Σὰν αὔριο τῆς Σταυροπροσκύνησης γεννήθηκα. Ἦταν ἡ μέρα ποὺ ἦρθα στὴν ζωή. Προσπάθησαν νὰ μὲ ρίξουν πολλὲς φορές. Κανεὶς δὲν χάρηκε. Δεν ἤθελαν ἄλλο παιδί. Ἀπὸ τύχη γεννήθηκα.
Περπατοῦσε μέρα καὶ νύχτα στοὺς δρόμους τῆς πόλης σὰν ἀερικό. Στὸ ἕνα χέρι ἕνα ποτήρι μπίρα καὶ στὸ ἄλλο ἕνα ἀτελείωτο τσιγάρο. Γελοῦσε καὶ κουβεντίαζε μὲ σκιές.
Ἔβριζε τὴν μοίρα του καὶ κοιμόταν ὅπου ἔβρισκε.
Τὸ καλοκαίρι σὲ παγκάκια κάτω ἀπὸ δέντρα καὶ τὸ χειμώνα σὲ εἰσόδους πολυκατοικιῶν. Εἶχε σπίτι.
Τὸ πατρικό του, ἀλλὰ σπάνια πήγαινε.
Ἄντε γιὰ κανένα μπάνιο.
Ἴσως σὲ κάποια μεγάλη ἐπέτειο, ὅπως ἔλεγε. Δίπλα του σὲ κάθε βῆμα ὑπῆρχαν σκυλιά. Ἄλλοτε γάτες.
Μερικὲς φορὲς κρατοῦσε ποντίκια.
Τὰ μεγάλωνε μέσα στὶς μεγάλες καὶ βαθιὲς τσέπες τοῦ σκισμένου καὶ λιγδιασμένου σακακιοῦ του.
Σόκαρε.
Τοῦ ἄρεσε νὰ προκαλεῖ τὸν φόβο στοὺς νοικοκυραίους.
Στοὺς «καθὼς πρέπει» πολίτες, ποὺ σέβονταν τοὺς νόμους καὶ κυρίως ἦταν «ἐχέφρονες». Ἐνῶ ἐκεῖνος γιὰ ὅλους ἦταν ὁ «τρελός» τῆς γειτονιᾶς. Ἐγὼ τὸν γνώρισα στὸ καφενεῖο. Καθόταν ὅπως πάντα μόνος. Βυθισμένος στὶς σκέψεις.
Στὸ δεξί του χέρι ἕνα ποτήρι ἀλκοόλ.
Στὸ ἀριστερὸ ἕνα τσιγάρο τὸ ὁποῖο δὲν ἔσβηνε ποτέ.
Λὲς καὶ εἶχε τάμα τὴν καταστροφή του. Ἔπαιρνε τὴ μπίρα στὸ χέρι καὶ πηγαινοερχόταν μὲ βιαστικὰ βήματα μὲς στὸ μαγαζί.
Καμιὰ φορᾶ, ἅμα αἰσθανόταν πιὸ καλὰ ἔπαιζε κανένα τάβλι.
Γελοῦσε μὲ τὴν ψυχή του.
Ἐὰν κέρδιζε τὴν παρτίδα, ἐνίωθε σπουδαῖος καὶ καυχιόταν γιὰ τὶς ἐπιδόσεις του.
Λένε ὅτι ὅλα ξεκίνησαν ὅταν ἦταν ἔφηβος.
Τότε χάθηκε στοὺς λαβυρίνθους τοῦ μυαλοῦ του.
Ἄρχισε νὰ μιλάει μὲ σκιές.
Νὰ ἀκούει φωνές.
Φανταζόταν σκηνὲς ποὺ προβάλλονται κάθε ἀργὰ στὸ βουβὸ σινεμὰ τοῦ πόνου του.
Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἦταν εἰρηνικὸς καὶ ἄκακος. Ἥσυχος καὶ ἀθόρυβος.
Μιλοῦσε καὶ χαμογελοῦσε σὲ ὅλους.
Ὅταν τὸν χαιρετοῦσες ἄνθιζε τὸ πρόσωπό του. Μονάχα μὲ ὁρισμένους ἦταν κάπως ἐπιφυλακτικὸς καὶ ἀπόμακρος.
Ἐνίωθε μὲ ἕνα δικό του τρόπο τὴν σκληρότητα ποὺ ἔκρυβαν.
– Αυτούς νὰ τοὺς προσέχετε, συμβούλευε τοὺς θαμῶνες τοῦ καφενείου.
Εἶναι κακοὶ ἄνθρωποι.
Κάτω ἀπὸ τὴν γραβάτα ὑπάρχει βρωμιά. Μυρίζει ἡ καρδιὰ τοὺς πονηριά.
Παρ’ ὅλα τὰ προβλήματά του, δὲν ἔπαψε οὔτε μία στιγμὴ νὰ πλάθει ὄνειρα.
Νὰ κοιμᾶται στὴν ἀγκαλιὰ τῆς προσωπικῆς του ἐλπίδας.
Νὰ πίνει πρωινὸ μὲ πρόσωπα τῆς φαντασίας του καὶ νὰ κοιμᾶται στὶς γλυκιὲς ἀγκαλιὲς τῶν ὀνείρων του.
Αὐτοὶ τουλάχιστον νοιάζονται γιὰ κεῖνον.
Τὸν γλυκοχαιρετοῦσαν καὶ τὸν προσεχαν.
Καὶ ἂς μὴν ὑπῆρχαν.
Οἱ ἄλλοι, οἱ «κανονικοί», τὸν κυνηγοῦσαν. Κρυφὰ τὸν λοιδοροῦσαν.
Κι αὐτὰ τὰ βλέμματά τους, πόσο πολὺ τὸν τυραννοῦσαν.
Γεμάτα οἶκτο καὶ λύπηση.
Ἀπόρριψη καὶ περιφρόνηση ποὺ κόβει σὰν τζάμι.
Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν τοὺς κοιτοῦσε στὰ μάτια. Σχεδὸν καθόλου.
Εἶχε σκυμμένο τὸ κεφάλι καὶ μετροῦσε τὰ βήματά του στὰ σοκάκια τῶν μονολόγων του. Λὲς καὶ περίμενε ν’ ἀλλάξει ὁ δρόμος τῆς ζωῆς του.
Ἕνα βράδυ τὸν κέρασα μία μπίρα.
Τὴν δέχτηκε μὲ χαμόγελο.
Ἔστρεψε τὸ πρόσωπό του καὶ μὲ κοίταξε κατευθείαν στὰ μάτια, σπάνιο φαινόμενο γιὰ ἐκεῖνον.
Λὲς καὶ ἤθελε νὰ μοῦ κάνει κάποια μεγάλη δήλωση.
Μία σπουδαία ἀνακοίνωση.
– Φίλε, αὔριο ἔχω ἐπέτειο.
– Τί ἐπέτειο, βρὲ ; τοῦ ἀπάντησα μὲ ἀπορία. Μήπως ἐννοεῖς γενέθλια;
– Ὄχι. Ἐπέτειο. Ξέρω τί σου λέω.
Σὰν αὔριο τῆς Σταυροπροσκύνησης γεννήθηκα. Ἦταν ἡ μέρα ποὺ ἦρθα στὴν ζωή.
Κανεὶς δὲν χάρηκε.
Κανεὶς δὲν γέλασε.
Ἦταν ὅλοι τους βουβοὶ καὶ τρομαγμένοι.
– Ποῦ τὸ ξέρεις, ρέ; Γιατί τὸ λές;
– Ναί, ξέρω τί σου λέω.
Κανεὶς δὲν χάρηκε.
Μοῦ τὸ εἶπε ὁ μεγάλος μου ἀδελφός.
Δὲν ἤθελαν ἄλλο παιδὶ καὶ ἐγὼ τοὺς ἔτυχα.
Ἀπὸ τύχη γεννήθηκα.
Θύμωσαν μαζί μου.
Ντρεπόντουσαν γιὰ μένα.
Δὲν μὲ ἤθελαν.
Ἡ μάνα ντρεπόταν νὰ μὲ θηλάσει.
Πῆρε φάρμακα γιὰ νὰ σταματήσει τὸν θηλασμό.
«Σὲ τέτοια ἡλικία νὰ δείχνω τὰ στήθη μου; Ντροπῆς εἶναι».
Σὲ αὐτὸ συμφωνοῦσε καὶ ἡ γιαγιά μου.
Ἡ μάνα τοῦ πατέρα μου.
Δύστροπη καὶ σκληρὴ γυναίκα.
Ἔζησε σὲ ἐποχὲς ὅπου τὸ κορίτσι θεωρούταν κατάρα γιὰ μία οἰκογένεια.
Ἡ δὲ ζωὴ τῆς γυναίκας σκέτη κόλαση.
Ὑποταγή, ὑποτέλεια, βία καὶ περιθώριο.
Λίγο καλύτερα ἀπὸ τὰ ζῶα τῆς φαμίλιας.
Ἔτσι ἡ γιαγιὰ μισοῦσε τὴν ζωή.
Ὁτιδήποτε εἶχε σχέση μὲ τὴν χαρὰ τῆς ζωῆς. Δὲν ἔζησε αὐτή, δὲν χάρηκε, κανεὶς νὰ μὴν χαρεῖ.
Αὐτὸ ἦταν τὸ κρυφό της δόγμα.
Ἔλεγε καὶ ξανάλεγε στὴ μάνα μου,
«Τί τὸ θέλατε τὸ παιδὶ σὲ τέτοια ἡλικία; Νὰ σᾶς κοροϊδεύει ὁ κόσμος ὅτι δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε καλὰ τὶς ὁρμές σας; Ρεζίλι γίναμε σὲ ὅλο τὸ χωριό».
Προσπάθησαν νὰ μὲ ρίξουν πολλὲς φορές.
Τί μπουνιὲς ἔδινε ὁ πατέρας στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας, τί βίαιες καὶ κουραστικὲς δουλειὲς τίποτα.
Δὲν ἔλεγα νὰ τὸ κουνήσω.
Μέσα ἐκεῖ, γραπωμένος ἀπὸ τὴν ζωή.
Λένε οἱ παλιοὶ ὅτι ἅμα εἶναι νὰ παιδευτεῖς, θὰ παιδευτεῖς.
Δὲν τὴν γλυτώνεις.
Καὶ ἐγώ, φίλε μου, παιδεύομαι ἀπὸ τὴν πρώτη ἀνάσα ζωῆς.
Κατάλαβες τώρα, γιατί σου λέω ὅτι δὲν μὲ ἤθελες κανείς;
Αὐτὸ τὸ βασανιστικὸ ἐρώτημα στοιχείωσε μέσα στὴν ὕπαρξή μου.
Ξημερώνει, βραδιάζει καὶ ἐγὼ διερωτῶμαι,
«Μὲ θέλεις κανείς;».
Μόλις τελείωσε τὴν φράση αὐτὴ πετάχτηκε πάνω λὲς καὶ τὸν χτύπησε ἠλεκτρικὸ ρεῦμα.
– Ἄντε, καληνύχτα.
Εὐχαριστῶ γιὰ τὴν μπίρα.
Μέχρι νὰ σηκωθῶ εἶχε χαθεῖ τρέχοντας στὰ παρακάτω στενὰ γύρω ἀπὸ τὸ καφενεῖο.
Εἶχε τοὺς δικούς του ρυθμούς, τὰ δικά του ὅρια καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα τὸν δικό του κόσμο ποὺ δὲν χωροῦσαν καθωσπρεπισμοί.
Ὅλα ἦταν ἐλεύθερα, αὐθεντικά.
Ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα τὰ παιδιά, τοὺς παπποῦδες καὶ τὰ ἀδέσποτα ζῶα.
Ὅλους τους ἀδύναμους.
Ἐνίωθε ὅτι συγγένευαν μαζί του.
Μία σχέση πέρα ἀπὸ τὸ μυαλὸ καὶ τὴν λογικὴ ἔρεε μέσα του μὲ αὐτὲς τὶς ὑπάρξεις.
Τὸ πατρικό του σπίτι τὸ εἶχε γεμίσει σκύλους καὶ γάτες.
Χελῶνες, μικρὲς κουκουβάγιες καὶ νυχτερίδες. Περνοῦσε, τὰ τάιζε καὶ ἔπειτα χανόταν καὶ πάλι στοὺς δρόμους.
Εἶχε συμφιλιωθεῖ ἀπόλυτα μαζί τους.
Ὁ κόσμος τῆς λογικῆς τὸν εἶχε ἀπορρίψει.
Ὁ κόσμος ὅμως τῆς «ἀλόγου» φύσεως τὸν εἶχε ἀγαπήσει καὶ ἐντάξει ἀπόλυτα στὴν κοινωνία του.
Τὰ βράδια, ἔπαιρνε κάποιο ἀπὸ τὰ σκυλιὰ τοῦ σπιτιοῦ καὶ κατέβαινε σὲ φτωχογειτονιὲς τῆς πόλης.
Ὅπου ἔβρισκε μία γριὰ ἢ ἕνα γέρο μόνο του βουτηγμένο στὴν μοναξιά, τὸν ἀγκαλίαζε, τοῦ ἔκανε ἀστεία καὶ καθόταν γιὰ παρέα.
Ἔπαιρνε μπίρες ἀπὸ τὸ περίπτερο καὶ κουβεντίαζε μὲ τὶς ὧρες μαζί τους.
Ἔλεγε ὅτι, ἐπειδὴ ἐνίωθαν τελειωμένοι, ἦταν ὡραῖοι.
Ἡ σωματικὴ ἀδυναμία ἄνθιζε μία δύναμη στὴν ψυχή τους.
Τοῦ ἄρεσε ἡ παρέα τους.
– Νὰ σοὺ κάνω, παιδί μου, ἕνα καφεδάκι;
– Ὄχι, ρὲ θεία, τί νὰ τὸν κάνω τὸν καφέ; Ὁ καφὲς εἶναι γιὰ κείνους ποὺ θέλουν νὰ θυμοῦνται.
Ἐγὼ προτιμῶ νὰ ξεχνῶ.
Νὰ μὴν σκέφτομαι.
Νὰ ἡσυχάζει ὁ νοῦς μου.
Ἔτσι ἡ μπιρίτσα κάνει καλύτερη δουλειά.
Μὲ ζαλίζει.
Θολώνει τὸ μυαλὸ καὶ δὲν καταλαβαίνω τίποτα. Μὲ νιώθεις;
Οἱ γερόντοι ἔγνεφαν συγκαταβατικὰ κι ἂς μὴν καταλάβαιναν τίποτα ἀπολύτως.
Ἡ οὐσία γι’ αὐτοὺς ἦταν ὅτι εἶχαν μία παρέα. Ἕναν ἄνθρωπο νὰ ποῦν μία κουβέντα.
Γιὰ τὰ περασμένα μεγαλεία τους, τοὺς ἄνδρες ποὺ τὶς τυραννοῦσαν, γιὰ τὰ παιδιά τους ποὺ ἔλειπαν στὰ ξένα.
Οἱ περισσότεροι γιὰ τὴν ἐγκατάλειψη ποὺ ἐνίωθαν.
Ἐκεῖνος τοὺς ἄκουγε. Δὲν μαρτυροῦσε τὰ μυστικά τους καὶ τὸ κυριότερο δὲν ἀπέρριπτε κανένα.
Ἀντιθέτως τοὺς ἔδινε μὲ τὸν δικό του τρόπο δύναμη.
– Ἔλα, μωρὲ θεία.
Ὅλοι λίγο πολὺ σταυρωμένοι εἴμαστε σὲ αὐτὸ τὸν ντουνιά.
Κάθε σπίτι καὶ καημός.
Κάθε ἄνθρωπος καὶ βάσανα.
Εἶδες ἐσὺ κανένα νὰ μὴν κουβαλάει σταυρό;
Δὲς καὶ ἐμένα ποὺ εἶμαι ἕνα ρεμάλι.
Κανεὶς δὲ μὲ ὑπολογίζει.
Ὅλοι μὲ λυποῦνται καὶ μὲ φωνάζουν, «τρελό», «κακομοίρη», «ἄχρηστο».
Ἐντάξει ὅμως.
Ζῶ καὶ ἐγώ.
Ἀντέχω.
Ἐφτίαξα τὸν δικό μου κόσμο καὶ εἶμαι πρίγκιπας.
Αὔριο ξημέρωνε τῆς Σταυροπροσκύνησης. Γιόρταζε.
Σκέφτηκε νὰ πάει σπίτι.
Νὰ κάνει κανένα μπάνιο.
Νὰ ἀλλάξει τὰ ροῦχα ποὺ φοροῦσε σχεδὸν ἔξι μῆνες.
Οἱ γείτονες τοῦ ἄφηναν στὴν πόρτα κανένα ρουχαλάκι.
Καλὰ ἦταν.
Φορεμένα, ἀλλὰ καθαρὰ καὶ σιδερωμένα. Σκέφτηκε ὅτι εἶχε νὰ πάει πολὺ καιρὸ στὴν ἐκκλησία.
Τοῦ εἶχε λείψει.
Δὲν μποροῦσε νὰ παραμείνει πολλὴ ὥρα μέσα στὸ ναό, μία καὶ δὲν ἡσύχαζε τὸ βῆμα του, ἀλλὰ ὡστόσο θὰ ἄναβε τὸ κερί του καὶ θὰ ἔκανε τὸν Σταυρό του.
Πῆγε σπίτι.
Πλύθηκε.
Ἔβαλε τὰ καθαρὰ ροῦχα καὶ κατέβηκε στὴν ἐκκλησία.
Εἶχε ἀρκετὸ κόσμο.
Ἄναψε κερὶ καὶ σταμάτησε δίπλα σὲ ἕνα παιδί. Ἐκεῖ ἀναπαυόταν.
Ἐνίωθε πιὸ οἰκεία.
Τοὺς ἐνήλικες δὲν τοὺς ἐμπιστευόταν.
Κάθισε κατάχαμα.
Δὲν ἤθελε τὶς καρέκλες.
Ἄλλωστε ἤξερε ὅτι δὲν θὰ μπορέσει νὰ μείνει πολύ.
Θὰ τὸν ἐπίανε πάλι αὐτὴ ἡ νευρικότητα.
Ἡ τρεχάλα.
Ἡ λειτουργία ἦταν ὑπέροχη.
Ἐνίωθε πολὺ ὄμορφα.
Τὸν εἶχε συνεπάρει τόσο πολὺ ποὺ ξέχασε τὰ τρελὰ βήματά του.
Εἶχε εἰρηνεύσει ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του.
Μία γλυκιὰ ὑπερκόσμια ἡδονὴ ἔρεε μέσα στὸ εἶναι του.
Ποτὲ δὲν εἶχε νιώσει τέτοια θαλπωρή.
Τέτοιο δυνατό, ζεστὸ καὶ ὄμορφο συναίσθημα. Λὲς καὶ κάποιος τὸν ἀγαποῦσε.
Λὲς καὶ κάποια τὸν κρατοῦσε ἀγκαλιά.
Αἰσθάνθηκε ἕναν γλυκὸ ὕπνο νὰ ξελογιάζει τὰ μάτια του.
Ἔγειρε τὸ κορμί του στὸ πάτωμα.
Ξάπλωσε.
Σταύρωσε τὰ χέρια του στὸ στῆθος καὶ μάζεψε τὰ πόδια του στὴν κοιλιά του.
Ἔγινε ἕνα κουβαράκι.
Σὰν μικρὸ παιδί.
Μερικοὶ γέλασαν.
Ἄλλοι πάλι ἐκνευρίστηκαν μὲ τὴν ἀσέβειά του. Τί στάση ἦταν αὐτὴ μέσα στὸ ναὸ καὶ μάλιστα ἐν ὥρα Λειτουργίας;
Ἄσχημα πράγματα.
Μερικοὶ εἶπαν νὰ τὸν ξυπνήσουν.
Νὰ τὸν σκουντήξουν. Ὁρισμένοι ὅμως ποὺ τὸν ἀγαποῦσαν τοὺς ἐμπόδισαν.
– Ἀφῆστε τὸν. Δὲν ἐνοχλεῖ κανένα.
Ἐκεῖνος ἔδειχνε τόσο εὐτυχισμένος.
Τόσο χαρούμενος καὶ γαλήνιος.
Λουσμένος στὸ φῶς.
Ἔφεγγε μακαριότητα, ποὺ ἔλειπε ἀπὸ ὅλους τους ἐπικριτές του καὶ ἂς μιλοῦσαν μὲ τόσο «σεβασμὸ» καὶ θρησκευτικὸ στόμφο γιὰ τὰ τελούμενα μυστήρια.
Ἐκεῖνος εἶχε τὴν Χάρη καὶ αὐτοὶ τὸν νόμο.
Ἡ λειτουργία τελείωσε.
Ὁ Σταυρὸς ἦταν πλέον στὴν μέση του ναοῦ. Στολισμένος μὲ ἄνθη ποὺ μοσχοβολοῦσαν ἐλπίδα.
Οἱ πιστοὶ εἶχαν σηκωθεῖ ἀπὸ τὶς θέσεις τους, σχηματίζοντας οὐρὲς γιὰ τὸ ἀντίδωρο.
Αὐτὸς δὲν ἔλεγε νὰ ξυπνήσει.
Στὴν ἴδια θέση γαλήνιος.
Στὴν ἴδια στάση ἀκίνητος καὶ φωτεινός.
Ὁ πάπα Χρῆστος εἶπε νὰ φωνάξουν τοὺς ἐπιτρόπους.
– Καλὰ δὲ βλέπετε τὸ παλικάρι: Ξυπνῆστε τὸν νὰ πάρει κι αὐτὸς ἀντίδωρο. Νὰ πάει σπίτι του.
– Σήκω, νεαρέ. Ξύπνα. Τελειώσαμε, εἶναι ὥρα νὰ πηγαίνεις.
Ἐκεῖνος ὅμως εἶχε μόλις ἀρχίσει.
Στὸ ναὸ εἶχε μείνει μονάχα τὸ σῶμα του.
Ἡ ψυχὴ τοῦ ταξίδευε.
Στὴν ἐξόδιο ἀκολουθία ὁ ναὸς γέμισε ἀπὸ παιδιὰ καὶ γέρους.
Στὴν αὐλή, μπροστὰ στὴν πόρτα, εἶχαν παραταχθεῖ σκύλοι καὶ γάτες.
Λὲς καὶ κάποιος μυστικὰ τοὺς εἶχε εἰδοποιήσει. Οἱ ἀγαπημένες τοῦ γιαγιάδες ξαγρύπνησαν δίπλα στὸ λείψανο τοῦ γλυκοῦ «τρελοῦ» τους. Ὅλοι οἱ «ἀνώνυμοι» ἦταν ἐκεῖ.
Τὸν ἔθαψαν ὅπως τὸν βρῆκαν.
Σὲ στάση ἐμβρύου...