
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Τὴν περασμένη Τρίτη ἤτανε ἡ μνήμη τῆς ἁγίας Φιλοθέης, ποὺ εἶναι πολιοῦχος τῶν Ἀθηνῶν μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη καὶ τὸν ἅγιο Ἰερόθεο.
Μία άλλη περίπτωση Νεομάρτυρα Ελληνικής καταγωγής, είναι αυτή του Αγγέλου (ή Αγαθαγγέλου) από την σημερινή Φλώρινα (στη Βουλγαρική Λέριν). Το εορτολόγιο της Ιεράς Μητροπόλεως Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας του 2009, είναι αφιερωμένο στον Νεομάρτυρα αυτό, που μαρτύρησε στο Μοναστήρι της Πελαγωνίας (σημερινά Βίτολα της ΠΓΔΜ), την 17ην Φεβρουαρίου 1727.
Ο Άγιος μεγαλομάρτυς Θεόδωρος ο Τήρων ανήκει στη χορεία των ενδόξων στρατιωτικών αγίων και τιμάται στις 17 Φεβρουαρίου αλλά και το πρώτο Σάββατο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Γεννήθηκε στο χωριό Χουμιαλά, που βρίσκεται στην περιοχή της αρχαίας πόλεως Αμάσεια, πόλη κτισμένη κοντά στον Ίρι ποταμό της Μαύρης Θάλασσας του Πόντου της Μικράς Ασίας, και έδρασε επί των ημερών του Ρωμαίου αυτοκράτορος Διοκλητιανού (264-285) και των διαδόχων του, Μαξιμιανού (286-305) και Μαξιμίνου (307-313). Ο Θεόδωρος κατατάχθηκε στο στράτευμα των Τηρώνων, δηλαδή των νεοσυλλέκτων, σε μία περίοδο κατά την οποία ο Διοκλητιανός είχε εξαπολύσει αδυσώπητο διωγμό εναντίον των χριστιανών. Το τάγμα αυτό ήταν εκλεκτό και το στείλανε στην Ανατολή, δια να φυλάξει χα ανατολικά σύνορα του κράτους.
Ο μεγαλομάρτυς Θεόδωρος ο Τήρων δεν παρουσιαζόταν σαν χριστιανός να ομολογήσει την πίστη στον Αληθινό Θεό, όχι από φόβο για χα μαρτύρια, αλλά γιατί νόμιζε, πως δεν ήταν ακόμη ενδεδειγμένο από το Θεό να μαρτυρήσει. Έτσι, την εποχή αυτή δεν είχε γίνει ακόμη γνωστή η χριστιανική ιδιότητα του Θεοδώρου, ο οποίος λόγω του γενναίου φρονήματός του είχε τοποθετηθεί σε στρατιωτικό απόσπασμα κοντά στην πόλη Ευχάιτα του Πόντου με επικεφαλής τον ειδωλολάτρη αξιωματικό Βρύγκα. Από τα Ευχάϊτα, κατήγετο ο άλλος άγιος Θεόδωρος, ο Στρατηλάτης, που μαρτύρησε και αυτός λίγο αργότερα το 323 μ.Χ.
Κοντά, λοιπόν, στα Ευχάϊτα, πενήντα περίπου χιλιόμετρα ήτανε ένα δάσος. Σ’ αυτό είχε εμφανιστεί ένα φίδι πολύ μεγάλο και ένεκα αυτού δεν τολμούσε να περάσει κανείς από εκεί. Πολλοί δε από το φόβο τους εγκατέλειψαν τα κτήματα τους, που είχαν εκεί κοντά. Ο Άγιος Θεόδωρος θέλοντας να εξακριβώσει αν ήταν θέλημα Θεού να μαρτυρήσει, πήρε μία ημέρα το άλογό του και μπήκε μέσα στο δάσος. Έψαξε πολύ να βρει το θηρίο εκείνο, αλλά δεν το Βρήκε. Κουρασμένος τώρα βγήκε στην άκρη από το δάσος και κοιμήθηκε κάτω από τον ίσκιο ενός δένδρου.
Μια πλούσια γυναίκα με το όνομα Ευσέβεια, πέρασε την ώρα εκείνη από εκεί που κοιμόταν ο Θεόδωρος. Άπό ευσπλαχνία τον ξύπνησε και του είπε:
› Παλληκάρι μου, αν θέλεις τη ζωή σου, φεύγα από τον καταραμένο αυτόν τόπο. Πως κοιμάσαι ξένοιαστος; Εδώ μέσα έχει κάπου τη φωλιά του το θηρίο.
› Ποιά είσαι συ; ρώτησε την γυναίκα ο Άγιος.
› Εγώ, του αποκρίθηκε, είμαι μια Χριστιανή. Εδώ έχω κτήμα, αλλά θα το αφήσω, διότι πολλούς εδώ τους έφαγε το φίδι αυτό, ο δράκοντας. Γι’ αυτό σε παρακαλώ, φύγε και συ, διότι κινδυνεύεις.
› Μη φοβάσαι, της είπε ο Άγιος. Σήμερα θα λήξει η ιστορία αυτή. Ο Χριστός μας θα σας απαλλάξει από τον πειρασμό αυτόν.
Ο Άγιος έκαμε το Σταυρό του, καβαλλίκεψε το άλογό του και μπήκε πάλι μέσα στο δάσος. Εκεί σ’ ένα μέρος άκουσε θόρυβο. Κατευθύνεται προς τα εκεί και βλέπει το ερπετό να βγαίνει από τη φωλιά του. Ήταν φοβερό και έκαμε ένα σφύριγμα τρομερό. Ο Άγιος κάνει αμέσως το σταυρό του, ορμά κατ’ επάνω του και το κτυπά στο κεφάλι με το κοντάρι του. Το θηρίο από τον πόνο σύριξε δυνατά, στριφογύρισε την ούρα του, σφάδασε και ψόφησε. Τότε ο Άγιος βγήκε χαρούμενος από το δάσος, γιατί κατάλαβε, ότι ήταν θέλημα Θεού να μαρτυρήσει. Διότι, όπως νίκησε τον αισθητό δράκοντα, έτσι θα νικούσε και τον νοητό δράκοντα τον διάβολο. Αφού, λοιπόν, απάλλαξε τον τόπον από το εκείνον τον δράκο ο Άγιος, γύρισε στο τάγμα του.
Γρήγορα το ευφρόσυνο γεγονός ότι το φίδι νεκρώθηκε, έγινε γνωστό στους κατοίκους της περιοχής. Ο αρχηγός των Τηρώνων, ο Βρίγκας, μαζί με τους στρατιώτες του θέλησαν να θυσιάσουν στα είδωλα. Οι άλλοι στρατιώτες πήγαν και θυσίασαν. Ο Θεόδωρος όμως έμεινε στη σκηνή του. Αυτό ήταν η αιτία να φανερωθεί, ότι ήταν Χριστιανός. Ο Βρίγκας μάζεψε όλο το τάγμα του και ρώτησε τον Άγιο εάν είναι Χριστιανός, και ο Άγιος τους απάντησε με θάρρος ότι είναι. Ο Βρίγκας προσπάθησε να πείσει τον Άγιο να θυσιάσει στα είδωλα ώστε να μην ρεζιλευτεί και να μην γίνει παραβάτης των Βασιλικών διαταγών. Ο Άγιος όμως του αποκρίθηκε καθαρά:
› Είμαι Χριστιανός και δεν το αρνούμαι. Σου το επαναλαμθάνω και πάλιν, ότι Χριστιανός είμαι, τον Χριστό μου προσκυνώ και Αυτού είμαι στρατιώτης.
Ο Βρίγκας αποφάσισε να αφήσει στον Θεόδωρο κάποιο χρόνο θεωρώντας ότι μπορεί να συνετιστεί και να αλλάξει γνώμη. Πίστευε πως ο Άγιος θα άλλαζε τελικά και θα θυσίαζε στα είδωλα. Κατόπιν κάλεσαν και έλεγξαν και άλλους Χριστιανούς. Εκεί, ο Θεόδωρος αξιοποίησε το χρονικό διάστημα που του δόθηκε με το να ενισχύσει την πίστη και το αγωνιστικό φρόνημα των χριστιανών στρατιωτών που καλούνταν για εξέταση. Πήγαινε κοντά τους και τους έδινε θάρρος, για να μη αρνηθούν τον Χριστό.
Όταν οι τύραννοι φυλάκισαν αυτούς τους Χριστιανούς στρατιώτες, ο Θεόδωρος πήγε τη νύχτα και έκαψε ένα ξύλινο είδωλο της θεάς Ρέας σε ειδωλολατρικό ναό για να εκφράσει την έντονη αγανάκτησή του στους σκληρούς διωγμούς εναντίον των χριστιανών. Και τούτο δια να δείξει και δια των πραγμάτων, ότι αυτός μεν είναι χριστιανός, οι ειδωλολατρικοί δε θεοί, τους οποίους προσκυνούσαν εκείνοι, ήσαν ξύλα αναίσθητα. O εμπρησμός αυτός έδωσε αφορμή να γίνει μεγάλη σύγχυσης στα Ευχάϊτα.
Τον Άγιο, όταν έβαλε τη φωτιά, τον είδε ο υπηρέτης του βωμού, ονόματι Κρονίδης. Αυτός, λοιπόν, συνέλαβε τον Άγιο και τον πήγε στον αρχηγό χου τόπου, τον Πόπλιο. Ο Θεόδωρος πήγε ευχαρίστως. Όταν ο Πόπλιος έμαθε για τον Άγιο, για την πίστη του και για το ότι έκαψε τον ωμό της Ρέας με πολύ θυμό του είπε:
› Ασεβέστατε, αυτή είναι η τιμή που δίδεις στους μεγάλους θεούς; Αντί να θυσιάσεις στο βωμό της μεγάλης Ρέας, συ τον έκαψες; Και πως τόλμησες, ανόητε, και έκαμες την παρανομία; Δεν φοβήθηκες τα βασιλικά διατάγματα;
Ο Άγιος του απάντησε με θάρρος:
› Αρχηγέ Πόπλιε, ομολογώ, ότι έκαψα τον βωμό της Ρέας, διότι θέλησα να δοκιμάσω, εάν είναι αληθινή θεά. Αλλά είδα, ότι ήταν ξύλο ξερό και αναίσθητο. Επομένως τέτοια τιμή πρέπει στα είδωλα, αφού μάτια έχουν και δεν βλέπουν, αυτιά και δεν ακούνε, στόμα και δεν μιλούνε. Τι θεοί είναι τα άλαλα ξύλα;
Ο ηγεμόνας επειδή δεν μπορούσε να πη τίποτε σ’ αυτά, διέταξε να τον μαστιγώσουν Πίστεψε, ότι μ’ αυτό θα καμφθεί το θρησκευτικό συναίσθημα του Αγίου και θα αλλαξοπιστήσει, θυσιάζοντας συγχρόνως, στους δικούς του Θεούς. Στην συνέχεια του είπε:
› Για να φανώ επιεικής εγώ, εσύ το πήρες επάνω σου. Αλλά θα σε βάλω στα βάσανα και στις τιμωρίες και τότε θα υποταχθείς και μη θέλοντας στις βασιλικές διαταγές.
› Όπως δεν δέχεσαι συ, του αποκρίθηκε ο Άγιος, τα δικά μου λόγια, έτσι δεν δέχομαι και εγώ τα δικά σου. Οι φοβερισμοί σου δεν με φοβίζουν. Οι απειλές σου τα μικρά παιδιά φοβίζουν, όχι όμως και μένα, που έχω τη δύναμη χου Χριστού μου. Για μένα αυτά είναι χαρά και αγαλλίασης. Τις τιμωρίες σου δεν τις λογαριάζω, διότι η δύναμις του Χριστού μου θα τις ελαφρώσει. Ότι θέλεις κάμε μου. Εγώ τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι.
Όταν άκουσε αυτά ο ηγεμόνας, έξω φρενών έγινε και έτριζε τα δόντια του από τα νεύρα του. Διέταξε δε τους υπηρέτες να τον φυλακίσουν και να μην του δώσουν ούτε νερό, ούτε ψωμί, ούτε τίποτε άλλο ώσπου να πεθάνει. Οι στρατιώτες τον έδεσαν και τον έκλεισαν στη φυλακή. Ο Χριστός όμως, επειδή όλα αυτά χα υπέμεινε, για την αγάπη Του, δεν τον άφησε, αλλά την ίδια εκείνη νύχτα χου φανερώθηκε και του είπε:
› Χαίρε Θεόδωρε, στρατιώτα μου. Μη στενοχωρείσαι καθόλου, γιατί σε έδειραν για την αγάπη μου. Εγώ, όπως πάντοτε, είμαι μαζί σου. Σε λίγες μέρες θα ‘ρθείς στη Βασιλεία μου. Πρόσεξε να μη πάρεις τροφή από τα χέρια τους. Η Χάρις μου θα σε τρέφει. Χαίρε λοιπόν και ευφραίνου.
Μετά ταύτα ο Άγιος έμεινε πάλι μόνος του στη φυλακή, χαίροντας και ψάλλοντας. Μαζί του όμως ψέλνανε και Άγγελοι. Απ’ έξω οι φύλακες, που τους άκουγαν, νομίζανε όχι ήσαν Χριστιανοί στη φυλακή και ψάλλανε μαζί. Είδανε όμως, ότι η φυλακή ήταν κλειστή και σφραγισμένη με τη βασιλική σφραγίδα. Απαραβίαστη. Κοιτάζανε τότε από την κλειδαρότρυπα και είδανε μέσα πολλούς άνδρες λευκοντυμένους, που ψάλλανε μαζί με τον Άγιο. Τρέχουν τότε αμέσως στον ηγεμόνα και του λένε:
› Μέσα στη φυλακή βρίσκονται πολλοί Χριστιανοί. Δεν ξέρουμε όμως από που μπήκαν.
Όταν το άκουσε αυτό ο Ηγεμόνας, φοβήθηκε. Πήρε μαζί του όλη την φρουρά του και μετέβη στη φυλακή. Τοποθέτησε γύρω της τους στρατιώτες με την εντολή να προσέχουν και αν μεν είναι Χριστιανοί να τους συλλάβουν. Αυτός μπήκε μέσα στη φυλακή. Άκουσε μεν πολλούς να ψάλλουν, αλλά δεν έβλεπε κανένα, έκτος από τον Θεόδωρο, που ήταν δεμένος και ασφαλισμένος στο ξύλο. Φοβήθηκε, βγήκε έξω και έκλεισε τη φυλακή πάλι. Διέταξε όμως να δίνουν εις τον Θεόδωρο κάθε μέρα λίγο νερό και μια ουγκιά ψωμί, δηλαδή είκοσι πέντε γραμμάρια. Οι φύλακες, σύμφωνα με τη διαταγή, πήγανε την τροφή στον Άγιο. Αυτός όμως δεν την δέχτηκε.
Το πρωί διέταξε ο ηγεμόνας και βγάλανε τον Άγιο από τη φυλακή. Όταν τον πήγανε μπροστά του και αυτός με κολακείες και ψευδολογίες προσπάθησε να πείσει τον Άγιο να θυσιάσει στα είδωλα. Και ο Άγιος του απάντησε:
› Πόπλιε, μη νομίζεις, όχι με τέτοιες κολακείες και ψευδολογίες θα μου αλλάξεις την πίστη μου. Μάθε το καλά, όχι καν πυρ με κάψει, καν θάλασσα με πνίξει, καν ξίφος με κόψει, καν θηρία με φάγουν, καν το σώμα μου κατακόψεις σε χίλια δυο κομμάτια, εγώ τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι και γι’ αυτόν θέλω να τιμωρούμαι.
Ο ηγεμών ακούγοντας αυτά, θαύμασε δια την τόλμη και αποφασιστικότητα του Αγίου. Κατόπιν έδωσε διαταγή να τον κρεμάσουν με το κεφάλι κάτω. Με νύχια δε σιδερένια του ξέσχισαν τόσο ώστε φανήκανε τα πλευρά του. Ο Άγιος υπέμενε καρτερικά τους τρομερούς πόνους, ψάλλοντας το: «Εὐλογήσω τόν Κύριον ἐν παντί καιρῶ, διά παντός ἡ αἴνεσις αὐτοῦ ἐν τῷ στόματί μου». Ο ηγεμόνας, όταν είδε ότι ούτε με αυτά τα βασανιστήρια κατόρθωσε να του αλλάξει την πίστη, διέταξε να τον ξεκρεμάσουν και του είπε:
› Δεν ντρέπεσαι, άθλιε, να ελπίζεις ακόμη, όχι θα σε σώσει ένας κακοθάνατος, ο Ναζωραίος; Σε εκείνον πιστεύεις, που δεν μπόρεσε να βοηθήσει τον εαυτόν του;
› Τέτοια ντροπή, ασεβέστατε, μακάρι να την έχω πάντοτε εγώ και όλοι οι Χριστιανοί, του αποκρίθηκε ο Μάρτυς.
Την στιγμή εκείνη έγινε σύγχυσης και αναταραχή από τον λαό και ο Πόπλιος φοβήθηκε μήπως γίνει στάση και λέγει στον Άγιο Θεόδωρο:
› Ας αφήσουμε τα πολλά λόγια και πες μου καθαρά: Θέλεις να θυσιάσεις στους θεούς ή να βασανισθείς ακόμη.
› Ασεβέστατε άνθρωπε, απάντησε ο Μάρτυς, δεν φοβάσαι, το Θεό. Ο Θεός σου έδωσε την εξουσία, και συ με διατάζεις να τον αρνηθώ και να προσκυνήσω τα αναίσθητα ξύλα.
› Σε αφήνω λίγη ώρα να σκεφθείς, του είπε.
Και όταν πέρασε η λίγη αυτή ώρα του λέγει:
› Καλλίτερα θέλεις να είσαι με μας ή με τον Χριστό σου;
› Με τον Χριστό μου ήμην, είμαι και θα είμαι, του απάντησε σταθερά ο Μάρτυς.
Μετά την απάντησι αυτή ο ηγεμών έβγαλε τη θανατική απόφαση:
› Επειδή ο Θεόδωρος αντετάχθη εις τα βασιλικά προστάγματα, αρνήθηκε τους θεούς μας και πιστεύει εις τον Ιησούν, να τον κάψετε, επειδή και αυτός έκαψε τον ναό της θεάς Ρέας.
Παρέλαβαν τότε δεμένο τον Άγιο οι στρατιώτες και τον μετέφεραν εις τον τόπο της εκτελέσεως. Εκεί ο Άγιος έβγαλε την ζώνη, τα ρούχα και τα υποδήματά του. Οι στρατιώτες δια να μη ταραχθεί και φύγει θέλησαν να τον καρφώσουν στη γη, αλλά ο Μάρτυς τους είπε:
› Αφήστε με ακάρφωτο. Ο Χριστός μου, που μου έδωκε τη δύναμη και υπέμεινα τις άλλες τιμωρίες, θα με δυναμώσει και τώρα να βαστάξω το πυρ.
Οι στρατιώτες, πράγματι, δεν τον καρφώσανε, αλλά απλώς τον έδεσαν. Ο Άγιος είπε τότε την εξής προσευχή:
› Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ μονογενές του Αθανάτου Πατρός, ο οποίος δια την σωτηρία μας ήλθες εις την Γή, Σε ευχαριστώ, διότι με αξίωσες να υποστώ βάσανα και τιμωρίες για Σένα. Σε δοξολογώ, διότι με αξίωσες να μιμηθώ το πάθος Σου. Σε υμνολογώ, διότι με ενδυνάμωσες να μαρτυρήσω, για την αγάπη Σου. Αξίωσε με της Βασιλείας Σου. Αλλά και τους στρατιώτες, που βρίσκονται τώρα στη φυλακή για το όνομά Σου, αξίωσέ τους να μαρτυρήσουν και να πεθάνουν για Σένα, όπως εγώ.
Την ώρα δε, που ο Άγιος Θεόδωρος προσευχόταν, ένας Χριστιανός, ονόματι Κλεόβουλος, τον κοίταζε και δάκρυζε. Του λέγει τότε ο Άγιος:
› Κλεόβουλε αδελφέ, σε περιμένω. Έλα.
Συνέχισε δε ο Άγιος την προσευχή του για λίγο ακόμη και κατόπιν πήδησε μέσα στη φωτιά, που έκαιε, δοξάζοντας τον Θεό! Θαύμα εξαίσιο τότε έγινε: Η φλόγα έγινε αψίδα και περιεκύκλωσε το σώμα του Αγίου, χωρίς να το θίξει καθόλου! Ο Άγιος όμως προσευχόμενος, παρέδωσε την αγία του ψυχή εις χείρας του Θεού.
Παρουσιάσθηκε τότε η Ευσεβία. Αυτή κατόρθωσε, αφού έδωσε αρκετά χρήματα, να πάρει το άγιο λείψανο του και να το ενταφιάσει εις τα Ευχάϊτα. Κάθε δε χρόνο τον εόρταζε και τον είχε βοηθό της σε κάθε δύσκολη περίσταση της ζωής της. Και όχι μόνον αυτή, αλλά και όλοι οι ασθενείς του τόπου εκείνου τον είχανε γιατρό των ψυχών και των σωμάτων. Εις τα Ευχάϊτα κτίσθηκε μεγαλοπρεπής Ναός, όπου φυλλάσσετο και το τίμιό του λείψανο. Από τα Ευχάϊτα κατόπιν ξαπλώθηκε η τιμή του Μάρτυρος Θεοδώρου σε όλη τη χριστιανοσύνη. Στην Κωνσταντινούπολη κτίσθηκαν πολλοί Ναοί εις τιμήν του. Ο σπουδαιότερος ήτο «εν τοις Σφωρακίοις». Και εις τας Αθήνας, εις το κέντρον της πόλεως ύπάρχει περικαλλής Βυζαντινός Ναός τιμώμενος επ’ ονόματι των «Αγίων Θεοδώρων» του Θεοδώρου του Τήρωνος και του Θεοδώρου του Στρατηλάτου. Ο Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων ονομάζεται και «Φανερωτής». Και τούτο, διότι φανερώνει σε όσους τον παρακαλούν με πίστη τα πράγματα, που έχουν χαμένα.
* * *
1) Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια.
2) Βίος και Παρακλητικός Κανών Αγίων Θεοδώρων, Ευαγγέλου Π.Λέκκου Εκδόσεις Σαίτης, 2007.
(Πηγή: «ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΤΗΡΩΝ», από το ιστολόγιο xristianos.gr, Ι. Ν. Αγίας Βαρβάρας Σταυρουπόλεως)
Το θαύμα των κολλύβων του Αγίου Θεοδώρου
Ο Άγιος μεγαλομάρτυς Θεόδωρος ο Τήρων συνέδεσε το όνομά του με το παράδοξο θαύμα των κολλύβων, το οποίο εορτάζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας το Σάββατο της πρώτης εβδομάδος των Νηστειών. Το θαύμα αυτό έλαβε χώρα επί των ημερών του βασιλιά Ιουλιανού του Παραβάτη (361-363). Ο ασεβής και δόλιος αυτός βασιλιάς στην προσπάθειά του να τιμωρήσει και να μιάνει τους χριστιανούς, γνωρίζοντας ότι νηστεύουν την πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, έδωσε εντολή να αποσυρθούν όλα τα τρόφιμα και στη θέση τους να βάλουν ειδωλόθυτα, δηλαδή τρόφιμα μιασμένα από το αίμα των θυσιασμένων ζώων. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι χριστιανοί θα αγόραζαν και θα κατανάλωναν τα τρόφιμα αυτά και έτσι θα μιαίονταν. Ο έπαρχος έθεσε σε εφαρμογή τη διαταγή του Ιουλιανού. Αποσύρθηκαν από την αγορά τα τρόφιμα και αντικαταστάθηκαν από τα άλλα τα μιασμένα κατά τις θυσίες.
Ο Θεός όμως είναι καί Παντοδύναμος καί Πάνσοφος. Δεν άφησε,ούτε εγκατέλειψε το λαό Του. Για τη σωτηρία του από τις μεθοδείες του διαβόλου έστειλε το Μεγαλομάρτυρά Του Θεόδωρο, πραγματικά ως δώρο Θεού για να Τον δοξάσει με ένα θαύμα.
Καί παρουσιάζεται ο Άγιος στον Πατριάρχη Ευδόξιο (360-369) καί του φανερώνει το σχέδιο του Ιουλιανού με τα έξης λόγια:
› Σήκω γρήγορα, Πατριάρχη, συγκέντρωσε το Χριστεπώνυμο πλήρωμα, καί διαφύλαξε το από τον μολυσμό των ειδώλων, παραγγέλοντάς του να μην αγοράσει κανείς από τα τρόφιμα που υπάρχουν στην αγορά.
Ο Πατριάρχης απορώντας είπε προς τον Άγιο:
› Πώς είναι δυνατόν, Κύριε μου, να γίνει αυτό; Διότι, οι μεν πλούσιοι μπορεί να το εφαρμόσουν γιατί έχουν τρόφιμα στις αποθήκες τους, οι φτωχοί όμως, που δεν θα έχουν ούτε μιας ημέρας τρόφιμα, τί θα κάνουν μπροστά σ’ αυτή την ανάγκη;
Καί ο Άγιος του είπε:
› Να τους προσφέρεις κόλλυβα, για να καλύψεις την ανάγκη τους.
Και επειδή ο Πατριάρχης άκουγε για πρώτη φορά το λόγο για τα κόλλυβα, τον ρώτησε με απορία:
› Τί είναι αυτά τα κόλλυβα δεν το γνωρίζω.
Ο Μάρτυρας τότε του αποκρίθηκε:
› Είναι σιτάρι. Να το βράσεις καί να το μοιράσεις στους Χριστιανούς.
Καί για να δείξει ο Άγιος από που ήλθε, πρόσθεσε:
› Αυτό το βρασμένο σιτάρι στα Ευχάϊτα συνηθίζουμε να το λέμε κόλλυβα. Κάνε, λοιπόν, έτσι καί σώσε το ποίμνιο του Χριστού από το μιασμό.
Λέει ο Πατριάρχης προς τον Άγιο:
› Ποιος είσαι εσύ Κύριε μου, πού φροντίζεις με αγάπη καί ευσπλαχνία για τη σωτηρία μας;
Καί ο Άγιος του αποκρίθηκε:
› Εγώ είμαι ο Μάρτυρας του Χριστού Θεόδωρος, καί με έστειλε για τη σωτηρία καί βοήθειά σας.
Ο Άγιος έγινε άφαντος καί ο Πατριάρχης σηκώθηκε με θαυμασμό καί χαρά καί συγκέντρωσε το λαό του Χριστού καί του φανέρωσε την παρουσία καί βοήθεια του Μάρτυρα. Συγχρόνως έκανε σύμφωνα με το λόγο του. Δηλαδή έβρασε σιτάρι καί μοίρασε στο λαό καί διαφυλάχθηκε έτσι το ποίμνιο του Χριστού. Στην αγορά, αν καί τελείωνε η εβδομάδα, η μηχανορραφία του Ιουλιανού έμεινε ανενέργητη, γιατί κανένας Χριστιανός δεν αγόρασε από τα μιασμένα τρόφιμα. Κι’ αφού ο Ιουλιανός νικήθηκε ολοφάνερα, απέσυρε από την αγορά τα μιασμένα τρόφιμα καί επανέφερε τα συνηθισμένα.
Οι Χριστιανοί ύμνησαν καί δοξολόγησαν το Θεό καί το Μάρτυρά Του Θεόδωρο καί για χάρη του έκαναν λαμπρή γιορτή. Έτσι καθιερώθηκε από τότε καί το Σάββατο της πρώτης Εβδομάδος των Νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής να γιορτάζεται στην Εκκλησία μας το θαύμα το δια κολλύβων του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος.
(Πηγή: Από το βιβλίο «Οι Άγιοι Μεγαλομάρτυρες Θεόδωρος ο Στρατηλάτης και Θεόδωρος ο Τήρων», Αρχιμ. Γεωργίου Μαραγκού Ηγουμένου Ι.Μ. Αγίων Θεοδώρων Αροανίας Καλαβρύτων, madata.gr)
Η συντριπτική πλειοψηφία των ύμνων της Εκκλησίας μας σήμερα αναφέρεται σ’ αυτό που δηλώνει το όνομα του αγίου Θεοδώρου: δώρο Θεού. Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος της ακολουθίας του, διαρκώς τονίζει ότι ο άγιος είναι «επώνυμος των θείων δωρεών», ότι «δωρίστηκε ως δώρο Θεού» στους ανθρώπους, ότι είναι «θείων δωρεών και πράγμα και όνομα». Ήδη μάλιστα στο πρώτο στιχηρό του εσπερινού διαβάζουμε: «Ο Χριστός σε έδωσε στην οικουμένη σαν δώρο που φέρνει πλούτο, Θεόδωρε, γιατί δέχτηκε σαν ευεργέτης Θεός το δώρο σου, δηλαδή το τίμιο αίμα σου, που χύθηκε γι’ Αυτόν και προσφέρθηκε σ’ Αυτόν με το ζήλο της ευσέβειας» («Δώρον ο Χριστός πλουτοποιόν σε τη οικουμένη παρέσχεν, ως ευεργέτης Θεός δώρόν σου το τίμιον αίμα, Θεόδωρε, δι’ αυτόν εκχεόμενον και θεοσεβείας ζήλω προσφερόμενον, αυτώ δεξάμενος»). Με άλλα λόγια, κατά τον Θεοφάνη, ο Θεόδωρος είναι το αντίδωρο του Θεού στην Εκκλησία, αφού έλαβε τον ίδιο ως δώρο και τον προσέφερε έπειτα σε όλους.
Η επισήμανση του αγίου υμνογράφου είναι πολύ σημαντική: Ό,τι προσφέρουμε εν αγάπη στον Θεό, ο Θεός δεν το κρατάει για τον εαυτό Του, αλλά μας το προσφέρει πολλαπλασιασμένο ως ευεργεσία για εμάς πάλι τους ίδιους. Του προσφέρουμε για παράδειγμα την προσευχή μας; Την μεταποιεί σε χάρη Του προς ίαση της ψυχής και του σώματός μας. Κι όχι μόνο για εμάς, αλλά και για όλη την οικουμένη. Του προσφέρουμε – πάντα βεβαίως με την ενίσχυση Εκείνου – την υπακοή μας ως κατάθεση της θελήσεώς μας στο θέλημά Του; Παίρνει την υπακοή μας και την κάνει δική Του υπακοή σε εμάς. Γι’ αυτό και κατά την πίστη μας μεγαλύτερη ευεργεσία στο ανθρώπινο γένος από την παρουσία των αγίων ως ανθρώπων προσφερομένων στον Θεό δεν υφίσταται. Οι άγιοι είναι οι ευεργέτες της ανθρωπότητας, έστω κι αν ο κόσμος δεν κατανοεί τίποτε περί αυτού. Ο Θεός μας τους γνωρίζει, τους αποδέχεται, τους κάνει πρεσβευτές μας για την υπέρβαση των όποιων δυσκολιών μας στον κόσμο. Και το μεγαλύτερο αντίδωρο του Θεού στον κόσμο για το μεγαλύτερο δικό μας δώρο σε Αυτόν, την ίδια την Παναγία μας, είναι ο ερχομός Του σε εμάς. Εκείνη δηλαδή, πάντα τονίζουμε με τη χάρη του Θεού, δωρίστηκε σε Αυτόν, κι Εκείνος την προσέλαβε και την έκανε σάρκα Του προκειμένου να έρθει στον κόσμο ως άνθρωπος. «Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και διά πάντα». Συνεπώς ό,τι κάνουμε για χάρη του Θεού δεν είναι «χαμένος» χρόνος, όπως πιστεύουν ορισμένοι εκτός της πίστεως, αλλά ο πολυτιμότερος χρόνος της ζωής μας. Είπαμε, επανακάμπτει σε εμάς και μάλιστα πολλαπλασιασμένο εκ μέρους του Κυρίου μας.
Επεκτεινόμαστε στην αλήθεια αυτή, διότι ακριβώς αυτό πρωτίστως τονίζει ο άγιος Θεοφάνης. Κι είναι πολύ παρήγορα τα τροπάριά του, διότι αναφέρονται σε όλες τις διαστάσεις του ανθρωπίνου βίου, ιδίως τις θλίψεις και τις δοκιμασίες που υφιστάμεθα, και στις οποίες ο άγιος Θεόδωρος, ως όργανο του Θεού, έρχεται ως σωτήρας και βοηθός. «Τη θεοδώρητη χάρη των θαυμάτων σου, μάρτυς Θεόδωρε › σημειώνει για παράδειγμα › απλώνεις σε όλους που προστρέχουν με πίστη σε σένα, διά της οποίας σε δοξολογούμε λέγοντας: Λυτρώνεις τους αιχμαλώτους, θεραπεύεις τους αρρώστους, πλουτίζεις τους φτωχούς και διασώζεις τους πλέοντες» («Την θεοδώρητον χάριν των θαυμάτων σου, Μάρτυς Θεόδωρε, πάσιν εφαπλοίς τοις πίστει σοι προστρέχουσι, δι ης ευφημούμέν σε λέγοντες∙ αιχμαλώτους λυτρούσαι, θεραπεύεις νοσούντας, πενομένους πλουτίζεις και διασώζεις πλέοντας») (δοξαστικό εσπερινού). «Σώσε με από τη θλίψη που με κατέχει, με τις πρεσβείες σου, μάρτυρα Χριστού, ομαλοποιώντας όλη την τραχύτητα της ζωής μου» («Ρύσαι ταις πρεσβείαις σου της κατεχούσης με θλίψεως, μάρτυς Χριστού, πάσαν ομαλίζων την του βίου τραχύτητα») (ωδή γ΄).
Κι ακόμη περισσότερο ο άγιος Θεόδωρος, κατά τον Θεοφάνη, εκτός από τις επεμβάσεις του για τις εξωτερικές δυσκολίες της ζωής, επεμβαίνει και για τις εσωτερικές, δηλαδή τις ψυχολογικές και πνευματικές δυσκολίες, προερχόμενες είτε από τις δαιμονικές επιθέσεις είτε από τα ίδια τα πάθη μας. Σε ένα από τα πιο ωραία τροπάριά του της έκτης ωδής επισημαίνει: «Επειδή υπήρξες θερμότατος υπερασπιστής της ευσεβούς πίστεως και έλεγξες αυστηρά την πλάνη των ειδώλων, εξαφάνισε από την ψυχή μου τις φαντασίες των δαιμόνων και τις εικόνες των παθών» («Υπέρμαχος πεφυκώς της ευσεβείας θερμότατος, και πλάνης στηλιτευτής ειδώλων γενόμενος, δαιμόνων φαντάσματα και παθών εικόνας της ψυχής μου εξαφάνισον»). Η εκζήτηση της βοήθειας του αγίου Θεοδώρου για όλες τις περιστάσεις της ζωής μας συνιστά πια μονόδρομο. Έχουμε πρεσβευτή ισχυρότατο, δοσμένο σε εμάς από τον Θεό μας.
(Πηγή: «Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΤΗΡΩΝ», π. Γιώργης Δορμπαράκης, ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ)
Στίχος
Τήρων, ὁ δηλῶν ἀρτίλεκτον ὁπλίτην, Θεῷ πρόσεισιν, ἀρτίκαυστος ὁπλίτης. Ἑβδομάτῃ δεκάτῃ πυρὶ Τήρωνα πυρὶ φλεγέθουσιν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Μεγάλα τὰ τῆς πίστεως κατορθώματα! ἐν τῇ πηγῇ τῆς φλογός, ὡς ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως, ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόδωρος ἠγάλλετο· πυρὶ γὰρ ὁλοκαυτωθείς, ὡς ἄρτος ἡδύς, τῇ Τριάδι προσήνεκται. Ταῖς αὐτοῦ ἱκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.
Πίστιν Χριστοῦ ὡσεὶ θώρακα, ἔνδον λαβὼν ἐν καρδίᾳ σου, τὰς ἐναντίας δυνάμεις κατεπάτησας Πολύαθλε, καὶ στέφει οὐρανίῳ, ἐστέφθης αἰωνίως ὡς ἀήττητος.
Μεγαλυνάριον.
Δῶρον πολυτίμητον καὶ τερπνόν, ἀθλήσας προσήχθης, τῷ δοξάσαντί σε λαμπρῶς· ὅθεν ἐδωρήθης, θερμότατος προστάτης, τῇ Ἐκκλησίᾳ πάσῃ, Τήρων Θεόδωρε.
Πηγή: Ι. Ν. Αγίας Βαρβάρας Σταυρουπόλεως, madata.gr, ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ
Ο ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΗΛΙΑΣ TΣΕΤΒΕΡΟΥΧΙΝ (†16 Φεβρ. 1934)
ΚΑΙ Η ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΙΑ
When a manfully and posttively turns
to the side of eternal truth, or else
completely turns away from it,
he no longer lives and is obliged to die.
He has gone through everything that this
life can give and has become ripe
for the future.
St. Herman the New Martyr
Η ζωή του π. Ηλία είναι στενά συνδεδεμένη με τη ζωή της εναρέτου συζύγου που του έδωσε ο Θεός, η οποία μοιράστηκε μαζί του όλες τις λύπες και τις χαρές. Η Ευγενία ήταν μια πολύ ευσεβής κόρη που σκεπτόταν να γίνη μοναχή, αλλά με τη συμβουλή του Γέροντος Βαρνάβα της Σκήτης της Γεθσημανή, άρχισε να αναζητά έναν ευσεβή σύζυγο. Οι γονείς του Ηλία είχαν μεγάλα σχέδια για τον γυιό τους επειδή ήταν ένας λαμπρός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο. Όταν όμως γνώρισε την Ευγενία άρχισαν και οι δυο να μελετούν με πόθο πνευματικά βιβλία. Εγκατέλειψε το Πανεπιστήμιο και μια δελεαστική καριέρα και εισήλθε στο ιερατικό Σεμινάριο του Αγίου Σεργίου της Λαύρας της Αγίας Τριάδος.
Η οικογένεια της Ευγενίας ζούσε υπό την καθοδήγηση αγίων Γερόντων. Η μητέρα της γνώριζε πολλούς Γέροντες και συχνά τους επισκεπτόταν. Βλέποντας αυτό ο Ηλίας Νικολάγιεβιτς θέλησε να έχη και αυτός ένα Γέροντα, ο οποίος θα τον καθοδηγούσε. Η Ευγενία του συνέστησε να πάη στη Σκήτη της Γεσθημανή, στον Γέροντα Βαρνάβα. Την άλλη μέρα ο νεαρός ιεροσπουδαστής πήγε στον Γέροντα. Ο Γέροντας τον δέχθηκε με ευγένεια, τον έβαλε να καθίση, του έφερε σαμοβάρι και του έδωσε να πιη τσάι, ενώ συνεχώς του έλεγε καθώς τον κτυπούσε χαϊδευτικά στο κεφάλι:
› Είσαι ο μάρτυράς μου! Είσαι ο ομολογητής μου!
Μετά του έδωσε μερικές συμβουλές και τον άφησε να φύγη. Ο ιεροσπουδαστής γύρισε χαρούμενος στον ξενώνα. Επιτέλους, είχε βρη έναν πνευματικό οδηγό στον οποίο θα μπορούσε να εμπιστευθή όλη του τη ζωή! Το βράδυ πήγε στον ναό και με κατάπληξι άκουσε να μνημονεύουν τον κεκοιμημένο ιερομόναχο Βαρνάβα! Πόσο μεγάλη ήταν πραγματικά η έκπληξίς του και η λύπη του όταν έμαθε ότι λίγες ώρες μετά την αναχώρησί του, ο Γέρων Βαρνάβας πέθανε! Ταραγμένος επέστρεψε στο σπίτι του.
Αλλά ο Κύριος δεν άφησε ανεκπλήρωτη την βαθειά επιθυμία της γεμάτης πίστι ψυχής του. Μετά από λίγο καιρό οι συσπουδασταί του τού πρότειναν να τον πάρουν μαζί τους στο ερημητήριο του Ζωσιμά, που δεν ήταν μακρυά από την Λαύρα της Αγίας Τριάδος, για να δουν τον ερημίτη Γέροντα Αλέξιο (ο οποίος αργότερα ανέσυρε τον κλήρο για την εκλογή του Πατριάρχου Τύχωνος). Ο Ηλίας δέχθηκε ευχαρίστως. Ο Γέροντας τους υποδέχθηκε εγκάρδια και σύντομα έγινε ο πνευματικός οδηγός του Ηλία και της μνηστής του. Όταν για πρώτη φορά τους είδε μαζί, ανεφώνησε:
› Τι ψηλός που είναι αυτός, και τι μικρούλα αυτή!
Πραγματικά ο Ηλίας ήταν πολύ ψηλός και δυνατός, πραγματικός ιππότης, ενώ η Ευγενία ήταν ένα μικροκαμωμένο και ευαίσθητο κορίτσι. Με την ευλογία του Γέροντος Αλεξίου συνηντώντο δυο φορές τον μήνα στο σπίτι της Ευγενίας, και δυο φορές το μήνα μπορούσε να της γράφη ένα γράμμα, το οποίο όμως έπρεπε να το διαβάζη προηγουμένως η μητέρα της Ευγενίας. Έτσι πέρασαν μερικά χρόνια... Ο Ηλίας τελείωσε με επιτυχία το Σεμινάριο και άρχισε να σπουδάζη στη Θεολογική Ακαδημία.
Τότε η Ευγενία ήταν 25 ετών, δηλαδή όχι πια νέα κατά την αντίληψι της εποχής εκείνης. Την εποχή εκείνη υπήρχε ένας νόμος, κατά τον οποίο οι φοιτηταί της Ακαδημίας μπορούσαν να ήταν έγγαμοι. Η οικογένεια της Ευγενίας ζούσε υπό την καθοδήγησι ενός Γέροντος στη Μόσχα ο οποίος συνέστησε επίσπευσι του γάμου τους. Ο Ηλίας υπακούοντας στον Γέροντα πήγε στους γονείς της Ευγενίας. Αλλά τότε παρουσιάστηκε ένα απροσδόκητο εμπόδιο: ο πατέρας της Ευγενίας αρνήθηκε κατηγορηματικά να του την δώση για σύζυγο επειδή δεν είχε δυνατότητα να την συντηρήση. Ο Ηλίας θύμωσε και έφυγε βροντώντας πίσω του την πόρτα. Όμως η μητέρα της Ευγενίας τον έπεισε να την ζητήση πάλι από τον πατέρα της. Και χρειάστηκε να τονίση επανειλημμένα ότι θα μπορούσαν να ζήσουν μόνο με τα δικά τους μέσα, αν και στην πράξι όλα τα χρήματα που είχαν ήταν ένα μικρό ποσό που είχε συγκεντρώσει η Ευγενία παραδίδοντας μαθήματα μουσικής, και το οποίο είχε βάλει στην άκρη με την ευλογία της μητέρας της, για την προίκα της. Τελικά ο πατέρας της συμφώνησε. Έκαναν ήσυχα και ταπεινά την τελετή του γάμου τους και αμέσως μετά έφυγαν για το γαμήλιο ταξείδι. Πήγαν στο ερημητήριο του Ζωσιμά για να ετοιμαστούν για τη μετάληψι της θείας Κοινωνίας, κοντά στον αγαπημένο τους Γέροντα.
Όλα τα μέλη της οικογενείας της Ευγενίας σέβονταν πολύ τον Γέροντα Αλέξιο. Ένας από τους συγγενείς της, ο οποίος αργότερα έγινε μοναχός, πήγαινε συχνά στο ερημητήριο του Ζωσιμά και έβλεπε επανειλημμένα το ίδιο όνειρο. Του φαινόταν σαν να ήταν κάποια μεγάλη γιορτή. Ο ιδρυτής της Μονής, ο ασκητής Ζωσιμάς, στεκόταν στη μέση της Ωραίας Πύλης και εμύρωνε κάθε έναν που ερχόταν. Μετά το μύρωμα, με τα ολόλαμπρα λευκά τους ενδύματα, περνούσαν κατ’ ευθείαν μέσα από την Ωραία Πύλη! Το όνειρο αυτό, ειδικά επειδή επαναλαμβανόταν τόσο συχνά και επειδή έμπαιναν στο Ιερό ακόμη και γυναίκες, προκάλεσε μεγάλη απορία στον νέο αυτόν. Τελικά, όταν είδε το όνειρο για έκτη φορά, πήγε στον Γέροντα Αλέξιο. Ο Γέροντας δεν αποκάλυψε την εξήγησι του ονείρου, αλλά μόνο ρώτησε αν ήταν πολλοί άνθρωποι.
› Ήταν πολλοί, πάτερ, ολόκληρο πλήθος!
› Ωραία! Δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ! επανέλαβε χαρούμενα ο Γέροντας.
Οι νεαροί νεόνυμφοι έμειναν ένα μήνα στο μοναστήρι. Μετά γύρισαν στη Μόσχα και νοίκιασαν ένα διαμέρισμα στην περιοχή Σέργκιεφ Ποσάντ, κοντά στο Μοναστήρι του Αγίου Σεργίου.
Ζούσαν πολύ φτωχικά, αλλά όπως υποσχέθηκαν στον πατέρα της Ευγενίας, ζούσαν μόνο με δικά τους χρήματα. Η Ευγενία πάντα τόνιζε ότι σ' όλη τους τη ζωή ποτέ δεν χρωστούσαν σε κανέναν ούτε μια δεκάρα.
Ζούσαν τόσο φτωχικά που η Ευγενία αναγκαζόταν να ρίχνη στη σόμπα μόνο έξι ξύλα την ημέρα για να ζεστάνη το διαμέρισμα, το οποίο έτσι δεν ήταν ποτέ αρκετά ζεστό.
Όταν γεννήθηκε το πρώτο παιδί τους, έστειλαν αμέσως τηλεγράφημα στην αδελφή της Ευγενίας. Όταν ήρθε κοντά τους, τους εξήγησε ότι έμαθε τη γέννησι του παιδιού πριν πάρη το τηλεγράφημα!
› Μα πώς; τη ρώτησαν.
› Ο άγιος Σεραφείμ εμφανίστηκε στο όνειρό μου και μού είπε: «Πήγαινε να τους συγχαρής! Έχουν γυιό και το όνομα του είναι Σέργιος».
Πράγματι ωνόμασαν τον πρώτο τους γυιό Σέργιο και τον δεύτερο Σεραφείμ.
Ο π. Ηλίας τελείωσε την Ακαδημία πριν ξεσπάση η επανάστασις (του 1917). Μετά την χειροτονία του, υπηρέτησε για ένα μικρό διάστημα στην εκκλησία ενός πτωχοκομείου, κατόπιν μετετέθη στην εκκλησία του αγίου Νικολάου στην περιοχή Τολματσέφ της Μόσχας, όπου και υπηρέτησε μέχρι τη σύλληψί του το 1932.
Ο π. Ηλίας ήταν ένας ευλαβής ιερεύς. Ποτέ δεν συντόμευε τις ακολουθίες. Κανοναρχούσε τα στιχηρά και συχνά διάβαζε τους κανόνες (που συνήθως παραλείπονταν στις ρωσικές ενορίες). Η πρεσβυτέρα πήγαινε κάθε μέρα στην εκκλησία και διηύθυνε τη χορωδία. Σ' εκείνη τη θλιβερή εποχή, μετά το ξέσπασμα της επαναστάσεως, η εκκλησία του αγίου Νικολάου στην περιοχή Τολματσέφ ήταν φάρος πνευματικού φωτός για πολλούς πιστούς. Μία ενορίτισσα του π. Ηλία αναπολεί:
› Ω, η εκκλησία μας στο Τολματσέφ, άστραφτε από καθαριότητα! Αλλά ήταν τόσο κρύα, που πάγωναν τα πόδια σου στο πάτωμα!
Όμως η πρεσβυτέρα, σε οποιαδήποτε περίσταση, ποτέ δεν έχανε την ελπίδα της στο Θεό.
Κάποτε, την ημέρα της εορτής του αγίου Νικολάου, η πρεσβυτέρα γυρνούσε από την εκκλησία και, βάζοντας το χέρι της στην τσέπη, ανακάλυψε ότι ήταν άδεια. Τέτοια μέρα κάθε χρόνο, συνήθιζαν να καλούν ενορίτες στο σπίτι τους για ένα λιτό γεύμα. Η πρεσβυτέρα γύρισε γρήγορα στην εκκλησία και ρώτησε τον π. Ηλία αν είχε καθόλου χρήματα. Αυτός, με λυπημένο βλέμμα, της έδωσε μόνο μερικά κέρματα. Δεν γινόταν τίποτε. Η πρεσβυτέρα ξεκίνησε για το σπίτι. Στον δρόμο συλλογιζόταν τι ωραία που θα ήταν αν είχε μονάχα δύο ρούβλια, θα αγόραζε κάμποσα μπιζέλια, λίγο λάδι, κάτι άλλο ακόμη και αυτά θα τους έφθαναν. Με τέτοιες σκέψεις βάδιζε για το σπίτι.
Ήταν μια ζεστή ανοιξιάτικη ημέρα, και μπροστά από το σπίτι τους είχαν σχηματιστή λακκούβες με λασπόνερα. Τα πόδια της τα είχε τυλιγμένα με πανιά, αφού την εποχή εκείνη ήταν αδύνατο να βρεθούν παπούτσια, και μ' αυτή την υπόδησι πηδούσε πάνω από τα λασπόνερα. Ξαφνικά βλέπει μπροστά της δυό προσεκτικά διπλωμένα χαρτονομίσματα, που έπλεαν στο νερό σαν δυό μικρές βαρκούλες. Τα πήρε, τα ξεδίπλωσε, ήταν δυο ρούβλια! Άρχισε να ρωτά τους διαβάτες αν έχασαν δυο ρούβλια, αλλά όλοι απαντούσαν αρνητικά. Τότε η πρεσβυτέρα ευχαρίστησε τον Θεό και επανέλαβε για άλλη μια φορά τον λόγο του Κυρίου: «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. ς' 33). Κατόπιν άρχισε να ετοιμάζη ένα λιτό γεύμα.
Κάποια άλλη φορά, η πρεσβυτέρα και ο π. Ηλίας απεφάσισαν να πάνε στο ερημητήριο του Ζωσιμά. Εκείνο τον καιρό το Μοναστήρι δεν μπορούσε πια να παραθέτη τράπεζα για τους επισκέπτες, αφού μόλις και μετά βίας επαρκούσαν τα τρόφιμα για τους μοναχούς. Αν και δεν είχαν τότε ούτε μια δεκάρα, εντούτοις η πρεσβυτέρα δεν άλλαξε την απόφασι να ξεκινήσουν για το προσκύνημα, και πήγε σ' έναν ηλικιωμένο αναγνώστη να τον παρακάλεση, αν μπορούσε, να προσέχη τα παιδιά τους όσο θα έλειπαν. Στο δρόμο επανελάμβανε: «Επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου, και αυτός σε διαθρέψει» (Ψαλμ. νδ' 23). Αυτό ήταν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πρεσβυτέρας: τα λόγια της Γραφής, τα οποία για πολλούς ανθρώπους είναι απλές λέξεις που τις αποστηθίζουν από τα βιβλία, γι' αυτήν ήταν λόγοι ολοζώντανοι και αληθινοί.
Γυρνώντας στο σπίτι, είδε ξαφνικά ένα μακρύ αντικείμενο τυλιγμένο σ' ένα λινό σάκκο. Η πρεσβυτέρα φοβήθηκε ότι ήταν ένα πτώμα και άρχισε να τρέχη. Μετά όμως πρόσεξε ότι αυτό το αντικείμενο δεν ήταν τόσο μεγάλο και πίεσε τον εαυτό της να υπερνικήση τον φόβο και να επιστρέψη. Με τη σκέψι ότι πιθανόν θα ήταν κάποιο παιδί που το είχαν εγκαταλείψει, κύτταξε μέσα στο σάκκο και έμεινε κατάπληκτη από το θέαμα. Ήταν γεμάτος με διάφορα τρόφιμα, κρέας, λάδι, ψωμί, δηλαδή ό,τι ακριβώς χρειαζόταν για το ταξείδι τους! Πιθανόν κάποιος χωρικός τα έφερε για να τα πουλήση στην πόλι, αλλά φοβήθηκε την εθνοφυλακή και έρριξε το σάκκο στην άκρη του δρόμου.
Βέβαια, δεν είχαν όλες οι δυσκολίες τέτοια ευτυχή κατάληξι για την πρεσβυτέρα, αλλά αυτή ποτέ δεν έχανε την πνευματική της εγρήγορσι. Κάποτε ήρθε κάποια άγνωστη και πρότεινε να της πουλήση μια τσάντα γεμάτη με λαχανικά σε τιμή μάλλον χαμηλή. Με μεγάλη δυσκολία συγκέντρωσε το ποσό και το έδωσε στη γυναίκα, η οποία την έφερε στο σιδηροδρομικό σταθμό όπου, όπως έλεγε, ήταν τα τρόφιμα. Όταν έφθασαν στο σταθμό η γυναίκα είπε στην πρεσβυτέρα να την περιμένη και αυτή μπήκε στον θάλαμο του σταθμού για να φέρη τα τρόφιμα. Η πρεσβυτέρα περίμενε μερικές ώρες προτού πάη η ίδια στον θάλαμο, μόνο και μόνο για να δη ότι η πόρτα ήταν κλειδωμένη και δεν ήταν κανείς εκεί μέσα. Πόσο δύσκολο της ήταν να γυρίση στο σπίτι, όπου την περίμεναν τα πεινασμένα παιδιά και ο παπάς της τόσο ανυπόμονα! Στον δρόμο της επιστροφής η πρεσβυτέρα συλλογιζόταν πώς είναι δυνατόν να προσευχηθή κανείς για τέτοιους ανθρώπους. Πάντως αυτοί μας βοηθούν στη σωτηρία της ψυχής μας, ενώ συγχρόνως, χάνουν τη σωτηρία της δικής τους ψυχής. Όταν η πρεσβυτέρα μπήκε στο δωμάτιο και είδε όλους να την κοιτάζουν με απορία, είπε:
› Παιδιά, σηκωθήτε! Ας προσευχηθούμε! "Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν". Μας έκλεψαν!
Αλλά όλες αυτές οι θλίψεις ήταν ασήμαντες μπροστά στην οδύνη της πρεσβυτέρας όταν ο μικρότερος γυιός της, ο Βάνια, πέθανε. Έπαιζε με κάποια μεγαλύτερα παιδιά στον δρόμο και άρπαξε ένα κρυολόγημα, και καθώς η πρεσβυτέρα δεν μπορούσε να τον προσέχη συνεχώς (κάθε μέρα συμμετείχε στη χορωδία της εκκλησίας) το κρύωμα γύρισε σε μηνιγγίτιδα. Και τότε ακριβώς η πρεσβυτέρα έσπασε το χέρι της... Όλες μαζί οι συμφορές έπεσαν επάνω της: η θανατηφόρος αρρώστια του γυιού της, το σπασμένο χέρι της, η πείνα... Αλλά αυτή κατάφερνε να παρίσταται καθημερινά στις εκκλησιαστικές ακολουθίες, όπως πριν.
Ο Βάνια πονούσε τόσο ανυπόφορα, ώστε ρωτούσε τη μητέρα του:
› Είναι αλήθεια, μητέρα, ότι είμαι κι εγώ ένας μάρτυρας;
Πέθανε την ίδια μέρα που πέθανε και ο Γέροντας Αλέξιος. Ο π. Ηλίας στον επικήδειο λόγο του είπε ότι αυτή την ημέρα πέθανε ένα πολύ μικρό παιδί αφού υπέφερε πολύ περισσότερο από τους μεγάλους, αν και δεν είχε ανάλογες αμαρτίες. H μοναχή που υπηρετούσε στο ιερό ήρθε στην πρεσβυτέρα και της είπε:
› Αγαπητή μου πρεσβυτέρα, συγχαρητήρια, έχεις ήδη ένα γυιό στον Παράδεισο!
Στο τέλος της ζωής της η πρεσβυτέρα δεν θυμόταν τα σχετικά με τον Βάνια. Συνήθιζε να λέη:
› Είχα πέντε παιδιά.
Και μετά, με λυπημένο χαμόγελο, πρόσθετε:
› Δεν θυμάμαι όλα όσα πέρασα στη ζωή μου. Ο Κύριος μου πήρε από την μνήμη τα πιο δύσκολα.
Ο π. Ηλίας ζούσε ασκητική ζωή. Μόνο δυο εβδομάδες τον χρόνο περνούσε με την οικογένεια του στην εξοχή, όπου τα παιδιά μπορούσαν να ξεκουραστούν, κατά την διάρκεια απαραιτήτων επισκευών και καθαριότητος του ναού. Κατά κανόνα εκτελούσε κάθε μέρα όλες τις ακολουθίες χωρίς να παραλείπη ή να συντομεύη τίποτα. Το βράδυ μετά τις ιερές ακολουθίες, γίνονταν πνευματικές συζητήσεις.
Η πρεσβυτέρα φρόντιζε καθημερινά να μπορή ο παπάς της να δειπνά πριν από τα μεσάνυχτα. Γυρνούσε στο σπίτι κάθε μέρα μετά τις ένδεκα. Το πρωί ο π. Ηλίας θα κοιμόταν ακόμη, όταν θα παρουσιαζόταν βιαστικά κάποια πνευματική του κόρη ρωτώντας αν έχη σηκωθή (οι περισσότεροι ενορίτες ήταν νεαροί). Η πρεσβυτέρα ποτέ δεν γκρίνιαζε γι’ αυτές τις ενοχλήσεις, μόνο έλεγε:
› Κάποια δούλη του Θεού ήρθε, δεν φαίνεται τόσο χαρούμενη.
Λίγο αργότερα, αυτή η δούλη του Θεού εκαλείτο στον "κλήρο"[2] για συνομιλία.
Αργότερα, ο επίσκοπος Ιωάννης είπε στην πρεσβυτέρα (η οποία πήγαινε στήν εκκλησία του μετά τον θάνατο του π. Ηλία):
› Ο παπάς σου ήταν το πρότυπό μου, και εσύ ήσουν η πιστή βοηθός του σε όλα.
Σ' εκείνους τους δύσκολους καιρούς της πείνας κατάφεραν να διατηρήσουν την ομορφιά και την λάμψι της εκκλησίας και τον πλούτο των αμφίων. Πόσο υπερήφανοι ήταν όταν έβλεπαν τον ιερέα τους να λειτουργή με πλούσια και όμορφα άμφια, ή όταν τους διάβαζε και τους εξηγούσε τα έργα των αγίων Πατέρων! Κάποτε, μετά από μια ιδιαίτερα επιτυχημένη ομιλία για τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, όταν ο π. Ηλίας πέρασε πίσω από τον "κλήρο", η πρεσβυτέρα του ψιθύρισε:
› Το ύψος ημίν της ταπεινοφροσύνης υπέδειξεν (από το απολυτίκιο του αγίου).
Ήταν τότε το έτος 1932. Παντού γίνονταν έρευνες, συλλήψεις και εξορίες. Μερικοί ενορίτες συνελήφθησαν, μαζί με πολλούς συγγενείς τους. Τον π. Ηλία τον κάλεσαν στη NKVD[3] και του υπεσχέθησαν ότι δεν θα τον πειράξουν καθόλου, αρκεί μόνο να εγκατέλειπε την ιερωσύνη. Κάποιοι φίλοι του προσπαθούσαν να τον βάλουν σε μια καλή θέσι στην Πινακοθήκη Τρετιακώφ, ως ειδικό της τέχνης. Μη ξέροντας τι να κάνη, ο π. Ηλίας γύρισε στο σπίτι και η πρεσβύτερα, τον ενίσχυσε στον αγώνα της ομολογίας.
Μετά από λίγο ήταν η ονομαστική εορτή του π. Ηλία και ήρθαν μερικοί επισκέπτες. Ο πατερούλης είχε βρη πάλι το κέφι του και ήταν εύθυμος και χαρούμενος. Οι επισκέπτες έφυγαν αργά το βράδυ. Σε λίγα λεπτά ένα κορίτσι επέστρεψε και ψιθύρισε στην πρεσβυτέρα ότι η αστυνομία παρακολουθούσε στενά το σπίτι τους. Η πρεσβυτέρα ευχαρίστησε το κορίτσι και βγήκε έξω. Μια ομάδα τριών ανδρών την πλησίασε και τη ρώτησε που μένουν οι Τσετβιρούχιν. Η πρεσβυτέρα τους έδειξε το σπίτι, τους είπε τον αριθμό του διαμερίσματος και αμέσως έτρεξε στο σπίτι.
› Παπά. ήρθαν για σένα! είπε μόλις μπήκε στο δωμάτιο.
Ο π. Ηλίας φόρεσε το επιτραχήλιο του Γέροντος Αλεξίου και διάβασε την "ευχή επί τη ενάρξει παντός αγαθού έργου". Δεν πρόλαβε να πη τις τελευταίες λέξεις και ακούστηκε ένα τραχύ κτύπημα στην πόρτα. Η πρεσβυτέρα τους υποδέχθηκε με μια ελαφρά υπόκλιση:
› Περάστε.
Φαίνονταν βιαστικοί και ρώτησαν σαστισμένοι:
› Εσύ δεν ήσουν που μας έδειξες το δρόμο;
› Ναι.
› Λοιπόν, ετοίμασε τα πράγματά του.
Καθώς η πρεσβυτέρα ετοίμαζε βιαστικά ό,τι ήταν απαραίτητο, αυτοί έκαναν μια επιφανειακή έρευνα. Γενικά ήταν πολύ ευγενικοί και τους επέτρεψαν να αποχαιρετιστούν. Φεύγοντας ένας απ’ αυτούς είπε:
› Λοιπόν, παπαδιά, μπορείς να κοιμηθής ήσυχη. Δεν θα σε ενοχλήσουμε άλλο[4].
› Πώς μπορώ να κοιμηθώ ήσυχη τώρα; απάντησε η πρεσβυτέρα.
Όλη τη νύχτα την πέρασε με προσευχή και δάκρυα. Κατά το πρωί όμως αποκοιμήθηκε και τότε είδε μια ανέκφραστα μεγαλόπρεπη Κυρία που της είπε:
› Μη φοβάσαι! Δεν θα πάθη τίποτε ο παπάς σου στη φυλακή. Εγώ θα μεσιτεύω γι' αυτόν.
› Πραγματικά έχεις εσύ εξουσία μέσα στη φυλακή; ρώτησε η πρεσβυτέρα με έκπληξη.
› Εγώ έχω παντού εξουσία. Μη φοβάσαι· δεν θα πάθη τίποτε στη φυλακή. Εσύ όμως να προσεύχεσαι στον Αδριανό και στη Ναταλία!
Και μ’ αυτά τα λόγια η υπέροχη Κυρία εξαφανίστηκε! Η πρεσβυτέρα ξύπνησε με μεγάλη απορία: γιατί η Θεοτόκος (κατάλαβε ότι αυτή που είχε έρθει ήταν η Πανάμωμος Παρθένος) της έδωσε εντολή να προσεύχεται στους αγίους Αδριανό και Ναταλία; Όταν όμως διάβασε το συναξάρι τους (26 Αυγούστου) και διεπίστωσε ότι ο Αδριανός ήταν μάρτυς ενώ η Ναταλία υπέφερε μαζί του λόγω της αγάπης της πρός αυτόν και τον ενίσχυε στο μαρτύριο, τότε κατάλαβε γιατί η Υπεραγία Θεοτόκος της είπε να προσεύχεται σ' αυτούς τους αγίους.
Μετά τη σύλληψι του π. Ηλία και άλλες θλίψεις βρήκαν την πρεσβυτέρα. Τους έδιωξαν από το διαμέρισμα, και για ένα διάστημα ήταν περιπλανώμενοι εδώ κι εκεί, έως ότου κάποια οικογένεια τους πήρε μαζί τους. Έδιωξαν τα παιδιά από το σχολείο, τους έκλεψαν την τεράστια βιβλιοθήκη τους. Όμως η μεγαλύτερη δοκιμασία ήταν ο θάνατος της μοναχοκόρης τους. Η Μάσενκα ήταν το μικρότερο παιδί της οικογενείας. Όταν η πρεσβυτέρα περίμενε τη γέννησί της, επισκέφθηκε τον Γέροντα Αλέξιο, ο οποίος τότε ζούσε ακόμη. Την υποδέχθηκε με την ερώτησι:
› Ποιος είναι;
› Η αμαρτωλή Ευγενία.
› Είσαι μόνη σου;
› Όχι, πάτερ, είμαστε δύο!
Πλησιάζοντας για να πάρη την ευχή του, ρώτησε:
› Πάτερ, τι θα κάνω;
› Κόρη, μόνο που θα πρέπη να της ράψης νυφικό.
› Μα φυσικά, αν έχη κανείς κορίτσι θα πρέπη να του ράψη το νυφικό του, είπε έκπληκτη η πρεσβυτέρα.
Μόνο μετά τον θάνατο της Μασένκα κατάλαβε τα λόγια του Γέροντα —ότι η θυγατέρα της θα γινόταν νύφη Χριστού.
Η κόρη της πέθανε από μια συνηθισμένη παιδική αρρώστια. Ο ασθενικός οργανισμός της (ήταν μόνο πέντε ετών) δεν ήταν δυνατόν να αντιμετωπίση συγχρόνως την πείνα, το κρύο και την αρρώστεια. Κάτω από τέτοιες συνθήκες (τότε είχε πεθάνει και η μητέρα της Ευγενίας) την ενδυνάμωνε, όπως έλεγε η ίδια, μόνο ένα πράγμα: η προσευχή του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, την οποία επανελάμβανε ακατάπαυστα:
› Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν.
Λόγω αυτών των δοκιμασιών, μόνο μετά από δυο χρόνια μπόρεσε η πρεσβυτέρα να πάη στον σύζυγό της, που ήταν τότε εξόριστος στην περιοχή του ποταμού Κράσναγια Βίσερα. Ήταν πολύ δύσκολο να πάη σ' αυτήν την απομονωμένη βόρεια περιοχή κατά την εποχή της ανοίξεως οπότε είχε πολλές λάσπες, αλλά τελικά έφθασε στον προορισμό της. Έφερε για τον π. Ηλία ένα Ευαγγέλιο και ένα μικρό φιαλίδιο με αγιασμό. Το Ευαγγέλιο το άρπαξαν αμέσως, ενώ για το φιαλίδιο ρώτησαν:
› Τι είναι αυτό;
› Για σας είναι απλό νερό, αλλά για μένα είναι κάτι ιερό. Είναι το φάρμακό μου, απάντησε η πρεσβυτέρα και τελικά της επέτρεψαν να του το δώση.
Με την πρώτη ματιά η Ευγενία κατάλαβε ότι ο π. Ηλίας ήταν πολύ διαφορετικός. Δεν την ευλόγησε, αλλά αντίθετα της είπε:
› Τώρα εδώ δεν ασκώ πια την ιερωσύνη.
Φαινόταν σαν να τον είχαν βασανίσει, σαν να είχε καταρρεύσει. Η συνάντησι κράτησε πολύ και ο π. Ηλίας μπόρεσε να της πη τα πάντα.
Μετά τη σύλληψί του τον έφεραν στη φυλακή, όπου τον έβαλαν σε ένα "ειδικό κελλί". Ο μικρός θάλαμος ήταν εντελώς γεμάτος και με την πρώτη ματιά φαινόταν ότι δεν υπήρχε καθόλου άδειος χώρος. Ο π. Ηλίας δεν ήξερε τι να κάνη, αλλά κάποιος του φώναξε:
› Χώσου κάτω από τα κρεββάτια!
Αυτό δεν ήταν τόσο εύκολο γι' αυτόν που ήταν τόσο ψηλός. Τελικά όμως μπόρεσε να χωθή κάτω από τα ξύλινα κρεββάτια και να ξαπλώση στο βρώμικο πάτωμα, που ήταν γεμάτο από φτυσίματα.
Ήταν αδύνατο να κοιμηθή κάτω από τέτοιες συνθήκες, δεν τον άφηναν άλλωστε οι φωνές και οι βλαστήμιες που ακούγονταν στον θάλαμο. Θυμήθηκε τα πνευματικά του τέκνα και πόσο τον σέβονταν και ξέσπασε σε δάκρυα. Της είπε ακόμη πώς τους έφεραν στην επαρχία Κράσναγια Βίσερα. Τους ανάγκασαν να περπατούν πάνω στο χιόνι, που είχε παγώσει επιφανειακά. Το λεπτό στρώμα του πάγου έσπαζε κάτω από τα πόδια τους και οι κατάδικοι σε κάθε βήμα βυθίζονταν μέσα στο χιόνι μέχρι τη μέση. Κάποιος που βάδιζε πίσω από τον π. Ηλία είπε:
› Πάντα αγαπούσα το δάσος, τώρα όμως το μισώ, και έκανε μια απειλητική χειρονομία με τη γροθιά του προς το δάσος.
Βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο, χωρίς να έχουν φάη ή πιη τίποτα όλη την ημέρα, αναγκάστηκαν να περάσουν τη νύχτα μέσα σε μια καλύβα. Οι εξουθενωμένοι άνδρες αμέσως έπεσαν στο πάτωμα και αποκοιμήθηκαν σαν πεθαμένοι.
Μόνο ο π. Ηλίας έμεινε ξάγρυπνος. Μέσα στα βαθειά μεσάνυχτα ένας αναστεναγμός ξέσπασε από τα βάθη της καρδιάς του:
› Ω Κύριε, γιατί με εγκατέλειψες; Σε υπηρέτησα τόσο πιστά. Ολόκληρη τη ζωή μου την αφιέρωσα σε Σένα. Πόσες φορές διάβασα τον Ακάθιστο Ύμνο και τους Κανόνες. Μέ πόση ευλάβεια υπηρετούσα στην εκκλησία. Γιατί με εγκατέλειψες και υποφέρω τόσο πολύ; Ω Υπεραγία Θεοτόκε, ω άγιε ιεράρχα Νικόλαε, ω άγιε πάτερ Σεραφείμ, πάντες οι Άγιοι του Θεού! Μετά απ’ όλες τις προσευχές μου σε σας γιατί βασανίζομαι τόσο;
Όλη τη νύκτα έτσι έκραζε ενώπιον του Κυρίου. Ξαφνικά μια θεία επίσκεψι, σαν φλόγα, άγγιξε την πονεμένη ψυχή του και τη γέμισε με μια υπερκόσμια παρηγοριά. Το φως της πίστεως φώτισε μυστικά την καρδιά του και άναψε μέσα του μια ανέκφραστη και ακατανίκητη αγάπη προς τον Χριστό, την οποία όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος «ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β' Κορ. ιβ'4).
Όταν ξημέρωσε, ήταν νέος άνθρωπος, αναγεννημένος, σαν να είχε βαπτισθή εν πυρί (Ματθ. γ' 11). Μετά από αυτή τη νύκτα δεν μπορούσε πια να ζη μια συνηθισμένη ζωή. Ο ίδιος τόνισε στην πρεσβυτέρα:
› Και αν ακόμα μ' αφήσουν ελεύθερο, μη νομίσεις ότι θα λειτουργήσω ποτέ όπως πριν. Ο παλιός κόσμος έφυγε για πάντα, και δεν πρόκειται να ξαναγυρίση.
Ο κόσμος στον οποίο είχε συνηθίσει να ζη είχε εξαφανιστή για πάντα γι' αυτόν, επειδή είχε χαριστή σ' αυτόν μια υπερκόσμια εμπειρία, με την μεσιτεία της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπως είχε υποσχεθή στην πρεσβυτέρα Ευγενία, τη σύγχρονη αγία Ναταλία. Συνεπώς είχε να διαλέξη ένα από τα δύο: ή να υποχωρήση και να γίνη ένας κανονικός σοβιετικός σκλάβος-πολίτης, ή να πεθάνη εντελώς ως προς αυτόν τον κόσμο. Η ευθύτης του χαρακτήρος του δεν του επέτρεπε, κάτω από συνθήκες αθεϊστικής καταπιέσεως, να "άρη τον ζυγόν" της ιερωσύνης. Το συνειδητοποίησε αυτό και διάλεξε τον θάνατο ως ένωσι με τον Ζωοδότη Χριστό, τον Κύριο μας!
Καθώς ο π. Ηλίας αποχαιρετούσε την πρεσβυτέρα, της είπε:
› Ξέρεις, η καρδιά μου φλέγεται από αγάπη για τον Χριστό. Νομίζω ότι ήλθα εδώ για να καταλάβω ότι δεν υπάρχει απολύτως τίποτε καλύτερο, τίποτε πιο θαυμαστό από Αυτόν. Θα ήθελα να πεθάνω γι' Αυτόν!
Αφού αποχαιρέτησε ο ένας τον άλλον, η πρεσβυτέρα ξεκίνησε για το μακρύ και δύσκολο ταξείδι της επιστροφής. Όταν έφθασε στο σπίτι, την περίμενε ένα τηλεγράφημα: «στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως άναψε μια πυρκαϊά και ο π. Ηλίας έγινε παρανάλωμα του πυρός μαζί με ένδεκα άλλους»! Πόσο ταιριαστό ήταν το όνομά του στη ζωή του και στον θάνατό του —Ηλίας σημαίνει ακριβώς "πύρινος"[5]!
Μετά τον τραγικό θάνατο του π. Ηλία η πρεσβυτέρα έπεσε άρρωστη για πολύ καιρό. Όταν έγινε καλά άρχισε να γράφη τα απομνημονεύματά της. Εκείνο τον καιρό είδε ένα όνειρο: εμφανίστηκε σ' αυτήν, όπως όταν ζούσε, ο π. Πέτρος Λαγκώφ, (ένας ιερεύς που είχε τουφεκισθή μερικά χρόνια πριν), και της είπε:
› Καλή μου πρεσβυτέρα, πρέπει να προσεύχεσαι στον άγιο Σέργιο, στον άγιο Σεραφείμ και στον άγιο ιερομάρτυρα Πάμφιλο. Ας προσευχηθούμε μαζί: άγιε πάτερ Σέργιε, πρέσβευε υπέρ ημών! Άγιε πάτερ Σεραφείμ, πρέσβευε υπέρ ημών! Άγιε ιερομάρτυς Πάμφιλε, πρέσβευε υπέρ ημών!
Όταν ξύπνησε η πρεσβυτέρα συλλογίσθηκε ότι η οικογένεια της πάντα σεβόταν τον άγιο Σέργιο και τον άγιο Σεραφείμ και έδωσαν τα ονόματα των δύο αυτών αγίων σε δύο αγόρια τους. Αλλά για τον ιερομάρτυρα Πάμφιλο, ούτε καν είχε ακούσει τίποτε. Όταν όμως πήγε στην εκκλησία και άνοιξε το Μηναίο, ανακάλυψε ότι εκείνη ακριβώς την ημέρα ήταν η εορτή του ιερομάρτυρος Παμφίλου (16 Φεβρουαρίου). Μελετώντας το συναξάρι του αγίου, έμαθε ότι ο άγιος Πάμφιλος ήταν ένας πρεσβύτερος πολύ μορφωμένος, που είχε μια τεράστια βιβλιοθήκη και ο οποίος μαρτύρησε μαζί με άλλους ένδεκα μάρτυρες, μερικοί από τους οποίους "πυρί ετελειώθησαν"!
Η υπόλοιπη ζωή της πρεσβυτέρας δεν ήταν εύκολη. Ήταν μόνη της. χωρίς τον σύντροφο της ζωής της, με ένα παιδί στην αγκαλιά της. Παρ' όλα αυτά εξακολουθούσε κάθε μέρα, όπως και πρώτα, να ψάλλη και να διευθύνη τη χορωδία της εκκλησίας. Μετά τον θάνατο του π. Ηλία, η πρεσβυτέρα έψαλλε στην εκκλησία του αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας, όπου λειτουργούσε ένας επίσκοπος που λεγόταν Ιωάννης. Ήταν αρκετά νέος, δεν είχε φθάσει ακόμη τα σαράντα. Αυστηρός ασκητής ο ίδιος, απαιτούσε από τους ψάλτες ακριβή τήρησι του Τυπικού. Οι μακρές μοναστηριακές ακολουθίες και η έντονη πνευματική ζωή της ενορίας δεν άρεσαν στις αρχές. Κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή του 1937 ήρθαν για να συλλάβουν τον Δεσπότη. Κάποιος τον είχε ήδη προειδοποιήσει και ήταν προετοιμασμένος για τη σύλληψή του. Όταν η αστυνομία τον κάλεσε να βγη έξω "για λίγα λεπτά" είπε στην πρεσβυτέρα:
› Αν δεν γυρίσω σε δεκαπέντε λεπτά, αρχίστε το Απόδειπνο χωρίς εμένα.
Φυσικά δεν γύρισε ποτέ!
H πρεσβυτέρα θυμόταν με μεγάλο σεβασμό τον επίσκοπο Ιωάννη. Ποτέ δεν άφηνε από τα χέρια της το κομποσχοίνι που της είχε δώσει, το οποίο από τη συνεχή χρήσι είχε γίνει γκρι (από άσπρο, όπως συνηθίζουν οι Ρώσοι). Το τοποθέτησαν στον τάφο μαζί της.
Όταν άρχισε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος η πρεσβυτέρα αντιμετώπισε πολλές νέες δοκιμασίες. Ο ένας γυιός της συνελήφθη, τους άλλους δυο τους έστειλαν στο μέτωπο, απ’ αυτούς ο μεγαλύτερος δεν γύρισε ποτέ! Αυτή η ίδια υπέφερε από την πείνα. Αλλά πάντοτε παρέμενε η ίδια ήρεμη πρεσβυτέρα, που πάντοτε ήλπιζε στον Θεό. Κάποτε όμως άρχισε να έχη αμφιβολίες, βλέποντας τόσες πολλές δυστυχίες να έρχονται στους πιστούς. Αναρωτιόταν μήπως πραγματικά είχε έλθη το τέλος της χριστιανικής πίστεως για τη Ρωσία. Μ' αυτές τις σκέψεις έπεσε να κοιμηθή και είδε ένα όνειρο. Η Θεοτόκος της είπε:
› Όσο ανάβει το καντήλι μπροστά στη λειψανοθήκη του αγίου Σεργίου, η Ρωσική Εκκλησία θα αντέχει.
Η πρεσβυτέρα εξακολουθούσε να αμφιβάλλη και γι' αυτό προσευχήθηκε:
› Ω Υπεραγία Θεοτόκε, αν ήσουν πράγματι Εσύ, κάνε να δω αυτό το όνειρο για δεύτερη φορά.
Την επομένη νύχτα πράγματι είδε πάλι το ίδιο όνειρο. Όταν το διηγείτο αυτό η πρεσβυτέρα, δεν παρέλειπε να προσθέτη:
› Και το καντήλι είναι ακόμη αναμμένο!
Τα χρόνια περνούσαν. Η πρεσβυτέρα ζούσε με τον ίδιο τρόπο ζωής όπως και προηγουμένως. Πάντοτε την περιτριγύριζαν πολλοί άνθρωποι, επειδή μετά τον θάνατο του π. Ηλία ανέλαβε την καθοδήγησι των πνευματικών του τέκνων, όπως της είχε ζητήσει ο ίδιος. Κάτω από τόσο δύσκολες συνθήκες, οι οποίες ανάγκαζαν ακόμη και πολλούς κληρικούς να αποστατούν από την πίστι, αυτή κρατούσε κοντά στην Εκκλησία έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Αμέσως μετά το τέλος του πολέμου η πρεσβυτέρα πήρε ένα γράμμα από τον μικρότερο γυιό της. Της έγραφε ότι γυρνούσε από το μέτωπο. Όλα τα παράθυρα του σπιτιού της ήταν σπασμένα και η πρεσβυτέρα ήθελε να τα επισκευάση πριν έρθη ο γυιός της. Γι' αυτή τη δουλειά όμως χρειαζόταν τουλάχιστον εκατό ρούβλια ενώ αυτή δεν είχε ούτε ένα καπίκι. Ως συνήθως, η πρεσβυτέρα έσπευσε στην προσευχή. Και την άλλη μέρα ήρθε μια νεαρή κόρη και της έδωσε εκατό ρούβλια! Φυσικά η πρεσβυτέρα έμεινε σαν κεραυνόπληκτη από έκπληξι, παίρνοντας ένα τέτοιο δώρο από ένα άγνωστο κορίτσι. Αλλά η κόρη της εξήγησε ότι τη νύχτα είδε στο όνειρό της τη μητέρα της, μια ενορίτισσα του π. Ηλία που είχε πεθάνει πριν από αρκετό καιρό, και της είπε:
› Θέλεις να δώσης στην πρεσβυτέρα Ευγενία εκατό ρούβλια για μνημόσυνο της ψυχής μου;
Κι έτσι ο Κύριος για άλλη μια φορά βοήθησε θαυματουργικά την πρεσβυτέρα.
Προς το τέλος της ζωής της η πρεσβυτέρα έλαβε από τον Κύριο ολοφάνερα το διορατικό χάρισμα. Μια φορά πήγαινε στην εκκλησία με μια πνευματική της κόρη. Με το συνηθισμένο γρήγορο βήμα της προσπέρασε δυο χωριατόπαιδα, τα οποία έβλεπε για πρώτη φορά. Η πρεσβυτέρα, χωρίς να σταματήση, τα χτύπησε ελαφρά στο κεφάλι και είπε:
› Νικόλαος και Σέργιος.
Τότε η συνοδός της απεφάσισε να ελέγξη τον λόγο της πρεσβυτέρας. Σταμάτησε και ρώτησε τα αγόρια πώς ονομάζονται. Η απάντησι ήταν:
› Νικόλαος και Σέργιος!
Ήδη η πρεσβυτέρα, κατά θεία παραχώρησι, είχε υποφέρει πάρα πολλούς πειρασμούς και δοκιμασίες, αλλ' όμως ο Κύριος ήθελε να δοκιμάση την πίστι της μέχρι τέλους, και κατά κάποιο τρόπο να διακηρύξη και να δείξη σ' έναν κόσμο που είχε παραφρονήσει, όλες τις αρετές της δούλης Του. Στα ογδόντα της χρόνια η πρεσβυτέρα έπεσε και έσπασε τα πλευρά της και λόγω εσφαλμένης θεραπείας οι μυς έγιναν ατροφικοί. Έτσι, μέχρι τον θάνατο της δεν μπόρεσε πια να σηκωθή από το κρεββάτι της. Για δέκα ολόκληρα χρόνια ήταν κατάκοιτη και περνούσε τον καιρό της με τη μελέτη, την προσευχή και την πνευματική τροφοδότησι πολλών. Στα εννενήντα της χρόνια, λόγω απρόσεκτης νοσηλείας, έπαθε "κατάκλιση" (πληγές λόγω συνεχούς κατακλίσεως) και το σώμα της έγινε τόσο σαθρό ώστε αυτοί που φρόντιζαν την καθαριότητά της μπορούσαν να δουν τα οστά της σπονδυλικής της στήλης. Υπέφερε πάρα πολύ. Η νύφη της (ζούσε με τον μικρότερο γυιό της) συχνά την περιγελούσε και κάποτε της είπε:
› Να, εσύ έδωσες τα πάντα στον Θεό σου, και τον άνδρα σου και τα παιδιά σου. Αυτός τώρα πώς σε ξεπληρώνει έτσι;
› «Ον αγαπά Κύριος παιδεύει» (Παροιμ. γ' 12), απάντησε η πρεσβυτέρα.
› Ε, τότε γιατί παιδεύει και μένα εξ αιτίας σου;
Η πρεσβυτέρα χαμογέλασε και είπε:
› Αυτό σημαίνει ότι αγαπά και σένα!
Στα τελευταία χρόνια της ζωής της η πρεσβυτέρα ασχολήθηκε σοβαρά με την συγγραφή των απομνημονευμάτων της. Προφανώς, είχε αντιληφθή τη μεγάλη σπουδαιότητα που είχαν τα γεγονότα τόσο της δικής της ζωής, όσο και της ζωής των άλλων ανθρώπων που έζησαν κοντά της. Αγαπούσε να θυμίζη ότι ήταν αυτόπτης μάρτυς της αναγνωρίσεως πολλών αγίων, και κυρίως του αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ και του αγίου Ερμογένους της Μόσχας. Και συχνά πρόσθετε:
› Και θα πεθάνω όταν θα γίνη μια αναγνώριση.
Δεν διευκρίνιζε ποιος άγιος επρόκειτο να αναγνωρισθή, αλλά προφανώς εννοούσε τους Νεομάρτυρες, αφού ένα μήνα πριν από τον θάνατό της είπε:
› Γνωρίζετε καλά τον παπά μου, και τον επίσκοπο Ιωάννη, και τον π. Πέτρο Λαγκώφ, και όλους τους άλλους —όλοι τους είναι άγιοι Μάρτυρες.
Και με ιδιαίτερη έμφασι επανέλαβε:
› Άγιοι Μάρτυρες!
Λίγες ημέρες πριν από την εκδημία της κάλεσαν έναν ιερέα για να της μεταδώση την θεία Μετάληψη. Μόλις έλαβε τα τίμια Δώρα, αυτή η υπέργηρη γυναίκα η οποία στην πράξι ήταν ήδη νεκρή, ξαφνικά με καθαρή φωνή είπε:
› Αγαπητέ μου πάτερ! Κύριε ελέησον! Τι ευτυχία!
Ο Ιερεύς γονάτισε μπροστά στο κρεββάτι της και την παρακάλεσε:
› Καλή μου πρεσβυτέρα, όταν συναντήσεις τον Κύριο, ενθυμήσου και μένα, τον αμαρτωλό!
Μετά από λίγες μέρες η πρεσβυτέρα έφυγε από αυτόν τον κόσμο. Τα παιδιά της και όλοι εμείς στεκόμασταν γύρω της. Ξαφνικά είδαμε κάτι που δεν το είχαμε ξαναδή ποτέ άλλοτε, ούτε πρόκειται να το δούμε άλλη φορά: το πρόσωπό της άρχισε να μεταβάλλεται και από μια συνηθισμένη απλή ταπεινή γριά, όπως τη βλέπαμε πάντοτε, έγινε μια εντελώς ασυνήθιστα θαυμαστή, ολόλαμπρη γυναίκα. Ένας γυιός της ψιθύρισε:
› Ίσως τώρα μόλις συνάντησε τον παπά της!
Ένα λεπτό αργότερα όλα πέρασαν, η ψυχή της βγήκε από το σώμα και η πρεσβυτέρα φαινόταν σαν ένας συνηθισμένος νεκρός άνθρωπος[6].
Η πρεσβυτέρα Ευγενία έζησε μια μακρά και εξαιρετικά δύσκολη ζωή. Ποτέ δεν ύψωσε τη φωνή της, σε κανένα δεν έκανε τον δάσκαλο, αλλά ακριβώς αυτός ο τρόπος της ήσυχης, ταπεινής ηλικιωμιένης γυναίκας ήταν η καλύτερη διδασκαλία της χριστιανικής ευσέβειας, για εκείνους που θέλουν, στην άθεη εποχή μας, να ζουν σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού. Όπως ακριβώς η αγία Ναταλία, η οποία επέζησε μετά το μαρτύριο του αγίου Αδριανού και "ετελειώθη εν ειρήνη", έτσι και η πρεσβυτέρα Ευγενία ήταν και αυτή μάρτυς μαζί με τον "μαρτυρικώς τελειωθέντα" σύζυγό της πατέρα Ηλία.
Μοναχή Μαρία Γιεράστοβα
* * *
[1] RUSSIA'S CATACOMB SAINTS. Lives of the new Martyrs. Saint Herman of Alaska Press, Platina California 1982. σελ. 404-416.
[2] «Κλήρος» είναι το παραπέτασμα (εικονοστάσι) πίσω από το οποίο ψάλλει η μικτή χορωδία, χωρίς να είναι ορατή από το εκκλησίασμα.
[3] NKVD: Η Σοβιετική μυστική αστυνομία η οποία κατά περιόδους είχε διαφορετικά ονόματα: GPU, NKVD, Chcka, MVD και τελευταία KGB.
[4] Ειρωνικό υπονοούμενο για την προθυμία της.
[5] Κατ' άλλη ετυμολογία Ηλίας σημαίνει: "ο Ιεχωβά είναι Θεός μου".
[6] Παρόμοιο θαυμαστό γεγονός αναγράφεται ατό συναξάρι της αγίας Θεοδώρας της εν Θεσσαλονίκη (29 Αυγούστου και 5 Απριλίου) της οποίας ο βίος παρουσιάζει μερικές ομοιότητες με την ζωή της πρεσβυτέρας Ευγενίας.
Πηγή: (Μοναχή Μαρία Γιεράστοβα, «Αγιορείτικη Μαρτυρία», Τριμηνιαία έκδοσις Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου, Τεύχος: 18, Απρίλιος 1995) serafeimtousarof.blogspot.gr , Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Russia's Catacomb Saints
Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος γεννήθηκε στὰ Λειβάδια τῆς πόλεως τῆς Χίου, τὴν 1η Ἰουλίου τοῦ 1869. Οἱ γονεῖς του ὀνομαζόνταν Κωνσταντῖνος καὶ Ἀγγεριώ. Ἦταν ἄνθρωποι σεμνοί, εὐλαβεῖς καὶ ἐνάρετοι. Βάπτισαν λοιπὸν τὰ δύο μεγαλύτερα παιδιά τους Νικόλαο καὶ Καλλιόπη, ἐνῶ τὸν νεώτερο γιό τους Ἀργύριο. Νὰ σημειώσουμε μόνο τὸ γεγονός, ὅτι ἡ Καλλιόπη ἔγινε κάποια στιγμὴ μοναχὴ καὶ μετονομάσθηκε Καλλινίκη. Ἀπὸ πολὺ μικρὴ ἡλικία ὁ Ἀργύριος ἔδειξε σὲ ὅλους ὅτι εἶχε ἀξιωθεῖ τῆς Θείας Χάριτος.
«Δεν θα αρνηθώ ποτέ τον Θεόν μου, όποιο κι αν είναι το τίμημα, και δεν θα φοβηθώ ποτέ την φωτιά, την αγχόνη και οποιαδήποτε άλλη απειλή γιατί είναι χίλιες φορές προτιμότερος ο μαρτυρικός θάνατος για τον Χριστόν, από τα χίλια «καλά» της προδοσίας».
Καταγωγὴ
Ὁ Ὅσιος Αὐξέντιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Συρία. Ἔζησε στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Β’ τοῦ Μικροῦ (408 – 450 μ.Χ.) καὶ κατεῖχε τὸ ἀξίωμά τοῦ σχολαρίου τοῦ στρατηλάτου.
Συνανεστρέφετο ἐνάρετους ἄνδρες
Διαπρέποντας λοιπὸν ὁ Μέγας Αὐξέντιος μὲ τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, παρ’ ὅτι ἀκόμη ἔμενε στὴν βασιλεύουσα τῶν πόλεων δηλαδὴ στὴν Κωνσταντινούπολη δὲν παρέλειπε ἐν τούτοις νὰ συναναστρέφεται τοὺς ξακουστοὺς γιὰ τὴν ἀρετή τους καὶ γιὰ τὴν ἄσκηση τοὺς Πατέρες τῆς ἐποχῆς του. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ μοναχός, Ἰωάννης ὀνομαζόμενος, τὸν ὁποῖο συχνὰ ἐπεσκέπτετο. Ὁ μοναχὸς ἦταν πολὺ ἐνάρετος καὶ ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ἔμενε ἐπάνω σε ἕνα στύλο. Ἀπὸ αὐτὸν διδάχθηκε ὁ Ὅσιος τὸν φιλάρετο βίο καὶ γιὰ νὰ ἐκτελεῖ ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τὸν περισσότερο χρόνο ἔμενε στὸν Ναὸ τῆς Ἅγιας Εἰρήνης, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴν θάλασσα μαζὶ μὲ τοὺς ἐνάρετους ἄνδρες. Ἐκεῖ ἀσκεῖτο στὶς ὁλονύκτιες προσευχὲς καὶ δεήσεις τηρώντας πιστὰ τὶς νηστεῖες καὶ κάθε ἄλλη ἐγκράτεια.
Ἔδιωξε τὸ δαιμόνιο
Κάποια γυναίκα, ἡ oποία ἦταν κυριευμένη ἀπὸ πονηρὸ πνεῦμα, συνάντησε τὸν Ἅγιο Αὐξέντιο, ὅταν ἐπέστρεφε ἀπὸ τὸ παλάτι. Αὐτὴ εἶχε ἀκάλυπτό το κεφάλι της, καὶ τραβοῦσε τὶς τρίχες της καὶ φώναζε δυνατά:
› Ὢ βία, ἀπὸ τὸν ἐχθρό μας τὸν Αὐξέντιο! Εἴκοσι χρόνια τώρα ἔχω ποὺ κατοικῶ σὲ αὐτὴν τὴν γυναίκα καὶ τώρα διώχνομαι μὲ βία ἀπὸ αὐτόν.
Τότε ὁ Ἅγιος πίεσε τὸ ἄλογο, πάνω στὸ ὁποῖο καθόταν, γιὰ νὰ τὴν προσπεράσει, ὥστε νὰ μὴ γίνει γνωστὴ σὲ κανέναν ἡ θεία χάρι, ποὺ κάτοικοι σὲ αὐτόν. Ἡ γυναίκα ὅμως ἀκολουθοῦσε μὲ μεγάλες φωνές, μᾶλλον τὸ πονηρὸ πνεῦμα, ποὺ ἔμενε σὲ αὐτήν, μαστιγούμενο ἀοράτως ἀπὸ τὴν θεία Χάρι, καὶ ἔλεγε:
› Ἰδού, ἐξέρχομαι, ἐὰν μόνον μὲ διατάξη αὐτός.
Μαζεύτηκε γύρω ἀπὸ αὐτὸν πολὺ πλῆθος. Ἀφοῦ μὲ δάκρυα καὶ στεναγμοὺς παρακάλεσε ὁ μακάριος τὸν Θεό, ἀμέσως ἀπήλλαξε τὴν γυναίκα ἀπὸ τὸν δαίμονα.
Ἀπόρησαν λοιπὸν ὅλοι θαυμάζοντες καὶ δοξάζοντες τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος τέτοια ἐξουσία ἔδωκε στὸν δοῦλο τοῦ κατὰ τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων.
Γίνεται Μοναχὸς
Πολλὰ θαύματα ἔκανε ὁ Μέγας Αὐξέντιος, ὅταν ἀκόμη ζοῦσε στὸν κόσμο. Κατόπιν, ἐπειδὴ κατάλαβε ὅτι ἔγινε γνωστὸς σὲ ὅλους, θέλοντας νὰ ἀποφύγει τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἐπειδὴ προεῖδε μὲ τοὺς ψυχικοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τὴν μέλλουσα νὰ συνταράξη τὴν Ἁγία του Θεοῦ Ἐκκλησία, παράνομη αἵρεση τοῦ δυσσεβοὺς Νεστορίου καὶ Εὐτυχοῦς, ἀπαρνήθηκε τὸν κόσμο καὶ τὶς βασιλικὲς αὐλὲς καὶ ἐγκατέλειψε τὸ πλῆθος τῶν φίλων ποὺ εἶχε, τρέπεται πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο. Ἔφθασε λοιπὸν στὰ ἐρημικότερα μέρη τῆς Βιθυνίας καὶ ἀνέβηκε στὴ πλαγιὰ τοῦ ὅρους, ποὺ καλεῖται Ὀξεία καὶ ποὺ ἀπέχει δέκα μίλια ἀπὸ τὴν Χαλκηδόνα, καὶ διέμεινε σὲ κάποια πέτρα. Ἀσκήτευε, ἐνῶ παράλληλα ἀσχολήθηκε μὲ τὴν μελέτη καὶ σπουδὴ τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὁ λαὸς ἔμαθε σιγὰ-σιγὰ γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου καὶ πλῆθος συνέρρεε ἐκεῖ, καὶ πολλὰ θαύματα ἐπιτέλεσε ὁ Ἅγιος.
Τὸν καλοῦν γιὰ τὴν Σύνοδο
Τόση δὲ ἦταν ἡ φήμη του γιὰ τὶς σπάνιες ἀρετὲς καὶ τὴν βαθιὰ θεολογικὴ μόρφωσή του, ὥστε προσκλήθηκε στὴν Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνεκλήθη τὸ ἔτος 451 μ.Χ. στὴν Χαλκηδόνα γιὰ νὰ καταδικάσει τὶς κακοδοξίες τοῦ Νεστορίου καὶ Εὐτυχοῦς. Ἀφοῦ συμφώνησε μὲ τὴν Σύνοδο ἐπέστρεψε πάλι ὄχι στὸ προηγούμενο ὅρος, ἀλλὰ σὲ ἄλλο πολὺ πιὸ ἀπόκρημνο καὶ ψηλότερο, ποὺ ὀνομάζετο Σκόπα, στὸ ὁποῖο καὶ ἔμεινε, ἀφοῦ οἱ ἀδελφοί του ἔκαναν πάλι κλουβὶ ἀπὸ ξύλα καὶ ἄφησαν μικρὸ παραθυράκι γιὰ νὰ συνομιλεῖ μὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι πήγαιναν σὲ αὐτόν. Πολλοὶ ἀνέβαιναν πρὸς αὐτὸν καὶ ἀπὸ τὶς Ρουφινιανὲς καὶ ἀπὸ ἄλλα μέρη γιὰ ὠφέλεια ψυχῆς καὶ σώματος, τοὺς ὁποίους δίδασκε νὰ ψάλλουν καὶ μερικὲς ὠδὲς κατανυκτικὲς καὶ ὠφέλιμες.
Ἡ διδασκαλία του
Μετὰ ἀπὸ τὴν ψαλμωδία τῶν ὠδῶν ὁ μακάριος ἄρχιζε τὴν ψυχωφελῆ καὶ σωτηριώδη διδασκαλία του, τὴν ὁποίαν παρέτεινε σχεδὸν μέχρι τὸ βράδυ, συμβουλεύοντας ὅλους νὰ οἰκονομοῦν καλὰ τὴν ζωή τους καὶ ποτὲ νὰ μὴ δείχνουν ραθυμία στὴν ἐκτέλεση τῶν καλῶν ἔργων, οὔτε πάλι, ἀφοῦ κάνουν κάτι καλό, νὰ ἐπιστρέφουν στὸν παλαιὸ τρόπο ζωῆς, ἀλλὰ μέχρι τὸ τέλος νὰ ἐπιμένουν στὴν ἐργασία τοῦ ἀγαθοῦ.
Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πλούσιους ἔστελναν τροφὲς στὸ ὅρος καὶ διάφορα ἄλλα δῶρα καὶ φιλεύματα. Ἐκεῖνος ὅμως μόνο λάδι καὶ κεριὰ ἐὰν ἔφερνε κανείς, κρατοῦσε, τὰ δὲ ὑπόλοιπα τὰ μοίραζε στοὺς πτωχούς, ποὺ μαζευόντουσαν κοντά του. Ὅσους τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς κάνει μοναχοὺς δὲν τοὺς ἐδέχετο, ἀλλὰ ἀφοῦ ἔδινε στὸν κάθε ἕνα ξεχωριστά, τρίχινο ἢ δερμάτινο στιχάριο, μὲ τὰ ὁποῖα ἦταν καὶ ἐκεῖνος ντυμένος, τοῦ ἔλεγε:
› Πήγαινε, ἀδελφέ, ὅπου σε ὁδηγήσει ὁ Κύριος.
Κτίζει Μοναστήρι
Πολλὲς γυναῖκες πήγαιναν, ἄλλες μὲν ὁδηγούμενες πρὸς τὸν Ὅσιο ἀπὸ εὐγενεῖς γονεῖς γιὰ νὰ φυλάξουν τὴν παρθενία τους, ἄλλες δὲ φεύγουσες ἀπὸ τὰ σπίτια τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀπαρνούμενες τὸν διάβολο καὶ μὲ θερμὴ μετάνοια συντασσόμενες μὲ τὸν Χριστό, ὥστε σὲ λίγο καιρὸ νὰ συγκεντρωθοῦν πάνω ἀπὸ ἑβδομήντα. Ἀναγκάσθηκε λοιπὸν ὁ θεῖος Αὐξέντιος νὰ οἰκοδομήσει Ἐκκλησία γιὰ χάρη τους καὶ νὰ κτίση τὰ κατάλληλα κελιά, γιὰ τὴν ἄσκησή τους. Κάθε Κυριακὴ καὶ Παρασκευὴ προσκαλοῦσε τὶς Ὅσιες αὐτὲς γυναῖκες καὶ τὶς συμβούλευε νὰ λησμονήσουν τὰ τερπνά του βίου, διότι τὰ ἐξ ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ προορισμένα γιὰ ἐμᾶς ἀγαθὰ εἶναι πολὺ πιὸ τερπνὰ καὶ νὰ μὴ γίνονται δοῦλες τὸν σαρκικῶν ἡδονῶν.
Τὸ τέλος τοῦ Ὅσιου
Ἐπειδὴ ὅμως καὶ ὁ Ὅσιος σὰν ἄνθρωπος ἔμελλε κάποτε νὰ ἀποθάνει, ἀρρώστησε γιὰ λίγο. Ὅλο τὸν καιρὸ τῆς ἀσθενείας τοῦ τὸν περνοῦσε μὲ εὐχαριστίες στὸν Θεὸ καὶ μὲ συμβουλὲς πρὸς τοὺς ἄνδρες καὶ τὶς γυναῖκες, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦσαν τὸ πνευματικό του ποίμνιο. Ἀφοῦ λοιπὸν ἐγκατέλειψε τὴν πρόσκαιρη τούτη ζωὴ μετέβη πρὸς τὴν ἄφθαρτη καὶ αἰώνια ζωή, ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ εὐσεβοῦς καὶ φιλοχρίστου βασιλέως Λέοντος τοῦ μεγάλου κατὰ τὴν 14ην Φεβρουαρίου.
Πηγὴ ἰαμάτων
Τὸ τίμιο λείψανο τοῦ τὸ παρέλαβαν οἱ ὅσιες γυναῖκες ποὺ ἀσκοῦνταν στοὺς πρόποδες τοῦ ὅρους. Τοποθετήθηκε λοιπὸν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου στὸν ἐκεῖ κτισμένο ἀπὸ τὸ ἴδιο Ναό, ὁ ὁποῖος εἶχε καθιερωθεῖ ὡς εὐκτήριος οἶκος πρὸς χάριν τῶν μακαρίων ἐκείνων Μοναχῶν. Ἀπὸ τότε ποὺ τοποθετήθηκε τὸ λείψανο τοῦ μακαρίου Αὐξεντίου μέχρι σήμερα, ἀναβλύζει πηγὲς ἰαμάτων σὲ αὐτοὺς ποὺ πηγαίνουν μὲ πίστη, θεραπεύοντας κάθε εἴδους ἀσθένειες, διώκοντας δαίμονες καὶ κάθε ἄλλο νόσημα. Ἀποδεικνύοντας ἔτσι σὲ ὅλους ὅτι ὁ Αὐξέντιος ζεῖ ἀκόμη ἐν Θεῶ καὶ διὰ τῆς Χάριτος Αὐτοῦ ἐνεργεῖ ἰάματα.
Στίχος
Ὁ Βουνός, ὡς Κάρμηλος, ἣν Αὐξεντίω, Φανέντι τάλλα πλὴν τελευτῆς Ἠλία. Λεῖψε βίον δεκάτη Αὐξέντιος ἠδὲ τετάρτη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὥσπερ φοῖνιξ ηὐξήθης Πάτερ ὑψίκομος, δικαιοσύνης ἐκφέρων τοὺς ψυχοτρόφους καρπούς· σὺ γὰρ βίον ἱερὸν πολιτευσάμενος, τῆς Ἐκκλησίας στηριγμός, καὶ θαυμάτων αὐτουργός, Αὐξέντιε ἀνεδείχθης, διὰ παντὸς ἱκετεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχᾶς ἠμῶν.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄. Τοῦ λίθου σφαγισθέντος.
Τῆς ἐρήμου πολίτης καὶ ἐν σώματι ἄγγελος, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατὴρ ἠμῶν Αὐξέντιε· νηστεία ἀγρυπνία προσευχή, οὐράνια χαρίσματα λαβῶν, θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας, καὶ τὰς ψυχᾶς τῶν πίστει προστρεχόντων σοί. Δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διά σου πάσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐγκρατείας ὕδασι, πανευκλεῶς ἐκβλαστήσας, ὡς ἐλαία εὔκαρπος, ἐν τοῖς Ὀσίοις ἐφάνης· κόσμου γάρ, ἀπαρνησάμενος τὴν ἀπάτην, γέγονας, ὑπερκοσμίου φωτὸς δοχεῖον, δὶ’ οὗ λάμπρυνον ἐνθέως, τοὺς σὲ τιμώντας, Πάτερ Αὐξέντιε.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος β΄. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Κατατρυφήσας θεοφρον τῆς ἐγκρατείας, καὶ τὰς ὀρέξεις τῆς σαρκὸς χαλινώσας, ὤφθης τὴ πίστει σου αὐξανόμενος, καὶ ὡς φυτὸν ἐν μέσω τοῦ Παραδείσου ἐξήνθησας, Αὐξέντιε Πάτερ ἱερώτατε.
Κάθισμα Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου.
Εἰς ὅρος ἀνελθῶν, θεωρίας Παμμάκαρ, καὶ πράξεως σαφῶς, ἀστραπαῖς τῶν θαυμάτων, ὡς ἥλιος ἔλαμψας, καταυγάζων τὰ πέρατα· ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἐορτάζομεν, ὑμνολογοῦντές σε πίστει, καὶ πόθω γεραίρομεν.
Ὁ Οἴκος
Τὶς τοὺς ἀγῶνάς σου νῦν ἐπαξίως ἐξείπη, ἢ τοὺς πόνους σου Πάτερ, οὖς ὑπέστης ἐν γῆ, διὰ τὴν θείαν ἀπόλαυσιν; ἀπὸ βρέφους γὰρ νόμοις Κυρίου ἀκολουθήσας, καὶ προστάγμασι τούτου ὑπηρετήσας, νέος ἠμὶν ἀνεδείχθης Ἰὼβ τοῖς παλαίσμασι, τοῦ κόσμου πάροικος ὤφθης, καὶ τῆς γῆς ἁπάσης ἀλλότριος, νηστείαν πίστει ἐξήσκησας, ἀγρυπνίαν, ἁγνείαν ἠγάπησας, Αὐξέντιε Πάτερ ἱερώτατε.
Μεγαλυνάριον
Κατηγλαϊσμένος ταῖς ἀρεταῖς, ὤφθης ἐν τῷ βίω, θεοφόρε περιφανής, ἄιγλη εὐσεβείας, καὶ χάριτι θαυμάτων, Αὐξέντιε ρυθμίζων, τοὺς προσιόντας σοί.
Πηγή: Αγιορείτικα
Ο Ακύλας ήταν ένας Εβραίος, που είχε γεννηθεί στον Πόντο. Σε νεαρή ηλικία πρέπει να εγκαταστάθηκε στην Ρώμη, όπου και πιθανώς γνώρισε την Πρίσκιλλα, την «μικρή Πρίσκα», Ρωμαία, που ίσως ανήκε στην ανώτερη τάξη, με την οποία και παντρεύτηκε...
Ό όσιος Μαρτινιανός γεννήθηκε στην Καισαρεία της Πάλαιστίνης προς τα τέλη του 4ου αιώνος. Διαπνεόμενος από θείο πόθο εκ νεότητός του,απαρνήθηκε τον κόσμο σε ηλικία δεκαοχτώ ετών και μετέβη σε ορός ονομαζόμενο Κιβωτός,οπού ζούσαν και άλλοι ερημίτες για να διάγει ασκητικό βίο.
Επί είκοσι έξι χρόνια επιδόθηκε με τόσο ζήλο στους άθλους της αρετής, ώστε απέκτησε το χάρισμα της θαυματουργίας. Ό δαίμων,φθονώντας την πρόοδο αύτη, προσπαθούσε να τον περισπάσει από την αδιάλειπτη προσευχή του με κάθε είδους θορύβους καϊ τρομακτικές οπτασίες και του υπέβαλλε ακάθαρτους λογισμούς, ο άγιος όμως παρέμενε ατάραχος έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στην βοήθεια του Θεού.
Μία γυναίκα έκλυτων ηθών άκουσε να γίνεται λόγος για την αγγελική βιοτή του Μαρτινιανού, δήλωσε πώς παρέμενε αγνός μόνο και μόνο γιατί του έλειπαν οι ευκαιρίες και ορκίστηκε ότι θα κατάφερνε να τον αποπλανήσει.Παρουσιάστηκε μπροστά στο κελλί του ένα βράδυ που έβρεχε καταρρακτωδώς,ντυμένη με κουρέλια,ικετεύοντας τον ασκητή να της προσφέρει στέγη για την νύκτα. Συμπονώντας την και φοβούμενος μην την κατασπαράξουν τα άγρια θηρία,ό άνθρωπος του Θεού της άνοιξε την πόρτα,την έβαλε να ζεσταθεί δίπλα σε μια καλή φωτιά,την φίλεψε λίγους χουρμάδες και αποσύρθηκε στο εσωτερικό δωμάτιο,οπού πέρασε σχεδόν όλη την νύχτα ψάλλοντας και προσευχόμε-νος, πριν πλαγιάσει. Καθώς όμως δεχόταν την επίθεση βίαιων σαρκικών λογισμών για την γυναίκα αυτή,σηκώθηκε μέσα στην νύχτα και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό της για να την διώξει.Μόλις άνοιξε όμως την πόρτα, αντί για την φτωχιά ζητιάνα,είδε να φανερώνεται μπροστά του ή νέα γυναίκα πλούσια στολισμένη πού με ένα δελεαστικό χαμόγελο του θύμισε τα παραδείγματα προφητών και αποστόλων που είχαν πάρει γυναίκα και κατάφερε να κλονίσει την ψυχή του ασκητού που τόσα χρόνια είχε αντισταθεί στους πειρασμούς των δαιμόνων. Ενδίδοντας στην πρόταση της, ζήτησε μόνο ένα λεπτό καιρό να δει έξω, μήπως υπήρχε φόβος να τους αιφνιδιάσει κάποιος επισκέπτης.Καθώς κοίταζε τον ορίζοντα,ό Θεός σπλαγχνίστηκε τον δούλο του και ξύπνησε την συνείδηση του με την αχτίνα της χάριτος. Ό Μαρτινιανός, συναισθανόμενος την φρίκη της αβύσσου στην οποία ετοιμαζόταν να πέσει, πήγε καϊ μάζεψε κλαδιά, άναψε φωτιά στο εσωτερικό κελλί του και μπήκε σ' αυτήν με γυμνά πόδια, λέγοντας:
› Το αντέχεις, δύστυχε; Σκέψου πώς θα αντέξεις το αιώνιο πυρ,οπού θα βυθιστείς, αν πλησιάσεις αυτό το πλάσμα.
Βγήκε από την φωτιά, αλλά σε λίγο ξαναμπήκε φωνάζοντας:
› Συγχώρεσέ με, Χριστέ μου, Εσένα μόνο αγαπώ και για Σένα παραδίδομαι στις φλόγες!
Ακούγοντας τις φωνές ή άθλια γυναίκα, έτρεξε και συγκλονισμένη μπροστά στο θέαμα της εθελούσιας θυσίας του Μαρτινιανού μεταστράφηκε ακαριαία, πέταξε τα στολίδια της στην φωτιά και πέφτοντας στα πόδια του άγιου με δάκρυα, τον ικέτευσε να της δείξει την οδό της μετανοίας. Ό Μαρτινιανός την συγχώρεσε και την έστειλε στην γυναικεία Μονή της Όσιας Παύλας [26 Ιαν.], όπου έμεινε δώδεκα χρόνια και για την αγιότητα του βίου της ο Θεός της παραχώρησε την χάρη να επιτελεί θαύματα.
Όσο για τον όσιο Μαρτινιανό, μετά από επτά μήνες, μόλις γιατρεύτηκε από τα εγκαύματα,έλαβε την απόφαση να αποσυρθεί σε ένα ξερονήσι μέσα στο πέλαγος,ελπίζοντας έτσι να ξεφύγει από κάθε πει-ρασμό. Πέρασε έκεί δέκα χρόνια, εκτεθειμένος νύκτα-μέρα σε όλους τους καιρούς, ζώντας από την εργασία των χεριών του και με λίγα τρόφιμα που του έφερνε κατά καιρούς ένας ναυτικός. Παρολες τις προφυλαξεις του για να εξασφαλίσει την ησυχία, του έμενε να μάθει ακόμη, ότι δεν υπάρχει τόπος στην γη, οπού θα μπορούσε κάποιος να είναι απόλυτα ασφαλής από τον πειρασμό.
Μία νύκτα, την ώρα πού περνούσε ένα καράβι έκεί κοντά,ό δαίμων σήκωσε τόσο βίαιη τρικυμία ώστε το πλοΐο βούλιαξε μέσα στα λυσσασμένα κύματα και μόνο μια ωραία κόρη κατάφερε να σωθεί πάνω σε μια σανίδα φθάνοντας κοντά στο βράχο. Βλέποντας τον άγιο του φώναξε να την βοηθήσει. Ό Μαρτινιανός διαβλέποντας ότι επρόκειτο για έναν νέο πειρασμό του πονηρού πνεύματος, όπλίσθηκε με την προσευχή και έβγαλε την κοπέλα από το νερό. Της είπε όμως αμέσως:
› Δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ μαζί. Να ψωμί και νερό. Σέ λίγες ημέρες θα πιάσει εδώ ένας καπετάνιος πού έχει συνήθειο να μου φέρνει τροφή. Πες του την ιστορία σου και θα σε πάει στην πατρίδα σου.
Άφού την νουθέτησε για την αρετή, έκανε το σημείο του σταυρού και ρίχτηκε στην θάλασσα. Την στιγμή εκείνη, δύο δελφίνια σταλμένα από την θεία Πρόνοια τον πήραν στην ράχη τους και τον έβγαλαν σώο και άβλαβη στην στεριά. Δοξάζοντας τον Θεό, ο άγιος αποφάσισε να ζήσει σαν ξένος, περιπλανώμενος από τόπο σε τόπο, ζώντας από ελεημοσύνες, χωρίς να συνδέεται με κανένα, για να γλυτώσει από τον πειρασμό.
Έτσι σε δύο χρόνια πέρασε από εκατόν εξήντα τέσσερεις πόλεις και έφθασε τέλος στην Αθήνα, οπού ο Θεός του αποκάλυψε πώς είχε φθάσει ή τελευταία του ώρα. Ό επίσκοπος μαθαίνοντας το, επισκέφθηκε τον άνθρωπο του Θεού και του ζήτησε να προσευχηθεί για εκείνον και το ποίμνιο του, όταν θα φθάσει στον Παράδεισο. Έτσι παρέδωσε ο Μαρτινιανός την ψυχή του στον Κύριο για να λάβει τον στέφανο των μαρτύρων, διότι εθελούσια πέρασε δια πυρός και ύδατος (Ψαλμ. 65, 12), για να κρατήσει την αγνεία του.
Όσο για την νέα ναυαγό που ονομαζόταν Φωτεινή, έμεινε με την θέληση της στον βράχο, κατά το παράδειγμα του Μαρτινιανού, για έξι χρόνια, τρεφόμενη από τον θαλασσινό. Ντυμένη ως άνδρας, δουλεύοντας σκληρά με τα χέρια της και προσκαρτερώντας στην προσευχή, παρέδωσε την αγία ψυχή της στον Θεό σε ηλικία είκοσι πέντε χρονών και ενταφιάσθηκε στην Καισαρεία της Παλαιστίνης.
(Πηγή: «Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», Τόμος ΣΤ' Φεβρουάριος, Β´ έκδοση διορθωμένη & επαυξημένη, Μακάριος Σιμωνοπετρίτης, Ορθόδοξη Γυναίκα)
Ο όσιος Μαρτινιανός αποτελεί κλασική περίπτωση νέου ανθρώπου που απεφάσισε να αφιερωθεί στον Κύριο από αγάπη προς Αυτόν. Κι αυτός, όπως πλειάδα παρομοίων περιπτώσεων, αποτελεί την εμπροσθοφυλακή της Εκκλησίας και δίνει το στίγμα της καθαρής πορείας προς Εκείνον. Δεν είναι δυνατόν όμως να ακολουθεί κανείς τον Χριστό, χωρίς να αγωνίζεται για την υπέρβαση των παθών του – «τα πάθη χάλκινο τείχος είναι, που με εμποδίζουν από τον Θεό» κατά την γνωστή έκφραση του αββά του Γεροντικού – χωρίς δηλαδή να ασκεί βία διά παντός πάνω στη δεχομένη επιρροές δαιμονικές ανθρώπινη ύπαρξή του. Ο ίδιος ο Κύριος με απόλυτο και οριστικό τρόπο το αποκάλυψε: «Η βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν». Γι’ αυτό και έκτοτε έτσι ορίστηκε ο αληθινός χριστιανός, τύπος του οποίου αποτελεί ο αφιερωμένος στον Θεό μοναχός: Ως «βία φύσεως διηνεκής», μία διαρκής άσκηση βίας πάνω στα αμαρτωλά φρονήματα του ανθρώπου. Μία διαφορετικού τύπου πορεία, μία πορεία ζωής δηλαδή χωρίς ασκητική διαγωγή, είτε στον κόσμο είτε εκτός, συνιστά, κατά τον απόστολο Παύλο, αδόκιμη πορεία: δεν οδηγεί προς τον Χριστό. «Υποπιάζω μου το σώμα και δουλαγωγώ, μήπως άλλοις κηρύξας, αυτός αδόκιμος γένωμαι»: Ταλαιπωρώ το σώμα μου και το καθιστώ δούλο, μήπως πάω να κηρύξω σε άλλους, ενώ ο ίδιος βρεθώ αδόκιμος. Ακριβώς τούτο τονίζει και ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος για τη σημερινή περίπτωση του οσίου Μαρτινιανού. «Μόνασες – σημειώνει – και ανέλαβες τον σταυρό σου, όσιε, γιατί πόθησες, με τη νέκρωση των παθών του σώματός σου, να ακολουθείς Αυτόν που υπέμεινε εκούσια για χάρη σου Σταυρό και ταφή» («Μονάσας και τον σταυρόν σου, όσιε, αναλαβόμενος, τω δια σε εκούσιον Σταυρόν και ταφήν υπομείναντι, ακολουθείν επόθησας, πάθη νεκρώσας τα του σώματος») (ωδή α΄).
Πάνω στα ανθρώπινα ψεκτά πάθη, τη φιληδονία δηλαδή, τη φιλαργυρία και τη φιλοδοξία, που πηγάζουν από τη ρίζα της αμαρτίας φιλαυτία ή εγωισμό, δουλεύει και ο διάβολος. Ο διάβολος δεν γνωρίζει επακριβώς, αλλ’ υποψιάζεται, λόγω της μακροχρόνιας εμπειρίας του, το ποια πάθη ιδιαιτέρως μας ταλαιπωρούν. Και αυτά αντιστοίχως τροφοδοτεί. Ρίχνει τα δολώματά του κι ό,τι πιάσει. Κι εκείνους που κατεξοχήν προσβάλλει είναι οι αφιερωμένοι στον Θεό, οι μοναχοί. Αυτούς προσπαθεί να καταβάλει – όχι βεβαίως ότι αφήνει τους άλλους τους εν τω κόσμω – χωρίς να καταλαβαίνει ο δυστυχής ότι με τον τρόπο αυτό τους προξενεί στεφάνια νίκης, αφού έτσι κυρίως, μέσα από τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες, ανεβαίνει ο πιστός την κλίμακα των αρετών. «Ποιος σε έμαθε να προσεύχεσαι;», ρώτησαν κάποια φορά έναν όσιο. Κι εκείνος πολύ απλά απάντησε: «Ο διάβολος. Με τις προσβολές του αναγκαζόμουν να βρίσκομαι διαρκώς σε ανάταση προς τον Θεό και να κραυγάζω να με βοηθήσει». Με τις επιθέσεις του διαβόλου, τις συνεχείς οχλήσεις του, και μάλιστα πάνω στο πάθος της φιληδονίας, αγίασε κατεξοχήν και ο όσιος Μαρτινιανός. Ο Πονηρός υπενόησε ότι με το αρχαίο όπλο: τις δόλιες λαλιές της γυναίκας, θα ρίξει και τον άγιο του Θεού. Ό,τι με άλλα λόγια έπαθε ο προπάτορας Αδάμ, να παρακούσει τον Θεό, γιατί παρασύρθηκε από τα λόγια της Εύας, το ίδιο θα πάθαινε και ο Μαρτινιανός. Αλλά βεβαίως στην περίπτωση του οσίου απατήθηκε πλάνην οικτράν. Ο άγιος με έξυπνο τρόπο απέφυγε τον πειρασμό και προχώρησε σε αγιότητα. «Με δόλιες λαλιές της γυναίκας – γράφει ο άγιος Θεοφάνης – σου επιτέθηκε ο δυσμενής όφις, όπως παλιά στον Προπάτορα. Αλλά με τη σοφή σου σκέψη καταργήθηκαν τα σοφίσματά του» («Δολίαις γυναικός λαλιαίς σοι προσέβαλεν, ως τω Προπάτορι πάλαι, δυσμενής ο όφις∙ αλλ’ επινοία τη σοφή σου, κατηργήθη αυτού τα σοφίσματα») (ωδή ς΄).
Ο όσιος βεβαίως με τη χάρη του Θεού νίκησε τον πειρασμό. Αλλά η νίκη του αυτή ήταν επώδυνη. Ρίχτηκε στην αισθητή πυρά, για να γλιτώσει από τη νοητή, την αποστροφή του προσώπου του Θεού. Κι έτσι, μας λέει ο υμνογράφος μας, αναδείχτηκε και σε δικαστή του εαυτού του και σε μάρτυρα. Χωρίς να δικαστεί από άλλους, σαν τους υπόλοιπους μάρτυρες της Εκκλησίας μας, χωρίς να τον ρίξουν σε φωτιά, εκείνος μόνος του και έκρινε τον εαυτό του και τον καταδίκασε σε φωτιά. Και βγήκε νικητής και στεφανωμένος. «Με τη θέλησή σου χρημάτισες μάρτυρας και δικαστής και κατήγορος του εαυτού σου. Διότι επειδή φλεγόσουν από άτοπη ηδονή, άναψες για τον εαυτό σου, πάτερ, πολύ δυνατή φωτιά και τον έριξες στο μέσον της κατακαιόμενος» («Μάρτυς εθελούσιος και δικαστής και κατήγορος σεαυτού εχρημάτισας∙ πυρί γαρ φλεγόμενος ηδονής ατόπου, πυράν λαυροτάτην, Πάτερ, ανάψας, σεαυτόν μέσον εισήξας κατακαιόμενος») (στιχηρό εσπερινού). Τι ήταν εκείνο που τον έκανε, έστω και υπό πειρασμόν, να νικήσει; Μας το εξηγεί ο άγιος Θεοφάνης: «μπήκες με προθυμία στη δημιουργημένη κι αυτή από τον Θεό φωτιά, γιατί είχες μέσα στην καρδιά σου τη θεϊκή φωτιά» («επέβης προθύμως τω ομοδούλω πυρί, το θείον πυρ εγκάρδιον έχων») (Δοξαστικό αποστίχων εσπερινού).
Ο όσιος Μαρτινιανός όμως εξυψώνεται ενώπιόν μας και ενώπιον όλων των γενεών ως τύπος συνετού και προσγειωμένου στην πραγματικότητα ανθρώπου. Θέλουμε να πούμε ότι ο όσιος δεν «πήρε θάρρος» από τη νίκη του αυτή. Δεν σκέφτηκε ότι όπως νίκησε τώρα, θα νικήσει και μετά. Αντίθετα: «τρόμαξε» με την πονηρία του διαβόλου και θέλησε να φύγει και από το όρος. Η καταφυγή του σε ξερονήσι, μακριά από την ξηρά, ήταν η νομιζόμενη από αυτόν λύτρωση: δεν θα ερχόταν καμία γυναίκα ή κανένας να τον υποβάλει σε πειρασμό. Κι έζησε εκεί με τρόπο που θυμίζει τις χίλιες ημέρες και τις χίλιες νύκτες πάνω σε βράχο του νεωτέρου και αγαπημένου Ρώσου οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ: με ολοκληρωτική αναφορά στον Θεό, είτε σε ψύχος είτε σε καύσωνα. «Δεν χαυνώθηκε ο νους σου από το ψύχος κι ούτε φλέχτηκε η ψυχή σου από τον καύσωνα, ώστε να υποχωρήσεις έστω και για λίγο, θλίβοντας το σαρκίο σου. Αλλά υπέφερες, έχοντας κατά νου τη μακαριότητα των δικαίων» («Ου ψύχει χαυνούμενος τον νουν αλλ’ ουδέ καύσωνι ψυχήν φλεγόμενος όλως ενέδωκας θλίβων σου το σαρκίον∙ αλλ’ υπέφερες την τοις δικαίοις εννοών μακαριότητα») (ωδή η΄).
Έμαθε όμως ότι η πονηρία του Πονηρού δεν έχει όρια. Τα πάντα εφευρίσκει, πάντα βεβαίως με την παραχώρηση του Κυρίου – μη ξεχνάμε ότι ο διάβολος δεν είναι ανεξέλεγκτος, αλλ’ υπόκειται και αυτός στο θέλημα του Θεού: τον αφήνει να δρα, όσο διευκολύνει την παιδαγωγία του ανθρώπου – προκειμένου να πειράξει τον δούλο του Θεού. Κι όταν αντιμετωπίζει από το «πουθενά» νέο πειρασμό στο πρόσωπο μιας ναυαγισμένης κόρης, σηκώνεται και φεύγει, για να αποφασίσει εσαεί να είναι περιπλανώμενος. Πόσο προσγειωμένος πράγματι είναι! Τι εμπιστοσύνη να δείξει στον εαυτό του, όταν βλέπει ότι ακόμη βρίσκεται στον κόσμο τούτο; Όπως το έλεγε και ο Γέροντας των Αθηνών μακαριστός π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος: «το θέμα σαρξ τελειώνει με το θέμα πλαξ», δηλαδή όσο η πλάκα του τάφου δεν μας έχει κλείσει, δεν μπορεί κανείς να εμπιστεύεται τη σάρκα του, το ίδιο βλέπουμε στον όσιο Μαρτινιανό και σε κάθε άλλο βεβαίως άγιο. Κι ο υμνογράφος μας γι’ αυτό, δεν τονίζει μόνο τον αγώνα του απέναντι στην πρώτη γυναίκα, αλλά απέναντι και στη δεύτερη. Και τι ωραία τον παραλληλίζει με τον προφήτη Ιωνά: όπως εκείνος ρίχτηκε στη θάλασσα για να ησυχάσει αυτή, και θαλάσσιο κήτος τον έβγαλε στην ξηρά, έτσι και ο όσιος Μαρτινιανός, ρίχτηκε στη θάλασσα να ξεφύγει νέο πειρασμό, βγαίνοντας στην ξηρά πάνω κι αυτός σε θαλάσσια κήτη: τα νώτα των δελφινιών. «Κυβερνώμενος, Πάτερ, από το θεϊκό χέρι, σαν τον Ιωνά έριξες τον εαυτό σου στον βυθό της θάλασσας, όσιε, έχοντας ως όχημα τα θηρία και βγαίνοντας φωτισμένος στην ξηρά» («Υπό της θείας κυβερνώμενος, Πάτερ, χειρός, ώσπερ Ιωνάς απέρριψας σεαυτόν εις βυθόν θαλάσσης, όσιε, θηρσίν οχούμενος και τη χέρσω λαμπρός εκδιδόμενος») (ωδή ζ΄).
(Πηγή: «Ο Όσιος πατήρ ημών Μαρτινιανός(+13 Φεβρουαρίου)», π. Γεώργιος Δορμπαράκης, Προσκυνητής)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Τὴν φλόγα τῶν πειρασμῶν, δακρύων τοῖς ὀχετοῖς, ἐναπέσβεσας μακάριε, καὶ τῆς θαλάσσης τὰ κύματα, καὶ τῶν θηρῶν τὰ ὁρμήματα, χαλινώσας, ἐκραύγαζες· Δεδοξασμένος εἶ Παντοδύναμε, πυρὸς καὶ ζάλης ὁ σώσας με.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς ἀσκητήν, τῆς εὐσεβείας δόκιμον, καὶ ἀθλητήν, τῇ προαιρέσει τίμιον, καὶ ἐρήμου καρτερόψυχον, πολίτην ἅμα καὶ συνίστορα, ἐν ὕμνοις ἐπαξίως εὐφημήσωμεν, Μαρτινιανὸν τὸν ἀεισέβαστον· αὐτὸς γὰρ τὸν ὄφιν κατεπάτησε.
Μεγαλυνάριον
Ὁ διὰ γυναίου ἐπιβαλών, πάλαι τῷ Γενάρχῃ, καὶ συλήσας αὐτὸν οἰκτρῶς, οὕτω καὶ σοὶ Πάτερ, ὑπούλως ἐπετέθη, ἀλλ’ ἥττηται εἰς τέλος, τῇ καρτερίᾳ σου.
Ο 4ος μ. Χ. αιώνας υπήρξε η πιο κρίσιμη εποχή για τόσο για την Εκκλησία, όσο και για την παγκόσμια ιστορία. Κι’ αυτό διότι οι χρόνοι εκείνοι ήταν η μεταβατική περίοδος από τον παλιό προχριστιανικό κόσμο, στον καινούριο, τον χριστιανικό. Σε αυτή την μετάβαση, η οποία δεν ήταν πάντα ήρεμη, συνέβαλλαν τα μέγιστα οι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Ένας από αυτούς ήταν και ο άγιος Μελέτιος Επίσκοπος Αντιοχείας.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...