
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ίσως θεωρηθεί κοινοτυπία ή και από άλλη μια φωνή, επισήμανση ότι βιώνουμε ως κοινωνία μια πολύπλευρης μορφής κρίσης. Και από πολλούς υπερτονίζεται και όχι άδικα η οικονομική άποψη αυτής της κρίσης με τις εξ’ αυτής άμεσες συνέπειες στο βιοτικό επίπεδο των πολιτών. Είναι, όμως, εξίσου παραδεκτό ως κανόνας της ιστορικής διαδρομής ότι οι άνθρωποι και οι κοινωνίες χάνουν την περπατησιά τους τότε και μόνον, όταν κλονίζονται οι παραδεδομένες και παραδεδεγμένες αρχές, αξίες, ιδανικά.
Αρχές ως αξιακός κώδικας του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας με τις οποίες γαλουχήθηκαν, τράφηκαν, και ανατράφηκαν στο διάβα των χρόνων. Με τέτοιους ηθικούς κλονισμούς όλα μα όλα απειλούνται. Μαζί και εκ τω πρώτων ο ιερός θεσμός της οικογένειας, που στη χριστιανική αντίληψη και πίστη ταυτίζεται με την «κατ’ οίκον εκκλησία».
Έμπειροι κοινωνικοί παρατηρητές διαπιστώνουν ως επικρεμάμενη απειλή για την σύγχρονη ζωή και στον τόπο μας, τη διάρρηξη του συνεκτικού δεσμού στον τρόπο συγκρότησης και των σχέσεων των μελών του βασικού αυτού κοινωνικού κυττάρου. Και δεν είναι μπορετό να σχηματοποιηθούν εν είδη καταλόγου τα αίτια του κλονισμού του θεσμού της οικογένειας όπως καταδεικνύεται από τα στατιστικά στοιχεία των κατά τόπους αρμοδίων πηγών για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης που τρομάζει και ως προς το μέγεθος του αριθμού των διαζευκτηρίων και ακόμη περισσότερο εκπλήσσει ως προς τα χρονικά όρια – τα τόσο μικρά ενίοτε – οριστικής διακοπής της εγγάμου συμβιώσεως.
Δεν έχει ωσαύτως αποτελεσματικότητα η παράθεση ως άλλης μορφής συνταγών, υποδείξεων και νουθεσιών για την διάδοση ενός πολλαπλώς κλονιζόμενου γάμου, πολύ περισσότερο σε καιρούς και χρόνους σαν τους σημερινούς που πολλοί από εμάς, και μην καταφεύγουμε στην εύκολη λύση να φορτώσουμε «όλα τα στραβά και ανάποδα» στους νέους – ακόμη και θεωρούμενοι σοβαροί οικογενειάρχες τείνουμε «ευήκοον ους», προβάλλοντες χίλιες δύο δικαιολογίες, στις ξενόφερτες σειρήνες του συρμού που μας ζαλίζουν τα μυαλά με «συμβιώσεις», «συντροφικότητες κοινής ζωής και διαχείρισης», «συμβόλαια έγγαμης συμβίωσης ορισμένου ή αορίστου χρόνου» και άλλα παρόμοια, γιατί ο κόσμος λέει προχωράει, πάει μπροστά, προοδεύει…
Αλήθεια ο κόσμος προχωράει, αλλά μήπως κάτι τέτοιοι βηματισμοί είναι κατρακύλισμα στου «κακού τη σκάλα» για εμάς τους ίδιους και για τις νέες ζωές που έρχονται;
Έναντι σε όλες αυτές τις «μοντέρνες» αντιλήψεις που διεκδικούν δικαιώματα επαναπροσδιορισμού αρχών και αξιών στον τρόπο λειτουργίας της έγγαμης ζωής, δικαιωμένης στην πορεία των αιώνων προβάλλει η Ορθόδοξη πίστη για τον γάμο «ως Μυστήριο μέγα»! Ως μια «κοινωνία προσώπων» αλληλοσυμπληρουμένων, που συνοδοιπορούν πνευματικά και συναγωνιούν με τελικό σκοπό την εν Χριστώ ηθική τους τελείωση.
Διερμηνεύων σχετική διδασκαλία του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, σοφολογιότατος Ιεράρχης της Ελλαδικής Εκκλησίας, ο Μητροπολίτης Γόρτυνας και Μεγαλουπόλεως κ. Ιερεμίας σημειώνει: «Εκεί τελικά πρέπει να καταλήγει η αγάπη των συζύγων. Στην αγάπη του Θεού, γιατί ο σκοπός του γάμου είναι σωτηριολογικός. Ο ένας να βοηθάει τον άλλον για τη σωτηρία του». Πόσο ωραίο είναι αυτό που έλεγε κάποια κυρία στην προσευχή της με τον σύζυγό της «κάνε μας, Χριστέ, αγαπώντας ο ένας τον άλλο να αγαπάμε εσένα τον ίδιο»!!!
Άρρηκτος σύνδεσμος αυτή η αγάπη προς το Θεό και η εν αγάπη αλληλοπαραχώρηση και αλληλοκατανόηση ενόψει των όποιων – και είναι πάρα πολλές στον έγγαμο βίο – δυσκολιών. Το ζευγάρι προέρχεται – πρέπει να προσέρχεται προετοιμασμένο ψυχικά, ηθικά, πνευματικά στον νέο κόσμο και στις νέες ευθύνες που αναλαμβάνουν με την ομόψυχη απόφασή τους για κοινή πορεία στη ζωή. Τη δική τους και των παιδιών που η αγάπη του Θεού τους χαρίζει. Μια πορεία που από εμπνευσμένους Πατέρες έχει δικαίως χαρακτηριστεί «Σταυροαναστάσιμη».
Δυσκολίες, προβλήματα, αγωνίες, αγώνες και ιδρώτας για να αντιμετωπιστούν «… οι μέριμνες οι βιοτικές», τα πολυποίκιλα προβλήματα που μερικές φορές φαντάζουν πως ξεπερνούν τις δυνατότητές μας.
Είναι αλήθεια αυτό. Είναι όμως εξ’ ίσου αληθές ότι με τη δύναμη της μεταξύ των συζύγων αγάπης, την εμπιστοσύνη και την αλληλοκατανόηση, την υποχωρητικότητα εν υπομονή, την πίστη και ελπίδα στην φιλανθρωπία του Θεού για «τους εκζητούντας Αυτόν» τα όποια προβλήματα βρίσκουν σταδιακά την «ευκταία» επίλυσή τους και εκείνο που τώρα φαίνεται σταυρός δυσβάστακτος μετά από λίγο, αύριο ίσως, είναι η σωτήρια Ανάσταση της οικογένειας και των μελών της. Ας έχουμε ζωντανά στη σκέψη μας και στην καρδιά μας το λόγο του ποιητή.
«Χαρά σ’ αυτόν που στήριξε στη πίστη επάνω την ελπίδα.
Τον είδα στη ζωή να μάχεται, μα πάντα ανίκητο τον είδα».
Το καράβι οικογένεια ευχή να είναι καλοτάξιδο. Να του μέλλεται να πλέει πάντα σε ήρεμες θάλασσες και ασφαλή λιμάνια. Στο ανθρώπινο
ταξίδι της οικογένειας θα ’ρθουν θαλασσοταραχές και ενάντιοι άνεμοι που θ’ απειλήσουν με καταποντισμό το ευλογημένο αυτό πλεούμενο.
Εκείνες τις ώρες της δοκιμασίας και τω ταλαντεύσεων αναδύονται οι αρετές και η σωστική παρουσία του καπετάνιου και της καπετάνισσας της οικογένειας. Το πνεύμα αυτοθυσίας, η προς αλλήλους ανοχή, η πίστη στην ιερή αποστολή.
Ιερή αποστολή να αναδειχθεί η οικογένεια το στέρεο αγκωνάρι της κοινωνίας, το πολύκαρπο και καλλίκαρπο χωράφι, η «μία» έστω οικογένεια που θα είναι σηματοδότης και θα μπορεί να δώσει «νόημα» και σκοπό στην «ύπαρξη των πολλών».
Και αν οι καιροί μοιάζουν δύσκολοι, κι αν πολλές από τις αξίες μας, στην κορυφή η οικογένεια ως δομική αξία και φαροδείκτης του Ελληνισμού και της Ρωμηοσύνης φαίνεται ότι απειλούνται ή ράγισαν πάντα κάτι μας μένει «άπαρτο κάστρο», «μια στάλα» ζωωδότρα.
Μας το διαμηνύει ο εθνικός μας ποιητής, ο Κωστής Παλαμάς, που καθώς πάνε 71 χρόνια από τότε (27 Φεβρουαρίου 1943) που έφυγε σωματικά από κοντά μας, στέκει ως μεγάλος Διδάχος του Γένους πάντα δίπλα μας:
«Καρδιά, γνώμη, νους, τούτα και τα άλλα,
Το χρυσό μυρογιάλι ραγίσει,
Κι όλα πάνε σου μένει μια στάλα,
Του Χριστού και της Μάνας σου η πίστη»!
Για την ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Πρωτ. 5055 Ἀριθμ. Διεκπ. 2415
Ἀθήνῃσι 29ῃ Ὀκτωβρίου 2014
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 2 9 5 9
Θέμα: «Περί τῶν κανονικῶν συνεπειῶν τῆς καύσεως νεκρῶν»
Πρός
Τούς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Εἰς τάς Ἕδρας των
Ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος, μέ ἀφορμή τό νέο νομοθετικό καθεστώς γιά τήν ἀποτέφρωση νεκρῶν, σύμφωνα μέ τά ἄρθρα 48 καί 49 τοῦ Νόμου 4277/2014 «Νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας – Αττικής και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. 156/1-8-2014, τ. Α΄), κατά τήν Συνεδρία Αὐτῆς τῆς 14ης μηνός Ὀκτωβρίου ἐ.ἔ., ἐπελήφθη καί τοῦ ζητήματος τούτου καί ἀπεφάσισε νά σᾶς ἐνημερώσει περί τῶν κανονικῶν συνεπειῶν ἀπό τήν ἀποτέφρωση τοῦ σώματος.
Μέ τά ἄρθρα 48 καί 49 τοῦ Νόμου 4277/2014 ὁ νομοθέτης δέν λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν τίς θρησκευτικές πεποιθήσεις τοῦ νεκροῦ. Ἐάν ὁ θανών δέν εἶχε ἐκφρασθεῖ ἐν ζωῇ περί τῆς μετά θάνατον ἐπιθυμίας ταφῆς ἤ ἀποτεφρώσεως τοῦ σώματός του, ἡ ἀποτέφρωση δύναται νά λάβει χώρα μέ μόνη τή δήλωση τοῦ/τῆς συζύγου ἤ «συντρόφου», μετά τοῦ/τῆς ὁποίου/ας ἔχει συνάψει «σύμφωνο συμβίωσης», ἤ τή δήλωση τῶν συγγενῶν πρώτου ἤ δευτέρου βαθμοῦ.
Τοῦτο, κύημα τοῦ συγχρόνου μηδενιστικοῦ τρόπου ζωῆς καί τῆς τάσεως πρός ἀποθρησκευτικοποίηση κάθε πτυχῆς καί ἐκφάνσεως τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ ἐκ προοιμίου καταστρατήγηση τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων τοῦ κεκοιμημένου μέλους τῆς Ἐκκλησίας, ἔλλειψη σεβασμοῦ καί φροντίδος πρός τό ἀνθρώπινο σῶμα.
Ἡ Ἐκκλησία δέν δέχεται γιά τά μέλη Της τήν ἀποτέφρωση τοῦ σώματος, διότι τοῦτο εἶναι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Α΄ Κορ. 6, 19), στοιχεῖο τῆς ὑποστάσεως τοῦ κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ πλασθέντος ἀνθρώπου (Γεν. 1, 24), καί περιβάλλει αὐτό μέ σεβασμό καί τιμή ὡς ἔκφραση ἀγάπης πρός τό κεκοιμημένο μέλος Της καί ὡς ἐκδήλωση πίστεως στήν κοινή πάντων ἀνάσταση.
Κατόπιν τούτου, ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος ἀπεφάσισε νά ἐνημερώσει, στό πλαίσιο τῆς ἀγρύπνου ποιμαντικῆς φροντίδος Της, τό εὐσεβές Αὐτῆς πλήρωμα, κληρικούς καί λαϊκούς, γιά τίς ἀκόλουθες κανονικές συνέπειες τῆς ἀποτεφρώσεως τοῦ σώματος:
-Ἡ ἀποτέφρωση τοῦ σώματος δέν εἶναι σύμφωνη πρός τήν πράξη καί παράδοση τῆς Ἐκκλησίας γιά θεολογικούς, κανονικούς καί ἀνθρωπολογικούς λόγους.
-Πρός ἀποφυγήν οἱασδήποτε θεολογικῆς, κανονικῆς καί ἀνθρωπολογικῆς ἐκτροπῆς, ἀπαραίτητος εἶναι ὁ σεβασμός τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων καί ἡ διακρίβωση τῆς οἰκείας βουλήσεως τοῦ κεκοιμημένου καί ὄχι ἡ βούληση ἤ ἡ δήλωση τῶν οἰκείων του.
-Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀποδεδειγμένως οἰκειοθελῶς ἐδήλωσε τήν ἐπιθυμία περί καύσεως τοῦ σώματός του, δηλώνει τήν αὐτονόμησή του καί ὡς ἐκ τούτου δέν τελεῖται Νεκρώσιμος Ἀκολουθία καί Ἱερό Μνημόσυνο ὑπέρ αὐτοῦ.
Παρά ταῦτα, ἐπαφίεται στήν ποιμαντική σύνεση καί τήν διακριτική εὐχέρεια τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου ἡ τέλεση ἁπλῶς Τρισαγίου.
Ἐπί δέ τούτοις, κατασπαζόμενοι τήν ὑμετέραν Σεβασμιότητα ἐν Κυρίῳ, διατελοῦμεν μετ' ἀγάπης.
† Ὁ Ἀθηνῶν Ι Ε Ρ Ω Ν Υ Μ Ο Σ, Πρόεδρος
† Ὁ Σταγῶν καί Μετεώρων Σεραφείμ
† Ὁ Περιστερίου Χρυσόστομος
† Ὁ Κεφαλληνίας Σπυρίδων
† Ὁ Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας Ἀμβρόσιος
† Ὁ Τρίκκης καί Σταγῶν Ἀλέξιος
† Ὁ Καρπενησίου Νικόλαος
† Ὁ Λήμνου καί Ἁγίου Εὐστρατίου Ἱερόθεος
† Ὁ Γουμενίσσης, Ἀξιουπόλεως καί Πολυκάστρου Δημήτριος
† Ὁ Βεροίας, Ναούσης καί Καμπανίας Παντελεήμων
† Ὁ Διδυμοτείχου, Ὀρεστιάδος καί Σουφλίου Δαμασκηνός
† Ὁ Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης Ἀνδρέας
† Ὁ Ξάνθης καί Περιθεωρίου Παντελεήμων
Ὁ Ἀρχιγραμματεύς
† Ὁ Μεθώνης Κλήμης
Πηγή: Θρησκευτικά
Ουδένα ίσως άλλο πάθος έχει τόση δύναμη και ουδένα άλλο ριζώνει τόσο βαθιά στην ψυχή τού ανθρώπου όσο το πάθος του πλουτισμού που τις περισσότερες φορές εμφανίζεται ως δίδυμο με αυτό της φιληδονίας.
Πρόκειται όντως περί ισχυροτάτου πειρασμού, αφού αρκετές φορές ο Χριστός και ολόκληρη η γραφή κάνουν λόγο για την αρνητική δύναμη και έλξη τού πλούτου. Την δύναμη που τελικώς οδηγεί τον άνθρωπο στην απώλεια. Αυτό δηλ. που βλέπουμε στην ευαγγελική περικοπή τής παραβολής του πλουσίου και του Λαζάρου. Μια παραβολή πολύ χαρακτηριστική την οποία όλοι μας έχουμε ακούσει αρκετές φορές, αλλά σε οποιαδήποτε οικονομική κατάσταση κι αν βρισκόμαστε αρνούμαστε να αποδεχθούμε την πραγματικότητα.
Την πραγματικότητα ότι ο πλούτος, η σπατάλη και η περιφρόνηση προς τις ανάγκες των αδελφών ευτελίζουν την ανθρωπίνη προσωπικότητα, αποσαθρώνουν τον κοινωνικό ιστό και τελικώς κάνουν τον άνθρωπο, ιδίως τον πλούσιο να χάνει τον προορισμό του.
Αλλά χρειάζεται να σταθούμε για λίγο. Να σταθούμε και να μελετήσουμε γιατί συμβαίνει αυτό. Γιατί δηλ. ο άνθρωπος σε οποιαδήποτε εποχή κι αν ζει και σε οποιοδήποτε γεωγραφικό στίγμα κι αν βρίσκεται, τελικώς κινδυνεύει να κολλήσει στον πλούτο με όλα του τα παρελκόμενα.
Τι είναι λοιπόν αυτό που κάνει τον άνθρωπο να προσκολλάται σε τέτοιο βαθμό επάνω στο άψυχο χρήμα και στην καλοπέραση; Δοθέντος ότι εάν λείπει το πρώτο, απουσιάζει θέλοντας και μη και το δεύτερο. Οι λόγοι είναι πολλοί και προσεγγίζουν τον καθένα. Και πρώτα απ' όλα. Από μόνος του και με τις πτωχές του δυνάμεις ο άνθρωπος αισθάνεται πάντοτε ένα φόβο. Φόβο, τόσο για το παρόν, όσο και για το μέλλον που ανοίγει ή που νομίζει ότι ανοίγει εμπρός του. Αυτός λοιπόν ο φόβος τον οδηγεί στην ανάγκη να πιαστεί από κάπου.
Από κάπου όπου θα εξασφαλίζει την σταθερότητα όντας το ίδιο σταθερό και αμετάπτωτο. Και απ' εδώ ξεκινά η αρχή της πλάνης. Από του σημείου αυτού η αράχνη τού πλούτου τυλίγει τον ιστό της γύρω από την ύπαρξη που μαγνητίστηκε και αυτοεγκλωβίστηκε στο λάγνο βλέμμα τής αισχρής χρηματικής περιουσίας.
Αλλά ενός κακού δοθέντος, μύρια έπονται. Επειδή η καρδιά είναι αδύνατον να ζει και να βιώνει τον κατακερματισμό μέσα από παράλληλες αγάπες, ο φόβος, που δίχως να το κατανοεί και ο ίδιος ο προσβαλλόμενος, προϊόντος του χρόνου μεταβάλλεται σε “αγάπη”, δηλ. σε “αλκοολίκι τού χρήματος” και του παράλογου πλουτισμού. Όμως, λόγω του ότι ο πλούτος ξεγλιστρά μέσα από τα χέρια τού κατέχοντος αυτόν, ευκολότερα απ' ότι διαφεύγει το χέλι, τώρα περνά ο άνθρωπος σ' ένα άλλο επίπεδο που τον ρίχνει σε σκοτεινότερο βάραθρο. Στον ταυτόχρονο φόβο και αγάπη τής περιουσίας του. Όσο περισσότερο αγκιστρώνεται επάνω της και την περιπτύσσει με την αγάπη του, τόσο περισσότερο βαθαίνει ο φόβος μέσα του μήπως και τυχόν χαθεί αυτός ο πλουτισμός. Αλλά το σημείο τούτο είναι που φέρει και τον πλήρη σκοτισμό τού νοός. Η δε καρδιά περνά σε μια παρά φύσιν αγάπη του φευγαλέου χρήματος και η βούληση σέρνει τον πλεγματικό άνθρωπο σε αντικρουόμενες καταστάσεις. Στο να καταπατά κάθε ιερό και όσιο για την αύξηση της περιουσίας σε κινητά και ακίνητα, ταυτοχρόνως δε τον προωθεί σε ακατάσχετη διασκέδαση και σε ακόρεστη απόλαυση αφού όπως βλέπει, ο χρόνος περνά (ο χρόνος είναι χρήμα) και φεύγει σαν το τρεχούμενο νερό. Επομένως, αφού δεν γνωρίζει εάν και αύριο θα ζει ώστε να “απολαύσει”, να οργιάσει και να αποκτήσει ακόμα περισσότερα, φαντάζεται κανείς, ή μάλλον είναι αδύνατον να φανταστεί το ψυχικό δράμα τού ανθρώπου αυτού.
Σε αυτή λοιπόν την κατάσταση, βρίσκεται και ο πλούσιος που μας περιγράφει η ευαγγελική παραβολή.
Βεβαίως, για τα θύματα αυτά του πλουτισμού δεν υπάρχει κάποιος φραγμός. Οι δυστυχισμένοι που όχι μόνο κείτονται “προς τον πυλώνα αυτού”, οι “Λάζαροι” δηλ. που “επιθυμούν χορτασθήναι από των ψιχίων τών πιπτόντων από της τραπέζης”, ίσως βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση από άλλους ταλαίπωρους. Από αυτά δηλ. τα πτώματα που ποδοπατήθηκαν για να ανέλθουν αυτοί οι “επιτυχημένοι”. Οι έχοντες “κοινωνική επιφάνεια” και αποθεματικά κεφάλαια, οι πλούσιοι και βεβαίως βεβαίως (οι κατά κόσμον) ευυπόληπτοι πολίτες.
Αλλά σε αυτή την κατάσταση όταν φθάσει ο πλούσιος “άνθρωπος”, εάν θέλει να είναι συνεπής θεράπων του χρήματος, δεν μπορεί να σταματήσει. Υποχρεωτικώς θα περάσει και σε άλλη “κλίμακα” οικονομικής στρατηγικής και ιδίως συμπεριφοράς. Αν ανοίξουμε έστω και για ελάχιστα τούτο το σκοτεινό παραπέτασμα, θα αντικρίσουμε αυτούς που στα χέρια τους κρατούν το παγκόσμιο κεφάλαιο. Μπροστά δε σε αυτούς που έχουν κατορθώσει να ξεριζώσουν την καρδιά τους και στην θέση της να μεταμοσχεύσουν τα διεθνή χρηματιστήρια, οι “πλούσιοι” της κάθε κοινωνικής ομάδας και της κάθε εποχής, δεν είναι παρά τα πειθήνια όργανα και οι μαριονέτες στα χέρια των μεγάλων κυρίων. Αναγκαία δε προϋπόθεση για να ανήκει κανείς στο club των πλουσίων είναι η ευπειθής συμπεριφορά προς τα μεγάλα αφεντικά, ό εστί μεθερμηνευόμενον η γλοιώδης συμπεριφορά με την ισόβια κάμψη τής σπονδυλικής στήλης (ως η συγκύπτουσα του ευαγγελίου) και φυσικά η υπακοή έως θανάτου, αφού... “υπάρχουν και τα ατυχήματα”...
Εδώ φυσικά δεν μπορεί να σταθεί ούτε πίστη στον Θεό, ούτε ιδανικά, ούτε καν ευρωπαϊκός ανθρωπισμός. Τίποτε απολύτως δεν συγκινούν τα χρηματιστηριακά σπλάχνα των ανθρώπων που ως υπηρέτες τού μαμωνά χρησιμοποιούν κάποιες φορές εκφράσεις περί πτωχείας και ανθρωπιστικών αναγκών που δε συγκινούν παρά μόνον τους αφελείς. Και αφελείς υπάρχουν σε όλους τους χώρους. Ίσως δε οι περισσότερο αφελείς να είναι αυτοί που στον χώρο της εκκλησίας πιστεύουν ότι είναι ποτέ δυνατόν να συνυπάρξουν Χριστός και μαμωνάς.
Όσον αφορά τώρα τις συναντήσεις και τις κομψές συζητήσεις των μεγιστάνων του πλούτου που διαθέτουν ακόμα και “τράπεζες του Αγίου Πνεύματος” με ψηφοθήρες ποικίλων αποχρώσεων, που ουδέποτε φυσικά αισθάνθηκαν την βάσανο της πείνας, συζητήσεις περί αγώνων “ενάντια στη φτώχεια”, περί “αξιοπρέπειας των ανθρώπων” και περί “δομικής αιτίας της φτώχειας, που είναι η άνιση διανομή τού εισοδήματος και η “ασυδοσία των χρηματοπιστωτικών αγορών”, αυτά δεν είναι παρά καλοστημένες θεατρικές παραστάσεις.
Παραστάσεις που επί της ουσίας αναπαράγουν σε διαφορετικά σκηνικά τα ίδια και απαράλλακτα κοινωνικά δράματα, αφού επιτέλους κανένας από τους συνομιλητές αυτούς δεν αποδέχεται τον Χριστό και άρα εκ των πραγμάτων αδυνατούν να βοηθήσουν τον άνθρωπο. Τον πτωχό Λάζαρο της εποχής μας, ο οποίος γεμάτος πληγές και φρικτά παραπεταμένος στέκει έξω από την πόρτα των θεσμοποιημένων αρχών και των πυλώνων της εξουσίας, προσμένοντας κάποια ψίχουλα ή την “μεγάλη παρηγοριά, την ανακούφιση του θανάτου”, όπως συγκλονιστικά καταγράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς και με κομμένη την ανάσα παρακολουθούμε.
“Οι κύνες ερχόμενοι απέλειχον τα έλκη αυτού”.
Αλλά υφίσταται και μεγαλύτερο δράμα. Ποιό είναι αυτό; Ότι οι άνθρωποι, πλούσιοι και πτωχοί δεν θέλουν να εννοήσουν ότι η πραγματικότητα δεν σταματά μπροστά στον θάνατο.
Η δεύτερη πράξη της παραβολής, που μας μεταφέρει στο “μετά ταύτα...”, αποκαλύπτει την όλη πραγματικότητα. Τόσο την θετική του Λαζάρου, όσο και την αρνητική τού άσπλαγχνου πλούσιου.
Βεβαίως, ο Λάζαρος δεν βρέθηκε “εις τον κόλπον του Αβραάμ” διότι απλώς ήταν πτωχός, αλλά διότι γνώριζε να “διαχειρίζεται” τη δυστυχία του, υπομένοντας και προσκαρτερώντας. Φαίνεται πως η συντροφιά που του κρατούσαν οι σκύλοι (για ν' αποδειχθεί ότι κάποιες φορές τα ζώα έχουν περισσότερο ανθρωπισμό από τα κτήνη – ανθρώπους), τον βοηθούσε ώστε να φιλοσοφήσει την αλήθεια και να δει την ζωή στις σωστές της διαστάσεις, καλλιεργώντας δια της υπομονής την ελπίδα. Αντιθέτως, ο πλούσιος μέσα στο πολύπλευρο άγχος του και στην τρέλα που τον περικύκλωνε, τόσο στο να μη χάσει αλλά και να αυξήσει τον άψυχο εραστή του, όσο και στο να απολαύσει τις ηδονές τής σαρκός, είχε ξεχάσει πως ήταν κι αυτός άνθρωπος ομοιοπαθής προς τους άλλους ανθρώπους. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να κλείνει ερμητικά τα αυτιά του στο κήρυγμα περί της άλλης ζωής που αναμένει τον καθένα μας. Και τούτο διότι ο ήχος τού χρυσού, η θέα τού ευρώ και των δολλαρίων αλλά και οποιασδήποτε άλλης χρηματικής μονάδας, εξουδετερώνει όχι μόνο τον ισχνόφωνο Μωυσή, αλλά φράσσει με το βουλοκέρι τού διαβόλου τα ώτα στα κηρύγματα των σαλπιστών του Πνεύματος. Στους προφήτες, στους αποστόλους και γενικώς στους αγίους και τους κήρυκες της κάθε εποχής και του κάθε τόπου, δοθέντος ότι ερχόμενος ο Χριστός στην ύπαρξη που αποδέχεται το κάλεσμά του, από τα πρώτα που φυγαδεύει είναι ο κερδώος Ερμής, μαζί με την πλανεύτρα Αφροδίτη.
Εάν όμως παρ' ελπίδα ο άνθρωπος αντί του Χριστού και της αγάπης των πτωχών αδελφών, επιμένει να συναυλίζεται στα κέντρα του μαμμωνά, ευφραινόμενος καθ' ημέραν λαμπρώς, τότε δεν έχει παρά να κάνει λίγη υπομονή. Λίγη υπομονή, και μετά βεβαιότητος θα έλθει η ώρα που θα διαπιστώσει την αξία όχι μόνο των χρηματιστηριακών, αλλά και των υπαρξιακών μετοχών στις οποίες είχε επενδύσει την όλη του ζωή.
Τότε όμως θα ακούσει την τελική φωνή που δυστυχώς παγιώνει και την κατάσταση στον χώρο της αιωνιότητος: “τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου. Νυν δε οδυνάσαι”. Αμήν.
Πηγή: Θρησκευτικά
Όσοι ἔζησαν τὰ γεγονότα τῆς ἑλληνικῆς ἐποποιίας στὰ ἀλβανικὰ βουνά, μοιραίως συγκρίνουν τοὺς ἡγέτες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης μὲ τοὺς σημερινούς, καθὼς καὶ τὴ σημερινὴ γενεὰ μὲ ἐκείνη τοῦ 1940. Ὁ Ἕλλην Κυβερνήτης Ἰωάννης Μεταξὰς ἐσχημάτισε κυβέρνηση κατόπιν ψήφου ἀνοχῆς τῆς πλειοψηφίας τῆς Βουλῆς. Τὴν 3η ὅμως Αὐγούστου 1940 ἔλαβε τὴν ἄδεια τοῦ Βασιλέως Γεωργίου νὰ ἀναστείλει τὶς ἐργασίες τοῦ Κοινοβουλίου καὶ τὶς συνταγματικὲς διατάξεις περὶ ἀτομικῶν δικαιωμάτων τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν. Ὑποστηρίζεται ὅτι ἡ ἐνέργειά του αὐτὴ ὑπηγορεύθη ἀπὸ τὴν ἀγγλικὴ Κυβέρνηση, διαβλέπουσα τὸν ἐπικείμενο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο καὶ ἐπιθυμοῦσα νὰ ἐξασφαλίσει πολιτικὴ σταθερότητα στὴν Ἑλλάδα, ὥστε νὰ μὴν ἐμφανισθοῦν τὰ φαινόμενα τοῦ διχασμοῦ, τὰ ὁποῖα εἶχαν ἐμφανισθεῖ κατὰ τὸν Πρῶτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Γενικῶς, οἱ ἠγέτες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης δὲν εἶχαν τὴν ἐλαφρότητα ὁρισμένων σημερινῶν ἡγετῶν, διότι οὐδεὶς ἐξ ἐκείνων θὰ ...
ἐμφανιζόταν ἔχοντας στοὺς ὤμους του τὸν υἱὸ τῆς φίλης του, ὅπως ἔπραξε ὁ κ. Σαρκοζὶ στὴν Αἴγυπτο, ἢ θὰ ὁδηγοῦσε μοτοσακὸ μὲ στολὴ μοτοσυκλετιστοὺ γιὰ νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν ἐρωμένη του, ὅπως ἔπραξε ὁ σημερινὸς Γάλλος Πρόεδρος κ. Ὀλάν.
Ἐξάλλου, ἡ γενιά τοῦ 1940 διαπνεόταν ἀπὸ ἐθνικὰ ἰδεώδη καὶ ἔθετε ὑπεράνω ὅλων το καθῆκον της πρὸς τὴν πατρίδα. Οἱ σημερινοὶ νέοι διαβρωμένοι ἀπὸ τὴν ἀριστερὴ προπαγάνδα τῶν ΜΜΕ, φαίνονται μὴ ἐμφορούμενοι ἀπὸ ἐθνικὰ ἰδανικὰ καὶ ἐπηρεαζόμενοι ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῶν συγχρόνων ἀπάτριδων διεθνιστῶν.
Δὲν εἶναι τυχαίο το γεγονὸς ὅτι οἱ περισσότεροι νέοι φροντίζουν νὰ ὑπηρετήσουν ὀλιγοτερο τὴν πατρίδα καὶ νὰ μὴν ἀπομακρύνονται τοῦ οἰκιακοῦ περιβάλλοντός τους. Ἐνῶ κάποιοι ἄλλοι τούτων ἀκολουθοῦν τοὺς βουλευτὲς τοῦ ΣΥΡΙΖΑ καὶ τοὺς προπαγανδιστὲς δημοσιογράφους, ποὺ ὑποστηρίζουν ὅτι τὰ Πανεπιστήμια πρέπει νὰ εἶναι ἐλεύθερα σὲ κάθε πολίτη γιὰ νὰ ἐξασφαλίζεται ἡ «διακίνηση τῶν ἰδεῶν». Διακίνηση τῶν ἰδεῶν ὅμως σημαίνει δυνατότητα ἀναπτύξεως αὐτῶν στὶς πανεπιστημιακὲς Σχολὲς ἀπὸ τοὺς φοιτητὲς καὶ τοὺς καθηγητές, ὄχι δὲ ἐλευθέρα εἴσοδος στὰ Ἀνώτατα Ἐκπαιδευτικὰ Ἱδρύματα τῶν ἀργοσχόλων, τῶν ἀσχέτων πρὸς τὰ Πανεπιστήμια καὶ τῶν διακινητῶν ναρκωτικῶν οὐσιῶν.
Ἡ γενιὰ τοῦ 1940 μὲ ἀνοιγμένα τὰ φτερά, ἀγωνίσθηκε στὰ ἀλβανικὰ βουνὰ γιὰ τὴν τιμὴ τοῦ ἔθνους. Ἡ ὑπέροχη ἀντίσταση τῶν Ἑλλήνων κατὰ τῆς ὑπούλου καὶ ἀνάνδρου ἰταλικῆς ἐπιθέσεως ἔσχισε ὡς ἐκτυφλωτικὴ ἀστραπὴ τὸ πυκνὸ σκότος τῆς ἀπογνώσεως, στὸ ὁποῖο εἶχε βυθισθεῖ κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἡ ἀνθρωπότης. Οἱ Ἕλληνες ἐπολέμησαν ἐπὶ 216 ἡμέρες, ἤτοι πολὺ περισσότερες ἀπὸ ὅλους τους ἄλλους λαοὺς τῆς Εὐρώπης, ποὺ δέχθηκαν ἐπιθέσεις τοῦ Ἄξονος. Σύσσωμό το Ἔθνος μετεῖχε ποικιλοτρόπως στὸν πόλεμο ἐναντίον τῶν Ἰταλῶν.
Ἡ νίκη τῶν Ἑλλήνων εδωσε τὴν πρώτη κατὰ σειρὰ ἐπιτυχία στὰ ἐλεύθερα ἔθνη. Αὐτὴ ἐθρυμμάτισε τὸν θρύλο τοῦ ἀηττήτου τοῦ Ἄξονος. Αὐτὴ ἀνέτρεψε τὶς προοπτικές του καὶ τὸ πρόγραμμα τῶν ἐπιχειρήσεών του. Αὐτὴ ἐνεψύχωσε ὅλους τους ἄλλους Λαούς. Ἡ Ἑλλὰς ὑπεχρεώθη νὰ ἀντιμετωπίσει ἕναν Λαὸ πενταπλάσιο, τοῦ ὁποίου τὸ καθεστὼς ἐπὶ 18 ἔτη τὸν ὅπλιζε, τὸν ἐξηγρίωνε καὶ τὸν ἑτοίμαζε γιὰ τὴν ἀνασύσταση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἐντὸς 12 ἥμερων η ψυχικὴ ὑπεροχὴ τῶν Ἑλλήνων ἀνέτρεψε τὴν στρατιωτικὴ κατάσταση, ποὺ ἐδημιούργησε ἡ ἐπιμελῶς προπαρασκευασθεῖσα ἐπιδρομή. Ἐντὸς 3 ἑβδομάδων μόνον ὡς αἰχμάλωτοι εὐρίσκοντο οἱ Ἰταλοὶ ἐπὶ ἑλληνικοῦ ἐδάφους καὶ μετὰ 2 μῆνες διεξῆγον ἀγώνα ὑπάρξεως στὴν καρδιὰ τοῦ ὁρμητηρίου τους γιὰ νὰ μὴν ριφθοῦν στὴ θάλασσα.
Ἡ ψυχικὴ ὑπεροχή τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ δὲν ἐκάμφθη, οὔτε ὅταν ἔσπευσε πρὸς βοήθεια τοῦ καταρρακωθέντος ἰταλικοῦ φασισμοῦ ὁ χιτλερικός. Ἡ Ἑλλὰς τῶν 7 ἑκατομμυρίων ἐκάμφθη βέβαια τελικῶς εἰς ἕνα τακτικὸ πόλεμο ἐναντίον 120 ἑκατομμυρίων, ἀλλὰ εἶχε ἤδη νικήσει στὰ Ἀλβανικὰ βουνὰ ἀμετακλήτως.
Συνέχισε τὸν ἀγώνα με ὅλα τα μέσα σὲ μία πραγματικὴ πανστρατιά, παντοῦ ὅπου ἐδίδετο μάχη τῆς ἐλευθερίας. Στοὺς ὠκεανούς, στοὺς αἰθέρες, στὶς ἐρήμους τῆς ὑφηλίου, στὰ βουνά, στοὺς κάμπους, στὶς πόλεις τῆς καθημαγμένης χώρας. Ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ἡ γενικὴ θυσία στὴν ἀρχὴ θὰ ἦτο ἐντελῶς διαφορετικό το τέλος τοῦ πολέμου. Οὐδεμία ἄλλη ἑλληνικὴ γενεὰ ἐγνώρισε τὶς δοκιμασίες αὐτῆς τοῦ '40. Οἱαδήποτε περίοδο τῆς ἱστορίας καὶ ἐὰν ἀνατρέξουμε, δὲν θὰ βροῦμε σὲ τόσο βραχὺ χρονικὸ διάστημα τόσο συμπεπυκνωμένο πόνο. Ἀλλὰ οὐδεμία ἄλλη γενεὰ δὲν ἐπέδειξε τόσο χαλύβδινη ἀντοχή.
Πηγή: Πρωινός Λόγος, Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Χθὲς μὲν οὖν τὸν Παῦλον αὐτοὶς ἐπετειχίσαμεν λέγοντα· Εἴτε ἐσθίετε, εἴτε πίνετε, εἴτε τι ποιεῖτε, πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε. Σήμερον δὲ τὸν Παύλου Δεσπότην δείξομεν αὐτοῖς, οὐχὶ παραινοῦντα μόνον, οὐδὲ συμβουλεύοντα ἀπέχεσθαι τρυφῆς, ἀλλὰ καὶ κολάζοντα τὸν ἐν τρυφῇ ζῶντα, καὶ τιμωρούμενον. Ἡ γὰρ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου καὶ τῶν ἑκατέροις συμβάντων ἱστορία οὐδὲν ἕτερον ἤ τοῦτο ἐνδείκνυται. Μᾶλλον δὲ, ἵνα μὴ παρέργως τοῦτο ποιήσωμεν, ἄνωθεν ὑμῖν αὐτὴν ἀναγνώσομαι τὴν παραβολή. Ἄνθρωπος τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον, εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς· πτωχὸς δὲ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὅς ἐβέβλητο εἰς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος, καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ οἱ κύνες ἐρχόμενοι, περιέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. Τίνος μὲν οὖν ἕνεκεν ἐν παραβολαῖς ἐλάλει ὁ Δεσπότης, καὶ τί δήποτε τῶν παραβολῶν τὰς μὲν ἔλυε, τὰς δὲ οὐκ ἔλυε, καὶ τί ποτ’ ἐστὶν ἡ παραβολή, καὶ ὅσα τοιαῦτα, εἰς ἕτερον καιρὸν ταμιευσόμεθα, ὥστε μὴ τοῦ κατεπείγοντος ἀποστῆναι λόγον νῦν· ἐκεῖνο δὲ τέως πρὸς ὑμᾶς ἐροῦμεν μόνον, τίς ἐστι τῶν εὐαγγελιστῶν ὁ τὴν παραβολὴν ταύτην εἰρηκέναι τὸν Χριστὸν εἰπών. Τίς οὖν ἐστιν; Ὁ Λουκᾶς μόνος. Καὶ γὰρ καὶ τοῦτο ἀναγκαῖον εἰδέναι, ὅτι τῶν εἰρημένων τὰ μὲν οἱ τέσσαρες εἶπον, τὰ δὲ κατ’ ἰδίαν ἕκαστον ἀπολαβών. Τίνος ἕνεκεν; Ἵνα καὶ τῶν λοιπῶν ἀναγκαία ἡμῖν ἡ ἀνάγνωσις γένηται, καὶ τὸ τῆς συμφωνίας ἐξαίρετον διαφανῇ. Εἰ μὲν γὰρ πάντες ἅπαντα εἶπον, οὐκ ἄν πᾶσι μετὰ σπουδῆς προσείχομεν ἀρκοῦντος ἑνὸς διδάξαι τὸ πᾶν· εἰ δὲ πάντες πάντα ἐξηλλαγμένα εἶπον, οὐκ ἄν ἐφάνη τὸ τῆς συμφωνίας ἐξαίρετον. Διὰ τοῦτο καὶ κοινῇ πάντες πολλὰς ἔγραψαν, καὶ κατ’ ἰδίαν ἕκαστος ἀπολαβών. Ὅπερ οὖν Χριστὸς διὰ τῆς παραβολῆς διδάσκει, τοῦτό ἐστιν. Ἄνθρωπος τις, φησίν, ἦν πλούσιος κακίᾳ πολλῇ συζῶν, οὐδεμιᾶς πεῖραν ἐδέχετο συμφωρᾶς, ἀλλὰ πάντα αὐτῷ ὥσπερ ἐκ πηγῶν ἐπέρρει. Ὅτι γὰρ οὐδὲν τῶν ἀδοκήτων συνέβαινεν αὐτῷ, οὐδ’ ἀθυμίας ὑπόθεσις, οὐδ’ ἀνωμαλία τις βιοτική, αὐτὸ τοῦτο ᾐνίξατο τὸ εἰπεῖν, ὅτι ηὐφραίνετο καθ’ ἡμέραν. Ὅτι δὲ κακίᾳ συνέζῃ, δῆλον μὲν καὶ ἐκ τοῦ λαχόντος αὐτῷ τέλους, καὶ πρὸ τοῦ τέλους δὲ ἐκ τῆς περὶ τὸν πένητα γενομένης ὑπεροψίας. Ὅτι γὰρ οὐ μόνον ἐκεῖνον τὸν ἐν τῷ πυλῶνι, ἀλλ’ οὐδ’ ἄλλον τινὰ ἠλέει, αὐτὸς ἐκεῖνος τοῦτο ἔδειξεν. Εἰ γὰρ τὸν ἐν τῷ πυλῶνι διηνεκῶς ἐρριμμένον, καὶ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν κείμενον, ὅν καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, καὶ ἅπαξ, καὶ δίς, καὶ πλεονάκις, ὁρᾷν ἠναγκάζετο εἰσιὼν καὶ ἐξιών· οὐ γὰρ ἐν ἀμφόδῳ οὐδ’ ἐν κρυπτῷ καὶ στενωπῷ κατέκειτο τόπῳ, ἀλλ’ ἔνθα συνεχεῖς τὰς εἰσόδους καὶ τὰς ἐξόδους ποιούμενος ὁ πλούσιος, ἄκων αὐτὸν ὁρᾷν ἠναγκάζετο· εἰ τοίνυν τοῦτον οὐκ ἐλέησε, τὸν ἐν τοσούτῳ χαλεπῷ πάθει κατακείμενον, καὶ ἀπορίᾳ τοσαύτῃ συζῶντα, μᾶλλον δὲ διὰ παντὸς τοῦ βίου ἀρρωστίᾳ ταλαιπωροῦντα, καὶ ἀρρωστίᾳ χαλεπωτάτη, πρὸς τίνα ἄν τῶν ἐντυγχανόντων ἐπεκάμφθη ποτέ; Καὶ γὰρ εἰ τὴν προτέραν ἡμέραν παρέδραμε, τὴν δευτέραν εἰκὸς ἦν τι παθεῖν· εἰ δὲ καὶ ἐν ταύτῃ παρεῖδεν, ἀλλὰ τὴν τρίτην, ἤ τὴν τετάρτην, ἤ τὴν μετ’ ἐκείνην, πάντως αὐτὸν ἐπικαμφθῆναι, ἔδει καὶ εἰ τῶν θηρίων ἀγριώτερον ἦν. Ἀλλ’ οὐδὲν ἔπαθε τοῦτον· ἀλλὰ καὶ ἐκείνου τοῦ δικαστοῦ, τοῦ μήτε τὸν Θεὸν φοβουμένου, μήτε ἀνθρώπους αἰδουμένου καὶ ἰταμώτερος καὶ ἀπηνέστερος γέγονεν. Ἐκεῖνον μὲν γὰρ ἡ τῆς χήρας συνέχεια, καὶ ταῦτα ὠμὸν ὄντα καὶ ἄγριον, δοῦναι τὴν χάριν ἔπεισε, καὶ πρὸς τὴν ἱκετηρίαν ἐπέκαμψε· τοῦτον δὲ οὐδὲ τοῦτο ἴσχυσεν ἐπικάμψαι πρὸς τὴν τοῦ πένητος ἀντίληψιν· καίτοι γε οὐκ ἴση ἦν ἡ αἴτησις, ἀλλ’ αὕτη πολλῷ εὐκολωτέρα καὶ δικαιοτέρα. Ἡ μὲν γὰρ κατὰ τῶν ἐχθρῶν αὐτὸν παρεκάλει, οὗτος δὲ ἠξίου λῦσαι λιμὸν, καὶ μὴ περιιδεῖν ἀπολλύμενον· κἀκείνη μὲν ἠνώχλη παρακαλοῦσα, οὗτος δὲ πολλάκις τῆς ἡμέρας ἐφαίνετο τῷ πλουσίῳ σιγῇ κείμενος· πολὺ δὲ τοῦτο ἱκανὸν μαλάξαι μᾶλλον καὶ λιθίνην διάνοιαν. Ἐνοχλούμενοι γὰρ πολλάκις καὶ παροξυνόμεθα· ὅταν δὲ τοὺς δεομένους βοηθείας ἴδωμεν σιγῇ πολλῇ παρεστῶτας, καὶ μηδὲν φθεγγομένους, ἀλλ’ ἀποτυγχάνοντας μὲν ἀεὶ, μὴ δυσχεραίνοντας δέ, ἀλλὰ σιγῇ φαινομένους μόνον ἡμῖν, κἄν αὐτῶν τῶν λίθων ὦμεν ἀναισθητότεροι, τὴν ὑπερβολὴν τῆς ἐπιεικείας αἰδεσθέντες κατακαμπτόμεθα. Καὶ ἕτρον δέ τι πρὸς τούτοις τούτων οὐκ ἔλαττον ἦν, τὸ καὶ τὴν ὄψιν αὐτὴν ἐλεεινὴν εἶναι τοῦ πένητος, λιμῷ καὶ ἀρρωστίᾳ μακρᾷ κατεργασθεῖσαν. Ἀλλ’ ὅμως οὐδὲν τούτων τὸν ἀνήμερον ἐκεῖνον ἐμάλαξε. Πρώτη μὲν οὖν κακία αὕτη ὠμότητος, καὶ ἀπανθρωπία ὑπερβολὴν οὐκ ἔχουσα. Οὐ γάρ ἐστιν ἴσον ἐν πενίᾳ ζῶντα μὴ βοηθεῖαν τοῖς δεομένοις, καὶ τοσαύτης ἀπολαύοντα τρυφῆς, λιμῷ τηκομένους ἑτέρους περιορᾷν. Πάλιν οὐκ ἔστιν ἴσον, ἅπαξ ἤ δεύτερον ἰδόντα πτωχόν, παραδραμεῖν, καὶ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν βλέποντα μηδὲ ὑπὸ τῆς κατὰ τὴν ὄψιν συνεχείας πρὸς τὸν ἔλεον καὶ φιλανθρωπίαν διαναστῆναι ταύτην. Πάλιν οὐκ ἔστιν ἴσον ἐν συμφοραῖς ὄντα καὶ ἀθυμίας καὶ κακῶς τὴν ψυχὴν διακείμενον μὴ βοηθεῖν τοῖς πλησίον, καὶ τοσαύτης ἀπολαύοντα εὐφροσύνης καὶ διηνεκοῦς εὐπραγίας, λιμῷ τηκομένους ἑτέρους περιορᾷν, καὶ ἀποκλεῖσαι τὰ σπλάχνα, καὶ μηδὲ ὑπὸ τῆς χαρᾶς αὐτῆς γενέσθαι φιλανθρωπότερον. Ἴστε γὰρ δήπου τοῦτο, ὅτι κἄν ἁπάντων ὦμεν ἀγριώτεροι, ταῖς εὐπαργίαις ἡμερώτεροι καὶ χρηστότεροι πεφύκαμεν γίνεσθαι. Ἀλλ’ ἐκεῖνος οὐδὲ ὑπὸ τῆς εὐημερίας βελτίων ἐγένετο, ἀλλ’ ἔμενεν ἐκτεθηριωμένος, μᾶλλον δὲ θηρίου παντὸς ὠμότητα καὶ ἀπανθρωπίαν τοῖς τρόποις ἀπέκρυψεν. Ἀλλ’ ὅμως ὁ μὲν ἐν πονηρίᾳ ζῶν καὶ ἀπανθρωπίᾳ πάσης ἀπήλαυεν εὐπραγίας, ὁ δὲ δίκαιος καὶ ἀρετῆς ἐπιμελούμενος ἐν ἐσχάτοις ἦν κακοῖς. Ὅτι δὲ δίκαιος ὁ Λάζαρος ἦν, πάλιν καὶ ἐνταῦθα τὸ τέλος ἀπέδειξε, καὶ πρὸ τοῦ τέλους αὐτὴ ἡ κατὰ τὴν πενίαν ὑπομονή. Ἆρα οὐ δοκεῖτε αὐτὰ παρόντα τὰ πράγματα ὁρᾷν; Πλήρης τῷ πλουσίῳ ἡ ναῦς τῆς ἐμπορίας ἦν, καὶ ἐξ οὐρίας ἔπλει. Ἀλλὰ μὴ θαυμάσητε· εἰς ναυάγιον γὰρ ἠπείγετο, ἐπειδὴ τὸ φόρτον οὐκ ἠθέλησε διαθέσθαι μετ’ εὐλαβείας. Βούλει σοι καὶ ἑτέραν εἴπω κακίαν αὐτοῦ; Τὸ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν τρυφῆν ἀδεῶς. Καὶ γὰρ καὶ τοῦτο κακία ἐσχάτη, οὐχὶ νῦν, ὅτε τοσαύτην ἀπαιτούμεθα φιλοσοφίαν, ἀλλὰ καὶ ἐν ἀρχῇ ἐπὶ τῆς Παλαιᾶς, ὅτε οὐ τοσαύτης φιλοσοφίας ἐπίδειξις ἦν. Ἄκουσον γοῦν τί φησιν ὁ προφήτης· Οὐαὶ οἱ ἐρχόμενοι εἰς ἡμέραν κακήν, οἱ ἐγγίζοντες καὶ ἁπτόμενοι σαββάτων ψευδῶν. Τί ἐστιν, οἱ ἀπτόμενοι σαββάτων ψευδῶν; Οἱ Ἰουδαῖοι νομίζουσιν, ὅτι δι’ ἀργίαν αὐτοῖς τὸ σάββατον δέδοται. Οὐκ ἔστι δὲ αὕτη ἡ αἰτία, ἀλλ’ ἵνα τῶν βιοτικῶν ἑαυτοὺς ἀπαγαγόντες τὴν σχολὴν ἅπασαν εἰς τὰ πνευματικὰ ἀναλίσκωσιν. Ὅτι γάρ· οὐκ ἀργίας ἐστὶ τὸ σάββατον, ἀλλ’ ἐργασίας ἐστὶ πνευματικῆς ὑπόθεσις, ἀπ’ αὐτῶν τῶν πραγμάτων δῆλον. Ὁ γοῦν ἱερεὺς διπλοῦν ἔργον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ποιεῖ· καὶ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἁπλῆς ἀναφερομένης θυσίας, διπλῆν ἀναφέρειν κελεύτεται τότε. Εἰ δὲ καθάπαξ ἀργίας ἦν τὸ σάββατον, πρὸ τῶν ἄλλων τὸν ἱερέα ἀργεῖν ἐχρῆν. Ἐπεὶ οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῶν βιοτικῶν ἀπαλλαγέντες πραγμάτων, τοῖς πνευματικοῖς οὐ προσεῖχον, σωφροσύνῃ καὶ ἐπιεικείᾳ καὶ ἀκροάσει θείων λόγων, ἀλλὰ τοὐναντίον ἐποίουν, γαστριζόμενοι, μεθύοντες, διαρρηγνύμενοι, τρυφῶντες, διὰ τοῦτο κατηγόρησεν αὐτῶν ὁ προφήτης. Εἰπὼν γάρ, Οὐαὶ οἱ ἐρχόμενοι εἰς ἡμέραν κακήν, καὶ ἐπαγαγών, Οἱ ἐφαπτόμενοι σαββάτων ψευδῶν, ἔδειξε διὰ τῆς ἐπαγωγῆς, πῶς ἦν αὐτοῖς τὰ σάββατα ψευδῆ. Πῶς οὖν αὐτὰ ἐποίουν ψευδῆ; Τῷ κακίαν ἐργάζεσθαι, τρυφῶντες, μεθύοντες, καὶ τὰ μυρία αἴσχιστα καὶ χαλεπὰ πράσσοντες. Καὶ ὅτι τοῦτό ἐστιν ἀληθές, ἄκουσον τῶν ἑξῆς. Δείκνυσι γὰρ ὅ λέγω δι’ ὧν εὐθὺς ἐπάγει καὶ λέγει· Οἱ καθεύδοντες ἐπὶ κλινῶν ἐλεφαντίνων, καὶ κατασπαταλῶντες ἐπὶ τῶν στρωμῶν αὐτῶν, οἱ ἐσθίοντες ἐρίφους ἐκ ποιμνίων, καὶ μοσχάρια ἐκ βουκολίων γαλαθηνά, οἱ πίνοντες τὸν διυλισμένον οἶνον, καὶ τὰ πρῶτα μύρα χριόμενοι. Ἔλαβες τὸ σάββατον, ἵνα τῆς πονηρίας ἀπαλλάξῃς τὴν ψυχήν· σὲ δὲ αὐτὴν κατεργάζῃ πλέον. Τί γαρ ἄν γένοιτο τῆς βλακείας ταύτης χεῖρον, ἤ τὸ ἐπὶ κλινῶν ἐλεργαντίνων καθεύδειν; Αἱ ἄλλαι ἁμαρτίαι κἄν μικρὰν τινα ἡδονὴν ἔχωσιν, οἷον ἡ μέθη, ἡ πλεονεξία καὶ ἀσωτία· τὸ δὲ ἐπὶ κλινῶν ἐλεφαντίνων καθευδῆσαι, ποίαν ἡδονὴν ἔχει; ποίαν παραμυθίαν; Μὴ γὰρ ἡδίω καὶ γλυκύτερον ἡμῖν τὸν ὕπνον ἐργάζεται τῆς κλίνης το κάλλος; Φορτικώτερον μᾶλλον μὲν οὖν καὶ ἐπαχθέστατον τοῦτο, ἐὰν νοῦν ἔχωμεν. Ὅταν γὰρ ἐννοήσῃς ὅτι, σοῦ καθεύδοντος ἐπὶ κλίνης ἐλεφαντίνης, ἕτερος οὐδ’ ἄρτου μετὰ ἀδείας, ἀπολαύειν ἔχει, οὐ καταγνώσεταί σου τὸ συνειδός, καὶ ἐπαναστήσεται κατηγοροῦν τῆς ἀνωμαλίας ταύτης; Εἰ δὲ τὸ ἐλεφαντίων κλινῶν κεθεύδειν ἔγκλημα, ὅταν καὶ ἀργύρῳ περιβελημέναι πάντοθεν ὦσι, ποίαν ἕξομεν ἀπολογίαν;Βούλει κάλλος κλίνης ἰδεῖν; Ἐγὼ σοι δείκνυμι νῦν, οὐκ ἰδιωτικῆς, οὐδὲ στρατιωτικῆς, ἀλλὰ βασιλικῆς κλίνης εὐπρέπειαν. Κἄν γὰρ φιλοτιμότατος ἧς πάντων, εὖ εἶδα ὅτι τῆς τοῦ βασιλέως κλίνης οὐκ ἐθελήσεις ἔχειν εὐπρεπεστέραν· καὶ τὸ δὴ μεῖζον, οὐ τοῦ τυχόντος βασιλέως, ἀλλὰ τοῦ πρώτου, καὶ τοῦ πάντων βασιλέων βασιλικωτέρου, καὶ μέχρι νῦν ἀδομένου πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης· δείκνυμί σοι κλίνην τὴν τοῦ μακαρίου Δαυΐδ. Ποταπὴ τοίνυν ἦν ἐκείνη; Οὐκ ἀργύρῳ καὶ χρυσῷ, ἀλλὰ δάκρυσι καὶ ἐξομολογήσεσι πάντοθεν ἦν κεκαλλωπισμένη. Καὶ ταῦτα αὐτός φησιν οὕτω λέγων· Λούσω καθ’ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου· ἐν δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω. Ὥσπερ γὰρ μαργαρῖται τὰ δάκρυα αὐτῇ ἐπεπήγει πάντοθεν. Καὶ σκόπει μοι φιλόθεον ψυχήν· ἐπειδὴ γὰρ ἐν ἡμέρᾳ πολλαὶ αἱ φροντίδες ἀρχόντων, ταξιαρχῶν, ἐθνῶν, δήμων, στρατιωτῶν, πολέμων, εἰρήνης, τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, τῶν κατὰ τὴν οἰκίαν, τῶν πόρρωθεν, τῶν πλησίον, περιεῖλκον αὐτὸν καὶ ἀπῆγον· τὴν σχολήν, ἥν πάντες εἰς τὸ καθεύδειν ἀναλίσκομεν, εἰς ἐξομολόγησιν καὶ εὐχὰς καὶ δάκρυα ἀνήλισκεν ἐκεῖνος. Καὶ οὐχὶ μίαν τοῦτο ἐποίησε νύκτα, τὴν δὲ δευτέραν ἐπαύσατο, οὐδὲ δύο καὶ τρεῖς, τὰς δὲ μεταξὺ διέλιπεν, ἀλλὰ καθ’ ἑκάστην νύκτα τοῦτο ἔπραττε. Λούσω γὰρ καθ’ ἑκάστην νύκτα, φησί, τὴν κλίνην μου· ἐν δάκρυσί μου την στρωμνήν μου βρέξω, τὴν δαψίλειαν τῶν δακρύων καὶ τὴν συνέχειαν ἐμφαίνων. Πάντων γὰρ ἡσυχαζόντων, καὶ ἐν ἠρεμίᾳ ὄντων, μόνος τῷ Θεῷ τότε ἐνετύγχανεν, καὶ παρῆν ὁ ἀκοίμητος ὀφθαλμὸς ὀδυρομένῳ καὶ θρηνοῦντι καὶ τὰ οἰκεῖα ἐξαγγέλοντι κακά. Τοιαύτην καὶ σὺ κατασκεύασον κλίνην. Ὁ μὲν γαρ ἄργυρος περικείμενος καὶ φθόνον παρὰ ἀνθρώπων ἐγείρει, καὶ ὀργὴν ἐκκαίει τὴν ἄνωθεν. Τὰ δὲ τοιαῦτα δάκρυα, οἷα τὰ τοῦ Δαυΐδ, καὶ αὐτὸ τὸ τῆς γεέννης οἶδε κατασβέσαι πῦρ. Βούλει σοι καὶ ἑτέραν δείξω κλίνην; τὴν τοῦ Ἰακὼβ λέγω. Ἔδαφος εἶχεν ὑποκείμενον, καὶ λίθον ὑπὸ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ· δια τοῦτο καὶ τὸν νοητὸν εἶδε λίθον, καὶ τὴν κλίμακα ἐκείνην, δι’ ἧς ἀνέβαινον καὶ κατέβαινον ἄγγελοι. Τοιαύτας ἐπινοῶμεν κλίνας καὶ ἡμεῖς, ἵνα καὶ τοιαῦτα βλέπωμεν ὀνείρατα. Ἄν δὲ ἐπὶ τῆς ἀργυρᾶς ὦμεν κατακείμενοι, οὐ μόνον εὐδεμίαν ἡδονὴν καρπωσόμεθα, ἀλλὰ καὶ ἀθυμίαν ὑπομενοῦμεν. Ὅταν γὰρ ἐννοήσῃς, ὅτι ἐν κρυμῷ ἐσχάτῳ, ἐν νυκτὶ μέσῃ, σοῦ καθεύδοντος ἐπὶ κλίνης, ὁ πένης ἐπὶ στιβάδος ἔρριπται ἐν τοῖς τῶν βαλανείων προπυλαίοις, καλάμην περιβεβλημένος, τρέμων, πηγνύμενος τῷ κρύει, ἀγχόμενος τῷ λιμῷ· κἄν ἁπάντων μᾶλλον λίθινος ᾗς, εὖ οἶδα, ὅτι καταγνώσῃ σαυτοῦ, σὺ μὲν ὑπὲρ τὴν χρείαν τρυφῶν, ἐκεῖνον δὲ μηδὲ τῶν κατὰ χρείαν ἀπολαύειν ἀφείς. Οὐδεὶς στρατευόμενος, φησίν, ἐμπλέκεται ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις. Στρατιώτης εἶ πνευματικός· στρατιώτης δὲ τοιοῦτος οὐ καθεύδει ἐπὶ κλίνης ἐλεφαντίνης, ἀλλὰ ἐπὶ ἐδάφους· οὐ χρίεται μύροις· τῶν γὰρ ἡταιρηκότων καὶ διεφθαρμένων ἡ τοιαύτη σπουδή, τῶν ἐπὶ τῆς σκηνῆς, τῶν ἐν ἀμελείᾳ ζώντων· σὲ δὲ οὐχὶ μύρων, ἀλλ’ ἀρετῆς ἀποπνεῖν δεῖ. Οὐδὲν ψυχῆς ἀκαθαρτότερον, ὅταν τὸ σῶμα τοιαύτην ἔχῃ τὴν εὐωδίαν. Τῆς γὰρ δυσωδίας τῆς ἔνδον καὶ τῆς ἀκαθαρσίας δεῖγμα ἡ τοῦ σώματος καὶ τῶν ἱματίων εὐωδία γένοιτ’ ἄν, Ὅταν γὰρ ἐπελθὼν ὁ διάβολος διαθρύψῃ τὴν ψυχήν, καὶ βλακείας ἐμπλήσῃ πολλῆς, τότε καὶ εἰς τὸ σῶμα τῆς οἰκείας διαφθορᾶς τὴν κηλῖδα ἐναπομάσσεται διὰ τῶν μύρων. Καὶ καθάπερ οἱ κορύζῃ τινὶ καὶ κατάρρῳ διηνεκῶς ἁλισκόμενοι, καὶ τὰ ἱμάτια καὶ τὰς χεῖρας καὶ τὴν ὄψιν μολύνουσι, τὸ διὰ τῶν ρινῶν ρέον συνεχῶς ἐναπομασσόμενοι· οὕτοι δὴ καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ πονηροῦ τούτου ρεύματος τὴν κακίαν εἰς τὸ σῶμα ἐναπομάσσεται. Τίς γὰρ γενναῖόν τι καὶ χρηστὸν ὑπολήψεται περὶ τοῦ μύρου ὄζοντος καὶ γυναικιζομένου, μᾶλλον δὲ ἑταιριζομένου, καὶ ὀρχηστικὸν ἀναιρουμένου βίου; Πνείτω σοι πνευματικῆς εὐωδίας ἡ ψυχή, ἵνα καὶ σαυτὸν καὶ τοὺς συγγινομένους σοι ὠφελῇς τὰ μέγιστα. Οὐδὲν γάρ, οὐδὲν τρυφῆς χαλεπώτερον. Ἄκουσον τί περὶ αὐτῆς φησι πάλιν ὁ Μωυσῆς· Ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη, ἐπλατύθη, καὶ ἀεπλάκτισεν ὁ ἠγαπημένος. Καὶ οὐκ εἶπεν, ὅτι ἀπέστη, ἀλλ’, Ἀπελάκτισεν ὁ ἠγαπημένος, τὸ γαῦρον καὶ δυσήνιον αὐτοῦ παρεμφαίνων ἡμῖν. Καὶ πάλιν ἀλλαχοῦ· Φαγὼν καὶ πιὼν πρόσεχε σεαυτῷ, μήποτε ἐπιλάθῃ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. Οὕτως ἡ τρυφὴ πρὸς λήθην ἐξάγειν εἴωθε. Καὶ σὺ τοίνυν, ἀγαπητέ, ἐὰν καθίσῃς ἐπὶ τῆς τραπέζης, ἀναιμνήσθητι ὅτι μετὰ τὴν τράπεζαν εὔχεσθαί σε δεῖ· καὶ οὕτω συμμέτρως ἔμπλησον τὴν γαστέρα, ἵνα μὴ βαρυνόμενος ἀδυνατήσῃς γόνυ κλῖναι, καὶ τὸν Θεὸν παρακαλέσαι. Οὐχ ὁρᾶτε τὰ ὑποζύγια, ὅτι μετὰ τὴν φάτνην ὁδοιπορίας ἅπτεται, καὶ ἀχθοφορεῖ, καὶ τὴν οἰκείαν διακονίαν ἀποπληροῖ; Σὺ δὲ μετὰ τὴν τράπεζαν ἄχρηστος πρὸς πᾶν ἔργον καὶ ἀνεπιτήδειος γίνῃ. Καὶ πῶς οὐκ ἔσῃ καὶ τῶν ὄνων αὐτῶν ἀτιμότερος. Τίνος ἕνεκεν; Ὅτι τότε μάλιστα νήφειν χρὴ καὶ ἐγρηγορέναι. Ὁ γὰρ μετὰ τὴν τράπεζαν καιρός, εὐχαριστίας ἐστὶ καιρός· τὸν δὲ εὐχαριστοῦντα οὐχὶ μεθύειν, ἀλλὰ νήφειν δεῖ καὶ ἐγρηγορέναι. Ἀπὸ τραπέζης μὴ κλίνην, ἀλλ’ ἐπ’ εὐχὴν τρεπώμεθα, ἵνα μὴ τῶν ἀλόγων ἀλογότεροι γινώμεθα. Οἶδα ὅτι πολλοὶ καταγνώσκονται τῶν λεγομένων, ὡς καινὴν τινα καὶ παράδοξον συνήθειαν εἰσαγόντων τῷ βίῳ· ἀλλ’ ἐγὼ μειζόνως τῆς πονηρᾶς καταγνώσομαι συνηθείας τῆς νῦν κατεχούσης ἡμᾶς. Ὅτι γὰρ μετὰ τροφὴν καὶ τράπεζαν οὐχ ὕπνον οὐδὲ εὐνήν, ἀλλ’ εὐχὰς καὶ θείων Γραφῶν ἀνάγνωσιν διαδέχεσθαι χρή, τοῦτο σαφέστερον ἐδήλωσεν ὁ Χριστός. Τὰ γοῦν ἄπειρα πλήθη τότε ἑστιάσας ἐπὶ τῆς ἐρήμου, οὐκ ἐπὶ κλίνην καὶ ὕπνον αὐτοὺς ἔπεμψεν, ἀλλ’ ἐπὶ θείων ἀκρόασιν ἐκάλεσε λογίων. Οὐ γὰρ διέρρηξεν αὐτῶν τὰς γαστέρας, οὐδὲ εἰς μέθην ἐξέβαλεν, ἀλλὰ πληρώσας αὐτῶν τὴν χρείαν, πρὸς τὴν πνευματικὴν ἦγε τροφήν. Οὕτω καὶ ἡμεῖς ποιῶμεν, καὶ τοσοῦτον ἐθίσωμεν ἑαυτοὺς ἐσθίειν, ὅσον πρὸς τὸ ζῆν μόνον, οὐχ ὅσον διασπᾶσθαι καὶ βαρύνεσθαι. Οὐ γὰρ διὰ τοῦτο ἐγενόμεθα καὶ ζῶμεν, ἵνα φάγωμεν καὶ πίωμεν· ἀλλ’ διὰ τοῦτο ἐσθίωμεν, ἵνα ζῶμεν, Οὐ τὸ ζῆν διὰ τὸ φαγεῖν, ἀλλὰ διὰ τὸ ζῆ τὸ φαγεῖν γέγονεν ἐξ ἀρχῆς. Ἡμεῖς δὲ ὡς διὰ τοῦτο ἐλθόντες εἰς τὸν κόσμον, οὕτως ἅπαντα εἰς τοῦτο καταναλισκομεν. Ἀλλ’ ἵνα σφοδρότερα γένηται τῆς τρυφῆς ἡ κατηγορία, καὶ μάλα καθίκηται τῶν ἐν αὐτῇ ζώντων, φέρε, πάλιν ἐπὶ τὸν Λάζαρον τὸν λόγον ἀγάγωμεν. Οὕτω γὰρ ἡμῖν ἀληθεστέρα τε καὶ ἐναργεστέρα ἡ παραίνεσις ἔσται καὶ ἡ συμβουλή, ὅταν μή διὰ ρημάτων, ἀλλὰ διὰ πραγμάτων ἴδητε παιδευομένους καὶ καὶ κολαζομένους τοὺς ἀδηφαγίᾳ προσέχοντας. Ὁ μὲν οὖν πλούσιος τοσαύτῃ πονηρίᾳ συνέζη, καὶ καθ’ ἑκάστην ἐνετρύφα τὴν ἡμέραν, καὶ ἐνεδιδύσκετο λαμπρῶς, χαλεπωτέραν ἑαυτῷ ἀνάπτων τὴν κόλασιν, καὶ μεῖζον τὸ πῦρ ἐργαζόμενος καὶ ἀπαραμύθητον ἑαυτῷ ποιῶν τὴν δίκην, καὶ ἀσύγγνωστον τὴν τιμωρίαν. Ὁ δὲ πένης ἔρριπτο παρὰ τὸν πυλῶνα αὐτοῦ, καὶ οὐτ’ ἀπεδυσπέτησεν οὔτ’ ἐβλασφήμησεν, οὔτ’ ἠγανάκτησεν· οὐκ εἶπε πρὸς ἑαυτόν, ὅ πολλοὶ λέγουσι· τί ποτε τοῦτό ἐστιν; οὗτος μὲν πονηρίᾳ συζῶν καὶ ὠμότητι καὶ ἀπανθρωπίᾳ καὶ τῶν ὑπὲρ τὴν χρείαν ἀπολαύει πάντων, καὶ οὐδ’ ἀθυμίαν ὑπομείνει, οὐδ’ ἄλλο τι τῶν ἀδοκήτων, οἷα πολλὰ τὰ παρὰ ἀνθρώποις ἐστίν, ἀλλὰ καὶ καθαρὰν καρποῦται τὴν ἡδονήν· ἐγὼ δὲ οὐδὲ τῆς ἀναγκαίας, ἔχω τροφῆς μετασχεῖν. Ἀλλὰ τούτῳ μὲν εἰς παρασίτους καὶ κόλακας καὶ μέθην τὰ ὄντα ἅπαντα δαπανῶντι, ὥσπερ ἐκ πηγῶν ἅπαντα ἐπιρρεῖ· ἐγὼ δὲ παράδειγμα τοῖς ὁρῶσι κεῖμαι καὶ αἰσχύνη καὶ γέλως, καὶ λιμῷ τηκόμενος. Ἆρα ταῦτα προνοίας; ἄρα ἐφορᾷ δίκη τις τὰ ἀνθρώπινα πράγματα; Οὐδὲν τούτων οὐκ εἶπεν, οὐκ ἐνενόησεν. Πόθεν τοῦτο δῆλον; Ἐξ ὧν ἀπήγαγον αὐτὸν οἱ ἄγγελοι δορυφοροῦντες, καὶ εἰς τὸν κόλπον τοῦ Ἀβραὰμ ἀποκατέστησαν· οὐκ ἄν δέ, εἰ βλάσφημος ἦν, τοσαύτης ἀπέλαυσε τιμῆς. Οὕτω μὲν οὖν οἰ πολλοὶ διὰ τοῦτο θαυμάζουσι τὸν ἄνθρωπον μόνον, ὅτι ἐν πενίᾳ ἦν· ἐγὼ δὲ δείκνυμι τιμωρίας ἐννέα τὸν ἀριθμὸν αὐτὸν ὑπομείναντα, οὔχ ἵνα κολάζηται, ἀλλ’ ἵνα λαμπρότερος γίνηται· ὅπερ οὖν καὶ ἐγένετο. Δεινὸν μὲν γὰρ ὄντως καὶ ἡ πενία, καὶ ἴσασιν ὅσοι πεῖραν ταύτης εἰλήφασι· λόγος γὰρ οὐδεὶς παραστῆσαι δυνήσεται τὴν ὀδύνην, ὅσην ὑπομένουσιν οἱ πτωχείᾳ συζῶντες, καὶ φιλοσοφεῖν οὐκ εἰδότες. Ἐπὶ δὲ τοῦ Λαζάρου οὐ τοῦτο μόνον ἦν τὸ δεινόν, ἀλλὰ καὶ ἀρρωστία αὐτῷ συνέζευκτο, καὶ αὕτη μεθ’ ὑπερβολῆς. Καὶ ὅρα πῶς ἑκατέρας τὰς συμφορὰς δείκνυσιν εἰς ἄκρον ἐλθούσας. Ὅτι μὲν γὰρ πᾶσαν πενίαν ἡ τοῦ Λαζάρου πενία τότε ἐνίκησεν, ἔδειξεν εἰπών, ὅτι οὐδὲ τῶν ψιχίων ἀπήλαυσε τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ὅτι δὲ καὶ ἡ ἀρρωστία πρὸς τὸ αὐτὸ μέτρον ἐφθάκει τῇ πενίᾳ, καθ’ ὅ λοιπὸν ἐκταθῆναι οὐκ ἦν, καὶ τοῦτο αὐτὸ πάλιν ἐδήλωσεν, εἰπὼν ὅτι οἱ κύνες ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. Οὕτως ἦν ἐξησθενικώς, ὡς μηδὲ τοὺς κύνας ἀποσοβῆσαι δύνασθαι, ἀλλὰ νεκρὸς ἔμψυχος ἔκειτο, ἐπιόντας μὲν αὐτοὺς θεωρῶν, ἀμύνασθαι δὲ οὐκ ἰσχύων. Οὕτως αὐτῷ τὰ μέλη παρεῖτο, οὕτω τεταρίχευτο τῇ ἀρρωστίᾳ, οὕτω δεδαπάνητο τῷ πειρασμῷ. Εἶδες μετ’ ἄκρας ὑπερβολῆς καὶ τὴν πενίαν καὶ τὴν ἀρρωστίαν πολιορκοῦσαν αὐτοῦ τὸ σῶμα; Εἰ δὲ καθ’ ἑαυτὸ τούτων ἕκαστον ἀφόρητον καὶ δεινόν, ὅταν ὁμοῦ συμπεπλεγμένα ἧ, πῶς οὐκ ἀδάμας τις ἦν ὁ ταῦτα ὑπομένων; Πολλοὶ πολλάκις ἀρρωστοῦσιν, ἀλλὰ τῆς ἀναγκαίας οὐκ ἀποροῦσι τροφῆς· ἄλλοι πενίᾳ μὲν συζῶσιν ἐσχάτῃ, ἀλλ’ ὑγιείας ἀπολαύουσι, καὶ θἄτερον θἀτέροου παραμυθία γίνεται· ἐνταῦθα δὲ ἀμφότερα ταῦτα συνεδεδραμήκει. Ἀλλ’ ἔχεις μοί τινα εἰπεῖν καὶ ἐν ἀρρωστίᾳ ὄντα καὶ ἐν πενίᾳ. Ἀλλ’ οὐκ ἐν ἐρημίᾳ τοσαύτῃ. Εἰ γὰρ καὶ μὴ παρ’ ἑαυτοῦ μηδὲ οἴκοθεν, ἀλλ’ ὑπὸ τῶν ὁρώντων ἐλεῖσθαι δύναιτο ἄν εἰς τὸ μέσον προκείμενος· τούτῳ δὲ τὰ προειρημένα δεινὰ χαλεπώτερα ἐποίει γίνεσθαι τῶν προστησομένων ἡ ἐρημία· καὶ αὐτὴν ταύτην πάλιν χαλεπωτέρα ἐποίει φαίνεσθαι τὸ ἐν πυλῶνι κεῖσθαι τοῦ πλουσίου. Εἰ μὲν γὰρ ἐπὶ τῆς ἐρήμου καὶ τῆς ἀοικήτου κείμενος, ταῦτ’ ἔπασχε καὶ παρεωρᾶτο, οὐκ ἄν οὕτως ἤλγησε· τὸ γὰρ μηδένα παρεῖναι καὶ ἄκοντα φέρειν ἔπειθε τὰ συμβαίνοντα· τὸ δὲ ἐν μέσῳ τοσούτων κείμενον μεθυόντων, εὐημερούντων, παρὰ μηδενὸς μηδὲ τῆς τυχούσης ἐπιμελείας τυγχάνειν, δριμυτέραν ἐποίει τῶν ὀδυνῶν γίνεσθαι τὴν αἴσθησιν, καὶ τὴν ἀθυμίαν ἐξέκαιε μᾶλλον. Οὐ γὰρ οὕτως ἀπόντων τῶν βοηθούντων, ὡς παρόντων μέν, οὐκ ἐθελόντων δὲ ὀρέξαι χεῖρα, δάκνεσθαι πεφύκαμεν ἐν ταῖς συμφοραῖς· ὅπερ οὖν κἀκεῖνος τότε ἔπασχεν. Οὐδεὶς γὰρ ἦν, οὐχ ὁ λόγῳ παρακαλῶν, οὐχ ὁ ἔργῳ παραμυθούμενος, οὐ φίλος, οὐ γείτων, οὐ συγγενής, οὐ τῶν ὁρώντων οὐδείς, πάσης τῆς τοῦ πλουσίου διεφθαρμένης οἰκίας. Ἔτι πρὸς τούτοις ἑτέραν αὐτῷ προσθήκην ὀδύνης, ἐνεποίει καὶ ἕτερον εὐπραγοῦντα ὁρᾷν· οὐκ ἐπειδὴ βάσκανος ἦν καὶ πονηρός, ἀλλ’ ἐπειδὴ πεφύκαμεν ἅπαντες ἐν ταῖς ἑτέρων εὐημερίαις ἀκριβέστερον τὰς οἰκείας καταμανθάνειν συμφοράς. Ἐπὶ δὲ τοῦ πλουσίου καὶ μεῖζον προσῆν αὐτῷ ἕτερον τὸ δυνάμενον αὐτὸν δοκεῖν. Οὐ γὰρ δὴ μόνον ταῖς εὐημερίας ταῖς ἐκείνου συγκρίνων τὴν ἑαυτοῦ δυσπραγίαν, μείζονα τὴν αἴσθησιν ἐλάμβανε τῶν οἰκείων κακῶν, ἀλλὰ καὶ λογιζόμενος, ὅτι ὁ μὲν μετ’ ὠμότητος καὶ ἀπανθρωπίας ζῶν, ἐν ἅπασιν εὐοδοῦται, οὕτος δὲ μετὰ ἀρετῆς καὶ ἐπιεικείας τὰς ἔσχατα πάσχει δεινὰ καὶ ἔνθεν ἀπαραμύθητον τὴν ἀθυμίαν πάλιν ὑπέμενεν. Εἰ γὰρ δίκαιος ἦν, εἰ γὰρ ἐπιεικής, εἰ γὰρ θαυμαστὸς ὁ ἀνήρ, εἰ γὰρ πάσης γέμων ἀρετῆς, οὐκ ἄν αὐτὸν ἐλύπησε· νυνὶ δὲ καὶ πονηρίᾳ συζῶν, καὶ πρὸς ἔσχατον κακίας ἐληλακώς, καὶ τοσαύτην ἀπανθρωπίαν ἐπιδεινύμενος, καὶ τὰ τῶν ἐχθρῶν αὐτῶ διατιθείς, καὶ ὥσπερ λίθον αὐτὸν παρατρέχων ἀναισυχνύτως καὶ ἀνιλέως, καὶ μετὰ ταῦτα πάντα τοσαύτης ἀπολαύων εὐπορίας· ἐννόησον πῶς εἰκὸς ἦν, ὥσπερ ἐπαλλήλοις κύμασι βαπτίζειν αὐτὸν τοῦ πένητος τὴν ψυχήν, ἐννόησον τὸν Λάζαρον, οἷον εἰκὸς ἦν εἶναι, ὁρῶντα παρασίτους, κόλακας, οἰκέτας ἀναβαίνοντας, καταβαίνοντας, ἐξιόντας, εἰσιόντας, κατατρέχοντος, θορυβοῦντας, μεθύοντας, πηδῶντας καὶ πᾶσαν ἄλλη ἀσέλγειαν ἐπιδεικνυμένους. Ὥσπερ γὰρ δι’ αὐτὸ τοῦτο ἐλθών, ἵνα μάρτυς ᾖ τῶν ἀλλοτρίων ἀγαθῶν, οὕτως εἰς τὸν πυλῶνα ἔρριπτο, τοσοῦτον ζῶν, ὅσον αἰσθάνεσθαι εἶχε τῶν οἰκείων κακῶν μόνον, ἐν λιμένι ναυάγιον ὑπομένων, πλησίον δίψῃ χαλεπωτάτῃ τὴν ψυχὴν ἀγχόμενος. Εἴπω τι καὶ ἕτερον πρὸς τούτοις κακόν; Οὐκ εἶχεν εἰς ἕτερον Λάζαρον ἰδεῖν. Ἡμεῖς μὲν γὰρ κἄν μυρία πάθωμεν κακά, ἀλλ’ ἔχομεν εἰς ἐκεῖνον ἰδόντες, ἱκανὴν δέχεσθαι παράκλησιν, καὶ πολλῆς ἀπολαῦσαι τῆς παραμυθίας. Τὸ γὰρ κοινωνοὺς εὑρίσκειν τῶν οἰκείων κακῶν ἤ ἐν πράγμασιν, ἤ ἐν διηγήμασι, πολλὴν φέρι τοῖς ὀδυνωμένοις παράκλησιν. Ἐκεῖνος δὲ οὐδὲν ἕτερον εἶχεν ἰδεῖν τὸν τὰ αὐτὰ αὐτῷ πεπονθότα· μᾶλλον δὲ οὐδ’ ἀκοῦσαί τινος ἐπὶ τῶν προγόνων τῶν ἑαυτοῦ τοσαῦτα ὑπομείναντος. Ἱκανὸν δὲ τοῦτο σκοτῶσαι ψυχήν. Ἔστι καὶ ἕτερον πρὸς τούτοις εἰπεῖν, ὅτι οὐδὲν τι περὶ ἀναστάσεως φιλοσοφεῖν ἠδύνατο ἀλλὰ μέχρι τοῦ παρόντος βίου τὰ παρόντα ἐνόμιζε συγκεκλεῖσθαι πράγματα· τῶν γὰρ πρὸ τῆς χάριτος ἦν. Εἰ δὲ νῦν ἐφ’ ἡμῶν μετὰ τοσαύτην θεογνωσίαν, καὶ τὰς χρηστὰς τῆς ἀναστάσεως ἐλπίδας, καὶ τὰς κειμένας τοῖς ἁμαρτάνουσι τιμωρίας ἐκεῖ, καὶ τὰ ἡτοιμασμένα τοῖς κατορθοῦσιν ἀγαθά, οὕτω μικροψύχως τινὲς καὶ ταλαιπώρως διάκεινται, ὡς μηδὲ ταύταις διορθοῦσθαι ταῖς προσδοκίας· τί πάσχειν εἰκὸς ἦν ἐκεῖνον καὶ ταύτης ἀπεστερημένων τῆς ἀγύκρας; Ἐκεῖνος γὰρ οὐδὲν οὐδέπω τοιοῦτον φιλοσοφεῖν ἠδύνατο διὰ τὸ μηδέπω τὸν καιρὸν τούτων ἀφῖχθαι τῶν διδαγμάτων. Ἦν τι καὶ πρὸς τούτοις ἄλλο, τὸ καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ δαβεβλῆσθαι παρὰ τοῖς ἀνοήτοις τῶν ἀνθρώπων. Καὶ γὰρ εἰώθασιν οἱ πολλοὶ, ἐπειδὰν τινα ἐν λιμῷ καὶ νόσῳ διηνεκεῖ καὶ τοῖς ἐσχάτοις ὄντας κακοῖς, μηδὲ χρηστὴν περὶ αὐτῶν δόξαν ἔχειν, ἀλλ’ ἀπὸ τῆς συμφορᾶς τὰ κατὰ τὸν βίον κρίνειν, καὶ διὰ πονηρίαν νομίζειν πάντως αὐτοὺς οὕτω ταλαιπωρεῖσθαι· καὶ πολλὰ ἄλλα τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους λέγουσιν, ἀνοήτως μέν, λέγουσι δὲ ὅμως· ὅτι οὗτος, εἰ τῷ Θεῷ φίλος ἦν, οὐκ ἄν εἴασεν αὐτὸν ἐν πενίᾳ, καὶ τοῖς ἄλλοις κακοῖς ταλαιπωρεῖσθαι. Οὕτω γοῦν καὶ ἐπὶ τοῦ Ἰώβ, καὶ ἐπὶ τοῦ Παύλου συνέβη. Καὶ γὰρ ἐκείνῳ ἔλεγον, Μὴ πολλάκις σοι λελάληται ἐν κόπῳ, ἰσχὺν δὲ ρημάτων σου τις ὑποίσει; Εἰ γὰρ εἰ ἐνουθέτησας πολλούς, καὶ χείρας ἀσθενεῖς παρακάλεσας, ἀσθενοῦντας δὲ ἐξανέστησας ρήμασι, γόνασι δὲ ἀδυνατοῦσι περιέθηκας θάρσος νυνὶ δὲ ἥκει ἐπὶ σὲ πόνος, σὺ δὲ ἐσπούδακας. Πότερον οὐχ ὁ φόβος σού ἐστιν ἐν ἀφροσύνῃ; Ὅ δὲ λέγει, τοιοῦτόν ἐστιν· Εἴ τι σοι φησίν, ἀγαθὸν ἦν πεπραγμένον, οὐκ ἄν ταῦτα ἔπαθες ἄπερ ἔπαθες· ἀλλ’ ἁμαρτημάτων τίνεις δίκας καὶ παρανομίας. Καὶ τοῦτο ἦν ὅ μάλιστα ἔδακνε τὸν μακάριον Ἰώβ. Καὶ περὶ τοῦ Παύλου δὲ οἱ βάρβαροι τοῦτο ἔλεγον· ἐπειδὴ γὰρ εἶδον τὴν ἔχειν ἐκκρεμαμένην αὐτοῦ τῆς χειρός, οὐδὲν χρηστὸν περὶ αὐτοῦ ὑπενόησαν, ἀλλὰ τῶν τὰ ἔσχατα κακὰ τετολμηκότων αὐτὸν εἶναι ἐνόμιζον· καὶ δῆλον ἐξ ὧν ἔλεγον. Τοῦτον γάρ, φασίν, ἐκ τῆς θαλάσσης σωθέντα ἡ δίκη ζῇν οὐκ εἴασεν. Οὐχ ὡς ἔτυχε δὲ καὶ τοῦτο ἡμᾶς εἴωθε θορυβεῖν. Ἀλλ’ ὅμως τοσούτων ὄντων τῶν κυμάτων, και ἐπαλλήλων φερομένων οὐ κατεποντίσθη τὸ σκάφος· ἀλλ’ ὡς ἐν καμίνῳ κείμενος, καθάπερ δρόσου διηνεκῶς ἀπολαύων, οὕτως ἐφιλοσόφει. Οὐ γὰρ εἶπε πρὸς ἑαυτὸν οὐδὲν τοιοῦτον, οἷον πολλοὺς λέγειν εἰκός, ὅτι οὗτος ὁ πλούσιος, ἄν μὲν ἀπελθὼν ἐκεῖ κολασθῆ καὶ δῷ τιμωρίαν, ἕν ἕν γέγονεν· ἄν δὲ κἀκεῖ τῶν αὐτῶν ἀπολαύσῃ τιμῶν, δύο γέγονεν οὐδέν. Ἤ οὐ ταῦτα περιφέρετε ἐν ταῖς ἀγοραῖς ὑμεῖς οἱ πολλοὶ, τὰ ἀπὸ τῆς ἱπποδρομίας καὶ τῶν ἔξω θεάτρων εἰς τὴν ἐκκλησίαν εἰσάγοντες; Αἰσχύνομαι μὲν οὖν εἰς μέσον ταῦτα προτιθεὶς τὰ ρήματα καὶ ἐρυθριῶ· πλὴν ἀλλ’ ἀνάγκη ταῦτα εἶπειν, ἵνα ὑμεῖς ἀπαλλαγῆτε τοῦ ἀτάκτου γέλωτος καὶ τῆς αἰσχύνης καὶ τῆς βλάβης τῆς ἀπὸ τῶν ρημάτων τούτων. Ταῦτα πολλοὶ πολλάκις γελῶντες λέγουσιν· ἀλλὰ καὶ τοῦτο διαβολικῆς κακουργίας ἐστίν, ἐν τάξει ρημάτων ἀστείων διεφθαρμένα εἰσάγειν εἰς τὸν βίον ἡμῶν δόγματα. Ταῦτα γὰρ συνεχῶς καὶ ἐν εργαστηρίοις, καὶ ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς, καὶ ἐν ταῖς οἰκίαις πολλοὶ περιφέρουσιν, ὅπερ ἐσχάτης ἀπιστίας ἐστὶ καὶ παρανοίας καὶ γέλωτος ὄντως καὶ παιδικῆς διανοίας. Τὸ μὲν γὰρ λέγειν, ὅτι ἐὰν ἀπελθόντες οἱ πονηροὶ κολασθῶσι, καὶ μὴ σφόδρα πεπεικέναι ἐαυτούς, ὅτι κολασθήσονται, πάντως, ἀπιστούντων ἐστὶ καὶ δαμφισβητούντων· τὸ δὲ, εἰ καὶ τοῦτο συμβαίῃ, ὅπερ οὖν καὶ συμβήσεται, νομίζειν τῆς ἴσης αὐτοὺς τοῖς δικαίοις ἀνταποδόσεως ἀπολελεαυκέναι, τοῦτο ἐσχάτης ἀνοίας. Τί λέγεις; εἰπέ μοι; ἐὰν ἀπελθὼν ὁ πλούσιος ἐκεῖ κολάζηται, ἕν γέγονε; Καὶ πῶς ἄν ἔχοι λόγον; Πόσα γὰρ αὐτὸ ἐνταῦθα βούλει θεῖναι ἀπολελαυκέναι τῶν χρημάτων ἔτη; βούλει θῶμε ἑκατόν; Ἐγὼ δὲ καὶ διακόσια τίθημι, καὶ τριακόσια καὶ δὶς τοσαῦτα, καὶ εἰ βούλει, καὶ χίλια, ὅπερ ἀδύνατον· Αἱ ἡμέραι γάρ, φησί, τῶν ἐτῶν ἡμῶν, ὀγοδήκοντα ἔτη· πλὴν ἀλλὰ κείσθω καὶ χίλια. Μὴ ζωὴν ἔχεις, εἰπέ μοι, ἐνταῦθα δεῖξαι τέλος οὐκ ἔχουσαν, οὐδὲ πέρα ἐπισταμένην, οἵαπερ ἐστὶν ἡ τῶν δικαίων ἐκεῖ; Εἴ τις οὖν, εἰπέ μοι, ἐν ἔτεσιν ἑκατὸν μίαν νύκτα ὄναρ ἰδὼν χρηστόν, καὶ πολλῆς καθ’ ὕπνους ἀπολαύσας τρυφῆς, τὰ ἑκατὸν ἔτη κολάζοιτο, ἆρα δυνήσῃ μένειν ἐπὶ τούτῳ, ἕν καὶ ἕν, καὶ τὴν μίαν νύκτα τῶν ὀνειράτων ἐκείνω τ οῖς ἑκατὸν ἔτεσιν ἀντίρροπον ποιεῖσθαι; Οὐκ ἔστιν εἰπεῖν. Τοῦτο δὴ καὶ περὶ τῆς μελλούσης ζωῆς λογίζου. Ὅπερ γάρ ἐστιν ἕν πρὸς ἑκατὸν ἔτη, τοῦτό ἐστιν ὁ παρὼν βίος πρὸς τὴν μέλλουσαν ζωήν· μᾶλλον δὲ καὶ πολλῷ πλέον· ὅσον ἐστὶ σταγὼν μικρὰ πρὸς πέλαγος ἄπειρον, τοσοῦτόν ἐστι χίλια ἔτη πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἐκείνην καὶ ἀπόλαυσιν. Καὶ τί γὰρ ἄν ἔχοι τις πλέον εἰπεῖν, ἤ ὅτι πέρα οὐκ ἔχει καὶ τέλος οὐκ οἶδε, καὶ ὅσον ἐστὶ τὸ μέσον ὀνείρων καὶ τῆς τῶν πραγμάτων ἀληθείας, τοσοῦτόν ἐστι τῆς καταστάσεως ταύτης καὶ τῆς ἐκεῖ τὸ διάφορον; Ἄλλως δὲ καὶ πρὸς τῆς ἐκεῖ κολάσεως, ἐντεῦθεν οἱ πονηρευόμενοι καὶ ἐν ἁμαρτίαις ζῶντες κολάζονται. Μὴ γὰρ μοι τὸν τραπέζης ἀπολαύοντα πολυτελοῦς ἁπλῶς εἴπῃς, καὶ τὸν ἱμάτια περιβεβλημένον σηρικά, καὶ ἀνδραπόδων ἀγέλας περιφέροντα καὶ σοβοῦντα ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς· ἀλλ’ ἀνάπτυξόν μοι τούτου τὸ συνειδός, καὶ ὄψει πολὺν ἔνδοθεν θόρυβον τῶν ἁμαρτημάτων, φόβον διηνενκῆ, χειμῶνα, ταραχήν, καθάπερ ἐν δικαστηρίῳ τὸν νοῦ ἐπὶ τὸν θρόνον ἀναβάντα τὸν βασιλικὸν τοῦ συνειδότος, καὶ ὥσπερ τινὰ δικαστὴν καθήμενος καὶ τοὺς λογισμοὺς παριστῶντα, καθάπερ δημίους, καὶ ἀναρτῶνται τὴν διάνοιαν, καὶ καταξαίνοντα ὑπὲρ τῶν ἡμαρτημένων, καὶ ἐμβοῶντα μεγάλα, μηδενὸς εἰδότος, ἀλλ’ ἤ τοῦ ταῦτα ἐπισταμένου βλέπειν Θεοῦ μόνον. Καὶ γὰρ ὁ μοιχεύων, κἄν μυριάκις ᾖ πλούσιος, κἄν μηδένα κατηγοροῦντα ἔχῃ, οὐ παύεται ἑαυτοῦ κατηγορῶν ἔνδον· καὶ ἡ μὲν ἡδονὴ πρόσκαιρος, ἡ δὲ ὀδύνη διηνεκής, φόβος πανταχόθεν καὶ τρόμος, ὑποψία καὶ ἀγωνία· τοὺς στενωποὺς δέδοικε, τὰ σκιὰς αὐτὰς τρέμει, τοὺς οἰκέτας τοὺς ἑαυτοῦ, τοὺς συνειδότας, τοὺς ἀγνοοῦντας, τὴν ἠδικημένην αὐτήν, τὸν ὑβρισμένον ἄνδρα· περιέρχεται πικρὸν κατήγορον περιφέρων τὸ συνειδός, αὐτοκατάκριτος ὤν, καὶ οὐδὲ μικρὸν ἀναπνεῦσαι δυνάμενος. Καὶ γὰρ καὶ ἐπὶ κλίνης, καὶ ἐν Τραπέζῃ, καὶ ἐν ἀγορᾷ, καὶ ἐν οἰκίᾳ, καὶ ἐν ἡμέρᾳ, καὶ ἐν νυκτί, καὶ ἐν αὐτοῖς τοῖς ὀνείρασι πολλάκις τὰ τῆς ἀμαρτίας εἴδωλα βλέπει, καὶ τὸν τοῦ Κάϊν ζῇ βίον, στένων καὶ τρέμων ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ μηδενὸς εἰδότος, ἔνδον ἔχει τὸ πῦρ συνειλεγμένον ἀεί. Τοῦτο καὶ οἱ ἁρπάζοντες, καὶ οἱ πλεονεκτοῦντες πάσχουσι· τοῦτο καὶ οἱ μεθύοντες καὶ ἕκαστος, δὲ ἁπλῶς ἐν ἁμαρτίαις ζώντων· ἀμήχανον γὰρ ἐκεῖνο διαφθαρῆναι τὸ δικαστήριον· ἀλλὰ κἄν μὴ μετίωμεν τὴν ἀρετήν, ὅμως ὀδυνώμεθα, ἐπειδὴ μὴ μετερχόμεθα, κἄν μετίωμεν τὴν κακίαν, ὅμως παυσάμενοι τῆς ἡδονῆς τῆς κατὰ τὴν ἁμαρτίαν, αἰσθανόμεθα τῆς ὀδύνης. Μὴ τοίνυν λέγωμεν ἐπὶ τῶν πλουτούντων ἐνταῦθα καὶ πονηρευομένων, καὶ τῶν δικαίων τῶν ἀπολαυόντων ἐκεῖ, ὅτι ἕν ἕν, ἀλλ’ ὅτι δύο οὐδέν. Τοῖς μὲν γὰρ δικαίοις καὶ τὰ ἐκεῖ καὶ τὰ ἐνταῦθα πολλὴν παρέχει τὴν ἡδονήν· οἱ δὲ ἐν πονηρίαις καὶ ἐν πλεονεξίαις, καὶ ἐνταῦθα καὶ ἐκεῖ κολάζονται. Καὶ γὰρ καὶ ἐνταῦθα κολάζονται τῇ προσοδοκίᾳ τῆς ἐκεῖ τιμωρίας, καὶ τῇ πονηρᾷ παρὰ πάντων ὑποψίᾳ, καὶ αὐτῷ τῷ ἁμαρτάνειν καὶ τὴν ψυχὴν τὴν ἑαυτῶν διαθφείρειν· καὶ μετὰ τὴν ἐντεῦθεν ἀποδημίαν ἀφορήτους ὑπομένουσιν τιμωρίας. Πάλιν οἱ δίκαιοι, κἄν μυρία πάσχωσιν ἐνταῦθα δεινά, χρησταῖς συντρέφονται ταῖς ἐλπίσιν, ἡδονὴν ἔχοντες καθαράν, βεβαίαν, ἀκίνητον· καὶ μετὰ ταῦτα τὰ μυρία αὐτοὺς διαδέξεται ἀγαθά, καθάπερ οὖν καὶ τὸν Λάζαρον. Μὴ γὰρ μοι τοῦτο εἴπῃς, ὅτι ἤλκωτο, ἀλλὰ τοῦτο σκόπει, ὅτι χρυσοῦ παντὸς τιμιωτέραν ἔνδον εἶχε τὴν ψυχήν· μᾶλλον δὲ οὐ τὴν ψυχὴν μόνον, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ· ἀρετὴ γὰρ σώματος οὺ πολυσαρκία καὶ εὐεξία, ἀλλὰ τοσαύτας καὶ τοιαύτας φέρειν βασάνους. Οὐ γάρ, εἴ τις ἐπὶ τοῦ σώματος τραύματα ἔχοι τοιαῦτα, βδελυκτὸς ὁ τοιοῦτος· ἀλλ’ εἴ τις ἐπὶ τῆς ψυχῆς ἕλκῃ μυρία ἔχων, μηδεμίαν αὐτῶν ἐπιμέλειαν ποιοῖτο· οἷος ἦν ἐκεῖνος ὁ πλούσιος, ἔνδοθεν ἡλκωμένος ἅπας. Καὶ καθάπερ οἱ κύνες τούτου περιέλειχον τὰ τραύματα, οὕτως ἐκείνου δαίμονες τὰ ἁμαρτήματα· καθάπερ οὗτος ἐν λιμῶ τροφῆς, οὕτως ἐκεῖνος ἐν λιμῷ πάσης ἀρετῆς ἔζη. Ταῦτ’ οὖν εἰδότες ἅπαντα φιλοσοφῶμεν, καὶ μὴ λέγωμεν, ὅτι εἰ τὸν δεῖνα ἐφίλει ὁ Θεός, οὐκ ἄν αὐτὸν ἀφῆκε γενέσθαι πένητα. Αὐτὸ μὲν οὖν τοῦτο μέγιστον ἀγάπης τεκμήριον ἐστιν· Ὅν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος, παιδεύει· μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱόν, ὅν παραδέχεται. Καὶ πάλιν, Τέκνον, ἐὰν προσέρχῃ δουλεύειν Κυρίῳ, ἑτοίμαστον τὴν ψυχήν σου εἰς πειρασμόν, εὔθυνον τὴν καρδίαν σου, καὶ καρτέρησον. Ἐκβάλωμεν οὖν, ἀγαπητοί, τὰς περιττὰς ταύτας προλήψεις ἀφ’ ἐαυτῶν, καὶ τὰ δημώδη ταῦτα ρήματα. Αἰσχρότης γάρ, φησί, καὶ μωρολογία, καὶ εὐτραπελία μὴ ἐκπορευέσθω ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν. Μήτε οὖν αὐτοὶ ταῦτα λέγωμεν, ἀλλὰ κἄν ἑτέρους ἴδωμεν ταῦτα λέγοντας, ἐπιστομίσωμεν, κατεξαναστῶμεν σφοδρῶς, ἐπίσχωμεν τὴν ἀναίσχυτον αὐτῶν γλῶτταν. Εἴ τινα ἴδῃς, εἰπέ μοι, λήσταρχον κατατρέχοντα τὰς ὁδούς, τοῖς παριοῦσιν ἐφεδρεύοντα, τὰ ἐκ τῶν ἁγρῶν ἁρπάζοντα, εἰς σπήλαια καὶ καταδύσεις χρυσίον καὶ ἀργύριοιν κατορύττοντα, καὶ ἀγέλας ἀποκλείοντα πολλὰς ἐκεῖ, καὶ ἱμάτια καὶ ἀνδράποδα πολλὰ κεκτημένον ἐκ τῆς καταδρομῆς ἐκείνης, ἆρα αὐτόν, εἰπέ μοι μακαρίζεις διὰ τὸν πλοῦτον ἐκεῖνον, ἤ ταλανίζεις διὰ τὴν μέλλουσαν αὐτὸν διαδέχεσθαι δίκην; Καίτοι οὔπω συνείληπται, οὐδὲ εἰς χεῖρας τοῦ δικαστοῦ παραδέδοται, οὐδὲ εἰς δεσμωτήριον ἐνέπεσεν, οὐδὲ κατήγορον ἔσχεν, οὐδὲ ὑπὸ ψῆφον ἐγένετο, ἀλλὰ τρυφᾷ, μεθύει, εὐπορίας ἀπολαύει πολλῆς· ἀλλ’ ὅμως οὐ διὰ τὰ παρόντα καὶ τὰ ὁρώμενα αὐτὸν μακαρίζομεν, ἀλλὰ διὰ τὰ μέλλοντα καὶ προσδοκώμενα ταλανίζομεν. Τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν πλουτούντων καὶ πλεονεκτούντων λόγισαι. Λησταὶ τινές εἰσίν, ὁδοῖς ἐφεδρεύοντες, τὰ τῶν παριόντων ἁρπάζοντες, ὥσπερ, ἐν σπηλαίοις καὶ καταδύσεσι, τοῖς ἑαυτῶν θαλάμοις κατορρύττοντες τὰς ἑτέρων περιουσίας. Μὴ τοίνυν μακαρίζωμεν αὐτοὺς διὰ τὰ παρόντα, ἀλλὰ ταλανίζωμεν διὰ τὰ μέλλοντα, διὰ τὸ φοβερὸν ἐκεῖνοι δικαστήριον, διὰ τὰς ἀπαρειτήτους εὐθύνας, διὰ τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον, ὅ μέλλει αὐτοὺς ὑποδέχεσθαι. Καίτοι οἱ μὲν λησταὶ πολλάκις ἐξέφυγον ἀνθρώπων χεῖρας· ἀλλ’ ὅμως καὶ τοῦτο εἰδότες, καὶ ἑαυτοῖς καὶ ἐχθροῖς ἀπευξαίμεθα ἄν τὸν ἐκείνων βίον, καὶ τὴν εὐπορίαν τὴν ἐπάρατον. Ἐπὶ δὲ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι τοῦτο εἰπεῖν· οὐδεὶς γὰρ αὐτοῦ διαφεύξεται τὴν ψῆφον, ἀλλὰ πάντες πάντως οἱ ἐν πλεονεξίαις καὶ ἁρπαγαῖς ζῶντες τὴν παρ’ αὐτοῦ δίκην, ἐπισπάσονται τὴν ἀθάνατον ἐκείνην καὶ τέλος οὐκ ἔχουσαν, καθάπερ οὖν καὶ ὁ πλούσιος ἐκεῖνος. Ἅπερ οὖν ἅπαντα παρ’ ἑαυτοῖς συλλέγοντες, ἀγαπητοί, μὴ τοὺς ἐν πλούτῳ, ἀλλὰ τοὺς ἐν ἀρετῇ ζῶντας μακαρίζωμεν· μὴ τοὺς ἐν πενίᾳ ἀλλὰ τοὺς ἐν κακίᾳ ταλανίζωμεν· μὴ τὰ παρόντα βλέπωμεν, ἀλλὰ τὰ μέλλοντα σκοπῶμεν· μὴ τὴν ἔξωθεν περιβολήν, ἀλλὰ τὸ ἑκάστου συνειδὸς ἐξτάζωμεν, καὶ τὴν ἐκ τῶν κατορθωμάτων ἀρετὴν και χαρὰν διώκοντες, ζηλώσωμεν τὸν Λάζαρον καὶ πλούσιοι καὶ πένητες. Οὐ γὰρ ἕνα καὶ δύο καὶ τρεῖς μόνον οὗτος, ἀλλὰ πλείστους ἄθλους ἀρετῆς ὑπέμεινε, τὴν πενίαν λέγῳ, τὴν ἀρρωστίαν, τὴν ἐρημίαν τῶν προστησομένων, τὸ ἐν οἰκίᾳ δυναμένῃ τὰ τοιαῦτα σβέσαι κακὰ ἅπαντα ὑπομεῖναι ἐκεῖνα, καὶ μηδενὸς εἰς παραμυθίας λόγον ἀξιοῦσθαι, τὸ τρυφῆς τοσαύτης ἀπολαύοντα τὸν ὑπερορῶντα ὁρᾷν, καὶ οὐ τρυφῆς ἀπολαύοντα μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐν πονηρίᾳ ζῶντα, καὶ μηδὲν πάσχοντα δεινόν· τὸ καὶ μὴ πρὸς Λάζαρον ἕτερον ἔχειν ἰδεῖν, τὸ μηδὲν περὶ ἀναστάσεως δύνασθαι φιλοσοφεῖν, τὸ μετὰ τῶν εἰρημένων κακῶν καὶ πονηρὰν παρὰ τοῖς πολλοῖς ἀπὸ τῶν συμφορῶν καὶ ἐκείνων λαμβάνειν ὑπόληψιν, τὸ μὴ μέχρι δύο καὶ τριῶν ἡμερῶν, ἀλλὰ διὰ παντὸς τοῦ βίου, καὶ ἑαυτὸν ἐν τούτοις, καὶ τὸν πλούσιον ἐν τοῖς ἐναντίοις ὁρᾷν. Τίνα οὖν ἕξομεν ἀπολογίαν, εἰ τούτου πάντα ὁμοῦ τὰ δεινὰ μετὰ τοσαύτης φέροντος ἀνδρείας, ἡμεῖς μηδὲ τὰ ἡμίση τούτων οἴσομεν; Οὐ γὰρ ἔχεις, οὐκ ἔχεις δεῖξαι, οὐδὲ εἰπεῖν ἄλλον τινὰ τοσαῦτα καὶ τοιαῦτα πεπονθότα κακά. Διὰ γὰρ τοῦτο αὐτὸν καὶ εἰς μέσον προοὔθηκεν ὁ Χριστός, ἵνα ὅπουπερ ἄν ἐμπέσωμεν τῶν δεινῶν, ὁρῶντες παρὰ τούτῳ τὴν ὑπερβολῆν οὗσαν τῶν θλίψεων, ἱκανὴν ἐκ τῆς ἐκείνου φιλοσοφίας καὶ ὑπομονῆς ἀναλάβωμεν παράκλησιν καὶ παραμυθίαν· κοινὸς γὰρ τῆς οἰκουμένης διδάσκαλος πρόκειται τοῖς ὁτιοῦν πάσχουσι δεινόν, πρὸς αὐτὸν παρέχων πᾶσιν ὁρᾷν, καὶ πάντας αὐτοὺς νικῶν τῇ τῶν οἰκείων κακῶν ὑπερβολῇ. Ὑπὲρ δὴ τούτων ἁπάντων εὐχαριστήσαντες τῷ φιλάνθρωπῳ Θεῷ, καρπωσώμεθα τὴν ἐκ τοῦ διηγήματος ὠφέλειαν, συνεχῶς αὐτὴν καὶ ἐν συνεδρίοις, καὶ ἐν οἰκίᾳ, καὶ ἐν ἀγορᾷ, καὶ πανταχοῦ περιφέροντες, καὶ μετὰ ἀκριβείας ἅπαντα τὸν ἐκ τῆς παραβολῆς ταύτης καταμανθάντοντες πλοῦτον, ἵνα καὶ τὰ παρόντα ἀλύπως παραδράμωμεν δεινά, καὶ τῶν μελλόντων ἐπιτύχωμεν ἀγαθῶν· ὧν γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἀξιωθῆναι, χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μεθ’ οὗ τῷ Πατρί, ἅμα τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, δόξα τιμή, προσκύνησις, νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. |
Χτὲς πυργώσαμε ἐναντίου τους τὸν Παῦλο, ποὺ ὁρίζει· Εἴτε τρῶτε, εἴτε πίνετε, εἴτε κάνετε κάτι, ὅλα νὰ τὰ πράττετε γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Σήμερα θὰ τοὺς παρουσιάσωμε τὸν Κύριο τοῦ Παύλου, ὄχι νὰ τοὺς προτρέπη μόνο καὶ νὰ τοὺς συμβουλεύη ν’ ἀπέχουν ἀπὸ τὴν τρυφὴ ἀλλὰ καὶ νὰ βασανίζει ἐκεῖνον ποὺ ζῆ στὴν τρυφὴ καὶ νὰ τὸν τιμωρῆ. Γιατὶ ἡ ἱστορία τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου καὶ τῶν παθημάτων τους τίποτ’ ἄλλο παρὰ τοῦτο μόνο δείχνει. Ἤ καλύτερα γιὰ νὰ μὴν προχειρολογήσω, θὰ σᾶς διαβάσω πρῶτα τὴν παραβολή. «Ζοῦσε κάποτε ἕνα πλούσιος· φοροῦσε χρυσὰ καὶ μεταξωτὰ κι ἔκανε γλέντια λαμπρά. Ἦταν κι ἔνας φτωχὸς ποὺ τὸν ἔλεγαν Λάζαρο. Αὐτὸς καθόταν στὴν πόρτα τοῦ πλουσίου γεμᾶτος πληγὲς κι ἤθελε νὰ χορτάση ἀπὸ τὰ ψίχουλα, ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι του. Τὰ σκυλιὰ ἔρχονταν κι ἔγλυφαν τὶς πληγὲς του». Γιὰ ποιό λόγο μιλοῦσε ὁ Κύριος μὲ παραβολὲς καὶ γιατὶ ἄλλες παραβολὲς τὶς ἐξηγοῦσε κι ἄλλες ὄχι, καὶ τί εἶναι ἡ παραβολὴ καὶ τὰ παρόμοια σὲ ἄλλη περίσταση θὰ ἐξετάσωμε, γιὰ νὰ μὴν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ ὅ,τι μᾶς ἀπασχολεῖ τώρα. Τοῦτο μόνο θὰ σᾶς πῶ· ποιὸς ἀπὸ τοὺς Εὐαγγελιστὰς μᾶς λέει ὅτι ὁ Χριστὸς διηγήθηκε αὐτὴν τὴν παραβολή. Εἶναι λοιπὸν ὁ Λουκᾶς μόνο. Εἶναι ἀνάγκη νὰ γνωρίζωμε κι αὐτό· ἀπὸ ὅσα εἶπε ὁ Χριστὸς ἄλλα τὰ διηγήθηκαν καὶ οἱ τέσσερες, καὶ καθένας χωριστὰ διηγήθηκε ὅ,τι ἄκουσε ἰδιαιτέρως. Γιὰ ποιὸ λόγο; Γιὰ νὰ γίνη ἀπαραίτητη κι ἡ ἀνάγνωσση τῶν ἄλλων καὶ νὰ παρουσιαστῆ ἡ ἐξαίρετη συμφωνία. Ἄν μᾶς τὰ εἶχαν ἐξηγήσει ὅλοι τους ὅλα, δὲ θὰ προσέχαμε σ’ ὅλους μὲ τὴν ἴδια προθυμία· θὰ ἔφτανε ὁ ἕνας νὰ μᾶς δώση τὸ σύνολο. Ἄν πάλι τὰ ἔλεγε ὁ καθένας διαφορετικά, δὲ θὰ παρουσιαζόταν ἡ ἐξαίρετη συμφωνία. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅλοι ἀπὸ κοινοῦ πολλὰ ἔγραψαν καὶ χωριστὰ πάλι ὁ καθένας ἄλλα. Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν παραβολὴ μᾶς λέει τοῦτο· Ἦταν κάποιος πλούσιος καὶ ζοῦσε μέσα σὲ πολλὴ κακία. Δὲν εἶχε δοκιμάσει καμμιὰ συμφορὰ καὶ τ’ ἀγαθὰ του κυλοῦσαν σὰν ἀπὸ πηγές. Ὅτι δὲν τοῦ συνέβαινε δυσάρεστο, οὔτε λύπη, οὔτε δυσκολία, τὸ ἐξυπονοεῖ ἡ φράση «διασκέδαζε καθημερινά». Ὅτι ζοῦσε μέσα σὲ κακία, φαίνεται ἀπὸ τὸ τέλος ποὺ τοῦ ἔλαχε, καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος, ἀπὸ τὴν περιφρόνηση ποὺ ἔδειχνε στὸν φτωχό. Ὅτι δὲν ἐλεοῦσε ὄχι ἐκεῖνον μονάχα ποὺ κοιτόταν στὴν πόρτα του ἀλλὰ οὔτε ἄλλον κανένα, τὸ ἔδειξε αὐτὸς ὁ ἴδιος. Γιατὶ δὲν ἦταν ὁ φτωχὸς πεσμένος σὲ κάποιο σταυροδρόμι οὔτε σ’ ἀπόκρυφο τόπο, ἀλλὰ σὲ μέρος τέτοιο, ποὺ ἀδιάκοπα περνοδιάβαινε ὁ πλούσιος, κι ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τὸν βλέπη. Ἄν λοιπὸν αὐτὸν ποὺ ἦταν ριγμένος ἀδιάκοπα στὶς πόρτες του καὶ μπροστὰ στὰ μάτια του πεσμένος, ποὺ καθημερινὰ μιὰ καὶ δυὸ καὶ περισσότερες φορὲς ἦταν ἀναγκασμένος, μπαίνοντας καὶ βγαίνοντας, νὰ τὸν βλέπη, ἄν δὲν ἐλέησε αὐτὸν ποὺ ἦταν σὲ τέτοια θλιβερὴ κατάσταση καὶ μὲ σύντροφο μιὰ τόση φτώχεια καὶ ποὺ βασανιζόταν ἀπὸ τὴν φοβερὴ ἀρρώστια μιὰ ὁλόκληρη ζωή, ποιός ἀπὸ ὅσους ἄλλους τὸν παρακαλοῦσαν θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ τοῦ λυγίσει τὴν καρδιά; Γιατὶ ἄν τὸν προσπέρασε τὴν πρώτη μέρα, τὴ δεύτερη ἦταν φυσικὸ κάτι ν’ ἀντιληφθῆ. Κι ἄν δὲν τὸν πρόσεξε καὶ τότε, τὴν τρίτη τοὐλάχιστο ἤ τὴν τέταρτη ἤ τὴν παράλληλη, ἔπρεπε νὰ λυγίση ἐπὶ τέλους, ἀκόμα κι ἀπὸ τὰ θηρία ἄν ἦταν ἀγριώτερος. Τίποτα τέτοιο ὅμως δὲν ἔπαθε. Ἀλλὰ κι ἀπὸ τὸ δικαστὴ ἐκεῖνον, ποὺ μήτε τὸ Θεὸ φοβόταν μήτε τοὺς ἀνθρώπους ντρεπόταν, φάνηκε πιὸ θρασὺς καὶ πιὸ σκληρός. Ἐκεῖνον τὸν ἔπεισε ἡ ἐπιμονὴ τῆς χήρας, ἄν κι ἦταν τραχὺς κι ἄγριος, νὰ τῆς δώση τὴ χάρη καὶ τὸν ἐλύγισε ἡ παράκλησή της. Τοῦτον ὅμως μήτε αὐτὸ δὲ στάθηκε ἱκανὸ νὰ τὸν κάμη νὰ σκύψη στὸν πόνο τοῦ φτωχοῦ. Κι ὅμως δὲν ἦταν ἴση ἡ αἴτηση ἀλλὰ τούτη δῶ πολὺ εὐκολώτερη καὶ δικαιότερη. Ἡ χήρα παρακαλοῦσε νὰ τὴν ὑπερασπίση ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς της, ἐνῶ αὐτὸς θέλει νὰ τὸν ἀπαλλάξη ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ νὰ μὴ ἀδιαφορήση ποὺ αὐτὸς χανόταν. Κι ἐκείνη τὸν ἐνωχλοῦσε μὲ τὶς παρακλήσεις της, ἐνῶ αὐτὸν ὁ πλούσιος τὸν ἔβλεπε καθημερινὰ νὰ κοίτεται σιωπηλά. Πολὺ πιὸ κατάλληλο τοῦτο νὰ μαλακώση ἡ πέτρινη γνώμη. Ὅταν μᾶς ἐνοχλοῦν, πολλὲς φορὲς θυμώνομε. Ὅταν ὅμως δοῦμε ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια, περιμένουν μὲ πολλὴ σιωπὴ καὶ δὲ λένε τίποτα, κι ἐνῶ πάντα ἀποτυγχάνουν, δὲ θυμώνουν, μόνο στέκουν μπροστά μας σιωπηλά, ἀκόμα κι ἀπὸ τὶς πέτρες ἄν βρεθοῦμε πιὸ ἀναίσθητοι, ντρεπόμαστε τὴν ὑπέρμετρη πραόητά τους καὶ λυγίζομε. Τίποτα ἀπ’ αὐτὰ δὲν ἐμαλάκωσε αὐτὸ τὸ ἀνήμερο θηρίο. Πρώτη λοιπὸν κακίαν εἶναι αὐτὴ ἡ σκληρότητα καὶ ἡ ἄκρα ἀπανθρωπία. Δὲν εἶναι ἴδιο νὰ εἶσαι φτωχὸς καὶ νὰ μὴ βοηθῆς ὅσους βρίσκονται σὲ ἀνάγκη μὲ τὸ νὰ ἀδιαφορῆς γι’ αὐτοὺς ποὺ λιώνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα, ἐνῶ σὺ εἶσαι βουτηγμένος μέσα στὴν τρυφή. Καὶ πάλι, ἴδιο δὲν εἶναι νὰ δῆς μιὰ καὶ δυὸ φορὲς ἕνα φτωχὸ καὶ νὰ προσπεράσης μὲ τὸ νὰ τὸν βλέπης καθημερινὰ καὶ νὰ μὴ συγκινηθῆ ἡ ψυχή σου ἀπὸ εὐσπλαχνία καὶ φιλανθρωπία, μόλο ποὺ ἀδιάκοπα εἶναι μπροστὰ στὰ μάτια σου. Ἀκόμα δὲν εἶναι ἴσο νὰ βρίσκεσαι σὲ συμφορὲς καὶ λύπες καὶ στενοχωρίες καὶ νὰ μὴ βοηθῆς τὸ διπλανό σου μὲ τὸ νὰ νιώθης τόση χαρὰ καὶ παντοντινὴ εὐτυχία καὶ ν’ ἀδιαφορῆς ὡς τὸσο ἄν ἄλλοι λιώνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ νὰ κλείσης τὴν καρδιά σου χωρὶς ἡ χαρά σου νὰ σὲ κάμη πιὸ φιλάνθρωπο. Βέβαια τὸ καταλαβαίνετε τοῦτο· κι ἄν εἴμαστε ἀπ’ ὅλους ἀγριώτεροι, εἶναι στὴ φύση μας νὰ μᾶς κάνη ἡ εὐτυχία πιὸ ἥμερους καὶ πιὸ καλούς. Αὐτὸν ὅμως οὔτε ἡ εὐτυχία του δὲν τὸν ἔκαμε καλύτερον, ἀλλὰ ἔμεινε ἀποθηριωμένος καὶ πιὸ πολλὴ σκληρότητα καὶ ἀπανθρωπία ἔκρυβε στὴν συμπεριφορά του. Κι ὅμως. Αὐτὸς ποὺ ζοῦσε μέσα στὴν κακία καὶ στὴν ἀπανθρωπία δοκίμαζε κάθε εὐτυχία, ἐνῶ ὁ δίκαιος, ὁ κυνηγὸς τῆς ἀρετῆς ζοῦσε σὸ βυθὸ τῆς δυστυχίας. Ὅτι ὁ Λάζαρος ἦταν δίκαιος τὸ φανέρωσε τὸ τέλος του καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος ἡ ὑπομονή μέσα στὴ φτώχεια του. Δὲ σᾶς φαίνεται ἄραγε πὼς βρίσκεστε μπροστὰ τὴν πραγματικότητα; Κατάμεστο τὸ πλοῖο τοῦ πλουσίου ἀπὸ ἐμπορεύματα καὶ ταξίδευε μὲ οὔριο ἄνεμο. Μὴ θαυμάσετε· τραβοῦσε ὁλοταχῶς γιὰ τὸ ναυάγιο, ἐπειδὴ δὲ θέλησε νὰ διαθέση τὸ ἐμπόρευμά του μὲ φόβο Θεοῦ. Νὰ σᾶς ἀναφέρω καὶ δεύτερη κακία; Ἡ καθημερινὴ ξένοιαστη ἀπόλαυση. Κι αὐτὴ εἶναι ἄκρα κακία. Ὄχι τώρα ποὺ γυρεύομε τόση πνευματικότητα ἀλλὰ καὶ πιὸ μπροστά, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ποὺ οἱ ἀπαιτήσεις ἦσαν μικρότερες. Ἀκοῦστε τί λέει ὁ προφήτης· Ἀλλοίμονο σ’ αὐτοὺς ποὺ δημιουργοῦν μιὰ πονηρὴ ἡμέρα, ποὺ ζοῦν σάββατα ψεύτικα. Τί σημαίνει «ποὺ ζοῦν σάββατα ψεύτικα»; Οἱ Ἰουδαῖοι νομίζουν ὅτι τὸ Σάββατο τοὺς ἔχει δοθεῖ γιὰ ἀργία. Δὲν εἶναι ὅμως αὐτὸς ὁ λόγος ἀλλὰ γιὰ νὰ ξοδεύουν ὅλο τὸ χρόνο τῆς σχολῆς τους στὰ πνευματικά, ἐλευθερώνοντας τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ τὰ βιοτικά. Ὅτι τὸ Σάββατο δὲν εἶναι γιὰ ἀργία ἀλλὰ προϋπόθεση πνευματικῆς ἐργασίας τὸ φανερώνουν τὰ ἴδια τὰ πράγματα. Κι ὁ ἱερέας ἐκείνη τὴν ἡμέραν ἐπιτελεῖ διπλῆ ἐργασία. Κι ἐνῶ κάθε μέρα προσφέρει ἁπλῆ θυσία, τότε ἔχει ἐντολὴ νὰ προσφέρει διπλῆ. Ἄν τὸ σάββατο ἦταν ἀποκλειστικὰ γιὰ ἀργία, ἔπρεπε ὁ ἱερεὺς νὰ ἀργῆ πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ἐπειδὴ λιπὸν εἶχαν ἀπαλλαγῆ οἱ Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὰ βιοτικὰ, δὲν πρόσεχαν ὅμως τὰ πνευματικὰ μὲ σωφροσύνη καὶ καλωσύνη καὶ ἀκρόαση τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ ἔπρατταν τ’ ἀντίθετα· ἔτρωγαν, ἔπιναν, ἔσκαζαν, διασκέδαζαν – γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς κατηγόρησε ὁ προφήτης. Γιατὶ ὅταν εἶπε· Ἀλλοίμονο σ’ αὐτοὺς ποὺ δημιουργοῦν μιὰ πονηρὴ ἡμέρα κι ὅταν πρόσθεσε· Αὐτοὶ ποὺ ζοῦν σάββατα ψεύτικα, ἔδειξε μὲ τὴν πρόσθεση πῶς ἦσαν ψεύτικα τὰ σάββατά τους. Πῶς τὰ μετέβαλλαν λοιπὸν σὲ ψεύτικα; Μὲ τὴ διάπραξη τῆς κακίας, τὴν τρυφή, καὶ τὰ μύρια αἴσχη ποὺ ἔπρατταν. Ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀληθινὸ ἀκοῦστε κάτι. Αὐτὸ ποὺ θέλω τὸ ἀποδεικνύει μ’ αὐτὰ ποὺ λέει ἀμέσως· Σεῖς ποὺ κοιμᾶστε σὲ φιλντισένιες κλίνες καὶ ἀσωτεύετε στὰ τραπέζια σας, ποὺ τρῶτε κατσίκια ἀπὸ κοπάδια κι ἀπὸ ἀγέλες μοσχάρια γαλαθηνά, σεῖς ποὺ πίνετε τὸ φιλτραρισμένο κρασί καὶ ἀλείβεστε –πρώτη στάλα- τὰ μυρωδικά. Πήρατε τὸ σάββατο, γιὰ νὰ ἀπαλλάξετε τὴν ψυχή σας ἀπὸ τὴν πονηρία καὶ τὴν πράττετε περισσότερο. Δὲν ὑπάρχει ἀπὸ τὸ νὰ κοιμᾶσαι σὲ φιλντισένια κλινη βλακεία χειρότερη. Οἱ ἄλλες ἁμαρτίες ἐπὶ τέλους ἔχουν κάποια μικρὴ εὐχαρίστηση, ἡ μέθη, ἡ πλεονεξία, ἡ ἀσωτία. Τί εὐχαρίστητση ὅμως δοκιμάζει ὅποιος κοιμᾶται σὲ φιλντισένιο κρεβάτι καὶ ποιά ἱκανοποίηση; Κάνει γλυκύτερο καὶ πιὸ εὐχάριστο τὸν ὕπνο μας ἡ ὁμορφιὰ τοῦ κρεβατιοῦ; Ἄν ἔχωμε νοῦ, εἶναι πολὺ πιὸ ἐνοχλητικὸ καὶ δυσάρεστο. Ὅταν σκεφθῆς ὅτι τὴν ὥρα ποὺ κοιμᾶσαι στὸ φιλντισένιο κρεβάτι σου, ὁ ἄλλος μήτε ψωμὶ νὰ δοκιμάση δὲν ἔχει εὐχέρεια, δὲ θὰ σὲ καταδικάση ἡ συνείδησή σου καὶ δὲ θὰ ἐπαναστατήση ἐναντίον σου κατηγορῶντας αὐτὴν τὴν ἀσυνέπειά σου; Κι ἄν εἶναι αὐτο ἔγκλημα, πῶς θ’ ἀπολογηθοῦμε, ὅταν τυχαίνη νὰ εἶναι τὰ κρεβάτια ντυμένα στὸ ἀσήμι; Θέλεις νὰ δῆς ὀμορφιὰ κρεββατιοῦ; Ἔλα νὰ σοῦ δείξω ὀμορφιὰ ὄχι κρεβατιου κοινοῦ οὔτε στρατιωτικοῦ ἀλλὰ βασιλικοῦ. Κι ἄν εἶσαι ἀπὸ ὅλους πιὸ φιλόδοξος, ξέρω καλὰ πως δὲ θὰ θελήσης νὰ ἔχης κρεβάτι ὡραιότερο ἀπὸ τοῦ βασιλιᾶ. Καὶ τὸ σπουδαιότερο ὅτι ὁ βασιλιάς μας δὲν εἶναι τυχαῖος ἀλλὰ ὁ πρῶτος, ὁ πιὸ βασιλιας ἀπὸ τοὺς βασιλιάδες ὅλους, ποὺ ὡς σήμερα σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη τὸν τραγουδοῦν. Σοῦ δείχνω τὸ κρεβάτι τοῦ μακαρίου Δαυΐδ. Τί λογῆς ἦταν ἡ κλίνη αὐτή; Δὲν ἦταν ἀπὸ ἀσήμι καὶ χρυσάφι ἀλλὰ κοσμήματά της ἦσαν ὁλόγυρα τὰ δάκρυα καὶ οἱ ἐξομολογήσεις. Αὐτὰ τὰ λέει ὁ ἴδιος· Θὰ καταλύσω κάθε νύχτα τὴν κλίνη μου, θὰ μουσκέψω μὲ δάκρυα τὸ στρῶμα μου. Σαν μαργαριτάρια ὁλόγυρα τὴν εἶχαν στολίσει τὰ δάκρυά του. Στοχαστῆτε πόσο ἀπὸ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ξεχείλιζε ἡ ψυχή του. Ἐπειδὴ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας, οἱ πολλὲς φροντίδες ποὺ τοῦ δημιουργοῦσαν ἄρχοντες, στρατηγοί, ἔθνοι, λαοί, στρατιῶτες, πόλεις, ἡ εἰρήνη, τὰ πολιτικὰ πράγματα, τὰ οἰκογενειακά, τὰ μακρινά, τὰ κοντὰ τὸν πήγαιναν καὶ τὸν ἔφερναν, τί ἔκανε; Τὸν καιρὸ ποὺ ὅλοι ξοδεύομε στὸν ὕπνο ἐκεῖνος τὸν ἀφιέρωνε στὴν ἐξομολόγηση, στὶς προσευχές, στὰ δάκρυα –Καὶ δὲν ἔκαμε ἔτσι μία νύχτα γιὰ νὰ σταματήση τὴ δεύτερη, οὔτε δύο καὶ τρεῖς κι ἔπειτα νὰ κάμη διάλειμμα. Κάθε νύχτα ἔκαμε τὸ ἴδιο. Θὰ κατακλύσω, λέει, κάθε νύχτα τὴν κλίνη μου· μὲ τὰ δάκρυά μου θὰ μουσκέψω τὸ κρεβάτι μου. Ἔδειχνε ἔτσι τὴν ἀφθονία τῶν δακρύων καὶ τὴ συνέχειά τους, ἐνῶ ὅλοι ξεκουράζονταν καὶ ἡσύχαζαν, μόνος ἐκεῖνος συνομιλοῦσε μὲ τὸ Θεὸ κι ἦταν παρὼν ὁ ἀκοίμητος ὀφθαλμός του, ὅταν ἔκλαιγε καὶ θρηνοῦσε καὶ φανέρωνε τὰ ἁμαρτήματά του. Τέτοιο κρεβάτι φτιάξε καὶ σύ. Τὸ ἀσήμι καὶ τῶν ἀνθρώπων τὸ φθόνο προκαλεῖ καὶ τὴν ὀργὴ τοῦ οὐρανοῦ συνδαυλίζει. Μὰ δάκρυα σὰν τοῦ Δαυΐδ μπορεῖ νὰ σβήσουν κι αὐτὴ τὴ φωτιὰ τῆς γέενας. Θέλετε νὰ σᾶς παρουσιάσω κι ἄλλο κρεββάτι; Σᾶς λέγω τοῦ Ἰακώβ. Τὸ χῶμα εἶχε σὰ στρῶμα καὶ πέτρα κάτω ἀπὸ τὸ κεφάλι του· γι’ αὐτὸ καὶ εἶδε τὴ νοητὴ πέτρα καὶ τὴ σκάλα ἐκείνη, ὅπου ἀνεβοκατέβαιναν οἱ ἄγγελοι. Τέτοια κρεβάτια ἄς ἐπινοῦμε κι ἐμεῖς, γιὰ νὰ βλέπωμε τέτοια ὄνειρα. Ἄν ὅμως στ’ ἀσημένιο κρεβάτι κοιτώμαστε, ὄχι μόνο δὲ θ’ ἀπολαύσωμε καμμιὰ εὐχαρίστηση ἀλλὰ θὰ δοκιμάσωμε καὶ λύπη. Ἄν στοχαστῆς ὅτι μέσα στὴν παγωνιά, τὰ μεσάνυχτα, ὅταν σὺ κοιμᾶσαι στὸ κρεβάτι σου, ὁ φτωχὸς ἔχει πέσει στ’ ἄχυρα στὶς πόρτες τῶν λουτρῶν, μὲ ξερὰ χόρατα σκεπασμένος, τρέμοντας, παγωμένος ἀπὸ τὸ κρύο, ἐνῶ τὸν σφίγγει ἡ πεῖνα... Τότε κι ἄν εἶσαι ἀπ’ ὅλους πιὸ πέτρινος, γνωρίζω ὅτι θὰ καταδικάσης τὸν ἑαυτό σου, ἐπειδὴ σὺ ἀπολαμβάνεις πέρα ἀπὸ τὸ ἀπαραίτητο, ἐνῶ ἐκεῖνον δὲν ἀφήνεις μήτε τὸ ἀπαραίτητο νὰ γευθῆ. Κανένας στρατιώτης, λέει δὲν πλέκεται στὰ ζητήματα τῆς ζωῆς. Εἶσαι στρατιώτης πνευματικός. Ἐκεῖνος ὁ στρατιώτης δὲν κοιμᾶται σὲ φιλντισένιο κρεβάτι ἀλλὰ στὸ χῶμα. Δὲ βάζει μυρωδικά· αὐτὸς ὁ ζῆλος εἶναι γιὰ τοὺς πόρνους, καὶ τοὺς διεφθαρμένους, τοὺς ἀνθρώπους τῆς σάρκας, τοὺς ἀφρόντιστους. Σὺ δὲν πρέπει νὰ μυρίζης ἀρώματα ἀλλὰ ἀρετή. Τίποτα δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν ψυχὴ πιὸ ἀκάθαρτο, ὅταν βάζωμε στὸ σῶμα τέτοιες μυρωδιές. Ἀπόδειξη τῆς ἐσωτερικῆς δυσοσμίας καὶ τῆς ἀκαθαρσίας θὰ ἦταν τ’ ἀρώματα τοῦ σώματος καὶ τῶν ρούχων. Ὅταν ἔρθη ὁ διάβολος καὶ ξεσηκώση τὴν ψυχὴ καὶ τὴ γεμίση μὲ πολλὴ βλακεία, τότε ἀποτυπώνει μὲ τ’ ἀρώματα καὶ πάνω στὸ σῶμα τὴ σφραγίδα τῆς διαφθορᾶς του. Κι ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ἀδιάκοπο συνάχι καὶ καταρροὴ μολύνουν καὶ τὰ ροῦχα τους καὶ τὰ χέρια καὶ τὸ πρόσωπο μὲ τὰ ἀσταμάτητα ὑγρὰ τῆς μύτης, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ τὴν κακία τῆς αἰσχρῆς αὐτῆς καταρροῆς ἀποτυπώνει στὸ σῶμα. Ποιός μπορεῖ νὰ φαντασθῆ ὅτι εἶναι σοβαρὸς κι ἔντιμος αὐτὸς ποὺ ἀποπνέει ἀρώματα καὶ γυναικοφέρνει ἤ καλύτερα ποὺ πορνεύεται καὶ ζῆ τὴ ζωὴ τῶν χορευετριῶν; Ἄς βγάζη ἡ ψυχή σου πνευματικὴ εὐωδία κι ἔτσι καὶ τὸν ἑαυτό σου κι αὐτοὺς ποὺ σὲ σναναστρέφωνται θὰ ὠφελῆς ἀφάνταστα. Τίποτα, τίποτα δὲν εἶναι χειρότερο ἀπὸ τὴν τρυφή. Ἀκοῦστε πάλι τί λέει γι’ αὐτὴν ὁ Μωυσῆς. Ἐτράφηκσε ὁ ἀγαπητός, πάχυνε καὶ δυνάμωσε κι ἔδωσε κλωτσιά. Δὲν εἶπε -ἔφυγε, ἀλλὰ «ἔδωσε κλωτσιά» -δείχνοντας πόσο ἦταν περήφανος καὶ σὲ χαλινάρι δύσκολος. Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο· ὅταν φᾶς καὶ πιῆς, πρόσεχε μήπως ξεχάσης τὸν Κύριο καὶ Θεό σου. Ἡ τρυφὴ συνχὰ μᾶς σπρώχνει στὴν λησμονιά. Καὶ σὺ ἀγαπητὲ μου, ὅταν καθίσης στὸ τραπέζι σκέψου ὅτι ἔπειτα πρέπει νὰ προσευχηθῆς. Ἔτσι γέμισε τὸ στομάχι ὅσο πρέπει καὶ δὲ θὰ βρεθῆς σ’ ἀδυναμία ἀπὸ τὸ βάρος νὰ λυγίσης τὰ γόνατά σου καὶ νὰ παρακαλέσης τὸ Θεό. Δὲ βλέπετε τὰ ζῶα ὅτι μετὰ τὸ παχνὶ βγαίνουν σὲ ταξίδι καὶ μεταφέρουν φορτία ἐκτελῶντας τὸν προορισμό τους; Σὺ ὅμως μετὰ τὸ φαγητὸ γίνεσαι ἄχρηστος κι ἀκατάλληλος γιὰ κάθε ἐργασία. Πῶς νὰ μὴν εἶσαι ἀπὸ τὰ ὑποζύγια κατώτερος; Γιὰ ποιὸ λόγο; Γιατὶ τότε εἶναι ἀνάγκη νὰ εἶσαι νηφάλιος καὶ ξυπνητός. Ὁ καιρὸς μετὰ τὸ φαγητὸ εἶναι καιρὸς εὐχαριστίας κι ὅποιος εὐχαριστεῖ, δὲν πρέπει νὰ εἶναι μεθυσμένος ἀλλὰ νηφάλιος καὶ ξυπνητός. Ἀπὸ τὸ τραπέζι ἄς μὴ βαδίζωμε στὸ κρεβάτι ἀλλὰ στὴν προσευχή, γιὰ νὰ μὴ γίνωμε ἀπὸ τὰ ἄλογα πιὸ ἄλογοι. Ἀντιλαμβάνομαι ὅτι πολλοὶ θὰ καταδικάσουν τοὺς λόγους μου, γιατὶ τάχα εἰσάγουν στὴ ζωὴ μιὰ καινούργια καὶ παράδοξη γραμμή. Ἐγὼ ὅμως θὰ καταδικάσω περισσότερο τὴ γραμμὴ ποὺ ἀκολουθεῖτε τώρα. Ὅτι τὸ φαγητὸ καὶ τὸ τραπέζι δὲν πρέπει νὰ τὸ διαδέχεται ὁ ὕπνος καὶ τὸ κρεβάτι ἀλλὰ οἱ προσευχὲς καὶ ἡ ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν, πιὸ καθαρὰ τὸ ἐδήλωσε ο Χριστός. Ὅταν στὴν ἔρημο ἔκαμε τραπέζι στ’ ἄπειρα πλήθη, δὲν τοὺς ἔστειλε στὸ κρεβάτι καὶ στὸν ὕπνο ἀλλὰ τοὺς ἐκάλεσε στὴν ἀκρόαση τῶν θείων λόγων. Δὲν ἔκαμε τὸ στομάχι τους νὰ σπάση, οὔτε τοὺς παρέδωσε στὴ μέθη, ἀλλὰ ἀφοῦ ἱκανοποίησε τὴν φυσικὴ ἀνάγκη τῆς πείνας τοὺς ὡδήγησε στὴν πνευματικὴ τροφή. Ἕτσι ἄς κάνωμε κι ἐμεῖς κι ἄς συνηθίσωμε νὰ τρῶμε τόσο ὅσο χρειάζεται νὰ ζοῦμε μονάχα. Ὄχι νὰ εἶναι τὸ στομάχι βαρὺ καὶ νὰ πάη νὰ σπάση. Γιατὶ δὲν ἐδημιουργηθήκαμε καὶ δὲ ζοῦμε, γιὰ νὰ φᾶμε καὶ νὰ πιοῦμε ἀλλὰ γι’ αὐτὸ τρῶμε, γιὰ νὰ ζοῦμε. Δὲν εἶναι ἡ ζωὴ γιὰ τὸ φαγητό, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἔγινε τὸ φαγητὸ γιὰ τὴ ζωή. Ἐμεῖς ὅμως σὰ νὰ ἤρθαμε γιὰ τὸ φαγητὸ στὸν κόσμο, ὅλα σ’ αὐτὸ τὰ δαπανοῦμε. Ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνη σφοδρότερη ἡ κατηγορία τῆς τροφῆς καὶ νὰ πειράξη περισσότερο αὐτοὺς ποὺ ζοῦν μέσα σ’ αὐτήν, ἄς ξαναφέρωμε τὸ λόγο στὸν Λάζαρο. Ἔτσι ἡ προτροπὴ κι ἡ συμβουλὴ μου θὰ γίνη ἀληθινώτερη καὶ ζωηρότερη, ὅταν ὄχι μὲ λόγια ἀλλὰ μὲ πράγματα δῆτε νὰ βασανίζωνται καὶ νὰ τιμωροῦνται ὅσοι ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν πολυφαγία. Ὁ πλούσιος λοιπὸν σὲ τόση κακία μέσα ζοῦσε , μέσα σὲ καθημερινὴ τρυφὴ καὶ ντυνόταν μὲ πολυτέλεια ἀνάβοντας περισσότερο τὴν κόλαση γιὰ τὸν ἑαυτό του, συδαυλίζοντας τὴ φωτιά, κάνοντας τὴν καταδίκη του ἀπαρηγόρητη καὶ τὴν τιμωρία του ἀσυγχώρητη. Κι ὁ φτωχός; Ριγμένος στὴν ἐξώπορτά του οὔτε ἀπελπίστηκε, οὔτε βλαστήμησε, οὔτε ἀγανάκτησε. Δὲν ἀναρωτήθηκε, ὅπως κάνουν πολλοί· Τί σημαίνει αὐτὸ τέλος πάντων; Τοῦτος ποὺ ζῆ μέσα στὴν κακία καὶ στὴν σκληρότητα καὶ ἀπανθρωπία, καὶ ὅλα τὰ περιττὰ ἀπολαμβάνει καὶ λύπη καμμιὰ δὲν ὑπομένει, καὶ κανένα δυσάρεστο ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ πολιορκοῦν τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ χαίρεται ἀτόφια τὴν εὐχαρίστηση. Κι ἐγὼ δὲν ἔχω οὔτε τὴν ἀπαραίτητη τροφή. Ἀλλὰ γι’ αὐτὸν ποὺ δαπανᾶ τὴν περιουσία του ὅλη σὲ παράσιτα καὶ κόλακες καὶ μεθύσια σὰν ἀπὸ πηγὲς τρέχουν ὅλα στὸ σπίτι του. Ἐγὼ ὅμως κοίτομαι ἐδῶ θέαμα σ’ αὐτοὺς ποὺ μὲ βλέπουν, ντροπὴ καὶ περίγελως, κι ἀπὸ τὴν πεῖνα λιώνω. Αὐτὸ εἶναι ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ; Παρακολουθεῖ τ’ ἀνθρώπινα ἡ θεία δικαιοσύνη; Τίποτ’ ἀπ’ αὐτὰ οὔτε εἶπε οὔτε σκέφτηκε. Ἀπὸ ποῦ εἶναι αὐτὸ φανερό; Ἀπὸ τὸ ὅτι τὸν πῆραν οἱ ἄγγελοι καὶ τὸν ἀποκατάστησαν στὸν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ. Δὲ θὰ τοῦ γινόταν τέτοια τιμή, ἄν ἦταν βλάσφημος. Οἱ πολλοὶ θαυμάζουν τὸ Λάζαρο γιὰ τοῦτο μονάχα, ὅτι ζοῦσε στὴ φτώχεια. Ἐγὼ ὅμως ἀποδεικνύω ὅτι αὐτὸς εἶχε δοκιμάσει ἐννέα εἰδῶν τιμωρίες γιὰ νὰ λάμψη περισσότερο· πρᾶγμα ποὺ ἔγινε. Εἶναι φοβερὴ στ’ ἀλήθεια ἡ φτωχεία καὶ τὸ γνωρίζουν ὅλοι ὅσοι τὴ δοκίμασαν. Δὲν μπορεῖ λόγος νὰ παραστήση τὸν πόνο ποὺ δοκιμάζουν ὅσοι ζοῦν μέσα στὴ φτώχεια καὶ δὲ γνωρίζουν ἀπὸ πνευματικὴ ζωή. Δὲν εἶχε ὁ Λάζαρος τὸ φοβερὸ αὐτὸ μονάχα ἀλλὰ τὸ συντρόφευε κι ἀρρώστεια καὶ μάλιστα πολὺ βαρειά. Προσέξετε πῶς δείχνει ὅτι κι οἱ δύο συμφορὲς εἶχαν φτάσει τὸ ἄκρο. Ὅτι κάθε φτώχεια ξεπέρασε τότ ἡ φτώχεια τοῦ Λαζάρου, τὸ ἔδειξε λέγοντας ὅτι μήτε τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου δὲν μπροῦσε νὰ ἐπωφεληθῆ. Ὅτι πάλι καὶ ἡ ἀρρώστια του εἶχε φτάσει στὸ ἴδιο σημεῖο μὲ τὴ φτώχεια του καὶ δὲν μποροῦσε νὰ προχωρήση περισσότερο, αὐτὸ τὸ ἐφανέρωσε λέγοντας ὅτι τὰ σκυλιὰ ἔγλυφαν τὶς πληγές του. Τόσο εἶχε ἐξασθενήσει, ὥστε δὲν μποροῦσε μήτε τὰ σκυλιὰ νὰ διώξη ἀλλὰ κοιτόταν ζωντανὸς νεκρὸς κι ἐνῷ τὰ ἔβλεπε ποὺ πλησίαζαν, δὲν εἶχε δύναμη νὰ ἀμηνθῆ. Τόσο εἶχαν παραλύσει τὰ μέλη του κι εἶχε ἐξαντληθῆ ἀπὸ τὴ δοκιμασία. Βλέπετε πόσα δεινὰ ἡ φτώχεια καὶ ἡ ἀρρώσται πολιορκοῦσαν τὸ σῶμα του; Κι ἄν τὸ καθένα ἀπ’ αὐτὰ μόνο του εἶναι ἀνυπόφορο, ὅταν ἑνωθοῦν, πῶς δὲν πρέπει νὰ εἶναι διαμάντι αὐτὸς ποὺ ὑποφέρει; Πολλοὶ ἄνθρωποι ἀρρωσταίνουν πολλὲς φορὲς ἀλλὰ δὲν στεροῦνται τὴν ἀπαραίτητη τροφή. Ἄλλοι πάλι ἔχουν γιὰ σύντροφο τὴ πιὸ μεγάλη φτώχεια, ἔχουν ὅμως τὴν ὑγεία τους καὶ τὸ ἕνα εἶναι μιὰ ἀνακούφιση γιὰ τὸ ἄλλο. Ἐδῶ ἐνεργοῦσαν καὶ τὰ δύο μαζί. Ἔχεις ὅμως ἴσως νὰ μοῦ πῆς κάποιον ποὺ εἶναι καὶ ἄρρωστος καὶ φτωχός. Ὄχι ὅμως πὼς βρισκόταν καὶ σὲ τόση ἐγκατάλειψη. Ἄν δὲν μποροῦσε νὰ βρῆ κάποια βοήθεια ἀπὸ μόνος του ἤ ἀπὸ τοὺς δικούς του, μποροῦσαν νὰ τὸν βοηθήσουν αὐτοὶ ποὺ τὸν ἔβλεπαν, ἀφοῦ κοιτόταν στὴν μέση. Ἀλλὰ ἡ ἀπουσία βοηθῶν ἔκαμε τὰ δεινά του βαρύτερα κι αὐτὴν τὴν ἴδια τὴν ἔκαμε νὰ φαίνεται χειρότερη τὸ πέσιμό του στὴν ἐξώπορτα τοῦ πλουσίου. Ἄν κοιτόταν σ’ ἔρημο καὶ ἀκατοίκητο μέρος δὲ θὰ ὑπέφερε τόσο ἀπὸ τὸν πόνον καὶ τὴν ἀδιαφορία ποὺ συναντοῦσε. Ἡ ἀπουσία ἀνθρώπων θὰ τὸν ἔκαμε νὰ ὑποφέρη τὰ παθήματά του καὶ χωρὶς νὰ θέλη. Ἀλλὰ νὰ κοίτεται ἀνάμεσα σὲ τόσους ἀνθρώπους ποὺ ἔπλεαν στὴ μέθη καὶ τὴν καλοπέραση καὶ νὰ μὴν τοῦ δείχνη κανένας τὴν πιὸ μηδαμινὴ φροντίδα, τὸν ἔκαμε νὰ νιώθη δριμύτερα τοὺς πόνους του καὶ ἄναβαν περισσότερο τὴ λύπη του. Γιατὶ πειράζει τὸν ἄνθρωπο μέσα στὴ συμφορά του ὄχι τόσο νὰ τοῦ λείπουν οἱ βοηθοί, ὅσο νὰ ὑπάρχουν καὶ νὰ μὴ θέλουν νὰ τοῦ ἁπλώσουν τὸ χέρι. Αὐτὸ ὑπέφερε κι’ ἐκεῖνος τότε. Ἀκόμη ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὸ καὶ κάτι ἄλλο πρόσθεσε στὴν ὀδύνη του· ἔλβεπε τὸν ἄλλον νὰ εὐτυχῆ. Ὄχι ἐπειδὴ ἦταν φθονερὸς καὶ κακὸς ἀλλὰ γιατὶ ἡ φύση ὅλων μας ἐπιβάλλει νὰ λαβαίνωμε ἀκριβέστερη αἴσθηση τῶν συμφορῶν μας, ὅταν ἄλλοι εὐτυχοῦν. Στὴν περίπτωση τοῦ πλουσίου ἦταν καὶ κάτι βαρύτερο ποὺ μποροῦσε νὰ τὸν πειράξη. Δὲν εἶχε ἐντονώτερη τὴν ἐντύπωση τῶν δεινῶν του, ἐπειδὴ ἔκαμε σύγκριση τῆς δυστυχίας του μὲ τὴν εὐτυχία ἐκείνου, ἀλλὰ ἐπειδὴ συνάμα τὴ σκέψη ὅτι αὐτὸς ποὺ ζῆ μὲ σκληρότητα καὶ ἀπανθρωπία προκόβει σὲ ὅλα, ἐνῷ ὁ ἴδιος ποὺ ζοῦσε μὲ ἀρετὴ καὶ καλωσύνη ὑποφέρει τὰ βαρύτερα δεινά. Κι ἀπ’ αὐτὸ πάλι ἡ λύπη του ἦταν ἀπαρηγόρητη. Νὰ ἦταν ὁ πλούσιος δίκαιος, νὰ ἦταν καλωσυνᾶτος, νὰ ἦταν ἄξιος γιὰ θαυμασμό, νὰ ἦταν γεμᾶτος ἀπὸ ἀρετή, δὲ θὰ τοῦ προξενοῦσε λύπη. Τώρα ὅμως ἐνῷ ζοῦσε μέσα στὴν ἁμαρτία κι εἶχε φτάσει τὰ ὅρια τῆς κακίας κι ἔδειχνε τόση ἀπανθρωπία, μὲ συναισθήματα ἐχθρικὰ πέρα πέρα· κι ἐνῷ σὰ νὰ ἦταν καμμιὰ πέτρα τὸν προσπερνοῦσε ἀδιάντροπα κι’ ἄσπλαχνα, τώρα ὕστερ’ ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ἀπολάμβανε τόση εὐτυχία. Στοχαστῆτε πῶς ἦταν φυσικὸ νὰ βυθίζη τὴν ψυχὴ τοῦ φτωχοῦ μέσα σὲ ἀλλεπάλληλα κύματα; Φανταστῆτε τὸ Λάζαρο στὴν κατάσταση ποὺ βρισκόταν· ἔβλεπε τὰ παράσιτα, τοὺς κόλακες, τοὺς ὑπηρέτες ν’ ἀνεβοκατεβαίνουν καὶ νὰ μπαινοβγαίνουν, νὰ τρέχουν ἐδῶ κι ἐκεῖ, νὰ θορυβοῦν, νὰ μεθοῦν, νὰ χοροπηδοῦν, νὰ κάνουν κάθε ἀκολασία. Σάμπρως γι’ αὐτὸ εἶχε ριχτῆ στὴν ἐξώπορτα, γιὰ νὰ γίνῃ μάρτυρας τῆς ξένης εὐτυχίας καὶ ζοῦσε ὅσο νὰ νοιώθη τὰ δεινὰ του μονάχα, ναυαγὸς μέσα στὸ λιμάνι, πεθαμένος στὴ δίψα δίπλα στὴν πηγή. Νὰ ἀναφέρω ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὰ κι ἄλλο κακό; Δὲν μποροῦσε νὰ στρέψη τὸ βλέμμα του σὲ κάποιο δεύτερο Λάζαρο. Ἐμεῖς κι ἄν ὑποφέρωμε ἀμέτρητα κακά, μποροῦμε νὰ κοιτάξωμε τὸ διπλανό μας καὶ νὰ αἰσθανθοῦμε μεγάλη ἀνακούφιση καὶ παργηγορία. Νὰ συναντᾶ κανένας ἤ ν’ ἀκούση νὰ τοῦ μιλοῦν γιὰ ὅμοιους του στὶς συμφορὲς φέρνει μεγάλη ἀνακούφιση. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν μποροῦσε κανένα νὰ δῆ ποὺ νὰ ἔχη πάθει τὰ ἴδια. Μήτε εἶχε ἀκούσει κανέναν ἀπὸ τοὺς πιὸ παλιοὺς νὰ εἶχε τόσα ὑπομείνει. Αὐτὸ φτάνει γιὰ νὰ σκοτίση τὴν ψυχή. Ἀλλὰ μπορῶ καὶ τοῦτο νὰ ἰσχυριστῶ· δὲν μποροῦσε νὰ ὑψωθῆ στὴν ἔννοια τῆς ἀναστάσεως ἀλλὰ πίστευε ὅτι ἡ ζωή του εἶχε κλειστῆ σ’ αὐτὸν μόνο τὸν κόσμο, ἀφοῦ ζοῦσε πρὶν ἀπὸ τὴ χάρη. Κι ἄν στὴν ἐποχὴ τὴ δική μας ὕστερα ἀπὸ τόση γνώση τοῦ Θεοῦ, ὕστερ’ ἀπὸ τὶς ὄμορφες ἐλπίδες γιὰ τὴν ἀνάσταση, τὶς τιμωρίες γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, τὰ ἕτοιμα ἀγαθὰ γιὰ τοὺς δικαίους, ὑπάρχουν μερικοὶ τόσο μικρόψυχοι καὶ τόσο κακομοίρηδες, ὥστε μήτε μὲ τέτοιες προσδοκίες νὰ μὴ διορθώνεται, τί ἦταν φυσικὸ νὰ αἰσθάνεται ἐκεῖνος, ἀφοῦ τοῦ ἔλειπε τέτοια ἄγκυρα; Αὐτὸς δὲν μποροῦσε νὰ ὑψωθῆ σὲ τέτοιες σκέψεις, ἐπειδὴ δὲν εἶχε ἔρθει ἀκόμα ἡ ὥρα τέτοιων στοχασμῶν. Ἦταν ὅμως καὶ κάτι ἄλλο ἄκόμα· εἶχε χάσει τὴν ὑπόληψή του ἀνάμεσα σὲ ὅσους ἦταν ἀνόητοι. Γιατὶ οἱ πολλοὶ, ὅταν ἰδοῦν μερικοὺς νὰ βασανίζωνται μὲ ἀρρώστια ποὺ δὲν τοὺς ἀφήνει καὶ μὲ ὑπέρμετρα δεινά, τὶς περισσότερες φορὲς δὲν ἔχουν καλὴ ἰδέα γι’ αὐτούς, ἀλλὰ κρίνουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ συμφορά του καὶ πιστεύουν ὅτι βασανίζεται ἔτσι ἐξ αἰτίας τῆς κακίας του. Καὶ πολλὰ ἄλλα παρόμοια ψιθυρίζουν μεταξύ τους, ἀνόητα βέβαια, λέγονται ὅμως· ὅτι τάχα, ἄν τὸν ἀγαποῦσε ὁ Θεός, δὲ θὰ τὸν ἄφηνε νὰ ταλαιπωρῆται μέσα στὴν φτώχεια καὶ σ’ ἄλλα δεινά. Τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ στὸν Ἰώβ, τὸ ἴδιο καὶ στὸν Παῦλο. Ἔλεγαν στὸν Ἰώβ. «Μήπως σοῦ εἴπαμε πολλὲς φορὲς δυσάρεστα;Ποιός ὅμως θὰ μπορέση νὰ κρατηθῆ καὶ νὰ μὴ μιλήσῃ ; Σὺ πολλοὺς συμβούλεψες, ἀδύνατα χέρια ἐνίσχυσες, τοὺς κλονισμένους ἐκράτησες μὲ τοὺς λόγους σου, τὰ γόνατα ποὺ λύγιζαν ἐστήριξες. Τώρα ἡ συμφορὰ βρίσκει καὶ σένα καὶ σὺ ταράζεσαι. Δὲν ἦταν ἀνόητη ἡ εὐλάβειά σου;» Αὐτὰ θέλουν νὰ ποῦν τοῦτο· Ἄν εἶχες κάμει κάτι καλό, δὲ θὰ πάθαινες αὐτὰ ποὺ παθαίνεις· ἀλλὰ πληρώνεις τὶς ἁμαρτίες καὶ τὶς παρανομίες σου. Αὐτὸ πείραζε πιὸ πολὺ τὸ μακάριο Ἰώβ. Τὸ ἴδιο ἔλεγαν οἱ βάρβαροι καὶ γιὰ τὸν Παῦλο. Ὅταν εἶδαν τὴν ἔχιδνα κρεμασμένη ἀπὸ τὸ χέρι του, δὲ σχημάτισαν καλὴ ἰδέα γι’ αὐτὸν ἀλλὰ φαντάσθηκαν πὼς ἦταν ὁ χειρότερος ἐγκληματίας. Φαίνεται ἀπὸ τὰ λόγια του· Αὐτὸν, ἄν καὶ σώθηκεν ἀπὸ τὴν θάλασσα, δὲν τὸν ἄφησε νὰ ζήση ἡ θεία δίκη. Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ καὶ τοῦτο συχνὰ μᾶς ταράζει. Ἐνῷ ὅμως ἀντιμετώπιζε τόσα κύματα, τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, δὲ βούλιαζε τὸ σκάφος. Ἀλλὰ συμπεριφερόταν, σὰν νὰ βρίσκοταν τὴ δροσοβόλο κάμινο, καὶ νὰ δοκίμαζε ἀναβρυστικὴ δρόσο. Δὲν εἶπε τίποτα τέτοιο, ὅπως εἶναι φυσικὸ νὰ λένε οἱ πολλοί· ἄν αὐτὸς ὁ πλούσιος μετὰ τὸ θάνατό του κολαστῆ καὶ τιμωρηθῆ, θὰ ἔρθη ἕνα μὲ ἕνα, ἄν ὅμως ἀπολαύση κι ἐκεῖ τὶς ἴδιες τιμὲς θὰ βγάλη δύο μηδέν. Ἤ μήτως δὲν κυκλοφορῆτε τέτοια σεῖς οἱ πολλοὶ μέσα στὴν ἀγορά, φέρνοντας μέσα στὴν ἐκκλησία τὸ ἱπποδρόμιο καὶ τὰ θέατρα; Ντρέπομαι νὰ ἀναφέρω τέτοια λόγια καὶ κοκκινίζω. Εἶναι ὅμως ἀνάγκη νὰ τὰ πῶ, γιὰ νὰ ἀπαλλαγῆτε σεῖς ἀπὸ τὰ ἄτακτα γέλοια καὶ τὴν ντροπὴ καὶ τὴ βλάβη τῶν λόγων αὐτῶν. Αὐτὰ πολλοὶ τὰ λένε γελῶντας ἀλλὰ καὶ τοῦτο εἶναι ἐπινόημα τῆς διαβολικῆς κακίας, νὰ εἰσάγωνται στὴν ζωὴ ἀνήθικες ἰδέες μὲ μορφή ἀστείων. Αὐτὰ καὶ στὰ ἐργαστήρια ἀδιάκοπα καὶ στὴν ἀγορὰ καὶ στὰ σπίτια πολλοὶ τὰ κυκλοφοροῦν, πρᾶγμα ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πιὸ μεγάλη ἀνοησία καὶ τρέλλα καὶ κοροϊδία ἀληθινὰ καὶ σκέψη παιδική. Γιατὶ τὸ νὰ λέμε ὅτι θὰ τιμωρηθοῦν οἱ ἄδικοι, ὅταν πεθάνουν καὶ νὰ μὴν πιστεύωμε ἀκράδαντα ὅτι θὰ τιμωρηθοῦν, δείχνει ὅπως νἄχη ἀνθρώπους ποὺ ἀπιστοῦν κι ἀμφιβάλλουν. Κι ἄν τύχη καὶ τοῦτο, ποὺ θὰ τύχη, νὰ νομίζωμε ὅτι αὐτοὶ θὰ κερδίσουν τὴν ἴδια ἀνταπόδοση μὲ τοὺς δίκαιους, αὐτὸ μαρτυρεῖ ἔσχατη ἀνοησία. Πέστε μου , τί λέτε; ἄν ὁ πλούσιος μετὰ τὸ θάνατό του τιμωρῆται ἐκεῖ, εἶναι ἕνα μ’ ἕνα; Τί νόημα ἔχει τοῦτο; Πόσα χρόνια θέλετε νὰ ὑποθέσωμε ὅτι θ’ ἀπολαύση ἐδῶ τ’ ἀγαθά του; Ἑκατό; Ἐγὼ βάζω καὶ διακόσια καὶ τριακόσια καὶ διπλάσια, κι ἄν θέλης καὶ χίλια, πρᾶγμα ἀδύνατο. Ὀγδόντα χρόνια λέει, οἱ μέρες τῆς ζωῆς μας. Ἀλλὰ ἄς εἶναι καὶ χίλια. Ἔχομε νὰ δείξωμε ἐδῶ μιὰ ζωὴ ποὺ τέλος δὲν ἔχει καὶ δὲ γνωρίζει ὅριο, ὅπως εἶναι ἐκεῖ ἡ ζωὴ τῶν δικαίων; Πέστε μου, ἄν κάποιος σὲ διάστημα ἑκατὸ ἐτῶν τύχη νὰ δῆ εὐχάριστο ὄνειρο καὶ νὰ δοκιμάση πολλὴ ἀπόλαυση μιὰ νύχτα μόνο, ἐνῶ περνᾶ ἀτελείωτα μαρτύρια κατὰ τὰ ἑκατὸ χρόνια, θὰ μπορέση τάχα νὰ πῆ σ’ αὐτὴν τὴν περίσταση ἕνα μ’ ἕνα καὶ θὰ μπορέση με τὴ μιὰ ἐκείνη νύχτα τῶν ὀνείρων ν’ ἀντισταθμίση τὰ ἑκατό χρόνια; Δὲν μπορεῖ νὰ τὸ βεβαιώση. Αὐτὸ σκέψου καὶ γιὰ τὴ μέλλουσα ζωή.Ὅ,τι εἶναι ἕνα ὄνειρο μπροστὰ στὰ ἑκατὸ χρόνια, εἶναι καὶ ἡ παροῦσα ζωὴ μπροστὰ στὴ μέλλουσα. Κι ἀκόμα περισσότερο. Ὅ,τι εἶναι μιὰ μικρὴ σταγόνα μπροστὰ στὸ ἀπέραντο πέλαγος, εἶναι καὶ τὰ χίλια χρόνια μπροστὰ σ’ αὐτὴ τὴ μελλοντικὴ δόξα καὶ ἀπόλαυση. Τί περισσότερο θὰ μποροῦσε κανένας νὰ πῆ ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν ἔχει ὄριο καὶ δὲ γνωρίζει τέλος κι ὅση ἀπόσταση ὑπάρχει ἀνάμεσα στὰ ὄνειρα καὶ στὴν πραγματικὴ ἀλήθεια τόση εἶναι ἡ διαφορὰ αὐτὴς κι ἐκείνης τῆς καταστάσεως; Ἐξ ἄλλου καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐκεῖ τιμωρία, ἀπὸ δῶ τιμωροῦνται ὅσοι ζοῦν στὴν πονηρία καὶ στὴν ἁμαρτία. Μὴ μοὺ ἀναφέρης αὐτὸν μόνο ποὺ ἀπολαμβάνει πλούσιο τραπέζι, ποὺ φορεῖ τὰ μεταξωτά, καὶ διαθέτει κοπάδια δούλων καὶ ἁλωνίζει μέσα στὴν ἀγορά. Ξεδίπλωσε τὴ συνείδησή του καὶ θ’ ἀντικρύσης μέσα πολὺ πλῆθος ἁμαρτημάτων, ἀδιάκοπο φόβο, χειμῶνα καὶ τρικυμία. Θὰ δῆς ὅπως στὸ δικαστήριο ἀνεβασμένο στὸ βασιλικὸ θρόνον τὸ νοῦ, νὰ κάθεται σὰν δικαστής, ἔχοντας δίπλα του τοὺς στοχασμούς σὰν δήμιους, νὰ κρεμάη τὴν ψυχὴ καὶ νὰ τὴν ξεσκίζη γιὰ τὶς ἁμαρτίες της καὶ νὰ φωνάζη δυνατά χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζη κανένας παρὰ μόνο ὁ Θεὸς ποὺ τὰ βλέπει ὅλα. Ὁ μοιχὸς λόγου χάρη κι ἄν εἶναι ζάπλουτος κι ἄν δὲν τὸν κατηγορῆ κανένας, δὲ σταματᾶ νὰ κατηγορῆ μέσα του ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του. Ἡ εὐχαρίστηση εἶναι ἐφήμερη, παντοντικὸς ὅμως ὁ πόνος· φόβος καὶ τρόμος παντοῦ, ὑποψία καὶ ἀγωνία. Φοβᾶται τὶς στενωπούς, τρέμει τοὺς ἴσκιους, τοὺς ὑπηρέτες τους, αὐτοὺς ποὺ γνωρίζουν, αὐτοὺς ποὺ δὲ γνωρίζουν, τὴ γυναῖκα ποὺ ἀδικεῖται, τὸν ἄναδρα ποὺ ἐκτίθεται. Πηγαίνει κι ἔχει μαζί του πικρὸ κατήγορο τὴ συνείδησή του, αὐτοκατδικάζεται καὶ δὲν μπορεῖ ν’ ἀναπνεύσῃ μιὰ στάλα. Γιατὶ καὶ στὸ κρεβάτι, καὶ στὸ τραπέζι, στὴν ἀγορὰ καὶ στὸ σπίτι, τὴ μέρα καὶ τὴ νύχτα καὶ στὰ ὄνερά του, πολλὲς φορές, βλέπει τὰ φαντάσματα τῆς ἁμαρτίας. Περνᾶ τὴ ζωὴ τοῦ Κάϊν, στενάζοντας καὶ τρέμοντας πάνω στὴ γῆ, καὶ ἐνῶ δὲν τὸ γνωρίζει κανένας ἔχει πάντα μέσα του φωτιὰ ἀναμμένη. Τὸ ἴδιο παθαίνουν οἱ ἅρπαγες κι οἱ πλεονέκτες. Τὸ ἴδιο οἱ μέθυσοι καὶ καθένας γενικὰ ἀπ’ ὅσους ζοῦν στὶς ἁμαρτίες. Εἶναι ἀκατόρθωτο νὰ δεκαστῆ τὸ δικαστήριο ἐκεῖνο. Ἀλλὰ κι ἄν δὲν ἐπιδιώκωμε τὴν ἀρετή, ὅμως ὑποφέρομε, ἐπειδὴ δὲν τὴν ἐπιδιώκομε, κι ἄν ἐπιδιώκωμε τὴν κακία, μόλις παύση ἡ ἡδονὴ τῆς ἁμαρτίας, ἀρχίζει ἡ λύπη. Ἄς μὴ λέμε λοιπὸν γιὰ τοὺς ἐδῶ πλούσιους καὶ πονηρούς, καὶ γιὰ τοὺς δίκαιους ποὺ ἀπολαμβάνουν ἐκεῖ ἕνα μὲ ἕνα ἀλλὰ δύο μηδέν. Γιατὶ οἱ δίκαιοι δοκιμάζουν πολλὴν εὐχαρίστηση κι ἀπὸ τὰ ἐδῶ κι ἀπὸ τὰ ἐκεῖ. Οἱ πονηροὶ ὅμως κι οἱ πλεονέκτες κι ἐδῶ κι ἐκεῖ τιμωροῦνται. Κι ἐδῶ βασανίζονται μὲ τὴν ἀγωνία τῆς ἐκεῖ τιμωρίας καὶ τὴν ὑποψία τῶν ἄλλων καὶ μὲ τὴν ἴδια τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν καταστροφή τῆς ψυχῆς τους. Καὶ μετὰ τὴν ἀποδημία τους ἀπὸ δῶ ὑπομένουν ἀνυπόφορες τιμωρίες. Ἀπ’ τὸ ἄλλο μέρος οἱ δίκαιοι, κι ἄν παθαίνουν ἐδῶ μύρια δεινά, τοὺς τρέφει ἡ ἐλπίδα, καὶ δοκιμάζουν καθαρὴ εὐχαρίστηση, σταθερὴ καὶ ἀμετακίνητη. Κι ἔπειτα, τοὺς περιμένουν τ’ ἀμέτρητα ἀγαθά, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὸ Λάζαρο. Μὴ μοῦ πῆτε ὅτι ἦταν γεμᾶτος ἀπὸ πληγές· σκεφτῆτε πῶς εἶχε μέσα του ψυχὴ πολυτιμότερη ἀπὸ ὅλο τὸ χρυσάφι. Κι ὄχι μόνο τὴ ψυχὴ ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα. Γιατὶ ἡ ἀρετὴ τοῦ σώματος δὲν εἶναι ἡ παχυσαρκία καὶ ἡ ὑγεία ἀλλὰ νὰ ὑποφέρη τόσα καὶ τέτοια μαρτύρια. Δὲν προκαλεῖ τὴ σιχασιά μας ὅποιος ἔχει τέτοιες πληγές στὸ σῶμα ἀλλὰ ὅποιος ἔχει ἀμέτρητες πληγὲς στὴν ψυχὴ καὶ καθόλου ὡστόσο γι’ αὐτὲς δὲν φροντίζει. Τέτοιος ἦταν ὁ πλούσιος ἐκεῖνος· γεμᾶτος ἕλκη ἐσωτερικὰ ὁλόκληρος. Κι ὅπως τὰ σκυλιὰ ἔγλυφαν τὰ τραύματα τοῦ Λαζάρου, ἔτσι γλύφουν οἱ δαίμονες τ’ ἁμαρτήματα ἐκείνου. Κι ὅπως ὁ ἕνας ζοῦσε πεινῶντας τὴν τροφή, ἔτσι κι ἐκεῖνος πεινοῦσε κάθε ἀρετή. Μ’ αὐτὲς τὶς σκέψεις ἄς γινώμαστε πιὸ πνευματικοὶ κι ἄς μὴ λέμε, «ἄν τὸν τάδε τὸν ἀγαποῦσε ὁ Θεὸς δὲ θὰ τὸν ἄφηνε νὰ γίνη φτωχός». Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης. Ὅποιον ἀγαπᾶ παιδεύει ὁ Κύριος· μαστιγώνει καθέναν ποὺ τὸν παραδέχεται γιό του. Καὶ πάλι· Ἄν ἔρχεσαι τέκνο μου νὰ ὑπηρετήσης τὸν Κύριο ἑτοίμασε τὴν ψυχή σου γιὰ νὰ δεχτῆ τὸν πειρασμό, ἀτσάλωσε τὴ καρδιά σου καὶ ὑπομόνεψε. Ἄς πετάξωμε λοιπόν, ἀγαπητοί, ἀπὸ πάνω μας τὶς περιττὲς αὐτὲς προλήψεις καὶ τὰ λόγια τοῦ κόσμου. Αἰσχροὶ καὶ ἀνόητοι κι εὐτράπελοι λόγοι, παραγγέλλει, ἄς μὴ βγαίνουν, ἀπὸ τὸ στόμα μας. Μήτε οἱ ἴδιοι λοιπὸν νὰ τὰ λέμε ἀλλὰ κι ἄλλους ἄν ἀκούσωμε, ἄς τοὺς κλείνωμε τὸ στόμα, κι ἄς ἐξαναστοῦμε μὲ δύναμη, ἄς σταματήσωμε, τὴν ἀναίσχυντη γλῶσσα τους. Ἄν δῆτε, πῆτε μου, ἕνα λήσταρχον νὰ τρέχη στοὺς δρόμους, νὰ παραφυλάη τοὺς περαστικούς, ν’ ἁρπάζη τὰ γεννήματα, σὲ σπηλιές καὶ λάκκους νὰ χώνη χρυσαφικὰ κι ἀσημικὰ καὶ πολλὰ κοπάδια ν’ ἀποκλείη στὸ λημέρι του, ρουχισμὸ καὶ δούλους νὰ ἐξασφαλίζη ἀπὸ τὴν ἐπιδρομή του ἐκείνη, ἄραγε τὸν μακαρίζετε γιὰ τὸν πλοῦτο οτυ ἤ τὸν ἐλεεινολογεῖτε γιὰ τὴν τιμωρία ποὺ τὸν περιμένει; Βέβαια δὲν ἔχει ἀκόμα συλληφθῆ, οὔτε ἔχη παραδοθῆ στὸν δικαστή, οὔτε στὴν φυλακὴ ἔχει κλειστεῖ, οὔτε ὑπάρχει κατήγορός του, οὔτε ἔχει καταδικαστῆ ἀλλὰ διασκεδάζει καὶ μεθᾶ καὶ τὸν πλοῦτο του ἀπολαμβάνει. Κι ὅμως δὲν τὸν μακαρίζομε γιὰ ὅσα ἔχει τώρα καὶ τὰ βλέπομε, ἀλλὰ τὸν ἐλεεινολογοῦμε γιὰ ὅσα τοῦ μέλλονται καὶ τὸν περιμένουν. Τὸ ἴδιο σκέψου γιὰ ὅσους πλουτοῦν καὶ πλεονεκτοῦν. Εἶναι λησταὶ ποὺ παραφυλάγουν στοὺς δρόμους καὶ ληστεύουν τοὺς περαστικοὺς καὶ καταχωνιάζοουν τὶς ξένες περιουσίες στὰ σπίτια του, ὅπως σὲ σπηλιὲς καὶ σὲ λάκους. Ἄς μὴν τοὺς καλοτυχίζωμε γιὰ ὅσα ἔχουν, γιὰ ὅσα τοὺς μέλλονται ἄς τοὺς ἐλεεινολογοῦμε, γιὰ τὸ φοβερὸ ἐκεῖνο δικαστήριο, γιὰ τὶς ἀναπόφευκτες εὐθῦνες, γιὰ τὸ σκότος τὸ ἐξώτερο ποὺ τοὺς περιμένει. Καὶ οἱ λησταὶ πολλὲς φορὲς ξεφεύγουν ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων· μολαταῦτα δὲ θὰ εὐχόμαστε τὴ ζωή τους καὶ τὸν καταραμένο πλοῦτο τους στὸν ἑαυτό μας οὔτε καὶ στοὺς ἐχθρούς μας. Τοῦτο ὅμως δὲ γίνεται μὲ τὸ Θεό· κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ξεφύγη ἀπὸ τὴν κρίση του, παρὰ ὅλοι ποὺ ζοῦν μὲ πλεονεξίες καὶ ἁρπαγὲς θὰ τραβήξουν ἐπάνω τους ἀπὸ μέρους του τὴν τιμωρία τὴν ἀθάνατη, ποὺ δὲν ἔχει τέλος, ὅπως ἐκεῖνος ὁ πλούσιος. Ὅλα αὐτὰ ἄς τὰ φέρωμε μπροστά μας, ἀγαπητοί, κι ἄς μὴ μακαρίζωμε ὅσους κολυμποῦνε μέσα στὰ πλούτη παρὰ ὅσους ζοῦνε μέσα στὴν ἀρετή· κι ἄς μὴ ἐλεεινολογῦμε τοὺς φτωχοὺς παρὰ τοὺς κακούς· ἄς μὴν παρατηροῦμε τὰ τωρινὰ, παρὰ ἄς ἐξετάζωμε τὰ μελλοντικά· ἄς μὴν ἐρευνοῦμε τὸ ἐξωτερικὸ ἀλλὰ τὴ συνείδηση καθενός. Ἄς ἐπιδιώξωμε τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ χαρὰ ποὺ δίνουν τὰ πνευματικὰ κατορθώματα, ζηλεύοντας τὸ Λάζαρο, πλούσιοι καὶ φτωχοί. Δὲν ἔβγαλε πέρα τοῦτος ἕναν καὶ δύο καὶ τρεῖς ἄθλους μονάχα τῆς ἀρετῆς ἀλλὰ πολὺ περισσότερους, τὴ φτώχεια, τὴν ἀρρώστια, τὴν ἀπουσία προστάτη, ὅτι ὑπέφερε σὲ σπίτι ποὺ μποροῦσε νὰ τοῦ σβήση ὅλα ἐκεῖνα τὰ δεινά του κι ὅμως δὲν ἀξιώθηκε οὔτε ἕνα λόγο παρηγοριᾶς, ὅτι ἔβλεπε νὰ δοκιμάζη τόση ἀπόλαυση αὐτὸς ποὺ τὸν περιφρονοῦσε κι ὄχι μόνο αὐτὸ ἀλλὰ νὰ ζῆ μέσα στὴ κακία καὶ κανένα κακὸ νὰ μὴν παθαίνη. Δὲν εἶχε κι ἄλλο Λάζαρο νὰ δῆ, δὲν μποροῦσε νὰ ὑψωθῆ σὲ σκέψεις γιὰ τὴν ἀνάσταση, εἶχε τὴν κακὴ ὑπόληψη ποὺ ἀπὸ τὶς συμφορὲς του σχημάτιζαν γι’ αὐτὸν οἱ πολλοί, σὰ νὰ μὴν τὸν ἔφταναν τὰ πάθη του, ἀκόμα δὲν ἔβλεπε τὸν ἑαυτό του δύο καὶ τρεῖς μέρες ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴ ζωή του σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση καὶ τὸν πλούσιο στὴν ἀντίθετη. Πῶς λοιπὸν θὰ μποροῦσαμε ν’ ἀπολογηθοῦμε, ὅταν ἐκεῖνος βαστοῦσε μὲ τὸση γενναιότητα ὅλα μαζὶ τὰ δεινὰ κι ἐμεῖς δὲν ἀντέχωμε μήτε τὰ μισὰ; Δὲν μπορεῖτε, δὲν μπορεῖτε νὰ παρουσιάσετε οὔτε ν’ ἀνφέρετε κάποιον ἄλλον μὲ τόσες καὶ τέτοιες συμφορές. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸν παρουσίασε μπροστὰ μας ὁ Χριστός· σὲ ὅσο βάθος συμφορᾶς κι ἄν πέσωμε βλέποντας σ’ αὐτὸν τὸ σύνολο τῶν θλίψεων, ν’ ἀντλήσωμε παρηγορία καὶ στήριξη ἀπὸ τὴ σοφία ἐκείνου καὶ τὴν ὑπομονή. Εἶναι κοινος δάσκαλος τῆς οἰκουμένης γιὰ ὅσους ὑποφέρουν ὁποιοδήποτε κακό, δίνει σ’ ὅλους τὴν εὐκαιρία νὰ τὸ βλέπουν καὶ ὑπερβάλλει ὅλους μὲ τὴ συσσώρευση τῶν δεινῶν του. Ἄς εὐχαριστήσμωε γιὰ ὅλα αὐτὰ τὸ φιλάνθρωπο Θεό κι ἄς οἰκειοποιηθοῦμε τὴν ὠφέλεια τῆς παραβολῆς παίρνοντάς την ἀδιάκοπα μαζί μας παντοῦ, στὶς συντροφιές, στὰ σπίτια μας, στὴν ἀγορὰ καὶ μελετῶντας προσεκτικὰ ὅλο τὸν πλοῦτο της. Ἔτσι καὶ τὰ τωρινὰ δεινά μας θα προσπεράσωμε χωρὶς λύπη καὶ τὰ μελλοντικὰ ἀγαθὰ θὰ κερδίσωμε. Μακάρι νὰ γίνωμε ἄξιοι γι’ αὐτὰ μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ σ’ αὐτὸν μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνηση καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.
|
Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου
Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον
Τόμος Δεύτερος
Ἀθῆναι 1969
σελ. 41-59
Πηγή: Αναβάσεις
Ἡ ὀρθόδοξη χριστιανική παιδεία ἀποτελεῖ τό περιεχόμενο τοῦ σχολικοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν ἐδῶ καί ἑκατόν ἑνενηντατρία χρόνια, ὅλα δηλαδή τά χρόνια τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους. Καί γιατί αὐτό; Διότι στήν ὀρθόδοξη πίστη χρωστᾶ τήν ὕπαρξή του ὁ σύγχρονος ἑλληνισμός. Διότι κατά τήν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας ὅποιος ἐξισλαμιζόταν, ταυτόχρονα ἐκτουρκιζόταν. Ἀπέβαλε καί γλῶσσα καί ἤθη καί ἔθιμα καί ἐθνική συνείδηση γιά πάντα. Ἄρα ὅλοι οἱ σημερινοί Ἕλληνες προερχόμαστε ἀπό ὅσους ἐπέμεναν τότε, παρά τίς φρικτές κακουχίες τίς ὁποῖες ὑφίσταντο, νά εἶναι χριστιανοί ὀρθόδοξοι. Ἐκτός αὐτοῦ, πρέπει νά ἔχουμε ὑπ΄ ὄψη, ὅτι τά ἔργα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, τά ὁποῖα σήμερα διαθέτουμε, σώθηκαν ἐπειδή οἱ βυζαντινοί μοναχοί τά ἀντέγραφαν σέ νέα, πολλές φορές περίτεχνα, χειρόγραφα καί ἔτσι δέν καταστράφηκαν. Οἱ δέ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τά χρησιμοποιοῦσαν καί συχνά τά ἀνέλυαν καί τά ὑπομνημάτιζαν, ὅπως οἱ δύο λόγιοι ἅγιοι Φώτιος Κωνσταντινουπόλεως ὁ μέγας καί Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης ὁ Κατάφλωρος. Γιά ὅλους αὐτούς τούς λόγους τό πρῶτο ἑλληνικό Σύνταγμα, τό ὁποῖο συντάχθηκε στήν Ἐπίδαυρο τό 1822 ὅριζε ὅτι «Ὅσοι αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς Ἐπικρατείας τῆς Ἑλλάδος πιστεύουσιν εἰς Χριστόν, εἰσίν Ἕλληνες». Γι΄ αὐτό καί ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ὁμολογεῖ: «ὅταν ἐπιάσαμε τά ἅρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπέρ Πίστεως καί ἔπειτα ὑπέρ Πατρίδος».
Γι΄ αὐτό καί μέχρι σήμερα, ὅλα τά ἑλληνικά Συντάγματα εἶναι συντεταγμένα «Εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας καί Ὁμοοουσίου καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος» καί ὁρίζεται ἀπό τό 3ο άρθρο, παρ. 1 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος (τοῦ 1975, ἀναθ. 2008) ὅτι «ἐπικρατοῦσα θρησκεία στήν Ἑλλάδα εἶναι ἡ θρησκεία τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, πού γνωρίζει κεφαλή της τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό». Τό δέ ἄρθρο 16 παρ. 2 ὁρίζει ὅτι «Ἡ παιδεία ἀποτελεῖ βασική ἀποστολή τοῦ Κράτους καί ἔχει σκοπό τήν ἠθική, πνευματική, ἐπαγγελματική καί φυσική ἀγωγή τῶν Ἑλλήνων, τήν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικής καί θρησκευτικῆς συνείδησης καί τή διάπλασή τους σέ ἐλεύθερους καί ὑπεύθυνους πολίτες.» Ἐπειδή λοιπόν ἡ ἐπικρατούσα πίστη στήν Ἑλλάδα, αὐτή στήν ὁποία ἀποκλειστικῶς καί μόνον χρωστᾶ ἡ Ἑλλάδα τήν ὕπαρξή της, εἶναι ἡ ὀρθόδοξη χριστιανική, γι΄ αὐτό εἶναι καί τό μάθημα θρησκευτικῶν ὀρθόδοξο χριστιανικό. Τό ἀναφαίρετο δικαίωμα νά ἀπολαμβάνει ὁ ὀρθόδοξος χριστιανός τήν ὀρθόδοξη χριστιανική παιδεία, ἐνισχύεται καί ἀπό τό ἄρθρο 13 παρ. 1 τοῦ Συντάγματος, τό ὁποῖο ὁρίζει ὅτι «Ἡ ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης εἶναι ἀπαραβίαστη». Κανένας ἑπομένως δέν δικαιοῦται νά στερεῖ ἀπό τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς μαθητές τήν ὀρθόδοξη χριστιανική παιδεία τήν ὁποία ἀπολαμβάνουν στά δημόσια σχολεῖα, οὔτε νά καταφέρεται εἰς βάρος τοῦ δικαιώματος αὐτοῦ.
Περαιτέρω κατοχύρωση προσφέρει καί ὁ Νόμος 1566/85 «δομή και λειτουργία πρωτοβάθμιας καί δευτεροβάθμιας ἐκπαίδευσης καί ἄλλες διατάξεις», ὁ ὁποίος στό ἄρθρο 1, παρ. 1 ἀναφέρει ὅτι «ὑποβοηθεῖ τούς μαθητές: α) Νά γίνονται ἐλεύθεροι, ὑπεύθυνοι, δημοκρατικοί πολίτες, νά ὑπερασπίζονται τήν ἐθνική ἀνεξαρτησία, τήν ἐδαφική ἀκεραιότητα τῆς χώρας καί τή δημοκρατία, νά ἐμπνέονται ἀπό ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο, τή ζωή καί τή φύση καί νά διακατέχονται ἀπό πίστη πρός τήν πατρίδα καί τά γνήσια στοιχεῖα τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς παράδοσης.» Στό δέ ἄρθρο 6 παρ. 2 ἀναφέρει ὅτι ἡ ἐκπαίδευση στό λύκειο βοηθεῖ τούς μαθητές: «Νά συνειδητοποιοῦν τή βαθύτερη σημασία τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ ἤθους καί τῆς σταθερῆς προσήλωσης στίς πανανθρώπινες ἀξίες καί νά κατανοοῦν τή σπουδαιότητα τοῦ δημοκρατικοῦ διαλόγου καί τῆς συμμετοχῆς σέ συλλογικές δραστηριότητες.»
Θά ἐξετάσουμε κι ἕνα ἀκόμη ζήτημα: τί ἔχει ἡ ὀρθόδοξη χριστιανική παιδεία νά προσφέρει στό μέλλον τῶν παιδιῶν μας, στή ζωή τους, στήν ψυχοπνευματική τους ἀνάπτυξη. Ἡ ἀπάντηση εἶναι, ὅτι προσφέρει τίς καλύτερες ἀρχές ζωῆς, τίς ὁποῖες κανένα σύστημα, θρησκευτικό, πολιτικό, φιλοσοφικό δέν ἔχει προσφέρει παγκοσμίως καί διαχρονικῶς. Ποιές εἶναι αὐτές; Ἄς δοῦμε τίς βασικότερες: «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰω. 15,17), «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν» (Μτ 5,44), «εἰ τις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔστω πάντων ἔσχατος καί πάντων διάκονος» (Μρ 9,35), «καθώς θέλετε ἵνα ποιώσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως» (Λκ 6,31), «δικαιοσύνην μάθετε οἱ ἐνοικοῦντες ἐπί τῆς γῆς» (Ἠσ. 26,9).
Καί γεννᾶται ἐδῶ τό ἐρώτημα: γιατί νά θέλει νά ἀπαλλαγεῖ κάποιος ἀπό αὐτές τίς ἀρχές ζωῆς; Ποιόν βλάπτουν; Ἡ ἀπάντηση εἶναι, ὅτι οἱ ἀρχές αὐτές δέν βλάπτουν κανέναν σέ καμμία περίπτωση. Ὅμως φοιτοῦν στά ἑλληνικά σχολεῖα καί παιδιά, τά ὁποῖα δέν προέρχονται ἀπό ὀρθόδοξες χριστιανικές οἰκογένειες καί γι΄ αὐτό χορηγεῖται σέ αὐτά ἡ δυνατότητα ἀπαλλαγῆς ἀπό τό ὀρθόδοξο χριστιανικό μάθημα θρησκευτικῶν. Θά μποροῦσε νά βλάψει τό μάθημα τά παιδιά αὐτά; Κατά κανένα τρόπο. Διότι τό μάθημα λειτουργεῖ πολυτροπικά. Ἀναπτύσσει τήν ἤδη ὑπάρχουσα ὀρθόδοξη χριστιανική θρησκευτική συνείδηση τῶν ἤδη βεβαπτισμένων ὀρθοδόξων χριστιανῶν, καί ἁπλώς ἐνημερώνει τούς μή ὀρθοδόξους χριστιανούς οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦν νά πληροφορηθοῦν, τί εἶναι αὐτή ἡ πίστη ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ζωή, ἱστορία καί πολιτισμό τῶν Ἑλλήνων ἐδῶ καί εἰκοσι ὁλόκληρους αἰῶνες. Καί πράγματι, ἀρκετοί ἑτερόθρησκοι μαθητές, μέ τή σύμφωνη γνώμη τῶν οἰκογενειῶν τους, δέν κάμουν χρήση τοῦ δικαιώματος αὐτοῦ. Παρ΄ ὅλα αὐτά, τό δικαίωμα ἀπαλλαγῆς ἐξακολουθεῖ νά ὑφίσταται, ὥστε νά μή ὑπάρχει κἄν ὑποψία, ὅτι εἶναι δυνατόν ἀνήλικοι ἑτερόθρησκοι ἤ ἄθρησκοι νά παρασυρθοῦν καί νά προσχωρήσουν στήν ὀρθόδοξη πίστη.
Πέραν τούτων, ἐάν ἐπιμένει ὁ ὁποιοσδήποτε δημόσιος ὑπάλληλος νά προτρέπει κατά τόν ὁποιονδήποτε τρόπο, προφορικῶς, ἐγγράφως, μέ διανομή ἐντύπων ἤ ἀνάρτηση πινάκων σέ σχολεῖο ἤ μέ ἡλεκτρονικά μέσα ἀνήλικους μαθητές, μέλη τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς Ἐκκλησίας νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τό ὀρθόδοξο χριστιανικό μάθημα θρησκευτικῶν, ἔχει διαπράξει παραβίαση τῶν ἄρθρων 13 καί 16 τοῦ Συντάγματος, τά ὁποία προαναφέραμε. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τούς ἐκλεγμένους ἀντιπροσώπους τοῦ λαοῦ μας, πράγμα τό ὁποῖο πρέπει νά προσεχθεῖ ἰδιαίτερα, ὥστε νά μή ὑπάρξουν τέτοια κρούσματα. Ἐάν βουλευτής καταφερθεῖ δημόσια εἰς βάρος τοῦ δικαιώματος τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν νά ἀπολαμβάνουν τήν ὀρθόδοξη χριστιανική παιδεία, πρέπει νά γνωρίζει ὅτι ἔχει ἤδη παραβιάσει τό Σύνταγμα.
Ὅπως θά ἔγινε ἤδη ἀντιληπτό, τό δικαίωμα ἀπαλλαγῆς ἀπό τό συγκεκριμένο μάθημα προβλέφθηκε γιά μή ὀρθοδόξους χριστιανούς καί ἰσχύει γι΄ αὐτούς. Ἐπειδή ὑπῆρξαν παρεξηγήσεις ἐπί τοῦ θέματος, ἐκδόθηκε, κατόπιν προσφυγῆς στή δικαιοσύνη, ἡ δικαστική ἀπόφαση 115/2012 τοῦ Διοικητικοῦ Ἐφετείου Χανίων, ἡ ὁποία διευκρινίζει, ὅτι ὀρθόδοξος χριστιανός μαθητής δέν ἀπαλλάσσεται ἀπό τό ὀρθόδοξο χριστιανικό μάθημα θρησκευτικῶν. Τονίζει λοιπόν (στή σελίδα 26) ἡ ἐν λόγῳ ἀπόφαση ὅτι: «δέν νοεῖται ἀπαλλαγή ἀπό τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ἐντασσόμενο μάλιστα στόν κορμό τῶν μαθημάτων γενικῆς ἐκπαίδευσης γιά μαθητή χριστιανό ὀρθόδοξο γιά «λόγους θρησκευτικῆς συνείδησης», ἀφοῦ ἡ ἀνάπτυξη αὐτῆς εἶναι συνταγματική ἐπιταγή δεσμευτική τόσο γιά τήν Πολιτεία ὅσο καί γιά τόν ἀποδέκτη αὐτῆς μαθητή χριστιανό ὀρθόδοξο πού συμπράττει στήν ὑλοποίησή της.»
Ἡ ἀπόφαση αὐτή συνεπικουρεῖται καί ἀπό τήν ἀπόφαση 301/2014 τοῦ Διοικητικοῦ Ἐφετείου Ἀθηνῶν, ἡ ὁποία δέχεται ὅτι ὀρθῶς διευθυντής σχολείου ἀπέρριψε αἴτημα ἀπαλλαγῆς μαθήτριας κρίνοντας ὅτι «μόνο ἑτερόδοξοι, ἑτερόθρησκοι καί ἄθεοι μαθητές ὅταν ἐπικαλοῦνται λόγους θρησκευτικῆς συνείδησης, μποροῦν νά ἀπαλλαγούν ἀπό τό ἐν λόγῳ μάθημα».
Ἡ δικαστική ἀπόφαση 115/2012 τοῦ Διοικητικοῦ Ἐφετείου Χανίων ἔχει πανελλάδική ἰσχύ καί δέν ἐπιτρέπεται νά ἀκυρωθεῖ ἀπό ἄλλο δικαστήριο, ἡ δέ ἐφαρμογή της εἶναι ὑποχρεωτική γιά τούς δημοσίους ὑπαλλήλους, ὅπως καί ὁποιασδήποτε ἄλλης δικαστικῆς ἀποφάσεως. Ὅπως ὁρίζει τό ἄρθρο 1 του Ν. 3068/2002: «Τό Δημόσιο, οἱ ὀργανισμοί τοπικῆς αὐτοδιοικήσεως καί τά λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ἔχουν ὑποχρέωση, νά συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση πρός τίς δικαστικές ἀποφάσεις καί νά προβαίνουν εἰς ὅλες τίς ἐνέργειες πού ἐπιβάλλονται γιά τήν ἐκπλήρωση τῆς ὑποχρέωσης αὐτῆς». Πρέπει ἐπίσης νά τονισθεῖ, ὅτι δημόσιος ὑπάλληλος ὁ ὁποῖος θά ἀρνηθεῖ νά ἐκτελέσει δικαστική ἀπόφαση, ἔχει ὑποπέσει σέ βαρύτατο πειθαρχικό παράπτωμα, τοῦ ὁποίου ἡ τιμωρία εἶναι ὑποχρεωτική.
Ἡ δικαστική ἀπόφαση ὑπερισχύει ὁποιουδήποτε ἄλλου κειμένου, προγενεστέρου ἤ μεταγενεστέρου, ὅπως π.χ. ὑπουργικῆς ἐγκυκλίου, τό ὁποῖο πιθανόν θά ὅριζε τά ἀντίθετα ἤ θά ἄφηνε δυνατότητα γιά παρεξηγήσεις. Ὅπως μάλιστα διευκρινίζει ὁ διδάκτωρ συνταγματικοῦ δικαίου δικηγόρος κ. Γεώργιος Κρίππας: «πάσα διαταγή, ἐγκύκλιος κ.λ.π. θεσπίζουσα ὑποχρέωση τῶν διευθυντῶν τῶν σχολείων, νά δέχονται ἀπαλλαγήν ἀπό τό μάθημα τῶν θρησκ/κών ὀρθοδόξων μαθητῶν παραβιάζει εὐθέως τό Σύνταγμα. Ὅμως τό ἄρθρον 25 παρ. 3 τοῦ Ὑπαλληλικοῦ Κώδικος ὑποχρεώνει τόν δημόσιο ὑπάλληλο, νά ἀρνηθεί, νά ἐκτελέσει διαταγή ἀντισυνταγματική.» Καταλήγει δέ ὁ ἴδιος, ὅτι τέτοιου εἴδους ὑπηρεσιακή διαταγή «ἀποτελεῖ πράξη ἀνυπόστατη, μή ἐφαρμόσιμη καί μή δεσμεύουσα τούς διευθυντάς τῶν σχολείων».
Ὅπως καθίσταται ἀντιληπτό, δέν εἶναι δυνατόν ὀρθόδοξος χριστιανός νά ἐπικαλεῖται λόγους θρησκευτικῆς συνειδήσεως, ὥστε νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τό ὀρθόδοξο χριστιανικό μάθημα θρησκευτικῶν, διότι μάθημα καί συνείδηση ταυτίζονται. Ἐάν κάποιος ἀπαιτήσει νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τό μάθημα αὐτό χωρίς νά δικαιοῦται, τότε σημαίνει ὅτι ἡ ἀπαλλαγή ζητεῖται γιά λόγους ἀλλότριους πρός τήν θρησκευτική του συνείδηση καί ἔχει συνεπῶς ὑπογράψει ψευδή δήλωση ἐν γνώσει τῶν εἰς βάρος του συνεπειῶν τοῦ νόμου. Καί ὅπως διευκρινίζει καί πάλι ὁ δρ Γεώργιος Κρίππας «ἡ δέ τοιαύτη πράξη του τιμωρεῖται ποινικῶς ὑπό τοῦ ἄρθρου 22 παρ. 6 τοῦ Ν. 1599/86. Ὑπ’ ὄψιν ὅτι ἡ ἑπομένη παράγραφος 7 τοῦ ἰδίου ἄρθρου τιμωρεῖ ποινικῶς (διά φυλακίσεως ἕξη μηνῶν), ὅποιον δημόσιο ὑπάλληλο παραλάβει τοιαύτην ψευδή δήλωση καί δέν τήν καταγγείλει ἀμέσως εἰς τόν Εἰσαγγελέα. Τήν ἴδια ὑποχρέωση ἔχει ὁ δημόσιος ὑπάλληλος καί ἐκ τοῦ ἄρθρου 37 παρ. 2 τοῦ Κώδικος Ποινικῆς Δικονομίας (ἡ διάταξη αὐτή ὑποχρεώνει τόν δημόσιο ὑπάλληλο νά καταγγέλει εἰς τόν Εἰσαγγελέα ὁποιανδήποτε ἀξιόποινον πράξη ἀντελήφθη κατά τήν ἄσκηση τῶν καθηκόντων του).»
Ὅπως καθίσταται ἀπό ὅλα τά ἀνωτέρω ἀντιληπτό, ἡ ὀρθόδοξη χριστιανική παιδεία ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο τμῆμα τῆς ζωῆς τοῦ ἔθνους μας, χωρίς τό ὁποῖο κινδυνεύει νά ὑποπέσει σέ κατάσταση δουλείας μή ἀναστρέψιμη. Γι΄ αὐτό καί πρέπει καθένας ὁ ὁποῖος λέγεται Ἕλληνας νά προσηλωθεῖ σέ αὐτήν τήν παιδεία, τήν παιδεία τοῦ «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» καί νά παύσουν πλέον οἱ σαθρές θεωρίες ἀποπροσανατολισμοῦ, οἱ ὁποῖες μόνο ζημία μποροῦν νά ἐπιφέρουν σέ αὐτό τό ἔθνος.
ΑΝΩΤΑΤΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΠΟΛΥΤΕΚΝΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ
_____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
EΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΣΠΕ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ
ΕΝ ΟΨΕΙ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΠΟΛΥΤΕΚΝΩΝ 2-11-2014
Η ΕΛΛΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ.
- Ι -
ΤΗΝ ΤΡΙΕΤΙΑ 2011-2012-2013 ΟΙ ΘΑΝΑΤΟΙ ΞΕΠΕΡΑΣΑΝ ΤΙΣ ΓΕΝΝΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑ 38.628. ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΑΠΟ ΤΟ 1921 ΟΙ ΓΕΝΝΗΣΕΙΣ ΚΑΤΗΛΘΑΝ ΤΟ 2013 ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΙΣ 100.000!! ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΤΩΝ 40.000 ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΕΝΤΑΦΙΑΣΘΗΚΕ
Τα στοιχεία, που έδωσε στην δημοσιότητα η Στατιστική Υπηρεσία κατέδειξαν ότι η Ελλάς βαδίζει με γοργούς ρυθμούς προς το τέλος της ιστορίας της.
Την τριετία 2011-2012-2013 οι θάνατοι ξεπέρασαν τις γεννήσεις κατά 38.628!!! Δηλ. ως να ενταφιάσθηκε μία ολόκληρη πόλη των 40.000!! Πραγματική γενοκτονία την εποχή των μνημονίων.
Για πρώτη φορά από το 1921, που υπάρχουν στοιχεία, το 2013 οι γεννήσεις κατήλθαν κάτω από το όριο των 100.000 και ήσαν μόλις στις 94.134 από τις οποίες μόνον οι 80.940 (!!!) ήσαν γεννήσεις από Ελληνίδες, οι λοιπές ήσαν από αλλοδαπές. Οι δε θάνατοι ανήλθαν στους 111.794, δηλ. υπεροχή των θανάτων κατά 17.660!!
Αυτό το κατάντημα της χώρας ούτε ένα από τα υπάρχοντα κόμματα στη Βουλή καταδέχθηκε να το σχολιάσει!!
Είναι χαρακτηριστικό ότι το ομόφωνο πόρισμα της Βουλής των Ελλήνων (Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ ΔΗΛ. ΣΥΡΙΖΑ ΚΑΙ ΚΚΕ) το Φεβρουάριο του 1993 (πριν από 21 χρόνια) επεσήμαινε τα εξής:
«..Στη χώρα μας, στην οποία σήμερα η γεννητικότητα είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη, το δημογραφικό πρόβλημα παίρνει τεράστιες εθνικές διαστάσεις, που μπορεί να απειλήσουν την εθνική μας ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα..εθνικούς κινδύνους..θα αντιμετωπίσει πολύ έντονα στο αμέσως προσεχές μέλλον η χώρα μας, αν δεν αλλάξουν οι δημογραφικοί δείκτες..».
Πέραν των όσων ανέφερε για την «αθρόα είσοδο λαθρομεταναστών - αλλοδαπών κυρίως μουσουλμάνων από Αφρικανοασιατικές χώρες .. ».
Αυτά πρίν από 21 χρόνια (που οι γεννήσεις υπερείχαν των θανάτων)!!!
Σήμερα ούτε κάν καταδέχονται ν΄ ασχοληθούν!!
- ΙΙ -
ΤΟ 1861 Η ΕΛΛΑΣ ΜΕ ΠΛΗΘΥΣΜΟ ΜΟΛΙΣ 1.096.810 ΤΟ 45,75 οο (ΔΗΛ. 500.824) ΑΠΟΤΕΛΕΙΤΟ ΑΠΟ ΝΕΟΥΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΜΕΧΡΙ 18 ΕΤΩΝ. ΣΗΜΕΡΑ ΜΕ ΠΛΗΘΥΣΜΟ 11.000.000 ΟΙ ΜΕΧΡΙ 18 ΕΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΜΟΛΙΣ ΤΟ 17οο.
Η Ελλάς σήμερα είναι ένα απέραντο γηροκομείο, αφού το 20οο του πληθυσμού της αποτελείται από ηλικιωμένους άνω των 65 ετών!!! Οι νέοι αποτελούν μια μικρή μειοψηφία και πολλοί από αυτούς μεταναστεύουν, χωρίς απολύτως καμία διάθεση επιστροφής.
Η μεγάλη εθνική εξόρμηση των Βαλκανικών πολέμων πέτυχε γιατί υπήρχαν οι νέοι να στελεχώσουν τον στρατό, όταν το 1861 με πληθυσμό μόλις 1.096.810, το 45,75οο (δηλ. 500.824) αποτελείτο από νέους ηλικίας μέχρι 18 ετών και οι άνω των 60 ετών (όχι των 65) ήταν μόλις το 5,05οο (δηλ. 54.324!!). Η ίδια βέβαια αναλογία ήταν και την εποχή των Βαλκανικών πολέμων.
Το 1940 οδηγηθήκαμε στο θαύμα της νίκης γιατί υπήρχαν οι στρατιές των Ηπειρωτών, των Θεσσαλών, των Κρητών, των Μακεδόνων κ.λπ. Σήμερα ψάχνουμε για στρατιώτες και ούτε έγκυος γυναίκα δεν κυκλοφορεί !!!
- ΙΙΙ -
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΤΡΟΪΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ.
Η Ιρλανδία ήταν και αυτή υπό επιτήρηση και είχε και αυτή το μνημόνιο. Είναι δε η πρώτη στις γεννήσεις στην Ε.Ε., αλλά εκεί προασπίζoνται την οικογένεια και μάλιστα την πολύτεκνη.
Η Κυβέρνηση της Ελλάδος, αμέσως μετά τις εκλογές, διέρρεε στον τύπο ότι πιέζεται από την «Τρόϊκα», για να μειώσει τα κονδύλια των πολυτεκνικών επιδομάτων. Έτσι με το πρόσχημα αυτό, αντί της μείωσης κατέφυγε στην κατάργησή τους!!
Η Ιρλανδία χορηγεί στις οικογένειες, που έχουν 4 τέκνα ηλικίας μέχρι 18 ετών επίδομα πεντακοσίων (500) ευρώ τον μήνα!!! – χωρίς βεβαίως να υπάρχουν εισοδηματικά όρια, όπως γίνεται στην Ελλάδα με τις ιδεοληψίες των διαφόρων αξιωματούχων για να δείξουν ότι δήθεν κόπτονται για τους οικονομικώς αδυνάτους!
Εκεί η «Τρόϊκα» δεν τους ζήτησε να μειώσουν αυτά τα κονδύλια; Και γιατί η Ιρλανδία δεν τα μείωσε; Γιατί δεν έβαλε εισοδηματικά κριτήρια; Απλούστατα εκεί υπάρχει ηγεσία που ενδιαφέρεται να συνεχίσει η χώρα τους να υπάρχει και γι΄ αυτό προασπίζει την οικογένεια και μάλιστα την πολύτεκνη.
- ΙV -
Η «ΜΑΥΡΗ ΒΙΒΛΟΣ» ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΩΝΤΩΝ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΟΛΥΤΕΚΝΩΝ.
Η Κυβέρνηση μπροστά σ΄ αυτή την συντελούμενη γενοκτονία της χώρας εξ αιτίας της υπογεννητικότητος, αντί να προασπίσει την οικογένεια και μάλιστα την πολύτεκνη, πράττει ακριβώς τ΄ αντίθετα. Έχει επιδοθεί σε μια επιδρομή κατά των πολυτέκνων, που δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία.
Ιδού τα όσα διέπραξαν οι κυβερνώντες σε βάρος των πολυτέκνων και η μαύρη βίβλος.
Η ΜΑΥΡΗ ΒΙΒΛΟΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
1) Κατήργησε με την παρ. ΙΑ.2 άρθρου μόνου του Ν. 40932014 την χορήγηση της σύνταξης της πολύτεκνης μητέρας, που ελάμβαναν 175.000 μητέρες και μετά ψάχνουν να βρουν γιατί τους μαύρισαν στις Ευρωεκλογές οι πολύτεκνοι.
2)Με την ίδια διάταξη κατάργησε και το επίδομα της πολύτεκνης μητέρας. Χορηγούν δε το λεγόμενο επίδομα τριτέκνων και πολυτέκνων σε όσους έχουν τουλάχιστον τρία προστατευόμενα τέκνα και άνω και όπως επισημαίνει ο Διοικητής του ΟΓΑ στο υπ΄ αριθμ. πρωτ. 1727-4-2014 «Η σχετική νομοθεσία δεν συσχετίζει την καταβολή των χορηγουμένων επιδομάτων με την πολυτεκνική ιδιότητα»!!! Ουδείς πολύτεκνος που έχει 1 ή 2 προστατευόμενα τέκνα λαμβάνει αυτό το επίδομα.
3) Με την ίδια διάταξη του ίδιου νόμου κατήργησε και την εφ΄ άπαξ παροχή των 2.000 ευρώ, που εχορηγείτο σε κάθε μητέρα που αποκτούσε το 3ο και κάθε επί πλέον τέκνο της.
4) Με τις διατάξεις των ν. 41722013 περί της φορολογίας εισοδήματος, ο οποίος ουσιαστικώς επανέλαβε τις διατάξεις του νόμου 41102013, σφαγιάζει κυριολεκτικώς τους πολυτέκνους, αφού κατήργησε τα αφορολόγητα όρια των παιδιών!! Φορολογεί τους πολυτέκνους, με όσα προστατευόμενα τέκνα και εάν έχουν (4,5,7,10,13 κ.λπ.), όπως ακριβώς τους αγάμους!!! Ευνοεί σκανδαλωδώς τους αγάμους (αφού από 5.000 αφορολόγητο που είχε ο άγαμος το διπλασίασε σε 9.550!!) και έχει στο στόχαστρο τους οικογενειάρχες και ιδίως τους πολυτέκνους, με σκοπό ν΄ αποτρέψει τους νέους ν΄ αποκτήσουν παιδιά και μάλιστα να γίνουν πολύτεκνοι!!!
Έτσι: α) πολύτεκνος με 8 ανήλικα τέκνα για εισόδημα 27.000 ευρώ δεν πλήρωσε φόρο το 2013, ενώ το έτος 2014 για το ίδιο εισόδημα πλήρωσε 4.640 ευρώ, συν 540 ευρώ για εισφορά αλληλεγγύης (2οο)ίσον 5.180!!!
β) Πολύτεκνος με 9 ανήλικα τέκνα για εισόδημα 30.000 ευρώ δεν πλήρωσε φόρο το 2013, ενώ το έτος 2014 για το ίδιο εισόδημα πλήρωσε 6.200 ευρώ, σύν 600 ευρώ για εισφορά αλληλεγγύης (2οο)ίσον 6.820!!!! Χωρίς να υπολογίζονται και οι φόροι επί των ακινήτων.
Αυτό είναι το «δίκαιο φορολογικό σύστημα», που διαφημίζουν οι αναλαβόντες το ρόλο του Ηρώδη νέοι σφαγείς των πολυτέκνων!!
5) Με τις ίδιες παραπάνω διατάξεις φορολογεί τους μη μισθωτούς πολυτέκνους (ελεύθερους επαγγελματίες) από το πρώτο ευρώ με συντελεστή 26%, όσα προστατευόμενα τέκνα και εάν έχουν και με τον ίδιο τρόπο φορολογεί και τους αγάμους!!!
6) Με το άρθρο 29 του Ν. 39862011 επεβλήθη από την Κυβέρνηση του «λεφτά υπάρχουν» εισφορά αλληλεγγύης, την οποία διατήρησε η Κυβέρνηση, για όσους έχουν εισόδημα άνω των 12.000 ευρώ!!! Έτσι ο άγαμος απαλλάσσεται εάν έχει μέχρι 12.000 ευρώ εισόδημα, δηλ. το διπλάσιο από όριο της φτώχειας του αγάμου, που είναι 6.591 ευρώ, ενώ ο πολύτεκνος με 4 προστατευόμενα τέκνα, για ν΄ απαλλαγεί, πρέπει να έχει εισόδημα το μισό του ορίου της φτώχειας, που στην περίπτωση του είναι 21.500 ευρώ, δηλ. να βρίσκεται όχι απλώς σε πλήρη εξαθλίωση αλλά να κατοικεί στα θυμαράκια!!! Ακόμη επιβάλλει τέλος 1οο για εισοδήματα από 12.001 έως 20.000 ευρώ, 2οο για εισοδήματα από 20.001 έως 50.000 ευρώ κλπ. ανεξαρτήτως εάν είναι άγαμος ή εάν έχεις 10 προστατευόμενα τέκνα!!!
7) Με το άρθρο 31 του ίδιου παραπάνω νόμου επιβάλλει το ίδιο τέλος επιτηδεύματος στους ελεύθερους επαγγελματίες είτε είναι άγαμοι είτε είναι πολύτεκνοι με όσα προστατευόμενα τέκνα και εάν έχουν (4,7,10 κ.λπ)!!!
8) Φορολογεί με τον Ν. 42232013 (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) και την πρώτη κατοικία των πολυτέκνων, αφού για να τύχει απαλλαγής ο πολύτεκνος με 4 προστατευόμενα τέκνα πρέπει να έχει μέχρι 17.000 ευρώ εισόδημα (δηλ. κάτω από τα όρια της φτώχειας κατά 20οο!!) και επί πλέον το σύνολο των κτισμάτων να μην υπερβαίνει τα 150 τ.μ., δηλ. και εάν ακόμη ζεί κάτω από τα όρια της φτώχειας πρέπει το σύνολο των κτισμάτων να είναι κάτω των 150τ.μ. Έτσι εάν μένει σ΄ ένα διαμέρισμα ακόμη και των 80τ.μ. και έχει κάποιο σπίτι στο χωριό των 75 τ.μ. δεν έχει απαλλαγή. Ακόμη και εάν έχει τα παραπάνω η απαλλαγή χορηγείται μόνο: «αν διαπιστώνεται οικονομική αδυναμία πληρωμής της συνολικής οφειλής». Έτσι εάν έχει κάποια κατάθεση π.χ. των 2.000 ή 3.000 ευρώ δεν πρόκειται να τύχει απαλλαγής!!!
9) Κατάργησε ακόμη και τον νόμο για τον διορισμό των πολυτέκνων εκπαιδευτικών.
10) Θέσπισε ακόμη και φόρο πολυτελείας εάν κάποιος πολύτεκνος για να μεταφέρει τα 8-9 κ.λπ. τέκνα του είχε αγοράσει αυτοκίνητο μεγάλου κυβισμού εξ ανάγκης!!
Αυτή είναι η μαύρη βίβλος των κυβερνώντων σε βάρος των πολυτέκνων.
Και από ότι μαθαίνουμε τελευταία… πόροι για τη χορήγηση του επιδόματος του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος των Ελλήνων, θα εξευρεθούν από την ανακατανομή των κονδυλίων Κοινωνικής πρόνοιας – Οικογενειακών επιδομάτων(!) ενώ στις προϋποθέσεις χορήγησής του αναφέρεται ότι ο αλλοδαπός που διαμένει νόμιμα στη χώρα θα είναι δικαιούχος του επιδόματος αν διαμένει τουλάχιστον επί μία 5ετία στη χώρα, τη στιγμή που για να πάρει ο Έλληνας πολύτεκνος το πολυτεκνικό είναι γνωστό ότι πρέπει να διαμένει στην Ελλάδα επί μία 10ετία… Αν αυτά είναι όντως αληθή, τότε θα είναι ο Μέγιστος Εγγυημένος Εμπαιγμός των Πολυτέκνων της χώρας μας και για το πώς σκέπτεται η (συγ)Κυβέρνηση να λύσει το Δημογραφικό πρόβλημα αυτής!
Εκεί όπου η Ν.Δ. μέχρι τις εκλογές 2012 είχε ως σημαία της μία φιλοοικογενειακή, φιλοδημογραφική και φιλοπολυτεκνική πολιτική, μετά τις εκλογές πέρασε στο αντίθετο ακριβώς στρατόπεδο.
Έτσι υλοποίησε τη Συνταγματική επιταγή του άρθρου 21 παρ. 2 που ορίζει ότι: «Πολύτεκνες οικογένειες.... έχουν δικαίωμα ειδικής φροντίδας από το Κράτος »!!!
Έθεσε στο στόχαστρο και απέναντί της τους πολύτεκνους!!
Τί άλλο χειρότερο θα μπορούσε να πράξει σε βάρος των πολυτέκνων μια οποιαδήποτε άλλη Κυβέρνηση;
Για ποιό λόγο οι πολύτεκνοι να πάνε μαζί της;
Τους έθεσε απέναντί της.
Θα μείνουν απέναντι.
Για την ΑΣΠΕ
Ο Πρόεδρος Ο Γεν. Γραμματέας
Βασίλειος Θεοτοκάτος Εμμανουήλ Χρυσόγελος
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ
ΑΓΓΕΛΟΥ ΤΕΡΖΑΚΗ
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΪΑ 1940-1941
Ένας άνεμος καινούργιος, ανυποψίαστος, άρχιζε να φυσάει πάνω στην Αθήνα.
Ήταν η ώρα 6 όταν οι σειρήνες της αντιαεροπορικής άμυνας ξύπνησαν την πολιτεία. Ο ουρανός είταν πεντακάθαρος, λεύκαζε ο όρθρος, μύριζε δροσιά. Στους δρόμους, τους έρημους ακόμα, κρότησαν μερικά παραθυρόφυλλα, κάποιες μπαλκονόπορτες. Οι άνθρωποι ξυπνούσαν ξαφνιασμένοι, ρωτούσαν τους πρώτους διαβάτες. Ένα βουητό ανέβαινε λίγο-λίγο από γύρω, από μακρυά, τα πρώτα ομαδικά βήματα πάφλασαν στην άσφαλτο. Μάτια υψώνονταν στον ουρανό, έψαχναν. Όμως σ‘ όλη αυτή την κίνηση που άρχιζε και πύκνωνε σε μικρές συντροφιές, σε ομάδες που ξεκινούσαν για τα κέντρα, δεν ξεχώριζες ταραχή ή αγωνία. Μια διάθεση ευφορίας, κέφι ανάλαφρο, αλλόκοτο, ξεσήκωνε τις ψυχές, πρωϊνό αγέρι που κολπώνει το πανί. Στα μάτια των ανθρώπων που αντικρύζονταν, έφεγγε ένα χαρούμενο ξάφνιασμα, σάμπως όλος αυτός ο κόσμος, ο ίσαμε χτές βουτηγμένος στην καθημερινότητα και στη βιοπάλη, να μάθαινε ξαφνικά πως έχει μέσα του κρυμμένα νιάτα.
Γιατί το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 γινόταν πραγματικά μια αποκάλυψη : Διαφορετικό είχε πέσει να κοιμηθεί το έθνος τη νύχτα που πέρασε, διαφορετικό ξυπνούσε τώρα. Η είδηση που έτρεχε από στόμα σε στόμα «Πόλεμος! οι Ιταλοί εισβάλλουν», είτανε σα γενική πρόσκληση σε ξεφάντωμα. Περηφάνεια, φιλότιμο και λεβεντιά φούσκωναν τα στήθη.
Κι’ ο καθένας, ο πιο ταπεινός, ένιωθε να ξυπνάει μέσα του μια επίγνωση πως τρεις χιλιάδας χρόνια τον καλούν με τ’ όνομά του, το άσημο ίσαμε χτές, να τα δικαιώσει, να τα υπερασπίσει. Η Ιστορία έπαυε να είναι λόγια των σχολικών βιβλίων και των πανηγυρικών λόγων, γινόταν πράξη ζωής. Είχε φωνή βαθειά, βουερή μέσα στο αίμα, μιλούσε. Κι’ ο πιο ταπεινός, έχανε τη σκέψη άθελά του, πως σ’ αυτόν έλαχε να τιμήσει αυτή τη φάλαγγα των νεκρών που ξεκινάει από πολύ μακρυά και δίνει νόημα στο Χρόνο. Η εκλογή της Μοίρας είταν βαρειά, αλλά για τούτο και η τιμή πολύ μεγάλη.
Οι εφημερίδες, αν και Δευτέρα, κυκλοφόρησαν, έλεγαν με λίγα, χτυπητά, λόγια τα σχετικά με το τελεσίγραφο, την είδηση πως οι Ιταλοί θα εισβάλουν στις έξη — τώρα . Κάτι ορθωνόταν σύσσωμο, να τους υποδεχτεί όπως αρμόζει. Τον ενθουσιασμό τον χρωμάτιζε η αγανάκτηση, η περιφρόνηση. Δρόμοι, πλατείες, σταυροδρόμια, είχαν φουντώσει στο μεταξύ από ζεστές ανάσες, κόσμο· μακρυές θεωρίες πορεύονταν προς την Ομόνοια, το Σύνταγμα, ενώ στο ραδιόφωνο ακουγόταν το διάγγελμα του Μεταξά : «Η στιγμή επέστη που θ’ αγωνισθώμεν δια την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της… » Σε μερικά μπαλκόνια φάνηκαν σημαίες, όπως στην 25η Μαρτίου. Το διάταγμα της επιστρατεύσεως άρχιζε να τοιχοκολλείται ατά κέντρα. Μέσα του ο καθένας άκουγε τον Εθνικό Ύμνο ν’ ανακρούεται χαμηλόφωνα, τον ύμνο στην ελευθερία, σαν προσκλητήριο και σαν προσευχή.
Η ψυχολογία του λαού σε τέτοιας περιστάσεις φαίνεται στις γενικές της γραμμές απλή, το περιεχόμενο της όμως είναι σύνθετο. Η οργή για τη δολερή συμπεριφορά του αντιπάλου, την ηθική του αναξιοπρέπεια , ξέσπασε εκείνο το πρωί σ’ αυθόρμητες επιθέσεις με στόχο τις εγκαταστάσεις των Ιταλών μέσα στην ίδια την Ελληνική πρωτεύουσα. Διαδηλώσεις έσπασαν το πρακτορείο της αεροπορικής Εταιρίας Αλα Λιττόρια στο Σύνταγμα, την Κάζα ντ’ Ιτάλια της οδού Πατησίων. Είχε γίνει ξαφνικά συνειδητό πως και τα δύο αυτά κρύβανε ίσαμε χυτές κέντρα κατασκοπείας και προπαγάνδας. Η δυσαναλογία, έπειτα, ανάμεσα στον όγκο των Ιμπεριαλιστικών αξιώσεων του εχθρού και στο ηθικό του υπόβαθρο, ξυπνούσε μιαν έντονη διάθεση για ονειδισμό. Είναι αυτή που θα χρωματίσει στο εξής, σε στενή εναλλαγή με τον βαθύτερα δραματικό τόνο, όλο τον αγώνα.
Όταν στις 9,30 έγινε ο πρώτος αεροπορικός συναγερμός στην πρωτεύουσα και φάνηκαν σε λίγο, πολύ ψηλά, τα εχθρικά αεροπλάνα, ο πληθυσμός δεν σκέφτηκε να κατέβει στα καταφύγια, ίσως τον είχαν διδάξει. Στάθηκε και κοίταζε το θέαμα από τους δρόμους, τα μπαλκόνια, τις ταράτσες. Βόμβες προορισμένες, για τον Πειραιά έπεσαν στη θάλασσα, στο Τατόι δεν σημειώθηκαν ζημιές- χτυπήθηκε όμως σε τρία αλλεπάλληλα κύματα η Πάτρα, όπου τ’ αεροπλάνα κατέβηκαν πολύ χαμηλά, έρριξαν πάνω στον άμαχο πληθυσμό. Ξεθαρρεμένος εκείνος, είχε μείνει έξω από τα καταφύγια, όπως στην Αθήνα. Οι πενήντα νεκροί του και οι περισσότεροι από εκατό τραυματίες έκαναν φανερό πως ο εχθρός είταν αποφασισμένος να επιδείξει τη δύναμη του όπου το μπορούσε, βάναυσα.
Βομβαρδίστηκαν την ίδια μέρα εγκαταστάσεις κοντά στον Ισθμό, η Ναυτική βάση της Πρέβεζας, τα έργα υδρεύσεως στο Φασιδέρι της Κηφισιάς, η Κινέττα, η περιοχή Ιστιαίας. Στην Αθήνα, κατά τις 11 η ώρα, φάνηκαν μέσα σ’ ανοιχτό αυτοκίνητο να περνάνε αργά από τους κεντρικούς δρόμους ο Γεώργιος ο Β’ και ο Μεταξάς. Χαιρετούσαν χαμογελαστοί τα πλήθη, που είχαν συνεπαρθεί από ενθουσιασμό. Λησμονήθηκαν τότε διαφωνίες, αντιρρήσεις για το καθεστώς, πολιτικές αντιθέσεις, όλα. Κύματα κόσμος έζωνε το αυτοκίνητο, χυνόταν πάνω του, ζητωκραύγαζε, χειροκροτούσε. Αυτά – εκεί, είτανε τα πρόσωπα που ενσάρκωναν τη θέληση του Έθνους , το φρόνηματου, τίποτ’ άλλο. Ο ελληνικός λαός είχε αποκτήσει μπροστά στον εθνικό εχθρό την ψυχική του ενότητα.
Το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν του Γενικού Στρατηγείου, που βγήκε σ’ έκτακτες εκδόσεις των εφημερίδων κοντά το μεσημέρι, έδωσε με λιτή αξιοπρέπεια τον τόνο στην όλη υπόθεση. Σαν κείμενο, επέζησε, μπήκε στην Ιστορία : «Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από τις 5.30 σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».
Εκεί – πέρα, στα σύνορα, βροντούσε το κανόνι. Σε περισυλλογή βαθύτατη, με κλεισμένα μάτια, το άκουγε μέσα της κάθε ελληνική ψυχή.
[…]
Στο σπίτι του Αλέξανδρου Κορυζή το τηλέφωνο κουδούνισε χαράματα, στις πέντε και τέταρτο. Πήρε το ακουστικό η κυρία Κορυζή άκουσε να της μιλάνε γαλλικά. Της είπαν ότι ο πρεσβευτής της Γερμανίας θέλει να ιδεί επειγόντως τον πρωθυπουργό. Η συνάντηση ορίστηκε για μισή ώρα αργότερα. Δεν είταν δύσκολο να μαντέψει κανένας το λόγο ενός διπλωματικού διαβήματος σε τόσο ασυνήθιστη ώρα. Ο Κορυζής ειδοποίησε αμέσως το βασιλέα, τους υπουργούς. Ο Έρμπαχ, που ήρθε την ορισμένη ώρα, χαιρέτησε τυπικά τον πρωθυπουργό και του δήλωσε πως την ίδια αυτή στιγμή, στο Βερολίνο, γινόταν επίδοση από τη Γερμανική Κυβέρνηση στον εκεί Έλληνα πρεσβευτή ενός έγγραφου. Είταν μια διακοίνωση, που αντίγραφο της θα διάβαζε τώρα κι’ αυτός στον πρωθυπουργό.
Είταν μακρυά η διακοίνωση. Αράδιαζε όλες τις αιτιάσεις που η γερμανική διπλωματία είχε κατορθώσει να συναρμολογήσει για δικαιολογία της ανανδρίας να χτυπηθεί στο πλευρό του ένας μικρός, μαχόμενος λαός . Είταν οι αιώνιες κατηγορίες: Πως είχε γίνει δεκτή από την Ελλάδα η αγγλική εγγύηση, πως είχαν αναληφθεί από την ελληνική κυβέρνηση μεγάλες υποχρεώσεις απέναντι της Αγγλίας κι’ ότι, παρ’ όλα αυτά και παρά τις άλλες, συγκεκριμένες ελληνικές ενέργειες που παρεβίαζαν την ουδετερότητα, η κυβέρνηση του Ράιχ είχε επιδείξει «υπέρμετρη υπομονή και μακροθυμία». Πως η Ιταλία «εξαναγκάστηκε» να δράσει στρατιωτικώς στην Ελλάδα, γιατί είχαν παραχωρηθεί ελληνικές βάσεις στο αγγλικό ναυτικό. Πως η Αγγλία καταγίνεται να δημιουργήσει στην Ελλάδα νέο κατά της Γερμανίας μέτωπο, όπως στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πως 200.000 αγγλικός στρατός είναι έτοιμος ν’ αναλάβει δράση στην Ελλάδα.
Και κατέληγε η διακοίνωση: «Δια τον λόγον τούτον η κυβέρνησις του Ράιχ έδωσεν ήδη διαταγάς εις τα στρατεύματα της όπως εκδιώξουν τας βρεταννικάς δυνάμεις εκ του ελληνικού εδάφους. Πάσα αντίστασις προβαλλόμενη εις τον γερμανικόν στρατόν θα συντριβή αμειλίκτως.
«Η κυβέρνησις του Ράιχ καθιστώσα τούτο γνωστόν εις την ελληνικήν κυβέρνησιν, τονίζει ότι τα γερμανικά στρατεύματα δεν έρχονται ως εχθροί του ελληνικού λαού και ότι είναι μακράν του γερμανικού λαού η πρόθεσις όπως πολεμήση και καταστρέψη καθ’ εαυτόν τον ελληνικόν λαόν. Το κτύπημα όπερ η Γερμανία είναι ηναγχασμένη να καταφέρη επί του ελληνικού εδάφους, προορίζεται δια την Αγγλίαν. Η κυβέρνησις του Ράιχ είναι πεπεισμένη ότι εκδιώκουσα ταχέως τους παρείσακτους Άγγλους εξ Ελλάδος, προσφέρει αποφασιστικήν υπηρεσίαν πρωτίστως εις τον ελληνικόν λαόν και την ευρωπαϊκήν κοινότητα».
Και έτσι είναι που, ξαφνικά, ένα πρωί του Απρίλη 1941, το μικρό ελληνικό έθνος βρέθηκε να πολεμάει με τις δυο μαζί μεγαλύτερες στην ξηρά Δυνάμεις του κόσμου. Η στιγμή είταν πολύ μεγάλη, όλοι το ένιωσαν.
Ο ραδιοφωνικός σταθμός της Αθήνας είχε διακόψει την ταχτική μετάδοση της κυριακάτικης Λειτουργίας για ν’ αναγγείλει σημαντικά γεγονότα. Μεσολάβησε μια λιγόστιγμη σιωπή, εκατομμύρια κρατημένες ανάσες. Η είδηση είτανε πως στις πεντέμιση το πρωί, ο πρεσβευτής της Γερμανίας , κλπ. Ο πρωθυπουργός είχε απαντήσει πως η Ελλάς θ’ αντισταθεί.
Το αντίθετο, θα είταν αυταδιάψευση. Δεν είχαμε απαντήσει «όχι» στους Ιταλούς επειδή πιστεύαμε πως θα τους νικούσαμε. Είχαμε απαντήσει έτσι γιατί αυτή είταν η επιταγή της ελληνικής ψυχής και της ελληνικής Ιστορίας. Πίστεψε άραγε κανένας, εκείνες τις στιγμές, στο ενδεχόμενο μιας νίκης ; Λογικά, όχι βέβαια. Στιγμές τέτοιες δεν μοιάζουν με τίποτα. Όταν η Ιταλία, τον περασμένο Οκτώβριο, είχε επιτεθεί, όλοι βαρούσαν πως ο αγώνας θα γίνει για την τιμή των όπλων και μόνο. Η ομορφιά εκείνης της ώρας δεν είταν η προσδοκία της νίκης, είταν η απόφαση για τέλος ταιριαστό. Η νίκη είχε έρθει από τον αποχαιρετισμό ακριβώς στη ζωή, από την απόφαση να κοπούν όλες οι γέφυρες που φέρνουν πίσω. Τώρα που η Γερμανία βροντούσε με ατσαλόφραχτη γροθιά την πόρτα της χώρας, κανένας δεν γελιόταν, η ώρα είταν πολύ δραματική για κομπασμούς. Κι’ όμως, ένας άνεμος τρελλής ελπίδας φύσηξε για μια στιγμή: —Που ξέρεις! Οι νίκες της Αλβανίας είταν ολοζώντανες, το Έθνος είχε αποκτήσει μια καινούργια επίγνωση γι’ αφανέρωτες δυνατότητές του, το θαύμα έμοιαζε χώρος οικείος… Ο επιπόλαιος παρατηρητής θα υποθέσει εδώ πως είταν υπερτίμηση φαντασμένη κι’ άκριτη. Λάθος. Είταν χαμογέλασμα φρεναπάτης. Η τραγική περηφάνεια έχει αντιδράσεις που μπορούν να ξεγελάσουν τον απρόσεκτο. Η λαϊκή συνείδηση, τον Απρίλη του 1941, αντιμετώπισε με περίσκεψη την ώρα που είχε σημάνει. Αναρωτιόνταν όλοι τι θα γίνει τώρα, πως αυτό θα τελειώσει, μήπως μαζί τελειώνει και η Ελληνική Ιστορία. Κανένας δεν ήξερε ό,τι ξέρουμε σήμερα: την έκβαση του πολέμου. Μια Γερμανία νικήτρια, με τη Βουλγαρία στο πλευρό της, είταν αυτόχρημα το τέλος και της ελληνικής ιστορίας και της ελληνικής φυλής.
Τέτοιες στιγμές, έχουν βάρος αιώνων.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ
ΑΓΓΕΛΟΥ ΤΕΡΖΑΚΗ
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΪΑ 1940-1941
Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Ο διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου Γεώργιος Κρίππας αντιδρά στις αλλαγές
(με εξώδικο στους αρμοδίους)
Η μορφή του μαθήματος των Θρησκευτικών, καθώς και οι διάφορες θέσεις που διατυπώνονται για τον τρόπο διδασκαλίας του, δημιουργούν κατά καιρούς συγκρούσεις ανάμεσα στους θεολόγους. Από τη μια, υπάρχουν οι εκπεφρασμένες απόψεις όσων υποστηρίξουν θερμά το νέο σύστημα διδασκαλίας του μαθήματος, το οποίο, όπως σημειώνουν, πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη νέα κοινωνική πραγματικότητα στην Ελλάδα των δεκάδων χιλιάδων αλλοδαπών και αλλόθρησκων μαθητών.
Από την άλλη, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι το μάθημα θα πρέπει να μην έχει αυτόν τον χαρακτήρα, αλλά ο βασικός άξονας της διδασκαλίας του να αναφέρεται κυρίαρχα στους Έλληνες μαθητές. Ένα άλλο σημείο τριβής είναι το δικαίωμα απαλλαγής των μαθητών που επικαλούνται λόγους συνείδησης. Και γι' αυτό το θέμα όμως φαίνεται να υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις. Πριν από λίγες μέρες ο διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου Γεώργιος Κρίππας, με επιστολή του στη «δημοκρατία», υπενθύμισε τις νομικές θέσεις που εκφράζει εδώ και χρόνια και δημοσιεύτηκαν μεταξύ των άλλων στο επιστημονικό περιοδικό «Επιθεώρησις Δημοσίου Δικαίου και Διοικητικού Δικαίου».
Ο κ. Κρίππας αναφέρει ότι με τη νέα ύλη του μαθήματος των Θρησκευτικών επιδιώκεται «η άσκηση αξιόποινου προσηλυτισμού». Μιλώντας στη «δημοκρατία» ανέφερε τα εξής: «Για τον χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών μπορεί κάποιος να πληροφορηθεί από το άρθρο 16 παράγραφος 2 του Συντάγματος για την ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία και το άρθρο 1 του νόμου 1566 του 85, ο οποίος είναι ο βασικός νόμος περί εκπαιδεύσεως. Έχω εκδώσει μια ειδική μονογραφία που παραθέτει τι μάθημα διδάσκεται σε άλλες χώρες της Ε.Ε. Εκεί διδάσκεται μάθημα αντίστοιχο προς την επικρατούσα εκεί θρησκεία. Υπάρχει όμως και ακόμα ένα στοιχείο. Όλοι οι εγκληματολόγοι, Έλληνες και ξένοι (κάποιοι από τους οποίους μάλιστα είναι άθεοι), υποστηρίζουν ότι η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών της αναγνωρισμένης θρησκείας είναι απαραίτητη, γιατί εμπεριέχει και στοιχεία ηθικής διδασκαλίας και αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα εγκληματικών ενεργειών. Ο διαπρεπής εγκληματολόγος Φέρυ, ο οποίος ήταν άθεος αλλά έντιμος, τα αναφέρει αυτά. Όσο για το χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών στην Ελλάδα, πρέπει να πω ότι δεν υπάρχει τέτοιου είδους μάθημα πολυθρησκευτικό σε άλλη χώρα της Ε.Ε. Έχω κάνει επί χρόνια λεπτομερή έρευνα στο εξωτερικό και έχω παραθέσει τα στοιχεία στα έργα μου. Τονίζω λοιπόν ότι δεν υπάρχει σε κανένα κράτος μάθημα πολυθρησκευτικό. Ως προς το πρόγραμμα που ετοιμάζεται, ρητώς ομολογείται ότι δια αυτού επιδιώκεται ένα είδος προσηλυτισμού. Αυτό το επισήμανα και στους αρμοδίους και έστειλα εξώδικο δήλωση δια δικαστικού κλητήρα τον περασμένο Ιούλιο. Ο οδηγός εκπαιδευτικού αναφέρει επί λέξει: "Οι μαθητές είναι ανάγκη να μη διαποτίζονται σε μια θρησκευτική άποψη, οπότε το προτεινόμενο πρόγραμμα σπουδών τους προσφέρει ευκαιρίες να μελετήσουν και να στοχαστούν επάνω σε διαφορετικές θρησκευτικές και φιλοσοφικές θεωρήσεις"».
Τι ισχύει για την απαλλαγή που ζητούν κάποιοι μαθητές
Ο κ. Κρίππας συνεχίζει ως εξής: «Υπάρχει μια διάταξη του αστικού κώδικα, το άρθρο 1518, η οποία αναφέρει ότι, εφόσον ο μαθητής είναι ανήλικος, αποφασίζουν επί των πάντων οι γονείς. Οι γονείς λοιπόν αποφασίζουν τι υπηκοότητα θα πάρει, σε ποιο σχολείο θα γραφτεί, ποια θρησκεία θα μάθει. Επομένως εδώ παραβιάζεται και συγκεκριμένη διάταξη μεταξύ γονέων και τέκνων. Εγώ δηλώνω ότι είμαι πρόθυμος να τα ανακαλέσω όλα αυτά σε όποιον μου αποδείξει ότι είναι επιστημονικά αβάσιμα. Επίσης σημειώνεται από αυτούς που επιδιώκουν να εισαχθεί το μάθημα αυτό, ότι η Ελλάς οφείλει να το εισαγάγει γιατί δεσμεύεται από διεθνείς συμβάσεις και υποχρεωτικές συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αυτό είναι ανακριβές εντελώς. Δεν υπάρχει καμία διεθνής σύμβαση που να επιβάλλει στην Ελλάδα τι μάθημα θα διδάξει, οι δε συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης δεν είναι υποχρεωτικές».
Ως προς το ζήτημα της απαλλαγής μαθητών από το μάθημα των Θρησκευτικών, ο κ. Κρίππας τόνισε: «Το ζήτημα της απαλλαγής των μαθητών το έχει λύσει η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Χανίων με την απόφαση 115 του 2012. Σε απόσπασμα της απόφασης αναφέρεται: "Ο ισχύων καταστατικός χάρτης της χώρας μας επιβάλλει την υποχρέωση και το καθήκον στο κράτος να εξασφαλίσει στους μαθητές, εκτός από τη γενική παιδεία, και την ανάπτυξη τη εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίζεται σε επαρκή βαθμό η διδασκαλία του ορθόδοξου χριστιανικού δόγματος. Ο ειδικότερος αυτός σκοπός της παιδείας υλοποιείται με την πρόβλεψη του μαθήματος των Θρησκευτικών ως υποχρεωτικού μαθήματος του σχολικού προγράμματος, σύμφωνα με τις αρχές της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας". Η απόφαση αυτή, παραπέμπουσα σε δική μου μελέτη, αναφέρει ότι, εάν ο ορθόδοξος ζητήσει να απαλλαγεί, επικαλούμενος λόγους συνείδησης, διαπράττει -ψευδή δήλωση ενώπιον δημοσίας Αρχής και διώκεται ποινικώς από τον νόμο 1599 του 86. Ο δε διευθυντής του σχολείου, εάν δεχθεί την απαλλαγή και αυτή την ψευδή δήλωση, διώκεται και αυτός ποινικώς. Αναφέρεται μάλιστα στον νόμο ότι "πας δημόσιος υπάλληλος δεχόμενος ψευδή δήλωση τιμωρείται δια φυλακίσεως έξι μηνών". Επομένως η απόφαση αυτή μπορεί να είναι του Διοικητικού Εφετείου Χανίων, αλλά ισχύει για όλη την Ελλάδα».
Από τον Κώστα Παππά
Από την εφημερίδα «δημοκρατία», Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014
Πηγή: Zωηφόρος
Πανοσιολογιώτατε, κύριε δήμαρχε, εκπρόσωποι των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών, κυρίες και κύριοι.
Μέσα στην ταραγμένη δεκαετία του 1930, με την άνοδο και την επιβολή ολοκληρωτικών καθεστώτων στη Γηραιά Ήπειρο, η Ελλάδα, μια χώρα μικρή, προσπαθεί να πορευτεί το δρόμο της μέσα από τις Συμπληγάδες Πέτρες ενός πολιτικού και στρατιωτικού παιχνιδιού. Ένα παιχνίδι που διανοίγει το δρόμο για μια πολεμική εμπλοκή η οποία θα συμπαρασύρει όλα σχεδόν τα κράτη της Ευρώπης σε ένα πόλεμο που θα παραμείνει στην ιστορία ως ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Μια χώρα μικρή, που δεν προκαλεί αλλά και που δε δέχεται να προκληθεί, δε συγκατανεύει στην απεμπόληση της εθνικής της ανεξαρτησίας από μια ισχυρότερη δύναμη, την Ιταλία.
Έτσι την 28η Οκτωβρίου του 1940, ημέρα Δευτέρα και ώρα 5.20 το ξημέρωμα, η χώρα μας δρασκέλισε το κατώφλι του πολέμου. Ενεπλάκη σε έναν πόλεμο που δεν τον ήθελε, αλλά και δεν μπορούσε να αποφύγει.
Τα γεγονότα γνωστά, χιλιοειπωμένα. Θα μπορούσα χάριν οικονομίας χρόνου να μην τα μνημονεύσω. Όμως πώς να προσπεράσει κανείς το μεγαλείο της απάντησης στο ταπεινωτικό ιταλικό τελεσίγραφο και τη λιτότητα του πολεμικού ανακοινωθέντος: «…Από της 6ης και 30 πρωινής σήμερον αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους.»
Ξάφνιασε το ΟΧΙ της Ελλάδας. Ξάφνιασε τον Μουσολίνι πρώτον από όλους. Ήταν σίγουρος πως οι ενέργειες εκφοβισμού που προηγήθηκαν –με αποκορύφωμα τον τορπιλισμό της «Έλλης» τον 15Αύγουστο του ίδιου χρόνου- είχαν προετοιμάσει το έδαφος για μια άνευ όρων παράδοση. Ξάφνιασε και τον υπόλοιπο κόσμο. «Αν η Ελλάδα ενέδιδε στο τελεσίγραφο του Μουσολίνι κανείς δεν θα είχε το δικαίωμα να την κατηγορήσει» είπε σε ραδιοφωνική ομιλία του το 1942 ο Βρετανός υπουργός.
Αλλά κυρίως, το ΟΧΙ, η αντίσταση, έδωσε ελπίδα. «Ο φασισμός δεν είναι ανίκητος» ήταν το μήνυμα. Με ανεπαρκή ρουχισμό και ελάχιστα πυρομαχικά, μέσα στα χιόνια των ηπειρωτικών οροσειρών ο ελληνικός στρατός αντιστάθηκε. Με τον ενθουσιασμό και την αυτοθυσία του κατάφερε όχι μόνο να αντιμετωπίσει την επίθεση, αλλά και να περάσει στην αντεπίθεση. Διείσδυσε βαθιά στο έδαφος της Βορείου Ηπείρου και κατέλαβε μια σειρά από σημαντικές πόλεις: Κορυτσά, Μοσχόπολη, Αργυρόκαστρο, Άγιοι Σαράντα. Στο τέλος του χρόνου οι Ιταλοί βρέθηκαν απωθημένοι 60 χλμ πέρα από τα αλβανικά σύνορα. Συνέτριψε ο ελληνικός στρατός και τη σφοδρή «εαρινή επίθεση» που παρακολουθούσε ο ίδιος ο Μουσολίνι. Ήταν πλέον θέμα χρόνου «ακόμη και στη Ρώμη γαλανόλευκη να υψώσουμε σημαία ελληνική».
Όμως, στις 6 Απριλίου του 1941, η Γερμανία, βλέποντας την αδυναμία της συμμάχου της, έσπευσε σε βοήθεια. Η ιταλογερμανική συμμαχία – ο «Άξονας»- έπρεπε να παραμείνει αρραγής και οι επιδιώξεις του στη Βαλκανική να υλοποιηθούν. Ο ελληνικός στρατός αντιμετώπισε με τον ίδιο ενθουσιασμό και την ίδια αυταπάρνηση τις σιδερόφραχτες μεραρχίες του Χίτλερ. Αλλά, τώρα πια, αυτό δεν ήταν αρκετό. Οι αγωνιστές του Ρούπελ παραδόθηκαν και οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα στις 27 Απριλίου του 1941.Ακολούθησε μια περίοδος στυγνής Κατοχής, την οποία ο ελληνικός λαός αντιμετώπισε επίσης με θάρρος και αγωνιστική διάθεση, με ομόψυχη Εθνική Αντίσταση.
Στην περίοδο της τριπλής κατοχής η μικρή μας χώρα υπέστη πάσης φύσεως καταστροφή. Οι κατακτητές διέλυσαν τον παραγωγικό ιστό της χώρας. Προέβησαν σε υποχρεωτικό δανεισμό από την Τράπεζα Ελλάδος χωρίς ποτέ να επιτρέψουν το ποσόν, γνωστό σ’ εμάς ως κατοχικό δάνειο. Καταλήστεψαν την πολιτιστική μας κληρονομιά κλέβοντας πολύτιμα βιβλία, λεηλατώντας αρχαιολογικούς θησαυρούς και έργα τέχνης. Το αποκορύφωμα της θηριωδίας τους όμως υπήρξαν τα 89 αναγνωρισμένα ολοκαυτώματα σε όλη την ελληνική επικράτεια, οι εκτελέσεις αθώων αμάχων, ακόμα και παιδιών, ως αντίποινα σε πράξεις αντίστασης του λαού μας. Τα αρχεία του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών βρίθουν από επίσημες αναφορές μαζικών εγκλημάτων των κατοχικών δυνάμεων. Σε πολλά από αυτά τα μαζικά εγκλήματα οι γερμανοί ξεπέρασαν και τη διαταγή: «100 Έλληνες για έναν Γερμανό». Ποιος μπορεί να ξεχάσει τους 1.100 νεκρούς στα Καλάβρυτα, τους 444 στο Κομμένο Άρτας, τους 229 στο Δίστομο, τους 290 στο Μεσόβουνο και 340 στους Πύργους Πτολεμαΐδας, τους 280 στην Κλεισούρα Καστοριάς καθώς και τη λεηλασία της Κανδάνου στην Κρήτη;
Κάποτε όμως έφτασε η λευτεριά, πολυπόθητη και ακριβά πληρωμένη. Στις 12 Οκτωβρίου 1944 οι Γερμανοί έφυγαν από την Αθήνα και από την Ελλάδα ολόκληρη. Έληξε έτσι ένας τετράχρονος αγώνας που έγραψε σελίδες δόξας στην ιστορία του τόπου μας.
1940-2014. Πέρασαν από τότε 74 χρόνια. Οι εποχές άλλαξαν αλλά τα γεγονότα επαναλαμβάνονται. Επίβουλοι της Ελλάδας τότε ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι κήρυξαν πόλεμο εναντίον της πατρίδας μας. Εχθρός του ίδιου λαού σήμερα- ένα παγκόσμιο και μισάνθρωπο σύστημα-κήρυξε το δικό του πόλεμο στην ίδια χώρα. Στο παρελθόν τα όπλα του εχθρού ήταν συμβατικά. Τα σημερινά όπλα είναι ύπουλα, σχεδόν αόρατα αλλά εξίσου καταστροφικά. Σήμερα ο πόλεμος είναι οικονομικός, πνευματικός και ηθικός. Είναι πόλεμος κατά των αρχών, ιδεών και αξιών της φυλής μας. Πόλεμος που χτυπά τις ρίζες της. Η προπαγάνδα του εχθρού έχει εισβάλει –με τη δική μας συγκατάθεση και ευθύνη- μέσα στα σπίτια μας από όλα τα μέσα ενημέρωσης.
Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα η διαστρέβλωση της αλήθειας βασιλεύει αλαζονικά. Οι έννοιες έχουν χάσει το πραγματικό τους νόημα. Οι λέξεις κακοποιημένες έγιναν όπλα κατά της αλήθειας. Η αρετή, το φιλότιμο, η ανθρωπιά έγιναν απαξία, ενώ η ευτέλεια, το χρήμα και ό,τι ανήθικο αποτελούν κυρίαρχη δύναμη στο παγκόσμιο στερέωμα. Η φιλοπατρία βαφτίστηκε μισαλλοδοξία και συντηρητισμός. Την παράδοση της χώρας μας στους εχθρούς της την ονομάσαμε «πρόοδο και ανάπτυξη» και την προδοσία των αρχών και αξιών μας «συναίνεση στην ειρηνική συνύπαρξη των λαών», τη στιγμή που οι ίδιοι εχθροί μας στήνουν πολέμους σε διάφορα μέρη της γης. Η έννοια «Έλληνας» τείνει να αντικατασταθεί με την μοντέρνα έννοια «πολίτης του κόσμου», λες και το δεύτερο δεν μπορεί να συνυπάρξει με το πρώτο. Με τη δικαιολογία της δημόσιας ασφάλειας στραγγαλίσαμε την ελευθερία του προσώπου και του πολίτη. Η ελληνική σημαία, την οποία υπερασπίστηκαν οι στρατιώτες του ’40 στα βουνά της Αλβανίας-δίνοντας ακόμα και τη ζωή τους- δεν αποτελεί για κάποιους τιμημένο σύμβολο. Αντίθετα όποιος την προβάλλει χαρακτηρίζεται «εθνικιστής» και «κωλύει την πρόοδο».
Όμως οι ήρωες του έπους του ’40, κάθε τέτοια μέρα, όπως η σημερινή, προβάλλουν μπροστά μας τα ιδανικά που χαρακτηρίζουν τον Έλληνα εδώ και 3000 χρόνια και αυτά είναι: η αγάπη για την ελευθερία, η μεγαλοψυχία, το φιλότιμο, η αξιοπρέπεια, η συνέπεια στην εκτέλεση του καθήκοντος, το χρέος απέναντι στην Ιστορία και το σημαντικότερο: η αγάπη στον Θεό και την πατρίδα.
Συμπολίτες μου, ας αγρυπνούμε! Ας αφουγκραστούμε τη φωνή της καρδιάς τους κι ας προσβλέψουμε πάλι σε αυτές τις διαχρονικές αξίες και ας τις κάνουμε κτήμα μας. Το ατομικό συμφέρον ας υποχωρήσει μπροστά στο κοινό καλό και να ‘μαστε σίγουροι ότι η Ελλάδα θα βγει και πάλι νικητής σ’ αυτό τον σύγχρονο πόλεμο. Θα κερδίσει και πάλι τη χαμένη τιμή της και τη θέση που της ταιριάζει στην Ιστορία.
Τιμή και δόξα στους αθάνατους νεκρούς του έπους του ’40.
Τιμή και δόξα σ’ αυτούς που αγωνίστηκαν και αγωνίζονται για την ελευθερία και την αξιοπρέπεια.
Τιμή και δόξα σ’ αυτούς που αντιστάθηκαν και αντιστέκονται.
Σας ευχαριστώ.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Δεν είναι λίγοι οι βετεράνοι της Πολεμικής μας Αεροπορίας, που με την ανδρεία, την ευψυχία, την αυτοθυσία και τον άκρατο πατριωτισμό τους, δημιούργησαν έπη και λάμπρυναν τα Ελληνικά φτερά. 'Αξιοι απόγονοι των Μαραθωνομάχων, των Τριακοσίων του Λεωνίδα, των Ναυμάχων της Σαλαμίνος, των Πολέμαρχων του 1821, των Μακεδονομάχων και πλείστων άλλων, έγραψαν χρυσές σελίδες ιστορίας, πολεμώντας στα βουνά της Αλβανίας, το Ρούπελ, την Κρήτη, τη Μέση Ανατολή και το Ρίμινι.
Μεταξύ των βετεράνων αεροπόρων, εξέχουσα θέση κατέχει ο ήρως Μαρίνος Μητραλέξης, Υποσμηναγός το 1940, στον οποίο αφιερώνεται η αναφορά αυτή. O Μαρίνος Μητραλέξης που ήταν μόλις 24 ετών το 1940, περιμένει με ανυπομονησία την ώρα για να δράσει, εκπληρώνοντας το υπέρτατο χρέος προς την πατρίδα του. Και να που η πολυπόθητη γι' αυτόν ώρα ήρθε. Πλησιάζει μεσημέρι της 2ας Νοεμβρίου 1940. Συναγερμός στο Αεροδρόμιο της Μεγάλης Μίκρας, όπου είχε το ορμητήριό της η 22α Μοίρα Διώξεως. Σμήνη Ιταλικών βομβαρδιστικών, συνοδευόμενα από καταδιωκτικά επισημάνθηκαν πάνω από τη Βέροια με κατεύθυνση τη Θεσσαλονίκη. 'μεση υπήρξε η αντίδραση της Μοίρας. Σχηματισμός αεροπλάνων ΡΖL 24 απογειώθηκε προς αναχαίτισή τους και επέτυχε η διάλυση των σχηματισμών τους, ώστε να αποσοβηθεί ο κίνδυνος βομβαρδισμού της Θεσσαλονίκης και να καταστεί εύκολη και αποτελεσματική η καταδίωξη και προσβολή τους από τα πυρά των PZL.
Στο μεταξύ ο Μαρίνος Μητραλέξης, επιτίθεται ακάθεκτος σε εχθρικό βομβαρδιστικό τύπου Savoia Marchetti, με όλη τη δύναμη του πυρός του και όταν διαπίστωσε ότι εξαντλήθησαν τα πυρομαχικά του, πλησίασε επικίνδυνα το εχθρικό αεροσκάφος αψηφώντας το θάνατο και με την έλικα του κινητήρα του, αποκόπτει το ουραίο πηδάλιο του και το καταρρίπτει κοντά στον Λαγκαδά και παρά τη σοβαρή βλάβη της έλικας του, κατορθώνει με επιδέξιους χειρισμούς να προσγειώσει το αεροπλάνο του σε αγρό, όπου είχαν προ ολίγου προσγειωθεί οι Ιταλοί αεροπόροι, αφού χρησιμοποίησαν τα αλεξίπτωτά τους. Αμέσως συνέλαβε τους αιχμαλώτους αεροπόρους - πλήρωμα του βομβαρδιστικού - και με τη βοήθεια των χωρικών τους μετέφερε στη Θεσσαλονίκη και τους παρέδωσε στη Στρατιωτική Διοίκηση. Μοναδικό και ανεπανάληπτο το κατόρθωμα του Μητραλέξη. Όμοιό του δεν υπάρχει στην παγκόσμια ιστορία της αεροπορίας.
Ας αφήσουμε όμως, τον Ιταλό ανθυποσμηναγό Brussolo Garibaldo, πιλότο του καταρριφθέντος βομβαρδιστικού, την αφήγηση του παράτολμου εγχειρήματος του Μαρίνου Μητραλέξη. Λέγει λοιπόν ο Ιταλός αεροπόρος σε αξιωματικούς μας της Στρατιωτικής Διοίκησης:
Το Σμήνος μας, αποτελούμενο από πέντε βομβαρδιστικά, συνοδευόμενα από ένα καταδιωκτικό, έλαβε διαταγή να προβεί στο βομβαρδισμό της Θεσσαλονίκης. Ήταν 2α Νοεμβρίου 1940. Όταν πλησιάσαμε στο στόχο, συναντήσαμε σφοδρόν αντιαεροπορικό φράγμα πυρός, το οποίο κατέρριψε ένα από τα βομβαρδιστικά μας. Παρ' όλα αυτά, καταφέραμε να ρίξουμε τις βόμβες και αρχίσαμε να απομακρυνόμαστε από το χώρο προσβολής ακολουθώντας κυκλική πορεία γιά μεγαλύτερη ασφάλεια. Όταν όμως πετούσαμε πάνω από τον Λαγκαδά, διακρίναμε τρία Ελληνικά καταδιωκτικά να μας επιτίθενται, οπότε ένα βομβαρδιστικό μας, επλήγη στο ντεπόζιτο της βενζίνης, απομακρύνθηκε από το Σμήνος και κατέπεσε κοντά στα Ελληνοαλβανικά σύνορα. O σχηματισμός των υπολοίπων τριών αεροπλάνων μας, διαλύθηκε καταδιωκόμενος από τα Ελληνικά καταδιωκτικά.
Το αεροπλάνο μου, προσεβλήθη από Ελληνικό καταδιωκτικό και όταν ο πιλότος του εξήντλησε όλα τα πυρομαχικά του, εφόρμησε εναντίον μου και με την έλικα του αεροπλάνου, κατέστρεψε το ουραίο πηδάλιο του δικού μου, το οποίο δεν μπορούσε πλέον να ελεγχθεί. Καθώς βρισκόμαστε σε ύψος 7.000 ποδών, προφθάσαμε να χρησιμοποιήσουμε τα αλεξίπτωτά μας και να προσγειωθούμε σε ένα χωράφι στην περιοχή του Λαγκαδά. Σε μικρή απόσταση από μας, λίγο αργότερα προσγειώθηκε αναγκαστικά, λόγω σοβαράς βλάβης της έλικας του αεροπλάνου του, ο αντίπαλός μας ο οποίος έσπευσε προς το μέρος μας και μας είπε ότι ονομάζεται Μητραλέξης, σφίγγοντας φιλικότατα και συναδελφικότατα το χέρι μου. Το συνάδελφο Μητραλέξην που κατά τη μεταφορά μας στη Θεσσαλονίκη, δεν παρέλειψε να μου πει ότι είναι ευτυχής για τη γνωριμία μας, θαυμάζω για την αυτοθυσία του, την ευγένεια και γενναιοψυχία του και σε ανταπόδοση των ευγενικών του αισθημάτων, του παρέδωσα σαν ενθύμιο της γνωριμίας μας, το ατομικό μου δελτίο ταυτότητος.
Αυτά είπε ο αιχμαλωτισμένος Ιταλός αεροπόρος, ο δε γράφων προσθέτει ότι οι γενναίοι είναι και γενναιόψυχοι, γι' αυτό και οι Ιταλοί αξιωματικοί, εκφράσθηκαν με τη μεγαλύτερη εκτίμηση και θαυμασμό γιά τους Έλληνες συναδέλφους τους. Δυστυχώς όμως, ο δαφνοστεφής Μαρίνος Μητραλέξης, που τίμησε τη γενέτειρα του Μίλα Μεσσηνίας, που έκανε υπερήφανη την οικογένειά του και με την ευψυχία και τον ηρωισμό του εδόξασε τα Ελληνικά φτερά, έμελλε να αφήσει την τελευταία του πνοή στα Αιγαιοπελαγίτικα νερά, πέφτοντας με αεροπλάνο OXFORD το Σεπτέμβριον του 1948 σε ηλικία 32 ετών, με το βαθμό του Επισμηναγού. Προήχθη μετά θάνατον σε Αντισμήναρχον. Προτομή του έχει στηθεί στη Μονάδα του Ελληνικού.
Πηγή: DefenceLine.gr
Τὸ ἔπος τοῦ ᾽40, ἡ περιφανὴς καὶ περίλαμπρη νίκη τῶν Ἑλλήνων κατὰ τοῦ ἰταλικοῦ φασισμοῦ, καθὼς καὶ ἡ γενναία ἀντίσταση τῆς Ἑλλάδας ἐνάντια στὶς σιδηροφράκτες στρατιὲς τοῦ Χίτλερ, κατέπληξε τὴν Οἰκουμένη! Ἔγινε ἀντικείμενο παγκόσμιου θαυμασμοῦ. Ἀντικείμενο παγκόσμιας ἕλξεως.
Ἀναπτέρωσε τὸ ἠθικὸ τῶν φιλελευθέρων λαῶν τῆς Γῆς καὶ ἔδωσε χρόνο καὶ καιρὸ στὸ Στρατόπεδο τῶν Συμμάχων νὰ ἑτοιμαστεῖ γιὰ τὴν ἀποτελεσματικὴ ἀντιμετώπιση τῶν Ἰμπεριαλιστῶν καὶ τὴ διάλυση τοῦ Τριπλοῦ Ἄξονα!
Τὸ πνεῦμα τοῦ ἔπους τοῦ ᾽40 εἶναι πνεῦμα ἡρωικό, ἱστορικό, φι- λελεύθερο, θρησκευτικὸ, ἑλληνικὸ «πνεῦμα πολυσύνθετο, πολυ- μερές, πολυσχιδές».
Α´ Πνεῦμα ἡρωικό: Οἱ Ἕλληνες πολεμιστὲς τοῦ ᾽40 πολέμησαν ὡς ὑπερήρωες παρὰ τὶς τόσες ἀντιξοότητες καὶ τὸν τόσο βαρὺ χειμώνα! Ἐπέδειξαν ἀπαράμιλλο ἡρωισμό! Ἀσύλλυπτη γενναιότητα καὶ αὐτοθυσία!
Ὁ Οὐίνστον Τσώρτσιλ, Ἄγγλος πολιτικὸς καὶ πρωθυπουργὸς τῆς Μ. Βρεττανίας κατὰ τὸ Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο, εἶπε χαρακτηριστικά: «Στὸ ἑξῆς δὲν θὰ πρέπει νὰ λέμε ὅτι οἱ Ἕλληνες πολεμοῦν σὰν ἥρωες, ἀλλὰ οἱ ἥρωες πολεμοῦν σὰν Ἕλληνες».
Ὁ δὲ Ἀδόλφος Χίτλερ, ὁ αἴτιος τοῦ Β᾽ Παγκοσμίου Πολέμου – ἀλλὰ καὶ τοῦ Α´ – δήλωσε ἐνώπιον τῆς Γερμανικῆς Βουλῆς στὶς 4 Μαΐου 1944 τὰ ἑξῆς: «Ἡ Στρατιωτικὴ Δικαιοσύνη μὲ ὑποχρεώνει νὰ διαπιστώσω ὅτι ἀπ᾽ ὅλους τούς ἀντιπάλους, ποὺ ἀντιμετωπίσαμε, ὁ Ἕλληνας στρατιώτης πολέμησε μὲ ὕψιστο ἡρωισμὸ καὶ αὐτοθυσία.
Συνθηκολόγησε μόνον, ὅταν ἡ περαιτέρω ἀντίσταση ἦταν ἀδύνατη καὶ κατὰ συνέπεια μάταιη.»
Β´ Πνεῦμα ἱστορικό: Τὸ «ΟΧΙ» ποὺ ἀντέταξε ὁμόφωνα τὸ Ἑλληνικὸ Ἔθνος τὴν 28η Ὀκτωβρίου 1940 ἐνάντια στὶς πολυάριθμες ἰταλικὲς λόγχες – πάνω ἀπὸ 8,5 ἑκατομμύρια – ἦταν τὸ ἀντίστοιχο τοῦ «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ», τοῦ ἡρωικοῦ Βασιλιᾶ τῆς Σπάρτης Λεωνίδα, ποὺ εἶπε στοὺς Πέρσες τὸ 480 π.Χ. στὶς Θερμοπύλες.
Τὸ ἑλληνικὸ Ἔθνος ποτὲ στὴ διαδρομὴ τῶν ἀνθρωπίνων αἰώνων δὲν προσκύνησε τὸν ἐχθρό. Ποτὲ δὲν τοῦ ἄνοιξε τὶς πύλες του, γιὰ νὰ περάσει. Ποτὲ δὲν πτοήθηκε ἀπ᾽ τὸν ὄγκο του καὶ τὴν ὑπεροπλία του. Τί ἔκανε; Τοῦ ἔλεγε πάντοτε: «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ».«Γῆν καὶ ὕδωρ οὐ δίδομεν». Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκανε καὶ τὸ 1940. Ἔπραξε τὸ ἱστορικό του χρέος, τὸ ἱστορικό του καθῆκον. Ἂν δὲν τὸ ἔκανε αὐτὸ, θὰ διέπραττε ὄχι ἱστορικὸ ἀτόπημα, ἀλλὰ ἱστορικὸ ἔγκλημα!
Γ´ Πνεῦμα φιλελεύθερο: Οἱ Ἕλληνες «φύσει καὶ θέσει» εἶναι λαὸς φιλελεύθερος. Λαὸς λάτρης τοῦ ἰδανικοῦ τῆς ἐλευθερίας. Ὁ καθαγιασμὸς του ἔγινε τὸ 490π.Χ. στὴ μάχη τοῦ Μαραθώνα, ὅπου: «Ἑλλήνων προμαχοῦντες Ἀθηναῖοι Μαραθῶνι χρυσοφόρων Μήδων ἐστόρεσαν δύναμιν». Τὸ θεωροῦν ὡς τὸ ὕψιστον ἀγαθὸ τῆς ζωῆς. Ὡς τὸ Α καὶ Ω. Γιὰ τὴν σωτηρία του ἢ τὴν ἐπανάκτησή του πολεμοῦν μὲ ἀπαράμιλλο ἡρωισμὸ καὶ ὕψιστη αὐτοθυσία.
Δ´ Πνεῦμα θρησκευτικό: Οἱ Ἕλληνες πολεμιστὲς τοῦ ᾽40 πολέμησαν ὑπὲρ τοῦ Ἔθνους καὶ τῆς Θρησκείας. Ὑπὲρ τοῦ Πατρίου Ἐδάφους καὶ τῆς Πίστεως. «Ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν». Ὑπὲρ τῆς Πατρίδας καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὑπὲρ τῶν ἐθνικῶν καὶ θρησκευτικῶν ἰδεωδῶν.
Ὁ ἑλληνικὸς λαὸς εἶναι λαὸς θρῆσκος. Λαὸς βαθύτατα θρησκευόμενος. Τὸ 98% τοῦ πληθυσμοῦ εἶναι Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι. Πρεσβεύει τὴν Ὀρθὴ Πίστη. Προσκυνᾶ τὸν Τριαδικὸ Θεό. Προσκυνᾶ – τιμᾶ τὴν Παναγία, τὴ Θεομήτορα. Προσκυνᾶ – τιμᾶ τοὺς Ἁγίους. Ἔθνος καὶ θρησκεία εἶναι δύο πόλοι ἄρρηκτοι.
Ἡ Παναγία, «ἡ Κεχαριτωμένη Μαριάμ», εἶναι ἡ προστάτιδα τοῦ Ἔθνους μας. Σ᾽ ὅλους τούς καιροὺς καὶ ἰδιαίτερα τούς χαλεποὺς ἔρχεται ὡς προστάτιδά του καὶ ὡς βοηθός του καὶ ὡς ἀρωγός του.
Ἔρχεται ὡς ἐμψυχώτρια. Ἔρχεται ὡς: «Κυρία τῶν Οὐρανῶν». Τοῦ δίνει δύναμη, ἐλπίδα, ὑπομονή. Γίνεται σκέπη του, ἀσπίδα του, ἑδραίωμά του, ὁδηγήτριά του.
Τὸ ᾽40 ἐμφανιζόταν στὰ πεδία τῶν μαχῶν ὡς ὅραμα, ὡς ὀπτασία καὶ ἐμψύχωνε τοὺς Ἕλληνες μαχητές. Τοὺς ἔκανε ἀήττητους. Τοὺς ἔκανε ὑπερήρωες. «Ὑπερμαχητές».
Ε´ Πνεῦμα Ἑλληνικό: Τὸ ᾽40 ἀνέδειξε τὶς ἀρετὲς καὶ τὶς ἰδιότητες τῶν Ἑλλήνων. Ἀνέδειξε τὴν πολεμικὴ ἀρετὴ τῶν Ἑλλήνων. Τὴ φιλοπατρία τους καὶ τὴ θρησκευτικότητά τους. Ἀνέδειξε τὸ δαιμόνιο τῆς Ἑλληνικῆς Φυλῆς. Τὴν Ἑλληνικὴ ζωτικότητα καὶ φιλοτιμία. Τὶς ἠθικὲς δυνάμεις, τὶς ἀξίες, τὰ ἰδανικὰ καὶ τὰ ὁράματα τῶν Ἑλλήνων.
Σχόλιο: Λαοὶ χωρὶς πίστη, χωρὶς παράδοση, χωρὶς ἰδανικὰ καὶ ὁράματα, χωρὶς πνευματικὰ θεμέλια δὲν μποροῦν νὰ γράψουν ἱστορία. Εἶναι φτωχοὶ καὶ ἀνίσχυροι. Ἕνας λαὸς γίνεται ἰσχυρὸς καὶ δυνατὸς καὶ μεγαλουργεῖ, ὅταν ἔχει πίστη, ὅταν ἔχει ἰδανικά, ὅταν ἔχει ὁράματα. Τότε καὶ μόνο τότε γράφει ἱστορία. Γίνεται λαὸς περιούσιος.
Ἐπίλογος: Τὸ ᾽40 εἶναι ἐποποιία. Εἶναι ἔπος. Εἶναι μεγαλουργία. Νίκη κατὰ τῆς βίας καὶ τῆς βαρβαρότητας, κατὰ τοῦ φασισμοῦ καὶ τοῦ ἰμπεριαλισμοῦ, προϊόν τῆς ἀδάμαστης θέλησης τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ, τοῦ Λαοῦ ποὺ θεωρεῖ:
«εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον, ἐλεύθερον δὲ τὸ εὔψυχον». Εἶναι καρπὸς καὶ γέννημα τῆς ἐθνικῆς ὁμοψυχίας τῶν Ἑλλήνων. Καρπὸς καὶ γέννημα τῆς ἐθνικῆς ἑνότητας τῆς Ἑλληνικῆς Φυλῆς.
Τότε: «Ἀνέστη πᾶς ὁ λαὸς ὡς ἀνὴρ ΕΙΣ».
Τὸ ᾽40 εἶναι νίκη τῆς Ἠθικῆς καὶ τοῦ Δικαίου. Τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς Δημοκρατίας. Οἱ Ἕλληνες πολεμιστὲς τοῦ ᾽40 δόξασαν τὴν Κλασσικὴ Ἀρχαιότητα, τὸ ἔνδοξο Βυζάντιο, τὸ ἡρωικὸ καὶ θρυλικὸ ᾽21, τοὺς Ἐθνικοὺς Ἀγῶνες τοῦ 1912 – 1913. Δόξασαν τὴν Ἑλλάδα, τὴν Πατρίδα, τὸ Ἔθνος.
Ὀρθόδοξος Τύπος, 24/10/2014
Πηγή: Αβέρωφ
Σβησμένα βογγητά ἔκαναν τόν Κυριάκο νά κόψει τό γρήγορο περπάτημά του. Κατέβασε ἀπότομα τό ὅπλο του ἀπ᾽ τόν ὦμο καί πῆρε θέση μάχης. Προχωροῦσε σάν τό λαγωνικό. Κάτω ἀπό τίς βαριές ἀρβύλες του σακατεύονταν πουρναρόκλαδα καί τσαλιά.1 Κατέβαινε προσεκτικά τήν ἀπότομη πλαγιά ἀνοίγοντας δρόμο μέ τήν ξιφολόγχη του.
Τά βογγητά δυνάμωναν˙ σημάδι πώς πλησίαζε σ᾽ ἄνθρωπο. Ἔριξε ἕνα γύρω τή ματιά ἐρευνητικά κι ἄγρια. Τούτη τήν ὥρα τοῦ δειλινοῦ δύσκολα ξεχώριζε τίς σκιές ἀπό τά πράγματα. Προχωροῦσε περισσότερο μέ τήν ἀκοή παρά μέ τήν ὅραση.
- Aqua! Aqua!2 ἰταλικό ἀναφιλητό κι ἔκκληση γιά νερό τόν ἔκανε νά σκύψει στή ρίζα ἑνός θάμνου. Ἀνάσκελα πεσμένος στίς λάσπες σάλευε –μ᾽ ὅσες δυνάμεις τοῦ εἶχαν ἀπομείνει– ἕνας Ἰταλός τῆς μεραρχίας τῶν Κενταύρων.
Οἱ δύο ἄντρες κοιτάχτηκαν στά μάτια. Δέν γνώριζε ὁ ἕνας τή γλώσσα τοῦ ἄλλου. Δέν γνώριζε ὁ ἕνας τίς προθέσεις τοῦ ἄλλου. Δέν γνώριζε ὁ ἕνας τίποτε γιά τόν ἄλλο, ἐκτός ἀπό τό ὅτι ἦταν ἐχθροί.
Ὥρα δειλινοῦ, ὁ βασιλιάς ἥλιος εἶχε στεφανώσει μέ πορφυρόχρυσα παχιά σύννεφα τίς κορυφές τῆς Πίνδου κι εἶχε ἀπό ὥρα χαθεῖ πέρα μακριά, μακριά, δυτικά, πρός τήν πατρίδα τοῦ πληγωμένου στρατιώτη.
Ὁ Κυριάκος στάθηκε ἀμήχανος μπροστά στόν Ἰταλό μέ τό διαπεραστικό γαλανό βλέμμα καί τή μεγάλη σχισμή στόν κρόταφο.
Ὕστερα ἔσκυψε ἀμίλητος κι ἔβγαλε ἀπ᾽ τό γυλιό του ἕναν πρόχειρο ἐπίδεσμο καί λίγο ἰώδιο. Καθάρισε τήν πληγή κι ἔδεσε τό κεφάλι τοῦ «ἐχθροῦ». Ξέσφιξε ἀπό τή ζώνη του μιά μικρή μποτίλια κι ἔσταξε λίγο νερό στά φλογισμένα χείλη τοῦ Ἰταλοῦ.
Ὅση ὥρα τόν περιποιόταν, κανένας ἀπό τούς δυό δέν μιλοῦσε. Ὁ Κυριάκος ἔμοιαζε νά ἱερουργεῖ κάποιο μυστήριο κι ὁ Ἰταλός προσπαθοῦσε νά ἁρπάξει δυό τρεῖς μπουκιές ζωῆς.
Ὑποβαστάζοντας ὁ ἕνας τόν ἄλλον κατηφόριζαν μέ δυσκολία στή γυμνή, γλιστερή, σκοτεινή βουνοπλαγιά. Κάπου μακριά κρότοι πολέμου τούς ἔκαναν νά γυρίζουν τά κεφάλια τους πότε πότε καί νά ἀγναντεύουν τόν σκοτεινό ὁρίζοντα.
Κατέβαιναν, κατέβαιναν... καί, κάθε φορά πού τούς φώτιζε τό φεγγάρι ἀνάμεσα ἀπό τά σύννεφα, ἔμοιαζαν γι᾽ ἀδελφικό σύμπλεγμα.
Κατέβαιναν καί ἦταν δυό σκέτοι ἄνθρωποι.
Ἔφτασαν στόν πρῶτο σταθμό «Πρώτων Βοηθειῶν. Ἱδρωμένος ὁ Κυριάκος καί ματωμένος ὥς τή φανέλα ἀπ᾽ τό γερμένο πάνω του κεφάλι τοῦ Ἰταλοῦ, εἰδοποίησε φωνάζοντας μιά νοσοκόμα.
Λίγο πρίν ἀφήσει τόν Ἰταλό στό φορεῖο, ἔνιωσε ἀτσάλινο χέρι νά σφίγγει τό δικό του. Ἀπόρησε μέ τή δύναμη τοῦ ἐξαντλημένου κορμιοῦ. Ἀπόρησε περισσότερο, ὅταν ὁ Ἰταλός ψαχουλεύοντας στό μέρος τῆς καρδιᾶς τράβηξε κι ἔβγαλε ἀπό τό λαιμό ἕνα μενταγιόν κρεμασμένο ἀπό χρυσή καδένα. Τό χούφτωσε μέ τά δυό του χέρια, τό φίλησε καί μέ δάκρυα τό ἀπόθεσε στίς χοῦφτες τοῦ Κυριάκου. Οἱ κινήσεις του, ὅπως καί τό γεμάτο εὐγνωμοσύνη γαλανό βλέμμα του, δέν σήκωναν ἀντιρρήσεις.
- Μπαμπά, νά τό πουλήσουμε, γιά νά ἀγοράσουμε ψωμί.
- Ναί, μπαμπά, σέ παρακαλοῦμε.
Ἀμέτρητες φορές εἶχε ξεκρεμάσει ἀπ᾽ τό λαιμό του ὁ Κυριάκος τό παράξενο ἰταλικό μενταγιόν κι ἄλλες τόσες τό ξαναφόραγε. Δέν ἀποφάσιζε νά τό πουλήσει. Τό ἔ βγαζε πάνω στό ἀδειανό τραπέζι τους καί τό κοίταζαν ὅλοι στό φῶς τῆς γκαζόλαμπας. Μικρό ὀβάλ ἀπό ἀκριβή πορσελάνη μέ χρυσό στεφάνωμα καί δυό ἀκριβά πετράδια πάνω καί κάτω. Ἔμπηκτα στό κέντρο τῆς πορσελάνης δυό γράμματα σέ σύμπλεγμα ἀπό λευκή πλατίνα.
Πόσες ἱστορίες δέν εἶχαν πλέξει μαζί μέ τή γυναίκα του καί τά παιδιά του γιά τά μυστικά πού ἴσως θά κρύβονταν ἀπό πίσω...
- Νά τό πουλήσουμε, Κυριάκο, μίλησε τρυφερά κι ἡ γυναίκα του. Ἕξι μῆνες τώρα, μέσα στή μαύρη κατοχή, λειώνουμε ἀπό τήν πείνα μέρα τή μέρα.
- Ἔχει ὁ Θεός, ψιθύρισε καί τό ξανάβαλε στό λαιμό του. Ἔχει ὁ Θεός, εἶπε ξανά. Καί τρίτωσε τό λόγο φωναχτά, χορταστικά: «Ἔχει ὁ Θεός».
Βγῆκε στό δρόμο, ἀνηφόρισε τήν ὁδό Κυδαθηναίων καί ἔστριψε ἀριστερά στή Φιλελλήνων. Ἀπέναντί του, σταματημένο μπροστά στή ρώσικη ἐκκλησία ἕνα καμιόνι ἰταλικό. Σάν ἀπό κάποια ξελογιάστρα δύναμη διέσχισε τό δρόμο καί βρέθηκε πίσω ἀπό τήν κλειστή καρότσα. Περπατοῦσε σάν ὑπνωτισμένος. Ἔβαλε τό χέρι του στό μουσαμά πού ἔφραξε τό ἄνοιγμα. Μόνο σάν ξεπρόβαλαν τά ζεστά ἀχνιστά καρβέλια ψωμί, κατάλαβε τήν ξελογιάστρα δύναμη πού τόν ὁδήγησε σέ τέτοια ἀποκοτιά. Πόσον καιρό εἶχαν νά μυρίσουν ζε στό ψωμί! Ὤ, νά μποροῦσε νά φωνάξει τά παιδιά του, νά φωνάξει ὅλα τά παιδιά τῆς Κατοχῆς νά μυρίσουν λιγάκι...
Δυό γεροδεμένοι Ἰταλοί τόν τσάκισαν τήν ὥρα πού μέ κλειστά τά μάτια ὀσφραινόταν καί ὀνειρευόταν. Τόν ἔσπρωξαν μέ βία τόν «κλέφτη», τόν ἔριξαν κάτω καί πρότειναν τά ὅπλα τους. Πίσω ἀπό τά κεφάλια τους πρόβαλε ὁ ἀξιωματικός τους. Ὁ Κυριάκος μέ συγκλονισμό ἀτένισε τά γαλανά μάτια. Ἔβαλε ἀργά τό χέρι στήν καρδιά καί τράβηξε ἔξω τό μενταγιόν.
Στό νεῦμα τοῦ ἀξιωματικοῦ οἱ δύο στρατιῶτες ἄνοιξαν δρόμο, καί ὁ Κυριάκος διατάχθηκε νά ἀ κολουθήσει τόν βλοσυρό βαθμοφόρο.
Χίλιες ἀπελπιστικές σκέψεις τόν ἔζωσαν. «Λές νά λάθεψε; Λές νά τοῦ στήσαν καμιά δουλειά; Λές νά τόν θεώρησαν δυό φορές κλέφτη; Λές...».
Τριακόσια μέτρα ἦταν ὅλα κι ὅλα ὥς νά στρίψουν παρακάτω στήν Ὄθωνος κι ὁ Κυριάκος νόμισε πώς ξαναπερπάτησε ὅλη τήν Πίνδο. Ἡ καρδιά του χτυποῦσε νά σπάσει καί ἡ χρυσή καδένα μέ τό μενταγιόν χοροπηδοῦσε πάνω στό στῆθος του.
Μεῖναν μόνοι στήν πρώτη στοά τῆς Ὄθωνος. Ὁ Ἰταλός κοίταζε στό σημεῖο τῆς καρδιᾶς τοῦ Κυριάκου. Ἄνοιξε ὁ Ἕλληνας τό σακάκι κι ἔπιασε τό κόσμημα.
Σύγκορμος τραντάχτηκε ἀπό τούς λυγμούς ὁ Ἰταλός κι ἔκλεισε στίς χοῦφτες του τά σκελετωμένα χέρια τοῦ Κυριάκου, τοῦ σωτήρα του.
Ἔβγαλε μέ ἀργές κινήσεις ὁ Κυριάκος τό ἀκριβό κόσμημα καί τό πέρασε στό λαιμό τοῦ ἀξιωματικοῦ. Χάιδεψε ὕστερα τόν χρυσό σταυρό του κι εἶπε «Ἔχει ὁ Θεός».
Ἔκανε νά φύγει, μά τά χέρια τοῦ Ἰταλοῦ δέν τόν ἄφηναν... τά χέρια τοῦ Θεοῦ δέν τόν ἄφηναν.
- Πόσο κόστιζε τό μενταγιόν, παππού;
- Ὅσο ἡ ἀγάπη κι ἡ εὐγνωμοσύνη, παιδιά μου.
- Μά, ἦταν τόσο ἀκριβό, ὅσο λέει ἡ γιαγιά;
- Ναί, καί περισσότερο ἀκόμη. Ἔφτασε νά μᾶς θρέψει σ᾽ ὅλη τή διάρκεια τῆς Κατοχῆς. Ἄς τόν ἔχει καλά ὁ Θεός, ψιθύρισε ὁ παππούς Κυριάκος τελειώνοντας τούτη τήν ἀληθινή ἱστορία κι ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
Η. Ν.
________
1. τσαλί = ἱερό χόρτο πού χρησιμεύει γιά προσάναμμα / φρύγανο
2. ἰταλική λέξη πού σημαίνει νερό
Πηγή:Ο Σωτήρ
Σήμερα, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, ἀγαπητοί μου προσκυνηταί, ὡς γνωστόν, ἑορτάζει τήν Σκέπην τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἀφορμή καί αἰτία τῆς καθιερώσεως αὐτῆς τῆς Θεομητορικῆς μεγάλης ὄντως ἑορτῆς ἐστάθη ἕνα ὑπερφυές ὅραμα, τό ὁποῖο εἶδε ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διά Χριστόν σαλός. Αὐτό τό ὅραμα, περιληπτικά, ἔχει ὡς ἑξῆς:
Ξέρω ὅτι εἶναι ἐπικίνδυνο − σεῖς τό ὀνομάζετε ἀντιδεοντολογικό ἤ ἀντισυνταγματικό − τό νά σᾶς καταλογίσω ἔλλειψη ὑπευθυνότητος. Ὡστόσο τολμῶ νά ἀπευθύνω στόν καθένα ἀπό σᾶς πού ψηφίσατε την περί ὁμοφυλοφιλίας διάταξη πού περιέχεται στό ἀντιρατσιστικό, ὅπως το ὀνομάσατε, νομοσχέδιο, τό λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου, Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ τοῦ Κυρίου. Σᾶς ἐκθέτω τό περιστατικό:
Ὅταν ὁ Ἡρώδης Ἀντίπας, τετράρχης τῆς Γαλιλαίας καί Περαίας, πῆρε σέ ἀθέμιτο γάμο τήν Ἡρωδιάδα, τή γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλίππου, ἐνῶ ὁ Φίλιππος ζοῦσε ἀκόμη, ὅπως ἐπίσης καί ἡ σύζυγος τοῦ Ἡρώδου τοῦ Ἀντίπα, ἡ δέ Ἡρωδιάς ἦταν ἀνεψιά καί τοῦ Φιλίππου καί τοῦ Ἡρώδου, ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης, πιστός στο καθῆκον του, ἤλεγξε τόν Ἡρώδη μέ τή φράση: «Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τήν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μάρκ. στ ́ 18): Δέν σοῦ ἐπιτρέπεται ἀπό τό νόμο τοῦ Θεοῦ να ἔχεις σύζυγο τήν Ἡρωδιάδα, τή γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ σου, ὁ ὁποῖος ζεῖ ἀκόμη. Ἦταν μεγάλο τόλμημα ἡ φράση αὐτή τοῦ Ἰωάννου, διότι ἦταν πολύ ἐπικίνδυνο νά ἐλέγχει κάποιος τόν Ἡρώδη καί ἀκόμη πολύ πιό ἐπικίνδυνο νά ἐλέγχει την Ἡρωδιάδα. Ὡστόσο ὁ Βαπτιστής τοῦ Κυρίου ἀδιαφόρησε πρός τόν κίνδυνο, προκειμένου νά μήν παραλείψει τό καθῆκον του πρός τόν Θεό. Ἡ συνέχεια εἶναι γνωστή. Ὁ Ἡρώδης φυλάκισε τόν Ἰωάννη καί σέ λίγο τόν ἀποκεφάλισε, διότι τοῦ το ζήτησε ἡ Ἡρωδιάδα!...
Τολμῶ λοιπόν κι ἐγώ νά ἀπευθύνω στόν καθένα ἀπό σᾶς πού ψηφίσατε τήν περί ὁμοφυλοφιλίας διάταξη τοῦ ἀντιρατσιστικοῦ νομοσχεδίου τό λόγο τοῦ Βαπτιστοῦ:
«Οὐκ ἔξεστί σοι» . Δέν σοῦ ἐπιτρέπεται, κ. βουλευτά, ἡ ἐνέργεια αὐτή, διότι:
α) Ὁ ἐλληνικός λαός πού σέ ψήφισε, δέν σοῦ ἔδωσε τό δικαίωμα νά ψηφίζεις νόμους πού ἀντιβαίνουν στό ἦθος, στίς παραδόσεις, στήν ἱστορία καί στήν πίστη του. Καί ἡ περί ὁμοφυλοφιλίας διάταξη ἀντιβαίνει πρός ὅλα αὐτά μέ τρόπο κραυγαλέο. Ὥστε ἡ ἐνέργειά σου προσβάλλει καίρια τό λαό τῆς χώρας αὐτῆς.
β) Ἡ περί ὁμοφυλοφιλίας διάταξη πού ψήφισες, κ. βουλευτά, εἶναι κυρίως ὕβρις κατά τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἐν ὀνόματι τοῦ Ὁποίου πρέπει νά λειτουργεῖ τό Σύνταγμα καί νά συντάσσονται οἱ νόμοι. Εἶναι ὕβρις κατά τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, διότι αὐτός ἔχει νομοθετήσει τόσο στήν Παλαιά, ὅσο καί στήν Καινή Διαθήκη τά καθήκοντα, τίς ὑποχρεώσεις καί τή συμπεριφορά ἀνδρῶν καί γυναικῶν, πρό τοῦ γάμου και κατά τόν γάμο. Αὐτός ἔχει νομοθετήσει τούς νόμους τῆς ἠθικῆς καθαρότητος. Πῶς τώρα ἔρχεσαι σύ, ὁ ὅποιος βουλευτής, νά ἀναγορεύσεις τόν ἑαυτό σου κριτή τῶν νόμων τοῦ Θεοῦ καί νά νομοθετήσεις νόμους πού ἀνατρέπουν τούς νόμους τοῦ Θεοῦ; Τόσο πολύ ἀλαζονεύεσαι, ὥστε νά νομίζεις ὅτι μπορεῖς νά τά βάλεις μέ τον Θεό ; Καί τά μέν ἤθη καί ἔθιμα, τήν ἱστορία, τό πιστεύω καί τίς παραδόσεις τοῦ λαοῦ πού σέ ψήφισε τά περιφρονεῖς, τόν Θεόν ὅμως πῶς τολμᾶς νά τόν περιφρονεῖς; Ἔστω ̇ δέν ντρέπεσαι τούς ἀνθρώπους ̇ τόν Θεόν δέν τόν φοβᾶσαι;
γ) Ρίχνοντας τήν ψῆφο σου ὑπέρ μιᾶς τέτοιας διατάξεως δέν σοῦ πέρασε ἡ ἰδέα ὅτι ψηφίζεις ἕνα κραυγαλέα ἀντιδημοκρατικό νομοσχέδιο ; Σύ ὁ βουλευτής, πού παρουσιάζεσαι ὡς προοδευτικός, δημοκράτης καί προασπιστής τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν σκέφθηκες ὅτι μέ τό νομοσχέδιο αὐτό φιμώνεις τήν ἔκφραση ὑγιοῦς γνώμης στόν πολίτη τούτου τοῦ τόπου; Κάτι πού μόνο στά δικτατορικά καθεστῶτα τό συναντάει κανείς; Ποινικοποιεῖς λοιπόν τη γνώμη καί ὄχι τήν πράξη; Ἀλλά με ποιό κριτήριο; Μήπως ὁ δικαστής εἶναι γνώστης τῶν βαθέων τῆς ψυχῆς καί τῶν αἰσθημάτων τοῦ πολίτη;
δ) Λυποῦμαι πραγματικά, κ. βουλευτά, διότι τόσο ἐπιπόλαια ἔβαλες τήν ὑπογραφή σου κάτω ἀπό νομοσχέδιο μέ μιά τέτοια διάταξη. Ἴσως νά σέ ἐπηρέασαν τά παπαγαλάκια τοῦ τύπου καί οἱ τηλεπαρουσιαστές τῶν καναλιῶν, πού ἐξαπέλυσαν ἐπίθεση κατά τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι ζήτησαν νά μήν περιληφθεῖ στό νομοσχέδιο τέτοια διάταξη, ἀποκαλώντας τους κρυπτορατσιστές, γραφικούς κ.ἄ. παρόμοια. Καί μή μοῦ ἀντιτάξεις, κ. βουλευτά, ὅτι ἡ Ἱ. Σύνοδος συγκατένευσε. Διότι, ὅπως κατήγγειλε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Ἄνθιμος, ἡ Ἱ. Σύνοδος ἐξαπατήθηκε ̇ τῆς ἐδόθη το νομοσχέδιο κολοβωμένο !... Δηλαδή προκειμένου ἡ Βουλή τῶν Ἑλλήνων νά ψηφίσει ἕναν ἐντελῶς ἀπαράδεκτο νόμο, δέν παρουσίασε ὅλη τήν ἀλήθεια! Πράγμα, βέβαια, πού δέν τήν τιμᾶ.
Ἔχω λοιπόν ἄδικο νά ἐπαναλάβω γιά τήν ἐνέργειά σου, Ἕλληνα βουλευτή, τό τοῦ Προδρόμου «οὐκ ἔξεστί σοι»; δέν σοῦ ἐπιτρέπεται;...
Νικόλαος Π. Βασιλειάδης, Θεολόγος
Πηγή: Περιοδικό «Η Δράση μας»
Ἐν Δελβινακίῳτῇ17ῃὈκτωβρίου 2014
Ἀριθ. Πρωτ.65
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 176η
ΘΕΜΑ: 28η Ὀκτωβρίου 1940 - «... διὰ τοὺς Ἕλληνες ὑπὲρ τὴν νίκην ἡ δόξα» (Ἰω. Μεταξᾶς)
Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί,
-Α-
Ὅταν ξημέρωνε ἡ Δευτέρα, 28η Ὀκτωβρίου 1940, δὲν εἶχε κάτι τὸ ἀσυνήθιστο ἡ ἡμέρα αὐτή. Καὶ παρ’ ὅτι ἦταν προχωρημένο τὸ Φθινόπωρο, ὁ οὐρανὸς ἦταν καταγάλανος καὶ ὁ ἥλιος λαμπρός, ἔλουζε τὰ πάντα μὲ τὸ χρυσό του φῶς. Αἴφνης, ὅμως ἀκούστηκαν οἱ σειρῆνες, ποὺ ἔλεγαν μὲ τὸν διαπεραστικό τους ἦχο ὅτι ἡ γειτονική μας Ἰταλία μᾶς εἶχε κηρύξει τὸν πόλεμο. Βέβαια, ὁ Μουσολίνι διακήρυττε συνεχῶς ὅτι ἡ χώρα του θὰ σεβόταν τὰ σύνορα τῶν γειτόνων της, ἀνεφερόμενος δὲ στὴν Ἑλλάδα ἔλεγε μὲ ἔμφαση ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ φοβᾶται ἰταλικὴ ἐπίθεση καὶ ὅτι τὰ σύνορα ἦταν δεδομένα ...
Ἡ Ἑλληνικὴ Ἡγεσία ὅμως, ἄκουγε μὲν αὐτὲς τὶς διακηρύξεις, ἀλλὰ δὲν τὶς ἐπίστευε. Γιατὶ οἱ πληροφορίες τοῦ πρεσβευτοῦ μας στὴν Ρώμη σαφέστατα προειδοποιοῦσαν ὅτι ὅπου νἆναι θὰ ἐκδηλωθῆ ἡ Ἰταλικὴ ἐπίθεση. Βέβαια, δὲν ἦταν μόνο οἱ πληροφορίες τοῦ Ἕλληνα διπλωμάτη. Ὁ πνιγμὸς τῆς «Ἕλλης» στὴν Τῆνο, στὶς 15 Αὐγούστου 1940, ἀνήμερα τῆς γιορτῆς τῆς Παναγίας, ἦταν ἕνα σαφέστατο μήνυμα γιὰ τὶς διαθέσεις τῆς Ἰταλίας. Ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση δὲν πανικοβλήθηκε, ὅπως ὑπολόγιζε ὁ δικτάτορας τῆς γείτονος. Καὶ παρὰ τὸ ὅτι εἶχε στὰ χέρια της τὰ θραύσματα τῶν τορπιλῶν ποὺ ἔπληξαν τὴν «Ἕλλη», ἐπίσημα ἐδήλωνε ὅτι τὸ εὔδρομο βυθίστηκε ἀπὸ «ὑποβρύχιο ἀγνώστου ἐθνικότητος», ἐπειδὴ ἤθελε νὰ διατηρήσῃ τὴν οὐδετερότητά της καὶ νὰ μὴν ἐμπλακῇ σὲ πόλεμο μὲ τὴν Ἰταλία ...
-Β-
Κι’ ἐνῷ ὁ Μουσολίνι διεσάλπιζε , ὅτι ἡ Ἀγγλία εἶχε διαπράξει τὸ ἔγκλημα τῆς βυθίσεως τοῦ πλοίου τοῦ Πολεμικοῦ μας Ναυτικοῦ, ὁ Ἑλληνικὸς Λαὸς μὲ τὸ ἀλάνθαστο ἔνστικτό του ἐγνώριζε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τὸν δολοφόνο :Ἦταν ἡ φασιστικὴ Ἰταλία. Καὶ πίστευε ἀτράνταχτα ὅτι ἡ Παναγία θὰ τιμωροῦσε τὸ ἔγκλημα, ποὺ ἔγινε ἀνήμερα τῆς γιορτῆς της, ἐνῷ στὴν Τῆνο εἶχαν συρρεύσει χιλιάδες προσκυνητές. Ἔτσι, ὅταν στὶς 28 Ὀκτωβρίου 1940 ἄρχισε ἡ Ἰταλικὴ ἐπίθεση ἐναντίον τῆς Χώρας μας, κοινὴ ἦταν ἡ πεποίθηση γιὰ τὴν νίκη «ὑπὸ τὴν σκέπην τῆς Παναγίας», ὅπως ἔγραφε ἰδιοχείρως ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρύσανθος πίσω ἀπὸ τὶς μικρὲς εἰκόνες τῆς Μεγαλόχαρης ποὺ εἶχαν μοιρασθῇ σὲ ὅλα τὰ στρατευμένα Ἑλληνόπουλα.
-Γ-
Χιλιάδες λαοῦ, μὲ πρωτοπόρα τὰ νειᾶτα πλημμύρισαν τοὺς δρόμους τῆς Ἀθήνας, μὲ σημαῖες, μὲ λάβαρα, μὲ τραγούδια καὶ μὲ παλμὸ πατριωτικό, σὰν νὰ μὴν ἐπρόκειτο γιὰ πόλεμο, ἀλλὰ γιὰ πανηγύρι. Καὶ πραγματικὰ πανηγύρι ἦταν, ὅταν οἱ καμπάνες τῶν Ἐκκλησιῶν ἀνήγγελαν τὶς ἀλλεπάλληλες νῖκες τοῦ Στρατοῦ μας : Ἔπεσε ἡ Κορυτσᾶ, ἔπεσε ἡ Πρεμετῆ, ἔπεσαν οἱ Ἅγιοι Σαράντα, τὸ Ἀργυρόκαστρο καὶ ἡ Χειμάρρα ἔπλεαν στὴ γαλανόλευκη. «Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια ...» ἔψαλλαν μετὰ ἀπὸ κάθε νίκη οἱ Ἕλληνες, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Χρύσανθο, τὸν ὑπέροχο ἐκεῖνο Πρωθιεράρχη, ποὺ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ βρέθηκε στὶς ἐθνικὲς ἐπάλξεις, συνεχίζοντας ἐπάξια τὴν παράδοση παλαιοτέρων Ἱεραρχῶν. Στὴν Ἑλλάδα ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μὲ τὸ Ἔθνος. Γι’ αὐτὸ καὶ ματαιοπονοῦν ὅσοι μιλᾶνε γιὰ χωρισμὸ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ Κράτος. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι δύναμη πνευματικὴ ἀκαταγώνιστη καὶ ξεύρει νὰ ἐνισχύῃ τὸ Ἔθνος, ἀλλὰ καὶ νὰ συγκακουχῆται μαζί του, ὅπως συνέβη ἀργότερα, στὰ χρόνια τῆς τριπλῆς ξενικῆς κατοχῆς (Γερμανῶν, Ἰταλῶν καὶ Βουλγάρων).
-Δ-
Ὁ Στρατός μας, παρὰ τὸν βαρὺ χειμῶνα ἐκείνης τῆς χρονιᾶς, τὸ Ναυτικό μας καὶ ἡ Ἀεροπορία μας ἔκαναν κυριολεκτικὰ θαύματα : Στὴν Βόρειο Ἤπειρο, στὴν Ἀδριατική, στὸ Ροῦπελ καὶ στὰ ἄλλα ὀχυρὰ τῆς «Γραμμῆς Μεταξᾶ» καὶ στὴν Κρήτη τὰ Ἑλληνόπουλα, μὲ πίστη στὸν Θεὸ καὶ στὴν προστασία τῆς Παναγίας, ἔγραψαν λαμπρὲς σελίδες δόξας, ὅπως καὶ οἱ ὑπέροχες ἐκεῖνες ἡρωΐδες γυναῖκες τῆς Πίνδου, ἀλλὰ καὶ ὅσες, στὰ μετόπισθεν, ἔπλεκαν κάλτσες καὶ μάλλινες φανέλλες καὶ μπλοῦζες, καὶ ἑτοίμαζαν δέματα γιὰ τοὺς ἥρωες τοῦ Μετώπου. Ὅλοι τὸ παραδέχονταν τότε : Ἡ Ἑλλάδα ἔδωσε πρώτη τὸ σύνθημα τῆς νίκης, ἀφοῦ ἀπέδειξε ὅτι ὁ «Ἄξονας» δὲν ἦταν ἀήττητος. Καὶ ὅλοι οἱ ξένοι ἡγέτες μᾶς ἐγκωμίαζαν καὶ μᾶς ἔπλεκαν ὕμνους. Πράγματι ! Ἡ Ἑλλάδα δὲν εἶχε μόνο νικήσει. Τὸ κυριώτερο ἦταν ὅτι εἶχε δοξασθῆ. «Θὰ νικήσωμεν. Ἀλλὰ διὰ τοὺς Ἕλληνας ὑπὲρ τὴν νίκην ἡ δόξα», ἦταν τὸ σύνθημα, ποὺ κυριαρχοῦσε τὴν ἀνεπανάληπτη ἐκείνη ἐποχή.
-Ε-
Γιορτάζουμε καὶ φέτος τὴν Ἐπέτειο τοῦ Ἔθνους τοῦ 1940. Σὲ ἀτμόσφαιρα, ὅμως, ἡττοπάθειας καὶ ἀπογοητεύσεως, λόγῳ τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως. Οἱ καιροὶ εἶναι πράγματι δύσκολοι. Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ Παναγία μας δὲν θὰ μᾶς ἀφήσουν. Ὅπως τότε, ἔτσι καὶ τώρα : Μὲ πρωτοπόρα τὰ νειᾶτα, τὰ μαθητικά, τὰ φοιτητικὰ καὶ τὰ στρατευμένα νειᾶτα, ἡ Πατρίδα μας θὰ ξεπεράσῃ τὶς δυσκολίες καὶ τοὺς κινδύνους, καὶ θὰ γίνῃ σεβαστὴ στοὺς φίλους καὶ ὑπολογίσιμη στοὺς ἐχθρούς. Λοιπόν, ψηλὰ οἱ καρδιές. Κι’ οἱ Σημαῖες ψηλά. Ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἑλλάδα θὰ νικήσουν, ἐφ’ ὅσον τὸ φῶς τοῦ «ΟΧΙ» τοῦ 1940 φωτίζει τὴν ζωή μας. Τιμὴ καὶ δόξα σὲ ὅσους ἔπεσαν ἡρωϊκῶς μαχόμενοι ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος. Οἱ Ἕλληνες δὲν θὰ τοὺς ξεχάσουν ποτέ.
Διάπυρος πρὸς Χριστὸν εὐχέτης
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† ὉΔρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶΚονίτσης Α Ν Δ Ρ Ε Α Σ
Στις 26 Οκτωβρίου 1912, σαν σήμερα ακριβώς εδώ και 100 χρόνια, η Θεσσαλονίκη, η πόλη που ίδρυσε ο βασιλιάς της Μακεδονίας Κάσσανδρος το 315 π.Χ. ως πρωτεύουσα του Μακεδονικού βασιλείου, μετά από μία μακρά σκοτεινή περίοδο σκλαβιάς και υποτέλειας στους Τούρκους διάρκειας 482 χρόνων, επανέρχεται και ενσωματώνεται στον εθνικό κορμό, γεγονός που χαιρετίστηκε με χαρά, συγκίνηση και εθνικό ενθουσιασμό από τους Έλληνες κατοίκους της Θεσσαλονίκης και όλης της Ελλάδας.
Αργά το βράδυ Ελληνική Επιτροπή με επικεφαλείς- πληρεξούσιους του διαδόχου και αρχιστρατήγου Κωνσταντίνου τους αξιωματικούς Βίκτωρα Δούσμανη και Ιωάννη Μεταξά έφτασαν στο Διοικητήριο μεταφέροντας την οριστική πρόταση εκ μέρους του διαδόχου στον Τούρκο αρχιστράτηγο Χασάν Ταξίν Πασά για να διατυπωθεί αμέσως στη συνέχεια το κείμενο του σχετικού Πρωτοκόλλου Παράδοσης της πόλης της Θεσσαλονίκης στον Ελληνικό στρατό.
Το κείμενο του Πρωτοκόλλου συνετάγη ιδιοχείρως από τον έφεδρο τότε δεκανέα ΄Ιωνα Δραγούμη στα ελληνικά και στα γαλλικά και ανέφερε μεταξύ άλλων τον τρόπο παράδοσης του οπλισμού των Τούρκων στρατιωτών, τον τόπο συγκέντρωσης και περιορισμού των Τούρκων αιχμαλώτων, τον τρόπο παράδοσης των τουρκικών πυροβόλων και μηχανημάτων κλπ ενώ συμφωνήθηκε οι χωροφύλακες και η Οθωμανική αστυνομία να συνεχίσουν την υπηρεσία τους ως ότου προκύψει νέα διαταγή.
Το παραπάνω Πρωτόκολλο συνόδευε και ένα άλλο «προσαρτημένο» με 6 άρθρα, το οποίο αναφερόταν στον τρόπο εισόδου στην πόλη των ελληνικών στρατευμάτων, στην παροχή τροφής στους Τούρκους στρατιώτες κλπ
Μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου παράδοσης της πόλης, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου μέραρχος Παναγιώτης Δαγκλής αναλαμβάνει καθήκοντα στο κτίριο του Διοικητηρίου, ενώ ο λοχαγός του Μηχανικού Αθανάσιος Εξαδάκτυλος («Αθανάσιος Αντωνίου» κατά το Μακεδονικό Αγώνα) μαζί με τον ένθερμο πατριώτη ΄Ιωνα Δραγούμη κατευθύνονται στο Ελληνικό Γενικό Προξενείο της παραλίας, όπου σε ατμόσφαιρα ενθουσιώδη υψώνουν, στο μπαλκόνι του κτιρίου την ελληνική σημαία.
Με παρόμοιο τελετουργικό τρόπο εν μέσω χειροκροτημάτων και επευφημιών ο Αλέξανδρος Ζάννας, με τη βοήθεια κάποιου ναυτικού, υψώνει την ελληνική σημαία στην κορυφή του Λευκού Πύργου.
Στη συνέχεια και κάτω από ραγδαία βροχή, που όμως δεν ήταν ικανή να αποτρέψει τον ελληνικό πληθυσμό από το να πλημμυρίσει τους δρόμους,μπαίνει στην πόλη από την οδό «Μεμλεκέτ Μπαχτσεσή» (σημερινή 26ης Οκτωβρίου)η μεραρχία του στρατηγού Κλεομένη Κλεομένους με 3.000 άνδρες και στρατωνίζεται στα δυτικά της πόλης κοντά στο Σιδηροδρομικό Σταθμό.
Παράλληλα ο στρατηγός Κωνσταντίνος Καλλάρης με την ΙΙη Μεραρχία του πραγματοποιεί ταχύτατα «κυκλωτική»κίνηση στη Θεσσαλονίκη και καταλαμβάνει την περιοχή της Μπάλτσας (Μελισσοχωρίου) αποτρέποντας κάθε προοπτική ή δυνατότητα να βρει διέξοδο προς βορρά και βορειοανατολικά ο τουρκικός στρατός αναγκάζοντας τελικά τον Τούρκο αρχιστράτηγο να αποδεχθεί την πλήρη παράδοση της πόλης …
Στις 29 Οκτωβρίου 1912, με νέα τμήματα στρατού, μπαίνει στην πόλη ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄, που εγκαθίσταται στην περιοχή «Εξοχών» της Θεσσαλονίκης, στο αρχοντικό Χατζηλαζάρου, ενώ ο διάδοχος Κωνσταντίνος και το επιτελείο του εγκαταστάθηκαν στο Ξενοδοχείο «Σπλέντιτ» στην παραλία.
Στη συνέχεια ο Στρατηγός Καλλάρης ορίστηκε πρώτος Στρατιωτικός Διοικητής των ελληνικών στρατευμάτων της ελεύθερης Θεσσαλονίκης μέχρι να αναχωρήσει με τη Μεραρχία του για την Ήπειρο με στόχο την κατάληψη των Ιωαννίνων και να τον αντικαταστήσει ο πρίγκιπας Νικόλαος Πολιτικός Διοικητής της Θεσσαλονίκης και των –ονομαζόμενων – «Νέων Χωρών» ορίστηκε ο εκ Βεροίας καταγόμενος Κωνσταντίνος Ρακτιβάν ενώ για λόγους σκοπιμότητας και προσωρινά διατηρήθηκε στη θέση του και ο Τούρκος δήμαρχος της πόλης Οσμάν Σαϊτ Ιμπέλ Χακή μπέης.
Στις 30 Οκτωβρίου 1912 έγινε λαμπρή δοξολογία για την Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης στο ναό του Αγίου Μηνά, στην οποία χοροστάτησε ο τότε μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος (1912-1951), ο οποίος είχε αναλάβει τα καθήκοντά του στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης μόλις το Μάιο λίγους μήνες πριν από την Απελευθέρωση της πόλης.
Την ίδια ημέρα, στις 26 0κτωβρίου 1912, ταξιαρχία του ελληνικού ιππικού ύστερα από μάχη απελευθερώνει το Λαγκαδά ενώ την επομένη 27 Οκτωβρίου, ο οπλαρχηγός του Μακεδονικού Αγώνα καπετάν Δούκας, σε συνεργασία με τμήματα του ελληνικού τακτικού στρατού απελευθερώνει και τη Μοναστική Πολιτεία του Αγίου Όρους …
Πηγή: Αβέρωφ
O άγιος Δημήτριος μαζί με τον άγιο Γεώργιο, είναι τα δυο παλληκάρια της χριστιανοσύνης. Aυτοί είναι κάτω στη γη, κ’ οι δυο αρχάγγελοι Mιχαήλ και Γαβριήλ είναι απάνω στον ουρανό. Στα αρχαία χρόνια τους ζωγραφίζανε δίχως άρματα, πλην στα κατοπινά τα χρόνια τους παριστάνουνε αρματωμένους με σπαθιά και με κοντάρια και ντυμένους με σιδεροπουκάμισα. Στον έναν ώμο έχουνε κρεμασμένη την περικεφαλαία και στον άλλον το σκουτάρι, στη μέση είναι ζωσμένοι τα λουριά που βαστάνε το θηκάρι του σπαθιού και το ταρκάσι πόχει μέσα τις σαγίτες και το δοξάρι. Tα τελευταία χρόνια, ύστερα από το πάρσιμο της Πόλης, οι δυο αυτοί άγιοι και πολλές φορές κι’ άλλοι στρατιωτικοί άγιοι ζωγραφίζουνται καβαλλικεμένοι απάνω σε άλογα, σε άσπρο ο άγιος Γεώργης, σε κόκκινο ο άγιος Δημήτρης. Kι’ ο μεν ένας κονταρίζει ένα θεριό κι’ ο άλλος έναν πολεμιστή, τον Λυαίο. Aυτά τα άρματα που φοράνε ετούτοι οι άγιοι, παριστάνουνε όπλα πνευματικά, σαν και κείνα που λέγει ο απόστολος Παύλος: «Nτυθήτε την αρματωσιά του Θεού για να μπορέσετε να αντισταθήτε στα στρατηγήματα του διαβόλου. Γιατί το πάλεμα το δικό μας δεν είναι καταπάνω σε αίμα και σε κρέας, αλλά καταπάνω στις αρχές, στις εξουσίες, καταπάνω στους κοσμοκράτορες του σκοταδιού σε τούτον τον κόσμο και καταπάνω στα πονηρά πνεύματα στον άλλον κόσμο. Για τούτο ντυθήτε την πανοπλία του Θεού, για να μπορέσετε να βαστάξετε κατά την πονηρή την ημέρα, κι’ αφού κάνετε όσα είναι πρεπούμενα, να σταθήτε. Tο λοιπόν, σταθήτε γερά, έχοντας περιζωσμένη τη μέση σας με αλήθεια, και ντυμένοι με το θώρακα της δικαιοσύνης και με τα πόδια σας σανταλωμένα για να κηρύξετε το Eυαγγέλιο της ειρήνης κι’ αποπάνω από όλα σκεπασθήτε με το σκουτάρι της πίστης, που με δαύτο θα μπορέσετε να σβήσετε όλες τις πυρωμένες σαγίτες του πονηρού. Kαι φορέσετε την περικεφαλαία της σωτηρίας και το σπαθί του πνεύματος, που είναι ο λόγος του Θεού».
Aυτός ο ηρωικός και καρτερικός χαραχτήρας, που έχουνε οι πολεμιστές οπου μαρτυρήσανε για τον Xριστό σαν άκακα αρνιά, ανάγεται στα πνευματικά.
O άγιος Δημήτριος περισκεπάζει όλη την οικουμένη, όπως λέγει το τροπάρι του, αλλά ιδιαίτερα προστατεύει τη Θεσσαλονίκη, που τη γλύτωσε πολλές φορές και στέκεται κι’ ανθίζει ως τα σήμερα, καινούριος μέγας Aλέξαντρος, που η δύναμή του κ’ η αντρεία του δεν χαθήκανε με το θάνατό του, όπως έγινε στον Aλέξαντρο, αλλά ζει και φανερώνεται στον αιώνα, σ’ όσους τον παρακαλάνε με θερμή καρδιά. H πατρίδα του βρίσκεται ολοένα σε κίνδυνο και σε σκληρές περιστάσεις κι’ ολοένα τον κράζει να τη βοηθήσει και να τη γλυτώσει. Kαι φέτος, ύστερα από τόσες γενεές που προστρέξανε με δάκρυα στην προστασία του, πάλι θα δράμουνε οι βασανισμένοι χριστιανοί στην εκκλησία του και θα κλάψουνε και θα ψάλλουνε πάλι το τροπάρι που λέγει: “Φρούρησον, πανεύφημε, την σε μεγαλύνουσαν πόλιν από των εναντίον προσβολών, παρρησίαν ως έχων προς Xριστόν τον σε δοξάσαντα”.
O άγιος Δημήτριος, ο μεγαλομάρτυς και μυροβλύτης, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στα 260 μ.X. Oι γονιοί του ήτανε επίσημοι άνθρωποι κι’ ο Δημήτριος κοντά στη φθαρτή δόξα που είχε από το γένος του, ήτανε στολισμένος και με χαρίσματα άφθαρτα, με φρονιμάδα, με γλυκύτητα, με ταπείνωση, με δικαιοσύνη και με κάθε ψυχική ευγένεια. Όλα τούτα ήτανε σαν ακριβά πετράδια που λάμπανε απάνω στην κορόνα που φορούσε, κι’ αυτή η κορόνα ήτανε η πίστη στον Xριστό. Eκείνον τον καιρό βασίλευε στη Pώμη ο Διοκλητιανός κ’ είχε διορισμένον καίσαρα, στα μέρη της Mακεδονίας και στα ανατολικά, ένα σκληρόκαρδο και αιμοβόρον στρατηγό που τον λέγανε Mαξιμιανό, θηρίο ανθρωπόμορφο, όπως ήτανε όλοι αυτοί οι πολεμάρχοι, που βαστούσανε κείνον τον καιρό με το σπαθί τον κόσμο, ο Διοκλητιανός, ο Mαξέντιος, ο Mαξιμίνος, ο Γαλέριος, ο Λικίνιος, πετροκέφαλοι, αγριοπρόσωποι, δυνατοσάγωνοι, πικρόστομοι, με λαιμά κοντά και χοντρά σαν βαρέλια, αλύπητοι, φοβεροί. Aυτός διώρισε τον Δημήτριο άρχοντα της Θεσσαλονίκης κι’ όταν γύρισε από κάποιον πόλεμο, μάζεψε τους αξιωματικούς στη Θεσσαλονίκη για να κάνουνε θυσία στα είδωλα. Tότε ο Δημήτριος είπε πως είναι χριστιανός και πως δεν παραδέχεται για θεούς τις πελεκημένες πέτρες. O Mαξιμιανός φρύαξε και πρόσταξε να τον δέσουνε και να τον φυλακώσουνε σ’ ένα λουτρό. Όσον καιρό ήτανε φυλακισμένος, ο κόσμος πρόστρεχε με θρήνο κι’ άκουγε τον Δημήτριο που δίδασκε το λαό για την πίστη του Xριστού. Ένα παλληκαρόπουλο, ο Nέστορας, πήγαινε κι’ αυτός κάθε μέρα κι’ άκουγε τη διδασκαλία του. Eκείνες τις ημέρες, παλεύανε πολλοί αντρειωμένοι μέσα στο στάδιο κι’ ο Mαξιμιανός χαιρότανε γι’ αυτά τα θεάματα· μάλιστα είχε σε μεγάλη τιμή έναν μπεχλιβάνη που τον λέγανε Λυαίο, άνθρωπο θηριόψυχο και χεροδύναμο, ειδωλολάτρη και βλάστημο, φερμένον από κάποιο βάρβαρο έθνος. Bλέποντας ο Nέστορας πως τους είχε ρίξει κάτω όλους αυτός ο Λυαίος, και πως καυχιότανε πως είχε τη δύναμη του Άρη και πως κανένας ντόπιος δεν αποκοτούσε να παλέψει μαζί του, πήγε στη φυλακή και παρακάλεσε τον άγιο Δημήτριο να τον βλογήσει για να ντροπιάσει τον Λυαίο και τον Mαξιμιανό και τη θρησκεία τους. Kι’ ο άγιος Δημήτριος έκανε την προσευχή του και τον σταύρωσε και παρευθύς έδραμε ο Nέστορας στο στάδιο και πάλεψε με κείνον τον άγριο το γίγαντα και τον έριξε χάμω και τον έσφαξε. Tότε ο Mαξιμιανός έγινε θηρίο από το θυμό του και μαθαίνοντας πως ο Nέστορας ήτανε χριστιανός και πως τον είχε βλογήσει ο Δημήτριος, πρόσταξε να τους σκοτώσουνε. Σαν πήγανε στη φυλακή οι στρατιώτες, τρυπήσανε τον Δημήτριο με τα κοντάρια και έτσι πήρε τ’ αμάραντο στέφανο, στις 26 Oκτωβρίου 296· μάλιστα είναι γραμμένο πως σαν είδε τους στρατιώτες να ρίχνουνε τα κοντάρια καταπάνω του, σήκωσε ψηλά το χέρι του και τον πήρανε οι κονταριές στο πλευρό, για να αξιωθεί το τρύπημα της λόγχης που δέχτηκε ο Xριστός στην πλευρά του κ’ έβγαλε αίμα και νερό η λαβωματιά του. Tον Nέστορα τον αποκεφαλίσανε την άλλη μέρα έξω από το κάστρο. Oι χριστιανοί σηκώσανε τα άγια λείψανα και τα θάψανε αντάμα, κι’ από τον τάφο έβγαινε άγιο μύρο που γιάτρευε τις αρρώστιες, για τούτο τον λένε και μυροβλύτη. Aπάνω στον τάφο χτίσθηκε εκκλησιά, τον καιρό που βασίλεψε ο μέγας Kωνσταντίνος. Στα κατοπινά χρόνια χτίσθηκε η μεγάλη εκκλησιά η τωρινή και στα 1143 ο βασιλέας Mανουήλ ο Kομνηνός έστειλε και πήρε στην Kωνσταντινούπολη την εικόνα του αγίου και την έβαλε στο μοναστήρι του Παντοκράτορος που ήτανε χτισμένη η εκκλησία του από τους Kομνηνούς και που τη λένε σήμερα Zεϊρέκ και την είχανε κάνει παλαιότερα τεκέ οι ντερβίσηδες. Στα εικονίσματά του είναι ζωγραφισμένος απάνω σε κόκκινο αντρειωμένο άλογο, που κοιτάζει σαν άνθρωπος, ομορφοσελωμένο, στολισμένο με χάμουρα και με γκέμια χρυσά, με τα μπροστινά ποδάρια σηκωμένα στον αγέρα, με την ουρά ανακαμαριασμένη, αλαφιασμένο από τον Λυαίο που κείτεται ματοχωμένος χάμω, τρυπημένος από το κοντάρι του αγίου Δημητρίου. (σ.σ. Ο άγ. Δημήτριος στην εικόνα του δε σκοτώνει το βάρβαρο παλαιστή Λυαίο ,όπως εσφαλμένα έχει γραφτεί, αλλά τον πολεμοχαρή τσάρο των Βουλγάρων Ιωαννίτζη, που οι Βυζαντινοί τον αποκαλούσαν "Σκυλογιάννη", ενώ ήταν έτοιμος να επιτεθεί στη Θεσσαλονίκη το 1207.
Πώς όμως ένας άγιος εικονίζεται να σκοτώνει έναν άνθρωπο;
Ο Σκυλογιάννης πέθανε από πλευρίτιδα, αλλά ο θάνατός του αποδόθηκε σε θεία δίκη. Σε ιστορικό κείμενο (Σταυράκιος) αναφέρεται όραμα, όπου ο άγιος εμφανίστηκε να ρίχνει το κοντάρι του στο σκληρό πολιορκητή, για να σώσει το λαό της πόλης του. Δε σκότωσε λοιπόν με τα όπλα του ο άγιος το Σκυλογιάννη, αλλά ο θάνατός του από ασθένεια λίγο πριν χτυπήσει τη Θεσσαλονίκη αποδόθηκε σε θεία παρέμβαση, που σταμάτησε τους κατακτητικούς πολέμους του, με τη μεσιτεία του αγίου Δημητρίου προς το Θεό (συμβολικά, "τον κοντάρεψε"). Στα καπούλια του, πίσω από τον Άγιο, είναι καβαλλικεμένος σε μικρό σχήμα ένας καλόγερος. Eίναι ο επίσκοπος Γαβριήλ, δεσπότης του Δαμαλά, που τον πιάσανε σκλάβο οι κουρσάροι μπαρμπερίνοι στα 1603 και τον πουλήσανε στο Aλγέρι, στον μπέη, που τον επήρε στο σεράγι του. Kάθισε κάμποσα χρόνια σκλάβος και παρακαλούσε μέρα νύχτα με δάκρυα να τον λευτερώσει ο άγιος Δημήτριος. Όπου, μια μέρα σαν αύριο, παραμονή τ’ αγίου Δημητρίου, τον είδε στον ύπνο του πως πήγε με τ’ άλογο και τον έβαλε καβάλλα και φύγανε από την Aραπιά. Kαι σαν ξύπνησε το πρωί, βρέθηκε λεύτερος στη Θεσσαλονίκη και δόξασε το Θεό και τον άγιο Δημήτριο και μπήκε σ’ ένα καράβι και πήγε στον Πόρο κι’ από τότε στα εικονίσματά του ζωγραφίζανε και το δεσπότη.
Λοιπόν αύριο το βράδυ θα προστρέξουνε πάλι οι Θεσσαλονικιώτες κ’ οι άλλοι χριστιανοί στη μεγάλη πανήγυρη και θα παρακαλέσουνε με συντριβή τον ένθερμο προστάτη τους να τους δώσει βοήθεια σε τούτες τις δεινές περιστάσεις. Kαι θα μαζευτούνε ο λαός ο ορθόδοξος κ’ οι άρχοντες κ’ οι δεσποτάδες και παπάδες και καλόγεροι και θα ψάλουνε στο μεγάλον εσπερινό τα κατανυχτικώτατα τροπάρια, με το μουσικό μέλος της Oρθοδοξίας· γιατί η Θεσσαλονίκη είναι η κιβωτός που σώθηκε η ορθόδοξη λατρεία από τον κατακλυσμό της φραγκολεβαντινιάς που πάγει να μας πνίξει με τους ανούσιους νεωτερισμούς της. Eκεί θα συναχτούνε οι καλοί οι ψαλτάδες που ψέλνουνε ακόμα με κείνη τη σοβαρή ψαλμωδία που κρατά από τότε που θεμελιώθηκε η σεβάσμια τούτη εκκλησία, πούναι το καύχημα κ’ η παρηγοριά της Aνατολής, ύστερα από την Aγιά Σοφιά της Kωνσταντινούπολης. Kαι μεθαύριο στη λειτουργία, θα ψάλουνε στους Aίνους τα εξαίσια προσόμοια που είναι γεμάτα πόνο και ελπίδα και αγιασμένον ενθουσιασμό. Tάχει συνθέσει ένας από τους γλυκύτερους ποιητές της εκκλησίας μας, ο άγιος Θεοφάνης ο Γραπτός, ψυχή πονεμένη και καρτερική. Kαι θα σας εξηγήσω με λίγα λόγια πως βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη και μελώδησε αυτά τα συγκινητικά τροπάρια.
Aυτός ο άγιος μαζί με τον αδελφό του τον Θεόδωρο λέγονται “Θεόδωρος και Θεοφάνης οι Γραπτοί”. Γεννηθήκανε στην Παλαιστίνη και γινήκανε μοναχοί και ύστερα χειροτονηθήκανε παπάδες και ησυχάσανε στο μοναστήρι του αγίου Σάββα. Ήτανε κι’ οι δυο σπουδασμένοι στο έπακρο και γνωρίζανε κατά βάθος την ελληνική και την αραβική γλώσσα.
Φαίνεται πως οι αληθινοί χριστιανοί πρέπει παντοτινά να βασανίζουνται, γιατί, σαν περάσανε οι διωγμοί από τους ειδωλολάτρες, αρχίσανε άλλοι διωγμοί από τους αιρετικούς χριστιανούς. Kι’ όσοι βασανισθήκανε από τους ειδωλολάτρες γινήκανε μάρτυρες, κι’ όσοι βασανισθήκανε από τους χριστιανούς αιρετικούς γινήκανε ομολογητές. Tέτοιοι ομολογητές είναι και γράφουνται και τα δυο τούτα αγιασμένα αδέλφια, ο Θεόδωρος κι’ ο Θεοφάνης. Γιατί τους καταδίωξε ο Λέοντας ο Ίσαυρος, που ήτανε εικονομάχος και τους φυλάκωσε και τους έδειρε και ύστερα τους εξώρισε στον Πόντο. Kι’ ο μεν Θεόδωρος τελείωσε τον αγώνα στη δεύτερη εξορία που τους έστειλε ο Θεόφιλος, ο τρίτος εικονομάχος αυτοκράτορας ύστερα από τον Λέοντα, και πέθανε σ’ ένα ερημονήσι που το λέγανε Aρουσία, μέσα σε μεγάλα δεινά και σε στερήσεις. O δε Θεοφάνης εξωρίσθηκε στη Θεσσαλονίκη κ’ εκεί, σκλάβος και τυραννισμένος, σύνθεσε με κλαυθμό ψυχής αυτά τα τροπάρια, που με δαύτα ικετεύει τον άγιο Δημήτριο να γλυτώσει τη χριστιανοσύνη από τους ασεβείς και τυραννικούς ανθρώπους, και τη Θεσσαλονίκη από τους βαρβάρους που τη ζώνανε. Kαι λέγουνται Γραπτοί, επειδή ο Θεόφιλος πρόσταξε και τυπώσανε με πυρωμένο σίδερο απάνω στα μέτωπά τους ένα αδιάντροπο ποίημα που έκανε κάποιος αυλοκόλακας. O άγιος Θεοφάνης, άμα πέθανε ο αυτοκράτορας Θεόφιλος, ψηφίσθηκε επίσκοπος Nικαίας και εκοιμήθη, γέροντας γεμάτος από πνευματική ευωδία, στα 850 μ.X. O Nικηφόρος Kάλλιστος τον λέγει ηδύφωνον μουσικόν αυλόν κι’ ο Σουΐδας ποιητήν. Έγραψε πολλές υμνωδίες σε διάφορες γιορτές, σύνθεσε και κανόνα συγκινητικό στον βασανισμένον αδελφό του τον Θεόδωρο.
Aπό τα τροπάρια των Aίνων που είπαμε, το πρώτο έχει περισσότερον πόνο και πάθος και σ’αυτό συνεταίριαξε ο ποιητής τεχνικά τη θλίψη του για το διωγμό της ορθοδοξίας με το υμνολόγημα του αγίου και με την καρτερική ελπίδα για τη σωτηρία της θεοσκέπαστης Θεσσαλονίκης, που και κείνον τον καιρό βρισκότανε σε αγωνία. Aυτά τα τροπάρια ταιριάζουνε πάντα στις δεινές δοκιμασίες που πέρασε απανωδιαστά η Θεσσαλονίκη από τον καιρό του Διοκλητιανού ίσαμε σήμερα. Παρακάτω βάζω αυτό το τροπάρι και το μεταγυρίζω στην απλή γλώσσα, πλην χωρίς να μπορέσω να σιμώσω στο πρωτόγραφο:
«Δεύρο, μάρτυς Xριστού, προς ημάς, σου δεομένους συμπαθούς επισκέψεως και ρύσαι κεκακωμένους τυραννικαίς απειλαίς και δεινή μανία της αιρέσεως· υφ’ ης ως αιχμάλωτοι και γυμνοί διωκόμεθα, τόπον εκ τόπου διαρκώς διαμείβοντες και πλανώμενοι εν σπηλαίοις και όρεσιν. Oίκτιρον ουν, πανεύφημε, και δος ημίν άνεσιν· παύσον την ζάλην και σβέσον την καθ’ ημών αγανάκτησιν, Θεόν ικετεύων, τον παρέχοντα τω κόσμω το μέγα έλεος».
«Έλα, μάρτυρα του Xριστού, σε μας, που έχουμε μεγάλη ανάγκη από τη συμπονετικιά σου την επίσκεψη και γλύτωσέ μας από τις τυραννικές φοβέρες κι’ από τη δεινή μανία της αιρέσεως· που μας κατατρέχει σα νάμαστε σκλάβοι και περπατούμε γυμνοί δώθε και κείθε κι’ αλλάζουμε ολοένα τόπο με τόπο και πλανιόμαστε σαν τ’ αγρίμια στα βουνά και στα σπήλαια. Λυπήσου μας, πανεύφημε, και δώσε μας ανάπαψη, πάψε τη ζάλη και σβήσε την αγανάχτηση που σηκώθηκε καταπάνω μας, παρακαλώντας το Θεό, που δίνει στον κόσμο το μέγα έλεος».
Σήμερα, ἀδελφοί μου χριστιανοί, 26 τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τήν μνήμη ἑνός ἁγίου, ἰδιαίτερα ἀγαπητοῦ στήν Ἑλλαδική Ἐκκλησία, τοῦ ἁγίου ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου. Πραγματικά, εἶναι πολύ ἀγαπητός ὁ ἅγιος Δημήτριος, ἀφοῦ ἀπό παλαιά ὑπῆρχαν χριστιανοί πού τόν εὐλαβοῦντο καί τόν ἐπεκαλοῦντο ἰδιαίτερα, «Δημητριανοί» καλούμενοι.
1. Ὁ ἅγιος κατά πρῶτον ἦταν παρθένος, καί σχετίζεται γι᾿ αὐτό τό ὄνομά του μέ τήν Παρθένο Παναγία μας. Θά τό ἐξηγήσω αὐτό, γιατί ἔχει μιά ὡραία ἑρμηνεία. Τό ὄνομα «Δημήτριος» εἶναι παλαιό. Οἱ παλαιοί τήν γῆ τήν θεωροῦσαν ὡς μητέρα. Καί, πραγματικά, ἡ γῆ εἶναι τέτοια, γιατί ἀπό αὐτή πλαστήκαμε – χῶμα εἶναι τό σῶμα μας – ἀπό αὐτή τρεφόμαστε καί σ᾿ αὐτή πάλι ἐπανέρχεται τό σῶμα μας μέ τόν θάνατο. Γι᾿ αὐτά τά τρία καί οἱ παλαιοί ἔλεγαν τήν γῆ «τρισαγάθη» καί τήν ὀνόμασαν «μητέρα». Καί στήν Λατρεία μας, ἕνας ἀναβαθμός τοῦ πλ. δ΄ ἤχου ὀνομάζει ἔτσι τήν γῆ, τήν λέγει «μητέρα»,1 «Γῆ-μῆτερ», ἔλεγαν·καί....
κατά παραφθορά τοῦ «Γ» ἔγινε «Δη-μῆτερ». Ἔτσι ἔχουμε τό ὄνομα «Δημήτριος». Καί οἱ εἰδωλολάτρες τήν θεά γεωργίας τήν ὀνόμαζαν «Δήμητρα».
Γιά ᾿μᾶς τούς Ὀρθοδόξους «Γῆ - Μῆτερ» εἶναι ἡ Παναγία μας. Τό γνωρίζουμε ὅτι εἶναι Μητέρα μας ἡ Παναγία, ἀλλά λέγεται καί «Γῆ». Γι᾿ αὐτό καί ψάλλουμε στούς Χαιρετισμούς γι᾿ Αὐτήν, «Χαῖρε ἄρουρα βλαστάνουσα εὐφορίαν οἰκτιρμῶν». Ἔτσι, μέ ἀφορμή τό ὄνομά του συσχετίζουν τόν παρθένο ἅγιο Δημήτριο πρός τήν Παρθένο Παναγία μας.
2. Ἀλλά ὁ ἅγιος Δημήτριος δέν ὑπῆρξε μόνον παρθένος ἀλλά καί μάρτυς, μεγαλομάρτυς, καί μάλιστα τό μαρτύριό του σχετίζεται – παραλληλίζεται πρός τό Πάθος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ συσχετισμός γίνεται καί γιά τό νεαρό τῆς ἡλικίας τοῦ μάρτυρος, ἀλλά κυρίως καί γιατί λογχίσθηκε, ὅπως ὁ Ἐσταυρωμένος Χριστός μας. Γι᾿ αὐτό, καί κατά παλαιό τυπικό, πρίν ἀπό τήν ἑορτή τοῦ ἁγίου Δημητρίου γινόταν νηστεία μία ἑβδομάδα, ὅπως τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα γιά τά Πάθη τοῦ Χριστοῦ καί μετά τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου εἴχαμε μεθεόρτια πάλι μία ἑβδομάδα, ὅπως ἡ Διακαινίσιμη Ἑβδομάδα μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἑορτή, λοιπόν, τοῦ ἁγίου Δημητρίου ἦταν «εἰς τύπον τῆς ἁγίας καί μεγάλης Κυριακῆς τῆς τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ ἡμῶν ἀναστάσεως». Αὐτό, βέβαια, δέν γίνεται μέ ἄλλον ἅγιο, ἀλλά μέ τόν ἅγιο Δημήτριο μόνον, ἀκριβῶς γιά τόν παραλληλισμό τοῦ μαρτυρίου του μέ τό Πάθος τοῦ Χριστοῦ, γιατί καί ὁ ἅγιός μας λογχίσθηκε, ὅπως καί ὁ Χριστός μας στόν φρικτό Γολγοθᾶ. Ἄρχιζε δέ παλαιότερα ἡ ἑορτή τοῦ ἁγίου Δημητρίου ἀπό 1ης Ὀκτωβρίου· ὥστε ὁλόκληρος ὁ μήνας Ὀκτώβριος ἦταν ἀφιερωμένος στόν ἅγιο Δημήτριο.
Παρθένος καί μάρτυς, λοιπόν, ὑπῆρξε ὁ ἅγιος Δημήτριος καί μάλιστα εἶναι πολύ πιθανόν ὅτι ἦταν καί ἱερεύς,2 ὁπότε μπορεῖ νά λέγεται καί ἱερομάρτυς. Στά χρόνια τῶν διωγμῶν τότε, δέν ἦταν φανεροί οἱ ἱερεῖς, δέν εἶχαν ἰδιαίτερη ἐνδυμασία, γι᾿ αὐτό καί πολύ εὔκολα διέφευγε ἡ ἱερατική ἰδιότητά τους· ἀλλά γιά τόν ἅγιο Δημήτριο θεωρεῖται πολύ πιθανόν ὅτι ἦταν ἱερεύς, καί μάλιστα, ὅπως ἄκουσα ἀπό γνώστη τῶν λειτουργικῶν, ἦταν «τοὐλάχιστον ἱερεύς»· μπορεῖ, δηλαδή, νά ἦταν καί Ἐπίσκοπος!
3. Ἀκόμη ὁ ἅγιός μας λέγεται καί «Μυροβλύτης», γιατί μυρόβλυσε ὁ τάφος του. Οἱ χριστιανοί, ἀγαπητοί μου, μέ τό Ἅγιο Μύρο, πού λάβαμε κατά τό Βάπτισμά μας, πήραμε τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί πνέουμε Μύρο καί γινόμαστε μοσχοβολητοί, γι᾿ αὐτό καί μυροβλύζουν τά Λείψανα τῶν ἁγίων καί οἱ τάφοι τους. Τό κακό ὅμως πού παθαίνουμε εἶναι ὅτι μέ τίς ἁμαρτίες μας χάνουμε τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἔρχεται στήν ψυχή μας ἡ δυσοσμία τῶν κακῶν παθῶν. Καί πρέπει, λοιπόν, νά καθαριστεῖ ἡ καρδιά μας ἀπό τά πάθη αὐτά, πράγμα πού πετυχαίνεται μέ τήν μετάνοια, γιά νά ἔρθει πάλι καί πάνω μας καί μέσα μας ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ ἅγιοι, μέ τόν καθαρό βίο τους, ἦταν πάντοτε κατοικητήρια τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καί τά ἔργα τους καί τά λόγια τους ἦταν χαριτωμένα, ἔπνεαν Μύρο· καί ὡς ἕνα δεῖγμα τῆς ἁγίας τους αὐτῆς ζωῆς ἦταν ἡ εὐωδία τῶν ἁγίων τους Λειψάνων καί ἡ μυρόβλυση τῶν τάφων τους, ὅπως στήν περίπτωση τοῦ μεγαλομάρτυρος ἁγίου Δημητρίου.
4. Ὁ ἅγιός μας εἶναι ἀκόμη ἱεραπόστολος. Εἶχε κύκλο μαθητῶν. Καί κάθε μέρα ηὔξανε τόν κύκλο αὐτόν, γιατί πόθος του ἦταν κάθε μέρα ἕναν εἰδωλολάτρη νά τόν κάνει χριστιανό. Μᾶς εἶναι γνωστός ἕνας ἀπό τούς μαθητές τοῦ ἁγίου, ὁ Νέστορας, πού τό ὄνομά του τό ἀκούσαμε στό Ἀπολυτίκιο, γιατί συνδέεται πολύ στενά μέ τόν διδάσκαλό του ἅγιο. Ἐκεῖνα τά χρόνια, ἀγαπητοί, ὑπῆρχε ἕνας γιγαντόσωμος καί ὑπερφίαλος εἰδωλολάτρης, πρόσωπο τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ, Λυαῖος στό ὄνομα, πού κομπορρημονοῦσε καί ἔλεγε, ὅτι θά συντρίψει μέ τήν δύναμή του τό γένος τῶν χριστιανῶν· καί προκαλοῦσε τούς χριστιανούς, ἄν πιστεύουν γιά δυνατό τόν Χριστό τους – ἔλεγε – νά ἔρθουν νά παλέψουν μαζί του, γιά νά τούς ἀποδείξει τήν δική του δύναμη καί τήν δική τους ἀδυναμία. Ἀλλά παρουσιάστηκε γιά νά παλέψει μέ τόν θρασύ καί ὑπερφίαλο αὐτόν Λυαῖο ὁ χριστιανός Νέστορας, μικρός καί ἀδύνατος στό παράστημα. Πῆγε ὅμως πρῶτα στήν φυλακή, γιά νά πάρει τήν εὐχή τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Ὁ ἅγιος ἀπό τήν φυλακή του τόν ἐσταύρωσε, τόν εὐλόγησε καί τοῦ εἶπε προφητικά: «Καί τόν Λυαῖον νικήσεις καί ὑπέρ Χριστοῦ μαρτυρήσεις»! Δυναμωθείς ἀπό τόν λόγο του αὐτόν ὁ Νέστορας πῆγε στό στάδιο, τό κατάμεστο ἀπό κόσμο, γιά νά παλέψει μέ τόν γιγαντόσωμο Λυαῖο. Καί ὅταν ἄρχισε ὁ ἀγώνας εἶπε δυνατά: «Θεέ τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι»!!! Καί ἀμέσως ὅρμησε ἐναντίον τοῦ θηρίου καί μέ μία ἐπιδέξια κίνηση τόν σώριασε κατά γῆς καί τόν ἐθανάτωσε. Ἔτσι κατέβαλε τήν ὑπερηφάνεια τῶν εἰδωλολατρῶν καί τό καύχημα τοῦ βασιλέως. Σ᾿ αὐτό τό θαῦμα ἀναφέρεται ἡ φράση τοῦ Ἀπολυτικίου τοῦ ἁγίου «ὡς οὖν Λυαίου καθεῖλες τήν δύναμιν ἐν τῷ σταδίῳ θαρρύνας τόν Νέστορα».
Τήν νίκη αὐτή τῶν χριστιανῶν κατά τῶν ἀπίστων Λυαίων τήν ζήσαμε καί ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες σάν ἔθνος στόν ἀγώνα μας τό ᾿40, ἕνα λαμπρό ἱστορικό γεγονός πού δέν τό ξεχνᾶμε καί δέν πρέπει νά τό ξεχάσουμε ποτέ. Ἤμαστε κι ἐμεῖς σάν ἔθνος μικροί καί ταπεινοί, ἐνῶ οἱ ἐχθροί μας ἦταν δυνατοί, εἶχαν ἅρματα καί τάνκς καί ἀεροπλάνα, πού ἔσκιαζαν τόν ἥλιο· καί κομπορρημονοῦσαν, καί αὐτοί σάν τόν Λυαῖο, καί μέ πεποίθηση ἔλεγαν ὅτι θά μᾶς συντρίψουν καί θά μᾶς βουλιάξουν. Ἀλλά συντρίφτηκαν αὐτοί, γιατί ἐμεῖς παραταχθήκαμε ἐναντίον τους ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ μας, μέ τήν Εὐχή τῆς Παναγιᾶς μας. Αὐτή ἦταν ἡ Μαυροφόρα Ἐκείνη, πού τήν ἔβλεπαν οἱ φαντάροι μας πάνω στά χιονισμένα βουνά νά ἁπλώνει τά παντοδύναμα Χέρια Της, νά ὁδηγεῖ τά στρατεύματά μας καί τά βόλια τοῦ ἐχθροῦ ἄλλαζαν κατεύθυνση. «Οὗτοι – οἱ ἐχθροί μας – ἐν ἅρμασι καί οὗτοι ἐν ἵπποις· ἡμεῖς δέ ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα» (Ψαλμ. 19,8).
Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων! Αὕτη ἡ πίστις τῶν «Δημητριανῶν»!
Ἀγαπητοί μου! Τά προβλήματα τῆς ζωῆς μας, τά ἐμπόδια στούς καλούς μας ἀγῶνες, αὐτοί οἱ φοβεροί Λυαῖοι, θά λυθοῦν καί θά διαλυθοῦν μέ τήν εὐχή καί τό κοντάρι τοῦ ἁγίου Δημητρίου, τοῦ ἀγαπητοῦ καί θαυμαστοῦ ἁγίου μας, ΑΜΗΝ.
Μέ πολλές εὐχές,
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας
YΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. «Ἐπί τήν μητέρα αὐτοῦ γῆν, πᾶς αὖθις ἀναλύσει».
2. Αὐτό ὑποδηλώνεται ἀπό τό ὅτι σ᾿ αὐτόν κατέφυγε ὁ Νέστορας γιά νά πάρει «εὐχή» γιά τήν πάλη του μέ τόν Λυαῖο, ἀπό τό ὅτι ὁ ἅγιος τόν ἐσφράγισε ἐπί τῆς κεφαλῆς του, τόν εὐλόγησε, ὅπως κάνουν οἱ ἱερεῖς καί ἀπό τό ὅτι ὁ Νέστορας στό στάδιο ἐπικαλέστηκε τόν Χριστό ὡς «Θεό τοῦ ἁγίου Δημητρίου». Ἡ ἱερωσύνη τοῦ ἁγίου φαίνεται ἀκόμη καί ἀπό τό ὅτι ὁ ἅγιος εἶχε κύκλο «μαθητῶν», σάν μιά σημερινή ἐνορία, αὐξάνοντας καθημερινά τόν ἀριθμό τῆς συνάξεώς του κάνοντας χριστιανούς. Αὐτό εἶναι τό ἔργο τοῦ ἱερέως.
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Η 28η Οκτωβρίου 1940 είναι το νεότερο θαύμα του Ελληνισμού!
Πόσο υπέροχος αλήθεια είναι ο λαός του Θεού!!! Ο λαός μας!
Πόσα θαύματα μπορεί να κάνει η πίστη και η προσευχή του λαού μας!!
Όχι, δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσουμε αυτά που ο Θεός με την Παναγία και τους Αγίους έγραψε πάνω στην Πίνδο. Τα μνήματα των σκοτωμένων φωνάζουν και ζητούν δικαίωση.
Τι θαύμα ήταν όλο αυτό μέσα στα χιόνια, χωρίς εφοδιασμό και πολεμοφόδια, λιγότεροι αριθμητικά και οπλικά υποδεέστεροι!
Να δοξάσουμε τον Θεό και την Παναγία μας.
Ανθρωπίνως δεν υπήρχε η δυνατότητα – καμιά πιθανότητα -να νικήσουμε τους Ιταλούς. Είχαν οκτώ εκατομμύρια στρατό, επίλεκτες μονάδες, πλήθος πυρομαχικών, πολυπληθέστερα μέσα και σύγχρονα οπλικά συστήματα. Εμείς κυριολεκτικά πηγαίναμε «ξυπόλυτοι στ΄ αγκάθια».
Κι όμως αυτό το θαύμα το έχουμε κάνει τραύμα στην ψυχή του έθνους. Είμαστε έτοιμοι να εγείρουμε πόλεμο για κάτι ψιλολόγια που ήρθαν σα φίδια στον κόρφο μας τελευταία, έχουμε λόγο και άποψη για παγκόσμιες ημέρες και για τους όπου γης αντάρτες και επαναστάτες, πανηγυρίζουμε για εγκληματίες πολέμου και συγχαίρουμε σφαγείς της οικουμένης, κι όμως για το 1940 μασάμε τα λόγια μας.
Είμαστε, όπως λέγει ο λαός μας «ακριβοί στα πίτουρα και φτηνοί στο στάρι» !
Ας δούμε όμως το θαύμα…
Αλήθεια πως νικήσαμε και ξεμπερδέψαμε με δαύτους;
Η ανδρεία είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα του λαού μας, όταν μάλιστα συνδυάζεται με την αίσθηση και την απαίτηση του δικαίου και την φιλοπατρία. Στην εποχή δηλ. εκείνη ο λαός μας επέδειξε: ανδρεία, φιλοπατρία και υψίστη αίσθηση του καθήκοντος προς την πατρίδα.
Επίσης οι Έλληνες τότε διεκρίθησαν για το ακατάβλητο θάρρος, το πνεύμα της ενότητος και το ηρωϊκό φρόνημα της αυτοθυσίας. Έπεσαν μέσα στη φωτιά του πολέμου. Δε λογάριασαν τίποτε. Δε λυπήθηκαν τον εαυτό τους. Θυμήθηκαν την ιστορία τους και είπαν: «Νυν υπέρ πάντων ο αγών».
Υπήρξε και κάτι άλλο: ο λαός μας εκείνο τον δύσκολο καιρό ανέβηκε στα ύψη της Πίστεως και της προσευχής. Πίστεψε στην Παναγία μας και τo βαλε πείσμα να ξεπλύνει την ντροπή της Τήνου και της Έλλης. Από την πίστη δυναμώθηκε, φωτίστηκε, ενώθηκε, έγινε εφευρετικός και αεικίνητος και «έθραυσεν εχθρούς».
Όλοι τότε ξεπέρασαν τον εαυτό τους . Οι γυναίκες της Πίνδου που ανέβαζαν στα 2500 μέτρα πυρομαχικά και κατέβαζαν τραυματίες. Οι ξεπαγιασμένοι στρατιώτες που συνέχιζαν να πολεμούν ολόκληρα εικοσιτετράωρα. Πίσω στα μετόπισθεν ένα απέραντο στρατόπεδο της προσευχής και μετά από κάθε προέλαση των παιδιών μας ο φρενήρης ενθουσιασμός της νίκης.
Ευτυχήσαμε τότε να έχουμε και αξίους ηγέτες σε όλα τα επίπεδα της εξουσίας. Αρχιεπίσκοπο τον Χρύσανθο, το παλληκάρι του Πόντου. Τον Κυβερνήτη Ιωάννη Μεταξά, τον αρχιστράτηγο Παπάγο, τον Δαβάκη, τον Κατσιμήτρο… Τότε ήταν που ακούστηκαν οι φοβερές ιαχές: ΑΕΡΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΕΠΑΝΩ ΤΟΥΣ.
Τι σημασία έχουν όλα αυτά για μας σήμερα; Τι πρέπει να κάνουμε;
Α] Να μαθητεύσουμε στο ιστορικό μας παρελθόν
Όλες οι μεγάλες στιγμές του έθνους μας είναι γεμάτες από ηρωϊσμό και αυτοθυσία. Δεν υπάρχει στιγμή χωρίς τιμή και δόξα. Είμαστε Έλληνες. Μάλλον ήμασταν Έλληνες. Τώρα γίναμε απλά φιλέλληνες. Όμως ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες, ο Μιλτιάδης στο Μαραθώνα, ο Θεμιστοκλής στη Σαλαμίνα, ο Παλαιολόγος στην Πόλη των Ονείρων μας, ο Παπαφλέσσας στο Μανιάκι, ο Διάκος στην Αλαμάνα, ο Παύλος Μελάς, οι αγωνιστές της Πίνδου και του Ρούπελ, τα Ελληνόπουλα της Κύπρου… συνεχίζουν από τον τάφο τους να διαμαρτύρονται για την κατάντια μας. Όλη η Ιστορία μας βροντοφωνάζει στα έγκατα της ψυχής μας και στα πέρατα του κόσμου το ΟΧΙ, το ΑΕΡΑ, το ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ, και διδάσκει τους λαούς πως οι Ήρωες πολεμάνε σαν τους Έλληνες. Ζητάνε οι πεθαμένοι από τους ζωντανούς, από τους Έλληνες, να ανεβούν στο πάνθεο των προγόνων τους και όχι να σέρνονται σαν τα σαλιγκάρια και τα σκουλήκια στις αυλές της Ευρώπης, την ελευθερία και ακεραιότητα της οποίας εμείς της εξασφαλίσαμε με το αίμα μας.
Β] Να μη επιτρέψουμε στην αχαριστία και τη λήθη και την αμαρτία να κάνουν παρέλαση στις πόλεις μας
Καθημερινά πρέπει να αγρυπνούμε γιατί οι εξωτερικοί εχθροί μας και η εντός των τειχών Πέμπτη προδοτική φάλαγγα ετοιμάζουν διάφορα σκοτεινά σχέδια σε βάρος της φυλής και της εθνικής μας αυτογνωσίας. Με κουλτουριάρικα λόγια και γλυκανάλατες θεωρίες για ανοχή και ανοιχτές κοινωνίες, γίναμε ένα ιδεολογικό ξέφραγο αμπέλι, όπου έρχεται ο καθένας και η καθεμιά και πετούν τα σκουπίδια τους στην Πατρίδα.
Όλοι οι λαοί έχουν τις Εθνικές τους επετείους , κάνουν παρελάσεις, αναρτούν τις σημαίες, μιλούν ιστορικοί και παλαίμαχοι, υψώνουν μνημεία, παρασημοφορούν τους επιζήσαντες ήρωές τους και διδάσκουν τα παιδιά τους τα πεπρωμένα της φυλής τους. Εμείς εδώ με μια τεράστια ιστορία θα εγκαταλείψουμε κάθε τι που θυμίζει Ελλάδα χάριν της παγκοσμιοποίησης και της πολυπολιτισμικότητας;
Πως είναι δυνατόν να επιτρέψουμε να μας απαγορεύσουν να υψώνουμε τη σημαία μας, να φοράμε ενδύματα με κάποιο εθνικό σύμβολο, να μιλάμε για την Πατρίδα, τη στιγμή που δεν υπάρχει καμιά αμερικανική ταινία χωρίς την αστερόεσσα. Τη στιγμή που ισλαμιστές αυτομαστιγώνονται τελετουργικά μέσα στις πόλεις μας, κυκλοφορούν με τις κελεμπίες τους και τις μαντήλες τους, τις σημαίες και τα λάβαρά τους! Γιατί πάντα εμείς θα περιοριζόμαστε αυτοκαταστροφικά;
Αντίσταση τώρα είναι να συμμετέχουμε πρόθυμα στην Εκκλησία μας που είναι η Κιβωτός του Έθνους μας. Να πηγαίνουμε εκεί όπου υπάρχουν ακόμη άνδρες Πνευματικοί ηγέτες, που δε γονάτισαν δουλικά στον Βάαλ της ξενομανίας, να παίρνουμε στο σπίτι μας τα ορθόδοξα περιοδικά και ενδιάμεσα της εβδομάδας να τα διαβάζουμε, γιατί μαζί με τα χρυσά λόγια του Θεού, αυτά τα κείμενα μιλάνε και για την Ιστορία μας.
Να διαδίδουμε παντού τον λόγο της αλήθειας. Να διαμαρτυρόμαστε για κάθε στραβό που ακούγεται. Και να μη φοβόμαστε να σηκώνουμε στον ελεύθερο εισέτι ελληνικό αέρα σημαίες και λάβαρα κρατώντας ψηλά το εθνικό φρόνημα. Και κυρίως να προσευχόμαστε. Μόνο ο Χριστός και η Παναγία σώζουν και θα σώσουν την Ελλάδα. Νυν και αεί!!!
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...