Δὲν ξέρω ἂν μᾶς πέφτῃ λόγος νὰ ὑψώνουμε φωνὴ ὅταν ἕνα Στρατόπεδο κλείνῃ. Συνήθως μᾶς περιγελοῦν οἱ ἐπαΐοντες καὶ μᾶς σαρκάζουν οἱ κουλτουριάρηδες. «Ἔχουμε γνῶσι ἐμεῖς», λένε οἱ πρῶτοι. «Ἔγιναν μελέτες». «Ἐλήφθησαν ἀποφάσεις». «Ἂς μὴν ἀσχολοῦνται οἱ ἱερεῖς μὲ θέματα ποὺ δὲν εἶναι τῆς ἁρμοδιότητάς τους». «Τί τοὺς νοιάζει τοὺς παπάδες;» διερωτῶνται οἱ δεύτεροι. «Μήπως ἤθελαν νὰ τοὺς ρωτήσουν κιόλας;». Ἀντιμιλιταριστὲς βλέπεις «οἱ δικοί σου» ὅπως θἄλεγαν στὴν «ἴδια» τους διάλεκτο ἂν καὶ τοὺς βολεύει ἡ εἰρήνη τὴν ὁποία ἀπολαμβάνουν ἀλλὰ ποὺ ὅμως ἄλλοι τρέχουν γι’ αὐτήν. Ἐμεῖς ὅμως, ἂν καὶ δὲν παραιτούμεθα κι ἀπ’ τὸ δικαίωμα νὰ ὑψώνουμε φωνὴ ὅταν βλέπουμε συρρύκνωσι τῶν ἀμυντικῶν δυνάμεων τῆς χώρας, προβάλλουμε πρὸ πάντων τὸ δικαίωμά μας νὰ κλαῖμε καὶ νὰ θρηνοῦμε. Ναί, κλαῖμε καὶ θρηνοῦμε ὅταν περνᾶμε ἀπὸ ἕνα μεγάλο καὶ μὲ ἔνδοξο παρελθὸν Στρατόπεδο καὶ τὸ βλέπουμε κλειστό. Κι ὅταν μάλιστα πληροφορούμαστε ὅτι ἔχουν πέσει τὰ κοράκια νὰ τὸ φάνε. Ὅταν τὸ διεκδικοῦν διάφοροι, γιὰ νὰ τὸ μεταβάλλουν ποιός ξέρει σὲ τί. Μέσα λοιπὸν σ’ ὅλη τὴ δυστυχία ποὺ μᾶς βρῆκε κι ἔχουμε πικρὸ τὸ στόμα μας ἀπ’ τὶς καθημερινὲς ἀπογοητεύσεις, βλέπουμε νὰ πέφτουν καὶ κάστρα ποὺ φάνταζαν παντοδύναμα καὶ ἀπόρθητα στὸ φτωχό μας νοῦ.
Ἕνα Στρατόπεδο στὸ ὁποῖο μπήκαμε μὲ ὅλη τὴν ὁρμὴ τῆς νεότητος καὶ ἀσκηθήκαμε γιὰ νὰ γίνουμε καλοὶ Στρατιῶτες, τὸ ὁποῖο ὑποδεχόταν τότε σὲ κάθε ΕΣΣΟ χιλιάδες νεοσυλλέκτους, γιατί βλέπετε ἦταν τότε ἀνθηρὴ ἡ ἑλληνικὴ οἰκογένεια κι ἔδινε πρόθυμα τὰ παιδιά της τὰ ὁποῖα ἦταν πολλὰ νὰ ὑπηρετήσουν τὴν πατρίδα, τώρα πέρασα καὶ τὸ εἶδα κλειστό. Τὸ 6ον Σ.Π. ὅπως γράφαμε στὸν φάκελλο τῆς ἀλληλογραφίας. Τὸ 6ον Σύνταγμα Πεζικοῦ. Θυμᾶμαι πόσο δυσανασχετούσαμε μὲ τοὺς ἐκπαιδευτὲς ὑπαξιωματικοὺς τότε, ὅπως γίνεται πάντα μὲ τοὺς νέους ὅταν τοὺς ζορίζῃς, ἀλλὰ πόσο ὄμορφα αἰσθανόμαστε τὶς μεγάλες ὧρες κατὰ τὶς ὁποῖες τὸ Σύνταγμα βρισκόταν στὸν χῶρο τῆς ἀναφορᾶς καὶ προσευχόταν, κι ἔκανε ἔπαρσι τῆς Σημαίας, κι ἄκουγε ὅλο αὐτὸ τὸ πλῆθος τῶν νεοσυλλέκτων, τὴ φωνὴ τοῦ Διοικητοῦ τοῦ Στρατοπέδου ποὺ συνέπαιρνε τὶς καρδιές μας. Τώρα τὸ εἶδα κλειστό. Ἀνατρίχιασα. Δὲν μᾶς χρειάζεται λοιπόν. Κλείνει. Τὸ εἶπε ἡ Τρόικα. Τὄφαγαν οἱ δανειστές μας. Καὶ μπῆκαν ὑπογραφὲς γι’ αὐτὸ τὸ ἀνοσιούργημα. Ὢ τί θλῖψις μὲ κατέλαβε! Δὲν θέλω νὰ σκέπτωμαι πῶς θἆναι τώρα ὅλοι αὐτοὶ οἱ χῶροι στοὺς ὁποίους ζήσαμε καὶ ἀσκηθήκαμε. Θ’ ἀρχίζουν νὰ χορταριάζουν τὰ ὄμορφα γήπεδα καὶ οἱ μεγάλοι χῶροι τῶν ἀσκήσεων, ποὺ ποτίστηκαν μὲ τοὺς ἱδρῶτες τόσων νέων ἀνδρῶν ποὺ σφυρηλατήθηκαν ἐκεῖ κι ἔγιναν στρατιῶτες ἐξασκημένοι, ἡλιοψημένοι, γενναῖοι, θαρραλέοι μὲ ὑψηλὸ φρόνημα καὶ γενναία παρουσία. Θὰ ἀράχνιασαν ἤδη τὰ μεγάλα κτήρια καὶ θὰ ἀρχίζουν νὰ μουχλιάζουν καὶ νὰ φθείρωνται. Ἐκεῖ ποὺ ἐκινοῦντο τότε τόσοι νέοι ἄνθρωποι, θὰ σκηνώσουν νυχτερίδες καὶ τρωκτι- κά. Εἶδα σκοτεινοὺς τοὺς θαλάμους καὶ μελαγχόλησα. Ἐκεῖ συνάφθηκαν οἱ πιὸ ὡραῖες φιλίες. Ἐκεῖ ἄνθιζαν τὰ ὑψηλὰ συναισθήματα τῆς ἀγάπης στὴ μάννα, στὸν γονιό, στ’ ἀδέλφια, στὴν οἰκογένεια, στὴ γιαγιὰ καὶ στὸν παππού. Ἐκεῖ γράφτηκαν τὰ πιὸ γλυκὰ γράμματα στοὺς φίλους καὶ σὲ πρόσωπα ἀγαπημένα. Μόνοι θὰ συνομιλοῦν τώρα οἱ ἥρωες ποὺ ἦταν κρεμασμένοι στοὺς τοίχους, καὶ κανεὶς δὲν θὰ διαβάζῃ τὰ συνθήματα γιὰ τὴν ἀνδρεία, τὴν φιλοπατρία, τὴν ἀρετή, τὴν εἰρήνη, τὴν πειθαρχία στοὺς νόμους καὶ τὴν ἀγάπη στὸν Θεό. Κρεμασμένοι οἱ ὅρκοι καὶ οἱ προσευχὲς δὲν θἄχουν τώρα τοὺς ἀναγνῶστες τους. Τί κρῖμα! Τί πόνος! Τώρα εἶναι λοιπὸν ἀλλιῶς τὰ πράγματα. Φιλειρηνιστὲς τάχα τώρα. Δὲν χρειάζονται ὄπλα. Τώρα ἡ διπλωματία θὰ ἀναλάβῃ τὴν ἄμυνα καὶ τὴν ἀσφάλειά μας.
Γιατί ὅμως δὲν κάνουν τὸ ἴδιο οἱ ἑταῖροι μας; Γιατί αὐξάνουν τὸν Στρατό τους οἱ μουσουλμάνοι γείτονές μας, οἱ αἰώνιοι ἐχθροὶ τῆς Πατρίδος μας; Γιατί ἔχουν τέτοιες ὑποδομὲς τὰ ἀμερικανικὰ στρατόπεδα; Μοῦ τὰ περιέγραφε ἕνα παιδὶ καὶ τἄχασα. Τί πολυτέλεια ἐκεῖ! Τί χῶροι καταυλισμοῦ καὶ ἑστιάσεως καὶ ψυχα- γωγίας. Τί αἴθουσες ἐκπαιδεύσεων καὶ βιβλιοθῆκες καὶ τί ἀποθῆκες ὅπλων καὶ ὄρχοι ὀχημάτων! Κι ἐμᾶς, ποὺ ἡ πτωχὴ πατρίδα μας εἶχε τότε στὰ δικά μας δύστυχα χρόνια καὶ ροῦχα νὰ μᾶς ντύσῃ τὸ ἔνδοξο «χακί», ὅπως λέγαμε, καὶ φαΐ νὰ μᾶς ταΐσῃ, τώρα τἄκλεισε; Μακάρι νἆναι ὅπως τὰ λένε, ἀλλὰ πονάει ἡ ψυχή μας ὅταν σκεπτόμαστε πὼς αὐτὰ ὅλα γίνανε μὲ τὸν ἱδρῶτα ἑνὸς φτωχοῦ καὶ πονεμένου λαοῦ ποὺ τὸν εἶχε πολὺ ψηλὰ τὸν Στρατό! Πῶς τἄχτισε ὅλα αὐτὰ σ’ αὐτὲς τὶς δύστυχες ἐποχές; Μὰ κι οἱ μεγάλοι μας εὐεργέτες, πόσα δὲν πρόσφεραν κατὰ καιροὺς γιὰ τὴν ἐθνική μας ἄμυνα. Χρήματα ν’ ἀγορασθοῦν καράβια, οἰκόπεδα νὰ χτιστοῦν στρατόπεδα. Τὰ παιδιά τους τὰ ἴδια πρόσφεραν. Τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς τους. Κι ἐξαγόραζαν μ’ αὐτὲς τὶς θυσίες τὴν περηφάνεια τοῦ λαοῦ αὐτοῦ. Ὢ τί συμφορὰ μᾶς βρῆκε! Δὲν μὲ νοιάζει γιὰ τὶς ἐκτάσεις καὶ τὰ κτήρια. Θρηνῶ ὅμως γιὰ τὴν ἐθνικὴ συνοχὴ ποὺ χάνεται. Τότε ξέραμε ὅλοι μας ὅτι θὰ πᾶμε ὅλοι στρατιῶτες. Θὰ ἐκπαιδευτοῦμε. Θὰ ὑπηρετήσουμε τὴν πατρίδα. Ξέραμε πῶς θὰ ντροπιάζαμε καὶ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὴ φαμελιά μας ἂν κηρυσσόμεθα ἀνυπότακτοι ἢ λιποτάκτες. Μάλιστα στόχευαν στὸν ἀνδρισμό μας οἱ περιφρονητικοὶ λόγοι τῶν μεγάλων ἀπὸ τοὺς οἰκείους μας ὅταν μᾶς περιγελοῦσαν γιὰ κάθε δειλία μας σχετικὰ μὲ τὴ θητεία μας στὸ Στρατό.
«Περνάει ὁ Στρατὸς τῆς Ἑλλάδος φρουρός, τοῦ κάθε μας ἐχθροῦ ὁ σκληρὸς τιμωρός», μᾶς μάθαινε ἡ δασκάλα ἀπ’ τὰ μαθητικὰ θρανία. Καὶ ἐνῷ εἴχαμε ὅλοι μας μιὰ συστολὴ ὅταν φεύγαμε γιὰ φαντάροι, δὲν μᾶς ἔπαιρνε νὰ τὴν φανερώνουμε καὶ τὴν κρύβαμε γιὰ νὰ καταξιώσουμε τὴν ὑπόστασί μας ὁ καθένας μας σὰν ἄνδρας, σὰν Ἕλληνας, σὰν πατριώτης. Μὲ δάκρυα στὰ μάτια διάβασα σ’ ἕνα χριστιανικὸ περιοδικὸ αὐτὰ ποὺ εἶπε ὁ Στρατηγὸς Γεώργιος Ντζιμάνης, (ὄνομα καὶ πρᾶγμα, ὅπως ἀποδεικνύεται), διοικητὴς τοῦ Α΄ Σώματος Στρατοῦ μὲ ἕδρα τὴν Κοζάνη, κατὰ τὴν τελετὴ κλεισίματος τοῦ Α΄ Σώματος ποὺ ἐπέβαλε ἡ τρόικα (καὶ δέχθηκαν οἱ δικοί μας) «γιὰ νὰ ἐξοικονομηθοῦν πόροι», εἶπε μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς «τσεκουράτα»: «Εὔχομαι αὐτοὶ ποὺ σχεδίασαν τὸ κλείσιμο τοῦ Σώματος νὰ μὴν τὸ μετανιώσουν, γιατί τὶς ὑποδομὲς ποὺ κτίσαμε μέσα σὲ 100 χρόνια, μποροῦμε νὰ τὶς κλείσουμε σὲ μία ὥρα. Δὲν μποροῦμε ὅμως νὰ ξανακτίσουμε ὑποδομές, ὅποτε καὶ ὅταν τὶς χρειαστοῦμε. Εὔχομαι νὰ μὴ μᾶς ξαναχρειαστῇ ποτὲ ἡ Ἑλλάδα, γιατί δὲν θὰ μποροῦμε νὰ ὑπάρχουμε». (Περιοδικὸ «Παρακαταθήκη» τεῦχος 91). Μὰ δὲν εἶναι μόνο οἱ ὑποδομές. Ἐδῶ συλλήθηκαν κάστρα πνευματικά.
Ξηλώνεται σιγὰ – σιγὰ ὅλο αὐτὸ τὸ οἰκοδόμημα ποὺ λέγεται Στρατός. Μειώθηκε ἡ θητεία, κλείνουν στρατόπεδα, βάζουμε ἔμμισθους στρατιῶτες, χάνουμε δυναμικό. Ἀπαξιώνουμε τὴν γενναιότητα, ρίχνουμε τὸ φρόνημα τῶν νέων μας. Σαρκάζουμε τὴν πειθαρχία. Βεβηλώνουμε μὲ διαμαρτυρίες τὶς παρελάσεις, περιφρονοῦμε τὰ πρόσωπα, ἐμπαίζουμε τὰ σύμβολα. Ἦταν ἰδανικὸ τῆς φυλῆς. Νἄχῃ νέους στρατευμένους. Ἐφέδρους ποὺ ἀφιερώνουν χρόνια ἀπ’ τὴ νεότητά τους γιὰ τὴν πατρίδα. Νέους ποὺ στρατεύονταν κι ἔπαιρναν μιὰ ἱκανὴ πεῖρα τῆς στρατιωτικῆς ζωῆς. Τὰ ὅπλα προϋποθέτουν ἀγῶνες. Οἱ ἀγῶνες προϋποθέτουν νῖκες καὶ δάφνες. Τώρα, δὲν ἔχουμε ἐχθρούς. Ὅποτε τί τὰ θέλουμε τὰ ὅπλα; Μακάρι νἆναι ἔτσι. Ποιός θέλει τὸν πόλεμο; Ποιός θέλει νὰ σκοτώνῃ καὶ νὰ σκοτωθῇ; Κανεὶς βέβαια, καὶ πρῶτοι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες. Δὲν εἶναι ὅμως καλύτερα νὰ μᾶς ξέρουν πάνοπλους καὶ γενναίους καὶ νὰ μᾶς φοβοῦνται; Οἱ σοφοὶ ἔλεγαν χάριν τῆς εἰρήνης, προετοιμάσου γιὰ πόλεμο. Si vis pacem bellum para. Ἐὰν θέλῃς εἰρήνη, παρασκεύαζε πόλεμο. Τώρα; Ὅλο τὸ σφρῖγος καὶ ἡ ἐνέργεια ἐξαντλεῖται ἄδικα ἐδῶ ἢ ἐκεῖ. Καὶ προετοιμάζουμε νωθρὰ στελέχη, ποὺ θὰ ξέρουν νὰ ὑποχωροῦν, νὰ ὑποχωροῦν, μέχρι τὴν ἀποδυνάμωσι. Τὰ τύμπανα τοῦ πολέμου ὅμως ἠχοῦν, δυστυχῶς. Καὶ θὰ κληθοῦμε σὲ λίγο νὰ συμμαζεύουμε τὴν συσσωρευμένη ἀδυναμία μας. Θὰ νοσταλγήσουμε τὶς ἐποχὲς ποὺ ὅλοι περνούσαμε ἀπ’ τὸν Στρατὸ καὶ πέρναμε μιὰ γεῦσι καλὴ τῆς ἀσκήσεως τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος καὶ ποὺ καμαρώναμε γιὰ τὴν Πατρίδα μας καὶ τὸν Στρατό της. Πονηρὰ οἱ ἑταῖροι μᾶς γκρεμίζουν τὰ τείχη. Μᾶς ρίχνουν τὰ σύνορα. Σὲ λίγο θ΄ ἁρπάζουν κομμάτια ἀπ’ τὴ γῆ τῶν πατέρων μας. Καὶ ’μεῖς «ἐν ὀνόματι τῆς εἰρήνης» θὰ ξεπουλᾶμε.
Ὄχι, ἀδελφοί μου, ὄχι. Νὰ ξαναχτιστοῦν τὰ στρατόπεδά μας καὶ νὰ ἐξωραϊσθοῦν. Νὰ ξανακουσθοῦν οἱ ἰαχὲς τῶν στρατιωτῶν κι οἱ σάλπιγγες τῆς πειθαρχημένης στρατιωτικῆς ζωῆς, νὰ πάρουν ζωὴ οἱ θάλαμοι καὶ οἱ σκοπιὲς καὶ νὰ ξαναφανῇ καταστόλιστος ἀπ’ τὴν σημαία μας ὁ ἱστός της ψηλά, νὰ δεσπόζῃ στοὺς λόφους, στὰ κάστρα, στὰ ψηλώματα, στοὺς ναυστάθμους καὶ στὰ ἀεροδρόμιά μας. Κι ὅποιος θέλει ἂς πῇ ὅτι δὲν μᾶς πέφτει λόγος νὰ μιλᾶμε. Σὰν ξεπεσμὸ καὶ σὰν ἔκπτωσι πάντως τὶς ζοῦμε ἐμεῖς οἱ Νεοέλληνες αὐτὲς τὶς ἀλλαγὲς κι ἂς λένε ὅ,τι θέλουνε. Καὶ δὲν κάνουμε πολιτικὴ γράφοντας αὐτά, οὔτε κατηγοροῦμε ἢ ἀδειάζουμε τοὺς ἄρχοντές μας. Ὑπογραμμίζουμε μόνο μὲ πόνο τί εἴχαμε καὶ τί χάσαμε. Καὶ μακάρι νὰ μὴν ἔχουμε δίκιο. Κι ἂς εἶναι μόνο ἡ νοσταλγία ὅλων αὐτῶν ποὺ μᾶς ὑποκινεῖ, κι ἂς τὴ ζοῦμε μόνο ἐμεῖς οἱ μεγάλοι σὰν δρᾶμα δικό μας, αὐτὴν τὴ νοσταλγία. Γιατί ὅμως δὲν κάνουν τὸ ἴδιο κι ἄλλοι πλούσιοι λαοὶ γύρω μας; Ἀλλὰ ἀντίθετα, αὐτοὶ ποὺ πῆραν ἀπὸ μᾶς τὶς ἀρχὲς τοῦ ἡρωϊσμοῦ καὶ τῆς ἀρετῆς, αὐτοὶ ποὺ φωτίζονται ἀπ’ τὰ φῶτα μας, αὐξάνουν τὶς δυνάμεις τους. Κι ὅπως εἶναι ὑπερπολύτεκνοι κι ἔχουν πολλὰ παιδιὰ καὶ καλπάζουν πρὸς τὴν πρόοδο καὶ τὴν ἀνάπτυξι, μᾶς ὑποδουλώνουν κάθε μέρα. Γι’ αὐτὸ «ὥρα ἡμᾶς τοῦ ὕπνου ἐγερθῆναι». Ἡ ἐθνική μας ὑπερηφάνεια δὲν πρέπει νὰ μπῇ σὲ χειμέρεια νάρκη. Τὴν ἱστορία μας μόνο ἂν διαβάζουμε τὶς ἔνδοξες σελίδες της, θὰ ὁπλιζόμαστε μὲ δυνάμεις, μὲ θάρρος.
Γι’ αὐτὸ ἂς μὴν ἀποκάμουμε. Ἂς ἀναλάβουμε δυνάμεις. Δὲν μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς πνεῦμα δειλίας ἀλλὰ πνεῦμα δυνά- μεως καὶ σωφρονισμοῦ. (Β΄ Τίμ. Α.7). Καὶ βέβαια ἐμεῖς ξέρουμε ὅτι, ὅταν ἡ μεγάλη Μητέρα μας ἡ Ἁγία του Χριστοῦ Ἐκκλησία περνάει δυσκολίες, ἀντιμετωπίζει αἱρέσεις, διωγμοὺς καὶ σχίσματα, δίνει Ἁγίους. Κι ὅταν ἡ γλυκυτάτη Πατρίδα μας περνάει ἀπὸ δυσκολίες πολέμων, δυ- σπραγιῶν καὶ συμφορῶν, δίνει ἥρωες. Λένε πὼς ἕνα ρυάκι ὅταν τρέχῃ καὶ διαγράφῃ τὴ διαδρομή του, κάνει τὸ κελάηδημά του. Κάνει κελαρίσματα ποὺ ἀκούγονται σὰν μιὰ ὄμορφη μουσικὴ ποὺ προστιθέμενη στὶς ἄλλες φωνὲς τοῦ δάσους, συμμετέχει σ’ αὐτὴν τὴ μονα- δικὴ παναρμόνια συμφωνία. Καὶ λένε μάλιστα ὅτι ὅσα περισσότερα ἐμπόδια συναντάει στὴ διαδρομή του, τόσα πιὸ πολλὰ καὶ πιὸ γλυκὰ κελαρίσματα κάνει ὥστε ξετρελαίνει τὸν διαβάτη. Ἐδῶ συναντάει πέτρες, ἐκεῖ κλαδιά, πιὸ κάτω μερικὲς στροφὲς τοῦ δρόμου του. Κι ὅλα αὐτὰ τὸ ρυάκι τὰ προσπερνᾶ χαρούμενο καὶ κάνει ὑπερκόσμιο ἦχο ποὺ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ τὸν στολίζει καὶ τὸν ἀναδεικνύει σὲ γλυκὸ ἄκουσμα ποὺ σπάει τὴ μονοτονία τοῦ χώρου μὲ λυγιρὲς μολπὲς ποὺ βγαίνουν ἀπὸ στόμα ἄλλου κόσμου ποῦ ἐξυμνεῖ τὸν Πατέρα καὶ Δημιουργό του. Κάτι τέτοιο συνέβη μὲ τὸ Ἔθνος μας τὸ ἔνδοξο καὶ μὲ τὴν Πίστι μας τὴν Ἁγία καὶ Ὀρθόδοξη. Ἔτσι ὅπως περνοῦσαν μέσα ἀπ’ τὶς μέρες καὶ τοὺς μῆνες καὶ τοὺς χρόνους, ὅπου εὕρισκαν δυσκολίες, ἔδιναν στὴν Ἐκκλησία Ἁγίους καὶ στὸ Ἔθνος ἥρωες. Ἔτσι ὅπως στὸ αἷμα τοῦ Κυρίου θεμελιώθηκε ἡ σωτηρία μας, ἀκριβῶς καὶ ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὸ δάκρυ τοῦ Ἔθνους καὶ τῆς Ἐκκλησίας, ξεπήδησαν πρόσωπα ἱερά, ἅγια, μοναδικά, τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματα στολίζουν τὶς χρυσὲς σελίδες τοῦ μεγαλωνύμου Ἔθνους μας καὶ τὰ Συναξάρια τῆς Ὀρθοδοξίας. Μέσα ἀπὸ τὶς δυσκολίες ἀναδύθηκαν ἥρωες καὶ Ἅγιοι. Μάρτυρες τοῦ Ἔθνους καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Πέρασε ἡ Ἑλλάδα μας ἡ πολυαγαπημένη μέσα ἀπὸ δύστυχες ἐποχὲς κι ὅμως θαρραλέοι Ἕλληνες ἄνδρες καὶ γυναῖκες τραγούδησαν τὴ δόξα τῆς Πατρίδος καὶ ἔψαλλαν τροπάρια δοξολογίας γιὰ τὴ δύναμι καὶ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἄνθρωποι στολισμένοι μὲ τὴν θυσία τὴν ὁποία τὴν καθαγίασαν μὲ τὰ αἵματα καὶ τοὺς ἱδρῶτες τους.
Δὲν μᾶς ἔδωσε λοιπὸν ὁ Θεὸς πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ πνεῦμα δυνάμεως καὶ ἀγάπης καὶ σωφρονισμοῦ. Αὐτὸ τὸ πνεῦμα ποὺ ἔτρεφε τὴν φιλοπατρία τῶν πατέρων μας ἂς πλημμυρίζῃ τὶς καρδιές μας, τὸ νοῦ μας, τὴ ζωή μας ὅλη κι ἂς ἀναφωνοῦμε κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς μας ὅπως τότε στὴν πρώτη νεότητά μας, μὲ θάρρος νεανικὸ μὲ ὁρμὴ καὶ μὲ παλλόμενο ἀπὸ ἐθνικὴ ὑπερηφάνεια στῆθος:
Ζήτω ὁ Ἑλληνικὸς Στρατός! Ζήτω ἡ αἰωνία Πατρίς μας!
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη