
Η ιστορία του νησιού από την αρχαιότητα έως σήμερα – Οι γειτονικές νησίδες – Το παντελώς, αστήρικτο, τουρκικό ενδιαφέρον για τα Δωδεκάνησα - Χάρτες και επίσημα στοιχεία
Τις τελευταίες μέρες ήρθε στην επικαιρότητα, μετά τις αλλεπάλληλες προκλητικές τουρκικές δηλώσεις και τις απαντήσεις της ελληνικής πλευράς, το πανέμορφο Αγαθονήσι, το βορειότερο από τα Δωδεκάνησα. Θα γράψουμε μερικά στοιχεία, όχι ιδιαίτερα γνωστά γι' αυτό και θα αναφερθούμε στις Συνθήκες από τις οποίες αποδεικνύεται η αναμφισβήτητη ελληνική κυριαρχία.

Γεωγραφικά - πληθυσμιακά στοιχεία
Το Αγαθονήσι, το βορειότερο νησί των Δωδεκανήσων βρίσκεται πολύ κοντά στη Σάμο, από την οποία απέχει 10 ναυτικά μίλια. Έχει έκταση 13,41 τ.χλμ. και 185 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2011.
Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται μια πληθυσμιακή ανάκαμψη του νησιού. Ας δούμε την πορεία του πληθυσμού του νησιού από το 1951 ως και το 2011.
1951: 196 κάτοικοι, 1961: 189 κάτοικοι, 1971: 160 κάτοικοι, 1981: 133 κάτοικοι, 1991: 112 κάτοικοι, 2001: 158 κάτοικοι και 2011, όπως είπαμε, 185 κάτοικοι.
Μετά από μία περίοδο μείωσης του πληθυσμού, παρατηρείται όπως βλέπουμε, μία μικρή αλλά αξιοσημείωτη αύξηση του, τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω της αυξημένης τουριστικής κίνησης. Οι ακτές του Αγαθονησίου είναι αλίμενες στη βόρεια πλευρά και έχουν βαθιές κολπώσεις στις άλλες. Το μέγιστο ύψος του είναι 209 μέτρα (Δένδρα). Στο νησί υπάρχουν τρεις οικισμοί, το Μεγάλο Χωριό, το Μικρό Χωριό και ο Άγιος Γεώργιος.
Κοντά στο Αγαθονήσι, βρίσκονται η Βραχονησίδα Πιάτο (γνωστή και ως Ψαθονήσι ή Ψαθώ), η νησίδα Νερονήσι ή Νερό (ετυμ. < Nero= μαύρος), η νησίδα Κουνελονήσι ή Κουνέλι, η βραχονησίδα Στρογγυλή ή Στρογγυλό κ.ά.

Η ιστορία του νησιού
Το Αγαθονήσι στην αρχαιότητα ονομαζόταν Υετούσα. Με το όνομα αυτό ήταν γνωστό ως τα τέλη του 19ου αιώνα περίπου. Το σημερινό όνομα του νησιού προέρχεται με παρετυμολογία προς το αγαθός, από το φυτωνύμιο Αγκαθονήσι. Υπάρχουν κάποια αρχαία ευρήματα τα οποία ίσως αποτελούν ένδειξη ότι το νησί ήταν κατοικημένο από την αρχαιότητα.
Τα μεταγενέστερα χρόνια, ειδικά λόγω της πειρατείας, το Αγαθονήσι έμεινε ακατοίκητο για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ο Οθωμανός εξερευνητής και χαρτογράφος Piri Reis που επισκέφθηκε το νησί τον 16ο αιώνα γράφει χαρακτηριστικά:
"Αυτό το νησί είναι ακατοίκητο, όμως οι κατσίκες του είναι πολυάριθμες. Αυτά τα νησιά (ενν. και τα γειτονικά με το Αγαθονήσι) τα έλεγαν μια εποχή Filimare. Ένας άπιστος (προφανώς εννοεί χριστιανός) ο οποίος έκανε στη Μεσόγειο πειρατεία με το πλοίο Quadyrga άφησε πάνω στα νησιά ελεύθερες λίγες κατσίκες. Γι' αυτό τον λόγο υπάρχει σήμερα στα νησιά Keci ολόκληρο πλήθος".
(Piri Reis, Bahriye, Κατακτητική Ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο, 1521).
Γι' αυτό τον λόγο, ο Piri Reis ονομάζει το Αγαθονήσι και τα γύρω νησιά Keci Adalary, δηλαδή Κατσικονήσια.
Ένα αιώνα αργότερα, ο Marco Boschini επισκέφθηκε το Agatonisi, όπως γράφει, το οποίο ήταν ακατοίκητο. Πολλοί ξένοι περιηγητές αναφέρουν λανθασμένα το αρχαίο όνομα του νησιού Yetussa ως Yelussa. Ο Emile Kolodny γράφει ότι το νησί εποικίστηκε μόνιμα τον 19ο αιώνα, από κατοίκους της Πάτμου και των Φούρνων.
Το νησί, λέγεται κυρίως στη γλώσσα των ναυτικών και Γάιδαρος ή Γαϊδουρονήσι. Η ονομασία αυτή, που οφείλεται στο σχήμα του νησιού, θα μας απασχολήσει εκτενώς στη συνέχεια.
Το σημερινό γλωσσικό ιδίωμα των κατοίκων του Αγαθονησίου, μια καθαρά ελληνική διάλεκτος, οφείλεται, κατά πάσα πιθανότητα, στους βυζαντινούς εξόριστους που εγκαταστάθηκαν στο νησί.

Αναδρομή στην ιστορία των Δωδεκανήσων τον 20ο αιώνα
Τα Δωδεκάνησα το 1310 πέρασαν στα χέρια των Ιωαννιτών Ιπποτών. Το 1522, τα κατέλαβαν οι Οθωμανοί του σουλτάνου Σουλεϊμάν Β' (του αποκαλούμενου Μεγαλοπρεπούς), ο οποίος χορήγησε ένα ειδικό προνομιακό καθεστώς στα νησιά.
Παρά τις προσδοκίες των κατοίκων τους, τα Δωδεκάνησα έμειναν έξω από τα όρια του ελληνικού κράτους, μετά την Επανάσταση του 1821. Το 1909, οι Νεότουρκοι κατάργησαν και τα προνόμια που απολάμβαναν οι Δωδεκανήσιοι.
Το 1912, η Ιταλία που πολεμούσε με την Τουρκία για την Κυρηναϊκή, κατέλαβε τα νησιά για να πιέσει τους Τούρκους να υποχωρήσουν. Οι Ιταλοί έκαναν λόγο αρχικά για αυτονομία και αυτοδιοίκηση, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση της άμεσης απελευθέρωσης στους Έλληνες κατοίκους τους (131.332 σε σύνολο 143.482, το 1912). Όμως κάτι τέτοιο δεν έγινε και η Ιταλία κράτησε τα νησιά. Με τη συμφωνία Βενιζέλου-Tittoni (29/7/1919), ανάμεσα στα άλλα, η Ιταλία παραχωρούσε τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα, εκτός από τη Ρόδο, οι κάτοικοι της οποίας θα αποφάσιζαν με δημοψήφισμα για το μέλλον του νησιού.

Τον Ιούλιο του 1920 όμως, η κυβέρνηση Giolitti κατήγγειλε τη συμφωνία αυτή. Μετά τις αντιδράσεις όμως, η Ιταλία στις 10/8/1920, υπόγραψε τη Συνθήκη των Σεβρών με ανάλογο περιεχόμενο, με την αίρεση ότι η Συνθήκη θα ισχύσει μόνο με την επικύρωσή της από την Τουρκία, κάτι που δεν έγινε όπως ξέρουμε.
Με τη Συνθήκη της Λωζάνης, η Τουρκία παραιτήθηκε επίσημα από τα δικαιώματά της στα Δωδεκάνησα (άρθρο 15), "της τύχης των εδαφών και των νήσων τούτης κανονισθείσης ή κανονισθησομένης μεταξύ των ενδιαφερομένων". Η διατύπωση αυτή δέχεται πολλές ερμηνείες…
Πάντως σε όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων και με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, η Τουρκία και κανένα άλλο από τα ενδιαφερόμενα μέρη, δεν πρόβαλε θέμα ασφάλειας των μικρασιατικών ακτών.
Η Τουρκία όμως, παρά την παραίτησή της, δεν σταμάτησε ποτέ να έχει βλέψεις στα Δωδεκάνησα. Η στρατηγική θέση των νησιών και η εγγύτητά τους με τα μικρασιατικά παράλια, αποτελούσαν τις βασικές αιτίες για τις βλέψεις αυτές. Άρχισε λοιπόν να διατυπώνει αμφισβητήσεις για τα ακριβή όρια, ανάμεσα στα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα και την τουρκική επικράτεια. Στις 4/1/1932, υπογράφτηκε στην Άγκυρα ιταλοτουρκική σύμβαση που οριοθετούσε κάποια σημεία.
Τα δύο μέρη αντάλλαξαν επιστολές με τις οποίες υποχρεώνονταν να καθορίσουν και το υπόλοιπο τμήμα των ιταλοτουρκικών θαλάσσιων συνόρων. Ο καθορισμός επισημοποιήθηκε με το πρακτικό που υπογράφτηκε στην Άγκυρα στις 28/12/1932. Έτσι, προσδιορίστηκε πού ανήκουν οι νησίδες της περιοχής οι οποίες "ουδεμίας αμφισβητήσεως αποτελούν αντικείμενον".
Η Τουρκία, κατά την πάγια πρακτική της, ισχυρίζεται ότι αυτό το πρωτόκολλο δεν ισχύει εφόσον δεν αποτελεί συμφωνία-συνθήκη και δεν συζητήθηκε στην τουρκική εθνοσυνέλευση και για "πρακτικά" τα οποία νομικά δεν δεσμεύουν την Τουρκία. Βέβαια, όσον αφορά το σκέλος της παραχώρησης κάποιων νησίδων στην Τουρκία, με τα "πρακτικά" αυτά, οι γείτονες δεν θέτουν κανένα θέμα για την ισχύ ή όχι του πρωτοκόλλου!
Έτσι, η νήσος Αρκόνησος (Καρά Αντά) αποδόθηκε από την Ιταλία στην Τουρκία στις 4 Ιανουαρίου 1932, όπως γράφει ο ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Σβολόπουλος("Το Καθεστώς των Νησίδων στο Νοτιοανατολικό Αιγαίο – Η Μαρτυρία των Πηγών, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2002).
Στο ίδιο βιβλίο του ο Κ. Σβολόπουλος γράφει: "Η άρνηση της Άγκυρας να αναγνωρίσει την ισχύ του πρωτοκόλλου της 28ης Δεκεμβρίου 1932, ως μη επικυρωμένου από την τουρκική Εθνοσυνέλευση και μη κατατεθειμένου στη Γραμματεία της Κοινωνίας των Εθνών, δεν αίρει το γεγονός ότι τόσο με τη συνομολόγηση του πρωτοκόλλου από επίσημους αντιπροσώπους των δύο κρατών όσο και, στη συνέχεια, μέσω της αλληλογραφίας μεταξύ των δύο υπουργών Εξωτερικών, το συγκεκριμένο καθεστώς της ιταλικής κυριαρχίας, όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκε, αλλά και έγινε ρητά αποδεκτό από την τουρκική πλευρά".
Ο De Vecchi, ο δεύτερος Ιταλός κυβερνήτης των Δωδεκανήσων, ο οποίος διαδέχτηκε τον M. Lago, χρησιμοποίησε πολύ σκληρές μεθόδους. Επί των ημερών του, η ιταλική γλώσσα επιβλήθηκε βίαια στα Δωδεκάνησα και τα ελληνικά ονόματα των νησιών απαγορεύτηκαν. Η Κάρπαθος έγινε Scarpanto, η Τήλος Piscopi και οι Λειψοί Lisso. O De Vecchi έγραφε χαρακτηριστικά στον Μουσολίνι: "Η άποψη πως ο λαός αυτός θα αντιστέκεται διαρκώς και επιμόνως είναι επιπόλαιη. Σε κάθε λαό μπορείς να αφήσεις τη σφραγίδα σου αρκεί να είσαι αποφασισμένος".
Με την Συνθήκη της αμοιβαίας βοήθειας που υπόγραψαν Αγγλία, Γαλλία και Τουρκία στις 19/10/1939 (άρθρο 3), προβλεπόταν ότι "σε ενδεχόμενη επιχείρηση κατάληψης της Δωδεκανήσου θα χρησιμοποιούνταν τουρκικές δυνάμεις σε συνεργασία με όσες βρετανικές θα ήταν διαθέσιμες εκείνη τη στιγμή.
Τον Δεκέμβριο του 1941, ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών Ίντεν πήγε κρυφά στη Μόσχα και συνομίλησε με τον Στάλιν. Ο Στάλιν πρότεινε στον Ίντεν να δελεάσουν τους Τούρκους προσφέροντάς τους τα Δωδεκάνησα και τη νότια Βουλγαρία! (Αρχεία Foreign Office 371/33183, R 458).
Ο Ίντεν υπενθύμισε στον τότε ηγέτη της (τέως) ΕΣΣΔ. το ελληνικό ενδιαφέρον για τα Δωδεκάνησα καθώς και τα προβλήματα που θα δημιουργούσε στους Συμμάχους μια τέτοια απόφαση.
Όταν όμως ο Τσόρτσιλ επισκέφτηκε τα Άδανα στις αρχές του 1943 με σκοπό να πιέσει την Τουρκία να βοηθήσει τους Βρετανούς στο βαλκανικό μέτωπο, η ελληνική κυβέρνηση (εξόριστη τότε, με επικεφαλής τον Εμμανουήλ Τσουδερό) θορυβήθηκε και αντέδρασε.
Μάλιστα, ο Τούρκος πρεσβευτής στο Λονδίνο, είπε στον Τσουδερό ανεπίσημα, ότι "η χώρα του εξετάζει την πιθανότητα να ανακτήσει κάποια μεσογειακά νησιά" (σχετικό άρθρο στο Balkan Studies, vol. 23.1, 1982, γραμμένο από τον A. Alexandris).
Ο Π. Κανελλόπουλος σημείωνε χαρακτηριστικά στο ημερολόγιό του στις 2/2/1943: "Σήμερα οι Times γράφουν ότι συζητήθηκαν στα Άδανα ζητήματα που αφορούν την Ελλάδα και ειδικότερα τα ελληνικά νησιά. Είναι ηθικά ασύλληπτο ότι συζητιούνται τέτοια ζητήματα χωρίς να μας ειδοποιούν".
Είχε προηγηθεί (1/2/1943) συζήτηση του Έλληνα πρεσβευτή στο Λονδίνο, Α. Αγνίδη με τους Βρετανούς οι οποίοι του υποσχέθηκαν απλά (και κυνικά θα λέγαμε…) ότι δεν θα θιγούν τα ήδη ανήκοντα στην Ελλάδα νησιά (!).
(Αρχεία Foreign Office 371/37224, R 942).
Τελικά, τον Σεπτέμβριο του 1946, μετά και τη θεαματική στροφή στην πολιτική της (τέως) ΕΣΣΔ αποφασίστηκε τα Δωδεκάνησα να δοθούν στην Ελλάδα. Για την ιστορία, οι Βρετανοί, στους οποίους είχαν παραδοθεί τα Δωδεκάνησα από τους Γερμανούς (8/5/1945), σκόπευαν να παραχωρήσουν το Καστελόριζο στην Τουρκία.
Οι αντιδράσεις όμως των άλλων Συμμάχων, κυρίως των Αμερικανών, τους έκαναν να αναθεωρήσουν τη στάση τους και το Καστελόριζο ενσωματώθηκε στη χώρα μας.
Στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι, η ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα εγκρίθηκε ομόφωνα.
Υπήρχε όμως μεγάλη ασάφεια στη διατύπωση της πρώτης παραγράφου του άρθρου 12, που είχε σαν αποτέλεσμα τα όρια της εκχωρούμενης περιοχής να είναι ασαφή.
"Η Ιταλία εκχωρεί στην Ελλάδα κατά πλήρη κυριαρχίαν τας νήσους της Δωδεκανήσου", χωρίς να τις κατονομάζει!
Τελικά, μετά από παρέμβαση του Ι. Πολίτη, ενσωματώθηκε στο κείμενο της Συνθήκης απαρίθμηση των 14 μεγαλύτερων νησιών και μνεία ότι παραχωρούνται επίσης και οι παρακείμενες στα νησιά νησίδες. Όταν παραχωρήθηκαν τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία με τη Συνθήκη της Λωζάνης, όλα τα νησιά είχαν απαριθμηθεί και προσαρτήθηκε και σχετικός χάρτης. Τη μέρα υπογραφής της Συνθήκης (10/2/1947), η Ελλάδα διευκρίνισε τις παρατηρήσεις της ότι οι μνημονευόμενες παρακείμενες των νησιών νησίδες, είναι αυτές που βρίσκονταν υπό ιταλική κυριαρχία, όταν η Ιταλία εισήλθε στον πόλεμο.
Το Αγαθονήσι (Gaidaro) στη Συνθήκη της Λωζάνης - Η αδιάλειπτη και απρόσκοπτη ιταλική,αρχικά,και στη συνέχεια ελληνική κυριαρχία
Σύμφωνα με το άρθρο 15 της Συνθήκης της Λωζάνης, η Τουρκία παραιτήθηκε υπέρ της Ιταλίας κάθε δικαιώματος και τίτλου επί των νήσων Αστυπάλαια, Ρόδου, Χάλκης, Καρπάθου, Κάσου, Τήλου, Νισύρου, Καλύμνου, Λέρου, Πάτμου, Λειψών, Σύμης, Κω και "των νησίδων των εξ αυτών εξαρτώμενων", καθώς και επί του Καστελόριζου. Σε εφαρμογή αυτής της διάταξης, όπως διαβάζουμε στο βιβλίο του Κ. Σβολόπουλου "Το Καθεστώς των Νησίδων στο Νοτιοανατολικό Αιγαίο. Η Μαρτυρία των Πηγών", ανάμεσα στις νησίδες αυτές είναι και το "Αγαθονήσι" (Gaidaro). Όπως αναφέραμε, το όνομα Αγαθονήσι άρχισε να χρησιμοποιείται τον 20ο αιώνα και επικράτησε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Πολύ σοφά, ο πρώτος Έλληνας στρατιωτικός διοικητής Δωδεκανήσου αντιναύαρχος Περικλής Ιωαννίδης, στις 11 Ιουνίου 1947, αναφέρει μία προς μία τις "παρακείμενες" στα 14 μεγαλύτερα νησιά, νησίδες.
Ανάμεσά τους, υπάρχει και το Αγ(κ)αθονήσι που "εξαρτάται" από την Πάτμο.
Η ελληνική κυριαρχία στο Αγαθονήσι προκύπτει από τις Συνθήκες και τους σχετικούς χάρτες που παραθέτουμε. Προφανώς, η αναφορά του ως Gaidaro στη Συνθήκη της Λωζάνης έκανε τους Τούρκους, όψιμα, να εκδηλώσουν τις αναθεωρητικές τους απόψεις, κινούμενοι είτε από άγνοια είτε με τη, γνωστή, ανατολίτικη (κουτο)πονηριά τους.
Θεωρούμε ότι με το συγκεκριμένο άρθρο οι αναγνώστες του protothema.gr διαφωτίστηκαν αρκετά και ότι οι αρμόδιοι των υπουργείων μας, θα πληροφορηθούν, αν δεν τις γνωρίζουν ήδη, κάποιες κρίσιμες και ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για το καθεστώς των Δωδεκανήσων.
ΠΗΓΕΣ: Κ. ΣΒΟΛΟΠΟΥΛΟΣ, "ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΩΝ ΝΗΣΙΔΩΝ ΣΤΟ ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ. Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΩΝ ΠΗΓΩΝ", ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ, ΑΘΗΝΑ 2002
"ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΣ, Η ΜΑΚΡΑ ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ", ΕΡΕΥΝΑ-ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΛΕΝΑ ΔΙΒΑΝΗ-ΦΩΤΕΙΝΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, 1996
ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΚΑΝΔΑΛΙΔΗΣ,¨ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΝΑΥΣΙΠΛΟΪΑ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ¨.






Πηγή: Πρώτο Θέμα, Ινφογνώμων Πολιτικά

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στὴ Θεία Λειτουργία τὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων, ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Παναγίας Θεοτόκου τῆς «Ἀπολυτρώσεως τῶν Ἐξηρτημένων» τῆς κοινότητος Κανναβιῶν - Ἁγίας Εἰρήνης τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (30.4. 2017).
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό

Γεωργία – Διάλεξη στο Παγκόσμιο Συνέδριο οικογενειών με θέμα - Η εικονομαχία των γκέι. Βάζοντας όρια στα σχέδια των LGBT

Την ώρα που η χώρα βυθίζεται σε καθεστώς οικονομικής ανέχειας, εν μέσω επιτροπείας και νέων μέτρων, στον ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθούν να ασχολούνται με τις ιδεοληπτικές εμμονές τους περί σεξουαλικής απελευθέρωσης. Το τελευταίο νομοσχέδιο που επιχειρούν να περάσουν δίνει τη δυνατότητα στα διεμφυλικά άτομα να αλλάζουν το όνομά τους στα κρατικά έγγραφα χωρίς να απαιτείται ούτε αλλαγή φύλου, ούτε ιατρικές γνωματεύσεις.
ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ - ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΝΑ ΦΑΜΕ, ΡΑΠΑΝΑΚΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΕΞΗ – ΠΡΟΧΩΡΟΥΝ ΣΤΙΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ ΦΥΛΟΥ – ΕΚΚΩΦΑΝΤΙΚΗ ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Την ώρα που η χώρα βυθίζεται σε καθεστώς οικονομικής ανέχειας, εν μέσω επιτροπείας και νέων μέτρων, στον ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθούν να ασχολούνται με τις ιδεοληπτικές εμμονές τους περί σεξουαλικής απελευθέρωσης.
Το τελευταίο νομοσχέδιο που επιχειρούν να περάσουν δίνει τη δυνατότητα στα διεμφυλικά άτομα να αλλάζουν το όνομά τους στα κρατικά έγγραφα χωρίς να απαιτείται ούτε αλλαγή φύλου, ούτε ιατρικές γνωματεύσεις.
Σε αυτήν τη νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου προχωρά λοιπόν το Υπουργείο Δικαιοσύνης με νομοσχέδιο που αναρτήθηκε σε δημόσια διαβούλευση.
Όπως είναι φυσικό, η συγκεκριμένη ενέργεια αναμένεται να προκαλέσει τσουνάμι αντιδράσεων, ενώ προκαλεί αίσθηση η σιωπή των Ανεξαρτήτων Ελλήνων που στα τηλεοπτικά παράθυρα δηλώνουν υπερασπιστές της Ορθοδοξίας και της Ελληνικής Οικογένειας.
Με το νομοσχέδιο ρυθμίζονται όλες οι διαδικασίες για την αλλαγή του ονόματος και του φύλου, προσώπων που το επιθυμούν, ώστε να δηλώνονται στα κρατικά έγγραφα και μητρώα (ταυτότητα, βιβλιάριο υγείας, διαβατήριο, πτυχίο κα.)
Με άλλα λόγια, η καταχώρηση στην αστυνομική ταυτότητα, το διαβατήριο και τα άλλα κρατικά έγγραφα του φύλου ενός ατόμου θα γίνεται πλέον σύμφωνα με το πώς αυτοπροσδιορίζεται και όχι σύμφωνα με το έμφυλο κανονιστικό δίπολο.
Κατά την ισχύουσα νομοθεσία, τα διεμφυλικά άτομα δεν μπορούσαν να διορθώσουν τη ληξιαρχική πράξη γεννήσεώς τους και να αλλάξουν όνομά τους, εάν δεν είχε προηγηθεί χειρουργική επέμβαση στα γεννητικά τους όργανα για επαναπροσδιορισμό του φύλου, ενώ έπρεπε να υπάρχει και πραγματογνωμοσύνη ψυχιάτρου.
Πλέον με το νομοσχέδιο που φέρει τον τίτλο «Νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου - Εθνικός Μηχανισμός Παρακολούθησης και Αξιολόγησης του σχεδίου δράσης για τα δικαιώματα του παιδιού» για τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου δεν απαιτείται να βεβαιώνεται ότι το πρόσωπο έχει υποβληθεί σε προηγούμενη ιατρική επέμβαση. Δεν απαιτείται επίσης η οποιαδήποτε προηγούμενη εξέταση ή ιατρική αγωγή που σχετίζεται με τη σωματική ή ψυχική του υγεία.
Επίσης, για τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου απαιτείται αυτοπρόσωπη δήλωση του ενδιαφερόμενου ενώπιον του δικαστηρίου και η δήλωση θα γίνεται σε ιδιαίτερο γραφείο χωρίς δημοσιότητα, ενώ η δικαστική απόφαση που θα εκδοθεί καταχωρίζεται στο Ληξιαρχείο που είχε συντάξει τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του ενδιαφερομένου. Η δε καταχώριση της δικαστικής απόφασης περί διόρθωσης φύλου θα γίνεται με τρόπο που να διασφαλίζει τη μυστικότητα της μεταβολής και της αρχικής ληξιαρχικής πράξης γέννησης, ενώ οι υπάλληλοι του Ληξιαρχείου, καθώς και όσοι άλλοι εμπλέκονται στη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου ή έλαβαν γνώση της τέλεσής της έχουν υποχρέωση εχεμύθειας. Εξάλλου, στα Ληξιαρχεία η έκφραση «αλλαγής φύλου» καταργείται και θα αναγράφεται πλέον «διόρθωσης φύλου», ενώ θα διατηρούνται οι αριθμοί του φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) και του μητρώου κοινωνικής ασφάλισης (ΑΜΚΑ).
Σε άλλο άρθρο του νομοσχεδίου αναφέρεται ότι αν πρόσωπο που διόρθωσε το καταχωρισμένο φύλο του έχει παιδιά (γεννημένα με γάμο, σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, χωρίς γάμο των γονέων τους και υιοθετημένα), τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τους από τη γονική μέριμνα δεν επηρεάζονται, ενώ στη ληξιαρχική πράξη γέννησης των παιδιών δεν επέρχεται καμία μεταβολή λόγω της διόρθωσης του καταχωρισμένου φύλου του γονέα.
Σημειώνεται τέλος ότι η πρώτη νομοθεσία αναγνώρισης ταυτότητας φύλου έγινε το 2004 στο Ηνωμένο Βασίλειο, έπειτα από απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Πρόεδρος Κληρικών: Δεχόμαστε παντοειδείς προκλήσεις

Ο πρόεδρος του Ιερού Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος.
Ο πρόεδρος του Ιερού Συνδέσμου Κληρικών (ΙΣΚΕ) πατ. Γεώργιος Κωνσταντίνου εκφράζει μέσω του Newsbomb.gr την έντονη αντίθεσή του στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Ο πατ. Γεώργιος κάνει λόγο για παντοειδείς προκλήσεις που δέχεται ο ελληνικός λαός.
«Οι προκλήσεις που δέχεται ο Eλληνικός λαός είναι παντοειδείς. Η κυβέρνηση πρέπει να λύσει τα σοβαρά προβλήματα του Ελληνικού λαού. Εάν θεωρεί ότι αυτά είναι σοβαρά έχει χάσει τη στοχοθεσία της. Εμείς πάντως προσευχόμαστε υπέρ πιστών και απίστων», λέει ο πατ. Γεώργιος στο Newsbomb.gr.
Ωστόσο, επισημαίνει ότι οι ρόλοι Εκκλησίας και Πολιτείας είναι διακριτοί. « Δεν νομοθετεί η Εκκλησία αλλά η Ελληνική Πολιτεία. Ανάλογα με τα νομοθετήματα που φέρνει προς ψήφιση κρίνεται από τους πολίτες εάν είναι θρησκευόμενοι ή όχι».
Πηγή: Newsbomb.gr

Θύελλα αντιδράσεων έχει προκαλέσει η απόφαση του υπουργείου Παιδείας να εισάγει θεματική εβδομάδα για την ενημέρωση των μαθητών Γυμνασίου, κυρίως σχετικά με τον άξονα που αφορά στις έμφυλες ταυτότητες.
«Ο θεσμός της θεματικής εβδομάδας αποσκοπεί στην ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των μελών της σχολικής κοινότητας σε ζητήματα που άπτονται της Εκπαίδευσης για την Αειφόρο Ανάπτυξη και, κατά το τρέχον έτος, εστιάζει σε τρεις βασικούς άξονες: α) τη διατροφή και την ποιότητα ζωής, β) την πρόληψη του εθισμού και των εξαρτήσεων και γ) τις έμφυλες ταυτότητες», όπως αναφέρεται στην εγκύκλιο του υπουργείου Παιδείας που είχε εκδοθεί στα τέλη του περασμένου Δεκεμβρίου.
Δείτε την εγκύκλιο του υπουργείου Παιδείας
Έντονες ήταν από τη πρώτη στιγμή οι αντιδράσεις από την πλευρά των εκπροσώπων της Εκκλησίας. Ο Μητροπολίτης Κυθήρων Σεραφείμ επισημαίνει στο enikos.gr: «Δεν ξέρω ποιος νους συνέλαβε αυτή την ιδέα και τι σκοπό είχε. Βάζουν τα παιδιά σε έναν πειρασμό. Δεν θα μάθουν στην εφηβική ηλικία να επιλέξουν το φύλο τους. Εμείς βοηθάμε τα παιδιά, αυτό το φύλο που τους έδωσε ο Θεός να το γνωρίσουν και να αξιοποιήσουν τη ζωή τους σύμφωνα με το θέλημά Του».
Σημειώνεται ότι το υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων. σε συνεργασία με την Ελληνική Ραδιοφωνία προχώρησε στην πραγματοποίηση σχετικών ενημερωτικών εκπομπών στο πλαίσιο ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης για τον θεσμό της Θεματικής
Εβδομάδας των μελών της σχολικής κοινότητας (μαθητές, εκπαιδευτικοί) όσο και του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου.
Οι εκπομπές ξεκίνησαν στις 24 Απριλίου και θα διαρκέσουν μέχρι τις 21 Μαϊου.
«Φαίνεται ότι απέτυχε η προσπάθεια μέσω του σχολείου» επισημαίνει σχετικά με τις εκπομπές αυτές ο Μητροπολίτης Κυθήρων Σεραφείμ. «Αυτή η προσπάθεια δεν έπρεπε να καρποφορήσει» τονίζει.
Εκπρόσωποι της Εκκλησίας κάλεσαν μάλιστα τους γονείς των μαθητών να υπογράψουν δήλωση απαλλαγής από τη θεματική εβδομάδα αλλά και τους εκπαιδευτικούς να αρνηθούν να διδάξουν «διότι έρχονται προδήλως σε αντίθεση με το άρθρο 16 του Συντάγματος και τη Διεθνή Σύμβαση του ΟΗΕ για τα δικαιώματα του Παιδιού (Ν. 2101/1992 άρθρο 5,8 και 29).
Η Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης από την πλευρά της εξέφρασε από την αρχή τις αντιρρήσεις της σχετικά με το σύνολο της θεματικής εβδομάδας.
Όπως λέει ο Νικηφόρος Κωνσταντίνου, μέλος του ΔΣ της ΟΛΜΕ, «υπάρχουν ήδη προγράμματα αγωγής υγείας στα σχολεία που αντιμετωπίζουν τέτοια θέματα. Θεωρούμε απαράδεκτο το γεγονός ότι το υπουργείο Παιδείας το έφερε στη μέση της χρονιάς χωρίς καμία οργάνωση και σχεδιασμό. Δεν υπήρχε μάλιστα καμία επιμόρφωση των εκπαιδευτικών ώστε να μπορέσουν να το υλοποιήσουν».
Ο κ. Κωνσταντίνου επισημαίνει παράλληλα ότι πέρυσι το υπουργείο Παιδείας προχώρησε στην μείωση των ωρών διδασκαλίας μαθημάτων, όπως η βιολογία και η οικιακή οικονομία που αντιμετώπιζε τέτοια ζητήματα, και τώρα τα επαναφέρει υποβαθμίζοντας τα, στο πλαίσιο της θεματικής εβδομάδας. Η ΟΛΜΕ είχε ζητήσει μάλιστα από το υπουργείο να αποσύρει την υποχρεωτικότητα της θεματικής εβδομάδας ή να επιτρέψει στους εκπαιδευτικούς να επιλέξουν τη διάρκεια της.
Ο Κώτσας Τουλής, ο οποίος είναι Πρόεδρος της Ομοσπονδίας Γονέων Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας και Αντιπρόεδρος της Ανώτατης Συνομοσπονδίας Μαθητών και Γονέων Ελλάδος, μιλώντας στο enikos.gr, επισημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν από τη μία πλευρά να μειώνονται οι ώρες του μαθήματος της βιολογίας στα σχολεία και από την άλλη να υπάρχει θεματική ενότητα στο σεμινάριο, η οποία αφορά στις έμφυλες ταυτότητες. «Η θεματική εβδομάδα δεν πάτα σε γερές βάσεις σε σχέση με την συνολική διαπαιδαγώγηση των παιδιών», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Τονίζει δε, πως δεν είναι αντίθετος με τα συγκεκριμένα σεμινάρια, εφόσον οτιδήποτε και να διδάσκονται τα παιδιά είναι σημαντικό, αλλά θα πρέπει να διορθωθούν πρωτίστως άλλα θέματα και μετά να προχωρήσουν στην υλοποίηση της συγκεκριμένης θεματικής εβδομάδας. Για παράδειγμα, όπως λέει, «τα σεμινάρια αφορούν και σε θέματα υγείας και ανθρωπίνου σώματος, αλλά η κυβέρνηση μειώνει τις ώρες του μαθήματος της φυσικής αγωγής».
Πηγή: enikos

Και ξαφνικά οι Έλληνες συνειδητοποίησαν πως ο πλουτοπαραγωγικός πλούτος μπορεί να θεωρηθεί ως ευχή ή κατάρα για μία χώρα. Σε αυτό το άρθρο θα καταβληθεί μία προσπάθεια ώστε να ξεκαθαρισθούν ορισμένες φοβίες σχετικές με την πιθανή αξιοποίηση των Ελληνικών υδρογονανθράκων. Τί σημαίνει πραγματικά η φράση «Ευχή ή Κατάρα;» όταν αναφερόμαστε στις πλουτοπαραγωγικές πηγές μίας χώρας;
Βάσει της επιστημονικής βιβλιογραφίας μία χώρα πάσχει από την κατάρα των πλουτοπαραγωγικών πηγών εφόσον αποδεδειγμένα διαθέτει πλουτοπαραγωγικές πηγές και ταυτόχρονα πληροί και τα τρία κάτωθι κριτήρια:
1. το πολιτικό της προσωπικό είναι διεφθαρμένο,
2. οι θεσμοί της είναι ασθενείς λόγω της διαφθοράς, και
3. το πολιτικό της σύστημα είναι πελατειακό (clientelism)
Στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία αναφέρεται ως Resource Curse. Προσοχή: μη τη μπερδεύουν οι αναγνώστες με την έννοια την Ολλανδικής Ασθένειας (Dutch Disease). Είναι δύο ξεχωριστές έννοιες. Πρόσφατα λοιπόν ανακινήθηκε η κινδυνολογία περί αρνητικών επιπτώσεων στη χώρα μας από την πιθανή αξιοποίηση των Ελληνικών υδρογονανθράκων.
Οι θιασώτες αυτής της επιχειρηματολογίας ξεχνούν ορισμένα πράγματα τα οποία και πάλι ίσως πρέπει να αναφερθούν. Πλουτοπαραγωγικές πηγές δεν θεωρούνται μόνο οι ορυκτοί πόροι μίας χώρας. Η θάλασσα δεν είναι πλουτοπαραγωγική πηγή; Τα βουνά της δεν είναι; Τα ποτάμια της δεν είναι; Το οικιστικό της περιβάλλον, δηλαδή οι όμορφες πόλεις της δεν είναι (π.χ. Βενετία);
Μήπως η Ελλάδα από το 1963 μετατράπηκε σε χώρα η οποία υποφέρει διαρκώς από την κατάρα των πλουτοπαραγωγικών της πηγών; Το 1963 πρωτοεφαρμόσθηκε ο καταστροφικότατος νόμος της αντιπαροχής. Ένας νόμος ο οποίος στηρίχθηκε στο πελατειακό αλισβερίσι, και στην καταστροφή του φυσικού πλούτου της χώρας χάριν του οικονομικού κέρδους και του πολιτικού πελατειακού… αλισβερισίου.
Ένας νόμος ο οποίος μετατράπηκε σε συνήθεια καταστροφής του φυσικού μας περιβάλλοντος χάριν της άναρχης οικιστικής και τουριστικής δόμησης. Ένας νόμος ο οποίος κατέστρεψε κυριολεκτικά τη φύση της χώρας. Ένας νόμος αντίθετος σε κάθε έννοια βιώσιμης ανάπτυξης.
Ένας νόμος καταπάτησης δασών, αιγιαλών, συνειδήσεων. Ένας νόμος καθρέφτης της διαφθοράς και του πελατειακού πολιτικού μας συστήματος. Ένας νόμος ο οποίος μπήκε καλά στο πολιτικό DNA του Έλληνα ψηφοφόρου…
Ένας νόμος που ακόμη και όταν έπαψε να ισχύει, είχε αφήσει παρακαταθήκες διαφθοράς, σήψης και καταστροφής της βιώσιμης ανάπτυξης: κάθε λόγγος και ξενοδοχείο. Κάθε βουνό και resort. Κάθε resort και χαβούζα της Μεσογείου. Κάθε τρεις και λίγο μία δασική φωτιά…
Όποιος θεωρεί πως ο τουρισμός δεν έχει καταστρέψει το φυσικό περιβάλλον της Ελλάδας υπό τις πολιτικές συνθήκες των τελευταίων 50 ετών είναι απλά ανόητος… Ό,τι ακριβώς ορίζει η έννοια της κατάρας των πλουτοπαραγωγικών πηγών υφίσταται στη χώρα μας από το 1963…
Από την άλλη πλευρά, ας αναλογιστούμε και την Ολλανδική Ασθένεια (Dutch Disease). Στην επιστήμη των Οικονομικών, συνοπτικά, μία χώρα πάσχει από την Ολλανδική Ασθένεια όταν το οικονομικό της μοντέλο είναι προσανατολισμένο αποκλειστικά και μόνο προς ένα τομέα ο οποίος συνήθως σχετίζεται με την αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών της πηγών εγκαταλείποντας ταυτόχρονα τους υπόλοιπους τομείς ανάπτυξης.
Μήπως όμως αυτό δεν συνέβαινε στη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες όπου εγκαταλείφθηκε πλήρως η πρωτογενής παραγωγή και «αξιοποιήσαμε» μόνο τον πυλώνα του τουρισμού ο οποίος σχετίζεται με τη θάλασσα, τα βουνά και τα ποτάμια μας σε βάρος πολλές φορές του φυσικού περιβάλλοντος;
Άρα, οποιοδήποτε επιχείρημα το οποίο αντικρούει τις προσπάθειες αξιοποίησης των ορυκτών μας πόρων με τη δικαιολογία πως τάχα η χώρα μας κινδυνεύει να υποπέσει σε μία από τις δύο ασθένειες καταπίπτει.
Καθώς η χώρα μας πάσχει από την κατάρα των πλουτοπαραγωγικών πηγών και την Ολλανδική ασθένεια εδώ και δεκαετίες. Να σταματήσει λοιπόν το αφήγημα της κάθε είδους κινδυνολογίας περί λιμών, σεισμών και καταποντισμών. Είναι ένα λάθος αφήγημα. Δεν πουλάει πια. Δεν είμαστε Γαλάτες για να φοβόμαστε πως θα πέσει ο ουρανός να μας πλακώσει.
Ας κάνουμε όμως και μία υπόθεση: ας υποθέσουμε αρχικά πως υπάρχουν αξιοποιήσιμα αποθέματα υδρογονανθράκων, αλλά αυτά δεν θα αξιοποιηθούν. Τότε νομίζετε πως θα είχαν παύσει να υπάρχουν ως δια μαγείας τα τρία προαναφερόμενα κριτήρια που καθιστούν τη χώρα μας εδώ και δεκαετίες ως ασθενή από την κατάρα των πλουτοπαραγωγικών της πηγών;
Θα έπαυε δηλαδή το πολιτικό της προσωπικό να είναι διεφθαρμένο; Θα έπαυαν οι θεσμοί μας να είναι ασθενείς λόγω της διαφθοράς; Θα σταματούσε το πολιτικό σύστημα της χώρας μας να είναι πελατειακό; Θα ήταν ανόητος όποιος πίστευε κάτι τέτοιο…
Η γενεσιουργός αιτία των προβλημάτων της χώρας μας δεν θα παύσει να υπάρχει καθώς αυτή δεν είναι τα αξιοποιήσιμα αποθέματα των Ελληνικών υδρογονανθράκων. Ας σταματήσει η κάθε είδους κινδυνολαγνεία.
Οι Ελληνικοί υδρογονάνθρακες πρέπει να αξιοποιηθούν. Αυτό είναι αδιαμφησβήτητο γεγονός. Για να εξασφαλισθεί η επιβίωση του έθνους μας. Χωρίς φόβους, με γνώση, με όρους βιώσιμης ανάπτυξης, με ανοικτό διάλογο με την κοινωνία και μακριά από κινδυνολαγνείες.
Πηγή: Defence-point.gr

Παραχάραξη της Ιστορίας επιχειρεί ο σύμβουλος του υπουργού Παιδείας, Πολυμέρης Βόγλης, που ανέλαβε τη μελέτη των αλλαγών στα σχολικά βιβλία Ιστορίας - Το δικό του βιβλίο «Η αδύνατη επανάσταση» είναι ενδεικτικό των προθέσεών του
«Ο ελληνικός εμφύλιος ήταν μία επανάσταση, η μοναδική στην Ελλάδα του 20ού αιώνα, έστω και αν, έτσι όπως εξελίχθηκε, δεν θα μπορούσε να αποβεί νικηφόρα». Πρόκειται για την επιστημονική θέση του προέδρου της επιτροπής για την αναμόρφωση του μαθήματος της Ιστορίας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, ο οποίος θεωρεί ότι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να διδαχτούν τα Ελληνόπουλα εκτενώς τον Εμφύλιο.
Ο αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Πολυμέρης Βόγλης, ο οποίος ανέλαβε για λογαριασμό του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής να υποβάλει μελέτη στον υπουργό Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου αναφορικά με τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στη διδασκαλία της Ιστορίας, κατατάσσει τα Δεκεμβριανά στις «επαναστατικές στιγμές» των Ελλήνων. Στα όσα ενδιαφέροντα υποστηρίζει ο συγκεκριμένος πανεπιστημιακός συγκαταλέγεται και η άποψη που έχει εκφράσει δημοσίως περί «δυσανεξίας της ελληνικής κοινωνίας» να αναγνωρίσει τα Σκόπια με το όνομα «Μακεδονία», με τον ίδιο να προαναγγέλλει ότι στα νέα βιβλία Ιστορίας δεν θα πρέπει να παραλειφθεί, εκτός των άλλων, και «η βία του Ελληνικού Στρατού κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία»!
Πρόσφατα το «ΘΕΜΑ» (9/4/2017) παρουσίασε την περίπτωση του νέου συμβούλου του κ. Γαβρόγλου, με καθήκοντα την επιμόρφωση δασκάλων και καθηγητών, αναπληρωτή καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Χάρη Αθανασιάδη, ο οποίος, μεταξύ άλλων, υποστηρίζει ότι «η Ρεπούση θα έπρεπε να γράψει στο βιβλίο της Ιστορίας και για τις σφαγές καθώς υποχωρούσε ο ελληνικός στρατός, που δεν άφηνε τίποτα όρθιο πίσω του στη Σμύρνη».
Την ίδια άποψη, όμως, έχει και ο πρόεδρος της επιτροπής αναμόρφωσης του Προγράμματος Σπουδών του μαθήματος της Ιστορίας, Πολυμέρης Βόγλης, ο οποίος σε συνέντευξή του στην «Εφημερίδα των Συντακτών» στις 18 Απριλίου, αναφερόμενος στις οδηγίες που θα δώσει σχετικά με τη διδασκαλία των εθνικών τραγωδιών, είπε: «Η διδασκαλία της Ιστορίας οφείλει να δείξει με ποιον τρόπο δημιουργήθηκε ιστορικά η εθνική ταυτότητα, αλλά και γιατί κάποιοι αναγορεύονταν σε “εχθρούς”, σε “άλλους”. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει από την άλλη πλευρά την αποσιώπηση σφαγών ή διωγμών, όπως των σφαγών των Ελλήνων στη διάρκεια της Μικρασιατικής Καταστροφής, ούτε όμως και τη βία του ελληνικού στρατού κατά τη διάρκεια της μικρασιατικής εκστρατείας». Είχε προηγηθεί τη Μεγάλη Παρασκευή(14/4/2017) η κοινή παρουσία των κυρίων Αθανασιάδη και Βόγλη μαζί με την καθηγήτρια Ιστορίας Μαρία Ρεπούση στις σελίδες της «Αυγής» όπου ανέπτυσσαν τις απόψεις τους για το πώς θα πρέπει να διδάσκεται από εδώ και στο εξής η Ιστορία.

Για τα Σκόπια
Εναν χρόνο νωρίτερα, ο κ. Βόγλης, ο οποίος θεωρεί ότι ο ιστορικός «πρέπει να έχει δημόσια παρουσία και λόγο», είχε πάρει θέση πάλι μέσω συνέντευξής του σε ένα ακόμα σημαντικό ζήτημα, αυτό της ονομασίας των Σκοπίων. Μιλώντας στην ιστοσελίδα popaganda.gr και τοποθετούμενος σχετικά με «τα αντιδραστικά, εθνικιστικά αντανακλαστικά μας που αναζωπυρώθηκαν» όταν ο υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής Γιάννης Μουζάλας αποκάλεσε το γειτονικό κρατίδιο «Μακεδονία» σε συνέντευξη Τύπου, απάντησε: «Αναδύθηκε εκ νέου το αδιέξοδο της εξωτερικής ελληνικής πολιτικής τις τελευταίες δεκαετίες. Μία χώρα η οποία έχει αναγνωριστεί από πάρα πολλές άλλες -117 αν δεν απατώμαι- με το ακατονόμαστο όνομα η Ελλάδα επιμένει να την ονομάζει διαφορετικά, τηρώντας το γράμμα και όχι την ουσία». Εξηγώντας «τη δυσανεξία της ελληνικής κοινωνίας» για το θέμα αυτό, αναφέρθηκε στα αντανακλαστικά «που έχουν καλλιεργηθεί συστηματικά επί χρόνια και έχουν μετατρέψει μια σειρά από ζητήματα σε ταμπού. Εχουμε δει τις αρνητικές συνέπειες σε αυτό το πρόβλημα που ταλανίζει την ελληνική κοινωνία και την εξωτερική πολιτική από το 1992. Παρ’ όλα αυτά, έχει παραμείνει ταμπού. Συγχρόνως παρατηρούνται γραφικά φαινόμενα, όπως η εξαφάνιση του ονόματος της χώρας στις αθλητικές συναντήσεις. Είναι, δηλαδή, σαν να εθελοτυφλούμε, να μην αντιλαμβανόμαστε τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο».
Ο κ. Βόγλης, μέλος της οργάνωσης πανεπιστημιακών ΣΥΡΙΖΑ, υπήρξε υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων με το ψηφοδέλτιο του κόμματος υπό τον Γαβριήλ Σακελλαρίδη στις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές. Η πρώην αναπληρώτρια υπουργός Παιδείας Σία Αναγνωστοπούλου τον τοποθέτησε κατά τη διάρκεια της θητείας της αντιπρόεδρο του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών, ενώ στις αρχές του χρόνου τού ανατέθηκαν από το Ιδρυμα Εκπαιδευτικής Πολιτικής καθήκοντα προέδρου της επιτροπής ειδικών επιστημόνων για την εκπόνηση μελέτης για την αναμόρφωση του Προγράμματος Σπουδών της Ιστορίας. Σύμφωνα με τη μελέτη που υποβλήθηκε προ ημερών, η διδασκαλία της Ιστορίας θα έχει πλέον ως κύριο στόχο να καλλιεργήσει «μια πλουραλιστική και ανεκτική εθνική ταυτότητα, η οποία θα είναι απαλλαγμένη από μισαλλοδοξία και ξενοφοβία». Η νέα αντίληψη δεν θα εστιάζει πλέον στην πολιτική, στρατιωτική και διπλωματική δράση των μεγάλων προσωπικοτήτων, αλλά στην κοινωνική, οικονομική, πολιτισμική ιστορία, την ιστορία τέχνης και την ιστορία περιβάλλοντος. Στο νέο πλαίσιο, με επανειλημμένες δημόσιες παρεμβάσεις του ο κ. Βόγλης έχει υπερθεματίσει για το πόσο σημαντικό είναι να διδαχτεί ο Εμφύλιος στα σχολεία, αφού, όπως έχει σημειώσει, «δεν είναι δυνατόν να υπάρχει μία μικρή αναφορά μισής περίπου σελίδας στο βιβλίο Ιστορίας της Γ’ Λυκείου γι’ αυτά τα δραματικά γεγονότα».
«Αδύνατη επανάσταση» τα Δεκεμβριανά
Αλλωστε, το κύριο επιστημονικό πεδίο του αφορά στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, την οποία προσεγγίζει ως «επανάσταση» στο βιβλίο του με τίτλο «Η αδύνατη επανάσταση - Η κοινωνική δυναμική του εμφυλίου πολέμου». Ευχαριστώντας αρχικά τον νυν υπουργό Περιβάλλοντος Γιώργο Σταθάκη για τη συνεισφορά του ως πανεπιστημιακού στην έρευνα του συγγραφέα αναφορικά με την οικονομική διάσταση του Εμφυλίου, ο κ. Βόγλης ολοκληρώνει το έργο του με τις ακόλουθες δύο προτάσεις, οι οποίες ορίζουν την ενδιαφέρουσα οπτική του για τα σκοτεινά γεγονότα που άφησαν πίσω τους περισσότερους από 40.000 νεκρούς και αβάσταχτο πόνο διχάζοντας την ελληνική κοινωνία για δεκαετίες: «Ο ελληνικός εμφύλιος ήταν μία επανάσταση, η μοναδική στην Ελλάδα του 20ού αιώνα, έστω και αν, έτσι όπως εξελίχθηκε, δεν θα μπορούσε να αποβεί νικηφόρα. Υπό αυτή την έννοια, ήταν μία αδύνατη επανάσταση».
Ο πρόεδρος της επιτροπής για την αναμόρφωση του μαθήματος της Ιστορίας εστιάζει στο βιβλίο του στη δράση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) και στις συνθήκες που οδήγησαν στην «επανάσταση». «Το εαμικό κίνημα, ριζοσπαστικοποιώντας την ελληνική κοινωνία, είχε δημιουργήσει δυναμική κοινωνικής επανάστασης στην Κατοχή. Αυτή η δυναμική μετασχηματίστηκε σε ολομέτωπη στρατιωτική και πολιτική σύγκρουση κατά τον Εμφύλιο».
Σε αυτές τις συνθήκες «οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις, αντί να προχωρήσουν στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα ικανοποιούσαν τα αιτήματα εκδημοκρατισμού και κοινωνικής δικαιοσύνης που είχε αναδείξει η κοινωνία στα χρόνια της Κατοχής, έθεσαν στόχο τη διάλυση των οργανωτικών δομών και τη συρρίκνωση των κοινωνικών ερεισμάτων του ΕΑΜ ώστε να ανακοπεί η δυναμική της επανάστασης». Επαναστατική είναι και η παρουσίαση των Δεκεμβριανών, που αποτελούν γεγονός-ορόσημο του Εμφυλίου. «Τα Δεκεμβριανά ως επαναστατική στιγμή θα στοιχειώσουν το φαντασιακό του αστικού κόσμου. Η Ελλάδα ήταν μία χώρα χωρίς παρελθόν κοινωνικών επαναστάσεων και ο κίνδυνος του κομμουνισμού είχε διογκωθεί τεχνητά στην προπολεμική περίοδο.
Τα Δεκεμβριανά θα φέρουν αντιμέτωπο τον αστικό κόσμο με την απειλή της επανάστασης». Ο συγγραφέας, αναφερόμενος στη Δεξιά της περιόδου εκείνης, γράφει ότι μέχρι τις εκλογές του 1946 «ο αντικομμουνισμός και η βία έγιναν καταστατικά στοιχεία τού υπό συγκρότηση κρατικού μηχανισμού αλλά και της δεξιάς παράταξης, η οποία αναδιπλώθηκε στην πιο συντηρητική και αντιδραστική εκδοχή της με την επικράτηση των βασιλόφρονων δυνάμεων. Ακόμη, η βία ήταν αναπόσπαστο κομμάτι ενός πλέγματος πολιτικών (όπως οι διώξεις, η εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από τους μη εθνικόφρονες, οι οικονομικές διακρίσεις στη διανομή της βοήθειας), που είχαν στόχο να τρομοκρατηθεί η κοινωνική βάση της εαμικής Αριστεράς και να διαλυθούν οι οργανωτικές δομές του ΚΚΕ στην ύπαιθρο. Απέναντι στην εκστρατεία βίας και τρομοκρατίας, η ηγεσία του κόμματος παρέμεινε για αρκετούς μήνες προσηλωμένη στην πολιτική νομιμότητα, αποφασίζοντας να μην απαντήσει ένοπλα και άρα να μην προσδώσει δυναμική στην εμφύλια σύγκρουση».
Οσον αφορά στη μετέπειτα στάση της Αριστεράς σε σχέση με τα γεγονότα του Εμφυλίου, ο κ. Βόγλης σημειώνει ότι «η Αριστερά αποσιώπησε την επαναστατική διάσταση του εμφυλίου πολέμου. Η ήττα και οι οδυνηρές συνέπειές της για χιλιάδες ανθρώπους την οδήγησαν στην απώθηση της ιδέας της επανάστασης. Μετά τον Εμφύλιο προσανατολίστηκε σταθερά στην πολιτική νομιμότητα και τον κοινοβουλευτισμό και θέλησε να “ξεχάσει” το επαναστατικό παρελθόν, το οποίο λειτουργούσε απονομιμοποιητικά για την ενσωμάτωσή της στο πολιτικό σύστημα στο παρόν και δεν συνιστούσε προοπτική για το μέλλον. Υποβάθμισε την επαναστατική διάσταση της εαμικής Αντίστασης προκειμένου να τονίσει τον αγώνα για την εθνική απελευθέρωση, ενώ για τον Εμφύλιο επέλεξε να αναδείξει τη μνήμη των θυμάτων της κρατικής βίας και των διώξεων, παρά τον αγώνα των μαχητών του ΔΣΕ. Μέχρι σχετικά πρόσφατα ο μνημονικός τόπος του Εμφυλίου για την Αριστερά δεν ήταν ο Γράμμος, αλλά η Μακρόνησος».
Θα διδασκόμαστε λιγότερη Ελλάδα, ήρωες, μάχες...
Με πρόσχημα την αποφυγή επαναλήψεων, το ΙΕΠ προτείνει τη μετατόπιση του διδακτικού ενδιαφέροντος
Κάθε εβδομάδα το υπουργείο Παιδείας προαναγγέλλει αλλαγές και σε ένα άλλο μάθημα, με προφανέστατο στόχο τη διαμόρφωση μιας διαφορετικής εθνικής ταυτότητας στους μαθητές. Η αρχή έγινε με τα Θρησκευτικά και ακολούθησε με την Ιστορία. Και όπως όλα δείχνουν, οι αλλαγές θα συνεχιστούν με το μάθημα της Λογοτεχνίας, με τους συνεργάτες του αρμόδιου υπουργού Κωνσταντίνου Γαβρόγλου να θέλουν να αλλάξουν όλη τη διδακτέα ύλη που επί δεκαετίες διαμορφώνει τον εθνικό χαρακτήρα των μαθητών.
Παρά τις αλυσιδωτές αντιδράσεις που εξακολουθούν να προκαλούν οι αλλαγές στο μάθημα της Ιστορίας, αυτές προγραμματίζονται κανονικά να εφαρμοστούν από τη νέα χρονιά. Οι αλλαγές θα ξεκινήσουν από τη Γ’ Δημοτικού και θα αγγίξουν και την ύλη της Α’ Λυκείου, όπου οι μαθητές πλέον θα διδάσκονται γεγονότα της σύγχρονης πολιτικής Ιστορίας, όπως είναι ο πόλεμος της Γιουγκοσλαβίας και οι επιχειρήσεις για την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν. Μεταξύ των προτάσεων του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) είναι η διδασκαλία του Ψυχρού Πολέμου και η πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων, παραμερίζοντας κεφάλαια της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας, αλλά και της Μυθολογίας.
Προτείνεται επίσης ο περιορισμός της αναλυτικής παρουσίασης της Επανάστασης του 1821, παρότι θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν κεφάλαια από τον 15ο αιώνα έως και τη σύγχρονη εποχή. Στην ενότητα, όμως, για την Ελληνική Επανάσταση η διδασκαλία στρέφεται σε βασικά κοινωνικά χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας, όπως ο εκσυγχρονισμός και η εκβιομηχάνιση και λιγότερο στους πρωταγωνιστές της Απελευθέρωσης.Με πρόσχημα την αποφυγή επαναλήψεων των ιστορικών κύκλων, το ΙΕΠ προτείνει τη μετατόπιση του διδακτικού ενδιαφέροντος από τα στρατιωτικά γεγονότα στα κοινωνικά, όπως θέματα που αφορούν τους πρόσφυγες και τη διάσπαση των γειτονικών κρατών.
Ποιες θα είναι οι αλλαγές
Οι κυριότερες από τις αλλαγές που προτείνονται στο μάθημα της Ιστορίας είναι:
■ Για την Α’ Λυκείου: Σήμερα διδάσκεται η περίοδος του αρχαίου κόσμου, που καλύπτει τη χρονική περίοδο από τους προϊστορικούς πολιτισμούς της Ανατολής έως την εποχή του Ιουστινιανού. Τώρα προτείνεται η συνολικότερη αναμόρφωση της διδακτέας ύλης που θα καλύπτει πλέον την περίοδο από το 1880 ως σήμερα.
■ Για τη Γ’ Δημοτικού: Σήμερα διδάσκονται βασικά στοιχεία από την ελληνική µυθολογία (η δηµιουργία του κόσµου, η Τιτανοµαχία, οι θεοί και οι θεές του Ολύµπου, ο Προµηθέας, η Πανδώρα, ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα, οι Αθλοι του Ηρακλή, ο Θησέας, η Αργοναυτική εκστρατεία και ο Τρωικός πόλεµος). Προτείνεται πλέον η διδασκαλία των αρχαιοελληνικών µύθων µε αναφορές και συνδέσεις µε µύθους άλλων λαών και η ερµηνευτική τους αποδέσµευση από τις πολιτικές, στρατιωτικές, ιδεολογικές και πολιτισµικές διαδικασίες των προϊστορικών κοινωνιών.
■ Για τη Δ’ Δημοτικού: Σήμερα διδάσκεται η Αρχαία Ελληνική Ιστορία από τη Γεωµετρική Εποχή ως την άνοδο της Ρώµης (η Αθηναϊκή Δηµοκρατία, η Αθήνα και η Σπάρτη, οι Περσικοί πόλεµοι, ο Πελοποννησιακός πόλεµος, ο Χρυσός Αιώνας του Περικλή, τα έργα στην Ακρόπολη, η άνοδος της Μακεδονίας, ο Μέγας Αλέξανδρος και η κατάκτηση της Ανατολής). Το ΙΕΠ προτείνει τη διδασκαλία της οικογενειακής, της προφορικής και της τοπικής Ιστορίας, όπως επίσης και των στοιχείων της θεµατικής Ιστορίας.
■ Για την Ε’ Δημοτικού: Σήμερα οι μαθητές διδάσκονται την άνοδο της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας και τις σχέσεις των Ρωμαίων µε τους Ελληνες, τη µετάβαση από τη Ρωµαϊκή στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, την Κωνσταντινούπολη και την ιστορία του βυζαντινού κράτους και την Αλωση. Η καινούρια πρόταση είναι να διδαχθούν την ιστορική εξέλιξη από την Προϊστορία έως την οθωµανική κατάκτηση. Λόγω του µεγάλου χρονικού εύρους της περιόδου, όμως, το μάθημα θα εστιάζει στις σηµαντικές κοινωνικές και πολιτισµικές αλλαγές που συντελούνται στο πέρασµα των αιώνων και λιγότερο στην εξέταση συγκεκριµένων προσώπων ή γεγονότων.
■ Για τη ΣΤ’ Δημοτικού: Η σημερινή διδακτέα ύλη περιλαμβάνει τις εξελίξεις στην Ευρώπη κατά τους νεότερους χρόνους (Αναγέννηση, Ανακαλύψεις, Διαφωτισµός, οι Δάσκαλοι του Γένους, Επανάσταση του 1821). Πλέον προτείνεται η ιστορική εξέλιξη από τον 15ο αιώνα έως τη σύγχρονη εποχή, με έµφαση στις σηµαντικές τεχνολογικές, κοινωνικές και πολιτισµικές αλλαγές και λιγότερο στην εξέταση συγκεκριµένων προσώπων ή γεγονότων, µε την εξαίρεση της ίδρυσης του ελληνικού κράτους και των δύο Παγκοσµίων Πολέµων.
Πηγή: Πρώτο Θέμα

Σε κοινή γραμμή,οι παράγοντες του Υπουργείου Παιδείας και του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής,σε συνεργασία με μια μικρή μερίδα Θεολόγων, επιμένουν να επιβάλουν μη ορθόδοξα και άκρως επικίνδυνα και ακατάλληλα, από παιδαγωγικής και θεολογικής πλευράς, Προγράμματα θρησκευτικών. Η προσπάθειά τους τώρα, μετά από την αποδοχή της πρότασής τους από τη Διοικούσα Εκκλησία να διεξαχθεί ο διάλογος επί των νέων Προγραμμάτων,επικεντρώνεται στο να βρουν τρόπους να «πείσουν» τη Διοικούσα Εκκλησίαότι τα πολυθρησκειακά Προγράμματα είναι Ορθόδοξα και, επομένως,ότι αντιστοιχούν στον όρο που έχει θέσει η Εκκλησία για τον «Ορθόδοξο Προσανατολισμό» των Θρησκευτικών.
Η αλήθεια,όμως, είναι ότι τα νέα Προγράμματα δεν είναι Ορθόδοξα. Όσοι επιμένουν για το αντίθετο ή έχουν σκοπιμότητες και γι αυτό ψεύδονται, διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα ή δεν έχουν πλέον την αντίληψη της Ορθής δόξας ή Ορθής πίστεως. Ωστόσο, αν θέλει να δει κανείς το περιεχόμενο και τον σκοπό που μπορεί να έχει ένα ορθόδοξο Πρόγραμμα,μπορεί να διαβάσει μερικά στοιχεία από το προηγούμενο Πρόγραμμα που παραθέτουμε παρακάτω και να τα συγκρίνει με τα αντίστοιχα στοιχεία των νέων Προγραμμάτων. Τα ερωτήματα είναι πολλά. Το πρώτο είναι,γιατί παραμερίστηκε, το 2011, το Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών Θρησκευτικών(2003-2006),χωρίς λόγο και χωρίς αξιολόγηση;Αυτό θα το δούμε αν παρατηρήσουμε τι προέβλεπε αυτό το Πρόγραμμα:«Στην εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση μελετάται ο Χριστιανισμός ως βιβλική ιστορία και βιβλικός λόγος, ως ορθόδοξη χριστιανική παράδοση, ως πολιτιστική έκφραση, ως πορεία μέσα στην ιστορία, ως αναζήτηση της αλήθειας και ως σύγχρονη παρουσία μέσα στον κόσμο». Ειδική μνεία γίνεται επίσης στο ως άνω Πρόγραμμα για μια διαχριστιανική και θρησκειολογική πληροφοριακή ενημέρωση των μαθητών σε μεγαλύτερες τάξεις. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι:«Υπάρχουν επίσης κάποιες πληροφορίες για τις άλλες Ομολογίες, καθώς και για τον Ιουδαϊσμό και το Ισλάμ, με την προοπτική να ασχοληθούν μ’ αυτά οι μαθητές εκτενέστερα στο Λύκειο». Όπως θα δούμε και παρακάτω, το Πρόγραμμα ήταν πολύ σύγχρονο, με σωστές θεολογικές και παιδαγωγικές βάσεις και είχε γίνει αποδεκτό από όλες τις πλευρές.ΤοΠρόγραμμα αυτό, αφενός προγραμμάτιζε την πνευματική ανάπτυξη των μαθητών στην ορθόδοξη πίστη τους και, αφετέρου, τους πρόσφερεκαι διδασκαλία των θρησκειών σε ξεχωριστές ενότητες και στο κατάλληλο πνευματικό επίπεδο (βαθμίδα) των μαθητών. Συνέβαλε επίσης στην ευαισθητοποίηση των μαθητών στα θέματα της διαφορετικότητας και της συμβιώσεως με τον «άλλο».
Ο άξονας του ως άνω Προγράμματος, σε αντίθεση με το περιεχόμενο και τη σκοποθεσία των νέων Προγραμμάτων, είναι φανερό ότι επιδίωκε να καλλιεργήσει και να αναπτύξει ορθοδόξως τη θρησκευτική συνείδηση των Ελλήνων μαθητών.Ο σκοπός της διδασκαλίας των Θρησκευτικών, σύμφωνα με όσα αναφέρει στην εισαγωγή του το προηγούμενο Πρόγραμμα «εντάσσεται στο γενικό σκοπό της εκπαίδευσης, δηλαδή στη διαμόρφωση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών». Ειδικότερα, η διδασκαλία του μαθήματος,μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι συμβάλλει: «Στην απόκτηση γνώσεων γύρω από τη χριστιανική πίστη και την Ορθόδοξη χριστιανική παράδοση. Στην ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης. Στην προβολή της ορθόδοξης πνευματικότητας, ως ατομικού και συλλογικού βιώματος. Στην κατανόηση της χριστιανικής πίστης, ως μέσου νοηματοδότησης του κόσμου και της ζωής. Στη διερεύνηση του ρόλου που έπαιξε και παίζει ο Χριστιανισμός στον πολιτισμό και την ιστορία της Ελλάδας και της Ευρώπης. Στην αξιολόγηση του Χριστιανισμού ως παράγοντα βελτίωσης της ζωής των ανθρώπων». Με τη διδασκαλία επίσης του μαθήματος επιδιώκεται για τους μαθητές: Να γνωρίσουν βασικές παραστάσεις, έννοιες και σύμβολα της ορθόδοξης πίστης και ζωής. Να αντιληφθούν την αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο και τον κόσμο. Να ανακαλύψουν τη σημασία και την επικαιρότητα του Ευαγγελίου για την προσωπική και κοινωνική ζωή και τον πολιτισμό. Να καλλιεργήσουν πνεύμα έμπρακτης αλληλεγγύης, ειρήνης και δικαιοσύνης, σεβασμού της θρησκευτικής ιδιαιτερότητας και συνύπαρξης με το “διαφορετικό”. Να κατανοήσουν τι σημαίνει να είναι κάποιος ενεργό μέλος εκκλησιαστικής κοινότητας.Να γνωρίσουν ιδιαίτερα τον Χριστιανισμό, κατεξοχήν την Ορθοδοξία, μέσα από την Αγία Γραφή, τους Πατέρες και τη ζωντανή παράδοση της Εκκλησίας, και να τοποθετηθούν υπεύθυνα. Να συνειδητοποιήσουν ότι ο Χριστιανισμός δίνει προτάσεις στον σύγχρονο κόσμο για τη συνοχή του, αλλά και για την ποιότητα της ζωής. Να αξιοποιήσουν την προσφορά του μαθήματος, ώστε να συνειδητοποιήσουν τη δύναμη του μηνύματος του Ευαγγελίου και να καλλιεργήσουν το ήθος και την προσωπικότητά τους, να ευαισθητοποιηθούν απέναντι στον σύγχρονο κοινωνικό προβληματισμό και να βοηθηθούν να πάρουν έμπρακτα θέση. Να αντιληφθούν ότι το αυθεντικό χριστιανικό μήνυμα είναι υπερφυλετικό, υπερεθνικό και οικουμενικό. Να αντιληφθούν την πολυπολιτισμική, πολυφυλετική και πολυθρησκευτική δομή των σύγχρονων κοινωνιών. Να συνειδητοποιήσουν την ανάγκη διαχριστιανικής και διαθρησκειακής επικοινωνίας». Ως προς τη παιδαγωγική μεθοδολογία,ο σχεδιασμός του ως άνω Προγράμματος δεν ήταν τόσο αναχρονιστικός, αφού, μεταξύ άλλων,προέβλεπε: «Ημέθοδος της διδασκαλίας να ξεκινάει από εμπειρίες και βιώματα των μαθητών, να δημιουργεί ευκαιρίες για ενεργοποίηση και προβληματισμό τους, να μην προσφέρει έτοιμες απαντήσεις και θέσεις, να δίνει ευκαιρίες για διερεύνηση και ανακάλυψη από τους ίδιους τους μαθητές», να προωθεί, «μία ενεργητική μάθηση και μάθηση με ανακάλυψη». Επίσης, προέβλεπε, ως απαραίτητη, τη «διαλογική συζήτηση, τη συνεργασία, τη συνδιαμόρφωση, την εφαρμογή της ομαδοσυνεργατικής διδασκαλίας και την αντίστοιχη οργάνωση της τάξηςκαι την πραγματοποίηση δραστηριοτήτων».Ως δραστηριότητες, σχετικές με το μάθημα δειγματικά αναφέρονταν: «Επεξεργασία κειμένου.Επεξεργασία βιβλικών και πατερικών κειμένων. Εργασία με έργα τέχνης και μνημεία.Συζητήσεις σε ομάδες. Σύνταξη ερωτηματολογίων / πραγματοποίηση ερευνών. Πραγματοποίηση συνεντεύξεων. Δραματοποιήσεις / αφηγήσεις / παρουσιάσεις / κατασκευές. Χρήση εποπτικού υλικού, πρόσβαση στο Διαδίκτυο.Επισκέψεις σε μνημεία, μουσεία κ.ά». Εξάλλου, «σε ό,τι αφορά στις διαθεματικές δραστηριότητες, το μάθημα των Θρησκευτικών παρείχε τη δυνατότητα για πολλαπλές προσεγγίσεις της διδακτέας ύλης με ανάπτυξη ποικίλων δραστηριοτήτων. Παράλληλα,«ιδιαίτερης σημασίας κρίνεται και η χρήση των οπτικοακουστικών μέσων με το αντίστοιχο, κατάλληλα επιλεγμένο, υλικό». Η απάντηση λοιπόν στο ερώτημα που θέσαμε είναι ότι το προηγούμενο Πρόγραμμα παρακάμφθηκε, απλώς, διότι είχε μια βασική «αδυναμία»: Ότι ήταν αληθινά Ορθόδοξο και, επομένως, μη αρεστό. Γι’ αυτό, συντάχτηκαντα πλασματικά «Ορθόδοξα», στην πραγματικότητα όμως πολυθεϊστικά και πολυθρησκειακά,και,γι’ αυτό επιχειρείται μετά μανίας να επιβληθούνστον ορθόδοξο μαθητικό πληθυσμό της χώρας.
Πηγή: Ακτίνες

Το 1990, η Βουλή των Ελλήνων, για πρώτη φορά, ασχολήθηκε ειδικά με τη Θράκη. Πήρε απόφαση για τη συγκρότηση Διακομματικής Επιτροπής για τη μελέτη των προβλημάτων της Θράκης και την υποβολή προτάσεων για την ανάπτυξή της. Η Επιτροπή, ολοκλήρωσε τις εργασίες της, στις 14 Φεβρουαρίου 1992, και σε πανηγυρική ατμόσφαιρα δημοσιοποίησε το πόρισμά της.
Το πλήρες κείμενο του πορίσματος είναι αναρτημένο στην ιστοσελίδα http://www.ipet.gr/vouli/porisma.cfm .
Εικοσιπέντε (25) χρόνια μετά, μελετώντας το, διαπιστώνεις ότι από τα τόσα πολλά που ανέφερε ότι έπρεπε να γίνουν, ελάχιστα μόνο έγιναν. Τόσα λίγα που στην κυριολεξία είναι μετρημένα στα δάκτυλα του ενός χεριού… Πρόκειται για την κατασκευή της Εγνατίας οδού, του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Αλεξανδρούπολης, τον εκσυγχρονισμό του αεροδρομίου «Δημόκριτος», τον κάθετο άξονα Ροδόπης (Νυμφαία) και τον ψηφιακό εκσυγχρονισμό των τηλεπικοινωνιών.
Πολλά άλλα, είτε εξαγγέλθηκαν, είτε ξεκίνησαν, είτε διεκόπησαν. Ένα είναι σίγουρο, ότι για χρόνια βρίσκονται εν υπνώσει. Μερικά μόνο από αυτά, τα εν υπνώσει, αναλύονται στο κείμενο που ακολουθεί.
***
Ανάπτυξη λιμένα Αλεξανδρούπολης
Το 1992, με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ καθιερώθηκαν από την Ε.Ε, τα «Διευρωπαϊκά Δίκτυα Μεταφορών ΔΕΔ-Μ ». Ένα από αυτά, ο άξονας 9 (ΙΧ) επελέγη για τη σύνδεση της Βαλτικής (Ελσίνκι) με τη Μεσόγειο (Αλεξανδρούπολη), προσδίδοντας ιδιαίτερο ρόλο στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης το οποίο σύμφωνα με τους Κανονισμούς της Ε.Ε χαρακτηρίστηκε «λιμάνι διεθνούς ενδιαφέροντος» ΚΥΑ αριθ. 8315.2/2007 (ΦΕΚ202Β/16-02-2007), αλλά στην πράξη το καταντήσαμε, «λιμάνι εθνικής αδιαφορίας».
Το 1995, στα πλαίσια αυτά, με χρηματοδότηση από το Β’ Κ.Π.Σ και στη συνέχεια από το Γ’ Κ.Π.Σ (Π.Ε.Π Α.Μ-Θράκης), ξεκίνησαν τα έργα επέκτασης και εκσυγχρονισμού του, τα οποία σύμφωνα με τον χρονικό και οικονομικό προγραμματισμό, θα ολοκληρώνονταν το 2005. Όμως, διεκόπησαν το 2001 και επανήρχισαν το 2008, χωρίς ωστόσο μέχρι σήμερα να έχουν ολοκληρωθεί.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προφανώς δεν μπορούσε να περιμένει άλλο την περιβόητη ανάπτυξη του λιμανιού μας - η όποια δεν ολοκληρώθηκε με δική μας ευθύνη – και αναγκάστηκε να αλλάξει « ρότα».
Στις 19 Νοεμβρίου 2013, ψήφισε την πιο ριζική αναθεώρηση πολιτικής της Ε.Ε στο θέμα των ΔΕΔ-Μ. Ενέκρινε τον Κανονισμό για τη νέα πολιτική των Διευρωπαϊκών Δικτύων Μεταφορών (Regulation on Union guidelines for the development of the trans-European transport network) με εννέα (9) διαδρόμους - άξονες για τη μεταφορά στην ενιαία αγορά της Ευρώπης, τη σύνδεση Ανατολής – Δύσης και Βορρά-Νότου. Το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, απουσιάζει.
http://ec.europa.eu/transport/themes/infrastructure/news/corridors_en.htm
Σύμφωνα με το χάρτη, η Θεσσαλονίκη ενώνεται με τη Σόφια και το Μπουργκάς. Δηλαδή το προς Ανατολάς διευρωπαϊκό δίκτυο, κατευθύνεται προς την Τουρκία, μέσω Βουλγαρίας, αγνοώντας τη Θράκη και φυσικά και το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης …
Το αποτέλεσμα είναι σήμερα, η Θράκη να βρίσκεται εκτός των Διευρωπαϊκών Δικτύων Μεταφορών ΔΕΔ-Μ.
Κατασκευή «μαρίνας» στην Αλεξανδρούπολη
Το 1995, αποφασίστηκε η κατασκευή μαρίνας στη Θράκη και συγκεκριμένα στην Αλεξανδρούπολη, σύμφωνα με προμελέτη του ΕΟΤ, προϋπολογισμού 3 δις δρχ. (αριθ. 600/03-04-1995 Απόφαση Υπουργού Τουρισμού ΦΕΚ 269 Β/10-4-1995). Η Απόφαση αυτή του Υπουργού Τουρισμού, προέκυψε μέσα από το συνδυασμό του Ν. 2160/1993 «Ρυθμίσεις για τον τουρισμό» και του Ν. 2206/1994 «Ίδρυση, Οργάνωση, Λειτουργία και Έλεγχος των Καζίνο» που προέβλεπε την εκτέλεση αναπτυξιακών έργων στις περιοχές ίδρυσης νέων Καζίνο. Προβλεπόταν λοιπόν, ΚΑΖΙΝΟ στην Ξάνθη και ΜΑΡΙΝΑ στην Αλεξανδρούπολη. Το ΚΑΖΙΝΟ έγινε αλλά δεν έγινε η ΜΑΡΙΝΑ. Το ποιο από τα δυο (καζίνο, μαρίνα) είναι αναπτυξιακό έργο αφήνεται στην κρίση του καθενός.
Σύμφωνα με το επίσημο χρονοδιάγραμμα η μαρίνα έπρεπε να κατασκευαστεί μέχρι τον Ιούνιο του 2004. Δυστυχώς, η ευκαιρία αυτή χάθηκε, τα χρόνια πέρασαν, χωρίς ωστόσο να υπάρχει ένας νέος χρονικός - οικονομικός προγραμματισμός του έργου.
Το αποτέλεσμα είναι σήμερα, να μην υπάρχει καμία μαρίνα στη Θράκη.
«Ακαδημία Λιμενικού Σώματος» στην Αλεξανδρούπολη
Το 2000, από τον Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας εξαγγέλθηκε η ίδρυση «Λιμενικής Ακαδημίας» στην Αλεξανδρούπολη.
Με νομοθετικές ρυθμίσεις (άρθρο 6 παρ 3 Ν.2935/2001, άρθρο 7 παρ 12 Ν.3079/2002) προβλέφτηκε η ίδρυση «Ακαδημίας Λιμενικού Σώματος», και με έκδοση ΠΔ θα καθορίζονταν οι λεπτομέρειες. Ακολούθησε η αριθ. 15/3-4-02 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (ΦΕΚ 68 Α/8-4-02) με την οποία παραχωρήθηκε, δωρεάν και κατά κυριότητα, στο ΥΕΝ έκταση 148 στρεμμάτων, στην περιοχή Νέα Χιλή Αλεξανδρούπολης, για την ανέγερση κτιριακών εγκαταστάσεων για την ίδρυση και λειτουργία «Ακαδημίας Λιμενικού Σώματος».
Το θέμα κατά καιρούς έρχεται στην επικαιρότητα αλλά πάντα με υπεκφυγές και υποσχέσεις. Η τελευταία (19-4-2017) απάντηση του αρμοδίου Υπουργού Ναυτιλίας στους τοπικούς Φορείς μεταξύ άλλων αναφέρει: «Η ύπαρξη ήδη παραχωρηθείσας έκτασης 148.000 τ.μ. στην περιοχή Νέας Χιλής Αλεξανδρούπολης για το σκοπό αυτό, σε συνδυασμό με την αναγκαιότητα στήριξης των ακριτικών μας περιοχών και την έμπρακτη δέσμευση υλοποίησης του έργου από το σύνολο των φορέων αυτοδιοίκησης και τη τοπική κοινωνία, αποτελούν σημαντικά στοιχεία που θα ληφθούν σοβαρά υπόψη κατά τη διαδικασία αξιολόγησης των σχετικών προτάσεων».
Η ίδρυση «Ακαδημίας Λιμενικού Σώματος» στην Αλεξανδρούπολη, δεκαεπτά χρόνια μετά, παραμένει όνειρο.
Πετρελαιαγωγός Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη
Το 2007, υπογράφτηκε στην Αθήνα, η Συμφωνία (Ν.3558/2007 – ΦΕΚ 101Α/14-5-2007) μεταξύ των Κυβερνήσεων Ρωσίας, Βουλγαρίας, Ελλάδας για την κατασκευή και εκμετάλλευση του πετρελαιαγωγού Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη.
Για την υλοποίηση του έργου, το οποίο θα είχε τη δυνατότητα μεταφοράς 35 - 50 εκατομμυρίων τόνων πετρελαίου ετησίως, ιδρύθηκε η Διεθνής εταιρεία Trans Balkan Pipeline B.V και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της το κόστος του έργου, που προβλεπόταν να είναι έτοιμο το 2014, άγγιζε το 1,5 δις ευρώ με τεράστια γεωπολιτικά και οικονομικά οφέλη για την Ελλάδα και ιδιαίτερα για τη Θράκη.
Από την Προμελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΠΠΕ) που κατέθεσε το καλοκαίρι του 2009 στο ΥΠΕΧΩΔΕ η TransBalkanPipelineB .V , και εγκρίθηκε το καλοκαίρι του 2010, αναφέρονταν 1.250 (χίλιες διακόσιες πενήντα) θέσεις εργασίας για το στάδιο της κατασκευής (700 για το χερσαίο αγωγό, 400 για τις εγκαταστάσεις αποθήκευσης και 150 για τις θαλάσσιες εγκαταστάσεις) και140 (εκατόν σαράντα) μόνιμες.
Η κατασκευή του πετρελαιαγωγού ήταν μια ελληνική ιδέα που γεννήθηκε το 1994, όταν η Τουρκία άρχισε να δημιουργεί προβλήματα στη διέλευση δεξαμενοπλοίων από τα Στενά του Βοσπόρου. Ο αγωγός θα συνέδεε, σε φυσικό επίπεδο, το Αιγαίο (Αλεξανδρούπολη) απευθείας με τη Μαύρη Θάλασσα ( Μπουργκάς), παρακάμπτοντας την Τουρκία (Στενά Βοσπόρου), καθιστώντας τη Θράκη σημείο – κλειδί και στρατηγικό παίχτη του ενεργειακού χάρτη των Βαλκανίων και της Ευρώπης χωρίς τις διάφορες ισορροπίες τρόμου που χρειάζεται δυστυχώς να κρατά κάθε φορά που σε οποιοδήποτε θέμα εμπλέκεται ο τουρκικός παράγοντας.
Χάθηκε η ευκαιρία εφαρμογής της αρχής της «διαφοροποίησης των διαδρομών». Μιας αρχής που ισχύει στη γεωπολιτική επιστήμη για τη μεταφορά ενέργειας, και η Τουρκία αναδεικνύεται κυρίαρχος παίκτης εχοντας τον έλεγχο μιας θαλάσσιας διαδρομής (Στενά Βοσπόρου), μιας χερσαίας (αγωγός Μπακού-Τσευχάν 2006) και μιας υπό κατασκευή (αγωγός Σαμψούντα - Τσευχάν).
Διεθνής ενεργειακός και διαμετακομιστικός κόμβος
Το 2008, το «Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης», το οποίο ενέκρινε η Ολομέλεια της Βουλής (ΦΕΚ 128 Α/3-7-2008), και αφορούσε όλη την Ελλάδα, για τη Θράκη προέβλεπε την ενίσχυση της αναπτυξιακής πορείας του δίπολου Κομοτηνή – Αλεξανδρούπολη και την ανάδειξη της Αλεξανδρούπολης σε « διεθνές ενεργειακό κόμβο και πύλη του θαλασσίου διαδρόμου Μεσόγειος – Εύξεινος » (βλέπε σελ. 2269 του ΦΕΚ) .
Την ίδια χρονιά, Θεσμικοί και πολιτικοί παράγοντες, με αρθρογραφία τους σε ειδικές εκδόσεις, αφιερωμένες σ τη Θράκη (βλέπε ειδική έκδοσης της εφημερίδας ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ το Μάρτιο του 2008 με τίτλο: Οι δρόμοι της ανάπτυξης στη Βόρεια Ελλάδα και της ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗΣ το Δεκέμβριο του 2008, με τίτλο: «Θράκη 2008» κ.α) καθώς και ομιλίες τους σε συνέδρια και ημερίδες, θριαμβολογούσαν ότι η Θράκη , με πρωταγωνιστή τον Έβρο, τα επόμενα χρόνια θα αποτελέσει το κέντρο των εξελίξεων στον ενεργειακό τομέα και τον τομέα των μεταφορών … Απλά, ήταν μια ευχή. Ο κόμβος μάλλον έγινε κόμπος.
Χρυσωρυχεία στην περιοχή Πέραμα Έβρου
Το 2009, τα «Χρυσωρυχεία Θράκης ΑΕ» (θυγατρική της EldoradoGold ) ξεκίνησαν τις διαδικασίες για την αδειοδότηση του έργου «Μεταλλευτικές εγκαταστάσεις και εγκαταστάσεις επεξεργασίας προς παραγωγή χρυσού στην περιοχή Πέραμα της Π.Ε Έβρου».
Το Φεβρουάριο του 2012, δόθηκε η πρώτη θετική γνωμοδότηση από το ΥΠΕΚΑ αλλά η διαδικασία οριστικής απόρριψης ή έγκρισης του έργου έχει τελματώσει.
Από τα στοιχεία τα οποία έχουν δημοσιοποιήσει τα «Χρυσωρυχεία Θράκης ΑΕ» προκύπτει ότι θα δημιουργηθούν 340 (τριακόσιες σαράντα) θέσεις εργασίας στο στάδιο της κατασκευής και 200 (διακόσιες) στην πλήρη λειτουργία του μεταλλείου και εργοστασίου. Επίσης, το κεφάλαιο επένδυσης προσδιορίζεται στα 120.000.000 €, οι λειτουργικές δαπάνες (10 ετών) 174.000.000 €, η φορολογία 121.000.000 € και το συνολικό οικονομικό όφελος της τοπικής οικονομίας στο 1 δις ευρώ.
Πλωτός Ανεξάρτητος Σταθμός Φυσικού Αερίου
Το 2010, από την GASTRADEAE (θυγατρική του ομίλου Κοπελο ύ ζου) ξ εκίνησε η διαδικασία αδειοδότησης για την εγκατάσταση και τη λειτουργία ενός πλωτού Ανεξάρτητου Σταθμού Φυσικού Αερίου (ΑΣΦΑ) - FloatingStorageandRegasificationUnit (FSRU) Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (ΥΦΑ) - Liquefied Natural Gas (LNG), στη θαλάσσια περιοχή νοτιοδυτικά της Αλεξανδρούπολης , με δυναμικότητα παροχής 2,6 δις κυβικών μέτρων το χρόνο και δυνατότητα αύξησης στα 6,1. Το γεγονός ότι ένα κυβικό μέτρο υγρού φυσικού αερίου αντιστοιχεί σε 600 κυβικά μέτρα αερίου σε ατμοσφαιρική πίεση, επεξηγεί την σπουδαιότητα του ΑΣΦΑ και την συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση διακίνησής του με τα ειδικού τύπου πλοία LNG.
Η έναρξη κατασκευής του, είχε προσδιοριστεί για το 2013 και η έναρξη λειτουργίας του για το 2015 .
Πρόκειται για μια επένδυση ύψους άνω των 300 εκατομμυρίων ευρώ με τεράστια γεωπολιτικά και οικονομικά οφέλη σε τοπικό και εθνικό επίπεδο . Ο ΑΣΦΑ θα λειτουργεί ως τερματικός σταθμός εισαγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου, με την προσέγγιση πλοίων τύπου LNG, προς εκφόρτωση, αποθήκευσης μέχρι και 170.000 κυβικών μέτρων και αεριοπο ί ησ ή ς του που θα ενισχύει το εθνικό δίκτυο φυσικού αερίου που ήδη διέρχεται από τον Έβρο καθώς και του προγραμματισμένου να κατασκευαστεί διασυνδετηρίου αγωγού Ελλάδας (Κομοτηνή) - Βουλγαρίας (Στάρα Ζαγόρα), Interconnector Greece-Bulgaria – IGB .
Στη σημασία και την επιτάχυνση υλοποίησης του έργου αναφέρθηκε κατ’ επανάληψη και ο σημερινός πρωθυπουργός κατά τις επισκέψεις του στην Αλεξανδρούπολη (25-11-2016 και 06-01-2017) καθώς και στη συνάντησή του, στις 15-11-2016, με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Μπ ά ρακ Ομπ ά μα.
Όμως, δυο γεγονότα, μεταγενέστερα των αναφορών αυτών, προβληματίζουν. Είναι η αριθ. 60/26-01-2017 Απόφαση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ), με την οποία δόθηκε παράταση για την έναρξη λειτουργίας του ΑΣΦΑ Αλεξανδρούπολης , μέχρι τέλος του 2025 (!!!) και η αίτηση (13-3-2017) της ΔΙΩΡΥΓΑ GASAE ( θυγατρική της MotorOil ) στη ΡΑΕ για αδειοδότηση ενός ίδιου πλωτού Ανεξάρτητου Σταθμού Φυσικού Αερίου (ΑΣΦΑ) στην περιοχή της Κορίνθου.
***
Παρά το γεγονός ότι στον επίλογο του πορίσματος (κεφάλαιο 10) του 1992, καλούντο …όλοι οι έλληνες να κινητοποιηθούν και με όλες τους τις δυνάμεις να κάνουν τη Θράκη, την κρίσιμη αυτή μεθοριακή γραμμή, χώρο αντίστασης απέναντι σε κάθε επιβουλή και για τους κατοίκους της πηγή δύναμης, πλούτου και ευημερίας…
Παρά το γεγονός ότι στο κεφάλαιο 6 «Έργα Υποδομής», αναφέρονταν συγκεκριμένα έργα για την ανάπτυξη της.
Παρά το γεγονός ότι και μετά το πόρισμα παρουσιάστηκαν πλείστες άλλες ευκαιρίες για αξιοποίηση.
Παρά το γεγονός ότι στα 25 χρόνια από το πόρισμα της Βουλής, την επισκέφτηκαν, Υπουργοί, Πρωθυπουργοί και Πρόεδροι Δημοκρατίας, δημιουργώντας κάθε φορά ένα κλίμα ευφορίας και αισιοδοξίας, η ανάπτυξή της εξακολουθεί να είναι ακόμα το ζητούμενο.
Το πρόβλημα δεν είναι σημερινό αλλά διαχρονικό με διαχρονικές ευθύνες.
Είναι χαρακτηριστικά αυτά που είπε στο κλείσιμο της ομιλίας του ο Πρωθυπουργός, από το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης , στις 25-11-2016 αναφερόμενος τόσο στο λιμάνι όσο και στον Ανεξάρτητο Σταθμό Φυσικού Αερίου . «… Προς αυτήν, λοιπόν, την κατεύθυνση θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι λειτουργούμε με σχεδιασμό, με σχέδιο, με όραμα και με επιμονή. Και δεν θα κουραστούμε, θα εργαστούμε αδιάκοπα και η κυβέρνηση και εγώ προσωπικά, ώστε αυτό το μεγάλο όραμα για τη Θράκη και την Αλεξανδρούπολη πολύ σύντομα να γίνει πράξη . Και αυτά τα έργα, τα σημαντικά έργα, θα δώσουν μια άλλη πνοή στην πόλη σας, στο νομό και στην ευρύτερη περιοχή»…
***
Μετά από όλα αυτά, εύλογα τίθενται τα ερωτήματα:
Πόσο ακόμα θα αντέξει η Θράκη μας περιμένοντας να γίνουν όλα όσα πρέπει για αυτή;
Π οιος υπονομεύει την ανάπτυξή της;
Η υπονόμευσή της οφείλεται σε ε νδογενείς ή εξωγενείς παράγοντες;
Αλεξανδρούπολη Μάιος 2017
ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
Υποναύαρχος Λ.Σ (ε.α)

Σχόλιο: Ο σκοτισμένος, μακράν του Θεού, αμετανόητος άνθρωπος θα πέφτει σε ολοένα και μεγαλύτερη πτώση. Αντί να μετανοήσει για τις φρικτές εκτρώσεις, ζητά αυτές να επιτρέπονται και μετά την γέννηση!
Οι γονείς θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να σκοτώνουν τα νεογέννητα μωρά τους επειδή είναι «ηθικά άσχετα» και το να τελειώνουν τη ζωή τους δεν διαφέρει από την άμβλωση, υποστηρίζει ομάδα ιατρικών ηθικιστών που συνδέεται με το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, δημοσιεύει η Βρετανική The Daily Telegraph.
Το άρθρο, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Ιατρικής Ηθικής, λέει ότι τα νεογέννητα βρέφη δεν είναι “πραγματικά πρόσωπα” και δεν έχουν “ηθικό δικαίωμα στη ζωή”. Οι πανεπιστημιακοί υποστηρίζουν επίσης ότι οι γονείς θα πρέπει να είναι σε θέση να μπορούν να σκοτώνουν το μωρό τους εάν αποδειχθεί ότι είναι ανάπηρο όταν γεννιέται.
Ο συντάκτης του περιοδικού, καθηγητής Julian Savulescu, διευθυντής του Κέντρου πρακτικής ηθικής Ουέιρο της Οξφόρδης, δήλωσε ότι οι συγγραφείς του άρθρου έλαβαν απειλές θανάτου από τότε που δημοσίευσαν το άρθρο. Είπε ότι όσοι έκαναν καταχρηστικά και απειλητικά σχόλια σχετικά με τη μελέτη ήταν «φανατικοί που αντιτίθενται στις ίδιες τις αξίες μιας φιλελεύθερης κοινωνίας».
Το άρθρο, με τίτλο “Έκτρωση μετά την Γέννηση: Γιατί πρέπει να ζει το μωρό;”, γράφτηκε από δύο πρώην συνεργάτες του καθηγητή Savulescu, τον Alberto Giubilini και την Francesca Minerva.
Υποστήριξαν: «Η ηθική κατάσταση ενός βρέφους είναι ισοδύναμη με εκείνη ενός εμβρύου, υπό την έννοια ότι και τα δύο στερούνται εκείνων των ιδιοτήτων που δικαιολογούν την απόδοση του δικαιώματος στη ζωή σε ένα άτομο».
Αντί να είναι “πραγματικά πρόσωπα”, τα νεογέννητα είναι “δυνητικά πρόσωπα”. Εξήγησαν: «Τόσο το έμβρυο όσο και το νεογέννητο είναι σίγουρα ανθρώπινα όντα και δυνητικά πρόσωπα, αλλά κανένα απ’ τα δύο δεν είναι «πρόσωπο» υπό την έννοια «υποκειμένου σε ηθικό δικαίωμα στη ζωή».
“Θεωρούμε ότι ένα άτομο μπορεί να σημαίνει ένα άτομο που είναι ικανό να αποδίδει στην ίδια του την ύπαρξη κάποια (τουλάχιστον) βασική αξία τέτοια ώστε η απώλεια της ύπαρξης αυτής να αποτελεί απώλεια γι ‘αυτήν”.
Ως τέτοια ισχυρίστηκαν ότι «δεν είναι δυνατόν να βλάψεις ένα νεογέννητο εμποδίζοντας το να αναπτύξει την δυνατότητα να γίνει άτομο με την ηθικά συναφή έννοια».
Οι συντάκτες κατέληξαν λοιπόν στο συμπέρασμα ότι “αυτό που ονομάζουμε” άμβλωση μετά τον τοκετό “(θανάτωση ενός νεογέννητου) θα πρέπει να επιτρέπεται σε όλες τις περιπτώσεις που επιτρέπεται και η άμβλωση, συμπεριλαμβανομένων και των περιπτώσεων όπου το νεογέννητο δεν είναι ανάπηρο”.
Υποστήριξαν επίσης ότι οι γονείς θα πρέπει να μπορούν να σκοτώσουν το μωρό εάν αποδειχθεί ότι είναι ανάπηρο χωρίς να το γνωρίζουν πριν από τη γέννηση, αναφέροντας για παράδειγμα ότι “μόνο το 64% των περιπτώσεων του συνδρόμου Down” στην Ευρώπη διαγιγνώσκονται με προγεννητική εξέταση.
Μόλις γεννήθηκαν τέτοια παιδιά, δεν υπήρχε “επιλογή για τους γονείς παρά να κρατηθεί το παιδί”, έγραψαν.
“Η ανατροφή τέτοιων παιδιών μπορεί να είναι αφόρητη επιβάρυνση για την οικογένεια και για την κοινωνία στο σύνολό της, όταν το κράτος προβλέπει οικονομικά τη φροντίδα τους”.
Ωστόσο, δεν υποστήριξαν ότι κάποιες δολοφονίες παιδιών ήταν πιο δικαιολογημένες από άλλες – το βασικό τους σημείο ήταν ότι, από ηθική άποψη, δεν υπήρχε διαφορά στην άμβλωση όπως είχε ήδη εφαρμοστεί.
Προτίμησαν να χρησιμοποιήσουν τη φράση «έκτρωση μετά τη γέννηση» παρά «παιδοκτονία» για να «υπογραμμίσουν ότι η ηθική κατάσταση του ατόμου που θα θανατωθεί είναι συγκρίσιμη με εκείνη ενός εμβρύου».
Υπερασπιζόμενος της απόφασης δημοσίευσης σε ένα μπλογκ της Βρετανικής Ιατρικής Εφημερίδας, ο καθηγητής Savulescu ανέφερε ότι τα επιχειρήματα υπέρ της δολοφονίας νεογέννητων ήταν «σε μεγάλο βαθμό όχι καινούργια».
Αυτό που έκανε η Minerva και ο Giubilini ήταν να εφαρμόσουν αυτά τα επιχειρήματα «λαμβάνοντας υπόψη τα μητρικά και οικογενειακά συμφέροντα».
Ενώ δέχτηκε ότι πολλοί άνθρωποι θα διαφωνούσαν με τα επιχειρήματά τους, έγραψε: “Ο στόχος της Εφημερίδας της Ιατρικής Ηθικής δεν είναι να παρουσιάσει την Αλήθεια ή να προωθήσει κάποια ηθική άποψη. Πρέπει να παρουσιάσει ένα καλά αιτιολογημένο επιχείρημα που βασίζεται σε ευρέως αποδεκτούς χώρους. “
Μιλώντας στην The Daily Telegraph, πρόσθεσε: «Αυτό το «ντιμπέιτ» ήταν ένα παράδειγμα της «ηθικής μάγισσας» – μια ομάδα ανθρώπων γνωρίζει ποιά είναι η μάγισσα και προσπαθεί να την κάψει. Είναι μια από τις πιο επικίνδυνες ανθρώπινες τάσεις που έχουμε. Αυτό οδηγεί σε λιντσάρισμα και γενοκτονία. Αντί να επιχειρηματολογούμε και να εμπλακούμε, υπάρχει μια προσπάθεια να σιωπήσουμε και, τελικά, να σκοτώσουμε, με βάση τη δική τους ηθική βεβαιότητα. Αυτό δεν είναι το είδος της κοινωνίας στην οποία θα πρέπει να ζούμε».
Είπε ότι το περιοδικό θα εξετάσει το ενδεχόμενο να δημοσιεύσει ένα άρθρο που θέτει ότι, αν δεν υπήρχε ηθική διαφορά μεταξύ της έκτρωσης και της θανάτωσης των νεογέννητων, τότε και η έκτρωση πρέπει να είναι παράνομη.
Ο Δρ. Trevor Stammers, διευθυντής της ιατρικής δεοντολογίας στο πανεπιστήμιο St Mary’s University, δήλωσε: “Αν μια μητέρα πνίξει το παιδί της με μια κουβέρτα, λέμε “δεν έχει σημασία, μπορεί να πάρει ένα άλλο”, είναι αυτό που θέλουμε να συμβεί;
“Αυτό που λένε αυτοί οι νέοι συνάδελφοι είναι αυτό που θα ήταν το αναπόφευκτο τελικό σημείο ενός δρόμου που οι ηθικοί φιλόσοφοι στις ΗΠΑ και την Αυστραλία έχουν όλοι περπατήσει για πολύ καιρό και δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο”.
Αναφερόμενος στον όρο ”έκτρωση μετά την γέννηση”, ο δρ. Stammers πρόσθεσε: «Πρόκειται μόνο για λεκτική χειραγώγηση που δεν είναι φιλοσοφία. Μπορώ να αναφερθώ στην άμβλωση από εδώ και πέρα ως προγεννητική βρεφοκτονία».
Πηγή: telegraph.co.uk, offtherecord, Ακτίνες

Κατά καιρούς γίνονται διάφορες συζητήσεις καί άνταλλαγή άπόψεων γιά τόν λεγόμενο «χωρισμό Εκκλησίας καί Πολιτείας». Τήν άφορμή τήν δίνουν οι πολιτικοί, οι όποιοι με τόν τρόπο αυτόν θέλουν νά εφαρμόσουν τίς ιδεολογικές τους άρχές η άκόμη θέλουν νά δικαιολογήσουν τήν άβελτηρία τους σέ άλλα κοινωνικά καί πολιτικά ζητήματα, καί οι εκκλησιαστικοί παράγοντες άντιδρούν σπασμωδικά η άρνούνται κάθε σκέψη γιά περαιτέρω συζήτηση.
Στό παρελθόν άσχολήθηκα μέ τό θέμα αυτό κυρίως ώς έκπρόσωπος τής Διαρκούς Ίεράς Συνόδου, άλλά καί τής Ιεραρχίας τής Εκκλησίας, καί έγραψα διάφορα κείμενα η άπάντησα σέ ερωτήσεις μέ σκοπό τήν ενημέρωση όσων ένδιαφέρονται γιά τό θέμα.
Φυσικά, έχουν γραφή άξιόλογα έπιστημονικά κείμενα γύρω άπό τό θέμα αυτό, μέ ισχυρή νομική καί θεολογική βιβλιογραφία, άλλά μέ τά οσα άκολουθήσουν θά ηθελα νά κωδικοποιήσω μερικές άπόψεις μου μέ τρόπο απλό καί κατανοητό, άποφεύγονας νομικούς ορους καί επιστημονική άνάλυση.
1. «Κράτος καί Εκκλησία»
Όταν γίνεται λόγος γιά «χωρισμό Κράτους καί Εκκλησίας», πολλοί εννοούν δύο θεσμούς πού είναι μεταξύ τους ενωμένοι καί πρέπει νά χωρίσουν. Θά πρέπει νά δούμε ποιοί είναι αύτοί οι θεσμοί γιά τούς όποίους επιδιώκεται ό χωρισμός.
Όταν λέμε Κράτος-Πολιτεία, εννοούμε ολη τήν συντεταγμένη Πολιτεία μέ τά όργανά της, εννοούμε τούς πολίτες μιάς χώρας μαζί μέ τούς εκλεγμένους άρχοντες, άλλά καί τούς νόμους επί τή βάσει των όποίων λειτουργεί ή Πολιτεία αύτή. Καί οταν λέμε Εκκλησία, εννοούμε ολα τά μέλη της πού είναι βαπτισμένα καί κατά ποικίλους τρόπους καί βαθμούς ζούν μέσα στήν Εκκλησία, καθώς επίσης καί τά όργανά της, ητοι τήν Ίερά Σύνοδο, τίς Μητροπόλεις, τίς Ενορίες, τίς Μονές, πού έχουν ρυθμισθή νά λειτουργούν σύμφωνα μέ τό κανονικό καί εκκλησιαστικό δίκαιο.
Έχοντες αυτά ύπ’ οψη, τουλάχιστον ώς πρός την Εκκλησία που πρέπει, κατά την γνώμη μερικών, νά χωρίση άπό τό Κράτος, εννοούνται τρεις πραγματικότητες. Ή μία είναι τά μέλη της, ή δεύτερη είναι ή παράδοση της καί ή τρίτη είναι ή διοίκηση της.
Τά μέλη τής Εκκλησίας προφανώς δέν μπορούν νά χωρίσουν άπό τό Κράτος, γιατί είναι ταυτοχρόνως πολίτες του συγκεκριμένου Κράτους, άκόμη καί σχεδόν ολοι οι πολιτικοί Ήγέτες είναι μέλη της μέ τό Βάπτισμα.
Ή παράδοση τής ελληνικής κοινωνίας που έχει εμποτισθη άπό την ’Ορθόδοξη Εκκλησία είναι δύσκολο νά χωρισθη άπό τό Κράτος, άφού αυτη ή παράδοση έχει άποτυπωθη έν πολλοΐς καί στά ήθη καί έθιμα τών κατοίκων της Πολιτείας καί δέν μπορεί εύκολα ή Πολιτεία νά άποδεσμευθη άπό αυτην, διότι οι πολίτες επιθυμούν νά τηρούν αύτές τίς παραδόσεις που έχουν σχέση μέ τίς εορτές καί τόν τρόπο ζωης. Έτσι, οταν μερικοί μέ τόν λεγόμενο «χωρισμό Εκκλησίας καί Πολιτείας» εννοούν τόν χωρισμό μεταξυ Έθνους καί Πολιτείας, δηλαδη επιθυμούν την άποδόμηση τού πολιτισμού της Χώρας μας καί την πληρη έκδυτικοποίηση της, δείχνουν οτι τό πρόβλημα είναι βαθυτερο.
Οπότε, άπομένει νά εννοείται ώς χωρισμός της Εκκλησίας άπό τό Κράτος, ό χωρισμός τής διοίκησης τής Εκκλησίας άπό την διοίκηση του Κράτους. Αύτό εν πολλοίς ύπάρχει σημερα, άλλωστε γι’ αύτό γίνεται λόγος γιά «διακριτότητα τών ρόλων», άρκεί νά τηρούνται καλά τά νενομισμένα καί ίσως άκόμη χρειασθη νά γίνουν μερικές επί πλέον άλλαγές καί οριοθετήσεις γιά τήν καλύτερη λειτουργία τών σχέσεων μεταξυ τους.
2. Χωρισμός η άναθεώρηση-όριοθέτηση των σχέσεων;
Έπειδη στίς συζητησεις γιά τό θέμα αύτό γίνεται λόγος γιά χωρισμό μεταξυ Εκκλησίας καί Πολιτείας, πρέπει νά σημειωθη οτι ή φράση «χωρισμός Εκκλησίας καί Πολιτείας» είναι άδόκιμος, ενώ πιό δόκιμος ορος είναι ή φράση «όριοθέτηση των σχέσεων μεταξυ εκκλησιαστικης καί κρατικης διοίκησης». Δέν πρόκειται γιά χωρισμό, άλλά γιά σχέσεις.
Η έννοια τού χωρισμού εννοείται μέ τόν άποχωρισμό καί αυτό ερμηνεύεται μέ την έννοια τού διαζυγίου, δηλαδη τελεία διακοπη τών σχέσεων. Συμφωνα μέ την άποψη αυτη, θά πρέπει τό Κράτος νά άποσπασθη άπό την σχέση του μέ την Εκκλησία ή ή Εκκλησία νά χωρισθη άπό τό Κράτος. Αυτό, ομως, δέν μπορεί νά γίνη, άπόλυτα καί διαλεκτικά, σέ μιά συντεταγμένη Πολιτεία.
Αυτό λεγεται από την άποψη οτι ούτως η άλλως η Εκκλησία ως ένας οργανισμός σε ένα Κράτος θά πρεπη νά εχη κάποια σχεση μαζί του, αφού δεν μπορεί νά είναι απολύτως ανεξάρτητη από αυτό. Τίποτε μέσα σέ ένα Κράτος δέν μπορεί νά είναι τελείως άνεξάρτητο, γιατί τότε αυτό θά ήταν ένα κράτος εν κράτει. Κάθε οργανισμός, ακόμη καί ένα σωματείο εχει μιά νομικη προσωπικότητα, δημοσίου η ιδιωτικού δικαίου, εχει κάποια σχεση με τό Κράτος.
Αυτη η σχεση κρατικής καί εκκλησιαστικής διοίκησης καθορίζεται με τόν Καταστατικό Χάρτη τής Εκκλησίας, που είναι νόμος τής Πολιτείας, οπως υφίσταται καί ο καταστατικός νόμος γιά την Εκκλησία τής Κρητης καί ο Καταστατικός Χάρτης του Αγίου Όρους. Οί Καταστατικοί αυτοί Χάρτες καθορίζουν την σχεση των Εκκλησιών, στίς οποίες αναφερονται, πρός την Πολιτεία.
Επανειλημμενως εχω γράψει οτι η λεξη «χωρισμός» -είτε απόλυτος είτε χαλαρός- είναι λάθος καί πρεπει τό γρηγορότερο νά αντικατασταθή. Καί αυτό γιατί η Εκκλησία δεν είναι μόνον η εκκλησιαστικη διοίκηση, η Πολιτεία δεν είναι μόνον η κρατικη διοίκηση, καί ο «χωρισμός Εκκλησίας καί Πολιτείας» δεν νοείται σε μιά δημοκρατικη Πολιτεία.
Με άλλα λόγια, η λεξη χωρισμός φερει στην μνημη μας τά διαζύγια του γάμου -τελικά η συναισθηματικά- με τά οποία διαλύονται οί σχεσεις μεταξύ τών συζυγων, με ολες τίς συνεπειες τους. Αυτό, ομως, δεν μπορεί νά εφαρμοσθή στό θεμα τής κρατικής καί τής εκκλησιαστικής διοίκησης. Σε κάθε ευνομούμενη Πολιτεία οποιοσδηποτε οργανισμός, σωματείο, κλπ., εχει κάποια σχεση με τό Κράτος, κανενας δεν είναι άσχετος καί ανεξάρτητος.
'Οπότε, οποιαδηποτε αλλαγη στό θεμα αυτό δεν θά ονομάζεται χωρισμός, αφου θά υπάρχη μιά σχεση, εστω καί χαλαρη. Άλλωστε, τό φαινόμενο του θρησκεύεσθαι η του μη θρησκεύεσθαι από τούς πολίτες πάντοτε θά ρυθμίζεται Συνταγματικά, κατά την άποψη εγκρίτων συνταγματολόγων. Δεν μπορεί ποτε η Εκκλησία η μιά θρησκευτικη Οργάνωση νά είναι κράτος εν κράτει.
Ακόμη καί τό Βατικανό, πού είναι ανεξάρτητο Κράτος, εχει σχεση με τό Ιταλικό Κράτος με τό κονκορδάτο (συμφωνία). Συγκεκριμενα, στό άρθρο 7 του Ιταλικού Συντάγματος του 1948 γίνεται λόγος γιά τό οτι «η Πολιτεία καί η Καθολικη Εκκλησία, καθεμία στόν δικό της χώρο, είναι ανεξάρτητες καί κυρίαρχες. Οί σχέσεις μεταξύ τους ρυθμίζονται από τίς συνθήκες του Λατε- ρανοΰ...». Επίσης στό άρθρο 137 του θεμελιώδους νόμου τής Βόννης του 1949 γράφεται ότι στην Γερμανία «οι θρησκευτικές κοινότητες παραμένουν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου».
Ακριβώς γι’ αυτόν τόν λόγο αισθάνομαι ικανοποίηση, έπειδή πολλοί ειδήμονες δέν κάνουν πλέον λόγο γιά «χωρισμό Εκκλησίας- Πολιτείας», άλλά γιά «όριοθέτηση τών σχέσεων μεταξύ Εκκλησίας καί Πολιτείας», τό καλύτερο δε είναι νά ονομάζεται «όριοθέτηση τών σχέσεων μεταξύ εκκλησιαστικής καί κρατικής διοίκησης». Άλλωστε, άκόμη καί στό Βυζάντιο δέν γινόταν λόγος γιά σχέσεις Εκκλησίας καί Πολιτείας, άλλά γιά σχέση καί διαφορά μεταξύ «Ίερωσύνης καί Βασιλείας», που άποδίδει καλύτερα τήν σχέση καί διαφορά μεταξύ έκκλησιαστικής καί κρατικής διοίκησης.
3. Τό Σύνταγμα γιά την σχέση μεταξύ εκκλησιαστικής καί κρατικής διοίκησης
Άναφερόμενος στό άρθρο 3 τού Συντάγματος πρέπει νά σημειωθή οτι αυτό είναι σαφέστατο καί καθορίζει τίς σχέσεις μεταξύ έκκλησιαστικής καί κρατικής διοίκησης. Όταν τό άρθρο αυτό ερμηνευθή μέ νηφαλιότητα, τότε θά διαπιστωθή οτι περιγράφει τήν διακριτότητα τών ρόλων μεταξύ έκκλησια- στικής καί κρατικής διοίκησης.
Άκόμη, όπως έχει γράψει ό Ευάγγελος Βενιζέλος, τό άρθρο 3 τού Συντάγματος, πού καθορίζει τό αυτοδιοίκητο τής Εκκλησίας, ουσιαστικά είναι «ενα άπό τά υποκείμενα τής θρησκευτικής έλευθερίας», τήν όποία καθορίζει τό Ι3ο άρθρο τού Συντάγματος, «καί όχι κάμψη τής θρησκευτικής έλευθερίας». Επομένως, βαρύνουσα άξία έχει τό άρθρο 13.
Καί έπειδή ζούμε σέ μιά έποχή στήν όποία γίνεται πολύς λόγος γιά τήν έλευθερία τού άνθρώπου καί έπειδή ή ’Ορθόδοξη Εκκλησία σέβεται τήν έλευθερία τού κάθε άνθρώπου -τών μελών της καί τών έκτός αυτής- γι’ αυτόν τόν λόγο οι όποιες νομοθετήσεις γίνουν έκ μέρους τής Πολιτείας, ώς πρός τόν σεβασμό τής έλευθερίας τών θρησκευτικών πεποιθήσεων ή καί τής έλευθερίας τού κάθε άνθρώπου-πολίτη (γάμος, άποτέφρωση, κηδεία κλπ.), μπορούν νά γίνουν μέ νόμους, βάσει τού άρθρου 13 τού Συντάγματος. Καί, φυσικά, αυτό είναι αρμοδιότητα τής Πολιτείας καί δέν μπορεί νά φέρη άντίρρηση όποιοσδήποτε Κληρικός σέ θέματα πού άφορούν τά «πιστεύω» καί τίς έλευθερίες κάθε πολίτη, διαφυλάσσοντας όμως τίς θεολογικές άρχές.
'Οπότε, δέν μπορούμε νά κάνουμε λόγο γιά χωρισμό Εκκλησίας καί Πολιτείας, άλλά γιά όριοθέτηση τών σχέσεων μεταξύ εκκλησιαστικής καί κρατικής διοικησεως.
Καί αυτή ή αναθεώρηση η όριοθέτηση των σχέσων μεταξύ εκκλησία- στικης καί κρατικής διοίκησης πρέπει να γίνη, κατα τήν γνώμη μου, μονον σε δυο σημεία, ητοι στον Καταστατικό Χαρτη της Εκκλησίας της 'Ελλαδος καί στον Νόμο περί Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων. Αυτα τα δυο θέματα δημουργοΰν τήν εμπλοκή μεταξυ της εκκλησιαστικής καί κρατικής διοίκησης. Φυσικα αυτό αν γίνη για τήν Εκκλησία της Ελλαδος, θα πρέπει να γίνη καί για τήν Εκκλησία της Κρήτης καί για το 'Άγιον Όρος, τών όποίων οί σχέσεις μέ τήν Πολιτεία καθορίζονται μέ Καταστατικούς Χαρτες, που είναι νόμοι της Πολιτείας. Αυτό δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα, γιατί όπως θα τονισθη πιο κατω, αυτό το θέμα άφορα καί το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το όποίο δέν μπορεί να παραμείνη έξω άπό τήν συζήτηση αυτή.
Παντως, αυτό πρέπει να γίνη μέσα άπό έναν ηρεμο καί είλικρινη διαλογο, χωρίς ίδεολογικές άντιπαλότητες για τό καλό καί της Εκκλησίας καί της Πολιτείας καί γενικα τοΰ λαοΰ, όπως θα γραφη πιο κατω.
4. Προσπάθειες για τόν «χωρισμό» η όριοθέτηση τών σχέσεων
'Ο λεγόμενος «χωρισμός Εκκλησίας καί Πολιτείας» χρησιμοποιείται πολλές φορές για διαφόρους λόγους, άλλα τελικα όσες φορές χρειασθηκε να προχωρήση, κατι έγινε καί άποσοβήθηκε. Νομίζω, λοιπόν, οτι ύπαρχουν υποσχέσεις καί προγραμματα τών Κομματων για τόν «χωρισμό Εκκλησίας καί Πολιτείας», άλλα ούτε καθορίζεται τί σημαίνει χωρισμός, κι αν μπορεί να γίνη νομικα σέ ένα ευνομουμενο Κρατος, ούτε ύπαρχει πολιτική βούληση για ένα τέτοιο έργο. Ή ίστορία τοΰ θέματος αυτοΰ τό άποδεικνυει περίτρανα.
Είναι χαρακτηριστικό οτι τό έτος 1987-88 συγκροτήθηκε μια Μικτή Επιτροπή άπό μέλη της Εκκλησίας καί της Πολιτείας για να μελετήση τίς σχέσεις μεταξυ τών δυο αυτών «θεσμών», ή όποία Επιτροπή, ύστερα άπό πολλές (36) πολύωρες Συνεδριασεις, κατήρτισε ένα «προσχέδιο συμφωνίας Πολιτείας καί Εκκλησίας», καθώς επίσης κατήρτισε ένα «προσχέδιο Νόμου περί τοΰ Καταστατικοΰ Χαρτου της Εκκλησίας της Ελλαδος», στο όποίο καθορίστηκαν οί σχέσεις μεταξυ εκκλησιαστικης καί κρατικης διοίκησης, για τό καλό καί τών δυο αυτών «θεσμών» της Χώρας μας.
Μεταξυ τών προτασεων ήταν να καταρτισθη νέος Καταστατικός Χαρτης που να έχη λίγα αρθρα καί πολλές εξουσιοδοτήσεις κανονιστικοΰ περιεχομένου καί να χαρακτηρισθη ή Εκκλησία καί ολοι οί οργανισμοί της ώς Νομικα Πρόσωπα Είδικοΰ Χαρακτήρα (Έκκλησιαστικα Νομικα Πρόσωπα) καί συγχρόνως να ρυθμισθοΰν ολα τα αλλα θέματα, τα όποία απτονται τών σχέσεων μεταξύ της κρατικής καί τής εκκλησιαστικής διοίκησης για τό καλό τής κοινωνίας καί του λαού.
Αίσθάνθηκα δέ βαθειά έκπληξη, όταν πρίν άπό χρόνια διάβασα τα κείμενα αυτά, καί πολλές φορές διερωτήθηκα: Γιατί δέν ετέθησαν αυτά τά προσχέδια τότε σέ εφαρμογή καί δέν έγιναν νόμοι του Κράτους, άφού είχαν τήν σύμφωνη γνώμη τής Εκκλησίας καί τής Πολιτείας καί είχαν ευεργετικές διατάξεις γιά τόν τρόπο τής συνεργασίας μεταξύ τους;
Θεωρώ ότι, αν τότε γινόταν αυτό, τά πράγματα θά οδηγούνταν σέ έναν καλό δρόμο καί θά άποφεύγαμε όλο αύτό τό διάστημα τίς άτέρμονες καί ζημιογόνες συζητήσεις γιά τόν λεγόμενο «χωρισμό Εκκλησίας καί Πολιτείας».
Βέβαια, γνωρίζω ότι υπήρξαν διάφοροι άνασχετικοί παράγοντες πού συνετέλεσαν στό νά μήν εφαρμοσθή αύτή ή κατ’ άρχήν συμφωνία μεταξύ Εκκλησίας καί Πολιτείας, μεταξύ τών οποίων συγκαταλέγονται τό λεγόμενο πολιτικό κόστος, λόγψ τών επικείμενων τότε εκλογών, ο ενδεχόμενος φόβος τής Πολιτείας γιά μιά Εκκλησία πού θά ήταν πιό ελεύθερη καί άπαλλαγμένη άπό τόν άσφυκτικό έλεγχό της, ή στάση πού θά τηρούσαν τά αλλα θρησκεύματα κλπ. Αλλά οι ίδιοι αύτοί παράγοντες ίσχύουν καί σήμερα καί δέν γνωρίζω πώς μπορούν νά ξεπερασθούν.
Πάντως, ή δυσπραγία αύτή γίνεται φανερή άπό έναν σημαντικό λόγο. Νομίζω ότι ή Πολιτεία δέν θά ήθελε ποτέ μιά άνεξέλεγκτη καί ελεύθερη Εκκλησία, γιατί δέν γνωρίζει πού θά μπορούσε νά οδηγήση αύτή ή ελευθερία, μέ τήν διατάραξη τής ένότητος τού κοινωνικού ιστού, άφού ενδεχομένως θά μπορούσε νά εύνοήση τήν «ελευθερία» μερικών Μητροπολιτών ή τήν άνταρσία μερικών Πρεσβυτέρων καί μοναχών.
Άλλωστε, όπως έχει παρατηρηθή, ο χαρακτηρισμός τής Εκκλησίας τής Ελλάδος μέ όλες τίς επί μέρους κοινότητες ώς Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου έγινε ώστε τό Κράτος νά ελέγχη τήν Εκκλησία, όπως επιβεβαιώνει ή πικρή εμπειρία τόσων χρόνων.
5. Θέματα πού κακώς τίθενται γιά τόν «χωρισμό»
Προηγουμένως, άνέφερα ότι κατά τήν γνώμη μου ή ενδεχόμενη σαφέστερη οριοθέτηση μεταξύ τής εκκλησιαστικής καί κρατικής διοίκησης πρέπει νά γίνη μόνον σέ δύο σημεία, ήτοι στήν κατάρτιση νέου Καταστατικού Χάρτου πού νά έχη μερικά βασικά αρθρα πού νά καθορίζουν τήν νομική προσωπικότητα τής Εκκλησίας καί νά δίνη πολλές εξουσιοδοτήσεις στήν
Εκκλησία για την διοίκηση της, σύμφωνα με τό Κανονικό της δίκαιο, καί στόν Νόμο περί Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων.
Όμως, κάθε φορά που γίνεται λόγος για τόν «χωρισμό Εκκλησίας καί Πολιτείας» που ούτως η άλλως είναι άδόκιμος όρος, όπως προαναφερθηκε, τίθενται διάφορα ζητήματα, όπως ή μισθοδοσία του κλήρου, τό μάθημα τών θρησκευτικών στά Σχολεία, ή επιλογή τών πολιτών σε διάφορα προσωπικά ζητήματα, ητοι ό πολιτικός γάμος, ή πολιτική κηδεία, ή άποτεφρωση τών σωμάτων, οι εθνικές εορτές κλπ.
Θεωρώ ότι όλα αυτά τά θέματα δεν μπορούν νά τεθούν στήν συζήτηση γιά τήν όριοθετηση τών σχεσεων μεταξυ τής εκκλησιαστικής καί κρατικής διοίκησης, γιά τους εξής άπλους λόγους.
Ή μισθοδοσία τών Κληρικών γίνεται ύστερα άπό τίς κατά καιρούς συμβάσεις που ύπογράφηκαν μεταξυ τής Εκκλησίας καί τής Πολιτείας, με τίς όποίες συμβάσεις παραχωρήθηκαν σταδιακά τά 96% τής εκκλησιαστικής περιουσίας προκειμενου νά μισθοδοτούνται οι Κληρικοί, παντός βαθμού, άκόμη καί γιά τήν καλή λειτουργία τής εκκλησιαστικής καί γενικής εκπαίδευσης, συμφωνα με συντριπτικά στοιχεία τά όποία εφερε στό φώς ό Μακαριότατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών καί Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος. Τό Κράτος είναι ύποχρεωμενο νά εφαρμόζη τίς Συμβάσεις που αύτό ύπεγραψε.
’Εάν, όμως, παρ’ ελπίδα ή Πολιτεία θελήση νά διακόψη τήν μισθοδοσία τών Κληρικών, τότε θά πρεπει νά καταργηθούν όλες οι συμβάσεις με τίς όποίες τό Κράτος άπαλλοτρίωσε τήν περιουσία τής Εκκλησίας, με σκοπό νά μισθοδοτή τους Κληρικους, καί νά επιστραφούν οι περιουσίες αύτες στήν Εκκλησία η νά άποτιμηθή ή άξία τους με τά σημερινά δεδομενα καί νά δοθούν τά χρηματικά ποσά στήν Εκκλησία γιά τήν μισθοδοσία τού Κλήρου.
Πρεπει, όπωσδήποτε νά εξετασθή αύτή ή σημαντική παράμετρος τού θεματος, γιατί, άν δεν λυθή, τότε τό Κράτος θά είναι άσυνεπες καί όπωσδήποτε ύπευθυνο γιά τήν κατάσταση στήν όποία θά περιελθουν οι Κληρικοί με τίς οίκογενειες τους, με φοβερες συνεπειες γιά τήν ίδια τήν Πολιτεία, δεδομενου ότι οι Κληρικοί με τό ποιμαντικό καί πολιτιστικό τους εργο συντελούν στήν καλή λειτουργία τής κοινωνίας.
Τό μάθημα τών Θρησκευτικών είναι ύποχρεωση μιάς εύνομουμενης Πολιτείας, όπως γίνεται σε όλες τίς Χώρες τής Εύρώπης, άφού συμφωνα με τίς Εύρωπαϊκες συνθήκες, ή παιδεία προσφερεται στους μαθητες, άνάλογα με τίς θρησκευτικες καί φιλοσοφικες πεποιθήσεις τών γονεων τους, όπως τό καταγράφει ή Συμβαση τής Ρώμης. Ακόμη, ή ύπευθυνη Πολιτεία είναι ύποχρεωμενη, συμφωνα με άποφάσεις τού Εύρωπαϊκού Κοινοβουλίου, νά προστατευση την ψυχική υγεία των Πολιτών της, άπό εγκληματικές θρησκευτικές σέκτες, παραθρησκευτικές ομάδες μέ τίς καταστροφικές λατρείες τους, που στρέφονται έναντίον τής άκεραιότητος καί αυτών τών ιδίων τών Πολιτών της.
Ή επιλογή τών Πολιτών σέ διάφορα έπί μέρους θέματα, όπως τόν γάμο, τήν κηδεία, τήν άποτέφρωση τών σωμάτων κλπ. είναι βασικά αρμοδιότητες τής Πολιτείας νά τά ρυθμίζη μέ βάση τό 13ο άρθρο του Συντάγματος, τό οποίο υπέρκειται του 3 άρθρου του Συντάγματος. Φυσικά, ή Εκκλησία δέν μπορεί νά συνευδοκήση σέ πράξεις που είναι άντίθετες μέ τήν δογματική διδασκαλία της, άλλά αυτό άφορά μόνον τά μέλη της καί βεβαίως καί αυτά τά μέλη της έχουν τήν δυνατότητα τών έπιλογών τους, μέ όλες τίς συνέπειες που προέρχονται άπό τίς έπιλογές αυτές.
'Ο εορτασμός τών εθνικών επετείων δέν έμπλέκεται στά θέματα τών σχέσεων Εκκλησίας καί Πολιτείας που πρέπει νά τεθουν στήν διαπραγμάτευση του λεγομένου χωρισμού. Τά έθνικά γεγονότα άνταποκρίνονται στήν κοινή προσπάθεια ολου του έλληνικοΰ λαου, που θρησκεύει καί έκκλησιάζεται, καθώς έπίσης άποτελουν φανέρωση τής ένότητος καί τής ομοψυχίας του λαου καί τών πολιτικών καί θρησκευτικών ήγετών του. Επομένως, ο έορτασμός τών έθνικών έπετείων δείχνει τήν ένότητα του έθνους μας καί οτι ή ’Ορθόδοξη Εκκλησία έπαιξε σημαντικό ρόλο γι' αυτήν τήν ένότητα.
Απόδειξη αυτου του γεγονότος είναι οτι οι Έλληνες-Ρωμηοί σέ οποιοδήποτε μέρος τής γής κι άν βρίσκονται έορτάζουν τίς έθνικές έπετείους μέ έκκλησιαστικές καί πολιτικές έκδηλώσεις, χωρίς οι έλληνικές κοινότητες του έξωτερικου νά είναι ταυτισμένες μέ τό Κράτος στό οποίο ευρίσκονται.
Επομένως, ο έορτασμός τών έθνικών έπετείων δέν υπάγεται στόν λεγόμενο χωρισμό ή στόν τρόπο σχέσεως μέ τήν Εκκλησία, γιατί αυτό είναι έθνικό θέμα καί κανείς δέν μπορεί νά διανοηθή νά χωρίση τό Έθνος άπό τήν Εκκλησία. Καί άν τό θελήση, δέν θά μπορέση νά τό πραγματοποιήση, γιατί ολος ο ρωμαίϊκος-έλληνικός πολιτισμός είναι έμποτισμένος άπό τήν Ορθόδοξη Εκκλησία καί τήν λατρεία της, συμφωνα άλλωστε μέ τήν βασική άρχή, οπως τήν έξέφρασε ο Max Weber, οτι ή θρησκεία ένός λαου είναι τό κέντρο καί ή βάση του πολιτισμου του.
Φυσικά, μπορεί νά βρεθή ένας ιδιαίτερος τρόπος, κατάλληλος πρός τόν έορτασμό, που νά άνταποκρίνεται στήν συγχρονη πραγματικότητα, άλλά δέν μπορεί νά προσβληθή ή ιστορική μνήμη καί ή παράδοση τών πρωτεργατών τών έθνικών έπετείων, γιατί αυτό θά άποτελουσε ισχυρή ένδειξη τής άναδομήσεως του πολιτισμού μας, καί αυτό θά συνεπάγετο άπώλεια της εθνικής μνήμης.
’Άλλα ζητήματα που άναφέρονται στην καταγραφή των θρησκευτικών δεδομένων σε επίσημα κρατικά έγγραφα μπορούν νά ρυθμισθοΰν με έναν σοβαρό καί υπεύθυνο διάλογο μεταξύ τών ’Οργάνων τής Πολιτείας καί τής Ίερας Συνόδου καί τών Οργάνων της. Πράγματι εμείς οι Κληρικοί δέν μπορούμε νά άσκοΰμε κρατική διοίκηση.
Επίσης, χρειάζεται καί ειδική συζήτηση γιά τήν νομική προσωπικότητα των εκκλησιαστικών νομικών Προσώπων, αν θά είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, ή Νομικά Πρόσωπα Είδικοΰ-Έκκλησιαστικοΰ Χαρακτήρα. Είναι ένα θέμα πού χρήζει ιδιαίτερης συζήτησης, άφοΰ ληφθή υπ’ όψη ή Ευρωπαϊκή πρακτική.
Επόμενο, όμως, είναι ότι θά πρέπει νά ρυθμισθοΰν άνάλογα καί οι σχεσεις της Ελληνικής Πολιτείας με τους Μουσουλμάνους τής Θράκης καί νά μελετηθή τό θέμα αυτό σέ σχέση μέ τήν συνθήκη τής Λωζάνης, σύμφωνα μέ τήν οποία οι θρησκευτικοί άρχηγοί (Μουφτής) θεωροΰνται ώς «δημόσιοι λειτουργοί». Ακόμη αυτό πρέπει νά γίνη καί μέ τίς ’Ισραηλιτικες Κοινότητες πού είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου.
Καί αυτό είναι άπαραίτητο νά γίνη, γιατί δέν είναι ορθό νά υποβιβασθή ή Εκκλησία τής Ελλάδος, χωρίς νά εξετασθοΰν οι σχέσεις τής Ελληνικής Πολιτείας μέ τίς Μουφτείες καί τίς Ίσραηλιτικές Κοινότητες, γιατί θά προκαλέση σοβαρά προβλήματα εξωτερικής πολιτικής. Αυτό, βέβαια, σημαίνει ότι ή νομική προσωπικότητα πρέπει νά εξετασθή μέ τήν άρχή τής ίσονομίας πού επικρατεί σέ μιά ευνομούμενη Πολιτεία, πού είναι βασική συνταγματική επιταγή.
6. Οι σχεσεις τής Ελληνικής Πολιτείας με τό Οικουμενικό Πατριαρχείο
Κάνοντας λόγο γιά άναθεώρηση-οριοθέτηση τών σχέσεων μεταξύ εκκλησιαστικής καί κρατικής διοίκησης πρέπει, οπωσδήποτε, νά γίνη συζήτηση μεταξύ τής Ελληνικής Πολιτείας καί τοΰ Οίκουμενικοΰ Πατριαρχείου, διότι πρέπει νά παραμείνουν σέ ίσχύ ο Συνοδικός καί Πατριαρχικός Τόμος τοΰ 1850 καί ή Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξη τοΰ 1928, όπως επίσης καί οι κανονικές σχέσεις τοΰ Οίκουμενικοΰ Πατριαρχείου μέ τό 'Άγιον Ορος, τά Δωδεκάνησα καί τήν Εκκλησία τής Κρήτης. Δέν είναι δυνατόν νά γίνονται μονομερείς άναθεωρήσεις.
Κατ’ αρχήν θέλω νά τονίσω οτι δεν θεωρώ οτι ή Ελληνική Πολιτεία πρέπει νά προχωρήση σέ συζήτηση γιά αναθεώρηση τών σχέσεών της μέ τό Οικουμενικό Πατριαρχείο, γιατί αυτό θά είναι «έγκλημα» έναντίον του Ελληνισμού γενικότερα. Αλλά τό χρησιμοποιώ μόνον ώς έπιχείρημα, άπό τήν άποψη οτι δέν είναι εύκολο νά ζητά ή Ελληνική Πολιτεία τήν άναθεώρηση τών σχέσεών της μέ τήν Εκκλησία τής Ελλάδος καί νά μή συζητά τό θέμα αυτό μέ τό Οικουμενικό Πατριαρχείο, στό οποίο υπάγονται κανονικά καί πνευματικά πολλές Μητροπόλεις που εύρίσκονται στό Ελληνικό Κράτος.
Γενικά, νομίζω οτι δέν είναι δυνατόν νά άναθεωρηθουν καί νά ύποβιβασθουν οι σχέσεις του Κράτους μέ τήν Εκκλησία τής Ελλάδος καί νά άγνοήται τό Οικουμενικό Πατριαρχείο, άφου σέ αυτό άνήκουν κανονικώς καί πνευματικώς οι Μητροπόλεις τών λεγομένων «Νέων Χωρών», που χαρακτηρίζονται ώς Μητροπόλεις του Οικουμενικού Θρόνου έν 'Ελλάδι καί συναπο- τελουν μαζί μέ τήν Αύτοκέφαλη Εκκλησία τής Ελλάδος τήν Εκκλησία τής Ελλάδος.
Έπειτα, στό Οικουμενικό Πατριαρχείο άνήκουν κανονικά, πνευματικά καί διοικητικά τό 'Άγιον Όρος καί οι Μητροπόλεις τής Δωδεκανήσου καί σέ αύτό ύπάγεται κανονικώς ή ήμιαυτόνομη Εκκλησία τής Κρήτης. Καί είναι γνωστόν οτι οι σχέσεις τής Ελληνικής Πολιτείας μέ τό Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι σχέσεις ομοταξίας καί καθορίζονται άπό τό Σύνταγμα τής Ελλάδος.
Καί τό έρώτημα που τίθεται είναι έάν είναι εύκολη ή άναθεώρηση τών σχέσεων τής Ελληνικής Πολιτείας μέ τό Οικουμενικό Πατριαρχείο. Νομίζω ότι ούτε καν πρέπει νά γίνεται μια τέτοια συζήτηση. Αρκετά τό Οικουμενικό Πατριαρχείο αιμορράγησε άπό άστοχες ένέργειες τών διαφόρων πολιτικών ήγετών τής Ελλάδος.
Εν πάση περιπτώσει, έπειδή τό Οικουμενικό Πατριαρχείο άσκεί μιά «συνδιοίκηση» μέ τήν Εκκλησία τής Ελλάδος, λόγψ τών Μητροπόλεών του έν Ελλάδι, που έχουν παραχωρηθή «ύπό τυπον προσωρινότητος» στήν διοίκηση τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, διερωτώμαι πώς μπορεί νά γίνη οποιαδήποτε άναθεώρηση τής σχέσεως σέ βάρος τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, χωρίς τήν σύμφωνη γνώμη του Οΐκουμενικοΰ Πατριαρχείου; Νομίζω οτι τό Οικουμενικό Πατριαρχείο δέν θά παραμείνη άδρανές σέ τέτοιες ένέργειες.
Γι' αύτό, άν ή Κυβέρνηση θελήση νά άνοίξη μιά συζήτηση γιά τήν άναθεώρηση τών σχέσεων μεταξυ κρατικής καί έκκλησιαστικής διοίκησης, πρέπει νά άρχίση νά συζητά τό θέμα πρωτίστως μέ τό Οικουμενικό Πατριαρχείο.
7. Βασικές αρχές
Ή συζήτηση μεταξύ τής Ίερας Συνόδου καί τής Κυβέρνησης για τήν ενδεχόμενη αναθεώρηση ή όριοθέτηση τής μεταξύ τους σχέσεως, θα πρέπει να γίνη μέ νηφαλιότητα, σεβασμό καί δικαιοσύνη. Κατα τήν γνώμη μου, ή συζήτηση πρέπει να γίνη μέσα άπό δυο σημαντικές αρχές.
Πρώτον, πρέπει να γίνη κατανοητό άπό όλους τους Κληρικούς ότι είμαστε υποχρεωμένοι να σεβόμαστε τήν ελευθερία τών πολιτών, άκόμη καί τών μελών τής Εκκλησίας που έχουν τίς δικές τους άπόψεις για διάφορα ζητήματα που απτονται τής ζωής τους. Ή ορθόδοξη θεολογία παντοτε σεβασθηκε τήν ελευθερία καθε άνθρώπου, τήν όποία σέβεται καί αυτός ό ίδιος ό Θεός, άλλα διαφοροποιείται ή ποιμαντική άντιμετώπιση. Δηλαδή, τό έργο τής Εκκλησίας είναι να όμολογή τήν πίστη της καί να άσκή ποιμαντική.
Δεύτερον, πρέπει να γίνη σαφές ότι δέν επιτρέπεται να ελέγχεται καί να καθορίζεται άπό νόμους τής Πολιτείας ή εσωτερική δομή τής λειτουργίας τής Εκκλησίας. 'Οπότε, ό τρόπος διοικήσεως τής Εκκλησίας καί ό τρόπος άπονομής τής δικαιοσύνης τών Κληρικών είναι εσωτερική υπόθεση τής Εκκλησίας καί δέν πρέπει να ρυθμίζεται άπό κρατικές παρεμβασεις, όπως δυστυχώς γίνεται άπό διαφόρους λειτουργούς τής Δικαιοσύνης. Εννοείται, βέβαια, ότι καί ή νομοθετική εξουσία για κοινωνικα ζητήματα άνήκει στήν Πολιτεία, ή όποία είναι υποχρεωμένη να λαμβανη υπ’ όψη της τήν βούληση τού λαού καί τής Ίερας Συνόδου.
Στα δυο αυτα σημεία μπορεί να άρχίση ένας ουσιαστικός καί γόνιμος διαλογος, όταν οί συνθήκες τό άπαιτήσουν, σέ σχέση, βέβαια, μέ όσα προαναφέρθηκαν. Που σημαίνει, να μήν άναμειγνυεται ή κρατική διοίκηση μέσα στήν Εκκλησία ούτε ή εκκλησιαστική διοίκηση να εισέρχεται στίς αρμοδιότητες τής Πολιτείας.
Τό συμπέρασμα τών βασικών αυτών σκέψεων είναι ότι επειδή άσκώ εκκκλησιαστική διοίκηση ώς Μητροπολίτης περίπου είκοσιδυο (22) χρόνια έχω δαπιστώσει διαφορα τρωτα σημεία στίς σχέσεις μεταξυ τής εκκλησιαστικής καί κρατικής διοίκησης, στα όποία χρειαζονται διακριτικές άναθεωρήσεις καί άλλαγές.
Καθημερινα άντιμετωπίζω σοβαρα προβλήματα μέ τα όποία άλλοιώνεται τό εκκλησιαστικό πολίτευμα, ή, να τό πώ καλυτερα, ή διοίκηση τής Εκκλησίας είναι δέσμια τού Κρατους καί υπόκειται στήν κρατική εξουσία καί στα όργανα τής Πολιτείας. Δυστυχώς, έστω κι αν δέν γραφεται, εν τουτοις Ισχυει για τήν
Εκκλησία τό «νόμω κρατούσα Πολιτεία». Για παράδειγμα, δεν είναι δυνατόν τά πολιτικά Διοικητικά Δικαστήρια σε κανονικά εκκλησιαστικά ζητήματα νά θεωρούνται καί νά ενεργούν ώς τριτοβάθμια διοικητικά όργανα, όπως επίσης δεν είναι δυνατόν ή Εκκλησία νά μή μπορή νά εφαρμόζη τό κανονικό της δίκαιο, γιατί δέχεται εξωτερικές πιέσεις άπό Κρατικές Υπηρεσίες.
Τελικά, θεωρώ ότι δεν πρέπει νά γίνεται λόγος γιά χωρισμό Εκκλησίας καί Πολιτείας, άλλά γιά σαφέστερη όριοθέτηση μεταξύ της εκκλησιαστικής καί κρατικής διοίκησης, ώστε ή Εκκλησία νά είναι ελεύθερη νά διοική τά κατ’ αυτήν, σύμφωνα μέ τό κανονικό της δίκαιο. Έτσι, μπορεί νά γίνουν μερικές άλλαγές γιά τό καλό τής Εκκλησίας, όπωσδήποτε σέ συνεργασία μέ τό Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Όμως, αυτές οι άλλαγές νά γίνουν μέ σοβαρότητα, υπευθυνότητα καί όχι μέσα άπό ιδεολογικά συνθήματα, άφελή επιχειρήματα, εκθέσεις ιδεών καί εφηβικές εκρήξεις καί άπό τίς δυο πλευρές. Δέν είναι δυνατόν «νά κρυβουμε κάτω άπό τό χαλί» τίς σοβαρές άγκυλώσεις που παρατηρούνται στίς σχέσεις μεταξυ κρατικής καί εκκλησιαστικής διοίκησης.
Πηγή: Εκκλησιαστική Παρέμβαση, Ακτίνες