O θάνατος είναι ένα βιολογικό φαινόμενο και πρέπει να έχει εφαρμογή σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς, φυτικούς και ζωικούς. Τα κριτήρια του θανάτου, όμως, είναι δυνατόν να είναι διαφορετικά για τους διάφορους οργανισμούς. Το κατάλληλο κριτήριο θανάτου για τα θερμόαιμα ζώα είναι η οριστική διακοπή της κυκλοφορίας οξυγονωμένου αίματος, η οποία ακολουθείται από απώλεια της ακεραιότητας των κυτταρικών μηχανισμών από τους οποίους εξαρτάται η ζωή και από την έναρξη της αποσύνθεσης.
Ο θάνατος των ανθρώπων είναι ένα αντικειμενικό βιολογικό φαινόμενο και είναι δυνατόν να ορισθεί ως η αμετάκλητη διακοπή της λειτουργίας του οργανισμού, θεωρουμένου ως ενιαίου όλου. Το κατάλληλο κριτήριο διάγνωσης του θανάτου στον άνθρωπο είναι η μη αναστρέψιμη διακοπή της κυκλοφορίας οξυγονωμένου αίματος
Όπως είναι γνωστό, μέχρι το έτος 1968 το κριτήριο διάγνωσης του θανάτου του ανθρώπου ήταν η μη αναστρέψιμη διακοπή της κυκλοφορίας του αίματος και της αναπνευστικής λειτουργίας. Το έτος 1968 η ad hoc επιτροπή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Harvard των ΗΠΑ (Ad hoc Harvard Committee) εισηγήθηκε την αποδοχή ενός νέου, νευρολογικού, κριτηρίου θανάτου. Σύμφωνα με το κριτήριο αυτό, νεκροί είναι οι ασθενείς οι οποίοι ευρίσκονται σε βαθύ, μη αντιδρών, απνοϊκό κώμα και στους οποίους δεν υπάρχει «ευδιάκριτη» δραστηριότητα του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος («εγκεφαλικός θάνατος», «ε.θ.»).
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ο καθηγητής R. Adams -στον οποίο η προαναφερθείσα επιτροπή ανέθεσε την εξεύρεση κατάλληλου νευρολογικού κριτηρίου για το νέο (νευρολογικό) ορισμό του θανάτου- έγραφε ότι στον «ε.θ.» υπάρχει πλήρης αδυναμία πρόσληψης ερεθισμάτων και απόκρισης σ'αυτά, η οποία αφορά όλες τις αποκρίσεις, δηλαδή του εγκεφάλου, του εγκεφαλικού στελέχους και του νωτιαίου μυελού. Ετσι, σύμφωνα με την επιτροπή του Harvard, οι «εγκεφαλικώς νεκροί» («ε.ν.») δεν εμφανίζουν κινήσεις ούτε οποιοδήποτε αντανακλαστικό.
" Ποιοι λόγοι επέβαλαν την αλλαγή της έννοιας του θανάτου;
Είναι πολύ ενδιαφέρον να γίνει γνωστό ότι οι λόγοι για τους οποίους η προαναφερθείσα επιτροπή (Ad hoc Harvard Committee) εισήγαγε την έννοια του «ε.θ.» ήταν, πρώτον, για να ελαττωθεί το «φορτίο» των συγγενών και των Μονάδων Εντατικής θεραπείας (ΜEΘ) από τους ασθενείς αυτούς, οι οποίοι δεν είχαν προοπτική αποκατάστασης, και δεύτερον, γιατί, αν εξακολουθούσε να ισχύει το παλαιό κριτήριο θανάτου, θα υπήρχαν διαφωνίες για τη λήψη ζωτικών οργάνων από τους «ε.ν.» ασθενείς προς μεταμόσχευση.
Ο πρόεδρος της ad hoc επιτροπής του Harvard, Henry Beecher, ήταν πολύ αποκαλυπτικός όταν έγραφε ότι η επιλογή του ορισμού του θανάτου είναι μια αυθαίρετη επιλογή και ότι ζωή είναι το να μπορείς να λειτουργείς.
Βλέπει επομένως σαφώς ο απροκατάληπτος μελετητής του θέματος ότι η έννοια του «ε.θ.», ως έννοια ταυτόσημη με το θάνατο, αναδύθηκε για καθαρά ωφελιμιστικούς λόγους. Εδώ πρέπει να λεχθεί ότι, ήδη από το 1959, Γάλλοι ιατροί είχαν μεν περιγράψει την κλινική εικόνα του απνοϊκού, βαθέος μη αντιδρώντος κώματος με τη μεγάλη αιμοδυναμική αστάθεια, αλλά δεν ταύτιζαν την κατάσταση αυτή με το θάνατο του ανθρώπου.
Κριτήρια για τον ορισμό του «ε.θ.»: Τα κριτήρια της επιτροπής του Harvard υπέστησαν τροποποιήσεις, και έτσι το 1981 ειδική επιτροπή εμπειρογνωμόνων επί του θανάτου στις ΗΠΑ εισήγαγε τον «ενιαίο» ορισμό του θανάτου, σύμφωνα με τον οποίο ένας άνθρωπος είναι νεκρός είτε με βάση το παλαιό καρδιο-αναπνευστικό κριτήριο είτε με βάση τη μη αναστρέψιμη απώλεια όλων των λειτουργιών ολοκλήρου του εγκεφάλου, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων του εγκεφαλικού στελέχους. Το 1971 εξάλλου, δύο νευροχειρουργοί στις ΗΠΑ (Mohandas & Chou) εισηγήθηκαν ότι η απώλεια των λειτουργιών μόνο του εγκεφαλικού στελέχους είναι αναγκαία και επαρκής συνθήκη για να χαρακτηρισθεί ο άνθρωπος «ε.ν.». Την τελευταία αυτή άποψη ασπάστηκε, με δύο διαδοχικές αποφάσεις της, τη δεκαετία του 1970, και η «αγγλική σχολή», αλλά και η χώρα μας, τόσο παλαιότερα όσο και πλέον πρόσφατα με το νόμο 2737/1998.
Σύμφωνα με το θεωρητικό της «αγγλικής σχολής» C. Pallis, «ο θάνατος ορίζεται ως η μη αναστρέψιμη απώλεια της ικανότητας για αυτόματη αναπνοή σε συνδυασμό με τη μη αναστρέψιμη απώλεια της ικανότητας για συνείδηση».
Από ετών, τέλος, συζητείται η καθιέρωση της θεωρούμενης απώλειας των ανώτερων διανοητικών λειτουργιών και της συνείδησης του ανθρώπου ως αναγκαίου και επαρκούς κριτηρίου θανάτου, χωρίς να εξετάζεται εάν υπάρχουν φυτικές λειτουργίες στους ασθενείς αυτούς (higher brain formulation of death). Σύμφωνα με τους εισηγητές αυτού του κριτηρίου του θανάτου, ο θάνατος θα πρέπει ν' αντανακλά το θάνατο του ανθρώπου ως προσώπου μάλλον, παρά το θάνατο του ανθρώπου ως οργανισμού.
Εάν επικρατήσει αυτό το κριτήριο για τη διάγνωση του «ε.θ.»,τότε νεκροί θα θεωρούνται όχι μόνον οι «ε.ν.», αλλά και οι ασθενείς οι οποίοι ευρίσκονται σε μόνιμη φυτική κατάσταση και, ενδεχομένως, όλοι οι βαριά απνοϊκοί ασθενείς, των οποίων η προσωπικότητα έχει πλήρως αποδιοργανωθεί.
Ενστάσεις στην έννοια του «ε.θ.»: Μολονότι η έννοια του «ε.θ.» έχει γίνει αποδεκτή από πλείστους ερευνητές σ' όλο τον κόσμο, έχουν εκφρασθεί και αντίθετες απόψεις, τόσο παλαιότερα όσο και πρόσφατα. Έτσι έχει υποστηριχθεί ότι η έννοια του «ε.θ.», τόσο αυτή που στηρίζεται στη (θεωρούμενη) μη αναστρέψιμη απώλεια μόνο των λειτουργιών του εγκεφαλικού στελέχους (Αγγλία, Ελλάδα) όσο και αυτή που στηρίζεται στη (θεωρούμενη) μη αναστρέψιμη απώλεια όλων των λειτουργιών ολόκληρου του εγκεφάλου (ΗΠΑ), είναι μια έννοια χωρίς ακριβή κλινική ή παθολογοανατομική βάση και γι' αυτόν το λόγο τα κριτήρια διαγνώσεώς του είναι αυθαίρετα, και ότι οι «ε.ν.» δωρητές οργάνων, με οποιοδήποτε εκ των προαναφερθέντων κριτηρίων, δεν είναι νεκροί.
Ο καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Harvard, Robert Truog, υποστηρίζει ότι η έννοια του «ε.θ.» παραμένει ασυνάρτητη στη θεωρία και συγκεχυμένη στην πράξη, ενώ ορισμένοι ερευνητές θεωρούν ότι ο «ε.θ.» είναι έννοια διαφορετική απ' εκείνη του θανάτου του ανθρώπου και ότι επινοήθηκε για την απόκτηση οργάνων για μεταμοσχεύσεις. Την ίδια θέση, ότι δηλαδή η αιτία της εφεύρεσης (ή επινόησης) του «ε.θ.» ήταν η ανάγκη για εξοικονόμηση οργάνων για μεταμοσχεύσεις, διατυπώνει πρόσφατα και ο εκδότης του παγκοσμίως γνωστού ιατρικού περιοδικού «British Medical Journal».
«Εγκεφαλικώς νεκροί» ασθενείς που υποστηρίζονται σε ΜΕΘ διατηρούν τη λειτουργία της κυκλοφορίας του αίματος και διάφορες υπολειπόμενες λειτουργίες του ΚΝΣ, αφομοιώνουν τροφές, διατηρούν τις λειτουργίες της ούρησης και της αφόδευσης, επουλώνουν τραύματα, κυοφορούν (έχουν παραμείνει μέχρι 3,5 μήνες στις ΜΕΘ) και γεννούν με καισαρική τομή βιώσιμα νεογνά.
" Υπάρχουν υπολειπόμενες λειτουργίες του εγκεφάλου σε «ε.ν.» ασθενείς;
Κατά τη διάρκεια των 34 ετών αφ' ότου ως νέο κριτήριο θανάτου ορίστηκε η έννοια του «ε.θ.» έχουν υπάρξει πάρα πολλές μαρτυρίες σύμφωνα με τις οποίες έχουν παρατηρηθεί σε «ε.ν.» ασθενείς τα παρακάτω:
v Ύπαρξη υποθαλαμικών-ενδοκρινικών λειτουργιών, όπως π.χ. διατήρηση του ισοζυγίου του ύδατος, διατήρηση σταθερής της θερμοκρασίας του ασθενούς κ.λπ.
v Διατήρηση σταθερής αιμοδυναμικής κατάστασης, συνήθως για λίγες ημέρες και σπανιότερα για εβδομάδες ή και μήνες.
v Διατήρηση πραγματικής ηλεκτροεγκεφαλογραφικής δραστηριότητας, η οποία επέμενε μέχρι 168 ώρες από τη διάγνωση του «ε.θ.». Σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις υπάρχει πραγματική ηλεκτροεγκεφαλογραφική δραστηριότητα τουλάχιστον για λίγες ημέρες, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν δυνατόν ν' αναδειχθεί η ύπαρξη εγκεφαλικής αιματικής ροής.
v Ύπαρξη εγκεφαλικής αιματικής ροής, η οποία αναδεικνύεται καλύτερα με τη χορήγηση λιπόφιλων ραδιοφαρμάκων, τα οποία προσλαμβάνονται από ζωντανά εγκεφαλικά κύτταρα (Τc99m-HMPAO) στα εγκεφαλικά ημισφαίρια, στην παρεγκεφαλίδα και το εγκεφαλικό στέλεχος ή στα βασικά γάγγλια του εγκεφάλου.
v Μερικοί «ε.ν.» ασθενείς, κατά τη διάρκεια της χειρουργικής τομής για λήψη των οργάνων τους, εμφανίζουν σαφή αιμοδυναμική απόκριση, υπό την έννοια ανάπτυξης ταχυκαρδίας και αύξησης της συστηματικής αρτηριακής πίεσης. Έχει επίσης παρατηρηθεί σε «ε.ν.» ασθενείς άνοιγμα των οφθαλμών με ελάχιστη ανύψωση των βλεφάρων (ώστε ν' αποκαλύπτεται η αρχή της ίριδας) σαν απάντηση σε επώδυνα ερεθίσματα.
v Πολλοί «ε.ν.» ασθενείς (μέχρι 75%) εμφανίζουν αυτόματες κινήσεις (αργή ανύψωση των βραχιόνων - ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο - ρυθμική κάμψη του ισχίου και του γόνατος, στροφή της κεφαλής προς τη μία πλευρά, σταύρωμα των χειρών στο στήθος, κινήσεις των χειρών προς τον τράχηλο και την κάτω γνάθο, προσπάθεια να καθίσουν στο κρεβάτι τους κ.λπ.) συνήθως λίγα λεπτά μετά την προσωρινή ή οριστική αποσύνδεση από τον αναπνευστήρα, ακόμη όμως και στο νεκροτομείο.
Οι κινήσεις αυτές, που ονομάζονται «σημείο του Λαζάρου», έχουν χαρακτηρισθεί «σύνθετες νωτιαίες αποκρίσεις» ή «σύνθετα νωτιαία αντανακλαστικά», αλλά Αμερικανοί ερευνητές σχολιάζουν ότι δεν πρόκειται περί γνωστών αντανακλαστικών. Επιπροσθέτως, τόσο σύμφωνα με τα κριτήρια της επιτροπής του Ηarvard όσο και με τα κριτήρια της Μinnesota, δεν παρατηρούνται αυτόματες κινήσεις σε «ε.ν.» ασθενείς.
Το πλέον ενδιαφέρον είναι ότι οι κινήσεις αυτές χαρακτηρίστηκαν σχετικώς πρόσφατα, από τον καθηγητή Fred Plum, «συντονισμένες», «ημισκόπιμες» και «ημικατευθυνόμενες», διότι δίνουν σαφώς την εντύπωση ότι ενέχουν κάποιο σκοπό. Επειδή μάλιστα οι κινήσεις αυτές είναι «ενοχλητικές», όταν συμβαίνουν κατά την εγχείρηση για λήψη οργάνων από «ε.ν.» ασθενείς, συνιστάται να χορηγούνται παραλυτικά φάρμακα, για να μην εκλύονται οι κινήσεις αυτές.
v Έχει παρατηρηθεί σε «ε.ν.» η ύπαρξη ορισμένων αντανακλαστικών του εγκεφαλικού στελέχους, όπως είναι το αντανακλαστικό του μασητήρος, το στοματικό αντανακλαστικό, πλέον δε πρόσφατα και άλλες κινήσεις, αλλά συχνά και δακρύρροια κατά τη διάρκεια της τομής για λήψη οργάνων από τους ασθενείς αυτούς. Τα ευρήματα αυτά ακυρώνουν τη διάγνωση του «ε.θ.», δεδομένου ότι το εγκεφαλικό στέλεχος στους «ε.ν.» θεωρείται νεκρό, ενώ δεν είναι, αφού παρατηρούνται αντανακλαστικά τα οποία εδράζονται στο εγκεφαλικό στέλεχος.
v Για τη διάγνωση του θανάτου του εγκεφαλικού στελέχους ελέγχονται έξι αντανακλαστικά, από τα οποία σπουδαιότερο είναι το αντανακλαστικό της άπνοιας, που ελέγχεται με τη δοκιμασία της άπνοιας. Η δοκιμασία της άπνοιας στηρίζεται σε ανεπαρκή δεδομένα και είναι δυνατόν να είναι καθεαυτήν βλαπτική για ένα ήδη τόσο βεβλαμμένο εγκέφαλο ή ακόμη είναι δυνατόν ν' αποδειχθεί θανατηφόρος. Δεδομένου μάλιστα ότι η προαναφερθείσα δοκιμασία δεν έχει δυνητικό όφελος για τον ελεγχόμενο ασθενή, θεωρείται ότι η χρησιμοποίηση της είναι σαφώς ανήθικη.
Ο ουδός (το κατώφλι) του διοξειδίου του άνθρακος στο αρτηριακό αίμα, για να χαρακτηριστεί η δοκιμασία αυτή θετική (παθολογική), είναι τα 50mm Ηg στην Αγγλία, τα 50-55 στον Καναδά, τα 60 στις ΗΠΑ, ενώ πρόσφατα γίνεται σύσταση ο ουδός αυτός να είναι μεγαλύτερος από 100 mmHg, διότι υπήρξαν περιπτώσεις «ε.ν.» ασθενών οι οποίοι εμφάνισαν αυτόματη αναπνοή σε τιμές διοξειδίου του άνθρακος πολύ πάνω από τα 60 mm Hg30. Και ο χρόνος όμως της απνοϊκής οξυγόνωσης του ασθενούς ποικίλλει στα διάφορα πρωτόκολλα από 3-20 min.
Περαιτέρω, όπως αναγράφεται πρόσφατα, στο 41 % των χωρών ανά τον κόσμο (και στην Ελλάδα) η δοκιμασία της άπνοιας δεν εκτελείται επαρκώς σωστά (σύμφωνα με τις υποδείξεις της Αμερικανικής Νευρολογικής Ακαδημίας).
v Εχει παρατηρηθεί η ύπαρξη προκλητών δυναμικών του εγκεφαλικού στελέχους σε μικρό αριθμό «ε.ν.» ασθενών, εύρημα το οποίο επίσης ακυρώνει τη διάγνωση του «θανάτου του εγκεφαλικού στελέχους».
Τέλος, σε μικρό αριθμό «ε.ν.» παιδιατρικών ασθενών έχει πράγματι παρατηρηθεί μερική ανάκτηση των λειτουργιών του ΚΝΣ, η οποία διατηρήθηκε από λίγες ημέρες μέχρι λίγους μήνες.
" Υπάρχει συνείδηση στους «ε.ν.» ασθενείς;
Σύμφωνα με την κλασική Νευρολογία η συνείδηση του ανθρώπου διακρίνεται στην εγρήγορση («arousal») και στο περιεχόμενο της συνείδησης (content of consciousness). Σύμφωνα εξάλλου με τον προαναφερθέντα ορισμό του C. Pallis, ο οποίος ισχύει και στην Ελλάδα, ο θάνατος ορίζεται ως «η οριστική απώλεια της ικανότητας για συνείδηση, σε συνδυασμό με την οριστική απώλεια της ικανότητας για αυτόματη αναπνοή». Πρέπει να διευκρινισθεί ότι «η οριστική απώλεια της ικανότητας για συνείδηση», όπως διευκρινίζεται από τον εισηγητή της C. Pallis, αφορά μόνο την εγρήγορση.
Το περιεχόμενο της συνείδησης δεν είναι δυνατόν να επισκοπηθεί και να ελεγχθεί σήμερα από την Ιατρική επιστήμη με οποιαδήποτε ιατρική δοκιμασία, διότι αυτό είναι μια υποκειμενική εμπειρία. Ο περιορισμός αυτός ισχύει πολύ περισσότερο στις περιπτώσεις των «ε.ν.» ασθενών, όπου φαίνεται ότι η εγρήγορση είναι καταργημένη και επομένως δεν υπάρχει πρόσβαση στο περιεχόμενο της συνείδησης.
Aξίζει να σημειωθεί ότι, υπ' αυτές τις προϋποθέσεις, ο προαναφερθείς ισχύων ορισμός του θανάτου στη χώρα μας είναι δυνατόν να είναι επαρκής για ζώα, τα οποία κατά τεκμήριο στερούνται του περιεχομένου της συνείδησης (υπό την έννοια των προσωπικών αυτοσυνείδητων εμπειριών, σκέψεων, γνώσεων που έχουν αποκτηθεί, αποφάσεων, σχεδίων και μελλοντικών επιδιώξεων, αισθημάτων κ.λπ.), αλλ'; όχι για ανθρώπους, αφού δεν εξετάζεται το τι συμβαίνει με το περιεχόμενο της συνείδησης.
Από τα προαναφερθέντα γίνεται φανερό ότι η διάγνωση του θανάτου του ανθρώπου «στηρίζεται» σε μια αναπόδεικτη υπόθεση, ότι δηλαδή δεν υπάρχει περιεχόμενο της συνείδησης, ενώ αυτό δεν είναι δυνατόν ν' αποδειχθεί.
Στο Β' Παγκόσμιο Συμπόσιο για τον «ε.θ.», το οποίο έγινε το 1996, τονίσθηκε από τη γερμανική αντιπροσωπεία ότι «ασθενείς σε βαθιά κωματώδη κατάσταση με κατεστραμμένο εγκεφαλικό στέλεχος, που πληρούσαν όλα τα κριτήρια θανάτου του εγκεφαλικού στελέχους αλλά με διατηρημένα τα εγκεφαλικά ημισφαίρια, θα ήταν δυνατόν να σκεφθούν, αισθανθούν κ.λπ.».
Οι σημαντικές εξάλλου δυσχέρειες στην ορθή διάγνωση του «ε.θ.» καταδεικνύονται από το γεγονός ότι, σύμφωνα με τους Goudreau και συν., λιγότερο από 15% των ιατρών εκτελούσαν επαρκώς τη βασική, για τη διάγνωση του «ε.θ.», δοκιμασία της άπνοιας στο Colorado και την California και ότι, σύμφωνα με τον καθηγητή Wijdicks, σε σύνολο 93 «ε.ν.» παιδιών, τα οποία νοσηλεύονταν σε ΜΕΘ στις ΗΠΑ, στο 22% εξ αυτών η διάγνωση του «ε.θ,» ήταν εσφαλμένη.
Απ' όλα όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως, καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι ο «ε.θ.» δεν ταυτίζεται με το θάνατο του ανθρώπου. Το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται στο γεγονός ότι στους «ε.ν.» ασθενείς υπάρχουν υπολειπόμενες λειτουργίες του εγκεφάλου και σχεδόν πλήρεις λειτουργίες του υπόλοιπου σώματος με την κατάλληλη υποστήριξη στις ΜΕΘ και ότι η διάγνωση του «ε.θ.», τουλάχιστον στο μέρος που αφορά τη μη ύπαρξη περιεχομένου της συνείδησης, στηρίζεται σε μια αναπόδεικτη υπόθεση.
«Εγκεφαλικός θάνατος» και μεταμοσχεύσεις οργάνων
Όπως έγινε εμφανές από το πρώτο δημοσίευμα της ad hoc επιτροπής του Harvard, το 1968, για το θέμα του «ε.θ.» και επιβεβαιώθηκε και στην Ελλάδα με τους σχετικούς νόμους που ακολούθησαν, η έννοια του «ε.θ.» συνδέθηκε εξαρχής με τις μεταμοσχεύσεις. Όπως μάλιστα προαναφέρθηκε, διάφοροι ερευνητές θεωρούν ότι ο «ε.θ.» είναι έννοια διαφορετική απ' εκείνη του θανάτου του ανθρώπου και ότι επινοήθηκε για την απόκτηση οργάνων για μεταμοσχεύσεις.
Άλλοι θεωρούν ότι αποδεκτές είναι μόνον οι μεταμοσχεύσεις που γίνονται αφιλοκερδώς, από υγιείς δωρητές εν ζωή, και αφορούν είτε διάφορους ιστούς είτε τον ένα νεφρό, τμήμα του ήπατος ή των πνευμόνων. Οι προαναφερθείσες μεταμοσχεύσεις προϋποθέτουν, οπωσδήποτε, την ελεύθερη συγκατάθεση του δωρητή, αφού προηγηθεί ενημέρωση για τις πιθανές βραχυπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτής της δωρεάς,
Η χώρα μας είναι από τις πρώτες χώρες σ' αυτού του είδους τις μεταμοσχεύσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται από υψηλό αίσθημα φιλαλληλίας και αγάπης για τον πάσχοντα συνάνθρωπο. Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι σε πρόσφατη έκκληση από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης προσφέρθηκαν τέσσερις εθελοντές να δωρίσουν τμήμα του ήπατος τους σε παιδάκι που το είχε άμεση ανάγκη. Με έκπληξη, όμως, οι υποψήφιοι δωρητές πληροφορήθηκαν ότι ο ισχύων νόμος στη χώρα μας, ο 2737/1999, δεν επιτρέπει μεταμοσχεύσεις από μη συγγενείς δωρητές.
Οι μεταμοσχεύσεις, όμως, από «εγκεφαλικώς νεκρούς» προσκρούουν στο ηθικό δίλημμα ότι οι ασθενείς αυτοί, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθούν νεκροί. Βέβαια, κάθε κοινωνία είναι δυνατόν να νομοθετεί και να μεταθέτει τα όρια της ζωής και του θανάτου κατά το δοκούν, με την προϋπόθεση, όμως, ότι έχει ενημερώσει επαρκώς τους πολίτες της και έχει εξασφαλίσει τη συγκατάθεση τους.
Φρονούμε ότι και στην προκειμένη περίπτωση, η έλλειψη κλινών στις ΜΕΘ και η έλλειψη οργάνων για μεταμοσχεύσεις δεν αποτελούν επαρκείς λόγους για αλλαγή της έννοιας του θανάτου, διότι το τίμημα αυτού του εγχειρήματος είναι ανυπολόγιστο. Οι προτάσεις που έχουν γίνει για νομοθετική ρύθμιση της αγοραπωλησίας και άλλων οικονομικών συναλλαγών, που αφορούν τη διάθεση ανθρωπίνων οργάνων, ίσως δεν είναι οι σοβαρότερες συνέπειες. Σε διάφορες χώρες έχει ήδη νομοθετηθεί η «τεκμαιρόμενη συναίνεση», ενώ υποστηρίζεται και η άποψη ότι τα όργανα των πολιτών αποτελούν «εθνικό πλούτο» και επομένως είναι στη διάθεση, με την καθιέρωση σχετικής νομοθεσίας, των εκάστοτε κρατούντων!!!
Η πρόσφατα εφαρμοζόμενη πρακτική των μεταμοσχεύσεων από «δωρητές», των οποίων έχει σταματήσει η καρδιακή λειτουργία (non-heart beating donors) είτε αυτόματα (χωρίς να έχει γίνει προσπάθεια καρδιοπνευμονικής αναζωογόνησης) είτε κατόπιν άρσης της θεραπευτικής αγωγής του ασθενούς (με τη συγκατάθεση του ίδιου ή του περιβάλλοντος του) συνιστά στην πραγματικότητα μία συγκεκαλυμμένη μορφή ευθανασίας σε συνδυασμό με την «τεκμαιρόμενη συναίνεση», σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις.
Εάν, τέλος, επικρατήσει, όπως διαφαίνεται, ως κριτήριο «ε.θ.» η θεωρούμενη απώλεια των ανώτερων διανοητικών λειτουργιών και της προσωπικότητας του ανθρώπου, τότε θα χαρακτηρίζουμε νεκρούς -και θα χρησιμοποιούνται ως «αναλώσιμα υλικά»- ακόμη και ασθενείς που έχουν δική τους αυτόματη αναπνοή. Ήδη, άλλωστε, ο όρος «υλικό» άρχισε να χρησιμοποιείται για τα έμβρυα, με σκοπό τη νομική κάλυψη των πειραμάτων για δημιουργία οργάνων με την τεχνική της (θεραπευτικής) κλωνοποίησης!
Είναι επαρκώς ενημερωμένες οι συντεταγμένες εξουσίες, αλλά και οι Έλληνες πολίτες, για όλες αυτές τις δυνητικές συνέπειες;
πηγή: http://www.alopsis.gr