Νερό, Δημοκρατία και Κράτος Δικαίου
Τι απομένει μετά την απαξίωση του ΣτΕ;
Στο διάσημο βιβλίο του, «Μεταδημοκρατία», (2003) ο Βρετανός καθηγητής του Πανεπιστημίου Warwick και επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Max Planck στη Γερμανία, Colin Crouch, διαπιστώνει ότι σε μεγάλο μέρος του δυτικού κόσμου η δημοκρατία τείνει να καταντήσει σκιά του εαυτού της. Οι θεσμοί παραμένουν στη θέση τους αλλά η λειτουργία τους υποσκάπτεται και μετατρέπεται σταδιακά σε τελετουργικό άνευ περιεχομένου, καθώς η συμμετοχή των πολιτών εξουδετερώνεται και η πραγματική δύναμη περνά όλο και περισσότερο στα χέρια των ισχυρών οικονομικών ελίτ και σε μια απομονωμένη από τη βάση της πολιτική τάξη. Στο βιβλίο αυτό ο Crouch εύχεται και ελπίζει οι προβλέψεις του να διαψευστούν. Η δημοκρατία να αντιμετωπίσει την κρίση της και με τη βοήθεια των κοινωνικών κινημάτων και της κοινωνίας των πολιτών να βγει ενδυναμωμένη από το αδιέξοδο. Στο δεύτερο βιβλίο του, «Μεταδημοκρατία μετά τις κρίσεις», (2022) αναλύει με ενάργεια και διεπιστημονική ματιά τα τεκταινόμενα τα τελευταία 20 χρόνια και ομολογεί ότι δυστυχώς η πραγματικότητα επιβεβαιώνει τους φόβους του. Σε όλο σχεδόν τον πλανήτη, μη εξαιρουμένης και της χώρας μας.
Στη χώρα μας οι πανηγυρισμοί για την 48η επέτειο της αποκατάστασης της Δημοκρατίας στον τόπο που τη γέννησε σφραγίστηκαν την ίδια κιόλας βδομάδα με την πιο τρανταχτή επικύρωση των θλιβερών διαπιστώσεων του Colin Crouch. Αναφέρομαι στην ψήφιση του νόμου 4964/2022, ο οποίος επαναφέρει τις ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ στην ΕΕΣΥΠ, το κοινώς λεγόμενο Υπερταμείο, παρά την κατηγορηματικά αντίθετη ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Υπενθυμίζεται ότι η μείζων Ολομέλεια του ΣτΕ σχεδόν ομόφωνα (με ψήφους 25 έναντι 2) ακύρωσε ως αντίθετη προς το Σύνταγμα τη μεταβίβαση προς το Υπερταμείο του πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών των ΕΥΔΑΠ / ΕΥΑΘ ιδιοκτησίας Ελληνικού Δημοσίου, με το σκεπτικό ότι το Σύνταγμα απαιτεί όπως η ΕΥΔΑΠ και η ΕΥΑΘ τελούν όχι απλώς υπό την εποπτεία, αλλά υπό τον ουσιαστικό έλεγχο του Ελληνικού Δημοσίου, γεγονός που προϋποθέτει την κατοχή από το Δημόσιο της πλειοψηφίας του μετοχικού κεφαλαίου των δύο αυτών κοινωφελών εταιριών. Κατά συνέπεια, συνιστά παράβαση του Συντάγματος η μεταβίβαση του ανωτέρω μετοχικού κεφαλαίου στην ΕΕΣΥΠ , διότι η ανώνυμη αυτή εταιρία, σύμφωνα με τον ιδρυτικό της νόμο, αποτελεί αμιγώς κερδοσκοπικό ιδιωτικό φορέα επιφορτισμένο με την οικονομική εκμετάλλευση της περιουσίας του Δημοσίου για την εξυπηρέτηση ιδίως των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας. Με τα δεδομένα αυτά, οι σκοποί της ΕΕΣΥΠ, είναι, σύμφωνα με το Δικαστήριο, εγγενώς ασύμβατοι προς τον κοινωφελή προορισμό της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ και την παροχή της υδροδότησης ως δημόσιας υπηρεσίας.
Η εμμονή στην παράδοση της υδροδότησης της πρωτεύουσας και της συμπρωτεύουσας στο Υπερταμείο γεννά εύλογα ερωτηματικά. Με δεδομένο ότι το ΣτΕ, εφαρμόζοντας το Σύνταγμα, έδωσε τη νομική διέξοδο ώστε η ΕΥΔΑΠ και η ΕΥΑΘ να παραμείνουν υπό τον έλεγχο του Δημοσίου, είναι απορίας άξιο γιατί το τελευταίο επιμένει στο αντίθετο. Αυτό όμως δεν είναι το μόνο μελανό σημείο στην υπόθεση. Το μείζον ζήτημα που αναδεικνύεται πανηγυρικά είναι η απροκάλυπτη πλέον περιφρόνηση των δύο εξουσιών, νομοθετικής και εκτελεστικής, προς την τρίτη, τη δικαστική και δη το Συμβούλιο της Επικρατείας, στις αποφάσεις του οποίου οφείλουν, κατά το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος, να συμμορφώνονται πλήρως.
Η στάση αυτή προκαλεί βαθύ ρήγμα στις αρχές του Κράτους Δικαίου και κλονίζει τα θεμέλια του πολιτεύματος. Στο δημοκρατικό πολίτευμα ο κάθε πολίτης προδήλως μπορεί και οφείλει να έχει τη δική του άποψη για τα δημόσια προβλήματα, όπως εν προκειμένω για τη σημασία του νερού ως δημόσιου αγαθού ζωτικής σημασίας, και να εκφέρει γνώμη και επιχειρήματα περί του αν η ανάθεση της υδροδότησης σε ένα αμιγώς κερδοσκοπικό φορέα είναι σκόπιμη, νόμιμη ή όχι. Πολλώ μάλλον η Βουλή και η Κυβέρνηση, οι οποίες αντίστοιχα εισηγούνται και ψηφίζουν τους νόμους που εκφράζουν τις απόψεις αυτές. Όμως οι δημοκρατικές διαδικασίες δεν τελειώνουν εδώ. Οι νόμοι ισχύουν και εφαρμόζονται, εκτός αν κριθούν αντισυνταγματικοί από τα Ανώτατα Δικαστήρια της χώρας. Από κει και πέρα, δυσφορία, αντιρρήσεις, επίκληση σκοπιμοτήτων και αδιεξόδων, και αν υπάρχουν, δεν μπορούν πάντως να εκφραστούν θεσμικά. Δεν μπορούν δηλαδή να λάβουν τη μορφή νέου νόμου ο οποίος έρχεται να ματαιώσει τα κριθέντα και να επαναφέρει αυτό ακριβώς που κρίθηκε αντισυνταγματικό.
Όλα τα παραπάνω, ως στοιχειώδη και αυτονόητα, θα ήταν περιττό να λεχθούν, αν στην προκειμένη περίπτωση δεν συνέβαινε ακριβώς αυτό. Η ακύρωση της μεταβίβασης προς το Υπερταμείο του πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών των ΕΥΔΑΠ/ΕΥΑΘ ιδιοκτησίας Ελληνικού Δημοσίου δεν έγινε για λόγους τυπικούς. Η απόφαση του ΣτΕ είναι ρητή, ξεκάθαρη και ανεπίδεκτη παρερμηνείας. Με μακροσκελή και πλήρως τεκμηριωμένη αιτιολογία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη μεταβίβαση αποκλείεται για λόγους που ανάγονται τόσο στη φύση του νερού ως ζωτικής σημασίας κοινωνικού αγαθού όσο και στο χαρακτήρα του Υπερταμείου ως εταιρείας αμιγώς κερδοσκοπικής και, άρα, εξ ορισμού ακατάλληλης να παράσχει την υδροδότηση υπό όρους δημόσιας υπηρεσίας. Και όμως. Με τα άρθρα 114 και 115 του ν.4964/2022, το πλειοψηφικό πακέτο μετοχών του Δημοσίου στις ΕΥΔΑΠ/ΕΥΑΘ όχι απλώς επαναμεταβιβάζεται στο Υπερταμείο, αλλά νομιμοποιείται αναδρομικά η αρχική (2016) και ήδη ακυρωθείσα μεταβίβασή του, η οποία «θεωρείται σύννομη και ισχυρή ως προς όλες τις συνέπειες», αναγνωρίζονται δε ως έγκυρες και σύννομες όλες οι εν τω μεταξύ ληφθείσες σχετικές αποφάσεις.
Αμφιβάλλω αν στη συνταγματική ιστορία της χώρας έχει ποτέ λάβει χώρα μια τόσο κατάφωρη και προκλητική παραβίαση του δεδικασμένου και της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο νόμος λαμβάνει πρόνοια να αποκλείσει κάθε ενδεχόμενο επαναφοράς της υπόθεσης ενώπιον του ΣτΕ. Ορίζει ρητά ότι δεν απαιτείται επανάληψη των προβλεπομένων από τη νομοθεσία ενεργειών και διαδικασιών που προηγούνται ή έπονται της μεταβίβασης των μετοχών των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ στο Υπερταμείο και αποκλείει έτσι την έκδοση διοικητικών πράξεων που θα μπορούσαν να προσβληθούν ενώπιον του ΣτΕ. Με τη μέθοδο αυτή προφανώς υπολαμβάνει ότι το θέμα έληξε και γρήγορα θα ξεχαστεί.
Όμως το θέμα δεν λήγει εδώ, αντίθετα εδώ ακριβώς αρχίζει. Είναι γεγονός ότι, παρά τις αντιρρήσεις νομικών, πολιτών και φορέων και παρά την ένσταση αντισυνταγματικότητας που προέβαλαν τέσσερα κόμματα κατά τη συζήτηση στη Βουλή, ο νόμος ψηφίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η έσχατη θεσμική διέξοδος της αναπομπής του στην Ολομέλεια της Βουλής από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ώστε να ψηφιστεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (άρθρο 42 του Συντάγματος) δεν χρησιμοποιήθηκε. Η ασφαλιστική αυτή δικλείδα που παρέχει το Σύνταγμα δεν έχει βέβαια χρησιμοποιηθεί ποτέ μέχρι τώρα. Ίσως έρχεται κάποτε η ώρα της, ιδίως όταν πρόκειται για ένα τόσο μείζον πολιτειακό ζήτημα.
Το θέμα λοιπόν είναι τί γίνεται από δω και πέρα. Η μία περίπτωση είναι το γεγονός να θαφτεί μέσα στον καταιγισμό των συμφορών που μας πλήττουν καθημερινά και να λησμονηθεί. Ο απόηχός του θα ενισχύει την στάση εκείνων που, όχι αδικαιολόγητα, επιλέγουν την αποχή, την αδιαφορία και την παραίτηση, πεπεισμένοι ότι στον κόσμο αυτό τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο.
Η άλλη περίπτωση είναι να αποτελέσει αφορμή να κοιτάξουμε κατάματα τους θεσμούς της δημοκρατίας μας, τόσο αυτούς που την εκφράζουν τυπικά όσο κι εκείνους που τη στηρίζουν, να τους αξιολογήσουμε και να μην ανεχθούμε την αλλοίωσή τους. Διαφορετικά, το ίδιο το πολίτευμα υπονομεύεται εκ θεμελίων, νομικά, πραγματικά και ιδίως στη συνείδηση των πολιτών που, σύμφωνα με το άρθρο 120 του Συντάγματος είναι υποχρεωμένοι να σέβονται το Σύνταγμα και «τους νόμους που συμφωνούν με αυτό». Η διάταξη απευθύνεται σε όλους, ανεξαρτήτως αξιώματος, και η τελευταία λέξη, κατά το Σύνταγμα, επιφυλάσσεται στη Δικαιοσύνη. Στην προκειμένη περίπτωση εκείνη έπραξε το καθήκον της. Οι άλλοι όμως;
Πηγή: Δικαστικό Ρεπορτάζ, Ενωμένη Ρωμηοσύνη