Το τσιγάρο είναι ένα ψυχοσωματικό ναρκωτικό, εξ αιτίας της έντονης εθιστικής «ναρκωτικής» ουσίας της νικοτίνης. Το κάπνισμα είναι μια «εξαρτημένη» συνήθεια που (για κάποιους) γίνεται ο προθάλαμος του χασίς, και άλλων ουσιών.
Ξεκινά συνήθως από μια αφελή περιέργεια, «μια δοκιμή με ρίσκο», από ανάγκη για αποδοχή, συμμετοχή και ένταξη σε κάποια ομάδα «για την παρέα και για πλάκα»» ή από ανάγκη για ταύτιση με κάποια πρότυπα (μιμητισμό).
Ένας μιμητισμός και μια πρόωρη, εγωιστική πράξη επίδειξης, «μαγκιά και αντριλίκι» των αγοριών, και μια πράξη ψευδής ανεξαρτησίας, «ξετσούμισμα» των κοριτσιών, που αρχίζει, όταν αποκοπεί από τον νου η λογική, για μια ανόητη ιδέα και μια παράλογη επιθυμία.
Μια επιθυμία, και μια αυτοκαταστροφική, επαναστατική παρακοή και αχαριστία, που ανταποδίδει «μαχαιριά» στα «μη», τα «πρέπει» και τις συμβουλές, των «παιδοτρίβων» εκπαιδευτικών και γονιών, που από περιέργεια, πείσμα και νταηλίκι, γίνεται συνήθεια, επίκτητη ανάγκη, μανία, πάθος και εξάρτηση.
Μια εξάρτηση που προκειμένου να ικανοποιηθεί, τους αμβλύνει το αίσθημα ντροπής και της ευγένειας, τους υπεραυξάνει το συναίσθημα της θρασύτητας – αναίδειας και τα σπρώχνει να βρίσκουν τρόπους, χρόνο και χρήματα, ακόμη και όταν αυτό είναι αντίθετο με την υγεία τους, το συμφέρον τους, το δικαίωμα των άλλων και τον νόμο.
Αρχικά, κάθε προσωπική και κοινωνική εκδήλωση, κατά την οποία εκδηλώνεται – αναπτύσσεται – κάποιο συναίσθημα από «ψυχοσωματική ευχαρίστηση» ή «ψυχοσωματικό πόνο», (χαρά, λύπη, άγχος, φόβος, stress) συνοδεύεται «ανακλαστικά» με τσιγάρο, οπότε τα χέρια συνηθίζουν να το κρατούν, κι αποκτούν «ανακλαστική μνήμη», σε κάθε ψυχοσωματική ένταση «ψυχοσωματική διέγερση».
Η ψυχοσωματική διέγερση, όπως και η έντονη δραστηριότητα, επηρεάζει τα ζωτικά όργανα (καρδιά, στομάχι, συκώτι, χολή, πνευμόνια) και το νευρικό και το αναπνευστικό σύστημα, κι άλλοτε τα φουσκώνει «πρήζει», άλλοτε τα σφίγγει, κι άλλοτε τα χαλαρώνει κι έτσι, επιβεβαιώνονται οι φράσεις «μου έπρηξες το συκώτι, τη χολή, το στομάχι», «τα νέα ήταν ευχάριστα και ηρέμησα!», «κάπνισα ένα τσιγάρο και χαλάρωσα!».
Ο καπνιστής ανάλογα με το συναίσθημα, ή την δραστηριότητα, νιώθει είτε μια «πίεση» με δυσφορία, αμηχανία και εκνευρισμό, είτε μια ευχαρίστηση ή υπέρμετρη ευφορία, που δεν μπορεί να ελέγξει «σαν κάτι να του λείπει – σαν κάτι να θέλει» και για να ξεφουσκώσει, να χαλαρώσει, να καταλαγιάσει, να απολαύσει κάτι, (να συγκεντρωθεί ο νους για να σκεφτεί ή να κάνει κάτι, ή ακόμη και για να πάρει δύναμη για κάτι, «καταφεύγει» στο κάπνισμα, γιατί του έχει γίνει απαραίτητο συνοδευτικό και ρυθμιστικό «ψυχοσωματικό δεκανίκι», από «ψυχοσωματική συνήθεια».
Από ψυχοσωματική συνήθεια στον εισπνεόμενο καπνό, με την «ναρκωτική – εθιστική» ουσία της νικοτίνης και τα κατάλοιπα πίσσας, αιθάλης, αμμωνίας, λιπασμάτων και εντομοκτόνων, «εθίζονται» τα ζωτικά όργανα και κυρίως η καρδιά, η οποία είναι ο «θρόνος» από τα έγκατα του νου, των κυττάρων του σώματος και των συναισθημάτων κι αποκτά (ναρκωτική) «ψυχοσωματική εξάρτηση».
Από ψυχοσωματική εξάρτηση, παραβλέπει τον κίνδυνο του συνδρόμου της στέρησης, και ‘’ντοπαρισμένος’’ ψυχικά και σωματικά (παίζει) κάνει κύκλους την δίνη του καπνού, όπως η μέλισσα (από αβλεψία για τις ήδη πνιγμένες), κάνει κύκλους, γύρω από το ποτήρι με την πορτοκαλάδα.
Η αυταπάτη «όποτε θέλω το κόβω», το υποκοριστικό «τσιγαράκι», οι τσίχλες και τα αρώματα, που συνειδητά και ασυνείδητα υποτιμούν, υποβαθμίζουν, εξωραΐζουν και κρύβουν «στρουθοκαμηλικά» τις παρενέργειες από την μπόχα και την καπνίλα, θα κατονομαστούν «εξάρτηση» και «βρωμοτσίγαρο» μόνο όταν από εκνευρισμό και ανασφάλεια για τον καπνό, χαθεί ο αυτοέλεγχος ή φουντώσει ο «τσιγαρόβηχας».
Οι έκδηλες ψυχοσωματικές και (στερητικές) επιπτώσεις, από την τυχόν έλλειψη του καπνού (πονοκέφαλος, σιελόρροια, διαταραχή του ύπνου, φλέμα, καταρροή, δυσκοιλιότητα, αδυναμία συγκέντρωσης, εκνευρισμός, ταραχή και ανησυχία, λαχτάρα για τσιγάρο), σε συνδυασμό με την ψυχοσωματική εξάρτηση σε συνήθειες και κινήσεις, με τον καιρό γίνονται αιτία να χαθεί παντελώς, ο εκ της φύσης σταθεροποιητής (ρυθμιστής – ελεγκτής) του συναισθήματος – διάθεσης.
Το χάσιμο του (ρυθμιστή) του συναισθήματος, γίνεται αιτία να χαθεί ο ψυχικός και ο σωματικός «αυτοέλεγχος» και να μετατραπεί η ψυχοσωματική γαλήνη, η ηρεμία και η απόλαυση, σε (ψυχοσωματικό βάσανο), «ψυχοσωματική αποδιοργάνωση».
Η ψυχοσωματική αποδιοργάνωση, ο (ψυχοσωματικός αποσυντονισμός) και η διαπίστωση ότι το τσιγάρο (το κάπνισμα) από επιθυμία έγινε «επίκτητη ανάγκη» και ψυχοσωματικό πρόβλημα, δημιουργεί στο μυαλό «εμφύλια διαμάχη» επίγνωση – συναίσθηση – του «συνδρόμου της στέρησης».
Η συναίσθηση του συνδρόμου της στέρησης, οδηγεί στην αυτοκριτική – αυτοκατάκριση «αυτομεμψία» με το ‘’λούσιμο’’ των επιθέτων (το έμαθα σαν βλάκας, κατάντησα πρεζόνι) και στις πρώτες δειλές σκέψεις και ισχνές προσπάθειες «απεξάρτησης», που συνήθως δεν καρποφορούν, επειδή αναβάλλονται ή ματαιώνονται, παρά την συνδρομή και τις συμβουλές ειδικών/γιατρών, γιατί η συνήθεια έγινε αρρωστημένη ανάγκη, «κόλλημα» μανία και «πάθος».
Το πάθος του καπνίσματος (όπως και κάθε πάθος) για να κοπεί, πρέπει να φύγει η αγάπη προς τις «αιτίες» και τις «αφορμές», ώστε να απαλλαγή ο νους από τις σκέψεις για κάπνισμα, οι οποίες γεννιούνται συνειρμικά μέσω των αισθήσεων, από τις συνήθειες.
Οι συνήθειες, για να κοπούν ή να αλλάξουν, χρειάζεται παραδοχή του πάθους, επιθυμία (βούληση) για απεξάρτηση, «απόφαση» υπομονή και προσπάθεια.
Η προσπάθεια για όσους δεν μπορούν να κόψουν το τσιγάρο «μία κι έξω», πρέπει να γίνει, με κατάλληλες τεχνικές έλεγχου των κινήσεων και των αισθήσεων, που θα στοχεύουν, στο να εξαφανισθούν οι σκέψεις και οι συνήθειες, που οδηγούν στο κάπνισμα.
Για ξεκίνημα της προσπάθειας, ο καπνιστής δεν πρέπει να ξαναπάρει μαζί του «σύνεργα» (πακέτο, σακουλάκι καπνού, αναπτήρα) και επιμελώς να προσέξει ώστε, μετά από κάθε δραστηριότητα και κάθε ψυχοσωματική ευχαρίστηση ή στενοχώρια:
• να έχει αμέσως στο χέρι που συνήθως κρατά το τσιγάρο, κάποιο αντικείμενο (μπρελόκ, στυλό, μολύβι, μπαλάκι, κομπολόι, κομποσκοίνι κλπ.), για να απασχολείται, μέχρι να σβηστεί ή να αλλαχτεί η καταγεγραμμένη από τον εγκέφαλο και τα νεύρα κίνηση.
• να μυρίζει κάποιο αρωματικό μαντιλάκι, ή κολόνια, ώστε να ξεχαστεί η καπνίλα.
• να σκέφτεται οτιδήποτε άλλο, με οποιοδήποτε συνετό τέχνασμα – τρόπο – χωρίς να ψάχνει για δικαιολογίες – προφάσεις – «άλλοθι» για να καπνίσει δήθεν «το τελευταίο!».
Να γυμνάζεται και να αρχίσει καινούργιες δραστηριότητες, ώστε αποφεύγει την ακηδία και τα μέρη (τις συνθήκες), που γίνονται αφορμές για να γεννηθούν σκέψεις για κάπνισμα.
Να αποφεύγει, τις καταστάσεις που διεγείρουν έντονα συναισθήματα και να μην παραμένει δίπλα σε όσους καπνίζουν, και σε όσους είναι αγχώδεις – νευρικοί, γιατί τα συναισθήματα κατά τον «Sigmund Freud» μεταδίδονται!
Αν παρά ταύτα, νιώσει έντονη επιθυμία για κάπνισμα, να πιει λίγο νερό, να μασήσει μια τσίχλα, και να πάρει κάποιες βαθιές αναπνοές, για να αποφύγει την αμηχανία, το «φούσκωμα» – σφίξιμο – stress ή την υπέρμετρη ευφορία, που τυχόν νιώθει, με την σκέψη ότι δίνει μια μάχη, που οπωσδήποτε πρέπει να κερδίσει.
Σημείωση: Οι πατέρες της Ορθοδοξίας (Ισαάκ ο Σύρος, Ιωάννης ο Χρυσόστομος) υποστήριξαν ότι, κάποια από τα κακά συναισθήματα, όπως είναι ο θυμός, η οργή, η αγανάκτηση, η πονηριά, και η φιλαργυρία, είναι πολύ καλά (έχουν εξαίρετες ιδιότητες), όταν χρησιμοποιούνται για να αναχαιτιστεί – νικηθεί – κάποια κακή σκέψη (λογισμός), ή κάποια κακή συνήθεια, ή συναίσθημα που έγινε πάθος.
Με άλλα λόγια, ο καπνιστής αφού αρχίσει να νιώθει αποστροφή και μίσος, για την κακή συνήθεια που έγινε πάθος, πρέπει να ντραπεί, να θυμώσει, να οργισθεί, να αγανακτήσει και να πονηρέψει, για το συμφέρον της υγείας, της αισθητικής εικόνας, και της τσέπης του!
Η χρήση αντικαταστατών, (φαρμακευτικές τσίχλες, αυτοκόλλητα ή πίπα με νικοτίνη) ως μεθοδολογία απεξάρτησης, επεκτείνουν χρονικά το σύνδρομο της στέρησης, ενώ η ύπνωση, ο βελονισμός και το ψεύτικο τσιγάρο, ως μέθοδος διακοπής του καπνίσματος, είναι απλά «γιατροσόφια» και «μαντζούνια», που ορισμένους «αυθυποβολικά» μπορεί να τους βοηθήσουν.
Η διακοπή του καπνίσματος, είναι η κορυφαία πράξη, από το καταστάλαγμα όλων των διανοητικών επεξεργασιών και των παραγόντων που επηρεάζουν μια υπεύθυνη, ισχυρή, μαχητική, συνετή και «συνεπή» απόφαση.
Η συνεπή απόφαση, θα σπάσει τα βρόχια και τα δίχτυα (τα δεσμά) της εξάρτησης, θα τερματίσει την αυτόβουλη ψυχοσωματική υποδούλωση στην νικοτίνη, και θα συμβάλλει για να ανακτηθεί, ο χαμένος αυτοσεβασμός – αυτοεκτίμηση και η χαρά της ψυχοσωματικής ελευθερίας.
Υ.Γ. Το πάθος του καπνίσματος (τσιγάρου), όταν πολυκαιρίσει, καταγράφεται ανεξίτηλα στα κύτταρα «στο D.N.A.» του σώματος, της μνήμης και του νου, ως ένα είδος ποινικού μητρώου «μια ισόβια ποινή με προσωρινή αναστολή» που ελλοχεύει – καραδοκεί – μέσα στην καρδιά, ως όφις κρυμμένος στην κοπριά, και (υποβόσκει) όπως ο έρπις, για να εκδηλωθεί σε όσους μετά από αγώνα απεξάρτησης και αποτοξίνωσης επανέλθουν.
• Ο νους κατά τον Σωκράτη, είναι ο ηνίοχος που βάζει φρένο στις επιθυμίες των παθών και οδηγεί τον άνθρωπο στο αγαθό και το καλό.
Πλάτωνας «Φαίδρος»
• Η αρετή συνίσταται όχι μόνο στην αποχή από τα όποια πάθη, αλλά και στην μη επιθυμία των παθών.
Oscar wilde
• Αν σε οδηγεί το πάθος, δώσε τα χαλινάρια στη λογική.
Benjamin Franklin
Πηγή: Vimaonline.gr, Ενωμένη Ρωμηοσύνη