Το «όχι» της επιβίωσης
Του Δημήτρη Καζάκη
Οικονομολόγου – Αναλυτή
Η χώρα έχει οδηγηθεί σε πλήρες αδιέξοδο. Ο λαός με κομμένη την ανάσα βιώνει καθημερινά την ολοκληρωτική ανατροπή του οικογενειακού και προσωπικού του βίου. Αντιμετωπίζει την ισοπέδωση των δικαιωμάτων του και των κοινωνικών κατακτήσεων δεκαετιών. Οι πολιτικές που επιβάλλονται τον οδηγούν με βίαιο τρόπο στην απόλυτη φτώχεια, την ανεργία και την εξαθλίωση. Ο εργαζόμενος χάνει μέρα με τη μέρα όλα τα εχέγγυα για μια στοιχειωδώς αξιοπρεπή ζωή, ενώ ο μικρός και μεσαίος επιχειρηματίας καταστρέφεται κυριολεκτικά. Όσο συνεχίζεται η ίδια πορεία, η κατάσταση γίνεται όλο και πιο δύσκολα αναστρέψιμη, ακόμη και στα πλαίσια μιας άλλης ριζικά διαφορετικής πολιτικής.
Σήμερα έχει γίνει καθαρό ότι η επιβολή του καθεστώτος κατοχής με τη μορφή της κηδεμονίας από την Ε.Ε., την ΕΚΤ και το ΔΝΤ ήρθε για να εξασφαλίσει ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να πληρώνει τους Ευρωπαίους και εγχώριους τραπεζίτες, θα εξακολουθήσει να βρίσκεται στο έλεος των αγορών, των πιο αδίστακτων αρπακτικών, των κερδοσκόπων και των τοκογλύφων. Το κύριο ενδιαφέρον της τρόικας δεν ήταν ποτέ η αποκατάσταση της οικονομίας της χώρας, αλλά η προστασία των μεγάλων τραπεζών και του ευρώ. Η χώρα και ο λαός της κρίθηκαν αναλώσιμοι προκειμένου να εξευμενίσουν τις αγορές και να επιβιώσει το ευρώ.
Οι Έλληνες εργαζόμενοι, συνταξιούχοι, επαγγελματίες, παραγωγοί, μικρομεσαίοι επιχειρηματίες δεν κλήθηκαν απλώς να πληρώσουν το μάρμαρο, αλλά να αποδεχθούν την επίσημη υποθήκευση και το ξεπούλημα της χώρας τους από την Ε.Ε. και το ΔΝΤ.
Κηδεμόνες – κατακτητές
Η κυβέρνηση και το καθεστώς κατοχής δεν μπορούν πλέον να συγκαλύψουν ότι το κυρίως ζητούμενο με την επιβολή του ΔΝΤ στη χώρα υπό την εποπτεία της Ε.Ε. δεν είναι απλώς οι επιπλέον «θυσίες» από τα λαϊκά στρώματα. Το επίδικο ζήτημα ήταν και είναι η εθνική κυριαρχία της χώρας. Με την κηδεμονία του ΔΝΤ και της Ε.Ε. ο Έλληνας εργαζόμενος δεν χάνει μόνο τη δουλειά του, τη σύνταξή του, τα δικαιώματά του, αλλά και την ίδια τη χώρα του. Κομμάτι - κομμάτι αρχίζει να πουλιέται σε κυκλώματα της διεθνούς αγοράς που ξέρουν πώς να κερδίζουν από μια κατεστραμμένη χώρα.
Η ίδια η δυνατότητα επιβίωσης της χώρας αμφισβητείται πλέον ανοιχτά από τους ιθύνοντες της ευρωζώνης και τις αγορές. Αν χρειαστεί, θα πρέπει τουλάχιστον οικονομικά να χωριστεί η χώρα σε περιοχές και περιφέρειες, να εκχωρήσει την εκμετάλλευση των νησιών και τα δικαιώματα στο Αιγαίο. Η χώρα έχει πλέον μετατραπεί ανοιχτά σε κράτος υπό αίρεση, διαρθρωμένο σε περιφέρειες εύκολα ιδιωτικοποιήσιμες και προσαρτήσιμες ανάλογα με τα συμφέροντα των μεγάλων της ευρωζώνης και των ΗΠΑ.
Η μάχη που καλείται να δώσει σήμερα ο εργαζόμενος, ο αγρότης, ο μικρομεσαίος, ο επαγγελματίας, ο νέος, δεν είναι απλώς και μόνο για τη δική του προσωπική επιβίωση. Κανείς δεν μπορεί να τη βγάλει καθαρή από μόνος του και ιδιαιτέρως στις σημερινές συνθήκες. Σήμερα κανένας δεν μπορεί να σωθεί δίχως να παλέψει για τη σωτηρία συνολικά της χώρας. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Δεν υπάρχουν πια άλλα περιθώρια για το «άσε πρώτα να δούμε τι θα γίνει και ύστερα βλέπουμε». Ή οι εργαζόμενοι και ολόκληρος ο λαός παίρνουν την υπόθεση στα χέρια τους και αναλαμβάνουν δράση για τη διάσωση της χώρας ή θα ζήσουμε καταστάσεις τις οποίες έχουμε γνωρίσει μόνο στις πιο σκοτεινές σελίδες της ιστορίας μας.
Άρνηση του χρέους
Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο να αλλάξει οτιδήποτε, δεν μπορεί να υπάρξει άλλη πολιτική, αν δεν αντιμετωπιστεί πρώτα απʼ όλα ο βρόχος του δημόσιου δανεισμού, αν δεν ξεφύγει η χώρα από τη θανάσιμη λαβή των δανειστών της. Όποιος το αγνοεί αυτό, απλώς ονειροβατεί.
Μια ριζικά διαφορετική πολιτική που ξεκινά στη βάση των αληθινών συμφερόντων του λαού και της χώρας οφείλει να ξεκαθαρίζει ευθύς εξαρχής τα στοιχειώδη:
Το χρέος δεν το δημιούργησε ο λαός.
Τα δανεικά δεν χρησιμοποιήθηκαν προς όφελος του λαού και της χώρας.
Ο δανεισμός χρηματοδότησε τη λεηλασία του τόπου και μια οικονομική και πολιτική ολιγαρχία που σήμερα ρίχνει τη χώρα και τον λαό της στον Καιάδα του ΔΝΤ.
Ο λαός δεν χρωστά, του χρωστάνε. Δεν μπορεί λοιπόν να του ζητιέται να πληρώσει τον «λογαριασμό του χρέους» που άλλοι δημιούργησαν και επωφελήθηκαν από αυτό.
Ποια είναι η απάντηση; Μόνο μία:
Άρνηση της πληρωμής του χρέους εδώ και τώρα, άμεση παύση πληρωμών προς τους δανειστές, ώστε να σταματήσει ο φόρος αίματος τον οποίο καταβάλλουν η χώρα και ο λαός στους διεθνείς τοκογλύφους και κερδοσκόπους.
Αυτή είναι η μόνη λύση για να σωθεί η χώρα από την καταστροφή και να διασώσουν οι εργαζόμενοι τα εισοδήματά τους, τη δουλειά τους, τις συντάξεις και τα δικαιώματά τους. Είναι ο μόνος τρόπος για να υπάρξει προοπτική για τους νέους, τους αγρότες, τους επαγγελματίες, τους μικρομεσαίους. Είναι ο μόνος τρόπος για να γλυτώσει η χώρα από την πτώχευση και την καταστροφή που οργανώνουν ήδη η κυβέρνηση, η Ε.Ε. και το ΔΝΤ.
Άρνηση της πληρωμής του χρέους εδώ και τώρα σημαίνει άμεση παύση πληρωμών προς τους δανειστές. Σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζουμε κανενός είδους απαίτηση που θα επιτρέψει στους δανειστές της χώρας να τη δημεύσουν, να την κατασχέσουν, να τη λεηλατήσουν. Σημαίνει ότι σταματάμε να πληρώνουμε δάνεια που έχουμε πληρώσει διπλά και τρίδιπλα. Σημαίνει ότι διαγράφουμε μονομερώς όλες τις οφειλές που υπήρξαν προϊόν ρεμούλας και κερδοσκοπίας εις βάρος της χώρας και του λαού της. Σημαίνει ότι αρνούμαστε επιτέλους να ματώνουμε για δάνεια που έρχονται από το 1880, αλλά οι αγορές και οι μεγάλοι «εταίροι» μας έχουν επιβάλει να τα πληρώνουμε έως σήμερα. Σημαίνει πολύ απλά ότι σταματάμε να πληρώνουμε τα κερατιάτικα στους διεθνείς και ντόπιους τοκογλύφους.
Ο ελληνικός λαός οφείλει να προχωρήσει σε άρνηση της πληρωμής του χρέους όχι γιατί θέλει να βλάψει κανέναν ή να «φάει» τα λεφτά των δανειστών του. Οφείλει να το κάνει γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να σταθεί στα πόδια του, για να διεκδικήσει τη χώρα του από τις αγορές και τα αρπακτικά τους, για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του, για να λυτρωθεί επιτέλους από το διεφθαρμένο σύστημα που τον κυβερνά. Γιʼ αυτό και αιτήματα που αφορούν δάνεια τα οποία συνάφθηκαν καλή τη πίστει και συνέβαλαν αποδεδειγμένα στην ανάπτυξη της χώρας, ο λαός δεν θα αρνηθεί να συζητήσει την ικανοποίησή τους. Στη βάση του αμοιβαίου οφέλους. Ιδίως αν συνδέονται με χρήματα μικροκαταθετών και ασφαλιστικών ταμείων, που έτσι κι αλλιώς δεν υπερβαίνουν το 15% του σημερινού δημόσιου χρέους. Πάντα με βασική προϋπόθεση ότι καμιά τέτοια απαίτηση δεν θα υπονομεύσει την πορεία της χώρας, δεν θα υποθηκεύσει το μέλλον της και ούτε θα θέσει τη χώρα υπό καθεστώς ομηρίας. Αν είναι να χάσει κάποιος, αυτός σίγουρα δεν θα είναι ο λαός και η χώρα.
Ποιο κράτος δικαίου;
Μα είναι δίκαιο κάτι τέτοιο; Είναι δίκαιο να μην πληρώσουμε αυτά που χρωστάμε;
Ο Αριστοτέλης έλεγε στα Πολιτικά (Βιβλίο Γ, 9,10-13) ότι «ίσον το δίκαιον είναι, και έστιν, αλλʼ ου πάσιν αλλά τοις ίσοις· και το άνισον δοκεί δίκαιον είναι, και γαρ έστιν, αλλʼ ου πάσιν αλλά τοις ανίσοις». Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει ισοτιμία, ούτε ισότιμη σύμβαση, ανάμεσα σε άνισα μέρη. Ισότιμη σύμβαση υπάρχει μόνο απέναντι σε πραγματικά ίσους. Όπως εύστοχα σχολίαζε ο φημισμένος Γερμανός νομοδιδάσκαλος και οικονομολόγος του 19ου αιώνα Άντον Μένγκερ, «δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανισότητα από την ίση μεταχείριση ανίσων».Γιʼ αυτό και ο R. T. Ely, που από πολλούς θεωρείται ο πρύτανης της οικονομικής επιστήμης στις ΗΠΑ, έλεγε ότι «μόνο οι δυνατοί και οι ισχυροί είναι υπέρμαχοι της ελεύθερης σύμβασης δίχως κανέναν έλεγχο και περιορισμό. Η ελεύθερη σύμβαση προϋποθέτει ίσους πίσω από το συμβόλαιο για να μπορέσει να υπάρξει ισότητα». Κράτος δικαίου είναι εκείνο το κράτος που προασπίζεται με όλα τα έννομα μέσα τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών του και όχι εκείνο που τα ξεπουλά προκειμένου να προασπίσει τα συμφέροντα των δανειστών. Κράτος δικαίου υπάρχει και λειτουργεί μόνο ως κυρίαρχο κράτος και όχι ως προτεκτοράτο τραπεζιτών και κερδοσκόπων που έχουν εξαγοράσει το εγχώριο πολιτικό σύστημα για να λεηλατήσουν τη χώρα.
Υπήρξε πραγματικά ίση μεταχείριση μεταξύ ίσων στη διαδικασία δημόσιου δανεισμού; Ούτε κατά διάνοια. Ο δανεισμός της χώρας ήταν προϊόν εκβιασμού, εκμαυλισμού και προώθησης της εξάρτησης της χώρας από συγκεκριμένα συμφέροντα της διεθνούς αγοράς. Μετά τον πόλεμο οι αγαπητοί φίλοι και σύμμαχοι εξανάγκασαν την Ελλάδα να αναγνωρίσει όλα τα προπολεμικά της χρέη στο υπερδιπλάσιο της τρέχουσας αξίας τους, έστω κι αν η χώρα είχε χρεοκοπήσει επίσημα δυο φορές γιʼ αυτά (1893/1932). Αναγνωρίστηκαν χρέη που συνάφθηκαν από το 1881 και κατόπιν. Κι όχι μόνο αυτό, την εξανάγκασαν να αναγνωρίσει δάνεια στο άρτιο της αξίας τους, ενώ η χώρα τα είχε δανειστεί «υπό το άρτιο». Υπό το άρτιο είναι όταν κάποιος δανείζεται 1.000 δολ., ας πούμε, η τράπεζα που τον δανείζει τον χρεώνει 1.000 δολ. μαζί με τα επιτόκια πάνω σʼ αυτή την αξία, αλλά το ποσό που εκταμιεύεται είναι πολύ χαμηλότερο γιατί ο δανειστής προεισπράττει από το κεφάλαιο εκτός από τις αμοιβές του και διάφορα άλλα που αφορούν τον «πιστωτικό κίνδυνο» που αναλαμβάνει. Με τον τρόπο αυτό δάνειζαν οι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οίκοι την Ελλάδα έως και τον μεσοπόλεμο. Της χρέωναν 1.000 και της εκταμίευαν 800, 600, πολλές φορές και λιγότερα από 500 δολάρια.
Την ίδια εποχή με τη Συμφωνία του Λονδίνου (1953) εξανάγκαζαν την Ελλάδα μαζί με μια σειρά άλλες χώρες να χαρίσουν τα χρέη που είχε δημιουργήσει η χιτλερική Γερμανία προς αυτές. Μέσα σʼ αυτά τα χρέη ήταν και το αναγκαστικό δάνειο της κατοχής, το δάνειο του αίματος, όπως το είχε χαρακτηρίσει ο Ξ. Ζολώτας, που πήραν οι ναζί κατακτητές από την κατεχόμενη Ελλάδα.
Η Ελλάδα αναγνώριζε την ανάγκη ανάπτυξης της Γερμανίας χωρίς το βάρος των χρεών της, προκειμένου να επωφεληθούν οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Αλλά οι μεγάλοι μας σύμμαχοι αρνήθηκαν να κάνουν το ίδιο για τη μικρή Ελλάδα, που στο κάτω - κάτω της γραφής έδωσε τόσα στον πόλεμο ενάντια στον χιτλερισμό και βγήκε από αυτόν τελείως κατεστραμμένη. Αντίθετα την έσπρωξαν στον εμφύλιο και της χρέωσαν τα προπολεμικά χρέη για να μην μπορέσει να ξανασηκώσει κεφάλι.
Από τότε αρχίζει η κακοδαιμονία του δημόσιου χρέους για τη νεότερη Ελλάδα. Ο αείμνηστος ακαδημαϊκός Άγγελος Αγγελόπουλος χαρακτήριζε ως «σκάνδαλο» τη συμπεριφορά των μεγάλων συμμάχων και εταίρων μας.
Εξαγορά και εκμαυλισμός
Και πώς τα κατάφεραν και εξανάγκασαν τη χώρα να αναγνωρίσει τα προπολεμικά χρέη; Εξαγοράζοντας με το 30% και πλέον των ελληνικών ομολόγων τις ισχυρές πολιτικές οικογένειες του τόπου, το παλάτι και φυσικά τις μεγάλες οικονομικές δυναστείες της χώρας, που μυρίστηκαν εύκολο και γρήγορο χρήμα. Από τότε το προπολεμικό χρέος είτε μεταφέρθηκε σε εξωλογιστικούς λογαριασμούς του κρατικού προϋπολογισμού, ώστε το δημόσιο χρέος της χούντας και της πρώτης μεταπολίτευσης του Καραμανλή να εμφανιστεί χαμηλό, είτε φορτώθηκε στις μεγάλες ΔΕΚΟ (ΔΕΗ, ΟΤΕ κ.λπ.), είτε ανταλλάχθηκε με προκλητικά χαριστικές συμβάσεις με επιχειρηματικά συμφέροντα του εξωτερικού.
Στις δεκαετίες του ʼ70 και του ʼ80 ούτε μία δανειακή σύμβαση δεν υπήρξε, είτε με κράτος, είτε με χρηματοπιστωτικούς ομίλους του εξωτερικού, που να μην περιέχει αφενός τοκογλυφικούς όρους και αφετέρου πρωτοφανείς δεσμεύσεις για το ελληνικό κράτος. Έτσι οι δανειακές συμβάσεις με τις γαλλικές τράπεζες την εποχή του φλερτ Ζισκάρ Ντʼ Εστέν - Καραμανλή τη δεκαετία του ʼ70 προέβλεπαν την παράλληλη αγορά όπλων, τροφίμων, κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων κ.ο.κ. από τη Γαλλία. Με άλλα λόγια, η Γαλλία δάνειζε το ελληνικό κράτος μόνο αν το δεύτερο άνοιγε την εσωτερική αγορά του στην πρώτη. Αυτό έγινε με όλους τους δανειστές. Κι έτσι ο δημόσιος δανεισμός όχι μόνο γινόταν με τοκογλυφικούς όρους, αλλά και με παρελκόμενες συμφωνίες που οδηγούσαν στην καταστροφή την αναιμική βιομηχανία και γενικά την παραγωγή που υπήρχε στην Ελλάδα.
Από τη δεκαετία του ʼ90 έως σήμερα ο δημόσιος δανεισμός γίνεται κυρίως με ομόλογα, που επιτρέπει αφενός τη χειραγώγηση και την εξαγορά του ελληνικού πολιτικού συστήματος χωρίς να αφήνει εμφανή ίχνη. Σε ολόκληρο αυτό το διάστημα η Ελλάδα πληρώνει τοκογλυφικά επιτόκια, πληρώνει τραπεζικές μεσιτείες στο υπερδιπλάσιο της διεθνούς τραπεζικής πρακτικής και κάθε μεγάλη αγορά ομολόγων συνοδεύεται από παραχωρήσεις για «μεγάλα έργα» και κρατικές προμήθειες.
Δανειζόμαστε με το πιστόλι στον κρόταφο
Για να δείξουμε τη σχέση δανειστών και ξένων επιχειρηματικών συμφερόντων αρκεί να αναφέρουμε ότι ο κύριος δανειστής της χώρας με βάση την πρόσφατη δανειακή σύμβαση όπου η κυβέρνηση απεμπόλησε «άνευ όρων και αμετάκλητα», όπως αναφέρει αυτολεξεί η ίδια η δανειακή σύμβαση, την ασυλία της χώρας λόγω εθνικής κυριαρχίας, είναι η Γερμανία. Όμως δεν μας δανείζει το γερμανικό κράτος, αλλά μια τράπεζα κρατικού ενδιαφέροντος και όχι μόνο, η kfw. Η τράπεζα αυτή είναι κι ένας από τους βασικούς μετόχους της Deutsche Telekom, που είναι κύριος μέτοχος στον ΟΤΕ. Το πώς μπήκε η Deutsche Telekom στον ΟΤΕ αποτελεί σκάνδαλο πρώτου μεγέθους και συνδέεται με ανταποδοτικά οφέλη υπέρ των Γερμανών, προκειμένου, ανάμεσα στα άλλα, να αγοράσουν οι γερμανικές τράπεζες ελληνικά ομόλογα. Είναι τυχαίο το γεγονός ότι την τελευταία δεκαετία που οι γερμανικές τράπεζες έγιναν ένας από τους δυο μεγαλύτερους δανειστές του ελληνικού κράτους, η Γερμανία εδραιώθηκε στην Ελλάδα ως η πρώτη οικονομική δύναμη κατέχοντας το μεγαλύτερο μερίδιο στο εξωτερικό εμπόριο της χώρας και έχοντας διεισδύσει όσο κανένας άλλος σε όλους τους ζωτικούς τομείς της οικονομίας μας; Όχι βέβαια.
Φυσικά για να γίνουν όλα αυτά απαιτούνται δυο βασικές προϋποθέσεις: Εξαγορασμένοι πολιτικοί και μια οικονομική ολιγαρχία που ζει όχι από τις επενδύσεις και την ανάπτυξη της παραγωγής, αλλά από τον παρασιτισμό της χρηματιστικής κυβείας και τον μεταπρατισμό ξένων συμφερόντων. Από πού κι ως πού λοιπόν θα πρέπει ο ελληνικός λαός να δεχθεί τη «συμβατική ισοτιμία» και το «δίκαιο» των απαιτήσεων δυνάμεων που εκβίασαν, εξαγόρασαν, λεηλάτησαν και συνεχίζουν να λεηλατούν αυτόν τον τόπο; Τι σόι «κράτος δικαίου» απηχεί η δανειακή σύμβαση που επιβλήθηκε στην Ελλάδα μέσα από τον εκβιασμό των αγορών; Μια δανειακή σύμβαση που δεν υπάρχει όμοιά της από την εποχή των διομολογήσεων που επέβαλαν οι μεγάλες δυτικές δυνάμεις στον «μεγάλο ασθενή» της Ανατολής, τον Οθωμανό Σουλτάνο. Είναι δίκαιη η υποθήκευση μιας ολόκληρης χώρας και του λαού της στους δανειστές; Πότε έγινε στην ιστορία κάτι τέτοιο;
Οικονομική βία
Από τη στιγμή που οι δανειστές της χώρας επέβαλαν αυτό το καθεστώς, έχασαν κάθε δυνατότητα να επικαλούνται το δίκαιο για τα αιτήματά τους, έχασαν κάθε έννομο και συμβατικό στοιχείο από τις απαιτήσεις προς τη χώρα και τον λαό της. Δεν μπορείς να υποδουλώνεις μια χώρα και έναν λαό, να τον αναγκάζεις να ζήσει μια κόλαση, μόνο και μόνο γιατί έχεις «έννομες απαιτήσεις». Ο κατακτητής είναι πάντα κατακτητής, είτε γίνεται με τα όπλα, είτε με οικονομικά μέσα. Και απέναντι στον κατακτητή υπάρχει μόνο μια απάντηση: ο πατριωτισμός των Ελλήνων, οι οποίοι, σύμφωνα και με το σύνταγμα (120.4), «δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία». Όπως γνωρίζουν όλοι, η βία δεν είναι μόνο στρατιωτική, είναι επίσης πολιτική και οικονομική. Σήμερα ο πατριωτισμός των Ελλήνων δοκιμάζεται και επιβεβαιώνεται πρώτα και κύρια απέναντι στους νέους κατακτητές της χώρας, τους ντόπιους δωσίλογους κυβερνώντες και κάθε άλλον που επικαλείται το δίκαιο για να ρίξει την ευθύνη στο θύμα ώστε να αθωωθεί ο θύτης.