Ο "φόρος άνθρακα" στη Γαλλία οδήγησε στην εξέγερση των "Κίτρινων Γιλέκων". Εάν ο Μακρόν είχε έγκαιρα διαβάσει την έκθεση της Επιτροπής Ενέργειας της Ακαδημίας Επιστημών της Γαλλίας (είχε υποβληθεί στις 19 Απριλίου 2017 και αφορούσε και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας) θα μπορούσε να την είχε αποφύγει.
Οι παραπάνω ατυχείς αποφάσεις σχετίζονται με τη διαμόρφωση μιας περιόδου "Ενεργειακής Μετάβασης" που θα μπορούσε να οδηγήσει το 2050 τη Γαλλία και την Ευρώπη στην διαμόρφωση μηδενικών εκπομπών αερίου διοξειδίου του άνθρακα, χωρίς επιπτώσεις στην οικονομία. Η έκθεση της Ακαδημίας Επιστημών της Γαλλίας έχει τίτλο: "Το ζήτημα της ενεργειακής μετάβασης έχει πράγματι τεθεί σωστά στις τρέχουσες διαβουλεύσεις;".
Η έκθεση περιγράφει με σαφήνεια ότι το θέμα της "ενεργειακής μετάβασης" απαιτεί τον έλεγχο των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μέσω της μείωσης της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, άνθρακα). Αυτό αναμένεται να οδηγήσει σε αλλαγή των τρόπων παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας (ηλεκτρικές μεταφορές, μόνωση κτιρίων, ψηφιοποίηση της ατομικής κατανάλωσης κλπ).
Ωστόσο, αναφέρεται ότι το παραπάνω ζήτημα, τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ευρώπη, δεν αντιμετωπίστηκε, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος του προβλήματος. Στην πραγματικότητα, τα προγράμματα ενεργειακής πολιτικής έπρεπε να λάβουν υπόψη τους φυσικούς, τεχνολογικούς και οικονομικούς περιορισμούς. Οι Γάλλοι θα μπορούσαν να οδηγηθούν στο να πιστέψουν ότι είναι δυνατή μία μαζική ανάπτυξη ΑΠΕ (ανανεώσιμες πηγές ενέργειας), απαλλάσσοντας το σύστημα τόσο από τα ορυκτά καύσιμα όσο και από την πυρηνική ενέργεια.
Ενεργειακή μετάβαση και Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας
Η ενεργειακή μεταβατική λύση οφείλει να προσαρμόζεται σε κάθε χώρα με διαφορετικό τρόπο, δεδομένου ότι εξαρτάται από γεωγραφικούς και κλιματικούς περιορισμούς. Αυτές οι διαφορές οδηγούν σε διαφορετικά μείγματα ενέργειας. Συνεπώς, δεν υπάρχει καθολική βέλτιστη λύση στην επιλογή ενεργειακής πολιτικής. Το Κεμπέκ π.χ., χάρη στα ποτάμια, μπορεί να καλύπτει τις ενεργειακές ανάγκες της επαρχίας αυτής, κατά 98% από υδροηλεκτρική ενέργεια.
Από πρακτική άποψη, η χρήση ΑΠΕ είναι a priori ελκυστική, αλλά η ηλεκτρική ενέργεια αντιπροσωπεύει μόνο το 25% της ενεργειακής κατανάλωσης. Επομένως, είναι σημαντικό να γίνει διάκριση του ενεργειακού μείγματος που αφορά όλες τις δραστηριότητες. Για τις ανεμογεννήτριες, ο μέσος συντελεστής φορτίου στη Γαλλία (αναλογία μεταξύ της παραγόμενης ενέργειας και εκείνης που αντιστοιχεί στη μέγιστη ισχύ) είναι 23% και για τα φωτοβολταϊκά 13%. Για να επιτευχθεί ένα δεδομένο επίπεδο ενέργειας, είναι συνεπώς απαραίτητο να υπάρξουν ενεργειακές μονάδες με ισχύ πολλαπλάσια από την τιμή που ικανοποιεί τη ζήτηση.
Όσον αφορά το επίπεδο ισχύος, η κατάσταση είναι δυσμενέστερη, δεδομένου ότι ο λόγος της εγκατεστημένης ισχύος με την εγγυημένη ισχύ μονάδος είναι περίπου 20% για τις ανεμογεννήτριες. Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία παραγωγής αιολικής ενέργειας. Η διαθέσιμη ισχύς από τις χερσαίες ανεμογεννήτριες στο γαλλικό έδαφος πέφτει πολύ συχνά στο 5% της εγκατεστημένης ισχύος. Έτσι, ένα σύνολο που μπορεί καταρχήν να παρέχει 10 GW παράγει μόνο 0,5 GW για συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Αυτή η μεταβλητότητα των αιολικών και ηλιακών ΑΠΕ απαιτεί την εφαρμογή εναλλακτικών ενεργειών για να αντισταθμιστεί η πτώση της παραγωγής που οφείλεται στην απουσία ανέμου ή ήλιου. Οι ανταλλαγές ενέργειας σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα μπορούσαν να μετριάσουν το πρόβλημα, αλλά εποχιακά οι νύχτες είναι σχεδόν παντού μακράς διάρκειας ταυτόχρονα στην Ευρώπη. Επίσης, συχνά εκτεταμένοι αντικυκλώνες καλύπτουν τη Γαλλία και γειτονικές της χώρες.
Ο κίνδυνος συσκότισης της Ευρώπης
Μια λύση θα ήταν η μαζική αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας σε περιόδους που υπάρχει πλεόνασμα, ώστε να είναι διαθέσιμη σε στιγμές που θα χρειαζόταν, αλλά η υδροηλεκτρική χωρητικότητα αποθήκευσης στη Γαλλία είναι σήμερα σχεδόν κορεσμένη. Προς το παρόν δεν υπάρχουν μπαταρίες ή άλλες μέθοδοι αποθήκευσης για να αποθηκευτεί στη Γαλλία ούτε ένα πολύ μικρό μέρος από τα 10 TWh (δισ. κιλοβατώρες) που καταναλώνει η Γαλλία σε μια εβδομάδα.
Για να καλυφθεί η κατανάλωση δύο ημερών με την αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας με τεχνολογία ιόντων-λιθίου (χρησιμοποιείται στα αυτοκίνητα Tesla) θα απαιτούντο τουλάχιστον 12 εκατ. τόνοι μπαταριών που χρησιμοποιούν 360.000 τόνους λιθίου! Μόνο 40.000 τόνοι λιθίου, όμως, εξορύσσονται παγκοσμίως κάθε χρόνο! Η λύση της χημικής αποθήκευσης μέσω της ηλεκτρόλυσης του νερού που παράγει υδρογόνο, είναι προς το παρόν πολύ ακριβές και η απόδοση εξαιρετικά χαμηλή και με μειωμένη τεχνολογική ωριμότητα.
Η ανάπτυξη ΑΠΕ διαλειπτόμενης ενέργειας δεν μπορεί να επιτευχθεί, χωρίς σημαντική επέκταση του δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας για τη σύνδεση των τόπων παραγωγής, τη συλλογή της διάχυτης ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται και για την αποστολή της στους χώρους κατανάλωσης. Προκειμένου, λοιπόν, να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος blackout σε επίπεδο χώρας ή ακόμα και Ευρώπης, πρέπει να λυθούν προβλήματα σταθερότητας του δικτύου που θα μπορούσαν να προκύψουν από ξαφνικές διακυμάνσεις ανέμου ή/και ηλιοφάνειας.
Κάθε χώρα χρειάζεται διαθεσιμότητα ενέργειας κατ' απαίτηση, δηλαδή εκείνης που δεν υποφέρει από διαλείμματα και που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαρκή βάση. Γι' αυτό και , δεν υπάρχει χώρα που μπορεί να καλύψει τις ανάγκες της σε ενέργεια μόνο από ΑΠΕ. Ούτε χώρα που χρησιμοποιεί τις ΑΠΕ, χωρίς να προσφεύγει στη χρήση ελεγχόμενων διαθέσιμων πηγών παραγωγής ενέργειας (θερμοηλεκτρικοί ή/και πυρηνικοί σταθμοί).
Το αποτυχημένο γερμανικό παράδειγμα
Η περίπτωση της Γερμανίας είναι υποδειγματική. Το 2011, αποφάσισε να εγκαταλείψει την πυρηνική ενέργεια, η συμβολή της οποίας στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ήταν 22% το 2010. Έξι χρόνια αργότερα, το μερίδιο της πυρηνικής ενέργειας ήταν 13%, των ΑΠΕ 30% και των ορυκτών καυσίμων 55%. Ήταν η αύξηση της διακεκομμένης παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, που παράγεται από ΑΠΕ, η οποία επέβαλε το άνοιγμα νέων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα (13 GW) και την αύξηση της εξόρυξης λιγνίτη. Έτσι, η Γερμανία είναι από τους μεγαλύτερους παραγωγούς CO2 (διοξείδιο του άνθρακα) στην Ευρώπη και έχει την υψηλότερη τιμή ηλεκτρικής ενέργειας. Δεν μπορούμε, λοιπόν, να μιλάμε για επιτυχία.
Η Γαλλία είναι από τους χαμηλότερους παραγωγούς αερίων του θερμοκηπίου ανά κάτοικο (περίπου το μισό από ό,τι στη Γερμανία, τρεις φορές λιγότερο από ό,τι στις ΗΠΑ). Παράγει 540 TWh ηλεκτρικής ενέργειας με εκπομπές 46 Mt CO2/έτος, ενώ η Γερμανία παράγει 631 TWh, εκπέμποντας 334 Mt CO2/έτος, δηλαδή 6,2 φορές περισσότερο ανά παραγόμενη κιλοβατώρα.
Η σχετική αδιαφορία που υπάρχει για το CO2 στη Γαλλία είναι αποτέλεσμα της λύσης που έχει δοθεί με την πυρηνική ενέργεια, η οποία παρέχει το 75% της ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα. Η πυρηνική ενέργεια είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος μείωσης του μεριδίου των ορυκτών καυσίμων στην ηλεκτροπαραγωγή. Η πυρηνική ενέργεια βασίζεται σε επιστημονική εμπειρογνωμοσύνη, σε μια εθνική βιομηχανία με επιχειρησιακή εμπειρία και σε μια αρμόδια και ανεξάρτητη αρχή ασφάλειας. Απαιτεί αυστηρή διαχείριση των αποβλήτων της, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο διαδοχικών νόμων και διαρκούς ερευνητικής προσπάθειας. Από την άλλη πλευρά, η κλασική πυρηνική βιομηχανία αντιμετωπίζει σήμερα δικαιολογημένες απαιτήσεις ασφάλειας που απαιτούν επίλυση τεχνικών ζητημάτων
Υπάρχει αντίφαση
Σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχει αντίφαση στην επιδίωξη να μειωθούν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, μειώνοντας παράλληλα το μερίδιο της πυρηνικής ενέργειας. Πολλές μελέτες δείχνουν ότι το συνολικό μερίδιο των ΑΠΕ στο μείγμα της ηλεκτρικής ενέργειας δεν θα μπορέσει μεσοπρόθεσμα να πάει πέρα από το 30-40%. Αν γινόταν αυτό, θα οδηγούσε σε υπέρογκη αύξηση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας, σε αύξηση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου και σε αμφισβήτηση της ασφάλειας στην παροχή ηλεκτρικής ενέργειας.
Είναι δεδομένο, λοιπόν, ότι υπάρχει περιορισμός στην ηλεκτροπαραγωγή από ηλιακή και αιολική ενέργεια. Επιπροσθέτως, το 75% της μη-ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνεται στις μεταφορές, στις κατοικίες και στη βιομηχανία αποτελεί, επίσης, μεγάλη πρόκληση. Παράλληλα, παραμένει επιτακτική η ανάγκη εξοικονόμησης ενέργειας και η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Το πρόβλημα, όμως, δεν θα λυθεί τις επόμενες δεκαετίες από ΑΠΕ.
Η "απανθρακοποιημένη" γαλλική παραγωγή θα μπορούσε να κατευθύνει κάποιες από τις ενεργειακές δραστηριότητες που χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα προς την παραγωγή ηλεκτρισμού για καλύτερη διαχείριση του εμπορικού ισοζυγίου και για σημαντικότερη μείωση των εκπομπών, πολύ περισσότερο από αυτήν που επιτυγχάνεται σήμερα. Πρέπει να εισάγουμε ένα σημαντικό ποσοστό ΑΠΕ στο μείγμα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Αλλά με ρεαλιστικό ενεργειακά τρόπο που να αποφεύγει παρανοήσεις. Η λύση "όλα ανανεώσιμα" δεν είναι εφικτή. Για να διατηρηθεί η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας χαμηλών εκπομπών άνθρακα πρέπει η πυρηνική ενέργεια (Γαλλία) να έχει σημαντικό ρόλο στις επόμενες δεκαετίες.
Η βελτίωση του ενεργειακού συστήματος περνάει μέσα από επενδύσεις στη βασική έρευνα της τεχνολογίας και της βιομηχανίας, καθώς και μέσα από επίλυση προβλημάτων, όπως πυρηνικά απόβλητα, ενεργειακή ασφάλεια, αποθήκευση ενέργειας, δέσμευση και παγίδευση του CO2, έξυπνα δίκτυα κλπ). Πέρα από την ισορροπία του ενεργειακού μίγματος, πρέπει να εξοικονομηθεί ενέργεια, με μείωση της κατανάλωσης σε κτήρια, μεταφορές και βιομηχανία. Έτσι, θα προκύψει σημαντική μείωση των τοξικών εκπομπών και ταυτόχρονα να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα και η καινοτομία.
Πηγή: slpress.gr