ΓΕΝΙΚΑ
Σ΄ αυτό το κείμενο συνεργάστηκαν οι Anshuman Gupta & Surbhi Arora, «University of Petroleum & Energy Studies», Dehradun, Ινδία. Παρουσιάστηκε στο XIV Ετήσιο Διεθνές Σεμινάριο – «Οικονομία, Πολιτική και Κοινωνία των Πολιτών», 2-3/1/2013. Το σεμινάριο διοργανώθηκε από τη Σχολή Επαγγελματικών Σπουδών και Έρευνας στο Δελχί και τον Όμιλο Divine στο Habitat Centre της Ινδίας. Πρόκειται για μια ερευνητική εργασία με τίτλο: «Έλεγχος Πετρελαίου – Κυβερνώντας τον Κόσμο», στην οποία αναλύονται οι παράγοντες που συνθέτουν και αποσυνδέουν τις διεθνείς σχέσεις μεταξύ των χωρών, όσον αφορά στον εφοδιασμό σε αργό και την ανάλυση της θέσης της Ινδίας, έναντι του εξελισσόμενου σεναρίου μεταβολών της γεωπολιτικής του κόσμου. Οι επόψεις οι οποίες εκφράζονται στο κείμενο είναι ενδιαφέρουσες και υποστηρίζουν το θεωρητικό μέρος της διατριβής του επιμελητή της απόδοσής του στην ελληνική γλώσσα.
A research paper titled “Control Oil – Rule the World” analyzes the factors that make and break international relations between countries with regard to oil supply and to analyze the position of India vis-à-vis the changing scenario in the geopolitics of the world. This paper was co-authored by Ms Surbhi Arora, Asst. Professor, UPES and Dr. Anshuman Gupta at XIV Annual International Seminar – «Economics, Politics, and Civil Society» as presented on January 2-3, 2013. The Seminar was organized by Delhi School of Professional Studies and Research & Divine Group held at India Habitat Centre – January 16, 2013, UPES Dehradun, India, https://upesmyuniversity.wordpress.com/2013/01/16/control-oil-rule-the-world-2/
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
«Αν θέλεις να κυβερνήσεις τον κόσμο θα πρέπει να ελέγχεις το πετρέλαιο. Όλο το πετρέλαιο. Οπουδήποτε», Michel Collon, στο «Monopoly L’Otan à la conquête du monde», («Monopoly NATO going for world dominance»), EPO, Bruxelles, 2000.
Το Ιράκ, το Ιράν, το Κουβέιτ και η Σαουδική Αραβία έχουν συνολικά τα περισσότερα αποδεδειγμένα αποθέματα πετρελαίου, σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό το “μαύρο διαμάντι” (Crude Oil), είναι το πιο σημαντικό αγαθό στον πλανήτη, λόγω της ανάπτυξης και της διεθνούς εξάρτησης από την ενέργεια της ανθρωπότητας. Η σημασία του αργού πετρελαίου στη σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία αναπτύχθηκε ταχύτατα με τον πολλαπλασιασμό των αυτοκινήτων, στις αρχές του 20ού αιώνα. Αλλά το σημείο καμπής για τη σημασία του πετρελαίου ήταν ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Με την αλλαγή του καυσίμου του βρετανικού ναυτικού από τον άνθρακα στο πετρέλαιο, ο Υπουργός του Ναυτικού Winston Churchill έδωσε στην Βρετανία και τους συμμάχους της ένα κρίσιμο πλεονέκτημα σε σχέση με τους εχθρούς τους. Μετά τη νίκη των Συμμάχων, ο Βρετανός ΥΠΕΞ Λόρδος Curzon δήλωσε: «Οι Σύμμαχοι επέπλευσαν στη νίκη σ΄ ένα κύμα πετρελαίου»[3].
Μετά τον πόλεμο, η παραγωγή πετρελαίου μετατοπίστηκε από το Τέξας, στις ΗΠΑ και τη λεκάνη της Καραϊβικής στη Μέση Ανατολή, όπου ανακαλύφθηκαν τεράστια κοιτάσματα πετρελαίου. Οι πάλαι ποτέ σύμμαχοι – η Γαλλία, η Βρετανία και οι ΗΠΑ έγιναν ανταγωνιστές, στο να αποκτήσουν το μεγαλύτερο «βραβείο» του αιώνα. Η Βρετανία εμφανίστηκε αρχικά ως η ευνοημένη υποψήφια, δεδομένου ότι είχε ήδη τον έλεγχο του συνόλου του πετρελαίου του Ιράν. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ εργάστηκε σκληρά για να κερδίσει μια θέση για τις αμερικανικές εταιρείες πετρελαίου στην περιοχή. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έγειρε την πλάστιγγα στην κούρσα για το πετρέλαιο υπέρ των ΗΠΑ. Η Ευρώπη και η Γερμανία καταστράφηκαν. Η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία, οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, εμφανίστηκαν πολύ ασθενέστερες μετά τον πόλεμο ενώ οι ΗΠΑ βγήκαν σχετικά αλώβητες και με τον έλεγχο πάνω από το ήμισυ της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής. Αυτό βοήθησε τις ΗΠΑ να υποστηρίζουν το καθεστώς της κυρίαρχης εξουσίας στην Δύση ενώ η Γαλλία και η Βρετανία έγιναν οι εταίροι της.
Σήμερα είναι γεγονός ότι πολλές από τις κορυφαίες χώρες παραγωγής πετρελαίου στον κόσμο είναι είτε πολιτικά ασταθείς ή βρίσκονται σε σοβαρή αντίθεση με τις ΗΠΑ. Στο παρελθόν, η στρατιωτική ισχύς μιας χώρας ήταν ο μόνος κριτής της δύναμής της, αλλά σήμερα η οικονομία έχει γίνει σχεδόν το ίδιο σημαντική και όλες οι βιομηχανικές οικονομίες και οι στρατοί εξαρτώνται από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Η τρέχουσα παγκόσμια οικονομική κρίση έχει δημιουργήσει περισσότερες ανασφάλειες από ποτέ. Το παρόν κείμενο επικεντρώνεται στα τρέχοντα γεωπολιτικά ζητήματα που διέπουν την παροχή πετρελαίου στον κόσμο. Οι ΗΠΑ και η Κίνα επιθυμούν αυτούς τους πόρους για να τροφοδοτήσουν τα εργοστάσια, τα αυτοκίνητα, τα αεροσκάφη και τα τεθωρακισμένα οχήματα. Το Ιράν και η Ρωσία θέλουν οι αγωγοί να περάσουν από το έδαφός τους, προκειμένου να διεκδικήσουν τέλη διέλευσης και την χρήση των πόρων ως πολιτικά εργαλεία. Η πρόσφατη πολιτική εξέλιξη σε Ιράκ, Λιβύη, Αίγυπτο, Υεμένη και άλλα μικρά Αραβικά έθνη έχει δώσει άλλη τροπή στην «ξεπερασμένη γεωπολιτική» (old geo-politics)[4] της περιοχής. Αυτό το κείμενο θα αναλύσει τους παράγοντες που διαμορφώνουν και διαταράσσουν τις διεθνείς σχέσεις μεταξύ των χωρών σε σχέση με τον εφοδιασμό σε πετρέλαιο. Στο πλαίσιο αυτό, το επίκεντρο αυτής της εργασίας θα είναι να αναλύσει την θέση της Ινδίας έναντι του μεταβαλλομένου σεναρίου της διεθνούς γεωπολιτικής.
Abstract:
‘If you want to rule the world you need to control the oil. All the oil. Anywhere.’ – Michel Collon, Monopoly
Iraq, Iran, Kuwait, and Saudi Arabia have more proven oil reserves than the rest of the world combined. This Black diamond (Crude Oil) is the world’s most important commodity due to the development and dependence on energy of all humans in the world. The importance of Crude Oil to modern industrial society grew rapidly with the proliferation of automobiles in the early
1900s. But the turning point for Oil’s importance was the First World War. By switching the British navy from coal to oil, British Secretary of the Navy Winston Churchill gave Britain and its allies a crucial advantage over their enemies. After the Allied victory, British foreign secretary Lord Curzon stated, “The Allies floated to victory on a wave of oil”.
After the war, oil production shifted from Texas, USA & the Caribbean basin to the Middle East, where vast oil reserves were discovered. The once allies – France, Britain, and the U.S. became competitors to have the greatest prize of the century. Britain emerged initially as the best-placed contender as it already had control of all of Iran’s oil. The U.S. government worked hard to gain a foothold for U.S. oil companies in the region. The Second World War tipped the balance in the race for oil completely in the favor of the U.S. Europe was devastated and Germany was destroyed. France and Great Britain, the major imperial powers, emerged much weaker from the war, while the U.S. emerged relatively unscathed and controlling over half the world’s industrial output. This helped the US claim the status of the dominant power in the West, while France and Britain became its junior partners in the past.
Currently it is a fact that many of the world’s leading oil producing countries are either politically unstable or are at serious odds with the U.S.A. In the past, a country’s military was the sole arbiter of her strength, but today it is the economy that has become nearly as important and all industrial economies and militaries both run on oil and gas. The current world financial turmoil has created more insecurities than ever before. This paper focuses on the current geopolitical issues underlying the oil supply in the world. The US and China desire those resources to fuel their power plants, factories, automobiles, aircraft, and armored vehicles. Iran and Russia want the pipelines to go through their territory in order to claim transit fees and use the resources as political tools. The recent political development in Iraq, Libya, Egypt, Yemen and other small Arab nations has given another twist to the old geo-politics in the region. This paper would analyze the factors that make and break international relations between countries with regard to oil supply. In this context, the focus of this paper would be to analyze the position of India vis-à- vis the changing scenario in the geopolitics of the world.
Εισαγωγή
Το πετρέλαιο είναι το πιο σημαντικό αγαθό στον κόσμο. Η σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία θα ήταν απλά αδύνατη χωρίς αυτό. Πετρέλαιο και φυσικό αέριο είναι τα καύσιμα για τον σύγχρονο καπιταλισμό. Αυτά αποτελούν ένα σημαντικό μέρος της ζωής μας, που συχνά τα θεωρούμε δεδομένα. Με την αύξηση των τιμών στην αγορά του πετρελαίου, έχει γίνει μια προσοδοφόρα πηγή και εκατομμύρια δολαρίων επενδύονται στην έρευνα και την παραγωγή, στη ναυτιλία και στον εξευγενισμό του. Ωστόσο, η ιστορία του πετρελαίου έχει αμαυρωθεί με την βία, τις συγκρούσεις, την καταπίεση και τον παρεμβατισμό. Ο κύριος λόγος γι΄ αυτό μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι αυτός ο πολύτιμος πόρος, το μαύρο διαμάντι, δεν κατανέμεται ομοιόμορφα σε όλον τον πλανήτη. Ορισμένες γεωγραφικές περιοχές είναι προικισμένες με περισσότερες ποσότητες αυτού του πόρου και άλλες περιοχές εξαρτώνται από τις πρώτες, για την κάλυψη της ζήτησής τους.
Σύμφωνα με την Γεωλογική Υπηρεσία των ΗΠΑ πάνω από το 50% από τα ανεξερεύνητα αποθέματα πετρελαίου και 30% του φυσικού αερίου είναι συγκεντρωμένα στην περιοχή κυρίως στη Σαουδική Αραβία, το Ιράν, το Ιράκ, το Κουβέιτ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Λιβύη. Η συγκέντρωση των υδρογονανθράκων του κόσμου σε αυτήν την γεωγραφική τοποθεσία σημαίνει ότι όσο η σύγχρονη οικονομία εξαρτάται από την προμήθεια πετρελαίου και φυσικού αερίου, η Μέση Ανατολή θα διαδραματίζει καίριο ρόλο στην παγκόσμια πολιτική και οικονομία. Αυτή η ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης διαμορφώνει αυτήν την βιομηχανία και οι μεγαλύτεροι/ισχυρότεροι δρώντες έχουν πάντα ένα πλεονέκτημα έναντι των μικρότερων /αδύναμων, που οδηγούν σε ανατροπές και κοινωνικο-οικονομικο-πολιτικές αναταραχές.
Οι κυριότεροι παράγοντες που οδηγούν σ΄ αυτές τις αναταραχές θα μπορούσε να είναι:
i. εκτός από τις απαιτήσεις των παλαιών βιομηχανικών χωρών, οι αναδυόμενες δυνάμεις όπως η Κίνα και η Ινδία, που έχουν γνωρίσει μια απότομη αύξηση της ζήτησής τους για πετρέλαιο,
ii. ο σοβαρός ανταγωνισμός μεταξύ των μεγάλων εισαγωγέων αργού για να έχουν πρόσβαση στο πετρέλαιο,
iii. η πολιτική αστάθεια στο εσωτερικό, σε πλούσιες σε πετρέλαιο χώρες.
Δεδομένης της εξάρτησης των χωρών από τις αυξήσεις του πετρελαίου, γίνεται στρατηγικά επιτακτική η ανάγκη να διασφαλιστεί η πρόσβασή τους σε πλούσιες σε αργό περιοχές. Αυτό συχνά σημαίνει την οικοδόμηση ισχυρών συμμαχιών με προμηθευτές της περιοχής, παρέχοντάς τους διπλωματική υποστήριξη και στρατιωτικές ενισχύσεις. Πολιτικές που υιοθετούνται από κυβερνήσεις που εισάγουν, τονίζουν την ασφάλεια του εφοδιασμού μέσω της διαφοροποίησης του εφοδιασμού, την ποικιλομορφία των ειδών των καυσίμων κατανάλωσης και το πώς αυτό το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο προωθούνται στις αγορές. Η ανάγκη για διπλωματική και οικονομική υποστήριξη, για να περιοριστεί η επιρροή των πλούσιων σε πετρέλαιο χώρες, γίνεται πλέον αισθητή από πολλά κράτη, τα οποία έχουν αναλάβει μια πρωτοβουλία για την ανάπτυξη εναλλακτικών πηγών εφοδιασμού και εναλλακτικών ενεργειακών οδών. Εφόσον το σύστημα μεταφορών του κόσμου εξαρτάται από το πετρέλαιο η εξάρτηση από τη Μέση Ανατολή θα επεκταθεί και συνεπώς θα αυξηθεί και η επιβάρυνση, οικονομική και ασφάλειας, που συνδέονται με αυτήν την εξάρτηση.
Τα 2/3 του παγκόσμιου αργού χρησιμοποιούνται για μεταφορές. Για να μειωθεί αυτή η εξάρτηση θα πρέπει να περιοριστεί η χρήση πετρελαίου, μέσω της αύξησης της αποδοτικότητας των καυσίμων και μέσα από μια στροφή από ένα εξαρτώμενο σύστημα μεταφοράς αργού σ΄ ένα το οποίο να βασίζεται σε καύσιμα επόμενης γενιάς, όπως η μεθανόλη, η αιθανόλη, το βιοντίζελ, το ηλεκτρικό ρεύμα, ενώ άλλα να προέρχονται από άφθονες εγχώριες πηγές ενέργειας όπως ο άνθρακας, η πυρηνική ενέργεια, η βιομάζα και τα αστικά απόβλητα. Αλλά η πρόκληση είναι ο συμβιβασμός των ζητημάτων του περιβάλλοντος και της ασφάλειας, όσον αφορά σε αυτές τις εναλλακτικές λύσεις.
Στο κεντρικό σενάριο «Νέες Πολιτικές» του World Energy Outlook, που υποθέτει ότι οι πρόσφατες κυβερνητικές δεσμεύσεις υλοποιούνται με προσεκτικό τρόπο, αυξάνεται η ζήτηση πρωτογενούς ενέργειας κατά ένα τρίτο μεταξύ 2010 και 2035, με το 90% της ανάπτυξης να οφείλεται στις οικονομίες εκτός του ΟΟΣΑ. Η Κίνα παγιώνει την θέση της ως ο μεγαλύτερος καταναλωτής ενέργειας στον κόσμο: καταναλώνει σχεδόν 70% περισσότερη ενέργεια από ότι οι ΗΠΑ το 2035, έστω και αν μέχρι τότε, η κατά κεφαλήν ενεργειακή ζήτηση στην Κίνα εξακολουθεί να είναι λιγότερη από τη μισή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το μερίδιο των ορυκτών καυσίμων στην παγκόσμια κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας μειώνεται από περίπου 81% σήμερα σε 75% το 2035. Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας θα αυξηθούν από 13% του μίγματος σήμερα σε 18% το 2035. Η ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας ενισχύεται από τις επιδοτήσεις, που αυξήθηκαν από 66 δις το 2010 σε 250 δις δολάρια το 2035 – υποστηρίζουν ότι σε ορισμένες περιπτώσεις δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο σε αυτήν την περίοδο της δημοσιονομικής λιτότητας. Αντίθετα, οι επιδοτήσεις για τα ορυκτά καύσιμα ανήλθαν σε 409 δις δολάρια το 2010.
Ιστορική αναδρομή
«Γεωπολιτική» νοείται ο αγώνας μεταξύ αντίπαλων δυνάμεων για τον έλεγχο του εδάφους ή των φυσικών πόρων, όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, ορυκτά, τρόφιμα, νερό, κλπ, ζωτικής σημασίας γεωγραφικών θέσεων, όπως οι στρατηγικοί λιμένες και οι στρατιωτικές περιοχές, τα ποτάμια και τα κανάλια, οι εμπορικές οδοί, κλπ. καθώς και άλλων πηγών, οικονομικών και στρατιωτικών πλεονεκτημάτων. Ο όρος «Γεωπολιτική» επινοήθηκε το 1899 από τον Σουηδό πολιτικό επιστήμονα Rudolf Kjelln και αναδείχθηκε ως μια συστηματική περιοχή μελέτης. Ο καπιταλισμός δημιούργησε μια παγκόσμια αγορά εκτός συνόρων, αλλά ταυτόχρονα βασίζεται σε ανηλεή ανταγωνισμό μεταξύ αντίπαλων χωρών. Αυτός ο αγώνας για την επίτευξη των μεριδίων των αγορών, ανέκαθεν κυριαρχείται από διαδοχικές υπερδυνάμεις.
Κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα σχεδόν το ήμισυ του παγκόσμιου εφοδιασμού με αργό πετρέλαιο, προήλθε από τις πετρελαιοφόρες περιοχές γύρω από την πόλη του Αζερμπαϊτζάν, στο Μπακού. Εκείνη την εποχή, το πετρέλαιο παρείχε μόνο το 4% της ενέργειας στον κόσμο, δίνοντας στην περιοχή της Κασπίας μικρό στρατηγικό πλεονέκτημα στην διεθνή σκηνή. Αλλά καθώς η παγκόσμια οικονομία επεκτάθηκε, η εξάρτηση από το πετρέλαιο αυξήθηκε σημαντικά. Στο σύγχρονο κόσμο, εκείνοι που κατέχουν το μεγαλύτερο μερίδιο αυτού του πόρου της ενέργειας στις κινητήριες δυνάμεις της διεθνούς οικονομίας, αυξάνουν σταθερά την επιρροή τους. Από το 1930 η Μέση Ανατολή έχει αναδειχθεί ως η πιο σημαντική πηγή ενέργειας στον κόσμο και το κλειδί για τη σταθερότητα της παγκόσμιας οικονομίας. Ο Περσικός Κόλπος κατέχει το 65% των παγκόσμιων αποδεδειγμένων αποθεμάτων πετρελαίου και το 45% του φυσικού αερίου. Η Μέση Ανατολή ελέγχει επίσης ένα σημαντικό μέρος των υδρογονανθράκων που δεν έχουν ακόμη ανακαλυφθεί.
Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος
Το πετρέλαιο απέκτησε μεγάλη σημασία με την έλευση των αυτοκινήτων το 1900. Η σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία άρχισε να αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς, αλλά ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν το σημείο καμπής στην ιστορία, στο οποίο στηρίχθηκε η σημασία του πετρελαίου. Το Βρετανικό ναυτικό άλλαξε καύσιμο, από τον άνθρακα στο πετρέλαιο, παρέχοντας σ΄ αυτό και στους συμμάχους του ένα πλεονέκτημα σε σχέση με τους εχθρούς του. Μετά τη νίκη των Συμμάχων, ο Βρετανός ΥΠΕΞ Λόρδος Curzon δήλωσε: «Οι Σύμμαχοι επέπλευσαν στη νίκη σ΄ ένα κύμα πετρελαίου».
Μετά τον Α΄ ΠΠ, η παραγωγή πετρελαίου μετατοπίστηκε από το Τέξας και τη λεκάνη της Καραϊβικής στη Μέση Ανατολή, όπου τεράστια αποθέματα πετρελαίου είχαν ανακαλυφθεί. Αυτό οδήγησε σε ανταγωνισμό μεταξύ της Γαλλίας, της Βρετανίας και των ΗΠΑ, οι οποίοι ήταν σύμμαχοι κατά την διάρκεια του πολέμου και το πετρέλαιο έγινε ο πλέον πολύτιμος πόρος. Η Βρετανία, η οποία είχε ήδη τον έλεγχο του συνόλου του πετρελαίου του Ιράν, που κέρδισε με παραχώρηση το 1901, εμφανίστηκε αρχικά ως η πιο ευνοημένη υποψήφια στον εν λόγω ανταγωνισμό, (Sepheri 2002).
Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος
Ο Β΄ ΠΠ άλλαξε την κυριαρχία της Βρετανίας υπέρ των ΗΠΑ, αφού η κυβέρνηση των τελευταίων εξαπέλυσε μια σκληρή μάχη για τις πετρελαϊκές τους εταιρείες στην περιοχή. Όταν ο πόλεμος τελείωσε, η Γερμανία ήταν κατεστραμμένη, η Ευρώπη σε κακή κατάσταση και οι δύο μεγάλες δυνάμεις, η Γαλλία και η Βρετανία αναδείχθηκαν ασθενέστερες. Οι ΗΠΑ ήταν σε θέση να ελέγχουν το ήμισυ της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής και αυτό βοήθησε στο να αποκτήσουν δεσπόζουσα θέση στην Δύση. Η Γαλλία και η Βρετανία έγιναν οι νέοι εταίροι της.
Η αλλαγή αυτή αντανακλάται σήμερα στον έλεγχο των πετρελαϊκών πόρων. Το μερίδιο των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή ήταν 10% το 1940 και από το 1950 είχε αυξηθεί σε 50% , ως αποτέλεσμα ορισμένων παραχωρήσεων που αποκτήθηκαν από τις ΗΠΑ. Απέκτησε συμμετοχή στα στοιχεία της Βρετανίας και της Γαλλίας και έφερε τέλος στο μονοπώλιο της Βρετανίας στο Ιράν. Στην Γαλλία δόθηκε ένα οριακό μερίδιο στο Ιράκ την εποχή εκείνη. Για παράδειγμα στο Ιράν αφότου ο Πρωθυπουργός Μοχάμεντ Μοσαντέκ εθνικοποίησε την υπό βρετανικό έλεγχο Αγγλο – Ιρανική Εταιρία Πετρελαίου (AIOC) το 1951, η αμερικανική CIA οργάνωσε πραξικόπημα για την ανατροπή του, αντικαθιστώντας τον με τον Σάχη, ο οποίος έγινε ένθερμος σύμμαχος των ΗΠΑ. Μόλις ο Μοσαντέκ ανατράπηκε, το ιρανικό πετρέλαιο δεν επιστράφηκε πλήρως στην βρετανική AIOC. Θα ήταν πλέον μοιρασμένο ανάμεσα σε Exxon, Mobil, Gulf Oil και άλλες αμερικανικές εταιρείες, οι οποίες έλαβαν το μερίδιό τους για τις υπηρεσίες που παρείχε η CIA, με την AIOC να κατέχει πλέον ένα μερίδιο της τάξης του 40% (Sepheri 2002).
Το πρόγραμμα βοήθειας των ΗΠΑ για την ανοικοδόμηση της Ευρώπης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, επίσημα γνωστό ως «Economic Cooperation Administration», (ECA), κοινώς γνωστό ως «Σχέδιο Μάρσαλ», χρησιμοποιήθηκε από τις ΗΠΑ για να αναλάβουν τον έλεγχο των ευρωπαϊκών αγορών ενέργειας και να “ανοίξει η πρόσβαση“ στις αποικιακές εκμεταλλεύσεις πρώτων υλών της Ευρώπης. Ο Walter Levy, ένας οικονομολόγος της Mobil Oil και αργότερα επικεφαλής του τμήματος πετρελαίου του Σχεδίου Μάρσαλ, σημείωσε το 1949 ότι: «χωρίς την ECA οι αμερικανικές επιχειρήσεις πετρελαίου στην Ευρώπη θα είχαν χωριστεί σε κομμάτια». Από τα 13 δις δολ. του σχεδίου Μάρσαλ, τα 2 δις αφορούσαν σε εισαγωγές πετρελαίου, ενώ το Σχέδιο Μάρσαλ στην πραγματικότητα «εμπόδισε τα σχέδια για μια ευρωπαϊκή αγορά αργού πετρελαίου και βοήθησε τις αμερικανικές εταιρείες πετρελαίου να αποκτήσουν τον έλεγχο των ευρωπαϊκών διυλιστηρίων. Όλα αυτά έγιναν χωρίς να ληφθούν υπόψη οι επιπτώσεις στην εγχώρια απασχόληση άνθρακα ή η απώλεια της εσωτερικής αυτάρκειας». Το καθαρό αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής ήταν ότι το πετρέλαιο αντικατέστησε τον εγχώριο άνθρακα στην Ευρώπη, ως την κύρια πηγή ενέργειας της Ευρώπης (Sepheri 2002).
Μεταπολεμική εποχή
Στη μεταπολεμική εποχή επήλθε μια τεράστια ενίσχυση στο μερίδιο του πετρελαίου, στην χρήση της παγκόσμιας ενέργειας. Το 1929, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο αντιπροσώπευαν το 32% της συνολικής ενέργειας χρήσης στις ΗΠΑ και το 1939 αντιπροσώπευαν το 45%. Το 1952 το μερίδιο του πετρελαίου είχε αυξηθεί στο 67% και από την δεκαετία του 1970 σε πάνω από 70%. Στην δεκαετία του 1970, το 40% του συνόλου των αμερικανικών επενδύσεων στις αναπτυσσόμενες χώρες και το 60% του συνόλου των κερδών των ΗΠΑ από τις αναπτυσσόμενες χώρες, σχετίζονταν με το πετρέλαιο. Ο μεγάλος πλούτος που εξάγεται από τις χώρες της Μέσης Ανατολής βοήθησε τις εταιρείες πετρελαίου να αναδειχθούν σε τεράστιους ομίλους, που κυριαρχούν στον παγκόσμιο οικονομικό καμβά. Μέχρι το 1973, 7 από τις 12 μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου ήταν εταιρείες πετρελαίου, γνωστές ως “Επτά Αδελφές” – Exxon, Mobil, Chevron, Texaco, Gulf, Shell και BP – οι οποίες έχουν κυριαρχήσει από τότε, στην διεθνή βιομηχανία πετρελαίου.
Άνοδος του ΟΠΕΚ
Το 1970 υπήρξε η άνοδος του Οργανισμού ΠετρελαιοΕξαγωγικών Κρατών (ΟΠΕΚ). Ιδρύθηκε στην Βαγδάτη το 1960 από το Ιράν, το Ιράκ, το Κουβέιτ, τη Σαουδική Αραβία και την Βενεζουέλα και αργότερα ενώθηκαν το Κατάρ, η Ινδονησία, η Λιβύη, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Αλγερία και η Νιγηρία. Αρχικά συγκροτήθηκε ως μια μεθόδευση από αυτές τις χώρες, ώστε να προσπαθήσουν να διαπραγματευτούν ένα καλύτερο μερίδιο από τα 10 – 15 σεντς για κάθε δολάριο, των τεράστιων κερδών των πολυεθνικών του πετρελαίου, που συγκέντρωναν από την εμπορία και την πώληση του πετρελαίου τους.
Ωστόσο, οι χώρες μέλη του σύντομα συνειδητοποίησαν ότι θα μπορούσαν να συντονίσουν την ποσότητα του πετρελαίου που εξάγουν. Κάθε χώρα ανέλαβε μια ποσόστωση, ένα αντικείμενο διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο του ΟΠΕΚ – πόσο πετρέλαιο θα μπορούσε να παράγει (αντλήσει). Εάν παρέμεναν σ΄ αυτές τις ποσοστώσεις παραγωγής, οι χώρες του ΟΠΕΚ θα μπορούσαν να χειραγωγήσουν τις τιμές. Διαθέτοντας το 40% της παγκόσμιας παραγωγής και το 50% από το μερίδιο του πετρελαίου – διαθέσιμο για εξαγωγή, ο ΟΠΕΚ είχε μεγάλη επιρροή στις προμήθειες πετρελαίου σε όλο τον κόσμο. Αλλά δεν μπορούσε τελικά να ελέγχει την τιμή του πετρελαίου από τον έλεγχο της προσφοράς του, λόγω των συγκρούσεων, οι οποίες προέκυπταν μεταξύ των χωρών – μελών του.
Ο ΟΠΕΚ ελέγχει επίσης το 90% της πλεονάζουσας ικανότητας παραγωγής πετρελαίου στον κόσμο, με τη Σαουδική Αραβία να κατέχει περισσότερο από το ήμισυ. Οι περισσότεροι από τους άλλους παραγωγούς ήταν σχεδόν στο μέγιστο της παραγωγικής τους ικανότητας ενώ στον περιορισμό της παραγωγής του ΟΠΕΚ, μέσω του συστήματος των ποσοστώσεων, η παραγωγή του προσέγγιζε περίπου το 80% της πλήρους δυναμικότητας. Θα μπορούσε εύκολα να αυξήσει την παραγωγή για να αναπληρώσει τυχόν ελλείψεις σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης.
Αν και οι ΗΠΑ εισάγουν λιγότερο από το ένα τέταρτο του πετρελαίου τους από τον ΟΠΕΚ, ο ΟΠΕΚ εξακολουθεί να έχει μεγάλη επιρροή σ΄ όλους τους εισαγωγείς πετρελαίου σε παγκόσμιο επίπεδο. Η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα του ΟΠΕΚ προσδίδει, ιδίως στη Σαουδική Αραβία, μεγάλη στρατηγική σημασία για τις ΗΠΑ. Η εμφάνιση του ΟΠΕΚ έγινε ιδιαίτερα αισθητή με το εμπάργκο πετρελαίου το 1973, που οργανώθηκε από τις αραβικές χώρες του ΟΠΕΚ, ως έμπρακτη διαμαρτυρία κατά του πολέμου του Ισραήλ εναντίον της Αιγύπτου και της Συρίας. Το εμπάργκο οργανώθηκε εναντίον του Ισραήλ αλλά και κατά των ΗΠΑ, οι οποίες διοχέτευαν όπλα και βοήθεια προς το Ισραήλ, εξασφαλίζοντας την ισραηλινή νίκη. Κατά την διάρκεια του εμπάργκο όταν η τιμή του πετρελαίου τριπλασιάστηκε μέσα σε λίγες εβδομάδες, από 4 δολάρια το βαρέλι σε 12 δολ., υπήρξε συνειδητοποίηση από τον ΟΠΕΚ της εξουσίας του στις αγορές πετρελαίου.
Γεωπολιτική
Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’70, οι ΗΠΑ αντιμετώπιζαν μείζονα ζητήματα και έπρεπε να αντιμετωπίσουν τον έλεγχο του ΟΠΕΚ στην προσφορά πετρελαίου. Αλλά το πραγματικό χτύπημα επήλθε με την ιρανική επανάσταση του 1979, η οποία ανέτρεψε τον Σάχη, που θεωρείτο ο “αστυνομικός του Κόλπου”. Αυτός αντικαταστάθηκε από ένα ισλαμικό καθεστώς, εχθρικό προς τις ΗΠΑ, που οδήγησε σ΄ ένα σοβαρό πλήγμα για την πολιτική τους στην πιο στρατηγική περιοχή, την πετρελαϊκή περιοχή του Περσικού Κόλπου.
Εκτός αυτού, τον Δεκέμβριο του 1979, η ΕΣΣΔ εισέβαλε στο Αφγανιστάν, προσθέτοντας περισσότερα δεινά και ανησυχίες στην περιοχή. Η Σαουδική Αραβία γνώρισε εντάσεις επίσης, σχεδόν την ίδια περίοδο. Μια στρατιωτική απόπειρα πραξικοπήματος έλαβε χώρα τον Σεπτέμβριο του 1979, ακολούθησε τον Νοέμβριο μια ένοπλη εξέγερση στο Μεγάλο Τζαμί στη Μέκκα, ιερή τοποθεσία του Ισλάμ, απ΄ όσους αντιτίθενταν στη Σαουδική οικογένεια και ταραχές από την σιιτική μειονότητα στην πλούσια σε πετρέλαιο Ανατολική επαρχία, τον Δεκέμβριο.
Δύο σημαντικοί παράγοντες ήρθαν στο φως από την απώλεια του Ιράν και την αναταραχή στη Σαουδική Αραβία:
i. η βοήθεια των ΗΠΑ προς το Ισραήλ διπλασιάστηκε το 1980,
ii. η τιμή του πετρελαίου τριπλασιάστηκε, από 12 δολ. το βαρέλι στην υψηλότερη τιμή στην μέχρι τότε ιστορία του, 35 δολ. ανά βαρέλι.
Οι ΗΠΑ άρχισαν να στέλνουν όπλα στη Σαουδ. Αραβία και τα κράτη του Κόλπου για να οικοδομήσουν ένα κοινό μέτωπο κατά του Ιράν. Επιδίωξαν τη σύσταση του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου («Gulf Cooperation Council» – GCC), ως μια μεθόδευση συντονισμού των προσπαθειών της Σαουδικής Αραβίας με τα ασθενέστερα κράτη του Κόλπου, όπως το Κουβέιτ, το Μπαχρέιν, το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Το 1980 ο Πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ, ανακοίνωσε την πρόθεση και την προθυμία των ΗΠΑ να παρέμβουν άμεσα στην περιοχή – νέο δόγμα επέμβασης. Στις Ηνωμένες Πολιτείες συγκροτήθηκε μια νέα «Rapid Deployment Force» – (RDF), με αποστολή δήθεν να προφυλάσσει από «κάθε απόπειρα από οποιαδήποτε εξωτερική δύναμη να αποκτήσει τον έλεγχο της περιοχής του Περσικού Κόλπου [που] θα θεωρηθεί ως επίθεση κατά των ζωτικών συμφερόντων των Ηνωμένων Πολιτειών».
Ο πόλεμος στο Ιράν και στο Ιράκ το 1980, έδωσε στις ΗΠΑ την ευκαιρία να περιορίσουν το Ιράν και να οικοδομήσουν δεσμούς με τις χώρες του Κόλπου. Θα σταθμεύουν τον 5ο στόλο στο Μπαχρέιν και θα δημιουργήσουν βάσεις και κέντρα διοίκησης στις χώρες του Κόλπου. Μέχρι το 1983, η RDF είχε αναβαθμιστεί σε Κεντρική Διοίκηση («Central Command – CENTCOM»), μια μόνιμη στρατιωτική παρουσία στην περιοχή, με 17 πλοία και την εξουσία να επιτάξει 35.000 στρατιώτες.
Με την βοήθεια του GCC, ο στρατός του Ιράκ υπό τον Σαντάμ Χουσεΐν είχε επικεντρωθεί στο να αναγκάσει να υποχωρήσουν οι ιρανικές ένοπλες δυνάμεις. Τα ποσά χρηματοδότησής του καλύφθηκαν από το Κουβέιτ και τη Σαουδική Αραβία. Οι ΗΠΑ ενέκριναν και επέβλεψαν τη μεταφορά ορισμένων μυστικά αναπτυγμένων χημικών και βιολογικών όπλων και πυραύλων υψηλής τεχνολογίας, για τα οποία ο Μπους κατηγόρησε αργότερα το Ιράκ. Το Ιράν έχασε τον πόλεμο και η ιρανική απειλή ήταν ελεγχόμενη. Ωστόσο με την εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ το 1990 οι ΗΠΑ στράφηκαν ενάντια στον πρώην σύμμαχό τους. Σε μια σύντομη και εντελώς μονόπλευρη από βομβαρδισμούς εισβολή, οι ΗΠΑ σκότωσαν τουλάχιστον 200.000 Ιρακινούς.
Μέχρι το 1992, η κατάσταση στον Κόλπο είχε σταθεροποιηθεί. Η Ιρανική Επανάσταση είχε ελεγχθεί και το Ιράκ έμεινε περιορισμένο με οικονομικές κυρώσεις, οι οποίες θα σκότωναν περισσότερο από 500.000 παιδιά, την επόμενη δεκαετία. Αλλά καθεστώτα εχθρικά προς τις ΗΠΑ, ήταν ακόμη στην εξουσία στο Ιράν και το Ιράκ. Ο Σαντάμ Χουσεΐν, αν και έχει εξασθενίσει, είχε αφεθεί στην εξουσία από τις ΗΠΑ, οι οποίες φοβούνταν ότι μια λαϊκή εξέγερση θα ήταν πιο επιζήμια και αποσταθεροποιητική, παρά αφήνοντας το ιρακινό καθεστώς ανέπαφο. Το ιρανικό καθεστώς έγινε πιο εξυπηρετικό για την Δύση, αλλά αποτελούσε ακόμη μια πηγή ανησυχίας για τις ΗΠΑ.
Την ίδια στιγμή, η Σαουδική Αραβία αντιμετωπίζει οικονομικά και πολιτικά προβλήματα στο εσωτερικό. Η οικονομία της Σαουδικής Αραβίας, η οποία εξαρτάται πλήρως από τα έσοδα του πετρελαίου, άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Οι χαμηλές τιμές του πετρελαίου έφεραν πτώση των εσόδων και αύξηση του δημόσιου χρέους σε όλη την δεκαετία του 1990. Επιπλέον, η παρουσία των στρατιωτικών βάσεων των ΗΠΑ και στη Σαουδική Αραβία, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν για να ξεκινήσει η εισβολή στο Ιράκ αποτέλεσε πηγή δημόσιας δυσαρέσκειας προς τις ΗΠΑ και το Σαουδικό καθεστώς. Η περιοχή του Κόλπου είχε σταθεροποιηθεί προσωρινά για τα συμφέροντα των ΗΠΑ, αλλά αυτό δεν ήταν με οποιοδήποτε μέσο, μόνιμο.
Λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση, οι ΗΠΑ άρχισαν την ενίσχυση των ρυθμίσεων ασφαλείας στην περιοχή. Υπέγραψαν στρατιωτικές συμφωνίες και συμμετείχαν σε κοινές στρατιωτικές ασκήσεις με Ισραήλ και Τουρκία. Στις αρχές του 1990, η Τουρκία έγινε ο τρίτος μεγαλύτερος αποδέκτης αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας μετά το Ισραήλ και την Αίγυπτο, που λαμβάνουν έως και 700 εκατ. δολάρια το χρόνο. Η Τουρκία χρησιμοποίησε αυτήν την ενίσχυση για να αγοράσει όπλα αξίας 2.300 εκατ. δολ. από τις ΗΠΑ, σε μόλις δύο χρόνια. Η αεροπορική βάση του Ιντσιρλίκ της Τουρκίας εκσυγχρονίστηκε και φιλοξένησε τα F – 16 των ΗΠΑ, που χρησιμοποιήθηκαν για να βομβαρδίσουν τις ιρακινές δυνάμεις, υπό το πρόσχημα της προστασίας της κουρδικής μειονότητας στο βόρειο Ιράκ – «ζώνη απαγόρευσης πτήσεων». Αλλά έκαναν τα στραβά μάτια όταν τα F – 16 της Τουρκίας από το Ιντσιρλίκ, βομβάρδισαν τις βάσεις της κουρδικής μειονότητας στην Τουρκία.
Οι ΗΠΑ άρχισαν να παρεμβαίνουν σε άλλες περιοχές εκτός από τον Περσικό Κόλπο, από την Αφρική έως την Βόρεια Θάλασσα στον Καναδά, για να διαφοροποιήσουν τις πηγές εισαγωγών πετρελαίου. Αυτό είχε ένα διπλό όφελος – να αμβλύνει τις ΗΠΑ από τυχόν διαταραχές από τον Περσικό Κόλπο και να μειώσει επίσης το μερίδιο του ΟΠΕΚ στην αγορά, αποδυναμώνοντας έτσι την επιρροή του στις προμήθειες πετρελαίου και στις τιμές.
Ο ΟΠΕΚ έχασε μερίδιο αγοράς κατά την διάρκεια του εμπάργκο πετρελαίου του 1973. Το μποϊκοτάζ του ΟΠΕΚ, που ως μια δύναμη είχε αποτελεσματικό έλεγχο των προμηθειών πετρελαίου παγκοσμίως και ως εκ τούτου, στις τιμές του πετρελαίου, κατεύθυνε επίσης τους καταναλωτές πετρελαίου να αναζητήσουν πηγές πετρελαίου πλην του ΟΠΕΚ, όπως η Νορβηγία στην Βόρεια Θάλασσα. Λόγω αυτών των πιέσεων, το μερίδιο του ΟΠΕΚ που είχε περίπου το 50% της συνολικής παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου το 1970, μειώθηκε στο 31% το 1985. Από τότε, ο ΟΠΕΚ έχει καταφέρει να καλύψει μέρος των ζημιών και να αυξήσει το μερίδιό του σε περίπου 40% το 2000.
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, ο πλούτος του πετρελαίου της Κασπίας Θάλασσας άνοιξε προς τις δυτικές αγορές και προσδιορίστηκε ως μια πιθανή εναλλακτική λύση για τα κοιτάσματα του Περσικού Κόλπου. Τα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες του Αζερμπαϊτζάν, του Καζακστάν, του Τουρκμενιστάν εκτιμάται ότι ανέρχονται σε περίπου 70 δις βαρέλια πετρελαίου, ή τρεις φορές τα αποθέματα των ΗΠΑ. Ορισμένες εκτιμήσεις υπολογίζουν ότι τα αποθέματα πετρελαίου είναι τόσο υψηλά όσο 200 δις βαρέλια – δυνητικά τα δεύτερα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου στον κόσμο, μετά τον Κόλπο. Το «American Petroleum Institute» έχει αποκαλέσει την περιοχή της Κασπίας ως «την περιοχή με τις μεγαλύτερες δυνατότητες πόρων εκτός της Μέσης Ανατολής».
Η λεκάνη της Κασπίας Θάλασσας έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για τους ακόλουθους λόγους (Αρβανιτόπουλος):
i. η ποιότητα του πετρελαίου αυτής της περιοχής θεωρείται καλή,
ii. το μεγαλύτερο μέρος αυτού του πετρελαίου προορίζεται για εξαγωγή, δεδομένου ότι οι ανάγκες των χωρών που το παράγουν είναι σχετικά χαμηλές και αναμένεται να παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα,
iii. το γεγονός ότι οι χώρες της περιοχής δεν διαθέτουν το κεφάλαιο και την τεχνολογία για να προχωρήσουν ανεξάρτητα στην ανάπτυξη αυτών των πετρελαιοπηγών, προσφέροντας στις αμερικανικές εταιρείες σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες.
Μεγάλες εταιρείες πετρελαίου όπως η Chevron, Texaco, Exxon-Mobil, BP – Amoco, Shell και Unocal έχουν προσφέρει για την ανάπτυξη του πετρελαίου της Κασπίας. Αλλά ο ανταγωνισμός δεν περιορίζεται στις μεγάλες εταιρείες πετρελαίου. Ιαπωνικές και κινεζικές επιχειρήσεις έχουν μερίδιο σε κοινοπραξίες πετρελαίου, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν μερίδια αργού – το Ιράν και η Ρωσία ανταγωνίζονται για να γίνουν η κύρια οδός μεταφοράς πετρελαίου της Κασπίας. Αλλά αυτή η περιοχή δεν είναι απαλλαγμένη από προβλήματα. Υπήρξε ένταση μεταξύ των πέντε χωρών της Κασπίας για το πώς να “κατανείμουν την θάλασσα”. Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η μεταφορά πετρελαίου και φυσικού αερίου στις παγκόσμιες αγορές, καθώς η Κασπία είναι στην πραγματικότητα μια λίμνη. Αγωγοί πρέπει να μεταφέρουν πετρέλαιο και φυσικό αέριο στα λιμάνια και μέσα από πολλά έθνη, για να φτάσουν στους καταναλωτές. Αυτές οι διαδρομές μεταφοράς υπήρξαν η πηγή του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι οι αγωγοί δεν είναι μόνο μια πηγή εσόδων, αλλά ως οδοί μεταφοράς έχουν και στρατηγική σημασία.
Έπειτα, υπάρχουν και τα οικονομικά προβλήματα τα οποία είναι ζωτικής σημασίας. Αν οι τιμές του πετρελαίου μειωθούν, το πετρέλαιο της Κασπίας θα γίνει λιγότερο ελκυστικό. Αν και η Κασπία μπορεί να περιέχει περίπου 200 δις βαρέλια πετρελαίου οι εκτιμήσεις των αποδεδειγμένων αποθεμάτων έχουν πράγματι μειωθεί. Ωστόσο τελικά μπορεί να μην υπάρχει πολύ πετρέλαιο αλλά πάρα πολλοί αγωγοί για να μεταφέρουν τον όγκο του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, που τελικά αντλείται στην Κασπία.
Η Θέση της Ινδίας
Η Νότια Ασία, η οποία αποτελείται από οκτώ χώρες, Αφγανιστάν, Πακιστάν, Ινδία, Νεπάλ, Μπουτάν, Μπαγκλαντές, Σρι Λάνκα και Μαλδίβες, καταλαμβάνει μια ζωτικής σημασίας θέση στον κόσμο. Η Κίνα βρίσκεται στο βόρειο τμήμα αυτής, η Ρωσία στο βορειοδυτικό, η Μέση Ανατολή, τα Βαλκάνια και η Ευρώπη είναι στο δυτικό και ο Ινδικός Ωκεανός στα νότια. Ο Ινδικός συνδέει τον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό.
Η ιστορία δείχνει ότι η Ινδία ήταν έθνος σε ευημερία και ασφάλεια και το πιο συνδεδεμένο με τον κόσμο, κυρίως μέσω θαλάσσης. Είναι γνωστό ότι είμαστε ένα αρχαίο ναυτικό έθνος, έως τέσσερις χιλιάδες χρόνια πριν, όπως δείχνουν το παλιό λιμάνι στο Lothal και άλλα ευρήματα αρχαίου πολιτισμού, (Indus Valley Civilization). Ότι είναι λιγότερο καλά τεκμηριωμένο ή διδάσκεται είναι ο βαθμός αξιοποίησης της θάλασσας ως το κύριο μέσο των δεσμών μας με τον κόσμο προς τα δυτικά και τα ανατολικά. Ο Jawaharlal Nehru είχε πει: «Δεν έχουμε την πολυτέλεια να είμαστε αδύναμοι στην θάλασσα. Η ιστορία έχει δείξει ότι όποιος ελέγχει τον Ινδικό Ωκεανό, σε πρώτη φάση ελέγχει το θαλάσσιο εμπόριο της Ινδίας και σε δεύτερη, την ίδια την ανεξαρτησία της Ινδίας».
Ο Ινδικός Ωκεανός είναι ήδη στο επίκεντρο της διεθνούς πολιτικής. Ζητήματα που έχουν απασχολήσει την Ινδία κατά το πρόσφατο παρελθόν, όπως οι επιθέσεις στο Μουμπάι, το τέλος του εμφυλίου πολέμου στη Σρι Λάνκα, η πειρατεία στα ανοικτά του Κέρατος της Αφρικής, η άνοδος της Κίνας, η ενεργειακή ασφάλεια και το εμπόριο και η αστάθεια στην περιφέρειά μας, το καθένα από αυτά περιελάμβανε τον Ινδικό Ωκεανό ή τις παράκτιες χώρες του, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Η Ινδία διαθέτει ένα γεωπολιτικό πλεονέκτημα, λόγω της γειτνίασης με την πλούσια σε ενέργεια Δυτική Ασία. Περισσότερα από 400 εκατ. δολ. δαπανώνται καθημερινά από την Ινδία σε εισαγωγές πετρελαίου, που αντιπροσωπεύουν το 70% της κατανάλωσης. Με τέτοια υψηλή εξάρτηση από εξωτερικές πηγές, η Ινδία θέλει να εξασφαλίσει αξιόπιστες και μακροπρόθεσμες προμήθειες. Το υπουργικό συμβούλιο της ένωσης επιβεβαίωσε τη συμμετοχή της Ινδίας στον αγωγό, Τουρκμενιστάν – Αφγανιστάν – Πακιστάν – Ινδίας (TAPI) 1.700 χλμ., που καθιστά εφικτή την ροή φυσικού αερίου από την Κεντρική Ασία στην Ινδία.
Η διακοπή των φυσικών γραμμών επικοινωνίας της Ινδίας με τον πλούτο των πόρων της Κεντρικής και της Δυτικής Ασίας ήταν μια από τις μεγάλες τραγωδίες της διχοτόμησης. Με πολλούς τρόπους, μετά το 1947, η εξωτερική πολιτική της Ινδίας έχει αγωνιστεί για να υπερβεί τις γεωπολιτικές συνέπειες του 1947, μετά τις οποίες η Ινδία έγινε “αιχμάλωτη” της γεωγραφίας, σε αδύναμη θέση για να επιτύχει γεωοικονομικούς ή γεωπολιτικούς δεσμούς με την δυτική περιφέρεια και πέρα από αυτή, (Singh 2012).
Ο Ινδικός Ωκεανός παρέχει μεγάλες θαλάσσιες διαδρομές που συνδέουν τη Μέση Ανατολή, την Αφρική και την Ανατολική Ασία με την Ευρώπη και την Αμερική. Αυξημένες ποσότητες αργού και προϊόντων του από τα κοιτάσματα του Περσικού Κόλπου και της Ινδονησίας μεταφέρονται μέσω αυτού. Μεγάλα κοιτάσματα υδρογονανθράκων αξιοποιούνται στις υπεράκτιες περιοχές της Σαουδικής Αραβίας, του Ιράν, της Ινδίας και της Δυτικής Αυστραλίας. Μια αναμενόμενη αύξηση 40% των υπεράκτιων πόρων της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου προέρχεται από τον Ινδικό Ωκεανό.
Οι Θαλάσσιες Γραμμές Επικοινωνιών («Sea Lines of Communications – SLOCs») στον Ινδικό Ωκεανό τέθηκαν σε εξέχουσα θέση στην δεκαετία του ’90, όταν οι δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης πυροδότησαν μια διαδικασία τεράστιας οικονομικής μεγέθυνσης, η οποία οδήγησε σε αύξηση της κατανάλωσης και του ανταγωνιστικού εμπορίου, δημιουργώντας μια έντονη αύξηση της ζήτησης του πετρελαίου στις αναπτυγμένες και στις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Ο Ινδικός Ωκεανός καλύπτει μια έκταση 73.556.000 τετραγωνικά χλμ., αποτελείται από μερικές από τις πιο κρίσιμες θαλάσσιες οδούς και από “σημεία συμφόρησης/ασφυξίας”, (περάσματα) που συνδέουν την πλούσια σε πετρέλαιο Μέση Ανατολή, την Ανατολική Ασία και την Αφρική με την Ευρώπη και από τον οποίο εξαρτάται το μεγαλύτερο εμπόριο πετρελαίου και αγαθών. Ο ωκεανός έγινε η εθνική οδός του διεθνούς εμπορίου. Αναπόφευκτα οδήγησε σε αντιπαλότητα μεταξύ των χωρών για την κυριαρχία των βασικών εμπορικών δρόμων και των σημείων συμφόρησης.
Σημαντικά σημεία συμφόρησης στον Ινδικό Ωκεανό, που απαιτούν θεωρητικά μεγαλύτερη ασφάλεια περιλαμβάνουν:
i. το Στενό του Ορμούζ ανάμεσα στον Περσικό Κόλπο και τον Κόλπο του Ομάν,
ii. το Bab – el- Mandeb στη νότια πρόσβαση στην Ερυθρά Θάλασσα και την Διώρυγα του Σουέζ,
iii. το κανάλι της Μοζαμβίκης μεταξύ Μαδαγασκάρης και τις ακτές της Αφρικής,
iν. το στενό της Μαλάκα μεταξύ Σουμάτρα και Μαλαισίας,
v. το Στενό Sunda ανάμεσα στον Ινδικό Ωκεανό και την Βόρνεο,
vi. το Στενό Lombok ανάμεσα στον Ινδικό Ωκεανό και το Sulawesi.
Χάρτης 1: Σημεία Ασφυξίας Ινδικού Ωκεανού
Η αύξηση της ζήτησης στην Ινδία έχει οδηγήσει και σε αύξηση της εξάρτησης από τις εισαγωγές, αλλά την ίδια στιγμή, μπορεί επίσης να επηρεάσει τις ανησυχίες για την ασφάλεια της Ινδίας. Εταιρείες όπως η «Oil and Natural Gas Company Limited», (ONGC) και η «Indian Oil Corporation» επενδύουν εκτός της χώρας, αλλά αντιμετωπίζουν έντονο ανταγωνισμό.
Δεν υπάρχουν κινεζικές βάσεις στον Ινδικό Ωκεανό, αν και συζητείται μια “σειρά από μαργαριτάρια”. Υπάρχει ωστόσο εκτεταμένη κινεζική δραστηριότητα στην ανάπτυξη των λιμανιών στη Μυανμάρ, το Μπαγκλαντές, τη Σρι Λάνκα και το Πακιστάν και ενεργά προγράμματα εξοπλισμών στις ίδιες χώρες. Το ερώτημα είναι κατά πόσον και σε ποιο βαθμό αυτή η βελτιωμένη πρόσβαση και οι υποδομές θα μεταφραστούν σε βασικές ρυθμίσεις και πολιτική επιρροή στο μέλλον, (Menon 2009).
Τα Κινεζικά συμφέροντα συμμετέχουν επίσης στα παίγνια ανταγωνισμού. Για την Κίνα όπως και για την Ινδία και την Ιαπωνία, η ενεργειακή τους ασφάλεια συνδέεται στενά με την διατήρηση των θαλάσσιων λωρίδων κυκλοφορίας στον Ινδικό. Οι απειλές για τις ενεργειακές ροές στον Ινδικό Ωκεανό δεν προέρχονται από μεγάλες δυνάμεις, όπως η Ινδία, οι ΗΠΑ, η Κίνα ή η Ιαπωνία, καθώς αυτές έχουν κοινό συμφέρον για την διατήρηση αυτών των θαλασσίων διαδρόμων ελεύθερων και λειτουργικών. Οι άμεσες απειλές προέρχονται από την τοπική αστάθεια και τα προβλήματα στα σημεία συμφόρησης και ορισμένων ακτών, ιδιαίτερα στα Στενά του Ορμούζ και του Κέρατος της Αφρικής. Αυτά δεν θα επιλυθούν απλά με την εφαρμογή στρατιωτικής δύναμης, όπως ακριβώς η πειρατεία στα ανοικτά του Κέρατος της Αφρικής δεν μπορεί να τερματιστεί. Αυτά αποτελούν μια “δοκιμή σοφίας”, όπου η Κίνα και άλλα κράτη μπορούν να επιλέξουν να είναι μέρος της λύσης και όχι του προβλήματος.
Ο Ινδικός Ωκεανός κυριαρχείται από την Αραβική Θάλασσα και τον Κόλπο της Βεγγάλης. Κοντά στην κορυφή του ωκεανού είναι δύο από τις λιγότερο σταθερές χώρες του κόσμου, δηλαδή το Πακιστάν και η Μυανμάρ. Κατάρρευση ή αλλαγή του καθεστώτος στο Πακιστάν θα μπορούσε να επηρεάσει τους γείτονές του με την ενδυνάμωση των Βαλούχων και των Σίντι, αυτονομιστών που επιδιώκουν στενότερους δεσμούς με την Ινδία και το Ιράν. Ομοίως η κατάρρευση της χούντας στη Μυανμάρ, όπου ο ανταγωνισμός επί των ενεργειακών και των φυσικών πόρων μεταξύ της Κίνας και της Ινδίας θα απειλούσε τις γύρω οικονομίες, απαιτώντας μια μαζική, μέσω θαλάσσιων μεταφορών, ανθρωπιστική παρέμβαση. Από την άλλη πλευρά, η έλευση ενός πιο φιλελεύθερου καθεστώτος στη Μυανμάρ θα μπορούσε να υπονομεύσει την δεσπόζουσα θέση της Κίνας, να ενισχύσει την ινδική επιρροή καθώς και την επιτάχυνση της περιφερειακής οικονομικής ολοκλήρωσης, (Kaplan 2009).
Ο Ινδικός Ωκεανός συνδυάζει την κεντρικότητα του Ισλάμ με την παγκόσμια ενεργειακή πολιτική και η άνοδος της Ινδίας και της Κίνας αποκαλύπτουν έναν πολυεπίπεδο, πολυπολικό κόσμο. Η δραματική οικονομική μεγέθυνση της Ινδίας και της Κίνας έχει δεόντως ληφθεί υπόψη. Οι φιλοδοξίες των μεγάλων δυνάμεων της Ινδίας και της Κίνας καθώς και οι αναζητήσεις τους για την ενεργειακή ασφάλεια, ανάγκασαν τις δύο χώρες “να ανακατευθύνουν τα βλέμματά τους από την ξηρά προς την θάλασσα”, σύμφωνα με τους James Holmes και Toshi Yoshihara, Αναπληρωτές Καθηγητές της Στρατηγικής, στη Σχολή Πολέμου του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ. Έτσι, ο χάρτης του Ινδικού Ωκεανού εκθέτει το περίγραμμα της πολιτικής εξουσίας στον 21ο αιώνα.
Η στρατηγική θέση της Μυανμάρ (Βιρμανίας), μεταξύ Ινδίας και Κίνας είναι ιδιαίτερης γεωπολιτικής σημασίας. Η αναζήτηση της Κίνας για πετρέλαιο και άλλους φυσικούς πόρους έχει επεκταθεί για να στηρίξει την αναπτυσσόμενη οικονομία της και να καλύψει τις ενεργειακές της ανάγκες. Η Κίνα είναι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη στον κόσμο χώρα – εισαγωγέας πετρελαίου, αλλά αυτήν την περίοδο υπολογίζεται ότι το 80% του εισαγόμενου αργού πετρελαίου της Κίνας – που προέρχονται κυρίως από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική – μεταφέρεται μέσω των Στενών της Malacca. Η ανάπτυξη ενός βαθέως λιμένα στην δυτική ακτή της Μυανμάρ θα παράσχει στην Κίνα ένα νέο σημείο διέλευσης για τις εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου και εύκολη πρόσβαση στον Ινδικό Ωκεανό, ενώ ένας αγωγός σε όλη τη Μυανμάρ θα μειώσει το ταξίδι μέσω της Malacca κατά 1.200 χλμ. Οι αγωγοί ως εκ τούτου, παρουσιάζουν για την Κίνα ενδιαφέρον για τις πολύ αναγκαίες προμήθειες φυσικού αερίου, ενώ επίσης εξοικονομούν περίπου επτά ημέρες διέλευσης από την Αφρική και τη Μέση Ανατολή – σημεία εξαγωγών του αργού πετρελαίου, (Shwe Gas Movement 2012).
Η Ινδία έχει αναπτύξει προγράμματα για διάφορους τρόπους μεταφοράς, μετά από χρόνια έρευνας και διαπραγματεύσεων. Το 2007, ο Ινδός Υπουργός Πετρελαίου εστάλη στην Μυανμάρ για να επικυρώσει νέες συμβάσεις σε πρόσθετα πεδία/οικόπεδα εξερεύνησης. Κατά την περίοδο αυτή, υπήρξε μια πρωτοφανής ειρηνική διαμαρτυρία κατά της υψηλής τιμής των καυσίμων στη Μυανμάρ. Ο Υπουργός της Ινδίας υποσχέθηκε επιπλέον 150 εκατ. δολ. σε επενδύσεις στην χούντα, παρά την βίαιη καταστολή των μοναχών που καθοδηγούν τις διαδηλώσεις, που αναφέρονται ως “επανάσταση Saffron”. Η Ινδία έχει επίσης επενδύσει σε μεγάλο βαθμό στην ανάπτυξη του λιμανιού στο Sittwe, στο πρόγραμμα μεταφορών – διέλευσης Kaladan και στους οδούς που συνδέουν τις δύο χώρες. Όλα αυτά υλοποιήθηκαν από την ινδική κυβέρνηση υπό τον τίτλο «Ανατολική Πολιτική», που είχε ως στόχο να μειώσει την επιρροή της Κίνας στην περιοχή.
Οι προβολές της Παγκόσμιας Ενέργειας προβλέπουν ότι μέχρι το 2030, η Κίνα και η Ινδία θα αντιπροσωπεύουν το 45% της αύξησης της ζήτησης για ενέργεια. Αυτές οι δύο χώρες είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες του κόσμου και ενεργειακά ελλειμματικές. Κατά την διάρκεια του CII Round Table Session on Overseas Energy Assets Acquisition[5], δημοσιεύθηκε μια μελέτη με θέμα: «Απόκτηση ενεργειακών περιουσιακών στοιχείων: Συγκριτική Ανάλυση των πολιτικών Ινδίας και Κίνας». Όλοι οι ομιλητές σ΄ αυτήν τη σύνοδο τόνισαν ότι με δεδομένα την απόκτηση ενεργειακών περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό και την διαφοροποίηση του πετρελαίου και του φυσικού αερίου βάσει της προσφοράς, προϋποθέτουν αυξημένες ανάγκες.
Η μελέτη του CII σημειώνει ότι οι κινεζικές εταιρείες υπερέβησαν ένα ρεκόρ 32 δις δολ. το 2009-10, για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό σε σχέση με την ενέργεια και μόνο 2,1 δις δολ. επενδύσεων της Ινδίας, μέσω της ONGC για την ίδια περίοδο. Η Ινδία παρήγαγε 8,8 εκατ. τόνους πετρελαίου και φυσικού αερίου από τα περιουσιακά της στοιχεία του εξωτερικού σε σύγκριση με τα 800 εκατ. βαρέλια πετρελαίου και φυσικού αερίου της Κίνας για την ίδια περίοδο. Περαιτέρω η Κίνα διαθέτει 2,5 τρις δολ. αποθεματικών σε ξένο νόμισμα για να αγοράσει μερίδια σε κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, σε σύγκριση με την Ινδία που διαθέτει 250 δις δολ. Η μελέτη CII συνιστά ότι η Ινδία θα πρέπει να συμμετάσχει στρατηγικά σε πλούσιες σε ενέργεια χώρες, να υποστηρίζεται από την ενεργειακή διπλωματία και την εξωτερική πολιτική, ώστε να εξασφαλιστεί η συνεχής διαθεσιμότητα των εμπορικών ροών ενέργειας σε ανταγωνιστικές τιμές για να στηρίξει την οικονομική της μεγέθυνση (Menon 2009).
Οι πλούσιες σε ενέργεια χώρες έχουν αρχίσει να αξιοποιούν τους πόρους τους για την προώθηση της ανάπτυξης των υποδομών στις χώρες τους. Ακολουθώντας τη στρατηγική “Δύο Εισαγωγές και Μια Εξαγωγή”, για την ενίσχυση των ενεργειακών δεσμών με τις χώρες που παράγουν ενέργεια, είναι ένα σημαντικό εργαλείο για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων ενέργειας στο εξωτερικό. Οι “δύο εισαγωγές” αναφέρονται σε εισαγωγές πετρελαίου και κεφαλαίου για να επενδύσουν στην ανάπτυξη της βιομηχανίας πετρελαίου της Ινδίας, τα κράτη προσφοράς πετρελαϊκών πόρων. Η “μία εξαγωγή” αναφέρεται σε επενδύσεις της Ινδίας στον τομέα της έρευνας και της ανάπτυξης πετρελαίου, έργα στην χώρα παραγωγής/προσφοράς ενέργειας (Menon 2009).
Το παιχνίδι της ενέργειας στην Κεντρική Ασία εντείνεται, με την Κίνα ωστόσο να κατέχει τα “φώτα της δημοσιότητας”, με μια υψηλού προφίλ ώθηση στην αγορά ενέργειας του Καζακστάν. Οι εταιρείες των ΗΠΑ και της Ρωσίας παραμένουν σημαντικοί παράγοντες στον ανταγωνισμό για την ανάπτυξη και την εξαγωγή ενεργειακών πόρων στην Κεντρική Ασία και τη λεκάνη της Κασπίας. Ωστόσο κινεζικές και ινδικές επιχειρήσεις έχουν γίνει όλο και πιο ανταγωνιστικές τα τελευταία έτη, (Blank 2005). Η Ινδία με μια αυξανόμενη επιδίωξη για πετρέλαιο και φυσικό αέριο εργάζεται επιμελώς για να διακινήσει ενεργειακούς πόρους στην περιοχή, (Chandra 2009).
Συμπέρασμα
Οι χώρες χρειάζονται ενέργεια για την οικονομική τους μεγέθυνση, αλλά όπως έχουμε δει το κόστος της παροχής νέων αυξημένων ενεργειακών πόρων είναι σε άνοδο. Σε πολλές περιπτώσεις, το μόνο που απομένει είναι κατώτερης ποιότητας πόροι που έχουν υψηλό κόστος εξόρυξης και σε ορισμένες περιπτώσεις, η εξασφάλιση της πρόσβασης σ΄ αυτούς τους πόρους απαιτεί στρατιωτικές δαπάνες. Εν τω μεταξύ, ο αγώνας για τον έλεγχο των πόρων οριοθετεί εκ νέου την ισορροπία της πολιτικής εξουσίας σ΄ όλο τον κόσμο.
Οι ΗΠΑ παραμένουν ένα πολύ ισχυρό έθνος στρατιωτικά, με χιλιάδες πυρηνικά όπλα και απαράμιλλες συμβατικές δυνάμεις, αλλά δεν διαθέτουν στρατηγική ευελιξία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, παραδοσιακή σύμμαχος των ΗΠΑ, αυξάνει την ανεξάρτητη χαρτογράφηση των προτεραιοτήτων της, εν μέρει λόγω της αυξημένης ενεργειακής εξάρτησης από την Ρωσία και εν μέρει λόγω των οικονομικών ανταγωνισμών και νομισματικών συγκρούσεων με την Αμερική. Η οικονομία της Γερμανίας είναι μια από τις λίγες σχετικά αλώβητες από την κρίση του 2008, αλλά η χώρα είναι αντιμέτωπη με το πρόβλημα της διάσωσης πολλών γειτόνων της. Η συνεχιζόμενη ευρωπαϊκή σημαντική κρίση χρέους θα μπορούσε τελικά να υπονομεύσει την γερμανική οικονομία και να ρίξει σε αμφισβήτηση τη μακροπρόθεσμη ευρωστία του ευρώ και της ίδιας της ΕΕ (Heinberg 2011).
Η Κίνα είναι η ανερχόμενη δύναμη του 21ου αιώνα, σύμφωνα με πολλούς οικονομικούς και πολιτικούς ειδήμονες. Έχει μια ραγδαία στρατιωτική εξέλιξη, αποθεματικά για να πληρώσει την πρόσβαση σε πόρους και θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή στο μέλλον για τις ΗΠΑ. Ωστόσο πάσχει από εγχώριες πολιτικές και οικονομικές αδυναμίες, που ενδέχεται να την παρεμποδίζουν να γίνει η επόμενη οικονομική δύναμη. Η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία, αυτή της Ιαπωνίας, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια κατάσταση αβεβαιότητας, λόγω του προστάτη της, των ΗΠΑ. Εστιάζεται στην οικοδόμηση των στρατιωτικών της δυνάμεων για να υπερασπιστεί ανεξάρτητα τα συμφέροντά της. Οι διαφορές της Ιαπωνίας με την Κίνα βρίσκονται σε άνοδο, καθώς δεν διαθέτει σχεδόν καθόλου εγχώριους πόρους ορυκτών καυσίμων και χρειάζεται ασφαλή πρόσβαση στις προμήθειες αυτών.
Η Ρωσία έχει άφθονους πόρους αλλά είναι πολιτικά διεφθαρμένη και οικονομικά όχι πολύ αναπτυγμένη. Με μια υπολειμματική στρατιωτική δύναμη σε ετοιμότητα, ανταγωνίζεται με την Κίνα και τις ΗΠΑ για τον έλεγχο της Κασπίας και της Κεντρικής Ασίας για την ενέργεια και τον ορυκτό τους πλούτο, μέσα από συμμαχίες με τα πρώην σοβιετικά κράτη. Τείνει να διαμορφώσει συμφωνίες με την Κίνα για να αντιμετωπίσει τα αμερικανικά συμφέροντα αλλά τελικά το Πεκίνο μπορεί να αποδειχθεί ένας αντίπαλος, όπως η Ουάσιγκτον. Η Μόσχα χρησιμοποιεί τις εξαγωγές φυσικού αερίου ως διαπραγματευτικό χαρτί για επιρροή στην Ευρώπη. Ωστόσο πολύ λίγα από τα έσοδα από τον πλούτο των πόρων της χώρας κατευθύνονται προς όφελος του πληθυσμού της. Πλεονέκτημα του ρωσικού λαού σε όλα αυτά μπορεί να είναι ότι έχουν πρόσφατη εμπειρία μιας πολιτικο – οικονομικής κατάρρευσης και επομένως θα είναι σχετικά καλά προετοιμασμένοι για να υπομείνουν άλλη μία, (Heinberg 2011).
Χώρες όπως η Βενεζουέλα, η Βολιβία, το Εκουαδόρ, η Νικαράγουα δεν αποδέχονται την αμερικανική εξωτερική πολιτική, αλλά οι ΗΠΑ συνεχίζουν να ασκούν τεράστια επιρροή στην πλούσια σε φυσικούς πόρους Λατινική Αμερική, μέσω εταιρειών με βορειοαμερικανική έδρα. Αλλά τώρα η Κίνα δραστήρια συνάπτει συμβάσεις για την πρόσβαση στην ενέργεια και σε ορυκτούς πόρους σε όλη την περιοχή, με αποτέλεσμα τη σταδιακή αλλαγή των οικονομικών συμφερόντων.
Η δημιουργία της Αfricom[6] το 2007, ένα στρατιωτικό στρατηγικό κέντρο διοίκησης στο ίδιο επίπεδο με τις Centcom, Eucom, Northcom, Pacom και Southcom, (βλ. Παράρτημα, στο οποίο συγκρίνονται οι «Παγκόσμιες Περιφέρειες του Haushofer» με τις «Διοικήσεις του Υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ»), έδωσε στην Αφρική μια στρατηγική θέση. Η Αφρική δέχεται αμερικανικές επενδύσεις στο πετρέλαιο και σε άλλες δραστηριότητες εξόρυξης ορυκτών αλλά είναι επίσης ένας στόχος των κινεζικών και ευρωπαϊκών προσπαθειών απόκτησης πόρων. Στο μέλλον οι συγκρούσεις μεταξύ αυτών ενδέχεται να ενταθούν.
Η Μέση Ανατολή χαρακτηρίζεται από ακραία οικονομική ανισότητα, υψηλά ποσοστά αύξησης του πληθυσμού, πολιτική αστάθεια και ανάγκη για εισαγωγή μη – ενεργειακών πόρων, συμπεριλαμβανομένων τροφίμων και νερού. Αλλά διατηρεί τεράστιο πετρελαϊκό πλούτο. Οι επαναστάσεις και οι διαμαρτυρίες στην Τυνησία, την Αίγυπτο, τη Λιβύη, το Μπαχρέιν και την Υεμένη στις αρχές του 2011 είχαν ερμηνευθεί ως ένδειξη της αδυναμίας των απλών ανθρώπων στα καθεστώτα της Μέσης Ανατολής να ανεχθούν ραγδαία αύξηση των τιμών των τροφίμων, του νερού και της ενέργειας, στο πλαίσιο των αυταρχικών πολιτικών διακυβέρνησης. Οι οικονομικές καταστάσεις μπορούν να γίνουν χειρότερες και οι συνέπειές τους δεν μπορούν να προβλεφθούν από τώρα. Ωστόσο οι επιπτώσεις τους στην παγκόσμια οικονομία θα είναι τεράστιες.
Η Κίνα και η Σαουδ. Αραβία αγοράζουν αγρούς στην Αυστραλία & τη Νέα Ζηλανδία. Ιράκ και Ιράν χρειάζονται προηγμένη τεχνολογία, που μπορεί να παρασχεθεί από κινεζικές & αμερικανικές εταιρείες. Αυτή η τεχνολογία απαιτείται για να διατηρηθεί η βιομηχανία πετρελαίου, που μετακινείται από τις εύκολες πηγές σε μικρότερες, με δυσκολία πρόσβασης και πιο ακριβές στην εξόρυξη.
Οι Ωκεανοί και η Αρκτική είναι οι περιοχές με αυξανόμενο ενδιαφέρον για τους πόρους, παρά τους στρατιωτικούς ελιγμούς και τις προσπάθειες μηχανικής εξόρυξης. Τα έθνη που θα είναι σε θέση να αναλάβουν όλο και πιο ακριβές προσπάθειες στον ανταγωνισμό για την άντληση των πόρων σ΄ αυτά τα ακραία περιβάλλοντα, είναι καλύτερα τοποθετημένα στην οικονομική αρένα. Ωστόσο πρέπει να λάβουμε υπόψη το κόστος ευκαιρίας των φθινουσών αποδόσεων καθώς το κόστος αυξάνεται και τα μειούμενα έσοδα.
Η ιστορία μας δείχνει ότι τα έθνη σε απόγνωση για να διατηρήσουν τις σχετικές τους θέσεις μπορεί να προσφύγουν σε μεθόδους, που δεν θα εξυπηρετούσε κανένα ορθολογικό σκοπό. Καθώς η αστάθεια αυξάνεται στον κόσμο, οι οικονομικές και οι γεωπολιτικές συνθήκες ενδέχεται να επιδεινωθούν και οι πόροι μπορεί να εκτραπούν για την διατήρηση της στρατιωτικής κινητοποίησης με το πρόσχημα της ασφάλειας και όχι για την αύξηση της οικονομικής μεγέθυνσης και της ειρήνης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Adnan Aswad, (n.d.). «The Geopolitics of Oil & Gas», http://club.mrochek.org/Oil.pdf
Arvanitopoulos Constantine, (2002). «Geopolitics of Oil in Central Asia», Thesis, A Journal of Foreign Policy Issues.
Blank Stephen, (2005). «Central Asia’s Energy Game Intensifies», Euroasia Net,
http://yaleglobal.yale.edu/content/central-asias-energy-game-intensifies
Bustelo Pablo, (2005). «China & the Geopolitics of Oil in Asian Pacific Region», WP 38, http://www.realinstitutoelcano.org/documentos/226/Bustelo226.pdf
Chandra Amresh, (2009). «Geopolitics of Central Asian Energy Resources & Indian Interest»,
Journal of Peace Studies, Vol. 16, Issue 1-2, January–June,
http://www.icpsnet.org/adm/pdf/1251369051.pdf
Cindy Hurst, (2010). «China’s Rare Elements Industry: What can the West Learn?», Institute for the Analysis of Global Security (IAGS), http://www.iags.org/rareearth0310hurst.pdf
International Energy Agency, (2012),
www.iea.org/newsroomandevents/pressrelease/2011/november/name,20318,en.html
Kaplan Robert, (2009). «Power Plays in Indian Ocean», Center Stage for the 21st Century, March/April 2009, http://www.foreignaffairs.com/print/64832
Rangel Beatrice, (2005). «The Geopolitics of Oil», ASCE, σελ. 481-483,
http://www.ascecuba.org/c/wp-content/uploads/2014/09/v15-rangel.pdf
Energy Information Administration, http://www.eia.doe.gov/imp/imports.html
Gal Luft, (n.d.). «Dependence on Middle East Energy & its Impact on Global Security», Institute for the Analysis of Global Security (IAGS), http://www.iags.org/luft_dependence_on_middle_east_energy.pdf.
Heinberg Richard, (2011). «Resource Wars: Geopolitics in a World of Dwindling Energy Supplies», http://oilprice.com/Geopolitics/International/Resource-Wars-Geopolitics-In-A-World-Of-Dwindling-Energy-Supplies.html
Luke Patey, (2006). «Iran & the New Geopolitics of Oil: An Annotated Bibliography», DANISH INSTITUTE FOR INTERNATIONAL STUDIES (DIIS), Working Paper no 2006/24,
http://www.isn.ethz.ch/Digital-Library/Publications/Detail/?id=23131&lng=en
Menon Rajesh, (n.d.). «Overseas Energy Acqusition»,
Menon Shiv Shankar, (2009). «Maritime Imperatives of Indian Foreign Policy», 11/09/2009, National Maritime Foundation, http://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/09733150903429460?journalCode=rnmf20#.VStztfBPnK9
Mityakov Sergey, Tang Heiwai & Tsui Kevin, (2011). «Geopolitics, Global Patterns of Oil Trade & China’s Oil Security Quest», HKIMR Working Paper No. 32, 26/10/2011,
http://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=1949670 23 August 2012.
Policy Roundtable, (2005). «The Changing Geopolitics of Oil in Asia & the United States», Sagamore Institute for Policy Research in Indianapolis, Indiana, 18/05/2005,
http://connection.ebscohost.com/c/excerpts/25528326/changing-geopolitics-oil-asia-usa
Renner Michael, (2006). «The New Geopolitics of Oil», Development, vol. 49, issue 3, σελ. 56-63, http://econpapers.repec.org/article/paldevelp/v_3a49_3ay_3a2006_3ai_3a3_3ap_3a56-63.htm.
Sepheri Saman, (2002). «Geopolitics of Oil», Third World Traveller,
http://www.thirdworldtraveler.com/Oil_watch/Geopolitics_Oil.html
Singh Zorawar Daulet, (2012). «India Struggles with Pipeline Geopolitics», 01/06/2012, Asia Times, http://atimes.com/atimes/South_Asia/NF01Df01.html
Vakhshouri Sara, (2011). «Measuring the Effect of Political Instability in Middle East and North Africa on Global Energy Security», USAEE Working Paper No. 30, 11/10/2011, http://ssrn.com/abstract=1944628
[1] Dr. Anshuman Gupta & Surbhi Arora, «Control Oil – Rule the World!», University of Petroleum & Energy Studies, Dehradun, Ινδία, http://www.internationalseminar.org/XIV_AIS/TS%205%20B/7.%20Surbhi%20Arora.pdf και
http://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=2200815, January 15, 2013
Control Oil, Rule the World: The Energy Games Nations Play
The IUP Journal of International Relations, Vol. IX No.1, January 2015, page no 52 – 65, ISSN 0973-8509
Ευχαριστούμε τους συντάκτες Dr. Anshuman Gupta και Surbhi Arora για την αποδοχή τους, στην αίτηση απόδοσης στην ελληνική γλώσσα και δημοσίευσης του άρθρου.
[2] Αρχιπλοίαρχος Οικονομικού Σώματος του Πολεμικού Ναυτικού ε.α., με διδακτορική διατριβή, στην θεματική ενότητα της «ενεργειακής ασφάλειας», Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Σχολής Επιστημών της Διοίκησης Πανεπιστημίου Αιγαίου στην Χίο.
[3] «Geopolitics of Oil», του Saman Sepheri στο «International Socialist Review», Νοέμβριος / Δεκέμβριος 2002.
[4] Την οποία έχουμε ονομάσει «Γεωενέργεια», (σ.ε.). Βλ. Βιδάκης Ιωάννης και Μπάλτος Γεώργιος, (2013). «Ενεργειακή Ασφάλεια και Ελλάδα», Διπλογραφία, (κείμενα εργασίας), εκδ. ΔΥΡΟΣ και Καρκαζής Γιάννης, Βιδάκης Ιωάννης και Μπάλτος Γεώργιος, (2010). «Γεωενέργεια – μια νέα ανάγνωση του κόσμου», κείμενο εργασίας, «Ελ. Άμυνα & Τεχνολογία», τ. 03, Απρ. 2010.
[5] Confederation of Indian Industry, http://cii.in/PolicyAdvocacyDetails.aspx?enc=OenkVXuMqmTy6J7m90aTsjhgffF3dlJMAuZcaw5agaVJIoVvRZt+Gw+kl0/lv5eVLQa0mIBxOJQoG5SIDUhkkw== – πρόσβαση 30/01/2014.
[6] http://www.usaraf.army.mil/MAP_INTERACTIVE/INTERACTIVE_MAP.swf
http://www.defense.gov/home/features/2009/0109_unifiedcommand/-πρόσβαση 30/01/2014.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Πίνακας 1: Υφιστάμενες Διοικήσεις Υπουργείου Άμυνας ΗΠΑα
Πηγή: http://en.wikipedia.org/wiki/Unified_Combatant_Command – προσαρμογή Ι. Βιδάκης
Χάρτης 2: Υφιστάμενες Διοικήσεις ανά γεωγραφικές περιοχές
Πηγή: http://en.wikipedia.org/wiki/United_States_Africa_Command
Χάρτης 3: Παγκόσμιες Περιφέρειες του Haushofer
Πηγή: http://www.ef.huji.ac.il/publications/ostrovsky.pdf
Πηγή: (Πρώτη Δημοσίευση: Κείμενο Εργασίας με αρ. 20, Ιούνιος 2015, Academy for Strategic Analises), Infognomon Politics