Ὁμοφυλοφιλία ἢ ὁμοερωτισμὸς εἶναι ἡ ἐρωτικὴ ἕλξη καὶ σχέση ἀτόμων τοῦ αὐτοῦ φύλου.
Ἀπὸ θεολογικὴ ἄποψη ἡ ὁμοφυλοφιλία χαρακτηρίζεται ὡς παρὰ φύση σχέση. Αὐτὴ ἔρχεται σὲ ἄμεση ἀντίθεση πρὸς τὸ δημιουργικὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀποτυπώθηκε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ὑπενθύμισε ὁ Χριστὸς στοὺς Φαρισαίους λέγοντας: «Οὐκ ἀνέγνωτε ὅτι ὁ ποιήσας ἀπ’ ἀρχῆς ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς;» (Ματθ. 19:6)
Ἡ διαιώνιση τοῦ ἀνθρώπου πραγματοποιεῖται μὲ τὴν σύναψη τῶν δύο διαφορετικῶν φύλων, ἐνῶ ἡ δημιουργία δὲν περιλαμβάνει τρίτο φύλο.
Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἐπικρίνει ἔντονα τὴν ὁμοφυλοφιλία καὶ τὴν χαρακτηρίζει ὡς «βδέλυγμα» (Λευϊτ. 18:22). Κατὰ τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία ἡ ὁμοφυλοφιλία ἀποτελεῖ βαρὺ σαρκικὸ ἁμάρτημα, ποὺ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση, μεταλλάσσει τὶς σχέσεις τῶν δύο φύλων καὶ ἀτιμάζει τὸ ἀνθρώπινο σῶμα. Καυτηριάζοντας ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τὶς ὁμοφυλοφιλικὲς σχέσεις τοῦ προχριστιανικοῦ κόσμου γράφει:
«Οἱ γυναῖκες ἀντικατέστησαν τὶς φυσικὲς σχέσεις μὲ ἀφύσικες, ὁμοίως καὶ οἱ ἄνδρες· ἄφησαν τὴν φυσικὴ σχέση μὲ τὴν γυναίκα καὶ ἄναψαν ἀπὸ τὶς ὀρέξεις τους μεταξύ τους, διαπράττοντας ἀσχημοσύνες ἀρσενικοὶ μὲ ἀρσενικούς, καὶ πληρώνοντας ἔτσι μὲ τὸ ἴδιο τους τὸ σῶμα τὸ τίμημα ποὺ ἄξιζε στὴν πλάνη τους» (Ρωμ. 1:27-8). Καὶ σὲ ἄλλη περίπτωση ἐπισημαίνει ὅτι ἡ παραμονὴ στὸ ἁμάρτημα αὐτὸ ἀποκλείει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ: «Μὴ πλανάσθε· οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοὶ οὔτε μαλακοὶ οὔτε ἀρσενοκοῖται… βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσιν» (Α’ Κορ. 6:9-10). Βέβαια, ἐδῶ εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἡ μετάνοια προσφέρει πάντοτε τὴν δυνατότητα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς κληρονομίας τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἐπιβάλλει τὴν ἀνθρωπολογία ἢ τὴν ἠθικὴ διδασκαλία της στὸν κόσμο. Κάθε ἄνθρωπος εἶναι αὐτεξούσιος. Ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἐπιλέγει τὸν τρόπο τῆς ζωῆς του καὶ νὰ διαμορφώνει ὑπεύθυνα τὴν στάση καὶ τὴν συμπεριφορὰ του μέσα στὴν κοινωνία ποὺ ζεῖ. Ταυτόχρονα ὅμως δὲν πρέπει νὰ περιφρονεῖ βασικὲς ἀρχὲς τοῦ φυσικοῦ δικαίου καὶ νὰ διεκδικεῖ τὸ δικαίωμα νὰ νομιμοποιήσει καὶ νὰ καθιερώσει κάποια φυσικὴ διαστροφὴ ἢ ἀποκλίνουσα ἠθικὴ συμπεριφορὰ ὡς θεσμὸ τῆς κοινωνίας. Ἐξάλλου ἡ Ἐκκλησία, ποὺ ἀποτελεῖ πρωτίστως πνευματικὸ θεσμὸ μὲ κοινωνικὲς καὶ συμβολικὲς διαστάσεις, δὲν μπορεῖ νὰ ἐπευλογεῖ τέτοια φαινόμενα. Καὶ αὐτὸ δὲν ἰσχύει μόνο σὲ θεοκρατικὲς χῶρες, ἀλλὰ καὶ σὲ κράτη μὲ δημοκρατικὰ καὶ κοσμικὰ πολιτεύματα.
Ἀπὸ καθαρῶς θεολογικὴ σκοπιὰ ἡ Ἐκκλησία σέβεται πάντοτε τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Ἀλλὰ ταυτόχρονα δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀδιαφορεῖ ἢ πολὺ περισσότερο νὰ ἐπικροτεῖ τὶς ἠθικὲς ἢ κοινωνικὲς ἐκτροπές.
Ὅταν ἡ ὁμοφυλοφιλία δὲν ἐκλαμβάνεται ὡς ἀδυναμία ἢ παρεκκλίνουσα ἰδιορρυθμία ὁρισμένων ἀτόμων, ἀλλὰ προβάλλεται ὡς κανονικὸς τρόπος ζωῆς καὶ διεκδικεῖ κοινωνικὴ καὶ νομικὴ ἀναγνώριση, δημιουργεῖται σοβαρότατο πρόβλημα, ποὺ θίγει καίρια τὸ ζωτικὸ κύτταρο τῆς κοινωνίας, τὴν οἰκογένεια. Ἡ παραμόρφωση ποὺ προκαλεῖται στὴν οἰκογένεια μὲ τὴν ἀναγνώριση ὁμοφυλοφιλικῶν γάμων δὲν περιορίζεται στὴν ἐξωτερική της δομή, ἀλλὰ εἰσχωρεῖ στὴν ἐνδότερη φύση της. Μὲ τὸν ὁμοφυλοφιλικὸ γάμο χάνεται ἡ πραγματικὴ ἔννοια τοῦ γάμου. Ἐπιπλέον μὲ τὴν δυνατότητα συμπήξεως ὁμοφυλοφιλικῆς οἰκογένειας, ποὺ παρέχεται σήμερα μὲ ἐφαρμογὴ τῆς παρεμβατικῆς τεκνογονίας, παρὰ τὶς ὑφιστάμενες νομικὲς ἀπαγορεύσεις, ἀφανίζονται οἱ θεμελιώδεις ἔννοιες τοῦ πατέρα καὶ τῆς μητέρας. Ἔτσι θίγονται ἡ μητρότητα καὶ ἡ πατρότητα ὄχι μόνο μὲ τὴν φυσική τους σημασία ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀρχετυπική τους ἔννοια.
Ἡ μητρότητα ὡς συνεκτικὴ ἀρχὴ τῆς οἰκογένειας καὶ ἡ πατρότητα ὡς πραγματικὴ καὶ συμβολικὴ ἔκφρασή της καταρρέουν συμπαρασύροντας μαζὶ καὶ ὁποιαδήποτε στοιχεῖα ἑνότητας ἀπέμειναν σὲ αὐτήν. Τὶς πρῶτες συνέπειες τῶν καταστάσεων αὐτῶν εἰσπράττουν, ὅπως εἶναι φυσικό, τὰ παιδιὰ ὁμοφυλοφιλικῶν οἰκογενειῶν καὶ ὄχι μόνο αὐτά. Ἀνάλογες εἶναι καὶ οἱ ἐπιπτώσεις τους στὴν κοινωνικὴ καὶ τὴν θρησκευτικὴ ζωή. Οἱ ἐπιπτώσεις αὐτὲς προσλαμβάνουν τελευταίως μεγάλες διαστάσεις μὲ τὴν σύναψη ὁμοφυλοφιλικῶν γάμων ἀπὸ ἡγετικὰ πρόσωπα τῆς κοινωνίας καὶ τὴν δημόσια προβολή τους στὸ κοινό.
Πηγή: (Γεωργίου Ἰ. Μαντζαρίδη, Χριστιανικὴ Ἠθική, Β΄τόμος. Ἱ. Μ. Μ. Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὅρος), Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό