Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς Ἐπίσκοπος Ἐφέσου αναιδείχθει σε φλογερό υπέρμαχο και ακράδαντο στύλο της αμωμήτου ορθοδόξου πίστεως, θεόπνευστος, και πανευκλεής ιεράρχης της Εφέσου.
Μεταξύ των φωτισμένων ιεραρχών, μεγάλων διδασκάλων και φλογερών προμάχων της Ορθοδόξου Εκκλησίας εξέχουσα θέση καταλαμβάνει ο τιμώμενος στις 19 Ιανουαρίου Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, ο αγωνιστής Επίσκοπος της Εφέσου, ο οποίος αναδείχθηκε ο αδιάψευστος μονομάχος, ο φλογερός υπέρμαχος και ο πιστός φύλακας της Ορθοδοξίας των Ανατολικών Γραικών απέναντι στην επιρροή και απειλή του Παπισμού της Δύσεως. Γι’ αυτό και υπήρξε μέγας ευεργέτης και λαμπρός φωστήρ του Έθνους των Ελλήνων, αφού κράτησε στους ώμους του ανόθευτο όλο τον πνευματικό πλούτο της Ορθοδοξίας, γενόμενος «ὄργανον τοῦ Παρακλήτου», «θεοκρότητος σάλπιγγα τῆς θεολογίας», «ὑπέρμαχος τῶν εὐσεβῶν δογμάτων», «θερμότατος ζηλωτής τῆς πατροπαραδότου ὁμολογίας τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως», «ἀνατροπέας τῆς παπικῆς ἀλαζονείας», «ἀκένωτος ποταμός τῶν εὐσεβῶν συγγραμμάτων».
Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, ο λαμπρότατος αυτός φωστήρ της Εκκλησίας του Χριστού, ο υμνηθείς ως «μέγας ζηλωτής, ὑπερμαχῶν πατρώου φρονήματος καὶ καθαιρῶν τοῦ σκότους τὰ ὑψώματα», γεννήθηκε το 1392 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γόνος επιφανούς αρχοντικής οικογένειας. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Μανουήλ, οι δε ευσεβείς και ευγενείς στην καταγωγή γονείς του φρόντισαν να τον αναθρέψουν με τα νάματα της ορθοδόξου πίστεως και να του προσφέρουν επιμελή και ανωτέρα μόρφωση. Τα πρώτα γράμματα ο Μανουήλ τα διδάχθηκε από τον πατέρα του, τον Γεώργιο, ο οποίος ήταν διάκονος και σακελλίων της Μεγάλης Εκκλησίας και είχε μία φημισμένη ιδιωτική σχολή. Όταν όμως ο Μανουήλ ήταν δεκατριών ετών, ο πατέρας του απεβίωσε και έτσι έμεινε ορφανός μαζί και με τον αδελφό του, τον Ιωάννη. Τότε η μητέρα του, η Μαρία, η οποία ήταν κόρη ενός ευσεβούς ιατρού, ονόματι Λουκάς, τον έστειλε να μορφωθεί ακόμη περισσότερο πλησίον των επιφανέστερων και σοφότερων διδασκάλων της εποχής εκείνης, οι οποίοι ήταν ο Ιωάννης Χορτασμένος (ο και μετέπειτα εκλεγείς Μητροπολίτης Σηλυβρίας Ιγνάτιος) και ο φημισμένος μαθηματικός και φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθωνας. Όταν ο Μανουήλ ολοκλήρωσε τη μόρφωσή του, ανέλαβε τη διεύθυνση του πατριαρχικού σχολείου και σε σύντομο χρονικό διάστημα αναδείχθηκε ως ένας από τους επιφανέστερους διδασκάλους της Κωνσταντινουπόλεως. Ενδεικτικό είναι ότι πολλοί από τους μαθητές του διέπρεψαν αργότερα, όπως ο Γεώργιος Σχολάριος, ο οποίος μετά την Άλωση της Βασιλεύουσας εξελέγη πρώτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως με το όνομα Γεννάδιος, ο Θεόδωρος Αγαλλιανός και ο Μητροπολίτης Μηδείας Θεοφάνης.
Έχοντας όμως ο Μανουήλ κλίση προς τον ησυχαστικό βίο, διένειμε όλη την περιουσία του και σε ηλικία 26 ετών αποφάσισε να αφιερωθεί στον Θεό. Έτσι το 1418 κατέφυγε σε ένα από τα Πριγκηπόνησα, τη νήσο Αντιγόνη, και εκεί στη μονή της νήσου εκάρη μοναχός, λαμβάνοντας το όνομα Μάρκος. Στον τόπο αυτό παρέμεινε αγωνιζόμενος πνευματικά επί δύο έτη κοντά στον ενάρετο και επιφανή ασκητή Συμεών. Όμως μετά από δύο χρόνια, το 1420, αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τη μονή της νήσου Αντιγόνη εξαιτίας των οθωμανικών επιδρομών και να καταφύγει στην περιώνυμη μονή του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων της Κωνσταντινουπόλεως, την ιδρυθείσα περί τα μέσα του 11ου αιώνα από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ΄ Μονομάχο (1042-1055). Στην περίφημη αυτή μονή της Κωνσταντινουπόλεως επιδόθηκε σε σκληρούς πνευματικούς αγώνες και με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος συνέθεσε τα περισσότερα από τα εκατό διασωθέντα έργα του. Μεταξύ αυτών αξιομνημόνευτα είναι τα έργα που συνέγραψε εναντίον των λατινοφρόνων αντιπάλων του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (1296-1359), τον οποίο είχε ως φωτεινό πρότυπο και καθοδηγητή στη ζωή του. Στη μονή του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων έλαβε και το αξίωμα της ιεροσύνης, παρά τους δισταγμούς του, αφού θεωρούσε τον εαυτό του ανάξιο για μία τέτοια υψηλή αποστολή. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα έγινε γνωστός για την αρετή και τη σοφία του, γεγονός που τον κατέστησε φημισμένο πνευματικό. Γι’ αυτό τόσο κληρικοί όσο και λαϊκοί ζητούσαν τη γνώμη του για διάφορα θεολογικά και πνευματικά θέματα.
Παρόλο όμως που ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός επιζητούσε τον μοναχικό βίο και την κατά Θεόν άσκηση, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία διερχόταν στιγμές αγωνίας εξαιτίας της οθωμανικής απειλής. Η πολιτική και θρησκευτική αστάθεια της εποχής εκείνης ανάγκασε τον Άγιο Μάρκο να εγκαταλείψει την ασκητική ζωή και να αγωνισθεί με όλες του τις δυνάμεις για την προστασία της Ορθοδοξίας και την επιβίωση του Γένους μας. Και αυτά ήταν αναγκαία, διότι ο Πάπας στην προσπάθειά του να διασώσει την Κωνσταντινούπολη από την επερχόμενη οθωμανική απειλή, επεδίωκε με κάθε τρόπο την υποταγή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Παπική Εκκλησία, γεγονός που θα επιτυγχανόταν με την ένωση των δύο Εκκλησιών. Στη δύσκολη αυτή χρονική στιγμή για το μέλλον της Ορθοδόξου Εκκλησίας ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας όρισε το 1436 τον ιερομόναχο Μάρκο τον Ευγενικό ως αντιπρόσωπό του στη Σύνοδο, η οποία θα συγκαλούνταν για την ένωση των Εκκλησιών. Ενδεικτικό είναι ότι ο ιερομόναχος Μάρκος διέθετε τέτοιο κύρος και απολάμβανε τέτοια εκτίμηση από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄Παλαιολόγο (1425-1448), ώστε το 1437 και μετά την εκδημία του Μητροπολίτου Εφέσου Ιωάσαφ, εξελέγη και χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Εφέσου, ύστερα μάλιστα και από την έντονη επιμονή του αυτοκράτορα. Έτσι ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός ως Επίσκοπος Εφέσου έλαβε μέρος στη Σύνοδο της Φερράρας - Φλωρεντίας (1438-1439), αναδειχθείς «ἔξαρχος τῆς Συνόδου», αφού εκπροσώπησε τους Πατριάρχες Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων και Αντιοχείας. Ο σκοπός της συγκλήσεως της Συνόδου ήταν η ένωση των δύο Εκκλησιών, της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και της Δυτικής Καθολικής Εκκλησίας, ύστερα από τον χωρισμό που είχαν υποστεί εξαιτίας του σχίσματος κατά το έτος 1054. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονισθεί ότι το σχίσμα μεταξύ των δύο Εκκλησιών προκλήθηκε ύστερα από τη βλάσφημη προσθήκη της Δυτικής Εκκλησίας στο Σύμβολο της Πίστεως (το γνωστό Filioque), σύμφωνα με το οποίο το Άγιο Πνεύμα δεν εκπορεύεται μόνο από τον Πατέρα, αλλά και από τον Υιό. Με την αιρετική όμως αυτή διδασκαλία καταργείται το θεμελιώδες δόγμα της Τριαδικότητος του Θεού και ταυτόχρονα χάνεται η αλήθεια της διδασκαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Κάτω από την ολοένα και αυξανόμενη πίεση της οθωμανικής απειλής και πληροφορούμενος ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος ότι οι ηγεμόνες της Δύσεως σκέπτονταν να αντισταθούν εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι προχωρούσαν προς την Ουγγαρία και την Πολωνία, αποφάσισε να μεταβεί στην Ιταλία για να συναντήσει τον Πάπα Ευγένιο Δ΄, ελπίζοντας ότι θα λάβει βοήθεια κατά των Τούρκων. Στη δύσκολη και αγωνιώδη αυτή στιγμή για το μέλλον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας επικρατούσαν δύο αντιδιαμετρικά αντίθετες γνώμες. Υπήρχαν αυτοί που υποστήριζαν την ένωση των δύο Εκκλησιών, η οποία θα σηματοδοτούσε την υποταγή των Ορθοδόξων στον Πάπα, γεγονός που θα πρόδιδε τα δόγματα της αμωμήτου ορθοδόξου πίστεως. Υπήρχαν όμως και εκείνοι που αναλογιζόμενοι τους θρησκευτικούς κινδύνους της ενώσεως, είχαν αποφασίσει να αντισταθούν σθεναρά προτιμώντας την υποταγή στον βάρβαρο κατακτητή παρά την πνευματική υποδούλωση κάτω από τον εκκλησιαστικό ζυγό του Πάπα. Μάλιστα υποστήριζαν ότι ο λαός θα μπορούσε να αγωνισθεί και να αποτινάξει την τουρκική σκλαβιά, εάν είχε κρατήσει ανόθευτη και ζωντανή την ορθόδοξη χριστιανική του πίστη και παράδοση.
Σ’ αυτή την ταραχώδη και επικίνδυνη περίοδο για την πορεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του Γένους των Ελλήνων ανέλαβε ο φλογερός Μητροπολίτης της Εφέσου, Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, να σηκώσει στους ώμους του, ως άλλος Άτλας, τον ανεκτίμητο θησαυρό της πατροπαραδότου πίστεως των Ορθοδόξων και την πάντιμη κιβωτό των ιερών παραδόσεων, ώστε να αναδειχθεί η δόξα και το καύχημα της Ανατολικής Εκκλησίας, ο στυλοβάτης και ο πρόμαχος της Ορθοδόξου διδασκαλίας. Κατά τη διάρκεια των εργασιών της Συνόδου της Φερράρας ο Άγιος Μάρκος παρουσιάσθηκε διαλλακτικός στις προθέσεις του, αφού εισηγήθηκε στους Λατίνους να αποβάλουν «τό τραχύ καί ἀνένδοτον», επεσήμαινε δε την ανάγκη να υπάρξει ειρήνη και αγάπη, ώστε να αρθεί το σχίσμα, αφού πρώτα αναγνωσθούν οι όροι των Οικουμενικών Συνόδων. Στην πραγματικότητα ο Άγιος Μάρκος επιθυμούσε την επανένωση των δύο Εκκλησιών, αλλά χωρίς την υποχώρηση των Ορθοδόξων σε θεμελιώδη δογματικά ζητήματα, η οποία θα οδηγούσε στην παπική υποδούλωση. Αξιομνημόνευτοι είναι οι τέσσερις αντιρρητικοί λόγοι που εκφώνησε ο σοφός και αγωνιστής ιεράρχης της Εφέσου, αναφορικά με τη διδασκαλία των Παπικών για το καθαρτήριο πυρ. Είναι ενδεικτικό ότι οι λόγοι αυτοί με το κρυστάλλινο ορθόδοξο περιεχόμενό τους έδωσαν τις κατάλληλες απαντήσεις στα επιχειρήματα των Λατίνων. Μάλιστα η πειστική επιχειρηματολογία του Αγίου που αποστόμωσε στην κυριολεξία τους αντιπάλους του, οι οποίοι προσπαθούσαν να τον περιπλέξουν σε άσκοπες και άσχετες συζητήσεις, σε συνδυασμό και με τη σοφία, την αρετή, τη σωφροσύνη, το γενναίο φρόνημα, την επιμονή του στην αλήθεια και την ακράδαντη πίστη του στον Θεό και τον σωτήριο Λόγο Του, τον έφεραν αντιμέτωπο ακόμη και με τον Μητροπολίτη Νικαίας Βησσαρίωνα, ο οποίος υποκινούμενος από φθόνο, άφησε τον Άγιο Μάρκο να αγωνισθεί μόνος του.
Όταν όμως ήρθε ο λόγος στη Σύνοδο της Φερράρας για το επίμαχο θέμα του Filioque, ο Άγιος απαίτησε να αναγνωσθούν οι όροι των Οικουμενικών Συνόδων για να λάμψει η αλήθεια και να αποδειχθεί η πλάνη των αντιπάλων. Παρά την άρνηση των Λατίνων, υποχρεώθηκαν τελικά να αναγνωσθούν οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, διότι σε αντίθετη περίπτωση οι συζητήσεις θα διακόπτονταν αμέσως. Μετά την ανάγνωση οι παρευρισκόμενοι Λατίνοι κληρικοί και λαϊκοί ομολόγησαν ότι ποτέ στο παρελθόν δεν είχαν ακούσει αυτές τις διδασκαλίες και ότι οι Γραικοί κρατούσαν την αληθινή πίστη και ακολουθούσαν τα ορθά δόγματα. Βλέποντας οι αυλικοί του Πάπα ότι η διδασκαλία τους κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ψεύτικη, ακόμη και από Λατίνους μοναχούς και κληρικούς, άρχισαν να τους απειλούν και να τους διατάζουν να σιωπήσουν αμέσως, ενώ τους χαρακτήρισαν απαίδευτους και αγράμματους της θεολογίας. Όμως οι Λατίνοι άρχισαν να μηχανεύονται και δόλιους τρόπους για να κατορθώσουν να μην επικρατήσουν οι θεολογικές απόψεις του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού, αυτού του θεοσόφου ρήτορος και φωτισμένου διδασκάλου της Εκκλησίας μας. Έτσι ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή όλοι οι ορθόδοξοι ιερείς και επίσκοποι ήταν στο πλευρό του Αγίου, του θαρραλέου αυτού αγωνιστού και φλογερού προασπιστού της ορθοδόξου πίστεως, άρχισαν σιγά σιγά να διασπώνται και να λιποτακτούν, άλλος για να γίνει καρδινάλιος του Πάπα, άλλος από φθόνο, ενώ πολλοί πρόδωσαν τα δόγματα της αμωμήτου ορθοδόξου πίστεως, αφού δεν άντεξαν τις κακοπάθειες και τις στερήσεις που επιβλήθηκαν από τους Παπικούς για να τους αναγκάσουν να υποχωρήσουν στις θέσεις τους. Έτσι ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός βρέθηκε μόνος του, εγκαταλελειμμένος από όλους, να αγωνίζεται στο στάδιο της προασπίσεως των ορθών δογμάτων της πίστεώς μας. Μάλιστα για να ενισχύσουν τις θέσεις τους οι Λατίνοι, άρχισαν να εφαρμόζουν τη γνωστή τακτική των ψιθύρων, των ψευδών ειδήσεων και των εκβιασμών, έφτασαν δε στο σημείο να διανείμουν στη Φερράρα εκατοντάδες φυλλάδια, τα οποία περιείχαν 54 αιρετικές δοξασίες των Ορθοδόξων!!!
Η κατάσταση είχε ήδη αρχίσει να γίνεται ιδιαίτερα επικίνδυνη με απρόβλεπτες διαστάσεις, αφού οι Γραικοί είχαν υποστεί μακροχρόνιες στερήσεις και κακοπάθειες, ενώ είχε δοθεί αυστηρό αυτοκρατορικό πρόσταγμα να μην επιτραπεί σε κανέναν που δεν έχει διαβατήριο από τον αυτοκράτορα να φύγει από την Κωνσταντινούπολη. Όμως κάποιοι κληρικοί πιεζόμενοι από τις στερήσεις, βρήκαν τον τρόπο και απέδρασαν από την Κωνσταντινούπολη. Μόλις ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε αυτό το γεγονός, φοβήθηκε μήπως υπάρξουν και άλλοι που θα διαφύγουν. Γι’ αυτό και συσκέφθηκε με τον Πάπα και αποφάσισε να μεταφέρει τη Σύνοδο στη Φλωρεντία, για να συζητηθεί η ουσία του επίμαχου θέματος του Filioque, δηλαδή όχι εάν έπρεπε ή όχι να γίνει προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως, αλλά εάν το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Υιό ή όχι. Ο Άγιος Μάρκος συνέχισε με το ίδιο αγωνιστικό φρόνημα και με τον ίδιο ένθεο ζήλο τον προασπιστικό του αγώνα, αφού με σαφήνεια και πειστικότητα απέδειξε ότι το Άγιο Πνεύμα δεν εκπορεύεται από τον Υιό, αλλά μόνο από τον Πατέρα. Όμως ο αυτοκράτορας προσπαθούσε να βρει τρόπο για να υπογραφεί η ένωση μαζί με τον Πατριάρχη και τους Λατίνους, οι οποίοι επέμεναν στις αιρετικές τους δοξασίες, ενώ ο Πάπας επιχείρησε με νέους εκβιασμούς και στερήσεις να επιτύχει την ένωση. Οι πιέσεις άρχισαν να γίνονται αφόρητες, αφού ο αυτοκράτορας επεδίωκε την ένωση. Όμως ο Άγιος Μάρκος έμεινε σταθερός στις θέσεις του και δεν είχε την πρόθεση να προδώσει την πίστη του. Η επιμονή του αυτή προκάλεσε το μένος των λατινοφρόνων Ορθοδόξων, οι οποίοι μάλιστα τον έβρισαν και τον αποκάλεσαν δαιμονισμένο.
Βλέποντας ο αγωνιστής και θαρραλέος ιεράρχης της Εφέσου ότι όλοι ήταν έτοιμοι να προδώσουν την πίστη τους, χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του, σταμάτησε να μιλάει. Το γεγονός αυτό έδωσε την ευκαιρία στον αυτοκράτορα να μιλάει για τα επερχόμενα δεινά που θα υποστούν, εάν δεν υπογράψουν την ένωση. Έτσι μ’ αυτό το επιχείρημα πείσθηκαν όλοι και υπέκυψαν. Ο μόνος που δεν είχε συμμορφωθεί ακόμη ήταν ο θερμότατος ζηλωτής των ευσεβών δογμάτων, Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, ο οποίος απεκάλεσε τους Παπικούς «αιρετικούς», γεγονός που προκάλεσε τη λυσσαλέα αντίδραση των Μητροπολιτών Μυτιλήνης και Λακεδαιμονίας. Ο αυτοκράτορας επιθυμώντας διακαώς την ένωση, ανήγγειλε στον Πάπα ότι οι Ανατολικοί δέχονται την πίστη των Δυτικών και μπορούν ανεμπόδιστα να προχωρήσουν στην ένωση. Αλλά ο Πάπας επεδίωκε και την αποδοχή και άλλων δογματικών και λειτουργικών θεμάτων, όπως τα άζυμα στη Θεία Λειτουργία, το δόγμα για το καθαρτήριο πυρ, τη μοναρχία του Πάπα, καθώς και τη διαγραφή από τη Θεία Λειτουργία των επικλήσεων του ιερέως για τη μεταβολή του άρτου και του οίνου ως περιττές, υποστηρίζοντας ότι τα μυστήρια τελειώνουν με την εκφορά των λόγων του Κυρίου. Οι νέες απαιτήσεις του Πάπα προκάλεσαν αναταραχή στον αυτοκράτορα και τον Πατριάρχη, διότι φοβούνταν ότι θα προκαλούσαν μεγάλες αντιδράσεις. Σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή παρακάλεσαν τον Άγιο Μάρκο να γράψει για το ζήτημα της θείας μεταβολής των Τιμίων Δώρων. Τότε ο θεόσοφος αυτός διδάσκαλος και φλογερός αγωνιστής της Εκκλησίας του Χριστού απέδειξε μέσα από τα γραφόμενά του ότι έτσι παρεδόθηκε από τους Αγίους να αγιάζονται τα Τίμια Δώρα. Οι θέσεις αυτές του Αγίου Μάρκου προκάλεσαν για άλλη μία φορά την άρνηση των Παπικών, γεγονός που έκανε τον αυτοκράτορα να αγανακτήσει και να ομολογήσει ότι οι Λατίνοι όχι μόνο δεν γνωρίζουν την αλήθεια, αλλά δεν επιθυμούν και να τη μάθουν. Βλέποντας ο αυτοκράτορας ότι πλέον δεν υπάρχει κανένας τρόπος προσέγγισης μεταξύ των Ορθοδόξων και των Παπικών, αποφάσισε να υπογραφεί το διάταγμα της πολυπόθητης ένωσης στις 6 Ιουλίου 1439.
Την ψευδοένωση των δύο Εκκλησιών υπέγραψαν όλοι, ακόμη και αυτοί που επέδειξαν πρωτύτερα ζήλο και τόλμη και στις γνωμοδοσίες δεν δέχθηκαν το «ἐκ τοῦ Υἱοῦ», όπως οι Μητροπολίτες Αγχιάλου, Μονεμβασίας και Τραπεζούντος. Ο μόνος που δεν υπέγραψε ήταν ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, ο οποίος δήλωσε στον αυτοκράτορα ότι και εάν ακόμη κινδυνεύσει η ζωή του, δεν πρόκειται να υπογράψει. Ακόμη και οι ηγούμενοι των μοναστηριών υποχρεώθηκαν από τον αυτοκράτορα να υπογράψουν την ψευδοένωση. Όταν ο Πάπας πήρε στα χέρια του τον όρο και είδε όλες τις υπογραφές, υπέγραψε και εκείνος. Μόλις όμως πληροφορήθηκε ότι ο Άγιος Μάρκος δεν είχε υπογράψει, είπε: «Μᾶρκος οὐχ ὑπέγραψεν, λοιπόν, ἐποιήσαμεν οὐδέν», δηλαδή εφόσον δεν υπέγραψε ο Επίσκοπος Εφέσου, δεν καταφέραμε τίποτα! Η φράση αυτή του Πάπα επέδειξε την ήττα του, αφού ομολόγησε περίτρανα την ανωτερότητα του φλογερού ιεράρχου της Εφέσου, ο οποίος αναδείχθηκε ο ισχυρός ανατροπέας της παπικής αλαζονείας και της πολύμοχθης ψευδοενώσεως. Ο Πάπας ζήτησε την τιμωρία του Αγίου, αλλά ο αυτοκράτορας δεν το έπραξε. Οδηγήθηκε όμως ενώπιον του Προκαθημένου της Παπικής Εκκλησίας για να αιτιολογήσει τη στάση του. Ο Άγιος έμεινε όμως και πάλι αμετακίνητος στις απόψεις του, παρόλο που δέχθηκε εκβιασμούς και απειλές. Επιπλέον ομολόγησε με παρρησία την ακράδαντη πίστη του στην ακραιφνή δόξα της Εκκλησίας, λέγοντας χαρακτηριστικά: «αἱ Σύνοδοι κατεδίκαζον τούς μή πειθομένους τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐγώ δὲ τηρῶ ἐμαυτόν εἰς τήν ἀκραιφνῆ δόξαν Αὐτῆς∙ εἰ τοίνυν ταύτης ἀντιποιοῦμαι καὶ ἐξ αὐτῆς παρεκκλίναι οὐ βούλομαι, πῶς ἄν καθαιρεθείην δίκην, ἥν οἱ αἰρετικοί κατεδικάζοντο;».
Μετά από αυτή τη θαρραλέα ομολογία πίστεως ο αυτοκράτορας μετέφερε τον Άγιο στη Βενετία και από εκεί τον επιβίβασε στο προσωπικό του πλοίο και με ασφάλεια, αλλά και με εξαιρετική τιμή και αγάπη τον οδήγησε στην πατρίδα του, την Κωνσταντινούπολη, όπου έφτασε την 1η Φεβρουαρίου 1440. Μόλις έφτασε ο Άγιος Μάρκος στη Βασιλεύουσα, του επεφύλαξε ο λαός ενθουσιώδη υποδοχή, αποκαλώντάς τον «άγιο», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ακόμη και ο υβριστής του, ο γραικολατίνος Επίσκοπος Μεθώνης Ιωσήφ: «Ὁ Ἐφέσου εἶδε τό πλῆθος δοξάζων αὐτόν ὡς μή ὑπογράψαντα καί προσεκύνουν αὐτῷ οἱ ὄχλοι καθάπερ Μωυσεῖ καί Ἀαρών καί ἐφήμουν αὐτόν καί ἅγιον ἀπεκάλουν» (P.G.159, 992C). Ήταν μάλιστα τόσο μεγάλη η πνευματική απήχησή του στον λαό της Κωνσταντινουπόλεως, ώστε ο αυτοκράτορας πρότεινε στον Μάρκο το υψηλό αξίωμα του Πατριάρχου, αλλά ο Άγιος αρνήθηκε επίμονα, κατονομάζοντας αυτούς που είχαν υπογράψει την ένωση «Χριστεμπόρους» και «Χριστοκαπήλους». Έτσι στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ανέβηκε ο λατινόφρων Μητροπολίτης Κυζίκου Μητροφάνης, ο οποίος πίεζε τον αυτοκράτορα να ασκήσει βία σ’ αυτούς που δεν είχαν υπογράψει την ένωση. Γι’ αυτό και στις 4 Μαΐου 1440 ο Άγιος Μάρκος έφυγε κρυφά από την Κωνσταντινούπολη και μετέβη στην Προύσα. Από εκεί πήγε στην Έφεσο που βρισκόταν υπό την κατοχή των Τούρκων. Στην επαρχία της Εφέσου δίδαξε τον σωτήριο λόγο του Θεού στον λαό, αλλά αναγκάσθηκε πιεζόμενος από τους Τούρκους και τους Ενωτικούς να επιβιβασθεί σε πλοίο με προορισμό το Άγιον Όρος, όπου αποφάσισε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του. Όταν όμως το πλοίο προσάραξε στη Λήμνο, συνελήφθηκε κατ’ εντολήν του αυτοκράτορα και φυλακίσθηκε για δύο χρόνια. Από τη Λήμνο απέστειλε την περίφημη εγκύκλιο επιστολή του «πρός τούς ἁπανταχοῦ τῆς Γῆς καί τῶν νήσων εὑρισκομένους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς», στην οποία εξασκεί δριμύτατη κριτική στους Ορθοδόξους που αποδέχθηκαν την ένωση, ενώ χαρακτηρίζει τους Λατίνους καινοτόμους, λέγοντας γι’ αυτούς: «ὡς αἱρετικούς αὐτούς ἀπεστράφημεν, καί διά τοῦτο ἐχωρίσθημεν», τους δε ενωτικούς χαρακτηρίζει «ψευδαποστόλους καί δόλιους ἐργάτες». Η πνευματική παρουσία και επιρροή του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού ήταν τόσο καταλυτική, ώστε το 1443 συγκλήθηκε Σύνοδος στα Ιεροσόλυμα από τους Πατριάρχες Ιεροσολύμων, Αντιοχείας και Αλεξανδρείας, η οποία κατεδίκασε τη Σύνοδο της Φλωρεντίας ως «ληστρική και μιαρά» και καθαίρεσε τον λατινόφρονα Πατριάρχη Μητροφάνη.
Μετά την αποφυλάκισή του ο Άγιος Μάρκος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και συγκεκριμένα στην ιερά μονή του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων, όπου ο πιστός λαός τον υποδέχθηκε με τιμές ως άγιο και ομολογητή. Από τη μονή της μετανοίας του ο Άγιος Μάρκος ξεκίνησε και πάλι τον αγώνα του υπέρ της Ορθοδοξίας και κατά των ενωτικών, οι οποίοι πρόδωσαν την αμώμητο ημών πίστη. Κάποια στιγμή προαισθανόμενος το τέλος της επίγειας πορείας του, ανέθεσε στον Γεώργιο Σχολάριο (τον μετέπειτα Πατριάρχη Γεννάδιο) τη φροντίδα για την προφύλαξη της Ορθοδοξίας, καθώς και την αρχηγία για τη συνέχιση του ανθενωτικού αγώνος, ενώ ενουθέτησε τους παρευρισκόμενους να κρατήσουν ορθή την πίστη τους μέχρι και την τελευταία τους πνοή. Ύστερα από τις κακουχίες που πέρασε στη ζωή του και ταλαιπωρημένος από την ασθένεια του, παρέδωσε την αγία του ψυχή στον αθλοθέτη Κύριο στις 23 Ιουνίου 1444 και σε ηλικία 52 ετών. Ενταφιάσθηκε στη μονή της μετανοίας του, όπου είχε περιβληθεί το μοναχικό σχήμα, και μόλις λίγα χρόνια μετά την κοίμησή του τιμήθηκε ως άγιος από τους Ορθοδόξους. Η μνήμη του καθιερώθηκε να τιμάται και να γεραίρεται στις 19 Ιανουαρίου, ημέρα ανακομιδής του ιερού λειψάνου του, με συνοδική πράξη το έτος 1456 από τον Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο. Η πρώτη ακολουθία προς τιμήν του Αγίου εποιήθη από τον αδελφό του, τον Ιωάννη, ενώ ακολουθία που εξυμνεί τους αγώνες του με εγκωμιαστικούς λόγους συνέθεσαν ο Μοναχός Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης, αλλά και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο οποίος τον χαρακτηρίζει «μονομάχο τῆς Ὀρθοδοξίας» που πάλεψε με τον Παπισμό της Δύσεως και τον νίκησε. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο αοίδιμος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρός Χρυσόστομος Β΄ (Χατζησταύρου) († 9 Ιουνίου 1968) αποφάσισε την ίδρυση ενορίας επ’ ονόματι του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού στην περιοχή Θυμαράκια των Κάτω Πατησίων Αθηνών, κατόπιν αιτήματος των κατοίκων της περιοχής, προκειμένου να καλυφθούν οι λατρευτικές τους ανάγκες, αλλά και για να αντιμετωπισθεί το οξύ πρόβλημα της Ουνίας, λόγω και της ύπαρξης του ναού των Ουνιτών επ’ ονόματι της Αγίας Τριάδος επί της οδού Αχαρνών. Ο πρώτος ναός του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού στην περιοχή των Κάτω Πατησίων θεμελιώθηκε την 1η Ιανουαρίου 1967, ενώ ο σημερινός τρισυπόστατος ενοριακός ναός του Αγίου θεμελιώθηκε στις 22 Ιουνίου 1981, τα δε θυρανοίξιά του τελέσθηκαν υπό του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Διαυλείας (νυν Μητροπολίτου Διδυμοτείχου και Ορεστιάδος) κ. Δαμασκηνού στις 22 Δεκεμβρίου 1997. Ενοριακός ναός επ’ονόματι του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού υπάρχει και στο χωριό Κρυόβρυση Εορδαίας Κοζάνης (ο ναός υπάγεται εκκλησιαστικώς στην Ιερά Μητρόπολη Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας και αφιερώθηκε στον αγωνιστή ιεράρχη της Εφέσου από τον αοίδιμο Μητροπολίτη Φλωρίνης κυρό Αυγουστίνο). Επίσης στον Άγιο Μάρκο τον Ευγενικό είναι αφιερωμένοι ο ευρισκόμενος ναός στην κατακόμβη του νεόδμητου περικαλλούς Ιερού Ναού του Αγίου Φωτίου του Μεγάλου Θεσσαλονίκης, ο οποίος θεμελιώθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1997 και εγκαινιάσθηκε στις 17 Μαΐου 2009, καθώς και γραφικό παρεκκλήσιο σε όμορφη τοποθεσία του παραθαλάσσιου χωριού Σκάλα Κεφαλληνίας, του οποίου τα θυρανοίξια τελέσθηκαν στις 31 Ιουλίου 2012 υπό του Αρχιμανδρίτου –Ιεροκήρυκος της Ιεράς Μητροπόλεως Κεφαλληνίας π. Φωτίου Γαβριελάτου.
Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός αποτελεί για τη σημερινή εποχή της ιδεολογικής συγχύσεως πρότυπο και σύμβολο αρετής, σωφροσύνης και ακλόνητης πίστεως στα δόγματα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αφού όπως χαρακτηριστικά τόνιζε: «Οὐ χωρεῖ συγκατάβασις εἰς τά τῆς πίστεως», δηλαδή στα ζητήματα πίστεως δεν χωρεί συμβιβασμός. Άλλωστε και ο πιστός μαθητής του Αγίου, ο Γεώργιος Σχολάριος, ο και μετέπειτα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιος, αναφέρει για τον υπέρμαχο και στυλοβάτη της ορθοδόξου πίστεως τα ακόλουθα: «Τόσον μόνον ἔχω νά εἴπω περί τῆς καθαρότητος τοῦ πατρός ὅτι, ὅτε ἦτο νεώτερος καί πρίν νά ἐκλέξη τήν νέκρωσιν ὑπέρ Χριστοῦ, ἦτο σωφρονέστερος καί ἀπό τούς ἀσκητάς, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦν εἰς τάς ἐρήμους, καί ὅταν ἀπέρριψεν ὅλα διά τόν Χριστόν καί ἔκυψε κάτω ἀπό τόν ζυγόν τῆς ὑποταγῆς, δέν διέψευσε τάς πρός τόν Χριστόν ὑποσχέσεις, οὔτε ἀνεμίχθη εἰς τούς κοσμικούς θορύβους, παρασυρθείς ὑπό τῆς προσκαίρου δόξης, ἀλλά μέχρι τῆς τελευτῆς του διετήρησε σταθερῶς τήν θέρμην τῆς εἰς Χριστόν ἀγάπης, κατοικῶν μέν τήν πόλιν, ἀλλά παραμείνας ἄπολις, διότι δέν προσηλώθη εἰς κανέν πρᾶγμα ἀπό ὅσα ὑπάρχουν εἰς αὐτήν».
Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Εκπαιδευτικός
Βιβλιογραφία
1) Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, Εκδόσεις Δ.Π. Νέστωρ, χ.χ.
2) Βασιλοπούλου Χαραλάμπους Δ., Αρχιμανδρίτου, Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, Εκδόσεις «Ορθοδόξου Τύπου», Έκδοση 8η, Αθήναι 2011.
3) Παναγοπούλου Δημητρίου, Εις Έναντι Μυρίων – Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και οι αγώνες του, Αθήναι χ.χ.
Σύγχρονες Θαυματουργικές Εμφανίσεις του Αγίου
Μπορεί ο Άγιος Μάρκος να μην είναι ευρύτερα γνωστός ή ιδιαιτέρως διαδεδομένη η ευλάβεια του στους πολλούς χριστιανούς, ωστόσο χάριν της αγιότητος του βίου του, της θερμής προσευχής και αγάπης που είχε προς Κύριον και των αγώνων για την Ορθοδοξία, ο Θεός έχει δώσει στον Άγιο Μάρκο την δύναμη και την χάρη να θαυματουργεί. Ακολούθως θα αναφέρουμε μερικά θαύματα που επετέλεσε ο Άγιος, όπως έχουν καταγραφεί από τις αξιόπιστες προσωπικές μαρτυρίες των πιστών και από το προσωπικό αρχείο του π. Δημητρίου Αγγελάκη, για να αποδοθεί δόξα στον Πανάγιο Θεό και να επικαλούμαστε την ευλογία και την προστασία του Αγίου Μάρκου.
Ο Άγιος μεριμνά για την ανέγερση του ναού του. Καθώς οι εργασίες ανεγέρσεως του ιερού ναού είχαν προχωρήσει και η όλη διαδικασία ευρίσκετο σε κρίσιμη φάση, εμφανίστηκε έλλειψη χρημάτων με κίνδυνο να σταματήσουν οι περαιτέρω εργασίες και το όλο εγχείρημα να μείνει στάσιμο. Η αγωνία του ιερέως ήτο μεγάλη και επεκαλέσθηκε την βοήθεια του Αγίου Μάρκου, που τον διαβεβαίωσε ότι την επομένη μέρα θα ερχόταν κάποιος κύριος και θα του έφερνε ένα σημαντικό ποσό για να συνεχισθούν οι εργασίες (του ανέφερε και το συγκεκριμένο ποσό). Πράγματι, την επομένη ήρθε στον ναό ένας κύριος από την Βουλιαγμένη ρωτώντας εάν αυτός ήταν ο ναός του Αγίου Μάρκου, και ζήτησε να μιλήσει στον ιερέα. Εκείνος του απήντησε ότι ήδη γνωρίζει τι τον ήθελε. Και τότε ο άγνωστος εκείνος κύριος απεκάλυψε ότι την προηγούμενη βραδιά ήρθε στο όνειρό του κάποιος μοναχός, του συστήθηκε ως Μάρκος ο Ευγενικός, και τον διέταξε να βοηθήσει χρηματικώς την ανέγερση του σπιτιού του στα Κάτω Πατήσια. Ο κύριος υπάκουσε στον Άγιο και προσέφερε δωρεά το ίδιο ακριβώς ποσό που ο Άγιος είχε αναφέρει το προηγούμενο βράδυ στον ιερέα. Έτσι, μπόρεσαν να επαναρχίσουν οι εργασίες ανεγέρσεως του ναού.
Ο Άγιος εμφανίζεται και κάνει γνωστή την ύπαρξη του ναού του. Ένας ευλαβής κύριος από την Κυψέλη συνήθιζε να πηγαίνει προσκυνητής σε όλους τους εορτάζοντες ναούς, δεν γνώριζε όμως την ύπαρξη του ναού του Αγίου Μάρκου. Ενώ πήγαινε στον φούρνο, είδε κάποιον μοναχό να του δίνει ένα πρόσφορο και να του λέει να το φέρει αύριο στον ναό του. Έκπλήκτος ο κύριος ρωτά ποιος είσαι, γέροντα; Που βρίσκεται ο ναός σου; Και ο Άγιος του απάντησε: Μάρκος λέγομαι, ο Εφέσου, και ο ναός μου βρίσκεται στα Κάτω Πατήσια. Και έδωσε στον κύριο εκείνο σαφείς οδηγίες πως θα πάει, ποια διαδρομή θα ακολουθήσει για τον ναό. Πράγματι, ο κύριος εκείνος που ούτε τον Άγιο Μάρκο γνώριζε ούτε την ύπαρξη του ναού του, ακολούθησε την επομένη τις οδηγίες του Αγίου και ήρθε στον ναό του, όπως ακριβώς του είχε πει ο ίδιος ο Άγιος. Ανάλογη περίπτωση που ο Άγιος εμφανίζεται σε ανθρώπους που δεν τον γνωρίζουν και τους καθοδηγεί στον ναό του έχουμε και από άλλες μαρτυρίες, όπως μιας κυρίας από την Νέα Φιλαδέλφεια.
Θαύματα Αγίου Μάρκου Ευγενικού Πατησίων - Ο Άγιος επιτελεί θαύματα θεραπείας. Το 2005, ένας νεαρός 20χρονος, ονόματι Γεώργιος, υπέφερε από μία σπάνια ασθένεια, και η εγχείρηση που έπρεπε να κάνει ήταν δύσκολη, είχε πολλές πιθανότητες να αποτύχει και πολύ πιθανόν να έμενε παράλυτος για μια ζωή. Η μητέρα του με δάκρυα προσευχήθηκε θερμά στον Θεό΄ για θεραπεία του γιου της. Τότε της τηλεφώνησε μία εξαδέλφη της και της είπε πως στην ίδια είχε φανερωθεί κάποιος μοναχός άγνωστός της, συστήθηκε ως Μάρκος Ευγενικός, και είπε: ΄΄πες στην μητέρα του παιδιού, εγώ θα εγχειρήσω τον Γιώργο, μην ανησυχείς΄΄. Πράγματι, η εγχείρηση παρ’ ότι δύσκολη, έγινε την άλλη μέρα με επιτυχία. Κατά την διάρκεια του χειρουργείου ανάμεσα στους άλλους γιατρούς εμφανίσθηκε και κάποιος άγνωστός τους γιατρός, φίλος της οικογενείας, ως είπε, ονόματι Μάρκος, και μάλιστα σε δύσκολα σημεία καθοδηγούσε τους γιατρούς πώς να εγχειρήσουν. Ο νέος θεραπεύθηκε, και ο ίδιος και η οικογένειά του ήλθαν στον ναό, διηγήθηκαν το περιστατικό, και ευχαρίστησαν τον Άγιο.
Σε μία άλλη περίπτωση, το 2004, μία νεαρή γυναίκα από την Νέα Φιλαδέλφεια, προσευχόταν θερμά να μείνει έγκυος και να της χαρίσει ο Θεός παιδί. Ένα βράδυ στην προσευχή της εμφανίσθηκε ένας μοναχός, της είπε ότι εορτάζει στις 19 Ιανουαρίου, και της ζήτησε να έρθει να προσευχηθεί στον ναό του στα Κάτω Πατήσια, και θα εισακουσθεί η προσευχή της. Πράγματι, η γυναίκα έτσι έκανε, και μετά τρεις ημέρες έμεινε έγκυος, γέννησε ένα υγιέστατο μωρό, και έκτοτε έρχεται πάντοτε στην μνήμη του Αγίου να τον ευχαριστήσει.
Ο Άγιος σώζει παιδάκι από τροχαίο. Μπροστά από τον ναό του Αγίου Μάρκου, μία οικογένεια διέσχιζε τον δρόμο. Κάποια στιγμή το παιδάκι διέφυγε της προσοχής των γονέων, και τότε ένα αυτοκίνητο διερχόμενο το χτύπησε. Οι γονείς, έντρομοι και με φωνές, πλησίασαν φοβούμενοι το χειρότερο. Έκπληκτοι όμως είδαν το αγοράκι να σηκώνεται όρθιο και χαμογελαστό, λέγοντάς τους ότι την στιγμή που τον πλησίασε το αυτοκίνητο, ένας παππούλης με μαύρα (ο Άγιος Μάρκος), τον σήκωσε ψηλά στον αέρα, και τον προστάτευσε. Οι γονείς αμέσως κατάλαβαν ότι ο Άγιος Μάρκος έσωσε το παιδί τους από βέβαιο θάνατο, και εισήλθαν στον ναό ευχαριστώντας τον Άγιο.
Η απολογία και η νίκη του
Όταν άρχισε να συντάσσεται ο ενωτικός «Όρος» της Συνόδου της Φεράρα (Ιανουάριος 1438–Ιούλιος 1439), ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, επίσκοπος της Εφέσου (1393–1445), ζήτησε από τον βασιλιά Ιωάννη τον Η΄ Παλαιολόγο (1392–1448) όχι μόνο να μην υπογράψει, αλλά να φροντίσει να επιστρέψει πίσω στην Κωνσταντινούπολη με ασφάλεια. Ο αυτοκράτορας τού υποσχέθηκε ότι θα τον επαναφέρει με ασφάλεια στην Πόλη με κάθε επιμέλεια και φροντίδα δική του. Να ήταν άραγε αυτή η υπόσχεση μια εκδήλωση μεγαλοψυχίας από την πλευρά του Ιωάννου του Η΄ του Παλαιολόγου προς τον Μάρκο ή μια κίνηση που απλώς την επέβαλλαν τα πράγματα; Πάντως, δεν ήταν καθόλου εύκολο πράγμα να καμφθεί ο Μάρκος και να υπογράψει. Σαν χαρακτήρας, δεν ήταν ούτε άστατος ούτε δειλός. Αν πάλι ο αυτοκράτορας πίεζε περισσότερο τον σοφό έξαρχο της Συνόδου, δεν θα κατηγορούνταν από το Γένος ότι εκείνη την κρίσιμη στιγμή μεταχειρίστηκε βία για να προδώσει τα ιερά και τα όσια της φυλής; Όπως και να έχει το πράγμα, η ουσία είναι ότι ο βασιλιάς έδωσε στον επίσκοπο της Εφέσου διαβεβαιώσεις τις οποίες λίγο αργότερα τις τήρησε απολύτως. Και αυτό ιστορικά βρίσκεται στο ενεργητικό του, δεδομένου ότι ο Πάπας είχε, όπως θα δούμε και πιο κάτω, την εμπαθή απαίτηση να χαρακτηριστεί ο ομολογητής Μάρκος ως απειθής και να τιμωρηθεί σαν αιρετικός!
Το απόγευμα της Κυριακής της 5ης Ιουλίου του 1439, όσοι αποτελούσαν τη Σύνοδο της Ανατολής είχαν συγκεντρωθεί στο ανάκτορο Περούτσι όπου έμενε ο βασιλιάς. Ήρθαν όμως και οι επίσκοποι του Πάπα, ο Χριστόφορος Γκαρατόνι, άλλοι δύο και ένας πρωτονοτάριος για να… παρακολουθούν πώς και από ποιους υπογράφεται ο «Όρος»! Ο Πάπας Ευγένιος ο Δ΄ (1383–1447) μέχρι την τελευταία στιγμή δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη στους Έλληνες· γι’ αυτό και διέταξε την αστυνόμευση της υπογραφής! Πρώτος υπέγραψε τον «Όρο» ο βασιλεύς. Η θέση στην οποία έμελλε να υπογράψει ο φιλενωτικός Πατριάρχης Ιωσήφ ο Β΄ (1360–10 Ιουν. 1439), έμεινε κενή λόγω του πρόωρου και αιφνίδιου θανάτου του εκεί στην εσπερία. Κατόπιν, ως εκπρόσωπος του Πατριάρχη Αλεξανδρείας, υπέγραψε ο Ηρακλείας Αντώνιος, στον οποίο, επειδή ήταν ασθενής, έφεραν το κείμενο προς υπογραφή στο κρεβάτι του. Τελικά και αυτός, ο πριν «ατίθασος», κάμφθηκε και έδωσε τη συγκατάθεσή του για την υπογραφή. Έφεραν το κείμενο πάλι πίσω στο ανάκτορο και στη συνέχεια υπέγραψε ο μέγας Πρωτοσύγκελλος· έπειτα και οι υπόλοιποι τοποτηρητές και αρχιερείς. Τελικά τον «Όρο» τον υπέγραψαν ο αυτοκράτορας, δεκαοκτώ αρχιερείς, και έντεκα κληρικοί της Ανατολής. Δ ε ν υπέγραψαν ο άγιος Μάρκος, ο αδελφός του ο Ιωάννης ο Ευγενικός (1400–1453), ο Σταυρουπόλεως Ησαΐας, ο οποίος αναχώρησε κρυφά στη Βενετία, γιατί όταν οι Λατίνοι πληροφορήθηκαν ότι δεν υπογράφει, ήθελαν με κάθε τρόπο να τον φονεύσουν! Δεν υπέγραψε επίσης και ο Ιβηρίας, ο οποίος με όλη αυτή την κατάσταση είχε παραφρονήσει και αναχώρησε κρυφά και αυτός.
Μετά την υπογραφή του επάρατου «Όρου» εκ μέρους των Ελλήνων, το κείμενο στάλθηκε στον Πάπα για να υπογραφεί και από τους Λατίνους. Μια τέτοια έκβαση ο επίσκοπος Ρώμης δεν τη φαντάζονταν ποτέ. Ο Πάπας δέχτηκε τους Έλληνες περιβαλλόμενος από τους Καρδιναλίους του και από όλη τη δική του σύνοδο. Το κείμενο του «Όρου» το παρουσίασε ο Νικαίας. Η χαρά του Πάπα ήταν καταφανής. Γιατί όχι; Δεν ήταν άλλωστε μικρή η προσφορά του εξωμότη του Βησσαρίωνα (1403–1472) και των φιλενωτικών Ελλήνων. Είπε, μάλιστα, ότι ενώ είχε ζητήσει τόσα πολλά από τους Έλληνες, τελικά τα πήρε όλα, σε τέτοιο σημείο, που δεν ήξερε τι άλλο να ζητήσει από αυτούς. Είπε συγκεκριμένα: «Αποκτήσαμε εκείνο που ζητούσαμε και απαιτούσαμε!». Βέβαια, όπως θα αποδείκνυαν στη συνέχεια τα ιστορικά γεγονότα, τα όσα πήρε τα κράτησε μόνο προσωρινά. Η θριαμβολογία και ο κομπασμός του εξατμίστηκαν τελείως μόλις πληροφορήθηκε ότι από τις υπογραφές των Ελλήνων απουσίαζε η υπογραφή του αγίου Μάρκου. Όταν ρώτησε αν υπόγραψε ο Μάρκος, του απάντησαν «όχι». Και ο κομπαστής Πάπας παραδέχτηκε την ήττα του λέγοντας αποκαρδιωμένος τα εξής λόγια: «Λοιπόν, ἐποιήσαμεν οὐδέν!» (=Τελικά, δεν κάναμε τίποτα!). Ορθά διέβλεψε. Χωρίς να το θέλει, «προφήτευσε» τον θρίαμβο του επισκόπου Εφέσου ή μάλλον τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας. Ήταν μια δεινή ώρα για τον αιρετικό Πάπα, μια από τις δεινότερες ώρες της ζωής του...
Ο Πάπας Ευγένιος, παρά την βαρύγδουπη επιτυχία της ψευδοένωσης στη Φεράρα, ο ίδιος ωστόσο δεν ήταν ικανοποιημένος, διότι, όπως ορθά παρατηρήθηκε, έβλεπε ότι η διατύπωση του «Όρου» αυτής της ψευδοσυνόδου δεν ανταποκρινόταν πλήρως προς τις υπερβολικές και υπερφίαλες αξιώσεις του. Μάλιστα, τα όσα γράφονταν εκεί για το πρωτείο του ήταν εκφράσεις μάλλον αόριστες και φαινομενικές. Ο δεύτερος λόγος ο οποίος του προξενούσε μεγάλη ταραχή ήταν εκείνο το «όχι» του κυριολεκτικά Ορθόδοξου επισκόπου, του αγίου Μάρκου. Γι’ αυτό και αμέσως μετά τις αναμενόμενες θριαμβολογίες και τους εναγκαλισμούς για τη ψευδοένωση διεμήνυσε αυστηρά προς τον βυζαντινό βασιλέα Ιωάννη τα εξής: Επειδή ο Εφέσου Μάρκος δεν αποδέχθηκε την απόφαση της Συνόδου ούτε και υπέγραψε τον «Όρο», πρέπει να κριθεί από τη Σύνοδο. Αν δεν μεταπεισθεί, τότε να τιμωρηθεί όπως του ανήκει. Λοιπόν, «στείλτον σ’ εμάς για να κριθεί». Οι διαθέσεις του Πάπα ήταν σαφείς και ξεκάθαρες. Ο βασιλεύς όμως του αντεμήνυσε: Ο Εφέσου είναι δικός μου αρχιερέας· γι’ αυτόν θα φροντίσουν οι δικοί μου. Ο Πάπας όμως απαίτησε επίμονα από τον βασιλέα να του στείλει οπωσδήποτε τον Εφέσου.
Τότε ο αυτοκράτορας κάλεσε τον Εφέσου και του είπε: «Επειδή ο Πάπας μού διεμήνυσε και δυο και τρεις φορές ότι σε θέλει, πρέπει να παρουσιαστείς ενώπιόν του. Μη δειλιάσεις, λοιπόν. Εγώ ήδη του είπα για σένα πολλά. Ακόμη φρόντισα ώστε να μη σου συμβεί κανένα «σκληρὸν ἢ κακωτικόν». Πήγαινε, άκουσε όσα αυτός θα σου πει και «ἀπολογήθητι ἀνυποστόλως»· δηλαδή πες ό,τι έχεις να πεις με θάρρος, χωρίς να υποστείλεις καν τη σημαία (του φρονήματός σου) και χωρίς να αποσιωπήσεις τίποτα. «Ἀπολογήθητι» με όσα εσένα θα σου φανούν πρέποντα. Βέβαια, δεν είχε ανάγκη των ενθαρρυντικών λόγων του αυτοκράτορα ο άγιος Μάρκος. Η γενναία ψυχή του ήταν ήδη αποφασισμένη για όλα. Ήταν όμως ολοφάνερο ότι η στάση του αυτοκράτορα απέναντι στον άγιο Μάρκο ήταν μια στάση γεμάτη σεβασμό, εκτίμηση και στοργή.
Τελικά ο Εφέσου παρουσιάστηκε στον Πάπα, ο οποίος καθόταν στον θρόνο του, περιστοιχιζόμενος από Καρδινάλιους και από τους πιο διακεκριμένους Λατίνους επισκόπους. Όταν ο Μάρκος είδε ότι όλοι εκεί κάθονταν, αντιλαμβανόμενος πολύ καλά ότι ο Πάπας θα τον κρατούσε όρθιο σαν κατάδικο, είπε: «Έχω πόνους στα νεφρά και στα πόδια μου και δεν μπορώ να στέκομαι όρθιος»· «καὶ εὐθὺς ἐκάθησε», χωρίς καν να περιμένει να του πει ο Πάπας να καθίσει. Ο Πάπας Ευγένιος στην αρχή τού είπε πάρα πολλά με σκοπό να μεταπείσει τον όσιο του Θεού άνδρα να αποδεχθεί την «ένωση» και να υπογράψει τον «Όρο». Τελικά, έχασε την υπομονή του και τον απείλησε ότι, αν δεν υποχωρήσει στις θέσεις του, θα πάθει αυτό που «έπαθαν και όσοι έδειξαν απείθεια προς τις οικουμενικές συνόδους»: «όπως εκείνοι καθαιρέθηκαν και αποκηρύχθηκαν σαν αιρετικοί, έτσι θα γίνει και με σένα!», του είπε επί λέξει. Ποια άλλη φοβερότερη απειλή θα μπορούσε ποτέ να απευθύνει προς έναν Ορθόδοξο επίσκοπο της Ανατολής ο Πάπας; Όμως, είχε οικτρά απατηθεί! Γιατί είχε μπροστά του έναν αληθινό επίσκοπο και όχι ένα «κοπέλιν» (=ο νέος, το νεαρό αγόρι, ο μαθητευόμενος σε μία τέχνη, το τσιράκι, το πειθήνιο όργανο κάποιου ισχυρού). Είχε μπροστά του έναν βράχο, έναν στύλο Ορθοδοξίας και όχι ένα εύθραυστο «καλάμι που σαλεύεται απ’ τον άνεμο» (πρβλ. Ματθ. 11, 7· Λουκ. 7, 24).
Ο άγιος Πατέρας μας Μάρκος τον κοίταξε καλά και με σταθερή φωνή τού έδωσε την πρέπουσα απάντηση σε όλα. Και για την απειλή, που με τόση θρασύτητα τού απηύθυνε ο Πάπας, είπε:
«Οι Σύνοδοι καταδίκαζαν εκείνους που δεν πείθονταν στην Εκκλησία και κήρυτταν διδασκαλίες που αντέβαιναν σε όσα αυτή διδάσκει. Εγώ όμως δεν κηρύττω καμιά δική μου γνώμη, ούτε είπα ποτέ τίποτα νέο και άγνωστο στην Εκκλησία. Τηρώ τον εαυτό μου στην ακραιφνή πίστη, την καθαρή και ανόθευτη, αυτή που παρέλαβε και κατέχει η Εκκλησία από Αυτόν τον Ίδιο τον Σωτήρα μας Ιησού Χριστό. Αυτή τη διδασκαλία την οποία και η Ρωμαϊκή Εκκλησία κρατούσε πριν από το σχίσμα μαζί με τη δική μας, την Ανατολική. Αυτή ακριβώς την «εὐσεβῆ δόξαν» που πάντα πριν και εσείς επαινούσατε, αλλά και πολλές φορές επαινέσατε στην τωρινή Σύνοδο. Αυτή την ευσεβή διδασκαλία κανείς από μας δεν μπορεί να τη μεμφθεί ή να την κατηγορήσει. Αν λοιπόν εγώ επιμένω σ’ αυτή τη διδασκαλία και δεν θέλω να παρεκκλίνω απ’ αυτή, πώς είναι δυνατό να κατακριθώ σαν αιρετικός; Πρώτα κάποιος πρέπει να κατακρίνει τη διδασκαλία στην οποία πιστεύω, και κατόπιν να με καταδικάσει. Αν όμως αυτή η διδασκαλία ομολογείται από όλους πως είναι η ευσεβής και η ορθή, πώς γίνεται μετά εγώ να είμαι άξιος καταδίκης;»
Μ’ αυτή του την απάντηση ο κατά πάντα άμεμπτος και ακατηγόρητος Μάρκος αποστόμωσε τον Πάπα. Η «επηρμένη οφρύς» του Ευγενίου δέχθηκε ένα ισχυρό κόλαφο. Οι γενναίοι μιλούν ταπεινά, αλλά και γενναία· και έτσι ταπεινώνουν τους θρασείς και αυθάδεις. Ο Μάρκος, που είχε το σθένος να πει το «όχι» στον αυτοκράτορά του, πώς ήταν δυνατό να μη το πει και στον επίσκοπο της Ρώμης, αποδεικνύοντάς τον έτσι καθόλα ανόητο; Ο Εφέσου, όχι απλώς δεν υποτάχθηκε, αλλά εκείνη τη στιγμή ανακήρυξε τη διδασκαλία των Λατίνων σαν ξένη και ψευδή. Και αυτά τα είπε με την εν Κυρίω καύχηση. «Λαμπρώς κηρύττει», ο Μάρκος! «Και πού άραγε; Και μπροστά σε ποιον; Μέσα στο ανακτορικό παλάτι του Πάπα, μπροστά σ’ εκείνον που έκανε τον εαυτό του ίσο με τον Θεό. Μόνος και απομονωμένος, ανάμεσα στους υπερήφανους καρδιναλίους και τους άλλους συμβούλους» του Πάπα, γράφει, πολύ εύγλωττα και παραστατικά, ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος (1721–1813). Με αφορμή όλων αυτών πάλι ο Πάριος ο Αθανάσιος προσθέτει ενθουσιαστικά και τα εξής για το πρόσωπο του ιερού Μάρκου: Αν κάθε Ορθόδοξος είναι «αντίπαπας», γιατί αντιτίθεται στις κακοδοξίες του Πάπα και των οπαδών του, πολύ περισσότερο «αντίπαπας» είναι ο Εφέσου. Αυτός είναι ο κατ’ εξοχήν αντίπαπας: «Αυτός δεν είναι αντίπαπας, αλλά ο αντίπαπας· Μάρκος ο Αντίπαπας»!...
Μερικοί απορούν πώς ο επίσκοπος Ρώμης, ενώ είχε μπροστά του περικυκλωμένο, μόνο και απροστάτευτο, τον φοβερό πολέμιο και ανατροπέα των σχεδίων του, δεν πραγματοποίησε την απειλή του και δεν τιμώρησε τον άγιο Μάρκο με την εσχάτη των ποινών. Όλοι τουλάχιστον αυτό περίμεναν. Η απορία είναι φυσική. Η ιστορία των Παπών –οι οποίοι «τα έβαζαν» ακόμη και με αυτοκράτορες του αναστήματος ενός Φρειδερίκου Βαρβαρόσα του Α΄ (1122–1190)–, δεν έχει να επιδείξει άλλον όμοιο προς τον άγιο Μάρκο. Αναφέρονται στην ιστορία τους μάλλον τα εντελώς αντίθετα. Αλλά και πάλι: άραγε, είναι πάντα εύκολο να πραγματοποιείς τις απειλές σου; Εκτός αυτού, γιατί να αποκλείσουμε στην περίπτωση αυτή και τη μεγάλη ισχύ του ρητού: «Την ανδρεία ξέρει να την θαυμάζει ακόμη και ο εχθρός» («Ἀνδρείαν οἶδε καὶ πολέμιος θαυμάζειν»); Και ο άγιος Μάρκος δεν ήταν απλά ανδρείος· ήταν ήρωας, ήταν άγιος! Πολεμούσε ενάντια σε όλους και νικούσε, γιατί πολεμούσε μαζί του και ο Θεός. Στο πρόσωπο του αδύνατου και κατά το σώμα ασθενικού αγίου Μάρκου έλαμψε η δύναμη του Θεού. Αυτή τον δυνάμωσε στη Σύνοδο. Αυτή τον φρούρησε από την οργή και την αρπαγή του Πάπα.
Αν η Ορθοδοξία ζει ακόμη –και θα ζει μέχρι το τέλος του παρόντα αιώνα– τούτο οφείλεται στο ότι είχε ανέκαθεν επισκόπους «θείω ζήλω πεπυρωμένους», επισκόπους του αναστήματος του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, με τους οποίους πάντα συμπολεμεί ο Θεός. Κατά τον άγιο Αθανάσιο τον Πάριο, ο Μάρκος ήταν ουσιαστικά όχι μόνο γενναία ψυχή, αλλά και «μάρτυς τετελεσμένος». Δηλαδή, ναι μεν δεν έχυσε το αίμα του, αλλά με την πρόθεσή του είχε ήδη μαρτυρήσει για τον Χριστό. Ο επίσκοπος Σταυρουπόλεως Ησαΐας, ένας από εκείνους που δεν υπέγραψαν τον «Όρο» της ψευδοσυνόδου της Φεράρα, όπως γράφτηκε και πιο πάνω, παραλίγο να φονευθεί από τα όργανα του Πάπα, αν δεν τον προστάτευε ο αδελφός του αυτοκράτορα, ο Δεσπότης του Μοριά Δημήτριος (1407–1470· ο οποίος έφτασε στη Βενετία την 1η Ιουλίου 1439). Αλλά για τον Μάρκο ο απεσταλμένος του Πάπα είπε με σαφήνεια και χωρίς περιστροφές: «Για τον Εφέσου δεν χρειάζεται σιτηρέσιο (=η ολοένα και πιο ελάχιστη καθημερινή μερίδα τροφής που χορηγούσε «ευμενώς» ο Πάπας προς τους Έλληνες, όσο καιρό αυτοί βρίσκονταν στην Ιταλία, μέσα σε συνθήκες αυστηρού περιορισμού και συνεχούς επιτήρησης), αλλά σχοινί για να πάει να κρεμαστεί!»… Αν λοιπόν δεν τον σκέπαζε ο Θεός, θα έβαφε ασφαλώς την αρχιερατική του στολή με το αίμα του μαρτυρίου. Άρα, κατά την προαίρεση, ήταν στ’ αλήθεια «μάρτυς τετελεσμένος».
Η αναχώρηση από τη Βενετία έγινε την 19η Οκτωβρίου του 1439, ύστερα από δύο έτη παραμονής στην Ιταλία. Η Ελληνική αντιπροσωπεία επιβιβάστηκε σε δύο Ενετικά εμπορικά πλοία, εντελώς ακατάλληλα σύμφωνα με τον λόγιο κληρικό Σίλβεστρο Συρόπουλο (1400–1453), ο οποίος λέει: «Ενώ ο Πάπας υποσχόταν να μας μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη με πλοία ευρύχωρα και με κάθε δυνατή άνεση, στο τέλος μάς στρίμωξε όλους μέσα σε δύο φορτηγά πλοία, όπου είχαμε τόση άνεση και ευρυχωρία, όση έχουν και οι Σκύθες δούλοι!». Ο αυτοκράτορας πήρε μαζί του και τον άγιο Μάρκο, δηλαδή τον έβαλε στο δικό του πλοίο για να τον μεταφέρει με ασφάλεια στην Βασιλεύουσα. Με αφορμή αυτή την προστατευτική και στοργική χειρονομία του βασιλέα προς τον Εφέσου Μάρκο, αναφωνεί ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος: «Ω εξαίρετη τιμή και αγάπη παράδοξη! Εξαίρετη τιμή, γιατί όσα έγιναν στον Μάρκο, γίνονταν από έναν βασιλιά και ταίριαζαν να γίνουν μονάχα σ’ ένα εκλεκτό και πολυαγαπημένο του πρόσωπο. Αγάπη παράδοξη, γιατί όλα αυτά γίνονταν σε ποιον; Στον ίδιο τον εχθρό των αυτοκρατορικών πράξεων· στον πολέμιο των δικών του θελήσεων και αποφάσεων· στον ίδιο τον καταλύτη της τόσο πολύ κοπιαστικής, της –για μια ολόκληρη ζωή– περισπούδαστης και πολυπόθητης ένωσης, αλλά, όπως συγκεκριμένα προείπε για όλες τις κατοπινές εξελίξεις ο μέγας Ποντίφικας, “Δεν κάναμε απολύτως τίποτα!”».
Η πράξη αυτή του Ιωάννου του Η΄ του Παλαιολόγου ήταν μια πανηγυρική απόδειξη του σεβασμού και της υπόληψης που έτρεφε προς τον άγιο Εφέσου, παρ’ όλο που ο τελευταίος ήταν το μοναδικό εμπόδιο στα φιλενωτικά σχέδιά του. Ακόμη, ήταν απόδειξη ότι Μάρκος δεν ήταν μια προσωπικότητα μέτριας αρετής, αλλά άνθρωπος της «τέλειας αγιότητας· ένας άλλος Βασίλειος του τότε καιρού ή ένας Αθανάσιος ή ένας Κύριλλος ή κάποιος άλλος από εκείνους τους θεοφόρους άνδρες», όπως τον ονομάζει πάλι ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος.
Έτσι, ο άγιος Μάρκος μεταφερόταν από τον βασιλέα προς την Βασιλεύουσα σαν μια Ιερή Ορθόδοξη Παρακαταθήκη που έμεινε άθικτη και ακέραιη από την Παπική αίρεση και το νεωτεριστικό λατινικό πνεύμα. Ήταν αυτός ο ίδιος το «λείμμα» (το υπόλειμμα) της Ανατολής, που επέστρεφε από τη Δύση. Ήταν η καιόμενη λαμπάδα που θα μετέδιδε το ανέσπερο φως της στην οικουμένη. Με τόση σοφία είχε οικονομήσει τα πράγματα ο Σωτήρας Χριστός, η Κεφαλή της Εκκλησίας μας. Το γεγονός αυτό είναι μια επιπλέον απόδειξη ότι την Εκκλησία την φρουρεί ο Εσταυρωμένος Λυτρωτής και όχι οι άνθρωποι. Το Άγιο Πνεύμα με τρόπο μυστικό «ελάλησε αγαθά» στην καρδιά του βασιλέα υπέρ του αγίου Μάρκου. Γνώριζε ο Κύριος ότι ο ακατηγόρητος άγιος Μάρκος ο Ευγενικός ήταν ο μόνος κατάλληλος για να γίνει ύστερα από λίγο ο νέος Βεσελεήλ (=εκείνος, ο γεμάτος από πνεύμα και σοφία του Θεού άνθρωπος, που επιλέχθηκε από τον Ίδιο τον Θεό για να κατευθύνει την κατασκευή της Σκηνής του Μαρτυρίου, της Κιβωτού, καθώς και των ιερών εξαρτημάτων της), καθώς και ο νέος Ζοροβάβελ (=βιβλικό πρόσωπο, πολιτικός ηγέτης των Ιουδαίων μετά την αιχμαλωσία τους στη Βαβυλώνα, ο οποίος οδήγησε στην Ιερουσαλήμ τους πρώτους Ιουδαίους, αναλαμβάνοντας ως επικεφαλής τον συντονισμό για την ανέγερση και τη λειτουργία του Ναού) στην Εκκλησία Του. Έτσι θα ολοκλήρωνε τη νίκη του. Και στο δικό του πρόσωπο θα θριάμβευε η Ορθοδοξία. Και μαζί με αυτήν και ολάκερο το Ελληνικό Γένος.
Νικόλαος Π. Βασιλειάδης (1927–2016)
Θεολόγος
(από το βιβλίου του Νικολάου Π. Βασιλειάδη: «Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η ένωσις των Εκκλησιών», Κεφ. 7ο, σελ. 148–152 και 161–167, Έκδοση Αδελφότητας Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήναι, Μάρτιος 1993)
ΕΝΑΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΟΛΩΝ,
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, ἑορτάζει ὁ ἅγιος Μᾶρκος Ἐφέσου ὁ Εὐγενικός. Στὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι Μᾶρκοι. Ἕνας εἶνε ὁ εὐαγγελιστής, ποὺ ἔγραψε τὸ δεύτερο Εὐαγγέλιο. Ἄλλος Μᾶρκος εἶνε ὁ ἀσκητὴς ποὺ ἔζησε στὴν ἔρημο. Ὁ σημερινὸς λέγεται Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, καὶ ἦταν μητροπολίτης Ἐφέσου.
* * *
Πότε ἔζησε; Λίγο προτοῦ νὰ πέσῃ ἡ Πόλις. Ἡ Πόλις ἔπεσε 29 Μαΐου 1453, ἡμέρα Τρίτη. Μερικὰ χρόνια πρὶν ἔζησε καὶ ἔδρασε ὁ ἅγιος Μᾶρκος. Ἦταν χρόνια δύσκολα γιὰ τὸ γένος μας. Οἱ Τοῦρκοι εἶχαν κατορθώσει νὰ κυριεύσουν ὅλη τὴ Μικρὰ Ἀσία. Κάψανε σπίτια, ἀτιμάσανε γυναῖκες… Περάσανε τὰ Δαρδανέλλια, ἦρθαν στὴ Θρᾴκη, φτάσανε μέχρι τὴν Κω᾿σταντινούπολι, καὶ τὴν πολιόρκησαν. Κινδύνευσε ἡ Πόλις νὰ πέσῃ στὰ χέρια τους.
Αὐτοκράτωρ ἦταν τότε ἕνας ἀδελφὸς τοῦ Κω᾿σταντίνου τοῦ Παλαιολόγου, ὁ Ἰωάννης Παλαιολόγος. Αὐτὸς συνεκάλεσε στὸ παλάτι σύσκεψι. Μαζευτήκανε στρατηγοί, ναύαρχοι, ὅλοι οἱ μεγάλοι, καὶ ἐσκέπτοντο πῶς θὰ σωθοῦνε ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῶν Τούρκων. Ὅλοι εἶπαν· Μόνοι μας δὲ᾿ μποροῦμε· πρέπει νὰ ζητήσουμε τὴ βοήθεια τῶν Εὐρωπαίων. Ἀλλὰ οἱ Εὐρωπαῖοι (Ἰταλοί, Γάλλοι, Ἱσπανοί, Γερμανοί…) δὲν εἶνε ὀρθόδοξοι. Πιστεύουν στὸν πάπα, καὶ αὐτὸν προσκυνοῦνε. Ἦταν καὶ τότε ὁ πάπας πανίσχυρος, γιατὶ ἐξουσίαζε ὄχι μόνο θρησκευτικῶς, ἀλλὰ καὶ πολιτικῶς. Ὅ,τι ἤθελε ἔκανε. Ἂν ἔλεγε «πόλεμος», πόλεμος γινόταν· ἂν ἔλεγε «εἰρήνη», εἰρήνη. Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ πᾶνε στὸν πάπα καὶ νὰ τὸν παρακαλέσουν νὰ στείλῃ βοήθεια. Σχηματίσθηκε λοιπὸν μιὰ ἐπιτροπή. Ἐκκλησιαστικὰ μέλη τῆς ἐπιτροπῆς ἦταν ὁ πατριάρχης, ὡρισμένοι μητροπολῖται, καὶ μεταξὺ αὐτῶν ὁ ἅγιος Μᾶρκος μητροπολίτης Ἐφέσου.
Ἂν πάρετε ἕνα χάρτη, θὰ δῆτε ὅτι ἡ Ἔφεσος εἶνε στὴ Μικρὰ Ἀσία, ἀπέναντι ἀπὸ τὴ Σάμο. Ἦταν μία ἀπὸ τὶς ὡραιότερες πόλεις, μὲ 30 – 40 χιλιάδες Χριστιανούς, μὲ ὡραῖες ἐκκλησίες καὶ μοναστήρια, ποὺ ὑπῆρχαν ἐκεῖ μέχρι τὸ 1922. Τώρα δὲν ὑπάρχει τίποτα. Οἱ Τοῦρκοι τὶς ἐκκλησίες τὶς κάνανε σταύλους καὶ κινηματογράφους… Τότε λοιπὸν μητροπολίτης Ἐφέσου ἦταν ὁ ἅγιος Μᾶρκος.
Τὸν πῆραν μαζί τους στὴν ἐπιτροπή, γιατὶ ἦταν πολὺ μορφωμένος. Ἤξερε τὴν ἁγία Γραφὴ ἀπέξω, ἤξερε τοὺς πατέρες, ἤξερε φιλοσοφία· ἦταν ὁ πιὸ κατάλληλος νὰ κάνῃ συζήτησι μὲ τοὺς δυτικούς.
Μπῆκαν σὲ καράβι γιὰ νὰ πᾶνε. Τώρα ἀπὸ τὴν Πόλι φθάνεις στὴ Ῥώμη μὲ τὸ ἀεροπλάνο σὲ δυὸ ὧρες. Τότε ὅμως ἤθελαν μῆνες· νὰ περάσουν τὰ Δαρδανέλλια, τὸ Αἰγαῖο, κάτω ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο, γιὰ νὰ φθάσουν ἐκεῖ. Τὰ καράβια ἦταν ἱστιοφόρα. Ξεκίνησαν λοιπὸν καὶ ὕστερα ἀπὸ τέσσερις μῆνες φθάσανε στὴν Ἰταλία.
Μόλις βγήκανε ἔξω, ὁ πάπας εἶχε τὴν ἀξίωσι, ὅλη ἡ ἐπιτροπὴ τῶν ἐκλεκτῶν Βυζαντινῶν μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν αὐτοκράτορα νὰ περάσουν νὰ τὸν προσκυνήσουν, νὰ πέσουν στὰ πόδια του καὶ νὰ φιλήσουν τὴν παντόφλα του. Αὐτοὶ τί ἀπήντησαν· Ἐμεῖς ἄνθρωπο δὲν προσκυνᾶμε· τὸ Θεό προσκυνᾶμε. Καὶ δὲν ἀσπάσθηκαν τὴν παντόφλα του. Μέχρι καὶ σήμερα, ὅποιος πάῃ στὴ Ῥώμη νὰ δῇ τὸν πάπα, πρέπει νὰ φιλήσῃ ὄχι τὸ χέρι ἀλλὰ τὸ πόδι του. Ἐμεῖς ἔχουμε συνήθεια καὶ φιλᾶμε τὸ χέρι τῶν κληρικῶν καὶ τῶν μεγαλυτέρων· ἀλλὰ ἐκεῖ στὴ Ῥώμη φιλᾶνε τὴν παντόφλα τοῦ πάπα.
Ἄρχισαν τέλος πάντων οἱ συζητήσεις. Σὲ ὅλα εἶχαν διαφορὲς μεγάλες. Ποιές διαφορές; Μερικὲς εἶνε οἱ ἑξῆς.
Ἐμεῖς στὸ βάπτισμα βυθίζουμε τὸν βαπτιζόμενο στὴν κολυμβήθρα· πρέπει νὰ χωθῇ ὅλο τὸ κορμὶ στὸ νερό, νὰ μὴ μείνῃ τίποτε ἀσκέπαστο. Οἱ φράγκοι δὲν βυθίζουν τὸ σῶμα· μόνο τὸ ῥαντίζουν. Ἕνα αὐτό.
Τὸ δεύτερο. Ἐμεῖς κοινωνοῦμε σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας. Αὐτοὶ δίνουν μόνο «σῶμα», τὴν ὄστια ὅπως τὴ λένε.
Τρίτον. Ἐμεῖς λέμε, ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός. Αὐτοὶ προσθέτουν, ὅτι ἐκπορεύεται «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ».
Ἐμεῖς ἔχουμε τὸ Χριστὸ ἀρχηγό μας. Αὐτοὶ λένε, ὅτι ὁ πάπας ἔχει τὸ «πρωτεῖο».
Αὐτὲς καὶ ἄλλες ἀκόμα διαφορὲς ὑπάρχουν μεταξύ μας. Καὶ σ᾿ αὐτὰ τὰ σημεῖα ἔμεινε ἀνυποχώρητος ὁ ἅγιος Μᾶρκος.
Στὸ τέλος ὁ πάπας, ὅταν εἶδε τὰ δύσκολα, χρησιμοποίησε βία. Τοὺς ἔθεσε σὲ περιορισμό, τοὺς ἄφησε νηστικοὺς μέρες ὁλόκληρες, τοὺς τυράννησε. Τότε τὰ μέλη τῆς ἐπιτροπῆς, ὁ ἕνας κατόπιν τοῦ ἄλλου ὑποχώρησαν καὶ ἄρχισαν νὰ ὑπογράφουν τὴν ἕνωσι. Μόνο ἕνας δὲν ὑποχώρησε. Καὶ αὐτὸς ἦταν ὁ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός. Ὅταν ὁ πάπας ἔμαθε τὴν ἄρνησί του, εἶπε· Ἀφοῦ δὲν ὑπέγραψε αὐτός, «δὲν κάναμε τίποτα».
Δὲν ὑπέγραψε, καὶ κινδύνευσε τὰ μέγιστα τότε. Μὲ δυσκολία κατώρθωσε νὰ φύγῃ ἀβλαβὴς ἀπὸ τὴ Ῥώμη καὶ νὰ ἐπιστρέψῃ στὴν Πόλι. Ὅταν ἔφθασε, βγῆκε ὅλος ὁ λαὸς καὶ τὸν ὑποδέχθηκε. Γιατὶ ἦταν ἥρωας. Ἔμεινε ἀνυποχώρητος, ἕνας αὐτὸς ἐναντίον ὅλων.
* * *
Τιμοῦμε τὸν ἅγιο Μᾶρκο τὸν Εὐγενικό. Γιατὶ ἂν δὲν ἦταν αὐτός, ἐμεῖς τώρα θὰ ἤμαστε φράγκοι. Ἀντιστάθηκε αὐτὸς καὶ κράτησε τὴν ὀρθόδοξο πίστι, ὅπως παλαιότερα ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Οἱ παπικοὶ ἔλεγαν· Ἂν μπορῇς νὰ μετακινήσῃς τὸν Ὄλυμπο, μπορεῖς νὰ κλονίσης κι αὐτὸν ἀπὸ τὶς πεποιθήσεις του.
Τί μᾶς διδάσκει ὁ ἅγιος Μᾶρκος; Πρῶτον ἕνα δίδαγμα ἐθνικό. Νὰ προσέξουμε καὶ σήμερα, γιατὶ πάλι κινδυνεύουμε ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Τὰ ίδια ἔχουμε. Τότε κατέφυγαν στὸν πάπα. Καὶ αὐτός, κατὰ τὴ συμφωνία ποὺ ἔγινε, ἔστειλε μιὰ μικρὴ βοήθεια, λίγα καράβια καὶ λίγους στρατιῶτες. Καὶ ἡ Πόλις ἔπεσε. Τὰ ίδια καὶ σήμερα. Τὴν ὥρα τοῦ κινδύνου ἐμεῖς ποῦ ἀποβλέπουμε; Στοὺς ἰσχυροὺς τῆς ἡμέρας, ἄλλη μιὰ φορά, γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσουν. Δὲν κάνω πολιτική, ἀλλὰ σᾶς λέω τὴν πικρὰ ἀλήθεια. Ὅταν ἤμεθα στὴ Μικρὰ Ἀσία, μᾶς ἄφησαν καὶ οἱ Ἄγγλοι καὶ οἱ Ἰταλοὶ καὶ οἱ Γάλλοι. Μείναμε μόνοι. Ἐνῷ λίγο ἂν μᾶς βοηθοῦσαν, δὲ᾿ θὰ θρηνούσαμε τὴν καταστροφή. Μισοῦν, φθονοῦν τὴν Ἑλλάδα. Τί πρέπει νὰ κάνουμε ἐμεῖς; Νὰ ἔχουμε ὁμόνοια καὶ ἀγάπη, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ κρατηθοῦμε σ᾿ αὐτὰ τὰ ἐδάφη, ποὺ εἶνε ποτισμένα μὲ αἷμα.
Ἀλλὰ καὶ ἕνα θρησκευτικὸ δίδαγμα. Στὰ χρόνια μας ἔχουν σηκωθῆ πολλοὶ ἄθεοι. Ἄλλοτε στὸν εὐλογημένο τόπο μας δὲν ὑπῆρχε ἄθεος. Τώρα οἱ ἄθεοι φτάσανε μέχρι τὶς στάνες· ἔχουμε καὶ τσοπαναραίους ἀθέους. Ἂν συναντήσετε ἄθεο, ποὺ λέει ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεὸς κι ὅτι ὅλα ἔγιναν ἔτσι, νὰ τοῦ πῆτε ἕνα πρᾶγμα· «Τὸ σπιτάκι ποὺ κάθεσαι, ἔτσι μόνο του ἔγινε; Κάποιος τὸ ἔχτισε. Καὶ τὸ σύμπαν, τὸ μεγάλο αὐτὸ σπίτι, ποιός τὸ ἔχτισε; Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός!». Κλεῖστε τ᾿ αὐτιά σας στοὺς ἀπίστους καὶ ἄθεους. Ἀκόμα κλεῖστε τ᾿ αὐτιά σας στοὺς αἱρετικοὺς καὶ μάλιστα στοὺς χιλιαστάς, ποὺ μᾶς ἦρθαν ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ μὲ βαλίτσες δολλάρια. Αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ τοὺς ποῦμε ἐμεῖς εἶνε· Φτωχοὶ είμαστε, ἀλλὰ δὲ᾿ θὰ πουλήσουμε τὴν πίστι μας. Παραπάνω ἀπὸ τὰ δολλάρια τῆς Ἀμερικῆς εἶνε ὁ Χριστός μας. Δὲ᾿ θὰ πουλήσουμε τὸ Χριστὸ σὰν τὸν Ἰούδα ἀντὶ τριάκοντα ἀργυρίων!…
Ἕνας τέτοιος πράκτορας ἦρθε κάποτε στὴ Φλώρινα καὶ ζήτησε ἀπὸ μιὰ γυναῖκα – ἰδιοκτήτη κινηματογράφου νὰ τοὺς παραχωρήσῃ τὴν αίθουσα, γιὰ νὰ μαζευτοῦν ἐκεῖ ἀπ᾿ ὅλη τὴ Μακεδονία καὶ νὰ κάνουν συγκέντρωσι. Τῆς ἔδιναν, γιὰ μία ὥρα, πολλὰ χρήματα. Κι αὐτὴ τί ἀπήντησε· ―Φτωχιὰ εἶμαι, ἀλλὰ τὸν κινηματογράφο σ᾿ ἐσᾶς δὲν τὸν δίνω. Ὅλα τὰ δολλάρια τῆς Ἀμερικῆς νὰ μοῦ δώσετε, δὲ᾿ μαγαρίζω τὴν αίθουσα!…
Κάτω στὴ Θεσσαλία, κοντὰ στὸν Πηνειό, εἶνε ἕνα χωριουδάκι. Εἶχε παπᾶ, χτυποῦσε καμπάνα, πήγαιναν ὅλοι στὴν ἐκκλησία· εὐλογημένο χωριό. Ἦρθε ὅμως ἀπὸ τὴ Γερμανία ἕνας ποὺ εἶχε γίνει χιλιαστής. Αὐτὸς κατώρθωσε σιγὰ – σιγὰ νὰ κάνη καὶ ἕναν δεύτερο χιλιαστή, σὲ λίγο ἕναν τρίτο… Τώρα τὸ χωριὸ εἶνε ὅλο χιλιαστικό. Ψώριασαν τὰ πρόβατα! Φτάνει ἕνα γιὰ νὰ ψωριάσῃ ὅλο τὸ κοπάδι.
Γι᾿ αὐτό, ἂν καμμιὰ φορὰ στὴν ἐνορία σας ἔρθῃ χιλιαστής, σημάνετε συναγερμό. Ἀνεβῆτε στὰ καμπαναριὰ καὶ χτυπῆστε νεκρικὰ τὶς καμπάνες, σὰ᾿ νὰ εἶνε Μεγάλη Παρασκευή. Διῶξτε τους μακριά. Γιατὶ εἶνε λύκοι φοβεροί, ἀπατεῶνες καὶ πλαστογράφοι τῆς ἀληθειας. Ἔτσι θὰ εἶστε παιδιὰ τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καὶ παιδιὰ τοῦ Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ. Ἔτσι θὰ κρατήσουμε τὴν πίστι μας ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά, δοξάζοντες Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἰς αἰῶνα αἰῶνος.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στο ἱερό ναὸ του Ἁγίου Μάρκου Εὐγενικοῦ Κρυόβρυση – Ἑορδαίας 19-1-1976)
Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός για τους Λατίνους
Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος
Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, Μητροπολίτης Εφέσου, υπήρξε ατρόμητος ομολογητής της πίστεως στην Σύνοδο της Φερράρας - Φλωρεντίας, αφού δεν υπέκυψε στις παπικές πιέσεις και τους εκβιασμούς και παρέμεινε μέχρι τέλους ομολογητής της πίστεως. Όχι μόνον κατά την Σύνοδο εκείνη απέδειξε τις πλάνες των Λατίνων, αλλά ταυτοχρόνως απέδειξε και τις νοθείες που έκαναν οι Λατίνοι στα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας.
Στην αρχή, βεβαίως, ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός συμπεριφέρθηκε με ευγένεια, αλλά αργότερα, όταν διεπίστωσε τις αλχημίες, τις πιέσεις, τις νοθείες, τους εκβιασμούς και τις πονηρίες των Λατίνων, υπήρξε ομολογητής της πίστεως. Η στάση του ήταν πέρα για πέρα Ρωμαϊκή, γιατί οι αληθινοί Ρωμηοί είναι αριστοκράτες του πνεύματος, μπορούν να συνδιαλέγωνται με νηφαλιότητα, ηρεμία και ευγένεια, αλλά όταν πρόκειται για απομάκρυνση από την αποκαλυπτική αλήθεια, και όταν βλέπουν τις αλχημίες των άλλων, τότε γίνονται ομολογηταί της πίστεως. Γιατί ο Χριστός δεν θέλει απλώς αναζητητάς, αλλά ομολογητάς.
Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός είχε σαφή γνώση του πράγματος. Γνώριζε δηλαδή ότι εμείς απεκόψαμε τους Λατίνους από το Σώμα της Εκκλησίας, γιατί οι Λατίνοι υπέπεσαν στην αίρεση του Filioque. Θα παραθέσω ένα κείμενό του που είναι αρκετά εκφραστικό. Γράφει ο άγιος Μάρκος:
«Την μεν αιτίαν του σχίσματος εκείνοι δεδώκασι, την προσθήκην εξενεγκόντες αναφανδόν, ην υπ' οδόντα πρότερον έλεγον. ημείς δε αυτών εσχίσθημεν πρότεροι, μάλλον δε εσχίσαμεν αυτούς και απεκόψαμεν του κοινού της Εκκλησίας σώματος. Δια τι ειπέ μοι: Πότερον, ως ορθήν έχοντας δόξαν, ή ορθώς την προσθήκην εξενεγκόντας; Και τις αν τούτο είποι, μη σφόδρα τον εγκέφαλον διασεσεισμένος; Αλλά ως άτοπα και δυσσεβή φρονούντας και παραλόγως την προσθήκην ποιήσαντας. Ουκούν ως αιρετικούς αυτούς απεστράφημεν και δια τούτο αυτών εχωρίσθημεν... αιρετικοί εισιν άρα, και ως αιρετικούς αυτούς απεκόψαμεν.»
Από το κείμενο αυτό μπορούμε να σχολιάσουμε μερικές αλήθειες.
Πρώτον, ότι οι Λατίνοι φανέρωσαν την αίρεση του Filioque, την οποία προηγουμένως πίστευαν μυστικώς, την έλεγαν κάτω από τα δόντια τους.
Δεύτερον, εμείς οι Ορθόδοξοι χωρισθήκαμε με την θέλησή μας από τους Λατίνους, πράγμα το οποίο ισοδυναμεί με το ότι τους απεκόψαμε από το κοινό της Εκκλησίας Σώμα, ως φρονούντας δυσσεβή δόγματα, και επειδή πρόσθεσαν την λέξη Filioque στο Σύμβολο της Πίστεως παραλόγως.
Τρίτον, οι Λατίνοι με την προσθήκη του Filioque είναι αιρετικοί και ως αιρετικούς απεκόψαμε από την Εκκλησία. Όσοι ισχυρίζονται ότι ορθώς πιστεύουν οι Λατίνοι και ορθώς εξέφρασαν το δόγμα περί του Filioque, αυτοί είναι «σφόδρα τον εγκέφαλον διασεσεισμένοι». Δηλαδή έχουν πάθει διάσειση εγκεφάλου.
Επομένως, κατά την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, όπως το εκφράζει ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, οι Λατίνοι είναι αιρετικοί, αποκεκομμένοι από την Εκκλησία και φυσικά είναι εκτός της Εκκλησίας και δεν έχουν μυστήρια.
Ιούνιος 2001
(από το περιοδικό "ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ", Τριμηνιαία Έκδοση Ορθοδόξου Διδαχής, Έτος 3ο, Τεύχος 3, Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2001)
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, ὁμολογίᾳ, μέγαν εὕρατο, ἡ Ἐκκλησία, ζηλωτήν σε θεῖε Μᾶρκε πανεύφημε, ὑπερμαχοῦντα πατρῴου φρονήματος, καὶ καθαιροῦντα τοῦ σκότους ὑψώματα. Ὅθεν ἄφεσιν, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τοῖς σὲ γεραίρουσι.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Πανοπλίαν ἄμαχον, ἐνδεδυμένος θεόφρον, τὴν ὀφρῦν κατέσπασας, τῆς Δυτικῆς ἀνταρσίας, ὄργανον, τοῦ Παρακλήτου γεγενημένος, πρόμαχος, Ὀρθοδοξίας προβεβλημένος· διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις ὦ Μᾶρκε, Ὀρθοδόξων καύχημα.
Μεγαλυνάριον.
Τῆς Ὀρθοδοξίας ταῖς ἀστραπαῖς, λάμψας ἐν τῇ Δύσει, ἐξεθάμβησας ἐμφανῶς, Δυτικῶς τὰς ὄψεις, τοὺς ὅρους τῶν Πατέρων, ὦ Μᾶρκε ῥητορεύων, πυρίνῃ γλώττῃ σου.
Πηγή: Σύνδεσμος Κληρικών Χίου, Ιερός Ναός Αγίου Μάρκου Ευγενικού Πατησίων, (από το βιβλίου του Νικολάου Π. Βασιλειάδη: «Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η ένωσις των Εκκλησιών», Κεφ. 7ο, σελ. 148–152 και 161–167, Έκδοση Αδελφότητας Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήναι, Μάρτιος 1993) Πνευματικοί Λόγοι, (απομαγνητοφωνημένη ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στο ἱερό ναὸ του Ἁγίου Μάρκου Εὐγενικοῦ Κρυόβρυση – Ἑορδαίας 19-1-1976) Ορθόδοξος Έλληνας Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης, (από το περιοδικό "ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ", Τριμηνιαία Έκδοση Ορθοδόξου Διδαχής, Έτος 3ο, Τεύχος 3, Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2001) Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Μέγας Συναξαριστής