Τον Αύγουστο του 2019 ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΕΔΕΥ (Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων) Γιάννης Μπασιάς ζήτησε επιμόνως από τον αρμόδιο υπουργό Ενέργειας κ. Κωστή Χατζηδάκη να προκηρύξει σε διαγωνισμό πέντε θαλάσσια οικόπεδα με πιθανολογούμενα κοιτάσματα (Εικόνα 1), δύο εκ των οποίων βρίσκονταν νότια της Κρήτης (γεωτεμάχια 4 και 5).
Η απάντηση που πήρε από τον κ. Χατζηδάκη ήταν ξεκάθαρα αρνητική: Του αναφέρθηκε ότι δεν θα υπάρξουν νέες παραχωρήσεις. Ως γνωστόν οι τελευταίες παραχωρήσεις, που είχαν πραγματοποιηθεί μέχρι τότε, αφορούσαν τις δύο συμβάσεις που υπογράφηκαν μεταξύ της ΕΔΕΥ και δύο από τις μεγαλύτερες εταιρείες πετρελαίου στον κόσμο (δηλαδή των Exxon Mobil, Total και Ελληνικά Πετρέλαια, Εικόνα 1).
Η θέση του αρμόδιου υπουργού ήταν τότε πως οι παραχωρήσεις που είχαν πραγματοποιηθεί στην Ελλάδα θα ήταν οι τελευταίες και δεν θα έπρεπε να υπάρξει συνέχεια. Το λυπηρό αυτό γεγονός ήταν αρκετό για να μπλοκάρει την μοναδική ευκαιρία που διέθετε η χώρα μας τότε για να κατοχυρώσει δικαιώματα εξορύξεων, μέσω διμερών συμβάσεων νότια της Κρήτης, πριν συναφθεί το μνημόνιο Άγκυρας-Τρίπολης (νεοέμβριος του 2019). Έτσι χάθηκε η ευκαιρία να στηθεί ένα ανάχωμα, δεδομένου ότι τα συμβόλαια για έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων ανάμεσα στην Ελλάδα και σε μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες είναι συνολικής διάρκειας 43 ετών.
Ως γνωστόν βάσει της κείμενης νομοθεσίας των υδρογονανθράκων οι συμβάσεις παραχωρήσεων δικαιώματος εξορύξεων προβλέπεται περίοδος οκτώ ετών για έρευνα, 25 ετών για εκμετάλλευση και 10 έτη παράτασης της εκμετάλλευσης, συνολικά 43 έτη. Είναι φανερό ότι τέτοιες συμβάσεις θα αποτελούσαν ένα σοβαρό γεωπολιτικό και νομικό ανάχωμα, αφού θα είχαν προηγηθεί χρονικά.
Αναιτιολόγητη άρνηση
Η αναιτιολόγητη άρνηση του κ. Χατζηδάκη στέρησε την Ελλάδα από αυτό το ανάχωμα. Δεν θα ισχυριστούμε ότι εάν είχαν υπογραφεί αυτές οι συμβάσεις ο Ερντογάν δεν θα είχε προβεί στην κίνησή του. Υποστηρίζουμε, ωστόσο, πως η Ελλάδα θα βρισκόταν σε καλύτερη θέση από αυτή που βρέθηκε το Νοέμβριο του 2019. Γιατί τότε η Κρήτη βρέθηκε "γυμνή" απέναντι στη νομική, οικονομική και γεωστρατηγική εισβολή του διδύμου Ερντογάν-Σάρατζ. (Εικόνα 2).
Η μερική συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ μεταξύ της Αιγύπτου και Ελλάδος (Εικόνα 3) ήρθε δυστυχώς πάρα πολύ αργά και υπό την αφόρητη πίεση που ασκούσε το μνημόνιο Άγκυρας-Τρίπολης στην Ελλάδα. Το μόνο που προσφέρει η μερική οριοθέτηση είναι ένα νομικό όπλο. Απέναντι στο εκτός διεθνούς δικαίου μνημόνιο Άγκυρας-Τρίπολης στέκεται τώρα η συμφωνία Ελλάδας-Αιγύπτου, η οποία το διεμβολίζει.
Το "διεμβολίζει", ωστόσο, είναι σχετικό, για την ακρίβεια περιορίζεται στο νομικό επίπεδο. Δεν πρόκειται, δηλαδή, να εμποδίσει τον Ερντογάν να εφαρμόσει το μνημόνιο που συνήψε ο ίδιος με τον Σάρατζ. Ο Τούρκος πρόεδρος, μάλιστα, έσπευσε, να το ξεκαθαρίσει αμέσως με δήλωσή του. Το πιθανότερο είναι, λοιπόν, πως θα επισπεύσει τις τουρκικές έρευνες και γεωτρήσεις έξω από τα ελληνικά χωρικά ύδατα στο τόξο Καστελλόριζο-Ρόδος-Κάρπαθος-Κάσος-Κρήτη.
Η συμφωνία του Καΐρου είχε και κόστος
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι κακώς επιδιώχθηκε η συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο. Απλώς το αναφέρουμε για να μην καλλιεργούνται αβάσιμες προσδοκίες από την υπογραφή της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας. Επιπλέον, πρέπει να αναφερθεί και το κόστος που πλήρωσε η Ελλάδα για να καταστεί δυνατή η υπογραφή αυτής της συμφωνίας.
Αναφερόμαστε στην πολιτική επίπτωση που έχει η εξαίρεση από την οριοθέτηση της θαλάσσιας περιοχής ανατολικά του 28ου μεσημβρινού. Η συμφωνία άφησε εκτός οριοθέτησης όχι μόνο το Καστελλόριζο, αλλά και την ανατολική Ρόδο και την επήρεια της Καρπάθου, της Κάσου και της Κρήτης προς ανατολάς. Σ' αυτό πρέπει να προσθέσουμε και το αρνητικό προηγούμενο που δημιουργεί η αναγνώριση μειωμένης επήρειας (44% αντί για 50%) κυρίως της Κρήτης και ελάχιστα της Κάσου.
Η ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία μας έκανε να διερωτηθούμε εάν και κατά πόσον τα υπουργεία Ενέργειας και Εξωτερικών βρίσκονται σε συνεννόηση και συντονισμό για ένα ζωτικής εθνικής σημασίας ζήτημα. Το καλοκαίρι του 2019 ο υπουργός Ενέργειας κλωτσάει τη δυνατότητα να δημιουργήσουμε –με μελλοντικό οικονομικό όφελος και καθόλου κόστος– ένα νομικό, αλλά και πολιτικό ανάχωμα στις τουρκικές επεκτατικές επιδιώξεις.
Ένα σχεδόν χρόνο αργότερα, ο υπουργός Εξωτερικών να υπογράφει την ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία, πληρώνοντας βαρύ εθνικό κόστος, για να δημιουργήσει ένα αντίβαρο στο μνημόνιο που εν τω μεταξύ υπέγραψαν Άγκυρα και Τρίπολη. Πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό; Ή ο υπουργός Ενέργειας διέπραξε δια παραλείψεως "έγκλημα" τον Αίγουστο του 2019, ή ο υπουργός Εξωτερικών πλήρωσε ακριβά τη συμφωνία με το Κάιρο τον Αύγουστο του 2020.
εικόνα 3
Ας έρθουμε τώρα σε μία άλλη πτυχή. Η διαπραγμάτευση για τη μερική οριοθέτηση της ΑΟΖ ανάμεσα σε Ελλάδα και Αίγυπτο έχει κάποια σχέση με την πιθανή ύπαρξη και το πιθανό μέγεθος κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην συγκεκριμένη περιοχή; Στην εικόνα 3 τοποθετήσαμε μία πρόσφατη αποτύπωση δορυφορικής καταγραφής των θέσεων συγκεντρώσεων υδρογονανθράκων νότια και νοτιοανατολικά της Κρήτης, όπως αυτή πραγματοποιήθηκε από την FLOW Energy, σε συνεργασία με την Ακαδημία Επιστημών του Κιέβου (Electromagnetic Remote Sensing Localizationof Hydrocarbons).
H αιγυπτιακή πλευρά, βάσει της ευρύτατης εμπειρίας της στην περιοχή, διαπραγματεύτηκε γνωρίζοντας πάρα πολύ καλά την θέση και την στατιστική αξία του αναμενόμενου ορυκτού πλούτου ανατολικά και νοτιοανατολικά της Κρήτης Το ερώτημα είναι εάν ισχύει το ίδιο και για την ελληνική πλευρά; Η απάντηση είναι όχι, εάν κρίνουμε από το γεγονός ότι η Ελλάδα παραχώρησε επιπλέον ΑΟΖ στην Αίγυπτο σε μία περιοχή που σύμφωνα με έρευνες θεωρείται πως φιλοξενεί μεγάλο κοίτασμα (εικόνα 3).
Αναξιοποίητα κοιτάσματα
Η Ελλάδα παραμένει δέσμια των εισαγωγών υδρογονανθράκων. Η ανυπαρξία έκφρασης συγκεκριμένης πολιτικής-στρατηγικής ανάδειξης του πιθανού εγχώριου ορυκτού μας πλούτου σε ορίζοντα 30ετίας (σε συνδυασμό με την πανδημία του κορονοϊού και της οικονομικής κρίσης), δεν φαίνεται να προδικάζουν ένα ευχάριστο μέλλον για την χώρα μας.
Τόσο ο πρωθυπουργός, όσο και ο αρμόδιος υπουργός Ενέργειας, δεν τολμούν να εκφράσουν βάσει των μέχρι σήμερα καταγραφών της ΕΔΕΥ ΑΕ (ή της παρουσίας στην Ελλάδα των μεγάλων διεθνών εταιρειών πετρελαίου ExxonMobil και Total) ότι υπάρχουν πράγματι βάσιμες πιθανότητες να έχουμε κοιτάσματα υδρογονανθράκων σε ορίζοντα 30ετίας.
Δεν τολμούν, επίσης, να πουν ότι η Ελλάδα θα κάνει ό,τι είναι δυνατόν τα επόμενα 30 χρόνια για να αντικαταστήσει ένα μέρος των εισαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου, με δικιά της παραγωγή υδρογονανθράκων. Η αίσθηση που έχει σήμερα ο Έλληνας σκεπτόμενος πολίτης είναι ότι η Ελλάδα πληρώνει πανάκριβα τις εισαγωγές υδρογονανθράκων, προς όφελος βέβαια των εισαγωγέων. Τελικά φαίνεται πως η μόνη χώρα που ενδιαφέρεται πραγματικά και με πάθος για την υφαρπαγή του ελληνικού ορυκτού πλούτου, είναι η Τουρκία.
Παρά όλα τα αναφερθέντα ανωτέρω παραμένουμε αισιόδοξοι, βασιζόμενοι στο γνωμικό ότι «εάν θέλεις να ξέρεις το μέλλον του τόπου σου, πρέπει να ξέρεις τον πλούτο του». Εδώ να προσθέσουμε «εάν είναι δυνατόν να ξέρεις και που ακριβώς βρίσκεται»! Θέλουμε να πιστεύουμε ότι τελικά το εξόφθαλμο εθνικό συμφέρον θα υπερνικήσει τελικά και τα ιδιωτικά συμφέροντα και τις ιδεοληψίες. Ας ελπίσουμε, λοιπόν, πως μόλις απέλθει ο κορονοϊός, όλα όσα προαναφέραμε θα αποτελέσουν μία κακή ανάμνηση...
Πηγή: slpress.gr