Αναπληρωτή καθηγητή του ΑΠΘ
Από την εφημερίδα «ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ» 16/2/2003
«Οι Τσάμηδες αποτελούν την αιχμή της επιθετικής πολιτικής της Αλβανίας εναντίον της χώρας μας, ενώ η στάση τους προς την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας είναι ιδιαίτερα εχθρική»
Tα τελευταία χρόνια ακούμε συχνά την αλβανική πολιτική ηγεσία με τρόπο επίμονο και προκλητικό να αναφέρεται στους Τσάμηδες και την Τσαμουριά. Πρόκειται για ένα ανύπαρκτο θέμα που κατασκευάστηκε από τους Αλβανούς ως αντίβαρο του Βορειοηπειρωτικού και το οποίο χρησιμοποιείται από τα Τίρανα ως μέσο πίεσης, προκαλώντας σύγχυση και κρίση στις ελληνοαλβανικές σχέσεις.
Με τον όρο Τσάμηδες εννοούμε μια ομάδα Τουρκαλβανών, οι οποίοι με τη θέληση τους εγκατέλειψαν τη Θεσπρωτία επειδή φοβήθηκαν τις ποινές της ελληνικής Δικαιοσύνης για τις απαράδεκτες βιαιότητες που διέπραξαν με τις ναζιστικές και φασιστικές δυνάμει κατοχής σε βάρος των Ελλήνων της περιοχής. Είναι απόγονοι των Σπαχήδων, χριστιανών που αλλαξοπίστησαν το 1653 για να μην χάσουν τα κτήματα τους καθώς και θεσπρωτών, οι οποίοι εξισλαμίσθηκαν το 1611 βίαια, ύστερα από το κίνημα του Επισκόπου Τρίκκης Διονυσίου του Φιλοσόφου, του σκωπτικά ονομαζόμενου από τους Τούρκους «Σκυλοσόφου».
Γενικά οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας προέρχονται από ντόπιους χριστιανούς Έλληνες, οι οποίοι για διάφορους λόγους και σε διάφορα χρονικά διαστήματα εξισλαμίσθηκαν. Οι μουσουλμάνοι αυτοί, οι οποίοι το 1923 ανέρχονταν σε 20.319 κατοίκους, εξαιρέθηκαν σιωπηλά από τη μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος ανταλλαγή των πληθυσμών, η οποία συμφωνήθηκε το 1923 στη συνδιάσκεψη της Λωζάνης. Αυτή η εξαίρεση έγινε κατόπιν ισχυρών ιταλικών πιέσεων προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Το 1926 ο Θεόδωρος Πάγκαλος, ο οποίος είχε ιδιαίτερους προσωπικούς δεσμούς με τον αλβανικό λαό έθεσε στους στόχους της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και τη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ Αλβανίας και Ελλάδος. Η ελληνική κυβέρνηση στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας δέχτηκε να εξαιρέσει από την ανταλλαγή των πληθυσμών όλους τους Τσάμηδες και να διαλύσει τους βορειοηπειρωτικούς συλλόγους, η ύπαρξη των οποίων ενοχλούσε ιδιαίτερα τα Τίρανα.
Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες απολάμβαναν πλήρη δικαιώματα ισοπολιτείας και Θρησκευτικής ελευθερίας. Ασκούσαν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Είχαν δικά τους σχολεία, τα οποία χρηματοδοτούνταν από την ελληνική κυβέρνηση. Είχαν ευνοϊκή μεταχείριση από την Αγροτική Τράπεζα, τις φορολογικές υπηρεσίες, τα ελληνικά δικαστήρια.
Κατά τα έτη 1941-44 οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες συνεργάστηκαν με τους Ιταλούς και Γερμανούς, εκδηλώνοντας με αυτόν ιόν τρόπο τα αισθήματα συμπάθειας στους εισβολείς. Σύμφωνα με πληροφορίες από τα βρετανικά αρχεία ο ρόλος τους σία χρόνια της ιταλικής κατοχής ήταν απαράδεκτος. Πολέμησαν με τους Ιταλούς, οργάνωσαν ομάδες τρομοκρατίας σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού, κατέλυσαν τις ελληνικές Αρχές.
Το καλοκαίρι του 1944, κατά τη διάρκεια των μαχών που έγιναν στη Θεσπρωτία μεταξύ των ανταρτικών δυνάμεων του ΕΔΕΣ και των Γερμανών, οι Τσάμηδες πολέμησαν στο πλευρό των τελευταίων και λίγο πριν ολοκληρωθεί η απελευθέρωση της περιοχής υπό το βάρος της ενοχής και το κράτος της απειλής διέσχισαν μαζικά τα σύνορα και πέρασαν στην Αλβανία. Ο βασικός λόγος φυγής τους ήταν ο φόβος να μην υποστούν τις συνέπειες από τη συνεργασία τους με τα φασιστικά και εθνικοσοσιαλιστικά στρατεύματα. Για τη φυγή τους στην Αλβανία οι Γερμανοί διέθεσαν γερμανικά φορτηγά.
Σήμερα, οι Τσάμηδες, οι οποίοι ανέρχονται σε 25.000 κατοίκους, στο μεγαλύτερο μέρος τους είναι εγκατεστημένοι στις περιοχές των Αγίων Σαράντα, Δελβίνου, Αυλώνος, Βερατίου, Τιράνων και κυρίως στην Κονίσπολη. Αυτοί αποτελούν και την αιχμή της επιθετικής πολιτικής της Αλβανίας εναντίον της Ελλάδος. Ιδιαίτερα εχθρική είναι η στάση των Τσάμηδων προς την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας. Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικά γεγονότα των τελευταίων ετών, όπως:
Την ημέρα της ενθρονίσεως του Μακαριότατου Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστασίου, οι Τσάμηδες πρωτοστάτησαν σε επεισόδια και ανθελληνικές εκδηλώσεις, πλαισιώνοντας τον εθνικιστή Αλβανό βουλευτή Uran Butka. Στις 6 Ιανουαρίου 1993, κατά τη διάρκεια της τελετής του αγιασμού των υδάτων στο λιμάνι των Αγίων Σαράντα, επιχείρησαν να ρίξουν τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο στη θάλασσα. Στην ίδια πόλη, τον Απρίλιο του 1997, έριξαν με πυροβολισμούς το σταυρό της στέγης του ιερού ναού του Αγίου Χαραλάμπους.
Το 1998 έκαψαν το ναό του Αγίου Γεωργίου στο χωριό Μετόχι. Επίσης βεβήλωσαν το ναό της Αναστάσεως Εξαμιχίων, καταστρέφοντας τις εικόνες και αφοδεύοντας ομαδικά στο δάπεδο του ναού. Παράλληλα πρωτοστατούν σε καταπατήσει εκκλησιαστικών περιουσιών. Συγκεκριμένα Τσάμηδες και Λιάπηδες από το Κουτοί Αυλώνος έκτισαν αυθαίρετα σπίτια σε ιδιοκτησία της Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου Τσούκας Αγίων Σαράντα. Χωρίς την έγκριση της Εκκλησίας ιδιοποίησαν οικόπεδα της Ιεράς Μονής των Αγίων Σαράντα στην περιοχή Γκιάστα.
Πρέπει να σημειωθεί ότι οι αντιεκκλησιαστικές τους ενέργειες έγιναν με την ενθάρρυνση του Ιρακινού ισλαμιστή Χότζα του Δελβίνου, τον οποίο η αλβανική κυβέρνηση απέλασε το 1999. Τα τελευταία χρόνια το «Τσάμικο» διατηρείται από την Αλβανία σε μια επικίνδυνη κινητικότητα.
Ενδεικτικά αναφέρουμε τα εξής:
Την 27η Ιουνίου 2002, 100 μέλη της οργανώσεως «Τσαμουριά» συγκεντρώθηκαν στην πλατεία «Σκερντέρμπεη» των Τιράνων και έκαναν πορεία προς την ελληνική πρεσβεία.
Οι διαδηλωτές ζητούσαν από την ελληνική κυβέρνηση να επανεξεταστεί το θέμα ίων περιουσιών των Τσάμηδων στην Ελλάδα και να επιτραπεί η ελεύθερη είσοδος των Αλβανών τσάμικης καταγωγής.
Η πολιτικο-πατριωτική οργάνωση «Τσαμουριά», σε συνεργασία με τη Γενική Διεύθυνση των Αρχείων του Κράτους, οργάνωσε στην αίθουσα της Ακαδημίας Επιστημών της Αλβανίας εκδήλωση με αφορμή την έκδοση του βιβλίου «Ντοκουμέντα για την Τσαμουριά 1912-1913». Το βιβλίο είναι γραμμένο από την ιστορικό Καliopi Naska και στις 743 σελίδες του δημοσιεύονται πάνω από 400 «ντοκουμέντα» που βρίσκονται στα αρχεία του αλβανικού κράτους.
Ο αντικειμενικός μελετητής του βιβλίου διαπιστώνει μια σκόπιμη διαστρέβλωση της ιστορικής πραγματικότητας, αφού η αναφορά στην ιστορική παρουσία των Τσάμηδων σταματά το έτος 1939, αποσιωπάται το γεγονός της συνεργασίας τους με τους ιταλογερμανούς στα χρόνια της Κατοχής καθώς και η καταδίκη τους από ελληνικό στρατοδικείο ως εγκληματιών πολέμου (απόφαση 344 /23-5-1945 του ειδικού δικαστηρίου δοσιλόγων Ιωαννίνων).
Την ίδια στιγμή η ετησία έκθεση του State Department κατηγορεί την Ελλάδα για την παραβίαση των δικαιωμάτων των Τσάμηδων και ο πάπας ανταποκρίνεται θετικά στo αίτημα της οργανώσεως «Τσαμουριά» να βοηθήσει με την προσευχή του τους 250.000 (;) «Τσάμηδες» να επιστρέψουν στη γη τους και στους τάφους των προγόνων τους, που βρίσκονται στην Ελλάδα.
Πρόσφατα εκδόθηκε στην Αλβανία ένα δίτομο έργο 1.600 σελίδων του Αλμπέρτ Κοτίνι που αναφέρεται στις περίφημες διεκδικήσεις για την Τσαμουριά. Επίσης καθιερώθηκε η 24η Ιουνίου ωs «ημέρα γενοκτονίας των Τσάμηδων από τους Έλληνες».
Ως συνέχεια του βιβλίου της Κaliopi Naska θεωρείται το βιβλίο του Χαϊρεντίν Γιουσούφι με τίτλο «Ο Μουσάι Ντέμι και η αντίσταση των Τσάμηδων (1800-1947)»;
Κατά το έτος 2002 το θέμα των Τσάμηδων ήρθε πάλι στην επικαιρότητα. Συγκεκριμένα, την 10η Ιουνίου 2002 με την ευκαιρία της επετείου της ιδρύσεως του αλβανικού συνδέσμου Τσαμουριάς (Ιούνιος 1878), ο μελετητής του Τσάμικου Γιάνος Κουτσούκα δημοσίευσε στην εφημερίδα «Κοριέρι» άρθρο με τίτλο «Η διπλωματία της Ευρώπη και η αντίσταση που προέβαλε ο σύνδεσμος Τσαμουριάς». Το άρθρο συνοδεύεται από χάρτη της Αλβανίας του Ιθ' αιώνα, όπου εμφαίνεται ότι «τα σύνορα της τότε Αλβανίας φθάνουν μέχρι τον κόλπο της Αμβρακίας».
Την 2 Ιουλίου 2002 η αλβανική εφημερίδα «Γκαζέια Σκιπιτάρε», σε ολοσέλιδο αφιέρωμα της με τίτλο «Το Τσάμικο, τώρα στο Στρασβούργο και τη Χάγη», αποκαλύπτει ότι η οργάνωση «Τσαμουριά» με τον πρόεδρο της Κιανί Μπράτσι προσέφυγε στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο των Τιράνων ζητώντας την ακύρωση του διατάγματος της τότε αλβανικής Βουλής με το οποίο τους αφαιρέθηκε η ελληνική υπηκοότητα και τους δόθηκε η αλβανική. Με την ακύρωση αυτού του διατάγματος προτίθενται να προσφύγουν στα δικαστήρια του Στρασβούργου και της Χάγης απ' όπου θα ζητήσουν την επιστροφή των εδαφών τους, την επανάκτηση της ελληνικής υπηκοότητας και αποζημίωση από το ελληνικό κράτος 2,6 εκατομμυρίων δολαρίων για τις περιουσίες τους. Η ελληνική κυβέρνηση έχει χρέος να μείνει ανυποχώρητη στις θέσεις της όσον αφορά στη μη ικανοποίηση των παράλογων απαιτήσεων των δοσιλόγων και κακοποιών Τσάμηδων. Αυτών, οι οποίοι αντί να ζητήσουν συγγνώμη από τα θύματα τους έχουν το θράσος να ζητούν περιουσίες και αποζημιώσει από το ελληνικό κράτος.
Κυρίως όμως οφείλει να σκληρύνει τη στάση της για να καταλάβει η αλβανική κυβέρνηση ότι η διαρκής εκβιαστική της συμπεριφορά δεν πρόκειται να της προσπορίσει οφέλη. Διαφορετικά, η Ελλάδα κινδυνεύει από κατήγοροί να γίνει κατηγορουμένη.