Πολλὲς φορὲς διαβάζουμε στὶς ἐφημερίδες ἢ ἀκοῦμε στὶς τηλεοπτικὲς εἰδήσεις τὴ φράση «διάλογος κωφῶν», ὅταν ἀκριβῶς θέλουν νὰ τονίσουν τὴν ἀνυπαρξία διαλόγου ἢ συνεννόησης μεταξὺ τῶν δύο μερῶν. Ὅσοι γνωρίζουν κάποιον κωφὸ ἢ ζοῦν στὴν κοινότητα τῶν κωφῶν ξέρουν ὅτι ὄχι μόνο δὲν ὑπάρχει ἔλλειψη διαλόγου, ἀλλὰ πλεονασμὸς ἐπικοινωνίας. Σὲ μία λέσχη κωφῶν ὁ ἀέρας γεμίζει μὲ νοήματα. Οἱ κωφοὶ ἐπικοινωνοῦν καὶ συνεννοοῦνται μεταξύ τους, ἀλλὰ συγχρόνως μπορεῖ νὰ ρίχνουν λοξὲς ματιὲς στὸ διπλανὸ τραπέζι γιὰ νὰ δοῦν τί συζητοῦν οἱ ἄλλοι. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σὲ ἄλλες ἐκδηλώσεις της κοινότητας.
Οἱ κωφοὶ ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους μὲ τὴν νοηματικὴ γλῶσσα. Ἡ νοηματικὴ γλῶσσα δὲν εἶναι διεθνής, ἀλλὰ οἱ κωφοὶ σὲ κάθε χώρα χρησιμοποιοῦν τὴ δική τους νοηματικὴ γλῶσσα π.χ. στὴν Ἑλλάδα, τὴν Ἑλληνικὴ Νοηματικὴ Γλώσσα (Ε.Ν.Γ.), στὶς Η.Π.Α., τὴν Ἀμερικάνικη Νοηματικὴ Γλῶσσα (American Sign Language). Ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τὶς ὁμιλούμενες γλῶσσες σὲ κάθε χώρα ὑπάρχουν καὶ κατὰ τόπους διάλεκτοι τῆς νοηματικῆς γλώσσας. Οἱ γλωσσολογικὲς ἔρευνες σὲ διάφορες νοηματικὲς γλῶσσες ἔδειξαν ὅτι ἡ κάθε νοηματικὴ γλῶσσα ἔχει συγκεκριμένη δομὴ καὶ ἀνταποκρίνεται στὰ παγκόσμια κριτήρια τῶν ἀνθρωπίνων γλωσσῶν. Εἶναι μία πλήρης γλῶσσα ποὺ μὲ αὐτὴν μποροῦν οἱ κωφοὶ νὰ ἐπικοινωνήσουν τὶς ἰδέες τους, τὰ συναισθήματά τους, τὶς ἀνάγκες τους. Παράλληλα μὲ τὴ νοηματικὴ γλῶσσα ἐκφράζουν τὶς καλλιτεχνικές τους ἀνάγκες μέσα ἀπὸ τὸ θέατρο, τὴν ποίηση καὶ τὴν λογοτεχνία. Τέλος, συμμετέχουν στὴ λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὰ μυστήρια καθὼς ἡ νοηματικὴ γλῶσσα εἶναι τὸ μέσον μετάδοσης καὶ ἐπικοινωνίας τῶν ἀληθειῶν τοῦ Εὐαγγελίου.
Μὲ βάση καὶ κέντρο τὴ νοηματικὴ γλῶσσα οἱ κωφοὶ συγκροτοῦν τὴ δική τους κοινότητα καὶ ἀναπτύσσουν κοινὲς ἀξίες, κουλτούρα καὶ παραδόσεις. Παράλληλα ὅμως ἐπηρεάζονται ἀπὸ τὴν εὐρύτερη κοινωνία ἐνῷ συγχρόνως μοιράζονται τὰ ἴδια ἤθη καὶ ἔθιμα τῆς κοινωνίας στὴν ὁποία ζοῦν, πράγμα ποὺ δὲν συμβαίνει πάντα μὲ ὅλες τὶς γλωσσικὲς μειονότητες (π.χ. Πομάκοι, Τσιγγάνοι). Τὸ γεγονὸς ὅτι ἀποτελοῦν γλωσσικὴ μειονότητα εἶναι ποὺ διαφοροποιεῖ τοὺς κωφοὺς ἀπὸ ἄλλες ὁμάδες ἀναπήρων. Ἡ συμμετοχὴ τῶν κωφῶν στὴν εὐρύτερη κοινωνία προϋποθέτει εὐαισθητοποίηση καὶ ἀποδοχὴ τῆς διαφορετικότητάς τους ἀπὸ τοὺς ἀκούοντες. Μέχρι νὰ γίνει αὐτό, οἱ κωφοὶ θὰ βιώνουν διακρίσεις καὶ προκαταλήψεις στὴν καθημερινή τους ζωὴ καὶ στὶς συναλλαγές τους μὲ τοὺς ἀκούοντες.
Οἱ κωφοὶ στὴν πλειοψηφία τους παντρεύονται μεταξύ τους. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἡ κοινότητα τῶν κωφῶν χαρακτηρίζεται ὡς ἐνδογαμικὴ (Padden, 1980). Τὸ 92% περίπου τῶν παιδιῶν ποὺ γεννοῦν οἱ κωφοὶ εἶναι ἀκούοντα. Ἕνα μικρὸ ποσοστὸ κωφῶν γεννοῦν κωφὰ παιδιά (Schein and Delk 1974, Walter, 1990). Τὰ ἀκούοντα παιδιὰ κωφῶν γονέων συνήθως γεννοῦν ἀκούοντα παιδιά. Συνοπτικά, ἀναφερόμαστε λέγοντας ὅτι ἡ κώφωση ἐπηρεάζει τὴν ἱστορία μίας οἰκογένειας γιὰ τρεῖς γενιές. Ἡ Padden (1980) δίνει τὸν ἑξῆς ὁρισμὸ γιὰ τὴν κοινότητα τῶν κωφῶν: «ἡ κοινότητα τῶν κωφῶν ἀποτελεῖται ἀπὸ μία ὁμάδα ἀτόμων ποὺ κατοικοῦν σὲ κάποια περιοχή, ἔχει κοινοὺς στόχους ποὺ καθορίζονται ἀπὸ τὰ μέλη της καὶ παλεύει γιὰ νὰ πετύχει αὐτοὺς τοὺς στόχους.
Μία κοινότητα κωφῶν μπορεῖ νὰ περιλαμβάνει ἄτομα ποὺ δὲν εἶναι κωφά, ἀλλὰ ποὺ ὑποστηρίζουν δραστήρια τοὺς σκοποὺς τῆς κοινότητας τῶν κωφῶν καὶ δουλεύουν μαζὶ μὲ τοὺς κωφοὺς γιὰ νὰ τοὺς πετύχουν». Ἡ γνώση καὶ ἡ χρήση τῆς νοηματικῆς γλώσσας εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν ἔνταξη κάποιου στὴν κοινότητα τῶν κωφῶν. Στὴν κοινότητα τῶν κωφῶν ὁ βαθμὸς ἀκουστικῆς ἀπώλειας δὲν παίζει κανένα ρόλο, ἀφοῦ ἡ γνώση καὶ ἡ χρήση τῆς νοηματικῆς γλώσσας εἶναι τὸ διαβατήριο καὶ ἡ πιστοποίηση γιὰ νὰ ἐνταχθεῖ κάποιος σ΄ αὐτή.
Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ὅσοι ἀκούοντες θέλουν νὰ γίνουν μέλη τῆς κοινότητας τῶν Κωφῶν θὰ πρέπει νὰ μποροῦν νὰ ἐπικοινωνοῦν μαζί τους, νὰ γνωρίζουν καὶ νὰ σέβονται τοὺς κανόνες συμπεριφορᾶς στὴν κοινότητα. Οἱ ἀκούοντες ποὺ εἶναι μέλη τῆς κοινότητας τῶν κωφῶν ξεχωρίζουν γιὰ τὴ στάση τους ποὺ σχετίζεται περισσότερο μὲ τὴ δέσμευση στὴν κοινότητα καὶ τοὺς στόχους της, παρὰ μὲ τὴν ὑπηρεσία ποὺ προσφέρουν εἴτε σὲ σχολεῖα εἴτε σὲ ἄλλους ὀργανισμούς. Γενικὰ εἶναι αὐτοὶ ποὺ παλεύουν μαζὶ μὲ τοὺς κωφοὺς καὶ ὄχι γιὰ τοὺς κωφούς, γιὰ τὸ ὄφελος τῆς κοινότητας καὶ ὄχι τῶν ἰδίων (Β. Λαμπροπούλου, 1998).
Μία σύντομη ἱστορικὴ ἀναδρομὴ εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ νὰ κατανοήσουμε καλύτερα τὴ θέση τῶν κωφῶν στὴν κοινωνία διαχρονικά. Οἱ κωφοὶ καὶ γενικότερα οἱ ἄνθρωποι μὲ ἀναπηρίες ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μέχρι τὴν ἀναγέννηση δὲν εἶχαν τὴν ἀποδοχὴ τῆς κοινωνίας καὶ γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ζοῦσαν στὸ περιθώριο χωρὶς δικαιώματα καὶ ἐκπαίδευση. Στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ βιβλιογραφία ἔχουμε ἀναφορὲς γιὰ τὴν κώφωση καὶ τὴν ὕπαρξη τῶν κωφῶν κυρίως στὰ ἔργα τοῦ Ἀριστοτέλη καὶ τοῦ Πλάτωνα. Ὁ Ἀριστοτέλης θεωροῦσε ὅτι γλῶσσα καὶ ὁμιλία εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα. Στὸ ἔργο του «Προβλήματα» θεωρεῖ τὴν ἀκοὴ πιὸ σημαντικὴ ἀπὸ ὅλες τὶς αἰσθήσεις ἀναφέροντας ὅτι αὐτὴ βοηθάει στὴ νοητικὴ ἀνάπτυξη. Παράλληλα συνέδεε τὴν κώφωση μὲ τὴν ἀλαλία πιστεύοντας ὅτι ἡ βλάβη στὰ ὄργανα τῆς ἀκοῆς ἐπεκτείνεται καὶ στὰ ὄργανα τῆς ὁμιλίας. Ὁ Ἀριστοτέλης δὲν ἀναφέρεται σὲ θέματα ποὺ ἀφοροῦν τὴν ἐκπαίδευση τῶν κωφῶν καὶ ποτὲ δὲν ἰσχυρίστηκε ὅτι κωφοὶ δὲν μποροῦν νὰ ἐκπαιδευτοῦν. Ἡ ἐπίδραση ὅμως τῶν ἰδεῶν του ὄχι μόνο στὴν Ἑλλάδα ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες χῶρες ἐπηρέασε σημαντικὰ ἐκπαιδευτικοὺς καὶ γιατροὺς οἱ ὁποῖοι θεωροῦσαν ὅτι ὅσοι δὲν μποροῦν νὰ μιλήσουν δὲν μποροῦν καὶ νὰ ἐκπαιδευτοῦν, ἀφοῦ τὸ ὄργανο μάθησης, ἡ ἀκοή, εἶναι κατεστραμμένο. Στοὺς πλατωνικοὺς διαλόγους φαίνεται πὼς ἡ ὕπαρξη τῆς νοηματικῆς γλώσσας καὶ τὰ πλεονεκτήματα ἀπὸ τὴ χρήση της εἶναι γνωστά. Εἰδικότερα, ὁ Πλάτων, στὸ ἔργο «Κρατύλος», συζητᾶ μὲ τὸν Ἑρμογένη καὶ τὸν Κρατύλο γιὰ τὴν σχέση ἀντικειμένου καὶ λέξης, γιὰ τὸν φυσικὸ ἢ αὐθαίρετο συμβολισμὸ τῶν λέξεων. Σ’ αὐτὸν τὸ διάλογο ὁ Σωκράτης ἀναφέρεται καὶ στὴ νοηματικὴ γλῶσσα, ὡς ἀπαραίτητο μέσο γιὰ νὰ ἐπικοινωνήσουν οἱ κωφοί. Ἡ ἀναφορὰ αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη γραπτὴ μαρτυρία γιὰ τὴν ὕπαρξη τῆς Ἑλληνικῆς Νοηματικῆς Γλώσσας καὶ γιὰ τοὺς κωφούς της ἐποχῆς ἐκείνης. Δυστυχῶς ἡ παρατήρηση τοῦ Σωκράτη γιὰ τὰ πλεονεκτήματα τῆς νοηματικῆς γλώσσας δὲν λήφθηκαν σοβαρὰ ὑπόψη, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ κωφοὶ σὲ πολλὲς χῶρες νὰ κρατηθοῦν μακριὰ ἀπὸ τὴν ἐκπαίδευση καὶ μέσα στὴν ἀμάθεια γιὰ περισσότερο ἀπὸ 2.000 χρόνια.
Τὸν 18ο αἰ. ἡ ἐκπαίδευση τῶν κωφῶν παιδιῶν ἄρχισε νὰ ἀναπτύσσεται συστηματικὰ σὲ πολλὲς χῶρες τῆς Εὐρώπης. Στὴ Γαλλία, ὁ ἱερέας Abbe Charles Michel de l’ Epee μετὰ ἀπὸ μία τυχαία ἐπίσκεψη στὸ σπίτι ἐνορίτισσάς του ἀναλαμβάνει τὴν ἐκπαίδευση τῶν διδύμων κωφῶν κοριτσιῶν της. Ὁ de l’ Epee ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ γνωστοὺς δασκάλους κωφῶν καὶ ἵδρυσε τὸ πρῶτο δημόσιο σχολεῖο κωφῶν στὸ Παρίσι τὸ 1755 (Moores, 1996). Ἀμφισβήτησε τὴν ἄποψη ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴν ἐποχὴ του θεωρῶντας ὄχι μόνο ὅτι οἱ κωφοὶ μποροῦν νὰ ἐκπαιδευτοῦν, ἀλλὰ καὶ ὅτι ἡ νοηματικὴ γλῶσσα εἶναι ἡ φυσική τους γλῶσσα. Χρησιμοποιοῦσε τὴ νοηματικὴ γλῶσσα στὴ διδασκαλία του καὶ ἔθετε ὡς κύριο στόχο τὴν γνωστικὴ ἀνάπτυξη τῶν μαθητῶν του καὶ ὡς δευτερεύοντα τὴν ἀνάπτυξη τῆς ὁμιλίας τους. Χρησιμοποιοῦσε δραματοποίηση στὴ διδασκαλία του, γραφὴ μετὰ ἀπὸ δραστηριότητες καθὼς καὶ διήγηση ἱστοριῶν μὲ νοηματικὴ γλῶσσα. Πολλοὶ κωφοὶ μαθητές του δούλεψαν στὸ σχολεῖο αὐτὸ σὰν δάσκαλοι καθὼς καὶ σὲ ἄλλα σχολεῖα τῆς Γαλλίας. Μερικοὶ ταξίδεψαν καὶ ἵδρυσαν σχολεῖα στὴν Ὀλλανδία, Πολωνία, Σουηδία καὶ Ἰρλανδία. Τέλος ὁ κωφὸς μαθητὴς τοῦ Laurent Clerk ἵδρυσε μαζὶ μὲ τὸν Thomas Hopkins Gallaudet τὸ 1817 τὸ πρῶτο σχολεῖο κωφῶν στὶς Η.Π.Α.
Τὸ 1880 πραγματοποιήθηκε Διεθνὲς Συνέδριο ἐκπαιδευτικῶν κωφῶν παιδιῶν στὸ Μιλάνο. Σ’ αὐτό, ἡ διαμάχη ποὺ ὑπῆρχε ἀνάμεσα σὲ ἐκπαιδευτικοὺς γιὰ τὸν ρόλο τῶν νοημάτων καὶ τῆς ὁμιλίας στὴ ἐκπαίδευση τῶν κωφῶν παιδιῶν κορυφώθηκε μὲ σκληρὴ ἐπίθεση ἐναντίον τῆς Νοηματικῆς Γλώσσας. Θεωρήθηκε ὅτι ἡ Νοηματικὴ ἐμποδίζει τὰ παιδιὰ νὰ ἀσκηθοῦν καὶ νὰ ἀναπτύξουν ὁμιλία. Στὰ συμπεράσματα τοῦ Συνεδρίου καὶ στὸ τελικὸ ψήφισμα ἐπικυρώνεται «ἡ ἀναμφισβήτητη ἀνωτερότητα τῆς ἄρθρωσης στὴν ἀποκατάσταση τοῦ κωφάλαλου ἀτόμου στὴν κοινωνία καὶ στὸ ἐφοδιασμό του μὲ πληρέστερη γνώση τῆς γλώσσας». Τὸ Συνέδριο τοῦ Μιλάνου ἐπηρέασε τὴν ἐκπαίδευση τοῦ κωφοῦ παιδιοῦ παγκόσμια. Κύριος ἐκπαιδευτικὸς στόχος ἔγινε ἡ διδασκαλία τοῦ προφορικοῦ λόγου. Ὅλοι οἱ κωφοὶ ποὺ ἐργαζόντουσαν ὡς δάσκαλοι στὰ σχολεῖα κωφῶν ἀπολύθηκαν. Καταργήθηκε ἡ νοηματικὴ ὡς ἐκπαιδευτικὸ ἐργαλεῖο καὶ ἀπαγορεύθηκε ἡ χρήση της στοὺς χώρους τῶν σχολείων. Καθὼς δὲν ἀναγνωρίστηκε ἡ διάκριση ἀνάμεσα στὴ γλῶσσα καὶ τὴν ὁμιλία, ἡ διδασκαλία τῆς γλώσσας πέρασε σὲ δεύτερη μοῖρα καὶ ἡ διδασκαλία τῆς ὁμιλίας ἔγινε τὸ κύριο μάθημα στὸ ἀναλυτικὸ πρόγραμμα ἐκπαίδευσης. Ὑποβαθμίστηκε ἔτσι ἡ γνωστικὴ ἀνάπτυξη καὶ ἡ σχολικὴ πρόοδος τῶν κωφῶν μαθητῶν.
Ἡ ἐπικράτηση τοῦ ἰατρικοῦ-παθολογικοῦ μοντέλου, στὴν ἐκπαίδευση εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ἡ κώφωση νὰ ἀντιμετωπίζεται ὡς «ἀσθένεια» ποὺ ἡ ἐκπαίδευση καλεῖται νὰ θεραπεύσει μέσα ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῆς ὁμιλίας, ἐνῷ κοινωνικὰ ὁ κωφὸς ἀντιμετωπίστηκε ὡς ἀσθενὴς καὶ συχνὰ ὡς ἄτομο μὲ νοητικὴ καθυστέρηση. Τὸ 1960 ἡ γλωσσολογικὴ ἐρευνητικὴ δουλειὰ τοῦ William Stokoe πάνω στὴ δομὴ τῆς Ἀμερικάνικης Νοηματικῆς Γλώσσας ἀλλάζει τὴ στάση τῆς ἐπιστημονικῆς κοινότητας ἀπέναντι στὴ νοηματικὴ γλῶσσα. Παράλληλα οἱ κοινωνιογλωσσολογικὲς μελέτες ἀναδεικνύουν τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς κοινότητας τῶν κωφῶν. Ἔτσι ἡ κοινωνιολογικὴ ἄποψη ὅτι οἱ κωφοὶ ἀποτελοῦν πολιτισμικὴ καὶ γλωσσικὴ μειονότητα ἀρχίζει νὰ κερδίζει ἔδαφος καὶ ἀνάμεσα στοὺς ἐκπαιδευτικούς. Ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ ’80, λοιπόν, τὸ κίνημα τῶν κωφῶν ἐνέτεινε διεθνῶς τὶς προσπάθειες ἀναγνώριση τῆς νοηματικῆς γλώσσας. Οἱ κωφοὶ ἀπαίτησαν καὶ πέτυχαν σὲ πολλὲς χῶρες (ἀνάμεσά τους-καθυστερημένα-καὶ ἡ Ἑλλάδα μὲ τὸ νόμο 2817 τοῦ 2000) τὴν ἀναγνώριση τῆς ἐθνικῆς τους νοηματικῆς γλώσσας ὡς ἐπίσημης γλώσσας τῆς κοινότητάς τους καὶ ὡς κύριο μέσο τῆς ἐκπαίδευσής τους. Αὐτὸ εἶχε ὡς συνέπεια νὰ υἱοθετηθεῖ τὸ δίγλωσσο-διπολιτισμικὸ μοντέλο στὴν ἐκπαίδευση τῶν κωφῶν παιδιῶν. Ἑστιάζουμε στὴν ἑλληνικὴ ἱστορία τοῦ κινήματος τῶν κωφῶν τὸν 20ο αἰ.: Οἱ πρῶτες προσπάθειες ἐκπαίδευσης κωφῶν ἄρχισαν τὸ 1907, ἐνῷ τὸ πρῶτο σχολεῖο κωφῶν ἱδρύθηκε τὸ 1923 στὴν Ἀθῆνα. Μέχρι τὸ 1984 ἡ χρήση τῆς νοηματικῆς γλώσσας στὰ σχολεῖα κωφῶν ὅλης της Ἑλλάδας ἦταν αὐστηρὰ ἀπαγορευμένη, ἀλλὰ τὰ παιδιὰ τὴν μάθαιναν στὰ οἰκοτροφεῖα ἀπὸ συμμαθητές τους, κυρίως αὐτοὺς ποὺ εἶχαν κωφοὺς γονεῖς. Ἡ Ἑλληνικὴ Νοηματικὴ Γλῶσσα διατηρήθηκε ζωντανὴ ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια μέσα στὴν κοινότητα τῶν κωφῶν. Ὅπως συμβαίνει σὲ ὅλες τὶς ἱστορίες χειραφέτησης ἔτσι καὶ στὴν συγκεκριμένη ὑπῆρξε ἕνα πρόσωπο-κλειδὶ ποὺ συνέβαλλε ὅσο κανένας στὸ ξεπέρασμα τῶν διάχυτων προκαταλήψεων καὶ στερεοτύπων.
Πρόκειται γιὰ τὸν Νικόλαο Γραικὸ τὴ δράση τοῦ ὁποίου θὰ ἐπιχειρήσουμε ἀκολούθως νὰ ἀποδώσουμε παραπέμποντας στὶς συνθῆκες τῆς ἐποχῆς του. Ἑλλάδα, 1938. Ὑπάρχει μόνο ἕνα δημοτικὸ σχολεῖο κωφῶν στὴν Ἀθήνα. Οἱ κωφοὶ ζοῦν καὶ μεγαλώνουν σὲ μία κοινωνία ὅπου οἱ ἄνθρωποι εἶναι δέσμιοι πολλῶν προλήψεων. Λόγῳ τῆς ἄγνοιας καὶ τῶν προκαταλήψεων δὲν στιγματίζονται μόνο οἱ κωφοὶ ἀλλὰ καὶ ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογένειάς τους, στὴν πλειοψηφία τους ἀκούοντες ποὺ συχνὰ δὲν γνωρίζουν τὴ νοηματικὴ γλῶσσα. Στὸ σχολεῖο ἀπαγορεύεται ἡ χρήση τῆς νοηματικῆς, ἡ ὁποία δὲν θεωρεῖται γλῶσσα ἀλλὰ παντομίμα ἕνας εἶδος ἐπικοινωνίας ποὺ ταιριάζει σὲ κατώτερα ὄντα. Στὸν δρόμο ὁ κόσμος καρφώνει τὸ βλέμμα του πάνω στοὺς κωφοὺς ποὺ ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους στὴ νοηματικὴ γλῶσσα καὶ σχολιάζει. Τὴν ἴδια χρονιὰ ὁ Νικόλαος Γραικὸς εἶναι κατηχητὴς στὸν Ἱ.Ναὸ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στὰ Πετράλωνα. Μία Κυριακὴ ἕνα κατηχητόπουλο τὸν πλησιάζει καὶ τὸν ρωτᾶ ἐὰν μπορεῖ νὰ φέρει τὸν ἀδελφό του ποὺ εἶναι κωφὸς στὸ κατηχητικό. Τὸν διαβεβαιώνει πὼς ὁ ἴδιος θὰ ἐξηγεῖ στὸν κωφὸ ἀδελφό του ὅτι συμβαίνει καὶ λέγεται σ’ αὐτὲς τὶς συναντήσεις. Στὸ αἴτημα αὐτὸ ἀπάντησε θετικὰ καὶ ἔτσι γνωρίστηκε γιὰ πρώτη φορὰ μὲ τὸν κωφὸ νέο Γιάννη Ἄντζακα (Ν. Λογιάδης, 1996). Ὁ Γιάννης Ἄντζακας παρακολουθοῦσε τακτικὰ τὶς συναντήσεις αὐτὲς καὶ σύντομα κλείστηκε μία συμφωνία ἀνάμεσα σ’ αὐτὸν καὶ τὸν κατηχητή του. Ὁ κωφὸς νέος θὰ δίδασκε τὴ νοηματικὴ γλῶσσα στὸν κατηχητή του ὥστε ἡ ἐπικοινωνία τους νὰ εἶναι ἄμεση καὶ χωρὶς τὴ μεσολάβηση τοῦ ἀκούοντα ἀδελφοῦ του. Χρόνια πρίν, ἀνάλογη συμφωνία εἶχε κάνει ὁ de l’ Epee στὸ Παρίσι μὲ τὸν πρῶτο κωφὸ μαθητή του. (H. Lane, 1984). Σύντομα, ὁ κατηχητὴς μποροῦσε νὰ διηγεῖται τὴν περικοπὴ τοῦ Εὐαγγελίου μὲ νοήματα. Γεμᾶτος ἐνθουσιασμό, ὁ Γ. Ἄντζακας κάλεσε τοὺς κωφοὺς φίλους του, τὸν Πέτρο Πανώριο καὶ τὸν Σταῦρο Πεσματζόγλου νὰ γνωρίσουν κι αὐτοὶ τὸν ἐξαιρετικὸ αὐτὸ κατηχητὴ ποὺ μποροῦσε νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ τὴ δική τους γλῶσσα. Τώρα πιά, οἱ διηγήσεις τοῦ Εὐαγγελίου ἔχουν ἐμπλουτιστεῖ μὲ ἀνάλυση τῶν περικοπῶν αὐτῶν, καθὼς ὁ κατηχητὴς μέρα τὴ μέρα χειρίζεται ὅλο καὶ πιὸ ἄνετα τὴ νοηματικὴ γλῶσσα. Οἱ κωφοὶ νέοι συναντιοῦνται ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ μὲ τὸν κατηχητή τους, ἐνῷ στὴν ὁμάδα προστίθενται δύο νέα μέλη, ὁ Ἀλέκος Βισκαδουράκης καὶ ὁ Μανόλης Κρητικός. Αὐτοὶ οἱ πέντε κωφοὶ νέοι ἀποτέλεσαν τὸν πρῶτο πυρῆνα τοῦ κατηχητικοῦ ποὺ ὀργανώθηκε ἀποκλειστικὰ γι’ αὐτούς. Στὶς 20 Ἰουλίου 1940 ὁ Νικόλαος Γραικὸς ἐκάρη ὡς μοναχὸς Νικόδημος στὴ Μονὴ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς στὸν Ἁλμυρὸ Βόλου. Τὸ Σεπτέμβριο τοῦ ἴδιου χρόνου χειροτονεῖται ὡς κληρικὸς τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν καὶ γίνεται ἐφημέριος του Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ Ἀθηνῶν. Στὴ θέση αὐτὴ ὑπηρέτησε γιὰ 27 χρόνια. Ὁ πατὴρ Νικόδημος στὰ δύσκολα χρόνια του πολέμου καὶ τῆς Κατοχῆς εἶναι πάντα κοντὰ στὰ κωφὰ πνευματικὰ παιδιά του γιὰ νὰ τὰ στηρίξει μὲ κάθε δυνατὸ τρόπο. Σὲ μία περίπτωση μάλιστα, ὅπου οἱ Γερμανοὶ συνέλαβαν μία παρέα νεαρῶν κωφῶν, προφανῶς λόγῳ παρεξήγησης, τοὺς ἐπισκέπτεται στὴ φυλακὴ καὶ μεσολαβεῖ ὥστε νὰ ἐλευθερωθοῦν. (Μ. Κατσίμπρα, 1990). Στὴ διάρκεια τῶν δύσκολων αὐτῶν χρόνων συνεχίζει, ὅσο οἱ συνθῆκες τὸ ἐπιτρέπουν, νὰ πραγματοποιεῖ τὶς συναντήσεις τοῦ κατηχητικοῦ ὅπου τὰ μέλη εἶναι μόνο κωφοί. Ὁ πατὴρ Νικόδημος γνωρίζει καὶ ἐπικοινωνεῖ ἄνετα μαζί τους μὲ τὴ νοηματικὴ γλῶσσα. Ἀνοίγει ἔτσι στοὺς κωφοὺς διάπλατα τὴν πόρτα καὶ τοὺς δίνει γιὰ πρώτη φορὰ τὴ δυνατότητα νὰ συμμετέχουν συνειδητὰ στὴ πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὰ μυστήρια. Ὁ κατηχητὴς τοὺς εἶναι τώρα καὶ ὁ ἐξομολόγος τους. Εἶναι ὁ πρῶτος ἀκούων ποὺ γίνεται μέλος τῆς κοινότητας τῶν Ἑλλήνων κωφῶν.
Ὁ πατὴρ Νικόδημος δὲν γνωρίζει τὰ συμπεράσματα τοῦ συνεδρίου τοῦ Μιλάνου (1880) σχετικὰ μὲ τὴν ἀπαγόρευση τῆς χρήσης τῆς νοηματικῆς γλώσσας. Ἀλλὰ καὶ δὲν περιμένει νὰ ἀνακοινωθοῦν τὰ συμπεράσματα τῆς γλωσσολογικῆς ἔρευνας (1960) γι’ αὐτήν. Ξέρει πολὺ καλὰ ὅτι ἡ νοηματικὴ εἶναι πλήρης γλῶσσα καὶ ὄχι παντομίμα. Γνωρίζει ἀκόμα ὅτι ἡ νοηματικὴ εἶναι τόσο πλούσια γλῶσσα ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἀποδώσει ὅλα τὰ θεῖα νοήματα καὶ ἀλήθειες. Ἡ ἀγάπη του γιὰ κωφοὺς εἶναι μεγάλη. Βλέπει τὸ πρόσωπο καὶ ὄχι τὴν ἀναπηρία. Νιώθει καὶ βιώνει τὴν διαφορετικότητα τῶν προσώπων καὶ ἀποδέχεται ὅτι οἱ κωφοὶ μποροῦν νὰ συμμετέχουν ἰσότιμα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀποδοχὴ καὶ ὁ σεβασμός του στὴν προσωπικότητα τῶν κωφῶν ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι στὴ δεκαετία τοῦ ’60 ἀναθέτει στὸ Γιάννη Ἄντζακα τὴν εὐθύνη τοῦ κατηχητικοῦ καθὼς καὶ τὸ κήρυγμα στὴν εἰδικὴ Θεία λειτουργία γιὰ κωφοὺς ποὺ πραγματοποιοῦσε τακτικὰ μὲ παράλληλη διερμηνεία στὴ νοηματικὴ γλῶσσα. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδας ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς ὁ ἀριθμὸς τῶν κωφῶν ποὺ παρακολουθοῦσαν τὸ κατηχητικὸ αὐξήθηκε δραστικὰ καὶ ἦταν ἐξαιρετικὰ δύσκολο στὸν ἐφημέριο τῆς Μητρόπολης Ἀθηνῶν νὰ ἀνταποκριθεῖ στὶς ὁλοένα αὐξανόμενες ἀνάγκες. Καλεῖ τὸ 1948 τὴν κ. Κατσίμπρα Μαρούλα νὰ ἀναλάβει τὴν κατήχηση τῶν κωφῶν κοριτσιῶν καὶ γυναικῶν. Ἡ Κατσίμπρα Μαρούλα ἔμαθε σύντομα τὴ νοηματικὴ γλῶσσα καὶ ἔγινε ἔτσι ἡ πρώτη διερμηνέας τῆς Ἑλληνικῆς Νοηματικῆς Γλώσσας.
Στὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν ὁ πατὴρ Νικόδημος εἶχε τὴ χαρὰ νὰ τελέσει τοὺς γάμους πολλῶν ζευγαριῶν κωφῶν καὶ νὰ βαφτίσει τὰ παιδιά τους. Τὴν ἴδια ἐποχή, γιατροὶ καὶ ἐκπαιδευτικοὶ πιστεύουν ὅτι δὲν πρέπει νὰ γίνονται γάμοι μεταξὺ κωφῶν, γιατί αὐτὸ συντελεῖ στὴν αὔξηση τῶν ποσοστῶν τῆς κώφωσης μέσα στὸ γενικὸ πληθυσμό. Τὸ 1963, μαζὶ μὲ ἐκλεκτοὺς συνεργάτες του, ἵδρυσε τὸ Σωματεῖο: Φίλοι τῶν Κωφῶν «ὁ Προφήτης Ζαχαρίας» μέσα στὸ ὁποῖο ἀναπτύχθηκε ἕνα σημαντικὸ μέρος τῆς ζωῆς τῆς κοινότητας τῶν κωφῶν. Στοὺς χώρους τοῦ σωματείου οἱ κωφοὶ εἶχαν τὴν εὐκαιρία νὰ παρακολουθοῦν διαλέξεις πάνω σὲ θέματα ποὺ τοὺς ἀπασχολοῦσαν, μαθήματα κοπτικῆς, ραπτικῆς. Ὀργανώνουν ἐκεῖ διάφορες ἐκδηλώσεις ἐνῷ παράλληλα συμμετέχουν στὴ Θεία Λειτουργία, τὴν ἐξομολόγηση καὶ τὴν κατήχηση. Περισσότερο ὅμως ἀπὸ ὅλα, νιώθουν ὅτι εἶναι ἕνα μέρος ποὺ δὲν ὑπάρχουν διακρίσεις ὅπου μποροῦν νὰ χρησιμοποιοῦν τὴ νοηματικὴ γλῶσσα χωρὶς νὰ τραβοῦν τὰ βλέμματα, χωρὶς νὰ ντρέπονται. Οἱ κωφοὶ πηγαίνουν ἐκεῖ μὲ τὰ παιδιά τους, ἀκούοντα τὰ περισσότερα, ἀλλὰ καὶ κωφά, τὰ ὁποῖα παίζουν καὶ ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους χωρὶς νὰ συνειδητοποιοῦν καὶ νὰ βλέπουν τὴ διαφορετικότητά τους. Ὁ πατὴρ Νικόδημος γίνεται ὁ πνευματικὸς καὶ αὐτῶν τῶν παιδιῶν. Τὸ 1967 χειροτονεῖται ἐπίσκοπος Θηβῶν καὶ Λεβαδείας, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ὑπὸ αὐτὴ τὴν ἰδιότητα παραμένει κοντὰ στοὺς κωφοὺς δίνοντας κάθε Πέμπτη τὸ «παρών» στὸ σωματεῖο τους. Τὸ 1981 ὁ Ἐπίσκοπος Νικόδημος ἀποσύρεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Συνεχίζει νὰ ἐπικοινωνεῖ ἀδιάκοπα μὲ τοὺς κωφοὺς μέχρι τὸν θάνατό του (15 Φεβρουαρίου 1996). Αὐτὴ εἶναι μὲ ἐλάχιστα λόγια ἡ ἱστορία τοῦ ἐπισκόπου πρώην Θηβῶν καὶ Λεβαδείας Νικοδήμου, τῆς προσωπικότητας ποὺ ἔπαιξε πιθανῶς τὸν καταλυτικότερο ρόλο στὴν ἀνάπτυξη καὶ τὴν ἐνδυνάμωση τῆς κοινότητας τῶν κωφῶν στὴν Ἑλλάδα. Δὲν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖο ποὺ γιὰ τοὺς κωφοὺς ὑπῆρξε πάντα ὁ πατὴρ Νικόδημος.
Ὁ πρῶτος πρόεδρος τῆς Ὁμοσπονδίας Κωφῶν Ἑλλάδος Στάθης Τζοῦρος, ἐκδότης τῆς μοναδικῆς στὴν Ἑλλάδα ἐφημερίδας γιὰ κωφοὺς «ὁ Κόσμος τῆς Σιωπῆς», εἶχε ἀναφέρει ὅτι «τὸν πατέρα Νικόδημο πρέπει νὰ τὸν γράψει ἡ ἱστορία μὲ χρυσὰ γράμματα γιὰ τὴν προσφορά του στοὺς κωφούς, σὲ μία ἐποχὴ ποὺ κανένας δὲν ἐνδιαφερότανε καὶ δὲν πρόσεχε αὐτὴ τὴ μερίδα τῶν ἀνθρώπων». Ἀντὶ ἐπιλόγου: Ὅλα ὅσα παραπάνω παρατίθενται εἶναι διασταυρωμένες μαρτυρίες, ἀλήθειες βγαλμένες μέσα ἀπὸ τὶς βαθύτερες τῶν ἀνθρώπων ὑπαρξιακὲς ἀναφορὲς καὶ μνῆμες. Ὁ ἀναγνώστης καλεῖται νὰ συνειδητοποιήσει ὅτι ἡ ἱστορία τῆς κοινότητας τῶν κωφῶν δὲν γράφεται σὲ βιβλίο, εἶναι εἰκόνες στὸ μυαλὸ τῶν κωφῶν ποὺ μεταφέρονται μὲ τὴ νοηματικὴ γλῶσσα ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη