Ο Οσμάν Φερουντούν Ζαντελέρ (1884) ήταν γιος του Χατζή Μεχμέτ και της Ζεϊνέπ, μουσουλμάνων προσφύγων από το Λαζιστάν. Σύμφωνα με μαρτυρίες Ελλήνων της Κερασούντας, ο Οσμάν από μικρός δούλευε ως βοηθός (τσιράκι) σε ελληνικό ξυλουργείο της πόλης, γεγονός που του δημιούργησε σύμπλεγμα κατωτερότητας και απωθημένα απέναντι στους Έλληνες, οι οποίοι κυριαρχούσαν σε όλους τους τομείς στην κοινωνία της Κερασούντας.
Σε νεαρή ηλικία γίνεται μέλος της μυστικής παραστρατιωτικής οργάνωσης των Νεότουρκων Τεσκιλάτ-ι-Μαχσούσα, και συμμετέχει ως εθελοντής στον Βαλκανικό Πόλεμο, όπου τραυματίζεται στο δεξί γόνατο κι από τότε ονομάζεται Τοπάλ –δηλαδή «χωλός (κουτσός)– Οσμάν».
Με την επιστροφή του, τον Δεκέμβρη του 1913, οργανώνει τη μουσουλμανική νεολαία της Κερασούντας στην προαναφερθείσα παραστρατιωτική οργάνωση και εξασφαλίζει σημαντικό αριθμό όπλων και πυρομαχικών για τον εξοπλισμό της. Στη συνέχεια παίζει ενεργό ρόλο στα δραματικά γεγονότα της Γενοκτονίας των Αρμενίων και έπειτα των Ελλήνων, με αποτέλεσμα να καταζητείται από τις οθωμανικές αρχές για την εγκληματική του δράση.
Μετά την απόβαση της επιτροπής του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού στην Κερασούντα (8/5/1919), τον θερμό λόγο υποδοχής της από τον δικηγόρο Παναγιώτη Ερμείδη και την ανύψωση της σημαίας του Πόντου στο Κάστρο της πόλης, ο καταζητούμενος Τοπάλ Οσμάν συλλαμβάνει με τους άνδρες του τον Παναγιώτη Ερμείδη, του κόβει τη γλώσσα, ενώ κόβει και τα χέρια του Έλληνα που ανήρτησε τη σημαία. Στη συνέχεια τους σκοτώνει και περιφέρει τα πτώματά τους στην πόλη της Κερασούντας, για εκφοβισμό των Ελλήνων κατοίκων.
Μετά από μυστική συνάντηση με τον Μουσταφά Κεμάλ εξασφαλίζει τη «νομιμοποίηση» των εγκλημάτων του και δεσμεύεται να συνεχίσει το καταστροφικό του έργο εναντίον των Ελλήνων, λέγοντας: «Να μην ανησυχείτε καθόλου στρατηγέ μου. Όλους αυτούς τους Πόντιους Ρωμιούς θα τους περιποιηθώ έτσι, που θα πνιγούν όλοι τους μέσα στις σπηλιές, σαν τις γαϊδουρινές μέλισσες».
Μετά τη νομιμοποίηση της δράσης της από τον Κεμάλ η ομάδα ατάκτων του Τοπάλ Οσμάν, που μέχρι το 1919 δεν ξεπερνούσε τα 100 άτομα, στις αρχές του 1920 αριθμεί 5.000 άτομα. Κι αυτό γιατί όσοι συμμετείχαν στις «επιχειρήσεις» γίνονταν πλούσιοι από τις περιουσίες των Ελλήνων που λεηλατούσαν. Παράλληλα, οι άτακτοι καταστρέφουν εκατοντάδες χωριά και θανατώνουν χιλιάδες Έλληνες, υπό το κάλυμμα της καταπολέμησης του αντάρτικου των Ελλήνων του Πόντου.
Στα τέλη του 1922 ο Τοπάλ Οσμάν εγκαθίσταται στην Άγκυρα, ως διοικητής της Προεδρικής Φρουράς· την 27η Μαρτίου 1923 στο σπίτι του στο Σαμάνπαζαρι, κατόπιν εντολής του Κεμάλ, σκοτώνει διά στραγγαλισμού τον βουλευτή Τραπεζούντας, αντικεμαλικό Αλή Σιουκρού (φωτ. αριστερά).
Η ανακάλυψη του πτώματός του από τους φίλους του, αλλά και η εξασφάλιση αυτοπτών μαρτύρων εις βάρος του Τοπάλ Οσμάν, οδηγούν τον Κεμάλ να δώσει εντολή για εξόντωσή του· ο ίδιος με τη γυναίκα του εγκαταλείπουν το προεδρικό μέγαρο και εγκαθίστανται σε κρυφό μέρος.
Όταν ο Τοπάλ Οσμάν αντιλαμβάνεται τις προθέσεις του Κεμάλ, σκοπεύει να τον σκοτώσει και επιτίθεται με τους ενόπλους του στο προεδρικό μέγαρο, το οποίο, καθώς δεν βρήκε κανέναν μέσα, το λεηλατεί. Ύστερα οχυρώνεται στο στρατόπεδό του, όμως μετά από πολύωρη μάχη με τις μονάδες του τακτικού στρατού, συλλαμβάνεται τραυματισμένος και εκτελείται, ενώ το πτώμα του θάβεται επιτόπου. Ήταν 2 Απριλίου του 1923.
Ο Μουσταφά Κεμάλ, για να αποσείσει εξ ολοκλήρου από πάνω του τις ευθύνες για τη δολοφονία του Αλή Σιουκρού, ξεθάβει και κρεμάει μπροστά από το κτήριο της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης από το ένα πόδι το ακέφαλο πτώμα του Οσμάν.
Το πτώμα μένει εκεί κρεμασμένο επί μέρες, ενώ παράλληλα ο Κεμάλ στέλνει τηλεγράφημα προς το λαό της Τραπεζούντας με το οποίο εκφράζει τη λύπη του για το θάνατο του βουλευτή. Το 1925 δίνει άδεια να μεταφερθούν τα οστά του Τοπάλ Οσμάν στην Κερασούντα και να κατασκευαστεί μνημείο στο κάστρο της πόλης. Η μνήμη του δεν αποκαταστάθηκε ποτέ, γιατί δεν είναι δυνατόν να δικαιολογηθεί η εκτέλεσή του από τον Κεμάλ.
Πηγή: Pontos-News