγορίες: νομοθετική , εκτελεστική και δικαστική, ενώ στα Πολιτικά του καταγράφει τις παρεκβάσεις των πολιτευμάτων.
Όσον αφορά τη δικαιοσύνη, αφιερώνει ολόκληρο το πέμπτο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων και τη δικαιοσύνη την ορίζει ως αγαθό που δεν στοχεύει στην ευδαιμονία εκείνου που την ασκεί, αλλά στον άλλο άνθρωπο.
Η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών στο Σύνταγμα της Ελλάδος, μορφοποιείται και εδραιώνεται στη διατύπωση του άρθρ.26 Σ απ΄όπου προκύπτει, όπως κι από άλλα σημεία του συντάγματος συνάγεται ερμηνευτικά, ότι είναι καθοριστική για την Οργάνωση της Πολιτείας. Εξ΄αυτής της αρχής, μεταξύ άλλων, προκύπτει η εγγύση και κατοχύρωση του κράτους δικαίου που διέπει τις ρυθμίσεις του συντάγματος. Οι μεταξύ άλλων εγγυήσεις του ουσιαστικού κράτους δικαίου προκύπτουν όμως κι από διάφορες άλλες διατάξεις του συντάγματος, όπως π.χ. άρθρ.2 παρ.1 που θεσπίζει την προστασία της αξίας του ανθρώπου, άρθρ.25 παρ.1,2, άρθρ.85 παρ.2 όπου αναγνωρίζεται στους δικαστές το δικαίωμα του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και του άρθρ.120 παρ. 4 όπου προβλέπεται η αντίσταση κατά της αρχής ως ΔΙΚΑΙΩΜΑ και ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ του πολίτη, όταν επιχειρείται η κατάλυση του συντάγματος. Ταύτα δε, δημιουργούνται ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ προσπάθειας κατάλυσης του συντάγματος, έστω κι αν αυτή η προσπάθεια παρουσιάζεται νομότυπη ( σ.258 Συντ. Δίκαιο Τσάτσου, εκδ. Σάκκουλα).
Άπαντες γνωρίζουμε τι σημαίνει η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών και ποιες λειτουργίες επιτελεί το κάθε ένα από τα αρμόδια όργανα. Η βουλή νομοθετεί (κυρίως) και ασκεί τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, η εκτελεστική εξουσία ασκεί τη διοίκηση (κατά βάσιν) και η δικαστική τηρεί κι εφαρμόζει το δίκαιον και τους νόμους.
Την ως άνω αρχή, έρχεται σήμερα (εδώ κι ένδεκα μήνες σχεδόν) να διαταράξει ή καλύτερα κλονίσει μια σειρά από εκδόσεις Π.Ν.Π. υπό της Προέδρου της Δημοκρατίας, όπου βάσει αυτών εκδίδονται σωρεία διοικητικών πράξεων και διαταγμάτων τα οποία στην ουσία υπερσκελίζουν το νομοθετικό έργο της βουλής και αποκτώντας την ισχύ τυπικού νόμου, βάσει της διαδικασίας του άρθρ.44 παρ.1, υποκαθιστούν-αν μη τι άλλο- όλους τους προγενέστερους θεσπιζομένους νόμους. Η σωστή λέξη στην προηγούμενη πρόταση θα ήταν «αφανίζουν» αν όχι «καταλύουν». Και εξηγούμαι:
Με αφορμή λοιπόν την «κρίση της πανδημίας» στη χώρα μας, η εκτελεστική εξουσία από τον Μάρτιο του 2020, επέλεξε να κάνει χρήση της διάταξης του άρθρου 44 παρ.1 Σ για την έκδοση Π.Ν.Π. από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας με προσυπογραφή, ήτοι αποφασιστική αρμοδιότητα, της Κυβέρνησης προς αντιμετώπιση «έκτακτης περίπτωσης εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης». Δεν υπήρξε καταφυγή στη διάταξη του άρθρ.48 Σ (κήρυξη κατάστασης πολιορκίας). Δηλαδή, μέχρι σήμερα εδώ και ένδεκα (11) μήνες σχεδόν η Κυβέρνηση (ως Κράτος) προβαίνει σε λήψη μέτρων (κατά covid) και ασκεί τη διοίκηση ( την κατά covid), προφασιζόμενη εδώ και 11 συναπτούς μήνες το εξαιρετικό και επείγον της κατάστασης (ούτε το σύνδρομο του Θουκυδίδη να βιώναμε, όπου ειρήσθω, τότε, ουδέν μέτρο ανάλογο ελήφθη ή επεβλήθη). Βεβαίως, η διάταξη του άρθρ.44 παρ.1 του Σ, εισάγουσα απόκλιση από την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, και ερμηνευομένη ως εκ τούτου, υπό το φως του άρθρ.26 παρ.1 Σ, έχει την έννοια ότι εκχωρείται μεν προσωρινή αρμοδιότης του Προέδρου της Δημοκρατίας να ασκεί κανονιστική εξουσία χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση, τούτο όμως επιτρέπεται υπό τον όρο ότι συντρέχουν «έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης» δηλ., περιπτώσεις που συνιστούν αντικειμενική αδυναμία της βουλής, ένεκα χρονικών πιέσεων, να ασκήσει τη λειτουργία της. Με τη ρύθμιση αυτή δηλαδή, δεν ανατίθεται παράλληλη και προσωρινή νομοθετική αρμοδιότης στον Αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά απλώς παρέχεται σ΄αυτόν συνταγματική, αντί νομοθετικής, εξουσιοδότηση να ασκεί κανονιστική εξουσία υπό αυστηρές προϋποθέσεις, η συνδρομή των οποίων δέον να ελέγχεται από τον ακυρωτικό δικαστή, σε περίπτωση νόμιμης προσφυγής. Ο έλεγχος αυτός είναι αυτονόητος και αναγκαίος προς διασφάλιση των αρχών του κράτους δικαίου και προς αποφυγή της αλλοιώσεως του πολιτεύματος από τον κίνδυνο καταχρηστικής προσφυγής στην εξαιρετική διαδικασία του άρθρ.44 παρ.1 Σ.
Ωστόσο, αυτή η προσωρινή, όπως υπογράμμισα, αρμοδιότης της κυβέρνησης δια μέσου της Προέδρου της Δημοκρατίας, μόνο προσωρινή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί αφού, διαρκεί εδώ και 11 συναπτούς μήνες, ενώ ο δικαστικός έλεγχος των αυστηρών προϋποθέσεων ελλείπει. Άραγε, η τήρηση των αυστηρών προϋποθέσεων επαφίεται στο αν θα χαρακτηρίσει η ίδια η εκτελεστική εξουσία την κατάσταση εξαιρετικά επείγουσα και απρόβλεπτη. Για να το κάνει αυτό, εδώ και 11 μήνες βασίζεται στην εκτίμηση και γνωμοδότηση μιας επιτροπής εμπειρογνωμόνων υγείας που η ίδια η εκτελεστική εξουσία θέσπισε και διόρισε.
Τώρα, πώς εκτιμά και κατόπιν γνωμοδοτεί η ως άνω επιτροπή; Βάσει των ημερησίων στοιχείων που λαμβάνει από τον ΕΟΔΥ. Ωστόσο, μέλη της επιτροπής εμπειρογνωμόνων, έχουν υποστηρίξει δημοσίως ότι υπάρχει έλλειμμα στοιχείων, καθώς δεν ανακοινώνονται από τον ΕΟΔΥ τα ημερήσια τεστ που γίνονται ανά περιοχή: ο αριθμός των δεδομένων που τους δίδεται είναι ελλειπής, καθώς στον αριθμό κρουσμάτων δεν υπάρχει ο παρανομαστής, δηλ. ο αριθμός των δειγμάτων. Είναι απαραίτητος ο παρανομαστής για να βγάλει η επιτροπή συμπεράσματα και να ξέρει τη θετικότητα κάθε περιοχής. Επίσης, η επιτροπή δε γνωρίζει πόσα είναι τα μοριακά και πόσα τα rapid test από αυτά. Δεν υπάρχουν αυτά σε καμία ανακοίνωση. Έπρεπε να υπάρχουν δημόσια τα στοιχεία στην ημερήσια έκθεση, πλην όμως κάτι τέτοιο δε συμβαίνει. Από την άλλη, μια απλή και στοιχειώδης δικαστική έρευνα ή εισαγγελική παραγγελία για προκαταρκτική έρευνα θα διαπιστώσει και ανακαλύψει την ακαταλληλότητα των ως άνω rapid test τα οποία ονομάζονται PCR (Polymerace Chain Reaction) για την ανίχνευση του covid-19, καθώς αυτά είναι απολύτως ανίκανα να ανιχνεύουν όχι μόνο τον συγκεκριμένο ιό, αλλά κι οποιαδήποτε μολυσματική ασθένεια. Τα λεγόμενα rapid test (PCR), στα οποία βασίζεται η δοτή επιτροπή εμπειρογνωμόνων προκειμένου να μας πείσει ότι είναι μονόδρομος η επιβολή αυστηρών μέτρων περιορισμού (και μάλιστα των τριών πιο αυστηρών που ισχύουν παγκοσμίως μετά τη Βενεζουέλα και τη Μογγολία, σύμφωνα με δημοσιευθείσα στις 15/12/2020 έρευνα του πανεπιστημίου της Οξφόρδης) που αναστέλλουν βασικές διατάξεις του συντάγματος, σχετικά με τις ανθρώπινες αξίες κι ελευθερίες του ατόμου, εφευρέθηκαν το 1985 από τον Karry Mullis όχι για ιατρικές διαγνώσεις, διότι δεν ενδείκνυνται, αλλά ως μια ισχυρή κατασκευή για ερευνητικούς σκοπούς στα εργαστήρια, αποτελώντας απλά μια μέθοδο θερμικής ανακύκλωσης που χρησιμοποιείται για να δημιουργήσει έως και δισεκατομμύρια αντίγραφα ενός συγκεκριμένου δείγματος DNA, καθιστώντας το αρκετά μεγάλο για μελέτη. Η χρήση του επικουρεί την βιοϊατρική έρευνα και την ποινική εγκληματολογία, αλλά δεν συνιστάται για ιατρική διάγνωση, όπως έλεγε και τόνιζε ο ίδιος ο εφευρέτης του. Ουδέποτε δε, πήρε έγκριση για κάτι τέτοιο. Ήδη, πολλοί επιστήμονες της ιατρικής, γενετικής και βιοϊατρικής, από την εσωτερική και διεθνή κοινότητα, στους οποίους δεν δίδεται βήμα επίσημα ενώ λοιδωρούνται και κατηγορούνται σκόπιμα ή τουλάχιστον αποκρύβονται, συμφωνούν ότι η επιδημία κακώς και σκόπιμα παρουσιάσθηκε και εξακολουθεί να παρουσιάζεται ως πανδημία, ενώ έχει ήδη τελειώσει εδώ και μήνες. Ο δε πραγματικός αριθμός των κρουσμάτων ήταν πολύ μικρότερος απ΄αυτόν που παρουσίαζαν και παρουσιάζουν τα ΜΜΕ και η θνησιμότητα πολύ μικρότερη από άλλες κατά καιρούς γρίπες ή την εποχική γρίπη και «γι΄αυτό δεν χρειάζεται να έχει ιδιαίτερη θέση στην Ιατρική σαν θανατηφόρος ιός», δρ.Sucharit Βhakdi ,ειδικός μικροβιολόγος, ιολόγος, ανοσολόγος, επιδημιολόγος-λοιμωξιολόγος (δήλωση στο Διεθνές Διεπιστημονικό Συνέδριο στις 20/9/2020). Συνεπώς, είναι απορίας άξιον πώς βγάζει συμπεράσματα, μορφώνει κρίση και γνωμοδοτεί η επιτροπή εμπειρογνωμόνων και ελέω αυτής και βάση αυτής, λαμβάνονται εδώ και 11 μήνες όλα αυτά τα απαγορευτικά και περιοριστικά μέτρα; Σε τι συνίσταται το άμεσο και επείγον; Συντρέχουν οι αυστηρές προϋποθέσεις του νόμου; Εντωμεταξύ, από τις 30/11/2020 διενεργείται προκαταρκτική έρευνα από τον εισαγγελέα κ. Νίκο Ορνεράκη με ειδική εντολή και παραγγελία της Προϊσταμένης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών κ. Σωτηρία Παπαγεωργοκοπούλου, για το αν υπάρχει διπλό σύστημα καταγραφής κρουσμάτων από τον ΕΟΔΥ. Όπως γνωρίζετε, η καταγγελία είναι σοβαρή και κρίσιμη και θέτει εν αμφιβόλλω περαιτέρω του εάν και κατά πόσον υπάρχει εξαιρετικά επείγουσα κατάσταση και απρόβλεπτη ανάγκη. Βέβαια, είναι νομίζω φαιδρό να μιλούμε για απρόβλεπτη ανάγκη μετά από 11 μήνες, καθώς η ανάγκη (εάν υπάρχει) έχει ήδη προκύψει και υποτίθεται είναι γνωστή, τη βιώνουμε (έστω και λεκτικά ή εικονικά και ξέρουμε περί τίνος πρόκειται.
Και βάσει όλων των ανωτέρω, η εν αμφιβόλλω και εν πλήρη συγχύσει εξαιρετικά επείγουσα κατάσταση, εξακολουθεί να μας περιορίζει και να μας απογυμνώνει. Η ζωή πλέον όλον αυτόν τον καιρό έχει μειωθεί στο επίπεδο μιας καθαρά βιολογικής συνθήκης κι έχει χάσει όχι μόνο την πολιτική της διάσταση, αλλά κι οποιαδήποτε ανθρώπινη διάσταση. Μια κοινωνία η οποία ζει σε μια μόνιμη κατάσταση έκτακτης ανάγκης δεν μπορεί ν΄αποτελεί μια ελεύθερη κοινωνία. Ζούμε σε μια κοινωνία η οποία έχει θυσιάσει την ελευθερία της υπέρ των υποτιθέμενων λόγων «ασφαλείας» κι έτσι καταδικάζεται να ζει αδιάκοπα μέσα σε μια κατάσταση φόβου και ανασφάλειας. Τι είναι μια κοινωνία η οποία πιστεύει μόνο στην επιβίωση; Μια ζωή γυμνή που θυσιάζει όλες τις κανονικές συνθήκες, κοινωνικές σχέσεις, συναισθήματα, πνευματικότητα, μπροστά στον κίνδυνο μόλυνσης. Βιώνουμε μια έκνομη κατάσταση απ΄όπου ελλείπει ο πολιτισμός, η ελευθερία και η αξιοπρέπεια. Ου δει ένεκα του κινδύνου πράττειν τι ανελεύθερον (Πλάτων).
Όπως ρητά ομολογήθηκε κατά τη σχετική συζήτηση του άρθρου στη βουλή (άρθρ.44 παρ.1 Σ), η διάταξη αυτή επιχειρεί να συγκαλύψει και να νομιμοποιήσει μια ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ του παρελθόντος, όταν μολονότι το Σύνταγμα του 1952 δεν περιείχε σχετική πρόβλεψη, το υπουργικό συμβούλιο εξέδιδε πράξεις με νομοθετικό περιεχόμενο που αργότερα τις κύρωνε η βουλή (σ. 141-142, Συντ. Δίκαιο Δημ. Τσάτσου, εκδ. Σάκκουλα).
Στην πρόσφατη Έκθεση της Επιτροπής της Βενετίας τέθηκαν υπό συγκριτική επισκόπηση τα μέτρα που έχουν υϊοθετήσει τα κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας σε συνάρτηση με τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα. «Επιτροπή της Βενετίας» ονομάζεται η ΕυρωπαΪκή Επιτροπή για τη Δημοκρατία μέσω του Δικαίου, η οποία αποτελεί ανεξάρτητο όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης. Τη χώρα μας εκπροσωπεί ο ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, κ. Νίκος Αλιβιζάτος. Συγκεκριμένα, η εξέταση αφορούσε στο εάν και σε ποιο βαθμό εξακολουθούν να λειτουργούν ικανοποιητικά, εν μέσω υγειονομικής κατάστασης ανάγκης, τα θεσμικά αντίβαρα (checks and balances), ο κοινοβουλευτικός έλεγχος, απρόσκοπτη διεξαγωγή των εκλογικών αναμετρήσεων και η πλήρης αποτελεσματική δικαστική προστασία των εθνικά και υπερεθνικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων-ελευθεριών.
Διαπιστώθηκε ότι στη χώρα μας, εξαρχής αξιοποιήθηκε η θεσμική δυνατότητα που παρέχει το άρθρ.44 παρ.1 Σ για την έκδοση Π.Ν.Π. από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας με προσυπογραφή, όπως στην αρχή αναφέρθηκε, δηλ. η de facto κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Η έκθεση της Επιτροπής της Βενετίας, πάντως, φαίνεται να προκρίνει την de jure κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης, εξαιτίας του γεγονότος ότι συνοδεύεται από τις ακόλουθες αυστηρές εγγυήσεις: την υποχρέωση ενημέρωσης των αρμόδιων οργάνων του Συμβουλίου της Ευρώπης (Γενικός Γραμματέας), την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση της απολύτως αναγκαίας παρέκκλισης από τη συνήθη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και τον εξ ορισμού προσωρινό χαρακτήρα της απόκλισης από τον «κανόνα». Απεναντίας, η de facto κατάσταση έκτακτης ανάγκης δηλ. η εξουσία να κηρύσσει το αρμόδιο πολιτειακό όργανο με απόφασή του κατάσταση εξαίρεσης, κρίνεται ανεπαρκής για τη διαφύλαξη των εγγυήσεων του φιλελεύθερου και δημοκρατικού κράτους δικαίου. Η Επιτροπή της Βενετίας θέτει μια σειρά δικλείδων ασφαλείας στις οποίες οφείλουν ν΄ανταποκρίνονται οι ρυθμίσεις της –τεχνοκρατικά αναβαθμισμένης και πολιτικά ενισχυμένης- εκτελεστικής εξουσίας σε «καιρούς κρίσης». Τα αρμόδια όργανα δέον να ελέγχονται με στόχο την αποφυγή κατάχρησης εξουσίας. Συνεπώς, οι εξαιρετικές ρυθμίσεις που θέτουν θα πρέπει να πληρούν τους όρους της προσήκουσας αιτιολόγησης, της ασφάλειας δικαίου, της απαγόρευσης διακρίσεων, της ισότητας όλων ενώπιον του νόμου (γενικός και αντικειμενικός χαρακτήρας των ρυθμίσεων) και, φυσικά, της τήρησης του ανάλογου μέτρου ανάμεσα στην έκταση των περιορισμών και στον επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος που συντρέχει (δημόσια υγεία). Η προσφορότητα (καταλληλότητα του μέτρου σε συνάρτηση με τον επιδιωκόμενο σκοπό), η αναγκαιότητα (έλλειψη ηπιότερων εναλλακτικών μέσων για την επίτευξη του ίδιου αποτελέσματος) και η strict sensus αναλογία (το κοινωνικό όφελος από τη λήψη των περιοριστικών μέτρων να υπερβαίνει το αθροιστικά προκαλούμενο κόστος), δεν μπορεί παρά να εξετάζεται σε συσχέτιση με τη χρονική εμβέλεια των μέτρων. Όσο παρατείνεται, λοιπόν, η κατάσταση ανάγκης, τόσο πιο επιτακτικός και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένος οφείλει να είναι ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος που λειτουργεί ως ratio για τη θέσπιση περιορισμών στην ελευθερία κίνησης, την οικονομική-επαγγελματική ελευθερία, την ελευθερία του συνέρχεσθαι, την ελευθερία των θρησκευτικών συναθροίσεων κλπ.
Η πολιτικά υπεύθυνη κυβέρνηση επιχειρεί να νομιμοποιήσει την αυξημένη εξουσία που απολαμβάνει σε καιρούς «κρίσης» μέσα από τον λόγο (εργαλειακός ορθολογισμός και discourse συνάμα) της τεχνοκρατικής ειδημοσύνης. Προσδίδει οιονεί θεσμικό χαρακτήρα σε ανεπίσημες διαδικασίες (λ.χ. συναντήσεις με την επιτροπή ειδικών και γνωμοδοτήσεις αυτών), αποδυναμώνοντας, παράλληλα, τον παραδοσιακό κοινοβουλευτικό έλεγχο της δράσης της. Ελλοχεύει έτσι, ο κίνδυνος υποκατάστασης της δημοκρατικής διαβούλευσης από την «αυταπόδεικτη» αποτελεσματικότητα. Αποκρύπτεται βέβαια, το γεγονός ότι δεν πρόκειται για ομοφωνία όλων των λοιμωξιολόγων σαν να πρόκειται για φυσικό φαινόμενο, αλλά για συνθήκες πρωτοφανούς επιστημονικής αβεβαιότητας και κατά πλειοψηφία κρίση των συγκεκριμένων λοιμωξιολόγων που έχουν επιλεγεί από την πολιτικά υπεύθυνη κυβέρνηση. Έτι περαιτέρω, τα πορίσματά τους αν και αξιοποιούνται ως η βασική αιτιολόγηση των ρυθμίσεων της κανονιστικώς δρώσας διοίκησης, δε δημοσιεύονται, αλλά ούτε και εξάγονται ασφαλώς και τεκμηριωμένα (καθόσον υπάρχουν ελλειπή και ανακριβή στοιχεία αμφιβόλλου εγκυρότητας από τις αναφορές του ΕΟΔΥ, ως προείπα) με αποτέλεσμα να εξασθενεί η λογοδοσία των κυβερνώντων απέναντι στους πολίτες.
Όπως διατυπώνεται ρητά και απερίφραστα στην Έκθεση, «το κοινοβούλιο πρέπει να παραμένει το κέντρο της πολιτικής ζωής (σ.19) ανεξαρτήτως συνθηκών».
Η δε πρόεδρος της Επιτροπής Ursula von der Leyen δήλωσε στις 31 Μαρτίου 2020 ότι «κάθε μέτρο έκτακτης ανάγκης πρέπει να περιορίζεται σε ό,τι είναι αναγκαίο και να είναι απολύτως αναλογικό, ενώ δεν μπορεί να διαρκεί επ΄αόριστον. Επιπλέον, οι κυβερνήσεις πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα μέτρα αυτά υπόκεινται σε τακτικό έλεγχο».
Εξάλλου, η Επιτροπή της Βενετίας, στην παρ. 49 της ενδιάμεσης έκθεσης, υπογραμμίζει ότι η επανεξέταση της κήρυξης και η παράταση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, καθώς και η ενεργοποίηση και εφαρμογή των εξουσιών έκτακτης ανάγκης, είναι ζωτικής σημασίας και ότι θα πρέπει να είναι δυνατός ο κοινοβουλευτικός και δικαστικός έλεγχος. Εξάλλου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με το ψήφισμά του της 13ης Νοεμβρίου 2020 σχετικά με τον αντίκτυπο των μέτρων κατά της covid-19 στη δημοκρατία, τα θεμελιώδη δικαιώματα και το κράτος δικαίου καλεί τα κράτη-μέλη (μεταξύ άλλων):
-να εξετάσουν το ενδεχόμενο εξόδου από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης ή να περιορίσουν με άλλο τρόπο τις επιπτώσει της στη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα,
-να αξιολογήσουν τους συνταγματικούς και θεσμικούς κανόνες που ισχύουν στην εθνική τους τάξη υπό το πρίσμα των συστάσεων της Επιτροπής της Βενετίας, για παράδειγμα μεταβαίνοντας από μια de facto κατάσταση έκτακτης ανάγκης που βασίζεται στο κοινό δίκαιο σε μια de jure κατάσταση έκτακτης ανάγκης που βασίζεται στο σύνταγμα, παρέχοντας έτσι καλύτερες εγγυήσεις για τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Να ορίσουν ρητά σε νομοθετική πράξη , όπου διατηρείται η de facto κατάσταση έκτακτης ανάγκης , τους στόχους, το περιεχόμενο και την έκταση της εκχώρησης εξουσίας από τον νομοθετικό βραχίονα στον εκτελεστικό,
-να διασφαλίσουν ότι τόσο η κήρυξη και η πιθανή παράταση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, αφενός, όσο κι η ενεργοποίηση και εφαρμογή των εξουσιών έκτακτης ανάγκης, αφετέρου, υπόκεινται σε αποτελεσματικό κοινοβουλευτικό έλεγχο και δικαστικό, τόσο εσωτερικό όσο και εξωτερικό, και να διασφαλίσουν ότι τα κοινοβούλια έχουν το δικαίωμα να διακόψουν την κατάσταση έκτακτης ανάγκης ( σύμφωνα με την ενδιάμεση έκθεση της 8ης Οκτωβρίου 2020 (CDL-AD(2020) 018) παράγραφοι 59-62 κλπ..
Στη χώρα μας, η βουλή, παράλληλα με τη νομοθετική της αρμοδιότητα, έχει επίσης ως πρωταρχικό έργο τον ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ. Οι βασικές πράξεις κοινοβουλευτικού ελέγχου ορίζονται από το σύνταγμα.
Αλήθεια, τους 300 της βουλής, όλον αυτόν τον καιρό, γιατί τους πληρώνουμε; Ποιος ο ενεργός ρόλος των βουλευτών σήμερα; Εξακολουθεί να ισχύει σήμερα το άρθρ.1 του συντάγματος; Εξακολουθεί να ισχύει το ίδιο το σύνταγμα της Ελλάδας ή ισχύει «l’ etat c’ est mois»; Ή μήπως η κατά Σμιτ κυριαρχία,όπου με την αναστολή των νόμων και την κήρυξη του καθεστώτος εξαίρεσης, η κυριαρχία γίνεται αυτόνομη, ανεξάρτητη και αυτοθεσπιζόμενη;
Η οποιαδήποτε παράκαμψη του κοινοβουλίου, αποτελεί κακοποίηση του πολιτεύματος με σύγχρονη επιβολή συνεχών μέτρων απαγόρευσης, με ταχύτατους ρυθμούς και πολύτροπα. Στην κυριολεξία δεν προλαβαίνει ο πολίτης να πάρει ανάσα και να ανασυγκροτηθεί.
Ασκείται μία βίαιη εξουσία επί του σώματος (περιορισμός μετακινήσεων, χρήση μάσκας παντού, μη επιτρεπτές αθλητικές δραστηριότητες, απαγόρευση σωματικών επαφών κ.ά.), επί του πνεύματος (τέλεια κατάλυση κι απαγόρευση κάθε πνευματικής εκδήλωσης), επί της διανόησης και κριτικής σκέψης και συλλογιστικής (εκμηδενισμός κάθε αντίθετης απόπειρας σκέψης και αντίδρασης), επί της υπάρξεως συνολικά, η οποία έχει ιατρικοποιηθεί. Επί πλέον, η ύπαρξη του κάθε πολίτη έχει υποστεί ασφυκτική πίεση καθημερινή και 24 ωρη, με την τεχνολογία και τα ΜΜΕ να συμβάλουν αποφασιστικά σε όλα αυτά, όπου η μεν πρώτη αδρανοποιεί και δημιουργεί εξαρτώμενους άνοους εγκεφάλους, η δε δεύτερη, παίζει αποφασιστικό ρόλο στην καθυποταγή και στον εκφοβισμό του ατόμου.
Η δε επιβαλλόμενη φυσική και σωματική απομόνωση του ατόμου, σε συνδυασμό με την τακτική φόβου επί μακρόν, εκμηδενίζει την ατομική προσωπικότητα και όλα τα άτομα συγχωνεύονται ως μάζα σε μία ενιαία οντότητα σκέψης και συναισθήματος.
«Αν το άτομο χαρακτηρίζεται από την κριτική ικανότητα, τη συνείδηση και τη λογική, αν μπορεί να σκεφτεί και να αξιολογήσει τις καταστάσεις και τη θέση του μέσα σ΄αυτές, στη μάζα όλα τα άτομα εξισώνονται προς τα κάτω» Gustav le bon “Η ψυχολογία των μαζών”.
Σε όλο αυτό το καθεστώς άγνοιας και τρόμου που τεχνηέντως μας καθοδήγησε η κυρίαρχη εκτελεστική εξουσία, η τάξη των ειδημόνων και των λειτουργών της δικαιοσύνης τηρούμε «σιγή ιχθύος» λες και ηδονιζόμαστε με το να βλέπουμε τα αδαή άτομα να τρέμουν εγκλωβισμένα ψυχή τε και σώματι σ΄ένα πλέγμα μύθων και παραμυθιών με δράκους από τη μία και προστάτες από την άλλη.
Βλέπουμε και υφιστάμεθα καθημερινά επί 11 τραγικούς μήνες, την εκμηδένιση του ατόμου, την παραβίαση των ανθρωπίνων αξιών και δικαιωμάτων (που τόσο όμορφα και τεχνοκρατικά προστατεύονται κατά τ΄άλλα από το σύνταγμα, τους εθνικούς νόμους και πλήθος ευρωπαϊκών συνθηκών, οικουμενικές διακηρύξεις και Διεθνή σύμφωνα, ψηφίσματα, οδηγίες και συμβούλια), κι όμως σιωπούμε, εθελοτυφλούμε και κωφεύουμε «τυφλοί τα τ΄ώτα τον τε νουν, τα τ΄όμματα» γινόμαστε και παραπαίουμε ανάμεσα στο «αίσθημα ευθύνης και παραδειγματισμού» και στην ξιπασιά του λειτουργού της τρίτης εξουσίας, κρατώντας φιμωμένα τα στόματα και τις σκέψεις μας. Όμως, «ου γαρ εκπέλλει φρονείν μέγα όστις δούλος εστι των πέλας»(Σοφοκλής, Αντιγόνη). Διότι, εξανδραποδισθήκαμε και ημείς κι ας θεωρούμε ότι κρατούμε κάποια ηνία. Τις αλυσίδες μας κρατάμε κι ας μην τις βλέπουμε ή κάνουμε πως δεν τις βλέπουμε. Το μόνο που βλέπουμε είναι το έδαφος και τα πόδια μας, είτε από άγνοια είτε από φόβο που μας τον φυτεύσανε. Βέβαια, η άγνοια στον χώρο μας δεν συγχωρείται ούτε νοείται ενώ γνωρίζουμε πολύ καλά τον σημερινό εκμαυλισμό που υφίσταται το δίκαιο και όσα ανωτέρω εξετέθησαν και παρ΄όλα αυτά καμία δικαστική έρευνα, εισαγγελική παραγγελία για έρευνα ή δικαστικός έλεγχος δε γίνεται. Καμία αντίσταση κατά της κατάλυσης του συντάγματος, το οποίο κακοποιείται βάναυσα τελευταία ή παρακάμπτεται άνομα. Μήπως έγινε πραξικόπημα και μόνο τα τανκς δεν είδαμε; Και ανεπαισθήτως «έκτισαν τα τείχη» και μεις «δεν ακούσαμε ποτέ κρότον ή ήχον»; Ενώ ακόμη «περιμένουμε τους βαρβάρους»; Καμία προσφυγή στο ΕΔΔΑ δεν έγινε! Άραγε, μήπως λοιπόν από φόβο; Μα ούτε αυτό επιτρέπεται και συγχωρείται στο χώρο μας, διότι είμαστε ΓΝΩΣΤΕΣ. Γνωρίζουμε καλύτερα από τον καθένα τους θεσμούς, τους νόμους και τα δικαιώματα των πολιτών. Μπορούμε να απαιτήσουμε την τήρηση των νόμων και του συντάγματος με τον πλέον νόμιμο τρόπο, και είμαστε ανεξάρτητοι, τίποτα δεν θα έπρεπε να μας φοβίζει . τίποτα δεν θα έπρεπε να μας αναγκάσει να σκύψουμε τον τράχηλον. Παρ΄όλα αυτά, τον σκύβουμε! Αιδώς Αργείοι!!!
Τελειώνω με τον αγαπημένο μου δάσκαλο και σεπτό πανεπιστήμονα Αριστοτέλη:
«το ξεχείλωμα των νόμων προκειμένου να προωθούνται συγκεκριμένα συμφέροντα (ή πολύ περισσότερο, η θέσπιση άδικων νόμων για τους ίδιους λόγους) δεν προδίδει μόνο μια κοινωνία αρπακτικών, αλλά, πρωτίστως, μια κοινωνία ηλιθίων».
Φευ!
Ενδεικτικά θέτω υπ΄όψιν όσων ενδιαφερθούν προς έρευνα, συλλογή στοιχείων, σύγκρισυη, ανάλυση, ενημέρωση, νομική βασιμότητα ή απλή πληροφόρηση, πέραν των μονοφωνικών δεδομένων που λαμβάνουμε καθημερινά και επιπλέον των όσων αναφέρθηκαν στο περιεχόμενο του παρόντος:
- «Διεθνής μήνυση για το σκάνδαλο του κορωναϊού» , youtube, Reiner Fullmich, δικηγόρος Γερμανίας,
- συνέντευξη του δρ. Ιωαννίδη, καθηγητή στο Στάνφορντ της ιατρικής στατιστικής,
- συνέντευξη του ερευνητή David Icke και
- άρθρ. 134 επ. Π.Κ. «περί εσχάτης προδοσίας».
Μετά τιμής,
Αργυρώ Τέγουτζικ, Ειρηνοδίκης Β΄
Πηγή: ende.gr