Η «κατάρριψη» του ARTEMIS-30
Το μαύρο - και άτυχο - διαμάντι της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας, το ARTEMIS-30 της ΕΒΟ, είχε μία τρικυμιώδη πορεία. Παρόλ’ αυτά, έφτασε πολλές φορές κοντά στην επιτυχία και τη δικαίωση χάρη στη φαντασία και την επιμονή των σχεδιαστών του και μόνο η περίεργη, ως ύποπτη, επιμονή άλλων, προϊσταμένων κλιμακίων, το εμπόδισε από το να πετύχει. Αυτές οι ελάχιστα γνωστές προοπτικές θα αναλυθούν εδώ, καθώς αποτελούν τμήμα της Ιστορίας, που κάποιοι προσπαθούν να τελειώσουν, αλλά αυτή συνεχίζει απτόητη.
Η απαίτηση
Όταν άρχισε η σχεδίαση του ARTEMIS-30, ο αεροπορικός βομβαρδισμός ήταν στην περίφημη «εποχή μετά Phantom». Τα έξυπνα όπλα ήταν λίγα, πολύ ακριβά και συζητήσιμης αξιοπιστίας, αλλά προφανώς ανεπαρκή για τις αποστολές που απαιτούντο. Η κύρια μορφή κρούσης ήταν βομβαρδισμός με βαλλιστικά όπλα, αυτοπροωθούμενα (ρουκέτες), ενιαία (βόμβες) ή υποπυρομαχικά. Η άφεση γινόταν με βύθιση (εξαιρετικά ακριβή μέθοδο, ηπιότερη μορφή της κάθετης εφόρμησης του Β’ ΠΠ), με υπέρπτηση από χαμηλό, μεσαίο ή μεγάλο ύψος και, τέλος, με βύθιση-εκσφενδό- νιση (dive-toss). Όλες οι μέθοδοι έδιναν καλή ευστοχία εναντίον μεγάλων στατικών στόχων, όπως ένα αεροδρόμιο, αν και εναντίον κινητών στόχων θεωρούνταν - κι αποδείχτηκαν -απογοητευτικές. Επομένως, ένα Α/Α σύστημα έπρεπε να προφυλάσσει από αυτές τις 3 μεθόδους, ιδίως δε από τις δύο πρώτες, που ήταν ακριβέστερες και απλούστερες και ως εκ τούτου μπορούσαν να εφαρμοστούν με υψηλά ποσοστά επιτυχίας από πληθώρα αεροπορικών τύπων και όχι μόνο από τους πλέον εξεζητημένους. Η ύπαρξη, έστω και απλών, ραντάρ σκόπευσης σήμαινε ικανότητες παντός καιρού.
Επομένως, τα Α/Α συστήματα έπρεπε να έχουν ένα βεληνεκές περί τα 3.5-4 χλμ, ικανότητα παντός καιρού και υψηλή ταχυβολία για επίτευξη πλήγματος. Με την ανατολική άποψη για τη χρησιμότητα των πυροβόλων να επιβάλλεται στη δυτική μονομανία των αμιγώς πυραυλικών Α/Α συστημάτων, λόγω του εμφανιζόμενου ηλεκτρονικού πολέμου, λίγες χώρες βρέθηκαν έτοιμες για αυτήν την απαίτηση. Η ελβετική Oerlikon υπήρξε πρωτοπόρος και παρουσίασε τη νέα, προηγμένη μορφή των συστημάτων της στη μορφή του Skyguard. Η Γαλλία, που διέθετε αντίστοιχα συστήματα, είναι αμφίβολο αν προωθούσε αντίστοιχο προϊόν για στατική άμυνα, καθώς εστίαζε σε αυτοκινούμενα συστήματα. Τα πυροβόλα δεν είχαν εκλείψει από τη στατική δυτική αεράμυνα, απλώς θεωρούνταν όπλα μέρας και όψεως, με βασικό το γερμανικό RH-202, το αμερικανικό M-167 και διάφορα ελβετικά ( GAI-B01, -C01/03, -D01) και γαλλικά αντίστοιχα (Cerbere και Tarasque), όλα των 20 χλστ.
Αντιλαμβάνεται κανείς πόσο ριζοσπαστικό ήταν για την Ελλάδα να προχωρήσει σε ένα ολοκληρωμένο Α/Α σύστημα πυροβόλων παντός καιρού, με διαμέτρημα μεγαλύτερο και ισχυρότερο των προαναφερθέντων, αφού τα 20 χλστ. ήταν επαρκή για να αναχαιτίζουν τις κατατομές επίθεσης αεροσκαφών εγγύς υποστήριξης, που έπρεπε να δουν και να σκοπεύσουν μικρούς και, ενίοτε, σκληρούς στόχους (άρματα), ενώ τα αχανή αεροδρόμια και λιμάνια σκοπεύονταν εύκολα και από απόσταση.
Η αλήθεια ήταν ότι η Ελλάδα θα προτιμούσε περισσότερα ελβετικά όπλα, αλλά η τιμή τους ήταν ιδιαίτερα υψηλή, η εξέλιξη ακόμη ημιτελής (δεν είχαν εγκατασταθεί τα βλήματα) και η παραγωγή τους με άδεια, αν και εφικτή (την πέτυχε η Τουρκία), παρέμενε ακριβή και, το κυριότερο, πολύπλοκη. Η ελληνική απαίτηση ήταν για ένα σύστημα λίγο χειρότερο και πολύ οικονομικότερο από το skyguard. Το γερμανικό όπλο των Kuka-Mauser πληρούσε τους όρους ταχυβολίας/ισχύος/ κατασκευασιμότητας.
Επρόκειτο για ένα μαζεμένο σχέδιο, με επάρκεια πυρομαχικών τοποθετημένων έξυπνα, ώστε να μην γίνεται ογκώδης η κατασκευή, είχε τις προβλέψεις βιωσιμότητας για την εποχή του (όχι περισσότερα απάρτια που επικοινωνούν με καλώδια, όσο το δυνατόν πιο διεσπαρμένα, ώστε ένα πλήγμα να μην καταστρέφει πολλά μαζί και να είναι δυνατή η αναδιάταξη του συστήματος μετά από απώλεια κάποιων). Η ρυμουλκούμενη μορφή αύξανε την ευ- καμψία, μείωνε το ίχνος μάχης και το κόστος, ενώ η ταχυβολία ήταν πολύ μεγαλύτερη από του ελβετικού όπλου: 800 βαλ ανά κάννη αντί των 550 βαλ, δηλαδή 1.600 αντί των 1.100, περίπου 45% υψηλότερη.
Ο έλεγχος πυρός γινόταν από ειδικό κλωβό επί οχή- ματος, που έπαιρνε δεδομένα από τρέιλερ, το οποίο διέθετε ραντάρ ελέγχου πυρός και ηλεκτροοπτικό σύστημα επιλεγόμενης πολυπλοκότητας: από απλή τηλεοπτική συσκευή ως σύστημα ημέρας-νυκτός με τηλέμετρο λέιζερ. Η διάταξη του συστήματος ελέγχου πυρός (ΣΕΠ) σε ρυμουλκούμενο (τρέιλερ) μείωνε το οπτικό και υπέρυθρο ίχνος εναντίον εχθρικών αποστολών καταστολής και δεν ήταν ασυνήθιστη όσο νομίζουμε σήμερα, με τις εντυπωμένες εικόνες από το Skyguard, που τα συνδύαζε όλα σε ένα. Καθόλου ανόητα, η ελληνική ανάπτυξη ανέθεσε αυτό το κομμάτι σε σουηδική εταιρεία (Bofors), καθώς η χώρα είχε φήμη για έξυπνες λύσεις, αλλά και για υψηλή τεχνολογία σε Α/Α συστήματα πυροβολικού. Το ελληνικό σύστημα, διαφορετικά δομημένο και με τελείως διαφορετική φιλοσοφία πυροβόλου, δεν θεωρείτο ανταγωνιστικό των σουηδικών αντίστοιχων προϊόντων (που τότε, προφανώς, δεν είχαν ξεπεράσει το στά- διο της ανάπτυξης).
Το μεγάλο ερωτηματικό είναι ο λόγος που προτιμήθηκε η εμπλοκή της γερμανικής Siemens για το κέντρο διοίκησης- ελέγχου (ΚΔΕ) και το ραντάρ ερεύνης, όταν, λόγω του Skyguard, υπήρχε ήδη η εμπειρία με το σουηδικό Super Giraffe, του οποίου η επιλογή ενείχε μικρότερο κίνδυνο και μεγαλύτερη ομοιοτυπία. Οι πιθανές απαντήσεις, ίσως, να βρίσκονται σε εταιρικές συμφωνίες ή σε διαφορετική δομή διοίκησης των δύο συστημάτων. Άλλη πιθανότητα ήταν η υπόσχεση της Siemens για δυνατότητα ελέγχου από το ΚΔΕ μέχρι 12 υφιστάμενων κλιμακίων (ΣΕΠ), αν και ουδέποτε στην ανάπτυξη δεν θεωρήθηκε εφικτή η διασύνδεση άνω των 2 ΣΕΠ.
Διαβάστε το πλήρες άρθρο εδώ