ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ἡ μεγαλύτερη δυσκολία πού ἀντιμετωπίζει ὁ ἐρευνητής τῆς παρουσίας τῶν Ἑλλήνων μεταναστῶν στήν Αὐστραλία εἶναι ἡ ἔλλειψη ἀξιόπιστων πηγῶν πού θά τόν ὁδηγήσουν σέ ἀσφαλῆ συμπεράσματα. Συνεπῶς ἡ ἱστορία τῶν Ἑλλήνων μεταναστῶν στήν Αὐστραλία παραμένει ἀνεξερεύνητη, λόγῳ τῆς ἐλλείψεως ἀξιόπιστων πηγῶν. Ὅσοι ἐρευνητές μελέτησαν στό παρελθόν τήν Ὀρθόδοξη παρουσία στήν Αὐστραλία ἀναφέρονται σέ ἔλλειψη ἀρχείων καί ἱκανῶν στοιχείων πού νά ρίχνουν φῶς στό θέμα αὐτό. Ἔτσι τό μεγαλύτερο μέρος τῶν πηγῶν πλησιάζει περισσότερο τήν μορφή τοῦ μύθου, παρά τῆς ἱστορικῆς ἀποδείξεως. Εἶναι ὄντως ἀναμφισβήτητο ὅτι οἱ ἱστορικές καταγραφές γιά τήν ἄφιξη τῶν Ἑλλήνων πρωτοπόρων εἶναι ἐλάχιστες.
Μεγάλη βοήθεια ὡστόσο ἀντλοῦμε γιά τούς πρώτους μετανάστες ἀπό καταγεγραμμένα στοιχεῖα. Γιά παράδειγμα, ἀπό τήν πρώτη ἑλληνική ἔκδοση στήν Αὐστραλία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καί τό πρῶτο βιβλίο στά ἑλληνικά, «Ἡ Ζωή ἐν Αὐστραλίᾳ», τό ὁποῖο ἐκδίδεται στό Σίδνεϋ τό 1916 καί γίνεται ἐκτενής ἀναφορά στούς Ἕλληνες τῆς Αὐστραλίας τῆς δεύτερης πεντηκονταετίας τοῦ 19ου αἰῶνα καί τῆς πρώτης δεκαετίας τοῦ 20οῦ. Συγγραφεῖς τοῦ βιβλίου εἶναι ὁ Γεώργιος Κένταυρος, οἱ ἀδερφοί Κοσμᾶς καί Ἐμμανουήλ Ἀνδρονίκου καί ἐκδίδεται μέ δαπάνες τοῦ ὁμογενῆ Ἰωάννου Κομηνοῦ. Ἀπό τό βιβλίο αὐτό ἀντλοῦμε τίς πρῶτες μας πληροφορίες γιά τήν ἱστορία, τήν ἀνακάλυψη, τήν γεωγραφική θέση, τόν πληθυσμό, τό Σύνταγμα τῆς Αὐστραλίας καί γενικά τήν διεθνῆ κατάσταση πρίν τό 1916. Τό σημαντικώτερο ὅμως εἶναι ὅτι ἔχουμε ἐκτενεῖς πληροφορίες γιά τούς Ἕλληνες μετανάστες στήν Αὐστραλία πρίν τό 1916.
Ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου ἀναγνωρίζει τίς δυσκολίες τοῦ ἐγχειρήματος καί προϊδεάζει τόν ἀναγνώστη μέ τήν ἑξῆς εἰσαγωγική περίοδο: «Εὐκολώτερον θά ἐπετύγχανέ τις τήν τοῦ Νοτίου Πόλου ἐξερεύνησιν, παρά τήν τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Αὐστραλίας ἐξιχνίασιν, καί δή, τοῦ τά πρῶτα ἐν αὐτῇ ἀποβιβασθέντος» (1). Οἱ πληροφορίες στό βιβλίο αὐτό ἔχουν σχέση μέ τόν τόπο καταγωγῆς τῶν πρώτων Ἑλλήνων, τόν χρόνο ἀφίξεώς τους στήν Αὐστραλία, τόν τόπο πού ἐγκαθίστανται, τά ἐπαγγέλματα πού ἀσκοῦν, τήν οἰκογενειακή τους κατάσταση καί τούς πρώτους Ὀρθοδόξους ἱερεῖς.
Τό δεύτερο βιβλίο πού μᾶς δίνει σημαντικές πληροφορίες γιά τόν ἑλληνισμό τῆς Αὐστραλίας, γιά τήν πρώϊμη μετανάστευση, γιά τίς ἀσχολίες τῶν Ἑλλήνων στήν Αὐστραλία, καθώς καί τίς πρῶτες τους προσπάθειες γιά νά συστήσουν Κοινότητες καί ἄλλους ὀργανισμούς, εἶναι τό βιβλίο «International Directory of 1927» Τό βιβλίο ἐκδίδεται τό 1927 στήν Ἀδελαΐδα ἀπό τήν Διεθνῆ Ἐκδοτική Ἑταιρεία κι ἀφιερώνεται «τῷ Ἑλληνισμῷ τῆς Αὐστραλίας εἰς ἔνδειξιν τιμῆς διά τό ἀδιάπτωτον ἐθνικόν αἴσθημα αὐτοῦ». Στό βιβλίο αὐτό ὑπάρχουν βιογραφικά τοῦ πρώτου Μητροπολίτου Αὐστραλίας Χριστοφόρου Κνίτη, τῶν ἱερέων τῆς δεύτερης δεκαετίας τοῦ 20οῦ αἰῶνα, καθώς καί ἕνα ἄρθρο μέ τίτλο «The Greek Orthodox Church in Australia» τοῦ Μητροπολίτου Αὐστραλίας Χριστοφόρου, ἀπό τό ὁποῖο ἀντλοῦμε πολλές πληροφορίες γιά τήν ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στήν Αὐστραλία μέχρι τό 1927, ἔτος ἐκδόσεως τοῦ βιβλίου.
Ὡστόσο ἡ πρώτη συστηματική προσπάθεια μελέτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ γίνεται ἀπό τόν Αὐστραλό διπλωμάτη καί ἱστορικό Hugh Gilchrist, στά βιβλία του «Australians and Greeks», μιά σειρά τριῶν τόμων πού ἐκδίδονται μεταξύ τῶν ἐτῶν 1992 καί 2004. Στόν πρῶτο τόμο μέ τίτλο «The Early Years» πραγματεύεται τά γεγονότα ἀπό τό 1522 ― 1914. Στόν δεύτερο τόμο μέ τίτλο «The Middle Years» διαπραγματεύεται τά γεγονότα ἀπό τό 1914 ― 1939 καί στόν τρίτο τόμο μέ τίτλο «The Later Years» τά γεγονότα ἀπό τό 1939 ― 1953.
Πολλές ἐπίσης πληροφορίες γιά τήν ἐκκλησιαστική ὀργάνωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀντλοῦμε ἀπό τίς ἐκδόσεις τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας, τίς εἰσηγητικές ὁμιλίες τῶν Ἀρχιεπισκόπων στίς Κληρικολαϊκές Συνελεύσεις, τό Λεύκωμα «Πεντηκονταετηρίς 1924 ― 1976», τήν Ἐπετηρίδα τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς πού ἐκδόθηκε τό 1993 μέ τίτλο «Ἐπετηρίς», καθώς καί τά Λευκώματα πού κατά καιρούς
ἔχουν ἐκδοθῆ ἀπό Κοινότητες καί Ἐνορίες τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς.
ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ ―ΝΕΑΣ ΖΗΛΑΝΔΙΑΣ
Οἱ πρῶτοι Ὀρθόδοξοι κληρικοί στήν Αὐστραλία εἶναι εἴτε περαστικοί μέ πλοῖα πού σταθμεύουν στήν Αὐστραλία γιά διαφόρους λόγους, εἴτε ἐγκατεστημένοι στήν Αὐστραλία. Οἱ δεύτεροι ἐξυπηρετοῦν τίς θρησκευτικές ἀνάγκες τῶν ὀρθοδόξων καί θέτουν τίς πρῶτες βάσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ πρώτη Ὀρθόδοξη θεία Λειτουργία πού ἀναφέρεται, γίνεται τό 1820 ἀπό ἕναν Ρῶσσο ἱερομόναχο ὀνόματι Διονύσιο, ἐπιβάτη ἑνός ρωσσικοῦ πλοίου πού πέρασε ἀπό τό Σίδνεϋ. Ἄλλη πληροφορία δίνεται τό 1862 ἀπό μιά ἐπίσκεψη ἄλλου ρωσσικοῦ πλοίου, στό ὁποῖο ἀναφέρεται μεταξύ τῶν ἐπιβατῶν τοῦ πλοίου κάποιος πατήρ Ἱερώνυμος, ὁ ὁποῖος τελεῖ κι αὐτός θρησκευτικές Ἀκολουθίες.
Στήν περίοδο αὐτή γίνεται ἀναφορά σέ Ἕλληνες μοναχούς πού ἐπισκέπτονται τήν Αὐστραλία. Οἱ μοναχοί αὐτοί μετά τήν ἐπιστροφή τους στήν Ἑλλάδα, ζητοῦν ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νά στείλη ἱερεῖς στήν Μελβούρνη. Σύμφωνα μέ τόν Αὐστραλό ἱστορικό καί διπλωμάτη Hugh Gilchrist, ἡ «Ἑλληνική Ὀρθόδοξος δράσις εἰς τήν Αὐστραλίαν ἱστορικῶς μαρτυρεῖται ἀπό τοῦ 1863», μέσῳ τῆς ἀλληλογραφίας ἑνός μοναχοῦ πού ἐπισκέφτηκε τήν Αὐστραλία καί τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κ.κ. Θεοφίλου (1862 ― 1873).
Ἀπό τίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 1860, Ὀρθόδοξοι μοναχοί ἐπισκέπτονται τήν Αὐστραλία καί κατά τήν περιοδεία τους αὐτή κηρύττουν καί βαπτίζουν σέ πολλά μέρη τῆς ἀχανοῦς Ἠπείρου. Τό 1862 ἕνας μοναχός ὀνόματι Θωμᾶς Πολίτης, ἐπισκέπτεται τήν Αὐστραλία καί μόλις ἐπιστρέφει στήν Ἑλλάδα γράφει ἕνα γράμμα, τόν Φεβρουάριο τοῦ 1863 στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ζητώντας νά σταλῆ ἕνας ἱερέας στήν Μελβούρνη. Στήν ἀπάντησή του ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κ.κ. Θεόφιλος θέτει μερικές ἐρωτήσεις ὅσον ἀφορᾶ τόν ἀριθμό, τήν καταγωγή, τήν σχέση τους μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη καί τήν δυνατότητα νά συντηρήσουν ἱερέα. Στήν ἀπαντητική του ἐπιστολή ὁ μοναχός Θωμᾶς ὑποστηρίζει ὅτι ὑπάρχουν στήν Αὐστραλία γύρω στούς 1.500 Ὀρθοδόξους Ἕλληνες ἀπό τά Ἰόνια Νησιά, τήν Πελοπόννησο, τήν Στερεά Ἑλλάδα. Οἱ περισσότεροι ἀπ᾿ αὐτούς ἐργάζονταν στά χρυσωρυχεῖα καί ἦταν ἕτοιμοι νά ἀναλάβουν τήν συντήρηση ἱερέα, καθώς καί τήν ἀνέγερση Ἐκκλησίας. Ὡστόσο ἡ πρωτοβουλία αὐτή παραμένει ἄκαρπη.
Ἡ ἑπομένη ἐπίσκεψη γίνεται ἀπό ἕναν ἁγιορείτη ἱερομόναχο τῆς Μονῆς Ἐσφιγμένου, ὀνόματι Χριστόφορο Ἀρσενίου, ὁ ὁποῖος ἐπισκέπτεται τήν Κουησλάνδη, πολιτογραφεῖται τό 1868 καί ἀρχίζει ἀλληλογραφία μέ τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σχετικά μέ τήν ἀποστολή ἱερέων στήν Αὐστραλία. Ἀπό τήν ἀλληλογραφία αὐτή, ἐξάγονται σημαντικές πληροφορίες γιά τούς Ἕλληνες τῆς Αὐστραλίας πού ἀνάγονται στούς 500, οἱ περισσότεροι ἀπ᾿ αὐτούς στό Σίδνεϋ καί στήν Μελβούρνη. Οἱ λίγοι αὐτοί Ἕλληνες εἶναι πρόθυμοι νά πληρώσουν τά εἰσιτήρια ἱερέα γιά νά ἔρθη στήν Αὐστραλία, καθώς ἐπίσης καί τό μισθό του. Προτίθενται ἐπίσης νά ἀνεγείρουν Ἱερό Ναό πρῶτα στήν Μελβούρνη καί μετά στό Σίδνεϋ.
Ὁ ἱερομόναχος Χριστόφορος τελεῖ ἀρκετά Μυστήρια. Τελικά καί αὐτή ἡ πρωτοβουλία δέν ἔχει ἀποτέλεσμα. Στίς δύο μεγαλύτερες πόλεις, Σίδνεϋ καί Μελβούρνη, παρατηρεῖται κατά τήν δεκαετία τοῦ 1890 σύμπραξη μέ τίς Ὀρθόδοξες ὁμάδες τῶν Συρίων καί Λιβανέζων μέ μόνο πρόβλημα τό γλωσσικό, λόγῳ τοῦ ὅτι ἡ Ἀραβική ἦταν ἡ μητρική γλῶσσα τῶν περισσοτέρων Συρίων. Γιά τόν λόγο αὐτό Ἕλληνες καί Σύριοι, μέσῳ τοῦ Ρώσσου Προξένου στήν Μελβούρνη, ζητοῦν ἀπό τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Γεράσιμο (1861 ― 1896) ἱερέα, ὁ ὁποῖος νά ὁμιλῆ Ἑλληνικά καί Ἀραβικά γιά νά ἀνταποκριθῆ στίς λειτουργικές καί θρησκευτικές ἀνάγκες Ἑλλήνων καί Συρίων Ὀρθοδόξων. Ὡστόσο καί αὐτή ἡ προσπάθεια ἀπέτυχε.
Πρός τό τέλος τοῦ 1896, ἐμφανίζεται στό Σίδνεϋ ὁ ἀρχιμανδρίτης Δωρόθεος Μπακαλιάρος ἀπό τήν Σάμο πού ἐπισκέπτεται τίς Ἀποικίες τῆς Νέας Νοτίου Οὐαλίας καί Βικτώριας μεταξύ τῶν ἐτῶν 1896 ― 1898. Λόγῳ ἐλλείψεως Ἱεροῦ Ναοῦ οἱ ἱερές Ἀκολουθίες τελοῦνται σέ Ἀγγλικανικούς Ναούς. Ἔτσι ἡ πρώτη Ὀρθόδοξη θεία Λειτουργία στό Σίδνεϋ ἀπό Ὀρθόδοξο ἱερέα τελεῖται στόν Ἀγγλικανικό Ναό St James (KingStreet, Sydney). Τήν ἑπομένη χρονιά, ὁ πατήρ Δωρόθεος, μετά ἀπό πρόσκληση τῶν Ἑλλήνων τῆς Μελβούρνης, τούς ἐπισκέπτεται ὅπου γιά μιά ἑβδομάδα τελεῖ ἱερές Ἀκολουθίες. Στό Σίνδεϋ ὁ ἀρχιμανδρίτης Δωρόθεος Μπακαλιάρος συνεχίζει νά ἱερουργῆ στόν Ἀγγλικανικό Ναό St James μέχρι καί τό θεμέλιο λίθο τοῦ πρώτου Ὀρθοδόξου Ναοῦ, τῆς Ἁγίας Τριάδος, τόν Μάϊο τοῦ 1898.
Ἡ πορεία, λοιπόν, τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στήν Αὐστραλία οὐσιαστικά ξεκινᾶ μέ τούς δύο διορισμένους κληρικούς τῆς θρησκευτικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, τόν π. Ἀθανάσιο Καντόπουλο πού φτάνει στήν Μελβούρνη τό 1898 καί τόν π. Σεραφείμ Φωκᾶ πού φτάνει στό Σίδνεϋ τό 1899. Ἡ αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν μεταναστῶν ὁδηγεῖ στήν ἀνέγερση τῶν πρώτων Ναῶν, τῆς Ἁγίας Τριάδος στό Σίδνεϋ (1898) καί τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου στήν Μελβούρνη (1900). Στήν συνέχεια μόνιμοι κληρικοί ἐμφανίζονται στό Perth, στό Darwin, στό Port Pirie καί στό Brisbane. Ναοί ἀνεγείρονται στό Perth (1924), στό Port Pirie (1926) καί στό Brisbane (1929). Παρόμοιες πρωτοβουλίες συναντᾶμε στήν Ἀδελαΐδα καί στό Innisfail. Ἡ ἐξελικτική αὐτή φάση περνᾶ ἀπό πολλά στάδια.
Ὁ Ἱερός Ναός τῆς Ἁγίας Τριάδος στό Σίδνεϋ, πρώτη Ἑλληνική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στήν Αὐστραλία (1898).
Μέχρι τό 1927 εἶναι ὁ Καθεδρικός Ναός τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.
ΙΔΡΥΣΗ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ ― ΝΕΑΣ ΖΗΛΑΝΔΙΑΣ
Κατά τήν διάρκεια τῆς πρώτης εἰκοσιπενταετίας τοῦ 20οῦ αἰῶνα, οἱ Ἕλληνες τῆς Αὐστραλίας ἔχουν ἱδρύσει Κοινότητες ἐκτός τοῦ Σίδνεϋ καί τῆς Μελβούρνης, στό Perth, στό Brisbane, στό Port Pirie καί στό Darwin, μιά μικρή ἐκκλησία μέ λαμαρίνες. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό κέντρο καί τό σύμβολο τῆς ἑνότητος στήν ζωή τῶν πρώτων μεταναστῶν.
Ἡ αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν μεταναστῶν δημιουργεῖ τήν ἀνάγκη ὑπάρξεως τῶν δομῶν ἐκείνων πού θά ἐξυπηρετήσουν τίς θρησκευτικές τους ἀνάγκες. Στό πρῶτο κῦμα τῶν Ἑλλήνων στήν Αὐστραλία πού ἀρχίζει περίπου κατά τά μέσα τοῦ 19ου αἰῶνα, προστίθεται τώρα ὁ νέος ἀριθμός τῶν μεταναστῶν πού μαζί δημιουργοῦν τίς πρῶτες Κοινότητες στό Σίδνεϋ καί στήν Μελβούρνη. Τό 1897 εἶναι τό ἔτος πού ἱδρύονται οἱ Κοινότητες στό Σίδνεϋ καί στήν Μελβούρνη, μέ πρωταρχικό σκοπό τήν ἀνέγερση Ἱερῶν Ναῶν.
Ὁ π. Ἀθανάσιος Καντόπουλος, ἱερατικός Προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Εὐαγγελισμοῦ Μελβούρνης (1898 -1902).
Ὁ πρῶτος Ἑλληνορθόδοξος Ναός, τῆς Ἁγίας Τριάδος, θεμελιώνεται στό Σίδνεϋ στίς 29 Μαΐου 1898 ἀπό τόν π. Δωρόθεο, μέ τήν παρουσία πολλῶν Ἑλλήνων, Συρίων καί Λιβανέζων. Στίς 16 Ἀπριλίου 1899 γίνονται ἐπίσημα τά θυρανοίξια τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὡστόσο ὁ π. Δωρόθεος ξαφνικά ἀναχωρεῖ ἀπό τήν Αὐστραλία καί τό Συμβούλιο τῆς Κοινότητος, οἱ περισσότεροι τῶν ὁποίων κατάγονται ἀπό τά Κύθηρα, ζητᾶ ἐγγράφως ἀπό τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων νά τούς ἀποστείλη ἱερέα. Ἔτσι τό 1898 φτάνουν οἱ ἱερεῖς π. Σεραφείμ Φωκᾶς (2) (1899 ―1917) γιά τό Σίδνεϋ καί ὁ π. Ἀθανάσιος Καντόπουλος (1898 ― 1903) γιά τήν Μελβούρνη τοῦ κλίματος τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων. Καί οἱ δύο κληρικοί εἶναι ἔγγαμοι, μορφωμένοι, καί γνῶστες τῆς Ἑλληνικῆς καί τῆς Ἀραβικῆς.
Ὁ Μέγας Οἰκονόμος π. Σεραφείμ Φωκᾶς, ὑπηρετεῖ στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Τριάδος Σίδνεϋ ἀπό τό 1899 μέχρι τό 1913.
Στίς 13 Ἰανουαρίου 1899 διορίζεται ὁ π. Σεραφείμ Φωκᾶς ὡς ἱερατικός Προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ π. Σεραφείμ εἶναι 50 ἐτῶν, ὅταν φτάνει στό Σίδνεϋ στίς 9 Μαρτίου 1899 μέ τήν πρεσβυτέρα του καί τίς πέντε κόρες τους. Μιλᾶ ἄπταιστα Ἑλληνικά, Ἰταλικά, Ἀραβικά καί Γαλλικά. Ὁ π. Σεραφείμ διακονεῖ στήν Ἁγία Τριάδα ἐπιτελώντας τά καθήκοντά του μέ τρόπο ἱεροπρεπῆ καί ταπεινό μέχρι τόν Αὔγουστο τοῦ 1913, ὅπου γιά λόγους ὑγείας παραιτεῖται. Πεθαίνει στίς 15 Αὐγούστου τοῦ 1917 (3). Ἡ κηδεία του τελεῖται ἀπό τόν διάδοχό του ἀρχιμανδρίτη Δημήτριο Μαρινάκη, ὁ ὁποῖος τόν εἶχε ἤδη ἀντικαταστήσει ἀπό τό 1913.
Στήν Μελβούρνη μετά ἀπό ἐνέργειες μελῶν τῆς Συριακῆς Ὀρθοδόξου πατριάς, ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων κ.κ. Δαμιανός (1897 ―1931), στέλνει ὡς πρῶτο ἱερέα τῶν Ὀρθοδόξων τόν π. Ἀθανάσιο Καντόπουλο, ὁ ὁποῖος φτάνει μέ τήν οἰκογένειά του στήν Μελβούρνη στίς 10 Ἰουνίου τοῦ 1898. Ὁ π. Ἀθανάσιος μέ καταγωγή ἀπό τήν Ρόδο, γεννιέται στά Ἱεροσόλυμα κι ἔχει τρία ἀδέρφια πού ὅλοι τους γίνονται κληρικοί. Μιλᾶ ἄπταιστα Ἑλληνικά καί Ἀραβικά, γεγονός πού τόν καθιστᾶ ὡς τήν ἰδανικώτερη λύση γιά τήν Μελβούρνη.
Τά θεμέλια τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στήν Μελβούρνη τίθενται στίς 6 Δεκεμβρίου 1900. Τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων ἐνδιαφέρεται μέχρι τό 1902, ἔτος κατά τό ὁποῖο τοποθετεῖται τό τέλος τῆς Θρησκευτικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου τῶν Ἱεροσολύμων στήν Αὐστραλία καί ἡ ἐμφάνιση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στά ἐκκλησιαστικά δρώμενα τῆς Αὐστραλίας μέ τόν διορισμό τοῦ ἀρχιμανδρίτου Νικάνδρου Μπετίνη σέ ἀντικατάσταση τοῦ π. Ἀθανασίου Καντοπούλου. Ὁ ἀρχιμανδρίτης Νίκανδρος Μπετίνης μένει στήν Μελβούρνη μέχρι τό 1907, ἔτος ἀναχωρήσεώς του γιά τήν Ἑλλάδα (4).
Ὁ Ἱερός Ναός τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου,
πρῶτος Ὀρθόδοξος Ναός στήν Μελβούρνη (1900).
Μετά τό 1902 ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος διορίζει τούς ἱερεῖς γιά τίς Κοινότητες τῆς Αὐστραλίας, μιά λύση καί πάλι προσωρινή, μέχρι νά ξεκαθαρίση τό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας στήν Αὐστραλία. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μέ Συνοδική Πατριαρχική Πράξη τοῦ 1908 ἀποδέχεται τήν πνευματική δικαιοδοσία στήν Αὐστραλία πού τῆς παραχωρεῖται ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μέχρι τό 1922, πού καταργεῖται μέ νέα Συνοδική Πατριαρχική Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη κ.κ. Μελετίου Μεταξάκη (1921 ― 1923) πού θέτει ὅλες τίς Ἑλληνικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς Διασπορᾶς κάτω ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ζ΄ (1923 ― 1924) μέ νέο Πατριαρχικό καί Συνοδικό Τόμο στίς 7 Μαρτίου 1924 ἱδρύει τήν Μητρόπολη Αὐστραλίας καί Νέας Ζηλανδίας μέ τήν ἐπωνυμία «Ὀρθόδοξος Μητρόπολις Αὐστραλίας» καί ὁ Ποιμενάρχης «Ἱερώτατος Μητροπολίτης Αὐστραλίας, ὑπέρτιμος καί ἔξαρχος πάσης Ὠκεανίας».
Πρίν τήν ἵδρυση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αὐστραλίας, στήν Αὐστραλία ὑπάρχουν μόνο δύο ναοί∙ στό Σίδνεϋ, τῆς Ἁγίας Τριάδος, στήν Μελβούρνη, τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Οἱ πρῶτες Κοινότητες στήν Αὐστραλία ἱδρύονται μέ τήν πρωτοβουλία πιστῶν πού τούς κρατοῦν ἑνωμένους ἡ κοινή τους πίστη, οἱ παραδόσεις, καθώς καί οἱ δυσκολίες στήν νέα τους πατρίδα. Πρῶτος Ποιμενάρχης τῆς νεοπαγοῦς Μητροπόλεως ἐκλέγεται ὁ ἀπό Σερρῶν Μητροπολίτης Χριστόφορος Κνίτης καί λίγο πρίν τήν ἄφιξή του βρίσκονται σέ ὁλόκληρη τήν Αὐστραλία γύρω στούς 10.000 Ἕλληνες.
Δεύτερος Μητροπολίτης Αὐστραλίας καί Νέας Ζηλανδίας ἐκλέγεται ὁ ἀρχιμανδρίτης Τιμόθεος Εὐαγγελινίδης, τό 1931. Τρίτος Μητροπολίτης ἐξελέγη ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στίς 22 Ἀπριλίου τοῦ 1947 ὁ ἀρχιμανδρίτης Θεοφύλακτος Παπαθανασόπουλος, ὁ ὁποῖος ποιμαίνει τήν Ἐπαρχία τοῦ Θρόνου μέχρι τό 1958, ὁπότε χάνει τήν ζωή του σέ τροχαῖο ἀτύχημα. Τέταρτος Μητροπολίτης ἐκλέγεται ὁ Ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ Ἱεζεκιήλ Τσουκαλᾶς τόν Φεβρουάριο τοῦ 1959. Τήν 1η Σεπτεμβρίου 1959 ἡ Ἱερά Μητρόπολη Αὐστραλίας καί Νέας Ζηλανδίας προάγεται ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο σέ Ἀρχιεπισκοπή καί ὁ Ποιμενάρχης σέ Ἀρχιεπίσκοπο.
Στήν δεκαετία τοῦ ᾿50 παρατηρεῖται μαζική μετανάστευση τῶν Ἑλλήνων στήν Αὐστραλία καί δημιουργοῦνται οἱ ἀνάγκες γιά ἵδρυση Ἐκκλησιῶν, Σχολείων, Κοινοτικῶν καί φιλανθρωπικῶν Ἱδρυμάτων. Πρίν τόν Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο στήν Αὐστραλία βρίσκονται 10.000 Ὀρθόδοξοι. Στό τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 1950 οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί στήν Αὐστραλία ἀνέρχονται στίς 75.000. Ἀπό τό 1960 ἕως τό 1980 ὁ ἀριθμός τῶν Ἑλλήνων μεταναστῶν στήν Αὐστραλία ἔχει ἀνέβει πολύ, ὅπως δείχνουν οἱ ἀπογραφές τῶν ἐτῶν 1954, 1961, 1976 καί 1981. Ἡ ἀπογραφή τοῦ 1981 ἀνεβάζει τούς Ἕλληνες Ὀρθοδόξους σέ 421.281. Μέ τήν ἀθρόα ἄφιξη τῶν νέων μεταναστῶν ἱδρύονται νέες Κοινότητες, ἀνεγείρονται νέοι Ναοί, συγκροτοῦνται Σχολεῖα, ὀργανώνονται φιλόπτωχοι Ἀδελφότητες. Τήν περίοδο αὐτή συγκαλοῦνται Κληρικολαϊκές Συνελεύσεις πού στόχευαν στήν ἀρτιώτερη ρύθμιση τῶν πραγμάτων τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ γενικώτερα.
Τό ἐπιβατικό πλοῖο Orion, καθώς καί τά ἐπιβατικά πλοῖα Flaminia, Toscana, Tasmania, Castel Verde, Begonia, Κυρήνεια, Castel Felice κ.ἄ.,
μεταφέρουν χιλιάδες μετανάστες στήν δεκαετία τοῦ ᾿50.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱεζεκιήλ μέ μέλη τῆς A΄ Κληρικολαϊκῆς Συνελεύσεως στό Σίδνεϋ.
(22 ― 28 Ἰανουαρίου 1961).
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος κ.κ. Ἱεζεκιήλ παραιτεῖται τό 1968 γιά λόγους ὑγείας καί ὡς Πατριαρχικός Ἔξαρχος ἀποστέλνεται ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὁ Μητροπολίτης Φιλαδελφείας Ἰάκωβος, ὁ μετέπειτα Μητροπολίτης Γερμανίας. Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1969 ὁ πρώην Αὐστραλίας Ἱεζεκιήλ ἐπανεκλέγεται καί παραμένει ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας μέχρι τόν Αὔγουστο τοῦ 1974. Στίς 3 Φεβρουαρίου 1975 ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐκλέγει παμψηφεί ὡς Ἀρχιεπίσκοπο Αὐστραλίας τόν Μητροπολίτη Μιλητουπόλεως Στυλιανό Χαρκιανάκη, ὑφηγητῆ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ὁ νέος Ἀρχιεπίσκοπος ἔφτασε στό Σίδνεϋ στίς 15 Ἀπριλίου 1975 καί ἐνθρονίστηκε ἐπισήμως τό Σάββατο τοῦ Λαζάρου, στίς 26 Ἀπριλίου τοῦ 1975.
ΚΛΗΡΙΚΟΛΑΪΚΕΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ
Σταθμό γιά τά ἐκκλησιαστικά δρώμενα τῆς Αὐστραλίας ἀποτελοῦν οἱ Κληρικολαϊκές Συνελεύσεις, οἱ ὁποῖες συγκαλοῦνται κάθε τέσσερα χρόνια καί ἀποτελοῦν τό ἀνώτατο νομοθετικό σῶμα τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς. Ἡ ἀρχή τῶν ἐργασιῶν γίνεται πάντα μέ τήν εἰσηγητική ὁμιλία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, στήν ὁποία ἐκτίθενται «τά χάριτι Θεοῦ συντελεσθέντα ἔργα καί προγράμματα» κατά τήν τετραετία πού πέρασε. Οἱ Κληρικολαϊκές Συνελεύσεις ἀποτελοῦν τό ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο καθορίζει τήν κοινή γραμμή σέ θέματα θρησκευτικά, ἐκπαιδευτικά, φιλανθρωπικά καί κοινωνικά. Πρόκειται γιά Συνελεύσεις πού συμμετέχουν Κληρικοί (¼) καί Λαϊκοί (¾) τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς. Οἱ ἀποφάσεις τῶν Κληρικολαϊκῶν Συνελεύσεων ἐπικυρώνονται ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τίθενται σέ ἐφαρμογή ἀπό τήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή. Οἱ Κληρικολαϊκές Συνελεύσεις ἀποτελοῦν ἱστορικούς σταθμούς, στίς ὁποῖες καταγράφονται οἱ ἐξελίξεις καί ἡ πρόοδος τῶν ἐκκλησιαστικῶν καί ὁμογενειακῶν δρώμενων στήν Αὐστραλία.
Οἱ τρεῖς πρῶτες Κληρικολαϊκές Συνελεύσεις ὀργανώνονται ἐπί Ἀρχιεπισκόπου κ.κ. Ἱεζεκιήλ καί οἱ λοιπές ὀκτώ ἐπί Ἀρχιεπισκόπου κ.κ. Στυλιανοῦ. Ἔχουν λάβει χώρα ΙΑ´ Κληρικολαϊκές Συνελεύσεις ἀπό τό 1961 μέχρι τό 2013. Στήν τελευταία Συνέλευση, γιά πρώτη φορά, ἀπηύθυνε μήνυμα μέσῳ Skype ἡ Α. Θ. Παναγιότης.
Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΩΝ ΒΟΗΘΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ
Τό 1954 ὁ Μητροπολίτης Αὐστραλίας Θεοφύλακτος Παπαθανασόπουλος (1948 ― 1958), μέ σχετικό αἴτημα πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ζητᾶ τόν διορισμό δύο βοηθῶν Ἐπισκόπων. Ἡ ἔλλειψη βοηθῶν Ἐπισκόπων προβλημάτιζε τόν Μητροπολίτη Θεοφύλακτο, ὁ ὁποῖος πολλές φορές τό χρησιμοποιοῦσε ὡς ἐπιχείρημα γιά τήν ἐλλειπῆ ὀργάνωση τῆς Μητροπόλεως. Ὡστόσο τό αἴτημα αὐτό δέν ἐγκρίνεται ἐπί ποιμαντορίας Θεοφυλάκτου, ἀλλά πραγματώνεται ἐπί ποιμαντορίας Ἱεζεκιήλ, τό 1959. Ἔτσι ὁ θεσμός τῶν βοηθῶν Ἐπισκόπων εἰσάγεται στήν Αὐστραλία τό 1959.
ΕΠΙΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Κατά τήν τελευταία περίοδο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἐν Αὐστραλίᾳ, σημαντικό σταθμό ἀποτελεῖ ἡ ἵδρυση καί ἡ εὔρρυθμη λειτουργία τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου, ἡ ὁποία εἶναι ἀναγνωρισμένη ὡς ἰσότιμη τῶν ἄλλων Πανεπιστημιακῶν Σχολῶν τῆς Αὐστραλίας καί τῆς Ἑλλάδος. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐπίσης καλλιεργεῖ συστηματικά:
- τήν λειτουργική ― ἐνοριακή ζωή τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος, καλώντας σέ ἐτήσια βάση μοναχούς ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος γιά ἐξομολόγηση,
- τόν Ὀρθόδοξο μοναχισμό στά ἀνδρῶα καί γυναικεῖα Μοναστήρια τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς,
- τήν ἐκπαίδευση τῆς νέων μέσῳ τῶν Κολλεγίων καί τῶν Συνεδρίων τῆς νεολαίας,
- τούς πνευματικούς θησαυρούς τῆς Ἑλληνο ― Ὀρθοδόξου παραδόσεως, μετακαλώντας ἀνθρώπους τοῦ πνεύματος ἀπό τήν Ἑλλάδα γιά διαλέξεις,
- τήν κοινωνική πρόνοια καί ἔργα εὐποιΐας,
- τήν φροντίδα γιά τήν τρίτη ἡλικία.
Ἀπό τό 2010 καί ἑξῆς, ὀργανώνεται ἡ Ἐπισκοπική Συνέλευσις τῶν Κανονικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν Ὠκεανίας «πρός ἐνίσχυσιν τῆς διορθοδόξου συνεργασίας καί μαρτυρίας μεταξύ τῶν διαφόρων Ὀρθοδόξων Δικαιοδοσιῶν».
Ἡ πορεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας θεωρεῖται Σταυροαναστάσιμη, μέ Σταυρό καί Ἀνάσταση στήν καθημερινή της πρακτική, ὡστόσο μπορεῖ ἀσφαλῶς ὁ πιστός νά ἐγκαυχᾶται ἐν Χριστῷ γιά τήν πρόοδο τῆς Ἐκκλησίας μας «ἐν γῇ ἀλλοτρία».
1. Βλ. βιβλίο, Ἡ Ζωή ἐν Αὐστραλίᾳ, σ. 85.
2. Ὁ π. Σεραφείμ Φωκᾶς κατάγεται ἀπό τά Μάδυτα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Θεωρεῖται ὁ στυλοβάτης τοῦ θρησκευτικοῦ αἰσθήματος στό Σίδνεϋ καί ὑπῆρξε πολύ ἀγαπητός στούς ὁμογενεῖς. Ὑπῆρξε αὐστηρός, ἀφιλοκερδής, πρότυπο οἰκογενειάρχου καί ἀφοσιωμένος στήν Ἐκκλησία καί στό ποίμνιό του.
3. Μέχρι τήν ἵδρυση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αὐστραλίας, οἱ ἱερεῖς πού ὑπηρετοῦν στό Σίδνεϋ εἶναι οἱ ἀκόλουθοι: Ἀρχ. Δωρόθεος Μπακαλιάρος (1897 ― 1898), π. Σεραφείμ Φωκᾶς (1899 ―1913), ἀρχ. Δημήτριος Μαρινάκης (1913 ― 1923). Ὁ ἀρχ. Δημήτριος Μαρινάκης τό 1924 ἀποσχηματίζεται καί ἐργάζεται ὡς συνιδιοκτήτης στήν ἐφημερίδα Ἐθνικόν Βῆμα μέ τόν ἀδερφό του, ἐφημερίδα πού ἐκδίδεται σήμερα ἀπό τήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Αὐστραλίας.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη