
Από τα παμπάλαια χρόνια, το βράδυ του Σαββάτου της τρίτης εβδομάδας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ο σταυρός μεταφέρεται στο κέντρο της εκκλησίας, και ολόκληρη η ακόλουθη εβδομάδα είναι γνωστή ως εβδομάδα του Σταυρού.Ξέρουμε πως η Μεγάλη Τεσσαρακοστή αποτελεί μια προετοιμασία για τη Μεγάλη Εβδομάδα, τότε που η Εκκλησία θα ανακαλέσει στη μνήμη της τον πόνο, τη σταύρωση και το θάνατο του Ιησού Χριστού πάνω στο σταυρό.
Η προβολή του σταυρού στη μέση της Σαρακοστής μάς υπενθυμίζει το σκοπό της βαθύτερης και εντατικότερης εκκλησιαστικής ζωής κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής. Έτσι είναι ο κατάλληλος τόπος εδώ για να σκεφτούμε το ρόλο του σταυρού, αυτού του σημαντικότατου και χαρακτηριστικότατου όλων των Χριστιανικών συμβόλων.
Το σύμβολο αυτό έχει δύο στενά αλληλένδετες σημασίες. Αφενός είναι ο σταυρός του Χριστού, αυτό το αποφασιστικό όργανο με το οποίο ολοκληρώθηκε η επίγεια ζωή και διακονία του Χριστού.
Είναι η ιστορία ενός φοβερού και τρομακτικού μίσους ενάντια σ' Αυτόν που ολόκληρη η διδασκαλία Του επικεντρώθηκε στην εντολή της αγάπης, και που ολόκληρο το κύρυγμά Του ήταν μια κλήση σε αυτοθυσία στο όνομα της αγάπης. Ο Πιλάτος, ο Ρωμαίος κυβερνήτης στον οποίο μεταφέρθηκε ο Χριστός, αφού Τον συνέλαβαν, Τον εκτύπησαν και Τον έφτυσαν, λέει, «εν αυτώ ουδεμίαν αιτίαν ευρίσκω» (Ιωάν. 19, 4). Αυτό όμως προκάλεσε ένα ισχυρότερο ξέσπασμα: «Σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν!» φωνάζει το πλήθος.

Έτσι ο σταυρός του Χριστού θέτει ένα αιώνιο πρόβλημα που σκοπεύει στο βάθος της συνείδησης: γιατί η καλωσύνη ξεσήκωσε όχι μόνο αντίθεση, αλλά και μίσος; Γιατί η καλωσύνη σταυρώνεται πάντοτε σ' αυτόν τον κόσμο;
Συνήθως αποφεύγουμε να δώσουμε απάντηση σ' αυτό το ερώτημα επιρρίπτοντας την ευθύνη σε κάποιον άλλο: αν ήμασταν εκεί, αν ήμουν εκεί εκείνη την τρομερή νύχτα, δε θα είχα συμπεριφερθεί όπως οι άλλοι. Αλλοίμονο όμως, κάπου βαθιά στη συνείδησή μας γνωρίζουμε πως αυτό δεν είναι αλήθεια.
Ξέρουμε πως οι άνθρωποι που βασάνισαν, σταύρωσαν και μίσησαν τον Χριστό δεν ήταν κάποιου είδους τέρατα, κατεχόμενα από κάποιο ιδιαίτερο και μοναδικό κακό. Όχι, ήταν «όπως όλοι μας». Ο Πιλάτος προσπάθησε ακόμη και να υπερασπιστεί τον Ιησού, να μεταπείσει το πλήθος, προσφέρθηκε ακόμη και να απελευθερώσει το Χριστό ως κίνηση καλής θέλησης χάριν της εορτής, όταν κι αυτό απέτυχε, στάθηκε μπροστά στο πλήθος και ένιψε τα χέρια του, δείχνοντας τη διαφωνία του σ' αυτό το φόνο.

Με λίγες πινελιές το ευαγγέλιο σχεδιάζει την εικόνα αυτού του παθητικού Πιλάτου, του τρόμου του, της γραφειοκρατικής του συνείδησης, της δειλής του άρνησης να ακολουθήσει τη συνείδησή του. Δε συμβαίνει όμως ακριβώς το ίδιο στη δική μας ζωή και στη ζωή γύρω μας; Δεν είναι αυτή η πιο κοινότυπη, η πιο τυπική ιστορία; Δεν είναι παρών συνεχώς μέσα μας κάποιος Πιλάτος;
Δεν είναι αλήθεια πως όταν έρθει η στιγμή να πούμε ένα αποφασιστικό, αμετάκλητο όχι στο ψεύδος, στην αδικία, στο κακό και στο μίσος, ενδίδουμε στον πειρασμό να «νίψουμε τας χείρας μας»;
Πίσω από τον Πιλάτο ήταν οι Ρωμαίοι στρατιώτες, οι οποίοι όμως υπερασπιζόμενοι τον εαυτό τους θα μπορούσαν να πουν: εκτελέσαμε απλώς διαταγές, μάς είπαν να «ουδετεροποιήσουμε» κάποιον ταραχοποιό που προκαλούσε αναστάτωση και αταξία, για ποιο πράγμα μιλάτε λοιπόν;
Πίσω από τον Πιλάτο, πίσω από τους στρατιώτες ήταν το πλήθος, οι ίδιοι άνθρωποι που έξι μέρες πριν φώναζαν «Ωσαννά», καθώς υποδέχονταν θριαμβευτικά το Χριστό κατά την είσοδό του στην Ιερουσαλήμ, μόνο τώρα η κραυγή τους ήταν «Σταύρωσον αυτόν!» Έχουν όμως και γι' αυτό μια εξήγηση.
Δεν είναι οι ηγέτες τους, οι διδάσκαλοί τους και οι κυβερνήτες τους αυτοί που τους έλεγαν πως ο άνθρωπος αυτός ήταν ένας εγκληματίας που κατέλυσε τους νόμους και τις συνήθειες, και γι' αυτό βάσει του νόμου, «πάντοτε βάσει του νόμου, πάντοτε σύμφωνα με το υπάρχον καταστατικό», πρέπει να πεθάνει...;
Έτσι κάθε συμπαίκτης σ' αυτό το τρομακτικό γεγονός είχε δίκαιο «από την πλευρά του», όλοι δικαιώθηκαν. Όλοι μαζί όμως δολοφόνησαν έναν άνθρωπο στον οποίον «ουδέν ευρέθη αίτιον». Η πρώτη σημασία του σταυρού συνεπώς είναι η κρίση του κακού, ή μάλλον της ψευδοκαλωσύνης αυτού του κόσμου, μέσα στον οποίο πανηγυρίζει αιώνια το κακό, και ο οποίος προωθεί τον τρομακτικό θρίαμβο του κακού πάνω στη γη.
Αυτό μας μεταφέρει στη δεύτερη σημασία του σταυρού. Μετά το σταυρό του Χριστού ακολουθεί ο δικός μας σταυρός, για τον οποίο ο Χριστός είπε, «ει τις θέλει οπίσω μου έρχεσθαι,... αράτω τον σταυρόν αυτού καθ' ημέραν και ακολουθείτω μοι» (Λουκ. 9, 23). Αυτό σημαίνει πως η επιλογή που είχε να κάνει ο καθένας εκείνη τη νύχτα -ο Πιλάτος, οι στρατιώτες, οι αρχηγοί, το πλήθος κι ο καθένας μέσα στο πλήθος - είναι μια επιλογή που τίθεται συνεχώς και σε καθημερινή βάση μπροστά μας.
Εξωτερικά, η επιλογή έχει να κάνει με κάτι φαινομενικά ασήμαντο για μας, ή δευτερεύον. Για τη συνείδηση όμως τίποτε δεν είναι πρώτο ή δεύτερο, αλλά το καθετί μετράται αν είναι αληθινό ή ψεύτικο, καλό ή κακό. Το να σηκώνεις λοιπόν το σταυρό σου καθημερινά δεν είναι απλώς το να αντέχεις τα φορτία και τις μέριμνες της ζωής, αλλά πάνω απ' όλα το να ζεις αρμονικά με τη συνείδησή σου, το να ζεις μέσα στο φως της κρίσεως της συνειδήσεως.

Ακόμη και σήμερα, με όλο τον κόσμο να κοιτάζει, ένας άνθρωπος στον οποίο «ουδέν ευρέθη αίτιον» μπορεί να συλλαμβάνεται, να βασανίζεται, να κτυπιέται, να φυλακίζεται ή να εξορίζεται.
Όλα αυτά δε «επί τη βάσει του νόμου», χάριν της υπακοής και πειθαρχίας, όλα στο όνομα της τάξης, για το καλό όλων. Πόσοι Πιλάτοι δε νίπτουν τα χέρια τους, πόσοι στρατιώτες σε σπεύδουν να εκτελέσουν τις διαταγές της στρατιωτικής ιεραρχίας, πόσοι άνθρωποι υπάκουα, δουλόπρεπα δεν τους χειροκροτούν, ή τουλάχιστον δεν κοιτάζουν σιωπηλά το κακό που θριαμβεύει;
Καθώς μεταφέρουμε το σταυρό, καθώς τον προσκυνούμε, καθώς τον ασπαζόμαστε, ας σκεφτούμε τη σημασία του. Τι μάς λέει, σε τι μάς καλεί; Ας θυμηθούμε το σταυρό ως επιλογή από τη οποία κρέμονται τα πάντα στον κόσμο, και που χωρίς αυτόν όλα στον κόσμο γίνονται θρίαμβος του κακού και του σκότους.
Ο Χριστός είπε, «εις κρίμα εγώ εις τον κόσμον τούτον ήλθον» (Ιωαν. 9, 39). Σ' αυτή την κρίση, μπροστά στο δικαστήριο της σταυρωμένης αγάπης, της αλήθειας και της καλωσύνης δικάζεται ο καθένας μας.
Πηγή: Ψήγματα Ορθοδοξίας

Τό ἀπόγευμα τῆς παραμονῆς τοῦ ἀπαγχονισμοῦ των, πῆρα καί συνεννοήθηκα μαζί των, νά τούς ἐπισκεφθῶ κατά τές ὀκτώ τό βράδυ γιά εὐχέλαιον καί τή μετάδοσιν τῆς θείας κοινωνίας. Πῆγα στές ὀκτώ καί μαζί κάναμε τήν ἀκολουθία τοῦ εὐχελαίου, καί τούς μετέδωσα τήν θεία κοινωνία.
Προτοῦ φύγω θεώρησα καθῆκον μου νά τούς ἀπευθύνω μερικά λόγια ἐμψυχωτικά, καί εἰς ἀτμόσφαιραν πατριωτικοῦ ἐνθουσιασμοῦ, τούς συνεχάρην ὅτι θά γίνουν θυσία γιά τήν πατρίδα, ὅπως καί τόσοι προηγούμενοι μάρτυρες, καί εἶπα ὅτι πολύ θά ἤθελα νά εὑρισκόμην στήν θέσιν των. Στό τέλος ἐνηγκαλίσθην τόν ἕνα μετά τόν ἄλλον, τούς ἠσπάσθην, καί μέ πολλήν συγκίνησιν τούς ἀπεχαιρέτισα καί ἔφυγα περί τάς ἐννιάμιση.
Θυμᾶμαι, ὅταν τούς ἔκαμα παρατήρησιν ὅτι ἔχουν ἀρκετόν θάρρος, ὁ Πατάτσος μοῦ λέγει: «Ναί, πάτερ, ἀλλά ἐκείνην τήν ὥραν φοβοῦμαι». «Νά πᾶς μέ θάρρος», τοῦ λέγω, «καί νά ἔχῃς τόν νοῦ σου στόν Θεόν». «Ὅταν θά μᾶς παίρνουν, πάτερ, τί νά ψάλλωμεν»; «Τόν Ἐθνικόν Ὕμνον καί κανένα τροπάριον». Ὅπως παρετήρησα ἐπροτίμησε τό δεύτερον καί ἔψαλλε τό, «Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου σέ νεκρόν».
Τό μέρος ὅπου ὡδηγήθην καί ὅπου θά παρέμενα μέχρι τήν ὥρα τοῦ ἀπαγχονισμοῦ ἦτο ἐκεῖνο, ὅπου ἔμεινα καί τήν προηγούμενη φορά, καί πού ἀπέχει ἑκατόν περίπου πόδια ἀπό τήν ἀγχόνην.
Μετά τήν φυγήν μου τούς ἤκουα νά ψάλλουν τούς ὕμνους τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς μέ ἐπί κεφαλῆς τόν Πατάτσο, συνταυτίζοντες τό ἰδικόν των δράμα μέ τά πάθη τοῦ Σωτῆρος. Οἱ ἄλλοι κατάδικοι καί ὑπόδικοι τῆς Ε.Ο.Κ.Α. ἐδόνουν συνεχῶς τή φυλακή ἀπό ζητωκραυγές γιά τόν Διγενῆ, τόν Μακάριο καί τήν Ε.Ο.Κ.Α., ὡς καί μέ ἐθνικά τραγούδια. Ἕνας ἀπό τούς κατόπιν μελλοθανάτους, ὁ Ἀνδρέας Παναγίδης, ἦτο ἀνεβασμένος ψηλά στό παράθυρο τοῦ κελιοῦ του, στό τελευταῖο πάτωμα τοῦ διαμερίσματος 9, ἀπό ὅπου ἔδιδε τό σύνθημα γιά τά πατριωτικά τραγούδια τῆς Ε.Ο.Κ.Α., καί πρό πάντος τό τραγούδι «Βάστα, καημένε μου ραγιά», τό ὁποῖον ἐπανελήφθη πολλές φορές.
Ἔμεινα ἐκεῖ πλησίον καί ἤκουσα νά τοῦ κάμνουν παρατήρησιν νά κατεβῇ, ἀλλά δέν ἤκουσε καί ἔμενε διαρκῶς ἐκεῖ προσηλωμένος, καί παρατηροῦσε στήν αὐλή τῆς ἀγχόνης καί μοῦ ἔλεγε κατόπιν ὅτι τούς εἶδε νά τούς ὁδηγοῦν στήν ἀγχόνη.
Περί τό μεσονύκτιον τούς ἐκάλεσαν νά ἑτοιμασθοῦν. Ἑτοιμάζονται διά τήν ἀγχόνην, ἀφοῦ ἀφαιρέσουν τά ροῦχα τῆς φυλακῆς καί φορέσουν τά ἰδικά των, πού ἔφεραν ὅταν συνελήφθησαν.
Μόνον αὐτῶν τῶν τριῶν ἀπαγχονισθέντων μοῦ παρέδωσεν ὁ τελευταῖος ὑπεύθυνος τῶν φυλακῶν Ἄκερ φωτογραφίας μέ ροῦχα τῆς φυλακῆς.
Εἰς τάς δώδεκα ἡ ὥρα περίπου διέκρινα εὐκρινῶς τή φωνή τοῦ Πατάτσου νά ψάλλῃ τό «Ἔκστηθι φρίττων, οὐρανέ....», τό «Ὅτε κατῆλθες πρός τόν θάνατον...», τό ὁποῖον δέν ἐτελείωσαν, διότι ἔφθασαν εἰς τήν ἀγχόνην, καί ἐκεῖ ἔσβησεν ἡ φωνή τοῦ Πατάτσου.
* Ὁ πατήρ Ἀντώνιος Ἐρωτοκρίτου, ἦταν ὁ ἱερέας πού ἐπισκεπτόταν, ἐξομολογοῦσε καί κοινωνοῦσε τούς ἐννέα ἀπαγχονισθέντες στίς φυλακές.
Πηγή: (Ἀπό τό βιβλίο: Πῶς ἔζησα τό δράμα τῶν ἀπαγχονισθέντων, τοῦ πατρός Ἀντωνίου Ἐρωτοκρίτου)

ΚΟ: equalitarianism = το δόγμα της ισότητας της ανθρωπότητας. Ακριβέστερα πρόκειται όχι για ισότητα, αλλά για εξισωτισμό. Θεωρητικά, υπάρχουν πολλά είδη εξισωτισμού ανάλογα με το τι ορίζουμε ως «ισότητα» και πώς θεωρούμε ότι μπορούμε να την επιτύχουμε: πολιτικός εξισωτισμός, οικονομικός εξισωτισμός, εξισωτισμός των φύλων, εξισωτισμός απέναντι στο νόμο, εξισωτισμός των ευκαιριών κ.ο.κ. Για παράδειγμα ο κομμουνισμός μπορεί να θεωρηθεί ακραία μορφή οικονομικού/υλικού εξισωτισμού. Στην ουσία έχουμε να κάνουμε περισσότερο με μια θεωρία ηθική και όχι οικονομική.Οι θιασώτες του εξισωτισμού (equalitarianists/εξισωτιστές) υποστηρίζουν ότι όλοι οι άνθρωποι είναι «ίσοι» σε θεμελιώδη αξία ή κοινωνική θέση και αγωνίζονται για την «εξάλειψη των διακρίσεων» που υπάρχουν εκ της φύσεως των πραγμάτων. Έτσι ο εξισωτισμός μπορεί να είναι είτε θετικός (π.χ. όλες οι γυναίκες έχουν πάντα δίκιο, επειδή είναι γυναίκες) είτε αρνητικός (π.χ. δεν υπάρχουν όμορφες και άσχημες γυναίκες, είναι όλες γυναίκες). Και στις δύο μορφές του, πάντως, είναι μια μορφή κοινωνικής αδικίας, που προκύπτει, κατά παράδοξο και ειρωνικό τρόπο, από την πίστη της Αριστεράς στις δυνατότητες της κοινωνικής μηχανικής να θεραπεύει αδικίες, οι οποίες οφείλονται σε φυσικές διακρίσεις που υφίστανται εκ των πραγμάτων. Ονομάζεται επίσης και Egalitarianism (από το γαλλικό égal, που σημαίνει "ίσος").
Για πάνω από έναν αιώνα, έχει γίνει γενικά αποδεκτό ότι η Αριστερά έχει την «ηθική», την «δικαιοσύνη» και τον «ιδεαλισμό» με το μέρος της. Η «συντηρητική» αντιπολίτευση στην Αριστερά έχει σε μεγάλο βαθμό περιοριστεί απλά, στο «μη πρακτικό» των ιδανικών της.
Σε κανένα άλλο τομέα δεν έχει «αναγνωρισθεί» σχεδόν καθολικά, ότι η Αριστερά εκφράζει την «δικαιοσύνη» και την «ηθική», όσο στην υιοθέτηση της «μαζικής ισότητας».

Αλήθεια, τι πάει να πει «ισότητα»; Ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον, αλλά έχει αναλυθεί λίγο. Το Α και το Β είναι "ίσα" εάν είναι πανομοιότυπα μεταξύ τους σε σχέση με ένα δεδομένο χαρακτηριστικό. Έτσι, εάν ο κ. Smith και ο κ. Jones έχουν αμφότεροι ύψος 1, 80, τότε μπορεί να ειπωθεί ότι είναι "ίσοι" σε ύψος. Αν δύο μπαστούνια είναι πανομοιότυπα σε μήκος, τότε το μήκος τους είναι «ίσο», κλπ. Έτσι λοιπόν, υπάρχει ένας και μόνο ένας τρόπος δύο άνθρωποι να μπορούν πραγματικά να είναι "ίσοι" με την πλήρη έννοια : πρέπει να είναι ίδιοι σε όλες τους τις ιδιότητες. Αυτό σημαίνει, βέβαια, ότι η ισότητα όλων των ανθρώπων – το ιδεώδες του εξισωτισμού - μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν όλοι οι άνθρωποι είναι ακριβώς ομοιόμορφοι, ακριβώς όμοιοι όσον αφορά το σύνολο των ιδιοτήτων τους. Ο κόσμος της «ισότητας», υπό αυτή την έννοια, θα ήταν αναγκαστικά ένας κόσμος ταινίας τρόμου - ένας κόσμος με απρόσωπα και πανομοιότυπα πλάσματα, στερούμενα κάθε ατομικότητας, ιδιομορφίας, ποικιλίας ή ειδικής δημιουργικότητας.

Πράγματι, μόνο σε ένα θρίλερ επιστημονικής φαντασίας, θα μπορούσαμε να δούμε τις λογικές συνέπειες ενός κόσμου που έχει πλήρως «εξισωθεί». Ένα τέτοιο είναι το δυστοπικό μυθιστόρημα “Facial Justice” του Βρετανού L.P. Hartley (1895 – 1972), που κυκλοφόρησε το 1960. Εκεί έχουμε τον φθόνο θεσμοθετημένο από το κράτος που θέλει να διασφαλίσει ότι τα πρόσωπα όλων των κοριτσιών είναι εξίσου όμορφα, μέσω ιατρικών εγχειρήσεων που εκτελούνται τόσο στα όμορφα όσο και στα άσχημα κορίτσια, ώστε όλα τα πρόσωπα τους να έρθουν σε ένα γενικό κοινό παρονομαστή.
[Στη νουβέλα του L. P. Hartley, μετά από ένα καταστροφικό πυρηνικό πόλεμο, οι επιζώντες έχουν αναγκαστεί να ζουν σε υπόγεια σπήλαια, που διοικούνται από σκληρούς δικτάτορες. Στη Βρετανία ένας αόρατος ηγέτης εμπνέει ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού να ξεφύγει από τα σπήλαια και να σχηματίσει μια νέα δικτατορία πάνω από το έδαφος. Αυτή η νέα κοινωνία βασίζεται σε μια συλλογική αίσθηση ενοχής και όλοι οι υπήκοοί της είναι υποχρεωμένοι να φορούν σάκο, έτσι ώστε να μην προκαλούν το φθόνο με την εμφάνισή τους. Ο Δικτάτορας δεν είναι ποτέ ορατός, αλλά η φωνή του μεταδίδεται στους υπηκόους τακτικά, δίνοντάς τους οδηγίες σχετικά με τους νόμους και τα ήθη της κοινωνίας του. Οι κανόνες του επιβάλλονται από τους «επιθεωρητές», οι οποίοι έχουν την εξουσία να επιβάλουν πρόστιμα για παραβάσεις ήσσονος σημασίας ή να αναφέρουν τους παραβάτες στα ανώτερα υπουργεία για περαιτέρω τιμωρία. Μια νεαρή γυναίκα με το όνομα ‘Ιαήλ 97’, η οποία έχει αναφερθεί στο Υπουργείο Δικαιοσύνης Προσώπου ότι είναι «υπερ-προνομιούχα στο πρόσωπο» και προκαλεί δυσαρέσκεια στις άλλες γυναίκες, προσεγγίζει το Κέντρο Εξίσωσης Προσώπων για να βάλει ένα συνθετικό πρόσωπο "Βήτα", έτσι ώστε να ταιριάξει με την κοινότητα, αλλά στη συνέχεια αλλάζει γνώμη, ξυπνά το ανυπότακτο πνεύμα της και σχηματίζει μια αντιστασιακή ομάδα, στόχος της οποίας είναι να υπονομεύσει το καθεστώς και να δείξει ότι είναι γελοίο. Γράφει άρθρα σε περιοδικά και εφημερίδες, στα οποία επεκτείνει σκόπιμα τους κανόνες της κοινωνίας σε γελοίες αναλογίες, προτείνοντας, για παράδειγμα, ότι τα ορθογραφικά και γραμματικά λάθη στη γραφή δεν πρέπει να επικρίνονται, καθώς αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ζήλια και πικρία μεταξύ των ανθρώπων!]

Μια σύντομη ιστορία από τον Αμερικάνο συγγραφέα και δοκιμιογράφο Kurt Vonnegut προσφέρει μια ακόμα πιο ολοκληρωμένη περιγραφή μιας πλήρως «ίσης» κοινωνίας. Στο “Harrison Bergeron”, ο Vonnegut περιγράφει την ιστορία του:
Βρισκόμαστε στο έτος 2081, όπου όλοι τελικά είναι «ίσοι». Δεν είναι μόνο ίσοι ενώπιον του Θεού και του νόμου. Είναι ίσοι παντού και σε όλα. Κανείς δεν είναι πιο έξυπνος από τον άλλον. Κανείς δεν είναι πιο όμορφος από τον άλλον. Κανείς δεν είναι πιο δυνατός ή πιο γρήγορος από τον άλλον. Όλη αυτή η ισότητα οφείλεται στην 211η, 212η και 213η τροποποίηση του Συντάγματος και στην αδιάκοπη επαγρύπνηση πρακτόρων του Υπουργού Χαντικάπερ των Ηνωμένων Πολιτειών (χάντικαπ = όρος δανεισμένος από τις τεχνικές στοιχημάτων, όπου ο bookmaker δίνει μια αντικειμενική βοήθεια προς στο αουτσάιντερ σε σχέση με το στο φαβορί).
Αυτό το «χαντικάπ» λειτούργησε εν μέρει ως εξής : Η Hazel είχε μια τέλεια μέση νοημοσύνη, πράγμα που σήμαινε ότι δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα, παρά μόνο λίγα πράγματα. Και ο George, ενώ η ευφυΐα του ήταν πολύ πάνω από την κανονική, είχε ένα μικρό διανοητικό χάντικαπ ραδιοπομπό στο αυτί του. Ο νόμος απαιτεί να το φοράει ανά πάσα στιγμή. Ήταν συντονισμένος σε ένα πομπό της κυβέρνησης. Κάθε είκοσι δευτερόλεπτα, ο πομπός στέλνει κάποιον απότομο θόρυβο για να κρατήσει τους ανθρώπους σαν τον George από το να λάβουν αθέμιτο οφέλος εξ αιτίας του μυαλού τους.

Η φρίκη που όλοι ενστικτωδώς αισθανόμαστε με αυτές τις ιστορίες, είναι η διαισθητική αναγνώριση ότι οι άνθρωποι δεν είναι ομοιόμορφοι, ότι η ανθρωπότητα, χαρακτηρίζεται από υψηλού βαθμού ποικιλία, πολυμορφία, διαφοροποίηση, με λίγα λόγια, ανισότητα. Μια εξισωτική κοινωνία μπορεί μόνο να ελπίζει να επιτύχει τους στόχους της με ολοκληρωτικές μεθόδους εξαναγκασμού και ακόμη πιστεύουμε και ελπίζουμε ότι το ανθρώπινο πνεύμα θα ξεσηκωθεί και θα ανατρέψει όποιες τέτοιες απόπειρες για την επίτευξη μιας παγκόσμιας μυρμηγκοφωλιάς. Με λίγα λόγια, η εικόνα μιας κοινωνίας εξισωτισμού είναι μια μυθιστοριογραφία φρίκης, διότι, όταν οι συνέπειες ενός τέτοιου κόσμου είναι ιδιαίτερα σαφείς, αναγνωρίζουμε ότι ένα τέτοιος κόσμος και αυτές οι προσπάθειες είναι βαθιά αντιανθρώπινες. Είναι αντιανθρώπινες στην βαθύτερη έννοια, ως εκ τούτου, ο στόχος του εξισωστισμού είναι σατανικός και τυχόν προσπάθειες που οδηγούν στην επίτευξη ενός τέτοιου στόχου πρέπει να θεωρούνται επίσης σατανικές.
Η μεγάλη πραγματικότητα των διαφορών και της ποικιλίας μεταξύ των ανθρώπων είναι εμφανής από την μακρά ιστορία της ανθρώπινης εμπειρίας, ως εκ τούτου, αναγνωρίζεται η αντιανθρώπινη φύση ενός κόσμου καταναγκαστικά ομοιόμορφου.
Αυτή η μεταβλητότητα και η ποικιλομορφία έχει τις ρίζες της στη βιολογική φύση του ανθρώπου και παρά την συστηματική πλύση εγκεφάλου είναι δύσκολο να αρνηθεί κάποιος την ιστορική καταγραφή και να θεωρήσει ότι φταίει η «κουλτούρα».

Η εξέγερση του εξισωτισμού εναντίον της βιολογικής πραγματικότητας, αν και είναι σημαντική, είναι μόνο ένα υποσύνολο μιας βαθύτερης εξέγερσης : αυτής εναντίον της οντολογικής δομής της ίδιας της πραγματικότητας, εναντίον της ίδιας της Φύσης. Στην καρδιά του αριστερίστικου εξισωτισμού είναι η παθολογική πεποίθηση ότι δεν υπάρχει καμία δομή πραγματικότητας. Ότι όλος ο κόσμος είναι ‘tabula rasa’ (ένας άγραφος πίνακας) που μπορεί να αλλάξει ανά πάσα στιγμή σε οποιαδήποτε επιθυμητή κατεύθυνση από την απλή άσκηση της ανθρώπινης θέλησης - εν ολίγοις, ότι η πραγματικότητα μπορεί να μετατραπεί άμεσα από την απλή επιθυμία ή την ιδιοτροπία των ανθρώπων. Σίγουρα μια τέτοια παιδιάστικη σκέψη βρίσκεται στο επίκεντρο της παθιασμένης έκκλησης του Χέρμπερτ Μαρκούζε (εβραϊκής καταγωγής, φιλόσοφος και μέλος της περιβόητης Σχολής της Φρανκφούρτης), για τη συνολική άρνηση της υπάρχουσας δομής της πραγματικότητας και τον μετασχηματισμό της σε αυτό που οραματίζεται να είναι το αληθινό δυναμικό της.
Οι χιλιαστικές κομμουνιστικές ουτοπίες
Πουθενά δεν είναι πιο εμφανής η επίθεση της Αριστεράς στην οντολογική πραγματικότητα από ό, τι στα ουτοπικά όνειρα μιας μελλοντικής σοσιαλιστικής κοινωνίας. Στο σοσιαλιστικό του μέλλον ο Γάλλος ουτοπικός σοσιαλιστής Charles Fourier, (σύμφωνα με τον Ludwig von Mises) :
«…όλα τα επιβλαβή ζώα θα έχουν εξαφανιστεί και στη θέση τους θα είναι ζώα που θα βοηθούν τον άνθρωπο στους αγώνες του - ή ακόμα θα κάνουν και την δουλειά του για λογαριασμό του. Ένας αντι-κάστορας θα προσέχει την αλιεία, μια αντι-φάλαινα θα είναι το ρυμουλκό για τα πλοία, ένας αντι-ιπποπόταμος θα έλκει τα ποταμόπλοια. Αντί του λιονταριού θα υπάρξει ένα αντι-λιοντάρι, ένα υποζύγιο ταχύτητας, πάνω στο οποίο ο αναβάτης θα κάθεται άνετα. Θα είναι χαρά να ζεις σε έναν κόσμο με τέτοιους υπηρέτες».
Επιπλέον, σύμφωνα με τον Φουριέ, οι ίδιοι οι ωκεανοί θα περιέχουν λεμονάδα και όχι αλμυρό νερό.

Παρόμοιες παράλογες φαντασιώσεις βρίσκονται στη ρίζα της μαρξικής ουτοπίας του κομμουνισμού. Απαλλαγμένοι από τα υποτιθέμενα όρια της εξειδίκευσης και του καταμερισμού της εργασίας, κάθε άτομο στην κομμουνιστική ουτοπία θα αναπτύξει πλήρως όλες τις δυνάμεις του προς κάθε κατεύθυνση. Όπως έγραψε ο Ένγκελς στο ‘Anti-Dühring’ (Αντι- Ντύρινγκ), (όπου δίνει τα χαρακτηριστικά της μελλοντικής κομμουνιστικής κοινωνίας, όταν η ανθρωπότητα πραγματοποιεί «το άλμα από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας»), ο κομμουνισμός θα δώσει «σε κάθε άτομο τη δυνατότητα να αναπτύξει και να ασκήσει όλες τις ικανότητές του, σωματικές και ψυχικές, προς όλες τις κατευθύνσεις». Και ο Λένιν προσβλέπει το 1920 την «κατάργηση του καταμερισμού της εργασίας μεταξύ των ανθρώπων ... την μόρφωση, την εκπαίδευση και την κατάρτιση των ατόμων με μια ολοκληρωμένη ανάπτυξη και μια ολοκληρωμένη κατάρτιση, όπου οι άνθρωποι θα μπορούν να κάνουν τα πάντα. Ο κομμουνισμός προχωράει και πρέπει να προχωρήσει προς αυτόν το στόχο, και θα τον φτάσει».
Στην δριμεία κριτική του κομμουνιστικού οράματος, ο Alexander Gray (Σκοτσέζος οικονομολόγος και ποιητής) επιτίθεται:
«Το ότι κάθε άτομο θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει όλες τις ικανότητές του, σωματικές και ψυχικές, προς όλες τις κατευθύνσεις, είναι ένα όνειρο που ικανοποιεί το όραμα μόνο των απλοϊκών μυαλών, που αγνοούν τους περιορισμούς που επιβάλλονται από τα στενά όρια της ανθρώπινης ζωής. Γιατί η ζωή είναι μια σειρά από πράξεις επιλογής και κάθε επιλογή είναι ταυτόχρονα μια παραίτηση.
Ακόμη και ο κάτοικος του μελλοντικού παραμυθότοπου του Ένγκελς θα πρέπει να αποφασίσει αργά ή γρήγορα, αν θέλει να είναι ο Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρυ ή ο Αρχηγός του Πολεμικού Ναυτικού, αν θα πρέπει να επιδιώξει να υπερέχει ως βιολιστής ή ως πυγμάχος, αν θα πρέπει να επιλέξει να γνωρίζει τα πάντα σχετικά με την κινεζική βιβλιογραφία ή για τις κρυμμένες σελίδες της ζωής του σκουμπριού».

Φυσικά ένας τρόπος για να προσπαθήσουμε να επιλύσουμε αυτό το δίλημμα είναι να φαντασιωνόμαστε ότι ο Κομμουνιστικός Άνθρωπος του μέλλοντος θα είναι υπεράνθρωπος, ένας σούπερμαν στις ικανότητές του να ξεπερνάει τη φύση. Ο William Godwin (Άγγλος φιλόσοφος και συγγραφέας. Θεωρείται από τους πρώτους υποστηρικτές του αναρχισμού) σκέφτηκε ότι τη στιγμή που η ιδιωτική ιδιοκτησία θα καταργηθεί, ο άνθρωπος θα γίνει αθάνατος. Ο μαρξιστής θεωρητικός Καρλ Κάουτσκι υποστήριξε ότι στην μελλοντική κομμουνιστική κοινωνία, «ένα νέο είδος ανθρώπου θα προκύψει ... ένας υπεράνθρωπος ... ένας υπερυψωμένος άνθρωπος». Και ο Λέον Τρότσκι ‘προφήτευσε’ ότι κάτω από τον κομμουνισμό :
«ο άνθρωπος θα γίνει ασύγκριτα πιο ισχυρός, πιο σοφός, πιο ωραίος. Το σώμα του πιο αρμονικό, οι κινήσεις του πιο ρυθμικές, η φωνή του πιο μουσική .... Το ανθρώπινο μέσο όρο θα ανέλθει στο επίπεδο ενός Αριστοτέλη, ενός Γκαίτε, ενός Μαρξ. Πάνω από αυτά τα ύψη θα προκύψουν νέες κορυφές.
Αν και οι εξισωτιστές φαίνεται να έχουν την ηθική και τον ιδεαλισμό στο πλευρό τους, το συμπέρασμα είναι ότι, αν και ευφυή ως άτομα, αρνούνται την ίδια τη βάση της ανθρώπινης νοημοσύνης και της ανθρώπινης λογικής : την αναγνώριση της οντολογικής δομής της πραγματικότητας, των νόμων της ανθρώπινης φύσης και του σύμπαντος. Με τον τρόπο αυτό, οι εξισωτιστές ενεργούν ως κακομαθημένα παιδιά, αρνούμενα τη δομή της πραγματικότητας για χάρη της ταχείας υλοποίησης των δικών τους παράλογων φαντασιώσεων. Άκρως επικίνδυνοι οι εξισωτιστές, λόγω των ιδεών τους, καθώς η μεθοδολογία τους και οι στόχοι τους αμφισβητούν την ίδια την δομή της ανθρωπότητας και του σύμπαντος, ήταν και είναι βαθιά αντιανθρώπινοι, και στερούνται συνεπώς, κάθε ηθικής. Εκτός, αν κάποιος υποστηρίζει ότι η καταστροφή του πολιτισμού, ακόμη και της ίδιας της ανθρώπινης φυλής, μπορεί να στεφθεί με το δάφνινο στεφάνι μιας υψηλής και αξιέπαινης ηθικής.

* Το κείμενο βασίστηκε σε αποσπάσματα του «Egalitarianism As A Revolt Against Nature», του οικονομολόγου Murray Rothbard. Ο Murray Rothbard (Μάρεϊ Ρόθμπαρντ: 1926 - 1995) ήταν εβραϊκής καταγωγής Αμερικανός συγγραφέας και οικονομολόγος της Αυστριακής Σχολής Οικονομικής Σκέψης, ιδρυτής και κύριος θεωρητικός του Αναρχοκαπιταλισμού, μίας μορφής αναρχισμού της ελεύθερης αγοράς. Ο Ρόθμπαρντ έγραψε περισσότερα από είκοσι βιβλία και θεωρείται από τις σημαντικότερες μορφές του Αμερικάνικου λιμπερταριανού κινήματος. Ο Ρόθμπαρντ καταδίκαζε την κρατική εταιρεοκρατία (government corporatism), άσκησε κριτική στις επιχειρηματικές ελίτ οι οποίες χρησιμοποιούσαν την κρατική μονοπωλιακή δύναμη ώστε να επηρεάζουν νόμους και πολιτικές, υποστήριζε ότι η φορολογία είναι ουσιαστικά κλοπή μεγάλης κλίμακας και ένα "υποχρεωτικό μονοπώλιο δύναμης", πίστευε ακόμα ότι το σύστημα των κεντρικών τραπεζών και το τραπεζικό σύστημα κλασματικών αποθεμάτων υπό μονοπωλιακό παραστατικό χρήμα είναι μία μορφή κρατικά επιδοτούμενης, νομιμοποιημένης χρηματοοικονομικής απάτης, αντίθετης στις λιμπερταριανές αρχές και την ηθική. Ο Ρόθμπαρντ κατέκρινε τον στρατιωτικό, πολιτικό και οικονομικό παρεμβατισμό στις υποθέσεις άλλων εθνών, ήταν αντίθετος στη συμμετοχή των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και προειδοποίησε ότι η σύγκρουση στην Μέση Ανατολή θα σύρει τις ΗΠΑ σε έναν παγκόσμιο πόλεμο. Ήταν έντονα αντι-σιωνιστικής και επίσης ένθερμος υποστηρικτής του ιστορικού ρεβιζιονισμού. Ο Ρόθμπαρντ υιοθέτησε τον «ιστορικό ρεβιζιονισμό» ως αντίδοτο σε αυτό που θεωρούσε κυρίαρχη επιρροή που ασκούσαν διεφθαρμένοι «δικαστές διανοούμενοι» πάνω στις mainstream ιστορικές αφηγήσεις. Είχε μάλιστα επηρεαστεί από τον Αμερικάνο ρεβιζιονιστή ιστορικό και θεωρούμενο «αρνητή του Ολοκαυτώματος» Harry Elmer Barnes (1889 – 1968), αποδεχόμενος την άποψή του ότι «η δολοφονία των Γερμανών και των Ιαπώνων ήταν ο πρωταρχικός στόχος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου». Για αυτές του τις απόψεις έγινε αντικείμενο έντονης κριτικής από το χώρο της Δεξιάς και κατηγορήθηκε ότι συντασσόταν με εκείνους που «αρνούνταν ότι το Ολοκαύτωμα συνέβη πραγματικά ή θεωρούσαν ότι αυτό κατά κάποιο τρόπο παρουσιαζόταν υπερβολικά». Σύμφωνα με τον Michael O’ Malley, καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο George Mason, η στάση του Rothbard προς το κίνημα των μαύρων για τα πολιτικά δικαιώματα και τις σουφραζέτες (κίνηση για το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες) ήταν «περιφρονητική και εχθρική». Κατά τον O’ Malley, «ο Rothbard έβρισκε την ιδέα της ελευθερίας στους νέγρους ανησυχητική διότι δεν καταλαβαίνουν καλά». Κατά τους O’ Malley και Hardisty, ο Rothbard πίστευε ότι οι μαύροι είναι γενετικά κατώτεροι από τους λευκούς όσον αφορά τη νοημοσύνη και ότι οι διαφορές στις φυλές σε θέματα πνευματική ικανότητας και «ιδιοσυγκρασίας» είναι "αυτονόητες".
Πηγή: Κόκκινος Ουρανός – Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο τελευταίο τεύχος (τ. 40) του περιοδικού PATRIA

Ο Συνταγματικός νομοθέτης, αναγνωρίζοντας την προσφορά των πολυτέκνων οικογενειών στην κοινωνία και τη συμβολή τους στην άμβλυνση της υπογεννητικότητας, με την παρ.2 του άρθρου 21 του Συντάγματος , παρέχει ειδική προστασία στις οικογένειες αυτές, αφού η διάταξη αυτή αναφέρει ρητά: «Πολύτεκνες οικογένειες έχουν δικαίωμα της ειδικής φροντίδας του κράτους»
Εξοχότατο
Κύριο Αλέξη Τσίπρα
Πρωθυπουργό
Μέγαρο Μαξίμου, Ηρώδου Αττικού 19, Τ.Κ. 10674
ΘΕΜΑ: Παράνομη και αντισυνταγματική η μεταχείριση των πολυτέκνων και η εξομοίωση τους με τους αγάμους!!!
Κύριε Πρωθυπουργέ.
1. Ο Συνταγματικός νομοθέτης, αναγνωρίζοντας την προσφορά των πολυτέκνων οικογενειών στην κοινωνία και τη συμβολή τους στην άμβλυνση της υπογεννητικότητας, με την παρ.2 του άρθρου 21 του Συντάγματος , παρέχει ειδική προστασία στις οικογένειες αυτές, αφού η διάταξη αυτή αναφέρει ρητά:
«Πολύτεκνες οικογένειες έχουν δικαίωμα της ειδικής φροντίδας του κράτους»
Περαιτέρω το Σύνταγμα, με την παρ. 5 του άρθρου 21, υποχρεώνει την πολιτεία να σχεδιάζει και να εφαρμόζει δημογραφική πολιτική, αφού η διάταξη αυτή του Συντάγματος ορίζει:
«5. Ο σχεδιασμός και η εφαρμογή δημογραφικής πολιτικής καθώς και η λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων αποτελεί υποχρέωση του κράτους».
2. Η χώρα μας βρίσκεται στα πρόθυρα της δημογραφικής κατάρρευσης και εάν δεν ανακοπεί ο κατήφορος της υπογεννητικότητας, σε λίγα χρόνια θα είμαστε ξένοι στον τόπο μας. Αρκεί να επισημανθεί πως μόνο την τελευταία τριετία οι θάνατοι ανήλθαν στις 347.810(2013=111.794, 2014= 114.231, 2015=121.785), ενώ οι γεννήσεις συρρικνώθηκαν στις 280.570 (2013=94.134, 2014=93.452, 2015=92.984). Είχαμε δηλαδή την τελευταία τριετία υπεροχή των θανάτων κατά 67.060.
Πρόκειται στην ουσία για δημογραφική κατάρρευση.
3 α. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στις 5/11/2015 δήλωσε:
«Οι Πολιτειακοί Θεσμοί, καθένας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, οφείλουν να συνειδητοποιούν, διαρκώς κι εμπράκτως, ότι η προστασία της Πολύτεκνης Οικογένειας συνιστά συνταγματικώς κατοχυρωμένη υποχρέωσή τους. Συγκεκριμένα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 21 παρ. 2 του Συντάγματος, οι Πολύτεκνες Οικογένειες «έχουν δικαίωμα ειδικής φροντίδας από το Κράτος». Το χρέος αυτό καθίσταται σήμερα τόσο περισσότερο επιτακτικό, θεσμικώς και πολιτικώς, όσον αποτελεί αυτονόητη και αυταπόδεικτη πλέον αλήθεια το ότι ένας από τους βασικούς παράγοντες, λόγω της ευεργετικής επιρροής των οποίων δεν έχει επέλθει στην Χώρα μας ρήξη του κοινωνικού ιστού εξαιτίας της βαθειάς, μακράς κι επώδυνης οικονομικής κρίσης, είναι η Οικογένεια, κυρίως δε η Πολύτεκνη Οικογένεια».
β. Και εσείς ο ίδιος σε συνάντηση που είχε μαζί σας το Προεδρείο της ΑΣΠΕ στις 16/1/2015, δηλώσατε:
«Οι πολύτεκνες οικογένειες ήταν από τα μεγαλύτερα θύματα των αντικοινωνικών περικοπών που προωθήθηκαν τα χρόνια του μνημονίου.
Με τις περικοπές σε βάρος των πολυτέκνων οικογενειών, η Κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου παραβίασε το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμά τους για ειδική φροντίδα από το κράτος. Παραβίασε όμως και τη δική της συνταγματική υποχρέωση για σχεδιασμό και εφαρμογή δημογραφικής πολιτικής, οξύνοντας ακόμη περισσότερο το κρίσιμο για το μέλλον της χώρας δημογραφικό πρόβλημα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την πολιτική βούληση, στο πλαίσιο του προγράμματός του για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, να αποκαταστήσει σταδιακά τις αδικίες και τις απώλειες των εισοδημάτων και των δικαιωμάτων των πολυτέκνων οικογενειών, που συντελέστηκαν στα χρόνια του μνημονίου»
γ. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ομόφωνο πόρισμα της Βουλής των Ελλήνων (Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ ΔΗΛ. ΣΥΡΙΖΑ ΚΑΙ ΚΚΕ) τον Φεβρουάριο του 1993 (πριν από 23 χρόνια) επεσήμαινε τα εξής:
« ..Στη χώρα μας, στην οποία σήμερα η γεννητικότητα είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη, το δημογραφικό πρόβλημα παίρνει τεράστιες εθνικές διαστάσεις, που μπορεί να απειλήσουν την εθνική μας ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα.. εθνικούς κινδύνους.. θα αντιμετωπίσει πολύ έντονα στο αμέσως προσεχές μέλλον η χώρα μας, αν δεν αλλάξουν οι δημογραφικοί δείκτες..». Πέραν των όσων ανέφερε για την « αθρόα είσοδο λαθρομεταναστών - αλλοδαπών κυρίως μουσουλμάνων από Αφρικανοασιατικές χώρες .. ».
Αυτά πριν από 23 χρόνια (που οι γεννήσεις υπερείχαν κατά πολύ των θανάτων)!!!
4. Με τα παραπάνω δεδομένα και επειδή ο σεβασμός των Συνταγματικών επιταγών οφείλει να είναι διαρκής, έμπρακτος και απαρέγκλιτος επιβάλλεται, Κύριε Πρωθυπουργέ, να θεσπισθούν οι παρακάτω διατάξεις για τις πολύτεκνες οικογένειες της χώρας:
- Α -
ΣΤΗΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΝΑ ΘΕΣΠΙΣΘΟΥΝ ΕΙΔΙΚΩΣ
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΟΛΥΤΕΚΝΟΥΣ ΑΦΟΡΟΛΟΓΗΤΑ ΟΡΙΑ
Να ληφθεί μέριμνα ειδικώς για τους πολυτέκνους και να επανέλθουν τουλάχιστον τα αφορολόγητα όρια για τα τέκνα του Ν. 38422010 (άρθρο 1), βάσει του οποίου ο πολύτεκνος με 4 προστατευόμενα τέκνα είχε αφορολόγητο 25.500 ευρώ προσαυξανόμενο κατά 2.000 ευρώ για κάθε επί πλέον τέκνο. (Σημειώνεται ότι σε σύνολο 6.000.000 φορολογικών δηλώσεων οι έχοντες 4 προστατευόμενα τέκνα δεν υπερβαίνουν τις 25.000 και οι έχοντες 5 και άνω προστατευόμενα τέκνα δεν υπερβαίνουν τις 5.000).
Σήμερα με το Ν. 41722013 οι πολύτεκνοι, όσα προστατευόμενα τέκνα και εάν έχουν, φορολογούνται όπως ακριβώς και οι άγαμοι και για το ίδιο ποσό εισοδήματος πληρώνουν τον ίδιο ακριβώς φόρο με τους αγάμους!!!.
- Β -
ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΤΩΝ ΠΟΛΥΤΕΚΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΦΟΡΟ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑΣ
Όπως είναι ευνόητο μια πολύτεκνη οικογένεια που έχει τέσσερα και άνω ανήλικα τέκνα είναι αναγκασμένη εκ των πραγμάτων να πάρει εξαθέσιο (εάν έχει 4 τέκνα), επταθέσιο (εάν έχει 5 τέκνα), εννεαθέσιο (εάν έχει 7 τέκνα), δωδεκαθέσιο (εάν έχει 8-10 τέκνα) και άνω αυτοκίνητο, αφού δεν εξυπηρετείται με πενταθέσιο Ι.Χ. αυτοκίνητο. Τα αυτοκίνητα, όμως, αυτά (εξαθέσια, επταθέσια, δωδεκαθέσια κ.λπ.) έχουν κυλινδρισμό κινητήρα συνήθως δύο χιλιάδων (2.000) κυβικών εκατοστών και άνω. Η παραλαβή τέτοιων αυτοκινήτων γίνεται από τους πολυτέκνους εξ ανάγκης και όχι από λόγους πολυτελείας.
Με τις διατάξεις των νόμων 4111/2013 (άρθρο 44) και 4172/2013 (άρθρο 31) θεσπίζεται φόρος πολυτελούς διαβίωσης για τα παραπάνω αυτοκίνητα, χωρίς να υπάρχει εξαίρεση για τους πολυτέκνους, που εξ ανάγκης για την εξυπηρέτηση των πολλών μελών της οικογένειας τους παρέλαβαν τέτοια αυτοκίνητα και όχι από πολυτέλεια. Με τον τρόπο αυτό τιμωρούνται οι πολύτεκνες οικογένειες που προμηθεύθηκαν τέτοια αυτοκίνητα.
Σημειώνεται ότι τα έσοδα του Κράτους από αυτό το φόρο το έτος 2014 ήσαν μόλις 1.600.000 ευρώ και οι φορολογούμενοι πολύτεκνοι 3.000 στο σύνολό τους.
Στοιχειώδεις λόγοι δικαιοσύνης, αλλά και δημογραφικής πολιτικής, επιβάλουν την απαλλαγή των πολυτέκνων από τον παραπάνω φόρο πολυτελείας.
- Γ -
ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΤΩΝ ΠΟΛΥΤΕΚΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΝΦΙΑ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ.
Είναι αναγκαίο να θεσπισθεί απαλλαγή για την πρώτη κατοικία των πολυτέκνων από τον φόρο του Ν. 42232013 (ΕΝ.Φ.Ι.Α.), αφού για να τύχει απαλλαγής ο πολύτεκνος με 4 προστατευόμενα τέκνα πρέπει να έχει μέχρι 17.000 ευρώ εισόδημα (δηλ. κάτω από τα όρια της φτώχειας κατά 20%!!) και επί πλέον το σύνολο των κτισμάτων να μην υπερβαίνει τα 150 τ.μ.. Εάν ακόμη ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας, πρέπει το σύνολο των κτισμάτων να είναι κάτω των 150τ.μ., δηλ. εάν μένει σ΄ ένα διαμέρισμα ακόμη και των 80τ.μ. και έχει κάποιο σπίτι ή αποθήκη στο χωριό των 75 τ.μ. δεν έχει απαλλαγή ή ακόμη και εάν έχει τα παραπάνω η απαλλαγή χορηγείται μόνο: «αν διαπιστώνεται οικονομική αδυναμία πληρωμής της συνολικής οφειλής», ώστε εάν έχει κάποια κατάθεση π.χ. των 2.000 ή 3.000 ευρώ δεν πρόκειται να τύχει απαλλαγής.
- Δ -
ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΤΩΝ ΠΟΛΥΤΕΚΝΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΣΦΟΡΑ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΠΙΤΗΔΕΥΜΑΤΟΣ
(ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ)
Με την εισφορά αλληλεγγύης, που επεβλήθη με το άρθρο 29 του Ν. 39862011 ο πολύτεκνος, όσα τέκνα προστατευόμενα και εάν έχει, επιβαρύνεται και σε κάθε περίπτωση πληρώνει την ίδια εισφορά για το ίδιο ποσό, με τον άγαμο!!!
Επιβάλλεται να καθιερωθεί απαλλαγή για τους πολυτέκνους και σε κάθε περίπτωση απαλλαγή τους τουλάχιστον κατά 80%.
Το ίδιο πρέπει να ισχύσει και για τους πολύτεκνους ελεύθερους επαγγελματίες από το τέλος επιτηδεύματος (650 ευρώ), που επεβλήθη με το άρθρο 31 του Ν. 39862011 και σε κάθε περίπτωση να καθιερώσετε απαλλαγή γι΄ αυτούς τουλάχιστον 80%, όταν σήμερα καταβάλει το ίδιο τέλος επιτηδεύματος ο πολύτεκνος, με όσα προστατευόμενα τέκνα και εάν έχει, με τον άγαμο.
-Ε-
ΝΑ ΜΗΝ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΤΑ CAPITAL CONTROLS
ΣΤΙΣ ΠΟΛΥΤΕΚΝΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ
Όσο χρονικό διάστημα ισχύουν ακόμη τα Capital controls στις Τράπεζες, αυτά να μην ισχύουν για τις πολύτεκνες οικογένειες ή να αυξηθεί σημαντικά το όριο των εβδομαδιαίων αναλήψεων, λαμβάνοντας υπόψη των αριθμό μελών της πολύτεκνης οικογένειας και να μην είναι το όριο το ίδιο που ισχύει στον άγαμο δηλ 420€ την εβδομάδα, καθώς δεν έχουν τα ίδια έξοδα.
Με την ελπίδα ότι θα υπάρξει αλλαγή πολιτικής και ότι θα υιοθετήσετε τα παραπάνω προτεινόμενα μέτρα, που είναι απολύτως σύμφωνα με την Συνταγματική επιταγή του άρθρου 21 παρ. 2,
διατελούμε με εκτίμηση
Για την ΑΣΠΕ
Ο Πρόεδρος Ο Γεν. Γραμματέας
Βασίλειος Θεοτοκάτος Εμμανουήλ Χρυσόγελος

Σχόλιο Τ.I.: Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αργά ή γρήγορα το κράτος των Σκοπίων θα καταρρεύσει, όχι γιατί το προέβλεψε ο Άγιος Παΐσιος, αλλά γιατί όταν τα ψέμματα τελειώσουν κανείς δεν μπορεί να αποφύγει την αδυσσώπητη πραγματικότητα.
Κανείς δεν αναμένει και ούτε έχει απαίτηση από τον κ. Μπαλαούρα να γνωρίζει τη φράση του μακαρίτη πλέον Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, ο οποίος σε μία παλαιά του συνέντευξη δήλωσε ότι χώρες με ίδιο όνομα, όπως η Βόρειος και Νότιος Κορέα τείνουν κάποτε να ενωθούν.
Αν καταλάβαινε ο κ. Μπαλαούρας τι σημαίνει για την Μακεδονία μας αυτή η φράση, ειπωθείσα από ένα υψηλόβαθμο στέλεχος της αμερικανικής κυβέρνησης το οποίο είχε κεντρικό ρόλο στις Βαλκανικές εξελίξεις την δεκαετία ’90 και αργότερα διατέλεσε και ειδικός απεσταλμένος σε Αφγανιστάν και Πακιστάν, δεν θα ξεστόμιζε την ανοησία περί «Μακεδονίας».
Είναι απλώς άλλος ένας που έδωσε ακόμη μία εντύπωση στην άλλη πλευρά των συνόρων ότι η επιθετική πολιτική στο ζήτημα του ονόματος έχει απτά αποτελέσματα υπέρ των Σκοπίων στην εξέλιξη της διπλωματικής σύγκρουσης.
Το 2001 εξεγέρθηκαν οι Αλβανόφωνοι του Τέτοβο στα βόρεια των Σκοπίων. Η τότε ελληνική κυβέρνηση κινήθηκε με έμπρακτη υποστήριξη στις Σκοπιανές στρατιωτικές δυνάμεις, ανάμεσα σε άλλα με δωρεά δέκα τεθωρακισμένων οχημάτων μεταφοράς προσωπικού Λεωνίδας 2, κατασκευής ΕΛΒΟ.
Ούτε αυτή η έμπρακτη υποστήριξη ενίσχυσης του Σκοπιανού κρατιδίου κατά του αλβανικού επεκτατισμού ήταν αρκετή να αλλάξει τον κατεστημένο Σκοπιανό ανθελληνισμό. Δυστυχώς, η κυβέρνηση Σύριζα ανέδειξε και πάλι το ζήτημα του ονόματος με ιδιαίτερα επιζήμιο τρόπο για τα ελληνικά συμφέροντα, αφού δεν υπήρξε ουδεμία ανάλυση των αποτελεσμάτων της επιλογής της Ειδομένης με αποτέλεσμα την μέγιστη ήττα όλων, την αναγραφή σε όλα τα διεθνή ΜΜΕ του χάρτου με την ένδειξη «Greek-Macedonian border».
Οι μόνοι σύμμαχοι των Σκοπίων στην περιοχή κατά του αλβανικού παράγοντα είναι η Ελλάς και η Σερβία. Αντ’ αυτού, τα Σκόπια συντάχθηκαν με την τουρκική πλευρά, ως άλλη μία έκφραση αντίθεσης τους στον ελληνικό παράγοντα.Το αλβανικό ζήτημα στα Βαλκάνια δεν έχει τελειώσει, ούτε στο Τέτοβο, ούτε στην σερβική περιοχή του Πρέσεβο όπου υπάρχουν συνεχείς εντάσεις, ούτε βέβαια στην αποκαλούμενη «Τσαμουριά» με την τωρινή προσφυγή των «Τσάμηδων» στο Διεθνές Δικαστήριο κατά της Ελλάδος.
Πριν δύο εβδομάδες συνέβη ένα περιστατικό που πέρασε… στα ψιλά των ελληνικών ΜΜΕ, με μεσολάβηση του Τζον Κέρι βρήκαν καταφύγιο στην Αλβανία 3.000 Ισλαμιστές της οργάνωσης Mojahedin Khalq (MEK) η οποία βγήκε από τον κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων του State Department μόλις το 2012. Το ερώτημα είναι τι «αντάλλαγμα» θα προσφέρουν αυτοί οι παραστρατιωτικοί στην Αλβανία για την φιλοξενία και κυρίως το που θα εγκατασταθούν.
Να επανέλθω στη δήλωση Χόλμπρουκ περί ενοποίησης των ομώνυμων χωρών. Αν ξεσπάσει -και είναι θέμα χρόνου να ξεσπάσει- νέα σύγκρουση μεταξύ αλβανικού και σλαβικού στοιχείου υπάρχει περίπτωση προσφυγικού ρεύματος του σλαβικού στοιχείου προς Νότον.
Αν δεκάδες χιλιάδες Σκοπιανοί εισέλθουν στην ελληνική επικράτεια (και στην Βουλγαρική, άλλο θέμα) ως πρόσφυγες και εγκατασταθούν στη Μακεδονία έστω και προσωρινά, το παιχνίδι έχει χαθεί από την αρχή. Η τότε Ελληνική κυβέρνηση για να αποφύγει ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα πρέπει να είναι έτοιμη να προσφύγει στον ΟΗΕ με το ξέσπασμα της σύγκρουσης και να ζητήσει δημιουργία ζώνης υποδοχής των Σκοπιανών προσφύγων σε βάθος πολλών χιλιομέτρων εντός Σκοπίων σε απόσταση ασφαλείας από τα Ελληνικά σύνορα και με παρουσία κυανοκράνων…
Το ερώτημα είναι τι πρέπει να πράξουν οι επόμενες ελληνικές κυβερνήσεις στο Σκοπιανό. Μετά από τις πλείστες εχθρικές κατά το διεθνές δίκαιο ενέργειες των Σκοπίων στη μεθόριο, πρέπει η επόμενη ελληνική κυβέρνηση να αποχωρήσει από κάθε διαμεσολαβητική προσπάθεια εξεύρεσης λύσεως για το όνομα και να εγκαινιάσει μία νέα ενημερωτική διεθνή καμπάνια εκθέτοντας τα πεπραγμένα της Σκοπιανής πλευράς. Από εκεί και ύστερα αρκεί η αναμονή.

Δυστυχώς στα Σκόπια, η νεότερη πολιτική ηγεσία δεν έχει την εμπειρία του προέδρου Κίρο Γκλιγκόροφ, ο οποίος αντελήφθη ότι η καλή σχέση με την Ελλάδα είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση των Σκοπίων και έκανε την γνωστή δήλωση περί Σλάβωντην οποία πλήρωσε με μία βομβιστική επίθεση εναντίον του και μόνιμη τύφλωση στον έναν οφθαλμό. Σημειωτέον, ότι και σήμερα οι δράστες παραμένουν άγνωστοι.
Καταλήγοντας, ουδείς συμβιβασμός για το όνομα Μακεδονία, ούτε Άνω Μακεδονία, ούτε Σλαβομακεδονία. Η εποχή των συμβιβασμών πέρασε και τα Σκόπια έχασαν τις ευκαιρίες τους. Την επόμενη της επερχόμενης σύγκρουσης Αλβανών και Σλάβων, θα γίνει αντιληπτό στους Σκοπιανούς πολίτες το πόσο επιζήμια για αυτούς και το κρατίδιό τους ήταν η στοχοποίηση του ελληνικού παράγοντα διαχρονικώς. Θα είναι όμως αργά.

Όχι υπουργέ μου..... Δεν το πας καλά και το ξέρουμε. Κοίτα να το μάθεις και εσύ. Διάβασα το μήνυμά σου για την Εθνική μας Επέτειο και έφριξα. Διευκρίνισέ μου, τι θέλετε εκεί στο Υπουργείο να γιορτάζουμε στις 25 Μαρτίου; Τους εκπαιδευτικούς που διορίζονται σε δυσπρόσιτες περιοχές; Τον ρόλο των δασκάλων στην σύγχρονη κοινωνία; Τα προβλήματα των καθηγητών στα γυμνάσια και λύκεια της χώρας; Τις κατά καιρούς εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις; Το νέο σχολείο ή το έξυπνο ή το πολυπολιτισμικό; Όλα αυτά μαζί; Κάποιον άλλον αχταρμά; Τι ακριβώς σηματοδοτεί για σένα υπουργέ μου το νόημα της 25ης Μαρτίου και πώς νοηματοδοτείς την .... «εθνική μας συλλογικότητα»;
Διάβαζα το μήνυμά σου και περισσότερο μού θύμιζε συνδικαλιστικό μανιφέστο που προσυπογράφουν όλα τα σωματεία και οι επαγγελματικές ενώσεις δασκάλων και καθηγητών, παρά κείμενο που να ενσκήπτει τιμητικά στην ιστορική βαρύτητα της ημέρας και να κλίνει γόνυ ευγνωμοσύνης στους ήρωες της εθνικής μας Παλιγγενεσίας.
Όχι δεν λυπήθηκα, ούτε σε λυπήθηκα... περισσότερο νευρίασα και αγανάκτησα, θύμωσα και απέρριψα τις θέσεις σου ως σήμα κατατεθέν της ημέρας.
Δεν μπορεί Υπουργός Παιδείας , έχων μνήμη ιστορική και αίσθηση του καθήκοντός του, σε τέτοιους καιρούς, να απευθύνει ως μήνυμα για την 25 Μαρτίου αυτά τα φληναφήματα. Από το ένα ατόπημα στο άλλο πέφτουν εκεί στο υπουργικό σου γραφείο όσοι παρατρεχάμενοι σε συμβουλεύουν. Το σκεφτήκατε πολύ ρε παιδιά, το κείμενο που εστάλη στη μαθητιώσα νεολαία της χώρας μας; Και συ κοτζάμ υπουργός με .... «βαρύ βιογραφικό» δεν μελέτησες λιγουλάκι ιστορία να μην εκτίθεσαι;
Θέλει θάρρος σήμερα, υπουργέ μου, να δηλώνεις ότι είσαι Έλληνας. Θέλει κότσια να μιλάς για ήρωες και συ τους ξέχασες... για να μην πω ότι δεν τους έμαθες ποτέ.
Σου λέει τίποτα το όνομα Διάκος ή Μπότσαρης, Ανδρούτσος και Παπαφλέσσας; Ξέρεις τι έγινε στα Δερβενάκια και κατά πού πέφτουν; Έχεις ακούσει για το Μεσολόγγι και τις Σουλιώτισσες; Διάβασες άραγε τον Μακρυγιάννη; Και επειδή δηλώνεις και δημοκράτης, αριστερός και προοδευτικός και επειδή κόπτεσαι για δικαιώματα και ατομικές ελευθερίες (και καλά κάνεις) ρίξε και μια ματιά στα πολιτειακά κείμενα του αγώνα του 1821. Δες εκεί το ύφος και το ήθος των αγωνιστών, πρόσεξε τις αναφορές τους «...για του Χριστού την πίστη την αγία και της Πατρίδος την ελευθερία»
Η «εθνική συλλογικότητα», υπουργέ μου, απαιτεί ιστορική μνήμη και εθνική συνείδηση, αναφορά στο παρελθόν και σεβασμό στην παράδοση του τόπου μας. Με αυτές τις εθνικές αξίες και με παράδειγμα τους Έλληνες που έδωσαν το αίμα τους, για να μπορείς εσύ τώρα να είσαι υπουργός και εγώ δασκάλα, θα πορευτούμε στα δύσκολα που έρχονται και θα συνεργαστούμε, υπουργέ μου, για το καλό της πατρίδας και για τα νιάτα αυτής. Γράφεις στο μήνυμά σου;
«.... αν μια κοινωνία χάσει την εμπιστοσύνη στο μέλλον της, χάνει επίσης την εκτίμησή της στο παρελθόν της».
Όμως, υπουργέ μου, για να εκτιμήσει δεόντως το παρελθόν της μια κοινωνία και δη η ελληνική, πρέπει επακριβώς να το γνωρίζει και όχι να το πετάει στο χρονοντούλαπο της επιβαλλόμενης και οργανωμένης λήθης. Και για να μην χάσει αυτή η κοινωνία την εμπιστοσύνη στο μέλλον της χρειάζεται να ορθοποδεί στο παρόν της... και αυτό, επιτυγχάνεται μέσα από την ιστορική αυτοσυνειδησία της.
Σε αποχαιρετώ με τα λόγια του Μακρυγιάννη : «Να τους θυμάσαι, Πατρίς, και να τους μακαρίζεις. Γιατί αυτοί σε ΄λεφτέρωσαν»
Σοφία Τσέκου
Εκπαιδευτικός

Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σπάρτης κ. Εὐστάθιος μιλώντας γιὰ τὴν ἐπέτειο τῆς 25ης Μαρτίου,σημειώνει πόσο σημαντικὸ εἶναι νὰ μὴν ξεχνᾶμε συνδέοντας τὴν ἀμνησία σὲ θρησκευτικὰ καὶ ἐθνικὰ θέματα μὲ τὴν πτώση καὶ τὴν ἀπώλεια.
Τονίζει μάλιστα ἰδιαιτέρως ὅτι οἱ Ἥρωες τοῦ 1821 εἶχαν διττὴ προσωπικότητα, ἐθνικὴ καὶ θρησκευτικὴ καὶ ὡς τέτοιους πρέπει νὰ τοὺς θυμόμαστε καὶ νὰ τοὺς τιμοῦμε.
Ὁ κ. Εὐστάθιος μιλᾶ καὶ γιὰ τὴν οἰκονομικὴ κρίση ἐκτιμώντας πὼς δὲν θὰ ἀργήσει κάτι ποὺ ὁ ἴδιος φοβᾶται ἀπὸ χρόνια: μία κοινωνικὴ ἀναστάτωση μὲ ρίζα στὴν δολερὴ διχόνοια ποὺ γεννᾶ ἡ τεράστια ἀνεργία κυρίως τῶν νέων ἀνθρώπων. Θεωρώντας περίπου βέβαιη αὐτὴν τὴν...
ἐξέλιξη καθηλώνει ὅταν εὔχεται «τουλάχιστον ἂς εἶναι ἀναίμακτη».
Τέλος, ὁ Μητροπολίτης Μονεμβασίας καὶ Σπάρτης ἀναφέρεται καὶ στὸ προσφυγικὸ παρουσιάζοντας τὴ δική του ἐκτίμηση γιὰ τὸ θέμα. Δεν πρόκειται, λέει, τόσο γιὰ θύματα πολέμου ποὺ φτάνουν ἐδῶ διωκόμενοι καὶ φοβούμενοι μὴν πεθάνουν στὴν πατρίδα τους ἀλλὰ γιὰ ὄργανα ἑνὸς σχεδίου ἀλλοίωσης τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πληθυσμοῦ ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὸν Ἑλληνικό.
«Οἱ Εὐρωπαῖοι δὲν μᾶς ἀγαποῦν», συνεχίζει. Ἡ Ἑλλάδα εἶναι ἀπὸ τὸ Θεὸ φτιαγμένη νὰ δίνει τὰ φῶτα γι’ αὐτὸ θέλουν νὰ τὴ σβήσουν, καταλήγει.

Σεβασμιώτατε Ποιμενάρχα τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας Μητροπολίτα Πειραιῶς καί Φαλήρου κ. Σεραφείμ, Αἰδεσιμολογιώτατε καί πολυσέβαστε Πρόεδρε τῆς πρώτης Συνεδρίας πατέρα Γεώργιε, Εὐλαβέστατοι Πατέρες καί συλλειτουργοί, Ὁσιώτατοι Μοναχοί καί Μοναχές, Εὐσεβεῖς χριστιανοί καί ἀγαπητοί ἀκροατές τοῦ Ραδιοφωνικοῦ Σταθμοῦ τῆς Πειραϊκῆς Ἐκκλησίας,
Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, αἴθουσα «Μελίνα Μερκούρη» τοῦ Σταδίου Εἰρήνης καί Φιλίας
Θέμα: Ἐρωτήματα περί τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο.
Σεβασμιώτατοι προσκεκλημένοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς καί συνεπίσκοποι,
Σεβασμιώτατε Ποιμενάρχα τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας Μητροπολίτα Πειραιῶς καί Φαλήρου κ. Σεραφείμ, Αἰδεσιμολογιώτατε καί πολυσέβαστε Πρόεδρε τῆς πρώτης Συνεδρίας πατέρα Γεώργιε, Εὐλαβέστατοι Πατέρες καί συλλειτουργοί, Ὁσιώτατοι Μοναχοί καί Μοναχές, Εὐσεβεῖς χριστιανοί καί ἀγαπητοί ἀκροατές τοῦ Ραδιοφωνικοῦ Σταθμοῦ τῆς Πειραϊκῆς Ἐκκλησίας,
Ἡ σύγκληση μιᾶς Συνόδου Ἐπισκόπων, ἀνέκαθεν λειτουργεῖ στόν Ἱερό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ὡς σταθμός τῆς πνευματικῆς πορείας τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος, ὡς σημεῖο αὐτοελέγχου καί αὐτοσυνειδησίας, ὡς εὐκαιρία ἐπανασχεδιασμοῦ τῆς σωτηρίας τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου. Ἡ ἀσφαλής ἐπιβίβαση τῶν χριστιανῶν, στό νοερό καράβι τῆς Ἐκκλησίας, πού διαπλέει τό πέλαγος τοῦ παρόντος πεπερασμένου χρόνου, ἀποτελεῖ τό ἐχέγγυο τῆς διαπόρθμευσης μέ ἀσφάλεια ἐκ τοῦ κόσμου τούτου στήν αἰώνια πραγματικότητα.
Ἡ προγραμματισμένη λοιπόν γιά τόν προσεχῆ Ἰούνιον Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, καλεῖται νά καταγραφεῖ στήν ἱστορία, ὡς ἕνας σταθμός ψυχικῆς ὠφέλειας τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί ὡς μία κίνηση ἐπαναβεβαίωσης τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, μέ τήν εὐθύνη πού μᾶς ἀναλογεῖ ἀπέναντι στους χριστιανούς τῆς Μητροπολιτικῆς μας περιφερείας, ἀλλά καί πρός ὁλόκληρον τόν λαό τοῦ Θεοῦ, εὑρισκόμεθα σήμερα μαζί σας, προκειμένου νά θέσουμε δημοσίως ὁρισμένους προβληματισμούς μας, ὡς πρός τήν σύγκληση αὐτῆς τῆς Συνόδου.
Για τήν χορήγηση αὐτοῦ τοῦ βήματος, πολλές εὐχαριστίες ὀφείλονται καί πάλι στούς διοργανωτές τῆς παρούσης ἡμερίδος, στούς ἐκλεκτούς εἰσηγητάς, καί πρωτίστως εἰς τόν ἀγωνιστήν Ἅγιον Πειραιῶς, πού συνέλαβε τήν ἰδέα γιά τήν πραγματοποίησή της.
1. Πρίν ἀπό 45 χρόνια, τό ἔτος 1971, ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς, αὐτός ὁ μεγάλος σύγχρονος ἅγιος τῶν Βαλκανίων, ἔγραφε πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας: «Εἰς τήν Ἐκκλησίαν, γιά τήν ὁποίαν ὁ Θεάνθρωπος εἶναι τό πᾶν καί τά πάντα, οὐδέν ἐπιτρέπεται νά ρυθμίζεται κατά ἀνθρωπον, κατά τήν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατά τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου καί οὐ κατά Χριστόν. Ἐάν καί τά σύγχρονα προβλήματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δέν λύωνται μέ τόν Θεάνθρωπον καί κατά τόν θεανθρώπινον, ἀποστολικόν καί ἁγιοπατερικόν τρόπον, εἶναι ἀδύνατον νά λυθοῦν ὀρθοδόξως καί θεαρέστως». Καί τόνιζε τότε ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος: «Προσωπικῶς δέν βλέπω, ὅτι κατά τάς σημερινάς περιστάσεις ὑπάρχει πράγματι ἀναπόφευκτος ἀνάγκη διά τήν σύγκλησιν τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐάν ὅμως ὑπάρχη, ἡ παροῦσα στιγμή εἶναι ἡ πλέον ἀκατάλληλος εἰς τήν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας μας».
Και τίθεται τό ἐρώτημα: Ἔχει ἀλλάξει κάτι τά τελευταῖα χρόνια, ὥστε σήμερα νά εἶναι ἀναγκαία καί σκόπιμη, ἡ σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ;
Ἀλλά γιά τό μή ἀναγκαῖον τῆς συγκλήσεως μιᾶς τέτοιας Συνόδου, ὁμιλεῖ καί ὁ ὅσιος Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος, ὁ ἀσκητής καί πρόμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ 20οῦ αἰώνα, εἰς τόν ὁποῖον εἶχα τήν ἰδιαίτερη εὐλογία, νά ἐξομολογηθῶ πεντάκις καί ὡς μαθητής τοῦ ἱστορικοῦ Γυμνασίου τῆς Ἑρμουπόλεως Σύρου καί ὡς κληρικός Ἱεροκήρυξ τοῦ Πανελληνίου Ἱδρύματος Εὐαγγελιστρίας Τήνου. Λέγει ὁ Ὅσιος Γέροντας: «Νομίζομεν, ὅτι εἶναι ὅλως περιττή ἡ σύγκλησις Οἰκουμενικῆς Συνόδου περί ζητημάτων, εἰς τά ὁποῖα ἔχουν ἀποφανθεῖ διά τῶν Ἱερῶν Κανόνων οἱ Θεῖοι Ἀπόστολοι καί θεόσοφοι Πατέρες καί Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας».
Πράγματι, στή θεματολογία τῶν πολυετῶν Διασκέψεων τῶν Προσυνοδικῶν ἐπιτροπῶν, συναντοῦμε θέματα, τά ὁποῖα ἔχουν ἤδη λυθεῖ ἀπό τήν Παράδοσή μας, γιά τά ὁποῖα ὅμως, ὡς μή ὤφειλε, ἔχουν ἀναλωθεῖ πολλές ὧρες συζητήσεων καί διορθόδοξης συνεργασίας. Τά δύο θέματα «Τό Μυστήριον τοῦ Γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ» καί «Ἡ σπουδαιότης τῆς Νηστείας και ἡ τήρησις αὐτῆς σήμερον», τά ὁποῖα μάλιστα ποσοτικῶς ἀντιστοιχοῦν στό ἕν τρίτον τῆς θεματολογίας τῆς Συνόδου, δέν εἶναι θέματα λυμένα ἀπό αἰῶνες ;
Ὁ πρῶτος λοιπόν προβληματισμός μας εἶναι: Κατά πόσονεἶναι σήμερα σκόπιμη καί ἀναγκαία, ἡ σύγκληση μιᾶς τέτοιας Συνόδου;
2. Ὁ δεύτερος προβληματισμός μας, γεμᾶτος ἐρωτηματικά, εἶναι ὁ ἑξῆς: Στή μέλλουσα νά συνέλθει Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, θά ὑπάρξει ὁριοθέτηση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ἔναντι τῶν ποικίλων αἱρέσεων καί πλανῶν; Στά κείμενα διαφαίνεται κάτι τέτοιο; Γιατί στίς Προσυνοδικές Ἐπιτροπές, δέν προχώρησε ἡ τυπική ἀναγνώριση τῶν δύο σημαντικῶν, ἀντιπαπικῶν Συνόδων, δηλαδή τῆς Η´ Οἰκουμενικῆς καί τῆς Θ´ Οἰκουμενικῆς, οἱ ὁποῖες δικαίωσαν τόν Μέγα Φώτιο καί τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἀντίστοιχα;Ἡ παραπομπή σέ «συνοδικές» καλένδες τοῦ μέλλοντος, δέν κλονίζει τήν θεολογική ἀξιοπιστία, τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου;
Οἱ ἀδελφοί συνεπίσκοποι, ἅγιοι Ναυπάκτου καί Γόρτυνος, Ἱεράρχες γνῶστες καί ἀγωνιστές, εἶχαν ὁρισθεῖ ὡς ὁμιλητές νά ἀναπτύξουν τίς ἀπόψεις τους στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, καί τελικά δέν ὡμίλησαν. Ἐκοπίασαν καί τό ἀποτέλεσμα μηδέν. Προσωπικῶς, ὑπεστήριξα νά διαβασθοῦν οἱ εἰσηγήσεις, ὅπως καί ἄλλοι ἀδελφοί, ἀλλά δυστυχῶς ἡ πλειοψηφία ἀρνήθηκε. Γιατί; Δέν γνωρίζω. Ὁ νοῶν νοείτω.
Ἡ καίρια λοιπόν ἐρώτηση, εἶναι τό πῶς θά προσεγγιστεῖ τό θέμα «Οἱ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν ὑπόλοιπο χριστιανικό κόσμο», στό ὁποῖο κατέληξαν οἱ Προσυνοδικές Διασκέψεις. Θά γίνει ὀρθή ὁριοθέτηση ἤ θά ἐπιβεβαιωθοῦν οἱ φόβοι ἔγκριτων θεολόγων;
Ὁ Πανεπιστημιακός καθηγητής, καί ὑπερασπιστής τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ὁ ἐκλεκτός καί πολυσέβαστος συλλειτουργός μας π. Γεώργιος Μεταλληνός, ὁ ὁποῖος καί Προεδρεύει αὐτήν τήν ὥρα στήν πρώτη μας Συνεδρία, ἔχει γράψει παλαιότερα: «Ἑτοιμάζεται αὐτή ἡ Σύνοδος, γιά νά μᾶς ὁδηγήσει, ὅπως διαβάζουμε καί ὅπως βλέπουμε, στήν ἀποδοχή τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ὡς αὐθεντικῶν χριστιανισμῶν. Αὐτό εἶναι τό τραγικό. Εὔχομαι νά μήν γίνει ποτέ. Ἀλλά ἐκεῖ ὁδηγοῦνται τά πράγματα. Ἐάν λοιπόν συνέλθει ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος, πού θά ἔχει τόν χαρακτῆρα γιά μᾶς, Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐάν συνέλθει καί δέν δεχθεῖ μεταξύ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τήν Η΄ καί τήν Θ΄, θά εἶναι ψευδοσύνοδος».
Συμφωνοῦμε λοιπόν καί ἐμεῖς, ὅτι ἡ ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης, θά κριθεῖ καί σ᾿ αὐτό τό σημεῖο: Θά ἀναγνωρίσει αὐτές τίς δύο Συνόδους ἤ θά τίς παρακάμψει;
3. Ὁ τρίτος προβληματισμός μας εἶναι: Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, θά καταδικάσει τίς ἀνιστόρητες, πρωτοφανεῖς καί καινοφανεῖς οἰκουμενιστικές θεωρίες, πού κατά καιρούς ἔχουν ἐπισημανθεῖ σέ διάφορα κείμενα;
Οἱ κακόδοξες θέσεις καί διδασκαλίες, περί τῆς Μιᾶς καί συγχρόνως Διηρημένης Ἐκκλησίας, περί τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ δογματικοῦ συγκρητισμοῦ, περί τῆς Διευρημένης Ἐκκλησίας, περί τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν, περί τῶν κλάδων, περί τῶν δύο πνευμόνων, θά καταδικασθοῦν ἤ θά υἱοθετηθοῦν;
Μήπως ἡ πρόσκληση νά παραστοῦν στήν ἐναρκτήριο καί στήν καταληκτήριο Συνεδρία τῆς Συνόδου ὡς παρατηρητές, (διαβάζω ἐντός εἰσαγωγικῶν τήν διατύπωση τοῦ κειμένου τῆς Συνάξεως των Προκαθημένων στό Σαμπεζύ τόν Ἰανουάριο), «ἐκπρόσωποι χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν ἤ Ὁμολογιῶν», προδιαθέτει γιά τήν χειρότερη τῶν περιπτώσεων ἀπό πλευρᾶς Ὀρθοδοξίας;
Δηλαδή καλοῦνται ὡς «Παρατηρητές», Παπικοί, προτεστάντες, ἀντιχαλκηδόνιοι καί μονοφυςῖτες, ὅλοι τους καταδικασμένοι αἱρετικοί ἀπό τήν ἐκκλησιαστική συνείδηση, ἀπό Πατέρες καί Οἰκουμενικές Συνόδους.
Ἀλλά, στή δισχιλιόχρονη ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας, στίς Τοπικές ἤ σέ Οἰκουμενικές Συνόδους, οὐδέποτε ὑπῆρχαν «παρατηρητές». Μόνο στίς δύο παπικές συνόδους τοῦ Βατικανοῦ ἐμφανίστηκε τό καθεστώς τῶν «παρατηρητῶν»! Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, ὡς ὕψιστη φανέρωση καί ἔκφραση τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, μπορεῖ νά ἔχει ὡς πρότυπο τίς Παπικές πρακτικές, μεθόδους καί μεθοδεύσεις;
Ἐνθυμοῦμαι τόν μακαριστό Προκαθήμενο τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Σεραφείμ, σέ μιά παρέμβασή του, κατά τήν Συνοδική ἑορτή τοῦ Ἁγίου Φωτίου στήν Ἱερά Μονή Πεντέλης, ὅπου ἔθεσε τό ρητορικό ἐρώτημα: «Εἶναι ἡ παπική ἐκκλησία, Ἐκκλησία; Πῶς εἶναι Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἀπεσχίσθη τό 1054 καί ἔχουν καί τούς Οὑνῖτες ; ». Ἐμεῖς ὅμως, δυστυχῶς, συνεχίζουμε νά ἀποδίδουμε στό Παπικό μόρφωμα τόν χαρακτηρισμό «Ἐκκλησία» καί νά ἀνεχόμαστε τούς Οὑνῖτες.
Σᾶς μεταφέρω μία σκηνή, πού ἔλαβε χώρα πρό ἐτῶν στήν Ἱσπανία, σέ μία συνάντηση Ὀρθοδόξων καί Καθολικῶν, τήν ὁποία μοῦ ἐκμυστηρεύθηκε, μέλος τῆς ἀποστολῆς. Ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς Ὀρθοδόξου ἀντιπροσωπείας Μητροπολίτης, διαμαρτυρήθηκε ἔντονα, ὅταν ἀντελήφθη, πώς στήν ἀντιπροσωπεία τῶν Παπικῶν, συμμετεῖχε ὡς μέλος ὁ Οὑνίτης ἐπίσκοπος τῶν Ἀθηνῶν. Σέ τηλεφωνική ἐπικοινωνία μέ τόν Προκαθήμενό του, ἐρωτώντας πῶς νά συμπεριφερθεῖ, ἔλαβε τήν ὁδηγία: «Νά μή δώσεις συνέχεια στήν ἀντίδρασή σου, καί νά μήν ἐπαναληφθεῖ τέτοια παρατήρηση».
Εὔχομαι καί προσεύχομαι νά μήν παρατηρηθεῖ παρόμοια κίνηση, στήν ἐπερχόμενη Μεγάλη Σύνοδο.
4. Ἔντονα μᾶς προβληματίζει ἡ ἀπόφαση, ὅτι κάθε Τοπική Ἐκκλησία θά ἐκπροσωπεῖται μέ 24 Ἐπισκόπους το πολύ, σύν τόν Προκαθήμενό Της καί ὅτι ἡ κάθε Ἐκκλησία θά διαθέτει μόνο μία ψῆφο. Σύμφωνα μέ τήν Ἱερή μας Παράδοση καί τά διαχρονικά πρότυπα τῶν Ὀρθοδόξων Συνόδων, ἡ συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων, θεωρεῖται ἀπολύτως ἀναγκαία γιά τήν σύγκληση μιᾶς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, καί ὄχι μόνον ἡ ἐπιλογή 24 ἐπισκόπων τό πολύ, σύν τόν Προκαθήμενο. Ἀς θυμηθοῦμε ἐπίσης, ὅτι στίς Ὀρθόδοξες Συνόδους, ἐκτός τῶν Ἐπισκόπων συμμετεῖχαν καί κληρικοί καί τῶν ἄλλων βαθμίδων, ὅπως Καθηγούμενοι, Ἀρχιμανδρῖτες, Ἱερεῖς, Μοναχοί, καθώς ἐπίσης καί ὁ πιστός λαός.
Θεωροῦμε ἐπίσης ἐντελῶς ξένη στήν Ὀρθόδοξη Πρακτική, τήν Προσυνοδική συννενόηση, ὅτι κάθε Τοπική Ἐκκλησία διαθέτει μία ψῆφο. Ἀνέκαθεν, μία ψῆφο διαθέτει κάθε ἐπίσκοπος καί ὄχι κάθε Τοπική Ἐκκλησία. Παρά ταῦτα, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν προσωπικές μας θέσεις, ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀπεφάσισε τήν σύνθεση καί τήν ἀποστολή τῆς Συνοδικῆς ἀντιπροσωπείας τῶν 24 Ἐπισκόπων, πού θά συνοδεύει τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο καί Πρόεδρο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
Στήν τελευταία συνεδρία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, διεφώνησα δημοσίως ὡς πρός τόν τρόπο ἐπιλογῆς τῶν 24 αὐτῶν Ἐπισκόπων. Ἐπειδή τονίσθηκε πολλές φορές στήν Ἱεραρχία, ὅτι τά μέλη τῆς ἀντιπροσωπείας θά πρέπει νά εἶναι οἱ εἰδικοί ἐπί ὁρισμένων συναφῶν θεμάτων Συνοδικοί Ἀρχιερεῖς, καί ὄχι κάποιοι ἄλλοι Ἱεράρχες, ἔθεσα τό ἐρώτημα: Τό ἔτος 325, στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, οἱ 318 θεοφόροι Πατέρες, ἦταν εἰδικοί, ἤ κατεῖχαν πανεπιστημιακή μόρφωση; Ὁ Ἅγιος Σπυρίδων -ὁ πολιοῦχος τῆς πόλεώς σας, ἅγιε Πειραιῶς- μέ ποιές ἐγκυκλοπαιδικές γνώσεις κατατρόπωσε τόν Ἄρειο; Μέ ἕνα κεραμίδι καί μέ Ὀρθοδοξία στη ζωή του! Ξεχνοῦμε τήν Χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί παραθεωροῦμε τίς κραυγές τῆς ζέουσας προσευχῆς, ὅπως γιά παράδειγμα τοῦ Προφήτη Ἱεζεκιήλ «Κέκραξον πρός με καί ἀποκριθήσομαι» ἤ τοῦ Προφητάνακτος Δαυίδ «Ἐκ βαθέων ἐκέκραξά σοι Κύριε, Κύριε, εἰσάκουσον τῆς φωνῆς μου»;
Στεντορία ὑπῆρξε καί ἡ φωνή τήν ὁποία ὕψωσαν καί πολλοί ἄλλοι Ἀρχιερεῖς. Εἶναι δέ πρός τιμήν ὁρισμένων Ἱεραρχῶν, πού ἐνῶ εἶχαν περιληφθεῖ στό ἀρχικό πλάνο τῶν 24 μελῶν τῆς Ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, εὐθαρσῶς παρητήθησαν, προφανῶς μή συναινοῦντες στήν ληφθεῖσα σχετική διάταξη τοῦ Κανονισμοῦ συγκροτήσεως τῆς Ἁγίας και Μεγάλης Συνόδου.
Ἴσως τά πράγματα νά ἦταν διαφορετικά, ἐάν ὑπῆρξε ἔγκαιρη καί λεπτομερής ἐνημέρωση τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, πολύ δέ μᾶλλον τῶν περισσοτέρων Ἐπισκόπων καί Συνόδων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, γιά τίς σημαντικές διεργασίες τῆς μελλούσης νά συνέλθει Συνόδου. Ἀκόμα καί διακεκριμένοι Ἐπίσκοποι τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, δέν εἶχαν τήν στοιχειώδη ἐνημέρωση γιά τά τεκταινόμενα. Αὐτό δέν ἀποτελεῖ ἐκκλησιολογικό ἔλλειμμα;
Μέ τίς λίγες αὐτές σκέψεις καί προβληματισμούς, ἐνδεικτικές ἀνάμεσα σέ πολλές ἄλλες τίς ὁποῖες οἱ ἐκλεκτοί Σύνεδροι ἀναπτύσσουν εὐθαρσῶς στήν παροῦσα Ἡμερίδα καί πολλαχοῦ, καλοῦμε τόν πιστό λαό, σέ διαρκῆ ἐγρήγορση καί προσευχή, ὥστε κατά τήν σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, νά ἀποφευχθοῦν τυχόν ἀστοχίες, σύγχυση καί σχίσματα.
Ἐπισημαίνουμε ἐπίσης, ὅτι ἄν ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἀποδειχθεῖ ὄντως Ἱερά Σύνοδος Ἁγίων Πατέρων, θά τήν ἀποδεχθοῦμε. Ἄν ὅμως ἐπιχειρηθεῖ ἀναίρεση ἤ «διόρθωση» ἀποφάσεων προηγούμενων Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἤ Τοπικῶν Συνόδων καί Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες ἔλαβαν οἰκουμενικό κύρος, τότε ἡ μόνη ἐπιλογή μας θά εἶναι νά τήν ἀπορρίψουμε.
Εὐελπιστοῦμε στό ἔλεος καί τήν ἀγάπη τοῦ Δομήτορος τῆς Ἁγίας μας Ἑκκλησίας, τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί στή σύνεση καί τόν θεῖο φωτισμό, ὅσων ἁγίων Ἱεραρχῶν θά συμμετάσχουν στήν Σύνοδο, ὥστε οἱ Συνεδρίες πού θα λάβουν χώρα στην Κρήτη καί οἱ ἀποφάσεις πού θά δοθοῦν στή δημοσιότητα, νά κινοῦνται στόν δρόμο πού χάραξαν οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πνευματοφόροι Πατέρες μας.
Ἐν τέλει παρακαλῶ καί ζητῶ συγγνώμη γιά τίς δύο ἀκόλουθες προσωπικές μου ἀναφορές. Ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής τῆς Δογματικῆς, Ἰωάννης Καρμίρης, κάποια μέρα καθώς δίδασκε, μᾶς εἶπε: «Ἕνωσις μέ τούς Παπικούς, δέν γίνεται. Ἑνότης, μπορεῖ, μόνον μέ τήν προϋπόθεσιν τῆς φιλίας καί ὄχι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Δέν μπορεῖ ὁ Πάπας, χίλια χρόνια ἔπειτα ἀπό τό Σχίσμα τοῦ 1054, νά ἀναιρέσει τά ὅσα εἶπε μέχρι σήμερα. Εἶναι θέμα ἐγωϊσμοῦ. Θά τοῦ ποῦν οἱ ὁπαδοί του: Τόσα χρόνια μᾶς κορόϊδευες; Μᾶς ὁδηγοῦσες σέ λάθος δρόμο;». Τά λόγια αὐτά, μᾶς εἶπε ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής, ἐξ ἀφορμῆς τῆς συναντήσεως τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου καί τοῦ Πάπα, εἰς τά Ἱεροσόλυμα.
Καταγόμενος ἐκ πατρός ἀπό τήν ἔνδοξη Σμύρνη, γεννήθηκα καί ἔζησα εἰς τήν Ἑρμούπολη τῆς Σύρου, ὅπου ἔχω κακίστην ἐμπειρίαν ἀπό τόν φανατισμό τῶν Παπικῶν. Ἡ πλειονότης τῶν κληρικῶν ὅλων τῶν βαθμίδων τῆς παπικῆς κοινότητας τῆς Ἑλλάδος εἶναι ἀπό τήν Σῦρον καί τούς γνωρίζω πολύ καλά. Γνώρισα ἐπίσης τόν συνταξιοδοτηθέντα Οὑνίτη Ἐπίσκοπο τῶν Ἀθηνῶν Δημήτριο Σαλάχα καί τόν Οὑνίτη Καρδινάλιο Pierre Dibre, μέ τούς ὁποίους εἶχα συνομιλήσει ἐπανειλημμένως στήν Ἀθήνα καί στό Βατικανό. Ποῖος εἶναι, ἀδελφοί μου, ὁ σκοπός τῆς Οὑνίας; Ἡ προπαγάνδα καί ὁ προσυλητισμός. Πόσα μέλη ἔχει ἡ Οὑνία στήν Ἑλλάδα; Ἐλάχιστα. Καί δικαιολογοῦν Ἐπίσκοπο καί τόν μεγαλοπρεπῆ Ναό τῆς Ἁγίας Τριάδος στό κέντρο τῆς Ἀθήνας; Ἀφοῦ αὐτοί εἶναι «λύκοι ὑπό δοράν προβάτου», γιατί νά ὑπάρχει διάλογος μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν;
Σᾶς εὐχαριστῶ γιά τήν ἀνοχή σας.

Σεβασμιώτατοι, Σεβαστοί Πατέρες, Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,Ἕνα ἀπό τά φλέγοντα, ἐπείγοντα καί σοβαρά θέματα, μέ τό ὁποῖο ἔπρεπε νά ἀσχοληθεῖ ἡ «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» εἶναι ἡ πανορθόδοξη ἀναγνώριση τῶν θεωρουμένων ἀπ’ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους δύο συνόδων τοῦ 9ου καὶ 14ου αἰῶ. ὡς Οἰκουμενικῶν, δηλ. τῆς Η´ ἐπὶ Μ. Φωτίου τό 879 μ.Χ., καὶ τῆς Θ´ ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ τό 1351 μ.Χ.
Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος ἐφημέριος Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς
Mr Θεολογίας στόν Τομέα Ἁγίας Γραφῆς καί Πατερικῆς Γραμματείαςτῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ
Η ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΙΣ ΤΩΝ ΕΠΙ Μ. ΦΩΤΙΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΣΥΝΟΔΩΝ ΩΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΩΝ˙ ΕΝΑ ΦΛΕΓΟΝ ΑΛΛΑ ΕΛΛΕΙΠΟΝ ΘΕΜΑ ΤΗΣ «ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ»
(ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΣ)
Εἰσήγηση στήν Θεολογική - Ἐπιστημονική Ἡμερίδα, πού διοργάνωσαν οἱ Ἱερές Μητροπόλεις Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως, Γλυφάδας, Κυθήρων καί Πειραιῶς καί ἡ Σύναξις Κληρικῶν καί Μοναχῶν μέ θέμα :
«ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ˙ Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες»πού πραγματοποιήθηκε στόν Πειραιά τήν Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, στό Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας, στήν Αἴθουσα «Μελίνα Μερκούρη»
Σεβασμιώτατοι,
Σεβαστοί Πατέρες,
Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Ἕνα ἀπό τά φλέγοντα, ἐπείγοντα καί σοβαρά θέματα, μέ τό ὁποῖο ἔπρεπε νά ἀσχοληθεῖ ἡ «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» εἶναι ἡ πανορθόδοξη ἀναγνώριση τῶν θεωρουμένων ἀπ’ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους δύο συνόδων τοῦ 9ου καὶ 14ου αἰῶ. ὡς Οἰκουμενικῶν, δηλ. τῆς Η´ ἐπὶ Μ. Φωτίου τό 879 μ.Χ., καὶ τῆς Θ´ ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ τό 1351 μ.Χ.
Σήμερα, τὸν καιρὸ τῆς Παγκοσμιοποιήσεως καὶ τῆς «Νέας Τάξεως Πραγμάτων», κατά τόν ὁποῖο οἱ παγκοσμιοκράτες τῆς ἀντιχρίστου «Νέας Ἐποχῆς» ἀναδεικνύουν καὶ προωθοῦν τὸν αἱρεσιάρχη Πάπα ὡς τὸν θρησκευτικὸ πλανητάρχη, καί ἡ Μικτή Ἐπιτροπή τοῦ Ἐπισήμου Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν μελετᾶ τό θέμα «Πρωτεῖο καί Συνοδικότητα», οἱ Η΄ καὶ Θ΄ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι καταγγέλλουν καὶ καταδικάζουν τὸν Παπισμὸ καὶ τὸν Πάπα, τὸ ἐξουσιαστικὸ πρωτεῖο του καὶ τὸ ἑωσφορικὸ ἀλάθητό του, ὡς αἵρεση καὶ παναίρεση.
Α) Ἡ Ὀγδόη (Η΄) Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος
Ἡ ἐν Κων/λει Σύνοδος τοῦ 879, μὲ κορυφαῖο πατέρα τὸν Μέγα καὶ Ἱερὸ Φώτιο καί τούς σὺν αὐτῷ θεοπνεύστους ἁγίους Πατέρες, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί ἐκπρόσωποι τοῦ τότε Ὀρθοδόξου Πάπα Ρώμης Ἰωάννου Η΄, εἶναι Οἰκουμενική, διότι, ὅπως λέγει ὁ Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος, «ἡ Σύνοδος αὐτὴ ἔχει ὅλα τὰ στοιχεῖα νὰ χαρακτηρισθῆ Οἰκουμενική. (α) Ἀσχολήθηκε μὲ τὸν καθορισμὸ δογματικῶν θεμάτων, ὅπως τὸ τριαδικό, τὸ χριστολογικὸ καὶ τὰ συναφῆ μὲ αὐτὰ δόγματα, (β) συνεκλήθη ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα, ὅπως ὅλες οἱ προηγούμενες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, καί (γ) συμμετεῖχαν ὅλες οἱ Τοπικὲς Ἐκκλησίες. Τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτὴ ἔχει ὅλα τὰ στοιχεῖα νὰ χαρακτηρισθῆ Οἰκουμενική. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔτσι χαρακτηρίσθηκε ἀπὸ πολλοὺς Πατέρες καὶ διδασκάλους…». Ὡς Η΄ Οἰκ. Σύν. χαρακτηρίζεται καὶ ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ 1848. Ἡ ἐν λόγῳ Σύνοδος ἀνακήρυξε τὴν ἐν Κων/λει Σύνοδο τοῦ 787 (περὶ τῆς τιμητικῆς προσκυνήσεως τῶν Ἁγίων Εἰκόνων) ὡς ἑβδόμη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.
Ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ἡ Η΄ Οἰκ. Σύν. «ἀσχολήθηκε μὲ δύο σοβαρὰ θέματα, δηλ. τὸ F ilioque καὶ τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα», τὰ ὁποῖα καὶ κατεδίκασε. «Πρόκειται γιὰ δύο θέματα, τὰ ὁποῖα ἀπασχολοῦν καὶ σήμερα τὴν Ἐκκλησία μας στοὺς θεολογικοὺς διαλόγους… Τὰ δύο αὐτὰ σοβαρὰ θεολογικὰ ζητήματα εἶναι δόγματα τῶν Λατίνων, ἀλλά γιὰ’μᾶς τούς Ὀρθοδόξους εἶναι αἱρέσεις...». Ὁ τονισμὸς καὶ ἡ ἀπαίτηση τοῦ πρωτείου ἐξουσίας ἐκ μέρους τῶν Παπῶν στὶς ἡμέρες μας καὶ ἡ ἀκολουθήσασα πλάνη τοῦ ἀλαθήτου ἀποτελοῦν, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς, πτώση παρόμοια μὲ αὐτὴν τοῦ Ἑωσφόρου. Τὴν ἴδια πλάνη διαφαίνεται νὰ διακινδυνεύουν σήμερα καὶ οἱ ἐν Φαναρίῳ οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι ἐζήλωσαν ἐξουσία ἐπὶ τῆς γῆς.
Β) Ἡ Ἐνάτη (Θ΄) Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος
Ἡ ἐν Κων/λει Σύνοδος τοῦ 1351, εἶναι ὡσαύτως Οἰκουμενική γιατί, ὅπως λέγει ὁ Σεβ. Μητρ. Γόρτυνος κ. Ἰερεμίας, «(α) εἶχε ὡς ἀντικείμενο ἕνα σπουδαῖο θέμα, στὸ ὁποῖο συγκεφαλαιώνεται ὅλη ἡ ὀρθόδοξη θεολογία καὶ πνευματικότητα καὶ στὸ ὁποῖο θέμα συγκρούονται δύο παραδόσεις, ἡ ὀρθόδοξη καὶ ἡ φραγκολατινική, (β) ...ἀσχολήθηκε μὲ σοβαρὸ δογματικὸ θέμα, τὸ ὁποῖο εἶναι συνέχεια τῶν θεμάτων, ποὺ ἀπασχόλησαν τὴν ἀρχαία Ἐκκλησία. Τὸν 4ο αἰ. οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀντιμετώπισαν τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι κτίσμα. Καὶ ἡ Σύνοδος τοῦ 1351 στὴν Κων/λη ἀντιμετώπισε τὴν αἵρεση τοῦ Βαρλαάμ, ποὺ ἔλεγε ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστή..., (γ) ... ἀποδέχθηκε τὶς ἀποφάσεις τῶν προηγουμένων Συνόδων, διότι τεκμηρίωσε ὅλη τὴν διδασκαλία ὅλων τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας..., καί διότι στὸ «Συνοδικὸ ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας», ποὺ ἐκφράζει τὴν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τὴν νίκη καὶ τὸν θρίαμβο τῶν Ὀρθοδόξων, οἱ Πατέρες πρόσθεσαν καὶ τὰ «κατὰ Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου κεφάλαια» τῆς Συνόδου αὐτῆς, καί (δ) ...ἀνέπτυξε τὴν διδασκαλία της ὁ θεούμενος πατὴρ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ἐπονομαζόμενος ἀντίπαπας καί παπομάστιξ. Πραγματικὰ τὴν αὐθεντία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως καὶ τῶν ἄλλων Συνόδων, προσδίδουν κυρίως οἱ θεούμενοι καὶ θεοφόροι ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι τὴν συγκροτοῦν».
Ἡ ἁγία Θ΄ Οἰκ. Σύν. ἀπεφάνθη (α) Περί τῆς διακρίσεως μεταξύ θείας οὐσίας καί θείας ἐνεργείας, οἱ ὁποῖες διαφέρουν μεταξύ τους στὸ ὅτι ἡ μέν θεία ἐνέργεια μετέχεται καί διαμερίζεται στούς ἀξίους πιστούς, ἐνῶ ἡ θεία οὐσία εἶναι ἀμέθεκτη, ἀμέριστη καί ἀνώνυμη, δηλ. ἐντελῶς ὑπερώνυμη καί ἀκατάληπτη. (β) Περὶ τῆς θείας ἐνεργείας, ὅτι εἶναι ἄκτιστη καὶ ὅτι αὐτὸ δεν προκαλεῖ καμμία σύνθεση στόν Θεό. (γ) Περὶ τῆς θείας καί ἀκτίστου ἐνεργείας, ὅτι ὀνομάζεται ἀπό τούς ἁγίους καί Θεότης. (δ) Περὶ τῆς θείας οὐσίας καί τῆς θείας φυσικῆς ἐνεργείας, ὅτι εἶναι ἀχώριστες, καί (ε) Περὶ τοῦ Φωτὸς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου, ὅτι εἶναι ἄκτιστο.
Ἡ Θ΄ Οἰκ. Σύν. ἀπέκρουσε θριαμβευτικά τίς αἱρετικές δοξασίες τοῦ οὐνιτίζοντος φιλοσόφου Βαρλαάμ τοῦ Καλαβροῦ καί τῶν ὁμοφρόνων του, Ἀκινδύνου καί Νικηφόρου Γρηγορᾶ, οἱ ὁποῖοι διεκήρυτταν ὅτι ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου προχωρεῖ στήν θεογνωσία καί στήν ἀνάπτυξη τῶν δογμάτων μόνο μέ τόν φιλοσοφικό στοχασμό, καί ὄχι μέ τήν νοερά προσευχή καί τόν ἡσυχασμὸ, μέ πνεύμα ταπεινώσεως καί μετανοίας, πού ἦταν ἡ βάση τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν ὁμοφρόνων του νηπτικῶν συνασκητῶν.
Ὁ χριστοφόρος πατήρ Γρηγόριος Παλαμᾶς ὑπεράσπισε ἐν Συνόδῳ τό βίωμα τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων ὡς τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ διδασκαλία του περί Ἀκτίστου Φωτός καί Ἡσυχασμοῦ ἀνυψώθηκε σέ δόγμα.
Γ) Προσπάθεια ἀναγνωρίσεως τῶν δύο Συνόδων στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος
Εἶναι γνωστό ὅτι οἱ Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος καί Γόρτυνος κ. Ἱερεμίας ἔγραψαν ἐγκρίτους εἰσηγήσεις γιὰ τίς Η΄ καί Θ΄ Οἰκ. Συν., οἱ ὁποῖες ἐπρόκειτο νὰ ἀναγνωσθοῦν στὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
«Ἡ Διαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Συνοδικῆς περιόδου 2010-2011 ψήφισε ὡς θέματα τῆς τακτικῆς συγκλήσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τὴν ὑποβολὴ προτάσεων πρὸς τὴν Γραμματεία τῆς μελλούσης νὰ συνέλθῃ Πανορθοδόξου Συνόδου γιὰ τὴν τυπικὴ ἀναγνώριση τῶν Οἰκουμενικῆς περιωπῆς Η΄ καὶ Θ΄ Συνόδων τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῶν ἐν Κων/λει συνελθουσῶν κατὰ τὰ ἔτη 879 καὶ 1351 μ.Χ., ὄντως Οἰκουμενικῶν Συνόδων». Ὅμως, «κατὰ πρόδηλη παράβαση τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος φαλκιδεύθηκε ἡ συγκεκριμένη διαδικασία καὶ τέθηκε στίς περιώνυμες καλένδες της».
«Μ’αὐτόν τόν τρόπο, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας μας ἔχασε μία μοναδικὴ εὐκαιρία, νὰ δηλώσει τὴν συνοδικὴ ὀρθόδοξη δυναμική της, γιὰ νὰ μὴν δυσαρεστήσει τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, τὸν Πάπα, τοὺς φιλοπαπικοὺς καὶ τοὺς οἰκουμενιστές, ἐνῶ, μὲ τὴν ἐνέργειά της αὐτὴ, προσέβαλε τὴν μνήμη τῶν Μεγάλων Ἁγίων Πατέρων μας Ἱεροῦ Φωτίου καὶ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, οἱ ὁποῖοι πρωταγωνίστησαν στὶς δύο συνόδους. Ἡ πλειοψηφία τῶν Ἱεραρχῶν μας, παραπέμποντας τὸ θέμα αὐτὸ στίς ἑλληνικές καλένδες, ἔδειξε ἀσυνέπεια καὶ πρὸς τὸν ἑαυτό της, διότι ἡ ἴδια ἡ Σύνοδος εἶχε ἀναθέσει στοὺς Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου καὶ Γόρτυνος νὰ παρουσιάσουν τὶς περὶ Ὀγδόης καὶ Ἐνάτης Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἰσηγήσεις τους, οἱ ὁποῖες συνιστοῦν πατερικὲς ὁμολογίες, καθ’ ὅλα ἔγκυρες καὶ ἄψογες ἱστορικοθεολογικὲς μελέτες».
«Τυγχάνει δέ ἐξόχως ἀπαράδεκτο τό γεγονός ἀφ’ ἑνός νά θεωροῦμε ὡς προστάτη καί ἔφορο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Ἱερᾶς μας Συνόδου τόν Ἅγιο Ἰσαπόστολο Μέγα Φώτιο, νά μήν προχωροῦμε στήν διαδικασία ὑποβολῆς προτάσεως ἀνακηρύξεως ὡς Η΄ (8ης) Οἰκουμενικῆς τῆς Συνόδου τοῦ ἔτους 879, πού δικαίωσε πανορθοδόξως καί οἰκουμενικῶς τόν Μ. Φώτιο, καί ὡς Θ΄ (9ης) Οἰκουμενικῆς τῆς Συνόδου τοῦ ἔτους 1351, καί ἀφ’ ἑτέρου νά συνομιλοῦμε, νά συναγελαζόμαστε καί νά συμπροσευχόμαστε ὅλως ἀντικανονικῶς μέ τήν αἱρετική παπική θρησκευτική παρασυναγωγή καί κοινωνία, ἡ ὁποία γιά προφανεῖς ἰδιοτελεῖς λόγους ἀποδέχεται ὡς Η΄ (8η) Οἰκουμενική Σύνοδο τήν ληστρική Σύνοδο τοῦ 870, δέν ἀποδέχεται ὡς Θ΄ (9η) Οἰκουμενική Σύνοδο τήν Σύνοδο τοῦ 1351, καί καθυβρίζει τόν Μ. Φώτιο καί τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ ὡς δῆθεν «αἱρεσιάρχες». Παρέλκει νά ἀναφέρουμε ὅτι ἀπό τό παραπάνω θέμα ἀσφαλῶς ἐνοχλεῖται καί καίγεται ὁ δαίμονας τοῦ παναιρετικοῦ συγκρητιστικοῦ διαχριστιανικοῦ Oἰκουμενισμοῦ καί ὅσοι συνοδοιποροῦν μέ αὐτόν».
Δ) Τοπική ἀναγνώριση τῶν δύο Συνόδων στήν Ἱερά Μητρόπολη Πειραιῶς
Ὅ,τι δέν κατόρθωσε νά κάνει ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τό ἔκανε πραγματικότητα ὁ Σεβ. Μητρ. Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, ὁ ὁποῖος τό 2013 ἔλαβε τήν πρωτοβουλία νὰ ἀναδείξει στὴν δέουσα περιωπὴ τῆς σειρᾶς τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τὶς προαναφερθεῖσες δύο Συνόδους.
Τὶς εἰσήγαγε ἤδη στὴν ζῶσα λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας (α) μὲ εἰδικὲς ἱερὲς Ἀκολουθίες, πού συντάχθηκαν τόσο ἀπό τόν ἐν οὐρανοῖς αὐλιζόμενο μακαριστό Ἀπόστολο Παπαχρήστο, ὅσο καί ἀπό τήν ὁσιολογιωτάτη μοναχή Θέκλα Ἁγιοστεφανίτισσα, καί (β) ὁρίζοντας τακτές ἡμερομηνίες γιὰ τὸν κατ’ ἔτος ἑορτασμό τους ὡς τοπικὴ ἀρχικῶς ἑορτή τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως. Ἡ Η΄ Ἁγία καί Οἰκ. Σύν. ἑορτάζεται τήν Α΄ Κυριακή μετά τήν μνήμη τοῦ ἁγίου Φωτίου, ἐνῶ ἡ Θ΄ Ἁγία καί Οἰκ. Σύν. ἑορτάζεται τήν Β΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν.
Παραλλήλως, ὁ Σεβ. Πειραιῶς ἐξέδωσε τίς ὡς ἄνω ἱερές Ἀκολουθίες τῶν δύο συνόδων σέ ἰδιαιτέρως καλαίσθητα τεύχη, συνοδευόμενες ἀπό θεολογικωτάτη προσωπική ἐγκύκλιο-εἰσαγωγή καί στό τέλος, παρέθεσε καὶ τὶς ἐξαίρετες εἰσηγήσεις τῶν Σεβασμιωτάτων Ναυπάκτου καί Γόρτυνος. Λίαν προσφάτως ἁγιογραφήθηκαν καί οἱ ἅγιες καί ἱερές εἰκόνες τῶν δύο Συνόδων, οἱ ὁποῖες κοσμοῦν τό Ἐπισκοπεῖο.
Οἱ ὡς ἄνω ἐπαινετὲς ἐνέργειες τοῦ Σεβ. κ. Σεραφείμ ἔχουν ἤδη ἀνοίξει τὸν δρόμο γιά τὴν ἐπέκταση τοῦ ἑορτασμοῦ τῶν δύο Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὄχι μόνο σὲ ὅλη τὴν Πατρίδα μας, ἀλλά ἀκόμη καὶ σὲ ὅλες τὶς Ὀρθόδοξες χῶρες. Εἶναι δὲ γνωστό ὅτι στὴν παράδοσή μας ἡ λατρεία, ὡς καρδιὰ τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος, ἔχει τὴν δύναμη νὰ καταξιώνει στὴν πράξη ὀρθόδοξες ἀποφάσεις καὶ ὁμολογίες, ἐξουδετερώνοντας ὅλες τὶς φοβικὲς ἐναντιώσεις.
Ε) Ἡ πρόταση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Πατριαρχείου Σερβίας
Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κατά τήν τακτική συνεδρίασή της τόν Μάϊο τοῦ 2015, ἀποφάσισε νά κοινοποιήσει τίς προτάσεις της γιά τήν Πέμπτη Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη στούς Προκαθημένους ὅλων τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μέ ἐπικεφαλῆς τό Πρωτόθρονο Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Μεταξύ τῶν προτάσεων τῆς Σερβικῆς Ἱεραρχίας εἶναι :
α) Ἡ ἐπικύρωση τῆς οἰκουμενικῆς σπουδαιότητος τῆς Συνόδου τοῦ Μ. Φωτίου, εἰδικῶς δέ τῆς διδασκαλίας της περί τοῦ Filioque, τό ὁποῖο καί ἦταν ὁ κύριος λόγος γιά τόν χωρισμό τῆς Ρώμης ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καί
β) Ἡ ἐπικύρωση τῶν Ἡσυχαστικῶν Συνόδων τοῦ 14ου αἰώ., καί ἡ ἀποδοχή τῆς διδασκαλίας τους περί τῆς θείας Οὐσίας καί τῶν Θείων Ἐνεργειῶν ὡς μία οὐσιώδη διαφορά ἐν σχέσει μέ τήν λατινική διδασκαλία περί τῆς Θείας Χάριτος, ἀπό τήν ὁποία ὀργανικῶς συνάγεται ἡ λατινική κατανόηση τοῦ Filioque, καθώς καί ἡ ὑπερτροφία, ἡ λατινική κατανόηση τῆς θέσεως τοῦ Πρώτου στήν Ἐκκλησία (πρωτεῖο), ἀπό τήν ὁποία ἡ ἀπουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀντικαθίσταται ἀπό τό ἀλάθητο κάποιου ἀνθρώπου.
Ὁ Σεβ. Μητρ. Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, πληροφορηθείς τίς ἀνωτέρω προτάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Πατριαρχείου Σερβίας, ἀπέστειλε τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2015 συγχαρητήρια ἐπιστολή πρός τόν Πρόεδρό της Μακαριώτατο Πατριάρχη Σερβίας κ. Εἰρηναῖο, μαζί μέ τίς Ἱερές Ἀκολουθίες καί τίς εἰσηγήσεις τῶν Σεβ. Ναυπάκτου καί Γόρτυνος.
Βεβαίως, ἡ κατάληξη τοῦ ἐξαιρέτου καί ἀξιολόγου αὐτοῦ κειμένου δέν ἦταν ἡ ἀναμενόμενη, διότι, σύμφωνα μέ τά ἄρθρα 8 καί 9 τοῦ κανονισμοῦ ὀργανώσεως καί λειτουργίας τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», «δέν εἶναι δυνατόν νά εἰσαχθοῦν στήν Σύνοδο πρός συζήτηση θέματα, τά ὁποῖα δέν ἔχουν ἐγκριθεῖ ὁμοφώνως ἀπό τίς Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις ἤ τίς Συνάξεις τῶν Προκαθημένων ἤ νέα θέματα» καί διότι «οἱ συζητήσεις περιορίζονται αὐστηρῶς μόνον στό ὁρισμένο γιά τήν συγκεκριμένη συνεδρία θέμα. Ἀπαγορεύεται οἱαδήποτε ἐκτός θέματος παρέμβαση, μέ ἄμεση ἀφαίρεση τοῦ λόγου ἀπό τόν ὁμιλοῦντα».
ΣΤ) Ἡ ἀλλαγή καί ἀλλοίωση τοῦ χαρακτῆρος καί τῆς φύσεως τῆς οἰκουμενικότητος τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» μέ εὐθύνη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου
Ὑπάρχουν πάμπολλες μαρτυρίες, ἀπό τίς ὁποῖες προκύπτει ὅτι, κατὰ τὴν προπαρασκευὴ τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου», ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας θεωροῦσε τὴν μέλλουσα νὰ συνέλθει Σύνοδο ὡς Οἰκουμενική, ἐφ᾽ ὅσον βέβαια θὰ ἀνταποκρινόταν στὰ ὀρθόδοξα κριτήρια περὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Ἀποκλειστική εὐθύνη γιά τήν ἀλλαγή καί ἀλλοίωση τοῦ χαρακτῆρος καί τῆς φύσεως τῆς οἰκουμενικότητος τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» φέρει ὁ ἴδιος ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος καί οἱ συνοδοιποροῦντες αὐτῷ, ἐπειδή, ἐντελῶς ἀντικανονικά, ἀντισυνοδικά καί χωρίς καμμία πανορθόδοξη ἀπόφαση, ἀπορρίπτει τὴν περὶ τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου» γνώμη, ποὺ εἶχαν ἐπιφανεῖς ἱεράρχες τοῦ Θρόνου, πρόεδροι τῶν Προσυνοδικῶν Ἐπιτροπῶν καὶ Διασκέψεων, ὅπως ὁ Γέροντάς του μητροπολίτης Χαλκηδόνος κυρός Μελίτων Χατζῆς, καὶ ὁ Μύρων, μετέπειτα Ἐφέσου, κυρός Χρυσόστομος Κωνσταντινίδης, καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Ἀκυρώνει καὶ ἀνατρέπει τὴν σταθερὴ καὶ ἐπίσημη γραμμὴ τῆς Ἐκκλησίας Κων/λεως, ὅπως τὴν καθόρισε ἀκόμη καί ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας, ποὺ ἐπανέφερε θερμὰ καὶ δραστήρια τὸ θέμα τῆς συγκλήσεως τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου», κατανοουμένης ὡς Οἰκουμενικῆς.
«Ἡ θέση τοῦ κ. Βαρθολομαίου ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ πλέον νὰ συγκαλεῖ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἐξ αἰτίας τῆς μὴ συμμετοχῆς τῶν Δυτικῶν, εἶναι παντελῶς ἐσφαλμένη. Οὐσιαστικὰ μὲ τὴν θέση του αὐτή διακηρύσσει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἐλλειματική, ἀσθενὴς καὶ ἀτελὴς Ἐκκλησία, καὶ μόνο ὅταν «ἑνωθεῖ» μὲ τὸν Παπισμὸ καὶ τὸν Προτεσταντισμὸ θὰ εἶναι τέλεια Ἐκκλησία, ὁπότε θὰ μπορεῖ τότε μαζὶ μὲ τοὺς Δυτικοὺς νὰ συγκαλεῖ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ἡ θέση, ὅμως, αὐτὴ ἀπέχει παρασάγκας ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία».
«Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος προγραμματίσθηκε κατ’ἀρχήν ὡς Οἰκουμενική, ἔστω καὶ ἂν ὀνομάστηκε Πανορθόδοξη. Ὅμως, τὰ τελευταῖα χρόνια οἱ οἰκουμενιστὲς τὴν ἀποχαρακτήρισαν καὶ διέγραψαν τὸν Οἰκουμενικό της χαρακτῆρα. Διότι, ἂν συγκαλοῦνταν ὡς Οἰκουμενική, θὰ εἶχε τὴν ὑποχρέωση νὰ ἀναγνωρίσει ὡς 8η καὶ 9η Οἰκουμενικὲς Συνόδους τὶς ἐπὶ Μ. Φωτίου καὶ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ Συνόδους! Αὐτό, ὅμως, θὰ ἐνοχλοῦσε τὸ Βατικανό, ἐπειδὴ αὐτὲς οἱ Σύνοδοι καταδικάζουν τὸν Παπισμό, ὡς αἵρεση». Νά, λοιπόν, γιατί ἔγινε ἡ ἀλλαγὴ τοῦ χαρακτῆρος καὶ τῆς φύσεως τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου». Ἡ μή ἀποδοχή τῆς οἰκουμενικότητος τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» ἔχει ὡς συνέπεια τήν μή ἀναγνώριση τῶν δύο Συνόδων ἐπί Μ. Φωτίου καί ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ὡς Οἰκουμενικῶν καί ἄρα τόν μή χαρακτηρισμό τοῦ Παπισμοῦ ὡς αἱρέσεως. Ἑπομένως, μποροῦν ἄνετα οἱ Οἰκουμενιστές, μεταπατερικῷ και μετασυνοδικῷ τῷ τρόπῳ, νά συνεχίσουν νά ἀποκαλοῦν τήν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ ὡς «ἐκκλησία», ὅπως καταδεικνύεται στό ἀπαράδεκτο ἐκκλησιολογικά και γι’αὐτό ἀπορριπτέο κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», καί ἡ Μικτή Ἐπιτροπή τοῦ Ἐπισήμου Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν μπορεῖ νά συνεχίσει ἀπρόσκοπτα τόν ἀτέρμονα καί ἀλυσιτελή διάλογο, ὁ ὁποῖος τόν τελευταῖο καιρό ἔχει ὡς ἀντικείμενο ἐρεύνης τό θέμα «Πρωτεῖο καί Συνοδικότητα».
Σεβασμιώτατοι,
Σεβαστοί Πατέρες,
Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Ἡ πανορθόδοξη ἀναγνώριση τῶν δύο Συνόδων ἐπί Μ. Φωτίου καί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ὡς οἰκουμενικῶν ἔπρεπε ἀπαραιτήτως νά συμπεριληφθεῖ ὡς τὸ κύριο, καίριο καὶ προεξάρχον θέμα τῆς μελλούσης «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου». Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση ἔχει ἀποδεχθεῖ ὅτι οἱ Η΄ καὶ Θ΄ Οἰκ. Σύν. διαφοροποιοῦν ριζικὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὴν πατερικὴ συνέχειά της ἀπὸ τὸν «χριστιανισμό» τῆς Δύσεως.
Ἡ μεθοδευμένη ἀπὸ τούς οἰκουμενιστές τοῦ Φαναρίου καὶ τούς μετ’ αὐτῶν ὁμοφρονοῦντες μέλλουσα «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος», ὅπως μὲ σαφήνεια διαζωγραφίζεται ἀπό τίς προσυνοδικές πανορθόδοξες διασκέψεις της καί ἀπό τά τελικά κείμενά της, εἶναι σίγουρο ὅτι ἀπεργάζεται τὴν ἀποδοχὴ τῶν αἱρέσεων τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ ὡς αὐθεντικῶν ἐκκλησιῶν! Ὑπ’αὐτές τίς συνθῆκες, εὐχόμαστε νὰ μὴ συνέλθει ποτέ!
Ἡ «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος», ὅπως ἀναμένεται, δὲν θά ἀναγνωρίσει τὶς δύο Συνόδους ὡς Οἰκουμενικές. Γι’αὐτό θὰ εἶναι μία Οἰκουμενιστικὴ Σύνοδος. Ἀλλὰ, ὅπως ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀντίδραση καὶ ἀντίσταση ἐλαχίστων κορυφῶν τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας, προεξάρχοντος τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, μὲ τὴ συμμετοχὴ καὶ στήριξη τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, κατάφεραν νὰ ἀπορριφθεῖ καὶ νὰ χαρακτηρισθεῖ ψευδοσύνοδος ἡ αἱρετικὴ καὶ ληστρικὴ σύνοδος Φεράρας-Φλωρεντίας, ἔτσι καὶ σήμερα ὁ εὐσεβής κλῆρος καί ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὡς ἡ διαχρονικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας μας, θὰ ἀντιδράσει καὶ θὰ ἀντισταθεῖ στά σχέδια τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου».
Σᾶς εὐχαριστῶ!

Ἐν πρώτοις αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά εὐχαριστήσω τήν Ἐπιτροπή τῆς παρούσης Ἐπιστημονικῆς Θεολογικῆς Ἡμερίδος διά τήν συναρίθμησί μου εἰς τούς εἰσηγητάς της, τήν κατάρτισι τοῦ καταλόγου τῶν περισπουδάστων θεμάτων της: θεολογικῶν, ἐκκλησιολογικῶν καί κανονικῶν, ἀφορώντων εἰς τήν θεματολογία τῆς συγκληθησομένης «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», καί τήν ἀρτία διοργάνωσί της.
Εἰσήγησις Μητροπολίτου Κυθήρων Σεραφείμ
Θέμα: «Ἐκκλησιολογικά καί ποιμαντικά προβλήματα ἀπό τήν μή συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων εἰς τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο»
Ἐν πρώτοις αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά εὐχαριστήσω τήν Ἐπιτροπή τῆς παρούσης Ἐπιστημονικῆς Θεολογικῆς Ἡμερίδος διά τήν συναρίθμησί μου εἰς τούς εἰσηγητάς της, τήν κατάρτισι τοῦ καταλόγου τῶν περισπουδάστων θεμάτων της: θεολογικῶν, ἐκκλησιολογικῶν καί κανονικῶν, ἀφορώντων εἰς τήν θεματολογία τῆς συγκληθησομένης «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», καί τήν ἀρτία διοργάνωσί της.
Πρίν προβῶ μέ τήν Χάριν καί τήν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ εἰς τήν παρουσίασι καί ἀνάπτυξι τοῦ ἀνατεθέντος μοι περισπουδάστου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος ὑπό τόν τίτλον: «Ἐκκλησιολογικά καί ποιμαντικά προβλήματα ἀπό τήν μή συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων εἰς τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο», προτίθεμαι νά προσδιορίσω τόν λόγο τῆς παρουσίας μου καί τήν θέσι μου εἰς τήν Σύναξι καί Ἡμερίδα αὐτή.
Ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ἑλλαδικῆς μας Ἐκκλησίας ἀνήκω φυσικά εἰς τό Σῶμα τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἔχω τήν ἀναφορά μου καί τήν ἐξάρτησι ἀπό Αὐτήν, εἰς τήν ὁποία καί καταθέτω ἑκάστοτε ταπεινό λόγο σέ θεολογικά, ἐκκλησιολογικά καί ποιμαντικά θέματα. Εἰς τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας, σέ τακτική Συνεδρία τοῦ παρελθόντος Ὀκτωβρίου, ἀλλά καί στήν πρό 15νθημέρου συγκληθεῖσα ἐκτάκτως τοιαύτη κατέθεσα προφορικά τίς θέσεις καί προτάσεις μου καί σχετικό ὑπόμνημα μέ τόν προβληματισμό μου διά θέματα πού ἀφοροῦν εἰς τήν σύγκλησι τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, τά ὁποῖα καί θά ἀναπτυχθοῦν εἰς τήν συνέχεια.
Θεωρῶ ὅτι αὐτή τήν στιγμή εὑρίσκομαι ἐν μέσῳ τοῦ ζῶντος Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος, Ἀδελφῶν Ἀρχιερέων, Ἱερέων, Ἱερομονάχων, Μοναχῶν, Μοναζουσῶν καί εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν. Τέσσερις (4) Ἱερές Μητροπόλεις: Πειραιῶς, Γλυφάδας. Γόρτυνος καί Κυθήρων συνδιοργανώνουν τήν μεγάλη μας αὐτή Κληρικολαϊκή Σύναξι ἀπό ὅλη τήν Ἑλλάδα. Κινητήριος μοχλός τῆς Θεολογικῆς αὐτῆς Ἡμερίδος εἶναι ἡ λειτουργοῦσα ὑπό τήν εὐθύνη σεβασμίων Ἱερωμένων Πανεπιστημιακῶν Διδασκάλων, καί ὄχι μόνο, «Σύναξις Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν». Δέν πρόκειται γιά κάποια παρασυναγωγή ἤ παρεκκλησιαστική ὀργάνωσι, ὅπως ἴσως τήν θεωροῦν καί την χαρακτηρίζουν μερικοί, ἀλλά γιά μία Συνάθροισι συνειδητῶν καί ὀργανικῶν μελῶν τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, πού ἔχουν ἰδιαίτερη παιδεία, μόρφωσι καί εὐαισθησία σέ θέματα Ὀρθοδόξου Πίστεως καί Ὁμολογίας, Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καί Κληρονομίας.
Θά ἦτο εὐχῆς ἔργον μία τέτοια Ἡμερίδα νά εἶχε ὀργανωθῆ μέ Συνοδική Πρωτοβουλία διά νά πληροφορηθῆ ἐπαρκῶς καί ὑπευθύνως ὁ Ἱερός Κλῆρος καί ὁ Χριστώνυμος Λαός σχετικά μέ τίς προτάσεις καί συζητήσεις ἐπί τῶν θεμάτων τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου». Ἐφ΄ὅσον, ὅμως, δέν ἔχει προγραμματισθῆ μία τέτοια Σύναξις διά τήν σαφῆ καί ἐμπεριστατωμένη πληροφόρησι τοῦ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιαστικοῦ Πληρώματος, ὅπως ἔγινε στήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, πέραν τῆς γενομένης ἐκτάκτου συγκλήσεως τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας μας κατά τό πρῶτο δεκαήμερο τοῦ Μαρτίου, συμμετέχουμε ὅλοι εἰς τήν παροῦσα Ἡμερίδα μέ ἐπιτεταμένη τήν προσοχή καί ζωηρό τό ἐνδιαφέρον δι΄ὅσα μέ νηφαλιότητα, πληρότητα καί ἀντικειμενικότητα, χωρίς φόβο καί χωρίς πάθος, ἀλλά ἐν φόβῳ Θεοῦ, μέ αἴσθημα εὐθύνης καί φιλαληθείας θά ἀκουσθοῦν.
Καί τώρα, μετά τήν ὡς ἄνω σαφῆ ἐξήγησι καί τοποθέτησί μου, προχωρῶ εἰς τήν παρουσίασι τοῦ θέματός μου.
Ποιός εἶναι ὁ χαρακτηρισμός τῆς συγκληθησομένης Συνόδου; Θά εἶναι Οἰκουμενική ἤ Πανορθόδοξος; Ποιά ἡ ἔννοια τοῦ προσδιορισμοῦ τῆς Συνόδου ὡς Ἁγίας καί Μεγάλης; Ποιά Σύνοδος χαρακτηρίζεται ἀπό τό Κανονικό
Δίκαιο καί τούς Ἱερούς Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς Ἁγία καί Μεγάλη; Ἄν δέν εἶναι Οἰκουμενική ἤ Πανορθόδοξος, ποιό θά εἶναι τό κῦρος καί ἡ αὐθεντία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου;
Ἡ ὀρθή ἀπάντησις εἰς τά ὡς ἄνω καίρια ἐκκλησιολογικά ἐρωτήματα θά προσημάνη καί θά προδικάση τό ἀποτέλεσμα˙ τό ἄν δηλαδή θά ὑπάρξουν ἤ ὄχι ἐκκλησιολογικά καί ποιμαντικά προβλήματα ἀπό τήν μή συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων εἰς τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο.
Εἶναι εἰς ὅλους γνωστόν ὅτι, τόσον οἱ Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις, ὅσο καί οἱ Εἰδικές Διορθόδοξες Ἐπιτροπές, ἀλλά καί ἡ ἐν γένει «Οἰκουμενική κίνησις» χαρακτηρίζουν ὄχι ὡς Οἰκουμενική, ἀλλ’ ὡς Ἁγία καί Μεγάλη τήν μελετωμένη νά συνέλθη τόν προσεχῆ Ἰούνιο Σύνοδο. Κατά τόν ἐκπρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἰς τόν Θεολογικό διάλογο μετά τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ.Χρυσόστομο: «ἡ ἰδία ἡ θεματολογία, ὡς αὕτη καθωρίσθη πανορθοδόξως καί ὁμοφώνως, καί ὁ σκοπός συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, προσδιορίζει καί τόν χαρακτῆρα Αὐτῆς τῆς Συνόδου οὐχί ὡς Οἰκουμενικῆς, ἀλλ’ ὡς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας»[1] .
Ποιά, ὅμως, Σύνοδος χαρακτηρίζεται ἀπό τό Κανονικό Δίκαιο καί τούς Ἱερούς Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς Ἁγία καί Μεγάλη;
Μία ἔρευνα εἰς τούς Ἱερούς Κανόνας μόνο τῶν Ἁγίων ἑπτά (7) Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καταδεικνύει ὅτι ἡ ἁγία Οἰκουμενική Σύνοδος ἀποκαλεῖται πότε «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος», πότε «Μεγάλη Σύνοδος», ἐνίοτε «Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος» καί ἄλλοτε «Ἁγία Σύνοδος» καί παρέχει τά ἑξῆς στοιχεῖα : Πέντε (5) Ἱεροί Κανόνες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ἕνας (1) τῆς Δ’ (Η’, ΙΔ’, ΙΕ’, ΙΖ’, καί ΙΗ’ τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς καί ὁ Γ’ τῆς Δ’) χρησιμοποιοῦν τόν χαρακτηρισμό Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος. Τρεῖς (3) Ἱεροί Κανόνες (Β’, Γ’, καί ΣΤ’) τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς κάμνουν χρῆσιν τῆς ὀνομασίας Μεγάλη Σύνοδος. τρεῖς (3) κανόνες τῆς Γ’Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Α’, Γ’ καί Η’), ἕνας τῆς Δ’ (Ι’) καί δύο (2) τῆς Πενθέκτης (Γ’ καί ΝΑ’) καταγράφουν τήν ὀνομασία Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος. Καί ἕνας (1) Κανόνας τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς (ὁ Κ’), ἕνας (1) τῆς Β’ (ὁ ΣΤ’), ἑπτά (7) τῆς Γ’ (Α’, Β’, Δ’, Ε’, ΣΤ’, Ζ’καί Η’), ἐννέα (9) τῆς Δ’ (Γ’,ΣΤ’,Ι’,ΙΒ’,ΙΔ’,ΙΘ’,ΚΓ’,ΚΕ’καί ΚΖ’), δύο (2) τῆς Πενθέκτης (Β’καί ΝΕ’) καί ἕνας (1) τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (ὁ ΙΘ’) μεταχειρίζονται τόν ὅρο Ἁγία Σύνοδος.
Ἡ ἐναλλαγή τῆς ὀνομασίας καί τοῦ ὅρου τῶν Συνόδων, κατά τά ὡς ἄνω, δέν σημαίνει τήν ἀναφορά σέ διαφορετικές Συνόδους (λ.χ. Τοπικές καί Ἐπαρχιακές) , ἀλλά στίς ἅγιες Οἰκουμενικές Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας μας καί μόνο, συμφώνως καί πρός τήν ἑρμηνεία τῶν ἐν θέματι Ἱερῶν Κανόνων ὑπό τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, πού καταχωρεῖται στό Ἱερό Πηδάλιο τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας μας.[2]
Καί ἐδῶ προβάλλεται τό ἐρώτημα:Γιατί, ἐφ΄ὅσον οἱ Θεῖοι καί Ἱεροί Κανόνες τῆς Ἁγίας ἡμῶν Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τήν χρῆσι τοῦ ὅρου Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἐννοοῦν σαφέστατα καί παραπέμπουν ἐναργέστατα σέ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἡ συγκληθησομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» ἀποποιεῖται ἐξ ἀρχῆς τόν χαρακτηρισμό της ὡς Οἰκουμενικῆς, ἐνῷ προφανῶς ἔχει τήν ἀξίωσι τό κῦρος της νά εἶναι ἰσάξιο καί ἰσοδύναμο τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων; Βεβαίως, προβάλλεται ὁ ἰσχυρισμός ὅτι δέν συγκαλεῖται ὡς Οἰκουμενική, διότι δέν θά συμμετάσχουν οἱ ἀπεσχισμένοι Δυτικοί Χριστιανοί. Ὅμως ἡ πρᾶξις καί ἡ Παράδοσις τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας δέν παραθεωρεῖ τό γεγονός ὅτι ἀπό τοῦ πρώτου αἰῶνος μ.Χ. καί μέχρι σήμερα ὑπῆρχαν καί ὑπάρχουν οἱ διαχρονικά ἀπεσχισμένοι αἱρετικοί καί σχισματικοί (π.χ. Νικολαΐτες, Ἀρειανοί, Νεστοριανοί, Μονοφυσίτες κλπ), ἀλλ΄αὐτό ποτέ δέν παρημπόδισε τήν Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία νά συνέλθη σέ Οἰκουμενικές Συνόδους.
Καί Πανορθόδοξος Σύνοδος δέν ὀνομάζεται ἡ ὑπό σύγκλησιν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος», διότι, προφανῶς, ἀποκλείεται ἐκ τῶν προτέρων ἡ συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων. Ὅμως, εἰς τό σημεῖο αὐτό ἑστιάζεται τό σπουδαιότερο, προδήλως, ἐκκλησιολογικό πρόβλημα τῆς μελλούσης νά συναχθῆ Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου καί τό ἐρώτημα:
1.Εἶναι δυνατόν νά συνέλθη μία, κατά τά ὡς ἄνω, Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος χωρίς τήν παρουσία καί τήν συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων;
Ταπεινῶς φρονῶ ὅτι ἡ ἀπάντησις εἰς τό ἐρώτημα αὐτό μέ κανονικά κριτήρια εἶναι ἀρνητική, ἐφ΄ὅσον, ὡς ἐλέχθη, Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, κατά τούς Ἱερούς Κανόνας, εἶναι μόνον ἡ Οἰκουμενική. Καί μία Οἰκουμενική Σύνοδος, κατά τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη[3] , τέσσερα χαρακτηριστικά ἰδιώματα πρέπει νά ἔχη: α) Νά συναθροίζεται διά προσταγῶν Βασιλικῶν (αὐτό, βεβαίως, ἴσχυε ὅταν ὑπῆρχε ἡ ἑνιαία Βυζαντινή Αὐτοκρατορία, ὑπό τήν ὁποίαν ὑπήγοντο διοικητικῶς ὅλες οἱ Ἐπαρχίες τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχείων, Ἀρχιεπισκοπῶν καί Ἐπισκοπῶν, ἐνῷ τοῦτο τώρα εἶναι ἀδύνατο νά πραγματοποιηθῆ, διότι ἡ κοσμική ἐξουσία δέν ἀσκεῖται ἀπό μία ἐγκόσμιο βασιλεία, ἀλλ’ἀπό πολλές˙ γι’αὐτό καί ἡ πρωτοβουλία συγκλήσεως Οἰκουμενικῆς Συνόδου δύναται νά προέλθη ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, τόν Πρῶτο μεταξύ ἴσων εἰς τήν Ἐκκλησιαστική Ὀρθόδοξο Ἱεραρχία. β)Νά γίνεται «ζήτησις περί πίστεως» καί ἀκολούθως νά ἐκτίθεται ἀπόφασις καί ὅρος δογματικός εἰς κάθε μίαν ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους[4].γ) Νά εἶναι πάντα τά ἐκτιθέμενα παρ’αὐτῆς δόγματα καί οἱ Κανόνες Ὀρθόδοξα, εὐσεβῆ καί σύμφωνα μέ τίς Θεῖες Γραφές καί τίς προηγηθεῖσες Οἰκουμενικές Συνόδους. (Καί παραθέτει ἐδῶ τό πολυθρύλητο ἀξίωμα τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ «τό εἰς τοιαύτην ὑπόθεσιν ῥηθέν»˙ «Τάς γενομένας Συνόδους ἡ εὐσεβής πίστις κυροῖ, καί πάλιν ἡ τῶν δογμάτων ὀρθότης κρίνει τάς Συνόδους» καί δ) Τό νά συμφωνήσουν καί νά ἀποδεχθοῦν τά παρά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων διορισθέντα καί κανονισθέντα ἅπαντες οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχαι καί Ἀρχιερεῖς τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, εἴτε διά τῆς αὐτοπροσώπου παρουσίας αὑτῶν, εἴτε διά τῶν ἰδίων Τοποτηρητῶν ἤ καί τούτων ἁπόντων, διά γραμμάτων αὑτῶν. Καί τονίζει ἐπιπροσθέτως ὅτι «αὕτη ἡ τῶν τῆς Οἰκουμένης Πατριαρχῶν καί Ἀρχιερέων συμφωνία εἶναι ὁ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων συστατικός καί διακριτικός χαρακτήρ».
Ἀναφορικά πρός τό β΄χαρακτηριστικό ἰδίωμα προβάλλεται ἡ ἔνστασις ὅτι ἡ ἐν θέματι Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος δέν θά συζητήση θέματα πίστεως, οὔτε θά ἐκθέση ἀπόφασι καί ὅρο δογματικό, διό καί δέν δικαιοῦται νά χαρακτηρισθῆ ὡς Οἰκουμενική. Καί ὅμως, ἄν καί εἰς τό ὑπό τῆς Ε’ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως ἐγκριθέν σχέδιο κειμένου τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας αὐτή ἀποδέχεται καί ὁμολογεῖ τήν πίστιν εἰς τήν Μίαν Ἁγίαν Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν (ἄρθρον 1), παρά ταῦτα δηλώνει ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ΄αὐτῆς» (ἄρθρον 6). Ἐδῶ πλέον τίθεται μέγα ἐκκλησιολογικό καί δογματικό θέμα, ἀφοῦ κραυγαλέως γίνεται ὑπέρβασις τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ δόγματος τῆς Μιᾶς (καί Μόνης) Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, διό καί ἡ σύγκλησις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου μέ ὅλα τά γνωρίσματα καί τίς προδιαγραφές μιᾶς νέας Οἰκουμενικῆς Συνόδου καθίσταται λίαν ἀπαραίτητη καί ἐπιτακτική. Τό διακυβευόμενο ἐνταῦθα εἶναι μέγα καί σοβαρό ζήτημα πίστεως, ἀφοῦ κλονίζεται μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ δογματική διδασκαλία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως περί τῆς Μιᾶς (καί Μόνης) Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ δέ προσθήκη εἰς τό ἐν λόγῳ ἕκτο(6) ἄρθρο «ἀλλά καί πιστεύει (ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία) ὅτι αἱ πρός ταύτας (ἐνν.τάς ἄλλας «Χριστιανικάς Ἐκκλησίας καί Ὁμολογίας») σχέσεις αὐτῆς πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς ὑπ΄αὐτῶν ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καί ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ’αὐταῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς» οὐδόλως ἐπιλύει, παρά μόνον περιπλέκει τό μέγα ἐκκλησιολογικό θέμα. Δέν ἔχουν καμμία θεολογική ἀξία καί σημασία οἱ ἀποσαφηνίσεις καί ἐξηγήσεις «τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν» διά τήν ἐκκλησιολογία καί τήν διδασκαλία τους περί μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ἐάν προηγουμένως δέν ἀσπασθοῦν τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἁγία καί ἀμώμητο Πίστι καί Παράδοσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία πηγάζει ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Θεία Διδασκαλία τοῦ Θείου Δομήτορος τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Ἐκκλησίας Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν. Διότι, ἐάν ἐμμένουν στίς αἱρέσεις καί τίς κακοδοξίες των καί συνεπῶς δέν ἔχουν κοινωνία ἐν τῇ Πίστει καί τῇ Ἀγάπῃ μέ τήν Μία καί Μόνη Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, τότε οὔτε Μυστήρια, οὔτε Ἱερωσύνη, ἀλλ΄οὔτε καί Ἀποστολική διαδοχή ἔχουν. Ὅλα αὐτά θραύονται καί καταλύονται, ὅταν ὑφίσταται ὁ μολυσμός καί ἡ πνευματική νόσος τῆς αἱρέσεωςκαί τοῦ σχίσματος, τῆς κακοδοξίας καί τῆς πλάνης. Χριστιανικές Ἐκκλησίες ἐκτός τῆς Μιᾶς καί Μόνης Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας δέν λογίζονται, οὔτε εἶναι δυνατόν μέ θεολογικά καί Ἁγιοπνευματικά κριτήρια νά ὑφίστανται. Ἀσφαλῶς δέ εἶναι ἀδιανόητο καί βλάσφημο νά θεωρηθοῦν ποτέ αὐτές ὡς...«παραρτήματα» τῆς Μιᾶς καί Μόνης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Καί τό τρίτο (γ’) χαρακτηριστικό ἰδίωμα, τό ὁποῖο παραθέτει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, εἶναι λίαν σημαντικό καί ἀξιοπρόσεκτο. Ὅλα τά ἐκτιθέμενα παρά τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου δόγματα καί οἱ Κανόνες νά εἶναι ὀρθόδοξα καί εὐσεβῆ καί σύμφωνα μέ τίς Θεῖες Γραφές καί τίς προηγηθεῖσες Οἰκουμενικές Συνόδους. Αὐτό σημαίνει ὅτι καί ἡ συγκληθησομένη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, ἀφοῦ τῷ ὄντι φέρει τήν κανονική ὀνομασία μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καλεῖται νά στοιχηθῆ κατά πάντα πρός τήν δογματική καί κανονική παράδοσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τίς Θεῖες ἐπιταγές τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῶν προγενεστέρων Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
2. Ἐφ΄ὅσον, κατά τό Ἱερό Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ὅρος Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ταυτίζεται μέ τόν ὅρο Οἰκουμενική Σύνοδος, συνεπάγονται καί οἱ ἀνάλογες ὑποχρεώσεις της, διά νά ἔχη καί αὐτή τό ἀπαιτούμενο κῦρος καί τίς προϋποθέσεις ἀναγνωρίσεως της ἐκ τῶν ὑστέρων ὡς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐκτός καί ἐάν πρέπει, ἀκούοντες τήν ὀνομασία: Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, νά ἐννοήσωμε ἁπλῶς τήν σύγκλησι διευρημένης Συνόδου Ὀρθοδόξων Προκαθημένων καί οὐδέν πλέον.
Πρωτίστως προέχει ἡ ἀναγνώρισις τῶν δύο(2) ἀποδεχομένων καί ἀνεγνωρισμένων ὑπό τῆς γρηγορούσης δογματικῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Οἰκουμενικῶν Συνόδων˙ τῆς ἐπί Μεγάλου Φωτίου τοῦ ἔτους 879-880μ.Χ. καί τῆς ἐπί Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ τοῦ ἔτους 1351μ.Χ. Καί ἐν συνεχείᾳ, στοιχοῦσα εἰς τήν παράδοσιν τῶν ἁγίων ἑπτά (7) Οἰκουμενικῶν Συνόδων, θά πρέπει νά θέση σέ ἐφαρμογή τά ὁριζόμενα καί διακελευόμενα ὑπ’αὐτῶν, ἤτοι˙
α)Τήν τοποθέτησι τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου στήν κεντρική θέσι τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ὅπως ἔκπαλαι ἐγίνετο τοῦτο στίς Οἰκουμενικές Συνόδους καί τήν ἔνθεν καί ἔνθεν αὐτοῦ, κατά τά πρεσβεῖα τιμῆς καί τήν ἰσχύουσα τάξι πλαισίωσι τῶν Προκαθημένων καί λοιπῶν ἁγίων Συνέδρων.
β)Τήν συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων , πλήν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι λόγῳ γήρατος ἤ ἀσθενείας θά ζητήσουν ἁρμοδίως τήν ἐξαίρεσίν των. Διότι ἄλλως ἀποκλείεται καί ἀφαιρεῖται τό κανονικόν δικαίωμα ὅλων τῶν ἐν ἐνεργείᾳ Ὀρθοδόξων Ἐπαρχιούχων Ἐπισκόπων, (ἐκτός τοῦ περιωρισμένου ἀριθμοῦ τῶν 24 ἐκπροσώπων Ἐπισκόπων ἐξ ἑκάστης Τοπικῆς Ἐκκλησίας) νά συμμετάσχουν μετά ψήφου εἰς τήν Ἀγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον, ὡς συνέβαινε τοῦτο εἰς ἑκάστην τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, αἱ ὁποῖαι καί εἶχον τήν κανονικήν προσωνυμίαν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Οὐδείς Ἐπίσκοπος διαποιμαίνων Ὀρθόδοξον Ποίμνιον (μή ὤν βεβαίως καταδεδικασμένος) ἀπεκλείσθη ποτέ ἔκ τινος Ἁγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, εἰμή οἱ διά διαφόρους λόγους κωλυθέντες ἵνα προσέλθωσι, παρά τό σημειούμενον ἐν τῷ ὑπ’΄ἀριθ. 755/351/16-2-2016 Σεπτῷ Συνοδικῷ ἐγγράφῳ, τό ὁποῖον ἀναφέρεται εἰς τήν σύγκλησιν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Ἡ παράδοσις εἶναι σαφεστάτη, ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης κατηγορηματικός ἐν τῷ Ἱερῷ Πηδαλίῳ, καθ΄ἅ εἴπομεν, καί ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου Ἁμίλκας Ἀλιβιζᾶτος σαφῶς παρατηρεῖ ὅτι: «Ἐν τῇ Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ ἐνῷ τό κυρίως διοικοῦν σῶμα εἶναι τό σῶμα Κληρικῶν καί δή τό τῶν Ἐπισκόπων, δέν ἀποκλείεται τό λαϊκόν σῶμα ἐκ τῆς διοικήσεως, διά τῆς ἐκ μέρους του δι΄ ἐκλογῆς ἀναδείξεως τῶν Κληρικῶν, καί διά τῆς ἀπαραιτήτου του συνεργασίας εἰς τόν σχηματισμόν τῆς «συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας», τῆς ὑπερτάτης ταύτης ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ αὐθεντίας. Ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀρχῆς ταύτης, ἡ ἀνωτάτη διοικητική βαθμίς ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας καί διοικήσεως εἶναι ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος,ἡ συγκροτουμένη κυρίως ἐκ τῆς ὁλότητος τῶν ἐν ἐνεργείᾳ Ἐπισκόπων καί τῆς ὁποίας αἱ ἀποφάσεις ὁριστικῶς γινόμεναι ὑπό τῆς συνειδήσεως τῆς Ἑκκλησίας ἀποδεκταί,ἀποτελοῦν τήν ὑψίστην ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ αὐθεντίαν.[5]
γ) Τήν συζήτησι καί συνεξέτασι ὅλων τῶν θεμάτων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Νά ἐκφρασθοῦν ἐπ΄αὐτῶν ἐλευθέρως, ἀβιάστως καί ἐπαρκῶς οἱ ἅγιοι Σύνεδροι καί νά τεθοῦν σέ ψηφοφορία τά πρός συνδιάσκεψιν θέματα, ὁπότε θά ἰσχύση τό ἱεροκανονικό «ἡ ψῆφος τῶν πλειόνων κρατείτω». Ἡ ἰσχύουσα ἀρχή ὅτι ἑκάστη Τοπική Ἐκκλησία θά ἔχη μία ψῆφο καί θά ἔχη προεξασφαλισθῆ ἡ ὁμοφωνία τῶν μελῶν της δι’ὅλα τά θέματα δέν ἐρείδεται εἰς τούς Θείους καί Ἱερούς Κανόνας. Τό νά προετοιμάζωνται καί νά προαποφασίζωνται τά θέματα ἀπό τίς Προσυνοδικές Ἐπιτροπές, χωρίς νά ἔχουν εἰδικῶς ἐξουσιοδοτηθῆ οἱ ἐκπρόσωποι κάθε Τοπικῆς Ἐκκλησίας (ὁμιλῶ εἰδικότερα γιά τήν Ἑλλαδική μας Ἐκκλησία) ἀπό τό Κυρίαρχο Σῶμα τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας διά τό κάθε θέμα: τί θά ὑποστηρίξουν ὡς θέσιν καί Ἀπόφασιν τῆς Ἱεραρχίας μας, ποῦ θά συμφωνήσουν ἤ ποῦ θά διαφωνήσουν, καί χωρίς νά γνωρίζη ἡ Σεπτή Ἱεραρχία καί δι΄αὐτῆς ὁ κάθε Ἐπίσκοπος τήν ἄλλη πλευρά (altera pars) καί τήν πρόοδο καί ἐξέλιξι τῶν ἐργασιῶν τῶν Προσυνοδικῶν Διασκέψεων, αὐτό ἀφίσταται κατά μυρίας παρασάγγας ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοσι. Παραπέμπει στό μοναρχικό ἤ καί ὀλιγαρχικό πολίτευμα τοῦ Δυτικοῦ θρησκευτικοῦ κόσμου, σέ Δυτικά πρότυπα καί ὄχι στό Συνοδικό πολίτευμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς. Ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν δέχεται, οὔτε θά δεχθῆ ποτέ μοναρχία ἤ ὀλιγαρχία, καί πολύ περισσότερο δέν θά ἀποδεχθῆ Πάπα στήν Ἀνατολή. Στήν Ὀρθόδοξη μας Παράδοσι καταρτίζονται ἐκ τῶν προτέρων τά θέματα τῆς ἡμερησίας διατάξεως, ἀλλά δέν προαποφασίζονται. Οἱ ἀποφάσεις λαμβάνονται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι («ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν»[6] ἐλέχθη κατά τήν Ἀποστολική Σύνοδο τῶν Ἱεροσολύμων) ἐν τῇ ὥρᾳ τῶν ἱερῶν συνεδριῶν. Ἐλεύθεροι καί ἀδέσμευτοι, χωρίς πιέσεις καί ἀπειλές, ἐκφράζονται οἱ ἅγιοι Σύνεδροι μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διαλέγονται ἤ διαφωνοῦν κινούμενοι ὑπό τῆς φωτιστικῆς Χάριτος τοῦ Παρακλήτου καί ἀποφασίζουν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. «Οὗ δέ τό Πνεῦμα Κυρίου ἐκεῖ καί ἐλευθερία»[7], καί
δ) Τήν Ἁγιοπατερική καί ἱεροκανονική στάσι τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ἔναντι ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι διά λόγους συνειδήσεως καί προσηλώσεως εἰς τούς δογματικούς Ὅρους καί τούς Ἱερούς Κανόνας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας δέν θά συμμορφωθοῦν σέ τυχόν ἀποφάσεις ἀσύμβατες καί ἀντικρουόμενες πρός τήν Ὀρθόδοξη Παράδοσι (τήν δογματική καί ἱεροκανονική). Ἡ συνοχή καί ἡ πλήρης ἀποδοχή τῶν ἀποφάσεων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου θά ἐξαρτηθῆ ἀπό τόν ἀπόλυτο της σεβασμό, χωρίς καινοτομίες καί προσθαφαιρέσεις στό περιεχόμενο τῆς Ἁγίας ἡμῶν καί ἀμωμήτου Πίστεως, διδασκαλίας καί Παραδόσεως. Ἀπό τήν πλήρη συμμόρφωσι πρός τήν ἀρχήν τοῦ «μή μεταίρειν ὅρια αἰώνια, ἅ οἱ Πατέρες ἔθεντο».
Τό ὁρμητικό ρεῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἡ ἀκάθεκτη ὁρμή τῆς Παγκοσμιοποίησης καί Πανθρησκείας δέν πρέπει ἐπ’ οὐδενί λόγῳ νά ἐπιδράση ἤ νά ἐπηρεάση τίς ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Ἀπαιτεῖται μεγάλη προσοχή καί ἐπαγρύπνησις διά νά μή ἐπαληθευθοῦν ὁ φόβος καί ἡ ἀνησυχία τοῦ ἐν ἁγίοις ἀναπαυομένου ἀειμνήστου Ἀρχιμανδρίτου π.Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, σπουδαίου Κανονολόγου τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ἐξέφρασε κατά τήν δεκαετία τοῦ 60 εἰς τόν τότε Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἀθηναγόρα μέ τά ἑξῆς λόγια: «Μυριάκις προτιμώτερον, Παναγιώτατε, νά ἐκριζωθῇ ὁ ἱστορικός τῆς Κων/πόλεως θρόνος καί νά μεταφυτευθῇ εἴς τινα ἔρημον νησῖδα τοῦ Πελάγους, ἀκόμη δέ καί νά καταποντισθῇ εἰς τά βάθη τοῦ Βοσπόρου, ἤ νά ἐπιχειρηθῇ ἔστω καί ἡ ἐλαχίστη παρέκκλισις ἀπό τῆς χρυσῆς τῶν Πατέρων γραμμῆς, ὁμοφώνως βοώντων:΄Οὐ χωρεῖ συγκατάβασις εἰς τά τῆς Πίστεως… Μή θέλετε νά δημιουργήσητε ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ σχίσματα καί διαιρέσεις. Πειρᾶσθε νά ἑνώσητε τά διεστῶτα καί τό μόνον ὅπερ θά κατορθώσητε, θά εἶναι νά διασπάσητε τά ἡνωμένα καί νά δημιουργήσητε ῥήγματα εἰς ἐδάφη ἕως σήμερον στερεά καί συμπαγῆ. Σύνετε καί συνέλθετε!...»
Oἱ Θεῖοι καί Ἱεροί Κανόνες τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί τῶν (ἀνεγνωρισμένων) Τοπικῶν Συνόδων «ἐκδικοῦνται», κατά τήν συνήθη ἔκφρασι τοῦ ἀειμνήστου π.Ἐπιφανίου, ὅταν γίνεται παράβασις καί καταπάτησις των. Καθορίζεται σαφῶς τό ἐπιτίμιο διά τούς καταφρονητές των (καθαίρεσις, ἀφορισμός, ἀκοινωνησία, ἀργία κλπ.).Οἱ παραβάτες τῶν Ἱερῶν Κανόνων τίθενται πρό τῶν βαρέων εὐθυνῶν των καί ἐνώπιον τῆς κρίσεως τῆς συνειδήσεως των. Ἡ Τοπική Ἐκκλησία, εἰς τήν ὁποίαν ἀνήκει ὁ καταφρονητής τοῦ συγκεκριμένου ἤ τῶν συγκεκριμένων Ἱερῶν Κανόνων, ἔχει τήν εὐθύνη καί τήν ὑποχρέωσι νά ἐπιβάλη, μετά τήν νόμιμη καί κανονική διαδικασία, τίς προβλεπόμενες κυρώσεις.
Εἶναι θλιβερό δέ καί ἀνησυχητικό ὅτι, ἐνῶ παρατηροῦνται κατάφωρες παραβιάσεις Ἱερῶν Κανόνων Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί λοιπῶν ἄλλων, καί μάλιστα στά κρίσιμα θέματα συμπροσευχῶν μέ ἑτερόδοξους, αἱρετικούς καί ἀκοινώνητους, καί τό ἀκόμη χειρότερο μέ ἀλλόθρησκους, χωρίς νά ἐπιδεικνύεται ἡ ἐπιβαλόμενη εὐαισθησία ἀπό τούς ἐκκλησιαστικῶς ἁρμοδίους καί ὑπευθύνους, ἐν τούτοις ὑπάρχει μεγάλη σπουδή καί πρόθεσις ἐπιβολῆς βαρέων ἐπιτιμίων ὑπό τῆς συγκληθησομένης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου μέ τό αἰτιολογικό νά ἀποφευχθοῦν διασπάσεις καί διαιρέσεις, ἄν καί αὐτές δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποτραποῦν μέ τό «μαστίγιο», ἀλλά μέ τόν θρίαμβο καί τήν ἐπικράτησι τῆς σῳζούσης Θείας Ἀληθείας. Γιατί ἄν συμβῆ τό ἀντίθετο, ἐνῷ δέν θέλει νά ὀνομάζεται Οἰκουμενική καί δέν διαθέτει προδήλως τό κῦρος καί τήν αὐθεντία της, ἀναμφιβόλως θά ἐκφύγη τῶν ἁρμοδιοτήτων της καί τῶν ὁρίων τῆς ἀρχῆς τῆς Συνοδικότητος καί τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας, καθώς ἐπίσης καί τῆς ἐλεύθερης ἐκφράσεως τῶν ἁγίων Συνέδρων, γεγονός τό ὁποῖο θά παραπέμψη σέ δυσάρεστες ἐποχές βίας καί καταναγκασμοῦ.
Καί διά νά ὁλοκληρώσω καί συγκλείσω τό ὅλον θέμα θά ἐπανέλθω εἰς τό βασικό θέμα τῆς εἰσηγήσεως μου, δηλ. τό τῆς μή συμμετοχῆς ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων εἰς τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τόν προσεχῆ Ἰούνιο στήν Κρήτη, παραθέτοντας τίς ἐπ’αὐτοῦ διαπιστώσεις-ἐπισημάνσεις δύο Πανεπιστημιακῶν Διδασκάλων,ἑνός ἐκ τῶν ἀρχαιοτέρων, τοῦ κ. Χρήστου Γιανναρᾶ, Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ τοῦ Παντείου Πανεπιστημίου καί ἑνός ἐκ τῶν νεωτέρων, τοῦ Καθηγητοῦ τοῦ Τμήματος Θεολογίας τοῦ ΑΠΘ κ.Χρυσοστόμου Σταμούλη.
Δέν ἐπικαλοῦμαι τίς θέσεις τῶν παρισταμένων σεβαστῶν μου Καθηγητῶν, τοῦ π. Θεοδώρου Ζήση, τοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ καί τοῦ κ.Δημ. Τσελεγγίδη, διότι θά ἕχωμε τήν εὐκαιρία νά τούς ἀκούσωμε κατά τήν εἰσήγησιν των. Γράφει ὁ πρῶτος, ὁ ἐλλογιμώτατος κ. Γιανναρᾶς μεταξύ ἄλλων καί τά ἑξῆς σχετικά μέ τό θέμα μας: «Ἡ Σύνοδος πού ἔχουν ἐξαγγείλει οἱ ἀνά τόν κόσμο Ὀρθόδοξες Χριστιανικές Ἐκκλησίες γιά τόν προσεχῆ Ἰούνιο (2016) στήν Κρήτη, χαρακτηρίζεται «Μεγάλη». Ὄχι σέ ἀριθμό συμμετεχόντων, ἀφοῦ δέν πρόκειται νά μετάσχουν (ὅπως ἦταν αὐτονόητο στίς Οἰκουμενικές Συνόδους) ὅλοι οἱ προεστῶτες τοπικῶν ἐκκλησιῶν ἐπίσκοποι. Γιά πρώτη μᾶλλον φορά σύνοδος ἐκκλησιαστική θά βασιστεῖ στήν ὀρθολογική (ἀποτελεσματικότητας) ἀρχή τῆς «ἀντιπροσώπευσης» – θά συγκροτηθεῖ ἀπό «ἀντιπροσώπους» τῶν ἐθνικῶν ἐκκλησιαστικῶν διοικήσεων ὄχι ἀπό τό σύνολο τῶν λειτουργῶν τῆς ἐπισκοπικῆς «πατρότητας» .
Στήν Ἑκκλησία εἶναι ἀδιανόητο τό «ἀντιπροσωπευτικό σύστημα» (ὅπως καί στήν ἀρχαιοελληνική «πόλιν» ἦταν ἀδιανόητη ἡ «ἀντιπροσωπευτική δημοκρατία»). Γιά τόν ἁπλούστατο λόγο ὅτι δέν ἀντιπροσωπεύονται, σέ καμιά μορφή συνοδικότητας, γνῶμες, ἀπόψεις, ἰδέες, προτάσεις. Κατατίθεται μόνο μαρτυρία ἐμπειρίας καί ἡ ἀλήθεια τῆς κατάθεσης κρίνεται ἀπό τό ἄν καί κατά πόσο ἡ κατατιθεμένη μαρτυρία «κοινωνεῖται» (πιστοποιεῖται,ἐπιμαρτυρεῖται) ἀπό τήν ἐμπειρία ὅλων. Ἔχει συμβεῖ στήν ἱστορία τῶν Συνόδων ἡ κατάθεση ἑνός δίχως τίτλους λογιότητας ἐπισκόπου ἀσήμαντης πληθυσμιακά ἐπισκοπῆς (λ.χ. τῆς Τριμυθοῦντος, στήν Κύπρο) νά καθορίσει τόν «ὅρο» - ἀπόφαση τῆς Συνόδου – νά ἀγνοηθοῦν στιλπνά ἴσως ρητορεύματα περιώνυμων πατριαρχῶν καί ἀρχιεπισκόπων».[8] Καί ὁ Καθηγητής κ. Σταμούλης παρατηρεῖ τά ἀκόλουθα:
«…Ἔχω τήν αἴσθηση ὅτι ἡ μεγάλη καί εὐλογημένη εὐκαιρία ἔχει νά κάνει κυρίως μέ τή βάση τῆς Ἐκκλησίας. Μία βάση ξεκομμένη ἀπό τήν πληροφόρησι καί συνεπῶς τή συμμετοχή σέ ὅλα ὅσα τήν ἀφοροῦν ἄμεσα καί ἀποτελοῦν ὡς μή ὄφειλε ἀντικείμενο χειρισμῶν ἀποκλειστικά τῆς κορυφῆς... Ἐάν διαπιστώνεται, λοιπόν, ἕνα ἔλλειμμα αὐτό βρίσκεται στήν ἐνημέρωση τῆς βάσης, στήν ἐνημέρωση τῶν λαϊκῶν, ἀλλά καί τῶν κληρικῶν τόσο τῶν δύο πρώτων βαθμίδων, ὅσο καί τῶν Ἐπισκόπων τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Φαίνεται ἔτσι νά λησμονεῖται ἤ νά παραθεωρεῖται, πώς «ἡ Σύνοδος δέν συνέρχεται γιά τόν ἑαυτό της, συνέρχεται γιά ὅλο τό λαό τοῦ Θεοῦ, γιά ὅλο τόν κόσμο», καθώς «εἶναι ἐκ τοῦ σώματος», «ἐν τῷ σώματι», «διά τό σῶμα».
Ὡς ἐκ τούτου, συνεχίζει ὁ κ.Καθηγητής, οἱ ἐνστάσεις οἱ ὁποίες καί ἐδῶ διατυπώθηκαν ἀπό μέλη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας δέν εἶναι χωρίς ἔρεισμα. Ὄντως, ἡ συγκεκριμένη διαδικασία εἶναι ἀμάρτυρη ἐντός τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας. Ὄντως φαίνεται νά ἀγνοεῖται τό ἱστορικό κεκτημένο πού θέλει τόν κάθε Ἐπίσκοπο νά ἔχει μία ψῆφο. Ὄντως φαίνεται νά ἀντικαθίσταται ὁ Ἐπίσκοπος ἀπό τόν πρῶτο καί νά ὑποχωρεῖ ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ προσώπου γιά χάρη τοῦ καθόλου τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας... Καί δέν χωρά καμία ἀμφιβολία πώς σέ ὅλα τά παραπάνω θά μπορούσαμε νά προσθέσωμε καί ἄλλα. Νά ποῦμε γιά παράδειγμα ὅτι μέ τήν ἀποδοχή τῆς ὁμοφωνίας, ἀλλά καί τῆς μίας ψήφου ἡττᾶται ἡ Ἐκκλησιολογία τῆς συνοδικότητας, βιάζεται ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί περιθωριοποιεῖται ἡ ἴδια ἡ ζωή…».[9]
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Θεωρῶ ὅτι μέ τήν παροῦσα εἰσήγησι ἀναδείχθηκε ἐπαρκῶς τό θέμα τῆς μή συμμετοχῆς ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων εἰς τήν προσεχῆ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο καί κατεδείχθησαν ἀριδήλως τά ἐκκλησιολογικά προβλήματα, τά ὁποῖα προφανῶς θά προκύψουν ἐκ τούτου. Ὅσον ἀφορᾶ δέ εἰς τά ποιμαντικά προβλήματα, δύναται πᾶς τις νά τά προοιωνίση. Τοῦτο μόνο νά τονισθῆ:Ὑπάρχει φόβος Ὀρθόδοξοι πιστοί, βλέποντες νά περιθωριοποιεῖται ἤ νά ἀναιρεῖται ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοσις εἰς ὡρισμένα καίρια σημεῖα καί νά παραβιάζωνται κανονικά θέσμια καί ἡ δογματική περί Ἐκκλησίας διδασκαλία νά σκανδαλίζωνται καί νά μή πειθαρχοῦν εἰς τούς Ἐκκλησιαστικούς Ποιμένες καί Διδασκάλους καί νά διάγουν μέ ταραχή καί ὄχι μἐ ἐκκλησιαστική εἰρήνη καί εὐταξία, τοῦθ’ὅπερ θά εἶναι ὀλέθριο πνευματικά καί ἀλυσιτελές. «Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετά φόβου. Πρόσχωμεν!»
Νά κατακλείσω τήν παροῦσα εἰσήγησι, ἀφοῦ ζητήσω συγγνώμη γιά τήν ὑπέρβασι τοῦ χρονικοῦ ὁρίου, μέ τήν εὐχή τῶν Ἱερῶν Διπτύχων τῆς Ἁγίας Προθέσεως, τά ὁποῖα ἀνεγίνωσκε σέ κάθε Θεία Λειτουργία ὁ ἀείμνηστος Γέροντας μου καί καταξιωμένος ΜητροπολίτηςὝδρας, Σπετσῶν καί Αἰγίνης κυρός Ἱερόθεος (πού τά εἶχε παραλάβη ἀπό τόν ἀοίδιμο Γέροντα του Ἀρχιμανδρίτη π.Γερβάσιο Παρασκευόπουλο). Ἔλεγε αὐτή ἡ εὐχή: «Μνήσθητι Κύριε τῆς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς ἀπό περάτων ἕως περάτων τῆς Οἰκουμένης. Τῆς λύσεως τῶν σχισμάτων καί τῶν αἱρέσεων καί τῆς ἀναδείξεως ἀσπίλου καί ἀμώμου τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς ἐκλεκτῆς Σου Νύμφης». Ἀμήν.
[1] Χρυσοστόμου Σαββάτου, Μητροπολίτου Μεσσηνίας, Εἰσήγησις ἐνώπιον τῆς Ι.Σ.Ι. μέ θέμα : «Ἐνημέρωσις περί τῆς μελλούσης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», σελ. 8, παρ. 2.
[2] Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί Ἀγαπίου Ἱερομονάχου, Πηδάλιον τῆς Νοητῆς Νηός τῆς Μιᾶς,Ἁγίας,Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔκδ.Β, ἐν Ἀθήναις,1841.
[3] Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί Ἀγαπίου Ἱερομονάχου, Πηδάλιον..., ἔκδ.Β’
Ἐν Ἀθήναις 1841, Περί τῆς Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Πρώτης Συνόδου, Προλεγόμενα, ὑποσημ.1, σ.66.
[4] Ἔνθ΄ἀνωτ.ὑποσημ.1,σ.66, Δοσιθέου σελ. 633 τῆς Δωδεκαβίβλου.
[5] Ἁμίλκα Σ. Ἀλιβιζάτου(†), Καθηγητοῦ τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου ἐν τῷ Πανεπιστημίῳ Ἀθηνῶν, Οἱ Ἱεροί Κανόνες, ἔκδ.Τρίτη 1997, Ἀποστολική Διακονία, Ἀθῆναι, σελ. 20.
[8] Χρήστου Γιανναρᾶ,Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ τοῦ ΕΚΠΑ. ἐπιφυλλίδα «Καθημερινῆς» 13 -03 -2016 ὑπό τόν τίτλον «Μέτρο παρακμῆς ἡ «Μεγάλη Σύνοδος».
[9] Χρυσοστόμου Σταμούλη,Καθηγητοῦ τοῦ ΑΠΘ, «Ἡ λειτουργία τῆς ὁμοφωνίας καί ἡ ποιητική τῆς ἑνότητας», Εἰσήγησις «Πρός τήν Ἁγία κάι Μεγάλη Σύνοδο». (3-5 Δεκεμβ. 2015)

Το κείμενο της Ε΄ Πανορθοδόξου Προσυνοδικής Διασκέψεως (Σαμπεζύ 2015) με τίτλο «Σχέσεις Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον» είναι το πλέον σημαντικό κείμενο της μελλούσης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και είναι σίγουρο ότι θα αναδειχθεί ο πλέον καθοριστικός παράγοντας για την εκκλησιαστική αξιολόγηση της ίδιας της Συνόδου. Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι το κείμενο αν και δεν έχει την τυπική μορφή και δομή δογματικού όρου, ουσιαστικά επέχει θέση δογματικής αποφάσεως της Συνόδου, και, συνεπώς, η Εκκλησία – δηλ. όλοι εμείς, κλήρος και λαός – οφείλουμε να το αντιμετωπίζουμε με τη δέουσα σοβαρότητα ως τη δογματική απόφαση της Πανορθοδόξου Συνόδου. [Σε παλαιότερη δημοσίευσή μας έχουμε προβεί σε εκτενή σχολιασμό του κειμένου αυτού στον οποίο και παραπέμπουμε για την πληρότητα και αναγκαία τεκμηρίωση της παρούσης εισηγήσεως
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ - ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ
"ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ"
Μεγάλη προετοιμασία χωρίς προσδοκίες.
Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας-Πειραιάς - Τετάρτη 23.3.2016
«Ιεροί κανόνες και το κείμενο της Ε΄ ΠΠΔ με τίτλο
«Σχέσεις Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον»
πρωτοπρεσβύτερος Αναστάσιος Γκοτσόπουλος
Εφημέριος Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Πατρών
Το κείμενο της Ε΄ Πανορθοδόξου Προσυνοδικής Διασκέψεως (Σαμπεζύ 2015) με τίτλο «Σχέσεις Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον» είναι το πλέον σημαντικό κείμενο της μελλούσης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και είναι σίγουρο ότι θα αναδειχθεί ο πλέον καθοριστικός παράγοντας για την εκκλησιαστική αξιολόγηση της ίδιας της Συνόδου. Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι το κείμενο αν και δεν έχει την τυπική μορφή και δομή δογματικού όρου, ουσιαστικά επέχει θέση δογματικής αποφάσεως της Συνόδου, και, συνεπώς, η Εκκλησία – δηλ. όλοι εμείς, κλήρος και λαός – οφείλουμε να το αντιμετωπίζουμε με τη δέουσα σοβαρότητα ως τη δογματική απόφαση της Πανορθοδόξου Συνόδου. [Σε παλαιότερη δημοσίευσή μας έχουμε προβεί σε εκτενή σχολιασμό του κειμένου αυτού στον οποίο και παραπέμπουμε για την πληρότητα και αναγκαία τεκμηρίωση της παρούσης εισηγήσεως
Η παρούσα εισήγηση με τίτλο «Ιεροί κανόνες και το κείμενο της Ε΄ ΠΠΔ με τίτλο «Σχέσεις Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον» περιορίζεται αναγκαστικά μόνο στο ζήτημα αν η κανονική παράδοση της Εκκλησίας μας αναγνωρίζει τα μυστήρια των αιρετικών. Και αυτό, διότι αν εξαιρέσουμε την § 20, στην οποία θα επικεντρώσουμε την εισήγησή μας, σε ολόκληρο το κείμενο της Ε΄ΠΠΔ δεν υπάρχει καμία αναφορά σε Ιερούς Κανόνες και στην εν γένει κανονική παράδοση της Εκκλησίας μας.
Είναι άξιο επισήμανσης ότι Ε΄ ΠΠΔ (Σαμπεζύ 2015) όταν διαπραγματεύθηκε το μείζον και κρίσιμο αυτό θέμα των σχέσεων της Εκκλησίας με την ετεροδοξία δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να προσφύγει στην πλούσια κανονική παράδοση της Εκκλησίας μας! Δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να θεμελιώσει τους ισχυρισμούς της στην μέχρι τώρα εκκλησιαστική πρακτική!
Ωσάν η Εκκλησία για πρώτη φορά να έρχεται σε επαφή και διάλογο και επικοινωνία με άλλες αιρετικές ή σχισματικές κοινότητες! Ωσάν μέχρι σήμερα η Ορθοδοξία να μην είχε παρόμοια εμπειρία και πρακτική. Ωσάν η εμπειρία της παράδοσης να μην είναι δημιουργικά δεσμευτική στη ζωή και τη δράση μας ως μελών της Εκκλησίας!
Όμως ἡ Ἐκκλησία πάντοτε πονούσε και ενδιαφερόταν ιδιαίτερα γιά τήν μετάνοια καί τήν ἐπιστροφή των αιρετικών και σχισματικών στην Αλήθεια και ενότητά της. Και είναι γνωστό ότι το ενδιαφέρον της αυτό και οι βασικές εκκλησιολογικές και κανονικές αρχές στην πραγμάτωσή του έχουν αποτυπωθεί στους ιερούς Κανόνες της. Για να γίνει αντιληπτός ο όγκος της κανονικής παραδόσεως που έχει ως αντικείμενο τις σχέσεις της Εκκλησίας με τους ετεροδόξους αξίζει να σημειώσουμε ότι μόνο στο επικυρωμένο από Οικουμενικές Συνόδους corpus των Ι. Κανόνων των Συνόδων της Καρθαγένης έχουν ενσωματωθεί 18 Κανόνες που αναφέρονται στο θέμα «Σχέσεις Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον » και ιδιαιτέρως προς το σχίσμα των Δονατιστών, που ταλαιπωρούσε τη βορειοαφρικανική λατινική Εκκλησία της Καρθαγένης. Στούς Κανόνες των Συνόδων της Καρθαγένης περιγράφεται διά πολλῶν το πλαίσιο στο οποίο οφείλουν να κινηθούν οι ὀρθόδοξοι ποιμένες στό διάλογο με τους σχισματικούς με σκοπό την ένταξή τους και πάλι στην εκκλησιαστική κοινωνία. Δυστυχώς, αυτή η πλούσια κανονική παράδοση δεν έχει αξιοποιηθεί ουδέ στο ελάχιστο στο κείμενο της Ε΄ ΠΠΔ.
Όπως ήδη ανέφερα, μοναδική αναφορά σε ιερούς κανόνες στο προσυνοδικό κείμενο γίνεται στην περίφημη § 20 η οποία αναφέρει επί λέξει: «Αι προοπτικαί των θεολογικών διαλόγων της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά των άλλων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών προσδιορίζονται πάντοτε επί τη βάσει των κανονικών κριτηρίων της ήδη διαμορφωμένης εκκλησιαστικής παραδόσεως (κανόνες 7 της Β΄ και 95 της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου)».
Η § 20 εντάσσεται στην ενότητα του Κειμένου περί του ΠΣΕ. Συνεπώς, όταν αναφέρεται σε «άλλες χριστιανικές Εκκλησίες και Ομολογίες» περιλαμβάνει τις περισσότερες από 345 Κοινότητες-μέλη του ΠΣΕ. Μην ξεχνάμε ότι στο ΠΣΕ υπάγονται εκτός από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες (εκτός των Πατριαρχείων Γεωργίας και Βουλγαρίας) και αιρετικές ομάδες απολύτως ετερόκλητες από θεολογικής απόψεως (από Νεστοριανούς και Μονοφυσίτες μέχρι και Κουάκερους, Στρατό της Σωτηρίας, νεοπροτεστάντες, πεντηκοστιανούς, free Churches κοκ). Ορισμένα από τα μέλη του ΠΣΕ αρνούνται όλες ή τις περισσότερες Οικουμενικές Συνόδους, αρνούνται όλα τα μυστήρια, αρνούνται το αειπάρθενο της Θεοτόκου, αρνούνται την τιμή προς τη Θεοτόκο, τους Αγίους και τον Τίμιο Σταυρό, αρνούνται την αποστολική διαδοχή, αρνούνται σύνολη την ιερή παράδοση και αυτόν τον Κανόνα της Αγ. Γραφής! Και όμως στο κείμενο χαρακτηρίζονται «Εκκλησίες»
Στην § 20 λοιπόν, μνημονεύονται μόνο οι Κανόνες Β-7, Στ-95 οι οποίοι δεν αναφέρονται στους θεολογικούς διαλόγους, αλλά αποκλειστικά και μόνο στον τρόπο και τη διαδικασία εισδοχής στην Ορθοδοξία των πρώην αιρετικών. Όπως ήδη ακούσαμε, μέσω των κανόνων αυτών, ορθότερα, διαστρεβλώνοντας το πνεύμα και το γράμμα των Ι. Κανόνων, γίνεται προσπάθεια αναγνώρισης των μυστηρίων των αιρετικών με άμεση στόχευση την αμνήστευση των αιρέσεων και την “εκκλησιαστικοποίησή” τους, την αναγνώριση της “εκκλησιαστικότητάς” τους.
Το ζήτημα της αναγνώριση, ορθότερα της μη αναγνώρισης των μυστηρίων των αιρετικών, είχε λήξει από πολύ νωρίς στη ζωή της Εκκλησίας και όποτε ερχόταν στο προσκήνιο η Εκκλησία επαναλάμβανε πάντοτε τις βασικές θεολογικές της θέσεις, τις διατυπωμένες με εξαιρετική σαφήνεια ήδη από τον γ΄ και δ΄ αιώνα. Η δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας έλαβε και κανονική επικύρωση μέσω πολλών κανονικών αποφάσεων Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων.
Ας δούμε όμως πολύ συνοπτικά τη σχετική κανονική παράδοση της Εκκλησίας μας αναφορικά με τους κανόνες Β-7 και Στ-95:
1. Γένεση του προβληματισμού
Όπως ήδη αναφέραμε, πάγια διδασκαλία της Εκκλησίας μας που συναρτάται άμεσα με την ίδια την αυτοσυνειδησία της και, συνεπώς, με τις πλέον θεμελιώδεις εκκλησιολογικές αρχές της, είναι ότι μόνο μέσα στη «γνήσια και αληθινή Εκκλησία τελεσιουργούνται τα μυστήρια και μόνο διά μέσου αυτής λειτουργούν σωστά και σωστικά για τον άνθρωπο». Για το λόγο αυτό είναι εντελώς αδιανόητο για την Εκκλησία να υφίστανται έγκυρα και χαριτόβρυτα μυστήρια που να προσφέρουν σωτηρία εκτός Αυτής, στους σκοτεινούς χώρους των αιρέσεων και των σχισμάτων. Αυτή η βασική δογματική-εκκλησιολογική διδασκαλία εντάχθηκε πολύ νωρίς στο Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας μας με τους Αποστολικούς Κανόνες,
Αποστ-46: «Ἐπίσκοπον, ἢ πρεσβύτερον, αἱρετικῶν δεξαμένους βάπτισμα, ἢ θυσίαν, καθαιρεῖσθαι προστάττομεν. Τίς γὰρ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου ;».
Αποστ-47: «Ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, τὸν κατὰ ἀλήθειαν ἔχοντα βάπτισμα ἐὰν ἄνωθεν βαπτίσῃ ἢ τὸν μεμολυσμένον παρὰ τῶν ἀσεβῶν ἐὰν μὴ βαπτίσῃ , καθαιρείσθω, ὡς γελῶν τὸν σταυρόν καὶ τὸν τοῦ Κυρίου θάνατον, καὶ μὴ διακρίνων ἱερέας ψευδοϊερέων ».
Αποστ-50: «Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, μὴ τρία βαπτίσματα μιᾶς μυήσεως ἐπιτελέσῃ, ἀλλ᾿ ἓν βάπτισμα, τὸ εἰς τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου διδόμενον, καθαιρείσθω. Οὐ γὰρ εἶπεν ὁ Κύριος, εἰς τὸν θάνατόν μου βαπτίσατε· ἀλλά, Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος».
Αποστ-68: «Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, δευτέραν χειροτονίαν δέξηται παρά τινος, καθαιρείσθω καὶ αὐτός, καὶ ὁ χειροτονήσας· εἰ μή γε ἄρα συσταίη, ὅτι παρὰ αἱρετικῶν ἔχει τὴν χειροτονίαν. Τοὺς γὰρ παρὰ τῶν τοιούτων βαπτισθέντας ἢ χειροτονηθέντας, οὔτε πιστούς, οὔτε κληρικοὺς εἶναι δυνατόν».
Οι ανωτέρω Αποστολικοί Κανόνες κατηγορηματικά αρνούνται την ύπαρξη μυστηρίων εκτός της Εκκλησίας, παρέχοντας μάλιστα με σύντομες φράσεις και την απαραίτητη θεολογική αιτιολόγηση. Άμεση πρακτική συνέπεια της εκκλησιολογικής αυτής θέσης ήταν ότι, όταν κάποιος αιρετικός μετανοούσε και επιθυμούσε να ενταχθεί στην Εκκλησία, η Εκκλησία τον βάπτιζε ανεξάρτητα από το αν αυτός είχε “βαπτιστεί”, στην αίρεση στην οποία μέχρι τότε ανήκε.
2. Διένεξη πάπα Στεφάνου - Αγ. Κυπριανού
Σοβαρότατο όμως πρόβλημα προέκυψε στην Εκκλησία τον 3ο αι. με τον πάπα Ρώμης Στέφανο, ο οποίος δεν (ανα)βάπτιζε τους προσερχομένους από το σχίσμα των Νοβατιανών. Ριζικὰ ἀντίθετος ἦταν ὁ Ἅγ. Κυπριανός, ἐπίσκοπος Καρχηδόνος, ὁ πρῶτος μεγάλος Δυτικὸς Πατέρας καὶ Θεολόγος τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ἀκολουθώντας τοὺς Ἀποστ-46, -47, -50 καὶ -68, τὶς ἀποφάσεις προγενεστέρων Αφρικανικών Συνόδων και ταυτιζόμενος θεολογικὰ μὲ τὶς μικρασιατικὲς Ἐκκλησίες, θεωροῦσε ἐντελῶς ἀνυπόστατα ὅλα τὰ «μυστήρια» τῶν αἱρετικῶν . Η άποψη αυτή του Αγ. Κυπριανού ἔγινε ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὶς τρεῖς Τοπικὲς Συνόδους τῆς Β. Ἀφρικῆς ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ ιδίου. Η απόφαση της Συνόδου της Καρχηδόνος έχει επικρατήσει να ονομάζεται Κανόνας του Αγ. Κυπριανού[i].
Σύμφωνα με τὸν Κυπρ-1 στην αίρεση και το σχίσμα δεν υφίσταται:
· τὸ μυστήριο τοῦ χρίσματος («οὐ δύναται χρίσμα τὸ παράπαν παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς εἶναι »),
· τῆς Θ. Εὐχαριστίας («ὁ μήτε θυσιαστήριον ἔχων »),
· τῆς ἀφέσεως («ἀδύνατον ἁμαρτημάτων ἄφεσιν λαβεῖν »)
· της Ιερωσύνης «Πῶς δὲ εὔξεται ὑπὲρ τοῦ βαπτισθέντος οὐχὶ ἱερεύς, ἀλλ' ἱερόσυλος καὶ ἁμαρτωλός »
· τοῦ Βαπτίσματος. «μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι ἔξω τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας, ἑνὸς ὄντος βαπτίσματος καὶ ἐν μόνῃ τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ ὑπάρχοντος».
Δεν υπάρχουν, λοιπόν στην αίρεση μυστήρια, διότι στην αίρεση δεν υπάρχει ούτε Εκκλησία: «Παρὰ δὲ τοῖς αἱρετικοῖς, ἐκκλησία οὐκ ἔστιν», « ἁγιάσαι δὲ ἔλαιον οὐ δύναται ὁ αἱρετικός, ὁ μήτε θυσιαστήριον ἔχων, μήτε ἐκκλησίαν· ὅθεν οὐ δύναται χρίσμα τὸ παράπαν παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς εἶναι».
Τέλος, η Εκκλησία έχει αποφανθεί συνοδικά: Τα κανονικά και χαρισματικά όρια της Εκκλησίας ταυτίζονται: «ἑνὸς ὄντος τοῦ βαπτίσματος καὶ ἑνὸς ὄντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ μιᾶς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἐπάνω Πέτρου τοῦ Ἀποστόλου, ἀρχῆθεν λέγοντος, τῆς ἑνότητος τεθεμελιωμένης· καὶ διὰ τοῦτο τὰ ὑπ' αὐτῶν γινόμενα, ψευδῆ καὶ κενὰ ὑπάρχοντα, πάντα ἐστὶν ἀδόκιμα».
Τὴ θεολογικὴ θέση τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ συμμερίστηκε και ο Μ. Βασίλειος, ο οποίος τὴν μνημονεύει στὴν κανονικὴ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἅγ. Ἀμφιλόχιο Ἰκονίου (κανόνες Βασιλ-1, -47), προσφέροντας μάλιστα καὶ πρόσθετη θεολογικὴ αἰτιολογία, ότι το βάπτισμα των αιρετικών είναι ανυπόστατο.
Στὸν ἐπικυρωθέντα ἀπὸ Οἰκουμενικές Συνόδους (Στ-2 καὶ Ζ-1) κανόνα του ἀναφέρει μεταξὺ ἄλλων ὁ Μ. Βασίλειος (Βασιλ-1): «Ἐκεῖνο γὰρ ἔκριναν οἱ παλαιοὶ δέχεσθαι βάπτισμα, τὸ μηδὲν τῆς πίστεως παρεκβαῖνον…Ἔδοξε τοίνυν τοῖς ἐξ ἀρχῆς, τὸ μὲν τῶν αἱρετικῶν παντελῶς ἀθετῆσαι … Οὐ γὰρ ἐβαπτίσθησαν οἱ μὴ εἰς τὰ παραδεδομένα ἡμῖν βαπτισθέντες.… ἡ μὲν ἀρχὴ τοῦ χωρισμοῦ διὰ σχίσματος γέγονεν, οἱ δὲ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες οὐκ ἔτι ἔσχον τὴν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ἑαυτούς· ἐπέλιπε γὰρ ἡ μετάδοσις τῷ διακοπῆναι τὴν ἀκολουθίαν. Οἱ μὲν γὰρ πρῶτοι ἀναχωρήσαντες, παρὰ τῶν Πατέρων ἔσχον τὰς χειροτονίας καὶ διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν αὐτῶν εἶχον τὸ χάρισμα τὸ πνευματικόν. Οἱ δέ, ἀποῤῥαγέντες, λαϊκοὶ γενόμενοι, οὔτε τοῦ βαπτίζειν, οὔτε τοῦ χειροτονεῖν εἶχον ἐξουσίαν, οὔτε ἠδύναντο χάριν Πνεύματος ἁγίου ἑτέροις παρέχειν, ἧς αὐτοὶ ἐκπεπτώκασι· διὸ ὡς παρὰ λαϊκῶν βαπτιζομένους τοὺς παρ’ αὐτῶν, ἐκέλευσαν ἐρχομένους ἐπὶ τὴν Ἐκκλησίαν, τῷ ἀληθινῷ βαπτίσματι, τῷ τῆς Ἐκκλησίας, ἀνακαθαίρεσθαι».
Ο Οικουμενικός Διδάσκαλος Μ. Βασίλειος είναι απολύτως σαφής: δεν υπάρχει κανένα περιθώριο ύπαρξης βαπτίσματος και ιερών μυστηρίων, που να παρέχουν σώζουσα Θ. Χάρη εκτός της Εκκλησίας.
3. Η κατ’ ακρίβεια και η κατ’ οικονομία πράξη.
Παράλληλα, ὅμως, με τις τόσο κρυστάλλινες απόψεις του, που είναι ταυτόχρονα και θεολογία της Εκκλησίας αφού έχουν επικυρωθεί από Οικουμενικές Συνόδους, ὁ Μ. Βασίλειος ἀποδέχεται την διά μόνο λιβέλου και μυστηρίου τού Χρίσματος αποδοχή των «προστιθεμένων τῇ ὀρθοδοξίᾳ» ἀπὸ συγκεκριμένες αἱρέσεις τὶς ὁποῖες καὶ μνημονεύει. Ἀκολούθως, ἡ Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος μὲ τὸν Β-7 καὶ ἀργότερα ἡ Στ΄ μὲ τὸν Στ-95[ii] ὁρίζει τρεῖς κατηγορίες-τρόπους εἰσδοχῆς στὴν Ἐκκλησία: μὲ τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, μὲ χρήση Ἁγ. Μύρου καὶ διὰ λιβέλου.
Έτσι, στην εκκλησιαστική πράξη παρουσιάζεται μία διαφοροποίηση στὸν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν «προστιθεμένων τῇ ὀρθοδοξίᾳ»:α) Ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ ἔχουμε τοὺς οικουμενικού κύρους Ἀποστ-46, -47, -50 καὶ -68, τὸν Κυπρ-1 καὶ τοὺς δύο κανόνες τοῦ Μ. Βασιλείου (1ο καὶ 47ο), οι οποίοι, εκθέτοντας τις βασικές εκκλησιολογικές θεολογικές αρχές της Εκκλησίας, αρνούμενοι κατηγορηματικά το βάπτισμα και τα λοιπά μυστήρια των αιρετικών, επιτάσσουν τον (ανα)βαπτισμό των προσερχομένων στην Ορθοδοξία, και β)τους Β-7, Στ-95 και μερικώς οι Βασιλ-1, -47, οι οποίοι σε ορισμένες περιπτώσεις και υπό ορισμένες προϋποθέσεις δίνουν τη δυνατότητα εισδοχής των πρώην αιρετικών στην Εκκλησία μόνο με λίβελλο και χρίσμα.
Πῶς συνδυάζονται ὅμως οἱ δύο ἀντικρουόμενες, φαινομενικά, πρακτικές; Καὶ γιατί ἡ Στ΄ ἐν Τρούλλῳ ἐπικύρωσε τοὺς «ἀντιφατικοὺς» αὐτοὺς κανόνες;
Ὁ κανόνας τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ, οἱ Ἀποστολικοὶ καὶ οἱ τοῦ Μ. Βασιλείου εἶναι σαφὲς ὅτικαθορίζουν τὰ θεολογικὰ κριτήριαπροσέγγισης τοῦ ζητήματος αὐτοῦ. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τοὺς ἐπικυρωμένους ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους κανόνες, ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀναγνώρισε ὡς ἔγκυρο τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, ὡς παρέχον σῴζουσα Θ. Χάρη ποὺ συγχωρεῖ ἁμαρτίες, ἀναγεννᾷ τὸν βαπτιζόμενο καὶ τὸν ἐντάσσει στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, διότι ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἐνεργεῖ ἡ τελετουργικὴ τῶν μυστηρίων Χάρις τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Ὅλοι οἱ μεγάλοι Πατέρες καὶ ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς καὶ οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ὁμογνωμοῦν ἀπολύτως στὸ σημεῖο αὐτό. Ἡ ἔντονη διένεξη Καρχηδόνος–Ρώμης (Ἁγ. Κυπριανοῦ – Ἁγ. Στεφάνου) διεσάφησε πλήρως τὸ θέμα! Καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ Πενθέκτη Οικουμενική δεν επικύρωσε τις απόψεις τού πάπα Αγ. Στεφάνου, αλλά προσέδωσε οἰκουμενικὸ κῦρος στὸν Κυπρ-1 καὶ τοὺς συναφεῖς μὲ αὐτόν κανόνες (Ἀποστ-46, -47, -50 καὶ -68, τὸν Κυπρ-1 καὶ τοὺς δύο κανόνες τοῦ Μ. Βασιλείου (1ο καὶ 47ο)), ἐντάσσοντάς τους στοὺς ἐπικυρωμένους κανόνες Τοπικῶν Συνόδων καὶ Ἁγ. Πατέρων: ουσιαστικά θέλησε νὰ περιβάλει μὲ οἰκουμενικὸ κῦρος τὴ θεολογία-εκκλησιολογία τοῦ κανόνος.
Ὁ Μ. Βασίλειος, ποὺ συμφωνεῖ καὶ ἐπαυξάνει τὴ θεολογική προσέγγιση τῆς Συνόδου του Αγ. Κυπριανού, ἐξηγεῖ καὶ τὸ γιατί ἡ Ἐκκλησία δέχεται τοὺς προσερχομένους ἀπὸ ὁρισμένες αἱρέσεις χωρὶς νὰ τοὺς βαπτίζει. Δὲν πρόκειται περὶ θεολογικῶν, ἀλλὰ καθαρὰ περί ποιμαντικῶν λόγων: «οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν» (Βασιλ-1), ή «οικονομίας τινός ένεκα» (Βασιλ-47), ὅπως χαρακτηριστικὰ σημειώνει. Ἐπίσης, ὁ ἴδιος, ενώ υπεραμύνεται της θεολογικής ακρίβειας, προτείνει και τὴν κατ’ οἰκονομία πράξη «ἐὰν μέντοι μέλλῃ τῇ καθόλου οἰκονομίᾳ ἐμπόδιον ἔσεσθαι τοῦτο, πάλιν τῷ ἔθει χρηστέον καὶ τοῖς οἰκονομήσασι τὰ καθ’ ἡμᾶς Πατράσιν ἀκολουθητέον. Ὑφορῶμαι γὰρ μήποτε, ὡς βουλόμεθα ὀκνηροὺς αὐτοὺς περὶ τὸ βαπτίζειν ποιῆσαι, ἐμποδίσωμεν τοῖς σῳζομένοις διὰ τὸ τῆς προτάσεως αὐστηρόν».
Ἀντιδιαστέλλεται, λοιπὸν, ἡ θεολογική ἀκρίβεια («τὸ τῆς προτάσεως αὐστηρόν»), ἀπὸ τὴν ποιμαντικὴ οἰκονομία («τὸ ἔθος τῶν πατέρων»). Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ Ἐκκλησία, χρησιμοποιώντας τὴ θεολογικὴ ἀκρίβεια σὲ ὅλους τοὺς τόνους, ἀποφαίνεται ὅτι δὲν ὑφίσταται ἔγκυρο βάπτισμα στὴν αἵρεση. Ἀξιοποιώντας ὅμως τὴν ποιμαντικὴ οἰκονομία, ὑποδέχεται ὅσους μετανοημένοι ἀρνοῦνται τὴν αἵρεση καὶ προσέρχονται στὴν Ἐκκλησία μόνο μὲ τὴν τέλεση τοῦ ἱεροῦ Χρίσματος καὶ τὴ Θ. Μετάληψη καὶ ὄχι διὰ τοῦ τριπλοῦ μυστηρίου τῆς Χριστιανικῆς μυήσεως (Βάπτισμα-Χρῖσμα-Θ. Εὐχαριστία), όπως προβλέπει η κατ’ ακρίβεια πράξη. Σε όλες τις περιπτώσεις, όμως, απαιτείται ρητή άρνηση και αναθεματισμός των αιρέσεων, των αιρετικών διδασκαλιών, ακόμα και των «εξάρχων των αιρέσεων».
Η κατ’ οἰκονομία ἐκκλησιαστικὴ πράξη ἔλαβε καὶ συνοδικὴ ἐπικύρωση μὲ τοὺς Β-7 καὶ Στ-95. Εἶναι χαρακτηριστικὸ, όμως, ὅτι ενώ οι κανόνες που απορρίπτουν το αιρετικό «βάπτισμα» παρέχουν σύντομη ή πολύ αναλυτική θεολογική αιτιολόγηση, οι κανόνες που προτείνουν την οικονομία στην εισδοχή των πρώην αιρετικών δεν προβάλουν καμία θεολογική αιτιολόγηση. Είναι κατ’ οικονομία . αυτό και μόνο αρκεί. Η μόνη αιτιολόγηση προέρχεται από τον Μ. Βασίλειο: « οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν… Ἐὰν μέντοι μέλλῃ τῇ καθόλου οἰκονομίᾳ ἐμπόδιον ἔσεσθαι τοῦτο. Ὑφόρομαι γὰρ μήποτε, ὡς βουλόμεθα ὀκνηροὺς αὐτοὺς περὶ τὸ βαπτίζειν ποιῆσαι, ἐμποδίσωμεν τοῖς σῳζομένοις διὰ τὸ τῆς προτάσεως αὐστηρόν» (Βασιλ-1). Κ ανένας θεολογικός-εκκλησιολογικός λόγος, μόνο η ποιμαντική ανάγκη της σωτηρίας δια της μετοχής στη ζωή της Εκκλησίας, εφ’ όσον ο άνθρωπος έχει μετανοήσει και φύγει από την αίρεση. Ο Άγ. Κύριλλος είναι επιγραμματικός επ’ αυτού: «καν είδης συντρέχοντας νυν τη ορθή πίστει αμνησικάκει περί των παρελθόντων… οικονομίας ένεκα, μη ακριβολογούμενος σφόδρα περί τους μεταγιγνώσκοντας… ταύτα γράφω ου τισι χαριζόμενος, αλλ’ ειδώς, ότι καλή μάλλον εν τούτοις η οικονομία».
Επίσης, ούτε ο Μ. Βασίλειος ούτε οι ιεροί Κανόνες ούτε οι Οικουμενικές Σύνοδοι προσπαθούν στην κατ’ οικονομία πράξη να θεμελιώσουν επιχειρήματα για να ακυρώσουν βασικές εκκλησιολογικές αρχές (ανυπαρξία τελεσιουργικής των μυστηρίων Θ. Χάριτος στην αίρεση, ανυπαρξία ιερών Μυστηρίων εκτός Εκκλησίας, διάκριση Εκκλησίας-αίρεσης, αλήθειας-πλάνης κοκ). Ποτέ! Όπως στη σημερινή εκκλησιαστική πράξη η κατ’ οικονομία δυνατότητα τελέσεως αεροβαπτίσματος από Ορθόδοξη νοσηλεύτρια δεν υπονοεί ότι η νοσηλεύτρια έχει την ειδική ιερωσύνη ή ότι μπορεί να τελέσει κατ’ οικονομία και άλλα μυστήρια, έτσι για την εκκλησιαστική μας παράδοση με την κατ’ οικονομία εισδοχή των αιρετικών, με κανένα τρόπο δεν αναγνωρίζονται τα μυστήρια των αιρετικών! Είναι, άλλωστε, αδιανόητο η οικονομία τού αεροβαπτίσματος να χρησιμοποιηθεί ως θεολογικός λόγος για τη διεκδίκηση της ιερωσύνης των γυναικών . κατά τον ίδιο τρόπο ήταναδιανόητο για τους Πατέρες οι αιρετικοί να διεκδικήσουν εγκυρότητα των «μυστηρίων» τους, όπως γίνεται σήμερα στην Οικουμενική Κίνηση!
Είναι σαφής επ’ αυτού η απόφαση της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής (1971), η οποία στο κείμενο «Η οικονομία εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία» εύστοχα σημειώνει: «Η Ορθόδοξος ημών Εκκλησία αποβλέπει…α) εις την διατήρησιν κατά πρώτον και κύριον λόγον της εαυτής πίστεως και διδασκαλίας τελείως ανοθεύτου και ανεπηρεάστου εκ της κατ’ οικονομίαν τοιουτοτρόπου συγκαταβάσεως αυτής προς τους έξω. “Διότι ου συγχωρεί συγκατάβασις εις τα της ορθοδόξου πίστεως, και τότε τας οικονομίας ο ορθός λόγος μεταχειρίζεται, ότε το δόγμα της ευσεβελιας ουδέν παραβλάπτεται” (Ευλόγιος Αλεξ. PG 103, 953)». Δηλαδή η κατ΄ οικονομία πράξη για την εισδοχή πρώην αιρετικών δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως θεολογικό προηγούμενο για την τροποποίηση, ουδέ στο ελάχιστο, της πίστης και της διδασκαλίας της Εκκλησίας, αναφορικά με την αυτοσυνειδησία της και την “εκκλησιαστικότητα” των ετεροδόξων!
Τέλος, ας προσέξουμε ότι ουδέποτε η Εκκλησία χρησιμοποίησε την οικονομία για να αφήσει τον άνθρωπο στην πλάνη και την αίρεση, αποκοιμίζοντάς τον ότι δήθεν δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα να παραμένει στην πλάνη… Αυτό δεν είναι ποιμαντική οικονομία, αλλά απάνθρωπη συμπεριφορά και ασυγχώρητη κατά του Αγίου Πνεύματος βλασφημία!
Διαβάζοντας το Κείμενο της Ε΄ ΠΠΔ δε μπορούμε, δυστυχώς, να συναντήσουμε όλη αυτή την πλούσια προβληματική τής Εκκλησίας μας: την φιλάνθρωπη διπλή πρακτική και αλληλοσυμπλήρωση μεταξύ ακρίβειας και οικονομίας με μοναδικό σκοπό τη σωτηρία τού ανθρώπου! Αντίθετα, έχουμε μία πρόχειρη και γενικόλογη προσέγγιση, η οποία αφήνει πολλά ερωτηματικά και προπαντός οδηγεί σε σκοτεινές θεολογικές ατραπούς.
4. Τα κριτήρια για την άσκηση ακρίβειας ή οικονομίας.
Η § 20 του Κειμένου αναφέρεται σε « κανονικά κριτήρια της ήδη διαμορφωμένης εκκλησιαστικής παραδόσεως» και παραπέμπει στους Β-7 και Στ-95. Προσεκτική όμως μελέτη των Κανόνων δεν ευνοεί την οικουμενιστική προσέγγιση!
1. Δεν αποτελεί κριτήριο για τη χρήση της οικονομίας η εχθρότητα ή η φιλική διάθεση της αιρέσεως, της αιρετικής Κοινότητας προς την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία. Δυστυχώς, ορισμένοι στον οικουμενικό χώρο, προτάσσουν ως επιχείρημα ότι παλαιότερα η Εκκλησία τηρούσε την ακρίβεια στην εισδοχή των αιρετικών (βάπτισμα) διότι υπήρχε πολλή εχθρότητα από τους αιρετικούς, ενώ στην εποχή μας [με τις «νέες ιστορικές συνθήκες» (§4), «νέες μορφές», «νέες συνθήκες», «νέες προκλήσεις» (§ 24)] οι σχέσεις με τις ετερόδοξες Κοινότητες είναι πλέον φιλικές και, συνεπώς, επιβάλλεται η χρήση της οικονομία! Είναι προφανές ότι η επιχειρηματολογία αυτή αποδεικνύεται εντελώς αυθαίρετη και επιπόλαιη χωρίς ιστορική ή κανονική βάση! Θα έλεγα ότι ακριβώς το αντίθετο έχουμε, ειδικά μάλιστα με τον Β-7: Οι Αρειανοί και οι Πνευματομάχοι, στην εποχή της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, ήταν άσπονδοι εχθροί των Ορθοδόξων και δημιουργούσαν πάρα πολλά και σοβαρότατα προβλήματα στην Εκκλησία. Κι όμως η Εκκλησία με τον Β-7 προτείνει την κατ’ οικονομία πράξη (λίβελο και χρίσμα), και όχι την αυστηρότητα της ακρίβειας (βάπτισμα)! Από τους κανόνες και την εν γένει πράξη της Εκκλησίας προκύπτει ότι, ανεξάρτητα από τη φιλική ή εχθρική διάθεση της αιρετικής Κοινότητας, αυτό που προσέχει και απαιτεί η Εκκλησία για να χορηγήσει την οικονομία είναι η μετάνοια του συγκεκριμένου ανθρώπου, του πρώην αιρετικού!
Δεν ενδιαφέρει την Εκκλησία η αιρετική Κοινότητα, αλλά ο άνθρωπος. Αποδέκτης της φιλάνθρωπης οικονομικής ενέργειας της Εκκλησίας δεν είναι η εμμένουσα στην αίρεση και πλάνη Κοινότητα, αλλά ο μετανοημένος αιρετικός που έφυγε από την πλάνη και αναζητά την Ορθοδοξία, αυτός που επιθυμεί να μπει στον «οίκο του Πατρός» του.
2. Δεν αποτελεί καθοριστικό κριτήριο ο βαθμός αποκλίσεως από την πίστη της Εκκλησίας . Βέβαια οι κανόνες αναφέρονται και συνεκτιμούν και την πίστη των αιρετικών (μιλούν για «τοὺς υἱοπατορίαν δοξάζοντας, καὶ ἕτερά τινα χαλεπὰ ποιοῦντας»). Εν τούτοις, η πίστη των αιρετικών και η εγγύτητά της προς την πίστη της Εκκλησίας δεν είχε για τις Συνόδους πρωταρχική σημασία στην εφαρμογή της οικονομίας. Η Εκκλησία εφαρμόζει την οικονομία (με λίβελο και χρίσμα) στις σοβαρές αντιτριαδικές αιρέσεις των Αρειανών (ειδωλολάτρες χαρακτηρίζονται στην Ζ΄ Οικουμενική) και των Πνευματομάχων με τις αυστηρές καταδίκες και αναθεματισμούς από όλες τις Οικουμενικές Συνόδους. Την ίδια οικονομία εφαρμόζει και στους «Καθαροὺς καὶ Ἀριστερούς, καὶ τοὺς Τεσσαρακαδεκατίτας» με τους οποίους δεν υπήρχαν θεολογικές διαφορές στα βασικά δόγματα της πίστεως, αλλά μόνο σε θέματα εκκλησιαστικής τάξεως και λατρείας (πχ. οι Τεσσαρακαιδεκατίτες εόρταζαν το Πάσχα στις 14 του Νισσάν, οι Καθαροί δεν αποδέχονταν το β΄ γάμο και τη μετάνοια στους πεπτωκότες). Αντίθετα, ενώ στους Αρειανούς εφαρμοζόταν η οικονομία (λίβελο, χρίσμα), στους ομοπίστους με αυτούς Ευνομιανούς ετηρείτο η ακρίβεια (βάπτισμα) διότι αυτοί βάπτιζαν με μία μόνο κατάδυση! Όπως είπαμε, τους Καθαρούς, οι οποίοι, κατά τον Ζωναρά, «ου περί την πίστιν εσφάλλοντο, αλλ’ εις μισαδελφίαν, και άρνησιν μετανοίας τοις παραπεπτωκόσι και επιστρέφουσι», τους δέχονταν με λίβελο και χρίσμα ενώ τους καταδικασμένους από Οικουμενικές Συνόδους Νεστοριανοὺς, Εὐτυχιανιστάς καὶ Σεβηριανούς καὶ τοὺς ἐκ τῶν ὁμοίων αἱρέσεων μόνο με λίβελο, χωρίς χρίσμα .
3. Κριτήριο ασφαλώς δεν ήταν για τους Πατέρες η αναγνώριση του δικού μας βαπτίσματος εκ μέρους των αιρετικών. Ο Μ. Βασίλειος, που σέβεται και τηρεί την ακρίβεια αλλά, παράλληλα, προτείνει και την οικονομία, είναι κατηγορηματικός: «Εἰ δὲ ἐκεῖνοι φυλάσσουσι τὸ ἡμέτερον βάπτισμα, τοῦτο ἡμᾶς μὴ δυσωπείτω· οὐ γὰρ ἀντιδιδόναι αὐτοῖς ὑπεύθυνοι χάριν ἐσμέν, ἀλλὰ δουλεύειν ἀκριβείᾳ κανόνων» (Βασιλ-1).
4. Από τους Κανόνες δεν προκύπτει πουθενά ότι για την άσκηση οικονομίας στην εισδοχή των αιρετικών αποτελούσε κριτήριο η ύπαρξη αποστολικής διαδοχής στις αιρετικές Κοινότητες. Για την Ορθόδοξη εκκλησιολογία, όπως αυτή ρητά έχει εκφραστεί δια των Οικουμενικών Συνόδων με την επικύρωση των Ι. Κανόνων, στην αίρεση και το σχίσμα δεν διατηρείται η Αποστολική διαδοχή, δεν έχουν οι αιρετικοί αποστολική διαδοχή. Οι επικυρωμένοι από Οικουμενικές Συνόδους Κανόνες, ο Αποστ-68 και της Συνόδου Καρχηδόνος (258 μΧ, του Αγ. Κυπριανού), δεν αναγνωρίζουν την ιερωσύνη στην αίρεση και, συνεπώς, δεν μπορεί να υφίσταται Αποστολική Διαδοχή. Μάλιστα ο Λαοδ-8 προτείνει την εφαρμογή της ακρίβειας του βαπτίσματος στους εκ των της αιρέσεως των Φρυγών προσερχομένους, διότι οι κληρικοί που τους “βάπτισαν” δεν άνηκαν στον πραγματικό αλλά «ἐν κλήρῳ νομιζομένῳ» και, συνεπώς, δε μπορούσαν να βαπτίσουν πραγματικά. Κατηγορηματικός, όμως, προς την διακοπή της Αποστολικής Διαδοχής στην αίρεση και το σχίσμα είναι ο Μ. Βασίλειος στον επικυρωμένο από Οικουμενικές Συνόδους 1ο Κανόνα του: «οἱ δὲ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες οὐκ ἔτι ἔσχον τὴν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ἑαυτούς, ἐπέλιπε γὰρ ἡ μετάδοσις τῷ διακοπῆναι τὴν ἀκολουθίαν . Οἱ μὲν γὰρ πρῶτοι ἀναχωρήσαντες, παρὰ τῶν Πατέρων ἔσχον τὰς χειροτονίας καὶ διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν αὐτῶν εἶχον τὸ χάρισμα τὸ πνευματικόν. Οἱ δέ, ἀποῤῥαγέντες, λαϊκοὶ γενόμενοι, οὔτε τοῦ βαπτίζειν, οὔτε τοῦ χειροτονεῖν εἶχον ἐξουσίαν, οὔτε ἠδύνατο χάριν Πνεύματος ἁγίου ἑτέροις παρέχειν, ἧς αὐτοὶ ἐκπεπτώκασι· διὸ ὡς παρὰ λαϊκῶν βαπτιζομένους τοὺς, παρ᾿ αὐτῶν ἐκέλευσαν, ἐρχομένους ἐπὶ τὴν Ἐκκλησίαν, τῶ ἀληθινῷ βαπτίσματι τῷ τῆς Ἐκκλησίας ἀνακαθαίρεσθαι». Και συνεχίζει ακριβώς αμέσως: «Ἐπειδὴ δὲ ὅλως ἔδοξέ τισι τῶν κατὰ τὴν Ἀσίαν, οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν, δεχθῆναι αὐτῶν τὸ βάπτισμα, ἔστω δεκτόν»! Δηλαδή, παρά την κατηγορηματική του θέση ότι δεν υπάρχει αποστολική διαδοχή διότι αυτή έχει διακοπή με το σχίσμα και τη διάσταση με την Εκκλησία, ο Μέγας Πατήρ και Οικουμενικός Διδάσκαλος δε δυσκολεύεται να προτείνει, αν υπάρχει ανάγκη, τη χρήση οικονομίας. Και μην ξεχνάμε ότι η θεολογία και η πρακτική αυτή του Μ. Βασιλείου, με την επικύρωσή της από Οικουμ. Συνόδους, είναι πλέον η θεολογία και η πράξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας!
Ποια, λοιπόν, είναι τα κριτήρια για τη χορήγηση της οικονομίας σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες;
1. Ο προσερχόμενος στην Ορθοδοξία να προβεί :
α) σε ρητή και κατηγορηματική άρνηση διά λιβέλου των αιρετικών διδασκαλιών και της ίδιας της αιρετικής κοινότητας,
β) σε πλήρη αποδοχή της πίστεως «ως φρονεῖ ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία»,
γ) σε αναθεματισμό των αιρεσιαρχών των αιρετικών Κοινοτήτων στις οποίες μέχρι τώρα υπάγονταν, των «εξάρχων των τοιούτων αιρέσεων» και
δ) σε αναθεματισμό όλων όσοι αποδέχονται τις αιρετικές διδασκαλίες αυτών.
2. Η βαπτισματική τελετή που δέχθηκε στην αίρεση
α) να έγινε με τριαδική επίκληση «εἰς Πατέρα καὶ Υἱόν καὶ ἅγιον Πνεῦμα» (Βασιλ-47) και
β) να έχει τηρηθεί ο ακριβής βαπτιστικός τύπος των τριών καταδύσεων και αναδύσεων. Είναι σαφείς οι κανόνες Β-7 και Στ-95: στους Ευνομιανούς, μία από τις αρειανικές παρατάξεις, δε χορηγείται ο κατ’ οικονομίαν τρόπος εισδοχής στην Εκκλησία (λίβελος, χρίσμα) που παρέχεται στους λοιπούς Αρειανούς, διότι, όπως εξηγούν οι κανόνες Β-7 και Στ-95, οι Ευνομιανοί είναι «οι εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτιζόμενοι». Οι ανωτέρω κανόνες Β-7 και Στ-95 προβάλλουν ως αιτιολόγηση μόνο την έλλειψη του ορθού βαπτισματικού τύπου και όχι άλλο θεολογικό λόγο για την άρνηση χορήγησης της κατ΄ οικονομία πράξεως στους Ευνομιανούς. Αντίθετα για τους Σαβελλιανούς προβάλλεται θεολογική αιτιολόγηση : «τοὺς υἱοπατορίαν δοξάζοντας, καὶ ἕτερά τινα χαλεπὰ ποιοῦντας».
Είναι λοιπόν σαφές ότι η Εκκλησία των Οικουμενικών Συνόδων έδινε και δίνει πολύ μεγάλη σημασία στην ακριβή τήρηση των τριών καταδύσεων. Το καθοριστικό ερώτημα για τη σημερινή πράξη είναι: Για τους Λατίνους, οι οποίοι μετά την εν Τριδέντω Σύνοδό τους (1545-1563) δεν τηρούν όχι μόνο την τριπλή αλλά ούτε καν τη μία κατάδυση των Ευνομιανών, και απλώς βρέχουν το τριχωτό μέρος της κεφαλής με λίγες σταγόνες νερό, μπορούμε να επικαλούμαστε τους Β-7 και Στ-95 για να δικαιολογήσουμε σήμερα ως γενικό κανόνα εφαρμοζόμενο σε όλους την κατ’ οικονομία πράξη για την εισδοχή τους στην Ορθοδοξία; Όταν η Εκκλησία, στους ίδιους τους κανόνες που θεσμοθετούν την κατ’ οικονομία εισδοχή των αιρετικών, ορίζει ρητά ότι δεν μπορεί αυτή την οικονομία να την εφαρμόσει στους «εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτιζομένους», μπορούμε εμείς να την εφαρμόσουμε στους Λατίνους οι οποίοι δεν τηρούν ούτε τη μία κατάδυση; Οι Κολλυβάδες Άγιοι Πατέρες και Εκκλησιαστικοί Συγγραφείς (Αγ. Νικόδημος Αγιορείτης, Άγ. Αθαν. Πάριος, Κων. Οικονόμου, Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, Ευστρ. Αργέντης, Ευγ. Βούλγαρης, Χριστόφορος Αιτωλός, ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος, οι Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Ε΄, Σωφρόνιος Β΄, και Προκόπιος) είναι κατηγορηματικά αντίθετοι! και προτείνουν την κατ’ ακρίβεια πράξη της βαπτίσεως των Λατίνων και, συνεκδοχικά, και των λοιπών Δυτικών. Στο αυτό πνεύμα οι τρεις Πατριάρχες της Ανατολής, Κωνσταντινουπόλεως Ε΄, Αλεξανδρείας Ματθαίος και Ιερουσαλήμ Παρθένιος, στον περίφημο όρο του 1755 αποφαίνονται: «τη τε δευτέρα και πενθέκτη αγίαις οικουμενικαίς συνόδοις, διαταττομέναις τους μη βαπτιζομένους εις τρεις αναδύσεις, και καταδύσεις, και εν εκάστη των καταδύσεων μίαν επίκλησιν των θείων υποστάσεων επιβοώντας, αλλ’ άλλως πως βαπτιζομένους, ως αβαπτίστους προσδέχεσθαι, τη ορθοδοξία προσιόντας».
Συμπερασματικά:
1. Ποτέ η Ορθόδοξη πατερική θεολογία δε χρησιμοποίησε την κατ’ οικονομία πράξη για να αλλοιώσει την Ορθόδοξη δογματική διδασκαλία περί Εκκλησίας, αναγνωρίζοντας τα μυστήρια των αιρετικών και την εκκλησιαστικότητά τους.
Πάντοτε η Εκκλησία χρησιμοποιούσε την οικονομία για να ελευθερώσει τον άνθρωπο από την αίρεση και όχι για να τον δεσμεύσει σ’ αυτή.
2. Αποδέκτης της φιλάνθρωπης πρακτικής της Εκκλησίας μας είναι ο μετανοημένος άνθρωπος και όχι η δαιμονική κατάσταση (αμαρτία ή αίρεση). Συνεπώς δεν υφίσταται καν θέμα αναγνώρισης καθ΄ εαυτών των μυστηρίων της αιρέσεως ούτε κατ’ οικονομία.
3. Για την εκκλησιαστική μας παράδοση Εκκλησία και αίρεση είναι έννοιες απολύτως ασυμβίβαστες: Η Εκκλησία εκφράζει την καθολικότητα . η αίρεση είναι η άρνησή της. Εκκλησία είναι το φως . η αίρεση το σκοτάδι. Η Εκκλησία είναι η σωτηρία . η αίρεση η απώλεια. Η Εκκλησία είναι η θεοσέβεια . η αίρεση είναι αθεΐα. Η Εκκλησία είναι η ευθεία οδός . η αίρεση η «στρεβλότης». Η Εκκλησία είναι ο ίδιος ο Χριστός . η αίρεση ο αντίχριστος. Η Εκκλησία είναι η Αλήθεια του Χριστού . η αίρεση η δαιμονική πλάνη.
Παράλληλα όμως, η Εκκλησία ενεργώντας φιλανθρώπως για τη σωτηρία των ανθρώπων τηρεί σε κάθε εποχή, ανάλογα με τις συνθήκες, και την ακρίβεια και την οικονομία. Πάντοτε, όταν επικαλείται την ακρίβεια, η αιτιολογία είναι ουσιαστικά θεολογική-εκκλησιολογική. Αντίθετα, όταν εφαρμόζει την κατ΄ οικονομία πράξη, δεν πολυπραγμονεί ούτε αναλύει το ζήτημα αυτό. Χωρίς καμμία αιτιολόγηση αποφαίνεται έχουσα κυριαρχικό δικαίωμα στην εφαρμογή της. Η Εκκλησία την ακρίβεια αιτιολογεί πλήρως, διότι εκεί θεολογεί.
4. Προϋπόθεση για την παροχή της οικονομίας κατά την ένταξη στην Εκκλησία των πρώην αιρετικών ήταν ή απόταξη των αιρέσεων και η αποδοχή της πίστεως της Εκκλησίας καθώς και η βαπτισματική τελετή να έχει επιτελεσθεί στο όνομα της Αγ. Τριάδος και να έχει τηρηθεί ο βαπτισματικός τύπος των τριών καταδύσεων και αναδύσεων.
Δυστυχώς όμως, όλη αυτή η κανονική και εκκλησιολογική παράδοση της Εκκλησίας μας, δεν μνημονεύεται ούτε καν ενυπάρχει ως γόνιμος θεολογικός προβληματισμός στο κείμενο της Ε΄ ΠΠΔ.
Συνεπώς είναι αναγκαία η απόρριψη ή τουλάχιστον η ριζική αναθεώρησή του!
[i] «Ἐν κοινοβουλίῳ ὄντες, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἀνέγνωμεν γράμματα ἀφ’ ὑμῶν σταλέντα περὶ τῶν παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς, ἢ σχισματικοῖς δοκούντων βεβαπτίσθαι, ἐρχομένων πρὸς τὴν καθολικὴν Ἐκκλησίαν, ἥτις ἐστὶ μία, ἐν ᾗ βαπτιζόμεθα καὶ ἀναγεννώμεθα. Περὶ ὧν καὶ πεποίθαμεν, καὶ ὑμᾶς αὐτοὺς ἐκεῖνα πράττοντας, τὴν στερρότητα τοῦ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας κανόνος κρατεῖν. Ὅμως ἐπεὶ συγκοινωνοὶ ἡμῶν ἐστὲ καὶ ζητῆσαι περὶ τούτου διὰ τὴν κοινὴν ἀγάπην ἠθελήσατε, οὐ πρόσφατον γνώμην, οὐδὲ νῦν ἡδρασμένην προσφέρομεν, ἀλλὰ τὴν πάλαι ὑπὸ τῶν προγενεστέρων ἡμῶν μετὰ πάσης ἀκριβείας καὶ ἐπιμελείας δεδοκιμασμένην, καὶ ὑφ’ ἡμῶν παρατηρηθεῖσαν, κοινούμεθα ὑμῖν καὶ συζεύγνυμεν, τοῦτο καὶ νῦν χειροτονοῦντες, ὅπερ διὰ παντὸς ἰσχυρῶς καὶ ἀσφαλῶς κρατοῦμεν, μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι ἔξω τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας, ἑνὸς ὄντος βαπτίσματος καὶ ἐν μόνῃ τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ ὑπάρχοντος. Γέγραπται γάρ· Ἐμὲ ἐγκατέλιπον, πηγὴν ὕδατος ζῶντος, καὶ ὤρυξαν ἑαυτοῖς λάκκους συντετριμμένους, τοὺς μὴ δυναμένους ὕδωρ συσχεῖν. Καὶ πάλιν, ἡ ἁγία Γραφὴ προμηνύουσα λέγει· Ἀπὸ ὕδατος ἀλλοτρίου ἀπέχεσθε καὶ ἀπὸ πηγῆς ἀλλοτρίας μὴ πίητε. Δεῖ δὲ καθαρίζεσθαι καὶ ἁγιάζεσθαι τὸ ὕδωρ πρῶτον ὑπὸ τοῦ ἱερέως, ἵνα δυνηθῇ τῷ ἰδίῳ βαπτίσματι τὰς ἁμαρτίας τοῦ βαπτιζομένου ἀνθρώπου ἀποσμῆξαι. Διά τε Ἰεζεκιήλ τοῦ προφήτου λέγει Κύριος· Καί ῥαντίσω ὑμᾶς καθαρῷ ὕδατι καὶ καθαριῶ ὑμᾶς, καὶ δώσω ὑμῖν καρδίαν καινὴν, καὶ πνεῦμα καινὸν δώσω ὑμῖν. Πῶς δὲ δύναται καθαρίσαι καὶ ἁγιάσαι ὕδωρ ὁ ἀκάθαρτος ὢν αὐτὸς, καὶ παρ' ᾧ Πνεῦμα ἅγιον οὐκ ἔστι, λέγοντος τοῦ Κυρίου ἐν τοῖς Ἀριθμοῖς· Καὶ πάντων ὧν ἅψεται ὁ ἀκάθαρτος, ἀκάθαρτα ἔσται; Πῶς βαπτίζων δύναται ἄλλῳ δοῦναι ἄφεσιν ἁμαρτιῶν ὁ μὴ δυνηθεὶς τὰ ἴδια ἁμαρτήματα ἔξω τῆς ἐκκλησίας ἀποθέσθαι;
Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ ἐρώτησις, ἡ ἐν τῷ βαπτίσματι γενομένη, μάρτυς ἐστὶ τῆς ἀληθείας · λέγοντες γὰρ τῷ ἐξεταζομένῳ · Πιστεύεις αἰώνιον ζωὴν καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν λαμβάνειν; οὐκ ἄλλο τι λέγομεν, εἰ μὴ ὅ,τι ἐν τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ δοθῆναι δύναται. Παρὰ δὲ τοῖς αἱρετικοῖς, ὅπου ἐκκλησία οὐκ ἔστιν, ἀδύνατον ἁμαρτημάτων ἄφεσιν λαβεῖν. Καὶ διὰ τοῦτο οἱ τῶν αἱρετικῶν συνήγοροι ἢ τὴν ἐπερώτησιν ἐναλλάξαι ὀφείλουσιν ἢ τὴν ἀλήθειαν ἐκδικῆσαι, εἰμή τι αὐτοῖς καὶ τὴν ἐκκλησίαν προσνέμουσιν, οὓς βάπτισμα ἔχειν διαβεβαιοῦνται. Ἀνάγκη δέ ἐστι καὶ χρίεσθαι τὸν βεβαπτισμένον, ἵνα, λαβὼν χρῖσμα, μέτοχος γένηται Χριστοῦ · ἁγιάσαι δὲ ἔλαιον οὐ δύναται ὁ αἱρετικός, ὁ μήτε θυσιαστήριον ἔχων, μήτε ἐκκλησίαν· ὅθεν οὐ δύναται χρίσμα τὸ παράπαν παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς εἶναι. Πρόδηλον γάρ ἐστιν ἡμῖν, μηδαμῶς δύνασθαι παρ' ἐκείνοις ἁγιάζεσθαι ἔλαιον εἰς εὐχαριστίαν. Εἰδέναι γὰρ καὶ μὴ ἀγνοεῖν ὀφείλομεν, ὅτι γέγραπται· Ἔλαιον ἁμαρτωλοῦ μὴ λιπανάτω τὴν κεφαλήν μου · ὃ δὴ καὶ πάλαι ἐμήνυσε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐν ψαλμοῖς. Μήπως, ἐξιχνιασθείς τις καὶ ἀπὸ τῆς εὐθείας ὁδοῦ πλανηθείς, παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς, τοῖς τοῦ Χριστοῦ ἀντιπάλοις, χρισθῇ. Πῶς δὲ εὔξεται ὑπὲρ τοῦ βαπτισθέντος οὐχὶ ἱερεύς, ἀλλ' ἱερόσυλος καὶ ἁμαρτωλός, λεγούσης τῆς Γραφῆς, ὅτι Ὁ Θεὸς ἁμαρτωλῶν οὐκ ἀκούει, ἀλλ' ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει; Διὰ τῆς ἁγίας ἐκκλησίας νοοῦμεν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν· τίς δὲ δύναται δοῦναι, ὅπερ αὐτὸς οὐκ ἔχει; ἢ πῶς δύναται πνευματικὰ ἐργάζεσθαι ὁ ἀποβαλὼν Πνεῦμα ἅγιον; Διὰ τοῦτο καὶ ἀνανεοῦσθαι ὀφείλει ὁ πρὸς τὴν ἐκκλησίαν ἐρχόμενος, ἵνα ἔσω διὰ τῶν ἁγίων ἁγιασθῇ, γέγραπται γὰρ ὅτι· Ἅγιοι ἔσεσθε, καθὼς ἐγὼ ἅγιός εἰμι, λέγει Κύριος· ἵνα καὶ ὁ πλάνῃ βουκοληθεὶς ἐν τῷ ἀληθεῖ καὶ ἐκκλησιαστικῷ βαπτίσματι καὶ αὐτὸς τοῦτο ἀποδύσηται, ὅστις πρὸς Θεὸν ἐρχόμενος ἄνθρωπος καὶ ἱερέα ἐπιζητῶν, ἐν πλάνῃ εὑρεθείς, ἱεροσύλῳ προσέπεσε
Δοκιμάζειν γάρ ἐστι τὸ τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν βάπτισμα, τὸ συνευδοκεῖν τοῖς ὑπ' ἐκείνων βεβαπτισμένοις. Οὐ γὰρ δύναται ἐν μέρει ὑπερισχύειν· εἰ ἠδυνήθη βαπτίσαι, ἴσχυε καὶ ἅγιον Πνεῦμα δοῦναι· εἰ οὐκ ἠδυνήθη, ὅτι, ἔξω ὤν, Πνεῦμα ἅγιον οὐκ ἔχει, οὐ δύναται τὸν ἐρχόμενον βαπτίσαι, ἑνὸς ὄντος τοῦ βαπτίσματος καὶ ἑνὸς ὄντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ μιᾶς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἐπάνω Πέτρου τοῦ Ἀποστόλου, ἀρχῆθεν λέγοντος, τῆς ἑνότητος τεθεμελιωμένης· καὶ διὰ τοῦτο τὰ ὑπ' αὐτῶν γινόμενα, ψευδῆ καὶ κενὰ ὑπάρχοντα, πάντα ἐστὶν ἀδόκιμα.
Οὐ γὰρ δύναταί τι δεκτὸν καὶ αἱρετὸν εἶναι παρὰ τῷ Θεῷ τῶν ὑπ' ἐκείνων γινομένων, οὓς ὁ Κύριος πολεμίους καὶ ἀντιπάλους αὐτοῦ λέγει ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις · Ὁ μὴ ὢν μετ' ἐμοῦ κατ' ἐμοῦ ἐστι, καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ' ἐμοῦ σκορπίζει. Καὶ ὁ μακάριος Ἀπόστολος Ἰωάννης, ἐντολὰς Κυρίου τηρῶν, ἐν τῇ ἐπιστολῆ προέγραψεν· Ἠκούσατε, ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται, καὶ νῦν δὲ ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν· ὅθεν γινώσκομεν, ὅτι ἐσχάτη ὥρα ἐστίν. Ἐξ ἡμῶν ἐξῆλθον, ἀλλ' οὐκ ἦσαν ἐξ ἡμῶν. Ὅθεν καὶ ἡμεῖς συνιέναι ὀφείλομεν καὶ νοεῖν, ὡς οἱ ἐχθροὶ Κυρίου καὶ οἱ ἀντίχριστοι ὠνομασμένοι, δυνατοὶ οὐκ εἶεν χάριν δοῦναι τῷ Κυρίῳ. Καὶ διὰ τοῦτο ἡμεῖς οἱ σὺν Κυρίῳ ὄντες καὶ ἑνότητα Κυρίου κρατοῦντες καὶ κατὰ τὴν ἀξίαν αὐτοῦ χορηγούμενοι, τὴν ἱερατείαν αὐτοῦ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ λειτουργοῦντες, ὅσα οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, τουτέστι πολέμιοι καὶ ἀντίχριστοι, ποιοῦσιν ἀποδοκιμάσαι καὶ ἀποποιῆσαι καὶ ἀπορρίψαι καὶ ὡς βέβηλα ἔχειν ὀφείλομεν. Καὶ τοῖς ἀπὸ πλάνης καὶ στρεβλότητος ἐρχομένοις, ἐπὶ γνώσει τῆς ἀληθινῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς πίστεως, δοῦναι καθόλου θείας δυνάμεως μυστήριον, ἑνότητός τε, καὶ πίστεως, καὶ ἀληθείας».
[ii] «Τοὺς προστιθεμένους τῇ ὀρθοδοξίᾳ, καὶ τῇ μερίδι τῶν σῳζομένων ἀπὸ αἱρετικῶν, δεχόμεθα κατὰ τὴν ὑποτεταγμένην ἀκολουθίαν τε καὶ συνήθειαν. Ἀρειανοὺς μὲν καὶ Μακεδονιανούς, καὶ Ναυατιανούς, τοὺς λέγοντας ἑαυτοὺς Καθαροὺς καὶ Ἀριστερούς, καὶ τοὺς Τεσσαρακαιδεκατίτας, ἤγουν Τετραδίτας, καὶ Ἀπολλιναριστάς, δεχόμεθα, διδόντας λιβέλλους, καὶ ἀναθεματίζοντας πᾶσαν αἵρεσιν μὴ φρονοῦσαν, ὡς φρονεῖ ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία, σφραγιζομένους, ἤτοι χρισμένους πρῶτον τῷ ἁγίῳ μύρῳ, τὸ μέτωπον, καὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ τὰς ῥίνας, καὶ τὸ στόμα, καὶ τὰ ὦτα, καί, σφραγίζοντες αὐτούς, λέγομεν· Σφραγὶς δωρεᾶς Πνεύματος ἁγίου. Περὶ δὲ τῶν Παυλιανισάντων, εἶτα προσφυγόντων τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ, ὅρος ἐκτέθειται, ἀναβαπτίζεσθαι αὐτοὺς ἐξάπαντος. Εὐνομιανοὺς μέντοι, τοὺς εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτιζομένους, καὶ Μοντανιστάς, τοὺς ἐνταῦθα λεγομένους Φρύγας, καὶ Σαβελλιανούς, τοὺς υἱοπατορίαν δοξάζοντας, καὶ ἕτερά τινα χαλεπὰ ποιοῦντας, καὶ πάσας τὰς ἄλλας αἱρέσεις, ἐπεὶ πολλοί εἰσιν ἐνταῦθα, μάλιστα οἱ ἀπὸ τῶν Γαλατῶν χώρας ἐρχόμενοι, πάντας τοὺς ἀπ᾿ αὐτῶν θέλοντας προστίθεσθαι τῇ ὀρθοδοξίᾳ, ὡς Ἕλληνας δεχόμεθα· καὶ τὴν πρώτην ἡμέραν ποιοῦμεν αὐτοὺς Χριστιανούς· τὴν δὲ δευτέραν, κατηχουμένους· εἶτα τὴν τρίτην, ἐξορκίζομεν μετὰ τοῦ ἐμφυσᾷν τρίτον εἰς τὸ πρόσωπον, καὶ εἰς τὰ ὦτα, καὶ οὕτω κατηχοῦμεν αὐτούς, καὶ ποιοῦμεν χρονίζειν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, καὶ ἀκροᾶσθαι τῶν Γραφῶν, καὶ τότε αὐτοὺς βαπτίζομεν. Καὶ τοὺς Μανιχαίους δέ, καὶ τοὺς Οὐαλεντινιανούς, καὶ Μαρκιωνιστάς, καὶ τοὺς ἐκ τῶν ὁμοίων αἱρέσεων προσερχομένους, ὡς Ἕλληνας δεχόμενοι, ἀναβαπτίζομεν· Νεστοριανοὺς δέ, καὶ Εὐτυχιανιστάς, καὶ Σεβηριανούς, καὶ τοὺς ἐκ τῶν ὁμοίων αἱρέσεων χρὴ ποιεῖν λιβέλλους, καὶ ἀναθεματίζειν τὴν αἵρεσιν αὐτῶν, καὶ Νεστόριον, καὶ Εὐτυχέα, καὶ Διόσκορον, καὶ Σεβῆρον· καὶ τοὺς λοιποὺς ἐξάρχους τῶν τοιούτων αἱρέσεων, καὶ τοὺς φρονοῦντας τὰ αὐτῶν, καὶ πάσας τὰς προαναφερομένας αἱρέσεις, καὶ οὕτω μεταλαμβάνειν τῆς ἁγίας κοινωνίας».
Πηγή: Ακτίνες

’’Βίος ἀνεόρταστος, μακρὰ ὁδὸς ἀπανδόχευτος’’, ἔλεγαν οἱ παλιοί. Ζωὴ χωρὶς γιορτές, μοιάζει μὲ ταξίδι πολυήμερο χωρὶς ἀνάπαυση, χωρὶς ἀνεφοδιασμό. Ἡ 25η Μαρτίου, γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες, εἶναι πνευματικὸ πανδοχεῖο, ποὺ προσφέρει διπλὴ ἀνάπαυση καὶ διπλὸ ἀνεφοδιασμό. Καὶ ὁ λόγος εἶναι, ὅτι τὴν ἴδια μέρα ἑορτάζουμε δυὸ μοναδικὲς καὶ ἀνεπανάληπτες ἐλευθερίες μας. Πρῶτα τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου λόγω τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἔπειτα τὴν ἐλευθερία τοῦ Γένους μας ἀπὸ τὴν τουρκικὴ σκλαβιά.
Στὸν λίγο χρόνο ποὺ ἔχουμε στὴν διάθεσή μας, θὰ ἀναφερθοῦμε στὸ δεύτερο σκέλος τῆς ἑορτῆς, ποὺ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ἐθνική μας παλιγγενεσία. Θέμα μας, τὸ παράπονο τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ ’21.
Ἀδελφοί μου,
Ἡ ἐπέτειος τῆς 25ης Μαρτίου θαρρῶ πὼς δὲν εἶναι ἁπλὰ καὶ μόνον μιὰ εὐκαιρία γιὰ μεγάλα λόγια, γιὰ ψεύτικες ἐπετειακὲς πολιτικὲς δηλώσεις, γιὰ ἐμβατήρια καὶ ἐξέδρες. Εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα μιὰ πρώτης τάξεως πρόκληση γιὰ γόνιμο προβληματισμὸ καὶ μιὰ ἐξαιρετικὴ ἀφορμὴ γιὰ συλλογικὴ καὶ προπάντων γιὰ προσωπικὴ αὐτοκριτική. Μιὰ αὐτοκριτικὴ βασισμένη κυρίως πάνω σε...
μιὰ σύγκριση τῶν δικῶν μᾶς ἐπιλογῶν καὶ ἀξιῶν σὲ σχέση μὲ τὰ ἰδανικὰ καὶ τὶς ἐπιλογὲς τῶν Ἀγωνιστῶν τοῦ ’21.
Θὰ ποῦνε ἴσως μερικοί: Καλά, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ συγκριθοῦν οἱ συνθῆκες τοῦ ’21 μὲ τὶς τωρινές; Τί κοινὸ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὰ χρόνια ἐκεῖνα καὶ τὰ δικά μας; Οἱ πρόγονοί μας τότε ἤσαν σκλαβωμένοι, ἐνῶ ἐμεῖς…
Ἀδελφοί μου, ἐὰν δὲν ἔχουμε ἀκόμα καταλάβει, ὅτι στὶς ἡμέρες μας ζοῦμε μιὰ σκλαβιὰ ἀσύγκριτα πιὸ σκοτεινὴ καὶ πιὸ ὕπουλη ἀπὸ ἐκείνη τὴν σκλαβιά, ποὺ βίωσαν οἱ πρόγονοί μας ἐπὶ τουρκοκρατίας, τότε εἴμαστε δυστυχῶς ἄξιοί τῆς μοίρας μας.
Ἐὰν δὲν ἔχουμε ἀκόμα συνειδητοποιήσει, ὅτι στὰ χρόνια μας εἴμαστε σκλαβωμένοι διπλά, δηλαδή, ὄχι μονάχα σὲ ξένους δυνάστες ἀλλὰ καὶ στὰ πάθη μας τὰ δαιμονικά, τότε πῶς θὰ πάρουμε τὴν ἀπόφαση νὰ ἐλευθερωθοῦμε; Τότε, μὲ ποιὸ ὅραμα, μὲ ποιὲς δυνάμεις, μὲ ποιὰ ἀποφασιστικότητα, προσδοκᾶμε νὰ ξαναπάρουμε πίσω τὴν χαμένη μας Ἐλευθερία, τὴν χαμένη μας τιμὴ καὶ ἀξιοπρέπεια, τὴν χαμένη μας ἀθωότητα;
Ἃς προχωρήσουμε, λοιπόν, νὰ δοῦμε πού βασίστηκαν οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ ’21, ποιὰ ἦταν τὰ ἰδανικά τους, ποιὰ τὰ ὁράματά τους καὶ ποιὸς ὁ σκοπὸς τοῦ Ἀγώνα τους; Καὶ ἀφοῦ τοποθετήσουμε ἔπειτα τοὺς ἑαυτοὺς μας ἀπέναντί τους, νὰ δοῦμε, τελικά, δικαιώσαμε τοὺς Ἀγῶνες τους ἢ τοὺς ἔχουμε περιφρονήσει τόσο, ποὺ ἡ καρδιὰ τοὺς πονάει ἀπὸ θλίψη καὶ τὸ λαρύγγι τοὺς πνίγεται μέσα στὸ παράπονο;
Ἀδελφοί μου,
Τὰ γεγονότα τῆς Ἐπαναστάσεως μαρτυροῦν, ὅτι δύο εἶναι τὰ πιὸ δυνατὰ κοινὰ σημεῖα ἀναφορᾶς ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν Ἀγωνιστῶν τοῦ ’21: Ἡ Πίστη καὶ ἡ Πατρίδα. Ὅλες οἱ μάχες, ὅλες οἱ θυσίες γίνονται πρῶτα γιὰ τὴν Πίστη τὴν Ἁγία καὶ ἔπειτα γιὰ τὴν φιλτάτη Πατρίδα.
Βρισκόμαστε στὸ θρυλικὸ Ἰάσιο τῆς Μολδοβλαχίας. Τὰ παλληκάρια τοῦ Ἱεροῦ Λόχου –Πόντιοι στὴν πλειονότητά τους- ἀκοῦνε τὸν ἐπίσης ποντιακῆς καταγωγῆς Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη νὰ τοὺς προτρέπει: ''Εἶναι καιρὸς νὰ ἀποτινάξωμεν τὸν ἀφόρητον τοῦτον ζυγόν. Νὰ ἐλευθερώσωμεν τὴν Πατρίδα καὶ νὰ ὑψώσωμεν τὸ Σημεῖον δὶ οὗ πάντοτε νικῶμεν. Λέγω τὸν Σταυρόν. Μάχου ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος''.
Νὰ ὑψώσουμε, βροντοφωνάζει ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης, τὸν Τίμιο Σταυρὸ τοῦ Κυρίου μας, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ὁποίου πάντοτε νικᾶμε καὶ νὰ τὰ δώσουμε ὅλα γιὰ τὴν Πίστη καὶ τὴν Πατρίδα.
Ἐμεῖς σήμερα τί κάνουμε; Ἀκοῦμε τὴν φωνὴ τοῦ Ὑψηλάντη;
Ἐμεῖς, σήμερα, ἀντὶ νὰ τὸν ὑψώσουμε τὸν Σταυρό, ὅπως ἔκανε ὁ Ὑψηλάντης, τὸν περιφρονοῦμε ὑβριστικά: Τὸν πετᾶμε ἀπὸ τὰ σχολεῖα καὶ τὶς δημόσιες ὑπηρεσίες, τὸν ἀφαιροῦμε ἀπὸ τὸ κοντάρι τῆς Σημαίας μας, τὸν βγάζουμε ἀπὸ τὰ στήθια μας καὶ ἀπὸ τὶς καρδιές μας, καὶ δὲν ξέρω ἐὰν σὲ λίγο, ἐν ὀνόματι τῆς νεοταξικῆς πολυπολιτισμικότητας, τὸν κατεβάσουμε ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς τρούλους τῶν ἐκκλησιῶν μας.
Τὰ ἔργα μας, δὲν τὰ στερεώνουμε πιὰ στὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου μας, ὅπως τὰ στερέωναν οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ ’21, ἀλλὰ ποῦ; Τὰ στηρίζουμε στὴν αὐτοπεποίθησή μας, στὴν ἐπιστημοσύνη μας, στὰ βρώμικα δανεικά των ἑβραϊκῶν τραπεζῶν, στοὺς δούρειους ἵππους τῶν ΕΣΠΑ, στὰ ναρκοθετημένα οἰκονομικὰ πακέτα τῆς λεγόμενης εὐρωπαϊκῆς ἕνωσης.
Ὅσο γιὰ τὶς μάχες, ποὺ δίνουμε σήμερα στὴν ζωή μας, εἶναι ὁλοφάνερο, ὅτι σὲ γενικὲς γραμμὲς ἔπαψαν νὰ εἶναι μάχες γιὰ τὴν Πίστη καὶ τὴν Πατρίδα, ὅπως καλοῦσε τοὺς ἀγωνιστὲς ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης. Ἔχουν μετατραπεῖ σὲ μάχες γιὰ τὴν ἀτομική μας καθαρὰ καλοπέραση. Μάχες γιὰ κέρδη, γιὰ καταθέσεις, γιὰ καριέρα, γιὰ δόξα. Πάντως ὄχι μάχες γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία μας καὶ τὴν Ἑλλάδα μας.
Στὴν Ἁγία Λαύρα, ὁ Ἐπίσκοπος Παλαιῶν Πατρὼν Γερμανὸς ὑψώνει τὸ ἱστορικὸ λάβαρο τῆς Ἐπανάστασης τοῦ ’21, εὐλογεῖ τοὺς ἀγωνιστὲς καὶ μεταξύ των ἄλλων βροντοφωνάζει: ''Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ σπάσουμε τὰ δεσμὰ καὶ τὸν ζυγό, ποὺ βαραίνει τὸν τράχηλό μας. Καλύτερος εἶναι ὁ θάνατος μὲ τὸ ὅπλο ἀνὰ χείρας, παρὰ ἡ θέαση τοῦ ἐξευτελισμοῦ τῶν βωμῶν καὶ τῶν ἐστιῶν''.
Τὰ ἴδια γράφει στὰ ἀπομνημονεύματά του καὶ ὁ Μακρυγιάννης: ’’Ὅταν μου πειράξουν τὴν πατρίδα καὶ τὴν θρησκεία μου, θὰ μιλήσω, θὰ ‘νεργήσω κι ὅτι θέλουν ἅς μου κάνουν’’.
Σήμερα, ὅμως, ἀδελφοί μου, ὅταν μᾶς πειράζουν τὴν Πίστη ἢ τὴν Πατρίδα, συνήθως δὲν κάνουμε, αὐτὸ ποὺ θὰ ἔκανε ὁ Μακρυγιάννης. Προτιμᾶμε νὰ μείνουμε σιωπηλοί, ψυχροὶ καὶ ἀδιάφοροι. Μιὰ ταπεινωτικὴ ἥττα τῆς ποδοσφαιρικῆς μας ὁμάδας τολμῶ νὰ πῶ, ὅτι ἴσως μᾶς ἐξαγριώνει περισσότερο.
Τὰ παραδείγματα; Ἀμέτρητα!
Μήπως, ὡς λαό, μᾶς ἔθιξαν τὰ γεγονότα τῶν Ἰμίων; Σὲ ποιὸ σχολεῖο σήμερα γίνεται λόγος γιὰ τὰ ἠρωϊκὰ μᾶς ἐκεῖνα παιδιά, πού θυσιάστηκαν γιὰ τὴν Πατρίδα ἐκεῖνο τὸ βράδυ; Θὰ μᾶς πεῖ κανεὶς ποιὸ βόλι τὰ θανάτωσε;
Μήπως μᾶς πειράζει τὸ νέο παιδομάζωμα; Ἔρχεται ὁ κύριος Φοῦχτελ, ἁρπάζει τὰ παιδιά μας καὶ ἐμεῖς χαιρόμαστε, πού σώζονται! Ποῦ; Στὰ χέρια τῶν Γερμανῶν!
Μήπως φαίνεται ἀπὸ τὴν στάση μας, ὅτι μᾶς προβληματίζει στὰ σοβαρὰ ἡ κατάργηση τῶν συνόρων μας καὶ ἡ ἀπώλεια τῆς ἐθνικῆς μας κυριαρχίας;
Τί κάνουμε ὡς λαὸς καὶ ὡς ἡγεσίες, γιὰ νὰ ἀποτρέψουμε τὴν κοινωνική, πολιτισμικὴ καὶ δημογραφικὴ ἀλλοίωση, ποῦ ἐπιχειρεῖται σήμερα σὲ βάρος τῆς Πατρίδας μας, μὲ ἀφορμὴ τάχα τὸ προσφυγικό;
Ἀδελφοί μου, ἃς μὴν μπερδευόμαστε. Ἄλλο πράγμα ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη πρὸς τοὺς ὄντως πρόσφυγες καὶ ἄλλο ἡ ἀνεξέλεγκτη ἐγκατάσταση φανατικῶν μουσουλμάνων μέσα στὴν αἱματοβαμμένη ἀπὸ τὸ Ἰσλὰμ πατρίδα μας.
Στὸν Ἀγώνα τοῦ ’21 ἔδωσαν τὸ αἷμα τοὺς ἕνα ἑκατομμύριο πρόγονοί μας. Δέκα πατριάρχες καὶ 120 ἐπίσκοποι ἔχασαν τὰ κεφάλια τους ἀπὸ τὴν χατζάρα τοῦ Ἰσλάμ.
Αὐτὴ τὴν ὥρα, μονάχα στὸν Πειραιά, λειτουργοῦν σαράντα τεμένη!
Γι’ αὐτὸ θυσιάστηκαν γιὰ τὴν Πατρίδα καὶ τὴν Ὀρθοδοξία ὅλοι αὐτοί; Γιὰ νὰ ξαναγεμίσει ἡ Πατρίδα μας τζαμιά; Δὲν μᾶς ἔφτασαν χίλιοι ἑκατὸ Νεομάρτυρες; Θέλουμε κι ἄλλους;
Καὶ γιὰ τὸν ἐξευτελισμὸ τῶν ἑστιῶν, πόσο ἄραγε θιγόμαστε καὶ ἀντιδροῦμε, ὅταν ἀφήνουμε τὸν θεσμὸ τῆς οἰκογένειας στὴν πατρίδα μας νὰ διαλυθεῖ, ὅταν τὸν θεοσδοτο γάμο τὸν περνᾶμε μέσα ἀπὸ τὰ δημαρχεῖα καὶ ὄχι μέσα ἀπὸ τὶς ἐκκλησιές μας, ὅταν ἀναδεικνύουμε τὸν σοδομισμὸ σὲ ἀξία γαμική, ὅταν οἱ γονεῖς κατάντησαν βάρος καὶ ἡ παιδοποιία βάσανο παραπανίσιο, ὅταν δολοφονοῦμε πάνω ἀπὸ 300.000 ἀγέννητα παιδιὰ τὸν χρόνο;
Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἐξευτελισμό, ποὺ δέχονται σήμερα ἄνθρωποι καὶ σύμβολα τῆς Πίστεώς μας, πόσο μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι μᾶς καίει, ὅταν, ὡς Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ἀνεχόμαστε νὰ ἀποκλείονται οἱ Ἱεράρχες μας ἀπὸ τὶς σχολικὲς αἴθουσες, ὅταν μένουμε σιωπηλοὶ στὴν ἀπόσυρση τῆς εἰκόνας τοῦ Κυρίου μας ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῆς θεολογικῆς μας σχολῆς, ὅταν δεχόμαστε ἀδιαμαρτύρητα τὴν διακωμώδηση τοῦ ράσου σὲ καρναβαλικὲς ἐκδηλώσεις ἢ σὲ παρελάσεις σοδομιστῶν;
Μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ ’’κατορθώματά’’ μας, πῶς εἶναι δυνατόν, ἀγωνιστὲς σὰν τὸν Μακρυγιάννη καὶ τὸν Παλαιῶν Πατρὼν Γερμανό, νὰ μὴν ἔχουν παράπονα καὶ νὰ μὴν εἶναι πικραμένοι μαζί μας;
Ὁ μεγάλος Διδάχος τοῦ Γένους μας, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ ἀκούραστος αὐτὸς Ἀγωνιστῆς γιὰ τὸ Ποθούμενο, γιὰ τὴν Ἐλευθερία τοῦ Γένους, στὶς διδαχὲς τοῦ ἔλεγε: ’’Πρέπει νὰ φυλάξετε τὴν πίστη σας καὶ νὰ τὴν στερεώσετε’’.
Ἐμεῖς σήμερα τί κάνουμε, ἀδελφοί μου; Ἐμεῖς σήμερα, ἀντὶ νὰ φυλάξουμε καὶ νὰ στερεώσουμε τὴν Πίστη μας, ὅπως προέτρεπε ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, πολὺ συχνά, δυστυχῶς, τὴν ὑπονομεύουμε καὶ τὴν ἀμβλύνουμε.
Φυλᾶμε τὴν Πίστη μας, ὅταν στὶς θεολογικές μας σχολὲς καὶ σὲ κάποιες ἀπὸ τὶς λεγόμενες ἀκαδημίες θεολογικῶν σπουδῶν, τὰ τελευταῖα χρόνια, περιφρονοῦμε τοὺς Ἁγίους Πατέρες, ποὺ εἶναι οἱ στυλοβάτες τῆς Πίστεώς μας, καὶ διδάσκουμε θεωρίες καὶ πρακτικὲς δῆθεν μεταπατερικές;
Φυλᾶμε τὴν Πίστη μας, ὅταν κάθε τόσο συμπροσευχόμαστε στὸ ἐξωτερικὸ μὲ αἱρετικοὺς καὶ ἀλλοθρήσκους; Ὅταν τὸ κοράνιο τὸ ὀνομάζουμε βιβλίο ἱερό, δοθείσης μάλιστα εὐκαιρίας τὸ δωρίζουμε κιόλας ἀντὶ τοῦ Εὐαγγελίου;
Στερεώνουμε τὴν Πίστη μας, ὅταν καταργοῦμε τὸν ὁμολογιακὸ χαρακτήρα τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, καὶ τοὺς παραδοσιακοὺς θεολόγους μας τοὺς περιφρονοῦμε;
Ὅταν ἀναθέτουμε τὴν θεραπεία τῶν παθῶν τῆς ψυχῆς μας σὲ ψυχολόγους, σὲ ψυχοθεραπευτὲς καὶ σὲ ὁμοιοπαθητικούς, ἐνῶ ὁ μόνος θεραπευτὴς τῶν ψυχῶν μας εἶναι ὁ Κύριος Ἠμῶν Ἰησούς Χριστός, θεραπευτήριό Του ἡ Ἐκκλησίας μας καὶ μοναδικά Του φάρμακα τὰ Ἱερά μας Μυστήρια;
Φυλᾶμε τὴν Πίστη μας, ὅταν μὲ νόμους τῆς πολιτείας δῆθεν ἀντιρατσιστικούς, φιμώνουμε τὸν ἄμβωνα σὲ θέματα ὅπως ἡ ὁμοφυλοφιλία, οἱ ἐκτρώσεις, οἱ δυσώνυμες δυτικόφερτες ἐκτροπὲς τοῦ θεσμοῦ τοῦ γάμου, ἡ κάρτα τοῦ πολίτη, ἡ ἀχρήματη κοινωνία, λὲς καὶ ὅλα αὐτὰ δὲν ἀφοροῦν στὴν Πίστη μας, δὲν ἅπτονται τοῦ κεφαλαίου τῆς σωτηρίας μας;
Πῶς, λοιπόν, μὲ ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλα τόσα, νὰ μὴν εἶναι πικραμένος μαζί μας ὁ Ἐθναπόστολός μας, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός; Καὶ πῶς νὰ μὴν πνίγεται ἀπὸ τὸ παράπονο, βλέποντάς μας νὰ παρατᾶμε κάποιες φορὲς ἀφύλαχτη τὴν πολυτίμητη Ὀρθοδοξία μας καὶ νὰ δηλώνουμε ἐνθουσιασμένοι μὲ τὰ ξυλοκέρατα, πού μᾶς ἔρχονται ἀπὸ τὴν Δύση;
Ὁ πρῶτος καὶ μοναδικὸς Κυβερνήτης μας ἦταν, ὡς γνωστόν, ὁ μέγιστός των Ἑλλήνων πολιτικῶν, ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας.
Ὁ εὐλογημένος αὐτὸς πρωτεργάτης τῆς ἐθνικῆς μας παλιγγενεσίας, δυστυχῶς γιὰ τὴν Πατρίδα μας, δὲν ἔμελλε νὰ ζήσει γιὰ πολύ.
Τὰ ἔργα του, τὸ ἦθος του, ἡ πίστη του καὶ γενικὰ ἡ προσωπικότητά του, ἔκαναν τοὺς ξένους νὰ τὸν φθονήσουν. Καὶ μὲ χέρι δικό μας δολοφονεῖται στὸ Ναύπλιο, τὴν Κυριακὴ 27 Σεπτεμβρίου τοῦ 1831, στὴν εἴσοδο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, στὶς ἕξι καὶ μισῆ τὸ πρωΐ.
Τυχαία ἡ μέρα, ἡ ὥρα καὶ ὁ τόπος τῆς δολοφονίας του; Ὄχι βέβαια. Διότι ὁ Κυβερνήτης συνήθιζε νὰ ἐκκλησιάζεται κάθε Κυριακὴ καὶ μάλιστα ’’ὄρθρου βαθέως’’.
Ἀδελφοί μου, ὡς Λαὸς καὶ ὡς Ἡγεσίες, ἀντέχουμε σήμερα νὰ μποῦμε ἀπέναντί του καὶ νὰ καθρεπτισθοῦμε στὸ Ἐκκλησιαστικὸ ἦθος τοῦ μεγάλου μας Κυβερνήτη; Στὶς ἡμέρες μας, ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες βαπτισμένοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, σὲ τί ἄραγε ποσοστὰ ἐκκλησιαζόμαστε, ὄχι βεβαίως καθ’ ἕξιν, ἀλλὰ μὲ γνήσιο Ὀρθόδοξο φρόνημα καὶ πνευματικὴ καθοδήγηση;
Καὶ ἀπὸ τὴν μεριὰ τῶν ἡγεσιῶν μας, πόσοι Ἕλληνες ἀξιωματοῦχοι ὑπάρχουν σήμερα, πού λειτουργοῦνται τακτικὰ τὶς Κυριακές, ὅπως ὁ Καποδίστριας, ἀναθέτοντας τὶς ὑποθέσεις τῆς Πατρίδας στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ;
Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας, μέσα ἀπὸ τὴν δράση του καὶ τὰ γραπτά του, ἀποδεικνύεται ὅτι τὴν Ὀρθοδοξία τὴν εἶχε στὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς του. Καὶ πλάϊ σ’ αὐτήν, φύλαγε ἄλλες δυὸ μεγάλες του ἀγάπες: Τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Παιδεία τὴν Ἑλληνική.
Τὸ ὅραμά του γιὰ τὴν Ἐθνική μας Παιδεία ἦταν ἕνα Σχολεῖο Ἑλληνικὸ καὶ Ὀρθόδοξο. Γι’ αὐτὸ καὶ διακήρυττε: «Τὰ σχολεῖα δὲν εἶναι ἁπλῶς τόποι προσκτήσεως γνώσεων, ἀλλὰ κυρίως φροντιστήρια ἠθικῆς, χριστιανικῆς καὶ ἐθνικῆς ἀγωγῆς».
’’Ἀποτελεῖ Θεία τιμή, ἔλεγε, τὸ νὰ ἀναθρέψει κάποιος Ἑλληνόπαιδες’’. Πῶς, ὅμως; ’’Μὲ τὶς γνώσεις τῆς Ἱερᾶς μας θρησκείας καὶ μὲ τὴν πάτριον γλώσσα’’ καὶ ὄχι μὲ τὴν ἀθεΐα καὶ τὴν ξένη γλώσσα ἀπὸ τὰ γεννοφάσκια μας, ὅπως κάνουμε σήμερα.
Ὅσο γιὰ τὴν Εὐρώπη, τὴν ὁποία σήμερα θεωροῦμε ’’τόπον ἐπαγγελίας’’, ὁ Καποδίστριας δὲν ἔτρεφε καὶ ἰδιαίτερη ἐκτίμηση. Γιὰ τὰ παιδιά, ποὺ ἔφευγαν στὴν Δύση γιὰ νὰ σπουδάσουν, ἔλεγε: «…ἀναγκαιότατον κρίνω νὰ συλλέξωμεν καὶ ἐπαναγάγωμεν εἰς τὴν Ἑλλάδα (νὰ φέρουμε πίσω) τους νέους Ἕλληνας, ὅσοι ἐπὶ προφάσει μαθήσεως διαφθείρωνται ἐν Εὐρώπη…».
Πῶς, λοιπόν, νὰ εἶναι εὐχαριστημένος ὁ Μεγάλος μας Κυβερνήτης καὶ μαζί του ὅλοι οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ ’21, μὲ τὸ σημερινό μας ἐκκλησιολογικὸ φρόνημα, μὲ τὴν ἀπιστία τῶν σημερινῶν μας πολιτικῶν ἀνδρῶν, μὲ τὴ κατάντια τῆς Ἐθνικῆς μας Παιδείας;
Ὁ ὁπλαρχηγὸς Δημήτριος Μακρὴς ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπικεφαλεῖς ὁπλαρχηγοὺς στὴν ἠρωϊκὴ Ἔξοδο τοῦ Μεσολογγίου. Μὲ τὸ τέλος τοῦ πολέμου, ἐνῶ διέθετε δύναμη καὶ ἐπιρροή, δὲν ἀσχολήθηκε μὲ τὴν πολιτική. Ἀποσύρθηκε καὶ ἀσχολήθηκε μὲ τὰ χωράφια του καὶ τὰ ζωντανά του.
Ὅταν μετὰ ἀπὸ καιρό, ὁ Ὄθωνας θέλησε νὰ τὸν τιμήσει γιὰ τὴν προσφορά του στὸν Ἀγώνα, προτείνοντάς του τὴν θέση τοῦ Ὑπασπιστοῦ, ὁ γενναῖος ὁπλαρχηγὸς Δημήτριος Μακρὴς μὲ τὴν παροιμιώδη ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε, μᾶς ἄφησε μέγα μάθημα ἀξιοπρέπειας καὶ ἐσωτερικοῦ μεγαλείου.
Ἐμφανῶς ἐνοχλημένος καὶ κατηφής, εἶπε στὸν βασιλιά: "Μεγαλειότατε, ἐγὼ δὲν ξέρω νὰ τσακάω (διπλώνω) τὴ μέση μου" καὶ ἔφυγε μὲ τὸ κεφάλι ψηλά.
Στὶς ἡμέρες μας, ἀδελφοί μου, πόσοι ἄραγε ἀπὸ ἐμᾶς, στὴν καθημερινή μας ζωή, διαθέτουμε τὸ ἠθικὸ σθένος καὶ τὸ ψυχικὸ μεγαλεῖο τοῦ Κλέφτη Δημητρίου Μακρή;
Καὶ προπαντός, πόσοι ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς ἀξιωματούχους εἶναι ἀποφασισμένοι νὰ ποῦν ὄχι σὲ τιμητικὲς διακρίσεις, σὲ διευκολύνσεις καὶ σὲ οἰκονομικὲς παροχές, ποὺ προέρχονται ἀπὸ γνωστοὺς ἐχθρούς της Πίστεως καὶ τῆς Πατρίδος καὶ πού κρύβουν ἀπὸ πίσω ἀναμονὲς ἀνταλλαγμάτων;
Τὸ ’’δεν τσακάω τὴ μέση μου’’ τοῦ μεγάλου ἀγωνιστῆ Δημητρίου Μακρή, εἶναι δυνατὸν νὰ ταιριάσει μὲ τὸ πρωθυπουργικὸ ’’γιές σερ’’ τῆς βραδιᾶς των Ἰμίων ἢ μὲ τὸ ἄλλο ’’γιες’’ στὸ σχέδιο Ἀνᾶν;
Τὸ ’’δεν τσακάω τὴ μέση μου’’ τοῦ μεγάλου ἀγωνιστῆ Δημητρίου Μακρή, εἶναι δυνατὸν νὰ ταιριάσει μὲ τὸ ’’ναὶ’’ τὸ δικό μας στὴν σκλαβιὰ τῆς κάρτας τοῦ πολίτη καὶ στὴν φυλακὴ τῆς ἀχρήματης κοινωνίας, πού μᾶς ἔχουν ἑτοιμάσει;
Πῶς νὰ μὴν εἶναι, λοιπόν, πικραμένος καὶ παραπονεμένος ὁ ἀγωνιστὴς Δημήτριος Μακρής, ὅταν βλέπει σήμερα, ὅτι οἱ ἀπροσκύνητοι ἀνάμεσα στὸν λαὸ καὶ τοὺς ἡγέτες, τείνουν νὰ γίνουν εἶδος πρὸς ἐξαφάνιση;
Ἀδελφοί μου, ἐνῶ οἱ ἄλλοι λαοὶ στοὺς ἐθνικοὺς στοὺς ὕμνους μιλᾶνε γιὰ τὰ κατορθώματά τους καὶ τὶς ὀμορφιὲς τῆς πατρίδας τους, ἐμεῖς εἴμαστε ὁ μοναδικὸς λαὸς σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ποὺ ὁ Ἐθνικός μας ὕμνος εἶναι ἕνας ὕμνος ἀφιερωμένος στὴν Ἐλευθερία.
Στὶς ἡμέρες μας ὀφείλουμε νὰ παραδεχθοῦμε, ὅτι ἡ ἔννοια τῆς Ἐλευθερίας δὲν ἔχει τὸ ἴδιο εἰδικὸ βάρος μὲ ἐκεῖνο ποὺ εἶχε στὶς καρδιὲς τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ ’21. Ἐμεῖς σήμερα εὔκολα τὴν διαπραγματευόμαστε. Γιὰ τοὺς ἀγωνιστές, ὅμως, τοῦ ’21 ποτὲ δὲν ἦταν ὑπόθεση γιὰ διαπραγμάτευση. Δὲν τὴν ἀντάλλασαν μὲ τίποτε! Γιὰ παράδειγμα οἱ Σουλιῶτες:
Στὰ 1803, στὰ Γιάννενα, ὁ Ἀλὴ Πασὰς στὴν προσπάθειά του νὰ πείσει τοὺς Σουλιῶτες καπεταναίους νὰ παραδοθοῦν, τοὺς ὑποσχόταν, ὅτι ἀφοῦ παρέδιδαν τὸ Σούλι, θὰ τοὺς χάριζε ὅ, τί λαχταροῦσε ἡ ψυχή τους. Πῆρε, ὅμως, ἀπὸ τοὺς Σουλιῶτες τὴν ἑξῆς ἀπάντηση: ’’Ἡ λευτεριά μας, πασά μου, οὔτε ἀγοράζεται οὔτε πουλιέται μὲ θησαυροὺς καὶ ταξίματα, παρὰ μονάχα μὲ τὸ αἷμα καὶ τοῦ τελευταίου Σουλιώτη’’.
Θὰ ἔχουν ἄδικο σήμερα οἱ Σουλιῶτες καπεταναῖοι, ἐὰν θὰ εἶναι παραπονεμένοι καὶ θυμωμένοι μαζί μας;
’’Τί κάνετε ὠρέ, μᾶς φωνάζουν μὲ δυσαρέσκεια καὶ ἀγανάκτηση. Πουλᾶτε τὴν Ἐλευθερία, τὴν ὁποία σᾶς παραδώσαμε ἐμεῖς μὲ τὸ αἷμα μας, γιὰ μιὰ δῆθεν καλοπέραση, γιὰ μιὰ ψεύτικη εὐμάρεια; Τί τὰ θέλετε ὠρὲ τὰ δάνεια τῶν Ἑβραίων; Δὲν βλέπετε, ὅτι σᾶς ἔφθειραν καὶ σᾶς ὁδήγησαν στὰ μνημόνια, δηλαδὴ στὴν σκλαβιά; Δὲν βλέπετε ὅτι ἔχετε νὰ κάνετε μὲ σατανικοὺς δανειστές, ποὺ μισοῦν θανάσιμα τὴν Ἑλλάδα μας καὶ τὴν Ὀρθοδοξία μας’’;
Οἱ Ἀγωνιστὲς τοῦ ’21, ὄχι μονάχα δὲν διαπραγματεύονταν τὴν Λευτεριά τους, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ σὲ περιπτώσεις ὅπου ἡ στρατιωτικὴ ὑπεροχὴ τῶν τούρκων ἦταν συντριπτική, ποτὲ δὲν φέρθηκαν μὲ δειλία, μὲ συμβιβασμούς, μὲ ὑπολογισμοὺς κατὰ τὰ πρότυπά τα δυτικά.
Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ διάλογος ἀνάμεσα στὸν Κολοκοτρώνη καὶ τὸν Ἐγγλέζο ναύαρχο Χάμιλτων, σὲ μιὰ δύσκολη καμπὴ τοῦ Ἀγώνα. Τοῦ λέει ὁ Χάμιλτων: ’’Πρέπει οἱ Ἕλληνες νὰ ζητήσετε συμβιβασμὸ καὶ ἡ Ἀγγλία νὰ μεσιτεύσει’’.
Καὶ ὁ Κολοκοτρώνης τοῦ ἁπαντά: ’’Αὐτὸ δὲν γίνεται ποτέ. Ἐλευθερία ἢ θάνατος! Ἐμεῖς, καπετὰν Χάμιλτων, ποτὲ συμβιβασμὸν δὲν ἐκάμαμεν μὲ τὸν Τοῦρκον. Ἄλλους ἔκοψε, ἄλλους ἐσκλάβωσε μὲ τὸ σπαθὶ καὶ ἄλλοι, καθὼς ἐμεῖς, ἐζούσαμεν ἐλεύθεροι ἀπὸ γενεὰ εἰς γενεά’’.
Ἐξίσου χαρακτηριστικὴ εἶναι καὶ ἡ ἀπάντηση, ποὺ ἔδωσε ὁ μπουρλοτιέρης τῶν ψυχῶν Παπαφλέσσας πρὸς τοὺς συμπολεμιστές του, ὅταν ἐκεῖνοι, στὸ Μανιάκι, γιὰ λόγους ἀσφαλείας, τοῦ πρότειναν νὰ πιάσουν ταμπούρια σὲ ψηλότερες θέσεις στὸ βουνό: Τοὺς εἶπε: ''Ἐγὼ δὲν ἦρθα ἐδῶ γιὰ νὰ μετρήσω ἀπὸ τὰ ψηλώματα πόσος εἶναι ὁ στρατὸς τοῦ Μπαϊράμη. Ἦρθα νὰ πολεμήσω. Καθίστε ἐδῶ, νὰ πεθάνουμε σὰν ἀρχαῖοι Ἕλληνες''.
Ἀδελφοί μου, μὲ τέτοιο φρόνημα ἀνυπότακτο καὶ ἀσυμβίβαστο, ποὺ εἶχε ὁ Κολοκοτρώνης, θὰ ἀνεχόταν, νὰ ὑπάρχουν σήμερα στὴν Πατρίδα μας ἐν ἐνεργεία ὑπουργοί, ποὺ νὰ ἀρνοῦνται τὴν Γενοκτονία τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου, τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τῆς Θράκης;
Θὰ δεχόταν ὁ Γέρος τοῦ Μοριά, νὰ καταθέσει στεφάνι στὸν Μουσταφὰ Κεμάλ, τὸν ἐμπνευστῆ καὶ δράστη αὐτῆς τῆς Γενοκτονίας, ὅπως πράττουμε ἐμεῖς σήμερα;
Θὰ ἀνεχόταν ὁ γενναιότατος Παπαφλέσσας, νὰ ὑπάρχουν σήμερα στὴν Πατρίδα μᾶς ὑπουργοὶ καὶ πανεπιστημιακοὶ καθηγητές, ποῦ νὰ συνηγοροῦν στὴν ἵδρυση τμήματος ἰσλαμικῶν σπουδῶν μέσα στὴν Θεολογικὴ σχολὴ τῆς Θεσσαλονίκης μας;
Θὰ συμβιβαζόταν ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, νὰ διαφεντεύεται σήμερα ἡ Θράκη μας ἀπὸ τὸ τουρκικὸ προξενεῖο τῆς Κομοτηνῆς ἢ μήπως θὰ ἀνεχόταν, ἐν ὀνόματι τάχα κομματικῶν συμφερόντων, νὰ ἐκλέγονται στὴν Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων, πράκτορες τουρκικῶν συμφερόντων;
Ὁ πατριωτισμός, ἀδελφοί μου, δὲν ἐννοεῖται σὲ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες ὡς κάτι ἀνεξάρτητο καὶ ξένο ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη μας. Πατριωτισμὸς καὶ Ὀρθοδοξία σ’ ἐμᾶς πᾶνε μαζί. Ἀρκεῖ νὰ σᾶς θυμίσω, τί ἔκαναν οἱ Φραγκολεβαντίνοι στὸ νησὶ τῆς Σύρου, σὰν εἶδαν ἀπὸ μακριὰ νὰ καταφθάνουν τὰ καράβια τοῦ Ἰμπραήμ: ἀρνήθηκαν τὴν ἑλληνική τους καταγωγὴ καὶ ὕψωσαν ἀμέσως στὰ μπαλκόνια τοὺς σημαῖες Ἰταλιάνικες καὶ Γαλλικές.
Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι πάνω ἀπ’ ὅλα ἔχουμε στὴν καρδιὰ μας τὸν Χριστὸ καὶ μὲ τὴν ἀγάπη τὴν δική Του ἀγαπᾶμε καὶ τὴν Πατρίδα μας. Ἔτσι καὶ ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, δὲν ἦταν ἁπλὰ καὶ μόνον ἕνας φιλόπατρις ἀγωνιστής. Ἦταν προπαντὸς ἄνθρωπος μὲ βαθιὰ πίστη στὸν Θεὸ καὶ μὲ ἐμπιστοσύνη μεγάλη στὴν Παναγιά μας.
Γράφει ὁ ἴδιος: ’’Ἦταν μιὰ ἐκκλησία εἰς τὸν δρόμον, ἡ Παναγία στὸ Χρυσοβίτσι, καὶ τὸ καθησιό μου ἦτο ὅπου ἔκλαιγα τὴν Ἑλλάς… Σίμωσα, ἔδεσα τὸ ἄλογό μου σ’ ἕνα δένδρο, μπῆκα μέσα καὶ γονάτισα. Παναγία μου, εἶπα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου καὶ τὰ μάτια μου δάκρυσαν. Παναγία μου, βοήθησε καὶ τούτη τὴ φορὰ τοὺς Ἕλληνες νὰ ψυχωθούν’’.
Ἀξίζει ἐδῶ νὰ μνημονεύσουμε ἕνα ἀκόμα περιστατικὸ ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ποὺ δείχνει τὶς πολὺ βαθιὲς Ὀρθόδοξες ρίζες του: Βρισκόμαστε στὸ Βαλτέτσι. Μόλις ἔχει τελειώσει ἡ ἀποφασιστικὴ ἐκείνη μάχη γιὰ τὴν τελικὴ ἔκβαση τοῦ Ἀγώνα. Διηγεῖται ὁ ἴδιος: ’’ Δώδεκα-δεκατρεῖς Μαΐου ἦτον. Εἴκοσι τρεῖς ὧρες ἐβάσταξε ὁ πόλεμος. Ἐκείνην τὴν ἡμέρα ἦτον Παρασκευὴ καὶ ἔβαλα λόγον ὅτι: Πρέπει νὰ νηστεύσωμεν ὅλοι διὰ δοξολογίαν ἐκείνης τῆς ἡμέρας, καὶ νὰ δοξάζεται αἰώνας αἰώνων ἐωσοῦ στέκει τὸ ἔθνος, διατὶ αὐτὴ ἦταν ἡ ἐλευθερία τῆς Πατρίδος’’.
’’Πρέπει νὰ νηστεύσωμεν ὅλοι διὰ δοξολογίαν ἐκείνης τῆς ἡμέρας’’.
Τί νὰ λέει ἄραγε σήμερα ὁ Γέρος τοῦ Μοριά, βλέποντάς μας νὰ διοργανώνουμε ξεφαντώματα μὲ γύρους καὶ σουβλάκια ἐν μέσω Μεγάλης Σαρακοστῆς, γιὰ νὰ τιμήσουμε τάχα τὴν Ἐπανάσταση τοῦ ’21;
Στὴν ἴδια γραμμὴ μὲ τὸν Κολοκοτρώνη, σὲ ὅτι ἀφορᾶ τὴν σχέση του μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, στοιχίζεται καὶ ὁ ἄλλος μεγάλος ἄνδρας τῆς Ἐπανάστασης, ὁ στρατηγὸς Ἰωάννης Μακρυγιάννης.
Γράφει στὰ ἀπομνημονεύματά του: ’’Και βγῆκαν τώρα κάτι δικοί μας κυβερνῆτες, Ἕλληνες, σπορὰ τῆς ἐβραιουργιᾶς, ποὺ εἶπαν νὰ μᾶς σβήσουν τὴν Ἁγία Πίστη, τὴν Ὀρθοδοξία, διότι ἡ Φραγκιὰ δὲν μᾶς θέλει μὲ τέτοιο ντύμα Ὀρθόδοξον… Ἐμεῖς, μὲ σκιὰν μᾶς τὸν Τίμιον Σταυρόν, ἐπολεμήσαμεν. Καὶ αὐτὸς ὁ Σταυρὸς μᾶς ἔσωσε. Τόση μικρότητα στὸν Σταυρό, τὸν σωτήρα μας! Καὶ βρίζουν οἱ πουλημένοι εἰς τοὺς ξένους καὶ τοὺς παπάδες μας, τοὺς ζυγίζουν ἀναντρους καὶ ἀπόλεμους. Ἐμεῖς τοὺς παπάδες, τοὺς εἴχαμε μαζὶ εἰς κάθε μετερίζι, εἰς κάθε πόνον καὶ δυστυχίαν. Ντροπὴ Ἕλληνες!»
Ἀδελφοί μου, μὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ πίστευε καὶ ὑπερασπιζόταν ὁ Μακρυγιάννης, θὰ μποροῦσε νὰ ἀνεχθεῖ σήμερα ἀδιαμαρτύρητα , μέσα στὴν ἴδια του τὴν Πατρίδα , νὰ περιφρονεῖται τὸ ράσο, νὰ ὑποτιμᾶται καὶ νὰ διώκεται ἡ Ὀρθοδοξία μας ἀπὸ τὸ σύνολο σχεδὸν τοῦ πολιτικοῦ μας προσωπικοῦ, νὰ φορολογοῦνται ληστρικὰ οἱ Ἐκκλησιές μας, νὰ μὴν διορίζονται παπάδες, ἀλλὰ τουναντίον νὰ ἀνοίγονται θέσεις γιὰ ἰμάμηδες καὶ νὰ χαρίζονται ἑκατομμύρια, ἀπὸ τὶς ἄδειες τσέπες τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων πολιτῶν, γιὰ τὴν λεγόμενη ἐκπαίδευση τῶν μουσουλμανοπαίδων;
Ἴσως γιὰ τὶς περιπτώσεις αὐτές, νὰ λένε κάποιοι ἀπὸ ἐμᾶς: Τί νὰ κάνουν οἱ πολιτικοί μας ἄρχοντες; Ἀναγκάζονται νὰ ἑλιχθοῦν διπλωματικά. Ὑποχρεώνονται. Ἐκβιάζονται. Τὸ ἐπιβάλλουν οἱ τρόποι καλῆς συμπεριφορᾶς.
Νά, ὅμως, ποὺ ἔρχονται τὰ πρόσωπα καὶ τὰ γεγονότα τοῦ ’21 καὶ ἀκυρώνουν ἐντελῶς κάθε παρόμοια δικαιολογία: Βρισκόμαστε στὴν πρώτη πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου, λίγο πρὶν ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1822. Δέκα χιλιάδες Τοῦρκοι, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Ὀμὲρ Βρυώνη καὶ τὸν Κιουταχή, σχεδιάζουν νὰ κάνουν τὴν τελική τους ἐπίθεση τὸ βράδυ τῶν Χριστουγέννων. Τότε, δηλαδή, ποὺ οἱ Ἕλληνες θὰ βρίσκονται στὶς ἐκκλησιές, γιὰ νὰ τοὺς αἰφνιδιάσουν.
Ὁ Γιάννης Γούναρης ἦταν κυνηγὸς τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη καὶ ἀκολουθοῦσε ὑποχρεωτικὰ τὸν τουρκικὸ στρατό, διότι κρατοῦσαν ὁμήρους, στὴν Ἄρτα, τὴν γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά του.
Ὁ Γιάννης Γούναρης γνωρίζει γιὰ τὴν νυχτερινὴ ἐπίθεση τῶν Τούρκων. Τὸ δίλλημα τραγικότατο!
Νὰ ἀποκαλύψει τὸ σχέδιο στοὺς Μεσολογγίτες ἢ νὰ μὴν τὸ πεῖ σὲ κανέναν; Ἀπὸ τὸ μαχαίρι τοῦ τούρκου νὰ σώσει τὸ Μεσολόγγι ἢ νὰ σώσει τὴν γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά του; Νὰ βάλλει πρῶτα τὴν Πατρίδα ἢ τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν οἰκογένειά του;
Βέβαια, μὲ τὴν λογική των ἡμερῶν μας, θὰ μποροῦσε καὶ ἐκεῖνος νὰ φερθεῖ κατὰ πὼς λένε διπλωματικά. Νὰ ὑπακούσει στὰ κελεύσματα τοῦ πολιτικοῦ σαβουὰρ βιβρ, τῆς λεγόμενης πολιτικῆς ὀρθότητας. Νὰ φορέσει, δηλαδή, φέσι ἢ κιπά. Τί κάνει, ὅμως;
Περνάει κρυφὰ στὸ Μεσολόγγι, βγαίνοντας δῆθεν γιὰ κυνήγι, καὶ εἰδοποιεῖ ἀμέσως τοὺς Μεσολογγίτες γιὰ τὸ δόλιο σχέδιο τοῦ Κιουταχή. Τὸ Μεσολόγγι
φυλάγεται. Ὁ Κιουταχὴς ἀποτυγχάνει στὴν ἐπίθεσή του. Οἱ Μεσολογγίτες σώζονται. Τὰ παιδιά του καὶ ἡ γυναίκα του σφαγιάζονται αὐθημερόν.
Ὁ Ἥρωας Ἀγωνιστής Γιάννης Γούναρης, ’’ἑπόμενος τοῖς ἀρχαίοις ἠμῶν πατράσι’’, ἀκολούθησε τὴν φωνὴ τοῦ Σοφοκλῆ, ὁ ὁποῖος σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς τραγωδίες τοῦ ἔγραφε: ’’Ὅταν ἡ Πατρίδα εὐτυχεῖ, εὐτυχῶ κι ἐγὼ καὶ ἡ οἰκογένειά μου. Ὅταν, ὅμως, τὸ ἐνδιαφέρον μου περιορίζεται στὸν ἑαυτό μου καὶ στὴν οἰκογένειά μου, ἐνῶ ἡ Πατρίδα δυστυχεῖ, τότε καὶ ἡ δική μου εὐημερία δὲν θὰ κρατήσει γιὰ πολύ’’.
Εἶναι ἐντυπωσιακό το γεγονός, ὅτι τὰ ἴδια ἀκριβῶς μὲ τὸν ἀρχαῖο Ἕλληνα τραγωδὸ ἔλεγε καὶ ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, μιλώντας στὴν Πνύκα πρὸς τοὺς μαθητὲς τῶν Ἀθηνῶν:
«Ἡ προκοπή σας καὶ ἡ μάθησή σας νὰ μὴν γίνει σκεπάρνι μόνο γιὰ τὸ ἄτομό σας ἀλλὰ νὰ κοιτάξει τὸ καλό τῆς κοινότητας καὶ μέσα εἰς τὸ καλὸν αὐτὸ βρίσκεται καὶ τὸ δικό σας».
Ἀναρωτιέμαι: Ὁ ἀγράμματος γέρος τοῦ Μοριά, ποῦ διδάχθηκε Ἀρχαία Ἑλληνικὴ τραγωδία;
Μπορεῖ νὰ πέφτω ἔξω, ἀλλά, σκέφτομαι ὅτι αὐτὰ τὰ μαθήματα ἦταν γραμμένα μέσα ἀπὸ τὴν μήτρα τῆς μάνας του. Αὐτὰ τὰ λόγια ἦταν ἀρχές, ποὺ περνοῦσαν ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ μέσα ἀπὸ τὴν ζωή, μέσα ἀπὸ τὴν παράδοση.
Σήμερα, ὅμως, αὐτὴ ἡ συνέχεια διασαλεύθηκε. Μὲ δική μας εὐθύνη οἰκειοποιηθήκαμε ξένα πρότυπα. Παρατήσαμε στὴν ἄκρη ἕναν ἀμύθητο δικό μας πολιτισμικὸ θησαυρὸ καὶ μείναμε τώρα γυμνοί, περιμένοντας νὰ ντυθοῦμε μὲ τὰ κουρέλια τῆς παραπαίουσας Δύσης.
Τὸν ἴδιο γνώμονα μὲ τὸν Κολοκοτρώνη, δηλαδή, τὸν Ἀρχαῖο Ἕλληνα τραγωδό, εἶχε καὶ ὁ Σερραῖος μεγαλέμπορος καὶ τραπεζίτης, ὁ ἐπαναστάτης Ἐμμανουὴλ Παππᾶς. Ἡ φήμη του γιὰ τὴν πατριωτική του δράση εἶχε φτάσει σὲ κάθε ἄκρη τῆς Ἑλλάδας. Ὅλα του τὰ πλούτη καὶ ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα τὰ διέθεσε στὸν Ἀγώνα γιὰ τὴν Ἐλευθερία τῆς Πατρίδας.
Τὰ τρία ἀπὸ τὰ τέσσερα παιδιὰ τοῦ ἔπεσαν στὸ πεδίο τῆς μάχης. Ὁ τέταρτος γιὸς του ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ στὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα πάμπτωχος.
Τὸ στρατηγεῖο του –γιὰ νὰ μὴν ξεχνᾶμε καὶ τὸν ρόλο τῶν Μοναστηριῶν μας στὸν ἀγώνα τοῦ ’21- τὸ εἶχε ἐγκαταστήσει στὸ Ἅγιον Ὅρος, στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἐσφιγμένου.
Μὲ τὸ ἴδιο φρόνημα κινήθηκε καὶ ὁ Θρακιώτης καραβοκύρης καπετὰν Ἀντώνης Βιζβίζης. Δίπλα του ἀγέρωχη ἡ καπετάνισσα Δόμνα Βιζβίζη καὶ τὰ πέντε τους μικρὰ παιδιά. Τὸ καράβι τους ἡ ''Καλομοίρα'', κανονικὸ πολεμικό, ὁπλισμένο μὲ δικά τους ἔξοδα, ἔχει γίνει τὸ σπίτι τους.
Ὁ καπετὰν Βιζβίζης ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα τὰ ἔχει δώσει γιὰ τὴν Πατρίδα. Τοῦ ἀρέσει νὰ λέει: ’’Δεν λυπᾶμαι νὰ ξοδεύω χρήματα, ἀφοῦ μ' αὐτὰ θὰ κτιστῆ τὸ χρυσὸ παλάτι τῆς Ἐλευθερίας’’.
Σίγουρα ἀπὸ ἐκεῖ ψηλά, ὁ Σερραῖος τραπεζίτης καὶ ὁ Θρακιώτης καραβοκύρης θὰ ἀναρωτιοῦνται δικαιολογημένα: Ποῦ εἶναι σήμερα οἱ Ἐμμανουὴλ Παππάδες καὶ οἱ Βισβίζηδες; Ποῦ εἶναι σήμερα οἱ Ἕλληνες τραπεζίτες, μεγαλέμποροι καὶ ἐφοπλιστές, νὰ στηρίξουν τὴν δοκιμαζόμενη Πατρίδα; Ποῦ χάθηκαν οἱ ἐθνικοί μας εὐεργέτες;
Καὶ δὲν χάθηκαν μονάχα οἱ ἐθνικοί μας εὐεργέτες, ἀδελφοί μου. Σήμερα ἔχουν χαθεῖ καὶ ἐκεῖνα τὰ πολιτικὰ ἀναστήματα, ποὺ ὄχι μόνον δὲν δέχονταν νὰ
πάρουν δεκάρα γιὰ τὶς ὑπηρεσίες τους ἀπὸ τὸν ἐθνικὸ κορβανά, ἀλλὰ ἀντιθέτως ὑποθήκευαν ἀκόμα καὶ τὴν προσωπική τους περιουσία, προκειμένου νὰ στηριχθεῖ οἰκονομικὰ ἡ καθημαγμένη Πατρίδα.
Παράδειγμα ὁ Καποδίστριας. Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας ἦταν ὁ πρῶτος καὶ μοναδικὸς Κυβερνήτης μας, ποὺ δὲν καταδέχτηκε ποτὲ του νὰ πάρει μηνιάτικο καὶ πού, γιὰ δάνειο τῆς Πατρίδας, ἔβαλε ὑποθήκη τὰ πατρικά του κτήματα στὴν Κέρκυρα.
Πῶς, λοιπόν, ὁ ἅγιος τῆς πολιτικῆς μας νὰ μὴν ἔχει παράπονο μεγάλο ἀπὸ ὅλους μας, ὅταν βλέπει στὶς ἡμέρες μας ἐπώνυμους ἀξιωματούχους, ἀλλὰ καὶ ἁπλοὺς πολίτες, νὰ πλουτίζουν παράνομα μὲ λεφτὰ τοῦ Δημοσίου;
Εἶναι πολὺ χαριτωμένος ὁ διάλογος ἀνάμεσα στὸν Νικηταρὰ τὸν Τουρκοφάγο καὶ τὸν θεῖο του τὸν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ὅπου καυτηριάζεται, θὰ λέγαμε, αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ πράγμα: ὁ παράνομος πλουτισμός, σὲ βάρος τῆς Πατρίδας.
Τὸ μικρὸ συμβὰν διασώζεται ὡς ἑξῆς: Ὁ Ἀγώνας ἔχει τελειώσει καὶ οἱ ἔνδοξοι ὁπλαρχηγοὶ ἔχουν ἀποσυρθεῖ στὰ σπίτια τους. Εἶναι παραμονὴ πρωτοχρονιᾶς.
Ὁ θρυλικὸς Νικηταρᾶς ὁ Τουρκοφάγος, ὑποδέχεται στὸ φτωχικό του, στὸν Πειραιά, τὸν θεῖο του τὸν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Μιὰ ὁμάδα παιδιῶν μπαίνουν στὴν αὐλὴ καὶ λένε τὰ κάλαντα. Ὁ Νικηταρᾶς δὲν ἔχει νὰ δώσει τίποτε στὰ παιδιά. Ζητάει μερικοὺς παράδες ἀπὸ τὸν Κολοκοτρώνη. Ὁ Γέρος τοῦ δίνει καὶ πειράζοντας τὸν, τοῦ λέει: ’’Δεν ντρέπεσαι νὰ ζητιανεύεις, κοτζὰμ καπετάνιος ἐσύ, μὲ τόσες δόξες; Τί σόϊ στρατηγὸς εἶσαι τότενες’’;
Ὁ Νικηταρᾶς τὸν κοιτάζει ἤρεμα τὸν θεῖο του καὶ τοῦ ἁπαντὰ σεμνά: ’’Πραματευτής δὲν ἤμουνα. Ἡ μοίρα μου, τὸ θέλησε νὰ γίνω καπετάνιος. Μὰ δὲν θὰ ἦταν σωστὸ νὰ κάνω πραμάτεια τὸ καπετανλίκι μου γιὰ νὰ καζαντίσω (γιὰ νὰ πλουτίσω)’’.
Εἶναι τόσα πολλά τα κατορθώματα, ἀλλὰ καὶ τὰ παράπονα τῶν Ἀγωνιστῶν τοῦ ’21! Πῶς νὰ τὰ διέλθουμε ὅλα αὐτὰ μέσα σὲ μιὰ παρουσίαση ὅπως ἡ ἀποψινή;
Σεβαστοὶ πατέρες, ἀδελφοὶ ἀγαπητοί, καλά μας παιδιά,
Ὁ φιλάνθρωπος Θεός, ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα μας, ἄλλοτε μᾶς ἐπισκέπτεται μὲ τὴν εὐδοκία Του, ἄλλοτε μὲ τὴν μακροθυμία Του καὶ ἄλλοτε μὲ τὴν παραχώρηση διαφόρων πειρασμῶν.
Στὰ χρόνια τα δικά μας, εἶναι ὁλοφάνερο, ὅτι, λόγω τῆς ἀποστασίας μας, μᾶς ἐπισκέπτεται ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ μέσω δοκιμασιῶν. Οἱ δυσκολίες καὶ οἱ ἐχθροί, ποὺ ἔπεσαν κατ’ ἐπάνω μας αὐτὰ τὰ χρόνια, εἶναι μέσα στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν κατὰ Χριστὸν παιδαγωγία μας.
Ὁ δάσκαλος τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, ὁ Ἰωσὴφ ὁ Βρυέννιος, τριάντα χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν Αλωση, εἶχε πεῖ: ’’Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ἐπέπεσαν ἐκ δυσμῶν καὶ ἐξ ἀνατολῶν διάφοροι ἐχθροὶ καὶ λυμαίνονται τὴν αὐτοκρατορία εἶναι ὁλοφάνερος: ’Ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ἔγιναν ὑπερήφανοι, ἀλαζόνες, φιλάργυροι, φίλαυτοι, ἀχάριστοι, ἀπειθεῖς, λιποτάκται, ἀνόσιοι, ἀμετανόητοι, ἀδιάλλακτοι. Ἔγιναν οἱ ἄρχοντες κοινωνοὶ ἀνόμων, οἱ ὑπεύθυνοι ἅρπαγες, οἱ
κριτὲς δωρολῆπτες, οἱ μεσίτες ψευδεῖς, οἱ νεώτεροι ἀκόλαστοι, οἱ ἀστοὶ ἐμπαῖκτες, οἱ χωρικοὶ ἄλαλοι καὶ οἱ πάντες ἀχρεῖοι. Χάθηκε εὐλαβὴς ἀπὸ τῆς γῆς, ἐξέλιπε στοχαστῆς, οὒχ εὔρηται φρόνιμος’’.
Πόσον ἐπίκαιρος ἀναδεικνύεται ὁ μεγάλος μας διδάσκαλος Ἰωσὴφ Βρυέννιος, ἐὰν ἀναλογισθοῦμε, ὅτι ἡ περιγραφὴ του αὐτὴ δὲν ἀπέχει καὶ πολὺ ἀπὸ μιὰ περιγραφὴ τῆς σημερινῆς μας κατάστασης.
Ἃς μὴν ἀποθαρρυνόμαστε, ὅμως. Ὁ Θεὸς Πατέρας εἶναι μαζί μας. Ἐκεῖνο ποὺ ζητάει ἀπὸ ἐμᾶς, μέσα ἀπὸ τὶς δυσκολίες αὐτές, εἶναι νὰ μετανοήσουμε, νὰ σωθεῖ ἡ Πίστη μας. Νὰ μὴν χάσουμε τὴν ψυχή μας. Αὐτὰ μας διδάσκουν οἱ σύγχρονοι Ἅγιοι Πατέρες μας, αὐτὰ ἔλεγε καὶ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἀναφερόμενος στοὺς λόγους, γιὰ τοὺς ὁποίους βρεθήκαμε κάτω ἀπὸ τὴν χαντζάρα τοῦ Τούρκου.
’’…ἔστειλεν ὁ Θεὸς τὸν ἅγιον Κωνσταντῖνον καὶ ἐστερέωσε βασίλειον χριστιανικόν? καὶ τὸ εἶχαν χριστιανοὶ τὸ βασίλειον 1150 χρόνους. Ὕστερά το ἐσήκωσεν ὁ Θεὸς τὸ βασίλειον ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἤφερε τὸν Τοῦρκο μέσα ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴν καὶ τοῦ τὸ ἔδωκε διὰ ἐδικόν μας καλόν… Καὶ τί; Ἄξιος ἦτον ὁ Τοῦρκος νὰ ἔχει βασίλειον; Ἀλλὰ ὁ Θεὸς τοῦ τὸ ἔδωκε διὰ τὸ καλόν μας. Καὶ διατὶ δὲν ἤφερεν ὁ Θεὸς ἄλλον βασιλέα, ὁπού ἦτον τόσα ρηγάτα (=βασίλεια) ἐδῶ κοντὰ νὰ τοὺς τὸ δώσει, μόνον ἤφερε τὸν Τοῦρκον μέσαθε ἀπὸ τὴν Κόκκινην Μηλιὰ καὶ τοῦ τὸ ἐχάρισε; Διατὶ ἤξευρεν ὁ Θεὸς πὼς τὰ ἄλλα ρηγάτα μᾶς βλάπτουν εἰς τὴν Πίστιν, καὶ ὁ Τοῦρκος δὲν μᾶς βλάπτει, ἄσπρα δώσ’ του καὶ καβαλλίκευσε τὸν ἀπὸ τὸ κεφάλι. Καὶ διὰ νὰ μὴν κολασθοῦμεν, τὸ ἔδωκε’’.
Ἀδελφοί μου,
Οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ ’21 ἀγωνίστηκαν καὶ θυσιάστηκαν γιὰ τὴν Πίστη καὶ τὴν Πατρίδα. Ἐμεῖς, ὅμως, σὲ μεγάλο βαθμὸ ἔχουμε περιφρονήσει τὸν ἀγώνα τους, καὶ τὰ δύο αὐτὰ πολύτιμα δῶρα τοῦ Θεοῦ τὰ ἔχουμε παραμελήσει.
Τὰ προστάγματά Του τὰ βάλαμε στὴν μπάντα καὶ ἀφήσαμε νὰ ἐνεργήσουν οἱ ἐπιθυμίες μας. Ὁ παράδεισος, ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Θεός, δὲν μᾶς ἄρεσε. Μᾶς γυάλισε ἡ κόλαση τῶν ἀπάτριδων καὶ τῶν ἀπίστων. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ φιλανθρωπία Του, μᾶς ἐπισκέπτεται σήμερα μὲ δοκιμασίες: Μὲ ἀνεργία, μὲ φτώχεια, μὲ χρέη, μὲ ἀβάσταχτους φόρους, μὲ λεηλασία τοῦ δημόσιου πλούτου, μὲ εἰσβολὲς ἀλλοφύλων, μὲ ἐπιθέσεις ἐχθρικές.
Καὶ τώρα τί κάνουμε; Τώρα, ἐὰν πράγματι θέλουμε νὰ ξαναφορέσουμε τὴν παλιά μας δόξα, δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ ἀκούσουμε τὴν πατρικὴ φωνὴ τοῦ κοντινοῦ μας ἁγίου Πορφυρίου, ποὺ μὲ πόνο ψυχῆς ἱκέτευε: ’’Πίσω, γυρίστε πίσω, γυρίστε στὴν Ἐκκλησία. Πλανηθήκαμε’’.
Ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος πατὴρ Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος: ’’Μὲ ρωτᾶνε, τί εἶναι πατριωτισμός. Κι ἐγὼ τοὺς ἀπαντῶ: Ὁ πιὸ θερμός, ὁ πιὸ γνήσιος πατριωτισμὸς εἶναι νὰ ἀποφεύγεις τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ κάνεις ὅ, τί μπορεῖς γιὰ τὴν Πατρίδα σου’’.
Νά, πῶς θὰ σβηστεῖ καὶ τὸ παράπονο ἀπὸ τὰ χείλη τῶν Ἀγωνιστῶν τοῦ ’21.
Πηγή: (Ὁμιλία γιὰ τὴν Ἐθνικὴ Ἐπέτειο τῆς 25ης Μαρτίου 1821, Λαγκαδᾶς, 25η Μαρτίου 2016), Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
’’Βίος ἀνεόρταστος, μακρὰ ὁδὸς ἀπανδόχευτος’’, ἔλεγαν οἱ παλιοί. Ζωὴ χωρὶς γιορτές, μοιάζει μὲ ταξίδι πολυήμερο χωρὶς ἀνάπαυση, χωρὶς ἀνεφοδιασμό. Ἡ 25η Μαρτίου, γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες, εἶναι πνευματικὸ πανδοχεῖο, ποὺ προσφέρει διπλὴ ἀνάπαυση καὶ διπλὸ ἀνεφοδιασμό. Καὶ ὁ λόγος εἶναι, ὅτι τὴν ἴδια μέρα ἑορτάζουμε δυὸ μοναδικὲς καὶ ἀνεπανάληπτες ἐλευθερίες μας. Πρῶτα τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου λόγω τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἔπειτα τὴν ἐλευθερία τοῦ Γένους μας ἀπὸ τὴν τουρκικὴ σκλαβιά.
Στὸν λίγο χρόνο ποὺ ἔχουμε στὴν διάθεσή μας, θὰ ἀναφερθοῦμε στὸ δεύτερο σκέλος τῆς ἑορτῆς, ποὺ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ἐθνική μας παλιγγενεσία. Θέμα μας, τὸ παράπονο τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ ’21.
Ἀδελφοί μου,
Ἡ ἐπέτειος τῆς 25ης Μαρτίου θαρρῶ πὼς δὲν εἶναι ἁπλὰ καὶ μόνον μιὰ εὐκαιρία γιὰ μεγάλα λόγια, γιὰ ψεύτικες ἐπετειακὲς πολιτικὲς δηλώσεις, γιὰ ἐμβατήρια καὶ ἐξέδρες. Εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα μιὰ πρώτης τάξεως πρόκληση γιὰ γόνιμο προβληματισμὸ καὶ μιὰ ἐξαιρετικὴ ἀφορμὴ γιὰ συλλογικὴ καὶ προπάντων γιὰ προσωπικὴ αὐτοκριτική. Μιὰ αὐτοκριτικὴ βασισμένη κυρίως πάνω σε...
μιὰ σύγκριση τῶν δικῶν μᾶς ἐπιλογῶν καὶ ἀξιῶν σὲ σχέση μὲ τὰ ἰδανικὰ καὶ τὶς ἐπιλογὲς τῶν Ἀγωνιστῶν τοῦ ’21.
Θὰ ποῦνε ἴσως μερικοί: Καλά, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ συγκριθοῦν οἱ συνθῆκες τοῦ ’21 μὲ τὶς τωρινές; Τί κοινὸ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὰ χρόνια ἐκεῖνα καὶ τὰ δικά μας; Οἱ πρόγονοί μας τότε ἤσαν σκλαβωμένοι, ἐνῶ ἐμεῖς…
Ἀδελφοί μου, ἐὰν δὲν ἔχουμε ἀκόμα καταλάβει, ὅτι στὶς ἡμέρες μας ζοῦμε μιὰ σκλαβιὰ ἀσύγκριτα πιὸ σκοτεινὴ καὶ πιὸ ὕπουλη ἀπὸ ἐκείνη τὴν σκλαβιά, ποὺ βίωσαν οἱ πρόγονοί μας ἐπὶ τουρκοκρατίας, τότε εἴμαστε δυστυχῶς ἄξιοί τῆς μοίρας μας.
Ἐὰν δὲν ἔχουμε ἀκόμα συνειδητοποιήσει, ὅτι στὰ χρόνια μας εἴμαστε σκλαβωμένοι διπλά, δηλαδή, ὄχι μονάχα σὲ ξένους δυνάστες ἀλλὰ καὶ στὰ πάθη μας τὰ δαιμονικά, τότε πῶς θὰ πάρουμε τὴν ἀπόφαση νὰ ἐλευθερωθοῦμε; Τότε, μὲ ποιὸ ὅραμα, μὲ ποιὲς δυνάμεις, μὲ ποιὰ ἀποφασιστικότητα, προσδοκᾶμε νὰ ξαναπάρουμε πίσω τὴν χαμένη μας Ἐλευθερία, τὴν χαμένη μας τιμὴ καὶ ἀξιοπρέπεια, τὴν χαμένη μας ἀθωότητα;
Ἃς προχωρήσουμε, λοιπόν, νὰ δοῦμε πού βασίστηκαν οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ ’21, ποιὰ ἦταν τὰ ἰδανικά τους, ποιὰ τὰ ὁράματά τους καὶ ποιὸς ὁ σκοπὸς τοῦ Ἀγώνα τους; Καὶ ἀφοῦ τοποθετήσουμε ἔπειτα τοὺς ἑαυτοὺς μας ἀπέναντί τους, νὰ δοῦμε, τελικά, δικαιώσαμε τοὺς Ἀγῶνες τους ἢ τοὺς ἔχουμε περιφρονήσει τόσο, ποὺ ἡ καρδιὰ τοὺς πονάει ἀπὸ θλίψη καὶ τὸ λαρύγγι τοὺς πνίγεται μέσα στὸ παράπονο;
Ἀδελφοί μου,
Τὰ γεγονότα τῆς Ἐπαναστάσεως μαρτυροῦν, ὅτι δύο εἶναι τὰ πιὸ δυνατὰ κοινὰ σημεῖα ἀναφορᾶς ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν Ἀγωνιστῶν τοῦ ’21: Ἡ Πίστη καὶ ἡ Πατρίδα. Ὅλες οἱ μάχες, ὅλες οἱ θυσίες γίνονται πρῶτα γιὰ τὴν Πίστη τὴν Ἁγία καὶ ἔπειτα γιὰ τὴν φιλτάτη Πατρίδα.
Βρισκόμαστε στὸ θρυλικὸ Ἰάσιο τῆς Μολδοβλαχίας. Τὰ παλληκάρια τοῦ Ἱεροῦ Λόχου –Πόντιοι στὴν πλειονότητά τους- ἀκοῦνε τὸν ἐπίσης ποντιακῆς καταγωγῆς Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη νὰ τοὺς προτρέπει: ''Εἶναι καιρὸς νὰ ἀποτινάξωμεν τὸν ἀφόρητον τοῦτον ζυγόν. Νὰ ἐλευθερώσωμεν τὴν Πατρίδα καὶ νὰ ὑψώσωμεν τὸ Σημεῖον δὶ οὗ πάντοτε νικῶμεν. Λέγω τὸν Σταυρόν. Μάχου ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος''.
Νὰ ὑψώσουμε, βροντοφωνάζει ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης, τὸν Τίμιο Σταυρὸ τοῦ Κυρίου μας, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ὁποίου πάντοτε νικᾶμε καὶ νὰ τὰ δώσουμε ὅλα γιὰ τὴν Πίστη καὶ τὴν Πατρίδα.
Ἐμεῖς σήμερα τί κάνουμε; Ἀκοῦμε τὴν φωνὴ τοῦ Ὑψηλάντη;
Ἐμεῖς, σήμερα, ἀντὶ νὰ τὸν ὑψώσουμε τὸν Σταυρό, ὅπως ἔκανε ὁ Ὑψηλάντης, τὸν περιφρονοῦμε ὑβριστικά: Τὸν πετᾶμε ἀπὸ τὰ σχολεῖα καὶ τὶς δημόσιες ὑπηρεσίες, τὸν ἀφαιροῦμε ἀπὸ τὸ κοντάρι τῆς Σημαίας μας, τὸν βγάζουμε ἀπὸ τὰ στήθια μας καὶ ἀπὸ τὶς καρδιές μας, καὶ δὲν ξέρω ἐὰν σὲ λίγο, ἐν ὀνόματι τῆς νεοταξικῆς πολυπολιτισμικότητας, τὸν κατεβάσουμε ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς τρούλους τῶν ἐκκλησιῶν μας.
Τὰ ἔργα μας, δὲν τὰ στερεώνουμε πιὰ στὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου μας, ὅπως τὰ στερέωναν οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ ’21, ἀλλὰ ποῦ; Τὰ στηρίζουμε στὴν αὐτοπεποίθησή μας, στὴν ἐπιστημοσύνη μας, στὰ βρώμικα δανεικά των ἑβραϊκῶν τραπεζῶν, στοὺς δούρειους ἵππους τῶν ΕΣΠΑ, στὰ ναρκοθετημένα οἰκονομικὰ πακέτα τῆς λεγόμενης εὐρωπαϊκῆς ἕνωσης.
Ὅσο γιὰ τὶς μάχες, ποὺ δίνουμε σήμερα στὴν ζωή μας, εἶναι ὁλοφάνερο, ὅτι σὲ γενικὲς γραμμὲς ἔπαψαν νὰ εἶναι μάχες γιὰ τὴν Πίστη καὶ τὴν Πατρίδα, ὅπως καλοῦσε τοὺς ἀγωνιστὲς ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης. Ἔχουν μετατραπεῖ σὲ μάχες γιὰ τὴν ἀτομική μας καθαρὰ καλοπέραση. Μάχες γιὰ κέρδη, γιὰ καταθέσεις, γιὰ καριέρα, γιὰ δόξα. Πάντως ὄχι μάχες γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία μας καὶ τὴν Ἑλλάδα μας.
Στὴν Ἁγία Λαύρα, ὁ Ἐπίσκοπος Παλαιῶν Πατρὼν Γερμανὸς ὑψώνει τὸ ἱστορικὸ λάβαρο τῆς Ἐπανάστασης τοῦ ’21, εὐλογεῖ τοὺς ἀγωνιστὲς καὶ μεταξύ των ἄλλων βροντοφωνάζει: ''Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ σπάσουμε τὰ δεσμὰ καὶ τὸν ζυγό, ποὺ βαραίνει τὸν τράχηλό μας. Καλύτερος εἶναι ὁ θάνατος μὲ τὸ ὅπλο ἀνὰ χείρας, παρὰ ἡ θέαση τοῦ ἐξευτελισμοῦ τῶν βωμῶν καὶ τῶν ἐστιῶν''.
Τὰ ἴδια γράφει στὰ ἀπομνημονεύματά του καὶ ὁ Μακρυγιάννης: ’’Ὅταν μου πειράξουν τὴν πατρίδα καὶ τὴν θρησκεία μου, θὰ μιλήσω, θὰ ‘νεργήσω κι ὅτι θέλουν ἅς μου κάνουν’’.
Σήμερα, ὅμως, ἀδελφοί μου, ὅταν μᾶς πειράζουν τὴν Πίστη ἢ τὴν Πατρίδα, συνήθως δὲν κάνουμε, αὐτὸ ποὺ θὰ ἔκανε ὁ Μακρυγιάννης. Προτιμᾶμε νὰ μείνουμε σιωπηλοί, ψυχροὶ καὶ ἀδιάφοροι. Μιὰ ταπεινωτικὴ ἥττα τῆς ποδοσφαιρικῆς μας ὁμάδας τολμῶ νὰ πῶ, ὅτι ἴσως μᾶς ἐξαγριώνει περισσότερο.
Τὰ παραδείγματα; Ἀμέτρητα!
Μήπως, ὡς λαό, μᾶς ἔθιξαν τὰ γεγονότα τῶν Ἰμίων; Σὲ ποιὸ σχολεῖο σήμερα γίνεται λόγος γιὰ τὰ ἠρωϊκὰ μᾶς ἐκεῖνα παιδιά, πού θυσιάστηκαν γιὰ τὴν Πατρίδα ἐκεῖνο τὸ βράδυ; Θὰ μᾶς πεῖ κανεὶς ποιὸ βόλι τὰ θανάτωσε;
Μήπως μᾶς πειράζει τὸ νέο παιδομάζωμα; Ἔρχεται ὁ κύριος Φοῦχτελ, ἁρπάζει τὰ παιδιά μας καὶ ἐμεῖς χαιρόμαστε, πού σώζονται! Ποῦ; Στὰ χέρια τῶν Γερμανῶν!
Μήπως φαίνεται ἀπὸ τὴν στάση μας, ὅτι μᾶς προβληματίζει στὰ σοβαρὰ ἡ κατάργηση τῶν συνόρων μας καὶ ἡ ἀπώλεια τῆς ἐθνικῆς μας κυριαρχίας;
Τί κάνουμε ὡς λαὸς καὶ ὡς ἡγεσίες, γιὰ νὰ ἀποτρέψουμε τὴν κοινωνική, πολιτισμικὴ καὶ δημογραφικὴ ἀλλοίωση, ποῦ ἐπιχειρεῖται σήμερα σὲ βάρος τῆς Πατρίδας μας, μὲ ἀφορμὴ τάχα τὸ προσφυγικό;
Ἀδελφοί μου, ἃς μὴν μπερδευόμαστε. Ἄλλο πράγμα ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη πρὸς τοὺς ὄντως πρόσφυγες καὶ ἄλλο ἡ ἀνεξέλεγκτη ἐγκατάσταση φανατικῶν μουσουλμάνων μέσα στὴν αἱματοβαμμένη ἀπὸ τὸ Ἰσλὰμ πατρίδα μας.
Στὸν Ἀγώνα τοῦ ’21 ἔδωσαν τὸ αἷμα τοὺς ἕνα ἑκατομμύριο πρόγονοί μας. Δέκα πατριάρχες καὶ 120 ἐπίσκοποι ἔχασαν τὰ κεφάλια τους ἀπὸ τὴν χατζάρα τοῦ Ἰσλάμ.
Αὐτὴ τὴν ὥρα, μονάχα στὸν Πειραιά, λειτουργοῦν σαράντα τεμένη!
Γι’ αὐτὸ θυσιάστηκαν γιὰ τὴν Πατρίδα καὶ τὴν Ὀρθοδοξία ὅλοι αὐτοί; Γιὰ νὰ ξαναγεμίσει ἡ Πατρίδα μας τζαμιά; Δὲν μᾶς ἔφτασαν χίλιοι ἑκατὸ Νεομάρτυρες; Θέλουμε κι ἄλλους;
Καὶ γιὰ τὸν ἐξευτελισμὸ τῶν ἑστιῶν, πόσο ἄραγε θιγόμαστε καὶ ἀντιδροῦμε, ὅταν ἀφήνουμε τὸν θεσμὸ τῆς οἰκογένειας στὴν πατρίδα μας νὰ διαλυθεῖ, ὅταν τὸν θεοσδοτο γάμο τὸν περνᾶμε μέσα ἀπὸ τὰ δημαρχεῖα καὶ ὄχι μέσα ἀπὸ τὶς ἐκκλησιές μας, ὅταν ἀναδεικνύουμε τὸν σοδομισμὸ σὲ ἀξία γαμική, ὅταν οἱ γονεῖς κατάντησαν βάρος καὶ ἡ παιδοποιία βάσανο παραπανίσιο, ὅταν δολοφονοῦμε πάνω ἀπὸ 300.000 ἀγέννητα παιδιὰ τὸν χρόνο;
Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἐξευτελισμό, ποὺ δέχονται σήμερα ἄνθρωποι καὶ σύμβολα τῆς Πίστεώς μας, πόσο μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι μᾶς καίει, ὅταν, ὡς Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ἀνεχόμαστε νὰ ἀποκλείονται οἱ Ἱεράρχες μας ἀπὸ τὶς σχολικὲς αἴθουσες, ὅταν μένουμε σιωπηλοὶ στὴν ἀπόσυρση τῆς εἰκόνας τοῦ Κυρίου μας ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῆς θεολογικῆς μας σχολῆς, ὅταν δεχόμαστε ἀδιαμαρτύρητα τὴν διακωμώδηση τοῦ ράσου σὲ καρναβαλικὲς ἐκδηλώσεις ἢ σὲ παρελάσεις σοδομιστῶν;
Μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ ’’κατορθώματά’’ μας, πῶς εἶναι δυνατόν, ἀγωνιστὲς σὰν τὸν Μακρυγιάννη καὶ τὸν Παλαιῶν Πατρὼν Γερμανό, νὰ μὴν ἔχουν παράπονα καὶ νὰ μὴν εἶναι πικραμένοι μαζί μας;
Ὁ μεγάλος Διδάχος τοῦ Γένους μας, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ ἀκούραστος αὐτὸς Ἀγωνιστῆς γιὰ τὸ Ποθούμενο, γιὰ τὴν Ἐλευθερία τοῦ Γένους, στὶς διδαχὲς τοῦ ἔλεγε: ’’Πρέπει νὰ φυλάξετε τὴν πίστη σας καὶ νὰ τὴν στερεώσετε’’.
Ἐμεῖς σήμερα τί κάνουμε, ἀδελφοί μου; Ἐμεῖς σήμερα, ἀντὶ νὰ φυλάξουμε καὶ νὰ στερεώσουμε τὴν Πίστη μας, ὅπως προέτρεπε ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, πολὺ συχνά, δυστυχῶς, τὴν ὑπονομεύουμε καὶ τὴν ἀμβλύνουμε.
Φυλᾶμε τὴν Πίστη μας, ὅταν στὶς θεολογικές μας σχολὲς καὶ σὲ κάποιες ἀπὸ τὶς λεγόμενες ἀκαδημίες θεολογικῶν σπουδῶν, τὰ τελευταῖα χρόνια, περιφρονοῦμε τοὺς Ἁγίους Πατέρες, ποὺ εἶναι οἱ στυλοβάτες τῆς Πίστεώς μας, καὶ διδάσκουμε θεωρίες καὶ πρακτικὲς δῆθεν μεταπατερικές;
Φυλᾶμε τὴν Πίστη μας, ὅταν κάθε τόσο συμπροσευχόμαστε στὸ ἐξωτερικὸ μὲ αἱρετικοὺς καὶ ἀλλοθρήσκους; Ὅταν τὸ κοράνιο τὸ ὀνομάζουμε βιβλίο ἱερό, δοθείσης μάλιστα εὐκαιρίας τὸ δωρίζουμε κιόλας ἀντὶ τοῦ Εὐαγγελίου;
Στερεώνουμε τὴν Πίστη μας, ὅταν καταργοῦμε τὸν ὁμολογιακὸ χαρακτήρα τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, καὶ τοὺς παραδοσιακοὺς θεολόγους μας τοὺς περιφρονοῦμε;
Ὅταν ἀναθέτουμε τὴν θεραπεία τῶν παθῶν τῆς ψυχῆς μας σὲ ψυχολόγους, σὲ ψυχοθεραπευτὲς καὶ σὲ ὁμοιοπαθητικούς, ἐνῶ ὁ μόνος θεραπευτὴς τῶν ψυχῶν μας εἶναι ὁ Κύριος Ἠμῶν Ἰησούς Χριστός, θεραπευτήριό Του ἡ Ἐκκλησίας μας καὶ μοναδικά Του φάρμακα τὰ Ἱερά μας Μυστήρια;
Φυλᾶμε τὴν Πίστη μας, ὅταν μὲ νόμους τῆς πολιτείας δῆθεν ἀντιρατσιστικούς, φιμώνουμε τὸν ἄμβωνα σὲ θέματα ὅπως ἡ ὁμοφυλοφιλία, οἱ ἐκτρώσεις, οἱ δυσώνυμες δυτικόφερτες ἐκτροπὲς τοῦ θεσμοῦ τοῦ γάμου, ἡ κάρτα τοῦ πολίτη, ἡ ἀχρήματη κοινωνία, λὲς καὶ ὅλα αὐτὰ δὲν ἀφοροῦν στὴν Πίστη μας, δὲν ἅπτονται τοῦ κεφαλαίου τῆς σωτηρίας μας;
Πῶς, λοιπόν, μὲ ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλα τόσα, νὰ μὴν εἶναι πικραμένος μαζί μας ὁ Ἐθναπόστολός μας, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός; Καὶ πῶς νὰ μὴν πνίγεται ἀπὸ τὸ παράπονο, βλέποντάς μας νὰ παρατᾶμε κάποιες φορὲς ἀφύλαχτη τὴν πολυτίμητη Ὀρθοδοξία μας καὶ νὰ δηλώνουμε ἐνθουσιασμένοι μὲ τὰ ξυλοκέρατα, πού μᾶς ἔρχονται ἀπὸ τὴν Δύση;
Ὁ πρῶτος καὶ μοναδικὸς Κυβερνήτης μας ἦταν, ὡς γνωστόν, ὁ μέγιστός των Ἑλλήνων πολιτικῶν, ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας.
Ὁ εὐλογημένος αὐτὸς πρωτεργάτης τῆς ἐθνικῆς μας παλιγγενεσίας, δυστυχῶς γιὰ τὴν Πατρίδα μας, δὲν ἔμελλε νὰ ζήσει γιὰ πολύ.
Τὰ ἔργα του, τὸ ἦθος του, ἡ πίστη του καὶ γενικὰ ἡ προσωπικότητά του, ἔκαναν τοὺς ξένους νὰ τὸν φθονήσουν. Καὶ μὲ χέρι δικό μας δολοφονεῖται στὸ Ναύπλιο, τὴν Κυριακὴ 27 Σεπτεμβρίου τοῦ 1831, στὴν εἴσοδο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, στὶς ἕξι καὶ μισῆ τὸ πρωΐ.
Τυχαία ἡ μέρα, ἡ ὥρα καὶ ὁ τόπος τῆς δολοφονίας του; Ὄχι βέβαια. Διότι ὁ Κυβερνήτης συνήθιζε νὰ ἐκκλησιάζεται κάθε Κυριακὴ καὶ μάλιστα ’’ὄρθρου βαθέως’’.
Ἀδελφοί μου, ὡς Λαὸς καὶ ὡς Ἡγεσίες, ἀντέχουμε σήμερα νὰ μποῦμε ἀπέναντί του καὶ νὰ καθρεπτισθοῦμε στὸ Ἐκκλησιαστικὸ ἦθος τοῦ μεγάλου μας Κυβερνήτη; Στὶς ἡμέρες μας, ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες βαπτισμένοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, σὲ τί ἄραγε ποσοστὰ ἐκκλησιαζόμαστε, ὄχι βεβαίως καθ’ ἕξιν, ἀλλὰ μὲ γνήσιο Ὀρθόδοξο φρόνημα καὶ πνευματικὴ καθοδήγηση;
Καὶ ἀπὸ τὴν μεριὰ τῶν ἡγεσιῶν μας, πόσοι Ἕλληνες ἀξιωματοῦχοι ὑπάρχουν σήμερα, πού λειτουργοῦνται τακτικὰ τὶς Κυριακές, ὅπως ὁ Καποδίστριας, ἀναθέτοντας τὶς ὑποθέσεις τῆς Πατρίδας στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ;
Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας, μέσα ἀπὸ τὴν δράση του καὶ τὰ γραπτά του, ἀποδεικνύεται ὅτι τὴν Ὀρθοδοξία τὴν εἶχε στὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς του. Καὶ πλάϊ σ’ αὐτήν, φύλαγε ἄλλες δυὸ μεγάλες του ἀγάπες: Τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Παιδεία τὴν Ἑλληνική.
Τὸ ὅραμά του γιὰ τὴν Ἐθνική μας Παιδεία ἦταν ἕνα Σχολεῖο Ἑλληνικὸ καὶ Ὀρθόδοξο. Γι’ αὐτὸ καὶ διακήρυττε: «Τὰ σχολεῖα δὲν εἶναι ἁπλῶς τόποι προσκτήσεως γνώσεων, ἀλλὰ κυρίως φροντιστήρια ἠθικῆς, χριστιανικῆς καὶ ἐθνικῆς ἀγωγῆς».
’’Ἀποτελεῖ Θεία τιμή, ἔλεγε, τὸ νὰ ἀναθρέψει κάποιος Ἑλληνόπαιδες’’. Πῶς, ὅμως; ’’Μὲ τὶς γνώσεις τῆς Ἱερᾶς μας θρησκείας καὶ μὲ τὴν πάτριον γλώσσα’’ καὶ ὄχι μὲ τὴν ἀθεΐα καὶ τὴν ξένη γλώσσα ἀπὸ τὰ γεννοφάσκια μας, ὅπως κάνουμε σήμερα.
Ὅσο γιὰ τὴν Εὐρώπη, τὴν ὁποία σήμερα θεωροῦμε ’’τόπον ἐπαγγελίας’’, ὁ Καποδίστριας δὲν ἔτρεφε καὶ ἰδιαίτερη ἐκτίμηση. Γιὰ τὰ παιδιά, ποὺ ἔφευγαν στὴν Δύση γιὰ νὰ σπουδάσουν, ἔλεγε: «…ἀναγκαιότατον κρίνω νὰ συλλέξωμεν καὶ ἐπαναγάγωμεν εἰς τὴν Ἑλλάδα (νὰ φέρουμε πίσω) τους νέους Ἕλληνας, ὅσοι ἐπὶ προφάσει μαθήσεως διαφθείρωνται ἐν Εὐρώπη…».
Πῶς, λοιπόν, νὰ εἶναι εὐχαριστημένος ὁ Μεγάλος μας Κυβερνήτης καὶ μαζί του ὅλοι οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ ’21, μὲ τὸ σημερινό μας ἐκκλησιολογικὸ φρόνημα, μὲ τὴν ἀπιστία τῶν σημερινῶν μας πολιτικῶν ἀνδρῶν, μὲ τὴ κατάντια τῆς Ἐθνικῆς μας Παιδείας;
Ὁ ὁπλαρχηγὸς Δημήτριος Μακρὴς ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπικεφαλεῖς ὁπλαρχηγοὺς στὴν ἠρωϊκὴ Ἔξοδο τοῦ Μεσολογγίου. Μὲ τὸ τέλος τοῦ πολέμου, ἐνῶ διέθετε δύναμη καὶ ἐπιρροή, δὲν ἀσχολήθηκε μὲ τὴν πολιτική. Ἀποσύρθηκε καὶ ἀσχολήθηκε μὲ τὰ χωράφια του καὶ τὰ ζωντανά του.
Ὅταν μετὰ ἀπὸ καιρό, ὁ Ὄθωνας θέλησε νὰ τὸν τιμήσει γιὰ τὴν προσφορά του στὸν Ἀγώνα, προτείνοντάς του τὴν θέση τοῦ Ὑπασπιστοῦ, ὁ γενναῖος ὁπλαρχηγὸς Δημήτριος Μακρὴς μὲ τὴν παροιμιώδη ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε, μᾶς ἄφησε μέγα μάθημα ἀξιοπρέπειας καὶ ἐσωτερικοῦ μεγαλείου.
Ἐμφανῶς ἐνοχλημένος καὶ κατηφής, εἶπε στὸν βασιλιά: "Μεγαλειότατε, ἐγὼ δὲν ξέρω νὰ τσακάω (διπλώνω) τὴ μέση μου" καὶ ἔφυγε μὲ τὸ κεφάλι ψηλά.
Στὶς ἡμέρες μας, ἀδελφοί μου, πόσοι ἄραγε ἀπὸ ἐμᾶς, στὴν καθημερινή μας ζωή, διαθέτουμε τὸ ἠθικὸ σθένος καὶ τὸ ψυχικὸ μεγαλεῖο τοῦ Κλέφτη Δημητρίου Μακρή;
Καὶ προπαντός, πόσοι ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς ἀξιωματούχους εἶναι ἀποφασισμένοι νὰ ποῦν ὄχι σὲ τιμητικὲς διακρίσεις, σὲ διευκολύνσεις καὶ σὲ οἰκονομικὲς παροχές, ποὺ προέρχονται ἀπὸ γνωστοὺς ἐχθρούς της Πίστεως καὶ τῆς Πατρίδος καὶ πού κρύβουν ἀπὸ πίσω ἀναμονὲς ἀνταλλαγμάτων;
Τὸ ’’δεν τσακάω τὴ μέση μου’’ τοῦ μεγάλου ἀγωνιστῆ Δημητρίου Μακρή, εἶναι δυνατὸν νὰ ταιριάσει μὲ τὸ πρωθυπουργικὸ ’’γιές σερ’’ τῆς βραδιᾶς των Ἰμίων ἢ μὲ τὸ ἄλλο ’’γιες’’ στὸ σχέδιο Ἀνᾶν;
Τὸ ’’δεν τσακάω τὴ μέση μου’’ τοῦ μεγάλου ἀγωνιστῆ Δημητρίου Μακρή, εἶναι δυνατὸν νὰ ταιριάσει μὲ τὸ ’’ναὶ’’ τὸ δικό μας στὴν σκλαβιὰ τῆς κάρτας τοῦ πολίτη καὶ στὴν φυλακὴ τῆς ἀχρήματης κοινωνίας, πού μᾶς ἔχουν ἑτοιμάσει;
Πῶς νὰ μὴν εἶναι, λοιπόν, πικραμένος καὶ παραπονεμένος ὁ ἀγωνιστὴς Δημήτριος Μακρής, ὅταν βλέπει σήμερα, ὅτι οἱ ἀπροσκύνητοι ἀνάμεσα στὸν λαὸ καὶ τοὺς ἡγέτες, τείνουν νὰ γίνουν εἶδος πρὸς ἐξαφάνιση;
Ἀδελφοί μου, ἐνῶ οἱ ἄλλοι λαοὶ στοὺς ἐθνικοὺς στοὺς ὕμνους μιλᾶνε γιὰ τὰ κατορθώματά τους καὶ τὶς ὀμορφιὲς τῆς πατρίδας τους, ἐμεῖς εἴμαστε ὁ μοναδικὸς λαὸς σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ποὺ ὁ Ἐθνικός μας ὕμνος εἶναι ἕνας ὕμνος ἀφιερωμένος στὴν Ἐλευθερία.
Στὶς ἡμέρες μας ὀφείλουμε νὰ παραδεχθοῦμε, ὅτι ἡ ἔννοια τῆς Ἐλευθερίας δὲν ἔχει τὸ ἴδιο εἰδικὸ βάρος μὲ ἐκεῖνο ποὺ εἶχε στὶς καρδιὲς τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ ’21. Ἐμεῖς σήμερα εὔκολα τὴν διαπραγματευόμαστε. Γιὰ τοὺς ἀγωνιστές, ὅμως, τοῦ ’21 ποτὲ δὲν ἦταν ὑπόθεση γιὰ διαπραγμάτευση. Δὲν τὴν ἀντάλλασαν μὲ τίποτε! Γιὰ παράδειγμα οἱ Σουλιῶτες:
Στὰ 1803, στὰ Γιάννενα, ὁ Ἀλὴ Πασὰς στὴν προσπάθειά του νὰ πείσει τοὺς Σουλιῶτες καπεταναίους νὰ παραδοθοῦν, τοὺς ὑποσχόταν, ὅτι ἀφοῦ παρέδιδαν τὸ Σούλι, θὰ τοὺς χάριζε ὅ, τί λαχταροῦσε ἡ ψυχή τους. Πῆρε, ὅμως, ἀπὸ τοὺς Σουλιῶτες τὴν ἑξῆς ἀπάντηση: ’’Ἡ λευτεριά μας, πασά μου, οὔτε ἀγοράζεται οὔτε πουλιέται μὲ θησαυροὺς καὶ ταξίματα, παρὰ μονάχα μὲ τὸ αἷμα καὶ τοῦ τελευταίου Σουλιώτη’’.
Θὰ ἔχουν ἄδικο σήμερα οἱ Σουλιῶτες καπεταναῖοι, ἐὰν θὰ εἶναι παραπονεμένοι καὶ θυμωμένοι μαζί μας;
’’Τί κάνετε ὠρέ, μᾶς φωνάζουν μὲ δυσαρέσκεια καὶ ἀγανάκτηση. Πουλᾶτε τὴν Ἐλευθερία, τὴν ὁποία σᾶς παραδώσαμε ἐμεῖς μὲ τὸ αἷμα μας, γιὰ μιὰ δῆθεν καλοπέραση, γιὰ μιὰ ψεύτικη εὐμάρεια; Τί τὰ θέλετε ὠρὲ τὰ δάνεια τῶν Ἑβραίων; Δὲν βλέπετε, ὅτι σᾶς ἔφθειραν καὶ σᾶς ὁδήγησαν στὰ μνημόνια, δηλαδὴ στὴν σκλαβιά; Δὲν βλέπετε ὅτι ἔχετε νὰ κάνετε μὲ σατανικοὺς δανειστές, ποὺ μισοῦν θανάσιμα τὴν Ἑλλάδα μας καὶ τὴν Ὀρθοδοξία μας’’;
Οἱ Ἀγωνιστὲς τοῦ ’21, ὄχι μονάχα δὲν διαπραγματεύονταν τὴν Λευτεριά τους, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ σὲ περιπτώσεις ὅπου ἡ στρατιωτικὴ ὑπεροχὴ τῶν τούρκων ἦταν συντριπτική, ποτὲ δὲν φέρθηκαν μὲ δειλία, μὲ συμβιβασμούς, μὲ ὑπολογισμοὺς κατὰ τὰ πρότυπά τα δυτικά.
Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ διάλογος ἀνάμεσα στὸν Κολοκοτρώνη καὶ τὸν Ἐγγλέζο ναύαρχο Χάμιλτων, σὲ μιὰ δύσκολη καμπὴ τοῦ Ἀγώνα. Τοῦ λέει ὁ Χάμιλτων: ’’Πρέπει οἱ Ἕλληνες νὰ ζητήσετε συμβιβασμὸ καὶ ἡ Ἀγγλία νὰ μεσιτεύσει’’.
Καὶ ὁ Κολοκοτρώνης τοῦ ἁπαντά: ’’Αὐτὸ δὲν γίνεται ποτέ. Ἐλευθερία ἢ θάνατος! Ἐμεῖς, καπετὰν Χάμιλτων, ποτὲ συμβιβασμὸν δὲν ἐκάμαμεν μὲ τὸν Τοῦρκον. Ἄλλους ἔκοψε, ἄλλους ἐσκλάβωσε μὲ τὸ σπαθὶ καὶ ἄλλοι, καθὼς ἐμεῖς, ἐζούσαμεν ἐλεύθεροι ἀπὸ γενεὰ εἰς γενεά’’.
Ἐξίσου χαρακτηριστικὴ εἶναι καὶ ἡ ἀπάντηση, ποὺ ἔδωσε ὁ μπουρλοτιέρης τῶν ψυχῶν Παπαφλέσσας πρὸς τοὺς συμπολεμιστές του, ὅταν ἐκεῖνοι, στὸ Μανιάκι, γιὰ λόγους ἀσφαλείας, τοῦ πρότειναν νὰ πιάσουν ταμπούρια σὲ ψηλότερες θέσεις στὸ βουνό: Τοὺς εἶπε: ''Ἐγὼ δὲν ἦρθα ἐδῶ γιὰ νὰ μετρήσω ἀπὸ τὰ ψηλώματα πόσος εἶναι ὁ στρατὸς τοῦ Μπαϊράμη. Ἦρθα νὰ πολεμήσω. Καθίστε ἐδῶ, νὰ πεθάνουμε σὰν ἀρχαῖοι Ἕλληνες''.
Ἀδελφοί μου, μὲ τέτοιο φρόνημα ἀνυπότακτο καὶ ἀσυμβίβαστο, ποὺ εἶχε ὁ Κολοκοτρώνης, θὰ ἀνεχόταν, νὰ ὑπάρχουν σήμερα στὴν Πατρίδα μας ἐν ἐνεργεία ὑπουργοί, ποὺ νὰ ἀρνοῦνται τὴν Γενοκτονία τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου, τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τῆς Θράκης;
Θὰ δεχόταν ὁ Γέρος τοῦ Μοριά, νὰ καταθέσει στεφάνι στὸν Μουσταφὰ Κεμάλ, τὸν ἐμπνευστῆ καὶ δράστη αὐτῆς τῆς Γενοκτονίας, ὅπως πράττουμε ἐμεῖς σήμερα;
Θὰ ἀνεχόταν ὁ γενναιότατος Παπαφλέσσας, νὰ ὑπάρχουν σήμερα στὴν Πατρίδα μᾶς ὑπουργοὶ καὶ πανεπιστημιακοὶ καθηγητές, ποῦ νὰ συνηγοροῦν στὴν ἵδρυση τμήματος ἰσλαμικῶν σπουδῶν μέσα στὴν Θεολογικὴ σχολὴ τῆς Θεσσαλονίκης μας;
Θὰ συμβιβαζόταν ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, νὰ διαφεντεύεται σήμερα ἡ Θράκη μας ἀπὸ τὸ τουρκικὸ προξενεῖο τῆς Κομοτηνῆς ἢ μήπως θὰ ἀνεχόταν, ἐν ὀνόματι τάχα κομματικῶν συμφερόντων, νὰ ἐκλέγονται στὴν Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων, πράκτορες τουρκικῶν συμφερόντων;
Ὁ πατριωτισμός, ἀδελφοί μου, δὲν ἐννοεῖται σὲ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες ὡς κάτι ἀνεξάρτητο καὶ ξένο ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη μας. Πατριωτισμὸς καὶ Ὀρθοδοξία σ’ ἐμᾶς πᾶνε μαζί. Ἀρκεῖ νὰ σᾶς θυμίσω, τί ἔκαναν οἱ Φραγκολεβαντίνοι στὸ νησὶ τῆς Σύρου, σὰν εἶδαν ἀπὸ μακριὰ νὰ καταφθάνουν τὰ καράβια τοῦ Ἰμπραήμ: ἀρνήθηκαν τὴν ἑλληνική τους καταγωγὴ καὶ ὕψωσαν ἀμέσως στὰ μπαλκόνια τοὺς σημαῖες Ἰταλιάνικες καὶ Γαλλικές.
Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι πάνω ἀπ’ ὅλα ἔχουμε στὴν καρδιὰ μας τὸν Χριστὸ καὶ μὲ τὴν ἀγάπη τὴν δική Του ἀγαπᾶμε καὶ τὴν Πατρίδα μας. Ἔτσι καὶ ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, δὲν ἦταν ἁπλὰ καὶ μόνον ἕνας φιλόπατρις ἀγωνιστής. Ἦταν προπαντὸς ἄνθρωπος μὲ βαθιὰ πίστη στὸν Θεὸ καὶ μὲ ἐμπιστοσύνη μεγάλη στὴν Παναγιά μας.
Γράφει ὁ ἴδιος: ’’Ἦταν μιὰ ἐκκλησία εἰς τὸν δρόμον, ἡ Παναγία στὸ Χρυσοβίτσι, καὶ τὸ καθησιό μου ἦτο ὅπου ἔκλαιγα τὴν Ἑλλάς… Σίμωσα, ἔδεσα τὸ ἄλογό μου σ’ ἕνα δένδρο, μπῆκα μέσα καὶ γονάτισα. Παναγία μου, εἶπα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου καὶ τὰ μάτια μου δάκρυσαν. Παναγία μου, βοήθησε καὶ τούτη τὴ φορὰ τοὺς Ἕλληνες νὰ ψυχωθούν’’.
Ἀξίζει ἐδῶ νὰ μνημονεύσουμε ἕνα ἀκόμα περιστατικὸ ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ποὺ δείχνει τὶς πολὺ βαθιὲς Ὀρθόδοξες ρίζες του: Βρισκόμαστε στὸ Βαλτέτσι. Μόλις ἔχει τελειώσει ἡ ἀποφασιστικὴ ἐκείνη μάχη γιὰ τὴν τελικὴ ἔκβαση τοῦ Ἀγώνα. Διηγεῖται ὁ ἴδιος: ’’ Δώδεκα-δεκατρεῖς Μαΐου ἦτον. Εἴκοσι τρεῖς ὧρες ἐβάσταξε ὁ πόλεμος. Ἐκείνην τὴν ἡμέρα ἦτον Παρασκευὴ καὶ ἔβαλα λόγον ὅτι: Πρέπει νὰ νηστεύσωμεν ὅλοι διὰ δοξολογίαν ἐκείνης τῆς ἡμέρας, καὶ νὰ δοξάζεται αἰώνας αἰώνων ἐωσοῦ στέκει τὸ ἔθνος, διατὶ αὐτὴ ἦταν ἡ ἐλευθερία τῆς Πατρίδος’’.
’’Πρέπει νὰ νηστεύσωμεν ὅλοι διὰ δοξολογίαν ἐκείνης τῆς ἡμέρας’’.
Τί νὰ λέει ἄραγε σήμερα ὁ Γέρος τοῦ Μοριά, βλέποντάς μας νὰ διοργανώνουμε ξεφαντώματα μὲ γύρους καὶ σουβλάκια ἐν μέσω Μεγάλης Σαρακοστῆς, γιὰ νὰ τιμήσουμε τάχα τὴν Ἐπανάσταση τοῦ ’21;
Στὴν ἴδια γραμμὴ μὲ τὸν Κολοκοτρώνη, σὲ ὅτι ἀφορᾶ τὴν σχέση του μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, στοιχίζεται καὶ ὁ ἄλλος μεγάλος ἄνδρας τῆς Ἐπανάστασης, ὁ στρατηγὸς Ἰωάννης Μακρυγιάννης.
Γράφει στὰ ἀπομνημονεύματά του: ’’Και βγῆκαν τώρα κάτι δικοί μας κυβερνῆτες, Ἕλληνες, σπορὰ τῆς ἐβραιουργιᾶς, ποὺ εἶπαν νὰ μᾶς σβήσουν τὴν Ἁγία Πίστη, τὴν Ὀρθοδοξία, διότι ἡ Φραγκιὰ δὲν μᾶς θέλει μὲ τέτοιο ντύμα Ὀρθόδοξον… Ἐμεῖς, μὲ σκιὰν μᾶς τὸν Τίμιον Σταυρόν, ἐπολεμήσαμεν. Καὶ αὐτὸς ὁ Σταυρὸς μᾶς ἔσωσε. Τόση μικρότητα στὸν Σταυρό, τὸν σωτήρα μας! Καὶ βρίζουν οἱ πουλημένοι εἰς τοὺς ξένους καὶ τοὺς παπάδες μας, τοὺς ζυγίζουν ἀναντρους καὶ ἀπόλεμους. Ἐμεῖς τοὺς παπάδες, τοὺς εἴχαμε μαζὶ εἰς κάθε μετερίζι, εἰς κάθε πόνον καὶ δυστυχίαν. Ντροπὴ Ἕλληνες!»
Ἀδελφοί μου, μὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ πίστευε καὶ ὑπερασπιζόταν ὁ Μακρυγιάννης, θὰ μποροῦσε νὰ ἀνεχθεῖ σήμερα ἀδιαμαρτύρητα , μέσα στὴν ἴδια του τὴν Πατρίδα , νὰ περιφρονεῖται τὸ ράσο, νὰ ὑποτιμᾶται καὶ νὰ διώκεται ἡ Ὀρθοδοξία μας ἀπὸ τὸ σύνολο σχεδὸν τοῦ πολιτικοῦ μας προσωπικοῦ, νὰ φορολογοῦνται ληστρικὰ οἱ Ἐκκλησιές μας, νὰ μὴν διορίζονται παπάδες, ἀλλὰ τουναντίον νὰ ἀνοίγονται θέσεις γιὰ ἰμάμηδες καὶ νὰ χαρίζονται ἑκατομμύρια, ἀπὸ τὶς ἄδειες τσέπες τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων πολιτῶν, γιὰ τὴν λεγόμενη ἐκπαίδευση τῶν μουσουλμανοπαίδων;
Ἴσως γιὰ τὶς περιπτώσεις αὐτές, νὰ λένε κάποιοι ἀπὸ ἐμᾶς: Τί νὰ κάνουν οἱ πολιτικοί μας ἄρχοντες; Ἀναγκάζονται νὰ ἑλιχθοῦν διπλωματικά. Ὑποχρεώνονται. Ἐκβιάζονται. Τὸ ἐπιβάλλουν οἱ τρόποι καλῆς συμπεριφορᾶς.
Νά, ὅμως, ποὺ ἔρχονται τὰ πρόσωπα καὶ τὰ γεγονότα τοῦ ’21 καὶ ἀκυρώνουν ἐντελῶς κάθε παρόμοια δικαιολογία: Βρισκόμαστε στὴν πρώτη πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου, λίγο πρὶν ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1822. Δέκα χιλιάδες Τοῦρκοι, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Ὀμὲρ Βρυώνη καὶ τὸν Κιουταχή, σχεδιάζουν νὰ κάνουν τὴν τελική τους ἐπίθεση τὸ βράδυ τῶν Χριστουγέννων. Τότε, δηλαδή, ποὺ οἱ Ἕλληνες θὰ βρίσκονται στὶς ἐκκλησιές, γιὰ νὰ τοὺς αἰφνιδιάσουν.
Ὁ Γιάννης Γούναρης ἦταν κυνηγὸς τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη καὶ ἀκολουθοῦσε ὑποχρεωτικὰ τὸν τουρκικὸ στρατό, διότι κρατοῦσαν ὁμήρους, στὴν Ἄρτα, τὴν γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά του.
Ὁ Γιάννης Γούναρης γνωρίζει γιὰ τὴν νυχτερινὴ ἐπίθεση τῶν Τούρκων. Τὸ δίλλημα τραγικότατο!
Νὰ ἀποκαλύψει τὸ σχέδιο στοὺς Μεσολογγίτες ἢ νὰ μὴν τὸ πεῖ σὲ κανέναν; Ἀπὸ τὸ μαχαίρι τοῦ τούρκου νὰ σώσει τὸ Μεσολόγγι ἢ νὰ σώσει τὴν γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά του; Νὰ βάλλει πρῶτα τὴν Πατρίδα ἢ τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν οἰκογένειά του;
Βέβαια, μὲ τὴν λογική των ἡμερῶν μας, θὰ μποροῦσε καὶ ἐκεῖνος νὰ φερθεῖ κατὰ πὼς λένε διπλωματικά. Νὰ ὑπακούσει στὰ κελεύσματα τοῦ πολιτικοῦ σαβουὰρ βιβρ, τῆς λεγόμενης πολιτικῆς ὀρθότητας. Νὰ φορέσει, δηλαδή, φέσι ἢ κιπά. Τί κάνει, ὅμως;
Περνάει κρυφὰ στὸ Μεσολόγγι, βγαίνοντας δῆθεν γιὰ κυνήγι, καὶ εἰδοποιεῖ ἀμέσως τοὺς Μεσολογγίτες γιὰ τὸ δόλιο σχέδιο τοῦ Κιουταχή. Τὸ Μεσολόγγι
φυλάγεται. Ὁ Κιουταχὴς ἀποτυγχάνει στὴν ἐπίθεσή του. Οἱ Μεσολογγίτες σώζονται. Τὰ παιδιά του καὶ ἡ γυναίκα του σφαγιάζονται αὐθημερόν.
Ὁ Ἥρωας Ἀγωνιστής Γιάννης Γούναρης, ’’ἑπόμενος τοῖς ἀρχαίοις ἠμῶν πατράσι’’, ἀκολούθησε τὴν φωνὴ τοῦ Σοφοκλῆ, ὁ ὁποῖος σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς τραγωδίες τοῦ ἔγραφε: ’’Ὅταν ἡ Πατρίδα εὐτυχεῖ, εὐτυχῶ κι ἐγὼ καὶ ἡ οἰκογένειά μου. Ὅταν, ὅμως, τὸ ἐνδιαφέρον μου περιορίζεται στὸν ἑαυτό μου καὶ στὴν οἰκογένειά μου, ἐνῶ ἡ Πατρίδα δυστυχεῖ, τότε καὶ ἡ δική μου εὐημερία δὲν θὰ κρατήσει γιὰ πολύ’’.
Εἶναι ἐντυπωσιακό το γεγονός, ὅτι τὰ ἴδια ἀκριβῶς μὲ τὸν ἀρχαῖο Ἕλληνα τραγωδὸ ἔλεγε καὶ ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, μιλώντας στὴν Πνύκα πρὸς τοὺς μαθητὲς τῶν Ἀθηνῶν:
«Ἡ προκοπή σας καὶ ἡ μάθησή σας νὰ μὴν γίνει σκεπάρνι μόνο γιὰ τὸ ἄτομό σας ἀλλὰ νὰ κοιτάξει τὸ καλό τῆς κοινότητας καὶ μέσα εἰς τὸ καλὸν αὐτὸ βρίσκεται καὶ τὸ δικό σας».
Ἀναρωτιέμαι: Ὁ ἀγράμματος γέρος τοῦ Μοριά, ποῦ διδάχθηκε Ἀρχαία Ἑλληνικὴ τραγωδία;
Μπορεῖ νὰ πέφτω ἔξω, ἀλλά, σκέφτομαι ὅτι αὐτὰ τὰ μαθήματα ἦταν γραμμένα μέσα ἀπὸ τὴν μήτρα τῆς μάνας του. Αὐτὰ τὰ λόγια ἦταν ἀρχές, ποὺ περνοῦσαν ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ μέσα ἀπὸ τὴν ζωή, μέσα ἀπὸ τὴν παράδοση.
Σήμερα, ὅμως, αὐτὴ ἡ συνέχεια διασαλεύθηκε. Μὲ δική μας εὐθύνη οἰκειοποιηθήκαμε ξένα πρότυπα. Παρατήσαμε στὴν ἄκρη ἕναν ἀμύθητο δικό μας πολιτισμικὸ θησαυρὸ καὶ μείναμε τώρα γυμνοί, περιμένοντας νὰ ντυθοῦμε μὲ τὰ κουρέλια τῆς παραπαίουσας Δύσης.
Τὸν ἴδιο γνώμονα μὲ τὸν Κολοκοτρώνη, δηλαδή, τὸν Ἀρχαῖο Ἕλληνα τραγωδό, εἶχε καὶ ὁ Σερραῖος μεγαλέμπορος καὶ τραπεζίτης, ὁ ἐπαναστάτης Ἐμμανουὴλ Παππᾶς. Ἡ φήμη του γιὰ τὴν πατριωτική του δράση εἶχε φτάσει σὲ κάθε ἄκρη τῆς Ἑλλάδας. Ὅλα του τὰ πλούτη καὶ ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα τὰ διέθεσε στὸν Ἀγώνα γιὰ τὴν Ἐλευθερία τῆς Πατρίδας.
Τὰ τρία ἀπὸ τὰ τέσσερα παιδιὰ τοῦ ἔπεσαν στὸ πεδίο τῆς μάχης. Ὁ τέταρτος γιὸς του ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ στὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα πάμπτωχος.
Τὸ στρατηγεῖο του –γιὰ νὰ μὴν ξεχνᾶμε καὶ τὸν ρόλο τῶν Μοναστηριῶν μας στὸν ἀγώνα τοῦ ’21- τὸ εἶχε ἐγκαταστήσει στὸ Ἅγιον Ὅρος, στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἐσφιγμένου.
Μὲ τὸ ἴδιο φρόνημα κινήθηκε καὶ ὁ Θρακιώτης καραβοκύρης καπετὰν Ἀντώνης Βιζβίζης. Δίπλα του ἀγέρωχη ἡ καπετάνισσα Δόμνα Βιζβίζη καὶ τὰ πέντε τους μικρὰ παιδιά. Τὸ καράβι τους ἡ ''Καλομοίρα'', κανονικὸ πολεμικό, ὁπλισμένο μὲ δικά τους ἔξοδα, ἔχει γίνει τὸ σπίτι τους.
Ὁ καπετὰν Βιζβίζης ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα τὰ ἔχει δώσει γιὰ τὴν Πατρίδα. Τοῦ ἀρέσει νὰ λέει: ’’Δεν λυπᾶμαι νὰ ξοδεύω χρήματα, ἀφοῦ μ' αὐτὰ θὰ κτιστῆ τὸ χρυσὸ παλάτι τῆς Ἐλευθερίας’’.
Σίγουρα ἀπὸ ἐκεῖ ψηλά, ὁ Σερραῖος τραπεζίτης καὶ ὁ Θρακιώτης καραβοκύρης θὰ ἀναρωτιοῦνται δικαιολογημένα: Ποῦ εἶναι σήμερα οἱ Ἐμμανουὴλ Παππάδες καὶ οἱ Βισβίζηδες; Ποῦ εἶναι σήμερα οἱ Ἕλληνες τραπεζίτες, μεγαλέμποροι καὶ ἐφοπλιστές, νὰ στηρίξουν τὴν δοκιμαζόμενη Πατρίδα; Ποῦ χάθηκαν οἱ ἐθνικοί μας εὐεργέτες;
Καὶ δὲν χάθηκαν μονάχα οἱ ἐθνικοί μας εὐεργέτες, ἀδελφοί μου. Σήμερα ἔχουν χαθεῖ καὶ ἐκεῖνα τὰ πολιτικὰ ἀναστήματα, ποὺ ὄχι μόνον δὲν δέχονταν νὰ
πάρουν δεκάρα γιὰ τὶς ὑπηρεσίες τους ἀπὸ τὸν ἐθνικὸ κορβανά, ἀλλὰ ἀντιθέτως ὑποθήκευαν ἀκόμα καὶ τὴν προσωπική τους περιουσία, προκειμένου νὰ στηριχθεῖ οἰκονομικὰ ἡ καθημαγμένη Πατρίδα.
Παράδειγμα ὁ Καποδίστριας. Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας ἦταν ὁ πρῶτος καὶ μοναδικὸς Κυβερνήτης μας, ποὺ δὲν καταδέχτηκε ποτὲ του νὰ πάρει μηνιάτικο καὶ πού, γιὰ δάνειο τῆς Πατρίδας, ἔβαλε ὑποθήκη τὰ πατρικά του κτήματα στὴν Κέρκυρα.
Πῶς, λοιπόν, ὁ ἅγιος τῆς πολιτικῆς μας νὰ μὴν ἔχει παράπονο μεγάλο ἀπὸ ὅλους μας, ὅταν βλέπει στὶς ἡμέρες μας ἐπώνυμους ἀξιωματούχους, ἀλλὰ καὶ ἁπλοὺς πολίτες, νὰ πλουτίζουν παράνομα μὲ λεφτὰ τοῦ Δημοσίου;
Εἶναι πολὺ χαριτωμένος ὁ διάλογος ἀνάμεσα στὸν Νικηταρὰ τὸν Τουρκοφάγο καὶ τὸν θεῖο του τὸν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ὅπου καυτηριάζεται, θὰ λέγαμε, αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ πράγμα: ὁ παράνομος πλουτισμός, σὲ βάρος τῆς Πατρίδας.
Τὸ μικρὸ συμβὰν διασώζεται ὡς ἑξῆς: Ὁ Ἀγώνας ἔχει τελειώσει καὶ οἱ ἔνδοξοι ὁπλαρχηγοὶ ἔχουν ἀποσυρθεῖ στὰ σπίτια τους. Εἶναι παραμονὴ πρωτοχρονιᾶς.
Ὁ θρυλικὸς Νικηταρᾶς ὁ Τουρκοφάγος, ὑποδέχεται στὸ φτωχικό του, στὸν Πειραιά, τὸν θεῖο του τὸν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Μιὰ ὁμάδα παιδιῶν μπαίνουν στὴν αὐλὴ καὶ λένε τὰ κάλαντα. Ὁ Νικηταρᾶς δὲν ἔχει νὰ δώσει τίποτε στὰ παιδιά. Ζητάει μερικοὺς παράδες ἀπὸ τὸν Κολοκοτρώνη. Ὁ Γέρος τοῦ δίνει καὶ πειράζοντας τὸν, τοῦ λέει: ’’Δεν ντρέπεσαι νὰ ζητιανεύεις, κοτζὰμ καπετάνιος ἐσύ, μὲ τόσες δόξες; Τί σόϊ στρατηγὸς εἶσαι τότενες’’;
Ὁ Νικηταρᾶς τὸν κοιτάζει ἤρεμα τὸν θεῖο του καὶ τοῦ ἁπαντὰ σεμνά: ’’Πραματευτής δὲν ἤμουνα. Ἡ μοίρα μου, τὸ θέλησε νὰ γίνω καπετάνιος. Μὰ δὲν θὰ ἦταν σωστὸ νὰ κάνω πραμάτεια τὸ καπετανλίκι μου γιὰ νὰ καζαντίσω (γιὰ νὰ πλουτίσω)’’.
Εἶναι τόσα πολλά τα κατορθώματα, ἀλλὰ καὶ τὰ παράπονα τῶν Ἀγωνιστῶν τοῦ ’21! Πῶς νὰ τὰ διέλθουμε ὅλα αὐτὰ μέσα σὲ μιὰ παρουσίαση ὅπως ἡ ἀποψινή;
Σεβαστοὶ πατέρες, ἀδελφοὶ ἀγαπητοί, καλά μας παιδιά,
Ὁ φιλάνθρωπος Θεός, ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα μας, ἄλλοτε μᾶς ἐπισκέπτεται μὲ τὴν εὐδοκία Του, ἄλλοτε μὲ τὴν μακροθυμία Του καὶ ἄλλοτε μὲ τὴν παραχώρηση διαφόρων πειρασμῶν.
Στὰ χρόνια τα δικά μας, εἶναι ὁλοφάνερο, ὅτι, λόγω τῆς ἀποστασίας μας, μᾶς ἐπισκέπτεται ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ μέσω δοκιμασιῶν. Οἱ δυσκολίες καὶ οἱ ἐχθροί, ποὺ ἔπεσαν κατ’ ἐπάνω μας αὐτὰ τὰ χρόνια, εἶναι μέσα στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν κατὰ Χριστὸν παιδαγωγία μας.
Ὁ δάσκαλος τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, ὁ Ἰωσὴφ ὁ Βρυέννιος, τριάντα χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν Αλωση, εἶχε πεῖ: ’’Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ἐπέπεσαν ἐκ δυσμῶν καὶ ἐξ ἀνατολῶν διάφοροι ἐχθροὶ καὶ λυμαίνονται τὴν αὐτοκρατορία εἶναι ὁλοφάνερος: ’Ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ἔγιναν ὑπερήφανοι, ἀλαζόνες, φιλάργυροι, φίλαυτοι, ἀχάριστοι, ἀπειθεῖς, λιποτάκται, ἀνόσιοι, ἀμετανόητοι, ἀδιάλλακτοι. Ἔγιναν οἱ ἄρχοντες κοινωνοὶ ἀνόμων, οἱ ὑπεύθυνοι ἅρπαγες, οἱ
κριτὲς δωρολῆπτες, οἱ μεσίτες ψευδεῖς, οἱ νεώτεροι ἀκόλαστοι, οἱ ἀστοὶ ἐμπαῖκτες, οἱ χωρικοὶ ἄλαλοι καὶ οἱ πάντες ἀχρεῖοι. Χάθηκε εὐλαβὴς ἀπὸ τῆς γῆς, ἐξέλιπε στοχαστῆς, οὒχ εὔρηται φρόνιμος’’.
Πόσον ἐπίκαιρος ἀναδεικνύεται ὁ μεγάλος μας διδάσκαλος Ἰωσὴφ Βρυέννιος, ἐὰν ἀναλογισθοῦμε, ὅτι ἡ περιγραφὴ του αὐτὴ δὲν ἀπέχει καὶ πολὺ ἀπὸ μιὰ περιγραφὴ τῆς σημερινῆς μας κατάστασης.
Ἃς μὴν ἀποθαρρυνόμαστε, ὅμως. Ὁ Θεὸς Πατέρας εἶναι μαζί μας. Ἐκεῖνο ποὺ ζητάει ἀπὸ ἐμᾶς, μέσα ἀπὸ τὶς δυσκολίες αὐτές, εἶναι νὰ μετανοήσουμε, νὰ σωθεῖ ἡ Πίστη μας. Νὰ μὴν χάσουμε τὴν ψυχή μας. Αὐτὰ μας διδάσκουν οἱ σύγχρονοι Ἅγιοι Πατέρες μας, αὐτὰ ἔλεγε καὶ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἀναφερόμενος στοὺς λόγους, γιὰ τοὺς ὁποίους βρεθήκαμε κάτω ἀπὸ τὴν χαντζάρα τοῦ Τούρκου.
’’…ἔστειλεν ὁ Θεὸς τὸν ἅγιον Κωνσταντῖνον καὶ ἐστερέωσε βασίλειον χριστιανικόν? καὶ τὸ εἶχαν χριστιανοὶ τὸ βασίλειον 1150 χρόνους. Ὕστερά το ἐσήκωσεν ὁ Θεὸς τὸ βασίλειον ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἤφερε τὸν Τοῦρκο μέσα ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴν καὶ τοῦ τὸ ἔδωκε διὰ ἐδικόν μας καλόν… Καὶ τί; Ἄξιος ἦτον ὁ Τοῦρκος νὰ ἔχει βασίλειον; Ἀλλὰ ὁ Θεὸς τοῦ τὸ ἔδωκε διὰ τὸ καλόν μας. Καὶ διατὶ δὲν ἤφερεν ὁ Θεὸς ἄλλον βασιλέα, ὁπού ἦτον τόσα ρηγάτα (=βασίλεια) ἐδῶ κοντὰ νὰ τοὺς τὸ δώσει, μόνον ἤφερε τὸν Τοῦρκον μέσαθε ἀπὸ τὴν Κόκκινην Μηλιὰ καὶ τοῦ τὸ ἐχάρισε; Διατὶ ἤξευρεν ὁ Θεὸς πὼς τὰ ἄλλα ρηγάτα μᾶς βλάπτουν εἰς τὴν Πίστιν, καὶ ὁ Τοῦρκος δὲν μᾶς βλάπτει, ἄσπρα δώσ’ του καὶ καβαλλίκευσε τὸν ἀπὸ τὸ κεφάλι. Καὶ διὰ νὰ μὴν κολασθοῦμεν, τὸ ἔδωκε’’.
Ἀδελφοί μου,
Οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ ’21 ἀγωνίστηκαν καὶ θυσιάστηκαν γιὰ τὴν Πίστη καὶ τὴν Πατρίδα. Ἐμεῖς, ὅμως, σὲ μεγάλο βαθμὸ ἔχουμε περιφρονήσει τὸν ἀγώνα τους, καὶ τὰ δύο αὐτὰ πολύτιμα δῶρα τοῦ Θεοῦ τὰ ἔχουμε παραμελήσει.
Τὰ προστάγματά Του τὰ βάλαμε στὴν μπάντα καὶ ἀφήσαμε νὰ ἐνεργήσουν οἱ ἐπιθυμίες μας. Ὁ παράδεισος, ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Θεός, δὲν μᾶς ἄρεσε. Μᾶς γυάλισε ἡ κόλαση τῶν ἀπάτριδων καὶ τῶν ἀπίστων. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ φιλανθρωπία Του, μᾶς ἐπισκέπτεται σήμερα μὲ δοκιμασίες: Μὲ ἀνεργία, μὲ φτώχεια, μὲ χρέη, μὲ ἀβάσταχτους φόρους, μὲ λεηλασία τοῦ δημόσιου πλούτου, μὲ εἰσβολὲς ἀλλοφύλων, μὲ ἐπιθέσεις ἐχθρικές.
Καὶ τώρα τί κάνουμε; Τώρα, ἐὰν πράγματι θέλουμε νὰ ξαναφορέσουμε τὴν παλιά μας δόξα, δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ ἀκούσουμε τὴν πατρικὴ φωνὴ τοῦ κοντινοῦ μας ἁγίου Πορφυρίου, ποὺ μὲ πόνο ψυχῆς ἱκέτευε: ’’Πίσω, γυρίστε πίσω, γυρίστε στὴν Ἐκκλησία. Πλανηθήκαμε’’.
Ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος πατὴρ Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος: ’’Μὲ ρωτᾶνε, τί εἶναι πατριωτισμός. Κι ἐγὼ τοὺς ἀπαντῶ: Ὁ πιὸ θερμός, ὁ πιὸ γνήσιος πατριωτισμὸς εἶναι νὰ ἀποφεύγεις τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ κάνεις ὅ, τί μπορεῖς γιὰ τὴν Πατρίδα σου’’.
Νά, πῶς θὰ σβηστεῖ καὶ τὸ παράπονο ἀπὸ τὰ χείλη τῶν Ἀγωνιστῶν τοῦ ’21.
(Λαγκαδᾶς, 25η Μαρτίου 2016)

Εἷς ἐκ τῶν ἐλαχιστοτάτων πρεσβυτέρων τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ἐγώ ὁ λίαν ἰσχνόφωνος καί βραδύγλωσσος, καλοῦμαι νά μιλήσω γιά θέματα, τά ὁποῖα πλειάδες θεοφωτίστων ἁγίων Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ὄχι μόνο, θεοπνεύστως καί μέ ἀσύλληπτη ἁγιοπνευματική, καί οἱ πλεῖστοι ἐξ αὐτῶν καί μέ ἀφθονοῦσαν τήν θύραθεν σοφία ὅρισαν, ὑπεραφθονούσης μάλιστα καί τῆς μακροτάτης καί φιλοστοργοτάτης αὐτῶν ποιμαντικῆς ἐμπειρίας.
Σεβασμιώτατοι,
Σεβαστοί Πατέρες,
Ἀγαπητοί ἀδελφοί.
Εἷς ἐκ τῶν ἐλαχιστοτάτων πρεσβυτέρων τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ἐγώ ὁ λίαν ἰσχνόφωνος καί βραδύγλωσσος, καλοῦμαι νά μιλήσω γιά θέματα, τά ὁποῖα πλειάδες θεοφωτίστων ἁγίων Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ὄχι μόνο, θεοπνεύστως καί μέ ἀσύλληπτη ἁγιοπνευματική, καί οἱ πλεῖστοι ἐξ αὐτῶν καί μέ ἀφθονοῦσαν τήν θύραθεν σοφία ὅρισαν, ὑπεραφθονούσης μάλιστα καί τῆς μακροτάτης καί φιλοστοργοτάτης αὐτῶν ποιμαντικῆς ἐμπειρίας.
Σᾶς παρακαλῶ νά δεχθεῖτε τήν εὐτελέστατη αὐτή προσωπική μου κατάθεση, πού ἐπιτείνει ἡ ὑπόμνηση τοῦ προλόγου τοῦ πρώτου θεολογικοῦ λόγου τοῦ ὁσίου Πατρός ἡμῶν Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου λέγοντος:
«Τό περί Θεοῦ λέγειν ἤ φθέγγεσθαι καί τά κατ’ αὐτόν ἐρευνᾶν καί τά ἀνέκφορα ποιεῖν ἔκφορα καί τά πᾶσιν ἀκατάληπτα ὡς καταληπτά ὑπεμφαίνειν τολμηρᾶς ἄν εἴη καί αὐθάδους ψυχῆς ἔνδειγμα. Καί τοῦτο πάσχουσιν οὐχ ὅσοι ἀφ’ ἑαυτῶν τι λέγειν τολμῶσι μόνον περί Θεοῦ, ἀλλά καί ὅσοι τά πρός αἱρετικούς πάλαι λαληθέντα παρά τῶν θεσπεσίων θεολόγων καί γραφῇ παραδοθέντα ἀποστηθίζουσί τε καί πολυπραγμονοῦσιν, οὐχ ἵνα πνευματικήν τινα ὠφέλειαν καρπώσωνται, ἀλλ’ ἵνα θαυμάζωνται παρά τῶν ἀκουόντων ἐν πότοις καί συνεδρίοις καί θεολόγοι ἐπιφημίζωνται· ὅ καί μᾶλλον λυπεῖ με καί ἐν ἀδημονίᾳ ποιεῖ, ἐννοοῦντα τό φρικτόν τοῦ ἐγχειρήματος καί τό τοῖς τολμητίαις ἀποκείμενον κρῖμα. Οἷα δέ φασι τῶν θείων κατατολμῶντες!» (Θεολογικός Α΄ καί κατά τῶν τιθεμένων τό πρῶτον ἐπί τοῦ Πατρός). Μά πῶς τό τολμοῦν λέγει ὁ Ἅγιος Συμεων!
Ἄς ἀναλογισθοῦμε τί θαῦμα ἦταν αὐτό, τό νά καταφθάνουν γιά τήν πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδο, στή Νίκαια ἀπ’ ὅλα τά μέρη τοῦ κόσμου τριακόσιοι δέκα ὀκτώ ἅγιοι πατέρες, σακάτηδες ἀπό τούς τελευταίους διωγμούς κατά τῶν χριστιανῶν καί νά γίνονται καλοδεχούμενοι ἀπό τόν ἀνώτατο ἄρχοντα τῆς τότε οἰκουμένης, μή βαπτισμένο ἀκόμα, αὐτοκράτορα τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, μετέπειτα ἅγιο Μέγα Κωνσταντῖνο, ὁ ὁποῖος ἔσκυβε καί ἀσπαζόταν τίς οὐλές καί τά τραύματατῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν. Μέ τί καρδιά καί μέ τί ψυχή θά ἀνοίξουμε τά πήλινα χείλη μας γιά νά ἐπαναδιαπραγματευτοῦμε τά ὅσα αὐτοί καλῶς ἐδογμάτισαν! Ἀφ’ ἑτέρου πῶς μποροῦμε νά διαχωρίσουμε τούς ἀνθρώπους σέ ἀρχαίους, σέ συγχρόνους, σέ νεωτερικούς καί μετανεωτερικούς; Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας πιστεύει στήν ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἀπό τοῦ πρώτου ζεύγους τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας μέχρι τῶν ἡμερῶν μας καί μέχρι τῶν ἐσχάτων. Ὁ Χριστός μας θυσιάστηκε μόνο γιά κάποιους ἀνθρώπους καί ὄχι γιά πάντας τούς κατοικούντας ἐπί τῆς γῆς;
Ἀπό τήν πρώτη ἤδη Προσυνοδική Πανορθόδοξο Διάσκεψη (21-28 Νοεμβρίου 1976) διαφαίνονται οἱ προθέσεις καί προοπτικές τῆς συγκληθησομένης «Ἁγίας» καί Μεγάλης Πανορθοδόξου Συνόδου, διεκδικούσης τό κῦρος καί τήν ἁγιοπνευστία Οἰκουμενικῆς.
Ἀμέσως μετά, στίς 7 Μαΐου 1977, ὁ πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμ. π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ὁ σήμερον Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπέστειλε ἱκετευτικόν ὑπόμνημα πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ σοβαρές παρατηρήσεις, πού δήλωναν τίς προϋποθέσεις συγκλήσεως μιᾶς τοιαύτης Συνόδου. Δέν φαίνεται νά ἔχουν ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν ἀπό κανένα ἐκ τῶν ἐμπλεκομένων θεολόγων κατά τίς μεταγενέστερες προσυνοδικές διασκέψεις μέχρι σήμερα. Τό λυπηρότερο ὅμως εἶναι ὅτι δέν ἔχουν ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν οἱ θεοφώτιστες ἁγιοπνευματικές ἐμπειρίες ὅλων τῶν ἁγίων Πατέρων τῶν Μεγάλων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. «Συνοδικῶς», ἑπομένως, πλέον ἑδραιώνεται καί νομιμοποιεῖται ἡ μεταπατερική θεολογία.
Ὁ κατάλογος τῶν θεμάτων καί ἡ μεθοδολογία τῆς προπαρασκευῆς της φανερώνουν ἀντισυνοδικό φρόνημα καί μιά νεοπαπιστική ἐπιβολή μιᾶς οἰκουμενιστικῆς Συνόδου. Μετά μάλιστα ἀπό τή συνολική εἰκόνα τῆς Β΄ Βατικάνειας Συνόδου πού ἔχουμε ἀποκρυσταλλώσει, ἡ προετοιμαζόμενη «Ἁγία» καί Μεγάλη Σύνοδος διαθέτει ὅλα τά χαρακτηριστικά δεινῆς ὁλοκληρωτικῆς παπικῆς Συνόδου, σάν τῆς Β΄ Βατικανῆς, ἡ ὁποία ἰσχυροποίησε καί ἐπξύξησε τό παπικό πρωτεῖο καί τό παπικό ἀλάθητο. Ἁπλῆ ἀπομίμηση οὐμανιστικῶν νεοεποχίτικων συνεδρίων ἑτοιμάζεται.
Τό ὅτι ἡ πρώτη ἀλλά καί οἱ πέντε λοιπές προπαρασκευαστικές Προσυνοδικές Διασκέψεις, μέχρι καί τήν τελευταία τῶν Προκαθημένων, ἔχουν σαφέστατα τό χαρακτήρα κοσμικοῦ συνεδρίου καί ὄχι Ὀρθοδόξου Συνόδου, φαίνεται καί ἀπό τόν τεράστιο ἀρχικά ἀριθμό θεμάτων – σαράντα ἀρχικά – τά ὁποῖα κατέληξαν στόν ἀριθμό τῶν δέκα περίπου, ἀσύμβατος ἀριθμός θεμάτων μέ τόν ἀριθμό θεμάτων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἐκτός καί ἄν οἱ προεδρεύοντες στίς ἐπί μέρους συνεδρίες ἔχουν ἀποφασίσει προσυνοδικῶς τά πολλά ἐπί μέρους θέματα νά τά διεξέλθουν συνοπτικῶς καί ἕνα ἤ δύο ἐξ αὐτῶν νά τά ἀναδείξουν ὡς μείζονος σημασίας, ὅπως εἶναι ἡ σχέση τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας μέ τόν παπισμό καί τόν προτεσταντισμό τοῦ ΠΣΕ. Ἤδη ἔχουν προηγηθεῖ κείμενα διαφόρων «Πατριαρχικῶν» πού θεωροῦν ὡς μία καί ἑνιαία Ἐκκλησία τήν Ὀρθόδοξη, μαζί μέ τόν παπισμό καί τόν προτεσταντισμό. Δεδομένου μάλιστα τοῦ γεγονότος ὅτι ἤδη εἶναι προσκεκλημένοι στήν «Ἁγία» καί Μεγάλη Σύνοδο παρατηρητές ἑτερόδοξοι, αὐτό σημαίνει, ὅτι ἀνετότατα μπορεῖ νά προσφωνηθοῦν μέ τούς «ἐκκλησιαστικούς» βαθμούς τους καί Συνοδικῶς νά νομιμοποιηθοῦν ὡς μέλη καί ὡς βαθμοφόροι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Μέ μία εἰκόνα τῆς τηλεοράσεως μέσα ἀπό τόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ Ἠρακλείου, ὅπου κατά τή μεγαλώνυμο ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς θά παρίστανται ἅπαντες οἱ προσκεκλημένοι αἱρετικοί στήν περίλαμπρη ὀρθόδοξη Θεία Λειτουργία, θά σαρωθεῖ ὁλόκληρη ἡ δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας καί θά ἰσοπεδωθοῦν συλλήβδην ἅπαντα τά πιστεύματά μας. Ἡ μέλλουσα «Ἅγία» καί Μεγάλη Σύνοδος εἶναι ἀδιανόητο νά ἀναμείξει τά ἄμεικτα, δηλαδή τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησία μας μέ τήν αἱρετική ἐπίδραση τῶν παπικῶν παρατηρητῶν.
Ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας δέν ἐπινοοῦσε τεχνητῶς, δέν ἐξεύρισκε θέματα, γιά νά συνέλθει καί νά συνεδριάσει σέ συνεδριάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Μόνο γιά ἕνα ἤ δύο ἤ τό πολύ τρία δογματικά θέματα συνήρχετο. Θεωροῦσαν μάλιστα ἀπαραίτητο οἱ Ἅγιοι πατέρες νά εὑρίσκονται παρόντες ἅπαντες οἱ ἐπίσκοποι τῆς Οἰκουμένης, μέ ἴση μάλιστα ψῆφο γιά τόσο σοβαρά θέματα. Ἡ νοοτροπία αὐτή προῆλθε ἤδη ἀπό τίς Ἀποστολικές Συνόδους ὅπου παρευρίσκονταν ἅπαντες οἱ δώδεκα καί, εἰ δυνατόν, καί οἱ ἑβδομήκοντα καί ἄλλοι ἐκ τοῦ πληρώματος τῶν πιστῶν. Ἀριστίνδην Οἰκουμενικές Συνόδους δέν εἴχαμε ποτέ. Τό σημερινό ἐπιχείρημα τῆς πληθώρας τῶν ἐπισκόπων καί τῶν τεραστίων ἀποστάσεων πού πρέπει νά διανύσουν γιά νά συναχθοῦν ἐπί τό αὐτό δέν ἀξίζει νά προσπαθήσουμε νά τό ἀναιρέσουμε λόγῳ τῶν πολλῶν καί συγχρόνων μέσων μεταφορᾶς καί ἐπικοινωνίας.
Κατά τόν ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς καί κατά τούς ἁγίους Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὁ κατάλογος τῶν θεμάτων δέν προετοιμάζεται σέ τόσες συνεδρίες προσυνοδικές ἐπί τόσα πολλά χρόνια, ἀλλά προκύπτει ἄμεσα μέ μόνο σκοπό τή σωτηρία καί τήν ἐν Χριστῷ θέωση τοῦ πληρώματος τῶν Ὀρθοδόξων. Οἱ Ἅγιες καί Οἰκουμενικές Σύνοδοι εἶχαν πάντοτε Χριστολογικό, Σωτηριολογικό καί Ἐκκλησιολογικό χαρακτήρα. Τό παμπεριεκτικόν πρόσωπο τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ σωτηρία τῆς εἰκόνος Του, δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου, λέγει ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος, προκαλοῦσαν τή σύγκληση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων διά τῶν ἁγίων ἐνεργειῶν τῆς Ἐκκλησίας Του καί διά διαταγμάτων τῶν Βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων. Φόβος καί τρόμος κατελάμβανε τούς ὑπεύθυνους ἄρχοντες μπροστά στό διασπαστικό μίασμα τῶν αἱρέσεων, τῶν σχισμάτων καί τῶν πολλαπλῶν ἀλλοτριωτικῶν ρηγμάτων.
Ἡ «Ἁγία» καί Μεγάλη Σύνοδος πού ἀπό χρόνια προετοιμάζεται δέν ἔχει αὐτό τό χαρακτήρα, γιατί τά ἐνδιαφέροντά της εἶναι κατακερματισμένα σέ ἐπί μέρους ἠθικῆς φύσεως θέματα, μέ στόχο τή διείσδυση καί ἐπικράτηση τῆς κοσμικῆς νεωτερικῆς ἤ μετανεωτερικῆς ἤ καλύτερα μεταπατερικῆς συγχρόνου νοοτροπίας στή Θεολογία, στήν Παράδοση, στούς Ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπιχειρεῖται μάλιστα ὅπως θά δείξουμε κατωτέρω συγκεκριμενοποίηση καί ρύθμιση τῆς «Οἰκονομίας» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας καί προσομοίωση τοῦ κανονικοῦ δικαίου τῆς ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας πρός τό παπικό, τό ὁποῖο αὐστηρά ὁρίζει καί τήν ἀκρίβεια καί τήν Οἰκονομία. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας διά τῶν ὀρθοδόξων ποιμένων της τόνιζε πάντοτε τή θεόπνευστη ἀκρίβεια τῶν Κανόνων της, ἐφάρμοζε ὅμως ἀπέραντη καί ἀσύλληπτη Οἰκονομία στά μέλη της πού, ὄντας ἀσθενῆ, τά οἰκονομοῦσε καί τά χριστοοικονομεῖ στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μέ μακαρία Θεία Κεφαλή τόν θεάνθρωπο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί μέλη ὅλους μας, δικαίους καί ἐν μετανοίᾳ ἁμαρτωλούς. Καμία δημαγωγία μετανεωτερική ἤ μεταπατερική δέν μπορεῖ νά φιμώσει τούς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας μας στόν εὐαγγελισμό πάντων τῶν ἐθνῶν στή μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Ἀλήθεια τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας μας. «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Σκηνοθετημένη Σύνοδος δέν μπορεῖ νά στηθεῖ φωνάζει ἀπό τό 1977 ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς. Οὔτε εὐαγγελικό, οὔτε ὀρθόδοξο, οὔτε κανονικό, θά ἦταν να ἐπιτραπεῖ σέ ἕνα ἐκ τῶν Πατριαρχείων νά ὁδηγήσει τήν ὀρθοδοξία στό χεῖλος τῆς ἀβύσσου.
Ἐφ’ ὅσον τά μείζονα θέματα α) τῆς ἐκπροσωπήσεως καί β) τῆς θεματολογίας εἶναι ἀντίθετα πρός τήν παράδοση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τί νά ποῦμε γιά τά ἐπί μέρους;
Ἄς ἔλθουμε πιό συγκεκριμένα στό βασικό θέμα μας. Στό θέμα τῆς νηστείας. Μέσα στόν Παράδεισο ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ ἄσαρκος Λόγος, ὁ συνδημιουργός μέ τόν Θεό Πατέρα καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, τελευταῖο δημιουργεῖ ἐκ τοῦ χοός τόν ἄνθρωπο, τόν Ἀδάμ καί ἐκ τῆς πλευρᾶς αὐτοῦ τήν Εὔα, κατ’ εἰκόνα Αὐτοῦ. Μέσα στόν Παράδεισο ζοῦν τόν παρθενικό τρόπο ζωῆς, ἐνῷ παραλλήλως ὁ Θεός τούς εὐλογεῖ ὡς ζεῦγος καί τούς εὔχεται τό «αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε αὐτῆς». Συνδέει δέ τήν ἄκρως ἀρχοντική αὐτή εὐλογία Του μέ τήν ἀπαγόρευση τῆς γεύσεως ἐκ τοῦ καρποῦ τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ πονηροῦ. Εὐλογία συνυφασμένη μέ τή νηστεία καί μέ τήν προοπτική τῆς κατά χάριν θεώσεώς τους. Χαρισματική καί μακαρία ἡ διαμονή τους μέσα στόν πλούσιο σέ χάρη καί ὡραιότητα Παράδεισο τῆς τρυφῆς, ἀενάως τροφοδοτούμενοι ἀπό τήν πληρότητα τῆς κοινωνίας τους μέ τό Θεό.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει ὅτι «πλάσας τόν ἄνθρωπον ὁ Θεός εὐθέως καί ἐκ προοιμίων τῷ πρωτοπλάστῳ ταύτην δέδωκεν τήν ἐντολήν. Καί ἡ ἐντολή ἦταν ἀπαγόρευση ὄχι ἀπό κάτι κακό, ἀφοῦ τό δένδρο τῆς γνώσεως ἦταν ἕνα ἀπό τά καλά λίαν δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ».
Ὁ Μέγας Βασίλειος στόν Α΄ περί νηστείας λόγο του λέγει: «Ἀρχαῖον δῶρον ἡ νηστεία… καί νόμου πρεσβυτέρα. Συνηλικιώτης ἐστί τῆς ἀνθρωπότητος… ἐν τῷ Παραδείσῳ ἐνομοθετήθη». Πρῶτο χαρακτηριστικό τοῦ θεοπρεποῦς τρόπου ζωῆς μέσα στόν Παράδεισο ὑπῆρξε ἡ νηστεία πού προσείλκυε τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ κοντά στούς πρωτοπλάστους καί τούς ἀνέπτυσσε τή μακαριότητα καί τήν ὄρεξη νά βρίσκονται ἑκούσια κοντά καί ἄρρηκτα συνδεδεμένοι στήν ὑπακοή τοῦ Θεοῦ. Μακάριοι, μακαριώτατοι ἦταν οἱ πρωτόπλαστοι γιατί εἶχαν ἐμπειρία τοῦ καλοῦ καί μόνο, χωρίς παράλληλα τή γνώση τοῦ κακοῦ, πού ὡς μεταπτωτικοί ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι ὁπωσδήποτε χρειάζεται ἡ ἐμπειρία ἤ τουλάχιστον ἡ γνώση τοῦ κακοῦ γιά νά μή παραπλανηθοῦμε περισσότερο. Ἡ Κυρία Θεοτόκος λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς οὐδέποτε ἡμάρτησε, οὔτε σκιά κακοῦ λογισμοῦ δέν ἐμόλυνε τό νοῦ της.
Στήν Παλαιά Διαθήκη μνημονεύονται δύο περιπτώσεις σαρανταήμερης νηστείας: Ἡ νηστεία τοῦ προφήτη Μωυσῆ πρίν παραλάβει τόν Νόμο (Ἔξοδ. 34,28) καί ἡ νηστεία τοῦ προφήτη Ἠλία στό ὄρος Χωρήβ (Γ΄ Βασιλ. 19,8)
Στή Καινή Διαθήκη ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός νηστεύει σαράντα ἡμέρες πρίν ἀρχίσει τή δημόσια δράση Του (Ματθ. 4,1-2). Ἡ πράξη αὐτή τόν συνδέει μέ τόν Νόμο πού ἐπροσωπεῖ ὁ Μωυσῆς καί μέ τούς Προφῆτες, πού ἐκπροσωπεῖ ὁ Ἠλίας.
Οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων μνημονεύουν λατρευτικές τελετές, πού περιλαμβάνουν νηστεία καί προσευχή. «Λειτουργούντων δέ αὐτῶν τῷ Κυρίῳ καί νηστευόντων εἶπε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον· Ἀφορίσατε δή μοι τόν Βαρνάβαν καί τόν Σαῦλον εἰς τό ἔργον ὅ προσκέκλημαι αὐτούς. Τότε νηστεύσαντες καί προσευξάμενοι καί ἐπιθέντες αὐτοῖς τάς χεῖρας ἀπέλυσαν(Πραξ. 13,1-3). Ἐπίσης «…χειροτονήσαντες δέ αὐτοῖς πρεσβυτέρους κατ’ ἐκκλησίαν καί προσευξάμενοι μετά νηστειῶν παρέθεντο αὐτούς τῷ Κυρίῳ» (Πραξ. 14,23).
Ἤδη ἀπό τούς Ἀποστολικούς χρόνους ἡ νηστεία ὡς βασική πνευματική καί σωματική ἄσκηση συνδυαζόμενη μέ τήν ἀνάμνηση τῆς Προδοσίας καί τῆς Σταύρωσης τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καθιερώνει τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή. Πολύ σύντομα ἀναδύεται ἀπό τά σπλάχνα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος ἡ τεσσαρακονθήμερη νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὡς χαρισματική μίμηση τῆς τεσσαρακονθήμερης νηστείας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μεταγενέστερα ἀπό τήν παθοκτόνο ὠφέλεια τοῦ σαρανταημέρου θεσπίστηκε τό τριήμερο ἀπόλυτης ἀποχῆς ἀπό κάθε τροφή. Τό ἱερό τριήμερο γενικεύεται ὡς ἐνθουσιαστική σωματοπνευματική θεραπεία ἐφόδου, ἀκόμα καί στίς πολυπληθεῖς ἐνορίες τῶν μεγάλων πόλεων τῆς ἑλληνικῆς ὀρθοδόξου πατρίδος μας. Κληρικοί μέ τίς οἰκογένειές τους συναμιλλῶνται μετά τῶν τιμίων ἀγωνιστῶν μοναχῶν καί μοναζουσῶν, προσφέροντας αὐτό τό ἰδιάζον εὐλογημένο μικρό μαρτύριο στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τό ἀλάδωτο ὅλης τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς κατορθώνεται ἀφοῦ τοποθετήθηκαν οἱ γερές βάσεις νηστείας καί συμμετοχῆς στίς θεόπνευστες ἱερές Ἀκολουθίες.
Ἀναλογικῶς καί λίαν ποθητῶς ἀναμένουν οἱ ἀγωνιζόμενοι χριστιανοί ἐν τῷ κόσμῳ τίς ἐξαιρετικές εὐκαιρίες νηστείας τῶν Χριστουγέννων, τῆς Μητροπόλεως τῶν ἑορτῶν, τοῦ θερινοῦ Δεκαπενταυγούστου καί τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ζηλεύουμε ὄντως ἐμεῖς, ἱερωμένοι ἐν τῷ κόσμῳ, τόν ἱερό ζῆλο οἰκογενειαρχῶν, μητέρων, ἐφήβων καί κοριτσιῶν, ἀκόμα καί μικρῶν παιδιῶν καί ὑπερηλίκων, πού φιλοτιμοῦνται σ’ αὐτές τίς ἅγιες περιόδους καί συναγωνίζονται στόν ἄριστο ἀγώνα τῆς ἁγιωτάτης μητρός Ἐκκλησία μας. Οἱ πιστοί μας δέν περιμένουν τεκμηριωμένες ὁμιλίες, ἐπιστημονικοῦ ἐπιπέδου γιά νά πεισθοῦν καί νά προετοιμασθοῦν γιά τό ἄθλημα τῆς νηστείας, ἀλλά εἰσέρχονται στήν ἀρένα μέ τή δύναμη τοῦ τιμίου Σταυροῦ καί τό ὑπέρ πᾶν παράδειγμα θυσίας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀρκεῖται στή βεβαιότητα πού ἐκφράζεται μέ τή φράση «Παρελάβομεν ἐκ τῶν Πατέρων».
Εἶναι τόσα πολλά τά κείμενα περί νηστείας ὅλων τῶν ἁγίων Πατέρων, πού ἀναλύουν τίς παθοκτόνες καί σωτήριες παραμέτρους της, ὥστε δέν ἁρμόζει ὁ εὐτελισμός πού ὑφίσταται ἀπό τήν μινιμαλιστική νοοτροπία τῶν μεταπατερικῶν ἀνανεωτῶν, οἱ ὁποῖοι κόπτονται γιά τόν σύγχρονο κόσμο.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης μᾶς λέει:
«Νηστεία ἐστί, βία φύσεως καί περιτομή ἡδύτητος λάρυγγος· Πυρώσεως ἐκτομή· πονηρῶν ἐννοιῶν ἐκκοπή· ἐνυπνιασμῶν ἐλευθερία· προσευχῆς καθαρότης· ψυχῆς φωστήρ· νοός φυλακή· πωρώσεως λύσις· κατανύξεως θύρα· στεναγμός ταπεινός· συντριμμός ἱλαρός· πολυλογίας ἀργία· ἡσυχίας ἀφορμή· ὑπακοῆς φύλαξ· ὕπνου κουφισμός· ὑγεία σώματος· ἀπαθείας πρόξενος· ἁμαρτημάτων ἄφεσις· παραδείσου θύρα καί τρυφή·» (Λόγος ΙΔ΄ Περί γαστριμαργίας λα΄ σελ. 191 ἔκδοση Ἱ.Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 1978).
Ὁ Μέγας Βασίλειος μᾶς λέει:
«Ἤ ἀγνοεῖς ὅτι ὥσπερ ἐπί παρατάξεως ἡ τοῦ ἑτέρου συμμαχία ἧτταν ποιεῖ τοῦ ἑτέρου, οὕτως ὁ τῇ σαρκί μεταταξάμενος καταδουλοῦται τήν σάρκα; «Ταῦτα γάρ ἀλλήλλοις ἀντίκειται». Ὥστε εἰ βούλει ἰσχυρόν ποιῆσαι τόν νοῦν, δάμασον τήν σάρκα διά νηστείας. Τοῦτο γάρ ἐστιν ὅ φησίν ὁ ἀπόστολος· ὅτι «ὅσον ὁ ἔξωθεν ἄνθρωπος διαφθείρεται, τοσοῦτον ὁ ἔσωθεν ἀνακαινοῦται». Καί τό «Ὅταν ἀσθενῶ τότε δυνατός εἰμί»…
Τίς γάρ ἐν τροφῇ δαψιλεῖ καί τρυφῇ διηνεκεῖ ἐδέξατό τινα κοινωνίαν χαρίσματος πνευματικοῦ;…» (Περί νηστείας Α΄,9 ΕΠΕ τ. 6 σελ. 44-45).
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης πάλι:
«Θλῖβε κοιλίαν καί πάντως κλείσεις καί στόμα, νευροῦται γάρ γλῶσσα ὑπό πλήθους ἐδεσμάτων. Πυκτεύων, πύκτευε αὐτῇ καί νήφων νῆφε δι’ αὐτήν· ἐάν γάρ μικρόν πονήσῃς, εὐθέως καί ὁ Κύριος συνεργεῖ σοι». (Λόγος ΙΔ΄ Περί γαστριμαργίας ιθ΄ σελ. 189)
Ὁ Μέγας Βασίλειος πάλι:
«Καί ἄλλως δέ ἀφορμή εἰς εὐφροσύνην ἐστί τό νηστεύειν. Ὡς γάρ ἡ δίψα ἡδύ τό ποτόν εὐτρεπίζει, καί λιμός ἡγησάμενος ἡδεῖαν παρασκευάζει τήν τράπεζαν, οὕτω καί τήν τῶν βρωμάτων ἀπόλαυσιν νηστεία φαιδρύνει. Μέσην γάρ ἑαυτήν παρενθεῖσα καί τό συνεχές τῆς τρυφῆς διακόψασα, ποθεινήν σοι τήν μετάληψιν φανῆναι ποιήσει ὥσπερ ἀπόδημον. Ὥστε εἰ βούλει σεαυτῷ ἐπιθυμητήν κατασκευάσαι τήν τράπεζαν, δέξαι τήν ἐκ τῆς νηστείας μεταβολήν» (Περί νηστείας Α΄, 8, ΕΠΕ τ. 6, σελ. 40).
Καί πάλι στόν ἴδιο λόγο του:
«Ἐκακώθημεν διά τῆς ἁμαρτίας· ἰαθῶμεν διά τῆς μετανοίας· μετάνοια δέ χωρίς νηστείας ἀργή. «Ἐπικατάρατος ἡ γῆ, ἀκάνθας καί τριβόλους ἀνατελεῖ σοι» (Γεν. 3,17-18). Στυγνάζειν προσετάχθης, μή γάρ τρυφᾶν. Διά νηστείας ἀπολόγησαι τῷ Θεῷ. Ἀλλά καί ἡ ἐν παραδείσῳ διαγωγή, νηστείας ἐστίν εἰκών, οὐ μόνον καθότι τοῖς ἀγγέλοις ὁμοδίαιτος ὤν ὁ ἄνθρωπος, διά τῆς ὀλιγαρκείας τήν πρός αὐτούς ὁμοίωσιν κατώρθου, ἀλλ’ ὅτι καί ὅσα ὕστερον ἡ ἐπίνοια τῶν ἀνθρώπων ἐξεῦρεν, οὔπω τοῖς ἐν τῷ παραδείσω διαιτωμένοις ἐπενενόητο· οὔπω οἰνοποσίαι, οὔπω ζωοθυσίαι· οὐχ ὅσα τόν νοῦν ἐπιθολοῖ τόν ἀνθρώπινον». (Περί νηστείας Α΄ 3, ΕΠΕ τ. 6, σελ. 28).
Ἐπίσης :
«Νηστεύοντος σεμνόν τό χρῶμα, οὐκ εἰς ἐρύθημα ἀναιδές ἐξανθοῦν, ἀλλ’ ὠχρότητι σώφρονι, κεκοσμημένον· ὀφθαλμός πραΰς, κατεσταλμένον βάδισμα, πρόσωπον σύννουν, ἀκολάστω γέλωτι μή καθυβριζόμενον, συμμετρία λόγου, καθαρότης καρδίας» (Περί νηστείας Α΄ 9, ΕΠΕ τ.6 σελ. 42).
Ἡ πρόταση τῆς Μεγάλης Συνόδου περί νηστείας στίς προσυνοδικές φυσικά δέν θά ἦταν ἀκύρωσή της. Πλέκεται τό ἐγκώμιό της καί ἡ μεγάλη σημασία της στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ὅμως τό δηλητήριο τῆς ἀλλοτριώσεως βρίσκεται στήν πρόταση γιά ἐξουσιοδότηση στίς κατά τόπους Ἐκκλησίες νά διευθετήσουν τήν οἰκονομία περί νηστείας οἱ ἴδιες, ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων. «Ἐπαφίεται εἰς τήν πνευματικήν διάκρισιν τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν νά καθορίσουν τό μέτρον τῆς φιλανθρώπου οἰκονομίας». Ὡστόσο οὐδέποτε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ὑπῆρξε ἀφιλάνθρωπος. Ἐφαρμόζει χριστοφιλανθρωπότατα σέ ὅλα τά μήκη καί πλάτη τῆς οἰκουμένης τήν Οἰκονομία σέ ὅλο τό μεγαλεῖο της. Ἄν ἡ «Ἁγία» καί Μεγάλη Σύνοδος ἐπιβάλει νέες μεταρρυθμίσεις ἡμερῶν τῆς νηστείας καί τροφῶν, θά προσομοιάσει πρός τόν παπικό ὁλοκληρωτισμό τοῦ κανονικοῦ δικαίου πού καθορίζει θεσμικά καί ἀσφυκτικά ἀκόμα καί τήν Οἰκονομία. Ἐκ τῆς ἐμπειρίας μας φρονοῦμε ὅτι δέν χρειάζεται νά γίνει ἐπίσημη σύντμηση τῆς περιόδου τῆς Νηστείας τῶν Χριστουγέννων. Οὔτε ἄλλες προσθῆκες τροφῶν σέ λάδι καί σέ ψάρι. Ἡ ἄφθονη παπική περιπτωσιολογία μειώνει τό κῦρος τῆς Συνόδου. Ἐξ ἄλλου, τί νόημα ἔχει ἡ καινούργια θεσμοθέτηση τοῦ «συγκεκριμένου» ἐνῷ ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες πού διαθέτουν ποίμνιο ἔχουν τήν ἐμπειρία καί τή ἐν Χριστῷ βούληση νά τό οἰκονομοῦν παντοιοτρόπως;
Ἡ ὀρθόδοξη νηστεία εἶναι τόσο ἑδραιωμένη στή συνείδηση τῶν ὀρθοδόξων ποιμένων καί τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ μας, ὥστε δέν χρειάζεται καμία σύντμηση ἤ προσαρμογή. Γιαυτό παρακαλοῦμε ἰῶτα ἕν καί μία κεραία νά μή πειραχθεῖ ἀπ’ ὅσα θεοπνεύστως ἔχουν θεσμοθετηθεῖ ἀπό τούς θεοφόρους Ἁγίους Πατέρες μας. Ἐμεῖς, οἱ χάριτι Θεοῦ χειροτονηθέντες ποιμένες, χρειάζεται νά ἀποκτήσουμε περισσότερο ὀρθόδοξη παιδεία καί ἀσκητικό φρόνημα, γιά νά καταφέρουμε καί μέ τό παράδειγμά μας καί μέ τόν ἀσύλληπτο πλοῦτο τῆς ἁγιοπατερικῆς γραμματείας νά διδάξουμε διακριτικά τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μας. Ἀλλιῶς θά ἀποδειχθοῦμε κομπλεξικά μειράκια, παρασαλευόμενα ἀπό ὅλους τούς μεταπατερικούς ἀπαξιωτικούς ἀνέμους, τῶν ἀμύθητων θησαυρῶν τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας, πού ὡς μή μονοφυσιτική φροντίζει γιά ὅλον τόν ἄνθρωπο. Καί ἡ νηστεία ὅπως εἶναι θεσμοθετημένη θεοπανσόφως βοηθεῖ ἀμεσότατα στήν ἐν Χριστῷ τελείωση ὅλων μας, κλήρου καί λαοῦ, μοναχῶν καί κοσμικῶν.
Μετά ἀπό τό σοβαρό θέμα τῆς νηστείας ἕπονται καί ἐπί μέρους ἠθικά θέματα, ὅπως:
2. Θέματα Βιοηθικῆς
3. Ἡ Κοινωνία ὡς θεολογικό θέμα ἐντός τῆς Ὀρθοδοξίας.
4. Μοντερνισμός - ἐκκοσμίκευση.
5. Οἰκολογία.
Τά τέσσερα παραπάνω θέματα δέν ἔχουν περιληφθεῖ σέ κάποιες Μεγάλες Συνόδους. Τά θέματα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἦταν ἤ ἕνα, τό Χριστολογικό, ἤ δύο, τό Σωτηριολογικό, ἤ τρία, τό Ἐκκλησιολογικό. Ποιμαντικά βέβαια ὅλοι οἱ ἅγιοι μεγάλοι Πατέρες ἀσχολήθηκαν μέ τά κοινωνικά θέματα, ἡ ρίζα καί ἡ βάση τῶν ὁποίων εἶναι κοινή στούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν ἀνά τήν Οἰκουμένη.
Ὅσον ἀφορᾷ τό ἠθικό θέμα: Ἡ Κοινωνία ὡς θεολογικό θέμα ἐντός τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐννοοῦμε ἄν ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπιτρέπεται νά ἐπεμβαίνει δυναμικά στήν πολιτική ἐξουσία καί στό γενικότερο κοσμικό γίγνεσθαι, καί κατά πόσον ἡ πολιτική ἐξουσία μπορεῖ νά ἐμπλέκεται ζωηρά καί ἀποφασιστικά στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἅγιοι Πατέρες πάντοτε ἐνδιαφέρονταν γιά τήν ἐν Χριστῷ πνευματική προκοπή ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί ὕψωναν συχνά τούς τόνους τῆς φωνῆς τους γιά νά ἀφυπνίζονται οἱ ράθυμοι καί γιά νά μετανοοῦν οἱ βουλόμενοι καί καλοπροαίρετοι. Δέν ἀπουσίαζε καί ὁ δριμύς ἔλεγχος τῶν ἀρχόντων ὅταν κακοποιοῦσαν ὑλικῶς καί ἠθικῶς τό λαό. Ὑπερβάσεις ἔγιναν κατά καιρούς ἑκατέρωθεν μέσα στό ἱστορικό γίγνεσθαι. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ὡς ἐπί τό πλεῖστον προσέφερε προσωπική διακονία στόν ἄνθρωπο χωρίς νά κηρύσσει ἱερούς πολέμους ἤ ἱερές ἐξετάσεις. Τά κόμματα, ἡ διαφθορά, ἡ ἀνηθικότητα, ἡ ἐκκοσμίκευση δέν βρίσκονταν στήν ἡμερήσια διάταξη τῶν ἐνδιαφερόντων της, μολονότι προσπαθοῦσε ἐπηρεάζοντας προσωπικά ἕκαστον ἄνθρωπο, νά διευρύνει τό ἁγιαστικό της ἔργο σέ ὅλο τόν κόσμο. Γιαυτό καί ποτέ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν πάσχισε νά ἐγκαταστήσει ἐγκόσμιο κρατικό μηχανισμό ἐπί γῆς. Ἡ κοσμική ἐξουσία ὅμως ὄχι σπανίως ἤγειρε διωγμούς κατά τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή ὅμως ἐξακολουθεῖ νά βροντοφωνάζει ἀγαπᾶτε καί τούς ἐχθρούς ὑμῶν.
Ὅσον ἀφορᾶ στά θέματα βιοηθικῆς καί οἰκολογίας αὐτό πού ἔκανε ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἦταν νά θυμίζει στή κοινωνία τίς δικές της ρίζες, τίς δικές της ἀξίες καί τή δική της θεανθρώπινη πνευματικότητα. Σ’ αὐτά τά πλαίσια μποροῦν νά διαλέγονται καλοπροαίρετα ἡ Ἐκκλησία μέ τόν κόσμο πρός ὄφελος τοῦ ἀνθρώπου ὡς εἰκόνος Θεοῦ.
Εὐτυχήσαμε ἐμεῖς οἱ «μετανεωτερικοί», λαϊκοί καί κληρικοί νά ἔχουμε κοντά μας τούς τρεῖς μεγάλους καί θεοφώτιστους πατέρες, Πορφύριο καί Παΐσιο, ἤδη ἁγιοκαταταχθέντας καί τόν πατέρα Ἰάκωβο, τοῦ ὁποίου ἐπίκειται ἡ ἁγιοκατάταξη. Μέ τόν πλούσιο φωτισμό τῆς ἀκτίστου ἐν Τριάδι Θείας Χάριτος στήριζαν χιλιάδες ἀνθρώπους σέ προσωπικό ἐπίπεδο καί μέ τή χαρισματική ἐν Χριστῷ παιδεία τους ἐξυγίαιναν καί τράνωναν κάθε μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καί κατ’ ἐπέκταση ὅλη τήν πάσχουσα μεταπτωτική κοινωνία. Ἡ ἀσύλληπτη ἐν Χριστῷ διάκρισή τους ἀπέφευγε τίς θεαματικές συγκρούσεις ἐναντίων τῶν μή πιστῶν, ἀφοῦ προτεραιότητά τους ἦταν ἡ μόρφωση τοῦ Χριστοῦ στίς ψυχές τῶν «νεωτερικῶν» καί «μετανεωτερικῶν» ἀνθρώπων καί δι’ αὐτῶν μεταμορφουμένων καί θεανθρωποποιουμένων, ἁπλωνόταν ὁ ἁγιασμός καί ἡ χριστοποιητική ἐπίδραση σέ σύμπασα τήν κοινωνία. Ἡ ἐπίδραση ἐκ τῶν κάτω, τῶν λαϊκῶν στρωμάτων, ἡ ἐν σιωπῇ δράση, ἡ χριστοταπεινή ποιμαντική τῶν ὡς ἄνω ἁγίων, ἀλλά καί ὅλων τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας μυστικῶς, διαγιγνώσκεται καί στίς ἡμέρες μας. Ὁ ἑλληνορθόδοξος λαός μας παρά τήν ἀνελέητη πολεμική τῶν ξένων καί ντόπιων κυβερνητῶν μας ἀντιστέκεται καί ὑπομένει καρτερικά μέ τίς εὐχές τῶν ἁγίων καί ἀναμένει τήν ἐπαλήθευση τῶν λόγων τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, ὅτι ἡ χριστιανική Ἑλλάδα εἶναι προορισμένη νά εἶναι φάρος καί διδάσκαλος τῆς Οἰκουμένης.
Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί. Θά ἔπρεπε νά ἀρχίζαμε τήν εἰσήγησή μας ἀπό τό θέμα τῶν ἑτεροδόξων παρατηρητῶν πού εἶναι προσκεκλημένοι στήν Ἁγία καί Μεγάλη Πανορθόδοξη Σύνοδο. Ἡ παρουσία αἱρετικῶν παρατηρητῶν ἤ ἑτεροδοξων παπικῶν ἤ τοῦ ΠΣΕ, αὐτομάτως ἀκυρώνει τήν ἁγιότητά της, γιατί οὐδέποτε στήν ἱστορία τῶν ἁγίων καί Μεγάλων Συνόδων δέν ὑπῆρχαν παρατηρητές. Ἀλλά καί ἄν ὑπῆρχαν, ἡ παρουσία τους ἦταν a priori ὁριοθετημένη ὡς αἱρετικῶν, κατά τῆς πλάνης τῶν ὁποίων ἐπιχειρηματολογοῦσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, μέ σκοπό νά ἐπιστρέψουν οἱ πλανηθέντες αἱρετικοί ἐκ τῆς πλάνης πρός τό φῶς τῆς Ὀρθοδόξου ἀληθείας τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα πρυτανεύει ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου. Οἱ προσκεκλημένοι παρατηρητές δέν θά παρίστανται ὡς αἱρετικοί ἀλλά ὡς ἰσότιμα μέλη, τά ὁποῖα ἀνήκουν σέ ἄλλο κλάδο τοῦ ἑνιαίου κορμοῦ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Οἱ Σεβασμιώτατοι Μητροπολῖτες μας, τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος θά πρέπει νά προσέξουν πολύ καλά πῶς θά προσφωνηθοῦν οἱ αἱρετικοί ἑτερόδοξοι παρατηρητές. Μέ ποιό τρόπο καί μέ ποιό χαιρετισμό; Μέ ποιό κείμενο; Μέ ποιό τρόπο θά ἀπαντήσουν οἱ παρατηρητές; Μέ εἰσήγηση ἤ μέ παπική ἄνωθεν φιλόφρονα ἐπιστολή τοῦ «Ἁγίου Πατέρα»; Ὅπως πάντως καί ἄν φραστικά προσφωνηθοῦν, ὅπως πάντως καί ἄν ἀπαντήσουν οἱ παρατηρητές, τό Ὀρθόδοξο κείμενο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δέν θά πρέπει νά ἐπιτρέψει νά ἐπικυρωθεῖ ἡ νέα Ἐκκλησιολογία τῶν κλάδων τοῦ κ. Βαρθολομαίου, ἀλλά μέ ἁγιοπνευματική νοοτροπία καί σαφέστατη Ὀρθόδοξη φρασεολογία ἤ ὁρολογία νά μή ἀναμιχθοῦν τά ἄμικτα, ὥστε νά μή διατυμπανισθεῖ ἀπό τά ΜΜΕ ὅτι ἐπί τέλους φθάσαμε νά εἶναι ὅλοι οἱ χριστιανοί ἑνωμένοι καί νά συναποτελοῦν τό ἑνιαῖο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Μή ξεχνᾶμε τόν ἔνθεο Τιτάνα τῆς Ἐκκλησίας, τόν Ἱερό Φώτιο, πού ἔλεγε καλύτερα χωρισμένοι ἀπ’ αὐτούς καί μαζί μέ τό ἄκτιστο Φῶς τοῦ Χριστοῦ, παρά ἑνωμένοι μέ τό πηχτό σκότος τῆς Δυτικῆς αἱρέσεως.
Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς στό ἱκετευτικό ὑπόμνημά του τό 1977 πρός τήν Ἱ.Σύνοδο τῆς Ἐκκλησία τῆς Σερβίας ἐκφράζει τό φόβο, μήπως ἡ μέλλουσα Πανορθόδοξος Σύνοδος ὁδηγήσει τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας σέ μιά νέα Φλωρεντιανή περιπέτεια. Μή γένοιτο, μή γένοιτο, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος!
Οἱ Σεβασμιώτατοι Μητροπολῖτες μας ἄς μή μᾶς προδώσουν καί ἄς μή μᾶς ἀφήσουν, κληρικούς καί λαϊκούς, στά στόματα τῶν λύκων τῆς ἀρειανικῆς παναιρέσεως τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ νεοταξικοῦ παπισμοῦ καί τοῦ πανθρησκειακοῦ χαώδους προτεσταντισμοῦ τοῦ ΠΣΕ. Εὐλαβῶς καί ἱκετευτικῶς ἀσπαζόμαστε τούς τιμίους πόδας τῶν Σεβασμιωτάτων ἀρχιερέων μας καί τούς παρακαλοῦμε νά ἵστανται ἄγρυπνοι φρουροί τῆς μοναδικῆς ἁγιωτάτης ὀρθοδόξου ἀληθείας καί πίστεως γιά νά μποροῦμε ὅλοι μας, ὅλο τό ἱερό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, νά χριστοκαταξιώνουμε τήν καθημερινότητά μας καί νά βηματίζουμε σταθερά πρός τήν θριαμβεύουσα Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Οἱ πολιτικοί μας μᾶς ὁδηγοῦν στήν ἄβυσσο τῆς καταστροφῆς, οἱ πνευματικοί Πατέρες μας, οἱ Σεβασμιώτατοι Μητροπολῖτες τῆς Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἄς μᾶς κρατήσουν στήν θειότατη ἄβυσσο τοῦ ἐν Τριάδι ἐλέους.
Κλείνοντας ταπεινῶς φρονοῦμε τά κάτωθι.
Μακάρι νά δώσει ὁ ἐν Τριάδι Θεός νά μή συρθοῦμε σέ τετελεσμένα γεγονότα, σέ συγχρωτισμούς καί ἐναγκαλισμούς μέ ὅλα τά εἴδη τῶν αἱρετικῶν.
Οἱ Σεπτοί Μητροπολῖτες μας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἔχουν, δόξα τῷ Θεῷ, τό χρόνο νά ζητήσουν νά εἶναι ἅπαντες παρόντες ὡς ἔχοντες τό ἀρχαιότερο Ὀρθόδοξο ποίμνιο.
Ἀκούστηκε ὅτι, ὅταν ὁ Μακαριώτατος πληροφορήθηκε τήν παρουσία τῶν παρατηρητῶν, δυσανασχέτησε. Δέν μπορεῖ νά ὁριοθετηθεῖ διαφορετικά ἡ συμπεριφορά μας ἔναντι αὐτῶν καί ἡ δική τους ἔναντι ἡμῶν; Τό βέβαιο εἶναι ὅτι, ὅπως ἔχουν προγραμματισθεῖ τά τῆς Συνόδου, οἱ ἐναγκαλισμοί, τά χαμόγελα καί οἱ ἀγαπολογίες θά ἐντυπωσιάσουν πάντας ἀνά τήν οἰκουμένη.
Ἄν οἱ Σεβασμιώτατοί μας ὑποκύψουν καί ὑπογράψουν μέ τήν τιμία χείρα τους προσφορά ἐκκλησιαστικότητας στούς παναιρετικούς, πῶς θά ἀσπαζόμαστε τό χέρι τους; Πῶς θά μνημονεύουμε τό ὄνομά τους;
Μακάρι ποτέ νά μήν πραγματοποιηθεῖ μιά τέτοια Σύνοδος.
Πηγή: Ἑστία Πατερικῶν Μελετῶν

Ἕνα ἀπὸ τὰ φλέγοντα καὶ ἐπείγοντα θέματα ποὺ ἐκαλεῖτο νὰ ἀντιμετωπίσει ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ἦτο καὶ τὸ θέμα τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης, τῆς ἀλλαγῆς τοῦ Ἡμερολογίου, τὴν ὁποία, χωρὶς πανορθόδοξη ἀπόφαση, μονομερῶς καὶ πραξικοπηματικῶς, ἐπέβαλαν ἀπὸ τὸ 1924 τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Τὴν μεταρρύθμιση δέχθηκε καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ἐνῶ ὅλες οἱ ἄλλες Ὀρθόδοξες ᾽Εκκλησίες ἀντέδρασαν καὶ τὴν ἀπέρριψαν, ὅπως τὰ τρία πρεσβυγενῆ πατριαρχεῖα Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων, οἱ λοιπὲς Ἐκκλησίες καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος.
ΠΑΛΑΙΟ ΚΑΙ ΝΕΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
ΚΑΙ Ο ΚΟΙΝΟΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
Γιατί ἀπέσυρε τὸ φλέγον θέμα ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος;
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης, Ὁμότιμος Καθηγητὴς Α.Π.Θ.
1. Ἡ ἡμερολογιακὴ ἀλλαγὴ τοῦ 1924 διέσπασε τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα καὶ προκάλεσε διαιρέσεις
Ἕνα ἀπὸ τὰ φλέγοντα καὶ ἐπείγοντα θέματα ποὺ ἐκαλεῖτο νὰ ἀντιμετωπίσει ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ἦτο καὶ τὸ θέμα τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης, τῆς ἀλλαγῆς τοῦ Ἡμερολογίου, τὴν ὁποία, χωρὶς πανορθόδοξη ἀπόφαση, μονομερῶς καὶ πραξικοπηματικῶς, ἐπέβαλαν ἀπὸ τὸ 1924 τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Τὴν μεταρρύθμιση δέχθηκε καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ἐνῶ ὅλες οἱ ἄλλες Ὀρθόδοξες ᾽Εκκλησίες ἀντέδρασαν καὶ τὴν ἀπέρριψαν, ὅπως τὰ τρία πρεσβυγενῆ πατριαρχεῖα Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων, οἱ λοιπὲς Ἐκκλησίες καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ἡ ἀντισυνοδική, ἀντικανονικὴ καὶ ἀναμφιβόλως λανθασμένη αὐτὴ ἐνέργεια, ποὺ δὲν ἀνταποκρινόταν σὲ καμμία ποιμαντικὴ ἀναγκαιότητα, ἐτραυμάτισε τὴν ἑνότητα τῆς ᾽Εκκλησίας ἑορτολογικὰ καὶ λειτουργικά, ἡ ὁποία ἑνότητα ἐπὶ δεκαέξι αἰῶνες, ἀπὸ τὴν Α´ δηλαδὴ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (325), ποὺ καθόρισε τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, παρέμενε ἀδιατάρακτη.
Ἡ ἑνότητα τραυματίσθηκε σὲ δύο ἐπίπεδα. Στὸ ἐπίπεδο ἐν πρώτοις τῶν τοπικῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες δὲν ἀποδέχθηκαν τὴν μεταρρύθμιση καὶ ἐξακολουθοῦν μέχρι σήμερα νὰ ἑορτάζουν τὶς ἑορτὲς καὶ τὶς μνῆμες τῶν Ἁγίων κατὰ τὸ παραδεδομένο Πάτριο Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο, ποὺ χαρακτηρίζεται τώρα ὡς Παλαιό. Ἄλλες ἐκκλησίες προσχώρησαν σταδιακὰ στὴν μεταρρύθμιση καὶ ἀποδέχθηκαν τὸ ἀποκληθὲν Νέο Ἡμερολόγιο, τὸ ὁποῖο μερικοὶ ἀποκαλοῦν «διορθωμένο» Ἰουλιανό, ἐνῶ οὐσιαστικὰ πρόκειται γιὰ τὸ παπικὸ Γρηγοριανὸ Ἡμερολόγιο, ποὺ πῆρε τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὸν πάπα Γρηγόριο ΙΓ, ὁ ὁποῖος τὸ 1582 ἔκανε τὴν ἀλλαγὴ Ἡμερολογίου-Πασχαλίου στὴν Δύση, ὅπου καὶ ἐκεῖ στὴν ἀρχὴ ὑπῆρξαν ἀντιδράσεις, σιγά-σιγὰ ὅμως υἱοθετήθηκε ἀπὸ ὅλους καὶ ἰσχύει μέχρι σήμερα ὡς κοινὸ Εὐρωπαϊκὸ Ἡμερολόγιο.
Ἡ μεταξὺ τῶν δύο ἡμερολογίων χρονικὴ διαφορὰ τῶν 13 ἡμερῶν, γιὰ τὴν διόρθωση τῆς ὁποίας ἔγινε καὶ ἡ ἀλλαγή, συντελεῖ τώρα, ὥστε σὲ μεγαλύτερη ἔκταση νὰ ἔχουμε διάσπαση τῆς ἑορτολογικῆς ἑνότητας ἀπὸ τὴν πρὸ τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου περίοδο, διότι τότε ὑπῆρχε ἡ διαφορὰ στὸν ἑορτασμὸ μόνον τοῦ Πάσχα, ἐνῶ τώρα ἡ διαφορὰ περιλαμβάνει ὅλες τὶς ἑορτές, Δεσποτικὲς, Θεομητορικὲς καὶ μνῆμες Ἁγίων. Ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο βασικοὺς λόγους ποὺ συνεκλήθη ἡ Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν καταδίκη τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου, ἦταν νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ἑνότητα στὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα καὶ νὰ προσδιορίσει καὶ τὸν χρόνο ἑορτασμοῦ του μὲ ἀστρονομικὰ δεδομένα (ἐαρινὴ ἰσημερία, πανσέληνος), ὥστε νὰ μὴ συμπίπτει ὁ ἑορτασμός του μὲ τὸ ἑβραϊκὸ Πάσχα. Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ δυσκόλεψε τοὺς μεταρρυθμιστὰς νὰ προχωρήσουν καὶ στὴν ἀλλαγὴ τοῦ Πασχαλίου, διότι θὰ ἀνέτρεπαν ἐμφανῶς κανόνες καὶ ἀποφάσεις Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Γι᾽ αὐτὸ ἄφησαν ἄθικτο τὸ Πάσχα, νὰ ἑορτάζεται κατὰ τὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο, καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἑορτάζουμε τὸ Πάσχα ἀπὸ κοινοῦ ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι, γιατὶ δὲν ἐθίγη ὁ ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα. Ἔτσι ὅμως ἔχουμε πολλὲς παραδοξότητες· υἱοθετήσαμε τὸ Νέο Ἡμερολόγιο, ἀλλὰ ἔχουμε καὶ τὸ Παλαιὸ στὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα. Γιορτάζουμε ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀπὸ κοινοῦ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ χωριστά, μὲ διαφορὰ δεκατριῶν ἡμερῶν τὰ Χριστούγεννα, τὰ Θεοφάνεια, τὴν Κοίμηση τῆς Παναγίας καὶ ὅλες τὶς μνῆμες Ἁγίων, ὅλες δηλαδὴ τὶς ἀκίνητες ἑορτὲς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἔτους. Καὶ αὐτὸ γίνεται γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ γνωρίσματα τῆς ὁποίας εἶναι ἡ ἑνότητα στὴ λατρεία, μαζὶ μὲ τὴν ἑνότητα στὴν πίστη καὶ στὴν διοίκηση.
Περισσότερο ἐπώδυνη εἶναι ἡ διάσπαση τῆς ἑνότητας σὲ τοπικὸ ἐπίπεδο. Ἐπειδὴ ἡ ἡμερολογιακὴ ἀλλαγὴ δὲν ἀνταποκρινόταν σὲ ποιμαντικὴ ἀνάγκη, δὲν προῆλθε δηλαδὴ ἀπὸ τὸ ποίμνιο, ἀλλὰ ἐπεβλήθη ἐκ τῶν ἄνω, γιὰ νὰ ὑπηρετήσει ἐξωεκκλησιαστικὲς σκοπιμότητες, ὑπῆρξε σφοδρὴ καὶ δικαιολογημένη ἡ ἀντίδραση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, πολλῶν ἀρχιερέων, ἱερέων, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν μὲ συνέπεια νὰ δημιουργηθοῦν διαιρέσεις καὶ διαστάσεις μεταξὺ ἐπισκόπων καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, μεταξὺ ἱερέων καὶ ἐπισκόπων, μοναστηριῶν καὶ ἐπισκόπων, μεταξὺ ἱερέων καὶ λαϊκῶν σὲ ἐπίπεδο ἐνορίας, ἀκόμη καὶ μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς ἰδίας τῆς οἰκογενείας. Ποιός βάσκανος νοῦς σοφίσθηκε αὐτὴν τὴν ἀλλαγὴ καὶ κατέστρεψε σὲ μεγάλη ἔκταση τὴν ἑορτολογικὴ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ σὲ τοπικὸ καὶ σὲ ὑπερτοπικὸ ἐπίπεδο; Ἡ Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀποκατέστησε τὴν ἑνότητα μὲ τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, καὶ τώρα γιατί κάποιοι κατέστρεψαν ἀντισυνοδικὰ καὶ ἀντικανονικὰ σὲ μεγαλύτερη ἔκταση αὐτὴ τὴν ἑνότητα; Δὲν θὰ ὑπάρξει κάποια ἄλλη Σύνοδος ποὺ θὰ ἐπαναφέρει τὴν ἑνότητα καὶ τὴν εἰρήνη, θὰ θεραπεύσει τὰ τραύματα ποὺ προκάλεσε ἡ μονομερής, ἀντισυνοδική, χωρὶς πανορθόδοξη ἀπόφαση, ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση τοῦ 1924; Κοντεύει νὰ συμπληρωθεῖ ἕνας αἰώνας καὶ τὸ τραῦμα στὴν ἑνότητα παραμένει. Φροντίζουμε νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τοὺς αἱρετικοὺς Παπικούς, Προτεστάντες, Μονοφυσίτες, χωρὶς νὰ ἀποκηρύξουν τὶς αἱρέσεις τους, καὶ μένουμε χωρισμένοι ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μας τοῦ Πατρίου Ἡμερολογίου, μὲ τοὺς ὁποίους δὲν ἔχουμε καμμία διαφορὰ σὲ θέματα πίστεως.
2. Ἡ πανορθόδοξη ἀπόφαση τοῦ 1904: Εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀλλάξει τὸ Ἡμερολόγιο. «Οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι»
Εἶναι πολὺ πικρὴ ἡ ἱστορία τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης καὶ ἔ-χουν γραφῆ γι᾽ αὐτὴν πλῆθος πολὺ ἄρθρων καὶ βιβλίων, μὲ ἀλληλοσυγ-κρουόμενη καὶ ἀλληλοαναιρούμενη ἐπιχειρηματολογία, ὥστε νὰ φαίνεται δύσκολο κατ᾽ ἀρχὴν νὰ βγάλει κανεὶς ἄκρη γιὰ τὸ ποῦ βρίσκεται τὸ δίκαιο. Πολὺ ἁπλᾶ καὶ σύντομα ἡ πορεία τοῦ πράγματος κατὰ τὸν 20ὸ αἰώνα ἔχει ὡς ἑξῆς:
Σὲ ἐπιστημονικοὺς κύκλους στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ἀλλὰ καὶ σὲ δυτικίζοντες καὶ ἐκκοσμικευμένους κύκλους ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν, ἄρχισε νὰ συζητεῖται τὸ θέμα περὶ τὸ τέλος τοῦ 19ου αἰῶνος, χωρὶς καμμία εὐρύτερη ἀπήχηση στὸ σύνολο τοῦ κλήρου καὶ στοὺς λαϊκούς. Γιὰ πρώτη φορὰ ἔθεσε ἐπισήμως τὸ θέμα ὁ πατριάρχης Ἰωακεὶμ Γ´ στὴν γνωστὴ πατριαρχικὴ καὶ συνοδικὴ ἐγκύκλιο τοῦ 1902, πρὸς τοὺς προκαθημένους τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Πρόκειται γιὰ ἐγκύκλιο ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ ἀλλάξει τὴν αὐστηρὴ παραδοσιακὴ θέση τῶν Ὀρθοδόξων ἀπέναντι στοὺς ἀπεσχισμένους Χριστιανοὺς τῆς Δύσεως, ἡ ὁποία πάντως δὲν πέρασε πανορθοδόξως μέχρι σήμερα· ἐπιχειρεῖται τώρα μὲ τὴν ἐγγίζουσα Σύνοδο τῆς Κρήτης καὶ μὲ ἀνατροπὴ βέβαια τῆς προηγουμένης συνοδικῆς καὶ πατερικῆς παραδόσεως. Ἡ ἐγκύκλιος φαίνεται νὰ τηρεῖ ἴσες ἀποστάσεις ἀπέναντι τῶν δύο πλευρῶν, αὐτῶν δηλαδὴ ποὺ ἐπιθυμοῦν τὴν ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου καὶ αὐτῶν ποὺ ἀντιτίθενται σ᾽ αὐτή, καταλήγει ὅμως μὲ τὴν σωστὴ ἐπισήμανση ὅτι ὁποιαδήποτε ἀπόφαση πρέπει νὰ εἶναι κοινὴ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων· «διαμείψασθαι πρὸς ἀλλήλας τὰς ἁγίας ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας σχετικὰς ἀνακοινώσεις, ἵνα καὶ περὶ τούτου διαμορφωθῆ κοινὸν ἐν αὐταῖς φρόνημα, μία δὲ γνώμη καὶ ἀπόφασις τῆς καθόλου ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»[1] . Ἡ οὐδέτερη στάση τῆς ἐγκυκλίου δὲν ἀπαλλάσει τῆς εὐθύνης οὔτε τὸν πατριάρχη, οὔτε τοὺς συνοδικούς, διότι προέβαλαν πρὸς συζήτηση καὶ ἐπίλυση ἕνα θέμα, γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν ὑπῆρχε καμμία ποιμαντικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἀνάγκη, ἀλλὰ ἄλλες σκοπιμότητες, πολιτικές, οἰκονομικές, διαχριστιανικές, ἄνωθεν ἐπιβαλλόμενες. Αὐτὸ προκύπτει ὁλοφάνερα ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις τῶν αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν, ποὺ εἶναι στὸ σύνολό τους αὐστηρὰ ἀρνητικές. Μνημονεύουμε τὴν κατακλεῖδα τῆς ἐπὶ τοῦ σχετικοῦ θέματος ἀπαντήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἡ ὁποία ἐπισημαίνει τὶς διαιρέσεις καὶ τὴν ἀταξία ποὺ ἐπρόκειτο νὰ προκληθοῦν, χωρὶς νὰ ὑπάρχει κάποια ἐκκλησιαστικὴ ἀνάγκη: «Ἡ τοιαύτη γὰρ μεταβολή, ὡς διασαλεύουσα τὴν ἀνέκαθεν καὶ πολλάκις καθαγιασθεῖσαν ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τάξιν, συνεπήγετο ἂν ἀναμφιβόλως διασαλεύσεις τινὰς καὶ ἐν τῷ ἐκκλησιαστικῷ βίῳ, ἐνῷ ἐν τῇ προκειμένῃ περιπτώσει τοιαῦται διασαλεύσεις οὐδεμίαν ἑαυταῖς εὑρίσκουσιν ἐπαρκῆ δικαιολογίαν οὔτε ἐν τῇ ἀποκλειστικῇ ὀρθότητι τῆς προτεινομένης μεταρρυθμίσεως οὔτε ἐν ὡριμασάσῃ τινι ἐκκλησιαστικῇ ἀνάγκῃ»[2]. Στὸ ἴδιο πνεῦμα καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας: «Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς ἁγίας Αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας φρονεῖ καὶ ἐξαιτεῖται ἵνα μένωμεν εἰς ἅπερ εὑρισκόμεθα σήμερον· ἐπειδὴ εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ θίξωμεν τὰς κανονικὰς διατάξεις, ἐὰν ἠθέλομεν σκεφθῇ περὶ μεταβολῆς τινος ἢ μεταρρυθμίσεως τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου, μεθ᾽ οὗ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ζῆ ἀπὸ τοσούτου χρόνου ἢ καὶ νὰ μὴ αἰσθανθῇ στενοχωρίαν. Ἐκτὸς τούτου οὔτε διὰ τοῦ δακτύλου δὲν ἐπιτρέπεται ἡμῖν νὰ θίξωμεν τὰς ἀπηρχαιωμένας ἀποφάσεις, αἵτινες ἀποτελοῦσι τὴν ἡμετέραν ἐκκλησιαστικὴν δόξαν»[3].
Εἶναι πάντως πρὸς τιμὴν καὶ τοῦ πατριάρχου Ἰωακεὶμ καὶ τῶν συνοδικῶν ἀρχιερέων τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως ὅτι, μετὰ τὶς ἀρνητικὲς ἀπαντήσεις τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν, ὄχι μόνον ἔκλεισαν τὸ θέμα, ἀλλὰ καὶ ἐκτιμοῦν ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει ὁποιαδήποτε ἀλλαγὴ στὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου καὶ Πασχαλίου: «Οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι». Πόσο θὰ εὐχόμασταν ἡ ἴδια στάση νὰ ἐτηρεῖτο ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο σήμερα καὶ στὸ θέμα τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς συμμετοχῆς μας στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», γιὰ τὰ ὁποῖα ὑπάρχει συνεχὴς καὶ μεγάλη ἀντίδραση πολλῶν ἐκκλησιῶν, μερικὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες καλῶς ἔπραξαν καὶ ἀποχώρησαν, ἄλλες δὲ τὸ εἶχαν ἀποφασίσει καὶ ἀνέστειλαν τὴν ἀποχώρηση μετὰ ἀπὸ πιέσεις καὶ ἀπειλές! Καμμία ἀπειλὴ οὔτε πίεση τότε, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ διασπασθεῖ ἡ ἑνότητα σύμπλευση πρὸς τοὺς διαφωνοῦντες. Γράφει ὡς ἀνταπάντηση πρὸς τὶς αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες τὸ 1904 διὰ τοῦ πατριάρχου Ἰωακεὶμ Γ´ καὶ τῶν συνοδικῶν ἀρχιερέων ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως: «Περὶ δὲ τοῦ καθ᾽ ἡμᾶς ἡμερολογίου τοιαύτην ἔχομεν γνώμην· αἰδέσιμον εἶναι καὶ ἔμπεδον τὸ ἀπὸ αἰώνων μὲν ἤδη καθωρισμένον, κεκυρωμένον δὲ τῇ διηνεκεῖ τῆς Ἐκκλησίας πράξει Πασχάλιον... ὡς οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι»[4] .
Εἶναι λοιπό, σεβαστὸ καὶ ἑδραῖο, δηλαδὴ ἀμετακίνητο, (αἰδέσιμον καὶ ἔμπεδον) τὸ Πάτριο παραδεδομένο Ἡμερολόγιο καὶ εἶναι ἀδύνατη ὁποιαδήποτε ἡμερολογιακὴ ἀλλαγὴ καὶ καινοτομία: «Ὡς οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι». Οὐσιαστικῶς πρόκειται γιὰ πανορθόδοξη ἀπόφαση, ἀφοῦ συμφωνοῦν ὅλες οἱ ἐκκλησίες, εἶναι σύμψηφες, ὡς πρὸς τὸ ὅτι εἶναι ἀδύνατη ἡ ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση. Δὲν ἐχρειάζετο τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ τηρηθεῖ αὐτὴ ἡ πανορθόδοξη ἀπόφαση, καὶ νὰ κλείσει τὸ θέμα, ὁπότε θὰ ἀποφεύγονταν ὅλες οἱ διαιρέσεις καὶ τὰ τραύματα στὴν ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος ἡ Ἐκκλησία ἔβγαινε ἀλώβητη ἀπὸ τὴν ἐπίθεση τοῦ Πονηροῦ.
3. Μονομερής, ἀντισυνοδικὴ καὶ πραξικοπηματικὴ ἐνέργεια τοῦ πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη καὶ τοῦ ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου
Δυστυχῶς αὐτὸ δὲν κράτησε γιὰ πολύ, διότι τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀναστάτωσε καὶ ἀνατάραξε μία πολυτάλαντη, ἰσχυρή, ἀλλὰ καὶ γι᾽ αὐτὸ πολὺ ἐπικίνδυνη προσωπικότητα, ὁ Μελέτιος Μεταξάκης, ἀναλαβὼν ὑψηλὰ ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα σὲ τέσσερις αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες, σπάνιο καὶ μοναδικὸ φαινόμενο στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως σπάνια καὶ μοναδικὴ εἶναι καὶ ἡ ζημία ποὺ προκάλεσε στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ ἴδιος καὶ διὰ τῶν διαδόχων του πατριαρχῶν στὴν Κωνσταντινούπολη Ἀθηναγόρα καὶ Βαρθολομαίου, ποὺ βαδίζουν στὰ ἴχνη του. Μητροπολίτης Κιτίου στὴν Κύπρο (1910-1918), μητροπολίτης (=ἀρχιεπίσκοπος) Ἀθηνῶν (1918-1920), οἰκουμενικὸς πατριάρχης ὡς Μελέτιος Δ´ (1921-1923) καὶ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ὡς Μελέτιος Β´ (1926-1935). Τὴν εὔκολη καὶ πολλὲς φορὲς παράνομη καὶ ἀντικανονικὴ ἀναρρίχησή του σὲ ὕπατα ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα καὶ δι᾽ αὐτῶν τὴν ἐκθεμελίωση τῶν παραδόσεων τῆς Ἐκκλησίας, πολλοὶ ἀποδίδουν εἰς τὸ ὅτι ἦτο μεγαλομασόνος 33ου βαθμοῦ. Δὲν ἀγνοοῦμε τὶς προσπάθειες τῶν Οἰκουμενιστῶν σὲ ἐκκλησιαστικοὺς καὶ πανεπιστημιακοὺς κύκλους νὰ τὸν προβάλουν ὡς μεγάλη καὶ σημαντικὴ ἐκκλησιαστικὴ προσωπικότητα μὲ ἄρθρα, μελέτες καὶ συνέδρια, ὀργανούμενα μέχρι καὶ τῶν προσφάτων ἡμερῶν μας. Ὅσα ὅμως ἐπαινετικὰ καὶ ἂν εἰπωθοῦν, καὶ ὅσες ἐνέργειές του, μερικὲς πράγματι σημαντικές, καὶ ἂν ἐξαρθοῦν, συνολικὰ ἡ προσφορά του εἶναι ἀρνητική, διότι προκάλεσε σχίσματα, διαιρέσεις, ἀντιγνωμίες, συγκρούσεις μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἰδιαίτερα μὲ τὴν ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση, καὶ ὡς γνωστὸν εἶναι ἀναντίρρητο τὸ ἀπόφθεγμα «ἐκ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον γινώσκεται». Ὡς ἀντίβαρο στοὺς ἐπαίνους γιὰ τὸν Μεταξάκη προτείνουμε νὰ διαβάσουν οἱ ὑποστηρικτές του ὅσα λέγει περὶ αὐτοῦ μία μεγάλη ὁσιακὴ μορφὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος, τὰ ὁποῖα παρουσιάσαμε σὲ πρόσφατο ἔργο μας[5] , καὶ ἐλάχιστα ἀπὸ τὰ πάμπολα ποὺ ἔχουν γράψει ἐναντίον του ἐπιφανεῖς ἄλλες ἐκκλησιαστικὲς μορφές, στὶς ὁποῖες θὰ ἀναφερθοῦμε.
Δὲν θὰ μποῦμε σὲ λεπτομέρειες γιὰ τὸ πῶς ἐπανῆλθε ἡ συζήτηση γιὰ τὸ Ἡμερολόγιο καὶ τὸ Πασχάλιο. Τὴν ἐπανέφερε ὁ Μεταξάκης ὡς πανίσχυρος μητροπολίτης Ἀθηνῶν, ὅπου τὸν ἀναβίβασε ὁ μεσουρανῶν τότε στὸ πολιτικὸ στερέωμα τῆς Ἑλλάδος συντοπίτης καὶ φίλος του Ἐλευθέριος Βενιζέλος· παρὰ ταῦτα δὲν μπόρεσε νὰ τὴν ἐπιβάλει τότε παρὰ ἀργότερα, ὡς πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, συνεργασθεὶς μὲ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ πανεπιστημιακὸ καθηγητὴ Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, ὁ ὁποῖος, σημειωτέον, πρὶν γίνει ἀρχιεπίσκοπος εἶχε γνωματεύσει ὡς μέλος εἰδικῆς ἐπιτροπῆς τὸ 1919 ὅτι «ἡ μεταβολὴ τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου, μὴ προσκρούουσα εἰς δογματικοὺς καὶ κανονικοὺς λόγους, δύναται νὰ γίνῃ μετὰ συνεννόησιν μετὰ πασῶν τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ἰδίως μετὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, εἰς ὃ καὶ θὰ ἦτο ἀνάγκη ν᾽ ἀνατεθῇ, ἡ πρωτοβουλία πάσης σχετικῆς ἐνεργείας»[6] .
Ἡ συνεννόηση αὐτή «μετὰ πασῶν τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν» οὐδέποτε ἔγινε, διότι ἦσαν ὅλες σχεδὸν ἀντίθετες. Ἡ μεταρρύθμιση τοῦ Ἡμερολογίου ἔγινε μονομερῶς καὶ πραξικοπηματικῶς ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν Ἀθήνα, τὶς ὁποῖες ἀκολούθησε καὶ ἡ Κύπρος. Ὡς πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως συνεκάλεσε ὁ Μελέτιος τὸ γνωστό «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ 1923 (10 Μαΐου - 8 Ἰουνίου), στὸ ὁποῖο πάντως δὲν ἔλαβαν μέρος ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, καὶ κυρίως οἱ περισσότερες ἀπέρριψαν τὶς ἀποφάσεις του γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου. Στὴν «Πατριαρχικὴ Ἐπιστολή» ποὺ ἔστειλε «Πρὸς τοὺς Μακαριωτάτους καὶ Σεβασμιωτάτους Προέδρους τῶν Ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων, Σερβίας, Κύπρου, Ἑλλάδος καὶ Ρουμανίας» (3 Φεβρουαρίου 1923), μὲ τὴν ὁποία παρακαλοῦσε νὰ ἀποστείλουν ἕνα ἢ δύο ἀντιπροσώπους στὸ Συνέδριο, ποὺ ἀρχικῶς ὀνόμαζε «Ἐπιτροπή», συνδέει τὴν ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση μὲ τὸ αἴτημα τῆς παγχριστιανικῆς ἑνότητος, ἐξομοιώνοντας Ὀρθοδόξους καὶ αἱρετικοὺς καὶ ἐνισχύοντας ἔτσι τὰ οἰκουμενιστικὰ ἀνοίγματα τῶν δύο προηγουμένων πατριαρχικῶν ἐγκυκλίων τοῦ 1902 καὶ τοῦ 1920. Γράφει: «Διὰ τοι τοῦτο καὶ πανταχόθεν ἐκφέρεται εὐχὴ καὶ παράκλησις πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν, ὅπως ἐξευρεθῇ τρόπος ἐπικρατήσεως ἑνὸς καὶ μόνον ἡμερολογίου ἔν τε τοῖς κοσμικοῖς καὶ τοῖς θρησκευτικοῖς, οὐ μόνον πρὸς ἁρμονίαν αὐτοῦ τούτου τοῦ ὀρθοδόξου πρὸς ἑαυτὸν ὥς τε πολίτην καὶ χριστιανόν, ἀλλὰ καὶ πρὸς ἐξυπηρέτησιν ἔν γε τούτῳ τῷ μέρει τῆς παγχριστιανικῆς ἑνότητος πάντων τῶν ἐπικαλουμένων τῷ ὀνόματι Κυρίου, ἑορταζόντων τὴν αὐτὴν ἡμέραν τὴν Γέννησιν αὐτοῦ καὶ τὴν Ἀνάστασιν»[7] . Τὰ ἴδια ἐπανέλαβε καὶ κατὰ τὸν ἐναρκτήριο λόγο του κατὰ τὴν πρώτη ἡμέρα τῶν ἐργασιῶν τοῦ «Πανορθοδόξου Συνεδρίου» (10 Μαΐου 1923). Προσπαθώντας νὰ ἀνατρέψει τὴν προηγούμενη πανορθόδοξη ἀπόφαση, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει ὁποιαδήποτε ἀλλαγὴ στὸ Ἡμερολόγιο, ὅπως τὴν ἐξέφρασε ὁ πατριάρχης Ἰωακεὶμ Γ´ στὴν ἀνταπάντησή του πρὸς τὶς τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, «ὡς οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι», ἐπικαλεῖται τὸ γεγονὸς ὅτι «τὰ ὀρθόδοξα κράτη ὡς ἀπὸ συνθήματος ἑνὸς ἐχώρησαν εἰς τὴν διὰ νόμου ἀντικατάστασιν τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου διὰ τοῦ νέου», ἑπομένως πρέπει καὶ οἱ ἐκκλησιαστικὲς ἀρχὲς νὰ πράξουν τὸ ἴδιο, ὥστε οἱ πιστοὶ νὰ ἀκολουθοῦν τὸ ἴδιο ἡμερολόγιο καὶ στὸν κοσμικὸ καὶ στὸν θρησκευτικὸ βίο. Συσκοτίζοντας δὲ περισσότερο τὰ πράγματα ἐμφανίζεται καὶ ὡς ἀντιπαπικός, ἐνῷ προσπαθεῖ νὰ εἰσαγάγει τὸ παπικὸ Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο, λέγοντας ὅτι τὴν ἑνότητα στὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, ποὺ διατηρήθηκε ἐπὶ δεκατρεῖς αἰῶνες, μετὰ τὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, τήν «διέσπασεν πρὸ τριῶν καὶ ἡμίσεως αἰώνων ἡ μονομερὴς ἀπόφασις τοῦ Ἀρχηγοῦ μιᾶς Μεγάλης Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας», ἐννοώντας τὴν ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση τοῦ 1582 ἀπὸ τὸν πάπα Γρηγόριο ΙΓ´, καὶ ὅτι τώρα ἦλθε ἡ ὥρα «τῆς ἐκ νέου ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν τουλάχιστον ἐν τῷ σημείῳ τούτῳ»[8]. Ἀσύγγνωστη ἐπιπολαιότητα καὶ ἀδιακρισία, ἡ ὁποία οὔτε τὴν ἑνότητα στὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα ἐπέτυχε μὲ τοὺς ἄλλους Χριστιανούς, ἀφοῦ τὸ Πασχάλιο ρυθμίζεται ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ Πατρίου Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου, ἀλλὰ προκάλεσε νέες διαιρέσεις μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, στὸ σῶμα τῶν Ὀρθοδόξων, μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀποδοχὴ τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ἡ ὁποία εἶχε καὶ ἔχει ὡς συνέπεια μεταξὺ τῶν τοπικῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν νὰ ἑορτάζονται τὰ Χριστούγεννα, οἱ Θεομητορικὲς ἑορτὲς καὶ οἱ μνῆμες τῶν Ἁγίων μὲ διαφορὰ δεκατριῶν (13) ἡμερῶν, νὰ ἐπέλθει δὲ μεγάλη ἀναταραχὴ μεταξὺ τῶν πιστῶν, ἀκόμη καὶ στὰ πλαίσια τῆς ἴδιας τῆς οἰκογενείας, καὶ νὰ δημιουργηθοῦν εὐνοϊκὲς καταστάσεις γιὰ τὴν δημιουργία στὴ συνέχεια σχισμάτων ποὺ διατηροῦνται μέχρι σήμερα. Ἔτσι ὁ στόχος τοῦ Μεταξάκη γιὰ παγχριστιανικὸ ἑορτασμὸ τὴν ἴδια ἡμέρα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ὄχι μόνον δὲν ἐπέτυχε, ἀλλὰ τραυμάτισε τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, τῶν Θεομητορικῶν ἑορτῶν καὶ τῶν ἑορτῶν τῶν Ἁγίων.
Τό «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τοῦ Μεταξάκη τελικῶς ἀποφάσισε νὰ «διορθωθεῖ» τὸ Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο μὲ τὴν ἀφαίρεση 13 ἡμερῶν, οὐσιαστικῶς δηλαδὴ νὰ γίνει δεκτὸ τὸ Γρηγοριανό, ἐκτὸς τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα ποὺ μένει ἀμετακίνητη. Γιὰ τὴν ἀφαίρεση τῶν 13 ἡμερῶν ὁρίσθηκε κατ᾽ ἀρχὴν νὰ ἀριθμηθεῖ ἡ 1η Ὀκτωβρίου τοῦ 1923 ὡς 14 Ὀκτωβρίου, οἱ δὲ ἑορτὲς τῶν παραλειπομένων ἑορτῶν νὰ ἑορτασθοῦν ἐφ᾽ ἅπαξ τὴν 14η Ὀκτωβρίου καὶ ἐφεξῆς ἢ ὅπως ὁρίσει ὁ ἀρχιερεὺς τῆς ἐπαρχίας[9] .
Παρὰ ταῦτα οὐδεμία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προχώρησε στὴν ἐφαρμογὴ αὐτῆς τῆς ἀποφάσεως, οὔτε ἡ ἴδια ἡ Κωνσταντινούπολη, μέχρις ὅτου ἐνεργοποιήθηκε δυναμικὰ καὶ ἀποφασιστικὰ ὁ «συνεταῖρος» τοῦ Μεταξάκη, ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ ἐπιφανὴς καὶ διακεκριμένος ἱεράρχης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ μητροπολίτης Κασσανδρείας Εἰρηναῖος, δηλαδὴ ὁ τότε ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος. Σὲ συνεννόηση μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀποφασίσθηκε καὶ ἀνακοινώθηκε πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τῶν δύο δικαιοδοσιῶν, ὅτι ἡ 10η Μαρτίου τοῦ 1924 θὰ λογισθεῖ καὶ θὰ ὀνομασθεῖ 23η, χωρὶς μεταβολὴ τοῦ Πασχαλίου.
4. Ἡ ἀντίδραση κατὰ τοῦ ἡμερολογιακοῦ πραξικοπήματος
α) Ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Φώτιος: Μόνον Πανορθόδοξη Σύνοδος εἶναι ἁρμόδια νὰ ἀποφασίσει.
Οἱ ἀντιδράσεις ὑπῆρξαν σεισμικὲς ἀλλὰ καὶ ἀναμενόμενες. Πολλὲς ἐκκλησίες ἀντέδρασαν, ὅπως καὶ πολλοὶ ἱεράρχες, ἱερεῖς, μοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ καὶ ἰδιαίτερα τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Φώτιος σὲ ἀπαντητική του ἐπιστολὴ πρὸς τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ μετὰ ἀπὸ συνοδικὴ ἀπόφαση τοῦ γράφει ὅτι δὲν ὑπῆρχε καμμία ἀνάγκη γιὰ τὴν διόρθωση τοῦ Ἡμερολογίου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καὶ εἰς αὐτὸ συμφωνοῦν καὶ οἱ λοιποὶ προκαθήμενοι τῶν ἀποστολικῶν καὶ ἀρχεγόνων Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς, δηλαδὴ οἱ πατριάρχες Ἀντιοχείας Γρηγόριος, Ἱεροσολύμων Δαμιανὸς καὶ Κύπρου Κύριλλος, οἱ ὁποῖοι ἐπρότειναν «συγκρότησιν συνόδου πασῶν τῶν Ἁγιωτάτων Ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ, μόνης δυναμένης ἁρμοδίως καὶ ὁριστικῶς ἀποφήνασθαι». Δὲν ἀποκρύπτει τὴν λύπην του, διότι ἀποκρούσθηκε ἡ ἀδελφικὴ σύσταση τεσσάρων Ἀποστολικῶν θρόνων νὰ μὴ προχωρήσει ἡ «διόρθωσις» τοῦ Ἡμερολογίου, τὸ ὁποῖο εἶναι ἐν χρήσει ὄχι μόνο στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀλλὰ σὲ ὅλη τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Θεωρεῖ ὡς πρόφαση καὶ δικαιολογία τὴν συναίνεση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διότι ὅλοι γνωρίζουν «ἐν οἵᾳ νῦν τελεῖ καταστάσει ὁ ἁγιώτατος Ἀποστολικὸς καὶ Πατριαρχικὸς θρόνος, ἀπωρφανισμένος μὲν τὰ πολλά, κρίμασιν οἷς οἶδε Κύριος, ἀπωρφανισμένος δὲ τοῦ πλείστου, ἵνα μὴ λέγωμεν παντὸς τοῦ ποιμνίου, γυμνὸς δὲ καὶ πάσης τῆς προτέρας δυνάμεως καὶ χρήζων αὐτὸς συγκροτήσεως ἐν τῇ νέα καταστάσει καὶ πανθομολογουμένως ὑπὸ περιπετείας διατελῶν θλιβερωτάτας»[10] .
Ἐνωρίτερα μετὰ τὴν λήξη καὶ τὶς ἀποφάσεις τοῦ «Πανορθοδόξου Συνεδρίου» ὁ αὐτὸς πατριάρχης Φώτιος γράφοντας πρὸς τὸν Ἀθηνῶν Χρυσόστομο (ἀριθ. Σ. Πρωτ. 2664/1/14.8.1923) λέγει ὅτι ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη μὲ ζῆλο «οὐ κατ᾽ ἐπίγνωσιν» ἐκσφενδονίσθηκαν ἀποφάσεις ἐπὶ ζημίᾳ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μὲ ἁρπακτικὴ ὁρμὴ αἰώνιοι ἐχθροὶ βυσσοδομοῦν ἐναντίον τῆς ἁγιωτάτης μητρὸς τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐννοώντας τὶς δυσμενεῖς ἐπιπτώσεις τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης στὸ προσκυνηματικὸ καθεστὼς τῶν Ἁγίων Τόπων»[11]
β) Ὁ μητροπολίτης Κασσανδρείας Εἰρηναῖος: Ἀλλόδοξες ἐκκλησίες καὶ μυστικὲς ἑταιρεῖες πίσω ἀπὸ τὸν Μελέτιο Μεταξάκη.
Ὁ σοβαρός, συνετὸς καὶ ἐπιφανὴς μητροπολίτης Κασανδρείας Εἰρηναῖος, ἐνῶ εὑρίσκετο ἀκόμη ὑπὸ τὴν δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, πρὸ τῆς παραχωρήσεως δηλαδὴ τὸ 1928 τῶν λεγομένων «Νέων Χωρῶν» ἐπιτροπικῶς στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, γράφει ἐπιστολὴ σὲ φίλο του ἱερομόναχο στὶς Καρυὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους τὴν 1/14 Μαΐου 1924, στὴν ὁποία ἐκθέτει πῶς ἀντέδρασε στὴν μεταρρύθμιση τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ τῆς Ἀθήνας. Τοῦ λέγει ὅτι στὸν Γενικὸ Διοικητὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρος ποὺ ἔδωσε ἐντολὴ ἐκ μέρους τῆς Κυβερνήσεως δι᾽ ἐγγράφου νὰ ἐφαρμοσθεῖ ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου ἀπήντησε ὅτι «ἐν τοσούτῳ σοβαροῖς ζητήμασιν, ἐν οἷς διακυβεύεται τὸ κῦρος Ἀποστολικῶν καὶ Συνοδικῶν κανόνων ἀδυνατοῦμεν νὰ συμμορφωθῶμεν πρὸς συστάσεις κοσμικῶν». Στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἐπίσης, τὸ ὁποῖο μὲ ἐγκύκλιό του τῆς 27ης Φεβρουαρίου 1924 διέτασσε νὰ ἐφαρμοσθεῖ ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου καὶ χαρακτήριζε «τὸ κατὰ τὸ θέρος τοῦ 1923 συνελθὸν ἐν Κωνσταντινουπόλει ὑπὸ τὴν προεδρίαν τοῦ Μεταξάκη καταφανῶς ἀντορθόδοξον Συνέδριον ὡς Πανορθόδοξον, γνωστοῦ ὄντος ὅτι οὐδεὶς τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς ἀπεδέξατο νὰ συμμετάσχη αὐτοῦ», ἔστειλε ἐκτενέστατη ἐπιστολὴ γιὰ νὰ ὑποδείξει τοὺς κινδύνους ποὺ διατρέχει ἡ γαλήνη τῆς Ἐκκλησίας, λόγῳ τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ νέου ἡμερολογίου σὲ τόσο δύσκολους καιρούς. Προσέθετε δὲ καὶ τὰ ἑξῆς γιὰ τὸν Μεταξάκη: «Ἐχαρακτηρίσαμεν δὲ πρεπόντως τὰ ἀντορθόδοξα σχέδια καὶ ἐνεργείας τοῦ κακῇ τῇ μοίρᾳ διὰ μέσου τοσούτων παρανομιῶν ἀνελθόντος τὸν Οἰκουμενικὸν θρόνον Μεταξάκη, ὅστις νυχθημερὸν εἰργάζετο, ἵνα κλονίση τὰ ἀσάλευτα θεμέλια τῆς Ὀρθοδοξίας, ἤτοι τὰς Ἀποστολικὰς καὶ Συνοδικὰς παραδόσεις καὶ διατάξεις· ἐπιπροσθέτως ὅτι δὲν πρέπει νὰ παρασύρηται τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ὑπὸ τῶν εἰσηγήσεων τοῦ Ἀθηνῶν, ὁ ὁποῖος ἔχει καὶ ἀποστολὴν νὰ ἐφαρμόσῃ τὸ ἀντορθόδοξον πρόγραμμα τοῦ συνεταίρου του Μεταξάκη πρὸς ἐπικράτησιν τῆς ἀπιστίας»[12] .
Ὁ αὐτὸς μητροπολίτης Εἰρηναῖος, ὡς μέλος πλέον τῆς ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὑπέβαλε βαρυσήμαντο «Ὑπόμνημα πρὸς τὴν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας» ποὺ συνεκλήθη στὶς 14.6.1929, στὸ ὁποῖο καταφέρεται μὲ πολλὴ αὐστηρότητα ἐναντίον τοῦ Μελετίου Μεταξάκη. Γράφει εἰς αὐτὸ ὅτι τὸ πνεῦμα τῶν νεωτερισμῶν καὶ τῆς ἀνταρσίας ἐναντίον τῶν καλῶς ἐχόντων στὴν Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐνσαρκώθηκε στὸ πρόσωπο τοῦ μοιραίου Πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη, ὁ ὁποῖος υἱοθετώντας ὅσα σποραδικῶς γράφονται σὲ περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες, ἀνάλογα μὲ τὸ τὶ ἀρέσει σὲ κάθε δημοσιογράφο, «καὶ ἱκανοποιῶν ἁμαρτωλὰς θελήσεις καὶ ἰδιοτελεῖς ἐπιθυμίας ἀλλοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ μυστικῶν ἑταιρειῶν», οἱ ὁποῖες ἱκανοποίησαν τὴν τυφλὴ φιλοδοξία του καὶ τὸν ἐβοήθησαν νὰ ἀνέλθει στὰ ὕπατα ἀξώματα τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, συνεκάλεσε τὸ τιτλοφορούμενο Πανορθόδοξο Συνέδριο, στὴν ἀλήθεια ὅμως ἀντορθόδοξο, στὴν Κωνσταντινούπολη τὸν Μάϊο τοῦ 1923, ὅπου ἀνάμεσα σὲ ἄλλες ἀποφάσεις ἀντικατέστησε τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο μὲ τὸ Γρηγοριανό, ἀγνοώντας ὅλες τὶς σχετικὲς ἀπαγορεύσεις. Ἀναφέρεται καὶ στὶς ἄλλες ἀντορθόδοξες ἀποφάσεις τοῦ Συνεδρίου ποὺ τὶς χαρακτηρίζει καινοτομίες καὶ διερωτᾶται: «Ποῖον δικαίωμα εἶχεν ὁ ἔπηλυς οὗτος, ἄνευ τῆς γνώμης τῶν ἐπὶ μέρους μητροπολιτῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, νὰ συγκαλέσῃ Πανορθόδοξον Συνέδριον; Καὶ κατὰ ποῖον νόμον ἢ κανόνα ὁ ἀρχηγὸς μιᾶς ἐπὶ μέρους Ἐκκλησίας ἀπεφάσισε τὴν ἀκύρωσιν ἀποφάσεως ὅλων τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, γενομένης ἐν τῇ ὑπὸ τῶν ἐξεχόντων μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Κων/πόλεως, ᾽Εκκλησιαστικῇ Ἱστορίᾳ Πατριαρχῶν Ἱερεμίου τοῦ Β´ Κων/πόλεως, τοῦ Ἀλεξανδρείας Μελετίου Πηγᾶ, τοῦ Ἀντιοχείας Ἰωακεὶμ καὶ Ἱεροσολύμων Σωφρονίου, ἐπὶ τοῦ ζητήματος τοῦ Ἡμερολογίου καὶ Πασχαλίου; Ἐπιτρέπεται ἡ ἀκύρωσις ἀποφάσεως μείζονος δικαστηρίου ὑπὸ ἐλάσσονος; Δικαιοῦται τὸ Πρωτοδικεῖον, λόγου χάριν, νὰ ἀνατρέψῃ ἀπόφασιν Ἐφετείου;». Οἱ καινοτομίες τοῦ Μεταξάκη ἀπομάκρυναν τοὺς ἁπλοϊκοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἐρήμωσαν τοὺς ναοὺς τῆς ὑπαίθρου, ἀλλὰ καὶ διήρεσαν καὶ ἐχώρισαν μεταξύ τους τὶς τοπικὲς αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες ποὺ ἦσαν μὲ ζηλευτὸ τρόπο ἑνωμένες στὴν λατρεία καὶ ἐξύμνηση τοῦ Θεοῦ. Γιὰ πρώτη φορά, λέγει, ἐγίναμε ὅλοι μάρτυρες τοῦ θλιβεροῦ γεγονότος νὰ γιορτάζει ἡ Ὀρθόδοξη Ρουμανικὴ Ἐκκλησία τὸ Πάσχα πέντε Κυριακὲς ἐνωρίτερα ἀπὸ τὶς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες κατὰ τὸ παρὸν ἔτος (1929). Καὶ αὐτὴν τὴν καταπάτηση τῆς ἑνότητας στὸν ἑορτασμό τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου τὴν ἐπλήρωσε πολὺ ἀκριβά, γιατὶ ἀποσχίσθηκαν περὶ τὰ 8 ἐν ὅλῳ ἑκατομμύρια Ρουμᾶνοι, κυρίως στὴν Βεσσαραβία, ποὺ γιόρτασαν τὸ Πάσχα κατὰ τὸ ἀρχαῖο καθεστὼς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.[13]
Σημαντικώτερη εἶναι ἡ ἐνέργεια στὴν ὁποία προέβη ὁ μητροπολίτης Κασσανδρείας μαζὶ μὲ τοὺς μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως καὶ Δημητριάδος. Στὴν συνεδριάζουσα Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὶς 4 Ἰουλίου τοῦ 1929 ὑπέβαλε ἱστορικὴ ὄντως καταγγελία καὶ πρόταση γιὰ τὴν προσωρινὴ διευθέτηση τοῦ ἡμερολογιακοῦ ζητήματος. Εἰς αὐτὴν ἔθετε κάποιους ὅρους, οἱ ὁποῖοι, πράγματι, ἂν ἐγίνοντο δεκτοί, θὰ ἀποφεύγονταν οἱ διαιρέσεις καὶ τὰ σχίσματα. Σὲ ἀντίθεση περίπτωση ἐξέφραζαν τὴν διαμαρτυρία τους γιὰ τὴν ἀντικανονικότητα τῶν τελεσθέντων καὶ ἐπεφυλάσσοντο νὰ τὰ καταγγείλουν «ἐνώπιον τῆς θᾶσσον ἡ βράδιον συγκληθησομένης μεγάλης Πανορθοδόξου Συνόδου». Τὸ σπουδαῖο αὐτὸ κείμενο τὸ παραθέτουμε ὁλόκληρο σὲ ὑποσημείωση [14] .
γ) Ὁ ὅσιος Γέροντας Γαβριὴλ Διονυσιάτης καὶ τὸ Ἅγιον Όρος
Ὁ ἀείμνηστος Γέροντας Γαβριὴλ Διονυσιάτης ἀναφέρεται ἐπαινετικὰ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Κασσανδρείας Εἰρηναῖος ἀντιμετώπισε τὴν ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση καὶ στὴν ἐπαρχία του, στὴν Χαλκιδική, καὶ ἔναντι τῶν Ἁγιορειτῶν ποὺ ζητοῦσαν τὴν γνώμη του. Γράφει ὅτι τὰ «θρησκευτικὰ ζητήματα λύονται καὶ ρυθμίζονται διὰ τῆς πειθοῦς καὶ καλωσύνης καὶ οὐχὶ διὰ τῆς βίας καὶ δυναστείας». Καὶ συνεχίζει: «Τρανὴ ἀπόδειξις τούτου εἶναι ἡ στάσις τῆς Χαλκιδικῆς εἰς τὸ ζήτημα τοῦ ἡμερολογίου, παρ᾽ ὅλον ὅτι εἶναι συνδεδεμένη γεωγραφικῶς μὲ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐν τούτοις δὲν ὑπάρχει Παλαιοημερολογιτισμὸς ἐν αὐτῇ καθ᾽ ὅλην τὴν ἔκτασίν της, μόνον 15 οἰκογένειαι εἶναι μὲ τὸ παλαιὸν εἰς τὸ χωρίον Νικήτη, καὶ αὗται ἐξυπηρετοῦντο ὑπὸ ἱερέως τῆς Μητροπόλεως καὶ μόνο ἀπὸ διετίας ἀπέκτησαν ἴδιον ἐφημέριον. Τοῦτο δὲ ὀφείλεται εἰς τὸν τότε Μητροπολίτην Κασσανδρείας ἀείμνηστον Εἰρηναῖον, ἀπολαμβάνοντα μεγάλης τιμῆς καὶ ὑπολήψεως παρὰ τῷ κλήρῳ καὶ λαῷ αὐτῆς ὡς καὶ παρὰ τοῖς Ἁγιορείταις μοναχοῖς. Ὅτε ἐγένετο ἡ ἀλλαγή, ἔτρεξαν καὶ τὸν συνεβουλεύθησαν οἱ ὡς ἄνω καὶ τῶν δύο Μητροπόλεων τοῦ Νομοῦ, ὡς καὶ οἱ μοναχοὶ τῶν Μετοχίων καὶ τὸν ἠρώτων τὶ νὰ κάμωμεν Σεβασμιώτατε; Τοῖς ἀπήντα μὲ τὴν γλῶσσαν τοῦ Παύλου. Ἐντολὴν Θεοῦ δὲν ἔχω ἐπ᾽ αὐτοῦ, καθότι δὲν ἐγένετο ὡς ἔπρεπε δι᾽ αὐτὸ καὶ εἶμαι διχασμένος. Θεωρητικῶς εἶμαι μὲ τὸ παλαιόν, πρακτικῶς δὲ μὲ τὸ νέον, τὸ παλαιὸν σέβομαι ὡς ἡνωμένον μὲ τὴ ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ αἰῶνας, ἀλλὰ δὲ μοὶ ἐπιτρέπεται νὰ παρακούσω τῆς Ἐκκλησίας καὶ θὰ ἀκολουθήσω τὸ νέον. Σεῖς κάμετε, ὅπως σᾶς φωτίση ὁ Θεός, δὲν σᾶς λέγω τίποτε ἄλλο, εἰμὴ ὅτι δὲν θὰ ἀνεχθῶ χωρισμόν σας ἀπὸ τὴν Μητρόπολίν σας καὶ τὸν Μητροπολίτην σας. Τοῦ ἔλεγον ὅτι τὸ Ἅγιον Ὄρος ἐδήλωσεν ὅτι δὲν θὰ δεχθῆ τὸ νέον. Ὀρθῶς, τοῖς εἶπεν· τὴν στάσιν τῶν Πατέρων ἐγκρίνω καλὴν καὶ πιστεύω ὅτι καὶ ἡ Ἐκκλησία θὰ τὴν δεχθῆ, διότι οἱ μοναχοὶ πρέπει νὰ ἀκολουθοῦν τὴν ἀκρίβειαν εἰς τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ τὴν ἀρχαίαν τάξιν. Τὸ ἡμερολόγιον τοῖς ἔλεγε δὲν εἶναι δόγμα οὔτε κανὼν τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ζήτημα τάξεως, καὶ δι᾽ αὐτὸ θὰ ἀκολουθήσω τὴν ἀπόφασιν τῆς Ἐκκλησίας. Μετὰ μετέπεισεν ὅλους καὶ τὸν ἠκολούθησαν ὡς ἀνωτέρω εἴπομεν. Ὅταν ὅμως συνῆλθεν ἡ Ἱεραρχία τὸ 1931 διὰ τὸ ἡμερολογιακὸν ζήτημα, ἐτέθη ἐπὶ κεφαλῆς τῶν θελόντων ἐπαναφορὰν τοῦ Παλαιοῦ. Ἐψήφισαν καὶ παρ᾽ ὀλίγον νὰ τὸ ἐπιτύχη· ἐπὶ 61 Ἀρχιερέων, οἱ 28 ἐψήφισαν ὑπὲρ τῆς ἐπαναφορᾶς τοῦ Παλαιοῦ καὶ 33 ὑπὲρ τῆς διατηρήσεως τοῦ νέου»[15] .
Ὁ Γέροντας Γαβριὴλ Διονυσιάτης δὲν παραλείπει νὰ μᾶς ἐξηγήσει καὶ τὴν στάση τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀπέναντι στὴν ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου, γιὰ τὴν ὁποία γράφει τὰ ἑξῆς: «Κατὰ ταῦτα ἡ Ἐκκλησία ἔσφαλε κατὰ τὴν γνώμην ἐγκύρων κύκλων, ἀποφασίσασα μονομερῶς τὴν ἀλλαγὴν τοῦ ἡμερολογίου καὶ ἑορτολογίου, ἐξ οὗ παρουσιαζόμεθα σήμερον διηρημένοι Ἐκκλησιαστικῶς οἱ Ὀρθόδοξοι πρὸς σκανδαλισμὸν τῶν εὐλαβεστέρων πιστῶν, καὶ χλεύην παρὰ τῶν ἀλλοπίστων. Τὸ Ἅγιον Ὄρος, πιστὸν εἰς τὴν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἀπεδοκίμασε τὴν μονομερῆ ταύτην ἀπόφασιν καὶ ἀλλαγὴν ὡς πρωτοφανῆ εἰς τὴν μακραίωνα τάξιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας καὶ μετὰ τοῦ προσήκοντος σεβασμοῦ ἐδήλωσε πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, ὅτι δὲν θὰ ἐφαρμόσῃ τὸ νέον ἡμερολόγιον καὶ ἑορτολόγιον καὶ θὰ ἐμμείνῃ ἀκραδάντως εἰς τὴν ἀνέκαθεν τάξιν καὶ τὸ Ἰουλιανὸν ἡμερολόγιον, χωρὶς νὰ ἀποστῇ ἐκκλησιαστικῶς ἀπὸ τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας καὶ διετύπωσε πρὸς αὐτὴν εὐσεβάστως τὴν γνώμην του καὶ τὴν εὐχὴν ὅπως ἀγαθυνομένη συγκαλέσῃ Πανορθόδοξον Σύνοδον πρὸς ρύθμισιν τοῦ ζητήματος. Τὴν ἀπόφασιν ταύτην ὑπέγραψαν καὶ ἀπεδέχθησαν αἱ δεκαεννέα Ἱεραὶ Μοναί, καὶ μόνον ἡ τοῦ Βατοπαιδίου ἐδήλωσεν ὅτι πειθαρχοῦσα εἰς τὴν ἀπόφασιν τῆς Ἐκκλησίας, ἐφήρμοσε καὶ θὰ ἀκολουθήσῃ τὸ νέον ἡμερολόγιον. Ἐπ᾽ αὐτοῦ ἡ Ἱερὰ Κοινότης, ἐπιεικῶς κρίνουσα τὴν στάσιν της, καὶ ἵνα μὴ προσκρούσῃ εἰς τὴν Μητέρα Μεγάλην τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, ἠνέχθη τὸν χωρισμὸν ὡς ἠνέχθη καὶ ἐκείνη τὴν στάσιν της ἐν προκειμένῳ, ἀφήσασα τὰ περαιτέρω εἰς τὴν ὀρθοφροσύνην καὶ τὴν φιλαδελφίαν τῶν Πατέρων τῆς Μονῆς ταύτης, ἡ ὁποία καὶ ἐπεκράτησε μετὰ πεντήκοντα ἔτη καὶ ἐπανῆλθε καὶ ἡ γεραρὰ αὕτη Μονὴ εἰς τὸ παλαιὸν ἡμερολόγιον, καὶ οὕτως τὸ Ἅγιον Ὄρος σύσσωμον ἐμμένει εἰς τὴν παλαιὰν τάξιν τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ ἀποσχισθῇ ἐξ Αὐτῆς, εὐχόμενον τῷ δομήτορι Θεῷ, ὅπως ἄρῃ ἐν καιρῷ τὸν διχασμὸν καὶ ἐπανέλθῃ ἡ παλαιὰ τάξις, ἵνα ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ δοξάζεται τὸ πανάγιον Αὐτοῦ ὄνομα ὑφ᾽ ἁπάντων τῶν Ὀρθοδόξων»[16] .
δ) Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: Ἡ Κωνσταντινούπολη μοντέρνα καὶ ἀντιπατερική. Δὲν θὰ ἀκολουθήσουμε.
Ὁ ἴδιος ὅσιος Γέροντας Γαβριὴλ Διονυσιάτης, ἐκ τῶν μεγάλων ἁγιορειτικῶν μορφῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος, μᾶς παραδίδει, ὡς αὐτήκοος μάρτυς, ὅσα σοφὰ καὶ ἀξιοπρόσεκτα εἶπε γιὰ τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου καὶ τὶς ἄλλες καινοτομίες τῆς Κωνσταντινούπολης στὴν «Προκαταρκτικὴ Ἐπιτροπὴ τῶν Ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν» ποὺ συνῆλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ 1930, ὁ μεγάλος Σέρβος λογιώτατος ἱεράρχης, τώρα δὲ καὶ Ἅγιος τῆς ᾽Εκκλησίας, ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: «Ἤμην τότε ἀντιπρόσωπος παρὰ τῇ Ἱερᾷ Κοινότητι καὶ εἶχε συνέλθει εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν Βατοπαιδίου τὸ Διορθόδοξον Συνέδριον πρὸς λύσιν διαφόρων ζητημάτων, ἐν οἷς καὶ περὶ τοῦ Ἡμερολογίου καὶ τούτου συζητουμένου ἔλαβε τὸν λόγον καὶ ὁ ἐκπρόσωπος τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας Ἀχριδῶν Νικόλαος, ἐξέχουσα μορφὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ ὁποῖος εἶπεν: “Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς κατὰ φυσικὸν λόγον αἱ μητέρες εἶναι συντηρητικώτεραι τῶν θυγατέρων, ἐπὶ τοῦ κρινομένου ὅμως θέματος ἡμεῖς βλέπομεν τὴν μητέρα μας Ἑλληνικὴν Ἐκκλησίαν νὰ προχωρῇ εἰς ἀποφάσεις μοντερνιστικὰς καὶ ἐν ἀγνοίᾳ τῶν ἐπὶ μέρους ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ὡς ἐκ τούτου μετὰ λύπης δηλοῦμεν ὅτι δὲν θὰ ἀκολουθήσωμεν τὸν χαραχθέντα ὑπὸ τῆς μητρὸς Ἐκκλησίας δρόμον καὶ θὰ ἐμμείνωμεν, ἐν οἷς ἐδιδάχθημεν καὶ ἐμάθομεν παρὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων”. Εἰς ταῦτα κάτι ἠθέλησε νὰ ἀπαντήσῃ ὁ τότε Κερκύρας καὶ μετέπειτα Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, ἀλλὰ τὸν ἐσταμάτησε ὁ Προεδρεύων Γέρων Ἡρακλείας Φιλάρετος, δηλώσας ὅτι τὸ θέμα ἀναβάλλεται δι᾽ εὐθετώτερον χρόνον, λόγῳ ποὺ ἐλλείπει ἐκ τοῦ Συνεδρίου μας ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία. Καὶ οὕτως ἔκτοτε, καίτοι κατὰ κανόνα ἀναγράφεται τὸ ζήτημα πρὸς λύσιν εἰς τὰ συνερχόμενα Πανορθόδοξα προσυνέδρια οὐδέποτε συζητεῖται, καθότι ἐν τῇ προεργασίᾳ δὲν διαβλέπεται θετικὴ λύσις καὶ ὅλοι ἀναμένουν τοιαύτην ἐκ τοῦ πανδαμάτορος χρόνου»[17] .
Ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ Πρακτικὰ τῆς «Προκαταρκτικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους» προκύπτει ἡ ἀρνητικὴ γνώμη τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ἀχρίδος γιὰ τὸ «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τοῦ Μεταξάκη τοῦ 1923, τὸ ὁποῖο, ὅπως εἶπε, προκάλεσε «εἶδός τι σχίσματος» καὶ ἐκ τοῦ ὁποίου προῆλθον πλῆθος γνωστῶν ἀνωμαλιῶν[18] .
ε) Ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος: Ὁ μασόνος πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης παρέσυρε τὸν ἀρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο. Νὰ ἐπανέλθουμε στὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο.
Τὴν ἀναφορὰ αὐτὴ στὶς ὑγιεῖς ἀντιδράσεις γιὰ τὴν μὴ ἀναγκαία, μονομερῆ, ἀντισυνοδικὴ πραξικοπηματικὴ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου, ποὺ εἶναι πάμπολλες, θὰ τὴν κλείσουμε μὲ ἐλάχιστα ἀπὸ ὅσα λέγει γιὰ τὸ Ἡμερολόγιο ὁ ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος, ὁ ὁποῖος, παρὰ τὸ ὅτι ἀκολούθησε « κατ᾽ οἰκονομίαν» τὸ Νέο Ἡμερολόγιο, δὲν ἔπαυσε μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του νὰ ἀγωνίζεται, νὰ συμβουλεύει ἀρχιερεῖς, ὅπως τὸν ἀγωνιστὴ καὶ ὁμολογητὴ ἐπίσκοπο Αὐγουστῖνο Καντιώτη, ἀκόμη καὶ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Χρυσόστομο Β´ Χατζησταύρου, νὰ ἐπαναφέρουν τὸ παλαιὸ ἑορτολόγιο, διότι αὐτὸ τοῦ εἶχε ἀποκαλυφθῆ ὡς ὀρθὴ λύση ἐξ οὐρανοῦ μετὰ ἀπὸ θερμὴ προσευχή. Ὁ τελευταῖος τοῦ εἶχε ὑποσχεθῆ πὼς θὰ τὸ πράξει, δὲν ἐπρόλαβε ὅμως λόγῳ τῆς ἐκδιώξεώς του ἀπὸ τὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τὸν Μάϊο τοῦ 1967. Διαβάζοντας τὰ κείμενα τοῦ ὁσίου Φιλοθέου γιὰ τὸ ἡμερολογιακὸ ζήτημα μποροῦμε νὰ κάνουμε τὶς ἑξῆς γενικὲς διαπιστώσεις. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ξενοκίνητης δημιουργίας τοῦ προβλήματος μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του ὁ Γέροντας Φιλόθεος κράτησε ἑνιαία καὶ σταθερὴ θέση μὲ βάση τὴν ἀκριβῆ τήρηση τῶν κανόνων καὶ τῶν παραδόσεων τῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν, γράφει, λανθασμένη ἀπόφαση ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου, ποὺ δὲν ἐξέφραζε συνολικὰ καὶ ὁμόφωνα τὴν γνώμη τῆς Ἐκκλησίας, ὅλων δηλαδὴ τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐν συνόδῳ, ἀλλὰ μονομερῶς καὶ πραξικοπηματικῶς δύο μόνον ἐκκλησιῶν, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ ὡς ἀντικανονική, λανθασμένη, ἀντισυνοδικὴ καὶ ἐπιζήμια γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ διορθωθεῖ μὲ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ παραδοσιακοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου. Ὁ Γέροντας Φιλόθεος ἐπὶ πολλὰ ἔτη καὶ παρὰ τὶς πιέσεις ποὺ τοῦ ἀσκοῦσε ὁ ἐπιχώριος μητροπολίτης ἐξακολουθοῦσε στὴν Μονὴ τῆς Λογγοβάρδας νὰ τηρεῖ τὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο, ὅπως ἔπρατταν καὶ πράττουν μέχρι σήμερα τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ πολλὲς Αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ἀγωνιζόταν καὶ ἔγραφε νὰ ἀντιμετωπισθεῖ γρήγορα τὸ θέμα, γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ τὸ σχίσμα. Ὅταν διεπίστωσε ὅτι δὲν ὑπῆρχε πλέον προοπτικὴ διορθώσεως, ἀλλὰ παγιωνόταν ἡ χρήση τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ὑπερσυντηρητικοὶ δὲ καὶ φανατικοὶ Ἁγιορεῖτες Ζηλωτὲς ἐξῆλθαν στὸν κόσμο καὶ ἀλλοίωναν τὸν χαρακτήρα τοῦ ζητήματος, ἀνάγοντάς το σὲ θέμα πίστεως καὶ δόγματος, μὲ ταυτόχρονη ἀποκήρυξη καὶ ἀναθεματισμὸ τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας, γιατὶ δῆθεν ἐστερήθη τὴν Θεία Χάρη καὶ δὲν εἶχε πλέον ἔγκυρα μυστήρια, ἄλλαξε στάση, δέχθηκε κατ᾽ οἰκονομίαν τὸ Νέο Ἡμερολόγιο, τὸ ὁποῖο δὲν θίγει τὰ δόγματα οὔτε στερεῖ τὴν Θ. Χάρη, ἐξακολούθησε ὅμως νὰ πιστεύει καὶ νὰ γράφει ὅτι αὐτὴ ἡ κατ᾽ οἰκονομίαν ἀποδοχὴ τοῦ Νέου Ἡμερολογίου δὲν πρέπει νὰ παρατείνεται, ἀλλὰ ὀφείλει ἡ Ἐκκλησία νὰ ἐπανέλθει στὴν ἀκρίβεια μὲ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ παραδοσιακοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου. Ἤλπιζε ὅτι αὐτὸ θὰ γίνει σύντομα καὶ πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ ἐργαζόταν ἐπίμονα, συνιστώντας καὶ στοὺς παλαιοημερολογίτας νὰ μὴ ὀξύνουν τὰ πράγματα μὲ ἀκραῖες τοποθετήσεις ἐναντίον τῶν νεοημερολογιτῶν.
Ἀναφέρεται ἐπανειλημμένως στὸν μασόνο πατριάρχη Μελέτιο Μεταξάκη, τὸν ὁποῖο θεωρεῖ ὡς κύριο ὑπεύθυνο τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης, χωρὶς βέβαια νὰ ἀπαλλάσσει τῆς εὐθύνης τὸν ἀρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, ὁ ὁποῖος ἐνώπιον τοῦ Γέροντος Φιλοθέου ἐμφανίσθηκε νὰ μετανοεῖ καὶ νὰ ἐπιρρίπτει τὴν εὐθύνη στὸν Μεταξάκη, εἰπών ἐπὶ λέξει: «Νὰ μὴ τὸ ἔσωνα, νὰ μὴ τὸ ἔσωνα. Αὐτὸς ὁ διεστραμμένος ὁ Μεταξάκης μὲ πῆρε στὸ λαιμό του». Σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν πατριάρχη Ἀθηναγόρα γράφει ὁ ὅσιος Φιλόθεος: «Τὴν διαίρεσιν καὶ τὸ σχίσμα ἐπέφερεν ἡ ἀπρομελέτητος, ἄσκοπος, ἄκαιρος καὶ διαβολικὴ καινοτομία, ἤτοι ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ Γρηγοριανοῦ (Παπικοῦ) ἡμερολογίου ὑπὸ τοῦ μασόνου προκατόχου σας Μελετίου Μεταξάκη παρασύραντος τὸν τότε Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν Χρυσόστομον Παπαδόπουλον»[19] .
5. Ὅλοι περίμεναν νὰ λύσει τὸ Ἡμερολογιακὸ ἡ μέλλουσα Σύνοδος
Ἀπὸ τὴν σύντομη ἀναφορὰ στὴν πικρὴ ἱστορία τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης προκύπτει ὅτι μετὰ τὸ μεγάλο τραῦμα στὴν λειτουργικὴ ἑνότητα μεταξὺ τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ στὶς διαιρέσεις καὶ τὰ σχίσματα μεταξὺ τῶν πιστῶν, ὅλοι ἐκτιμοῦσαν ὅτι ἡ τραυματικὴ καὶ νοσηρὴ αὐτὴ κατάσταση ἔπρεπε νὰ θεραπευθεῖ ἐπειγόντως μὲ τὴν σύγκληση Πανορθόδοξης ἢ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Καὶ μόνο γιὰ τὸ θέμα αὐτό, γι᾽ αὐτὴν τήν «κατεπείγουσα χρεία», ἦταν ἀναγκαία καὶ ἀπαραίτητη ἡ σύγκληση Μεγάλης Πανορθόδοξης Συνόδου. Τὸ ἐπρότειναν πολλὲς τοπικὲς ἐκκλησίες καὶ τὸ συνιστοῦσαν Ἅγιοι Γέροντες, συμβουλεύοντας νὰ κάνουν οἱ πιστοὶ ὑπομονή, γιατὶ ἐπρόκειτο περὶ προσωρινῆς ἀταξίας καὶ ἀνωμαλίας, τὴν ὁποία θὰ ἐθεράπευε ἡ Ἐκκλησία.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ καὶ ἀξιοσημείωτο ὅτι ἐπὶ ἑβδομήντα πέντε χρόνια τώρα ποὺ διαρκεῖ ἡ προσυνοδικὴ διαδικασία, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν «Προκαταρκτικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους» ποὺ συνεδρίασε στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου τὸ 1930, ἡ ὁποία καὶ κατήρτισε ἕνα πρῶτο κατάλογο θεμάτων, μέχρι πρὶν ἀπὸ δύο μῆνες, μέχρι τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2016, τὸ Ἡμερολογιακὸ καὶ τὸ συνημμένο μὲ αὐτὸ θέμα τοῦ Πασχαλίου παρέμενε σταθερὰ καὶ ἀμετακίνητα ὡς κύριο καὶ βασικὸ θέμα πρὸς ἐπίλυση. Στὸν πρῶτο εὐρύτατο κατάλογο τῆς Α´ Πανορθόδοξης Διάσκεψης τῆς Ρόδου τὸ 1961 τὸ θέμα ἀναγραφόταν στὸ κεφάλαιο ΙΙΙ τῶν θεμάτων ὡς ἑξῆς: «Ἡμερολογιακὸν ζήτημα. Μελέτη τοῦ ζητήματος ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν περὶ Πασχαλίου ἀπόφασιν τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἐξεύρεσις τρόπου πρὸς ἀποκατάστασιν συμπράξεως μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν τῷ ζητήματι τούτῳ». Ἡ Δ´ Πανορθόδοξη Διάσκεψη ποὺ συνῆλθε στὸ Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης τὸ 1968 περιόρισε τὸν ἀριθμὸ τῶν θεμάτων, ἀλλὰ ἄφησε ἀμετακίνητο τὸ Ἡμερολογιακὸ μὲ τὸν ἴδιο τίτλο ποὺ μνημονεύσαμε. Ἡ πρώτη προσυνοδικὴ Διορθόδοξη Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπὴ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου στὸ Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης τὸ 1971 ἔπραξε τὸ ἴδιο. Τελικῶς στὸν ὁριστικὸ κατάλογο τῶν δέκα (10) θεμάτων ποὺ ἐπρότεινε ἡ Α´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Γενεύης τὸ 1976 περιλαμβανόταν καὶ τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου ὑπὸ τὸν τίτλο «Τὸ ζήτημα τοῦ κοινοῦ ἡμερολογίου».
6. Μὲ παρέμβαση τοῦ Παπισμοῦ καὶ τῶν Προτεσταντῶν ἐγκαταλείπεται τὸ Ἡμερολογιακό. Νέο θέμα: Ὁ κοινὸς ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα.
Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ συμμετοχή μας στὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» καὶ τὰ «ἑνωτικά» ἀνοίγματα πρὸς τὸν Παπισμὸ ἐνεθάρρυναν αὐτοὺς τοὺς χώρους νὰ ζητήσουν ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους τὴν συμφωνία γιὰ κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα σὲ μία σταθερὴ Κυριακὴ τοῦ Ἀπριλίου. Κρατήσαμε τὴν ἑνότητά μας οἱ Ὀρθόδοξοι, τουλάχιστον στὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, καὶ μετὰ τὴν ἡμερολογιακὴ καινοτομία τοῦ Μεταξάκη· τώρα ὁ ἔξωθεν πειραστής, ἀφοῦ μας διήρεσε ὡς πρὸς ὅλες τὶς μεγάλες ἀκίνητες ἑορτὲς καὶ συντηρεῖ πολὺ καλὰ αὐτὸν τὸν χωρισμό, ἐπιδιώκει καὶ ἄλλα σχίσματα μὲ τὸν προτεινόμενο κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα. Στὶς συζητήσεις μὲ τοὺς Παπικοὺς καὶ τοὺς Προτεστάντες δὲν ἀπορρίψαμε αὐτὴν τὴν νέα σχισματικὴ ἀντορθόδοξη πρόταση, ἀλλὰ ἁπλῶς σὲ συνέδρια οἰκουμενιστικὰ καὶ παρεμφερεῖς συναντήσεις ἐπιφυλαχθήκαμε νὰ συμφωνήσουμε, φοβούμενοι νέα σχίσματα καὶ ἀταξίες, χωρὶς νὰ παύσουν κάποιοι ἀνώτατοι ἀξιωματοῦχοι μας, ὅπως ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος, νὰ δηλώνουν τὴν συμφωνία καὶ ἐπιθυμία τους γιὰ κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα.
Ἡ νέα αὐτὴ ἀπαίτηση καὶ ἐξέλιξη περὶ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, κατὰ τὴν πάνσοφη πονηρία τῶν ὑποκινητῶν, ποὺ στηρίζεται στὸ ἐπιχείρημα «ζήτα περισσότερα γιὰ νὰ κρατήσεις αὐτὰ ποὺ ἔχεις», συνετέλεσε ὥστε τὸ μεγάλο ζήτημα τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης τοῦ 1924 νὰ περάσει ὄχι μόνο σὲ δεύτερη μοίρα, ἀλλὰ σχεδὸν νὰ ξεχασθεῖ καὶ νὰ μὴν ὑπάρχει πλέον κάποια προοπτικὴ καὶ ἐλπίδα νὰ ἐπανέλθουν οἱ τοπικὲς αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες σὲ λειτουργικὴ ἑνότητα, καὶ ἡ διαίρεση τῶν πιστῶν σὲ παλαιοημερολογίτες καὶ νεοημερολογίτες νὰ τραυματίζει τὴν ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀποκατέστησαν τὴν ἑνότητα στὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα· οἱ σύγχρονοι «Πατέρες» διέσπασαν τὴν ἑνότητα σὲ ὅλες τὶς ἄλλες ἑορτές, καὶ ὄχι μόνον δὲν κάνουν τίποτε γιὰ νὰ τὴν ἀποκαταστήσουν, ἀλλὰ αὐθαιρέτως οἱ προκαθήμενοι τὸν περασμένο Ἰανουάριο, πραξικοπηματικῶς, χωρὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις τῶν ἱεραρχιῶν τους, ἔβγαλαν τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου καὶ τοῦ Πασχαλίου ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν θεμάτων, τὸ μόνο ἐπεῖγον καὶ ἀναγκαῖο πρὸς ἐπίλυσιν θέμα.
Πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ ἄλλωστε ἦταν προσανατολισμένο καὶ τὸ προσυνοδικὸ κείμενο ποὺ ἑτοίμασε ἡ Β´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Γενεύης τοῦ 1982, τὸ ὁποῖο δέχθηκε ἀμετάβλητο ἡ «Εἰδικὴ Διορθόδοξη Ἐπιτροπή», ποὺ συνέστησαν οἱ Προκαθήμενοι τὸν Μάρτιο τοῦ 2014, καὶ τὸ παρέπεμψε ὡς εἶχε στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, ὅπου ὅμως δὲν θὰ φθάσει ποτέ, ἀφοῦ τὸ ἀπέσυραν οἱ Προκαθήμενοι.
Στὸ κείμενο αὐτό, τὸ ὁποῖο ἐπιβεβαιώνει τὶς ἐκτιμήσεις μας, καὶ τὸ παραθέτουμε ὁλόκληρο σὲ ὑποσημείωση, τὸ βάρος ρίπτεται στὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα. Δὲν ὑπάρχει καμμία σκέψη, πρόταση, ἐκτίμηση γιὰ τὸ ἡμερολογιακὸ τραῦμα τοῦ 1924 καὶ τὴν ἀνάγκη θεραπείας του. Οὐσιαστικῶς δικαιώνεται τὸ πραξικόπημα τοῦ Μελετίου Μεταξάκη καὶ τοῦ Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, καὶ καλοῦνται σὲ ὑπακοή «οἱ τυχὸν ἀντιφρονοῦντες πρὸς τὴν κανονικὴν αὐτῶν ἐκκλησίαν»[20]
7. Γιατί ἀποσύρθηκε τὸ Ἡμερολογιακὸ ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν θεμάτων; Κωνσταντινούπολη καὶ Μόσχα κατώτερες τῶν περιστάσεων. Δὲν σήκωσαν τό «βάρος τῆς ἡμέρας».
Γιατί τότε ἀποσύρθηκε τὸ κείμενο ἀπὸ τὰ θέματα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου; Οἱ ἐξηγήσεις τῶν ὑπευθύνων προσώπων δὲν συμφωνοῦν ἀπολύτως, δίδουν πάντως τὴν δυνατότητα κάποιων ἐκτιμήσεων. Ὁ μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης, πρόεδρος τῆς Εἰδικῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς καὶ τῶν δύο τελευταίων Προσυνοδικῶν Διασκέψεων, ἐνημερώνοντας τοὺς ἱεράρχες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὸ περασμένο καλοκαίρι (29.8.2015) εἶπε γιὰ τὸ θέμα: «Τὸ θέμα τοῦτο ἀπησχόλησε τὴν Β´ Προσυνοδικὴν Διάσκεψιν κατόπιν μακρᾶς προετοιμασίας, ἡ ὁποία περιελάμβανε γνωμοδοτήσεις καὶ συσκέψεις εἰδικῶν ἀστρονόμων, διὰ τῶν ὁποίων κατεδεικνύετο ἡ ἀνάγκη προσαρμογῆς τοῦ τρόπου ὑπολογισμοῦ τοῦ χρόνου ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα καὶ διετυποῦτο ἡ πρότασις περὶ διερευνήσεως τῆς δυνατότητος κοινοῦ χρόνου ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα ὑφ᾽ ὅλων τῶν χριστιανῶν. Κατὰ τὰς ἐργασίας τῆς εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς, εἰς τὴν ὁποίαν τὸ κείμενον παρεπέμφθη ὑπὸ τῶν Προκαθημένων δι᾽ ἐπιμέλειαν διετυπώθη ὑπὸ τῶν ἐκπροσώπων τῶν Ἐκκλησιῶν Ρωσσίας, Σερβίας καὶ Γεωργίας ἡ πρότασις ὅπως τὸ ὅλον θέμα ἐκπέσῃ τοῦ καταλόγου τῶν θεμάτων τῆς Συνόδου ὡς μὴ ἀπασχολοῦν πλέον τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον καὶ αἱ λοιπαὶ ἀντιπροσωπεῖαι ἔκριναν ὅτι τὸ ζήτημα τοῦτο δὲον νὰ παραμείνῃ ἀνοικτὸν δοθέντος ὅτι, ἰδίᾳ ἐν τῇ Διασπορᾷ, τὸ θέμα κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα ἀποτελεῖ ποιμαντικὸν πρόβλημα, ἰδίᾳ εἰς περιπτώσεις μικτῶν γάμων καὶ γενικῶς λόγῳ τῆς ἀνάγκης τῆς ἁρμονικῆς συμβιώσεως μετὰ τῶν μὴ Ὀρθοδόξων. Οὕτω, τὸ Κείμενον τῆς Β´ Προσυνοδικῆς Διασκέψεως μὴ ὑποστὰν οἱανδήποτε μεταβολὴν ὑπὸ τῆς Ἐπιτροπῆς παραπέμπεται ὡς ἔχει εἰς τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον».
Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος στὴν τελευταία καὶ ἀποφασιστικὴ συνάντηση τῶν Προκαθημένων στὴν Γενεύη τὸν προηγούμενο Ἰανουάριο (2016) στὴν ἐναρκτήρια εἰσήγησή του (22 Ἰανουαρίου 2016) εἶπε γιὰ τὸ θέμα τὰ ἑξῆς: «Ἐν τῷ μεταξὺ χρόνῳ καὶ παρὰ τὰ ὁμοφώνως ἀποφασισθέντα Ἐκκλησίαι τινὲς ἐξέφρασαν τὴν ἐπιθυμίαν ἢ καὶ ἀξίωσιν ὅπως ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ἀναβληθῇ, μέχρις ὅτου συζητηθοῦν καὶ τύχουν ὁμοφώνου ἀποδοχῆς τόσον τὰ θέματα τοῦ Αὐτοκεφάλου καὶ τῶν Διπτύχων, ὅσον καὶ τὰ μὴ τυχόντα ὁμοφώνου τροποποιήσεως ὑπὸ τῆς ἀνωτέρω μνημονευθείσης Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς Κείμενα τῆς Β´ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (1982) περὶ Κωλυμάτων γάμου καὶ Κοινοῦ ἡμερολογίου. ῾Ως πρὸς τὰ τελευταῖα δύο θέματα δὲν δυνάμεθα εἰμὴ νὰ ἐκφράσωμεν τὴν ἔκπληξιν ἡμῶν ἐκ τῆς ὡς ἄνω ἀξιώσεως, δοθέντος ὅτι ἡ ἀπόφασις τῆς Συνάξεως ἡμῶν τοῦ ἔτους 2014 οὐδόλως προέβλεπε ριζικὴν ἀναθεώρησιν (revision) τῶν κειμένων τούτων, ἀλλ᾽ ἁπλῆν «ἐπιμέλειαν» (editing) αὐτῶν ὑπὸ τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς, διὸ καὶ ὀρθῶς ὁ προεδρεύων αὐτῆς δὲν ἐπέτρεψεν ριζικήν τινα ἀναθεώρησιν αὐτῶν, διότι τοῦτο θὰ ἀπετέλει παράβασιν ἢ ὑπέρβασιν τῆς δοθείσης τῇ Ἐπιτροπῇ ὑπὸ τῆς Συνάξεως ἡμῶν ἐντολῆς. Ἡ περὶ ἀναθεωρήσεως τῶν ἐν λόγῳ κειμένων ἀξίωσις ὡρισμένων Ἐκκλησιῶν θὰ ἀπῄτει σαφῶς νέαν ὁμόφωνον ἀπόφασιν τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων, διάφορον τῆς ληφθείσης ἐν ἔτει 2014 τοιαύτης περὶ ἁπλῆς ἐπιμελείας τῶν ἐν λόγῳ κειμένων, ἥτις ἐπιμέλεια, ὡς ἐκ τῆς φύσεως αὐτῆς, δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ θίξῃ τὸν πυρῆνα τοῦ περιεχομένου τῶν κειμένων τούτων».
Ἀπὸ Ἀνακοίνωση τοῦ Τμήματος Ἐξωτερικῶν Ἐκκλησιαστικῶν Σχέσεων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας (23 Ἰανουαρίου 2016) πληροφορούμαστε τὰ ἑξῆς: «Ὁ Προκαθήμενος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας εἶναι βέβαιος ὅτι ἀναθεωρήσεως χρήζει τὸ σχέδιο κειμένου “Tὸ ζήτημα τοῦ Ἡμερολογίου” καὶ τόνισε ὅτι τὸ θέμα τοῦ “ἀκριβοῦς προσδιορισμοῦ τῆς ἡμερομηνίας τοῦ Πάσχα” γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἐπίκαιρο καὶ μόνο σύγχυση μπορεῖ νὰ προκαλέσει στοὺς πολλοὺς πιστούς».
Ἀπὸ τὶς τοποθετήσεις τῶν τριῶν αὐτῶν κατ᾽ ἐξοχὴν ὑπευθύνων προσώπων προκύπτουν τὰ ἑξῆς. Ὁ μητροπολίτης Περγάμου ὑπεραμυνόμενος σταθερὰ τὴν γραμμὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐμμένει νὰ κρατήσει ζωντανὴ τὴν πρόταση περί «κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα ὑφ᾽ ὅλων τῶν Χριστιανῶν», δεδομένου μάλιστα ὅτι στὶς χῶρες τῆς Διασπορᾶς αὐτὸ ἀποτελεῖ ποιμαντικὸ πρόβλημα, καὶ παρὰ τὶς ἀντιδράσεις τῶν ἀντιπροσώπων τῶν Ἐκκλησιῶν Ρωσίας, Σερβίας καὶ Γεωργίας, ποὺ πρότειναν νὰ ἐκπέσει τὸ θέμα καὶ νὰ μὴ συζητηθεῖ, κατόρθωσε νὰ τὸ περάσει χωρὶς ἀλλαγὲς καὶ νὰ τὸ στείλει στὴ Σύνοδο. Ἂν αὐτὸ τελικὰ γινόταν καὶ τὸ κείμενο ἐγκρινόταν ἀπὸ τὴ Σύνοδο, ὅπως ἤδη εἴπαμε, αὐτὸ θὰ ἀποτελοῦσε δικαίωση τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης τοῦ Μεταξάκη καὶ διαιώνιση τοῦ ἡμερολογιακοῦ σχίσματος, ἀλλὰ καὶ θὰ ἄνοιγε εὐέλπιδες προοπτικὲς γιὰ τὸν καθορισμὸ τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Ὁ πατριάρχης τῆς Ρωσίας Κύριλλος, διπλωματικώτερα, δὲν ἐζήτησε νὰ ἀποσυρθεῖ τὸ κείμενο, ἀλλὰ νὰ γίνουν τροποποιήσεις. Φαίνεται ὅμως ὅτι οἱ τροποποιήσεις ποὺ ζητοῦσε ἀνέτρεπαν τὰ δύο σημαντικὰ στοιχεῖα τῆς γραμμῆς τοῦ Φαναρίου ποὺ μνημονεύσαμε, δηλαδὴ τὴν διατήρηση τοῦ Νέου Ἡμερολογίου καὶ τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, ὁπότε προτίμησε καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς νὰ μὴ συζητηθεῖ τὸ θέμα ἀπὸ τὸ νὰ ἡττηθεῖ καὶ νὰ ἀνατρέψει τὴν οἰκουμενιστικὴ πολιτικὴ τῆς Κωνσταντινούπολης. Κερδισμένη πάντως περισσότερο εἶναι ἡ Μόσχα, ποὺ καυχᾶται ἤδη στοὺς δικούς της πιστοὺς ὅτι δὲν ἄφησε νὰ προχωρήσουν καὶ νὰ δικαιωθοῦν οἱ μεταρρυθμίσεις στὸ Ἡμερολόγιο καὶ στὸ Πασχάλιο. Εἶναι χαμένη ὅμως ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιατὶ στερεῖται πλέον οἰκουμενικῶν διδασκάλων καὶ ἡγετῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν βλέπουν μόνον στενὰ καὶ τοπικὰ τὸ δικό τους ποίμνιο καὶ δὲν ἀλλοιθωρίζουν πρὸς τὴν ἰσχυρὴ καὶ αἱρετικὴ Δύση, ἀλλὰ καθολικὰ καὶ φιλάδελφα βέπουν ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους, στὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν σχισμάτων. Ποιός θὰ ἐπαναφέρει καὶ πότε τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὸν ἑορτασμὸ τῶν Χριστουγέννων, τῶν Θεοφανείων, τῶν Θεομητορικῶν ἑορτῶν καὶ τῶν ἑορτῶν τῶν Ἁγίων; Δὲν ἐνδιαφέρεται γι᾽ αὐτὸ ἡ Μόσχα; Μὲ τὴν τοπικιστική, μὴ καθολικὴ αὐτὴ νοοτροπία, οὔτε τὸ θέμα τοῦ Ἀρείου, οὔτε τὸ θέμα τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα θὰ ἔλυε ἡ Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.
Τὸ πιὸ πικρὸ ὅμως καὶ ὀδυνηρὸ εἶναι ὅτι Κωνσταντινούπολη καὶ Μόσχα, παρὰ τὶς διαφορές τους σὲ ἐπὶ μέρους ζητήματα, προχωροῦν ὁμόφρονες καὶ ἀγαλλομένῳ ποδὶ στὴν ἀποδοχὴ ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μὲ τὴν ὑποστήριξη τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων καὶ τῶν αἱρετικῶν κειμένων ποὺ αὐτοὶ ἔχουν ἐκπονήσει καὶ μὲ τὴν συνέχιση τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων στὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», ὑποβιβάζοντας καὶ εὐτελίζοντας τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, τὸ Θεανθρώπινο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, σὲ μικρὸ κομμάτι καὶ συμπλήρωμα αὐτῆς τῆς αἱρετικῆς πανσπερμίας. Ὑπάρχει κάτι ἀνάλογο στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας; Ἐκ τῶν προτέρων διαπιστώνεται ὅτι μὲ αὐτὲς τὶς προδιαγραφὲς καὶ κατευθύνσεις ἡ Σύνοδος δὲν ἀποτελεῖ συνέχεια τῶν προηγουμένων συνόδων καὶ θὰ ἀπορριφθεῖ ἀπὸ τὴν συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ὡς ψευδοσύνοδος.
Ἐπίλογος
Ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου τὸ 1924 ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἦταν μονομερὴς καὶ πραξικοπηματικὴ ἐνέργεια, γιατὶ δὲν ἔγινε μὲ πανορθόδοξη ἀπόφαση. Διέσπασε τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ προκάλεσε σχίσματα καὶ διαιρέσεις μεταξὺ τῶν πιστῶν.
Πολλοὶ δέχθηκαν τὴν ἀλλαγὴ ὡς προσωρινὴ «κατ᾽ οἰκονομίαν» λύση, μέχρις ὅτου μία Πανορθόδοξη Σύνοδος ἐπιληφθεῖ τοῦ θέματος καὶ ἐπαναφέρει τὴν ἑορτολογικὴ ἑνότητα, ποὺ ἦταν ἀδιατάρακτη στὴν Ἐκκλησία ἐπὶ 1600 χρόνια, ἀπὸ τὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο μέχρι τὸ 1924. Στὴν ἀλλαγὴ συνήργησαν καὶ ὤθησαν ἀλλόδοξες «ἐκκλησίες» καὶ μυστικὲς ἑταιρεῖες, μέσῳ τοῦ μασόνου πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη.
Ἦταν προσμονὴ ὅλων καὶ δέσμευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» νὰ συζητήσει καὶ νὰ ἐπιλύσει τὸ θέμα. Δυστυχῶς κατὰ τὴν μακρὰ προσυνοδικὴ διαδικασία Παπικοὶ καὶ Προτεστάντες ἔθεσαν στοὺς Ὀρθοδόξους νέο θέμα, τὸν «κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα», μὲ συνέπεια νὰ στραφεῖ πρὸς τὰ ἐκεῖ τὸ ἐνδιαφέρον καὶ νὰ ἀτονήσει ἡ συζήτηση γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ τραύματος τῆς λειτουργικῆς ἑνότητος στὸν ἑορτασμὸ τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν, ποὺ προκλήθηκε χωρὶς λόγο καὶ ποιμαντικὴ ἀνάγκη.
Στὴν τελικὴ φάση τῆς Συνόδου καὶ χωρὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν θεμάτων, ἐνῶ ἦταν τὸ κατ᾽ ἐξοχὴν ἐπεῖγον καὶ φλέγον θέμα. Καὶ ἀποσύρθηκε, διότι ἡ μὲν Μόσχα, ἀκολουθοῦσα πάντοτε τὸ Πάτριο Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο, δὲν ἤθελε νομιμοποίηση τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης τοῦ Μεταξάκη καὶ μεταφορὰ τῶν διαιρέσεων καὶ στὸ δικό της ποίμνιο, ἡ δὲ Κωνσταντινούπολη, ἀδιαφοροῦσα γιὰ τὸ τραῦμα τῆς ἑνότητος ποὺ ἡ ἴδια προκάλεσε, ἐξακολουθεῖ νὰ ὑποστηρίζει τὸ Νέο Ἡμερολόγιο καὶ νὰ συμφωνεῖ μὲ τὴν πρόταση γιὰ κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα. Καὶ ἐπειδὴ ἀμφότερες οἱ ἡγεσίες συμφωνοῦν στὴν νομιμοποίηση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ εἶναι πολὺ βαρύτερο θέμα ἀπὸ τὸ Ἡμερολόγιο καὶ τὸ Πασχάλιο, ἔβγαλαν ἀπὸ τὴ μέση τὰ «χωρίζοντα» γιὰ νὰ προχωρήσουν μὲ τά «ἑνοῦντα», ὅπως θέλουν πάλι ἐξωεκκλησιαστικὰ κέντρα καὶ μυστικὲς ἑταιρεῖες, γιὰ νὰ προκαλέσουν καὶ νέα σχίσματα.
[1] Ιωαννου Καρμιρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμος 2, Graz–Austria 19682, σελ. 1039 καὶ Αντωνιου Παπαδοπουλου, Κείμενα Διορθοδόξων καὶ Διαχριστιανικῶν Σχέσεων, Ἐκδ. Οἶκος Ἀδελφῶν Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 15.
[2] Αντωνιου Παπαδοπουλου, Αὐτόθι, σελ. 38.
[4] Ιωαννου Καρμιρη, Αὐτόθι, σελ. 1043. Αντωνιου Παπαδοπουλου, Αὐτόθι σελ. 81. Ὁ ἀείμνηστος Ἁγιορείτης μοναχὸς Νικοδημος Μπιλαλησ, ἀπὸ τοὺς καλυτέρους γνῶστες καὶ μελετητὲς τοῦ θέματος τοῦ Ἡμερολογίου καὶ Πασχαλίου κρίνει διαφορετικὰ τὴν ἀπόφαση τοῦ πατριάρχου Ἰωακεὶμ Γ´, σὲ μελέτη του μὲ τίτλο «Οἰκουμενισμὸς καὶ ἀλλαγὴ Πασχαλίου», εἰς Οἰκουμενισμός. Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις, Πρακτικὰ Διορθοδόξου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου. Αἴθουσα Τελετῶν Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 23-25 Σεπτεμβρίου 2004, Ἐκδ. «Θεοδρομία», Θεσσαλονίκη 2008, τόμ. 2, σελ. 937. Γράφει:
«Ἔτσι ὁ Ἰωακείμ, “ἱματισμένος καὶ σωφρονῶν” (Λουκ. 8, 35), ὡς μύστης τῆς φαναριωτικῆς διπλωματίας, ἀναδιπλώθηκε καὶ ἀπέστειλε νέο Ἐγκύκλιο Γράμμα τὸ 1904, ὅπου ὑπερθεματίζει γιὰ τὴ μὴ ἀλλαγὴ Ἡμερολογίου καὶ Πασχαλίου! Πλὴν ὅμως, ὡς ἔμπειρος διπλωμάτης, μετέθετε τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου-Πασχαλίου στὸ μέλλον. Ἰδοὺ χαρακτηριστικὸ ἀπόσπασμα τοῦ Γράμματός του τοῦ 1904: “...Περὶ δὲ τοῦ καθ᾽ ἡμᾶς Ἡμερολογίου τοιαύτην ἔχομεν γνώμην· αἰδέσιμον (=σεβαστό) εἶναι καὶ ἔμπεδον (=ἑδραῖο καὶ ἀμετακίνητο) τὸ ἀπὸ αἰώνων μὲν ἤδη καθωρισμένον, κεκυρωμένον δὲ τῇ διηνεκεῖ τῆς Ἐκκλησίας πράξει Πασχάλιον, ὡς (=ὥστε) οὐκ ἐξόν (=νὰ μὴν εἶναι δυνατό) περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι... Πρόωρον, τό γε νῦν, καὶ ὅλως περιττὸν ἡγούμεθα· ἡμεῖς τε γὰρ οὐδαμῶς ἀπὸ ἐκκλησιαστικῆς ἀπόψεως ὑποχρεούμεθα μεταλλάττειν Ἡμερολόγιον”. Πῶς νὰ χαρκατηρίσουμε τὴν ἀνωτέρω παράγραφο; Θαυμάσιο ἐγκώμιο ὑπὲρ τοῦ “αἰδεσίμου καὶ ἐμπέδου... ” Ἡμερολογίου-Πασχαλίου; Δυστυχῶς ΟΧΙ, ἐφόσον περιέχει τὴν ἀκροτελεύτια περίοδο καὶ φράση καὶ μάλιστα τὶς λέξεις “πρόωρον...τό γε νῦν...”. Προφανῶς οἱ λέξεις αὐτὲς εἶναι μιὰ χαραμάδα ἢ ρωγμὴ στὸ ἀρραγὲς ὀρθόδοξο τεῖχος ἢ μιὰ σταγόνα δηλητηρίου σ᾽ ἕνα ὡραῖο ποτὸ ἢ φαγητό!...Ἐνῶ ρητὰ προαναφέρει “ὡς οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι...οὐδαμῶς...”, κατακλείει τὸ διπλωματικό του λόγο μὲ τὶς λέξεις “πρόωρον ..τὸ γε νῦν” ἢ ἄλλως “οὔπω καιρός”. Ὡσὰν δηλαδὴ νὰ λέγει: Περιμένετε λίγο, ὣς τὰ θλιβερὰ ἔτη 1920 καὶ 1923-24, ὁπότε ὁ δικός μου σπόρος θὰ ἔχει φυτρώσει καὶ θὰἔχει γίνει δένδρο μέ “μεγάλας ἀναδενδράδας...», ποὺ θὰ “ἑνωθοῦν” μὲ ἐκεῖνες τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ».
[5] Πρωτοπρεσβύτερος Θεοδωρος Ζησης, Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος ὡς ἀγωνιστὴς καὶ ὁμολογητὴς τῆς Ὀρθοδοξίας. Μὲ ἀναφορὲς στὴν ἐπικαιρότητα, Ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 80-101.
[6] Βλ. Χριστοδουλου Παρασκευαϊδη, μητροπολίτου Δημητριάδος (μετέπειτα ἀρχιεπι-σκόπου Ἀθηνῶν), Ἱστορικὴ καὶ κανονικὴ θεώρηση τοῦ Παλαιοημερολογιτικοῦ Ζητήματος κατά τε τὴν γένεσιν καὶ τὴν ἐξέλιξιν αὐτοῦ ἐν Ἑλλάδι, Ἀθῆναι 1982, σελ. 41.
[7] Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου (10 Μαΐου-8 Ἰουνίου 1923), ἐν Κωνσταντινουπόλει, Ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου 1923, σελ. 6.
[10] Ὁλόκληρη ἡ ἐπιστολὴ εἰς Γρηγ. Ευστρατιαδη, Ἡ πραγματικὴ ἀλήθεια περὶ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου, Ἀθῆναι 1924, ἐπανέκδοση ἀπὸ Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1977, σελ. 29-33.
[11] Βλ. ᾽Αρχιμ. Θεοκλητου Α. Στραγκα, Ἐκκλησίας Ἑλλάδος Ἱστορία, τόμ. 2, Ἀθῆναι 1970, σελ. 1161-1162: «...καὶ περὶ ἄλλων μέντοι θεμάτων ὅσα τε ζήλῳ οὐ κατ᾽ ἐπίγνωσιν ἐξεσφενδόνισται ἀπὸ Κωνσταντινουπόλεως, ἐπὶ ζημίᾳ τῆς ὅλης Ἐκκλησίας καὶ ὅσα ἅρπαγι ὁρμῇ ἐχθρῶν αἰωνίων βυσσοδομεῖται καὶ ἐπισείεται κατὰ τῆς ἁγιωτάτης μητρὸς τῶν Ἐκκλησιῶν...».
[12] Γρηγ. Ευστρατιαδη, Αὐτόθι, σελ. 185-186.
[13] Μητροπολίτου Κασσανδρείας Ειρηναιου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑλλάδος, συγκληθεῖσαν τῇ 14 Ἰουνίου 1929, Ἐν Ἀθήναις, Τύποις «Αὐγῆς», Ἀθαν. Παπασπύρου 1929.
[14] Βλ. Εἰς Γρηγ. Ευστρατιαδη, Αὐτόθι, σελ. 201-203: «Τῶν ἁγιωτάτων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς ἐπὶ Ἱερεμίου τοῦ Β´ τοῦ Τρανοῦ, ἐν Μεγάλῃ Συνόδῳ ἀποκηρυξάντων τὸ Γρηγοριανὸν ἡμερολόγιον καὶ δεινοῖς ἐπιτιμίοις ἀποκλεισάντων οἱανδήποτε ἀλλαγὴν τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου καὶ Πασχαλίου, μόνον Μείζονι Συνόδῳ Τοπικῇ ἢ Οἰκουμενικῇ νόμοις καὶ Ἱεροῖς Κανόνιν ἐπιτέτραπται πᾶσα περαιτέρω ἀνακίνησις τῶν ζητημάτων τούτων.
Κατὰ ταῦτα
Οὐδεμία τῶν ἐπὶ μέρους Ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, εἴτε Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ὀνομάζεται αὕτη εἴτε Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἢ ἄλλη τις ἐπὶ μέρους Ἐκκλησία, ἐδικαιοῦτο μονομερῶς, ἐφ᾽ ὕβρει τῶν οὕτω ὁμοφώνως θεσπισάντων Ἱερωτάτων Πατριαρχῶν καὶ ἀσεβεῖ καταπατήσει τῶν ὑπὲρ τῆς εἰρήνης, εὐσταθείας, ἑνότητος καὶ ὁμοφωνίας τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν ἐν τῷ συνεορτασμῷ τῶν Μεγάλων τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως ἑορτῶν καὶ ἰδίᾳ τοῦ Ἁγίου Πάσχα ὑπὸ τῶν Μ. καὶ Ἁγίων 7 Οἰκουμενικῶν Συνόδων καθορισθέντων, ἵνα διὰ τοῦτον ἢ ἐκεῖνον τὸν λόγον εἰσαγάγῃ εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν μετηρρυθμισμένα ἡμερολόγια καὶ Πασχάλια, διασπῶσα οὕτω τὴν ζηλευτῶς ἐπὶ αἰῶνας βασιλεύουσαν ἐν τῇ Μιᾷ, Ἁγίᾳ Καθολικῇ καὶ Ἀποστολικῇ κατὰ Ἀνατολὰς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ, Ἑνότητα, Ὁμόνοιαν καὶ Ἀγάπην, καὶ σκανδαλίζουσα τὰ μετ᾽ ἀφοσιώσεως καὶ ἐν ἀφελότητι καρδίας προσκεκολλημένα εἰς τὸ ἀποπνέον ἀποστολικότητα, πατερικότητα καὶ οἰκουμενικότητα ἀρχαῖον Ἐκκλησιαστικὸν καθεστὼς πιστὰ τῆς Ἐκκλησίας τέκνα.
Οἱ ὑποφαινόμενοι Μητροπολῖται τῶν ἐν ταῖς Νέαις Χώραις διοικητικῶς ἡνωμένων Μητροπόλεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου μετὰ τῶν τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, εὑρισκόμενοι ἀπέναντι τετελεσμένων γεγονότων, τὴν ἀνάγκην ποιούμενοι φιλοτιμίαν καὶ τὰ Μητρικὰ σφάλματα υἱϊκῇ στοργῇ καὶ σεβασμῷ συγκαλύπτοντες, ἀνεχόμεθα τὰ συναρπαγῇ τελεσθέντα καὶ ἑτοίμως ἔχομεν ἀποδέξασθαι ταῦτα, ἕως οὗ μείζων Σύνοδος ἐπιληφθῇ καὶ διευθετήσῃ αὐτά, ὑπὸ τοὺς ἑξῆς τρεῖς ὅρους:
1) Ἂν διὰ τοῦ ὑπὸ ὑπογραφὴν σήμερον περὶ ἡμερολογίου τῆς προχθὲς Τρίτης 2 Ἰουλίου Πρακτικοῦ ὁλόκληρος ἡ συνεδριάζουσα Ἑλληνικὴ Ἱεραρχία συνυποσχεθῇ, ὅτι ἀπὸ σήμερον κλείει ὁριστικῶς τὴν θύραν τῶν καινοτομιῶν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἑλληνικῇ Ἐκκλησίᾳ.
2) Ἂν ἀξιοχρέῳ ποιμαντικῇ προνοίᾳ θελήσῃ νὰ παύσῃ πᾶσαν καταδίωξιν ἢ πίεσιν κατὰ τῶν στερρῶς ἐχομένων καὶ ἀνενδότως ἀφωσιωμένων εἰς τὸ ἀπὸ τῆς πρώτης συστάσεως μέχρι σήμερον ἐν τῇ Ἀγίᾳ ἡμῶν Ἐκκλησίᾳ ἐν χρήσει ὑπάρχον Ἰουλιανὸν Ἡμερολόγιον ἀγαπητῶν Ὁμογενῶν καὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν καὶ τέκνων ἡμῶν καὶ
3) Ἂν ἀποφασίσῃ ἡ συνεδριάζουσα Ἱεραρχία, ἵνα ἀναθέσῃ εἰς τὴν σύνεσιν τῶν κατὰ τόπους Ἁγίων ἀδελφῶν τὴν διὰ τῶν κανονικῶν Ἱερέων ἐξοικονόμησιν καὶ θεραπείαν τῶν θρησκευτικῶν ἀναγκῶν τῶν τυπτομένων τὴν συνείδησιν εὐσεβῶν τῆς Ἐκκλησίας τέκνων “ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανεν”.
Ἄλλως διαμαρτυρόμενοι διὰ τὴν ἀντικανονικότητα τῶν τελεσθέντων, ἐπιφυλασσόμεθα ἵνα καταγγείλωμεν αὐτὰ ἐνώπιον τῆς θᾶσσον ἢ βράδιον συγκληθησομένης μεγάλης Πανορθoδόξου Συνόδου».
[15] Ἀρχιμ. Γαβριηλ Διονυσιατης, «Τὸ Ἡμερολογιακὸν Ζήτημα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἑλλάδος», εἰς Τὸ Ἡμερολογιακὸν Ζήτημα (Μικρὰ συμβολὴ εἰς τὴν ἐπίλυσίν του), Ἐκδ. «Ὀρθοδόξου Τύπου», Ἀθῆναι 2004, σελ. 18-19.
[18] Συνεδρία Γ´ (10 Ἰουνίου 1930), Πρακτικὰ τῆς Προκαταρκτικῆς Ἐπιτροπῆς τῶν Ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τῆς συνελθούσης ἐν τῇ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει Ἱερᾷ Μεγίστῃ Μονῇ τοῦ Βατοπεδίου (8-23 Ἰουνίου 1930), ἐν Κωνσταντινουπόλει 1930, σελ. 69: «Ἔχοντες πικρὰν τὴν πεῖραν ἐξ ἄλλης Συσκέψεως, ἐν ᾗ καὶ ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία εἶχεν Ἀντιπροσώπους, ἀναγκαζόμεθα νὰ εἴμεθα ὠμῶς εἰλικρινεῖς. Εἶνε γνωστὸν ὅτι αἱ ἀποφάσεις τῆς Συνελεύσεως ἐκείνης, καίπερ μὴ γενόμεναι ἀποδεκταί, ἐθεωρήθησαν ὡς Ἀποφάσεις Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ τοῦτο ἐδημιούργησεν εἶδός τι σχίσματος. Διό καὶ ἐζητήσαμεν διασαφήσεις, διότι ἀπεστάλημεν ἐνταῦθα μὲ πνεῦμα συντηρητικότητος». Στὴ δευτερολογία του: «Ὁ Σεβασμιώτατος Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος, εὐχαριστῶν, ἐρωτᾷ μήπως ἡ παροῦσα Συνέλευσις ἔχῃ σχέσιν τινὰ πρὸς τὸ Πανορθόδοξον Συνέδριον Κωνσταντινουπόλεως, καὶ ἐπὶ τῇ ἀρνητικῇ ἀπαντήσει τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἁγίου Προέδρου εὐχαριστεῖ καὶ αὖθις θερμῶς, δικαιολογῶν ἅμα τὴν ἐρώτησιν ἐκ τῶν τοῖς πᾶσι γνωστῶν ἀνωμαλιῶν, αἵτινες προῆλθον ἀπὸ τοῦ Συνεδρίου τούτου». Βλ. σχετικῶς Μοναχοῦ Σεραφειμ, «Ἡ Μασονία καὶ οἱ Πατριάρχες», Θεοδρομία 16 (2014) 524-525.
[19] Περὶ ὅλων αὐτῶν καὶ ἄλλων βλ. εἰς Πρωτοπρεσβύτερος Θεοδωροσ Ζησησ, Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος…, ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 80-101.
[20] «Ἐπὶ τοῦ θέματος: Ἡμερολογιακὸν Ζήτημα. Μελέτη τοῦ ζητήματος ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν περὶ Πασχαλίου ἀπόφασιν τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἐξεύρεσις τρόπου συμπράξεως μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν τῷ ζητήματι τούτῳ, ὡς ἐπίσης καὶ τὸ θέμα τοῦ κοινοῦ ὑφ᾽ ἁπάντων τῶν Χριστιανῶν ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα ἐν ὡρισμένῃ Κυριακῇ.
Ἡ Β´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξος Διάσκεψις:
1. Ἤκουσε τὰς ἐπιστημονικὰς ἐπεξηγήσεις ἀστρονόμων καθηγητῶν ἐπὶ τοῦ θέματος καὶ ἀνεγνώρισεν ὅτι εἷς ἀκριβέστερος προσδιορισμὸς τῆς ἡμερομηνίας τοῦ Πάσχα -πάντοτε τὴν πρώτη Κυριακὴν μετὰ τὴν πανσέληνον μετὰ τὴν ἐαρινὴν ἰσημερίαν, κατὰ τὴν ἀπόφασιν τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου- ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ἐπιστημονικῶν τούτων δεδομένων, θὰ ἠδύνατο νὰ συμβάλῃ εἰς τὴν λύσιν τοῦ ζητήματος.
2. Εὑρέθη σύμφωνος, ἐν τῇ περαιτέρῳ ἐξετάσει τοῦ ζητήματος, ἐπὶ τῶν ἑξῆς κεφαλαιώδους σημασίας σημείων:
α) ὅτι τὸ ὅλον θέμα, πολὺ πέραν τῆς ἐπιστημονικῆς ἀκριβείας, εἶναι θέμα ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς μιᾶς καὶ ἀδιαιρέτου Ὀρθοδοξίας, τῆς ὁποίας ἡ ἑνότης κατ᾽ οὐδένα λόγον ἢ τρόπον πρέπει νὰ διασαλευθῆ·
β) ὅτι εἶναι θέμα ὑπευθύνου ἐκτιμήσεως ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τῶν ποιμαντικῶν εὐθυνῶν αὐτῆς καὶ τῶν ἀντιστοίχων ποιμαντικῶν ἀναγκῶν τοῦ ποιμνίου αὐτῆς· καὶ
γ) ὅτι εἰς τὴν σημερινὴν διάρθρωσιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνέτοιμος ἢ τουλάχιστον ἀπροπαράσκευος καὶ ἀπληροφόρητος διὰ νὰ ἀντιμετωπίσῃ καὶ δεχθῇ μίαν ἀλλαγὴν εἰς τὸ θέμα τοῦ προσδιορισμοῦ τῆς ἡμερομηνίας τοῦ Πάσχα.
3. Ἔκρινε, διὰ πάντα ταῦτα, ὅτι πᾶσα ἀναθεώρησις ἐπὶ τὸ ἀκριβέστερον τῆς πράξεως ἐν τῷ καθορισμῷ τῆς ἡμερομηνίας τοῦ Πάσχα, ἐν τῇ ὁποίᾳ πράξει καὶ ἔχομεν ἄλλωστε τὸν ἀπὸ αἰώνων κοινὸν ἑορτασμὸν τοῦ Πάσχα ἡμῶν, ἀφεθῇ δι᾽ εὐθετώτερον καιρόν, τοῦ Θεοῦ εὐδοκοῦντος.
4. Θεωρεῖ ἀπαραίτητον καὶ τὴν ἐφ᾽ ἑξῆς συστηματικωτέραν κατὰ τὸ δυνατὸν πληροφόρησιν τοῦ ποιμνίου εἰς ἑκάστην ἐπὶ μέρους Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ἵνα ἡ Ὀρθοδοξία, ἐν εὐρύτητι νοῦ καὶ καρδίας, προχωρήσῃ ἐπὶ τῆς ὁδοῦ τῆς ἀπὸ κοινοῦ ἐν ἀκριβείᾳ ἀλλὰ καὶ ἐν πιστότητι πρὸς τὸ πνεῦμα καὶ τὸ γράμμα τῆς ἀποφάσεως τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐπιτεύξεως ἑνιαίου ἑορτασμοῦ τῆς μεγίστης τῶν ἑορτῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ, τοῦθ᾽ ὅπερ ἦτο καὶ ἡ σαφὴς πρόθεσις τῆς ἁγίας ἐκείνης Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
5. Διακηρύττει, ὅτι τὸ ἡμερολόγιον καὶ αἱ ἐπὶ τούτου δημιουργηθεῖσαι ἀνώμαλοι καταστάσεις δὲν πρέπει νὰ ὁδηγῶσιν εἰς διχασμούς, διαστάσεις ἢ καὶ σχίσματα ἀκόμη, καὶ ὅτι τυχὸν ἀντιφρονοῦντες πρὸς τὴν κανονικὴν αὐτῶν Ἐκκλησίαν πρέπει νὰ υἱοθετήσωσι τὴν ἐκ παραδόσεως καθιερωμένην τιμίαν ἀρχὴν τῆς ὑπακοῆς πρὸς τὴν κανονικὴν Ἐκκλησίαν καὶ τῆς ἐπανασυνδέσεως αὐτῶν ἐντὸς τῶν κόλπων αὐτῆς ἐν εὐχαριστιακῇ κοινωνίᾳ, καὶ ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι «τὸ σάββατον διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐγένετο καὶ οὐχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ σάββατον» (Μάρκ. 2, 27).
Ἀναγνωρίζει τὴν λυσιτέλειαν τῶν καταβαλλομένων ὑπὸ τῆς Γραμματείας ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου προσπαθειῶν ἐν προκειμένῳ καὶ τὴν χρησιμότητα τυχὸν μελλοντικῆς συνεχίσεως τούτων». Tὸ κείμενον ἐλήφθη ἀπὸ Μητροπολίτου Ἑλβετίας Δαμασκηνου, Πρὸς τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον. Προβλήματα καὶ Προοπτικαί, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Σειρὰ Διαλέξεις, Ἀθῆναι 1990, σελ. 38-41.
Πηγή: Ακτίνες

Ἀπό τή θέση αὐτή αἰσθάνομαι τό χρέος, νά εὐχαριστήσω -ἐκ καρδίας καί δημοσίως- τόν φιλόξενο καί φλογερό ἀγωνιστή Οἰκοδεσπότη, τόν Ποιμένα τον καλό, τόν τιμηθέντα κατ’ ἐπανάληψη καί ἐξαιρέτως μέ τόν ὀνειδισμό τοῦ Χριστοῦ, τόν Μητροπολίτη Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, γιά τήν μεγαλειώδη πανελλαδική διοργάνωση τοῦ παρόντος θεολογικοῦ-ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου, καί μάλιστα τήν κρίσιμη αὐτή χρονική στιγμή, γιά τήν ὑπεύθυνη ἐνημέρωση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Καί τοῦτο, ἐπειδή τό πραγματευόμενο ἐδῶ θέμα ὑπερβαίνει τά ὅρια τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας μας καί ἀφορᾶ τήν ἀνά τήν Οἰκουμένη Ὀρθόδοξη καί μόνη, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία.
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ – ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ
«ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ»
Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες
Τετάρτη, 23 Μαρτίου 2016, 09.00-21.00
Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας
Αἴθουσα: «Μελίνα Μερκούρη», Πειραιᾶς
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ
Θέμα: «Μπορεῖ μία Σύνοδος Ὀρθοδόξωννά προσδώσει ἐκκλησιαστικότητα στούς ἑτεροδόξουςκαί νά ὁριοθετήσει διαφορετικά τήν ἕως τώρα ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας;»
(Ἡ πρόκληση τῆς μέλλουσας νά συνέλθει Μεγάλης Συνόδου)
Σεβασμιώτατοι, Σεβαστοί Πατέρες, Ἀγαπητοί καί ἀγαπητές Σύνεδροι καί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί!
Ἀπό τή θέση αὐτή αἰσθάνομαι τό χρέος, νά εὐχαριστήσω -ἐκ καρδίας καί δημοσίως- τόν φιλόξενο καί φλογερό ἀγωνιστή Οἰκοδεσπότη, τόν Ποιμένα τον καλό, τόν τιμηθέντα κατ’ ἐπανάληψη καί ἐξαιρέτως μέ τόν ὀνειδισμό τοῦ Χριστοῦ, τόν Μητροπολίτη Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, γιά τήν μεγαλειώδη πανελλαδική διοργάνωση τοῦ παρόντος θεολογικοῦ-ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου, καί μάλιστα τήν κρίσιμη αὐτή χρονική στιγμή, γιά τήν ὑπεύθυνη ἐνημέρωση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Καί τοῦτο, ἐπειδή τό πραγματευόμενο ἐδῶ θέμα ὑπερβαίνει τά ὅρια τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας μας καί ἀφορᾶ τήν ἀνά τήν Οἰκουμένη Ὀρθόδοξη καί μόνη, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία.
Ἡ μέλλουσα νά συνέλθει Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος φαίνεται, ἀπό τήν ἕως τώρα διαδικασία καί θεματολογία της, νά διαψεύδει τό ἐπίδοξο ὄνομά της.
Μάλιστα, θά μπορούσαμε βάσιμα νά ὑποστηρίξουμε, ὅτι κατ’ ἐπίφαση εἶναι Ἁγία. Καί αὐτό τό λέμε, ἐξαιτίας τοῦ ἐλλείμματος συνοδικότητας, πού ἔχει. Κυρίως, ὅμως, ἐξαιτίας τοῦ σοβαροῦ ἐλλείμματος Ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας, πού τήν διέπει. Τό μεγάλο ἔλλειμμα Ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας πιστοποιεῖται, ἀναμφιβόλως καί κατεξοχήν, ἀπό τήν ἐσφαλμένη Ἐκκλησιολογία, πού εἰσηγεῖται στό πρός ψήφιση Κείμενο: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». Ἀπό τά παραπάνω εἶναι σαφές, ὅτι ἡ ἐν λόγω Σύνοδος δέν εἶναι «ἑπομένη τοῖς ἁγίοις Πατράσι». Κατά συνέπεια, δέν μπορεῖ νά εἶναι Ἁγία. Ἀλλά, κατ’ ἐπίφαση, εἶναι καί Μεγάλη. Μᾶλλον, θά ἔπρεπε νά αὐτοχαρακτηρισθεῖ ὡς μικρή, ἀφοῦ σ’ αὐτήν θά παρευρεθοῦν λίγοι, καί μάλιστα κατ’ ἐπιλογήν Ἐπίσκοποι. Στήν πραγματικότητα, εἶναι μιά διηυρημένη Σύνοδος Προκαθημένων. Ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν Ἐπισκόπων τῶν Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν θά εἶναι ἀπόντες καί χωρίς δυνατότητα ψήφου ἀπό ἐκεῖ, ὅπου ἀναγκαστικά βρίσκονται, ἀδυνατώντας ἔτσι νά ἐκφράσουν τήν δογματική συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας τους.
Εἰδικότερα, ἀπό τήν Ἑλλαδική Ἐκκλησία θά παρευρεθοῦν σ’ αὐτήν λιγότεροι τοῦ ἑνός τρίτου τῶν Ἐπισκόπων της, ἐνῶ ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας οὔτε τό ἕνα δέκατο τῶν Ἐπισκόπων της. Στήν πραγματικότητα, οὔτε οἱ παρόντες Ἐπίσκοποι ἔχουν ἄμεση ψῆφο, στήν ἐν λόγω Σύνοδο, ἀφοῦ καί αὐτή ἡ ψῆφος τους θά ἐκφραστεῖ μόνον διά τοῦ Πρώτου, καί μόνον ἐάν εἶναι πλειοψηφοῦσα ψῆφος, στό πλαίσιο τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Τοπικῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας. Πρᾶγμα, σαφῶς ἀντι-Κανονικό καί ἀμάρτυρο στήν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Πρόκειται μᾶλλον γιά μιά παρωδία Πανορθοδόξου Συνόδου, στήν ὁποία δέν θά εἶναι παρόντες ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι. Ἔτσι, ἄθελά μας, μᾶς παραπέμπει καί στήν ἐπί δικτατορίας «ἀριστίνδην» Σύνοδο! Ἀλλά καί τήν «ἀριστίνδην» τήν ξεπερνᾶ κατά πολύ σέ ἀντικανονικότητα.
Στό ἐρώτημα τοῦ θέματός μας, ἄν μπορεῖ δηλαδή μιά Σύνοδος Ὀρθοδόξων νά προσδώσει ἐκκλησιαστικότητα στούς ἑτεροδόξους, ἡ εὐθεία καί εἰλικρινής ἀπάντηση, ἀπερίφραστα, εἶναι ἀρνητική. Καμία Πανορθόδοξη Σύνοδος δέν μπορεῖ νά προσδώσει ἐκκλησιαστικότητα στούς ἑτεροδόξους, ἐάν βέβαια θέλει νά ἐκφράσει ἀλαθήτως τή διαχρονική ταυτότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς τῆς μόνης Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα πάντα μέ τόν Ὅρο, τόν γνωστό καί ὡς Σύμβολο τῆς Πίστεως, τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς πιστευόμενα καί βιούμενα ἀπό τούς πιστούς, εἶναι σωτήρια. Ἔχουν δηλαδή σωτηριολογικό χαρακτῆρα, γιατί συμπυκνώνουν τό ἁγιοπνευματικό περιεχόμενο τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι θεανθρώπινη, πού διοχετεύεται μυστηριακῶς στό σῶμα της ἀπό τήν ζωοποιό καί θεοποιό Κεφαλή της, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, τόν Ἕνα τῆς Τριάδος.
Οἱ Ἐπίσκοποί μας δέν πηγαίνουν στίς Συνόδους, γιά νά ψηφίσουν ὅσα ἄλλοι Ἐπίσκοποι καί Θεολόγοι ἑτοίμασαν πρίν ἀπ’ αὐτούς καί χωρίς αὐτούς, ἀλλά γι’ αὐτούς. Πολύ δέ περισσότερο, δέν πηγαίνουν, γιά νά ὑπογράψουν ἐκ τῶν προτέρων τό Ἀνακοινωθέν τῆς μέλλουσας Συνόδου. Ἡ πράξη αὐτή ἀποτελεῖ ἀπαξίωση τῆς συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίας καί ἐμπαιγμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ Ἐπίσκοποι πηγαίνουν στήν Ἐκκλησία, ὡς ἀνώτατοι ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες τῶν Τοπικῶν τους Ἐκκλησιῶν, προκειμένου νά ὁριοθετήσουν -«ἐπί ἴσοις ὅροις» μέ τούς συνεπισκόπους τους- τήν ὀρθή διδασκαλία τῆς πίστεως καί νά ἐκφράσουν τήν ἁγιοπνευματική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἔναντι τῶν νέων ἀμφισβητήσεων καί προκλήσεων ἐντός τῶν νέων δεδομένων, πάντοτε ταπεινά, ὡς «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι». Μέ τόν τρόπο αὐτό, ἐνεργοῦν σύμφωνα μέ τήν Ἁγιοπατερική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐδῶ, ἀπερίφραστα καί μέ κάθε σαφήνεια, πρέπει νά ποῦμε, ὅτι δέν ὑπῆρξε ποτέ στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κάποιος Ἐπίσκοπος «ἄνευ ἴσων». Γι’ αὐτό καί ὅσοι Ἐπίσκοποι τό προβάλλουν γιά τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, συγχέουν ἀνεπίτρεπτα τά «πρεσβεῖα τιμῆς» μέ τήν παπική ἀντίληψη τοῦ Πρωτείου καί σφάλλουν δογματικῶς, εὑρισκόμενοι «εἰς πλάνην οἰκτράν». Ἡ θεώρηση αὐτή εἶναι ἐντελῶς ἀμάρτυρη ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία.Ὅταν ὅμως συμβαίνει, ὅπως τελευταῖα, νά λέγεται, παραπέμπει στήν αἱρετική δοξασία τοῦ παπικοῦ πρωτείου, ὅπως εἴπαμε. Καί τό ἀκόμη τραγικότερο εἶναι, ὅταν τό Πρωτεῖο αὐτό ἐπιχειρεῖται ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο νά θεμελιωθεῖ στό Τριαδικό δόγμα. Αὐτή ἡ δοξασία σαφῶς αἱρετίζει, ἀφοῦ εἰσάγει κατά Δυτική ἀπομίμηση, τήν ἱεραρχική τάξη στήν Ἁγία Τριάδα, ἡ ὁποία βέβαια εἶναι «ὑπέρ πᾶσαν τάξιν», κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ.
Σέ πρόσφατη Ἐπιστολή μας πρός ὅλους τούς Ἐπισκόπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀνά τόν κόσμον, στίς 3-2-2016, ὑποστηρίξαμε ὅτι «οἱ ἐμπνευστές καί συντάκτες» τοῦ συγκεκριμένου Κειμένου, «ἐπιχειροῦν μιά θεσμική νομιμοποίηση τοῦ Χριστιανικοῦ Συγκρητιστικοῦ - Οἰκουμενισμοῦ μέ μιά ἀπόφαση Πανορθοδόξου Συνόδου». Ἐάν ψηφιστεῖ τό Κείμενο αὐτό: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», δημιουργεῖται μέγιστο πρόβλημα ἐκκλησιολογικῆς ὑπάρξεως, τόσο γιά ὅσους Ἐπισκόπους τό ψηφίσουν, ὅσο καί γιά ὅσους ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας θά τό ἀποδεχτοῦν στήν πράξη. Καί τοῦτο, γιατί τό δογματικό αὐτό ἀτόπημα ἔχει τήν ἀναφορά του σέ Ὅρο Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Μέ τό παραπάνω Κείμενο, δηλαδή, δίνεται ἐκκλησιαστικότητα στούς αἱρετικούς ἤ ἑτεροδόξους τῆς Δύσεως (Ρωμαιοκαθολικους καί Προτεστάντες), διευρυνομένων ἔτσι, αὐθαιρέτως, τῶν Κανονικῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας.
Εἰδικότερα, τό ἀτόπημα τοῦ παραπάνω Κειμένου σημαίνει, πρακτικῶς, ἄρνηση συγκεκριμένου ἄρθρου τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τό ὁποῖο ὁρίζει σαφῶς, ὅτι ὡς Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν. Στά Πρακτικά τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου διαβάζουμε καί τίς ἐκκλησιολογικές συνέπειες ἀπό τή μή ἀκριβῆ ἀποδοχή τοῦ Συμβόλου της. «Ὅποιος προσθέσει ἤ ἀφαιρέσει καί μία λέξη ἀπό τό Σύμβολο-Ὅρο αὐτό, νά ἀναθεματίζεται, νά καθαιρεῖται καί νά ἀφορίζεται». Δηλαδή, πρακτικῶς, νά ἀποκόπτεται ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὡς αἱρετικός. Τά σχετικά ἀναθέματα ἐπαναλαμβάνουν καί οἱ ἑπόμενες Οἰκουμενικές Σύνοδοι.
Ὅταν λοιπόν ὑποστηρίζουμε τά παραπάνω, δέν ἀπειλοῦμε αὐθαίρετα κανέναν. Ἁπλῶς, «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι», καταθέτουμε -ἐμπόνως καί ταπεινῶς- τίς σαφεῖς ἐκκλησιολογικές συνέπειες, πού ὁρίζονται ἀμετακλήτως ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους γιά ὅσους ἀθετοῦν τήν δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἄρθρο 6 τοῦ συγκεκριμένου Κειμένου εἰσηγεῖται πνευματικό ἔγκλημα σέ βάρος τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή ἐπιχειρεῖ νά διαφθείρει τό σωτήριο δόγμα τῆς Ἐκκλησιολογίας μας. Μέ ἄλλη ἀφορμή, κατά τό παρελθόν, σέ Ἐπιστολή μας πρός Ἑλλαδίτη Ἐπίσκοπο, ἀντιπρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας μας, στούς Διμερεῖς Θεολογικούς Διαλόγους, ἀναφερθήκαμε ἐκτενῶς στό ἐκκλησιολογικοῦ χαρακτῆρα αὐτό θέμα. Θά ὑπενθυμίσω κάποια σημεῖα τῆς Ἐπιστολῆς αὐτῆς, ἐπειδή διατηροῦν πλήρως τήν ἐπικαιρότητά τους καί ἑρμηνεύουν τή στοχευμένη μεθοδολογία τῶν ἀντιπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ρωτούσαμε τότε: «Μέ ποιά αἴσθηση αὐτοσυνειδησίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας προσέρχονται οἱ ἐκπρόσωποί της στόν Διμερῆ Θεολογικό Διάλογο; Ἀκόμα πιό συγκεκριμένα, προσέρχεται ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας διά τῶν ἐκπροσώπων της ὡς ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία; Ἤ ὡς διηρημένη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀναζητᾶ τήν ὀντολογική ἑνότητά της στήν ἕνωσή της μέ τούς κατά καιρούς ἀποκομμένους ἀπό αὐτήν ἑτεροδόξους; Στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ὁμολογοῦμε, ὅτι πιστεύουμε εἰς Μίαν Ἐκκλησίαν. Ἀπό τήν διατύπωση αὐτή τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως προκύπτει, ὅτι ἡ ἑνότητα, ὡς θεμελιώδης ἰδιότητα τοῦ ἑνός –στήν προκειμένη περίπτωση ὡς ἰδιότητα τῆς Μίας Ἐκκλησίας-, εἶναι τό ἀσφαλές δεδομένο τῆς πίστεώς μας. Στή συνείδηση τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότητά της εἶναι δεδομένο ὀντολογικό, ἀπολύτως καί ἀμετακλήτως διασφαλισμένο ἀπό τήν Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τόν Χριστό, διά τῆς συνεχοῦς παρουσίας τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος σ’ αὐτήν, ἤδη ἀπό τήν Πεντηκοστή. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας -ὡς δογματική ἀλήθεια- ἐκφράζει τόσο τήν αὐτοσυνειδησία της, ὅσο καί τήν πνευματική ἐμπειρία της. Ἄν ὅμως ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία –κατά τό Σύμβολο τῆς Πίστεως- τότε, μέ τήν συνεπῆ ἐκκλησιολογική ἔννοια καί κατά κυριολεξία, δέν μποροῦν νά ὑπάρχουν ἑτερόδοξες ἐκκλησίες, οὔτε μητέρες, ἀδελφές, θυγατέρες καί ἐγγονές ἐκκλησίες, οὔτε φυσικά τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο εἶναι Μητέρα Ἐκκλησία μέ τήν συνεπῆ θεολογική ἐκκλησιολογική ἔννοια τοῦ ὅρου. Ἡ Μία καί μόνη –ἀδιαίρετη πάντα- Ἐκκλησία γεννᾶ ὡς πνευματική μητέρα, μυστηριακῶς, «δι’ ὕδατος καί πνεύματος» τά μέλη της. Δέν γεννᾶ ἄλλες ἐκκλησίες. Οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀποτελοῦν φανέρωση «ἐν τόπῳ καί χρόνῳ» τῆς Μίας καί μόνης Ἐκκλησίας. Οὔτε βέβαια μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά εἶναι ταυτόχρονα μία καί διηρημένη, γιατί διαίρεση σημαίνει κατάτμηση ἑνός ὅλου σέ δύο ἤ περισσότερα μέρη. Κατά συνέπεια, ἡ θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς διηρημένης, σήμερα, ἀντίκειται σαφῶς στήν ρητή διατύπωση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, πρᾶγμα πού συνεπάγεται –κατά τά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων- καθαίρεση καί ἀφορισμό, κατά περίπτωση, σέ ὅποιον ἐμμένει στη θεώρηση αὐτή».
Τά λέμε καί τώρα αὐτά ἀκριβῶς, ἐπειδή τό συγκεκριμένο Ἄρθρο 6 -τοῦ ὑποβαλλομένου Κειμένου πρός ἔγκριση ἀπό τήν μέλλουσα καί Μεγάλη Σύνοδο- ἐμφανίζει κατά ἀντιφατικό καί ἐντελῶς ἀθεολόγητο τρόπο τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀφ’ ἑνός ὡς τήν Μίαν Ἐκκλησίαν, καί ἀφ’ ἑτέρου τήν ἐκπεφρασμένη διά τῶν ἀντιπροσώπων της –καί ὄχι μόνο- ἄποψη, ὅτι ὑπάρχουν καί ἄλλες Ἐκκλησίες –σαφῶς ἑτερόδοξες-, τήν ἱστορική παρουσία τῶν ὁποίων ἀναγνωρίζει καί στοχεύει στήν ἑνότητα μέ αὐτές. Οἱ Ὀρθόδοξοι Οἰκουμενιστές, δηλαδή, θεωροῦν τίς ἑτερόδοξες Θρησκευτικές Κοινότητες ὡς τμήματα τῆς δῆθεν διηρημένης Ἐκκλησίας καί ἐπιδιώκουν τήν δῆθεν ἐπανένωση τῆς Ἐκκλησίας, ἀντί νά ἐργάζονται γιά τήν ἐπιστροφή τους. Ἐπιδιώκουν τήν ἑνότητα μέ αὐτές, παρά τό γεγονός, ὅτι αὐτές δέν δηλώνουν ἕως καί σήμερα καμία διάθεση ἀρνήσεως τῶν δογματικῶν ἀποκλίσεών τους ἀπό τήν Μία καί μόνη Ἐκκλησία. Αὐτό ὅμως εἶναι στήν πράξη ὁ παναιρετικός -πνευματικῶς δυσώδης- καί πονηρότατος Συγκρητιστικός Οἰκουμενισμός. Γι’ αὐτό καί ἀκριβολογοῦμε θεολογικά, ὅταν μιλοῦμε γιά Οἰκουμενιστική κακοδοξία, ἡ ὁποία πρέπει καί συνοδικά νά καταδικαστεῖ.
Τό ἐξαιρετικά θλιβερό εἶναι ἀκόμη, ὅτι ὅλα σχεδόν τά Κείμενα τῆς Ε΄ Προσυνοδικῆς Διασκέψεως, πού ἦρθαν ὡς θέματα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου -ὅταν συμβαίνει νά γνωρίζει κανείς καί τήν προϊστορία τους-, διαπνέονται λίγο ἤ πολύ ἀπό τό πνεῦμα τῆς πονηρίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Γι’ αὐτό καί κυριαρχοῦνται ἀπό ἀντιφάσεις καί σκόπιμες ἀσάφειες, πού ἐπιδέχονται πολλές ἑρμηνεῖες. Καί τοῦτο σέ σαφῆ ἀντίθεση πρός τά σωτήρια δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, πού διακρίνονται γιά τήν σαφήνεια, τήν ἀκρίβεια καί τήν πληρότητα τῶν θεολογικῶν νοημάτων.
Ἐπειδή τά δόγματα τῶν ἑτεροδόξων χριστιανῶν ἀποτελοῦν τήν συμπύκνωση τῆς δυσσεβοῦς ζωῆς, ὅπως ἀντιστοίχως τά σωτήρια καί εὐσεβῆ δόγματα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας συνιστοῦν τήν συμπύκνωση καί ὁριοθέτηση τῆς πίστεως καί τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς της,
Καί ἐπειδή τό πρός ψήφιση ἐκκλησιολογικοῦ, δηλαδή δογματικοῦ χαρακτῆρα, Κείμενο: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», εἶναι σαφῶς Οἰκουμενιστικό καί ὡς τέτοιο διαφθείρει καί καταλύει ὑπαρξιακῶς τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καθεαυτήν, καί τήν συνεπαγόμενη ἁγιοπνευματική ζωή της,
Γι’ αὐτό,
Ἀπευθυνόμενοι ἀπό τό Θεολογικό αὐτό Συνέδριο, Σεβαστοί μας Συνοδικοί Ἱεράρχες τῆς μέλλουσας, Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου –παρά τόν σεβασμό στόν θεσμό πού ἐκπροσωπεῖτε καί παρά τόν σεβασμό στό σεπτό πρόσωπό Σας, καθεαυτό-, ἐμεῖς παραμένοντας «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι», Σᾶς δηλώνουμε μέ παρρησία, μέ κάθε σαφήνεια καί μετά λόγου γνώσεως, ὅτι δέν θά ἀποδεχθοῦμε τήν ἐνδεχόμενη κακή ἐπιλογή Σας νά ὑπερψηφίσετε τό παραπάνω Οἰκουμενιστικό Κείμενο, ἀλλά καί κάθε ἄλλη διάταξη τῶν Κειμένων, ἐφ’ ὅσον συμβαίνει αὐτά νά ἀντίκεινται στό διαχρονικά εὐσεβές φρόνημα τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας μας. Καί τοῦτο, γιατί ἡ εὐσέβεια ἀπορρέει καί προκύπτει ἀπό τήν καθαρότητα καί ἀκρίβεια τῆς δογματικά ὁριοθετημένης πίστεώς μας.
Ἀκόμη εἰδικότερα, τό Ἄρθρο 6 τοῦ Κειμένου: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», πού κατατέθηκε πρός ψήφιση ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι θά λάβουν μέρος ὡς συνοδικοί στήν μέλλουσα νά συνέλθει Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, οὐσιαστικά εἰσηγεῖται ἕνα εἶδος «πολιτικοῦ γάμου» μέ ἑτερογενῆ συμβαλλόμενα μέρη. Πρόκειται, δηλαδή, γιά ἕνα μή φυσιολογικό γάμο. Γι’ αὐτό καί τά συμβαλλόμενα μέρη δέν μποροῦν νά γίνουν ἕνα ὀργανικό σῶμα, καί κυρίως ἕνα πνεῦμα, στό ὁποῖο στοχεύει ὁ χριστιανικός ἐκκλησιαστικός γάμος. Ἐδῶ, τό συγκεκριμένο Ἄρθρο 6 εἰσηγεῖται ἕνα εἶδος πνευματικῆς συμβιώσεως -ἑνώσεως- τοῦ Πνεύματος τῆς Ἀληθείας τῆς Ἐκκλησίας μέ τά ἀκάθαρτα πνεύματα τῆς πονηρίας, τά ὁποῖα διέπουν τίς ἑτερόδοξες λεγόμενες ἐκκλησίες, ἐξαιτίας τῆς θεσμικῆς ἀποστασίας τους ἀπό τά εὐσεβῆ δόγματα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἕνας τέτοιος ὅμως «ἐκκλησιολογικός γάμος» εἶναι τελείως ἀπαράδεκτος, ὡς ἀσυμβίβαστος μέ τήν ὥς τώρα καί εἰς τούς αἰῶνες διαχρονική ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Κανείς ἀπολύτως, προσωπικῶς ἤ θεσμικῶς, δέν δικαιοῦται νά ὁριοθετήσει διαφορετικά τά ὥς τώρα ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, πού ὁρίστηκαν ἀπαρεγκλίτως ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Εἶναι θεολογικά ἀδιανόητο νά ὀνομαστοῦν καί νά ἀναγνωριστοῦν, ὡς ἐκκλησίες, ἐκεῖνες οἱ Θρησκευτικές Κοινότητες, πού ἐξακολουθοῦν νά φρονοῦν ὅ,τι καί ἐκεῖνοι πού καταδικάστηκαν, καθαιρέθηκαν καί ἀφορίστηκαν τελεσιδίκως καί ἀποκόπηκαν ἀπό τήν Μία καί μόνη Ἐκκλησία, ὡς αἱρετικοί. Ἄν οἱ αἱρεσιάρχες ὀνομάστηκαν ἀπεριφράστως ἀπό τούς θεοφόρους Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὡς πνευματικῶς «φρενοβλαβεῖς», καί ἀπό τήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας «ὡς ἀνιάτως νοσήσαντες», πῶς πρέπει νά θεωρηθοῦν ἤ νά ὀνομαστοῦν ἐκεῖνοι ἀπό τούς Ὀρθοδόξους, πού ὑποστηρίζουν τήν θεσμική ἀναγνώριση τῶν ἑτεροδόξων λεγομένων ἐκκλησιῶν, Ψευδοεκκλησιῶν, ἰσοτίμως πρός τίς Τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες;
Κατά συνέπεια, εἶναι ἐντελῶς παράλογο Θεολογικά -Ἐκκλησιολογικά καί πνευματικά- μιά Πανορθόδοξη Σύνοδος νά προσδώσει ἐκκλησιαστικότητα στούς ἑτεροδόξους. Κάτι τέτοιο θεωρητικά καί πρακτικά εἶναι αὐτοκαταστροφικό γιά τήν Ἐκκλησία, πού ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, δέν μπορεῖ νά αὐτοκτονήσει -ὄχι μόνο γιατί αὐτό εἶναι παράλογο, ἀλλά καί γιατί αὐτό ἀντίκειται στήν ταυτότητά της, ὡς Θεανθρωπίνου, Ζωοποιοῦ, Μυστηριακοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος νίκησε τόν θάνατο καί οἰκοδόμησε τήν Ἐκκλησία Του, ἔτσι ὥστε, κατά τήν ἀψευδῆ διαβεβαίωσή Του, «πῦλαι Ἄδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. 16,18). Ἑπομένως, ὁ παρών ἀγώνας ἀφορᾶ ἐμᾶς τούς ἴδιους, ὡς Ὀρθοδόξους πιστούς, γιά τό χρέος τῆς ὁμολογίας μας ἐν Χριστῷ καί ὄχι τήν Ἐκκλησία, καθεαυτήν.
Ἡ « Ὀρθόδοξος Ἐκκλησίας μας» -ἔγραφε ὁ ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης σέ ἐπιστολή του πρός τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα στίς 23/1/1969- «δέν ἔχει καμμίαν ἔλλειψιν. Ἡ μόνη ἔλλειψις πού παρουσιάζεται, εἶναι ἡ ἔλλειψις σοβαρῶν Ἱεραρχῶν καί Ποιμένων μέ πατερικές ἀρχές. Εἶναι ὀλίγοι οἱ ἐκλεκτοί, ὅμως δέν εἶναι ἀνησυχητικό. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τοῦ Χριστοῦ καί Αὐτός τήν κυβερνάει».
Οἱ ἑτερόδοξοι βρίσκονται θεσμικά «εἰς χώραν μακράν» τῆς πατρικῆς οἰκίας. Ὁ μόνος τρόπος νά βρεθοῦν στήν πατρική «χώρα τῶν ζώντων» εἶναι νά ἐπιστρέψουν ἐν μετανοίᾳ ἀπό ἐκεῖ πού ἔφυγαν. Νά ἀρνηθοῦν τήν ἑτεροδοξία τους, γιά νά μπορέσουν νά ἐνταχθοῦν στό Ζωοποιό, Μυστηριακό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ μέλλουσα νά συνέλθει Σύνοδος, ἄν δέν καταδικάσει ἀπερίφραστα τόν Οἰκουμενισμό καί ἄν δεχτεῖ τά Κείμενα, πού συνιστοῦν τήν θεματολογία της ὡς ἔχουν, ἤ ἄν προβεῖ σέ τροποποιήσεις, πού δέν ἀφαιροῦν τό ἐκκοσμικευμένο Οἰκουμενιστικό πνεῦμα πού τά διαπνέει, δέν πρόκειται νά τήν ἀποδεχτεῖ τό χριστεπώμυμο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, πού θέλει πάντοτε νά εἶναι «ἑπόμενο τοῖς ἁγίοις Πατράσι». Οἱ ὅποιες ἀποφάσεις της μέ Οἰκουμενιστικό πνεῦμα, θά παραμείνουν κενό γράμμα γιά τόν πιστό λαό, τόν φύλακα τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, κατά τήν Συνοδική Ἀπόφαση τῶν Πατριαρχῶν τοῦ 1848.
Ἡ ἴδια ἡ μέλλουσα Σύνοδος, στήν περίπτωση αὐτή, θά παραμείνει στήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία ὡς Ψευδοσύνοδος, ὅπως ἐκείνη τοῦ 449 στήν Ἔφεσο, ὅπως ἐκείνη τῆς Λυών καί ὅπως ἐκείνη τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας.
Ἐμεῖς θά προσευχόμαστε, ἐμπόνως, νά δοθεῖ ἡ σύγχρονη μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ἀπό τούς συν-οδικούς Ἐπισκόπους, πρός δόξαν τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ καί πρός εὐαρέστηση τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ἄμεση καί ὀργανική σχέση μέ τό πρός Εἰσήγηση θέμα μας, ἄν μπορεῖ δηλαδή μία Σύνοδος Ὀρθοδόξων νά προσδώσει ἐκκλησιαστικότητα στούς ἑτεροδόξους, ἔχει καί τό Ἄρθρο 20 τοῦ ἴδιου Κειμένου: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». Τό Ἄρθρο αὐτό εἶναι, πονηρῶς, ἀσαφές καί δημιουργεῖ θεολογική σύγχυση, ἐξαιτίας τῆς ὑπονοούμενης παρερμηνείας τῶν Κανόνων στούς ὁποίους ἀναφέρεται. Τί λέει, ἀκριβῶς, τό Ἄρθρο αὐτό; «Αἱ προοπτικαί τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν προσδιορίζονται πάντοτε ἐπί τῇ βάσει τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμορφωμένης Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως (Κανόνες 7 τῆς Β΄ καί 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῶν Συνόδων)».
Θά ἀναφερθοῦμε στούς Κανόνες αὐτούς δι’ ὀλίγων καί σέ σχέση μέ τό θέμα μας. Μέ ἄλλα λόγια, στό Ἄρθρο αὐτό γίνεται λόγος γιά τήν Ἐκκλησιαστική Παράδοση, ὅπως αὐτή διαμορφώθηκε μέ τά κριτήρια τῶν Κανόνων 7 τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς καί 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς. Ἀλλά, οἱ ἐν λόγῳ Κανόνες ἀναφέρονται, πολύ συγκεκριμένα, στόν τρόπο ἐντάξεως στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῶν αἱρετικῶν ἐκείνων, πού ἀρνοῦνται τήν αἵρεσή τους, πού ἐκφράζουν τήν ἐπιθυμία νά ἐνταχθοῦν στήν «μερίδα τῶν σωζομένων», δηλαδή στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπου καί μόνον σώζεται ὁ ἄνθρωπος.
Ὡς ἐκ τούτου, εἶναι προφανές, ὅτι τό ὑπονοούμενο τῆς διατυπώσεως τοῦ Ἄρθρου 20: «Αἱ προοπτικαί τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν», συνδέεται ὀργανικῶς μέ τό Ἄρθρο 6, ὅπου γίνεται ἐπίσης λόγος γιά τούς Θεολογικούς Διαλόγους «μέ ἀντικειμενικόν σκοπόν», ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνεται, «πρός προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἑνότητα». Τό «περίεργο» εἶναι, ὅτι σέ κανένα Ἄρθρο τοῦ εἰσαγόμενου πρός συζήτηση καί ψήφιση Κειμένου δέν γίνεται λόγος γιά κάποιες προϋποθέσεις ἤ κριτήρια ἀποδοχῆς καί ἐντάξεως τῶν διαλεγομένων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Καί ἐπειδή οἱ προαναφερθέντες Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, μέ κάθε σαφήνεια, θέτουν τίς προϋποθέσεις αὐτές καί τά κριτήρια, τόσο στίς περιπτώσεις πού θά πρέπει νά τηρηθεῖ ἡ ἀκρίβεια ὅσο καί στίς περιπτώσεις πού μπορεῖ νά ἰσχύει ἡ οἰκονομία -ὡς προσεκτικοί ἀναγνῶστες- ἀντιλαμβανόμαστε, ὅτι οἱ Εἰσηγητές τοῦ ἐπίμαχου Κειμένου μᾶς παραπέμπουν ἀνομολόγητα στή λεγόμενη «Βαπτισματική Θεολογία». Θεωροῦν, δηλαδή, ὅτι οἱ διαλεγόμενοι Ρωμαιοκαθολικοί καί Προτεστάντες εἶναι βαπτισμένοι χριστιανοί. Ἀλλά ἀναγνώριση μυστηρίων ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑφίσταται. Ἁπλῶς ὑπάρχουν διαβαθμισμένοι τρόποι ἀποδοχῆς τῶν αἱρετικῶν.
Οἱ Κανόνες ὅμως 7 καί 95 εἰσηγοῦνται τήν ἀποδοχή τῶν αἱρετικῶν, ὅταν πρόκειται γιά Οἰκονομία, μέ τή θεμελιώδη προϋπόθεση-κριτήριο ὅτι ἔχει τηρηθεῖ ἡ ἀκρίβεια τοῦ τύπου τοῦ Βαπτίσματος, δηλαδή ἡ τριπλή κατάδυση καί ἀνάδυση. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ προϋπόθεση δέν τηρεῖται ἀπό τούς Δυτικούς διαλεγομένους χριστιανούς μέ μᾶς. Οἱ Δυτικοί μέ ἀπόφαση Οἰκουμενικῆς κατ’ αὐτούς Συνόδου, τῆς ἐν Τριδέντῳ τῆς Ἰταλίας (1545-1563), καθιέρωσαν -ἀντί τῆς τριπλῆς καταδύσεως- τήν διά ραντισμοῦ ἤ ἐπιχύσεως νεροῦ ἐπί τῆς κεφαλῆς, τήν ὑποκατάσταση, δηλαδή, τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος.
Κατά συνέπεια, ἡ ἀρχή τῆς Οἰκονομίας δέν μπορεῖ νά ἐφαρμοστεῖ γιά τούς Δυτικούς, ἐπειδή οἱ Δυτικοί δέν ἔχουν τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιά τήν ἐφαρμογή τῆς Οἰκονομίας, πού εἶναι ἡ τήρηση τοῦ βαπτισματικοῦ τύπου, ἡ τριπλή δηλαδή κατάδυση καί ἀνάδυση στό νερό τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος. Ἐπιπροσθέτως, ὅμως, δέν μπορεῖ νά ἐφαρμοστεῖ σέ ὅλους τούς Δυτικούς χριστιανούς (Ρωμαιοκαθολικούς καί Προτεστάντες) ἡ ἀρχή τῆς Οἰκονομίας καί ἐξαιτίας τοῦ filioque, τό ὁποῖο, εἰσάγοντας τήν ἰδιότυπη «υἱοπατορία» στήν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, παραπέμπει στήν «θεομάχον τοῦ Σαβελλίου συστολήν», κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἤ στό «δόγμα τοῦ Σαβελλίου», κατά τόν Ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό (βλέπε Mansi 31A 8, 32C), ἤ «εἰς ἕτερόν τι τέρας ἡμισαβέλλιον», κατά τόν Μέγα Φώτιο (PG 102, 289ΑΒ). Καί τά λέμε αὐτά πάντοτε, σύμφωνα μέ τόν Κανόνα 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀναφερόμενος στούς Σαβελλιανούς, πού προσέρχονται στήν Ὀρθοδοξία, συνιστᾶ τήν βάπτισή τους, ὅπως καί τήν βάπτιση τῶν Ἐθνικῶν. Συγκεκριμένα ὁ Κανόνας αὐτός ὁρίζει: «Εὐνομιανούς μέντοι τούς εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτιζομένους, καί Μοντανιστάς... καί Σαβελλιανούς τούς υἱοπατορίαν δοξάζοντας... πάντας τούς ἀπ’ αὐτῶν θέλοντας προστίθενται τῇ Ὀρθοδοξίᾳ, ὡς Ἕλληνας δεχόμεθα... ἐξορκίζομεν μετά τοῦ ἐμφυσᾶν τρίτον εἰς τό πρόσωπον... καί τότε βαπτίζομεν».
Ἔχουμε τήν γνώμη, ὅτι οἱ λόγοι τῆς Οἰκονομίας γιά τήν εἰσδοχή τῶν Δυτικῶν Χριστιανῶν ἔχουν ἐκλείψει. Ἀπεναντίας, ὑφίστανται διττῶς, ὅπως προείπαμε, οἱ λόγοι τῆς ἀκριβείας τῶν μνημονευθέντων Ἱερῶν Κανόνων. Οἱ Δυτικοί ὀφείλουν νά κατηχηθοῦν, νά ἀναθεματίσουν τίς αἱρετικές πλάνες τους, νά ἐξορκιστοῦν καί νά βαπτιστοῦν, προκειμένου νά ἐνταχθοῦν τῇ μερίδι τῶν σωζομένων. Ἀπό τήν μελέτη τῶν Πρακτικῶν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων προκύπτει, ὅτι ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε προσέδωσε ἐκκλησιαστικότητα στούς αἱρετικούς καί οὐδέποτε ἔδωσε ἐγκυρότητα στά μυστήρια τῶν ἑτεροδόξων καί οὐδέποτε ἔκανε Οἰκονομία στά δόγματα.
Σέ κάθε ἐποχή, ὅπως καί στή δική μας, μόνο μία Σύνοδος ὄντως Πανορθόδοξη – Οἰκουμενική, ἡ ὁποία σαφῶς εἶναι «ἑπομένη τοῖς ἁγίοις Πατράσι», μπορεῖ νά ἀποφασίσει Ἁγιοπνευματικά, ἄν στήν προκειμένη περίπτωση – μέσα στά νέα δεδομένα – μπορεῖ καί πρέπει νά ἐφαρμοστεῖ ἡ ἀρχή τῆς Οἰκονομίας. Ἡ παροῦσα ὅμως Σύνοδος δέν ἔχει τίς παραπάνω ἁγιοπνευματικές προϋποθέσεις, ὅπως πολλαπλῶς καταδείξαμε. Ἐμεῖς, «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι» τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ἐμφορούμενοι ἀπό τό φρόνημά τους, μένουμε ἑδραῖοι στήν Ὀρθόδοξη πίστη καί ἀμετακίνητοι στήν Ἐκκλησία. Καί ὅπως δέν ἔκαναν Σχῖσμα στήν Ἐκκλησία ὅσοι δέν ἀποδέχθηκαν τίς ἀποφάσεις τῆς Ληστρικῆς Συνόδου τοῦ 449 στήν Ἔφεσο, ὅπως δέν ἀποσχίστηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, μή ἀποδεχόμενος τίς δογματικῶς ἐσφαλμένες μονοθελητικές διδασκαλίες ὅλων τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, καί ὅπως ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός δέν ἔκανε Σχῖσμα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀντιτασσόμενος μόνος αὐτός στήν Ψευδοσύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας καί μή ὑπογράφοντας τά Πρακτικά τῆς ψευδοένωσης, ἔτσι καί ἐμεῖς θά μείνουμε πιστοί στήν Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί θά ἀπορρίψουμε, μετά βδελυγμίας, κάθε ἐνδεχόμενη συγκριτιστική-οἰκουμενιστική θεσμική διδασκαλία τῆς μέλλουσας προβληματικῆς Συνόδου.
Καί τοῦτο, ἐπειδή φρονοῦμε ταπεινῶς, ὅπως ὁ τῆς ὄντως θεολογίας φερώνυμος Γρηγόριος, ὅτι «κρεῖσσον ἐμπαθοῦς ὁμονοίας ἡ ὑπέρ τῆς εὐσεβείας διάστασις». Θά προσευχώμαστε καθημερινά, ἐμπόνως, νά μήν ἐπιτρέψει ὁ Τριαδικός Θεός νά γίνει ἡ ἐπικείμενη Σύνοδος, γιατί εἶναι ἀπό τήν σύνθεσή της καί ἀπό τήν θεματολογία της φανερώτατο, ὅτι θά δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα ἀπ’ ὅσα φιλοδοξεῖ νά λύσει. Μή προκαλοῦμε καί μή λυποῦμε θεσμικά τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ Πεντηκοστή εἶναι γενέθλια ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Πεντηκοστή ἀφορᾶ τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας καί τήν ἄκτιστη ἑνοποιό καί θεοποιό ἐνέργειά Του καί ὄχι τό πνεῦμα τῆς ἀκαταστασίας καί πονηρίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τό ὁποῖο ἦλθε νά καταλύσει ἡ Ὑποστατική Ἀλήθεια, ἡ θεανθρώπινη Κεφαλή, μέ τό ἔργο τῆς θείας Οἰκονομίας καί τήν ἀποστολή τοῦ Πνεύματός της. Ὁ τρόπος συγκροτήσεως τῆς Συνόδου καί ἡ θεματολογία της δέν ἐκφράζουν στήν πράξη τό Πνεῦμα τῆς Πεντηκοστῆς.
Αὐτή τήν Ἁγία καί συμβολική ἡμέρα βλέπουμε νά σχεδιάζεται ἡ ἐπιβολή τοῦ πνεύματος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τό ὁποῖο ἀντίθετα πρός τό ἑνοποιό Πνεῦμα τῆς Πεντηκοστῆς, ὡς πνεῦμα τῆς πονηρίας, θά ἐνεργήσει διασπαστικά στήν ἁγιοπνευματική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐμεῖς, ὅμως, προσευχόμαστε νά ἀναδείξει ὁ Θεός ἕνα νέο Ἅγιο Μᾶρκο Εὐγενικό, γιά νά περισώσει τό ἐκκλησιαστικό κῦρος καί τήν ἀξιοπρέπεια τοῦ Ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος, ὡς φορέα τῆς θεωτικῆς ἐνεργείας, κατά τόν Ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη. Ἡ εὐθύνη τῶν Ἱεραρχῶν κάθε Αὐτοκεφάλου Τοπικῆς Ἐκκλησίας εἶναι τεράστια ἔναντι τῆς δογματικῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Κυρίως, ὅμως, ἔναντι τοῦ Χριστοῦ, γιά τό ἔλλειμμα τῆς Κανονικότητας καί τῆς Συνοδικότητας τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί τοῦτο ἐπειδή, τόσο στό προπαρασκευαστικό στάδιο, ὅσο καί στό τελικό, δέν ἐνημερώθηκε, σκοπίμως, τό σῶμα τῆς Ἱεραρχίας τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Εἰδικότερα, δέν συνῆλθαν οἱ Τοπικές Σύνοδοι, γιά νά ἀποφασίσουν καί νά ἐγχειρήσουν στόν ἀντιπρόσωπο τῆς Τοπικῆς τους Ἐκκλησίας τήν ἀπόφασή τους γιά τά προτεινόμενα Κείμενα, πού θά ἀπασχολοῦσαν τήν Πανορθόδοξη Σύνοδο. Οὔτε συνῆλθαν μετά, γιά νά ἀποφασίσουν, ἄν συμφωνοῦν ἤ διαφωνοῦν μέ αὐτά, στό προπαρασκευαστικό στάδιο.
Καί τό χειρότερο εἶναι, ὅτι στό τελικό στάδιο δέν κλήθηκαν νά συμμετάσχουν ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι στήν Πανορθόδοξη Σύνοδο. Πόσο Πανορθόδοξη Σύνοδος εἶναι αὐτή, πού ἐγκαινιάζεται μέ τόν ἀποκλεισμό πολλῶν Ἱεραρχῶν, ὡς ἐκφραστῶν τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν; Ἐάν δέν καλοῦνται ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι, τότε τί νά ποῦμε γιά τήν οὐσιαστική ἀντιπροσώπευση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας; Ὅταν δηλαδή δέν καλοῦνται καί ἄλλοι Κληρικοί, Ἡγούμενοι καί Μοναχοί, ὅπως διαβάζουμε στά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπου τούς δίδεται καί λόγος (λ.χ. Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος);
Συνήθως, στίς Πανορθοδόξους Συνόδους, ἡ σύνολη Ἐκκλησία, ἀντιπροσωπευομένη διά τῶν Ἐπισκόπων της, ὁριοθετοῦσε καί ὑπερασπίζετο τήν πίστη, ἔναντι τῆς ἀμφισβητήσεώς της ἀπό τούς αἱρετικούς.
Σήμερα, ἰσχύει τό διαμετρικά ἀντίθετο. Συμβαίνει ὅ,τι καί στίς Ψευδοσυνόδους. Ἡ ὀρθόδοξα ὁριοθετημένη πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας κινδυνεύει τώρα ἀπό τούς ἀντιπροσώπους της –τούς θεσμικούς φύλακές της-, οἱ ὁποῖοι ἐπιχειροῦν νά εἰσάγουν τήν αἵρεση ἤ ἀκριβέστατα τήν παναίρεση τοῦ δυσσεβοῦς καί δυσώδους Οἰκουμενισμοῦ στήν Ἐκκλησία μέ τόν ἀνώτατο θεσμικό τρόπο, δηλαδή μέ μιά Πανορθόδοξη Σύνοδο. Ὀρθοδοξία ὅμως καί Οἰκουμενισμός εἶναι «μείξις ἄμεικτος καί τέρας ἀλλόκοτον» (Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου Πηδάλιον, σελ. 109).
Διερωτώμεθα, τί γίνεται;
Δέν ἀπομένει τίποτε ἄλλο, παρά ἡ καταδίκη μιᾶς τέτοιας Συνόδου ἀπό τόν εὐσεβῆ λαό τοῦ Θεοῦ, γιατί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὀφείλει νά παραμείνει στό νοητό ὕψος της, ὡς ἄσπιλος «νύμφη τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. 5,27). Εἴμαστε, ἀπολύτως βέβαιοι, ὅτι, ἄν ἡ μέλλουσα Σύνοδος κινηθεῖ μέ συνέπεια στίς προδιαγραφές της, θά ἀκυρωθεῖ, ὡς Ψευδοσύνοδος, ἀπό ἑπόμενη Ὀρθόδοξη Σύνοδο, ὅπως ἀκυρώθηκαν οἱ ἀποφάσεις τῶν Ψευδοσυνόδων τῆς Ἐφέσου, τῆς Λυών καί τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας ἀπό τίς Ὀρθόδοξες Συνόδους πού ἀκολούθησαν.
Σεβασμιώτατοι,
Ἐπειδή, δέν συνῆλθε ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, γιά νά πάρει θέση ἔναντι τῶν πρός συζήτηση καί ψήφιση Κειμένων, θά ἤθελα νά θέσω ὑπόψη Σας καί ἕνα ἀκόμη πολύ σοβαρό θέμα. Ἐδῶ καί ἕναν αἰῶνα, ὁ Οἰκουμενισμός τῶν Ὀρθοδόξων ἔχει ἀφετηρία, τροφοδότη καί ἡγέτη τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, δηλαδή τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη καί τήν περί αὐτόν Σύνοδο. Ἀπό ἐκεῖ ἐκπορεύεται τό ἀκάθαρτο πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἀναπαύεται ὅμως –δυστυχῶς- καί σέ ὅλες σχεδόν τίς ἡγεσίες τῶν Τοπικῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Ἔτσι, ἐξακολουθεῖ μέχρι σήμερα, ἀκάθεκτα, ὡς ὄφις, μέσα στά σπλάχνα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, νά δηλητηριάζει τό σῶμα τῆς ἀνά τήν Οἰκουμένη Ἐκκλησίας. Ὁ Οἰκουμενισμός, κατά τήν ἄνωθεν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ στόν ἅγιο Γέροντα Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη, διακατέχεται ἀπό τά πονηρά καί ἀκάθαρτα πνεύματα. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἔχει -ἱστορικά βεβαιωμένο- τίς κακές ἐκκλησιολογικῶς καί πνευματικῶς «πρωτιές» στίς οἰκουμενιστικές διακηρύξεις καί πράξεις του (τίς συμπροσευχές δηλαδή μέ τούς ἑτεροδόξους, ἀλλά καί τούς ἑτεροθρήσκους, τίς οἰκουμενιστικές φιλοφρονήσεις κ.τ.λ.).
Ὑπό τίς παροῦσες ἱστορικές συνθῆκες τῆς κυριαρχίας τοῦ Οἰκουμενιστικοῦ πνεύματος στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑλλάδος θά πρέπει –κατά τήν ταπεινή μας γνώμη- νά προβληματιστοῦν πολύ σοβαρά, ἄν θά πρέπει νά ὑπερψηφίσουν τό Κείμενο: «Τό Αὐτόνομο καί ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ». Καί τοῦτο, γιά τόν σοβαρότατο λόγο τῆς ἰδιομόρφου σχέσεως τῶν Νέων λεγομένων Χωρῶν μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Εἶναι πολύ ὑπαρκτός ὁ κίνδυνος νά ὑπαχθοῦν διά τῆς Αὐτονόμου Ἐκκλησίας οἱ Νέες Χῶρες στήν ἀμεσότερη δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἐμεῖς, ὡς Βορειοελλαδίτες, ἐξαιτίας τῆς Οἰκουμενιστικῆς ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, θέλουμε νά παραμείνουνε ἐκκλησιαστικῶς στήν δικαιοδοσία τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Δέν θέλουμε νά κυριαρχούμαστε ἀπό τό ἀλλοτριωμένο Οἰκουμενιστικό πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Οἱ ἐκκλησιαστικές – πνευματικές εὐθῦνες τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στό παραπάνω θέμα εἶναι ἱστορικῶς τεράστιες. Γι’ αὐτό καί ταπεινῶς, Σᾶς παρακαλοῦμε, θερμῶς, ὡς πνευματικούς μας Πατέρες, νά ἀκούσετε τήν ἔμπονη φωνή μας.
Εὐχαριστῶ γιά τήν ὑπομονή σας.
Πηγή: Επόμενοι τοις Αγίοις Πατράσι