«Μνήμη τοῦ λαοῦ μου σὲ λένε Πίνδο καὶ σὲ λένε Ἄθω»
Ὀδ. Ἐλύτης «Ἄξιόν Ἐστι»
«Μνήμη εἶναι ἡ ἰθαγένεια. Χωρὶς τὴν μνήμη δὲν ὑπάρχει τίποτε. Κι ἂς λένε. Μόνον ὅταν θυμᾶσαι, ὑπάρχεις στ’ ἀλήθεια. Καὶ μόνον ὅταν ὑπάρχεις στ’ ἀλήθεια, εἶσαι στ’ ἀλήθεια ἐλεύθερος. Ἐλευθερία μονάχη εἶναι ἡ μνήμη μας. Πάνω σ’ αὐτὴ σὰν σὲ τεντωμένο σχοινὶ ἰσορροποῦμε καὶ ὑπάρχουμε “ἕνα σημεῖο μοναχά, ἕνα σημεῖο”.
Πέρα ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἀναγκαστικὴ σχοινοβασία τῆς ἐποχῆς, δὲν εἴμαστε πιὰ “ἐμεῖς”. Εἴμαστε-ὄχι οἱ Ἄλλοι. Αὐτὸ θὰ ἦταν τουλάχιστον μία εὐγενὴς ἀποδοχὴ αὐτοκτονίας -εἴμαστε οἱ “δῆθεν Ἄλλοι”. Σκιάχτρα ζωῆς, τέρατα νοθείας, βάρβαροι ἦχοι, βλάσφημα μέτρα, ὅ,τι τὸ ἀλλόκοτο, μάταιο καὶ κίβδηλο. Εἴμαστε οἱ πλεγματικοί, δυτικοειδεῖς, ἔνοχοι πίθηκοι τῆς Βαλκανικῆς τῶν τύψεων.
Ξέρω. Ἡ ἀγάπη οὔτε ἐπιβάλλεται οὔτε νομοθετεῖται. Ἀνοίγονται πάντως πρὸς αὐτὴν μονίμως δύο δρόμοι. Ὁ δρόμος τῆς μαϊμοῦς καὶ ὁ δρόμος τῶν δέντρων. Ἡ μαϊμοὺ μιμεῖται στὶς κατασκευές του τὸν ξυλουργὸ ποὺ θαυμάζει. Δὲν κατασκευάζει ὅμως τίποτα ἡ μαϊμοὺ κι ἂς τὸ νομίζει. Ὁ ἄλλος δρόμος εἶναι διπλῆς κατευθύνσεως: “ὁδὸς ἄνω καὶ κάτω μία”. Πάει ἀπ’ τὴν γῆ στὸν οὐρανὸ κι ἀντίστροφα. Γιὰ νὰ πᾶς στὸν οὐρανό, λέει, πρέπει νὰ ταπεινωθεῖς, στὴν ὅποια γῆ σου πρῶτα. Αὐτὸ κάνουν τὰ δέντρα. Αὐτὸ πρέπει νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς…». (Τ. Λιγνάδης, «Τὸ Ἄξιόν Ἐστι τοῦ Ἐλύτη», Ἀθήνα 1971).
Ὡραία, ὡραιότατη ἡ παρομοίωση τοῦ ἀείμνηστου, σπουδαίου Τάσου Λιγνάδη. Τὸ δέντρο γιὰ νὰ τρανέψει, νὰ ὑψωθεῖ στὸν οὐρανό, πρέπει νὰ ἁπλώσει γερὲς ρίζες στὸ χῶμα του, στὴ γῆ ποὺ φύτρωσε. Αὐτὸ νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς, ὡς λαὸς πρωτίστως. Νὰ γνωρίσουμε τὸ γενοτόπι μας, τὸ χῶμα τὸ ἑλληνικό, νὰ ξαναβροῦμε τὴ μνήμη μας, δηλαδὴ τὴν ἰθαγένειά μας. Μόνο ἔτσι θὰ πᾶμε στὸν οὐρανό, στὸ σπίτι μας. «Οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν».
Καὶ τί καλοσυνάτη φράση: Μνήμη εἶναι ἡ ἰθαγένεια. Τώρα οἱ «μύγες τῆς Ἀγορᾶς» ἔβγαλαν τὴν ἰθαγένεια σὰν πραμάτεια σὲ καροτσάκι πλανόδιου μικροπωλητῆ. Τὴν ἰθαγένεια τὴν πουλοῦν καὶ τὴν ἀγοράζουν. (Θυμήθηκα μία φράση ἀπὸ τὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ Φωτάκου: «Βουλευταί, Ἐκτελεσταί, πουληταὶ καὶ ἀγορασταί»). Τὴν μνήμη μας, ὅμως, δὲν μποροῦν νὰ τὴν πουλήσουν, δὲν ὑπάρχει στὰ ράφια. Δὲν μπαίνει στὸ τραπέζι τῶν διαπραγματεύσεων. Τὴν χάνεις, δὲν ξεπουλιέται…
«Μνήμη τοῦ λαοῦ μου», εἶναι ἡ Κυρὰ-Πηνελόπη ποὺ καρτεροῦσε τὸν βασιλιά της, ἡ συλημένη Καρυάτιδα, οἱ χαιρετισμοὶ στὸ Ρόδον τὸ Ἀμάραντον, ἡ πανώρια Λυγερὴ ποὺ τὴν ἔσερνε ὁ πεθαμένος Κωνσταντής, τὸ στασίδι τοῦ Κανάρη. Μνήμη μας εἶναι ὁ πατέρας τοῦ Γρ. Αὐξεντίου ποὺ ὅταν οἱ Ἄγγλοι τοῦ ζήτησαν νὰ ἀναγνωρίσει τὸν πυρπολημένο γιό του, εἶπε: «Δὲν κλαίω ποὺ σ’ ἔχασα/ποὺ σὲ εἶχε γιὰ καμάρι/κλαίω ποὺ δὲν ἔχω ἄλλο γιὸ/τὴ θέση σου νὰ πάρει».
«Ἐλευθερία μοναχὴ εἶναι ἡ μνήμη μας. Ἀλλοίμονο, ἂν τὴν στερηθοῦμε». Σάπισε τὸ κάποτε «ὁλόδροσο δέντρο τῆς φυλῆς μας», ὅπως τὸ ὀνόμαζε ὁ Κόντογλου.
Γονυπετεῖς, ψωμοζητοῦντες, σερνόμαστε ἐμεῖς, «οἱ ἔνοχοι πίθηκοι τῆς Βαλκανικῆς» σὲ συνέδρια ἀνόμων, στὸν Καϊάφα τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Χάσαμε τὴ μνήμη μας, χάσαμε τὴν ἐλευθερία μας. Καὶ κλαῖνε καὶ ὀδύρονται, νὰ μείνουμε στὴν Εὐρώπη ποὺ κοπροκρατεῖ τὸ μέλλον μας. Στὴν Εὐρώπη, τὴν πόρνη Βαβυλώνα, ποὺ μαγάρισε τὴν μνήμη μας καὶ ξεπουλᾶ τὴν ἰθαγένειά μας, τὴν ἱστορία μας.
«Πάψετε πιὰ νὰ ἐκπέμπετε τὸ σῆμα τοῦ κινδύνου /τοὺς γόους τῆς ὑστερικῆς σειρήνας σταματῆστε /κι ἀφῆστε τὸ πηδάλιο στῆς τρικυμίας τὰ χέρια/ τὸ πιὸ φρικτὸ ναυάγιο θὰ ἦταν νὰ σωθοῦμε» (Κ. Οὐράνης, «Πάψετε πιά…»).
Ἡ μνήμη τοῦ λαοῦ μας λέει Πίνδο καὶ λέει Ἄθω. Ἅγιοι καὶ ἥρωες μᾶς δείχνουν στὰ σκοτεινὰ τὸν δρόμο πρὸς τὴν λύτρωση. Καὶ τὰ δύο εἶναι ὄρη ὑψηλά. Θέλει κόπο καὶ θυσίες γιὰ νὰ φτάσεις στὶς κορυφές τους…
Οἱ Εὐρωπαῖοι χαγάνοι βυσσοδομοῦν. Καλὰ αὐτοί, ἀλλὰ οἱ δικοί μας ἢ καλύτερα οἱ δικοί τους δικοί μας; Ἂς τὸ καταλάβουμε: «εἰ μὴ ταχέως ἀπολλώμεθα, οὐκ ἂν ἐσώθημεν». Ἂν δὲν καταστραφοῦμε, ἂν δὲν καταστρέψουμε τὰ τέρατα ποὺ μᾶς καταστρέφουν, δὲν θὰ σωθοῦμε. Ὅλοι οἱ παλαιοκομματικοὶ κοτζαμπάσηδες παλεύουν νὰ κρατηθοῦν. «Εἶναι δεμένοι μεταξύ τους, ὅπως εἶναι οἱ κάμπιες κολλημένες ἡ μία στὸν πισινό τῆς ἄλλης» (Κόντογλου). Ἑνώθηκαν καὶ προσκυνοῦν τὸ θηρίο τῶν Βρυξελλῶν. Ὑποστηρίζω ἐδῶ καὶ δεκαετίες ὅτι ἡ Ε.Ε. εἶναι ὁ τάφος τοῦ Γένους μας. Μόνο ἂν ἀπαγκιστρωθοῦμε ἀπὸ τὴν διεφθαρμένη πόρνη τῆς Δύσης, θὰ θεριέψει ἡ ἀποσταμένη ἐλπίδα μας.
Ξεκίνησα μὲ τὸ «ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ» τοῦ Ἐλύτη. Νὰ κλείσω μὲ τὴν συγκλονιστικὴ διήγηση τοῦ ποιητῆ γιὰ τὸ πῶς γεννήθηκε τὸ ποίημα. Θὰ καταλάβουμε μὲ ποιοὺς συζητᾶμε, τὴν «εὐρωπαϊκὴ οἰκογένεια» στὴν ὁποία ἀνήκουμε, ὅπως αὐτοϊκανοποιούμενοι ἐκσφενδονίζουν οἱ «μενομευρωπαῖοι». Νὰ δοῦμε πότε θὰ ξαναγίνουμε Ἕλληνες;
«Ὅσο κι ἂν μπορεῖ νὰ φανεῖ παράξενο, τὴν ἀρχικὴ ἀφορμὴ νὰ γράψω τὸ ποίημα μοῦ τὴν ἔδωσε ἡ διαμονή μου στὴν Εὐρώπη τὰ χρόνια του ’48 μὲ ’51.
Ἦταν τὰ φοβερὰ χρόνια ὅπου ὅλα τὰ δεινὰ μαζὶ -πόλεμος, κατοχή, κίνημα, ἐμφύλιος- δὲν εἴχανε ἀφήσει πέτρα πάνω στὴ πέτρα.
Θυμᾶμαι τὴν μέρα ποὺ κατέβαινα νὰ μπῶ στὸ ἀεροπλάνο, ἕνα τσοῦρμο παιδιὰ ποὺ παίζανε σὲ ἕνα ἀνοιχτὸ οἰκόπεδο. Τὸ αὐτοκίνητό μας ἀναγκάστηκε νὰ σταματήσει γιὰ μία στιγμὴ καὶ βάλθηκα νὰ τὰ παρατηρῶ. Ἤτανε κυριολεκτικὰ μὲς στὰ κουρέλια.
Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα μὲ γόνατα παραμορφωμένα, μὲ ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγύριζαν μέσα στὶς τσουκνίδες τοῦ οἰκοπέδου ἀνάμεσα σὲ τρύπιες λεκάνες καὶ σωροὺς σκουπιδιῶν. Αὐτὴ ἦταν ἡ τελευταία εἰκόνα ποὺ ἔπαιρνα ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα.
Καὶ αὐτή, σκεπτόμουν, ἦταν ἡ μοίρα τοῦ Γένους ποὺ ἀκολούθησε τὸ δρόμο τῆς Ἀρετῆς καὶ πάλεψε αἰῶνες γιὰ νὰ ὑπάρξει. Πρὶν περάσουν 24 ὧρες περιδιάβαινα στὸ Οὐσὶ τῆς Λωζάννης, στὸ μικρὸ δάσος πλάι στὴ λίμνη. Καὶ ξαφνικὰ ἄκουσα καλπασμοὺς καὶ χαρούμενες φωνές.
Ἦταν τὰ Ἑλβετόπαιδα ποὺ ἔβγαιναν νὰ κάνουν τὴν καθημερινή τους ἱππασία. Αὐτὰ ποὺ ἀπὸ πέντε γενεὲς καὶ πλέον, δὲν ἤξεραν τί θὰ πεῖ ἀγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σὰν πριγκηπόπουλα, μὲ συνοδοὺς ποὺ φοροῦσαν στολὲς μὲ χρυσὰ κουμπιά, περάσανε ἀπὸ μπροστά μου καὶ μ’ ἄφησαν σὲ μία κατάσταση ποὺ ξεπερνοῦσε τὴν ἀγανάκτηση.
Ἤτανε δέος μπροστὰ στὴν τρομακτικὴ ἀντίθεση, συντριβὴ μπροστὰ στὴν τόση ἀδικία, μία διάθεση νὰ κλάψεις καὶ νὰ προσευχηθεῖς περισσότερο, παρὰ νὰ διαμαρτυρηθεῖς καὶ νὰ φωνάξεις.
Ἤτανε ἡ δεύτερη φορὰ στὴ ζωή μου -ἡ πρώτη ἤτανε στὴν Ἀλβανία- ποὺ ἔβγαινα ἀπὸ τὸ ἄτομό μου, καὶ αἰσθανόμουν ὄχι μόνο ἀλληλέγγυος, ἀλλὰ ταυτισμένος κυριολεκτικὰ μὲ τὴ φυλή μου.
Καὶ τὸ σύμπλεγμα κατωτερότητας ποὺ ἔνιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στὸ Παρίσι. Δὲν εἶχε περάσει πολὺς καιρὸς ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ πολέμου καὶ τὰ πράγματα ἦταν ἀκόμη μουδιασμένα.
Ὅμως τί πλοῦτος καὶ τί καλοπέραση μπροστὰ σέ μᾶς!
Καὶ τί μετρημένα δεινὰ ἐπιτέλους μπροστὰ στὰ ἀτελείωτα τὰ δικά μας!
Δυσαρεστημένοι ἀκόμα οἱ Γάλλοι ποὺ δὲν μποροῦσαν νά ᾽χουν κάθε μέρα τὸ μπιφτέκι καὶ τὸ φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετοῦσαν.
Ὑπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, μὲ κοιτάζανε βλοσυρὰ καὶ μοῦ λέγανε: ἐμεῖς περάσαμε πόλεμο Κύριε! Κι ὅταν καμιὰ φορὰ τολμοῦσα νὰ ψιθυρίσω ὅτι ἤμουν Ἕλληνας κι ὅτι περάσαμε κι ἐμεῖς πόλεμο μὲ κοιτάζανε παράξενα: ἄ, κι ἐσεῖς ἔ;
Καταλάβαινα ὅτι ἤμασταν, ἀγνοημένοι ἀπὸ παντοῦ καὶ τοποθετημένοι στὴν ἄκρη-ἄκρη ἑνὸς χάρτη ἀπίθανου. Τὸ σύμπλεγμα κατωτερότητας καὶ ἡ δεητικὴ διάθεση μὲ κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιὲς ἐνστικτώδεις διαθέσεις ἄρχισαν νὰ ἀναδεύονται καὶ νὰ ξεκαθαρίζουν.
Ἡ παραμονή μου στὴν Εὐρώπη μὲ ἔκανε νὰ βλέπω πιὸ καθαρὰ τὸ δράμα τοῦ τόπου μας.
Ἐκεῖ ἀναπηδοῦσε πιὸ ἀνάγλυφο τὸ ἄδικο ποὺ κατάτρεχε τὸν ποιητή.
Σιγὰ-σιγὰ αὐτὰ τὰ δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Τὸ ἐπαναλαμβάνω, μπορεῖ νὰ φαίνεται παράξενο, ἀλλὰ ἔβλεπα καθαρὰ ὅτι ἡ μοίρα τῆς Ἑλλάδας ἀνάμεσα στὰ ἄλλα ἔθνη ἦταν ὅ,τι καὶ ἡ μοίρα τοῦ ποιητῆ ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους -καὶ βέβαια ἐννοῶ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ χρήματος καὶ τῆς ἐξουσίας. Αὐτὸ ἦταν ὁ πρῶτος σπινθήρας, ἦταν τὸ πρῶτο εὕρημα.
Καὶ ἡ ἀνάγκη ποὺ ἔνιωθα γιὰ μία δέηση, μοῦ ᾽δωσε ἕνα δεύτερο εὕρημα. Νὰ δώσω, δηλαδή, σ’ αὐτὴ τὴ διαμαρτυρία μου γιὰ τὸ ἄδικο τὴ μορφὴ μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς λειτουργίας.
Κι ἔτσι γεννήθηκε τὸ Ἄξιόν Ἐστι».
.
Πηγή: Χριστιανική Βιβλιογραφία, Αβέρωφ