Σε μια στιγμή τον πλησίασε (τον Άγιο Ανδρέα τον δια Χριστόν σαλό) κι ένας νεαρός ευνούχος, δούλος κάποιου πλούσιου άρχοντα. Το πρόσωπό του ήταν ροδαλό και το δέρμα του λευκό. Όμορφος, ξανθός και λεπτεπίλεπτος, φορούσε ρούχα πολυτελή και μύριζε από μακριά αρώματα. Ήταν συνομήλικος, γείτονας και φίλος του Επιφανίου (φίλου και μαθητή του Αγίου). Στο χέρι του κρατούσε μια αρμαθιά χουρμάδες. Βλέποντας τον όσιο γυμνό, απόρησε και ρώτησε ταραγμένος τον Επιφάνιο:
- Ποιός είναι αυτός φίλε μου; Γιατί γυρίζει γυμνός μέσα στο κρύο και κάθεται κάτω σαν θαλασσοδαρμένος;
- Τι να σου πω, δεν ξέρω. Φαίνεται πως τον νου του τον έχει αιχμαλωτίσει ο πονηρός, γι’ αυτό γυρίζει εδώ κι εκεί σαν τρελός (ο Επιφάνιος γνώριζε ότι ο όσιος παριστάνει τον σαλό, αλλά δεν είχε ευλογία από τον Άγιο να τον φανερώσει στον κόσμο). Όλοι οι δαιμονισμένοι έτσι κάνουν, ξεσκίζουν τα ρούχα τους και κυκλοφορούν γυμνοί, χωρίς να αισθάνονται το κρύο ή τη ζέστη.
Ο ευνούχος συμπόνεσε τον όσιο και του έδωσε τους χουρμάδες.
- Πάρε αυτά για την ώρα, του είπε, δεν έχω τίποτ’ άλλο μαζί μου.
Ο όσιος, όμως, που με τα νοερά μάτια έβλεπε την κατάσταση της ψυχής του, τον κοίταξε βλοσυρά και του είπε:
- Οι σαλοί δεν δέχονται δώρα από κωλοφονίους (εννοώντας τους ομοφυλόφιλους, κάνοντας λογοπαίγνιο με την λέξη κολοφώνιο που είναι είδος λάχανου).
Εκείνος δεν κατάλαβε το υπονοούμενο και είπε:
- Είσαι πραγματικά τρελός. Χουρμάδες βλέπεις και για κολοφώνια τους περνάς;
- Πήγαινε, δόλιε, στο δωμάτιο του κυρίου σου, του αποκρίθηκε ο μακάριος, και κάνε μαζί του την βδελυρή αμαρτία των Σοδομιτών, για να σου δώσει κι άλλους χουρμάδες. Ταλαίπωρε! Ούτε το φως της Βασιλείας των Ουρανών βλέπεις, ούτε την αγριότητα της γέεννας γνωρίζεις, ούτε τον άγγελό σου, που σε ακολουθεί καταλυπημένος, ντρέπεσαι. Τι θα γίνει μ’ εσένα, βρωμερέ, που συχνάζεις στις γωνιές μαζί με άλλους και κάνεις πράξεις αφύσικες, πράξεις που ούτε τα σκυλιά τις ξέρουν, ούτε οι χοίροι, ούτε τα φίδια; Από που τα έμαθες αυτά, ακάθαρτε; Κρίμα στα νιάτα σου, που τα πλήγωσε ο σατανάς και τα γκρέμισε εύκολα στα τρίσβαθα του άδη. Πρόσεξε, μη συνεχίσεις έτσι, για να μη ρίξει φωτιά ο Θεός και σε κάψει, κι έτσι από τη μια φωτιά πέσεις πρόωρα στην άλλη, την αιώνια!
Η ταραχή του ευνούχου ήταν φανερή. Είχε κατακοκκινίσει από την ντροπή του.
- Αλίμονό μου! μπόρεσε μόνο να ψελλίσει.
- Τι έπαθες φίλε μου; τον ρώτησε ο Επιφάνιος. Γιατί κοκκίνισες έτσι; Ωστόσο μην περιφρονήσεις τα λόγια του. Αν η συνείδησή σου σε ελέγχει για κάτι απ’ αυτά που σου είπε, φρόντισε να διορθωθείς. Είσαι νέος κάι εύκολα ξεγελιέσαι από τον σατανά. αυτός είναι φοβερός, είναι πανούργος και μοχθηρός συνάμα. Μας σπρώχνει στην αμαρτία, για να έχει κι εμάς μαζί του στη φωτιά της γέεννας και να παρηγοριέται.
Ο ευνούχος έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο, δίχως να πει τίποτα.
Ο Επιφάνιος σήκωσε τον όσιο και μπήκαν στο σπίτι του. Βρήκαν το τραπέζι στρωμένο. Κάθησαν κι έφαγαν. Όταν τελείωσαν, ο Επιφάνιος ρώτησε τον όσιο:
- Γιατί, κύριέ μου, μίλησες τόσο σκληρά στον φίλο μου;
- Επειδή ακριβώς είναι φίλος σου, γι’ αυτό του μίλησα έτσι. Αν δεν ήταν φίλος σου, δεν θα του έλεγα ούτε μια λέξη. Σκοπός μου δεν είναι να ελέγχω τους αμαρτωλούς, αλλά να βαδίζω στον ίσιο δρόμο, που οδηγεί στον ουρανό.
- Αφού, όμως, είναι δούλος και βιάζεται από τον αφέντη του, τι μπορεί να κάνει ο καημένος;
- Το ξέρω πως είναι δούλος, είπε ο όσιος, πρέπει να υπηρετεί τον αφέντη του μόνο στις υλικές του ανάγκες, όχι στα έργα του διαβόλου και στις άνομες πράξεις, και μάλιστα σ’ αυτό το σιχαμερό, σ’ αυτό το καταραμένο αμάρτημα, που ούτε στα άλογα ζώα το συναντάμε! Τι άνθρωπος είναι, αφού δεν αισθάνεται τη δυσοσμία της κοπριάς και δεν φεύγει μακριά της;
- Αν, όμως, ο αφέντης του, ξαναείπε ο Επιφάνιος, τον προστάξει να κάνει κάποια υπηρεσία, ακόμα και αμαρτωλή, και ως δούλος δεν υπακούσει, ξέρεις τι τον περιμένουν-και βρισιές και ξύλο και τόσα άλλα βάσανα.
- Αυτό, παιδί μου, είναι το μαρτύριο του Χριστού. Αυτό εννοούσε ο Κύριος, όταν έλεγε: «Μακάριοι είναι όσοι διώκονται για την αρετή, γιατί σ’ αυτούς ανήκει η Βασιλεία του Θεού” (Ματθ. 5, 10). Αν οι δούλοι δεν υποκύπτουν στη βδελυρή σοδομιτική επιθυμία των κυρίων τους, είναι μακάριοι και τρισμακάριοι, γιατί με τα βάσανα που θα υποφέρουν, θα στεφανωθούν από τον Κύριο σαν μάρτυρες.
Από το βιβλίο: ΟΣΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ο δια Χριστόν σαλός. Ιερά Μονή Παρακλήτου.
Να σημειώσουμε βέβαια, πως όλοι σχεδόν οι ομοφυλόφιλοι των ημερών μας, δεν είναι δούλοι σε κάποιο αφεντικό όπως ο ευνούχος στο περιστατικό με τον Άγιο Ανδρέα τον δια Χριστόν σαλό. Αντίθετα, είναι ελεύθεροι και δυστυχώς δούλοι μόνο στα πάθη τους. Παρόλ’ αυτά, υπάρχει πάντα η μετάνοια όσο υπάρχει καιρός ζωής, που είναι άγνωστον πόσος είναι για τον καθένα μας, γι’ αυτό δεν σηκώνει καθυστέρηση κι αναβολή…
Πληκτρολόγηση του κειμένου: ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ