Ξεκινώντας το Σάββατο 12 Ιουλίου από την Ουάσιγκτον για το Λορέτο της Πενσιλβάνια, όπου και οι ομώνυμες φυλακές, τα αισθήματά μου ήταν ανάμεικτα.
– Προσμονή και αγωνία για τον αγαπημένο φίλο που θα έβλεπα ύστερα από 18 μήνες και ο οποίος καταδικάστηκε επειδή δεν φοβήθηκε και αποκάλυψε το μεγάλο μυστικό της αμερικανικής κυβέρνησης και συνάμα μια μεγάλη αλήθεια: ότι το χειρότερο βασανιστήριο του εικονικού πνιγμού ήταν φαινόμενο καθημερινό.
– Θυμός για τις συνθήκες κράτησής του, όπως αποκαλύπτει ο ίδιος συχνά-πυκνά μέσα από τις επιστολές προς φίλους του με τίτλο «Γράμμα από το Λορέτο» («Letter from Loretto»). Ενας από τους παραλήπτες των επιστολών είμαι και εγώ.
Γνώρισα τον Τζον Κυριάκου, τον Ελληνοαμερικανό πράκτορα της CIA, μετά την αποχώρησή του από την αμερικανική μυστική υπηρεσία, όταν «έπεσα κυριολεκτικά πάνω του» στους διαδρόμους του Κογκρέσου. Αναζητούσα τότε στοιχεία για τα χρήματα που σπατάλησε η Αμερική για την επιβολή του φιλοτουρκικού σχεδίου Ανάν και για την ελληνική εσωτερική τρομοκρατία, και ειδικά για τους Ελληνες υπηκόους που βρέθηκαν στις τάξεις της και στη συνέχεια συνεργάστηκαν με τις Αρχές της Ελλάδας και άλλων χωρών για την εξάρθρωσή της. Δέχθηκε να μιλήσουμε υπό τον όρο ότι δεν θα αναφερθεί κανένα όνομα από αυτά που ανακάλυψε η έρευνά μας. Οι συζητήσεις μας επεκτάθηκαν και στη δράση του ως επιχειρησιακού της CIA εναντίον της Αλ Κάιντα στα βουνά και στις πόλεις του Αφγανιστάν και του Πακιστάν.
Ο Τζον Κυριάκου είναι και σήμερα ένας θρύλος στην υπηρεσία, παρά το γεγονός ότι η ηγεσία της έκανε και συνεχίζει να κάνει μεγάλη προσπάθεια για να τον απαξιώσει. Φίλοι του στη CIA τον υποστήριξαν καθ’ όλη τη διάρκεια της δικαστικής περιπέτειάς του, αλλά και άγνωστοι άνθρωποι, που πιστεύουν στα ανθρώπινα δικαιώματα, υπέγραψαν επιστολές προς τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα, ζητώντας να δοθεί χάρη στον Τζον. Αλλωστε συμμετείχε στις πιο επικίνδυνες αποστολές και χάρη στον Ελληνοαμερικανό πράκτορα η Αμερική μπόρεσε να συλλέξει πολύτιμες πληροφορίες για την Αλ Κάιντα και τον αρχηγό της, Οσάμα μπιν Λάντεν. Σε αυτά που αρνούνταν να συμμετάσχει ο Ελληνοαμερικανός πρώην πράκτορας ήταν στα βασανιστήρια. Και στη σκέψη ότι τα χρησιμοποιούσαν οι αμερικανικές αρχές ασφαλείας θύμωνε και δεν το έκρυβε.
Ο Ολιβερ Στόουν
Πρόσφατα ο Μπαράκ Ομπάμα, ένιωσε την ανάγκη να παραδεχθεί ότι η χώρα του υπέβαλε σε βασανιστήρια υπόπτους για τρομοκρατικές ενέργειες. Μετά τη τηλεοπτική συνέντευξή του πολλοί άνθρωποι στην Αμερική, δημοσιογράφοι και μη, θυμήθηκαν ότι ο Τζον Κυριάκου, που αποκάλυψε τα φρικτά βασανιστήρια, βρίσκεται στη φυλακή, μακριά από την οικογένειά του, επειδή ο Ομπάμα αρνήθηκε να του δώσει χάρη.
Την επιστολή είχαν υπογράψει σημαντικοί Αμερικανοί, ανάμεσά τους και ο σκηνοθέτης Ολιβερ Στόουν, όπως και ομογενείς, και σε αυτήν αναφέραμε ότι ο Τζον Κυριάκου ηγήθηκε της ομάδας των πρακτόρων της CIA που συνέλαβε ένα εκ των πλέον επικίνδυνων μελών της Αλ Κάιντα, τον Abu Zubaydah και είχε λάβει 12 τιμητικές διακρίσεις από την ηγεσία της υπηρεσίας. Επίσης τον ενημερώσαμε ότι ήταν ο στόχος δύο δολοφονικών επιθέσεων όταν βρισκόταν στο εξωτερικό -η μία επιχειρήθηκε στη λεωφόρο Κηφισίας, στην Αθήνα.
Ο Ομπάμα επέλεξε να αγνοήσει την έκκληση για απόδοση χάρης. Οπως μου είπε ο Τζον, οι υπηρεσίες τον ανάγκασαν να μετατρέψει την κυβέρνησή του σε προέκταση αυτής του Τζορτζ Μπους και του Ντικ Τσένι. Η διαφάνεια που υποσχέθηκε προεκλογικά δεν υπάρχει.
Εγκαταλείποντας τη CIA τον βασάνιζε το γεγονός ότι ένας εκ των συλληφθέντων για τρομοκρατικές ενέργειες, τον οποίο είχε συλλάβει ο ίδιος, πέρασε από το βασανιστήριο του πνιγμού. Και στις συζητήσεις που είχε με δημοσιογράφους -σε αρκετές συμμετείχα και εγώ- απεκάλυψε το μεγάλο μυστικό. Εγώ δεν αναφέρθηκα ποτέ στο συγκεκριμένο θέμα, που αποτελούσε καθαρή παραβίαση της αμερικανικής νομοθεσίας. Αλλοι συνάδελφοι προχώρησαν και απεκάλυψαν αυτό το μεγάλο μυστικό των βασανιστηρίων, για τη χρήση των οποίων είχαν υπογράψει ο τότε πρόεδρος Τζορτζ Μπους, ο τότε αντιπρόεδρος Ντικ Τσένι και η Κοντολίζα Ράις ως σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου.
Οι αμερικανικές υπηρεσίες δεν τον συγχώρεσαν ποτέ. Και επειδή ήταν δύσκολο να πιστοποιήσουν την ενοχή του, ξεκίνησαν έναν απίστευτο πόλεμο εναντίον του Τζον και της οικογένειάς του, στοχεύοντας να τον κλείσουν για πάντα στη φυλακή. Οσες φορές συναντηθήκαμε, και ήταν πολλές, ήμασταν περικυκλωμένοι από δεκάδες μυστικούς πράκτορες. Είναι χαρακτηριστικές δύο περιπτώσεις στο εστιατόριο «Μουράγιο» και στο δημοφιλές «Barcode», όπου οι αστυνομικοί αποτελούσαν την πλειονότητα, και όταν σηκωθήκαμε να φύγουμε ξαφνικά άφησαν στη μέση το φαγητό τους και έτρεχαν έξω για να μας προλάβουν.
Είχα προσπαθήσει πολύ τους τελευταίους μήνες να τον επισκεφθώ, αλλά οι αιτήσεις μου δεν είχαν καμία τύχη. Συνεχίζαμε βέβαια την επικοινωνία μας μέσω της συζύγου του, Χέδερ, μιας εκπληκτικής κυρίας-μητέρας, που μεγαλώνει με καρτερικότητα τα ανήλικα παιδιά τους. Μετά την επιτυχημένη παρουσίαση του ντοκιμαντέρ με θέμα τον Τζον, στο Φεστιβάλ Tribeca του Ρόμπερτ ντε Νίρο, που χρηματοδότησε η υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ηθοποιός Σούζαν Σάραντον, υπέβαλα ακόμα ένα αίτημα στο αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο έγινε αποδεκτό.
Ανάμεσα σε δεκάδες μητέρες, συζύγους και μικρά παιδιά, που θα επισκέπτονταν άλλους φυλακισμένους, ένιωσα σαν τη μύγα μες στο γάλα, υπό την έννοια ότι επισκεπτόμουν τον μόνο πολιτικό κρατούμενο της φυλακής του Λορέτο.
Οταν ολοκληρώθηκε η διαδικασία εισόδου και αφού περάσαμε από βαριές πόρτες, που έκλειναν αμέσως πίσω μας, βρέθηκα στο επισκεπτήριο. Υστερα από μισή και πλέον ώρα επέτρεψαν στον Τζον να εισέλθει στην αίθουσα για να με συναντήσει… Αγκαλιαστήκαμε και καθίσαμε απέναντι για να συνεχίσουμε τη συζήτησή μας για τόσα θέματα που εκκρεμούσαν μετά την καταδίκη και τη φυλάκισή του.
Βιβλίο
Είναι χαρούμενος διότι μέχρι τον Ιανουάριο θα αφεθεί ελεύθερος και θα συνεχίσει να εκτελεί το υπόλοιπο της ποινής του στην οικία του, με μόνο δικαίωμα εξόδου την επίσκεψη στους γιατρούς του. Ηταν διπλά χαρούμενος διότι το επόμενο Σάββατο θα τον επισκέπτονταν τα παιδιά του, τα οποία αντέχουν στην τόσο τεράστια πίεση που δέχονται στην πιο τρυφερή ηλικία. Και με μεγάλη χαρά μού ανακοίνωσε ότι βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο συγγραφής του νέου του βιβλίου, για το οποίο άρχισαν ήδη να ενδιαφέρονται μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι και εφημερίδες, όπως οι «Times» της Νέας Υόρκης. Θα έλεγα ότι από τον χώρο των ΜΜΕ είναι η εφημερίδα που του συμπαραστάθηκε πολύ, καθώς ένας δημοσιογράφος της ήταν στην ομάδα των συνομιλητών του Τζον. Στη φυλάκισή του η εφημερίδα αφιέρωσε τον μισό χώρο της πρώτης της σελίδας.
Συζητήσαμε για τις δυσκολίες της φυλακής, για το απαράδεκτο φαγητό που αγγίζει τα όρια «ομαδικής δηλητηρίασης», για το γεγονός ότι τον έχουν στη πτέρυγα με τους χειρότερους εγκληματίες. Σε μία περίπτωση προσπάθησαν να τον εμπλέξουν με έναν φυλακισμένο για τρομοκρατία. Και πρέπει να ήταν η ενέργεια που τον πλήγωσε περισσότερο, με δεδομένη τη δράση του εναντίον της Αλ Κάιντα. Συζητήσαμε ξανά και ξανά τα γεγονότα που οδήγησαν στην καταδίκη και τη φυλάκισή του. Προσωπικά δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι ο άνθρωπος που τον πρόδωσε παρουσιαζόταν σαν δημοσιογράφος και είναι ένα γεγονός που πικραίνει όλους όσοι είχαμε συναντηθεί και συζητήσει μαζί του στο πλαίσιο της δημοσιογραφικής μας εργασίας. Ηταν η ανταλλαγή ενός ηλεκτρονικού μηνύματος με τον εν λόγω «δημοσιογράφο», που αφορούσε το όνομα ενός συναδέλφου του στη CIA, η αιτία για να του φορτώσει το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης την κατηγορία της κατασκοπείας. Τη μονολεκτική απάντηση του Τζον, ένα απλό «ναι» στο ερώτημα του «δημοσιογράφου», ακολούθησε το τηλεφώνημα του FBI και ξεκίνησε η μεγάλη περιπέτεια του πρώην πράκτορα της CIA.
«Πίστευα», μου είπε, «και συνεχίζω να πιστεύω ότι η πολιτική της αμερικανικής κυβέρνησης για τα βασανιστήρια και ιδιαίτερα για τον εικονικό πνιγμό, είναι αντισυνταγματική και εσφαλμένη. Είμαι υπερήφανος για την υπηρεσία μου προς την πατρίδα και δεν μετανιώνω για ό,τι έκανα».
ΕΞΟΦΛΗΣΑΝ ΤΟ ΔΑΝΕΙΟ
Λίγοι φίλοι έσωσαν το σπίτι του
Με τον Τζον, στη φυλακή θυμηθήκαμε τις ιστορίες που μου είχε αφηγηθεί και τις πάμπολλες περιπτώσεις που κινδύνευσε για την Αμερική, όταν μακριά από τη σύζυγο και τα παιδιά του πολεμούσε εναντίον των εχθρών της πατρίδας του. «Η ζωή μου στη CIA ήταν ένας συνεχής κίνδυνος. Και το έκανα επειδή ήθελα να ζουν οι συμπατριώτες μου σε καθεστώς ασφάλειας», μου λέει. Οταν ανταλλάξαμε την πρώτη καλημέρα στα Ελληνικά, το πρώτο πράγμα που μου ανέφερε ήταν ότι είναι κάτοχος ελληνικού διαβατηρίου. «Είμαι πολύ υπερήφανος που το πήρα, είμαι Ελληνας από τη Ρόδο, νιώθω Ελληνας».
Στη διάρκεια αυτής της περιπέτειας αρκετοί Ελληνοαμερικανοί στάθηκαν στο πλευρό του, ανάμεσά τους και μερικοί κληρικοί. Ενας ομογενής επιχειρηματίας, ο κυπριακής καταγωγής Νίκος Μουγιάρης, ήταν αυτός που ανταποκρίθηκε στην έκκλησή μου για να βοηθηθεί η οικογένεια του Τζον. Τα οικονομικά της ήταν σε οικτρή κατάσταση και υπήρχε άμεσος κίνδυνος απώλειας της οικίας όπου στεγάζονταν η Χέδερ και τα τρία από τα πέντε παιδιά του. Η οικονομική συμβολή ειδικά του κ. Μουγιάρη και μερικών άλλων φίλων της οικογένειας ήταν εξαιρετικά σημαντική. Το σπίτι δεν χάθηκε και το δάνειο εξοφλήθηκε.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Αρκετοί φίλοι που παρακολουθούν τη δημοσιογραφική μου πορεία μου έχουν υποβάλει τη (συνηθισμένη) ερώτηση: Πώς ένας δημοσιογράφος από την Κύπρο, που πιστοποίησε με την ερευνητική του εργασία την ενοχή της CIA και του Χένρι Κίσινγκερ στο πραξικόπημα εναντίον του Μακάριου και την τουρκική εισβολή, διατηρεί σχέσεις με έναν πρώην πράκτορα της αμερικανικής υπηρεσίας. Ο Τζον είναι ένας διαφορετικός άνθρωπος. Είναι μαχητής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολέμιος των βασανιστηρίων. Για τη δράση του αυτή αξίζει της εκτίμησής μας – και βεβαίως τη δική μου θα την έχει για πάντα…
Μιχάλης Ιγννατίου
Πηγή: http://www.ethnos.gr, http://www.mignatiou.com