Καταγόταν ἀπὸ ὀνομαστὴ οἰκογένεια τῆς ὀρεινῆς Λακωνίας ποὺ ἀνέδειξε δεκάδες ἀγωνιστές, στρατιωτικούς, πολιτικούς, καὶ ἐπιστήμονες, ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 μέχρι καὶ τὴν πρόσφατη ἐθνική μας ἱστορία. Γενάρχης τῆς οἰκογένειας ἦταν ὁ καπετὰν Γιάννης Καψαμπέλης (1795- 1853) τοῦ ὁποίου ἡ πατρικὴ οἰκογένεια καταγόταν ἀπὸ τὰ Ὀλυμποχώρια τῆς Λακεδαίμονος, ἀλλὰ ἐγκαταστάθηκε στὴν Καστάνιτσα, ἱστορικὴ κωμόπολη στὶς πλαγιὲς τοῦ Πάρνωνα, ὅπου σώζεται μέχρι σήμερα πύργος μὲ τ’ ὄνομά του. Ἔλαβε μέρος καὶ διακρίθηκε σὲ ὅλα τὰ κινήματα καὶ τὶς μάχες τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, στὴν Πελοπόννησο, τὴ Ρούμελη καὶ τὴν Ἤπειρο. Τοῦ ἀπονεμήθηκε ὁ βαθμὸς τοῦ Στρατηγοῦ (1825) καὶ μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση, ἐγκαταστάθηκε στὸν Πειραιᾶ. Τὰ παιδιά του, τὰ ἐγγόνια καὶ τὰ δισέγγονά του, διακρίθηκαν στοὺς ἐθνικοὺς ἀγῶνες καὶ ἀναδείχτηκαν λαμπροὶ ἐπιστήμονες, διπλωμάτες καὶ στρατιωτικοί.
Ἐγγονός του ἦταν καὶ ὁ Καψαμπέλης Βασίλειος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὸν Πειραιᾶ τὸ 1864. Κατὰ τὴν οἰκογενειακὴ παράδοση ἀκολούθησε τὸν στρατιωτικὸ κλάδο καὶ φοίτησε στὴν Στρατιωτικὴ Σχολὴ τῶν Βρυξελλῶν. Μετὰ τὶς σπουδές του ἐπανῆλθε στὴν Ἑλλάδα καὶ κατατάχθηκε στὸν ἑλληνικὸ στρατὸ μὲ τὸν βαθμὸ τοῦ Ἀνθυπίλαρχου. Ἔλαβε μέρος στὸν ἀτυχῆ πόλεμο τοῦ 1897. Στὴν περίοδο τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνα, κατὰ τὰ ἔτη 1908-1910, ὑπηρέτησε μὲ τὸν βαθμὸ τοῦ ὑπίλαρχου στὰ ἑλληνικὰ προξενεῖα Σερρῶν καὶ Ξάνθης, ὡς εἰδικὸς γραφέας, μὲ τὸ ψευδώνυμο Κατσιμάνης. Ὅταν κηρύχτηκε ὁ Α΄ Βαλκανικὸς Πόλεμος ὁ Βασίλειος Καψαμπέλης, ἴλαρχος πλέον, ἦταν ἐπιτελικὸς ἀξιωματικὸς (μὲ χρέη διαγγελέως) τῆς ΙΙΙ Μεραχίας Πεζικοῦ, τῆς ὁποίας ἡγεῖτο ὁ Ὑποστράτηγος Κων/νος Δαμιανός. Ἔλαβε μέρος στὶς μάχες τοῦ Σαρανταπόρου, τῶν Στενῶν τῆς Πόρτας καὶ στὴ νικηφόρα προέλαση τοῦ Στρατοῦ μας πρὸς Σέρβια, Κοζάνη, Βέροια, Νάουσα, Ἔδεσσα. Στὶς 18 Ὀκτωβρίου ὁ Στρατός μας ἑτοιμαζόταν γιὰ τὴν πολὺ κρίσιμη μάχη ποὺ ἐπρόκειτο νὰ δώσει τὴν ἑπομένη, γιὰ τὴν κατάληψη καὶ ἀπελευθέρωση τῶν Γιαννιτσῶν καὶ στὴ συνέχεια τῆς Θεσσαλονίκης. Τὰ Γιαννιτσά, ἱερὴ πόλη καὶ προσκυνηματικὸ κέντρο τῶν Μουσουλμάνων, τὸ τελευταῖο προπύργιο τῶν Τούρκων πρὶν ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη, ἦταν ἄριστα ἐξοπλισμένα καὶ ὀργανωμένα ἀμυντικά. Ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς χρειάστηκε ἐπὶ ἕνα διήμερο (19-20 Ὀκτωβρίου) καὶ ὑπὸ δυσμενέστατες συνθῆκες, νὰ δώσει μία ἀπὸ τὶς πιὸ ἀποφασιστικὲς καὶ πολυνεκρὲς μάχες τοῦ Πρώτου Βαλκανικοῦ Πολέμου, γιὰ νὰ ἀνοίξει ὁ δρόμος πρὸς τὴ Θεσσαλονίκη. Ἡ ΙΙΙ Μεραρχία εἶχε στρατοπεδεύσει μεταξὺ τῆς μονῆς Ἁγίου Λουκᾶ καὶ τῆς Καρυώτισσας καὶ εἶχε ὡς ἀποστολή της τὸν ἔλεγχο τοῦ νότιου τομέα τῶν ἐπιχειρήσεων, μὲ κίνηση ἀπὸ τὰ χωριὰ Καρυώτισσα καὶ Μπάλιτσα (Μελίσσι) καὶ τελικὸ προορισμὸ τὸ χωριὸ Τσέκρι (Παραλίμνη). Μὲ προφυλακὲς μονάδες τοῦ 12ου Συντάγματος εἶχε σκληρὲς καὶ αἱματηρὲς συγκρούσεις μὲ τουρκικὲς δυνάμεις γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῆς γέφυρας τοῦ Μελισσίου καὶ τοῦ Ἀσπροπόταμου, ἐνῷ δεχόταν, καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς 19ης Ὀκτωβρίου, καταιγισμὸ πυρός τοῦ τουρκικοῦ πυροβολικοῦ ἀπὸ τὰ ἀπέναντι ὑψώματα στὶς παρυφὲς τῶν Γιαννιτσῶν. Τὴν ἑπομένη, ἀπὸ τῆς 7ης πρωινῆς, ἡ ΙΙΙ Μεραρχία κινήθηκε πρὸς τὰ Γιαννιτσὰ μὲ ἐμπροσθοφυλακὴ τὸ 6ο Σύνταγμα, μέσα σὲ καταιγίδα πυρῶν πυροβολικοῦ καὶ πεζικοῦ. Χρειάστηκαν ὧρες φονικῶν συμπλοκῶν καὶ ἑκατοντάδες ἡρωικῶν θυμάτων τῶν ἑλληνικῶν μεραρχιῶν (2ης – 3ης – 4ης – 6ης καὶ 7ης) μέχρι τῆς 11ης πρωινῆς της 20ης Ὀκτωβρίου, γιὰ νὰ καμφθεῖ ὁριστικὰ ἡ τουρκικὴ ἀντίσταση καὶ νὰ ἐλευθερωθοῦν τὰ Γιαννιτσά. Κατὰ τὴ διάρκεια αὐτῶν τῶν πρωινῶν αἱματηρῶν συγκρούσεων τῆς 20ης Ὀκτωβρίου ἐφονεύθη ὁ ἡρωικὸς ἴλαρχος Βασίλειος Καψαμπέλης.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ παρακολουθήσουμε ἀποσπάσματα ἀπὸ λεπτομερεῖς περιγραφὲς τῶν συνθηκῶν τοῦ θανάτου του, ὅπως τὶς διέσωσε ὁ Γεώργιος Παρασκευόπουλος (1), αὐτόπτης μάρτυς τῶν γεγονότων, στὶς πολεμικές του ἀναμνήσεις: «Ἐνθυμοῦμαι ὅτι κατὰ τὴν κρισιμοτέραν στιγμὴν τῆς μάχης τοῦ Γλυκόβου ἀνεφάνη ἔφιππος ὁ ἴλαρχoς Β. Καψαμπέλης Διαγγελεύς τῆς 3ης Μεραρχίας, ἐρχόμενος ἐξ ἐπιθεωρήσεως τὴν ὁποία ἐνήργησεν ἐφ’ ὅλων τῶν μαχομένων τμημάτων καί, παρορμῶντας τοὺς ἄνδρας πρὸς ἕφοδον, ἀψηφῶν δὲ ἄμεσον κίνδυνον ἐκ τῆς βροχῆς τῶν ἐχθρικῶν σφαιρῶν προερχόμενον, συνανεμίχθη μετ’ αὐτῶν καὶ ἀπὸ τοῦ ἵππου τοῦ ἐνθαρρύνων τοὺς στρατιώτας: -Ἐμπρὸς παιδιά, ἐμπρὸς νὰ καταλάβωμεν τὰ ὀχυρώματα, ἐφώναζε καταπόρφυρος ἀπὸ πολεμικὴν ὁρμήν, ἐνῷ οἱ ὀφθαλμοί του ἀστραπὰς ἐξηκόντιζον, ἐνθουσιασμὸν καὶ παραδειγματικὴν αὐτοθυσίαν ἐμφαίνοντες. Καὶ (εἰς τὴν μάχην τῶν Γιαννιτσῶν) ἐπιβαίνων τοῦ ἵππου του, διαρκῶς ἐκτεθειμένος εἰς τὸν κίνδυνον, ἀφοῦ διέδραμε κατὰ μῆκος ὅλην τὴν γραμμὴν τῶν μαχομένων στρατιωτῶν τῆς Μεραρχίας, ἀπῆλθε καλπάζων εἰς συνάντησιν τοῦ Μεράρχου Δαμιανοῦ, πρὸς ὅν ἀνεκοίνωσε τὴν δρᾶσιν τῶν τμημάτων τὰ ὁποία λυσσωδῶς ἐμάχοντο ὑπὸ δυσμενεστάτας δι’ αὐτὰ συνθήκας καὶ ὡς ἐκ τῆς μειονεκτικῆς θέσεως αὐτῶν ἀπέναντί του ἐχθροῦ καὶ ἕνεκα τῆς ραγδαιοτάτης βροχῆς, ἡ ὁποία ἀπὸ τῆς 5ης μ.μ. ἀρχισασα, ἐξηκολούθησε συνεχῶς ἔτι ραγδαιοτέρα καθ’ ὁλόκληρον τὴν νύκτα τῆς 19ης πρὸς τὴν 20ην Ὀκτωβρίου, ὀρθῶς ὀνομασθεῖσαν ὑπὸ τῶν ἀξιωματικῶν «ἀπαισία» νύκτα. Ἀλλ’ ἐπέπρωτo, ὁ τόσον εὐσταλὴς καὶ ἀτρόμητος ἴλαρχος, ὁ οἰονεὶ ἐπιδιώκων καὶ ἀναζητῶν πανταχοῦ τὴν ἐχθρικὴν σφαῖραν, ἐπέπρωτo, λέγω, ὁ ἥρως Καψαμπέλης ν’ ἀξιωθεῖ τῆς ὑψίστης τιμῆς, τὴν ὁποίαν ἐπεδίωκεν, εἰς τὴν περίφημον μάχηv τῶν Γιαννιτσῶν, μάχηv διεξαχθεῖσαν καθ’ ὅλους τους κανόνας τῆς τακτικῆς, μάχην ἀληθῶς εὐρωπαϊκὴν. Διότι καθ’ἥν στιγμὴν ἐπέταξε διὰ τοῦ θυμοειδοῦς ἵππου του καὶ εὑρέθη εἰς τὴν πρώτην γραμμὴν τῶν στρατιωτώv, ἐνθουσιάζωv καὶ ἐνισχύων αὐτοὺς εἰς καταδίωξιν τοῦ ἐχθροῦ, σφαῖρα θανάσιμος ἐχθρική, φεισθεῖσα μέχρι τοῦδε τοῦ ὑποδειγματικοῦ καὶ ἀνδρoπρεπoὺς ἰλάρχου, ἐπέτυχεν αὐτὸν ἐπὶ τοῦ μετώπου καὶ τὸν κατέρριψεν ἐν τῷ ἅμα ἀπνοῦν ἀπὸ τοῦ ὑπερηφάνου, ὡς ὁ ἀναβάτης του, ἵππoυ. Ὁ γενναῖος στρατιώτης στεναγμὸν μόνον ἀνακουφίσεως ἐξέπεμψε, διότι τοιoῦτoν ἔντιμον, ἔνδοξον, ἡρωικὸν θάνατον ἐπέτυχε μαχόμενος πρὸ τῆς μακεδονικῆς πόλεως Πέλλης, τῆς γενέτειρας τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Τὸν νεκρὸν τοῦ ἰλάρχου παρέλαβον στρατιῶται καὶ ὑπὸ ραγδαίαν βροχήν, μετέφερον τῇ συνοδείᾳ τοῦ Ἐπιτελείου τῆς Μεραρχίας, τοῦ ὁποίου μέλος πολύτιμον καὶ γενναῖον διετέλεσεν ὁ Καψαμπέλης, εἰς τὸ μίαν ὥραν τῶν Γιαννιτσῶν ἀπέχον χωρίον Τσέκρι (2), ὅπου κατὰ τὴν ἑβδόμην ὥραν τῆς νυκτός της 20ης Ὀκτωβρίου ἐτάφη ὄπισθεν τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τοῦ Προφήτου Ἠλιού (3), βυζαντινοῦ ρυθμοῦ ναϊδρίου, ἐπὶ τοῦ τάφου τοῦ δ’ ἐτοποθετήθη ἀπέριττος ἐκ κλάδου ἀμαράντου δενδρυλλίου σταυρός, ἐφ οὗ ἐχαράχθη εὐναγνώστως τὸ ὄνομα «Καψαμπέλης».
ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΤΟΥ ΗΡΩΟΣ
Ἦτο δεκάτη προμεσημβρινὴ ὥρα, τῆς 21ης Ὀκτωβρίου, ἡμέρας ἀναπαύσεως τῶν ἀνδρῶν τῆς ΙΙΙ Μεραρχίας, κατόπιν τῆς διημέρου πολυνέκρου μάχης τῶν Γιαννιτσῶν οἱ ἄνδρες προσεπάθουν δὶ’ ἀνθρακιῶν νὰ θερμανθοῦν, νὰ ξηράνουν τὰς διαβρόχους στολᾶς τῶν καὶ τὰ κλινoσκεπάσματά των καὶ νὰ περισυλλεγοῦν ἐκ τῶν ἀπιστεύτων κακουχιῶν τῆς δευτέρας ἰδίως ἡμέρας τῆς ὑπὸ ἀκάθεκτον βροχὴν ἱστορικῆς μάχης. Αἴφνης ἀκούεται μεταλλική, βροντώδης καὶ ἐνθουσιώδης ἡ φωνὴ τοῦ ἡδυμόλπου ψάλτου τῆς γενεᾶς μας, τοῦ Σπύρου Ματσούκα (4). Στρέφομεν στρατιῶται καὶ ἀξιωματικοὶ καὶ βλέπομεν τὸν Σπύρον διὰ τῆς μιᾶς κραδαίνοντα τὴν ἑλληνικὴν σημαίαν καὶ διὰ τῆς ἄλλης ὑψοῦντα τὸν Σταυρόν, τὰ δύο τιμιώτατα ἐφόδια, τὰ ὁποῖα, ἔφερε πανταχοῦ εἰσδύων, φρονηματίζων καὶ ἐνθουσιάζων τους ἐν τῇ πρώτῃ γραμμῇ μαχομένους ἄνδρας, ἀψηφῶν βολίδας καὶ ὀβίδας ὁ ποιητὴς ἅμα καὶ ἥρως, μὲ τὸ τραγοῦδι του καὶ τὸν λυρισμόν του.
– Παιδιά μου, ἀδέλφια μου, ἀκούεται μεγαλοφώνως ὁ Ματσούκας. Ἐλᾶτε ὅλοι ἐδῶ μαζί μου νὰ πᾶμε ἐπάνω εἰς τὸν τάφον τοῦ γενναίου Καψαμπέλη, γιὰ νὰ κάνουμε ἔστω χωρὶς παπὰ τὸ μνημόσυνο τοῦ λαμπροῦ ἐκδικητοῦ τοῦ ἔθνους μας. Ἐπλησιάσαμεν ὅλοι τὸν τάφον τοῦ ἰλάρχου ἀποτελέσαντες κύκλον ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ὁποίου ἵστατο ὁ Ματσούκας, ὡσεὶ ἐμπνευσμένος, ἀπευθύνας τὰ ἑξῆς μέχρι σπαραγμοῦ συγκινητικότατα λόγια πρὸς τοὺς καταπονημένους ἄνδρας: -Ἐδῶ, ἀδέλφια μου, ἐτάφη ἕνα ἀρχοντόπουλο, ἕνα παλληκάρι τοῦ Πειραιῶς, ἕνας φιλότιμος καὶ γενναῖος ἀξιωματικὸς ποὺ φόβον δὲν ἐγνώρισεν ἡ λεοντόκαρδη ψυχή του, ὁ ἴλαρχος Καψαμπέλης μεταξὺ τῶν πρώτων δώσας τὸ παράδειγμα τοῦ ριψοκινδύνου εἰς τοὺς φιλοτίμους ἀξιωματικούς μας… Ὅταν, παιδιά μου, ἔχετε διοικητὰς τέτοιους ἀνδρείους ἀξιωματικούς, νὰ εἶσθε βέβαιοι ὅτι γρήγορα θὰ φθάσουμε στὴ Θεσσαλονίκη, γρήγορα θὰ πάρουμε τὴν Πόλι! Μὲ αὐτὴν ἐδῶ τὴ γαλανή μας, ἐλᾶτε, ἀδέλφια μου, νὰ σκεπάσωμε τὸν τάφον τοῦ ὡραίου ἰλάρχου, αὐτὴ ἂς τοῦ γίνῃ σάβανο καὶ φλάμπουρο! Καὶ γονατίζων ὁ Ματσούκας, καλύπτει μὲ τὴν σημαίαν τὸν τάφον τοῦ Καψαμπέλη. Ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶται ἀναλύονται εἰς λυγμούς, θρηνοῦντες τὸν ἀγαπητὸν ἡρωικὸν στρατιώτην, στρέφων δὲ πάλιν ὁ ποιητὴς πρὸς τοὺς στρατιώτας, ἀπευθύνει πρὸς αὐτοὺς τὴν ἑξῆς προσλαλιάν: -Ἀδέλφιά μου, ἡ μόνη ἱκανοποίησις καὶ χαρὰ τῆς γύρω μας πλανωμένης ψυχῆς τοῦ Καψαμπέλη θὰ εἶναι ἕνας ὅρκος τὸν ὁποῖον θὰ σᾶς πῶ, νὰ τὸν ἐπαναλάβετε, δέχεσθε;
Ὁ τάφος τοῦ Καψαμπέλη (πρῶτος ἀπὸ ἀριστερὰ)
– Δεχόμαστε, δεχόμαστε! ἀναφωνοῦν ἐν χορῷ συγκεκινημένοι οἱ στρατιῶται. Καὶ ὁ Ματσούκας ἀνελθὼν ἐπὶ ὑπερκειμένου λίθου, διὰ νὰ καθίσταται ὁρατὸς ἀπ’ ὅλον τὸ τεθλιμμένον στράτευμα, ἀρχίζει μὲ βροντώδη φωνὴν ἀπαγγέλλων ὅρκον, κάθε λέξιν τοῦ ὁποίου ἐπανελάμβανον ζωηρῶς οἱ στρατιῶται…. Ὅλοι οἱ ἄνδρες, ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶται, ὡς ἕν σῶμα ἀπεκαλύφθημεν, ἐγονυπετήσαμεν πρὸ τοῦ τάφου τοῦ Καψαμπέλη καὶ δακρυρροοῦντες, ἠκούομεν τὴν πρὸς τὸν Θεὸν δέησιν τὴν ὁποίαν ἀπήγγελνε ὁ ποιητής:
-Μεγάλε προστάτα τῆς Πατρίδος μας, Παντοκράτωρ, σὺ ποὺ μὲ τὴ θεϊκὴ δύναμί Σου μᾶς ἀξίωσες νὰ φθάσουμε εἰς τὰ ἑλληνικώτατα αὐτὰ μέρη νικηφόροι γιὰ νὰ ἐλευθερώσουμε ἀδελφούς μας, ποὺ ἐπὶ 500 χρόνια παλεύουνε μὲ τὴ σκλαβιὰ τοῦ Τούρκου. Σ’ εὐχαριστοῦμεν, Ὕψιστε, καὶ σὲ παρακαλοῦμεν νὰ δώσῃς δύναμιν καὶ ὑγείαν εἰς τὸν Ἀρχιστράτηγον – Διάδοχον καὶ εἰς τὸν μαχόμενον Ἑλληνικὸν Στρατόν, νὰ συμπληρώσῃ τὸ ἔργον του διὰ νὰ ἐλευθερώσῃ καὶ τοὺς ἄλλους δούλους ἀδελφοὺς ποὺ μᾶς περιμένουν μὲ ἀνοικτὲς ἀγκάλες, νὰ χαρίσουμε καὶ εἰς αὐτούς, φῶς, ἥλιο, ἐλευθερία. Καὶ ἀτενίζων τὸν τάφον τοῦ Καψαμπέλη, προσέθεσεν:
-Ὡραῖε καὶ ἡρωικὲ Καψαμπέλη, ἡ ψυχή σου ποὺ αὐτὴν τὴν μεγάλην στιγμὴν περιφέρεται γύρω μας, βλέπει πὼς οἱ στρατιῶται γονατιστοὶ στὸν τάφον σου προσεύχονται καὶ ὁρκίζονται νὰ ἐκδικηθοῦν τὸν ἡρωικὸν θάνατόν σου καὶ ὅλων τῶν ἡρωικῶς πεσόντων εἰς τὰ χώματα τῆς Μακεδονίας. Νὰ εἰπῇς εἰς ὅλους τοὺς πεσόντας ἐνδόξως ὅπως σὺ ἥρωας, ὅτι μὲ τὴν γενναιότητα τοῦ στρατοῦ μας καὶ τοῦ Ἀρχιστρατήγου, Διαδόχου Κωνσταντίνου, τὰ ὄνειρα τῆς φυλῆς μας θὰ πραγματοποιηθοῦν καὶ ἡ μικρὰ ἕως τώρα Πατρίδα μας θὰ γίνῃ μεγάλη καὶ ἔνδοξη, ὅπως μεγάλη καὶ ἔνδοξη εἶναι ἡ ἱστορία της. Αἰωνία σου ἡ μνήμη, ἴλαρχε Καψαμπέλη. -Αἰωνία σου ἡ μνήμη! Ἀναφωνοῦν ὡς ἐνὶ στόματι οἱ γονυκλινῶς προσευχόμενοι ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶται. Ἡ σκηνὴ εἶναι ὑπερόχως σπαρακτική, ὀφθαλμὸς δὲν ἔμεινεν ἀδάκρυτος, ὅλοι θρηνοῦν τὸν πεσόντα ἴλαρχον, μακαρίζοντες αὐτὸν διὰ τὸ ἔνδοξον τέλος του».
Σήμερα στὸ χωριὸ Παραλίμνη ὑπάρχουν ὁ τάφος τοῦ ἡρωικοῦ ἰλάρχου Βασιλείου Καψαμπέλη, πίσω ἀπὸ τὸν μικρὸ ναὸ τοῦ Ἁγ.Ἀθανασίου καὶ σὲ μικρὸ ἀλσύλλιο κοντὰ στὸ Σχολεῖο, ἡ προτομή του, ὅπου κατὰ τὶς ἐθνικὲς ἐπετείους οἱ μαθητὲς ὀργανώνουν τὶς σχολικές τους γιορτὲς καὶ καταθέτουν στεφάνια, τιμῶντας τὴ θυσία του.
ΠΗΓΕΣ – ΣΧΕΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΕΣ/Δ.Ι.Σ. «Ὁ Μακεδονικὸς Ἀγὼν καὶ τὰ εἰς Θρᾴκην γεγονότα» Ἀθῆνα 1979.
ΓΕΣ/Δ.Ι.Σ. «Ἐπίτομη ἱστορία τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων 1912-1913» Ἀθῆνα 1987.
ΓΕΣ/Δ.Ι.Σ. «Ὁ Ἑλληνικὸς Στρατὸς κατὰ τοὺς Βαλκανικοὺς Πολέμους» τόμ. Α΄ Ἀθῆνα 1988.
Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, τόμ. 14ος, σελ. 164.
Πρακτικὰ Πανελ. Ἱστορ. Συνεδρίου «Βαλκανικοὶ Πόλεμοι-Ἡ Μάχη τῶν Γιαννιτσῶν Γιαννιτσά, 2002.
Παρασκευόπουλος Γ. «Σελίδες ἀπὸ τὸν Πρῶτο Πόλεμο, Σαραντάπορο-Γιαννιτσὰ- Θεσ/νίκη, Ἀθῆναι 1914.
Σαραντόπουλος Φ. «Ἐμπρὸς διὰ τῆς λόγχης – Ἡ μεγάλη ἐξόρμηση (1912-1913), Ἀθῆνα 2012.
Χατζηβρέττας Δημ. «Ἡ Μάχη τῶν Γιαννιτσῶν», Γιαννιτσὰ 2010.
____________________
1. Παρασκευόπουλος Γεώργιος: Ἀνθυπολοχαγὸς κατὰ τὸν Α΄ Βαλκανικὸ Πόλεμο. Συνυπηρετοῦσε καὶ συμπολεμοῦσε μὲ τὸν Βασ. Καψαμπέλη ἀπὸ τὶς μάχες τοῦ Σαρανταπόρου μέχρι καὶ τὴ Μάχη τῶν Γιαννιτσῶν. Συνέγραψε τὰ πολεμικά του ἐνθυμήματα στὸ βιβλίο «Σελίδες ἀπὸ τὸν Πρῶτο Πόλεμο», Ἀθῆναι 1914.
2. Τὸ χωριὸ Παραλίμνη Γιαννιτσῶν.
3. Ὁ κοιμητηριακὸς ναὸς τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου Παραλίμνης (1878) ἀναστυλωμένος σήμερα ἀπὸ τὸ Ὑπ. Πολιτισμοῦ.
4. Ματσούκας Σπύρος: Λαϊκός ποιητής (1870-1928). Ἔλαβε μέρος στὸν πόλεμο τοῦ 1897 καὶ στοὺς δύο Βαλκανικοὺς Πολέμους, ὅπου πολεμοῦσε καὶ ἐνθάρρυνε τοὺς στρατιῶτες μὲ φλογερὰ ποιήματα καὶ λόγους. Πρωτοστάτησε σὲ πατριωτικὲς κινήσεις. Ποιητικά του ἔργα: «Πατριωτικὰ τραγούδια», «Σαλπίσματα» κ.ἄ.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη