Η θρυλική Ιη Μεραρχία Λαρίσης ή Σιδηρά Μεραρχία
Η νεότερη ιστορία της Θεσσαλίας είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την παρουσία σ’ αυτή (έδρα της η Λάρισα) της Ιης Μεραρχίας (Θεσσαλίας), της ονομασθείσας και «Σιδηράς», η οποία με τα δύο συντάγματα πεζικού, το 4ο στη Λάρισα και το 5ο στα Τρίκαλα, καθώς και το 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων, αφού σ’ αυτά κατετάγησαν και από τις γραμμές τους έλαβαν μέρος σε όλους τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες οι περισσότεροι στρατεύσιμοι της Θεσσαλίας και έγραψαν λαμπρές σελίδες στα πεδία των μαχών. Κοντά σ’ αυτά υπήρχαν και οι μονάδες ιππικού, οι οποίες κατά βάση ήταν συγκροτημένες από Θεσσαλούς.
Με ορμητήριο τη Λάρισα και τα Τρίκαλα οι μονάδες της Ι Μεραρχίας έλαβαν μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-13, τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο (1918), τη Μικρασιατική Εκστρατεία και τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41. Η δράση τους υπήρξε μοναδική και γρήγορα δημιουργήθηκε ένας θρύλος γύρω από αυτή. Έτσι η νεότερη πολεμική ιστορία της Θεσσαλίας ταυτίζεται με τη δράση της Ι Μεραρχίας και των μονάδων της.
Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941
Η σύνθεση των θεσσαλικών μονάδων
Η Ι Μεραρχία Λαρίσης είχε το ακόλουθο επιτελείο: Διοικητής· υπτγος Βασίλειος Βραχνός. Επιτελάρχες· 27-10-1940: ανχης ΠΒ Μιχ. Σπυρόπουλος, 20-1-1941: σχης ΠΖ Στέφ. Κατσιμήτρος. Διοικητές Πεζικού· 27-10-1940: σχης Παναγ. Σπηλιωτόπουλος, 21-12-1940: σχης Κων. Παπαδόπουλος. Διοικητές Πυροβολικού· 27-10-1940: σχης Γεώρ. Δικαίος, 22-1-1941: σχης Δημ. Ολύμπιος. Διοικητής Μηχανικού· 27-10-1940: ανχης Κων. Παπαπαναγιώτου. Διοικητής Διαβιβάσεων· 27-10-1940: λγός Ηρ. Ουσγούρογλου.
Οι οργανικές μονάδες της ήταν:
2ο Σύνταγμα Πεζικού (Βόλου), το οποίο υπήχθη στην V Ταξιαρχία Πεζικού και διαλύθηκε στις 23-1-1941. Διοικητές· 27-10-1940: ανχης Νικ. Χλωρός. Διοικητές Ι/2 Τάγματος· 27-10-1940: τχης Γεώρ. Πατιστής, 29-12-1940: τχης Αθ. Πανταζής. Διοικητές ΙΙ/2 Τάγματος [στο Απόσπ. Ζουμπουλάκη από 13-11-1940, στο Απόσπ. Μπομπορίδου από 17-11-1940· μετωνομάστηκε 1/66]· 27-10-1940: τχης Νικ. Μαντούκος. Διοικητές ΙΙΙ/2 Τάγματος [στο Απόσπ. Κετσέα από 21-11-1940 έως 9-12-1940, στο 5ο ΣΠ από 21-12-1940. Διαλύθηκε στις 23-1-1941]· 27-10-1940: τχης Γερ. Στρατιώτης.
4ο Σύνταγμα Πεζικού (Λαρίσης) [Στη Μεραρχία Ιππικού έως 12-12-1940]. Διοικητές· 27-10-1940: σχης Ευάγγ. Χατζηφόρος, ανχης Στέφ. Κατσιμήτρος, 22-1-1941: ανχης Αριστ. Καραποστόλης, 19-3-1941: σχης Θεμ. Κετσέας. Διοικητές Ι/4 Τάγματος [στο Απόσπ. Κετσέα από 3-11-1940 έως 5-11-1940, στην Ταξιαρχία Ιππικού από 5 έως 20-12-1940]· 27-10-1940: λγός Σωτ. Βασιλόπουλος, 24-11-1940: έφ. τχης Αλ. Κουνδουράκης, 23-12-1940: λγός Σωτ. Βασιλόπουλος. Διοικητές ΙΙ/4 Τάγματος [στο Απόσπ. Κετσέα από 4-1-1941]· 27-10-1940: τχης Δημοσθ. Χατζηδάκης. Διοικητές ΙΙΙ/4 Τάγματος [στο Απόσπ. Φριζή από 28-11-1940 έως 7-12-1940]· 27-10-1940: τχης Γεώρ. Κολώνιας, κατόπιν ο λγός Νάτσης και ο έφ. τχης Σ. Βορίσης, 9-1-1941: Ιω. Μπαλντούμης, 14-2-1941: τχης Ευστ. Αρέθας.
5ον Σύνταγμα Πεζικού (Τρικάλων). [Στην Ταξιαρχία Ιππικού από 4-11-1940 έως 13-11-1940, στην V Ταξιαρχία από 25-12, στην XV Μεραρχία από 4-1-1941]. Διοικητής· 27-10-1940: σχης Νικ. Γεωργούλας. Διοικητές Ι/5 Τάγματος· 27-10-1940: τχης Αντ. Γούλας, αρχές Μαρτίου 1941: τχης Περάκης. Διοικητές ΙΙ/5 Τάγματος [στο 3ο ΣΙ από 7-11-1940, στο Απόσπ. Φριζή από 21-11-1940 έως 7-12-1940]· 27-10-1940: τχης Πέτ. Παπαβασιλείου, 16-11-1940: τχης Δημ. Κασλάς. Διοικητής ΙΙΙ/5 Τάγματος· 27-10-1940: τχης Σπ. Χειμαρριώτης.
51ο Σύνταγμα Πεζικού (Τρικάλων) [αρχικά στο Απόσπ. Πίνδου (Δαβάκη) έως 2/11, στο Απόσπ. Κετσέα από 3/11. Διαλύθηκε στις 8-1-1941]. Διοικητές· 27-10-1940: σχης Κων. Δαβάκης (έως 2-11-1940), 3-1-1940: σχης Θεμ. Κετσέας. Διοικητές Ι/51 Τάγματος [στο Απόσπ. Πίνδου από 1/11, στο Απόσπ. Μπομπορίδου από 15/11, στην Ταξ. Ιππ. από 1/12, στο 16ο ΣΠ από 11/12 έως 27/12]· 27-10-1940: τχης Αθ. Πανταζής, κατόπιν ο λγός Αναστ. Πολίτης. Διοικητές ΙΙ/51 Τάγματος [στο Απόσπ. Πίνδου από 1/11, στο Απ. Ζουμπουλάκη από από 11/11, στο Απόσπ. Μπομπορίδου από 17/11]· 27-10-1940: τχης Κων. Αντωνόπουλος. Διοικητές ΙΙΙ/51 Τάγματος [στο Απόσπ. Ζουμπουλάκη από 11/11, στο Απ. Παπακωνστανίνου από 17/11, στο 50ό ΣΠ από 22/11, στο Απόσπ. Γιαννακόπουλου από 26/11]· 27-10-1940: Τχης Θωμάς Νικήτας, Λγός Γεώρ. Αλεβίζος.
52ο Σύνταγμα Πεζικού (Λαρίσης) [έπαυσε να υφίσταται από τις 17-1-1941]. Διοικητής· έφ. ανχης Ν. Κουρκουλάκος. Δκτής Ι/52 Τάγματος· τχης Γεώρ. Βλάσης. Δικτής ΙΙ/52 Τάγματος· τχης Παναγ. Δημητριάδης. Διοικητές ΙΙΙ/52 Τάγματος· έφ. τχης Αχ. Δημοτάκης.
1ο Σύνταγμα Ορειβατικού Πυροβολικού. Διοικητές· σχης Δημ. Ολύμπιος, 22-1-1941: ανχης Μιχ. Σπυρόπουλος. Δκτής Ια Μοίρας· τχης Δημ. Παπαϊωάννου. Δκτής Ιβ Μοίρας· τχης Αθ. Βουλόδημος. Δκτής Ιγ Μοίρας· λγός Μιλτ. Μπαμπίλης.
Υπήρχαν και άλλες μικρότερες βοηθητικές μεραρχιακές μονάδες.
Η μάχη της Πίνδου και η απόκρουση της Ιταλικής Εισβολής (28 Οκτ. – 13 Νοεμ 1940)
Η κήρυξη του πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940 βρήκε το Ι και ΙΙ Τάγμα του 51ου ΣΠ Τρικάλων (δκτής ανχης Δημ. Μισύρης), 1 λόχο προκαλύψεως, 1 διμοιρία πολυβόλων, 1 ουλαμό ιππικού, 1 ορειβατική πυροβολαρχία, 2 όλμους, 1 διμοιρία διαβιβάσεων και 1 λόχο ημιονηγών, που αποτελούσαν το Απόσπασμα Δαβάκη, στην προωθημένη αμυντική τοποθεσία επί της Πίνδου (περιοχή Επταχωρίου Καστοριάς) και το ΙΙ Τάγμα (Παπαβασιλείου) του 5ου ΣΠ Τρικάλων, με ημιεμπόλεμη σύνθεση, στο Μέτσοβο (από 4 Σεπ. 1940), όπου οργάνωνε αμυντικά τον αυχένα Κατάρας. Από το πρωί της 29 Οκτ. κινήθηκε πρός Κεράσοβο. Το Ι/4 Τάγμα (Λαρίσης) με μια πυροβολαρχία βρισκόταν στο Ελευθεροχώρι Γρεβενών. Το ΙΙ/52 Τάγμα κινήθηκε στις 28 Οκτ. από το Αμύνταιο προς το Νεστόριο Καστοριάς. Ολόκληρο το 52 ΣΠ (Λαρίσης), που βρισκόταν στον Τύρναβο, κινήθηκε στις 29 Οκτ. προς Αμύνταιο όπου έφτασε στις 5 μ.μ. Από εκεί με αυτοκίνητα μεταφέρθηκε στο Δοτσικό. Ο διοικητής της Ι Μεραρχίας (Λαρίσης) αντ/γος Βασ. Βραχνός διατάχτηκε από το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ) να μεταβεί αμέσως στο Επταχώρι και να αναλάβει την διεύθυνση των επιχειρήσεων. Οι άλλες μονάδες της Ι Μεραρχίας, που υπάγεται στο Β΄ ΣΣ (έδρα Λάρισα) προβαίνουν αμέσως σε επιστράτευση και ετοιμάζονται για το Μέτωπο της Πίνδου (Κεντρικό). Σε ό,τι αφορά στο 5ο ΣΠ, η προσέλευση των εφέδρων αξιωματικών και οπλιτών γινόταν «αθρόως και μετ’ ακράτου ενθουσιασμού». Η κατάταξη ολοκληρώθηκε σχεδόν το βράδυ της 30ής Οκτωβρίου και υπήρχαν αρκετές ελλείψεις σε οπλισμό. Γενικώς ο ανεφοδιασμός ήταν ελλιπής, αλλά το ηθικό των ανδρών ήταν άριστο. Η εκπαίδευση των σκοπευτών αυτομάτων όπλων ήταν πολύ καλή με άριστα αποτελέσματα αργότερα στις μάχες. Οι έφεδροι αξιωματικοί ήταν εκπαιδευμένοι καλώς. Η έδρα του Β΄ ΣΣ μεταφέρεται στην Κοζάνη (διοικητής αντγος Δημ. Παπαδόπουλος) και της Ι Μεραρχίας στο Επταχώρι.
Στις 31 Οκτ. το Ι/5 Τάγμα (Γούλα) κινήθηκε προς Καλαμπάκα – Αγιόφυλλο – Γρεβενά – Σαμαρίνα. Το ίδιο δρομολόγιο ακολούθησε την επομένη η Διοίκηση του Συν/τος και το ΙΙΙ/5 Τάγμα (Χειμαρριώτη).
Όταν στις 30 Οκτ. έφτασε στο Επταχώρι ο διοικητής της Ι Μεραρχίας βρήκε τα ελληνικά τμήματα σε διάλυση. Έδωσε διαταγή να επισκευαστεί η γέφυρα του Επταχωρίου, η οποία είχε ανατιναχτεί με διαταγή του Δαβάκη, να εγκατασταθεί εκεί φρουρά και να συλλαμβάνει τους φυγάδες, να ανασυγκροτήσουν τα τμήματά τους οι Κ. Δαβάκης και Αθ. Πανταζής και να συσταθεί Στρατονομία. Ζήτησε επίσης να αποσταλεί δικαστικός σύμβουλος. Αμέσως το κλίμα άλλαξε και επανήλθε πειθαρχία και τάξη στο στράτευμα. Σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της 31ης Οκτ. ο Βραχνός ανακοίνωσε την απόφασή του για αντεπίθεση του Ελληνικού Στρατού εναντίον της ιταλικής Μεραρχίας Τζούλια, η οποία ήδη είχε εισχωρήσει αρκετά μέσα στην οροσειρά της Πίνδου παρακάμπτοντας το Επταχώρι και την ελληνική γραμμή άμυνας. Αυτή ήταν η πρώτη ελληνική διαταγή για επιθετική ενέργεια..
Στις 31 Οκτ. το ΙΙ/5 Τάγμα (Παπαβασιλείου) ακολουθώντας το δρομολόγιο Μέτσοβο – Βρυσοχώρι – Ελεύθερο, είδε από μακριά ιταλική φάλαγγα να κινείται προς Παλιοσέλι. Εκλήθη ο υπλγός Πανδής του ουλαμού πυροβολικού να βάλει εναντίον των Ιταλών. Οι βολές ήταν επιτυχείς, ο εχθρός αιφνιδιάστηκε και διασκορπίστηκε στο χωριό. Η πορεία τους σταμάτησε εδώ. Οι Έλληνες στρατιώτες πήραν το βάπτισμα του πυρός. Στις 3 Νοεμ. αφίχθη στην περιοχή ο ανχης Μαρδ. Φριζής και ανέλαβε την διοίκηση του Αποσπ. Αώου, στο οποίο εντάχτηκαν το ΙΙ/5 Τάγμα, το Τάγμα Κονίτσης και ο Ουλαμός ΠΒ των 105 Πανδή.
Την 1η Νοεμ. 1940 εξαπολύονται οι ελληνικές αντεπιθέσεις. Στον Γράμμο ενεργεί η διλοχία του ΙΙ/51 Τάγματος, που βρισκόταν σε συνοχή, με διοικητή τον ανχη Δημ. Μισύρη (Απόσπασμα Μισύρη). Κοντά στη Λυκορράχη συνέλαβε 130 αιχμαλώτους (οι 3 αξιωματικοί)· άλλοι 150 διασκορπίστηκαν στις ρεματιές αλλά συνελήφθησαν αργότερα. Οι Έλληνες είχαν 50 νεκρούς και τραυματίες, μεταξύ των οποίων και ο Μισύρης, ο οποίος παρέμεινε στο πεδίο της μάχης. Στην Φούρκα ενεργεί το Ι/51 Τάγμα υπό τον Δαβάκη με τις διμοιρίες Γ. Κουμπουρλή και Δ. Σπυρόπουλου. Μετά από σκληρή και φονική μάχη (τραυματίστηκε βαριά στο στήθος ο Κουμπουρλής) οι Έλληνες κατέλαβαν το ύψ. του Άι-Λια (υψ. 1250). Στο ύψωμα Τσούκα, στα όρια Φούρκας – Ζούζουλης, ενεργεί διλοχία του Ι/4 Τάγματος, ενισχυμένο με 2 διμοιρίες πολυβόλων και 1 ορεινή πυροβολαρχία, υπό τον Ι. Καραβία. Ο διοικητής της Μεραρχίας Βραχνός εγκαταστάθηκε στον Άι-Λια Επταχωρίου. Η μάχη της Τσούκας ήταν λυσσώδης. Οι Έλληνες την κατέλαβαν με αλλεπάλληλες επιθέσεις και αντεπιθέσεις και με εφ’ όπλου λόγχη, αλλά είχαν μεγάλες απώλειες. Μεταξύ των νεκρών ο Ρόδιος υπλγός Αλέξ. Διάκος και ο έφ. ανθλγός Ελευθ. Ντάσκας από τον Πλάτανο (Βάνια) Τρικάλων, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος έφεδρος αξιωματικός νεκρός του πολέμου. Και οι δύο θάφτηκαν στο νεκροταφείο της Ζούζουλης. Αν και τα εδαφικά κέρδη ήταν μικρά, η σημασία των νικών αυτών ήταν πολύ μεγάλη. «Η σθεναρά επιθετική στάσις της Ιης Μεραρχίας εβελτίωσε ριζικώς εντός εικοσιτετραώρου την όλην όψιν της δημιουργηθείσης καταστάσεως εις την περιοχήν της Πίνδου».
Στις 2 Νοεμ. το μεσημέρι τραυματίστηκε ο σχης Κ. Δαβάκης και μετακομίστηκε τη νύχτα στο Επταχώρι από τον Λαρισαίο έφ. ανθλγό Ν. Χατζηευθυμίου . Τη διοίκηση του Νοτίου Συγκροτήματος ανέλαβε ο Ιω. Καραβίας, αντικαθιστώντας τον Κ. Δαβάκη, ενώ τη διοίκηση του 51 ΣΠ ανέλαβε ο ανχης Θεμ. Κετσέας. Σ’ αυτό εντάχτηκαν το Ι/2 και το Ι/4 Τάγματα συγκροτώντας το Απόσπασμα Κετσέα. Την επομένη εξαπολύεται επίθεση στις ιταλικές θέσεις της Βόρειας Πίνδου. Ο υπλγός Δ. Σπυρόπουλος με χειροβομβίδες εξουδετέρωσε μόνος του εχθρικό πολυβολείο. Αιχμαλωτίζονται περίπου 300 Ιταλοί, ενώ οι άλλοι διασκορπίστηκαν στο δάσος και τις ρεματιές. Οι Έλληνες κατέλαβαν τα υψώματα Ρωμιός (υψ. 1751), Λευκάδια (υψ. 1474), Ταμπούρι (υψ. 1874), Γύφτισσα (υψ. 1762) και Βούζιο (υψ. 2053). Οι Ιταλοί μολονότι πολέμησαν γενναία, αποδεικνύονται άμαθοι στην εκ του συστάδην μάχη με εφ’ όπλου λόγχη, ενώ αντίθετα οι Έλληνες ήταν άριστα εκπαιδευμένοι σ’ αυτό το είδος πολέμου.
Η Ταξιαρχία Ιππικού (υπό τον σχη τον Σ. Δημάρατο) έφτασε στο Δοτσικό (υψ. 1060) την 1η Νοεμ. Μία ίλη με τη διοίκησή της εγκαταστάθηκε στο ύψ. Σκούρτζα (υψ. 1799). Την επομένη έφτασε το 1ο Σύνταγμα Ιππικού (υπό τον ανχη Σ. Παπαθανασίου). Αμέσως άρχισε η επίθεση εναντίον τμημάτων της ιταλικής Μεραρχίας Τζούλια. Ως το βράδυ έφτασαν στην περιοχή και άλλα ελληνικά τμήματα: το ΙΙΙ/7 Τάγμα Πεζοναυτών, το ΙΙΙ/52 Τάγμα και ο ίδιος ο σωματάρχης Δημ. Παπαδόπουλος, ο οποίος από εδώ και στο εξής διευθύνει ο ίδιος τη μάχη της Πίνδου. Στις 3 Νοεμ. εξαπολύεται γενική επίθεση. Στις μάχες που επακολούθησαν, κατά τον επιτελάρχη του Β΄ ΣΣ Δημ. Μαχά, «οι πεδινοί της Θεσσαλίας νίκησαν τους ορεινούς των Άλπεων». Οι Έλληνες κατέλαβαν τα υψώματα Μπαλλή (υψ. 1532) και Ρέντα (υψ. 1706) και μπήκαν στη Σαμαρίνα (υψ. 1450) εκδιώκοντας τους Ιταλούς. Η Μεραρχία «Τζούλια», παρά τις απώλειές της, διατηρεί την κύρια δύναμή της (7 τάγματα, 12 πυροβόλα, 25 μεγάλους όλμους και 50 μικρούς) και κατευθύνεται προς το Μέτσοβο, που είναι ο αντικειμενικός της σκοπός. Στις 2 Νοεμ. η εμπροσθοφυλακή της είχε εισέλθει στο Δίστρατο (υψ. 1000) και την επομένη στη Βωβούσα, μόλις δύο ώρες από το Μέτσοβο. Κατά κακήν της τύχη εκεί βρέθηκε ο 3ος Λόχος (Παπή) του 51 ΣΠ (Τρικάλων), που είχε συμπτυχθεί από τον Γράμμο, και προβάλλει αντίσταση καθυστερώντας την. Σε λίγο φτάνουν και τμήματα της Μεραρχίας Ιππικού Σερρών από το Μέτσοβο, αλλά και το ΙΙ/4 Τάγμα (Λαρίσης). Από τις 5 Νοεμ. το Ι/5 Τάγμα (Τρικάλων) είχε εμπλακεί και αυτό σε σκληρό αγώνα με τους Ιταλούς κοντά στο Δίστρατο, ενώ το ΙΙΙ/5 Τάγμα κινήθηκε προς Γομάρα και εισήλθε στον αγώνα στις 7 Νοεμ. Το Ι/7 Τάγμα Πεζοναυτών (Χαλκίδας) είχε κινηθεί ήδη προς το Μέτσοβο. Στις 4 Νοεμ. η Μεραρχία «Τζούλια» βρέθηκε ανάμεσα σε δύο πυρά και η πορεία της ανακόπηκε οριστικά. Το μεσημέρι άρχισε να οπισθοχωρεί αφήνοντας 35 νεκρούς (ο 1 αξιωματικός). Από τις 5 ως τις 8 Νοεμ. οι Ιταλοί αμύνθηκαν σκληρά.
Τελικά, μέσω της κοιλάδας του Αώου, υποχώρησαν εσπευσμένως και ατάκτως υποστηριζόμενοι από την αεροπορία τους, η οποία τους κάλυπτε από τα ελληνικά πυρά και τους εφοδίαζε με τρόφιμα. Τους καταδίωξε το Απόσπασμα Ε. Χατζηφόρου, διοικητή του 4ου ΣΠ (Λαρίσης) και το ΙΙ/5 Τάγμα που βρέθηκε στον δρόμο τους. «Την 11ην Νοεμβρίου ο εχθρός συνεχίζει την άτακτόν του υποχώρησιν, εγκαταλείπει σχεδόν όλα τα υλικά του και αυτά ακόμη τα Πυροβόλα. Τμήματα Ιππικού προχωρούν, τους προλαμβάνουν, διότι οι πεζοί δεν μπορούν να τους παρακολουθήσουν και συλλαμβάνουν πολλούς αιχμαλώτους, οι οποίοι έχουν χάσει τελείως το ηθικόν τους […]. Οι Ιταλοί συνεχίζουν την υποχώρησίν των και κατευθύνονται εν σπουδή εις τα Β. υψώματα της Κονίτσης, τα οποία οργανώνουν δι’ αντίστασιν».
Κατά τον Λάζ. Αρσενίου, ο οποίος έλαβε μέρος στον πόλεμο ως έφεδρος ανθυπολοχαγός, «στην Πίνδο πολεμούν Θεσσαλοί κατά 90%. Στα συντάγματα πεζικού 2ο Βόλου, 4ο Λαρίσης, 5ο Τρικάλων, στην Ταξιαρχία Ιππικού και στις μονάδες του πυροβολικού, υπηρετούσαν Θεσσαλοί. Μαζύ τους πολεμούσαν πεζοναύτες του 7ου Συντάγματος Χαλκίδας και λίγοι προεπιστρατευμένοι Εφτανησιώτες και Πελοπονήσιοι στα συντάγματα 51ο Τρικάλων και 52ο Λαρίσης. Από τους Θεσσαλούς τουλάχιστον 25% είναι Βλάχοι, καταγόμενοι από την Πίνδο, που την ξέρουν πολύ καλά. Αλλά και οι άλλοι Θεσσαλοί έχουν δεσμούς με βουνά, αφού η περιοχή τους είναι κατά 64% ορεινή».
Αλλά και ο επιτελάρχης του Β΄ ΣΣ Δ. Μαχάς δεν φείδεται επαίνων για τους Θεσσαλούς μαχητές: «Η Τζούλια εθεωρείτο η καλύτερη μονάδα του ιταλικού στρατού. Είχε όλα τα εφόδια για ορεινό αγώνα. Οι στρατιώτες της κατάγονταν από τις Άλπεις και ήσαν ειδικά εκπαιδευμένοι για ορεινό αγώνα. Την επίλεκτη αυτή μονάδα εκλήθησαν να την αντιμετωπίσουν Θεσσαλοί, που οι περισσότεροί τους ήσαν πεδινοί και χωρίς τα κατάλληλα εφόδια. Αλλά “την έκαναν καλά”. Ο Θεσσαλός στρατιώτης είναι εκλεκτός. Μας άρεσε πολύ. Είχα ξαναπολεμήσει με Θεσσαλούς και μάλιστα τσολιάδες, όπως και με Στερεοελλαδίτες, Πελοποννησίους και άλλους. Ο Θεσσαλός στρατιώτης είναι πολύ πειθαρχικός, πολύ υπομονετικός και δείχνει μεγάλη αντοχή στην πείνα και στις κακουχίες του πολέμου. Ανεβαίνει και στις δυσπρόσιτες κορφές. Στην Πίνδο οι πεδινοί της Θεσσαλίας νίκησαν τους ορεινούς της Ιταλίας».
Η μάχη της Κόνιτσας (14-15 Νομ. 1940)
Από τις 11 Νοεμ. απόσπασμα του 4ου ΣΠ ύστερα από σκληρό αγώνα με τμήματα του 9ου Συν/τος Αλπινιστών στον αυχένα βορείως του υψ. 1383 και στο ύψ. 1323, καταδίωξε τους Ιταλούς προς την Κόνιτσα. Το απόγευμα της επομένης έφτασε στο Πεκλάρι, ΒΑ της Κόνιτσας, και έλαβε επαφή με τον εχθρό. Στις 14 Νοεμ. συγκροτήθηκε Μικτό Απόσπασμα υπό τις διαταγές του διοικητή 5ου ΣΠ (Νικ. Γεωργούλα), το οποίο μετά διήμερο σκληρό αγώνα κατέλαβε τα υψώματα Λιθάρι – Τζουρνούκο – Ιτιά. Το συγκρότημα Καλή κατέλαβε τα υψ. Γκόλιο (υψ. 2050) και Κάμενικ (υψ. 2001) και με το πυροβολικό του ελέγχει τον δρόμο Ερσέκας – Λεσκοβίκι. Το Ι/52 Τάγμα το πρωί της 14 Νοεμ. κατέλαβε τη διάβαση του αυχένα Μπάτρα και απέκρουσε αντεπίθεση των Ιταλών. Ο εχθρός δυνάμεως 3 Ταγ/των με πολυάριθμο Πυρ/κό, ενώ αμύνθηκε πεισματικά και επιτυχώς επί δύο ημέρες κρατώντας την Κόνιτσα, το πρωί της τρίτης ημέρας, στις 16 Νοεμ. εγκατέλειψε την γραμμή αμύνης φοβούμενος μην αποκοπεί, διότι ήδη το 5ο ΣΠ είχε καταλάβει τα ΒΔ υψώματα της στενωπού Πεκλαρίου. Στην Κόνιτσα εγκατέλειψε και άφθονο υλικό επιμελητείας, τηλεφωνικό, δύο ασυρμάτους, δέκα (10) πυροβόλα, πολλά αυτόματα όπλα, τυφέκια, πιστόλια. Φεύγοντας όμως έβαλε φωτιά στα κεντρικά καταστήματα και σπίτια και πήρε μαζί του ομήρους άνδρες και γυναίκες. Ο διοικητής του ΙΙ/5 Τάγματος Π. Παπαβασιλείου, κατόπιν διαταγής του διοικητή της Μεραρχίας Ιππικού παρέμεινε ως φρούραρχος Κονίτσης. Την διοίκηση του Τάγματος ανέλαβε ο λοχαγός Δημ. Κασλάς από το Πουρί Πηλίου.
Μετά την απελευθέρωση της Κόνιτσας το Β΄ ΣΣ και η Ι Μεραρχία είχαν ετοιμαστεί να καταδιώξουν τον εχθρό στο αλβανικό έδαφος πριν αυτός ανασυνταχθεί. Το ΓΕΣ όμως δεν τους το επέτρεψε, διότι «μέχρι της 12 Νοεμβρίου δεν υπήρχεν ουδέν ίχνος επιθετικού σχεδίου». Παρά ταύτα, στις 17 Νοεμ. το Ι/52 Τάγμα κατέλαβε την Ερσέκα. την επομένη τα χωριά Μπόροβα και Κιοετέζα, καθώς και το ύψ. 1220. Με την κίνηση αυτή υπερκέρασε τις ιταλικές δυνάμεις της Κορυτσάς. Στην Ερσέκα βρήκε γεμάτες τις ιταλικές αποθήκες. Κατ’ εντολήν όμως του ΤΣΔΜ έκαψε τις αποθήκες και συμπτύχθηκε στην οροθετική γραμμή!
Στις 19 Νοεμ. το Ι/5 Τάγμα (Γούλα) κατέλαβε το Λυκόμορο αμαχητί. Το 5ο ΣΠ κατέλαβε τα υψ. Σκορδίλη και Καλόγηρος, διέβη τον Σαραντάπορο και εισήλθε στο αλβανικό έδαφος, χωριό Λεσκοβίκι, σε δεύτερο κλιμάκιο της Ι Μεραρχίας. Στις 22 Νοεμ. το ΙΙ/5 Τάγμα (Κασλά) εισέρχεται στην Τσάρσοβα, εξουδετερώνει αντίσταση που προβάλλει ιταλικό τμήμα και τους συλλαμβάνει όλους αιχμαλώτους (120 οπλίτες, 8 αξιωματικούς και έναν ιερέα). Στις 24 Νοεμ. εισήλθε στο ελληνικό χωριό Δέλβινο, όπου έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής και φιλοξενίας.
Στις 24 Νοεμ. οι μάχες στο Κεντρικό Μέτωπο ξαναρχίζουν. Η Ταξιαρχία Ιππικού στις 30 Νοεμ. προχώρησε σε βάθος
Ο χειμώνας ενέσκηψε βαρύς από τις αρχές Δεκεμβρίου και η κίνηση του Ελλ. Στρατου δυσχεραίνεται. Οι άνδρες υποφέρουν από κρυοπαγήματα και τίθενται εκτός μάχης. Το ίδιο και τα μεταγωγικά ζώα. Λόγω της κακοκαιρίας διεκόπη ο ανεφοδιασμός και οι λόχοι έμειναν νηστικοί. Το 5ο ΣΠ επίταξε όλον τον αραβόσιτο της περιοχής προς διατροφή των ανδρών. «Στα ορεινά χιονίζει και επικρατεί παγωνιά. Στα πεδινά, στην Πρεμετή – Κλεισούρα, βρέχει. Συνεχώς. Και δυνατά. Τα νερά του Αώου φουσκώνουν. Παρασέρνουν γεφύρια ανάμεσα Πρεμετή -Πετράνη, δεν περνάνε πλέον αυτοκίνητα από εκεί και δυσχεραίνεται ο ανεφοδιασμός των Ελλήνων. Ο Άψος κατεβάζει επίσης περισσότερα νερά και γίνεται αδιάβατος για μέρες. Τα ελληνικά τμήματα αψηφούν την κακοκαιρία και τις κακουχίες. Ανατρέπουν εχθρικές αντιστάσεις και προχωρούν».
Μάχες Κλεισούρας (Δεκ. 1940-Ιαν. 1941)
Στις 11 Δεκ. το Ι/5 Τάγμα (Γούλα) επιτέθηκε πρός τα υψ. 1150 και 1220 και κατέλαβε τα νότια αντερείσματα του υψ. 1292 με αρκετές απώλειες. Τό ΙΙΙ/5 Τάγμα προωθήθηκε προς ύψ. Σεβράνι χωρίς απώλειες. Την ίδια ημέρα το 52ο ΣΠ ανεβαίνει από το Φράταρι προς το περιβόητο ύψωμα 1292, όπου δέχεται σφοδρά πυρά του εχθρού, ο οποίος πρόλαβε και οργανώθηκε στην κορυφογραμμή του Γαρονίν, όπου κινείται η Ταξιαρχία Ιππικού με άλλες μονάδες. Η Ι Μεραρχία κινείται αριστερά, χαμηλότερα προς τον Αώο. Επιχείρηση για διάρρηξη της γραμμής αμύνης και υπερκέραση της Κλεισούρας από ανατολικά, που έγινε στις 23 Δεκ., απέτυχε και τα ελληνικά τμήματα (σ’ αυτά και το 52 ΣΠ Λαρίσης) είχαν βαρύτατες απώλειες. Το 5ο ΣΠ είχε 30 οπλίτες νεκρούς και τραυματίες 5 αξιωματικούς και 96 οπλίτες, το δε 52ο ΣΠ είχε νεκρούς 7 αξιωματικούς και 120 οπλίτες, τραυματίες δε 16 αξιωματικούς και 385 οπλίτες, Τελικά το 28ο ΣΠ Αμυνταίου, με την υποστήριξη του 33ου ΣΠ, στις 30 Δεκ., εξεδίωξε και μάλιστα χωρίς απώλειες τους Ιταλούς από το ύψ. 1292, ύστερα από καλά σχεδιασμένη νυχτερινή έφοδο. Οι Ιταλοί είχαν περίπου 400 νεκρούς. Συνολικά στις μάχες αυτές οι Ιταλοί είχαν περίπου 600 νεκρούς και 700 αιχμαλώτους, εγκατέλειψαν 18 πυροβόλα, 20 πολυβόλα και άφθονο άλλο υλικό. Στην ίδια επιχείρηση το 5ο ΣΠ έλαβε μέρος στην επίθεση πρός κατάληψη της κορυφογραμμής 1292, Μάλι – Σεβράνι – Γαρονίν και κατέλαβε τη γραμμή Μπρέγκο Φράταρι – Μετζίνι – Μάλι – Τοπόγιανιτ με απώλειες: οπλίτες νεκροί 10, τραυματίες 15. Συνελήφθησαν από τα ΙΙΙ/2 καί ΙΙΙ/5 Τάγματα 144 αιχμάλωτοι και κυριεύθηκαν 2 πυροβόλα από το ΙΙΙ/2 Τάγμα (Στρατιώτου).
Ενώ η XV Μεραρχία προελαύνει στην κορυφή του Γαρονίν, η Ι Μεραρχία, με το 4ο και το 5ο ΣΠ κινείται αριστερά στις πλαγιές του βουνού, με σκοπό και οι δυο να υπερβούν την Κλεισούρα από ανατολικά και να κλείσουν τους Ιταλούς στα στενά του Αώου, μεταξύ των οροσειρών της Νεμέρτσκας και της Τρεμπεσίνας. Μέχρι τις 7 Ιαν. 1941 έγιναν διάφορες μικροεπιθέσεις με μικρές απώλειες: νεκροί οπλίτες 10, τραυματίες: αξ/κοί 2, οπλίτες 30. Στις 8 Ιαν. το 5ο ΣΠ επιτίθεται με τα ΙΙΙ/5 και Ι/5 Τάγματα και καταλαμβάνει το ύψ. Μάλι Τοπόγιανιτ. Το ΙΙΙ/33 Τάγμα (Σιαπέρα) που είναι υπό διοίκηση του 5ου ΣΠ κατευθύνεται προς Σούκα και αποκόπτει την οδό Κλεισούρας -Βερατίου, συνέλαβε δε 600 περίπου αιχμαλώτους, άφθονο υλικό, 5 οχήματα μηχανοκίνητα. Στις 9 Ιαν. το 5ο ΣΠ, μαζί με το 33ο ΣΠ, κατέλαβε το Μάλι Γαρονίν (ώρα
Στις 11/12 Ιαν. το ΙΙΙ/2 Τάγμα (Στρατιώτου) απέκρουσε 10 νυκτερινές επιθέσεις του εχθρού στα υψώματα του Ροντέν. Στη 1 μ.μ. οι Ιταλοί εκτοξεύουν την τελική επίθεση ύστερα από μεγάλη προπαρασκευή με πυρά Πυρ/κού καί Πεζικού,αλλά και 100 περίπου αεροπλάνων. Ως ενίσχυση του Τάγματος διατέθηκε μόνον ο 11ος Λόχος (Γκερέκου) του 5ου ΣΠ, ο μόνος εφεδρικός. Το Τάγμα ανατράπηκε, αλλά αργότερα, αφού ενισχύθηκε, ανακατέλαβε μέρος του υψώματος με αντεπίθεση. Οι απώλειές του ήταν: νεκροί αξ/κοί 1, οπλίτες 10, τραυματίες: αξ/κοί 7, οπλίτες 98.
Συγχρόνως, το πρωί της 12ης Ιαν., το Απόσπασμα του ανχη Ι. Δημοκωστούλα, με υποστήριξη μονάδων της Ι Μεραρχίας εξαπέλυσε μετωπική επίθεση εναντίον της Κλεισούρας, την οποία κατέλαβε στις 10 π.μ. Οι Ιταλοί δεν περίμεναν να πέσει η καλά οχυρωμένη Κλεισούρα και γι’ αυτό περιήλθαν σε σύγχυση και ετράπησαν σε φυγή. Στην Αθήνα η είδηση προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό και ο πρωθυπουργός Ι. Μεταξάς απέστειλε νέο συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον σωματάρχη Παπαδόπουλο.
Το Απόσπασμα Κετσέα υπό την Ι Μεραρχία, στις 21 Ιαν. πέρασε δυτικά του ποταμού Ντέσνιτσα, στις 22 διά του ΙΙ/5 Τάγματος κατέλαβε το χωριό Μπούμπεσι, όπου οι Ιταλοί είχαν προβάλει ισχυρή αντίσταση. Συνέλαβε 345 αιχμαλώτους, εκ των οποίων οι 15 αξιωματικοί. Το ΙΙ/5 Τάγμα είχε 2 νεκρούς και 1 τραυματία αξιωματοικούς, καθώς και 30 νεκρούς και 180 τραυματίες οπλίτες. Στις 23 Ιαν. το ίδιο τάγμα κατέλαβε το ύψ. Μπρέγκου-Ράπιτ (717), ενώ το ΙΙ/7 Τάγμα κατέλαβε το ύψ. 731 (Σορζ). Από το βράδυ 23/24 Ιαν. το Ι/51 Τάγμα αντικατέστησε το ΙΙ/7 Τάγμα στο ύψ. 731 και άρχισε αμέσως την εκκαθάριση των μεμονωμένων αντιστάσεων του εχθρού στα δύο σημαντικότατα υψώματα, πράγμα που επέτυχε αλλά είχε 3 αξιωματικούς νεκρούς και 2 τραυματίες, καθώς και 20 οπλίτες νεκρούς και 207 τραυματίες. Οι απώλειες των Ιταλών ήταν πάνω από 500 νεκροί και τραυματίες, καθώς και 84 αιχμάλωτοι, μεταξύ των οποίων και 4 αξιωματικοί. Μετά από τους σκληρούς και φονικούς αυτούς αγώνες η Ι Μεραρχία ελέγχει πλέον όλα τα υψώματα γύρω από την κοιλάδα του Ντέσνιτσα, βορείως της Κλεισούρας.
Επιχειρήσεις Φεβρουαρίου-Μαρτίου 1941
Μετά την κατάληψη της Κλεισούρας οι επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού, με απόφαση του ΓΕΣ και παρά τις αντιρρήσεις των στρατηγών του Κεντρικού Μετώπου, στράφηκαν προς την δύσβατη και χιονοσκεπασμένη οροσειρά της Τρεμπεσίνας με απώτερο σκοπό την κατάληψη του Τεπελενίου, το οποίο βρισκόταν στην κατεύθυνση του Νοτίου Μετώπου, πίσω και δυτικά από την Τρεμπεσίνα. Έτσι στις 27 Ιαν. διαλύθηκαν προσωρινώς οι οργανικοί δεσμοί των συνταγμάτων πεζικού της Ι Μεραρχίας για τις επιχειρήσεις αυτές.
Τό ΙΙΙ/4 Τάγμα (Μπαλντούμη) με επίθεση μέσα στο χιόνι (ύψους
Στις 26 Ιαν. Ιταλοί χιονοδρόμοι και πεζοί της Μεραρχίας Λεάνο κατέβηκαν από την Τρεμπεσίνα στην κοιλάδα του Ντέσνιτσα και βρέθηκαν στα νώτα της Ι Μεραρχίας. Την ίδια ημέρα ξεκινώντας από το Τεπελένι, με άρματα μάχης και υποστήριξη πυροβολικού και αεροπορίας, έφτασαν κοντά στην Κλεισούρα με σκοπό να αποφράξουν τα στενά. Μετά τον αρχικό αιφνιδιασμό, οι Έλληνες ανασυντάχτηκαν και με τη βοήθεια της νεοφερμένης V Μεραρχίας (Κρήτης), ως τις 30 Ιαν. απώθησαν τους Ιταλούς και εκκαθάρισαν την κορυφογραμμή της Τρεμπεσίνας από αυτούς.
Μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου δεν επήλθε καμία σημαντική αλλαγή στη διάταξη της Ι Μεραρχίας. Σε άλλους τομείς του Β΄ ΣΣ καταλήφθηκαν διάφορα υψώματα και βελτιώθηκαν θέσεις, αλλά το Τεπελένι δεν καταλήφθηκε.
Στις 2 Φεβ. το 5ο ΣΠ είχε συγκεντρωθεί μεταξύ των υψωμάτων Ψάρι και Πάκαρι και άρχισε την αμυντική οργάνωση της περιοχής. Δ/τής του Συγκροτήματος ήταν ο σχης Νικ. Γεωργούλας και του Υποτομέα Κιάφε Λιούζιτ ο τχης Μπαλντούμης με τα ΙΙΙ/4 και ΙΙ/2 Τάγματα, του δε Υποτομέα Σπι Καμαράτε – Μπρέγκου Ράπιτ ο σχης Κετσέας με τα Ι/5, ΙΙ/5 (από 17 Φεβ.), Ι/51 Τάγματα και τη 2η Μοίρα ΠΠ..
Η απόκρουση της μεγάλης Εαρινής Επιθέσεως των Ιταλών (9-24 Μαρτίου 1941)
Από το τέλος Δεκεμβρίου 1940 ο Μουσολίνι είχε αναθέσει την αρχιστρατηγία των δυνάμεων της Αλβανίας στον αρχηγό του Ιταλικού Στρατού στργό Καβαλλέρο, ο οποίος αντικατέστησε τον στργό Σοντού, που κι αυτός είχε αντικαταστήσει πριν από δύο μήνες τον στργό Πράσκα. Από τις 21 Ιανουαρίου ο Μουσολίνι προετοίμαζε την Εαρινή Επίθεση (Prima Vera) με σκοπό να τσακίσει, όπως έλεγε, τα πλευρά των Ελλήνων και να τιμωρήσει τους ταραξίες των Βαλκανίων, όπως διέδιδε η προπαγάνδα του. Ως το τέλος Φεβρουαρίου μεταφέρθηκαν στην Αλβανία 10 νέες μεραρχίες που προστέθηκαν στις άλλες 15 που βρίσκονταν ήδη εκεί. Ο Μουσολίνι εξέδωσε ημερήσια διαταγή με την οποία καλούσε όλους τους φασιστικούς παράγοντες, ακόμη και υπουργούς, να επανέλθουν στον στρατό και να πάρουν θέσεις στο Αλβανικό Μέτωπο. Έτσι προσήλθαν και ανέλαβαν υπηρεσία 7 υπουργοί, ανάμεσα στους οποίους και ο Τσιάνο. Ο Ντούτσε με προσωπική του επιστολή κάλεσε τους γόνους όλων των εξεχουσών οικογενειών της Ιταλίας, που υπηρετούσαν σε άλλα μέτωπα, να σπεύσουν στην Αλβανία και να καταταγούν στις εκεί μονάδες. Από τις 2 Μαρτίου βρισκόταν στην Αλβανία και ο ίδιος ο Μουσολίνι, ο οποίος επιθεώρησε πολλές μονάδες. Τώρα οι ιταλικές δυνάμεις ανέρχονταν σε 25 μεραρχίες πεζικού, 3 συντάγματα ιππικού, 4 συντάγματα Βερσαλλιέρων, 1 σύνταγμα Γρεναδιέρων και ομάδα ταγμάτων Μελανοχιτώνων, ήτοι άλλες 4 με 5 μεραρχίες. Υπήρχε βέβαια για υποστήριξη το ανάλογο πυροβολικό παντός διαμετρήματος και 400 αεροπλάνα.
Η Διοίκηση και το Επιτελείο του Β΄ ΣΣ, υπό τον αντγο Δημ. Παπαδόπουλο, είχαν αντιληφθεί τις μεγάλες ιταλικές συγκεντρώσεις από παρατηρήσεις και πληροφορίες αιχμαλώτων. Παράλληλα είχαν εκτιμήσει ότι μεγάλη ιταλική επίθεση θα εκδηλωνόταν στο Κεντρικό Μέτωπο, στην κατεύθυνση Γκλάβα – Μπούμπεσι – Κλεισούρα. Έτσι είχαν προβεί σε οχύρωση των αμυντικών τοποθεσιών του Μετώπου στη διάρκεια της απραξίας του χειμώνα.
Από τις βορειοανατολικές πλαγιές της Τρεμπεσίνας, αριστερά, έως τον Άψο ποταμό (δεξιά) είχαν παραταχθεί οι μονάδες του Β΄ΣΣ, το οποίο από τις 8 Μαρτίου (παραμονή επιθέσεως) είχε διοικητή τον υπγο Γεώργιο Μπάκο και επιτελάρχη (από την αρχή του πολέμου ως τις 21 Μαρτίου) τον Δ. Μαχά. Στον αριστερό τομέα είχαν παραταχθεί οι μονάδες της Ι Μεραρχίας (υπό τον αντγο Β. Βραχνό). Ο τομέας άρχιζε αριστερά από το Κιάφε Λούζιτ στις πλαγιές της Τρεμπεσίνας (υψ. 1060-1308), στο κέντρο ήταν το ύψ. 731 και δεξιά το ύψ. Μπρέγκου Ράπιτ (ή 717).
Το ιταλικό σχέδιο επιθέσεως
Το ιταλικό σχέδιο επιθέσεως προέβλεπε πράγματι η κύρια προσπάθεια, σε μέτωπο
Απέναντι σ’ αυτές τις ιταλικές δυνάμεις η Ι Μεραρχία Λαρίσης, με δκτή τον υπτγο Βασ. Βραχνό, διέθετε 6 τάγματα σε α΄ κλιμάκιο και άλλα 3 σε εφεδρεία, ιππαστί της οδού Κλεισούρας-Βερατίου. Υπήρχαν επίσης και κάποια εφεδρικά τμήματα του Β΄ ΣΣ.. Οι δυνάμεις της Μεραρχίας ήσαν οργανωμένες σε δύο συγκροτήματα των δύο υποσυγκροτημάτων το καθένα: Το 1ο Συγκρότημα υπό τον σχη Νικ. Γεωργούλα, δκτή του 5ου ΣΠ Τρικάλων, στο Βόρειο τμήμα του μετώπου της Μεραρχίας με τα δύο Υποσυγκροτήματα του ανχη Θ. Κετσέα, ιππαστί της οδού, το οποίο δέχθηκε τη μεγαλύτερη πίεση, και το Υποσυγκρότημα του τχη Ι. Μπαλντούμη στο ύψ. Κιάφε-Λούζιτ, στις πλαγιές της Τρεμπεσίνας προς την χαράδρα Πρόι-Μαθ. Το Υποσυγκρότημα Κετσέα αποτελούνταν από τα 3 τάγματα του 5ου ΣΠ και είχε την ακόλουθη διάταξη: Επί του υψ. 731 το 2ο Τάγμα υπό τον τχη Δημ. Κασλά (από το Πουρί Πηλίου), επί του υψ. Μπρέγκου-Ράπιτ το 3ο Τάγμα υπό τον τχη Σπ. Χειμαρριώτη (από την Κέρκυρα) και το 1ο Τάγμα υπό τον τχη Κων. Περράκη (από την Ιεράπετρα Κρήτης) ως εφεδρεία, πίσω από το ύψ. 731, στο αντέρεισμα Σπι-Καμαράτε. Το Υποσυγκρότημα Μπαλντούμη απετελούνταν από το 3ο Τάγμα του 4ου ΣΠ Λαρίσης με δκτή τον ίδιο τον Ι. Μπαλντούμη (από τη Σαμαρίνα Γρεβενών) και υπδκτή τον τχη Ευστ. Αρέθα (από τον Βόλο).
Το 2ο Συγκρότημα της Μεραρχίας υπό τον σχη Κων. Παπαδόπουλο, δκτή Πεζικού της Μεραρχίας, βρισκόταν στο Νότιο τμήμα του Μετώπου της Μεραρχίας, πάνω στην Τρεμπεσίνα, με τα δύο Υποσυγκροτήματά του, του ανχη Στεφ. Κατσιμήτρου με την υπόλοιπη δύναμη του 4ου ΣΠ (Λαρίσης), και του ανχη Χρ. Ιωάννου με τα δύο τάγματα του 16ου ΣΠ. Η Μεραρχία είχε ως εφεδρεία της το 1ο Τάγμα του 51ου ΣΠ Τρικάλων υπό τον τχη Εμμ. Τζανετή, το οποίο ήταν εγκατεστημένο στο ύψ. 731 ως τη νύχτα της 8ης Μαρτίου (παραμονή της επιθέσεως), οπότε αντικαταστάθηκε από το ΙΙ/5 Τάγμα (Κασλά), του οποίοι οι αξιωματικοί και στρατιώτες δεν γνώριζαν καλά το ύψωμα και περίμεναν να ξημερώσει για να προσανατολισθούν. Όμως οι μαχητές του Ι/51 Τάγματος είχαν οργανώσει τις θέσεις τους κατά τον καλύτερο τρόπο και οι νέοι του ΙΙ/5 Τάγματος τις βελτίωσαν μέσα στη νύχτα παρ’ ότι ήσαν κατάκοποι από την πολύωρη πορεία τους. Έτσι, εκτός των άλλων, την παραμονή της επιθέσεως δεν κοιμήθηκαν ούτε δύο ώρες.
Η Ιταλική επίθεση
Όλοι οι Έλληνες στρατιώτες περίμεναν την εχθρική επίθεση, αλλά δεν γνώριζαν πότε θα εκδηλωθεί. Ήταν επομένως προετοιμασμένοι υλικά και ψυχικά για να την αντιμετωπίσουν.
Πρώτη Ημέρα (9-3-1941)
Στις 4 π.μ. της 9ης Μαρτίου 1941 ο Μουσολίνι εγκαταστάθηκε στο προκεχωρημένο παρατηρητήριο «Κόμαριτ», απέναντι περίπου από το ύψ. 731, σε απόσταση βολής από το ελληνικό ΠΒ. Κανένας άλλος αρχηγός κράτους ή κυβερνήσεως κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν πήγε ποτέ τόσο κοντά στην πρώτη γραμμή, όσο ο Μουσολίνι σ’ αυτή την επίθεση. Ήθελε να είναι παρών στη μεγάλη νίκη!
Στις 6 π.μ. άρχισε η Ιταλική Εαρινή Επίθεση και ξαφνικά όλος ο τομέας της Ι Μεραρχίας συγκλονίστηκε από τους εκκωφαντικούς κρότους των εκρήξεων βλημάτων πυροβολικού παντός διαμετρήματος και βαρέων όλμων. Οι θέσεις της Μεραρχίας βάλλονταν σ’ όλο το πλάτος και το βάθος. Υπολογίστηκε ότι έβαλε ένα πυροβόλο ανά μέτρο μετώπου. Τα πάντα ανασκάφτηκαν. Η προπαρασκευή του ιταλικού ΠΒ κράτησε δυόμισι ώρες, κατά τις οποίες έπεσαν πάνω στις ελληνικές θέσεις περίπου 100.000 βλήματα. Οι επικοινωνίες της Ι Μεραρχίας με τα εμπρός τμήματά της αποκόπηκαν. Ο μεγαλύτερος και σφοδρότερος βομβαρδισμός να γινόταν σ’ όλο το Κεντρικό Μέτωπο, και ιδιαίτερα στα υψώματα 731, Μπρέγκου-Ράπιτ και στο Κιάφε-Λούζιτ. Όταν ξημέρωσε στα 400 ιταλικά πυροβόλα και τους 300 περίπου βαρείς όλμους προστέθηκαν και 190 αεροπλάνα, τα οποία έβαλαν και αυτά στον Κεντρικό Τομέα. Κάποιο σμήνος το διοικούσε ο ίδιος ο Τσιάνο, υπουργός εξωτερικών και γαμπρός του Μουσολίνι. Στις 8 π.μ. άρχισε η κίνηση του Πεζικού με παραπλανητική ενέργεια εναντίον του δεξιού του Υποσυγκροτήματος Κετσέα (υψώματα χ. Μπούμπεσι) και των αριστερά αυτού ευρισκομένων Υπ/τος Μπαλντούμη και Συγκρ/τος Παπαδοπούλου. Χωρίς να παραπλανηθεί η Διοίκηση του Β΄ ΣΣ, οι Ιταλοί καθηλώθηκαν.
Στις 9 π.μ. ο επί του υψ. 731 διοικητής του ΙΙ/5 Τάγματος τχης Δ. Κασλάς απέστειλε προς τους διοικητές των λόχων του την εξής διαταγή: «Επί των κατεχομένων θέσεων θα αμυνθώμεν μέχρι εσχάτων. Ουδείς θα κινηθή προς τα οπίσω. Εμψυχώσατε άνδρας σας και τονώσατε το ηθικόν των. Προμηνύεται λυσσώδης επίθεσις του εχθρού, η οποία όπως δήποτε θα αποκρουσθή και θα συντριβή. Τηρήσατέ με ενήμερον τακτικής καταστάσεως. Επαναλαμβάνω, τότε μόνον θα διέλθη ο εχθρός εκ της τοποθεσίας μας, όταν αποθάνωμεν άπαντες επί των θέσεών μας».
Στις 9 επίσης άρχισε η κανονική επίθεση εναντίον των υψωμάτων 731 και Μπρέγκου-Ράπιτ με τους Ιταλούς να πιστεύουν ότι πάνω στα υψώματα αυτά δεν θα υπήρχε κανείς ζωντανός. Όταν σταμάτησαν τα ιταλικά πυρά πυροβολικού, τους επιτιθέμενους Ιταλούς περιέλαβαν τα πυρά ανασχέσεως του ελληνικού ΠΒ και τους αποδεκάτισαν. Οι υπόλοιποι όμως πέρασαν τον φραγμό και προχώρησαν. «Και τότε έγινε το θαύμα. Μέσα απ’ τα χώματα, τις πέτρες, τα κομματιασμένα συρματοπλέγματα, τους ξεκοιλιασμένους γαιόσακους, αναδεύτηκαν ανθρώπινα όντα, σαν να βρικολάκιαζαν, ανασηκώθηκαν, έσφιξαν στο μάγουλο το όπλο, σημάδεψαν, έριξαν στο ψαχνό. Τα ελληνικά πολυβόλα με το βαρύ τους κροτάλισμα γάζωναν τον αέρα. Οι Ιταλοί αιφνιδιάζονται, καθηλώνονται. Οι ελάχιστοι επιζώντες Έλληνες, την κατάλληλη στιγμή εξέρχονται των κατεστραμμένων χαρακωμάτων τους και με εφ’ όπλου λόγχη και την κραυγή “ΑΕΡΑ” αντεπιτίθενται. Οι Ιταλοί ανατρέπονται και υποχωρούν προς την αρχική γραμμή εξορμήσεώς τους, καταδιωκόμενοι, αρχικά από τους μαχητές και στη συνέχεια από τα πυρά του ελληνικού ΠΒ. Οι Ιταλοί επιτίθενται εκ νέου με νέα τμήματα. Το ίδιο σκηνικό επαναλαμβάνεται. Οι Ιταλοί καταφέρνουν να διατηρήσουν ένα μικρό ύψωμα με υψοδείκτη 717, μαστό του 731, 500 περίπου μέτρα μπροστά του, όπου ήταν εγκατεστημένες οι Προφυλακές Μάχης. Ανακαταλαμβάνεται με αντεπίθεση από το εφεδρικό τμήμα του Τάγματος του Κασλά». Τρίτη ιταλική επίθεση στο 731 και στο Μπρέγκου-Ράπιτ, στις
Δεύτερη Ημέρα (10-3-1941)
Η νύχτα της 9/10 Μαρτίου πέρασε σχεδόν ήσυχα παρά τα σποραδικά πυρά ΠΒ που έπεφταν και από τις δύο πλευρές. Οι Έλληνες στρατιώτες βελτίωσαν τις θέσεις τους. Στις 6.45 π.μ. άρχισε νέος καταιγιστικός βομβαρδισμός όλου του Μετώπου· και ήταν τέτοιος που θύμιζε τους θρυλικούς βομβαρδισμούς του Βερντέν κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα πάντα ανασκάφτηκαν και πάλι, αλλά οι επιζήσαντες ηρωικοί υπερασπιστές, παρέμειναν ακλόνητοι στις θέσεις τους. Στις 8.50 π.μ. νέα σφοδρή επίθεση των Ιταλών εναντίον των υψ. 731 και Μπρέγκου-Ράπιτ. Οι Ιταλοί αποκρούστηκαν και υποχώρησαν με μεγάλες απώλειες. Συνελήφθησαν ένας λοχαγός και 3 οπλίτες. Στις 11.15 π.μ. επιτέθηκαν και πάλι, αλλά μόνο στο Μπρέγκου-Ράπιτ, αλλά ως τις 12.30 αποκρούστηκαν με βαρειές απώλειες. Το ίδιο έγινε και κατά την 3η επίθεσή στις 5.45 μ.μ. εναντίον του 731. Οι απώλειες της Μεραρχίας κατά την 2η ημέρα ήσαν 2 νεκροί και 2 τραυματίες αξιωματικοί, 27 νεκροί και 147 τραυματίες οπλίτες. Συνελήφθησαν 8 αιχμάλωτοι Ιταλοί. Για την επικρατούσα κατάσταση στο Ύψ. 731 είναι χαρακτηριστική η αναφορά του διοικητή του ΙΙ/5 Τάγματος τχη Δημ. Κασλά που απέστειλε στις 4 μ.μ. της 10 Μαρ. προς το 51ο ΣΠ (Τρικάλων): «Αναφέρω ότι γραμμή αντιστάσεως κρατείται, δεν γνωρίζω όμως επιζώντας ή νεκρούς άνδρας. Το παν κατεστράφη. Χαρακώματα, συρματοπλέγματα ισοπεδώθησαν, αυτόματα όπλα και πολυβόλα κατά το πλείστον κατεστράφησαν.Αποστείλατε Πυρομαχικά, χειροβομβίδας». Παρά ταύτα το 731 δεν έπεσε στους Ιταλούς.
Τρίτη Ημέρα (11-3-1941)
Οι Ιταλοί ήθελαν πάση θυσία να διασπάσουν το Ελληνικό Μέτωπο στην περιοχή του υψ. 731, όπου το φυσικό πέρασμα προς νότον. Στις 4.30 τη νύχτα, χωρίς προπαρασκευή ΠΒ και αιφνιδιαστικά, επιτέθηκαν κατά του υψ. 731 αλλά αποκρούστηκαν. Επακολούθησε σφοδρός βομβαρδισμός. Παράλληλα δύο ιταλικά τάγματα Μελανοχιτώνων του 72 ΣΠ της Μεραρχίας Πούλιε προωθήθηκαν μέσα στη χαράδρα Πρόι-Μαθ, που βρίσκεται αριστερά του υψ. 731 και είναι κάθετη προς το μέτωπο και οδηγεί στα νώτα του υψώματος, με σκοπό να υπερκεράσουν το ύψωμα. Η κεφαλή της φάλαγγας είχε φτάσει ήδη στο Χάνι Βινοκάζιτ, στα νώτα των Ελλήνων, αλλά έγινε αντιληπτή και, όταν σηκώθηκε η πυκνή ομίχλη την αυγή, βρέθηκαν όλοι οι Ιταλοί εγκλωβισμένοι μέσα στη χαράδρα στο έλεος των ελληνικών πυρών και χωρίς οδό διαφυγής. Ως το μεσημέρι όλοι σχεδόν οι Ιταλοί είτε είχαν φονευθεί, είτε είχαν συλληφθεί αιχμάλωτοι. Μέσα στη χαράδρα αυτή όσοι Ιταλοί δεν φονεύθηκαν, συνελήφθησαν αιχμάλωτοι (501 συνολικά από τους οποίους 20 αξιωματικοί, μεταξύ τους και 3 ταγματάρχες). Ο διοικητής τους είχε αυτοκτονήσει. Οι νεκροί ήταν πάνω από 250, όλο δε το υλικό τους έπεσε στα χέρια των Ελλήνων. Στην ενέργεια αυτή πρωτοστάτησε το ΙΙΙ/19 Τάγμα Σερρών (Κουτρίδη), που είχε διατεθεί στην Ι Μεραρχία και ήταν εγκατεστημένο κοντά στην έξοδο της χαράδρας έτοιμο να επέμβει υπέρ του 731. Στις 9.45 π.μ., μετά από σφοδρό βομβαρδισμό, οι Ιταλοί για αντιπερισπασμό εκτόξευσαν επίθεση κατά του υψ. 731 και του Μπρέγκου Ράπιτ, αλλά και η επίθεση αυτή αποκρούστηκε. Οι απώλειες της Μεραρχίας την 3η ημέρα ανήλθαν σε 2 νεκρούς και 3 τραυματίες αξιωματικούς και σε 44 νεκρούς και 132 τραυματίες οπλίτες.
Τέταρτη Ημέρα (12-3-1941)
Τα μεσάνυκτα (0.45) οι Ιταλοί, με νέες μονάδες, εξαπέλυσαν νέα επίθεση, η οποία αποκρούστηκε με αγώνα εκ του συστάδην. Στις 5.30 το πρωί, και άλλη επίθεση, η 11η κατά σειρά, εναντίον των υψ. 731, Μπρέγκου Ράπιτ και Κιάφε-Λούζιτ, αποκρούστηκε και αυτή. Οι απώλειες της Ι Μεραρχίας σε όλο το μέτωπό της ήταν: 6 νεκροί και 6 τραυματίες αξιωματικοί, 93 νεκροί και 307 τραυματίες οπλίτες. Το Β΄ ΣΣ διέθεσε το Ι/67 Τάγμα της XVII Μεραρχίας (δκτής τχης Περ. Ελευθεριάδης από τη Λέσβο) στην Ι Μεραρχία και διέταξε επίσης την αντικατάσταση του 5ου ΣΠ (Τρικάλων) και του Ι/51 Τάγματος (Τρικάλων), δηλ. του Υποσυγκροτήματος Κετσέα, από το 19ο ΣΠ (Σερρών), λόγω των πολλών απωλειών που είχε υποστεί κατά τον 4ήμερο αγώνα, κατά τον οποίο αντιμετώπισε την μεγαλύτερη επίθεση όλου του πολέμου. Στο ύψ. 731 εγκαταστάθηκε το ΙΙΙ/19 Τάγμα (λγού Κουτρίδη), με τον 9ο Λόχο του εφ. ανθλγού Χρυσ. Χρυσάφη στην κορυφή του υψώματος. Στο ύψ. Μπρέγκου Ράπιτ το Ι/19 Τάγμα (τχη Μ. Παπακωνσταντόπουλου) και το ΙΙ/19 Τάγμα (τχη Χρ. Φωκά Χρήστου), ως εφεδρεία του Συντάγματος στο ύψ. Σπι Καμαράτε. Στο ΙΙΙ/19 Τάγμα παρέμεινε ο δκτής του αντικατασταθέντος ΙΙ/5 Τάγματος (τχης Δημ. Κασλάς), με έναν λόχο για 24 ώρες, διατηρώντας και τη διοίκηση των τμημάτων του υψ. 731. Η αντικατάσταση έγινε τη νύχτα, όπως προβλέπεται. Στον Υποτομέα του τχη Μπαλντούμη, στο ύψ. Κιάφε Λούζιτ, παρέμεινε το ΙΙΙ/4 Τάγμα, που τέθηκε απ’ ευθείας υπό την διοίκηση της Μεραρχίας. Στις 14 Μαρτίου ο Μπαλντούμης παρέδωσε την διοίκηση του Τάγματος στον τχη Αρέθα.
Στο εξής το Συγκρότημα Γεωργούλα και το Υποσυγκρότημα Κετσέα, έπαψαν να υφίστανται και οι δυνάμεις τους ως 5ο Σύνταγμα πλέον απεσύρθησαν στα μετόπισθεν, ως εφεδρεία της Ι Μεραρχίας, για ανασυγκρότηση και ανάπαυση. Κατά τον 4ήμερο αγώνα του στα υψ. 731, Μπρέγκου-Ράπιτ και Σπι Καμαράτε, το 5ο ΣΠ είχε τις εξής απώλειες: νεκροί αξιωματικοί 6, οπλίτες 119· τραυματίες: αξιωματικοί 8, οπλίτες 425. Εξαφανισθέντες: αξιωματικοί 1, οπλίτες 27. Σύνολο απωλειών 586, δηλ. περίπου το μισό της δυνάμεώς του.
Οι επόμενες ημέρες (13 έως 25 Μαρτίου 1941)
Με το ίδιο πείσμα και την ίδια αποφασιστικότητα αντιμετώπισε και το 19ο ΣΠ (Σερρών) τους εξ ίσου σφοδρούς βομβαρδισμούς και τις επιθέσεις που εξαπέλυσαν οι Ιταλοί τις τρεις επόμενες ημέρες (13 έως 15 Μαρτίου) σε ολόκληρο το μέτωπο και ιδιαίτερα στο ύψ. 731. Οι απώλειες της Μεραρχίας ήταν μεγάλες. Από τις 16 Μαρτίου οι Ιταλοί αποφάσισαν την αναστολή των μεγάλων επιθετικών επιχειρήσεων, εν αναμονή πλεονεκτικοτέρων συνθηκών και με την έμμονη προοπτική του Μουσολίνι να εξασφαλίσει έστω και μικρή επιτυχία, προτού οι Γερμανοί επιτεθούν στην Ελλάδα. Στις 16, 17 και 18 δεν έγιναν ιταλικές επιθέσεις, αλλά συνεχίστηκαν οι σποραδικοί βομβαρδισμοί με πυροβολικό και Όλμους. Τότε η Ι Μεραρχία (Θεσσαλίας) αποσύρθηκε στα μετόπισθεν ως εφεδρεία, όπου παρέμεινε μέχρι τις 31 Μαρτίου 1941. Το πρωί της 19ης Μαρτίου όμως, μετά από σφοδρό βομβαρδισμό του υψ. 731, νεοαφιχθείς και καλά εκπαιδευμένος ιταλικός λόχος με 4 άρματα και υπό την κάλυψη των πυρών τους πλησίασε τα χαρακώματα της κορυφής του υψώματος, αιφνιδιάζοντας τους υπερασπιστές του, οι οποίοι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και ετράπησαν σε φυγή πίσω από το ύψωμα, κατέλαβε την κορυφή του υψ. 731 και κατήλθε στο αντιπρανές, όπου εφόνευε ακόμη και όσους παρεδίδονταν, με υψωμένα τα χέρια. Το ύψωμα ανακαταλήφτηκε αμέσως από τον εφεδρικό λόχο και οι Ιταλοί αποδεκατίστηκαν. Από τα 4 ιταλικά άρματα τα 2 καταστράφηκαν επί τόπου, ένα έπεσε στη χαράδρα και το 4ο διέφυγε.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το πρωί (9.30) της 22-3-1941 ήρθε στο ύψ. 731 ομάδα Ιταλών κηρύκων, στην οποία συμμετείχαν τρεις στρατιωτικοί ιερείς και μερικοί τραυματιοφορείς, για να ζητήσει εκεχειρία 4-6 ωρών για να θάψουν τους νεκρούς και ανέφερε ότι από ιταλικής πλευράς διατάχτηκε διακοπή του πυρός από τον δκτή της Μεραρχίας Μπάρι, ο οποίος παρακαλούσε να γίνει το ίδιο και από τους Έλληνες. Αφού ενημερώθηκε όλη η ελληνική ιεραρχία μέχρι το Γενικό Στρατηγείο, καθορίστηκαν οι εξής όροι για την αποδοχή της εκεχειρίας: α) Η κατάπαυση του πυρός έπρεπε να επεκταθεί και στην Αεροπορία, β) Θα ήταν 4ώρου διαρκείας από το επόμενο πρωί, γ) Στο πρωτόκολλο θα αναγραφόταν σαφώς ότι την εκεχειρία ζήτησαν οι Ιταλοί και μπορούσε να επεκταθεί και σε άλλους τομείς, αν το ζητούσαν, δ) Η περισυλλογή και ταφή των νεκρών Ιταλών από το ύψ. 717 και πίσω, καθώς και στη χαράδρα Πρόι-Μαθ θα γινόταν από ελληνικά τμήματα, παρισταμένων Ιταλών αντιπροσώπων του Υγειονομικού, ε) Η έναρξη και η λήξη της εκεχειρίας θα γινόταν με ειδικά σαλπίσματα, στ) Το πρωτόκολλο εις διπλούν θα υπογραφόταν από ανώτερους αξιωματικούς. Οι όροι αυτοί δεν έγιναν δεκτοί και οι εχθροπραξίες ξανάρχισαν στις 11 το βράδυ. Στο μεσοδιάστημα «ο δκτής του Ι/67 Τάγματος που προωθήθηκε μέχρι το ύψ. 717, σε σχετική έκθεσή του, ανέφερε ότι, καίτοι είχε ήδη αντικρίσει εικόνες ανθρωποσφαγής στα πεδία μαχών της Μακεδονίας και της Μ. Ασίας, εν τούτοις το μακάβριο και φρικιαστικό θέαμα, που αντίκρισε στον χώρο μεταξύ των υψ. 731 και 717, υπερέβαινε τις δυνατότητες της ανθρώπινης φαντασίας. Όλη η ορατή περιοχή μεταξύ των δύο αυτών υψωμάτων ήταν καλυμμένη με πτώματα και τεμαχισμένα ανθρώπινα μέλη, ανακατεμένα με σπασμένα όπλα και χώματα. Σε πολλές περιπτώσεις υπήρχαν πτώματα Ιταλών εναγκαλισμένα με πτώματα Ελλήνων. Ασφαλώς την ίδια θέα είχε δει και ο επικεφαλής των κηρύκων ιερέας, ο οποίος όταν έφθασε στον ΣΔ του τάγματος έπαθε νευρικό κλονισμό και θα κατέρρεε αν δεν τον βοηθούσε ο ιατρός του Τάγματος. Συνέχεια αναφωνούσε “Ω Θεέ μου”». Την νύκτα της 22/23 Μαρτίου από τις 11 το βράδυ μέχρι το πρωί εξαπολύθηκε σφοδρός βομβαρδισμός σε όλο τον τομέα της Ι Μεραρχίας, ως αντίποινα για τη μη επίτευξη της εκεχειρίας. Οι τελευταίες επιθέσεις των Ιταλών εναντίον του υψ. 731 έγιναν στις 24 Μαρτίου, χωρίς αποτέλεσμα.
Οι συνολικές απώλειες της Ι Μεραρχίας καθ’ όλη τη διάρκεια της Εαρινής Ιταλικής Επιθέσεως ήταν: 19 νεκροί και 37 τραυματίες αξιωματικοί· 282 νεκροί και 1.425 τραυματίες οπλίτες. Επιπλέον οι απώλειες του 19ου ΣΠ ήταν: 7 νεκροί και 20 τραυματίες αξιωματικοί· 249 νεκροί και 603 τραυματίες οπλίτες. Οι απώλειες των Ιταλών για όλο τον Κεντρικό Τομέα υπολογίζονται σε 5.000 περίπου νεκρούς, ενώ οι αιχμάλωτοι (από 7 Ιανουαρίου μέχρι τέλος Μαρτίου), για όλο το μέτωπο, ήταν 189 αξιωματικοί και 7.645 οπλίτες.
Στις 21 Μαρτίου 1941 ο Μουσολίνι ταπεινωμένος, γεμάτος πικρία και απαγοήτευση αναχώρησε για τη Ρώμη. Την προηγούμενη μίλησε στους ανώτερους διοικητές του Στρατού του Αλβανικού Μετώπου και τους κοινοποίησε εγγράφως τις απόψεις του και τη γνώμη του για την αποτυχούσα Εαρινή Επίθεση. Μετά τη λήξη της συσκέψεως αυτής είπε τον έμπιστό του στρατηγό και υφυπουργό Αεροπορίας Πρίκολο: «Αηδίασα από αυτό το περιβάλλον. Δεν επροχωρήσαμεν ούτε βήμα. Μέχρι τούδε με έχουν εξαπατήσει. Περιφρονώ βαθύτατα όλους αυτούς τους ανθρώπους».
Κατά τον στρατηγό Ι. Μυτιληναίο, «στο ύψ. 731 νίκησαν οι ηθικές δυνάμεις και η πίστη στο δίκαιο του αγώνα των Ελλήνων έναντι των υλικών δυνάμεων των Ιταλών. Από τα επιμέρους στοιχεία ξεχωρίζουν: Η διαφορά στην ικανότητα των ελληνικών Διοικήσεων έναντι των ιταλικών σε όλα τα κλιμάκια Διοικήσεως. Η σωστή εκπαίδευση των Ελλήνων οπλιτών, ιδίως στη χρήση της λόγχης και στον εκ του συστάδην αγώνα, που απετέλεσε το φόβητρο των Ιταλών και τέλος το ηθικό του αφανούς Έλληνα στρατιώτη, ο οποίος με το υπέροχο παράδειγμα της καρτερίας του, την περιφρόνηση προς τον θάνατο, την αφοσίωση στο καθήκον προς την Πατρίδα και τον άφθαστο ηρωισμό του, δόξασε την Ελλάδα και δίδαξε στον εχθρό ότι οι ελληνικές καρδιές δεν κάμπτονται από το σίδερο και τα όπλα αλλά αυτά κάμπτονται προ των ελληνικών καρδιών. Ο απαράμιλλος αυτός ηρωισμός των Θεσσαλών στο ύψ. 731 δεν ήταν τυχαίος. Δεν πολέμησαν έτσι επειδή έτυχε να βρεθούν στο ύψωμα αυτό αμυνόμενοι και δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι άλλο. Άλλοι στρατιώτες, από άλλη περιοχή ίσως να έκαναν το ίδιο, ίσως όχι. Οι Θεσσαλοί στρατιώτες του Β΄ ΣΣ ήσαν οι συνεχιστές μιας ιστορίας που θέλει τα θεσσαλικά τμήματα να διακρίνονται πάντοτε στους αγώνες του έθνους. Στους Βαλκανικούς Πολέμους η Ι Μεραρχία ήταν εκείνη που με τον αγώνα της ανάγκασε τους Τούρκους να παραδώσουν τη Θεσσαλονίκη και ήταν εκείνη που εισήλθε πρώτη στην πόλη μαζί με τον Αρχιστράτηγο. Στη Μικρασιατική Εκστρατεία, η Ι Μεραρχία ήταν εκείνη που πάτησε πρώτη τα άγια χώματα της Ιωνίας, αποβιβασθείσα στη Σμύρνη το 1919. Ήταν εκείνη που κατά την υποχώρηση και εκκένωση της Μ. Ασίας από τον Ελληνικό Στρατό το 1922, μέσα στο χάος και τον πανικό, υποχώρησε συγκροτημένη και τελευταία, καλύπτοντας την επιβίβαση στα πλοία και των τελευταίων Ελλήνων στρατιωτών. Ακόμα και στον ατυχή πόλεμο του 1897 ήταν εκείνη που, σαν οπισθοφυλακή, κάλυπτε την υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού, καθυστερώντας τους Τούρκους μέχρι την ανακωχή. Αυτοί είναι οι Θεσσαλοί στρατιώτες στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Η Τιτανομαχία του υψ. 731 είναι η πιο σημαντική ηρωική τους πράξη. Ο αγώνας στο ύψ. 731 θα μπορούσε να συγκριθεί με τη Μάχη του Μαραθώνα, υπερτερώντας όμως στο ότι εκεί ο αγώνας κρίθηκε σε μία ημέρα, ενώ εδώ σε 15 περίπου ημέρες με 3 έως 5 αποκρούσεις εχθρικών επιθέσεων σχεδόν κάθε ημέρα. Θα μπορούσε να συγκριθεί με τη θυσία του Λεωνίδα και των 300 Σπαρτιατών και 700 Θεσπιαίων στις Θερμοπύλες, υπερτερώντας όμως στο ότι ο εχθρός εκεί, έστω και ανορθόδοξα, κατάφερε να περάσει, ενώ εδώ δεν μπόρεσε, παρ’ ότι ο συσχετισμός των δυνάμεων και των μέσων, σε σχέση με το πλάτος του μετώπου ήταν περίπου ο ίδιος».
Ο αρχιστράτηγος Αλέξ. Παπάγος, αναγνωρίζοντας τον ρόλο της Διοικήσεως και των μαχητών του, σε ειδική για τους αγώνες στο ύψ. 731 διαταγή του, αναφέρει μεταξύ άλλων: «Η επταήμερος προσπάθεια, την οποίαν καταβάλλει εναντίον σας ο εχθρός, δεν σας εκλόνισε, σάς έδωσε μίαν νέαν αφορμήν να αποδείξητε διά πολλοστήν φοράν τας λαμπράς αρετάς σας και προ παντός την πίστην σας επί το δίκαιον του αγώνος σας. Η τετράμηνος και πλέον εκστρατεία την οποίαν νικηφόρως διεξάγετε, σας εκάλυψε με δάφνας δόξης αφθάστου [...] Ολόκληρος ο Στρατός μας τον οποίον Σεις του Κεντρικού Μετώπου τόσο λαμπρά αντιπροσωπεύετε και εις την ιστορίαν του οποίου προσεθέσατε νέας ενδόξους σελίδας, σας παρακολουθεί και σας θαυμάζει. Σας απευθύνω τα πλέον θερμά συγχαρητήρια. Ζήτω ο Ελληνικός Στρατός».
Οι υποχωρητικές κινήσεις του Απριλίου 1941
Η γερμανική επίθεση στις 6 Απριλίου 1941 βρήκε τον Ελληνικό Στρατό στην Αλβανία να κατέχει σταθερά τις θέσεις του. Η Ι Μεραρχία βρισκόταν βόρεια της Πρεμετής για ανασυγκρότηση μετά την απόκρουση της Εαρινής Επιθέσεως. Μετά την κατάρευση του Μετώπου της Μακεδονίας και την είσοδο του γερμανικού στρατού στην Ελλάδα, άρχισε η σύμπτυξη των καταπονημένων μονάδων του Β΄ ΣΣ προς τα ελληνικά σύνορα από τον μοναδικό δρόμο Κλεισούρας – Πρεμετής – Μέρτζανης – Ιωαννίνων και τα παράπλευρα υψώματα. Η Ι Μεραρχία άρχισε τη σύμπτυξη στις 10 Απρ. και κινήθηκε στην αρχή προς Λεσκοβίκι – Ραντάνι – Κάμπασι – Ερσέκα υπό τις διαταγές του ΤΣΗ, ώστε να καλύψει το αριστερό πλευρό του Βορείου Μετώπου. Κατόπιν μετακινήθηκε στην περιοχή Κιάφε Κιάριτ και από τις 13 Απριλίου υπήχθη στη νεοσυγκροτεθείσα Ομάδα Μεραρχιών Μπόροβας, όπου έφτασε το πρωί της επομένης. Αποστολή είχε να αμυνθεί στη διάβαση Κιάφε Κιάριτ μεταξύ Μπαταρός και της βόρειας εξόδου της στενωπού. Το 5ο ΣΠ με μία μοίρα ΟΠ και μία των 155 ετάχθη στον αυχένα Κιάφε Κιάριτ και δυτικά, το δε 4ο ΣΠ με μία μοίρα ΟΠ και μία πυροβολαρχία των 85 ανατολικά του 5ου ΣΠ μέχρι Μπαταρός. Το ΙΙ/5 Τάγμα εγκαταστάθηκε αμυντικώς στον αυχένα ΝΔ της Μπόροβας για να εμποδίσει τυχόν μετακινήσεις μηχανοκινήτων επί της αμαξιτής οδού από Βορρά προς Νότο. Η Διοίκηση της Μεραρχίας εγκαταστάθηκε στο Μπεζάνι. Το ηθικό των ανδρών είχε μειωθεί και ιδιαιτέρως αυτών του 5ου ΣΠ. Το πρωί της 15ης Απρ. μηχανοκίνητα του εχθρού πλησίασαν τις θέσεις του 5ου ΣΠ, αλλά ύστερα από βολές του πυροβολικού αποχώρησαν στις 10 π.μ. Στις 5 μ.μ. ο εχθρός κατέλαβε τα υψ. 1015 και 1060 στην περιοχή Κάμενικ. Από εκεί οι Ιταλοί κινήθηκαν ΝΑ ως τις 9 μ.μ. χωρίς να λάβουν επαφή με τα ελληνικά τμήματα. Οι λιποταξίες των ανδρών της Ι Μεραρχίας συνεχίστηκαν τη νύχτα 15/16 Απρ. και έφθασαν στο 50-60% με αυξανόμενη πτώση του ηθικού των υπολοίπων, κατάσταση που δυσκόλευε τη σύμπτυξη. Ο διοικητής του 5ου ΣΠ διέταξε τον τυφεκισμό επί τόπου των λιποτακτών. Οι αξιωματικοί πήραν τα όπλα των λιποτακτών και πολεμούσαν οι ίδιοι σαν οπλίτες. Στις 16 Απρ. οι Ιταλοί εισχώρησαν ανάμεσα στο 4ο και 5ο ΣΠ. Στη γραμμή ανασχέσεως βρίσκονταν μόνον 150 άνδρες του ΙΙ/5 Τάγματος (Κασλά), οι οποίοι απέκρουσαν την ιταλική επίθεση προς κατάληψη των υψ. του Κιάφε Κιάριτ. Με το σκοτάδι η Ι Μεραρχία συμπτύχθηκε στην τοποθεσία Μπάρμασι για ανασυγκρότηση υπό την κάλυψη του Αποσπάσματος Γεωργούλη, που ήταν εγκατεστημένο στην Μπόροβα. Την επομένη η Μεραρχία έλαβε διαταγή να συγκεντρωθεί στην περιοχή Καμπάσι και να είναι έτοιμη την επομένη να κινηθεί προς Κόνιτσα. Στις 18 Απρ. (Μ. Παρασκευή) η Μεραρχία (μείον το ΙΙΙ/5 Τάγμα που μαχόταν στη Μπόροβα) πέρασε τα ελληνοαλβανικά σύνορα από τη γεφύρα Σκορδίλη, όπου εγκατέστησε προγεφύρωμα. Έστειλε επίσης απόσπασμα να φράξει τη διάβαση στην περιοχή Πυρσόγιαννης (ύψος Χάνι Κουκλούς). Στις 19 έφθασε στην Κόνιτσα. Τη νύχτα της 20/21 μεταστάθμευσε στην περιοχή Μεγάλη Εκκλησιά – Αρτσίστα και ανακάλεσε το απόσπασμα από το Χάνι Κουκλούς. Εν συνεχεία κινήθηκε νότια, καθώς πληροφορήθηκε τη σύναψη της ανακωχής. Στις 24 Απριλίου 1941 έφτασε στο Ανθοχώριο Μετσόβου, όπου παρέδωσε τον οπλισμό της επί αποδείξει. Από τις 26 έως τις 29 Απρ. παρέμεινε στην περιοχή Ανηλίου. Στις 30 μεταστάθμευσε στο Μέτσοβο και στις 1-2 Μαΐου 1941 διαλύθηκε. Κατά τον εξάμηνο νικηφόρο αγώνα του το 5ο ΣΠ είχε (ως τις 15 Μαρτίου 90 αξιωματικούς καί 2.600 οπλίτες εκτός μάχης (νεκροί, εξαφανισθέντες, θανόντες από αρρώστιες, τραυματίες).
Ο πόλεμος στο Αλβανικό Μέτωπο έληξε άδοξα. Ο Ελληνικός Στρατός, και η Ι Μεραρχία (Θεσσαλίας) ειδικότερα, που κατενίκησε τους Ιταλούς στην Πίνδο και την Αλβανία και δημιούγησε το Έπος του ’40, που έγραψε την εποποιΐα στα υψώματα 731 και Μπρέγκου Ράπιτ, τώρα αυτοδιαλύεται. Οι μαχητές της «που σάρωσαν πολεμώντας σε βαρυχειμωνιά 5 και 6 ιταλικές μεραρχίες· που έδωσαν την νίκη στο 731 και στην Τρεμπεσίνα· που έφεραν το μεγάλο βάρος του πολέμου στην Αλβανία, αυτοί τέλος που “συγκροτούσαν έναν ένδοξο στρατό”, μεταβλήθηκαν τώρα σε “φυγάδας εν αποσυνθέσει μεταξύ δύο εχθρών”, όπως προειδοποίησε ότι θα συμβεί ο στρατηγός Παπαδόπουλος στον Παπάγο, μιλώντας με την πείρα του από τον πόλεμο στην Μ. Ασία. Και με την γνώση του για την πραγματική κατάσταση του στρατού στην Αλβανία και τα όρια της αντοχής του».
Η απελευθέρωση της Θεσσαλίας
Μετά την ήττα τους οι Γερμανοί στο Δυτικό και Ανατολικό Μέτωπο, τον Οκτώβριο του 1944 αρχίζουν να αποχωρούν από την Ελλάδα και να συμπτύσσονται προς βορράν. Από την Καρδίτσα είχαν αποχωρήσει ήδη από τις 2 Σεπ. Στις 18 Οκτ. φεύγουν από τα Τρίκαλα και μένουν μια βραδυά στο Μουργκάνι από το οποίο αναχώρησαν στη 1 μ.μ. της επομένης. Από τον Βόλο αποχώρησαν στις 19 Οκτ. Από τη Λάρισα η κύρια δύναμή τους αποσύρθηκε την Κυριακή 22 Οκτ. αφήνοντας στην πόλη την οπισθοφυλακή, με την ομάδα Καταστροφών (Τσούκ Καταστρόφ), η οποία ανατίναξε τον Σιδηροδρομικό Σταθμό Λαρίσης, κτίρια, μηχανοστάσια κ.ά. Φεύγοντας και αυτή, μαζί με την οπισθοφυλακή, αργά τη νύχτα (3 π.μ. της 23 Οκτ.) ανατίναξε και τη γέφυρα στο Αλκαζάρ. Η Δευτέρα που ξημέρωσε βρήκε τη Λάρισα και τη Θεσσαλία ελεύθερη από τον τελευταίο ξένο κατακτητή.