
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Εισαγωγικό Σημείωμα
Η αιτία για την εισαγωγή της εορτής των Τριών Ιεραρχών στην Εκκλησία είναι το εξής γεγονός:
Κατά τους χρόνους της βασιλείας του Αλεξίου του Κομνηνού (1081 - 1118 μ.Χ.), ο οποίος διαδέχθηκε στη βασιλική εξουσία τον Νικηφόρο Γ’ τον Βοτενειάτη (1078 - 1081 μ.Χ.), έγινε στην Κωνσταντινούπολη φιλονικία ανάμεσα σε λόγιους και ενάρετους άνδρες. Άλλοι θεωρούσαν ανώτερο τον Μέγα Βασίλειο (βλέπε 1 Ιανουαρίου), χαρακτηρίζοντάς τον μεγαλοφυΐα και υπέροχη φυσιογνωμία. Άλλοι τοποθετούσαν ψηλά τον ιερό Χρυσόστομο (βλέπε 13 Νοεμβρίου) και τον θεωρούσαν ανώτερο από τον Μέγα Βασίλειο και τον Γρηγόριο και, τέλος, άλλοι, προσκείμενοι στον Γρηγόριο τον Θεολόγο (βλέπε 25 Ιανουαρίου), θεωρούσαν αυτόν ανώτερο από τους δύο άλλους, δηλαδή από τον Βασίλειο και τον Χρυσόστομο. Η φιλονικία αυτή είχε σαν αποτέλεσμα να διαιρεθούν τα πλήθη των Χριστιανών και άλλοι ονομάζονταν «Ιωαννίτες», άλλοι «Βασιλείτες» και άλλοι «Γρηγορίτες».
Στην έριδα αυτή έθεσε τέλος ο Μητροπολίτης Ευχαΐτων, Ιωάννης ο Μαυρόπους. Αυτός, κατά την διήγηση του Συναξαριστή, είδε σε οπτασία τους μέγιστους αυτούς Ιεράρχες, πρώτα καθένα χωριστά και στη συνέχεια και τους τρεις μαζί. Αυτοί του είπαν:
«Εμείς, όπως βλέπεις, είμαστε ένα κοντά στον Θεό και τίποτε δεν υπάρχει που να μας χωρίζει ή να μας κάνει να αντιδικούμε. Όμως, κάτω από τις ιδιαίτερες χρονικές συγκυρίες και περιστάσεις που βρέθηκε ο καθένας μας, κινούμενοι και καθοδηγούμενοι από το Άγιο Πνεύμα, γράψαμε σε συγγράμματα και με τον τρόπο του ο καθένας, διδασκαλίες που βοηθούν τους ανθρώπους να βρουν τον δρόμο της σωτηρίας. Επίσης, τις βαθύτερες θείες αλήθειες, στις οποίες μπορέσαμε να διεισδύσουμε με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, τις συμπεριλάβαμε σε συγγράμματα που εκδώσαμε. Και ανάμεσά μας δεν υπάρχει ούτε πρώτος, ούτε δεύτερος, αλλά, αν πεις τον ένα, συμπορεύονται δίπλα του και οι δύο άλλοι. Σήκω, λοιπόν, και δώσε εντολή στους φιλονικούντες να σταματήσουν τις έριδες και να πάψουν να χωρίζονται για εμάς. Γιατί εμείς, και στην επίγεια ζωή που είμασταν και στην ουράνια που μεταβήκαμε, φροντίζαμε και φροντίζουμε να ειρηνεύουμε και να οδηγούμε σε ομόνοια τον κόσμο. Και όρισε μία ημέρα να εορτάζεται από κοινού η μνήμη μας και καθώς είναι χρέος σου, να ενεργήσεις να εισαχθεί η εορτή στην Εκκλησία και να συνταχθεί η ιερή ακολουθία. Ακόμη ένα χρέος σου, να παραδόσεις στις μελλοντικές γενιές ότι εμείς είμαστε ένα για τον Θεό. Βεβαίως και εμείς θα συμπράξουμε για τη σωτηρία εκείνων που θα εορτάζουν τη μνήμη μας, γιατί έχουμε και εμείς παρρησία ενώπιον του Θεού.»
Έτσι ο Επίσκοπος Ευχαΐτων Ιωάννης ανέλαβε τη συμφιλίωση των διαμαχόμενων μερίδων, συνέστησε την εορτή της 30ης Ιανουαρίου και συνέγραψε και κοινή Ακολουθία, αντάξια των τριών Μεγάλων Πατέρων.
Η εορτή αυτής της Συνάξεως του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, αποτελεί το ορατό σύμβολο της ισότητας και της ενότητας των Μεγάλων Διδασκάλων, οι οποίοι δίδαξαν με τον άγιο βίο τους το Ευαγγέλιο του Χριστού. Είναι εκείνοι, οι οποίοι εξ’ αιτίας της ταπεινώσεώς τους μπροστά στην αλήθεια, έχουν λάβει το χάρισμα να εκφράζουν την καθολική συνείδηση της Εκκλησίας και ότι διδάσκουν δεν είναι απλώς δική τους σκέψη ή προσωπική τους πεποίθηση, αλλά είναι επιπλέον η ίδια η μαρτυρία της Εκκλησίας, γιατί μιλούν από το βάθος της καθολικής της πληρότητας.
Περί τις αρχές του 14ου αιώνα μ.Χ. ανεγέρθη ναός των Τριών Ιεραρχών κοντά στην Αγία Σοφία Κωνσταντινούπολης, δίπλα σχεδόν στη μονή της Παναχράντου.
(Πηγή: Ελλήνων Εκκλησία )
Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι Πρότυπα Ἀγωνιστῶν,
(†) Ἐπίσκοπος Αὐγουστίνος Καντιώτης
Κῆπος πνευματικὸς εἶνε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας. Μέσα σ᾿ αὐτὸν ἀναπνέομε τὸ ἄρωμα τῆς Ὀρθοδοξίας. Στὸν ἀνθῶνα αὐτὸν τὸν πνευματικὸν ὑπάρχουν τρία λουλούδια ποὺ ἔχουν εὐωδίαν ἀθάνατον. Λουλούδια πνευματικά, λουλούδια πίστεως καὶ ἀρετῆς, λουλούδια ἀθάνατα, λουλούδια ποὺ δὲν θὰ τὰ μαράνῃ ὁ χρόνος. Καὶ τὰ λουλούδια αὐτὰ εἶνε οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι. Τὸ ἕνα λουλούδι εἶνε ὁ ἅγιος Βασίλειος, τὸ ἄλλο λουλούδι εἶνε ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, τὸ τρίτο λουλούδι εἶνε ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἔχουν γίνει θέμα ὁμιλιῶν. Ἐκ διαφόρων ἐπόψεων ἐξετάζουν τὸν βίον τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Ἄλλοι τοὺς παρουσιάζουν ὡς ῥήτορας. Καὶ εἶνε πράγματι ῥήτορες. Ἂν διαβάσῃς τὸ Χρυσόστομο, δὲν σοῦ κάνει καρδιὰ νὰ διαβάσῃς τὸν Δημοσθένη. Ἄλλοι τοὺς παρουσιάζουν ὡς φιλοσόφους. Καὶ εἶνε φιλόσοφοι. Ἂν διαβάσῃς τὸν Γρηγόριον τὸν Ναζιανζηνό, δὲν σοῦ κάνει καρδιὰ νὰ διαβάσῃς Πλάτωνα. Ἄλλοι τοὺς παρουσιάζουν ὡς κοινωνιολόγους, ἄλλοι ὡς προστάτας τῶν γραμμάτων καὶ ἐπιστημῶν. Ἄλλοι τοὺς παρουσιάζουν ὡς συνδυαστάς· ὅτι συνεδύασαν τὰ δύο μεγάλα ῥεύματα, τὸν χριστιανισμὸν καὶ τὸν ἑλληνισμόν, καὶ ἐδημιούργησαν τὴν ἑλληνοχριστιανικὴν ἀγωγὴν καὶ πολιτείαν. Καὶ ἄλλοι κατ᾿ ἄλλους τρόπους ἐξετάζουν τοὺς ἁγίους.
Ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν θὰ τοὺς πάρω τοὺς ἁγίους οὔτε ὡς ῥήτορας, οὔτε ὡς φιλοσόφους, οὔτε ὡς κοινωνιολόγους, οὔτε ὡς συνδυαστὰς τῶν δύο ῥευμάτων τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ τοῦ χριστιανισμοῦ, ἀλλὰ θὰ τοὺς πάρω ὡς ἀγωνιστάς. Διότι πιστεύω ὅτι ἡ ζωὴ αὐτή, ἡ ζωὴ ἡ χριστιανική, δὲν εἶνε ἁπλῶς ῥητορεία, δὲν εἶνε φιλολογία, δὲν εἶνε λογοτεχνία, δὲν εἶνε κοινωνιολογία, δὲν εἶνε ἀνάκλιντρα φιλοσοφικά, ἀλλὰ ἡ ζωὴ αὐτὴ εἶνε ἀγών, μάχη καὶ πόλεμος. Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ὑπῆρξαν ἀγωνισταί, πρότυπα ἀγωνιστῶν.
* * *
Ἐπικρατεῖ μιὰ ἰδέα, ὅτι ἡ ἐποχὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἦταν μιὰ χρυσῆ ἐποχή· ἐπικρατεῖ μιὰ ἰδέα, ὅτι ὅπως ἦταν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἦταν καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς. Λάθος. Καὶ ἡ ἐποχὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἦταν μιὰ κοινωνία ποὺ παρουσίαζε ἐλαττώματα, κακίες, πάθη, ἐγκλήματα, σκάνδαλα, πλάνας, αἱρέσεις φοβεράς. Μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν ἐποχὴν ἔζησαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι. Δὲν παρεσύρθησαν ἀπὸ τὰ ῥεύματα τῆς ἐποχῆς. Ἐδῶ εἶνε τὸ μεγαλεῖον τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Δὲν παρεσύρθησαν ἀπὸ τὰ σύγχρονα ῥεύματα. Ἀλλὰ ἀντεστάθησαν ἐναντίον τοῦ ῥεύματος τῆς ἐποχῆς των. Ἐπολέμησαν ἀνδρείως καὶ γενναίως, καὶ εἶνε πλέον τὰ πρότυπα τῶν ἀγωνιστῶν τῆς χριστιανικῆς παρατάξεως.
Ἀπὸ τὴν ζωὴν τῶν ἁγίων αὐτῶν ἀγωνιστῶν θὰ κάνω μία ἀνθολογία. Θὰ παρουσιάσω μερικὰ στιγμιότυπα τῆς ἁγίας των ζωῆς ὡς ἀγωνιστῶν, ὡς τιμίων στρατιωτῶν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μας, τὰ ὁποῖα θὰ προβάλω ἐνώπιόν σας ὡς παραδείγματα, διὰ νὰ μιμηθοῦμε καὶ ἡμεῖς ἀναλόγως τὴν ζωὴν τῶν τριῶν τούτων ἀγωνιστῶν.
1. ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Δάκρυα μᾶς ἔρχονται στὰ μάτια ἂν σκεφτοῦμε, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Μέγας Βασίλειος. Καὶ μόνον ἡ πατρίδα του μᾶς φέρει τὸ δάκρυ. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐγεννήθη στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας.
Καισάρεια! Πόλις ἑλληνική. Ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα κέντρα τοῦ ἑλληνισμοῦ. Πόλις τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ἡρώων. Ὅσοι στρατιῶται μας αἰχμάλωτοι τοῦ μεγάλου θηρίου, ἐπῆγαν ἐκεῖ, ἐδάκρυσαν ὅταν εἶδαν ἐκεῖ τὰ βουνὰ τῆς Καισαρείας τρυπημένα· σπήλαια, καὶ χιλιάδες ἀσκηταὶ ἀσκήτευαν εἰς τὰ πέριξ βουνὰ τῆς Καισαρείας. Μέχρι τὸ 1923 ἦταν ἑλληνικὴ ἡ πόλις.
Ἐκεῖ ἦταν ὁ λόφος ποὺ ἔκτισε τὴν περίφημο Βασιλειάδα του, τὸ φιλανθρωπικὸν συγκρότημα, ὁ ἅγιος Βασίλειος. Ἐκεῖ αἱ σχολαὶ, ἐκεῖ τὰ μοναστήρια, ἐκεῖ τὰ ἐκπαιδευτήρια, ἐκεῖ οἱ σύλλογοι, ἐκεῖ ἐκκλησιές. Τώρα; Βρωμερὰ πόδια πατοῦν τὰ ἅγια αὐτὰ ἐδάφη. Τζαμιὰ καὶ «Ἀλλὰχ» ἀκούονται ἐπάνω ἀπὸ τοὺς μιναρέδες τῆς Καισαρείας. Καισάρεια γιὰ μᾶς σήμερα; Μιὰ ἀνάμνησις. Τί ἔμεινε; Μερικὰ καντήλια, μερικὲς εἰκόνες, μερικὰ εὐαγγέλια καλλιτεχνικὰ πού εἶνε στὸ Ἐθνικὸ Μουσεῖο, κ᾿ ἕνα μικρὸ χωριουδάκι ἔξω ἀπὸ τὴν Κοζάνη μὲ διακόσα σπίτια διαλαλεῖ τὴν ποτὲ δόξαν τῆς Καισαρείας.
Μᾶς ἐτιμώρησε ὁ Θεός. Γιατὶ ὅταν πατήσαμε στὴ Σμύρνη πέρα, ἐμολύναμε τὰ φαράγγια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας μὲ τὶς φρικτὲς βλασφημίες, ποὺ καὶ οἱ Τοῦρκοι ἔφριττον. Δὲν μᾶς ἐνίκησαν οἱ Τοῦρκοι· μᾶς ἐσάρωσε ἡ ἁμαρτία, ἡ ἀνομία καὶ ἡ διαίρεσις. Καὶ τώρα κλαίομεν ὡς «ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος» (Ψαλμ. 136,1).
Στὴν Καισάρεια λοιπὸν ἐγεννήθη ὁ Βασίλειος. Ἦτο εὐφυέστατος, καὶ οἱ γονεῖς του τὸν ἐβοήθησαν νὰ μάθῃ γράμματα. Εἶχε πολλοὺς δασκάλους. Σὲ κάποια ἐπιστολὴ τοὺς ἀναφέρει ὅλους καὶ τοὺς εὐγνωμονεῖ· καὶ αὐτὸν ποὺ τὸν ἐδίδαξε τὴ γραμματική, καὶ αὐτὸν ποὺ τὸν ἐδίδαξε τὸ συντακτικό, καὶ αὐτὸν ποὺ τὸν ἐδίδαξε τὴ ῥητορική, τὴ γεωμετρία, τὴν ἰατρική… Ἀλλά ἕνας ὅμως ἦτο ὁ σπουδαιότερος ἀπὸ ὅλους τοὺς δασκάλους καὶ καθηγητάς, ὁ ὁποῖος ἐπέδρασε τεραστίως ἐπάνω στὴν ψυχὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ ἐζύμωσε τὸ ζυμάρι αὐτό, καὶ τὸν ὁποῖον δὲν ἐλησμόνησε ποτέ μέχρις ὅτου ἐξέπνευσε· ἦταν ἡ γιαγιά του ἡ ἀγράμματος. Τὸ ὄνομά της Μακρίνα. Ἦταν κόρη μάρτυρος καὶ μαθήτρια Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ. Τὴν πίστι μου, λέγει, τὴν ἐδιδάχθηκα ἀπὸ τὴν Μακρίνα τὴ γιαγιά μου, ποὺ μὲ κρατοῦσε στὰ γόνατά της καὶ ἔπαιρνε τὰ δάχτυλά μου καὶ μὲ μάθαινε νὰ κάνω τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Μεγάλη ἡ ἀποστολὴ τῆς γιαγιᾶς μέσα στὴν οἰκογένεια. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος θαυμάζει τὴ γιαγιὰ τοῦ Τιμοθέου· «Τιμόθεε παιδί μου, θαυμάζω τὴν «ἀνυπόκριτη πίστι» σου, τὴν πίστι σου τὴν ἁγνή, τὴν φλογερή, ἡ ὁποία ἐρρίζωσε πρῶτα στὴν καρδιὰ τῆς γιαγιᾶς σου, «ἐνῴκησε πρῶτον ἐν τῇ μάμμῃ σου Λωΐδι καὶ τῇ μητρί σου Εὐνίκῃ» (Β΄ Τιμ. 1,5).
Μέσα σὲ τέτοιο χριστιανικὸ σπίτι ἀνετράφη ὁ μικρὸς Βασίλειος. Ἔκανε ῥίζες. Μεγάλο πρᾶγμα οἱ ῥίζες! Ἔπιασε τὸ δέντρο ῥίζες; μὴ τὸ φοβᾶσαι· ἔχει τὸ σπίτι θεμέλια; μὴ τὸ φοβᾶσαι. Καὶ τὸ παιδὶ ποὺ ἔχει ῥίζες, δὲν πά᾿ νὰ ᾿ρθοῦν ὅλοι οἱ διάβολοι; δὲν τὸ ξερριζώνεις αὐτὸ ποὺ ἐφύτευσε μέσ᾿ στὴν καρδιὰ ἡ γιαγιά. Τέτοια θεμέλια εἶχε.
Ὅταν ἔγινε εκοσι ἐτῶν ἔφυγε ἀπὸ τὴν Καισάρεια καὶ πῆγε στὴν Ἀθήνα. Ἀθήνα…· καταστροφὴ τῆς νεότητος! Μόνο μιὰ μικρὰ κοινότης Χριστιανῶν ὑπῆρχε στὴν Ἀθήνα. Λέγει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὁ φίλος του· «Αἱ Ἀθῆναι ἦσαν διὰ τοὺς ἄλλους βλαβεραί, καταστρεπτικαί, ἀλλὰ γιὰ μένα ἦσαν χρυσαῖ. Χρυσαῖ, γιατὶ δὲν βρῆκα κανένα θησαυρό, καμμιὰ φλέβα χρυσοῦ· ἀλλὰ γιατὶ βρῆκα κάτι ἀνώτερο ἀπὸ χρυσό. Βρῆκα φίλον ἀνεκτίμητον. Βρῆκα τὸν Βασίλειον».
Ἀλλὰ Καὶ πράγματι δὲν ὑπάρχει ἀντάλλαγμα στὴ γῆ ἀπὸ φίλον πιστόν. Φίλος κραταιὰ ἀσπίς, φίλος πύργος ἀκαθαίρετος. Τέτοιον φίλον ἀπέκτησε μέσα στὴν Ἀθήνα. Καὶ συνδεθήκανε καὶ οἱ δύο, ὁ Βασίλειος καὶ ὁ Γρηγόριος, μὲ ἄρρηκτον φιλίαν. Καὶ ἡ φιλία αὐτὴ ἦταν ἐκείνη ποὺ τοὺς προφύλαξε ἀπὸ τὴν διαφθορὰν τῆς πόλεως. «Πῶς νὰ ξεχάσω», λέγει σὲ μιὰ ἐπιστολὴ ὁ Γρηγόριος, «πῶς νὰ ξεχάσω τὶς ὄμορφες ἡμέρες ποὺ ζήσαμε μέσα στὴν Ἀθήνα οἱ δύο φίλοι;». Στὴν Ἀθήνα εἶχαν μαζευτῆ ὅλα τὰ πλουσιόπαιδα ἀπ᾿ ὅλη τὴν Ἀνατολή, ὅλα τὰ πλούσια παιδιὰ στρατηγῶν, πατρικίων, ὑπάτων κ.λπ.. Ἐρχόταν στὴν Ἀθήνα, καὶ τοὺς στέλνανε οἱ γονεῖς τὸ χρυσὸ μὲ τὸ καντάρι, καὶ τὸ ξωδεύανε δεξιὰ καὶ ἀριστερά. Καὶ εἶχαν μαζευτῆ εκει ὅλα τὰ διεφθαρμένα γύναια. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι ποὺ μείνανε κρίνα ἐν μέσῳ ἀκανθῶν ἦταν αὐτοὶ οἱ δύο. Ὅλοι τοὺς ἐθαύμαζαν. Ἄλλος καυχόταν γιατὶ ἔχει πατέρα στρατηγό, ἄλλος γιατὶ ἔχει πατέρα ὕπατο, ἄλλος γιατὶ ἔχει πατέρα πλούσιο. «Ὁ καθένας καυχόταν γιὰ τοὺς γονεῖς του, γιὰ τὴ δόξα του. Ἡμεῖς ὅμως οἱ δύο εχαμε καύχημα ἕνα καὶ μόνο· τὸ ὅτι ἐγεννήθημεν Χριστιανοί». Ἦταν ὑποδείγματα κι ὅλοι τοὺς θαύμαζαν. Ἔμψυχα ἀγάλματα ἀρετῆς ἐν μέσῳ τῆς διαφθορᾶς τῆς πόλεως ἐκείνης. Πολλοὺς δρόμους εἶχε ἡ Ἀθήνα, αὐτοὶ ὅμως δύο δρόμους ἤξεραν· ἕναν ποὺ πήγαινε στὸ σχολεῖο, καὶ τὸν ἄλλο ποὺ πήγαινε στὴν ἐκκλησία. Μέσα λοιπὸν στὴν Ἀθήνα ἔμειναν ἀκέραιοι καὶ ἀμόλυντοι.
Ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ὁ Βασίλειος πῆγε στὴν Καισάρεια. Ὅταν πῆγε στὴν Καισάρεια ἐπεκράτει ὁ ἀρειανισμός ―ἀρειανὸς ἦταν καὶ διος ὁ αὐτοκράτωρ―, ἡ φοβερὰ αὐτὴ αἵρεσις ποὺ κατεβίβαζε τὸ Χριστὸ ἀπὸ τὰ ἄστρα καὶ τὸν ἔρριπτε κάτω στὴ γῆ καὶ τὸν ἔκανε ἕνα κοινὸ ἄνθρωπο. Τότε ὁ αὐτοκράτωρ ἐκάλεσε τὸν Μόδεστον καὶ τοῦ λέγει· Θὰ πᾷς στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ θὰ κάνῃς ὅλους τοὺς ἐπισκόπους κι ὅλη τὴ Μικρὰ Ἀσία νὰ γονατίσῃ στὴν αἵρεσι καὶ νὰ ὑπογράψουν ὅλοι. Πῆρε τὸ χαρτὶ ὁ Μόδεστος κι ἄρχισε νὰ περιοδεύῃ τὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ νὰ πηγαίνῃ εἰς διαφόρους πόλεις καὶ νὰ ὑποχρεώνῃ μὲ ἀπειλὰς νὰ ὑπογράψουν τὴ δήλωσι, ὅτι εἶνε ἀρειανοί. Ὅλοι ὑπέγραφαν. Ἔφθασε στὴν Καισάρεια. Πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. ―Τί ζητεῖς; ―Μιὰ ὑπογραφή. ―Δὲν γίνεται. Ὁ ἐμὸς βασιλεὺς μοῦ τὸ ἀπαγορεύει νὰ βάλω μιὰ τέτοια ὑπογραφή. ―Δὲν φοβᾶσαι τὸν αὐτοκράτορα; ―Τί θὰ μοῦ κάνῃ; ―Θὰ σοῦ δημεύσῃ τὴν περιουσία, ἢ ἐξορία, ἢ θάνατο! Ἐμειδίασε ὁ Μέγας Βασίλειος. ―Ἔχεις τίποτε ἄλλο χειρότερο; Δήμευσι περιουσίας; Ἕνα ῥάσο καὶ λίγα βιβλία. Ἐξορία; «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς» (Ψαλμ. 23,1)· ὅπου νὰ πάω, ἐξόριστος εἶμαι. Θάνατος; Γιὰ μένα ὁ θάνατος εἶνε εὐεργεσία, χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις. Ἄκουε ὁ Μόδεστος καὶ παραξενεύετο. ―Ἂν μοῦ ζητοῦσες, λέγει [ὁ Βασίλειος\, ὑλικὰ πράγματα, θὰ σοῦ τά ᾿δινα. Ἀλλὰ ὑπογραφὴ ὄχι. Δὲν ὑποχωρῶ…
Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀντίστασις τὴν ὁποία ἔφερε ὁ Μέγας Βασίλειος· καὶ μέσα στὴν Ἀθήνα ὅταν ἦταν φοιτητής, καὶ στὴν Καισάρεια, καὶ μπροστὰ στὸν Μόδεστο καὶ στὸν αὐτοκράτορα. Κι ἄλλα σημεῖα ἀντιστάσεως ἔχει. Ἀλλὰ ἂς ἀφήσωμεν τὸν Μέγαν Βασίλειον κι ἂς δοῦμε τὸ πνεῦμα τῆς ἀντιστάσεως ποὺ διέκρινε τὸν Γρηγόριον τὸν Θεολόγο, τὸν φίλον του.
2. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ
Πρῶτα – πρῶτα τὸ πνεῦμα τῆς ἀντιστάσεως τὸ βλέπουμε μέσα στὴν Ἀθήνα. Δὲν ἐπηρεάσθη ἀπὸ τὰ κακὰ παραδείγματα. Δίπλα του, μέσα στὸ σχολεῖο ποὺ ἐσπούδαζε, εἶχε τὸν Ἰουλιανὸν τὸν Παραβάτην. Καὶ ὅμως ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου δὲν ἐπηρεάσθη ὁ Γρηγόριος, ἀλλὰ ἐπολέμησε ἐναντίον τῶν ἰδεῶν καὶ τῶν σκέψεων καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου.
Κατόπιν πῆγε στὸ χωριό του Ἀριανζό, ἔγινε πρεσβύτερος. Ὡς πρεσβύτερος ἐκλήθη στὴν Κωνσταντινούπολι, ὅπου ἐπεκράτει ὁ ἀρειανισμός. Οἱ ἀρειανοὶ οἱ αἱρετικοὶ πήρανε ὅλες τὶς ἐκκλησίες καὶ ἀφήσανε μόνο μιὰ ἐκκλησία, μικρὴ πολλὴ μικρή, στὴν ἄκρη τῆς πόλεως· ἦταν ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας. Ἐκεῖ ἐξεφώνησε τοὺς περιφήμους λόγους του περὶ ἁγίας Τριάδος. Ἀπὸ ἐκεῖ πῆρε τὸ ὄνομα Θεολόγος.
Κατ᾿ ἀρχὰς δὲν τοῦ ᾿διναν σημασία, ἀλλὰ κατόπιν ἄρχισε νὰ σείῃ μὲ τὰ κηρύγματα ὁλόκληρον τὴν πόλιν. Οἱ ἀρειανοὶ ἐφρύαξαν· ἐλύσσαξαν, ἐλύσσαξαν ἐναντίον του. Μιὰ μέρα, τὸ Πάσχα, μπήκανε μὲ ῥόπαλα, μὲ ξύλα καὶ λιθάρια κι ἄρχισαν νὰ λιθοβολοῦν τὸ ἐκκλησίασμα· καὶ τραυμάτισαν θανάσιμα τὸν Γρηγόριον. Σχεδὸν ἡμιθανὴς ἐξῆλθε ἀπὸ τὸ δρᾶμα αὐτὸ τῆς νυκτὸς τοῦ Πάσχα, ἀγωνιζόμενος γιὰ τὴν ὀρθόδοξον πίστιν.
Ἠγωνίσθη ἐναντίον τοῦ Ἰουλιανοῦ. Ἠγωνίσθη ἐναντίον τῶν ἀρειανῶν, ἠγωνίσθη ἐναντίον τῶν αἱρέσεων τῆς ἐποχῆς του.
Ἀλλὰ ἂς ἔλθουμε στὸ Χρυσόστομο.
3. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Ὁλόκληρος ἡ ζωή του εἶνε μιὰ ἐπανάστασις, ὁλόκληρος ἡ ζωή του εἶνε μία μάχη. Στὰ συγγράμματά του, στὶς ὁμιλίες, χρησιμοποιεῖ τὶς λέξεις μάχη, πόλεμος, ὅπλα, ἀγών. Λέγει κάπου· Ἔρχομαι ἀπὸ μάχη! Κι ὅταν τὸν ἀκούει κανείς, νομίζει ὅτι ἦταν στὸν πόλεμο· ἀλλὰ πόλεμος ἐδῶ εἶνε ὁ πνευματικός, ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν. Ἠγωνίσθη.
α΄. Ἠγωνίσθη ἐναντίον τῶν εἰδωλολατρικῶν τελετῶν καὶ διασκεδάσεων. Κάθε μέρα γλεντούσανε μέσα στὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ εχανε τὰ ἱπποδρόμια καὶ τὰ θέατρα καὶ τοὺς φαύλους χορούς. Ἦταν ἐναντίον τῶν θεάτρων. Κανείς ἄλλος ἱεροκήρυκας δὲν ἐπολέμησε τὰ θέατρα, δὲν ἐπολέμησε τὰ ἱπποδρόμια καὶ τοὺς χοροὺς ὅπως ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
β΄. Ἠγωνίσθη ἐναντίον τῶν πλουσίων. Ἦσαν πλούσιοι ποὺ εἶχαν κρεβάτια φτειαγμένα ἀπὸ χρυσάφι καὶ ἀσήμι. Φρικτὴ ἡ κατάστασις. Ἀναστέναζε ὁ Χρυσόστομος. Ἔλεγε στοὺς πλουσίους· Ὅποιος δὲν βοηθάει τὸ φτωχό, κλέβει τὸ Θεό· εἶνε ἱερόσυλος.
γ΄. Ἐναντίον τῆς πολυτελείας. Ἦταν κάτι κυρίες, ποὺ ἦταν μέσα στὰ ἀνάκτορα καὶ κάθε μέρα φοροῦσαν καινούργιες ἐνδυμασίες. Μέσα στὰ μεταξωτὰ καὶ στὰ χρυσᾶ.
δ΄. Ἠγωνίσθη ἐναντίον τοῦ Εὐτροπίου. Τί ἦταν ὁ Εὐτρόπιος; Ἀξία μηδέν. Κι αὐτὸς ποὺ δὲν εἶχε καμμιά προσωπικὴ ἀξία, ἕνα πρωΐ, πρωθυπουργὸς τῆς χώρας! Τρίβανε τὰ μάτια τους ὁ κόσμος ὅλος. Πῶς ἔγινε; Ὁ λαὸς δὲν τὸν ἐξέλεξε, ἀπὸ τὶς κάλπες δὲν βγῆκε. Τί συνέβη; Ἦταν ὁ εὐνοούμενος τῆς αἰσχρᾶς καὶ ἀνηθίκου βασιλίσσης Εὐδοξίας. Αὐτὴ τὸν ἐξέλεξε καὶ τὸν ἔθεσε πρωθυπουργό. Ποιός τολμοῦσε νὰ διαμαρτυρηθῇ; Ἡ ἀστυνομία δική του, ὁ στρατὸς δικός του, τὰ πάντα δικά του. Τύπος δὲν ὑπῆρχε. Ἕνας μόνον ὑπῆρχε, ἀρκοῦσε αὐτός.
Μόλις ἔγινε ὕπατος, πρωθυπουργός, ἀνέπτυξε μιὰ δραστηριότητα ἁρπαγῆς καὶ πλεονεξίας. Δὲν ἄφησε σπιτάκι χήρας καὶ ὀρφανοῦ. Τὸ ὑπόγειό του ἦταν γεμᾶτο χρυσάφι. Τοῦ φώναξε ὁ Χρυσόστομος· Ὁ δρόμος ποὺ πῆρες εἶνε καταστρεπτικός…
Τίποτε αὐτός. Εἶχε μεθύσει. Δὲν μεθάει ὁ ἄνθρωπος μόνον ἀπὸ κρασί· αὐτὸ εἶνε τὸ ὀλιγώτερο. Μεθάει ἀπὸ τρία πράγματα ὁ ἄνθρωπος· «Οὐαὶ οἱ μεθύοντες ἄνευ οίνου» . Μεθάει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ χρῆμα, μεθάει ἀπὸ τὰς ἡδονὰς καὶ διασκεδάσεις, μεθάει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ δόξα. Μεθύσια τρομερά, ἐγκληματικὰ μεθύσια. Ὁ ἄλλος ξεμεθάει, αὐτοὶ δὲν ξεμεθᾶνε. Εἶχε μεθύσει ὁ Εὐτρόπιος ἀπὸ τὰ χρήματα, ἀπὸ τὰς ἡδονάς, ἀπὸ τὴ δόξα. Ἐπάνω στὴ δόξα του καὶ τὴν ἀκμή του τίποτε δὲν ὑπολόγιζε.
Ἦταν ἕνα ἱερὸ ἔθιμο, ποὺ τὸ ἐνέκρινεν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Καὶ ἔλεγε τὸ ἔθιμο αὐτό, ὁ νόμος αὐτός· Ὅποιος καταδιώκεται ἀπὸ τὴν ἀστυνομία καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ προφθάσῃ καὶ μπῇ μέσα σὲ ἐκκλησία, δὲν ἔχει δικαίωμα κανείς νὰ τὸν πειράξῃ. Ὅλη ἡ ἐξουσία σταματᾷ. Τὸ ἄσυλο τῶν ἐκκλησιῶν. Εἶχε διαφόρους ἐχθροὺς ὁ Εὐτρόπιος. Τοὺς κυνηγοῦσε καὶ πήγαιναν ὅλοι στὴν ἐκκλησία. Πῆγε τότε στὸ Χρυσόστομο καὶ τοῦ λέγει· ―Θὰ μοῦ κάνῃς μιὰ χάρι· θὰ μοῦ καταργήσῃς τὸ ἄσυλο τῶν ἐκκλησιῶν, νά ᾿χω τὸ δικαίωμα νὰ μπαίνω μέσα σὰν γεράκι καὶ νὰ ἁρπάζω τὰ ὀρνίθια. ―Αὐτὸ δὲν γίνεται, τοῦ λέει. ―Θὰ σὲ ἐξορίσω. ―Κάνε ὅ,τι θέλεις· τὸ ἄσυλο [δὲν καταργεῖται\. Ἐφ᾿ ὅσον ἐγὼ εἶμαι πατέρας, θὰ στέκωμαι ἐκεῖ μπροστὰ νὰ ὑποστηρίζω τὰ παιδιά μου. Θὰ προτιμήσω νὰ πατήσουν ἐπάνω στὸ πτῶμα μου οἱ στρατιῶτες σου καὶ οἱ ἀστυνομικοί σου, παρὰ νὰ παραδώσω τὰ παιδιά μου.
Μιὰ μέρα ἐκήρυττε ὁ Χρυσόστομος στὸ ναό. Βοὴ μεγάλη [ἀκούστηκε\, θόρυβος, κόσμος, ὀχλοβοή, κυνηγητό… Σταματάει τὸ κήρυγμα ὁ Χρυσόστομος. Τί νὰ δῇ; Τρέχει κάποιος ἱδρωμένος, ἐλεεινός, τρισάθλιος. Μπαίνει βιαστικά, πατάει τὸ κατώφλι τῆς ἐκκλησίας, καὶ ἀγκαλιάζει τὶς κολῶνες. Ποιός ἦταν; Ἦταν ὁ Εὐτρόπιος, ὁ ὕπατος, ὁ πρωθυπουργὸς ὁ διος. Αὐτός, ποὺ ἤθελε νὰ καταργήσῃ τὸ ἄσυλον, ἔγινε κίνημα καὶ τὸν κατέβασαν ἄλλοι στρατηγοὶ ἀπὸ τὸ θρόνο· καὶ γιὰ νὰ σωθῇ, νὰ μὴ τὸν πιάσουνε, ἔτρεξε καὶ μπῆκε στὸ ναὸ γῆς Ἁγίας Σοφίας. Ὅταν τὸν εἶδε ὁ Χρυσόστομος, ἔκανε τὸ σταυρό του. Ἀπ᾿ ἔξω ὄχλος πολὺς φώναζε· Νὰ μᾶς τὸν δώσῃς, νὰ τὸν κάνουμε χίλια κομμάτια. Μᾶς κατέστρεψε, μᾶς διέλυσε… Τοῦ Εὐτροπίου ἔτρεμαν τὰ σαγόνια του.
Ἀνέβηκε τότε ὁ Χρυσόστομος ἐπάνω στὸν ἄμβωνα καὶ ἐξεφώνησε τὸν περίφημον, τὸν ἀριστουργηματικόν, λόγον Εἰς πρὸς Εὐτρόπιον. Εἶπε τότε· «“Ματαιότης ματαιοτήτων…” (Ἐκκλ. 1,2). Ἐλᾶτε, πλούσιοι, ἐλᾶτε βασιλιᾶδες, ἐλᾶτε νὰ δῆτε αὐτόν· ποῦ ἦταν χθές, ποῦ ἦταν πρὸ μιᾶς ὥρας, καὶ ποῦ εὑρίσκεται τώρα…».
Δὲν τοὺς τὸν παρέδωσε.
ε΄. Ἠγωνίσθη ἐναντίον τοῦ Εὐτροπίου, τοῦ εὐνοουμένου τῆς αὐτοκρατείρας Εὐδοξίας, ἀλλὰ ἀγωνίσθηκε ἀκόμη καὶ μὲ τὴν αὐτοκράτειρα. Καὶ στὴν πάλη τοῦ ἁγίου ἀνδρὸς καὶ αὐτοκρατείρας ἐνίκησε ἡ γυναίκα, νίκην αἰσχρὰν διὰ τὸ γυναικεῖον γένος. Ἡ αὐτοκράτειρα ἦταν μία ἀγράμματος καὶ ἀστοιχείωτος καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα τοῦ Βυζαντίου. Ἀλλὰ εἶχε ἕνα μεγάλο προσόν, ποὺ εἶνε τὸ δόλωμα τῶν ἀνοήτων· εἶχε τὸ προσὸν τῆς ὡραιότητος. Κάτω ὅμως ἀπὸ τὴν ὡραιότητα ἐκρύπτετο ὅλη ἡ ἄβυσσος καὶ ὅλη ἡ κόλασις. Κατώρθωσε νὰ κάνῃ παιχνίδι τὸν Ἀρκάδιον· τὸν ἔπαιζε ὅπως ἤθελε. Ἀνέβαζε καὶ κατέβαζε τοὺς πάντας. Καὶ νόμισε, ὅτι θὰ παίξῃ καὶ τὸν Χρυσόστομον. Τί συνέβη· οἱ κυρίες τῶν τιμῶν κολάκευαν τὴ βασίλισσα καὶ λέγανε· Τέτοια βασίλισσα, τόσο ὡραία, τέτοια καλλονὴ δὲν ὑπάρχει στὸν κόσμο. Εἶνε κρῖμα. Πρέπει νὰ σοῦ φτειάξουμε τὸ ἄγαλμα…
Κάνανε ἔρανο, μαζέψανε ὅλο τὸ ἀσήμι, τὸ χύσανε, καὶ φτειάξανε ἕνα ἄγαλμα τῆς βασιλίσσης. Καὶ τὸ στήσανε ὄχι στὴν πλατεῖα ἀλλὰ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἁγία Σοφία. Καὶ ὡρίσανε ἡμέρα νὰ μαζευτοῦν καὶ νὰ κάνουν τελετή. Ὅταν τὸ ἔμαθε ὁ Χρυσόστομος ἐξηγέρθη. Ἀφώρισε τοὺς διοργανωτὰς τῆς τελετῆς, ὑπάτους καὶ στρατηγούς, ὡς βεβηλοῦντας τὸ ἱερόν, καὶ ἠπείλησε ὅτι, ἐὰν ἐντὸς τῆς ἑβδομάδος δὲν σηκώσῃ τὸ ἄγαλμα, τὸ βδέλυγμα ἐρημώσεως, θὰ σηκώσῃ ἐπανάστασι.
Ὅταν μάθανε στὰ ἀνάκτορα ὅτι δὲν ἀστειεύεται, ἐταράχθησαν. Σύσκεψις ἔκτακτος. Τότε ἄρχισε ὁ μακρὸς ἐκεῖνος ἀγών· καὶ ὄργανα τοῦ ἀγῶνος ἦσαν καὶ ἐπίσκοποι ἀνάξιοι. Δύο φορὲς ἐξωρίσθη. Τὴ δεύτερη φορὰ ἔγινε σεισμὸς μέγας, ποὺ συνεκλόνισε τὰ πάντα ὅταν ἔφευγε. Ἔφυγε, προχώρησε στὰ βαθειά, πέρα μέχρι τὴν Ἀρμενία. Κατάκοπος, ἐξηντλημένος, πονεμένος, διωγμένος ὁ μέγας μάρτυς τοῦ καθήκοντος, ὁ βασιλεὺς τῶν ἱεροκηρύκων, ποὺ ἰσάξιον δὲν ἐγνώρισαν οἱ αἰῶνες, ἐπὶ τέλους ἕνα βράδι, [τὴν ὥρα\ ποὺ ἐβασίλευε ὁ ἥλιος, σ᾿ ἕνα μικρὸ χωριὸ ποὺ ὑπάρχει μέχρι σήμερα, στὰ Κόμανα τῆς Ἀρμενίας, ξάπλωσε μέσα στὸ ναΐσκο νὰ κοιμηθῇ. Τὴ νύχτα εἶδε ὅραμα. Παρουσιάστηκε ὁ ἅγιος Βασιλίσκος καὶ τοῦ εἶπε·
«Ἀδελφὲ Ἰωάννη, θάρσει. Αὔριον θὰ εμεθα μαζί. Ἀπόψε μόνο εἶσαι κάτω στὴ Γῆ». Ὅλη τὴ νύχτα εἶχε ἀγωνία. Τὸ πρωῒ σηκώθηκε, μοίρασε τὰ ῥοῦχα στοὺς στρατιώτας ποὺ τὸν συνώδευαν, ἔκανε τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ τρεῖς φορὲς εἰς τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, καὶ μετὰ εἶπε κάτι λόγια ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσῃ· «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». Καὶ παρέδωκε τὴν ἁγίαν του ψυχήν. Ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ἔπεσε πάνω στὸ καθῆκον.
* * *
Ἀγαπητοί! Μιὰ σταχυολογία, κάτι ἐλάχιστα, εἶπα ἀπὸ τὴν ἀγωνιστικὴν ζωὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Καὶ τὸ ἔκανα ὑπείκων εἰς τὸν ἀπόστολον Παῦλον, λέγοντα· «Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν, οἵτινες ἐλάλησαν ὑμῖν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν» (Ἑβρ. 13,7). Πρέπει νὰ τοὺς θυμούμεθα, πρέπει νὰ ἀναπολοῦμε τὴ ζωή τους, πρέπει νὰ μιμούμεθα τὸν βίον τους. Καὶ οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἀντεστάθησαν στὴν ἐποχήν τους. Πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ ἀντισταθοῦμε στὴν ἐποχή μας.
Ἀγαπητοὶ μου! Ἐδῶ στὴ γῆ ποὺ εὑρισκόμεθα, στὴ φλούδα αὐτὴ τῆς γῆς, δὲν μᾶς ἔφερε ὁ Θεὸς νὰ ζήσωμεν λίγα χρόνια καὶ νὰ κάνωμεν τὰ κέφια τοῦ διαβόλου. Δὲν μᾶς ἔφερε ὁ Θεὸς ἐδῶ στὸν κόσμο νὰ κάνωμε τὰ κέφια τῆς σάρκας, τῶν ἐπιθυμιῶν μας. Μᾶς ἔφερε νὰ κάνωμε τὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός. Λέμε στὴν προσευχήν μας· «Γενηθήτω τὸ θέλημά σου…» (Ματθ. 6,10). «Τὸ θέλημά σου»· ὄχι τὸ θέλημα τοῦ ἄλφα, βῆτα, καὶ γάμμα· «τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς». Πρέπει πάνω ἀπ᾿ ὅλα, τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ συνεπῶς, ὅταν παρουσιάζεται περίπτωσις ποὺ τὸ θέλημα τοῦ κόσμου, τὸ θέλημα τῆς σάρκας, τὸ θέλημα τῆς γειτονιᾶς εἶνε ἀντίθετο πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἡμεῖς νὰ ἐκλέξωμεν ἀσυζητητὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Περιπτώσεις:
α΄. Μυστήριον μέγα ὁ γάμος. Ἡ γυναίκα πρέπει νὰ ὑπακούῃ στὸν ἄνδρα μέχρις ἑνὸς ὡρισμένου σημείου. Ἐὰν ὁ ἄνδρας δώσῃ διαταγὴ νὰ μὴ πατάῃ στὴν ἐκκλησία, νὰ μὴ κάνῃ τὴν προσευχή της, νὰ μὴν ἐξομολογῆται, νὰ μὴ πηγαίνῃ σὲ θρησκευτικὲς συγκεντρώσεις· ἐὰν ―ἀκόμη χειρότερα― ὁ ἄνδρας ζητήσῃ πράγματα ἀντίθετα πρὸς τὸ σαφὲς θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ γυναίκα ἔχει δυὸ ἀγάπες μπροστά της· τὴν ἀγάπη τοῦ ἄνδρα, καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Τί θὰ διαλέξῃ; Νῦν κρίσις γυναικός ἐστι, νῦν κρίσις τοῦ γάμου. Θὰ προτιμήσῃ τὴν ἀγάπη τοῦ ἄνδρα; ἔπαυσε νὰ εἶνε Χριστιανή. Θὰ προτιμήσῃ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; χίλια στεφάνια πλέκουν οἱ ἄγγελοι. Νὰ πῇ στὸν ἄνδρα· Σύζυγε, σὲ πῆρα νὰ σ᾿ ἔχω σύντροφο στὴ ζωὴ· δὲν σὲ πῆρα νὰ μὲ κολάσῃς. Ἀλλὰ λένε· Ἂν δὲν κάνῃς τὰ θελήματα τοῦ ἀνδρός, φεύγει. Φεύγει; σὺ νὰ μὴ γίνεσαι αἰτία. Ἔφυγε; ὥρα καλή του. Προτιμότερο χωρισμένη ἀπὸ τὸν ἄνδρα, παρὰ χωρισμένη ἀπὸ τὸ Θεό. Ἔχει μύρια μέσα καὶ τέχνες ἡ γυναίκα νὰ ὑποτάξῃ τὸν ἄνδρα στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δὲν θὰ μπορέση; ἂς φύγῃ.
β΄. Ἂν πάλι ὁ ἄνδρας βρεθῇ σὲ μιὰ γυναῖκα ποὺ ἔχει ἀξιώσεις ἐντελῶς ἀντιχριστιανικές, δὲν πρέπει νὰ ὑποχωρήσῃ εἰς ὅλας τὰς ἐπιθυμίας τῆς γυναικὸς ποὺ ἀντιστρατεύονται στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ πρέπει ν’ ἀντισταθῇ εἰς τὰς ἐπιθυμίας τῆς γυναικός, νὰ κρατήσῃ τὴν κυριαρχίαν μέσα στὸ σπίτι.
γ΄. Εἶσαι παιδί; ὑπακοὴ στοὺς γονεῖς. Ἐὰν ὅμως βρεθοῦν γονεῖς, οἱ ὁποῖοι θὰ συμβουλεύσουν πράγματα ἀντίθετα ἀπὸ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, τότε τὸ παιδὶ δὲν πρέπει νὰ ὑπακούσῃ στοὺς γονεῖς. Εἶνε ἐλεύθερον πλέον νὰ χαράξῃ τὴν γραμμήν του, τὴ γραμμὴ τοῦ καθήκοντος, τὴν γραμμὴν τῆς ἀρετῆς, τὴν γραμμὴν τῆς πίστεως, καὶ ν’ ἀντισταθῇ στὸ θέλημα τοῦ πατρός.
δ΄. Εἶσαι στρατιώτης; ὑπακοὴ στὴν πατρίδα, ὑπακοὴ στοὺς ἀξιωματικοὺς μέχρι ἑνὸς σημείου. Βλασφήμησε μπροστά σου ὁ ἀξιωματικὸς τὰ θεῖα καὶ τὰ ἱερά; νὰ ἀντισταθῇς σ’ αὐτὸν τὸν διο· καὶ νά ᾿χῃς τὸ θάρρος νὰ πῇς, ὅτι ἐδῶ μέσα στὸ στρατὸ δὲν ἦρθα νὰ σταυρώνωμεν τὸ Χριστό, ἀλλὰ νὰ ὑπερασπίζωμεν τὴν πίστιν καὶ τὴν ἠθικήν.
ε΄. Εἶσαι ὑπάλληλος; ὑπακοὴ μέχρις ἑνὸς σημείου. Θὰ ἀντισταθῇς στὸν προϊστάμενό σου, ἂν ζητήσῃ πράγματα ἀντίθετα ἀπὸ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ.
Χριστιανοί μου! Τελειώνω μὲ ἕνα παράδειγμα. Βρέθηκα μιὰ μέρα κοντὰ στὸν ποταμὸ Ἁλιάκμονα ἔξω ἀπὸ τὴν Κοζάνη, ποὺ ἔχει τὶς πηγές του ψηλὰ στὰ βουνὰ τῆς Σαμαρίνας. Τὴν ὥρα ἐκείνη ἕνας ψαρᾶς ψάρευε. Σὲ μιὰ στιγμὴ μοῦ λέγει· ―Μπορεῖς νὰ διακρίνῃς τὰ ζωντανὰ ψάρια ἀπὸ τὰ ψόφια; Λέγω· ―Νὰ τὰ δῶ πρῶτα. ―Ὄχι, λέει, ἔτσι. Ἐγὼ ἀπὸ μακριὰ τὰ καταλαβαίνω. Καὶ συνέχισε· Τὰ ψόφια ψάρια τὰ παίρνει τὸ ῥεῦμα καὶ τὰ πετάει κάτω στὴ Θεσσαλονίκη, κάτω στὸν κόλπο. Τὰ ζωντανὰ τὰ ψάρια, ὅσο ὁρμητικὸ νὰ εἶνε τὸ ῥεῦμα, δὲν πᾶνε πρὸς τὰ κάτω. Πᾶνε κόντρα στὸ ῥεῦμα, ἀντίθετα στὸ ῥεῦμα. Πηδᾶνε βράχια, καταρράχτες, κάνουν ἅλματα μεγάλα καὶ φθάνουν μέχρι τὴ Σαμαρίνα, τὴν Πίνδο. Τὰ ψόφια ψάρια δὲν ἔχουν δύναμι· τὰ παρασύρει τὸ ῥεῦμα.
Τί είμεθα, ἀγαπητοὶ μου, νεκροὶ ἢ ζωντανοὶ Χριστιανοί; Ἂν νεκροί, θὰ μᾶς παρασύρῃ τὸ ῥεῦμα τῆς ἁμαρτίας καὶ θὰ μᾶς ῥίψῃ μέσα στὴν ἄβυσσο. Ἂν ὅμως ζωντανοί, δὲν θὰ μᾶς παρασύρῃ τὸ ῥεῦμα τῆς ἁμαρτίας, τῶν παθῶν, τοῦ ὑλισμοῦ κ.λπ., ἀλλὰ θὰ πᾶμε κόντρα. Κόντρα μὲ ὅλα τὰ ῥεύματα. Κόντρα καὶ πάλι κόντρα. Ἀντίστασι στὰ ῥεύματα τῆς ἐποχῆς. Οἱ δὲ Τρεῖς Ἱεράρχαι, τὰ πρότυπα τῶν ἀγωνιστῶν, εθε νὰ μᾶς εὐλογοῦν στὸν ἀγῶνα μας αὐτόν. Ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Πηγή: Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης στην αίθουσα των «Tριών Iεραρχών» Aθηνών 30-1-1966, Ορθόδοξος Έλληνας Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης )
Ἡ ἑλληνική καί ἡ κατά Χριστόν μόρφωσις, κατά τούς τρεῖς Ἱεράρχας
(†) Ἀρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης
Εορτάζουμε σήμερα την μνήμη των τριών μεγάλων Ιεραρχών και οικουμενικών διδασκάλων της Εκκλησίας, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Των τριών μεγίστων φωστήρων της Τρισηλίου Θεότητος.
Οι άμβωνες της Κωνσταντινουπόλεως, της Αντιοχείας, της Καισαρείας της Καππαδοκίας, της Ναζιανζού έγιναν αιώνιοι άμβωνες της Εκκλησίας, από τους οποίους οι τρεις Ιεράρχαι κηρύττουν την Ορθόδοξο Θεολογία και πίστι μας και μας υποδεικνύουν την γνησία Χριστιανική ζωή.
Γι’ αυτό και σε κάθε ακολουθία και Θεία Λειτουργία τους μνημονεύουμε. Ο μακαρισμός και έπαινός τους στην Εκκλησία του Θεού είναι πολύς, αδιάκοπος και αιώνιος.
Τιμώνται ιδιαίτερα ο καθένας την ημέρα της μνήμης του και όλοι μαζί σήμερα, ώστε οι Χριστιανοί να τους θεωρούν ισαξίους και ισοτίμους.
Μετά την απελευθέρωσι του Γένους από την φοβερή τουρκική σκλαβιά, η νεοελληνική πολιτεία καθιέρωσε η σημερινή εορτή τους να εορτάζεται και ως εορτή της Παιδείας.
Η καθιέρωσις της εορτής αυτής ως εορτής των Γραμμάτων και της Παιδείας ήταν επιβεβλημένη. Είναι αλήθεια ότι μετά την απελευθέρωσι οι ηγεσίες του Ελληνικού Κράτους, επηρεασμένες από τα δυτικά ρεύματα και πρότυπα και μάλιστα κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας των Βαυαρών, δεν ετίμησαν και δεν αξιοποίησαν δεόντως την Παράδοσι του Γένους και κάποτε ασέβησαν απέναντι της, εκτός εξαιρέσεων.Όμως η ανακήρυξις των Τριών Ιεραρχών ως προστατών της Ελληνορθοδόξου Παιδείας ήταν πράξις αξία της Παραδόσεως του Γένους, αφού οι Τρείς Ιεράρχαι συνδυάζουν την Χριστιανική διδασκαλία με την θύραθεν και μάλιστα την Ελληνική μόρφωση.
Τον 4ον αιώνα που έζησαν οι τρεις Ιεράρχαι, υπήρχε διαμάχη μεταξύ Χριστιανισμού και Ελληνισμού. Υπήρχαν δύο αντίθετα άκρα. Το ένα εκ μέρους Χριστιανών που απέρριπταν τελείως την Ελληνική σοφία, λόγω του φόβου της ειδωλολατρείας. Το άλλο εκ μέρους των φανατικών ελληνολατρών-ειδωλολατρών, που οχι μόνο απέρριπταν την Χριστιανική πίστι αλλά και θεωρούσαν τους Χριστιανούς αναξίους να σπουδάζουν τα Ελληνικά Γράμματα. Κύριος εκπρόσωπός των ήταν ο ειδωλολάτρης Ιουλιανός ο Παραβάτης, συμμαθητής του Μεγάλου Βασιλείου και του αγίου Γρηγορίου στην Αθήνα, που όταν έγινε αυτοκράτωρ εξέδωκε διάταγμα κατά των Χριστιανών διδασκάλων, να μη διδάσκουν την Ελληνική φιλοσοφία.
Οι Τρεις Ιεράρχαι δεν παρασύρθηκαν από αυτά τα άκρα, αλλά προχώρησαν σε ένα μεγαλειώδη συνδυασμό – σύζευξι Χριστιανισμού και Ελληνικής σοφίας.
Γράφει σχετικώς ο άγιος Γρηγόριος:
«Νομίζω ότι όλοι οι φρόνιμοι έχουν ομολογήσει, οτι η μόρφωσις είναι το πρώτον αγαθόν που έχομεν. Όχι μόνον αυτή η ευγενεστέρα και ιδική μας που περιφρονούσα κάθε κομψότητα και κάθε φιλοδοξίαν των λόγων κρατά μόνον την σωτηρίαν και το κάλλος των νοητών, αλλά και η εξωτερική μόρφωσις την οποίαν πολλοί Χριστιανοί από κακήν εκτίμησιν απορρίπτουν, διότι τάχα είναι ύπουλη και απατηλή και απομακρύνει από τον Θεόν.» (Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Επιτάφιος εις τον Μέγαν Βασίλειον, 11, Ε.Π.Ε. τ.6, σελ. 145).
Με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος κατενόησαν δύο βασικές αλήθειες της Ορθοδόξου Πίστεως.
Πρώτον, ότι η Εκκλησία δεν ημπορεί να αδιαφορήση για τον κόσμο και εν προκειμένω για τον προχριστιανικό Ελληνισμό. Πρέπει να τον προσλάβη στο Σώμα Της, δηλαδή το Σώμα του Χριστού, για να τον θεραπεύση, γιατί όπως είχε διδάξει ο Μ. Αθανάσιος (τον οποίο ο Μ. Βασίλειος είχε προσωπικά γνωρίσει) «το γαρ απρόσληπτον και αθεράπευτον» .
Και δεύτερον, ότι αυτή η πρόσληψις έπρεπε να γίνη με διάκρισι, σύμφωνα με το αποστολικόν τα «πάντα δοκιμάζετε το καλόν κατέχετε» (Α’ Θεσ. 5, 21). Θα έπρεπε λοιπόν να γίνη δεκτόν ό,τι καλόν είχε η αρχαία σοφία και να απορριφθή ως άχρηστο και επικίνδυνο για την ψυχή ό,τι αντίθετο προς την χριστιανική πίστι και ηθική υπήρχε σ’ αυτήν. Αν και από τα αρνητικά θα μπορούσαν να διδαχθούν οι Χριστιανοί, αφού από την σύγκρισί τους με τα καθ’ ημάς θα φανερωνόταν η αλήθεια και ανωτερότης της πίστεώς μας, όπως π.χ. από τις διηγήσεις περί των ερώτων και των αντιζηλιών των θεών.
Δεν θα μπορούσαν οι Τρείς Ιεράρχαι να κάνουν αυτή την κάθαρσι και πρόσληψι της Ελληνικής σοφίας, εάν οι ίδιοι δεν την είχαν σπουδάσει ή δεν είχαν αντιμετωπίσει κατά τρόπον όχι μόνο διανοητικό αλλά και υπαρξιακό το πρόβλημα. Οι δύο κόσμοι αντιπάλαιαν και αυτή η αντιπαλότης ζητούσε να λάβουν οι ίδιοι μία υπεύθυνη στάση.
Είναι γνωστό ότι οι Τρεις Ιεράρχαι έλαβαν ανωτέρα πανεπιστημιακή μόρφωσι. Ο Μ. Βασίλειος και ο Άγιος Γρηγόριος σε διάφορα μορφωτικά κέντρα της εποχής των και τελικά εις τας “χρυσάς Αθήνας”, όπου υπήρχαν οι ανώτερες πανεπιστημιακές σπουδές.
Ήσαν ακόμη κατηχούμενοι. Αλλά διεκρίνοντο για το ήθος τους. Δεν συμμετείχαν σε διασκεδάσεις και άλλες εκδηλώσεις των συμφοιτητών τους. Δύο δρόμους εγνώριζαν: τον ένα προς την χριστιανική Εκκλησία και τον άλλο προς την Σχολή.
Έδειξαν έτσι από τότε ότι, ενώ ήσαν πιστοί Χριστιανοί νέοι, εκτιμούσαν και την Ελληνική σοφία. Πόσο καλά την έμαθαν, φαίνεται και από τα συγγράμματα που κατόπιν έγραψαν. Μάλιστα τον άγιο Γρηγόριο, όταν τελείωσε τις σπουδές του, δεν τον άφησαν να αναχωρήση από την Αθήνα μαζί με τον Μ. Βασίλειο, όπως είχαν συμφωνήσει, αλλά οι φοιτητικοί σύλλογοι τον κράτησαν και τον ανεβίβασαν στο καθηγητικό αξίωμα, όπου μόλις μετά δύο χρόνια ημπόρεσε να αναχωρήση.
Είναι γνωστό ακόμη οτι ο άγιος Χρυσόστομος εμαθήτευσε και στον περίφημο Λιβάνιο στην Αντιόχεια, ο οποίος, όταν ρωτήθηκε ποιόν θα άφηνε διάδοχό του, απήντησε: τον Ιωάννη, εάν δεν τον είχαν συλήσει οι Χριστιανοί.
Ο άγιος Γρηγόριος ήταν άριστος φιλόλογος. Εχειρίζετο θαυμάσια προφορικά και γραπτά την αττική διάλεκτο και έγραφε ποιήματα στο γλωσσικό ιδίωμα και στα μέτρα των αρχαίων ποιητών. Συνολικά έγραψε 19.000 στίχους.
Ο Μ. Βασίλειος εσπούδασε και εγνώριζε όχι μόνο την φιλοσοφία και ρητορική αλλά και την αστρονομία και την ιατρική και φυσική. Αυτή η γνώσις του φαίνεται και στην γνωστή Εξαήμερο, δηλαδή την ερμηνεία των εξ ημερών της Δημιουργίας του πρώτου κεφαλαίου της Γενέσεως.
Ομιλών ο άγιος Γρηγόριος για την μόρφωσι του Μεγ. Βασιλείου γράφει:
«Ποιος ήτο τόσο ικανός εις την ρητορικήν που πνέει φλόγα, αν και ο τρόπος του δεν είναι ρητορικός; Ποιος ήτο τόσο ικανός εις την γραμματικήν ή εξελλήνιζε την γλώσσαν; Ποίος συνεκέντρωνε τόσας γνώσεις, ήτο κάτοχος της στιχουργικής και έθετε νόμους εις την ποίησιν; Ποίος ήτο τόσον ικανός εις την φιλοσοφίαν αυτήν, που είναι υψηλή πράγματι και τείνει εις τα άνω, ειτε αναφέρεται εις πρακτικά και επιστημονικά θέματα είτε ασχολείται με λογικάς αποδείξεις και αντιθέσεις και αμφισβητήσεις και έχει ως γνωστόν το όνομα διαλεκτική; Έτσι είναι ευκολώτερον να περάσης μέσα από λαβυρίνθους παρά να διαφύγης εάν εχρειάζετο, από τα δίκτυα των λόγων εκείνου. Από την Αστρονομίαν, την γεωμετρίαν και τας σχέσεις της αριθμητικής επήρε τόσην μόρφωσιν, ώστε να μη κλονίζεται από τα παράδοξα των Επιστημών αυτών. Περιεφρόνησε το περισσόν ως άχρηστον δι’ όσους επιδιώκουν την ευσέβειαν.
Ωστε ημπορεί να θαυμάση κάποιος αυτό που επροτιμήθη περισσότερον από εκείνο που επεριφρονήθη και εκείνο που επεριφρονήθη περισσότερον από αυτό που επροτιμήθη. Την ιατρικήν που είναι καρπός της φιλοσοφίας και της φιλοπονίας του, την έκαμαν απαραίτητον και η ασθένεια του σώματός του και η περιποίησις των ασθενών. Από αυτά ήρχισε και επέτυχε την κατοχήν της τέχνης, κατοχήν που δεν περιορίζεται εις την επιφάνειαν και το χαμηλότερον επίπεδον, αλλά υψώνεται εις τας αρχάς και την επιστήμην. Τι σημασίαν όμως έχουν όλα αυτά, και ας είναι τόσον αξιόλογα, διά την διάπλασιν του χαρακτήρος του;» (Γρηγορίου του Θεολόγου, Επιτάφιος εις τον Μ. Βασίλειον, 23, Ε.Π.Ε. τ. 6, σελ. 169-171).
Τις απόψεις του Μ. Βασιλείου για την Ελληνική σοφία βρίσκουμε στον λόγο του «Προς τους νέους, Οπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων». Τον λόγο αυτό έγραψε σαν απάντησι στην απαγόρευσι που επέβαλε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης στους Χριστιανούς νέους, να μη σπουδάζουν τα Ελληνικά γράμματα, αλλά και για καθοδήγησι των Χριστιανών νέων πως να σπουδάζουν αυτά.
Δεν είναι υπερβολή να ειπούμε, ότι οι Τρεις Ιεράρχαι ήσαν όσο ολίγοι άνθρωποι της εποχής των μορφωμένοι. Παρ’ όλα αυτά στην θύραθεν, την κοσμική, μόρφωσι έδιναν σχετική μόνο σημασία και αξία.
Κατά τον άγιο Γρηγόριο, η σοφία του Θεού είναι «κυρία», ενώ η σοφία του κόσμου «θεραπαινίς» (Γ. Σωτηρίου, Οι άγιοι Τρεις Ιεράρχαι, Μυτιλήνη 1993, σελ. 48).
Κατά δε τον Μέγα Βασίλειο, η Χριστιανική παιδεία είναι «ο καρπός», ενώ η Ελληνική παιδεία είναι «τα φύλλα», που όμως και αυτά χρειάζονται γιατί προσδίδουν ωραιότητα στον καρπό (Μ. Βασιλείου, Λόγος προς τους νέους, Ε.Π.Ε. τ. 7, σελ. 323).
Εγνώριζαν οι Τρεις Ιεράρχαι ότι ο άνθρωπος επλάσθη κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Δημιουργού και ότι με την αμαρτία των πρωτοπλάστων και όλων των ανθρώπων το κατ «εικόνα αρρώστησε, εφθάρη, έχασε την αρχική του ωραιότητα και λαμπρότητα και έτσι δεν ημπορεί να επιτύχη τον τελικό του σκοπό, που είναι το καθ’ ομοίωσιν, δηλαδή να ομοιάση με τον Θεό και έτσι να γίνη Θεός κατά Χάριν.
Τώρα ο άνθρωπος δεν εχει την ευμορφίαν του κατ’ εικόνα. Είναι παραμορφωμένος από τα πάθη. Όσο και αν μορφωθή με ανθρωπίνη σοφία, η παραμόρφωσις δεν θεραπεύεται. Πρέπει να ξαναβρή την αληθινή εικόνα του Θεού που είναι ο Χριστός, ώστε παίρνοντας την μορφή του Χριστού να θεραπευθή από τις παραμορφώσεις των παθών και της αμαρτίας, να επιτύχη τον ύψιστο προορισμό του, το καθ’ όμοίωσιν, την θέωση.
Πράγματι τα πάθη, ο εγωισμός, η αμαρτία, η απιστία, παραμορφώνουν και ασχημίζουν τον άνθρωπο.
Αυτό είχαν πάθει και οι Γαλάται, που αν και είχαν πιστεύσει με το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου, εξέπεσαν και γι’ αυτό ο Απόστολος πονούσε μέχρις ότου με την μετάνοια λάβουν πάλι την μορφή του Χριστού: «Τεκνία μου, ους πάλιν ωδίνω, άχρις ου μορφωθή Χριστός εν υμίν» (Γαλ. 4,19). Γράφει σχετικώς ο ιερός Χρυσόστομος: «Διεφθείρατε… την εικόνα, απωλέσατε την συγγένειαν, την μορφήν ηλλοιώσατε˙ αναγεννήσεως ετέρας υμίν δει και αναπλάσεως» (Ομιλία εις την προς Γαλατάς, κεφ. δ’, Ε.Π.Ε. τ. 20, σελ. 332).
Αυτή την μόρφωσι ποθούσαν οι Τρεις Ιεράρχαι. Να λάβουν την μόρφωσι του Χριστού. Να γίνουν Χριστοειδείς. Αυτή, κατά τους Τρείς Ιεράρχας, είναι η ανωτέρα μόρφωσις, η αληθινή φιλοσοφία, η σώζουσα μόρφωσις.
Αυτή την μόρφωσι αποκτά ο Χριστιανός μέσα στην Εκκλησία.
Η Εκκλησία, μας λέγει ο άγιος Χρυσόστομος, είναι ιατρείον, όπου μπαίνουμε οι παραμορφωμένοι και άρρωστοι άνθρωποι για να ιαθούμε.
Στην Εκκλησία τα άγρια θηρία ημερώνονται. Οι λύκοι γίνονται αμνοί (βλ. Ομιλία εις το ρητόν «Ουδέποτε άφ’ εαυτού ποιεί ο Υιός ουδέν…», Ε.Π.Ε. τ. 27, σελ. 590).
Η Εκκλησία μας θεραπεύει από την παραμόρφωσι με την διδασκαλία Της, το κήρυγμα του Ευαγγελίου, την άσκησι, τα ιερά Της Μυστήρια, με το ποιμαντικό έργο των ποιμένων Της.
Στο άγιο Βάπτισμα εγκεντριζόμεθα στον Χριστό, στο άγιο Χρίσμα λαμβάνουμε την δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Στην Θ. Ευχαριστία ενωνόμαστε με τον Χριστό. Με την μετάνοια όλο και περισσότερο πάσχουμε την καλήν αλλοίωσιν και ομοιάζουμε με τον Χριστό.
Κατά τον άγιο Χρυσόστομο, είναι δυνατόν και μετά την αμαρτία μας να μορφωθή ο Χριστός εν ημίν, εφ’ όσον «μόνον αφώμεθα της μετανοίας» (Ομιλία θ’ εις την προς Εβραίους Επιστολήν, Ε.Π.Ε. τ. 24, σελ. 438).
Οι Τρεις Ιεράρχαι τονίζουν ότι πολύ μας βοηθεί η προσευχή και η μελέτη των θείων Γραφών. Με όλα αυτά τα μέσα της αγάπης του Θεού οι ταπεινές και δεκτικές ψυχές μορφώνονται, λαμβάνουν την μορφή του Χριστού. Αυτή κατά τον άγιο Γρηγόριο είναι και η λαμπρότης του γένους, «η της εικόνος τήρησις και η προς το αρχέτυπον εξομοίωσις, όσον εφικτόν της σαρκός δεσμίοις» (Εις τον άγιον Κυπριανόν, Ε.Π.Ε. τ. 6, σελ. 118).
Αυτή η εν Χριστώ μόρφωσις του Χριστιανού δεν γίνεται από την μία ώρα στην άλλη. Χρειάζεται ισόβιος αγώνας. Στον αγώνα αυτό βοηθεί και η μίμησις του Χριστού. Γράφει ο Μ. Βασίλειος: «Διά τούτο η μετά σαρκός επιδημία Χριστού, αι των ευαγγελικών πολιτευμάτων υποτυπώσεις, τα πάθη, ο σταυρός, η ανάστασις˙ ώστε τον σωζόμενον άνθρωπον διά μιμήσεως Χριστού την αρχαίαν εκείνην υιοθεσίαν απολαβείν. Αναγκαία τοίνυν εστί προς τελείωσιν η Χριστού μίμησις» (Περί του Αγιου Πνεύματος, κεφ. ιε’, Ε.Π.Ε. τ. 10 σελ. 366).
Η μίμησις του Χριστού, που δεν γίνεται με πνεύμα ηθικιστικό αλλά με φρόνημα ταπεινό, βοηθεί τον αγωνιζόμενο Χριστιανό να αποκτά τις αρετές του Χριστού. Την αγάπη, την ταπείνωσι, την πραότητα, την συγχωρητικότητα, την αγνότητα, ώστε να μορφώνη στον εαυτό του τον Χριστό. Έτσι γίνεται αυτό που λέγει ο θείος Παύλος: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20).
Ο Χριστιανός αλλάζει τον παραμορφωμένο νουν με νουν Χριστού, την παραμορφωμένη καρδιά του με καρδίαν και ευσπλαγχνίαν Χριστού, το παραμορφωμένο ήθος του με ήθος Χριστού.
Ο πιστός ενδύεται τον Χριστόν και γίνεται άλλος Χριστός. Γράφει ο Μ. Βασίλειος: «Διότι, αν δι’ ημάς η ζωή είναι ο Χριστός, κατά συνέπειαν και ο λόγος μας πρέπει να είναι περί Χριστού και η σκέψις μας και κάθε πράξις μας να έχουν άμεσον σχέσιν με τας εντολάς Του, καθώς και η ψυχή μας να έχη λάβει μορφήν ανάλογον προς Αυτόν» (Έπιστ. 309, Προς Ευπατέριον και την θυγατέρα αυτού, Ε.Π.Ε. τ. 3, σελ. 507).
Όμως αυτή η διά του Χριστού αποκατάστασις της εικόνος του Θεού στον παραμορφωμένο άνθρωπο δεν θα εγίνετο, εάν ο Χριστός δεν ελάμβανε δούλου μορφήν, όπως θεολογεί ο Μ. Βασίλειος στην αγία Αναφορά της Θ. Λειτουργίας του, ακολουθών τον θείον Παύλον, και δεν εγίνετο «σύμμορφος τω σώματι της ταπεινώσεως ημών, ίνα ημάς συμμόρφους ποιήση της εικόνος της δόξης αυτού».
Είναι φανερό από όσα ελέχθησαν, ότι η εν Χριστώ μόρφωσις προϋποθέτει ένωσι και κοινωνία με τον Χριστό. Σ’ αυτή την κοινωνία καλεί ο Χριστός τον πιστό, όπως γράφει ο ιερός Χρυσόστομος: «Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφή, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλης εγώ˙ μηδενός εν χρεία καταστής. Εγώ και δουλεύσω˙ ήλθον γάρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος, και μέλος, και κεφαλή, και αδελφός, και αδελφή, και μήτηρ, πάντα εγώ˙ μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης διά σε˙ και αλήτης διά σε’ επί σταυρού διά σε’ επί τάφου διά σε· άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί, κάτω υπέρ σου πρεσβευτής γέγονα παρά του Πατρός. Πάντα μοι συ, και αδελφός, και συγκληρονόμος, και φίλος, και μέλος. Τί πλέον θέλεις;» (Ομιλία οστ’, Ε.Π.Ε τ. 12, σελ. 34).
* * *
Η σύζευξις Ελληνισμού και Χριστιανισμού που επραγματοποίησαν οι Τρεις Ιεράρχαι όχι μόνο δεν έβλαψε τα δύο αυτά μεγέθη, αλλά αντιθέτως και τα ωφέλησε.
Τον μέν Ελληνισμό, όπως δέχεται ο εθνικός μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, διότι, ενώ τον βρήκε ο Χριστιανισμός ημιθανή, τον εζωοποίησε και ανέστησε.
Την δε Εκκλησία, διότι η Ελληνική γλώσσα και φιλοσοφία της έδωσε την δυνατότητα να εκθέση κατά τρόπο αριστοτεχνικό την πίστι και θεολογία της, χωρίς να αρνηθή τίποτε από την ευαγγελική διδασκαλία.
Η άποψις του μεγάλου Ρώσσου θεολόγου, π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, οτι ο Ελληνισμός κατέστη μόνιμος κατηγορία του Χριστιανισμού, είναι τολμηρή αλλά αληθινή. Μπορεί κανείς να φαντασθή την Ορθοδοξία χωρίς την Ελληνική της έκφρασι;
Αυτός είναι ο λόγος που και τα άλλα Ορθόδοξα έθνη, που παρέλαβαν την Ορθοδοξία από το Βυζάντιο, εθεώρησαν οτι καθόλου δεν μειώνονται από την συνεργασία Ορθοδοξίας και Ελληνισμού, αλλά αντιθέτως και εμπλουτίζονται. Οι Τρείς Ιεράρχαι έθεσαν τα θεμέλια της Ελληνορθοδοξίας. Έγιναν οι πρωτεργάται της ιστορικής πορείας του Ελληνορθόδοξου πολιτισμού μας.
Αυτός ο πολιτισμός δοκιμάσθηκε έκτοτε μέσα στους αιώνας και άντεξε. Και είναι ζωντανός και δημιουργικός μέχρι σήμερα.
Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν και αυτοί που τον επιβουλεύονται και θέλουν να χωρίσουν τον Ελληνισμό από την Ορθοδοξία, γιατί θέλουν να διώξουν τον Χριστό από την Πατρίδα μας. Και το ακόμη χειρότερο, να επαναφέρουν την αθεΐα ή την αρχαία ειδωλολατρική θρησκεία με τους ψευδείς Ολυμπίους θεούς, τις θυσίες και τις τελετές της.
Θέλουν δηλαδή να επαναφέρουν αυτά, από τα οποία ο Χριστός μας ελύτρωσε και αυτά που με αγώνες πολλούς οι Τρεις Ιεράρχαι και το μέγα νέφος των Χριστιανών Μαρτύρων με το αίμα τους εκαθάρισε.
Η Εκκλησία προσέλαβε τον Έλληνα άνθρωπο, τον εβάπτισε, τον εκαθάρισε, τον εφώτισε και τον έκανε Χριστιανό Έλληνα. Τώρα θέλουν τον φωτισμένο Έλληνα να τον ξεβαπτίσουν και να τον υποτάξουν και πάλι στο σκοτάδι της ειδωλολατρείας και της αθεΐας.
Απορεί κανείς για το τόλμημα.
Ο σοφός Blaise Pascal γράφει κάπου ότι ο άνθρωπος (προφανώς ο άπιστος) είναι πρόθυμος να πιστεύση την οιανδήποτε ανοησία εκτός από την προφανή αλήθεια του Ευαγγελίου.
Σε όλους αυτούς που διά των αιώνων προσπάθησαν να γκρεμίσουν την Εκκλησία και τον έξ αυτής πηγάσαντα Ελληνορθόδοξο πολιτισμό της λέγει ο άγιος Χρυσότομος: «Η Εκκλησία πολεμουμένη νικά˙ επιβουλευομένη περιγίνεται˙ υβριζομένη λαμπροτέρα καθίσταται˙ δέχεται τραύματα, και ου καταπίπτει υπό των ελκών κλυδωνίζεται, άλλ’ ου καταποντίζεται˙ χειμάζεται, αλλά ναυάγιον ουχ υπομένεί˙ παλαίει, άλλ’ ουχ ηττάται˙ πυκτεύει, άλλ’ ου νικάται» (Ομιλία Β’ προς Ευτρόπιον, Ε.Π.Ε. τ. 33, σελ 110).
Ευχαριστούμε τους Τρεις Ιεράρχας για το πολύτιμο δώρο που μας παρέδωσαν, την αγία Ελληνορθόδοξο Παράδοσί μας. Ζητούμε την ευλογία τους, να μη φάνουμε αχάριστοι στην προσφορά τους, αλλά να την κρατήσουμε, να την αξιοποιήσουμε και να την παραδώσουμε στους μεταγενεστέρους ως πολύτιμο κληρονομιά.
(Πηγή: Ομιλία εκφωνηθείσα εις την εν Αγίω Όρει Αθωνιάδα Σχολήν τη 30η Ιανουαρίου 2001, εορτή των Τριών Ιεραρχών, Περιοδικόν «Ο Όσιος Γρηγόριος», περίοδος β΄, Τεύχος 27ο, Έκδοσις Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Άγιον Όρος 2002, Κύριος Ἰησοῦς Χριστός-Ὑπεραγία Θεοτόκος )
Παιδεία καί ἀγωγή τῶν νέων κατά τούς Τρεῖς Ἱεράρχες,
π. Θεόδωρος Ζήσης ( ομότιμος καθηγητής του Α.Π.Θ., έδρα της Πατρολογίας)
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Σερρών, ποιμενάρχα της ιστορικής Μητροπόλεως των Σερρών, σεβαστοί πατέρες, κυρίες και κύριοι, τα τελευταία χρόνια στις εορτές των Αγίων Τριών Μεγάλων Ιεραρχών, Οικουμενικών Διδασκάλων και προστατών της Παιδείας μας, συνειδητά προβληματιζόμαστε όλοι και ανησυχούμε για την πορεία, στην οποία βρίσκεται η Παιδεία διεθνώς, αλλά ιδιαίτερα στην χώρα μας, η οποία έχει χιλιετιών παράδοση παιδείας και προσφοράς πολιτιστικής.
Ο αποχωρήσας 20ος αιών, με τον οποίον έκλεισε η δεύτερη χιλιετία, θεωρείται ως αποκορύφωση της προσπάθειας, που άρχισε ο Δυτικός πολιτισμός και εφήρμοσε επί τρεις αιώνες, να έρθει σε πλήρη ρήξη με το παρελθόν, ν’ απορρίψει σχεδόν στο σύνολό της την πολιτιστική κι εκπαιδευτική παράδοση της ελληνοχριστιανικής αρχαιότητος, της προχριστιανικής και της χριστιανικής, να αποδεσμευτεί από την ιστορική μνήμη, από δοκιμασμένες και καθιερωμένες αξίες και πεποιθήσεις και να στηρίξει το μέλλον της ανθρωπότητος στη γνώση και στην επιστήμη. Ιδιαίτερα στην προσπάθεια αυτή επλήγησαν οι θρησκευτικές και ηθικές αξίες, που συνδέονται άμεσα μεταξύ τους αφού ουσιαστικά χωρίς Θεό, νομοθέτη και ρυθμιστή της ηθικής συμπεριφοράς, όλα επιτρέπονται και όλα μεταβάλλονται ανάλογα με τις χρησιμοθηρικές και ευδαιμονιστικές απόψεις της κάθε εποχής. Η μικρή αθεϊστική ομάδα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων μαζί με τους σοφιστές, που σχετικοποιούν τις αξίες, έγιναν το πρότυπο των νέων σοφών και επιστημόνων. Το μεγάλο όμως και κυρίαρχο αίτημα της εθνικής παιδευτικής παραδόσεως του Σωκράτη, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Πυθαγόρα, του Πλουτάρχου, του Πλωτίνου και στη συνέχεια των μεγάλων Αγίων και Πατέρων της Εκκλησίας μας, που το εσυνέχισαν και το επλούτισαν, αγνοήθηκε και συκοφαντήθηκε γιατί δεν ταίριαζε στο νέο πολιτιστικό δρόμο και όραμα.
Διαπνεόταν αυτή η παράδοση των ευσεβών φιλοσόφων και των Αγίων Πατέρων από ισχυρή μεταφυσική πνοή, από θεοσέβεια, και προέβαλε, μαζί με τη γνώση, την αναγκαιότητα της αρετής και την αποφυγή της κακίας. Όλος ο πνευματικός βίος της αρχαίας Ελλάδας και του Βυζαντίου σφραγίζεται από την ευσέβεια και την αρετή, όπως αυτό αποτυπώνεται ακόμα και στις αρχαίες τραγωδίες, στην καθημερινή ζωή, στα μνημεία που σώθηκαν, τον Παρθενώνα και την Αγιά Σοφιά, πολύ περισσότερο βέβαια στο πλήθος των Αγίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, οι οποίοι ουσιαστικά πραγματοποίησαν το ιδανικό του «φιλοσόφου βίου». Επί δυόμισι και πλέον χιλιάδες χρόνια η ανθρωπότητα πορεύτηκε εξισορροπητικά και πολιτισμένα. Δεν έλειψαν βέβαια οι σκοτεινές πλευρές και οι παρεκκλίσεις, οι αδικίες και οι ανισότητες, οι πόλεμοι και οι συγκρούσεις, οι διωγμοί και οι κατατρεγμοί και φαινόμενα παρακμής, και ηθικής ακόμη. Υπήρχε όμως πάντοτε η δυνατότητα και η θέληση, ακόμα και μέσα σ’ αυτά, να καθρεφτίζεται η ανθρωπότητα στον καθρέπτη των ηθικών και πνευματικών αξιών και να βλέπει το παραμορφωμένο της πρόσωπο, να φιλοσοφεί, να στοχάζεται για το πρέπον και το δέον, να αξιολογεί και να εκτιμά και να προσπαθεί να βελτιωθεί πνευματικά.
Αυτός ο κόσμος όμως των δυόμισι χιλιάδων ετών της κοινής ελληνοχριστιανικής παιδευτικής παραδόσεως από τον 18ο αιώνα, τον περίφημο αιώνα του Διαφωτισμού, αποτελεί παρελθόν για τον Δυτικό πολιτισμό, μέσα στον οποίον, δυστυχώς, έχουμε ενταχθεί κι εμείς και πηγαίνουμε πιο βαθιά. Δεν υπάρχει πλέον ο καθρέπτης της ανθρωπιστικής, της ελληνοχριστιανικής παιδείας, η ευσέβεια και η αρετή είναι συκοφαντημένες και άχρηστες, δεν είναι πλέον αξίες αλλά είναι απαξίες. Ο σκοπός της παιδείας δεν είναι διπλός, η καλλιέργεια δηλαδή της επιστήμης αλλά και της αρετής, η μέσω της γνώσης μορφοποίηση-μεταμόρφωση του ανθρώπου εις καλόν καγαθόν, αλλά η αποοικειοποίηση της γνώσης και της επιστήμης, η εκτροπή της παιδείας σε εμπορικό και οικονομικό μέγεθος, που θα εξασφαλίζει επαγγελματικά και οικονομικά οφέλη, η μετατροπή των μαθητών από πρόσωπα με ποικίλες πτυχές σε εγκεφάλους, σε computers, σε μηχανές που απομνημονεύουν και παράγουν. Αυτή η περίφημη σκοποθεσία της παιδείας απασχολεί ως και άλλους και την ελληνική πραγματικότητα, αφού και από το Σύνταγμα και τους σχετικούς νόμους προσπαθούν οι σοφοί μεταρρυθμιστές να απαλείψουν οτιδήποτε έχει σχέση με θρησκευτική και ηθική αγωγή των ελληνοπαίδων και να εισαγάγουν το Δυτικό μοντέλο της παιδείας.
Για το Δυτικό αυτό μοντέλο της παιδείας έγραφε παλαιότερα πολύ χαρακτηριστικά ο Φώτης Κόντογλου, συγκλονιστικά:
«Οι ψυχές των νέων είναι ρημαγμένες από τα άγρια ένστικτα, που τα ανεβάσανε στην επιφάνεια από τα σκοτεινά τάρταρα της ανθρώπινης φύσης, κάποιοι εχθροί του ανθρώπου, κάποιοι πνευματικοί ανθρωποφάγοι, που ανάμεσα τους πρωτοστατεί ένας τρελός λύκος λεγόμενος Νίτσε, μια μούμια σαν παλιόγρια λεγόμενος Βολταίρος, κάποιος ζοχαδιακός Φρόυντ, κι ένα πλήθος από τέτοια όρνια και κοράκια και νυχτερίδες. Όσοι τους θαυμάζανε, ας καμαρώσουνε σήμερα τα φαρμακερά μανιτάρια που φυτρώσανε μέσα στις καρδιές και στις ψυχές της γαγγραινιασμένης ανθρωπότητος.»
Εν όψει λοιπόν αυτού του Δυτικού μοντέλου, του οποίου η καρποφορία είναι πλέον εμφανής στη συμπεριφορά των νέων μας, αρχίζουμε όλοι και προβληματιζόμαστε.
Πού οφείλεται άραγε αυτή η απαξίωση κι αυτή η παιδευτική παρακμή; Δεν είναι δύσκολο να δώσει κανένας την απάντηση. Οφείλεται στο πνευματικό κενό που δημιούργησαν οι κρατούντες και οι σχεδιάζοντες διεθνώς για να μεταβάλλουν τους ανθρώπους σε καταναλωτικές μηχανές, ώστε να αυξάνουν τα κέρδη τους από τον υπερκαταναλωτισμό και την ηδονοφιλία. Και τότε αυτό είναι αιτία χειρότερη, καινούρια κατάσταση· ξεφύγαμε από τον Διαφωτισμό και περάσαμε πλέον στον υλισμό και στη σαρκολατρεία και στην εμπορευματοποίηση της παιδείας. Αποθεώνουν συστηματικά το σεξ, τη σαρκική ηδονή, προβάλουν τις μοιχείες και τις πορνείες, τις διαλυμένες οικογένειες, τα διαζύγια, τις εξωγαμικές ελεύθερες συμβιώσεις, την ομοφυλοφιλία, τα γλέντια και τις διασκεδάσεις, τα πανάκριβα ενδύματα, τα είδη καλλωπισμού, διαλύουν την Παιδεία και τα σχολεία με τον μαθητικό και φοιτητικό συνδικαλισμό.
Ως πρότυπα για τους νέους δεν είναι πλέον οι ηθικοί και ενάρετοι άνθρωποι αλλά οι κακοπληρωμένοι ηθοποιοί, τραγουδιστές, δημοσιογράφοι, ποδοσφαιριστές, τεχνοκράτες. Οι λέξεις αρετή, τιμιότης, σεβασμός, υπακοή, υπομονή, σεμνότητα, πειθαρχία, ευνομία, τάξη, κόπος, μάθηση, δικαιοσύνη, εγκράτεια, ολιγάρκεια και πολλές άλλες χάθηκαν από το λεξιλόγιο διδασκόντων και διδασκομένων. Και επειδή αδειάσαμε τις ψυχές των νέων από αξίες και τις γεμίσαμε με υλικά σκουπίδια και απόβλητα, με το σεξ, την καλοπέραση και τη βία, αγρίεψαν τώρα· δεν υπάρχουν πνευματικά αντισώματα, ηθικές αναστολές αλλά και ελπίδες. Δεν έμαθαν να υπομένουν, να εγκρατεύονται, να ζουν με ολιγάρκεια και λιτότητα αν χρειαστεί, όπως έζησαν τόσες γενιές προηγουμένως. Ατίθασοι και ανυπάκουοι επαναστατούν και καταστρέφουν χωρίς η διαλυμένη και συκοφαντημένη οικογένεια και το αλλοπρόσαλλο σχολείο, που έχει χάσει τον προσανατολισμό του, να μπορούν να βοηθήσουν. Χωρίς την εξημερωτική δύναμη του Ευαγγελίου αγριεύουν οι ψυχές των ανθρώπων.
Παλαιότερα βάρβαροι και άγριοι λαοί δέχθηκαν το Ευαγγέλιο και εξημερώθηκαν· τώρα εξορίζουμε το Ευαγγέλιο, υποβιβάζουμε και καταργούμε από τα σχολεία τον κατηχητικό, βιωματικό, εξημερωτικό, ανθρωποπλαστικό χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών και αφήνουμε να φουντώνουν τα πάθη και οι κακίες στις ψυχές των νέων ανθρώπων. Οδηγούμε τον κόσμο σε παλινβαρβάρωση. Το Ευαγγέλιο ενοχλεί όσους ζουν στο σκότος, όσους θέλουν να διαπράττουν πονηρά έργα. «Το φως ελύληθεν εις τον κόσμον και ηγάπησαν οι άνθρωποι μάλλον το σκότος ή το φως, ην γαρ πονηρά αυτών τα έργα» (Ιωάν., 3, 19). Η προ Χριστού ανθρωπότης εγκαταλείψασα τον αληθή Θεό, όπως τον εγκαταλείπουμε κι εμείς τώρα, παλινβαρβάρωση, και προσκολληθείσα στα άψυχα και ανόητα είδωλα παραδόθηκε σε πάθη ατιμίας, που εξευτέλισαν την αξία του ανθρώπου, όπως διαπιστώνει ο Απόστολος Παύλος,«φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν και ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών. Διό και παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εν ταις επιθυμίαις των καρδιών αυτών εις ακαθαρσίαν του ατιμάζεσθαι τα σώματα αυτών εν αυτοίς» (Ρωμ., 1, 22-24) και αυτή την εικόνα τη ζούμε και τώρα· έχουμε παραδοθεί σε πάθη ατιμίας. Η περιγραφή των μακράν του Θεού ανθρώπου περιγράφει και την ευθύνη όσων εκδιώκουν τον Θεό από την Παιδεία και την κοινωνία, και φωτογραφίζει την σημερινή κατάσταση όπως την κατήντησαν οι θεομάχοι και οι εκκλησιομάχοι, πολιτικοί και άλλοι ηγέτες χωρίς Θεό. Και οι άνθρωποι πλέον είναι, όπως λέει κι ο Απόστολος Παύλος, «πεπληρωμένοι πάσης αδικίας, πορνείας, πονηρίας, πλεονεξίας, κακίας, μεστοί φθόνου, φόνου, έριδος, δόλου, κακοηθείας, ψιθυρισταί, καταλάλοι, θεοστυγείς, υβρισταί, υπερήφανοι, αλαζόνες, εφευρεταί κακών, γονεύσιν απειθείς, ασύνετοι, άστοργοι, άσπονδοι, ανελεήμονες» (Ρωμ., 1, 29-31).
Ίσως αυτή η εικόνα, την οποία με εισαγωγικά εδώ σας παρουσίασα, να θεωρείται υπερβολικά απαισιόδοξη για την Παιδεία μας, αλλά δεν παρουσιάζει όλο το σκοτάδι και όλο τον γνόφο αυτής της καταστάσεως. Να κάνετε λίγη υπομονή για μερικά λεπτά ακόμη πριν μπω στο να σας παρουσιάσω τα μεγάλα πρότυπα των Αγίων Ιεραρχών για τη διδασκαλία τους, να σας ενημερώσω από σύγχρονες φωνές που διατραγωδούν σε ποια κατάσταση είναι η Παιδεία μας.
Γιατί αν δεν συνειδητοποιήσουμε πού βρίσκεται σήμερα η Παιδεία μας κι αν δεν φροντίσουμε ν’ αλλάξει αυτή η εικόνα, τι νόημα έχει κάθε χρόνο τυπικά να γιορτάζουμε την εορτή των Τριών Αγίων Ιεραρχών; Ήρθε στα χέρια μου από βιβλιοπωλεία αυτές τις ημέρες ένα βιβλίο ενός εκπαιδευτικού, νομίζω είναι φιλόλογος, ο Γιάννης Τσέντος, με θέμα «Η Παιδεία σε κρίση», εκδόσεις Τήνος, «σκέψεις πάνω στα αδιέξοδα του σημερινού σχολείου». Σας διαβάζω μόνον δύο παραγράφους από το βιβλίο αυτό. Λέει λοιπόν εδώ ο καλός αυτός εκπαιδευτικός και ο αγωνιών:
«Μία από τις σημαντικότερες αλήθειες είναι ότι τα αδιέξοδα της παιδείας είναι περισσότερο από οπουδήποτε αλλού ορατά στην εικόνα των σημερινών μαθητών. Όχι τα προβλήματα ότι ξεκινούν από εκεί, αλλά σίγουρα καταλήγουν, ξεσπούν εκεί. Όλοι μας έχει τύχει να δούμε παρέες ανηλίκων», και ακούστε τώρα, εγώ τρόμαξα, αλλά μετά κατοχυρώνοντας και από αλλού, είδα ότι έχει δίκιο, έχουμε δει «παρέες ανηλίκων, που λίγο απέχουν από συμμορίες αλητών.»
Και παρακάτω «αλλά θα διερωτάσθε, τι είναι άραγε αυτό που κάνει κάποια παιδιά σήμερα ακόμη και κατ’ αρχήν αξιαγάπητα το καθένα ξεχωριστά, να λειτουργούν συχνά μέσα σε μία σχολική τάξη σαν αγέλη λύκων ανθρωποφάγων;». Αλητόπαιδα, αγέλη λύκων ανθρωποφάγων…
Θεώρησα υπερβολική αυτή την διαπίστωση του εκπαιδευτικού, αλλά μετά τον δικαιολόγησα όταν έφτασε στα χέρια μου ένα βιβλίο γραμμένο για τον γέροντα Παΐσιο, ο οποίος γέροντας Παΐσιος έχοντας επαφή με γενιές, γενιές, γενιές νέων ανθρώπων, λέει τα εξής για τη νεολαία μας: ρωτάει, τον ρώτησε κάποιος «αν κάνουν παρατήρηση οι μικροί στους μεγάλους είναι κακό;».
Αυτό είναι το τυπικό της νέας γενιάς, αλλά η Γραφή λέει έλεγξον τον αδελφόν σου, δεν λέει έλεγξον τον πατέρα σου! Οι σημερινοί νέοι έχουν λόγο, έχουν το αντάρτικο, δίχως να το καταλαβαίνουν. Την θεωρούν φυσιολογική αυτήν την συμπεριφορά. Μιλούν με αναίδεια και σου λένε: «Το είπα απλά». Έχουν επηρεασθή από αυτό το πνεύμα του κόσμου το αλήτικο, που δεν σέβεται τίποτε. Δεν υπάρχει σεβασμός στην συμπεριφορά του μικρού προς τον μεγάλο και δεν το καταλαβαίνουν πόσο κακό είναι αυτό. Όταν ο μικρός λέει κατεστημένο τον σεβασμό στον μεγάλο, για να έχει δήθεν προσωπικότητα, τι περιμένεις; Χρειάζεται πολλή προσοχή. Το κοσμικό πνεύμα, το σύγχρονο, λέει: «Μην ακούτε τους γονείς, τους δασκάλους, τους μεγαλυτέρους». Γι’ αυτό τα μικρότερα παιδιά γίνονται χειρότερα τώρα.
Μεγαλύτερη ζημιά παθαίνουν ιδίως εκείνα τα παιδιά που οι γονείς τους δεν καταλαβαίνουν τι κακό τα κάνουν με το να τα θαυμάζουν και να τα θεωρούν σπουδαία, όταν μιλούν με αναίδεια.» Και διηγείται το εξής περιστατικό· έχει πολλά, θα σας πω μόνον αυτό: «Είχαν έρθει στο Καλύβι δυο ξαδελφάκια οκτώ-εννιά χρονών με τον πατέρα τους. Τα πήρα το ένα δεξιά, το άλλο αριστερά. Ήταν εκεί και ένας γνωστός μου ζωγράφος, πολύ καλό παιδί και καλλιτέχνης· σε ένα λεπτό, τακ-τακ, τον ζωγραφίζει τον άλλον. «Διονύση, του λέω, ζωγράφισε τα παιδιά έτσι όπως καθόμαστε μαζί». «Για να δούμε, λέει, αν τα καταφέρω, γιατί κουνιούνται». Έβγαλε μια κόλλα και άρχισε να ζωγραφίζει. Πετιέται το ένα και λέει: «Για να δούμε, βρε βλάκα, τι θα κάνεις!», και να είναι ο κόσμος μπροστά! Ο νέος δεν ταράχτηκε καθόλου. «Αυτά είναι τα σημερινά παιδιά», μου είπε και συνέχισε να ζωγραφίζει. Εμένα μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Και ο πατέρας του σαν να μη συνέβαινε τίποτε! Να λένε έτσι σε άνθρωπο τριάντα χρονών και ο άνθρωπος να κάθεται και να τα ζωγραφίζει και να μη διαμαρτύρεται;». Και παρακάτω διηγείται και πολλά άλλα περιστατικά, που ένας νέος επειδή ο πατέρας του τον σκαμπίλισε, τον πήγε στην αστυνομία.
Και υπάρχει επίσης και το γνωστό, πιστεύω σε πολλούς εδώ στις Σέρρες, διότι ο συγγραφεύς είναι γνωστός, έρχεται συχνά στην πόλη σας, το βιβλίο του Σαράντου Καργάκου, «Ελληνική Παιδεία, ένας νεκρός με μέλλον». Θεωρεί ο Σαράντης Καργάκος ότι η Παιδεία μας ήδη είναι νεκρή. Και σημείωσα απλώς εδώ –έχει πολλά θέματα μέσα, είναι συλλογή ομιλιών και άρθρων του- σημείωσα εδώ ένα σύμπτωμα, μία αρρώστια της σημερινής αγωγής προς τους νέους, την οποία επικρίνουν και οι Τρεις Ιεράρχαι. Λέει εδώ: «θα πρέπει η Παιδεία να μη γίνει εξάρτημα ή παράρτημα των κομμάτων, αλλά δυστυχώς αυτό έγινε· και το σχολείο πέθανε. Τον υπερπατριώτη ποιητή αντικατέστησε ο κομματικός ινστρούχτορας καθηγητής. Η παιδοκολακεία»,παιδοκολακεία, να κολακεύουμε τα παιδιά, όλα για τα παιδιά, «η παιδοκολακεία ακόνισε το ήθος της Ελληνικής Παιδείας. Επί τέσσερις παρά κάτι δεκαετίες η μαθητική και φοιτητική νεολαία θυμιατίζεται και λιβανίζεται σαν τον νεκρό πριν μπει στον τάφο». Τους θυμιατίζουμε, τους κάνουμε τα χατίρια, τους θυμιατίζουμε για να μπουν στον τάφο.
Ένα θαυμάσιο άλλο νεανικό περιοδικό, το οποίο εκδίδει ο γνωστός συγγραφεύς νεανικών βιβλίων, ο Κώστας Παπαδημητρακόπουλος, λέει στο τέλος, έχει μια στατιστική: στους δέκα εφήβους, επισκέπτονται πορνογραφικές ιστοσελίδες δύο στους δέκα εφήβους· επισκέπτονται πορνογραφικές ιστοσελίδες οι δύο από τους δέκα, ενώ είκοσι τέσσερις έφηβοι ως τώρα επιχείρησαν να βάλουν τέρμα στη ζωή τους μέσω του διαδικτύου κατά την τελευταία τριετία. Αυτά, μεταξύ άλλων, αναφέρθηκαν στην ημερίδα που διοργάνωσε ο Δήμος Αμαρουσίου με θέμα «Φροντίδα των παιδιών και ασφαλής πλοήγηση στο διαδίκτυο». Ο ίδιος, ο Παπαδημητρακόπουλος, αναφερόμενος στο σχεδιασμό για την ταφή του σχολείου και της Παιδείας μας λέει τα εξής γι’ αυτούς, οι οποίοι τα σχεδιάζουν όλα αυτά. Ο Παπαδημητρακόπουλος, ενημερωτικά για όσους δεν ξέρουν, έχει γράψει τα καλύτερα νεανικά βιβλία στη σειρά «Φωτοδότες», μία έξοχη σειρά για νέους ανθρώπους, που πρέπει όλες οι βιβλιοθήκες και όλα τα σπίτια να τα έχουν. Έχω εδώ μπροστά μου ένα από τα βιβλία του, «Η παγκοσμιοποίηση και οι νέοι». Λέει λοιπόν:
«Τι προσπαθούν να κάνουν; Τι απαιτείται; Η χειραγώγηση και ο έλεγχος της νεολαίας· ο αποπροσανατολισμός, η αποπροσωποποίηση, η αποχαύνωσή της προκειμένου να γίνει αυτή μαλθακή και άνευρη. Πώς να το πούμε; Κάτι σαν πτώμα. Πεθαίνει η παιδεία, πτώματα και οι νέοι. Ναι, μια νεολαία που παραπαίει, μια νεολαία που χάνεται στα ναρκωτικά με τη διαφθορά, μια νεολαία χωρίς προσανατολισμούς ανώτερους, ιδανικά και αξίες, είναι εξαιρετικά ευάλωτη. Μπορούν πλέον να περάσουν σ’ αυτή και το αύριο του κόσμου οτιδήποτε. Και μάλιστα χωρίς αντίσταση, δίχως εμπόδια και δίχως τριγμούς.»
Και ένα μόνον από τα σκοτεινά σημεία σας αναφέρω.
Ένας άλλος, επίσης πνευματικός άνθρωπος, που εκδίδει το περιοδικό «Χριστιανική Βιβλιογραφία», ο Στυλιανός Λαγουρός, δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Τα βιβλία του Γυμνασίου προπαγανδίζουν την πορνεία και αθωώνουν την παιδεραστία», και λέει τα εξής, ότι η εφημερίδα «Απογευματινή» στις 10 Ιουνίου το 2007, έγραψε τον εξής εντυπωσιακό τίτλο για τα πορνοβιβλία του Υπουργείου Παιδείας· ο δημοσιογράφος το λέει «πορνοβιβλία». Ο τίτλος, «Κορίτσια, γίνετε εταίρες να τα ‘κονομάτε!…». «Υπάρχει στο βιβλίο αυτό», το οποίο καταγγέλλεται, «ειδικό κεφάλαιο αφιερωμένο στις εταίρες της αρχαιότητος.
Ανθολογείται ο ποιητής Αλέξις της Μέσης Κωμωδίας, που έζησε λίγο μετά τον Μέγα Αλέξανδρο. Και να επί λέξει το μεταφρασμένο στα νεοελληνικά ποίημα του Αλέξιδος», το οποίο διδάσκεται στους μαθητάς:
«Κατ’ αρχάς ένα και μόνο ενδιαφέρει τις εταίρες. Να κερδίζουν και να λεηλατούν όσους τις πλησιάζουν. Κι όταν κάποτε πλουτίσουν, στρατολογούν νέες εταίρες πρωτόβγαλτες στο επάγγελμα…»
Ακολούθως ο Αλέξις μάς περιγράφει πώς «οι πορνοβοσκοί», λέει, επιτρέψτε μου, «(νεοελληνιστί νταβατζήδες) επεξεργάζονται τις εταίρες για να έχουν επιτυχία:
«Είναι κάποια ψηλή; Φοράει σανδάλι», τα λέει κι ο αρχαίος ποιητής αυτά, «φοράει σανδάλι με σόλα λεπτή και κυκλοφορεί με το κεφάλι γερμένο στον ώμο. Αυτό αφαιρεί ύψος Δεν έχει κάποια γλουτούς; Τις προσθέτει ραμμένους κάτω απ’ το φόρεμα. Έτσι – όσοι την βλέπουν, εκστασιάζονται με τα οπίσθια της!… Έχει κοιλιά; Διαθέτουν για λόγου της στήθη. Φορώντας τα πρόσθετα και στητά, το φόρεμα καταφέρνει να μην φαίνεται πολύ η κοιλιά της!…»
Και σχολιάζει:
«Αμέσως μετά το κείμενο αυτό υπάρχουν ερωτήσεις για να τις επεξεργαστούν τα παιδιά στο σχολείο. Μία απ’ αυτές τις ερωτήσεις λέει: «Με βάση τις βελτιωτικές επεμβάσεις που αναφέρονται στο κείμενο, να γράψετε τις προδιαγραφές για την εμφάνιση και την συμπεριφορά της ιδεώδους εταίρας!…»
Και ποιο είναι το μήνυμα τώρα στα παιδιά, ιδιαίτερα στις νέες κοπέλες; Να γίνουν ιδεώδεις εταίρες;
«Γίνετε εταίρες να τα ‘κονομάτε και να κυκλοφορείτε με τζιπ στα 21 σας χρόνια.»
Απλώς σας παρουσίασα ορισμένα στοιχεία από αυτή την ζοφερή κατάσταση για να δείτε πού πάει αυτό το δυτικό μοντέλο παιδείας, το οποίο ξέφυγε πλέον από τον Διαφωτισμό και από την αθεΐα και έγινε πλέον ένα ζωώδες μοντέλο παιδείας, ένα υλιστικό, ένα ηδονιστικό μοντέλο παιδείας.
Απέναντι, λοιπόν, σ’ αυτήν την κατάσταση, η οποία έχει αρχίσει και κρούει και τις θύρες μας, και τις θύρες της Ελλάδος, νομίζω πως καλά κάνουμε και καλά θα κάνουμε κάθε χρονιά τη γιορτή των Αγίων Τριών Ιεραρχών να παρουσιάζουμε το πρόσωπο και το έργο τους, να παρουσιάζουμε τις δικές τους απόψεις για την Παιδεία, οι οποίες απόψεις για την Παιδεία των Τριών Ιεραρχών διατυπώθηκαν κι εμφανίστηκαν σ’ έναν κόσμο που παρουσίαζε παρόμοια παρακμή. Ο Ελληνορωμαϊκός κόσμος είχε αρχίσει να παρακμάζει και υπήρχαν και τότε παρόμοια φαινόμενα, την εποχή που ζούσαν οι Τρεις Ιεράρχαι.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στο γνωστό του έργο «Περί κενοδοξίας και ανατροφής των τέκνων», μας παρουσιάζει ακριβώς ποια ήταν η παιδευτική κατάσταση των χρόνων του. Είχε αρχίσει ο εκχριστιανισμός, είχε προχωρήσει ο εκχριστιανισμός αλλά εξακολουθούσε η παλαιά παιδευτική αντίληψη, η ρωμαϊκή, η διαφθορά εξακολουθούσε να υπάρχει ακόμη και μέσα στη χριστιανική κοινωνία, ενώ βέβαια ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ακόμη εξακολουθούσε να είναι ειδωλολάτρες. Μας λέει, λοιπόν, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στο έργο αυτό ότι τρία στοιχεία κυριαρχούσαν στη νοοτροπία την κοινωνική της εποχής εκείνης. Κυριαρχούσαν τρεις έρωτες· κυριαρχούσε ο έρωτας της δόξας, κυριαρχούσε ο έρωτας των χρημάτων και κυριαρχούσε και ο έρωτας του σεξ.
Είναι μία εικόνα της σημερινής παρακμιακής εποχής, όπως την περιγράφει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος για την δική του παρακμιακή εποχή. Όταν λέει, οι γονείς θέλουν να παροτρύνουν τα παιδιά τους για να σπουδάσουν και να μάθουν γράμματα, δεν τους λένε πρέπει να γίνεις καλός άνθρωπος, να έχεις αγιότητα, να έχεις αρετή, να γίνεις καλός, να γίνεις αγαθός, αλλά του λένε, πρέπει να τελειώσεις το σχολείο, να πάρεις δίπλωμα, να πάρεις μια καλή θέση, να παντρευτείς, να πάρεις μια πλούσια νύφη, να έχεις χρήματα να διασκεδάζεις, να γίνεις υπουργός, να πας κοντά στο βασιλιά… Και το χειρότερο, λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, εκτός του ότι υποθάλπτουν έτσι την τάση προς την δόξα και την τάση προς τον πλούτο, το χειρότερο είναι ότι τα έσπρωχναν τότε τα παιδιά και τα σπρώχνουν και τώρα, ακόμη και στο σεξ. Και λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αγανακτισμένος για την τότε κατάσταση, και πρέπει κι εμείς επιτέλους να αγανακτήσουμε· το αναφέρω αυτό, διότι κατόρθωσαν τότε οι Τρεις Ιεράρχαι και όλοι οι άλλοι Πατέρες της Εκκλησίας αυτόν τον παρηκμασμένο κόσμο να τον αλλάξουν και να εμφανιστούν άγιοι, όσιοι, αγνοί, νέοι.
Το Βυζάντιο, η Ρωμιοσύνη μας, είναι γεμάτο από αρετή κι από αγιότητα, από αγγελικές μορφές· μέχρι και πριν από σαράντα-πενήντα χρόνια υπήρχε αγνότης στα ήθη και στη συμπεριφορά. Κι έφθασαν σαράντα χρόνια να μας καταστρέψουν αυτόν τον κόσμο, τον οποίον έπλασαν και δημιούργησαν οι Τρεις Ιεράρχες. Λέει λοιπόν ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «ουδαμόθεν την διαστροφήν γίνεσθαι των τέκνων, αλλ’ εκ της περί τα βιωτικά μανίας»· από τίποτε άλλο δεν διαστρέφονται τα παιδιά, παρά από την μανία για τα βιοτικά, που τα βάζουμε από την παιδική τους ηλικία. Και μέσα, λέει, σ’ αυτήν την κατάσταση εκεί, της παρακμής της ηθικής και πνευματικής του αρχαίου ελληνορωμαϊκού κόσμου, μέσα σ’ αυτήν την πνευματική σύγχυση, την οποία ζούμε τώρα και στις μέρες μας, επανερχόμαστε στην βαρβαρότητα, δεν υπήρχε τίποτα σαφές. Και δέστε πώς φωτογραφίζει τη δική μας την εποχή: ούτε τα δικαστήρια ούτε οι νόμοι ούτε τα σχολεία μπορούσαν να βοηθήσουν. Τους δικαστάς τους διέφθειραν με χρήματα οι πλούσιοι και κάποιοι άλλοι, οι δε δάσκαλοι ενδιαφέρονταν μόνο για το μισθό τους, για την αμοιβή τους. «Ουδέν όφελος δικαστηρίων, ουδέ νόμων, ουδέ παιδαγωγών, ου πατέρων, ουκ ακοκλούθων, ου διδασκάλων· τους μεν γαρ ίσχυσαν διαφθείραι χρήμασιν, οι δε (διδάσκαλοι) όπως αυτοίς μισθός γένοιτο μόνον ορώσι», βλέπουν πώς θα πάρουν το μισθό τους. Και φωνάζει, «Τούτο εστι, ο την οικουμένην ανατρέπει πάσαν», αυτό ανατρέπει όλη την οικουμένη, ότι «των οικείων αμελούμεν παίδων», αμελούμε τα παιδιά μας, «και των μεν κτημάτων αυτών επιμελούμεθα της δε ψυχής αυτών καταφρονούμεν».
Με αυτήν λοιπόν την παρουσία των Αγίων Τριών Ιεραρχών, των μεγάλων αυτών διδασκάλων, θα χρειαζόταν κανένας πολλές ώρες για να παρουσιάσει το παιδευτικό έργο, και στη ζωή τους και στο έργο τους, των Τριών Αγίων Μεγάλων Ιεραρχών. Και για να φράξουν τα στόματα, να φραγούν τα στόματα, αυτών οι οποίοι τολμούν και υποβιβάζουν τους Τρεις Αγίους ως προστάτας της Παιδείας και αρχίζουν σιγά-σιγά με την εορτή των Τριών Ιεραρχών ως προστατών της Παιδείας, να την υποβαθμίζουν, αλλά ακόμη κι από καθαρά κοσμική άποψη, από καθαρά κοσμικής παιδείας δεν υπάρχουν ανάλογα πρότυπα μορφωμένων ανθρώπων και παιδαγωγών σαν τους Τρεις Ιεράρχες.
Σε έρευνες που έχουνε γίνει από σύγχρονους ερευνητάς γνωρίζετε ότι οι Τρεις Ιεράρχες στην εποχή τους ήταν περισσότερο μορφωμένοι, περισσότερο αρχαιομαθείς, είχαν σπουδάσει του κόσμου τις επιστήμες και κανένας δεν μπορούσε να συγκριθεί και να παραβληθεί με την εποχή τους. Και μια και ο λόγος το φέρνει εδώ, να σας πω π.χ., το έχω σημειώσει κάπου εδώ, ότι ο Μέγας Βασίλειος διατηρούσε αλληλογραφία με το γνωστό ρήτορα της αρχαιότητος τον Λιβάνιο, τον οποίον είχε περί πολλού ο αυτοκράτωρ ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, ο οποίος επεδίωκε να καταργήσει, να χτυπήσει τον χριστιανισμό για να επαναφέρει την ειδωλολατρία.
Είδωλο της ελληνικής παιδείας της ειδωλολατρικής ο ρήτωρ Λιβάνιος, καλοπληρωμένος· τον έπαιρναν από πόλη σε πόλη με χρυσούς μισθούς για να διδάσκει ρητορική και φιλολογία. Μαθηταί του Λιβανίου ήταν και οι Τρεις Ιεράρχαι. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στα γεράματά του, οι δύο που ήταν μεγαλύτεροι ο Μέγας Βασίλειος και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος σε νεότερη ηλικία, στην Αντιόχεια και στην Κωνσταντινούπολη. Γνωρίζετε όλοι σας ότι όταν ερωτήθηκε ο Λιβάνιος, ποιον θα επιθυμούσε ν’ αφήσει διάδοχο, απήντησε «Ιωάννην ή μη αυτόν οι χριστιανοί εσύλησαν» · ήθελα ν’ αφήσω ως διάδοχό μου τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο αν δεν ήταν Χριστιανός, αν δεν τον είχαν κερδίσει οι χριστιανοί. Κι έχω εδώ, θα σας το πω όμως περιληπτικά, έχω εδώ ένα κείμενο αλληλογραφίας ανάμεσα στο Λιβάνιο και στον Μέγα Βασίλειο.
Έστειλε ο Μέγας Βασίλειος στο Λιβάνιο μία επιστολή στέλνοντάς του κάποιον γνώριμό του από την Καππαδοκία· και του γράφει του Λιβανίου: «Ιδού πέμπω σοι και έτερον Καππαδόκην», του έστελνε συχνά Καππαδόκες ο Μέγας Βασίλειος του Λιβανίου. Όταν λοιπόν πήρε την επιστολή του Μεγάλου Βασιλείου ο Λιβάνιος, του λέει στην αρχή, μου αρέσει αυτό που διαρκώς μου λες, ιδού πέμπω σοι και έτερον Καππαδόκην, και μου στέλνεις πολλούς μαθητάς Καππαδόκες. Αλλά αυτό που έπαθα με την επιστολή σου, λέει, θα σου το διηγηθώ· το διηγείται στην επιστολή του. Όταν, λέει, διάβασα την επιστολή σου, μια ολιγόλογο, λιτή, ακριβολόγο επιστολή -λιτός λόγος, αρχαιοελληνικός- γέλασα, χάρηκα, ευφράνθηκα για το πόσο καλός μαθητής μου είσαι. Και με είδαν, λέει, όσοι ήταν εκεί αξιωματούχοι και με ρώτησαν, γιατί γελάς; Γελάω, λέει, αλλά συγχρόνως και λυπάμαι. Γελάω διότι έχω έναν τόσο καλό μαθητή και λυπούμαι διότι «νενικήμεθα», γιατί νικηθήκαμε. Από ποιον νικήθηκες, του είπαν οι εκεί παριστάντες. Νικηθήκαμε απ’ τον χριστιανό τον Βασίλειο.
Και γνωρίζετε όλοι σας το παίγνιο που αντηλλάγη μεταξύ του Μεγάλου Βασιλείου και του Ιουλιανού του Παραβάτου. Ορισμένοι ερευνηταί αμφισβητούν τη γνησιότητα της επιστολής ανάμεσα στον Μέγα Βασίλειο και στον Λιβάνιο, αλλά αυτό είναι δείγμα πάντως αυτού του πνεύματος. Έγραψε ο Μέγας Βασίλειος στον Λιβάνιο μία επιστολή, τη διάβασε ο Λιβάνιος και είπε «ανέγνων, έγνων, κατέγνων», την διάβασα, την κατάλαβα και την καταδίκασα. Τον απαντάει, -δέστε εδώ αριστομάθεια, την οποίαν την καταργήσαμε- ο Μέγας Βασίλειος: «ανέγνως, αλλ’ ουκ έγνως· ει γαρ έγνως, ουκ αν κατέγνως», την διάβασες αλλά δεν την κατάλαβες· γιατί αν την καταλάβαινες δεν θα την καταδίκαζες.
Δεν θέλω εδώ να σας παρουσιάσω γνώμες συγχρόνων ερευνητών, του Βιλαμόβιτς, του Πίεχ, του Γάλλου, μεγάλων γραμματολόγων, οι οποίοι λένε π.χ. ότι, από την εποχή του Κικέρωνος είχε να ακουστεί ρήτορας σαν τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο· κι ότι επίσης, κανένας δεν μιλούσε και δεν έγραφε όπως έγραφαν αυτοί οι Τρεις Μεγάλοι Ιεράρχες. Επομένως κι από την πλευρά μόνον της καθαρής κλασσικής παιδείας και της ελληνομαθείας, και μόνο για το λόγο αυτό θα έπρεπε να έχουμε προστάτας της Παιδείας τους Τρεις Ιεράρχας. Δεν υπάρχει ανώτερος στη γνώση και στην επιστήμη και στη σοφία, σε σχέση με τους Τρεις Ιεράρχες, ακόμη και οι σύγχρονοί τους, ειδωλολάτρες όλοι. Κι αν βέβαια συνδυαστεί αυτό και με την άλλη τους σοφία, τη χριστιανική πίστη και τη χριστιανική σοφία, οι Άγιοι Ιεράρχες αποτελούν τα πρότυπα του διδασκάλου, του αρίστου διδασκάλου, όπως καθιερώθηκε στην παράδοση του Γένους μας. Στην παράδοση του Γένους και της προχριστιανικής και της χριστιανικής περιόδου ο δάσκαλος πρέπει να διαθέτει γνώσιν αλλά και αρετήν. Σχετικά δε στην δική μας την παράδοση, αλλά και στην αρχαιοελληνική, ο δάσκαλος θα πρέπει όχι μόνο να μιλάει και να διδάσκει αλλά και να πράττει.
Υπάρχουν του κόσμου τα παραθέματα γύρω από το θέμα αυτό. Γι’ αυτό λοιπόν κι από της πλευράς αυτής ότι οι Τρεις Ιεράρχες συνδυάζουν την αρχαιοελληνική γνώση και την χριστιανική παιδεία, χριστιανική πίστη, συνδυάζουν λόγο και έργο, λόγο και πράξη και διδάσκουν με το παράδειγμά τους, με την αγιότητά τους, υπήρχε καλύτερη περίπτωση για να αγορεύσουμε τους Τρεις Ιεράρχας ως προστάτας της Παιδείας;
Σε όσο χρόνο μου απομένει θα προσπαθήσω εδώ να σας παρουσιάσω από το πλήθος των παιδαγωγικών θέσεων, που υπάρχουν στα συγγράμματα των Αγίων Τριών Ιεραρχών, επιλεκτικά, μία, δύο, τρεις, τέσσερις μόνο θέσεις. Μπορεί κανένας να αριθμήσει δεκάδες, μέχρι και εκατοντάδες θέσεων παιδαγωγικών. Έχουν γίνει ερευνητικές προσπάθειες, έχουν αποθησαυριστεί αυτές οι παιδαγωγικές θέσεις των Αγίων Τριών Ιεραρχών σε τόμους. Αλλά εγώ επέλεξα αυτές τις θέσεις για να έχουν σχέση με τη σύγχρονη παιδαγωγική πραγματικότητα. Μας απασχολεί όλους ο προβληματισμός για το σκοπό της Παιδείας· ποιος είναι ο σκοπός της Παιδείας;
Σύμφωνα με τους Αγίους Τρεις Ιεράρχας, που ακολουθούν εν πολλοίς και την αρχαιοελληνική παράδοση, ο σκοπός της Παιδείας είναι η κατόρθωση της αρετής και η αποφυγή της κακίας, όπως και η θεοσέβεια και η ομοίωσις με το Θεό. Είναι εκπληκτικό αλλά ποιος τα διδάσκει όλα αυτά; Να βρίσκει κανένας μέσα σε έργα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, στον Πλάτωνα, να μιλάει για ομοίωση με το Θεό! Να γράφουν οι μεγάλοι μας ποιηταί, οι τραγικοί, να γράφουν οι μεγάλοι μας φιλόσοφοι, ότι χωρίς αρετή δεν είναι νοητή η επιστήμη! Σας υπενθυμίζω το πασίγνωστο που λέει ο Πλάτων, «Πάσα επιστήμη χωριζομένη αρετής, πανουργία ου σοφία φαίνεται». Ο Αριστοτέλης, «Αρετά, πολύμοχθε γένει βροτείω, θήραμα κάλλιστον βίω, σας πέρι, παρθένε, μορφάς και θανείν ζαλωτός εν Ελλάδι πότμος· Αρετή πολύμοχθε, γένει βροτίω, θήραμα κάλλιστον βίω», η καλύτερη κατάκτηση στο βίο είναι η αρετή, και για σένα, παρθένε Αρετή, είναι καλό και να πεθάνει κανένας.
Ο Μέγας Βασίλειος στο γνωστό του έργο «Προς τους νέους όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων» (PG 54, 199-211), διδάσκει εκεί στους νέους της εποχής… ποιος τα διδάσκει σήμερα αυτά; Στα βιβλία μας έχει περάσει η πορνεία κι έχουν περάσει ανοησίες για καφετέριες και τώρα εισάγεται και η σεξουαλική αγωγή. Δεν αφήνουμε τα παιδιά μας στο δρόμο αυτό της μαθήσεως και της σπουδής, να μην έχουν περισπασμούς, όπως λέτε και παλαιοί πολλοί αλλά και σύγχρονοι «φυλακή των αισθήσεων», να μην ενοχλούνται από τις αισθήσεις, να είναι απερίσπαστα τα παιδιά για να διαβάζουν και να μάθουν, όπως κάναμε και εμείς, και οι παλαιότερες γενιές. Εγώ κινηματογράφο είδα στα 22 μου χρόνια· και πολλοί άλλοι γεροντότεροι. Δεν είχαμε οπτικά και ακουστικά ερεθίσματα κι είχαμε αφοσιωθεί στο έργο της αγωγής και της παιδείας, ήσυχοι από ερεθισμούς· και δεν πάθαμε και τίποτε!
Αντίθετα πλουτίσαμε, ανδρωθήκαμε, γεμίσαμε, χορτάσαμε παιδεία και καλλιεργήσαμε τις ψυχές μας και προσφέραμε στην Πατρίδα και στο Γένος. Ο Μέγας Βασίλειος λοιπόν στο έργο του αυτό λέει ότι όλη η ποίησις του Ομήρου και τα έργα του Ησιόδου είναι «αρετής έπαινος». Την αρετή επαινεί και ο Όμηρος και ο Ησίοδος. Κι έχει του κόσμου τα παραδείγματα μέσα στο έργο αυτό, παρουσιάζει ακόμη και από τον Πρόδικο τον μύθο του Ηρακλή, ότι βρέθηκε ο Ηρακλής κάποια φορά σε δίλημμα ποιον δρόμο ν’ ακολουθήσει -τον ξέρουμε όλοι, παλαιά τον ξέραμε- και του παρουσιάζονται εκεί δύο γυναίκες. Από τις οποίες η μία γυναίκα παρίστανε την Αρετή και η άλλη την Κακία. Η γυναίκα που παρίστανε την Κακία ήταν ντυμένη όπως είναι ντυμένες οι πόρνες, αρωματισμένη, με κοσμήματα, με ακριβά φορέματα κλπ, προκλητική και η άλλη που παρίστανε την Αρετή ήταν ισχνή και σεμνά ντυμένη. Και ποια ακολούθησε ο Ηρακλής; Ακολούθησε τη σεμνή, ακολούθησε την Αρετή, δεν ακολούθησε την Κακία· την στενή και τεθλιμμένη οδό του Ευαγγελίου.
Κι επειδή πολύς λόγος γίνεται για τη σεξουαλική αγωγή και την πορνογραφία, δάσκαλοι και καθηγητές συλλαμβάνονται να έχουν και να διακινούν δίκτυα παιδεραστίας, παρουσιάζει ο Μέγας Βασίλειος στο έργο του αυτό τον Μέγα Αλέξανδρο ως πρότυπο εγκρατείας. Όταν ήρθαν μπροστά του, λέει, οι κόρες του Δαρείου, πανέμορφες Ασιάτισσες οι κόρες του Δαρείου, και τις παρουσίασαν μπροστά στον Μέγα Αλέξανδρο, ο Μέγας Αλέξανδρος δεν γύρισε ούτε να τις κοιτάξει. Γιατί λέει η σχετική διήγησις από τον Πλούταρχο –δεν θυμάμαι από αλλού- ότι θα ήταν γι’ αυτόν άτιμο και ανόητο, αυτός που νίκησε τόσους άντρες στις μάχες να ηττηθεί από τις γυναίκες!
Η αρετή λοιπόν, η κατόρθωση της αρετής και η αποφυγή της κακίας είναι ο βασικός στόχος της αρχαιοελληνικής και της χριστιανικής παιδείας. Έχω αποθησαυρίσει εδώ του κόσμου.
Δεύτερο στοιχείο: η παιδική ηλικία και η νεανική είναι δύσκολη ηλικία αλλά είναι ο καταλληλότερος χρόνος για να θεμελιώσει κανένας αρχές και αξίες. Έχει μείνει σε όλους μας αυτό που λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος «δυσκάθεκτος η νεότης και ευόλισθος η νεότης», δύσκολα συγκρατάς την νεότητα είναι ευόλισθος. Αλλά επειδή η νεότης είναι ευόλισθος και δυσκάθεκτος γι’ αυτό «δείται και ισχυροτέρου χαλινού», πρέπει να την χαλιναγωγήσουμε τη νεότητα. Και επικρίνει εδώ ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος –αν ποτέ δημοσιευθεί αυτή η ομιλία θα παραθέσω εδώ καταπληκτικά κείμενα, που δεν έχω χρόνο να σας παρουσιάσω- λέει ότι είναι εγκληματίας ο δάσκαλος, ο οποίος καλοπιάνει και κολακεύει τα παιδιά.
Καλός δάσκαλος είναι εκείνος, ο οποίος είναι αυστηρός στα παιδιά. Κάποια φορά, πριν από πολλά χρόνια, δεν είχα γίνει κληρικός ακόμη, ήμουν ακόμη λαϊκός καθηγητής, πριν από 20-30-40 χρόνια, τότε είχε αρχίσει το ξεθεμέλιωμα αυτής της Παιδείας, βρέθηκα σ’ ένα συνέδριο εκπαιδευτικών, μ’ είχαν καλέσει δάσκαλοι για να μιλήσω. Και έπεσα από τα σύννεφα όταν κάποιος δάσκαλος με ρώτησε και μου είπε: «Πάτερ Θεόδωρε, πρέπει ο δάσκαλος να κρατάει αποστάσεις από τον μαθητή;». Ουδέποτε είχε περάσει στις γενιές των εκπαιδευτικών μας το αντίθετο. Ασφαλώς αγαπάει τους μαθητάς, φροντίζει για τους μαθητάς, αλλά κρατάει κι αποστάσεις, σοβαρότητα, υπευθυνότητα.
Δεν παραλείπουν βέβαια οι Τρεις Ιεράρχες, για να μη τους θεωρήσει κανένας και υπερβολικά σαδιστές, να λένε ότι χρειάζεται αυστηρότης και χρειάζεται και επιβολή τιμωριών· αλλά όχι διαρκής επιβολή τιμωριών, αλλά κάπου κάπου χρειάζεται και άνεσις. Γιατί και οι υπερβολικές τιμωρίες και το υπερβολικό ξύλο μπορεί να κάνουν κακό. Λένε επίσης ότι στην περίοδο αυτή, την παιδική και της νεότητος, είναι ο πιο κατάλληλος χρόνος για να τοποθετήσεις και να εμφυτεύσεις και να ζωγραφίσεις αρχές και αξίες. Οι ψυχές των παιδιών είναι άγραφες· αφού λοιπόν οι ψυχές είναι άγραφες ή είναι σαν ένα χωράφι χέρσο, γιατί ν’ αφήσουμε να φυτρώσουν ζιζάνια κι αγκάθια και κακίες και να μη φροντίσουμε να φυτρώσουν μέσα αρετές και αξίες; Και γιατί μέσα στον άγραφο χάρτη της ψυχής του παιδιού να μη ζωγραφίσουμε την αρετή, να μη ζωγραφίσουμε την αγιότητα;
Είναι καταπληκτικά τα κείμενα των Αγίων Τριών Ιεραρχών που αναφέρονται στους γονείς τους. Κι εδώ κάνω μία μνεία μόνον των παραγόντων της αγωγής, τι σπουδαίο ρόλο παίζει η οικογένεια. Κι επειδή σεβασμιώτατε, έχω την εντύπωση ότι θα επανέλθουμε σε παλινβαρβαρισμό, θα πρέπει αυτά τα κείμενα, αυτές οι αρχές, που λειτούργησαν σε ανάλογες περιπτώσεις να μας γίνουν μαθήματα. Και ο Μέγας Βασίλειος και ο Γρηγόριος Θεολόγος και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τα πρώτα θεμέλια της παιδείας τα πήραν από τους γονείς τους, ιδιαίτερα από τις μητέρες τους. Έχει συγκινητικές αναφορές ο Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος, στα ποιήματά του μέσα, για την μητέρα του τη Νόννα. Ο Μέγας Βασίλειος ότι έργο, λέει, έχω διασώσει μέχρι τώρα, αυτό οφείλεται σε σπέρματα, που μου έβαλε μέσα η μάνα μου η Εμμέλεια και η γιαγιά μου η Μακρίνα· αυτά τα σπέρματα αυξήθηκαν και μεγάλωσαν. Το ίδιο και η μητέρα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Ενθυμούμαστε όλοι μας τον θαυμασμό του Λιβανίου: μια νεαρή κοπέλα σε ηλικία 20 ετών, η Ανθούσα, έμεινε χήρα.
Πόσες γυναίκες σήμερα μένουν χήρες και αφοσιώνονται στην ανατροφή των παιδιών τους, ενός παιδιού; Κάνουν δεύτερο και τρίτο γάμο· και χωρίς να χηρέψουν τώρα, κάνουν διαζύγια και διαλύουν τους γάμους. Θαύμασε αυτή τη γυναίκα, η οποία έμεινε χήρα στα είκοσί της, πλούσια γυναίκα και αφιερώθηκε στην ανατροφή του Χρυσοστόμου. Γι’ αυτό έβγαλε το Χρυσόστομο! Και είπε ο Λιβάνιος, «βαβαί, οίαι παρά χριστιανοίς εισί γυναίκες», δέστε τι γυναίκες έχουν οι χριστιανοί! Μπορούμε σήμερα να το πούμε αυτό για τις χριστιανές γυναίκες, δέστε τι γυναίκες έχουν οι χριστιανοί; Θα αναγκαστούμε λοιπόν, λόγω αυτής της παρακμής της παιδείας μας, της νεοεποχίτικης, της παγκοσμιοποιημένης, θ’ αναγκαστούμε να επιστρέψουμε στον πρώτο παράγοντα, στον παράγοντα της οικογενείας. Και ήδη έχει αρχίσει και στη χώρα μας και προβληματίζει ο θεσμός της «κατ’ οίκον παιδείας». Παιδεία στο σπίτι. Στην Αμερική ήδη γίνεται. Γονείς που ξέρουν γράμματα, δίνεται η δυνατότητα από τις αρχές τις εκπαιδευτικές να μη στέλνουν τα παιδιά τους στα σχολεία· ποια σχολεία; Τα σχολεία με τα πορνοβιβλία; Και να εκπαιδεύουν τα παιδιά τους μέσα στα σπίτια τους. Ήδη υπάρχει εδώ, στην Ελλάδα, στη χώρα μας, εδώ κοντά στη Θεσσαλονίκη, ένας Αμερικανός Ορθόδοξος, ο οποίος με τη γυναίκα του, Ελληνίδα Ορθόδοξη, πήραν κάποια έγκριση, θα σημειωθεί, που μαθαίνουν τα παιδιά τους γράμματα στο σπίτι.
Και θαυμάζει ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, το προβάλλει ως πρότυπον, πώς, λέει, τόλμησαν οι μητέρες των Τριών Αγίων Ιεραρχών, να τους στείλουν στην Αθήνα, στο κέντρο της ειδωλολατρίας και στο κέντρο της ηθικής ασυδοσίας, με κακές παρέες και έκλυτες παρέες, πώς τόλμησαν και έστειλαν τα παιδιά τους σε νεαρή ηλικία στην Αθήνα; Που ήταν κέντρο όχι μόνο της ειδωλολατρίας, κέντρο βέβαια γραμμάτων, φιλοσοφίας, αλλά και κέντρο ηθικής εκλύσεως. Και λέει ο Άγιος Νεκτάριος, τα έστειλαν και τόλμησαν γιατί γνώριζαν ότι οι ίδιες είχαν κάνει σπουδαίο έργο αγωγής.
Δάσκαλος. Λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ότι είναι, οι δάσκαλοι, οι οποίοι δεν προσπαθούν να διδάξουν στα παιδιά την αρετή και την αγιότητα, να μορφοποιήσουν, να διαμορφώσουν, είναι χειρότεροι από εγκληματίες και χειρότεροι από ανδροφόνος. Ο δάσκαλος, λέει, πρέπει και να διδάσκει και να είναι πρότυπο αρετής και αγιότητος. Δεν ωφελεί μόνο η διδασκαλία, πρέπει ο ίδιος να δίνει το σχετικό παράδειγμα.
Και η Εκκλησία. Γνωρίζουμε πόσο αυστηρός είναι και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος για νοσηρά φαινόμενα ακόμη και στο χώρο της Εκκλησίας. Υπάρχουν θαυμάσια κείμενα· δεν μπορώ να σας τα παρουσιάσω εδώ.
Και επίσης το κοινωνικό περιβάλλον, συναναστροφές, η νοοτροπία. Τα παιδιά πλέον, ακόμα κι αν στο σπίτι γίνεται προσπάθεια να διαμορφωθούν, χαλούν έξω· η νοοτροπία η κοινωνική κι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ιδίως, ας μου επιτραπεί η έκφραση, για να μείνει, δεν είναι δική μου, την παίρνω κι εγώ από άλλους μαθητάς: ιδιαίτερα τη νοοτροπία και το περιβάλλον αυτό τη διαμορφώνουν «τα πορνοκάναλα και τα βοθροκάναλα». Είναι φοβερή, απαράδεκτη αυτή η κατάσταση· μία πληγή στο σώμα της κοινωνίας μας. Όποια στιγμή κι αν ανοίξεις στα κανάλια της τηλεοράσεως, ακόμη και στις ειδήσεις, θα δεις γύμνιες και αισχρότητες και πορνείες και μοιχείες. Πώς λοιπόν τα παιδιά αυτά να παραμείνουν έτσι;
Και τελευταίο στοιχείο, και τελειώνω, είναι οι Τρεις Ιεράρχες, το έθιξα ήδη εν μέρει, είναι άριστοι εκφραστές για τις δύο Παιδείες, τις οποίες συνήνωσαν στο πρόσωπό τους. Κι αυτό πρέπει να είναι το ιδανικό της παιδευτικής μας παραδόσεως. Αν θέλουμε ν’ αποφύγουμε την εξαφάνισή μας, την αφομοίωσή μας μέσα στην χοάνη της παγκοσμιοποίησης, πρέπει να ξαναβρούμε τον εαυτό μας, τις αξίες μας, τις ελληνικές και τις χριστιανικές, τις οποίες τις χάσαμε.
Ο Ιουλιανός ο Παραβάτης επιχείρησε να το κάνει αυτό· επιχείρησε να απαγορεύσει στους χριστιανούς διδασκάλους να διδάσκουν στα σχολεία και απηγόρευσε και στους χριστιανούς μαθητάς να παρακολουθούν Έλληνας δασκάλους, ρήτορας, φιλοσόφους, για να καταδικάσει σε αγραμματοσύνη τους χριστιανούς. Κι έρχεται εδώ ο Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος και οι άλλοι και τον κάνουν τον Ιουλιανόν τον Παραβάτην, ιδιαίτερα ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στους δύο στηλιτευτικούς του λόγους εναντίον του Ιουλιανού, επιτρέψτε μου την έκφραση, με τα κρεμμυδάκια! Τι είσαι εσύ; Η γλώσσα είναι δικό σου κτήμα; Θα μας απαγορεύσεις να μαθαίνουμε την ελληνική γλώσσα; «Ελλάς εμή», η Ελλάδα είναι δική μου. «Αττικός συ, αττικοί και ημείς», είσαι συ αττικός, είμαστε αττικοί και ημείς. Και μόνο για την περίπτωση που θα επιτύγχαναν τα μέτρα αυτά του Ιουλιανού, ιδιαίτερα ο Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος έγραψε ποιήματα με μέτρα ιαμβικά και άλλα για να διδάσκονται οι χριστιανοί μαθητές ποίηση αρχαία Ελληνική και τραγωδία γραμμένα από τον Άγιο Γρηγόριο Θεολόγο. Και λέει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος «πάσιν ανωμολογήσθαι τον νουν εχόντων, παίδευσιν είναι το μείζον αγαθών», όλοι ομολογούν ότι η Παιδεία είναι το μεγαλύτερο αγαθό. «Ου μόνον δε ταύτην την ημετέραν», όχι μόνον την δική μας, τη χριστιανική «αλλά και την θύραθεν, ην πολλοί χριστιανοί διαπτύουσιν κακώς ειδότες», όχι μόνο τη δική μας, τη χριστιανική παιδεία, το Ευαγγέλιο, την Αγία Γραφή, έχει τα πρωτεία αυτή, αλλά και τη θύραθεν, την Ελληνική Παιδεία, την οποία μερικοί χριστιανοί την αποφεύγουν κακώς ποιούντες, κακώς ειδότες, είναι σκληροί κι αγράμματοι αυτοί.
Και δεν έκαναν τίποτε οι Τρεις Ιεράρχες στο θέμα της συζεύξεως χριστιανικής και ελληνικής παιδείας, αυτό που έκανε ο Απόστολος Παύλος. Μερικές φορές οι ομιληταί και οι θεολόγοι όταν μιλούν των Τριών Ιεραρχών κάνουν ένα σοβαρό λάθος. Και το σοβαρό λάθος είναι ότι ομιλούντες περί των Αγίων Τριών Ιεραρχὠν, λένε ότι οι Τρεις Ιεράρχαι έκαναν την σύνθεση της Χριστιανικής και της Ελληνικής Παιδείας· είναι λάθος. Δεν έκαναν την σύνθεση, διετήρησαν την σύνθεση και προφύλαξαν την σύνθεση από του χωρισμού, που επιχειρούσε ο Ιουλιανός. Ο Ιουλιανός θέλησε να ξεχωρίσει τη Χριστιανική από την Ελληνική Παιδεία και οι Τρεις Ιεράρχες είπαν, «είναι και δική μας η Ελληνική Παιδεία». Τι έκανε ο Απόστολος Παύλος; Δεν μνημονεύει μέσα στις Επιστολές του και μέσα στις Πράξεις των Αποστόλων, στις δημηγορίες του, χωρία Ελλήνων ποιητών; «του γαρ και γένος εσμέν», «ζητείν αυτόν και εύροιεν και ου μακράν εξ ημών απέχοντος».
Έχουν διαπιστώσει πολλοί ερευνητές ότι μέσα στις Επιστολές του Αποστόλου Παύλου υπάρχουν του κόσμου τα κείμενα από αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Επομένως, η σύζευξη Χριστιανικής και Ελληνικής Παιδείας κι όπως λέει κι ο μεγάλος θεολόγος π. Γεώργιος Φλορόφσκι, ο ελληνισμός είναι ενωμένος στη φύση, μέσα στην κούνια του χριστιανισμού, είναι αδιαίρετη κατηγορία της χριστιανικής σκέψεως. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις χριστιανισμό και ελληνισμό. Κι έχουμε τώρα τους ανοήτους δωδεκαθεϊστάς και ειδωλολάτρες, οι οποίοι προσπαθούν να επαναφέρουν το όραμα και την τακτική του Ιουλιανού του Παραβάτη και του Γεωργίου Πλήθωνος και να πουν ότι, δική μας είναι η Παιδεία και η ειδωλολατρία μαζί· ότι η Ελληνική Παιδεία ταιριάζει με την ειδωλολατρία όχι με τη χριστιανική πίστη.
Αγαπητοί μου, και τελειώνω μ’ αυτό σεβασμιώτατε, ο Ελληνισμός θριάμβευσε και μεγαλούργησε σε δύο περιόδους: τον 4ο π.Χ. αι. όταν κυριάρχησε στη φιλοσοφία η μεταφυσική πνοή του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους και μετά των Πυθαγορείων και θριάμβευσε επίσης ο Ελληνισμός και η Ελληνική Παιδεία στον 4ο μ.Χ. αι., και οι δύο χρυσοί αιώνες. Αλίμονο αν φτάναμε στο σημείο να αποχωρίσουμε τα δύο! Έχουμε αυτή την μεγάλη ευλογία, κουβαλούμε δύο παραδόσεις, να κουβαλούμε τον Παρθενώνα και την Αγιά Σοφιά, να κουβαλούμε τους αρχαίους Έλληνες σοφούς με όσα σημάδια έχουν καλά, αρετής έπαινος, εκτός, λέει ο Μέγας Βασίλειος προς τους νέους, εκτός από τις αναφορές στους θεούς· που κι αυτό βέβαια δείχνει πόσο θεοσεβείς ήσαν οι αρχαίοι Έλληνες. Και το κάνει αυτό ο Μέγας Βασίλειος όχι μόνο γιατί θέλει να παρουσιάσει την σημασία του ενός Θεού, αλλά και γιατί ο βίος και οι αναφορές στην μυθολογία στους θεούς είναι γεμάτα από πολέμους, από έριδες κι από ανηθικότητες. Ο Δίας ο ανώτερος, λέει ο Μέγας Βασίλειος, γύριζε από κρεβάτι σε κρεβάτι στην κάθε θεά. Παίρνουμε λοιπόν τα καλά στοιχεία, τα υγιή από τον αρχαίο Ελληνισμό και μαζί με τον υπέροχο λόγο του Ευαγγελίου, τον άφθαστο λόγο, ο τέλειος λόγος, η τέλεια αποκάλυψη, η τέλεια αλήθεια, υπηρετουμένη και επενδεδυμένη από τον τέλειο λόγο της αρχαίας Ελληνικής σκέψεως.
Αυτοί λοιπόν είναι εν ολίγοις. Νομίζω πως και πάλι λίγο ξέφυγα από αυτά που είχα προγραμματίσει εδώ να σας πω, ας μείνουν όμως σήμερα αυτά κι αν ο Θεός βοηθήσει να καταγραφούν αυτά σ’ ένα γραπτό κείμενο, εκεί θα υπάρχουν και περισσότερες αναφορές.
Ας διδαχθούμε από το έργο των Τριών Ιεραρχών. Μπορεί σήμερα να επανέλθει η Παιδεία μας στη θεοσέβεια και στην αρετή; Μπορούν τα παιδιά μας να πάψουν να είναι ομάδες αλητών και αγέλες λύκων και στα σχολεία μας να διδάσκεται η πορνογραφία; Τα παιδιά μας να είναι, όπως έλεγε ο Άγιος Κοσμάς, γουρουνόπουλα; Στην Τουρκοκρατία, όταν πήγαν τα παιδιά στον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, λέει, «τι τα φέρατε τα παιδιά σας; Αυτά είναι γουρουνόπουλα». Αν δεν ξέρουν τι είναι Θεός, τι είναι αρετή, τι είναι άγιοι, τι είναι Θεός, τι είναι Αγία Τριάδα, αν δεν παν στο σχολείο να μάθουν γράμματα, αυτά είναι γουρουνόπουλα!
Μπροστά λοιπόν σ’ αυτήν την τάση της Παιδείας η μόνη διέξοδος που έχουμε είναι ν’ ακολουθήσουμε τη ζωή και το παράδειγμα και τη διδασκαλία των Αγίων Τριών Ιεραρχών και όσα αυτοί έκαναν στην εποχή τους και επέβαλλαν τους σκοπούς της Παιδείας και εξημέρωσαν την ανθρωπότητα, όχι μόνο την Ελλάδα, εν γένει τους άγριους τους εξημέρωσαν, τους έφεραν στον πολιτισμό· σήμερα δεν κάνουμε τίποτα, υποπροϊόντα. Αν λοιπόν θέλουμε, πρέπει ξανά πίσω, επιστροφή στους Τρεις Ιεράρχες. Και αντίσταση στα θλιβερά και νοσηρά φαινόμενα της σημερινής Παιδείας.
Σας ευχαριστώ.
(Πηγή: Ομιλία στην Αίθουσα Μητροπόλεως Σερρών, 31/01/2010, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου )
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος α’.
Τούς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας τῆς Τρισηλίου θεότητος, τούς τήν οἰκουμένην ἀκτῖσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας, τούς μελιῤῥύτους ποταμούς τῆς σοφίας, τούς τήν κτίσιν πᾶσαν θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας, Βασίλειον τόν μέγαν, καί τόν Θεολόγον Γρηγόριον, σύν τῷ κλεινῷ Ἰωάννη, τῷ τήν γλῶτταν χρυσοῤῥήμονι, πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί, συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν· αὐτοί γάρ τῇ Τριάδι, ὑπέρ ὑμῶν ἀεί πρεσβεύουσιν.
Κοντάκιον Ἦχος β’. Τούς ἀσφαλεῖς.
Τούς Ἱερούς καί θεοφθόγγους Κήρυκας, τήν κορυφήν τῶν Διδασκάλων Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν τῶν ἀγαθῶν σου καί ἀνάπαυσιν· τούς πόνους γάρ ἐκείνων καί τόν κάματον, ἐδέξω ὑπέρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος δοξάζων τούς Ἁγίους σου.
Κάθισμα Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τοὺς μεγάλους φωστῆρας τοὺς φεραυγεῖς, Ἐκκλησίας τοὺς πύργους τοὺς ἀρραγεῖς, συμφώνως αἰνέσωμεν, οἱ τῶν καλῶν ἀπολαύοντες, καὶ τῶν λόγων τούτων, ὁμοῦ καὶ τῆς χάριτος· τὸν σοφὸν Χρυσορρήμονα, καὶ τὸν μέγαν Βασίλειον, σὺν τῷ Γρηγορίῳ, τῷ λαμπρῷ θεολόγῳ· πρὸς οὓς καὶ βοήσωμεν, ἐκ καρδίας κραυγάζοντες· Ἱεράρχαι τρισμέγιστοι, πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν Ἁγίαν μνήμην ὑμῶν.
Ὁ Οἶκος
Τὶς ἱκανὸς τὰ χείλη διᾶραι, καὶ κινῆσαι τὴν γλῶσσαν πρὸς τοὺς πνέοντας πῦρ, δυνάμει Λόγου καὶ Πνεύματος; ὅμως τοσοῦτον εἰπεῖν θαρρήσω, ὅτι πᾶσαν παρῆλθον τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν οἱ τρεῖς, τοῖς πολλοῖς καὶ μεγάλοις χαρίσμασι, καὶ ἐν πράξει καὶ θεωρίᾳ, τοὺς κατ᾿ ἄμφω λαμπροὺς ὑπεράραντες· διὸ μεγίστων δωρεῶν τούτους ἠξίωσας, ὡς πιστούς σου θεράποντας, ὁ μόνος δοξάζων τούς Ἁγίους σου.
Μεγαλυνάριον
Ρήτορες σοφίας θεοειδεῖς, στῦλοι Ἐκκλησίας, οὐρανίων μυσταγωγοί, Βασίλειε πάτερ, Γρηγόριε θεόφρον, καὶ θεῖε Ἰωάννη, κόσμῳ ἐδείχθητε.
Πηγή: Ελλήνων Εκκλησία , Ορθόδοξος Έλληνας Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης , Κύριος Ἰησοῦς Χριστός-Ὑπεραγία Θεοτόκος , Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Ο καλλίνικος Δημήτριος ήταν γέννημα και θρέμμα της Χίου, από το μέρος εκείνο της πόλης που ονομάζεται Παλαιόκαστρο. Ο πατέρας του ονομαζόταν Αποστόλης και η μητέρα Μαρουλού. Ο Δημήτριος και ένας μεγαλύτερος αδελφός του, ο Ζαννής, ξενιτεύτηκαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου ασχολήθηκαν με το εμπόριο της τσόχας. Μετά από καιρό ο Δημήτριος αρραβωνιάστηκε στο Σταυροδρόμι με μια κοπέλα χωρίς τη συγκατάθεση του αδελφού του και των μαστόρων του, και αυτοί θυμωμένοι τον έδιωξαν από κοντά τους. Διωγμένος, μετά από λίγες ημέρες άρχισε και αυτός να στερείται, και θυμήθηκε πως κάτι χρωστούμενα είχε να παίρνει από τον Σεχισελάμ (1). Έτσι πήγε στο σεράι να τα ζητήσει, χωρίς να ξέρει πως ο διάβολος του είχε στημένη παγίδα. Διότι καθώς ήταν νέος, είκοσι ή εικοσιδύο ετών, και όμορφος, και πήγαινε εκεί πρωτύτερα με εμπόρευμα, η κόρη του Σεχισελάμ βλέποντάς τον τόν είχε ερωτευθεί.
Ο Δημήτριος λοιπόν, πήγε χωρίς να ξέρει τίποτε, και εκεί τον δέχτηκε εκείνη με πολλή χαρά. Τον έβαλε να καθίσει, του έφερε καφέ και του είπε:
› Τώρα δεν γλιτώνεις από τα χέρια μου. Ή θα γίνεις Τούρκος, να έρθεις στην πίστη μου, ή θα κοπεί το κεφάλι σου και θα χάσεις τη ζωή σου.
› Τι να κάνω ο δυστυχής; έλεγε αργότερα ο ίδιος.
› Για να μην πάω ανεξομολόγητος, ως αμαρτωλός που ήμουν, υποχώρησα και χωρίς να το θέλω δέχτηκα τη βρομερή τους πίστη.
Ωστόσο το έκανε με πολλή λύπη και έκλαιγε νύκτα και ημέρα όταν έμενε μόνος του. Η θλίψη του όμως γινόταν φανερή και γι’ αυτό τον φύλαγαν με πολλή προσοχή, τάχα ώσπου να συνηθίσει.
Αυτό κράτησε πενήντα εννέα μέρες. Έπειτα ευδόκησε ο Θεός και βρήκε κατάλληλη ευκαιρία τον καιρό του ραμαζανιού, που όλοι ήταν σε βαθύτατο ύπνο, Κάνοντας τον σταυρό του, ρίχτηκε έξω αθόρυβα και γρήγορα, και πηγαίνοντας στο Σταυροδρόμι κρύφτηκε στο σπίτι ενός φίλου Χριστιανού, χύνοντας ποταμούς δακρύων για το μεγάλο κακό που έπαθε. Έπειτα φώναξε εκεί τον πνευματικό του πατέρα και εξομολογήθηκε με θερμά δάκρυα και με κατάνυξη και συντριβή. Εκεί φώναξε και τον αδελφό του και του ζήτησε συγχώρηση για τα περασμένα, χωρίς όμως να του φανερώσει τον σκοπό του μαρτυρίου που είχε λάβει. Έπειτα έγραψε επιστολή στους γονείς του, διηγούμενος όσα του συνέβησαν, ζητώντας τους συγχώρηση και φανερώνοντας σε αυτούς πως έβαλε σκοπό να πάει ενώπιον των τυράννων και να ομολογήσει τον γλυκύτατό του Ιησού Χριστό, τον οποίο αρνήθηκε. Τους ζήτησε μάλιστα να μη λυπηθούν αλλά να χαρούν και να του δώσουν την ευχή τους.
Μια νύχτα, που ήταν η μνήμη του Αγίου Νικολάου, προσευχόμενος κοιμήθηκε και είδε μια γυναίκα ευπρεπέστατη με ένα βρέφος στην αγκαλιά της, μέσα σε μια ωραιότατη πεδιάδα. Μακριά στεκόταν και ένας δήμιος, και η γυναίκα είπε στον Δημήτριο:
› Αν δεν πέσεις στα χέρια αυτού του δημίου, δεν κληρονομείς την εύφορη αυτή πεδιάδα.
Ξύπνησε ο νέος, κατάλαβε ότι είναι θέλημα Θεού να μαρτυρήσει και χάρηκε η ψυχή του και ο πόθος του μεγάλωσε. Τα εξομολογήθηκε αυτά στον πνευματικό του, εκείνος όμως δεν του έδωσε αμέσως την άδεια, αλλά τον συμβούλεψε να ζήσει με νηστεία, προσευχή και μετάνοια.
Με αυτόν τον τρόπο πέρασαν δεκαπέντε μέρες και πάλι ο πνευματικός τού είπε να επιτείνει τους αγώνες του και να ζητά το έλεος του Θεού. Υπάκουσε μετά χαράς ο νέος και αύξησε τις νηστείες, τις αγρυπνίες, τις προσευχές και τα δάκρυα.
Μετά πέντε μέρες, μια νύχτα που ξημέρωνε Κυριακή, στις έντεκα η ώρα, καθώς προσευχόταν στα σκοτεινά επειδή είχε σβηστεί η καντήλα, είδε ένα φως υπερβολικό και άκουσε μια φωνή γλυκύτατη μέσα από το φως να του λέει:
› Χαίροις, μάρτυς του Χριστού Δημήτριε. Έχε θάρρος, διότι με τις πρεσβείες της Κυρίας Θεοτόκου ο Υιός της, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, είναι μαζί σου να σε ενδυναμώνει, και γενναία και σύντομα θα τελειώσεις το μαρτύριο.
Ακούγοντας αυτά ο γενναίος έπεσε καταγής με πολλά δάκρυα και δόξαζε και ευχαριστούσε τον Θεό και την Θεοτόκο Παρθένο. Έπειτα, μόλις ξημέρωσε, κάλεσε τον πνευματικό του και βουτηγμένος στα δάκρυα του διηγήθηκε την οπτασία του. Μετά από αυτό ο πνευματικός τού διάβασε τις συγχωρητικές ευχές, τον έχρισε με το άγιο Μύρο, τον αξίωσε των αχράντων Μυστηρίων την Τρίτη το πρωί και τον αποχαιρέτησε με δάκρυα, ευχόμενος να έχει οδηγό και βοηθό του την Κυρία Θεοτόκο, όπως του είχε υποσχεθεί, μέχρι την τελευταία του αναπνοή.
Πήγε λοιπόν ο Δημήτριος και παρουσιάστηκε στον καϊμακάμη και του είπε:
› Αφέντη, γνωρίζετε ότι εγώ ήμουν Χριστιανός και με βία με έφεραν σε αυτήν τη μιαρή και καταφρονημένη θρησκεία σας. Όμως εγώ και ήμουν και είμαι Χριστιανός, και Χριστιανός θέλω να πεθάνω, και γι’ αυτό ήρθα εδώ, για να ομολογήσω μπροστά σου πως έσφαλα και να κηρύξω την αλήθεια της αγίας μου πίστεως. Λοιπόν έσφαλα βαριά, το ομολογώ. Μία είναι η πίστη, των ευσεβών και ορθοδόξων Χριστιανών.
Ο καϊμακάμης άρχισε να του μιλά με ημερότητα, βλέποντάς τον όμως ότι καταφρονούσε όσα του έλεγε, πρόσταξε να τον ρίξουν στη φυλακή και να του βάλουν δύο αλυσίδες, μία στα πόδια και μία στον λαιμό. Το βράδυ τον έβαλαν μπρούμυτα στο τιμωρητικό ξύλο, ο μάρτυρας όμως πέρασε όλη τη νύχτα δοξάζοντας τον Θεό και παρακαλώντας Τον με δάκρυα να τον αξιώσει να βάλει στην καλή αρχή και ένα τέλος καλό και μακάριο.
Όταν ξημέρωσε και άνοιξε το δικαστήριο, τον έφεραν για νέα εξέταση, η οποία όλη ήταν μια κολακευτική νουθεσία, με υποσχέσεις και ταξίματα, όπως συνηθίζουν να κάνουν οι τύραννοι στους θείους μάρτυρες. Βλέποντας όμως πως ο νέος στεκόταν αμετάβλητος στην απόφασή του άρχισαν να τον φοβερίζουν. Εκείνος τους αποκρίθηκε:
› Είμαι έτοιμος να υπομείνω και μαστίγια και τιμωρίες και βάσανα κάθε λογής για την αγάπη του γλυκύτατού μου Ιησού Χριστού.
Τότε ο καϊμακάμης του είπε με θυμό:
› Έτσι λες εσύ, ότι μπορείς να υποφέρεις ό,τι σου κάνουν, για να σε προσκυνούν οι γκιαούρηδες, εγώ όμως θα σου κόψω ξαφνικά το κεφάλι για να κολαστείς.
Ο μάρτυρας του Χριστού απάντησε:
› Πριν κόψεις εσύ εμένα, θα κόψει ο Θεός τη δική σου ζωή και θα πας ως ασεβής στην αιώνια κόλαση.
Αφού είπε αυτά ο μάρτυς, πρόσταξε ο τύραννος και τον έβαλαν στην φυλακή, με απόφαση την επομένη να τον θανατώσει. Την άλλη μέρα λοιπόν πρόσταξε να τον φέρουν στο δικαστήριο, την ίδια όμως ώρα έφτασε η είδηση πως ήρθε ο Καπετάν πασάς (ο ναύαρχος), και πηγαίνοντας ο καϊμακάμης να τον υποδεχτεί, έπεσε ξαφνικά και ξεψύχησε κι έτσι εκπληρώθηκε η προφητεία του μάρτυρα.
Αφού λοιπόν διορίστηκε νέος καϊμακάμης, δεν έπαψαν να τον παρουσιάζουν καθημερινά στο δικαστήριο και να μεταχειρίζονται πότε κολακείες και πότε απειλές, αλλά ο γενναίος αθλητής έμενε ανένδοτος. Το ίδιο και όταν τον οδήγησαν στον Σταμπούλ εφέντη, δηλαδή τον κριτή της Πόλης. Φέρνοντάς τον πίσω στη βασιλική φυλακή, του έδωσαν επτακόσιους ραβδισμούς και τον έβαλαν στο τιμωρητικό ξύλο, και σε τόση υπερβολική ψύχρα έχυναν και νερό από κάτω του, το οποίο κρυστάλλωνε και του προξενούσε οδύνη αφάνταστη. Ο γενναίος όμως αθλητής του Χριστού τα υπέμενε όλα δοξάζοντας τον Θεό.
Μια μέρα το λυσσασμένο εκείνο γύναιο που τον είχε επιβουλευτεί στην αρχή, πήγε με την άδεια του καϊμακάμη στη φυλακή και τον συνάντησε. Κι εδώ τώρα καθένας ας φανταστεί μια τέτοια γυναίκα, φλογισμένη από σατανικό έρωτα, τι δεν είπε και τι δεν έκανε για να χαλαρώσει την ψυχή του γενναίου αθλητή. Αλλά χάρη στον νικοποιό Σωτήρα Χριστό, τον φοβερό αυτό πειρασμό τον απέδειξε μάταιο η στερεότητα του καλλίνικου Δημητρίου. Και η ξεδιάντροπη αποχώρησε λέγοντας:
› Πήρα τον λογαριασμό μου και τώρα κάντε του ό,τι θέλετε.
Στο μεταξύ οι Χριστιανοί, και μάλιστα οι Χίοι, ως συμπατριώτες, επειδή φοβήθηκαν μήπως δεν αντέξει ως το τέλος, σκέφτηκαν να δώσουν ένα σεβαστό ποσό στους κρατούντες για να τον βγάλουν από την φυλακή, τάχα ως τρελό, και εκείνοι συμφώνησαν. Όταν όμως το έμαθε ο άδολος αθλητής, θύμωσε πολύ και τους μήνυσε, αντί γι’ αυτό, να προσεύχονται περισσότερο και να κάνουν παρακλήσεις στις Εκκλησίες, για να τον ενισχύσει η χάρη του Θεού να τελειώσει ευάρεστα τον δρόμο του.
Την ένατη μέρα από τότε που άρχισε τον αγώνα του, το πρωί, τον έφεραν τελευταία φορά στο δικαστήριο και βλέποντάς τον αμετάπειστο τον καταδίκασαν σε θάνατο, να εκτελεστεί δηλαδή με ξίφος στο Μπαλούκ παζάρι (την ψαραγορά). Τον οδήγησαν λοιπόν στον τόπο της καταδίκης και εκεί γονάτισε. Ο γενναίος δεν θέλησε να του κλείσει ο δήμιος τα μάτια κατά την συνήθεια, αλλά γονατιστός φώναξε τρεις φορές: «Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία σου» και έκλινε το κεφάλι του στο ξίφος του δημίου, στις 29 Ιανουαρίου (1802), νέος 22 ετών.
Τότε τα πλήθη των συγκεντρωμένων Χριστιανών, ιερωμένων και λαϊκών, όρμησαν και σπρώχνονταν μεταξύ τους για να βουτήξουν στο μαρτυρικό αίμα άλλος μαντίλι, άλλος βαμβάκι και να αρπάξουν άλλος τρίχες από το κεφάλι του, άλλος κανένα κομμάτι από τα ρούχα του· και ενώ οι Αγαρηνοί τους χτυπούσαν αλύπητα και αδιάκριτα και τους έδιωχναν προς τα πίσω, δεν μπόρεσαν να τους εμποδίσουν.
Ένας ευλαβής αρχιδιάκονος συμφώνησε με τον δήμιο να του δώσει το μαντίλι του και, όταν αποκεφαλίσει τον μάρτυρα, να σκουπίσει με αυτό το σπαθί του και να πάρει 25 γρόσια. Έτσι κι έγινε. Το μαντίλι ήταν λευκό και, ω του θαύματος, έτσι όπως ήταν διπλωμένο πρόχειρα, βρέθηκαν σε διάφορα μέρη του σταυροί σχηματισμένοι από το μαρτυρικό αίμα.
Την τρίτη μέρα αφού αποκεφαλίστηκε ο μάρτυρας, δόθηκε προσταγή το λείψανό του να μη δοθεί στους Χριστιανούς, αλλά να ριχτεί στη θάλασσα. Όμως ο Θεός οικονόμησε και με κάποιο μυστικό τρόπο, με την καλή διάθεση του δημίου, το μετέφεραν στο νησί Πρώτη και το ενταφίασαν μέσα στον ναό του Μοναστηριού.
Ο καλλίνικος αυτός νεομάρτυρας Δημήτριος έλαβε από τον Θεό μεγάλη χάρη και εκτελεί πολλά και εξαίσια θαύματα. Γιατί ο Κύριος δοξάζει αυτούς που τον δοξάζουν. Σε Αυτόν, τον τριαδικό Θεό μας, ανήκει η δόξα και η εξουσία και η προσκύνηση στους αιώνες των αιώνων.
Αμήν.
(1) Παραφθορά της λέξης Σεϊχουλισλάμ, που σήμαινε τον ανώτατο θρησκευτικό αξιωματούχο.
Ἀπολυτίκιον Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Χαίρε βλάστημα, τερπνόν της Χίου` χαίρε καύχημα, των ορθοδόξων, καρτερόψυχε, νέε Δημήτριε` την γαρ αντίχριστον πλάνην εφαύλισας, ένθα του κράτους υπάρχει το φρύαγμα, ως ανέκραζες, Θεόν τον Χριστόν επίσταμαι, δωρούμενον ημίν το μέγα έλεος.
Κοντάκιον Ήχος γ'. Η Παρθένος σήμερον.
Η λαμπρά του Βύζαντος, και μεγαλώνυμος Πόλις, μελωδείτω σήμερον, μεγαλοφώνως βοώσα, σκάμματα τα υπέρ φύσιν του Δημητρίου, νέου μεν, μετά τον πάλαι τον Μυρορροάν, διά σε Χριστόν σφαγέντος, όνπερ ανύμνει σε, ως φύσει Θεού Υιόν.
Κάθισμα Ήχος α'. Τον τάφον Σου Σωτήρ.
Ευφράνθησαν εν σοι, Ορθοδόξων τα πλήθη, φαυλίσαντι λαμπρώς, των ανόμων την πλάνην` ανήλθες επί βήματος, υπερτάτου της Βύζαντος, και ανέκραζες, ω ασεβείας προστάται, τον θεάνθρωπον, εγώ κηρύττω Σωτήρα, του κόσμου και Κύριον.
Ὁ Οἶκος
Δημητρίου του Χιοπολίτου την άθλησιν, τα παλαίσματα και τον ένδοξον υπέρ Χριστού θάνατον, δεύτε φιλέορτοι συνελθόντες, ύμνοις, εγκωμίων, και ωδαίς πνευματικαίς ευφημήσωμεν` ότι τη δυνάμει του Χριστού καθοπλισθείς, την κακέμφατον των της Άγαρ κατέπτυσε πλάνην, εν αυτώ τω του κράτους υπρτάτω βήματι, καταπλήξας αυτούς, τη του φρονήματος παρρησία, και την τούτων μιαιφόνον ερεθίσας μανίαν, εις το παρ` αυτών σφαγήναι, ότι τρανώς Θεόν αληθινόν τον Χριστόν ωμολόγει, ως φύσει Θεού Υιόν.
Μεγαλυνάριον
Τους ανευφημούντας σου ευλαβώς, τους λαμπρούς αγώνας, και τους άθλους Μάρτυς Χριστού, και την θείαν μνήμην τελούντας ετησίως, περίσωζε Δημήτριε ταις πρεσβείαις σου.
Πηγή: (από το βιβλίο «Συναξαριστής Νεομαρτύρων», Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σελ. 252, διασκευή για την Κοινωνία Οροθοδοξίας) Κοινωνία Οροθοδοξίας
Οι πράξεις είναι δείγμα αγιότητας ή κακίας. Όχι όμως πάντα! Υπάρχουν περιπτώσεις, που ακόμα και ένας άγιος μπορεί να πέσει, και μάλιστα να πέσει ΣΟΒΑΡΑ. Και το γνωστό παράδειγμα του μοιχού και φονιά βασιλιά Δαυίδ, του “ανδρός κατά την καρδία του Θεού”, μας το έχει δείξει από αρχαίων χρόνων. Όμως και σε νεότερες εποχές, ο Θεός έχει επιτρέψει τέτοιες δραματικές πτώσεις αγίων, για πολλούς λόγους, των οποίων οι τρεις σπουδαιότεροι είναι αυτοί:
Ὁ συριακῆς καταγωγῆς ἀββᾶς Ίσαάκ, γεννήθηκε στό Bet Κatraye τό σημερινό Katar στόν Περσικό κόλπο, ἐνῶ κατ΄ ἄλλους γενέτειρά του ἦταν ἡ πόλη Νινευί, κοντά στή Μοσούλη τῆς Μεσοποταμίας. Δέν εἶναι γνωστή ἡ ἀκριβής χρονολογία τῆς γέννησής του.
Ανάμεσα στα ολίγα σωζόμενα πνευματικά διαμάντια της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ισάξιος στην πολυμάθεια με τον Μέγα Βασίλειο, στη γλυκύτητα και στη γλαφυρότητα του λόγου με τον Θείο Χρυσόστομο, σύγχρονος και με τους δύο, είναι ο Όσιος και Θεοφόρος Πατέρας μας και Οικουμενικός Διδάσκαλος, Εφραίμ ο Σύρος.
Ο Άγιός μας γεννήθηκε στην Αθήνα την χρονική περίοδο που αυτοκράτορας ήταν στο Βυζάντιο ο Αλέξιος ο Κομνηνός. Οι γονείς του εύποροι, τον ανάθρεψαν «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», του προσέφεραν ότι καλύτερο μπορούσαν.
Μετά το θάνατο των γονέων του, γίνεται κληρικός. Αγωνίζεται μέσα από την ιδιότητά του να προσφέρει στους ανθρώπους το ζωντανό Λόγο του Θεού. Η ζωή του γίνεται πρότυπο ευσυνείδητου ιερέως, παράδειγμα προς μίμηση λαϊκών και κληρικών.
Η ψυχή του όμως σκέφτεται έντονα την απόλυτη αφιέρωση. Στεναχωριέται με το θόρυβο και τη φασαρία της πόλεως, γι’ αυτό και αποφασίζει να φύγει. Οδηγεί τα βήματά του στην Ιερά Μονή του Οσίου Μελετίου στον Κιθαιρώνα.
Εκεί βρίσκει ηρεμία, ησυχία, κάτι που ποθούσε η καρδιά του. Ο Όσιος Μελέτιος ως φιλόστοργος πατέρας, τον δέχθηκε στην Ιερά Μονή και τον έκειρε μοναχό και στη συνέχεια Μεγαλόσχημο. Ο Όσιος Κλήμης, ενθουσιασμένος με αυτά που βρήκε στο μοναστήρι και από τη στιγμή που έλαβε το Αγγελικό Σχήμα, αγωνίζεται σκληρά. Εάν κοπίαζε πριν, τώρα προσθέτει και άλλο κόπο και εάν αγρυπνούσε πριν, τώρα προσθέτει και άλλες αγρυπνίες.
Φθάνει σε υψηλά μέτρα πνευματικής ζωής, αξιώνεται από τον Κύριό μας να δει με τα μάτια της ψυχής του, πράγματα που μόνο οι Άγγελοι και οι Άγιοι στον Παράδεισο βλέπουν. Ο Άγιος Κλήμης προσπαθώντας να κρύψει αυτά που ζούσε, για να αποφύγει τους επαίνους των ανθρώπων, τα απογεύματα ανέβαινε στο βουνό που βρίσκεται απέναντι από το Σαγμάτειο Όρος (Πόρτες).
Αυτό όμως κάποτε προκάλεσε την περιέργεια ενός μοναχού, το όνομα του οποίου ήταν Ιάκωβος, που κρυφά τον ακολούθησε και έκπληκτος έζησε ένα εξαίσιο θέαμα. Όταν ο Άγιος σήκωνε τα χέρια του στον ουρανό για να προσευχηθεί, τότε ανυψωνόταν και ο ίδιος πάνω από το έδαφος. Αυτό που είδε ο μοναχός Ιάκωβος, το διέδωσε σε όλους τους μοναχούς στην αδελφότητα με αποτέλεσμα ο σεβασμός και η εκτίμηση όλων προς το πρόσωπο του Κλήμη να ανέβει σε υπέρτατο βαθμό.
Όταν ο Άγιός μας αντελήφθη τι είχε συμβεί, στεναχωρήθηκε, διότι αυτός κρυβόταν κα δεν επιθυμούσε τη δόξα των ανθρώπων. Μετά από αυτό και παρότι μόναζε ήδη επί τριάντα χρόνια στη Μονή, αποφάσισε να φύγει κρυφά. Κατέφυγε στο Σαγμάτειο όρος και για λίγο καιρό έμεινε στο εκεί Μοναστήρι. Στη συνέχεια ανακάλυψε μία πολύ μικρή και απότομη σπηλιά στο γκρεμό του όρους στην οποία αποφάσισε να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του.
Δε μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους τις δυσκολίες και ταλαιπωρίες που ο Άγιος υπέφερε. Όμως η υπομονή που τον διέκρινε, το αγωνιστικό φρόνημα και απόλυτη πίστη στο Σωτήρα Χριστό, έγιναν αιτία να ξεπεράσει τα πάντα και να αξιωθεί να λάβει πολλά χαρίσματα από το Θεό.
Οι μοναχοί του Μοναστηριού του όμως, που είχε αφήσει μετά από τόσα χρόνια, στεναχωρήθηκαν πολύ. Άρχισαν να ψάχνουν τη γύρω περιοχή. Φθάσαν τελικά στο Σαγμάτειο όρος και βρήκαν αυτό που επιθυμούσαν. Διότι και εδώ ο Άγιος, είχε γίνει φωτεινός φάρος για πολλές ψυχές. Θερμά τον παρακάλεσαν να επιστρέψει.
Εκείνος όμως με αποφασιστικό τρόπο, τους είπε ότι θα ζήσει πλέον στο χώρο αυτό, διότι ήθελε την ησυχία, τη σιωπή και όχι τους επαίνους των ανθρώπων. Όταν ο ηγούμενος (είχε αναπαυθεί εν Κυρίω ο Όσιος Μελέτιος) έμαθε τα νέα, στεναχωρήθηκε πολύ και για να αναγκάσει τον Όσιο να αλλάξει γνώμη, του επέβαλε το επιτίμιο του αφορισμού.
Ο Όσιος Κλήμης όμως, παρέμεινε σταθερός και ακλόνητος στην απόφασή του «υστερούμενος, θλιβόμενος, κακουχούμενος», άντεξε με γενναιότητα όλους τους πειρασμούς και τίποτε από όλα αυτά δεν τον εμπόδιζε να μιλάει στο Θεό. Έμεινε σε αυτό σκληρό τρόπο ασκήσεως τριάντα ολόκληρα χρόνια.
Ο ηγούμενος που του είχε επιβάλει το επιτίμιο του αφορισμού, λίγο πριν πεθάνει, ελεγχόμενος έντονα από τη συνείδησή του, ζήτησε να τον πάνε στον Άγιο στο Σαγματά. Εκεί, έξω από το σπήλαιο και με δάκρυα στα μάτια, ζήτησε από τον Όσιο Κλήμη συγχώρεση και ο Άγιος χωρίς να φαίνεται του απάντησε «ο Θεός να σε συγχωρήσει, αδελφέ μου και εις την παρούσα ζωήν και εις τη μέλλουσαν».
Έτσι ο Όσιος Κλήμης προσευχόμενος και αγωνιζόμενος, μεγάλης πλέον ηλικίας, εκοιμήθη το 1111 μ.Χ. Τα θαύματά του και πρεσβείες του στο θρόνο του Θεού συνεχίστηκαν και συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Οι ευλαβείς χριστιανοί της Βοιωτίας αλλά και της Εύβοιας, καταφεύγουν με σιγουριά στην Ιερά Μονή Σαγματά, που φυλάσσεται η Ιερά και Σεβάσμιά του Κάρα και του εναποθέτουν προβλήματα, αγωνίες και δυσκολίες που έχουν, με τη βεβαιότητα ότι έχουν έναν πολύτιμο σύμμαχο στον αγώνα της ζωής και έναν πρεσβευτή στο θρόνο του Χριστού.
Αυτό που πρέπει να γνωρίζουμε όλοι μας είναι ότι οι Άγιοί μας είναι οδηγοί στο δρόμο του Χριστού. Και ένας από αυτούς, ο Άγιος Κλήμης είναι κοντά μας, δίπλα μας και μας προστατεύει με τις θερμές του ικεσίες.
Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του στις 26 Ιανουαρίου. Λόγω των εκάστοτε δύσκολων καιρικών συνθηκών στο όρος του Σαγματά συνεορτάζεται η μνήμη του Οσίου Κλήμεντα μαζί με την μνήμη του Οσίου Γερμανού του εν Σαγματά († 1 Μαΐου).
(Πηγή: Βίος του Αγίου Κλήμη, Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου Θηβών)
Ο Όσιος Κλήμης: Ο φάρος του Σαγματά
1100 Δεκεμβρίου 25
«Αγαπημένε μου αδελφέ,
Σήμερα, ημέρα της γεννήσεως του Κυρίου μας, βρήκα λίγο χρόνο να σου γράψω. Βλέπεις, εδώ ο χειμώνας είναι σκληρός, αλλά και η μοναχική ζωή δύσκολη. Αυτά τα δυο, χειμώνας και καλογερική ζωή, τελικά μοιάζουν. Χτυπούν οι πειρασμοί σαν τους κεραυνούς. Καταχνιά στην ψυχή ο εγωισμός. Φουρτούνα στους λογισμούς ο κόσμος. Ο κόσμος που άφησες, για να ανέβεις χωρίς το βάρος του, του ουρανού τα μονοπάτια. Δε σου κρύβω ότι πολλές φορές θάβω αυτή τη βαρυχειμωνιά μέσα μου. Όμως ο Κύριος, που βλέπει όχι αυτό που δείχνω αλλά και αυτό που είμαι, μου έδωσε ένα μεγάλο στήριγμα. Ναι, αδελφέ, μια παρηγοριά, ένα καταφύγιο. Τον πατέρα Κλήμη. Όλοι οι πατέρες είναι καλοί, αλλά αυτός είναι η λιακάδα στη βαρυχειμωνιά μου. Γι’ αυτόν θέλω να σου πω, να σου γράψω. Μα ό,τι και να πω θα είναι λίγο και φοβάμαι πως θα αδικήσω του Θεού τον άνθρωπο.
Όταν ήρθα στο μοναστήρι, μου είπαν για έναν ερημίτη που ζει σε μια σπηλιά. Πέρασαν δυο εβδομάδες. Η κόπωση ξύπνησε την αμφιβολία. Είναι ο δρόμος που διάλεξα ο κατάλληλος; Κι αν είναι ο δρόμος και δεν είναι ο τόπος; Έγινε το μυαλό μου πεδίο μάχης. Βγήκα έξω από το μοναστήρι και τριγύριζα στο βουνό. Δεν ξέρω αν προσευχόμουν. Το σίγουρο είναι πως υπέφερα. Ξαφνικά μέσα από τα βράχια, μέσα από τον γκρεμό, ακούστηκε θόρυβος. Θεέ μου! Κάποιο άγριο ζώο θα είναι. Σκέφτηκα να τρέξω, αλλά δεν πρόλαβα. Πετάχτηκε μπροστά μου ένας άνθρωπος. Λες κι έβγαινε από τα βάθη της γης. Ψηλός και αδύνατος, σα κολώνα που σηκώνει αγόγγυστα το βάρος του κτίσματος. Με πλησίασε. Το κουκούλι δε με άφηνε να δω το πρόσωπό του, σαν το ύφασμα που κλείνει την πύλη του ιερού και κρύβει το άγιο Βήμα.
› Ειρήνη να έχεις, παιδί μου, είπε.
Τράβηξε το κουκούλι του και με κοίταξε στα μάτια. Τι να σου πω, αδελφέ! Ένας αέρας φύσηξε μες στης καρδιάς τα βάθη και πήρε μακριά της αμφιβολίας την ομίχλη. Κάτι έσπασε μέσα μου. Ελευθερώθηκα, λυτρώθηκα. Όλο το υλικό που μάζευε η ταλαίπωρη ψυχή μου χύθηκε, χάθηκε στης λησμονιάς το χωράφι. Έτσι γνώρισα τον αββά Κλήμη. Το κλήμα, που ρίζωσε μες τα βράχια του βουνού μας και ποτίστηκε από το ζωντανό νερό, τον Χριστό.
Θέλησα, λοιπόν, να μάθω για τη ζωή του. Ρωτώ τους πατέρες. Λίγα και αυτοί γνωρίζουν. Έμαθε, βλέπεις, τόσα χρόνια να κρύβει καλά τα κατορθώματά του, να αφανίζει τα χνάρια της πορείας του, μην τυχόν και τον ακολουθήσει η έπαρση. Ό,τι όμως επιτρέψει ο Θεός να μάθω, θα στο γράψω. Είναι σπουδαίο να μοιράζεσαι το μέλι του Θεού με τους αδελφούς. Να με συμπαθάς. Πρέπει να πάω στον πατέρα Αρσένιο. Είναι άρρωστος και υποφέρει.»
1110 Φεβρουαρίου 2
«Αγαπημένε μου αδελφέ,
Προσεύχομαι πάντα να είστε καλά. Χθες το βράδυ η αγρυπνία για την Υπαπαντή του Κυρίου μας ήταν συγκλονιστική. Συναντήθηκαν, βλέπεις, τα υπέροχα λόγια των τροπαρίων, οι γλυκιές φωνές των πατέρων και η προσευχή στην αυλή της κατάνυξης. Ήρθε κι ο πατήρ Κλήμης. Όταν μπήκε στην εκκλησία, ακόμα και οι ψάλτες σταμάτησαν. Σε καθηλώνει αυτός ο άνθρωπος, σε συναρπάζει! Κάθισε σε μια γωνιά. Δεν κουνήθηκε καθόλου. Έφυγε, χωρίς να το καταλάβουμε, από το γνωστό μονοπάτι της σιωπής και χάθηκε μέσα στα βράχια. Έμαθα ότι ο ασκητής μας είναι από την Αθήνα και προέρχεται από αρχοντική οικογένεια. Η Αθήνα, αδελφέ, είναι ιδιαίτερος τόπος. Περπατάς και νιώθεις ρίγη στην ψυχή, λες και κάτι λειτουργεί μυστικά κάτω από το χώμα της. Παντού συναντάς ιερά και ναούς. Εκεί σπούδασε την ιερότητα της ζωής ο π. Κλήμης. Επιθύμησε το ύψος, αφού μεγάλωσε ανάμεσα σε κολώνες. Ζήλεψε τη λευκότητα και λαχτάρισε τη μορφή. Ναι, τη μορφή! Στην Αθήνα όλες οι ακατέργαστες πέτρες πήραν μορφή. Έτσι κι αυτός. Ό,τι ακατέργαστο είχε μέσα του, ήθελε να το μορφοποιήσει με τη χάρη του Θεού. Έτσι, έγινε ο τεχνίτης της σωτηρίας του. Για να γίνεις τεχνίτης, χρειάζεσαι εργαστήριο και μάστορα να σου μάθει την τέχνη. Έφυγε, λοιπόν, από την Αθήνα για τον Κιθαιρώνα, για να συναντήσει τον μάστορα της αρετής, τον Μελέτιο, και το εργαστήρι του, το περίφημο μοναστήρι του. Μέσα σε αυτό πολλές ψυχές πήραν τη μορφή του Χριστού. Εκεί το αρχοντόπουλο της Αθήνας, ο Κλήμης, συνάντησε τον άρχοντα της ασκήσεως, τον Μελέτιο.
Εκεί να δεις αγώνα, αδελφέ! Ο νεαρός Αθηναίος με την πένα της προσοχής έγραφε στην ψυχή του ό,τι έκανε και ό,τι έλεγε ο γέροντάς του. Τα βράδια άνοιγε την καρδιά, για να προσευχηθεί, αλλά και να μελετήσει τους λόγους της αγιασμένης εμπειρίας του ηγουμένου Μελετίου. Και τι δεν είχε σημειώσει για την αγάπη του γέροντα, την υπομονή, την προσευχή, τη λατρεία, την αγιότητα. Η καρδιά του παλικαριού ποθούσε, – πώς να στο πω; – ζήλευε… Ναι, ζήλευε την αγιότητα. Πόσο σπουδαίο είναι να ποθείς, όχι τον πλούτο και τη δόξα αυτού του ψεύτικου κόσμου, αλλά τον πλούτο του πνεύματος και τη δόξα του Θεού.
Ο π. Μελέτιος, όταν με τη χάρη του Θεού κοίταζε τις ψυχές των πατέρων, στην ψυχή του Κλήμη αναπαυόταν. Εντόπιζε τη σταθερότητα της πίστης, τη δύναμη της προσευχής, τη συνέπεια της άσκησης, τη σιωπή της ταπείνωσης, την υπομονή της πνευματικής ωριμότητας, τη θερμότητα της λατρείας. «Αυτή δεν είναι ψυχή», σκεφτόταν, «Παράδεισος είναι! Nαός ευωδιαστός. Είναι η πατρίδα του Χριστού.»
Είχε διάκριση ο π. Μελέτιος. Ούτε τον Κλήμη επαινούσε, αφού ο έπαινος είναι ο σπόρος του εγωισμού, ούτε τον ξεχώριζε από τους πατέρες, αποφεύγοντας έτσι συγκρίσεις και αντιπάθειες. Όμως, ένα γεγονός έγινε αιτία να ξεχωρίσει μέσα στη συνοδεία. Δεν τον ξεχώρισε η αγάπη του γέροντά του αλλά η αρετή του.
Κάθε απόγευμα ο π. Κλήμης μετά την εσπερινή ακολουθία, έβγαινε από το μοναστήρι, ανέβαινε λίγο ψηλότερα, στην τοποθεσία που οι πατέρες είχαν ονομάσει «πόρτες». Από εκεί απλωνόταν μέσα στο βλέμμα του ο κάμπος της Θήβας και το βουνό του Σαγματά. Στεκόταν ώρες ολόκληρες γονατιστός, ώσπου η ομορφιά του τοπίου χανόταν, έσβηνε μπροστά στην ωραιότητα και τη δόξα της παρουσίας του Χριστού. Βλέπεις, ψυχή και σώμα επικοινωνούν. Αρρωσταίνει η ψυχή, υποφέρει το σώμα. Πονά το σώμα, αγωνιά η ψυχή. Η ψυχή του Κλήμη ανέβαινε με της προσευχής τη δύναμη σε ύψη πνευματικά. Σε αυτό το ανέβασμα παρέσυρε και το σώμα. Σε αυτήν την κατάσταση τον είδε ο π. Ιάκωβος. Ναι, να μην πατά στη γη! Το πνεύμα, δυνατότερο από το σώμα, τον τράβηξε στον ουρανό. Ο π. Ιάκωβος, νομίζω πως ζει ακόμα, τα έχασε. Δεν περίμενε να δει κάτι τέτοιο. Κρατήθηκε να μην φωνάξει. Άρχισε να τρέχει προς το μοναστήρι. Μπαίνοντας μέσα δεν άντεξε:
› Πατέρες, πατέρες, γέροντα, τρέξτε!!!
Έτρεξαν κοντά του, να δουν τι συμβαίνει. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Προσπαθούσαν να τον ηρεμήσουν. Η έκπληξη και το τρέξιμο του είχαν κόψει την ανάσα.
› Ο π. Κλήμης…, είπε και σταμάτησε.
› Τι έπαθε ο π. Κλήμης; Κάποιο κακό του συνέβη; Και αυτός ο ευλογημένος όλο στις ερημιές τριγυρίζει.
› Ο π. Κλήμης πετάει!!!
Μια βαριά σιωπή διαδέχθηκε τον αλλόκοτο λόγο. Πώς να μαζέψει ο π. Μελέτιος της είδησης το σάλο; Τους εξήγησε τη δύναμη της προσευχής, το ύψος της αρετής, τους προέτρεψε να μιμηθούν τον αδελφό τους.
Τους παρακάλεσε να μην του δείξουν, να μην του πουν κάτι, γιατί η συγκάτοικός του, η ταπείνωση, θα επαναστατήσει. Και εκείνοι οι καημένοι προσπάθησαν. Δεν του είπαν τίποτα. Πώς όμως να κρύψουν το σεβασμό, την τιμή και την ευλάβειά τους στο ιερό του πρόσωπο;
Η ευαίσθητη ψυχή του ένιωσε τη διαφορά. Έβλεπε να υπολογίζουν τη γνώμη του. Να του δίνουν τη θέση τους. Να του ζητούν να προσευχηθεί για δύσκολες περιπτώσεις. Έπρεπε να φύγει. Να τρυπώσει στην αγαπημένη του αφάνεια, γιατί εκεί φανερώνεται ο Θεός. Η στιγμή του αποχωρισμού είναι πάντα δύσκολη. Όμως, τον Μελέτιο τον παρηγορούσε η ωριμότητα του Κλήμη και τον Κλήμη η προσευχή, που θα γινόταν δρόμος, για να συναντά τον άγιο γέροντά του. Κίνησε για το βουνό που έβλεπε από τον τόπο της προσευχής του. Έτσι έφτασε εδώ. Και το βουνό μας πλέον κρύβει μέσα στα σπλάχνα του τον πολύτιμο, τον ανεκτίμητο θησαυρό μας.»
1110 Μάρτιος
«Αγαπημένε μου αδελφέ,
Να εύχεσαι να μας αξιώσει ο Θεός να διανύσουμε το στάδιο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής και να εορτάσουμε το Άγιο Πάσχα. Είχα την ευλογία, πριν μπει η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, να κατεβώ τρεις φορές στο ασκητήριο του π. Κλήμη. Άλλο να στο γράφω κι άλλο να το ζεις! Εμείς ούτε μέρα δε θα μέναμε εκεί. Είναι στο γκρεμό! Κατεβαίνεις με δυσκολία, δεμένος με σχοινί, ανάμεσα από τα απότομα βράχια.
Κάτω από τα πόδια σου … το χάος! Την πρώτη φορά τρόμαξα. Πίστευα πως δεν θα μπορέσω να ανέβω. Σ’ αυτόν το γκρεμό, όμως, ένιωσα να γεμίζει το χάος της ψυχής μου με ουρανό!
Μέσα στο ταγάρι μου είχα πρόσφορο και κρασί για τη Θεία Λειτουργία. Είχα μερικά παξιμάδια για το γέροντα. Νερό έμαθα πως μαζεύει σε μικρές γούρνες των βράχων από την υγρασία και τη βροχή. Μα είναι δυνατόν τέτοιο λουλούδι να μην το ποτίζει ο Θεός; Η Θεία Λειτουργία; Τι να σου πω! Μοναδική εμπειρία. Εκεί, μέσα στο βράχο, σε πέτρινη πρόθεση και Αγία Τράπεζα έσπαγε η σκληρότητα της ψυχής.
Ο παπα-Κλήμης με την τριμμένη και ξεθωριασμένη στολή, λειτουργός. Άλλο τυπικό, αδελφέ. Τον λειτουργικό λόγο τον διαδεχόταν η κατάνυξη. Ο λυγμός ήταν ο ήχος. Και τα δάκρυα οι διάκονοι. Ώρες κράτησε η μυσταγωγία. Δεν ξέρω πόσες. Έχασα τον χρόνο και τον τόπο μη σου πω…! Μια άφλεκτη βάτος ο λειτουργός, εκεί, στη ρίζα του βράχου. Δεν τολμούσα να τον κοιτάξω. Πριν τη λειτουργία δεν μου είπε λέξη. Μετά, όμως, δυο λεξούλες άκουσα κι αυτές μου φτάνουν για την υπόλοιπη ζωή μου:
› Ξέρεις, παιδί μου, οι σκέψεις μας είναι κλωστές. Όταν είναι μαύρες και σκοτεινές, ο αργαλειός της διάνοιάς μας, που τις γνέθει, φτιάχνει ένα μαύρο ύφασμα. Αυτό σκεπάζει και το νου και την καρδιά. Έτσι γεννιέται η θλίψη. Καλό και φωτεινό λογισμό να έχουμε! Μόνο αυτός μπορεί να μας ελευθερώσει από τον ιστό της θλίψης.
Ξέρεις πώς ανέβηκα τα απότομα βράχια, αδελφέ; Πετώντας! Με αξίωσε ο Θεός να γνωρίσω επίγειο άγγελο, να ζήσω αληθινή λατρεία, να διδαχθώ αγιασμένη εμπειρία. Συζητώντας με τους πατέρες στο μοναστήρι έμαθα πως ο αββάς Κλήμης είναι στυλίτης. Μπορεί να σου είναι δύσκολο να το πιστέψεις, μα είναι αλήθεια.
Βρήκε έναν βράχο που μοιάζει με κολώνα, σαν αυτές του Παρθενώνα. Εκεί ανέβαινε και προσευχόταν.
Για σκέψου… να τον ψήνει ο ήλιος μέσα στον καύσωνα του καλοκαιριού. Να τον σκεπάζει το χιόνι και να τον μουσκεύει η βροχή. Να τον χτυπά ο δυνατός αέρας της περιοχής μας. Εδώ μέσα στο κελί μου και ζεσταίνομαι και κρυώνω και αγριεύομαι από του καιρού τις ακρότητες. Είμαι, όμως, βέβαιος πως στον καύσωνα τον επισκεπτόταν η δροσιά του Πνεύματος, τον θέρμαινε στο ψύχος η φωτιά του Θεού. Τον στήριζε στον αέρα η ακλόνητη πίστη και τον κάλυπτε στη βροχή η Αγία Σκέπη της Παναγίας μας.
Αυτόν τον αγώνα έμαθε και ο αυτοκράτορας, ο ευσεβής Αλέξιος ο Κομνηνός. Έστειλε τεχνίτες της πέτρας να κτίσουν το μοναστήρι. Στήριξε με οικονομική βοήθεια. Παραχώρησε με χρυσόβουλο πολλά κτήματα. Ακόμη και ψηφιδωτά έστειλε να φτιάξουν, που έξω από τη Βασιλεύουσα δύσκολα συναντάς. Το πολυτιμότερο όμως δώρο… τμήμα του Τιμίου Ξύλου που είχε στο παλάτι. Έδωσε όλα αυτά και ζήτησε για αντάλλαγμα μόνο ένα, την προσευχή του Οσίου να τον συνοδεύει στη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας.
Και ο Όσιος από αυτό που ζήτησε ο αυτοκράτορας έχει πολύ. Έχω την αίσθηση, αδελφέ, ότι δεν υπάρχει λεπτό της ζωής του έξω από την προσευχή.
Την ημέρα που έφτασε το Τίμιο Ξύλο στο μοναστήρι, έγινε χαλασμός. Μου έλεγαν οι πατέρες πως το βουνό μας γέμισε κόσμο, θυμιάματα, λαμπάδες, ύμνους, δάκρυα. Ένας επίσκοπος από τη Βασιλεύουσα κρατούσε ψηλά τον Σταυρό που λαμποκοπούσε, όταν τον άγγιζαν οι ακτίνες του ήλιου. Και ο π. Κλήμης περίμενε με λαχτάρα, σαν τη μάνα που καρτερεί να έρθει το σπλάχνο της από της ξενιτειάς τα μέρη.
Όταν πλησίασε ο Δεσπότης με τον Σταυρό, ο ασκητής γονάτισε. Αυτός ο γίγαντας έγινε ξαφνικά ένα κουβαράκι. Όταν σηκώθηκε, το πρόσωπό του έλαμπε. Αγκάλιασε τον Σταυρό του Κυρίου μας και τον φιλούσε.
Έτσι έγινε το βουνό μας, εκτός από το Θαβώρ της Μεταμορφώσεως και Γολγοθάς της Σταυρώσεως.
› Καλή η δόξα και το φως της Μεταμορφώσεως, πατέρες μου, έλεγε ο π. Κλήμης, αλλά εάν δεν τα ανεβάσεις στον Γολγοθά και δεν τα καρφώσεις στον Σταυρό της Θυσιαστικής Αγάπης, αναστάσιμα δεν γίνονται! Ο Σταυρός να γίνει το κέντρο του μοναστηριού αλλά και της ζωής μας. Ό,τι δεν σταυρώνεται μέσα μας δεν θα αναστηθεί, θα μείνει λάφυρο στα χέρια του θανάτου…
Κάθε φορά που μπαίνει στο μοναστήρι, τρέχει σαν παιδί που πεινά, πέφτει στα γόνατα, προσκυνά το Τίμιο Ξύλο, σαν να το βλέπει για πρώτη φορά.»
1110 Απρίλιου 17
«Αγαπημένε μου αδελφέ,
Μεγάλους πειρασμούς έχει η Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Δοκιμασίες φοβερές. Ξέρεις τί είναι το μοναστήρι; Ένα στάδιο, σαν αυτό των Ρωμαίων χωρίς κερκίδες.
Ναι, χωρίς κερκίδες! Κανείς δεν παρακολουθεί. Όλοι παλεύουν. Όλοι αγωνίζονται. Μιλώ, όμως, εγώ για δοκιμασίες; Παραπονιέμαι για το αεράκι και το ψιλόβροχο, ενώ οι Άγιοί μας βρέθηκαν μέσα στον ανεμοστρόβιλο και την καταιγίδα; Μην πας μακριά. Θα σου πω για τον Άγιο πατέρα μας, το μεγάλο ασκητή μας, την παρηγοριά και το στήριγμά μας, τον πατέρα Κλήμη.
Μπορεί, πιστεύεις, άνθρωπος να σκεφτεί άσχημα ή να πει λόγο κακό για το γέροντα; Κι όμως, σε πληροφορώ πως τον γέροντα τον καταράστηκε και τον αφόρισε ολόκληρος ηγούμενος! Σου φαίνεται απίστευτο, είναι όμως γεγονός. Ένας διάδοχος του Οσίου πατρός Μελετίου στην ηγουμενία θέλησε να μαζέψει όλους τους ερημίτες και ησυχαστές μοναχούς που προέρχονταν από το μοναστήρι του Κιθαιρώνα. Τους έστειλε μήνυμα να επιστρέψουν. Ένας από τους αγγελιαφόρους μοναχούς έφτασε και στο Σαγματά. Θέλησε να κατέβει στη σπηλιά του Κλήμη, μα δεν τα κατάφερε και τον περίμενε στη μονή. Ήταν σίγουρο πως θα ανέβαινε την Κυριακή για τη Θεία Λειτουργία. Πλησίασε το γέροντα, του είπε το θέλημα του ηγουμένου. Περίμενε απάντηση.
› Δεν μπορώ να φύγω από τον βράχο μου.
Τόσα χρόνια συνήθισε ο ένας τον άλλον. Πώς θα αφήσω τους πατέρες; Τον Σταυρό, το Τίμιο Ξύλο, την πνευματική μου καρδιά… Πώς;
Ο μοναχός, παρ’ ότι ήταν κουρασμένος από το ταξίδι και φορτωμένος με το βαρύ θέλημα του ηγουμένου, προσπάθησε να δικαιολογήσει τον γέροντά του. Ο αββάς Κλήμης δεν ήθελε να σηκώσει το φορτίο του δικού του θελήματος. Τί σε ξεφορτώνει και τί σε ξεκουράζει; Το θέλημα του Θεού. Παραδόθηκε, λοιπόν, στην προσευχή ζητώντας στις στράτες της το θέλημα Εκείνου. Ο Θεός μίλησε και ο Κλήμης υπάκουσε. Δεν θα άφηνε το βράχο του, τη φωλιά του, τα αγαπημένα πρόσωπα των αδελφών του. Έτσι, ο μοναχός του Κιθαιρώνα φορτώθηκε πάλι το βαρύ θέλημα του ηγουμένου, την τολμηρή άρνηση του Κλήμη και πήρε το δρόμο του γυρισμού.
Άστραψε και βρόντηξε ο ηγούμενος! Έδωσε εντολή να τον ειδοποιήσουν σε μικρό διάστημα να βρίσκεται στο μοναστήρι. Ακλόνητος, αδελφέ, ο Κλήμης, σαν τον βράχο του. Αμετακίνητος στο θέλημα του Θεού.
Αχ, αυτός ο εγωισμός πόσες ζημιές κάνει! Ο ηγούμενος τον αφόρισε! Αφού, να σκεφτείς, οι κάτοικοι της περιοχής «αφορισμένο» έλεγαν τον ασκητή μας. Και το παράδοξο; Στην προσευχή του «αφορεσμένου» έτρεχαν, όταν αρρώσταιναν τα παιδιά και τα ζωντανά τους ή όταν κινδύνευαν οι καλλιέργιές τους. Και ο «αφορεσμένος» ή μάλλον ο αδικημένος γέροντας τους έστελνε τη χάρη του Θεού και οι ασθενείς θεραπεύονταν και οι καρποί σώζονταν.
Σήκωσε αγόγγυστα το σταυρό της αδικίας. Κι ο Χριστός έσκυψε περισσότερο πάνω από το πληγωμένο παιδί του. Μεγάλος πειρασμός! Όμως, όπως λένε και οι πατέρες, το μαύρο σύννεφο της δοκιμασίας του δεν κατάφερε να σκιάσει τον ήλιο της γαλήνης του. Επιστράτευσε την αγάπη, οπλίστηκε με την υπομονή, καλύφθηκε στην προσευχή, στηρίχθηκε στη Λειτουργία και συγχωρούσε διαρκώς ελεύθερος από του φθόνου την παγίδα. Ο Θεός όμως, αδελφέ, εκεί που σπέρνει ο άνθρωπος αδικία, θερίζει ο Παντοδύναμος δικαιοσύνη. Ο ηγούμενος αρρώστησε και είδε πως τα βήματά του μέσα στο μάταιο τούτο κόσμο λιγόστεψαν. Ξέρεις, αδελφέ, όταν βλέπεις το θάνατο να έρχεται…έχεις ένα μεγάλο πίνακα μπροστά σου, που έχει αποτυπωθεί σε αυτόν ολόκληρη η ζωή σου.
Είδε, λοιπόν, ο καημένος την αδικία και την ακρότητά του στο πρόσωπο του Κλήμη. Θέλησε να καθαρίσει το σημείο αυτό της γήινης πορείας του. Ζήτησε, λοιπόν, από τον αδικημένο να τον συγχωρήσει και να διαγραφεί η αδικία:
› Θέλω τον πατέρα Κλήμη! Γρήγορα!
Βλέπεις, ένιωθε τη βαριά αναπνοή του θανάτου. Τί να έκαναν οι πατέρες; Βρήκαν ένα γερό άλογο. Και έτρεξαν. Σύννεφο σκόνη έβλεπες από μακριά να σηκώνεται στο πέρασμά του μέσα στο θηβαϊκό κάμπο.
Πλησίαζαν στην κορυφή του Σαγματά αλλά και ο θάνατος στον ηγούμενο. Αγωνία! Ναι, η αγωνία έκανε τις καρδιές να χτυπούν γοργά σαν του αλόγου τα πέταλα που χτυπούσαν αλύπητα το χώμα, τάραζε το νου, σκοτείνιαζε το βλέμμα. Έπεσαν πάνω στον Κλήμη. Ήθελαν να τον παρακαλέσουν. Έκλαιγαν.
› Τον έχω συγχωρήσει, πατέρες μου καλοί.
Εάν δεν είχα συγχωρήσει τον αδελφό μου, πώς θα προσευχόμουν, πώς θα λειτουργούσα, πώς θα προσκυνούσα το Τίμιο Ξύλο της συγχωρήσεως του Θεού μας;
› Γέροντα, είμαστε βέβαιοι για την αγάπη σας, του είπαν, αλλά ο ίδιος δεν το γνωρίζει. Πάμε να τον δείτε…
Έκαναν να σηκωθούν. Ο πατήρ Κλήμης στάθηκε όρθιος. Κάρφωσε το βλέμμα του στην πλευρά του Κιθαιρώνα. Είδε τον ουρανό να ανοίγει. Είδε την ψυχή του ηγουμένου να ετοιμάζεται για την έξοδό της. Άκουσε και τον ψίθυρο από τα χείλη του.
› Κλήμη, πού είσαι Κλήμη μου;
› Εδώ, γέροντά μου, τον άκουσαν οι μοναχοί που συγκλονισμένοι παρακολουθούσαν.
› Συγχώρα με, Κλήμη μου!
› Ο Θεός, πατέρα μου! Ο Θεός να σε συγχωρήσει, αδελφέ, και τώρα και μέσα στην απέραντη αιωνιότητα της Βασιλείας Του.
Η αγωνία έφυγε. Η πνοή του θανάτου χάθηκε. Η ευωδία της παρουσίας του Χριστού απλώθηκε παντού σφραγίζοντας με την ειρήνη τις ψυχές. Ένα πλατύ χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο του κεκοιμημένου ηγουμένου. Η φωνή του Κλήμη μας, που ακούστηκε από τη σπηλιά του Σαγματά στο μοναστήρι του Κιθαιρώνα, είχε γαληνέψει τα πάντα. Όταν οι απελπισμένοι μοναχοί επέστρεψαν, δεν πίστευαν πως αυτό που άκουσαν οι ίδιοι δίπλα του, το άκουσαν και όσοι βρίσκονταν δίπλα στο μακαρίτη τον ηγούμενο. Βλέπεις, αδελφέ, πώς ο Θεός τακτοποιεί, βάζει τα πράγματα στη θέση τους; Πάντοτε θα επικρατεί, όχι η δική μας αταξία, αλλά η τάξη της αγάπης Του.»
1111 Φεβρουαρίου 6
«Αγαπημένε μου αδελφέ,
Πώς γίνεται να έχω στην καρδιά μου χαρά και θλίψη; Πώς χωρούν και τα δύο; Έχω θλίψη, πόνο, γιατί έφυγε ο π. Κλήμης. Ο αετός πέταξε, άφησε τη φωλιά του τη γήινη και ξεχύθηκε στους ουρανούς της αιωνιότητας.
Έχω χαρά, γιατί νιώθω τα φτερά του ανοιχτά να σκεπάζουν το μοναστήρι του και όλη την περιοχή. Θέλω να στα γράψω με τη σειρά.
Μετά το Πάσχα όλοι παρατηρήσαμε πως ο γέροντας δεν ανέβαινε τακτικά στο μοναστήρι. Κουράστηκε, έλεγαν οι περισσότεροι, από τη Σαρακοστή, τα έχει και τα χρονάκια του… Άρχισα να πηγαίνω τακτικά. Αρκετές φορές λειτουργούσε κι εγώ με την αγριοφωνάρα μου προσπαθούσα να ψάλλω. Εκεί να δεις! Αηδόνι αυτός, κοράκι εγώ. Τι να σου λέω, αδελφέ! Στα γράφω και κλαίω. Ή εκείνος την ώρα της Λειτουργίας κατέβαζε τον ουρανό σε αυτή τη μικρή τρύπα του βράχου ή εμένα τον αμαρτωλό ανέβαζε στα ουράνια.
Το καλοκαίρι, των Αγίων Αποστόλων μου φαίνεται, καθίσαμε για λίγο στη σκιά ενός μικρού θάμνου, που είχε φυτρώσει – ο Θεός ξέρει πως – πάνω από το βράχο της σπηλιάς. Άρχισε να μου μιλά για το θάνατο:
› Ξέρεις, παιδί μου, τί είναι ο θάνατος; Αυτός που βλέπουμε εμείς ως θάνατο; Τώρα σκέψου την αποθήκη του μοναστηριού. Παλιά πράγματα, πολλά άχρηστα, αταξία, σκόνη, σκοτάδι. Βγαίνεις από την αποθήκη και πας στον ναό. Τάξη, καθαριότητα, ευωδιές, φως παντού. Η ζωή μας εδώ είναι η αποθήκη! Η πόρτα είναι ο θάνατος! Ανοίγεις την πόρτα και βρίσκεσαι στον ναό. Μια πόρτα και … μεταβαίνεις από το σκοτάδι στο φως, από την αταξία στην τάξη, από την αποθήκη του χρόνου στον ναό της αιωνιότητας.
Τον άκουγα και προσπαθούσα να ερμηνεύσω το λόγο του. «Μήπως θα πεθάνω και με προετοιμάζει», σκέφτηκα. Εκείνος μειδίασε.
› Δεν θα φύγεις εσύ, καλογεράκι μου, εγώ φεύγω.
Το είπε και το μειδίαμα έγινε πλατύ χαμόγελο.
Εκεί να δεις, αδελφέ. Έπεσα στην αγκαλιά του. Έκλαιγα σα μωρό. Τον κρατούσα σφιχτά, σα να ’θελα να διώξω μακριά τον θάνατο. Δεν ήθελα κανείς να αγγίξει τον θησαυρό μας. Όμως, αδελφέ, τέτοιοι θησαυροί έχουν θέση στο θησαυροφυλάκιο του Βασιλέως, του Χριστού. Μου είπε για την Ανάσταση. Για τον θάνατο, που νικήθηκε από τον Κύριο. Σηκώθηκε, πήρε από την πρόθεση την Αγία Λαβίδα.
› Τί κοινωνάμε με αυτό, παιδί μου;
› Τον Χριστό, παππούλη. Τον Χριστό, την αιωνιότητα.
› Χορταίνεις με ένα κουταλάκι; Χορταίνεις τον Χριστό;
› Όχι, είπα προσπαθώντας να συγκρατήσω τα δάκρυα μου.
› Είναι αλήθεια! Δεν τον χορταίνεις. Εκεί, λοιπόν, είπε δείχνοντας ψηλά, είσαι μέσα σε αυτόν και κοινωνάς διαρκώς την παρουσία Του.
Κατάφερε, όπως πάντα, να διώξει τη θλίψη απ’ την καρδιά μου. Δεν ήθελα να φύγω. Λες κι αν έμενα, δεν θα έφευγε εκείνος. Από εκείνη τη μέρα κατέβαινα καθημερινά στο ασκητήριο. Έβαζα τη μνήμη μου να κρατά γερά τα πάντα, τους λόγους, τις κινήσεις, όλα!
Δεν ήθελα τίποτα να χάσω. Οι μέρες περνούσαν. Ήρθε το φθινόπωρο. Οι δυνάμεις του διακριτικά υποχωρούσαν. Κι εκείνος ένιωσε την υποχώρηση και χαιρόταν, σα μικρό παιδί που του δίνεις γλυκό. Μέσα στο Σαρανταήμερο των Χριστουγέννων λειτούργησε αρκετές φορές. Τα Χριστούγεννα ήταν εξαντλημένος. Ο ηγούμενος και όλοι οι πατέρες κατέβηκαν να τον δουν στη σπηλιά. Τον παρακαλούσαν να ανέβει στο μοναστήρι, για να μπορούν να τον περιποιηθούν. Να ζεσταθεί και λίγο. Τους ευχαριστούσε με τα δυο χεράκια του στο στήθος. Ζητούσε τις προσευχές τους. Παρακαλούσε να τον συγχωρήσουν.
Μπήκε ο Ιανουάριος. Το χιόνι σκέπασε τα πάντα. Το μυαλό μου ήταν διαρκώς στο ασκητήριο και τον Άγιο κάτοικό του. Τρεις μέρες δεν μπόρεσα να κατέβω. Όλα σκεπασμένα. Άφησα τη συνήθεια να με οδηγήσει. Κινδύνευσα, αλλά κατέβηκα. Και ο παππούς μας στη γωνιά του. Το φωτεινό του πρόσωπο με καλωσόρισε με ένα χαμόγελο. Δεν μιλούσε. Το βράδυ έμεινα κοντά του. Είχε ξαστεριά και πολύ κρύο. Τα αστέρια και τα μάτια του φώτιζαν τη βραδιά. Η προσευχή του ζέσταινε κι εμένα, που έτρεμα από την παγωνιά.
Ξημέρωσε η 26η Ιανουαρίου. Σύρθηκε μέχρι την άκρη της σπηλιάς. Βγήκε έξω. Μου έκανε νόημα να τον σηκώσω. Τον κράτησα γερά, χωρίς να δυσκολευτώ. Είχε φροντίσει η άσκηση να αφαιρέσει το βάρος.
Σηκώθηκε. Κοίταξε τη Θήβα, τον κάμπο, τον Κιθαιρώνα… Τα σταύρωσε! Έστρεψε το βλέμμα προς το μοναστήρι. Γονάτισε με δυσκολία και έκανε πως προσκυνά. «Το Τίμιο Ξύλο ασπάζεται», σκέφτηκα. Γυρίσαμε με δυσκολία στη γωνιά του. Ακούμπησε την πλάτη στον βράχο του. Έκλεισε τα μάτια και έφυγε.
Τι γλυκύτητα μέσα στον άγριο βράχο! Τι ζεστασιά μέσα στην παγωμένη μέρα! Ο παππούς μας στον ουρανό, στην αγκαλιά του Κυρίου.
Ανέβηκα στο μοναστήρι. Πέντε πατέρες τον ανεβάσαμε με δυσκολία μέσα στο χιόνι. Κάναμε αγρυπνία και την άλλη μέρα την ταφή. Όχι στο κοιμητήρι αλλά πάνω από τη σπηλιά του, κοντά στη γωνιά του. Και μοιάζει ο τάφος, αδελφέ, με φυλάκιο κι ο Όσιος… φρουρός όλης της Βοιωτικής γης! Εάν φτάσεις στον τάφο του, με το βλέμμα αγκαλιάζεις όλη την περιοχή, όπως κι εκείνος με την ικεσία του.»
(Πηγή: Από το βιβλίο «Στα μονοπάτια της αγάπης του Θεού», των π. Σπυρίδωνος Βασιλάκου και Αθανασίου Καραπέτσα, κυκλοφορείται από τις εκδόσεις «ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ», Αναλογία)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Σαγματίου τὸ Ὄρος Πάτερ ἡγίασας, τῇ ἰσαγγέλῳ ζωῇ σου Κλήμη μακάριε, Ἀθηνῶν θεοειδὲς καὶ θεῖον βλάστημα· σὺ γὰρ ἐν στύλῳ ὑψωθείς, ὅλος μετάρσιος τὸν νοῦν, ἐδείχθης τῇ πολιτείᾳ. Καὶ νὺν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Βλαστήσας σεπτῶς, ἐξ Ἀθηνῶν μακάριε, ἀσκήσει στερρᾷ, ἐν Σαγματίῳ ἔλαμψας· ἀρθεὶς ἐπὶ τοῦ στύλου γάρ, τῶν Ἀγγέλων ἐγένου συνόμιλος· μεθ’ ὧν συνὼν δυσώπει ἀεί, ὦ Κλήμη ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.
Μεγαλυνάριον.
Κλῆμα τῆς ἀσκήσεως μυστικόν, Κλήμη θεοφόρε, ἀνεδείχθης ταῖς ἀρεταῖς, καὶ πᾶσι παρέχεις, τῆς πρὸς Χριστὸν ἀγάπης, καὶ ἐναρέτου βίου, τὸ νέκταρ Ὅσιε.
Ὁ Οἶκος.
Άγγελοι τη ασκήσει, Θεοφόροι δειχθέντες, πορεύετε ημίν τας ελλάμψεις θεόθεν, και τας γε αειφώτους μαρμαρυγάς της αρετής, και του θείου φωτός την καλλονήν` διό και κραυγάζομεν, τοιαύτα μεγαλοφώνως:
Χαίρε Κλήμης, ασκητών καλλονή
Χαίρε Γερμανέ, φυτόν αειθαλές
Χαίρε μοναζόντων το εγκαλλώπισμα
Χαίρε Βοιωτίας το αγαλλίαμα
Χαίρετε φωσφόροι και λαμπτήρες αείφωτοι
Χαίρετε καλλονής Παραδείσου επόπται
Χαίρετε κρουνοί των θαυμάτων αέναοι
Χαίρετε φαιδροί μαργαρίται θείοι
Χαίρετε των εν βίω ακέστορες
Χαίρε ζεύγος αγιόλεκτον.
Ο μέγας αυτός Άγιος Γρηγόριος ο Τριαδικός Θεολόγος και ιεράρχης γεννήθηκε στη Αριανζώ το 329 μ.Χ, ένα μικρό χωριό της Καππαδοκίας, κοντά στη κωμόπολη Ναζιανζώ, εξ ου αναφέρεται και ως Ναζιανζηνός. Οι γονείς του ήτον ευγενείς και δίκαιοι, Γρηγόριος και Νόννα ονόματι, σεβόμενοι εξ αγνοίας τα είδωλα.
Εμαρτύρησεν εν Κωνσταντινουπόλει περίπου το αψκ΄ (1720) Ιανουαρίου κε΄ (25)
Αυξεντίω στέφανος ηυξήθη μέγας,
εις ουράνια διά του μαρτυρίου.
Ούτος ο μάρτυς του Χριστού Αυξέντιος, ήτον από μίαν Επισκοπήν των Ιωαννίνων, ονομαζομένων Βελλάς, γέννημα ευσεβών Χριστιανών. Νέος δε έτι ων, επείγε εις Κωνσταντινούπολιν και εδούλευε την τέχνην των γουναράδων εις το χάνι το λεγόμενον Μαχμούτ Πασσά. Αλλά ο εχθρός του καλού διάβολος όπου πάντοτε δεν παύει να πολεμεί τους νέους με διάφορους τρόπους, δεν υπέφερε να βλέπει και τούτου του νέου την καθαρότητα, όθεν έσπειρεν εις αυτόν λογισμούς τοιούτους. Ήγουν, ότι, να απεράσει ετούτην την πρόσκαιρον ζωήν με ηδονάς και ξεφαντώματα και με άλλα παρόμοια. Και έτζη τον επλάνεσε και άφησε την τέχνην του, και επήγε με τα βασιλικά καράβια. Εκεί λοιπόν κάμνοντας μερικόν καιρόν και ξεφαντώνοντας με τους συντρόφους του τους αλλοφύλους, εσυκοφαντήθει παρ’ αυτών των ιδίων ψευδώς, πως ηρνήθει τον Χριστόν και ομολόγησε την θρησκείαν αυτών. Όθεν φοβηθείς, μήπως τον διαβάλουν εις τον αυθέντην του καραβίου του, έφυγεν εκείθεν κρυφίως και ήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν (ήτον γαρ έξω αυτής) ενδυμένος όχι με τα συνήθη των Καλιουντζήδων (στρατιωτών σε πολεμικά πλοία) φορέματα, αλλά με άλλα ταπεινά, και αγοράσας ένα καΐκιον, εδούλευε με αυτό, δια να εβγάνει την ζωοτροφίαν του. Εμετανόησε δε και ολοψύχως δια τα πρότερα σφάλματα όπου έκαμε, και μάλιστα κατεκαίετο η καρδία του από τον έρωτα του Μαρτυρίου, και νύκτα και ημέραν παρεκάλει τον Θεόν μετά θερμών δακρύων, να του δείξει κανένα έμπειρον πνευματικόν δια να εξομολογηθεί εις αυτόν, και να του φανερώσει τον πόθον, όπου είχεν εις το να πίει το του Μαρτυρίου ποτήριον. Ο δε Θεός δεν παρήκουσε την δέησίν του, αλλά του έστειλεν ιατρόν έμπειρον, κατά τον πόθον του, με τοιούτον τρόπον.
Ο σύγκελλος της Μεγάλης Εκκλησίας Γρηγόριος, (όστις ήτον αγιορείτης, εκ της σεβασμίας μονής του Ξηροποτάμου) θέλοντας να περάσει μιαν ημέραν από το Καράκιοϊ εις το Φανάρι, κατ’ οικονομίαν Θεού, εμβήκεν εις το καΐκιον του νέου. Ο δε νέος βλέποντας το ευλαβητικόν ήθος του συγκέλλου, απεφάσισε να αποκαλύψει εις αυτόν τον σκοπόν του. Και λοιπόν, αφού εβγήκεν από το καΐκι, επήρεν αυτόν καταμόνας και του εφανέρωσε την διάπυρον αγάπην, όπου είχεν εις το να μαρτυρήσει δια τον Χριστόν. Ο δε σύγκελλος επαίνεσε μεν τον σκοπό του, τον εμπόδισεν όμως από τον αγώνα του Μαρτυρίου, φοβούμενος μήπως δειλιάσει εις τας βασάνους, και έτζη του είπεν: άκουσον τέκνον μου, αι επιβουλαί του πονηρού διαβόλου είναι πολλαί και φοβούμαι, μήπως σε κάμει και δειλιάσεις εις τα βάσανα και υστερηθείς τον γλυκύτατόν μας Ιησούν Χριστόν. Αλλά φύγε από εδώ και πήγαινε εις καμμίαν ησυχίαν και εκεί γίνου καλόγηρος, και πέρασε την ζωήν σου ενάρετα. Και ελπίζω εις την αγαθότητα του γλυκυτάτου μας Ιησού να σε συναριθμήσει μετά θάνατον, εις τον χορόν των Μαρτύρων, διά να χαίρεσαι αιωνίως.
Ο δε νέος ακούοντας ταύτα εσιώπα μεν, ευλαβούμενος τον πνευματικόν αυτού πατέραν, η καρδία του όμως κατεφλέγετο από τον θείον έρωτα του Μαρτυρίου. Όθεν εδούλευε πάλιν με το καΐκιον του, και από τα άσπρα που έβγανεν, εκράτει μόνον όσα ήσαν αρκετά διά ζωοτροφίαν του, τα δε λοιπά, εμοίραζεν είς τους πτωχούς. Επέρνα δε και εις το εξής την ζωήν του με νηστείας και με ολονυκτίους αγρυπνίας. Πολλάκις δε επήγαινεν εις τον ναόν της Υπεραγίας Θεοτόκου, έξω εις την Ζωοδόχον πηγήν, και όλην την νύκτα παρεκάλει την πανάχραντον, δια να τον ενδυναμώσει να τελειώσει την ζωήν του με Μαρτύριον. Και λοιπόν με τοιαύτα και τοσαύτα όπλα αρματώθη από την θείαν χάριν του Αγίου πνεύματος και ενδυναμώθη από την πρεσβείαν της Θεοτόκου, και ούτως επήγε πάλιν εις το πρότερον καράβι όπου ήτον. Οι δε σύντροφοί αυτού και οι άλλοι όπου τον εγνώριζαν, ευθύς όπου τον είδον, ώρμησαν κατεπάνω του με μεγάλον θυμόν και τον εκτύπουν. Άλλοι δε του έλεγον, εσύ ήσουν εις την θρησκείαν μας και πως τώρα άλλαξες την γνώμην σου; Και ταύτα λέγοντες, ετράβηξαν εις το κριτήριον. Ο δε Μάρτυς του Χριστού, χωρίς να δειλιάσει ολότελα, με φαιδρόν πρόσωπον αντέλεγεν εις αυτούς, φωνάζωντας παρησσία. «Εγώ Χριστιανός ήμουν και είμαι και δια τον Χριστόν μου έτοιμος είμαι να λάβω μυρία βάσανα».
Ένας δε από εκείνους, μην υποφέροντας την τόσην παρρησίαν του Αγίου, εκτύπησεν αυτόν εις το μέτωπον με σίδηρον και εχύθη ο δεξιός του οθφαλμός. Ο δε Μάρτυς μηδέν δειλιάσας εις τούτο, ευχαρίστει τον Κύριον όπου τον ηξίωσε να πάσχει διά το όνομά του. Ο δε αλιτήριος εκείνος, πάλιν εκτύπησεν εις το στόμα του Μάρτυρος και ευθύς έπεσαν δύο του οδόντια. Αλλά ο Μάρτυς πάλιν με λαμπράν φωνήν εκύρηττε τον Χριστόν, Θεόν αληθινόν. Όθεν επήγαν αυτόν εις το κριτήριον του μουλά πρώτον και ηρώτησεν αυτόν ο κριτής, διατί άλλαξε την προτέραν του γνώμην και ηρνήθη την θρησκεία των; Καθώς μαρτυρούν οι εκεί παρόντες μάρτυρες, ότι ηρνήθει τον Χριστόν και ομολόγησε δια καλήν την θρησκείαν αυτών; Τότε ο Άγιος αναβιβάσας τον νούν του εις τον Θεόν και ζητήσας την θείαν του βοήθειαν, εστράφη εις τον κριτήν, και του λέγει με πεπαρρησιασμένην φωνήν: «Εγώ, δικαστά, ουδέποτε αρνήθηκα τον γλυκύτατόν μου Χριστόν, αλλά πιστεύω και ομολογώ αυτόν Θεόν παντοδύναμον και ποιητήν του σύμπαντος κόσμου, και είμαι έτοιμος να χύσω το αίμα μου δια την πίστην μου και όχι να τουρκίσω. Μη γένοιτο ποτέ Κυριέ μου».
Ταύτα ως ήκουσεν ο δικαστής, όλος επλήσθη θυμού και προστάσσει τους υπηρέτας να κτυπήσουν τριακοσίας ραβδίας εις τους πόδας του Αγίου. Οι δε υπηρέται ετέλεσαν παρευθύς το προσταττόμενον, όθεν έτρεχε το αίμα ποταμηδόν από τους όνυχας των ποδών του Μάρτυρος. Ο δε Άγιος ευχαρίστει μεγάλως τον Κύριον, παρακαλώντας τον, δια να τον ενδυναμώσει και εις το εξής να τελειώσει τον δρόμον του Μαρτυρίου. Είτα επρόσταξεν ο κριτής να υπάγουν τον Μάρτυρα εις το Πασσιά καπισί, και να τον φυλακώσουν εκεί, έως ου να γένη μεγαλυτέρα κρίσις, δια να τον κρίνουν, επειδή τότε έτυχε να είναι ημέρα Παρασκευή, ο και εγένετο. Ο δε πνευματικός αυτού πατήρ, ο προρρηθείς λέγω Γρηγόριος, μαθών την παρρησίαν του Αγίου και τα βάσανα όπου υπέμεινε διά τον Χριστόν, έκαμε τρόπον και επήγε και τον αντάμωσε μέσα εις την φυλακήν, και με τους λόγους του τον επαραθάρρυνε να μη δειλιάσει εις τους αγώνας, αλλά να σταθεί με ανδρείον φρόνημα, δια να καταισχύνει τον διάβολον κα να λάβει λαμπρούς τους στεφάνους της νίκης παρά του αθλοθέτου Θεού. Ο δε Μάρτυς εζήτησε να μεταλάβει τα άχραντα μυστήρια, και ευθύς του τα έφερε ο σύγκελλος και επλήρωσε την αίτησίν του. Την ερχομένην Τρίτην έφεραν τον Άγιον εις το κριτήριον, με βαρείας αλύσεις δεδεμένον, ωσάν κακούργον. Αυτός δε έστεκε χαρούμενος, ωσάν να έστεκεν εις καμμίαν πανήγυριν. Βλέποντας δε αυτόν ο βεζύρης, με άγριον και φονικόν βλέμμα, του λέγει: «διατί εσύ δεν ομολογείς την εδικήν μας θρησκείαν καλήν και αληθινήν, αλλά την αποστρέφεσαι και την εξουθενείς;» Τότε ο Μάρτυς του λέγει: «εγώ Χριστιανός εγεννήθηκα και Χριστιανός θέλω να αποθάνω, και δεν αρνούμαι την πίστην μου, καν μύρια βάσανα μου κάμετε, διατί αυτή είναι καλή και αληθινή. Και άμποτε να πιστεύσετε και εσείς αυθέντα, διά να μη κολασθείτε.»
Ταύτα ακούσας παρ’ αυτού ο βεζύρης, όλος επλήσθει θυμού, και βλέπων το αμετάθετον της γνώμης του Μάρτυρος, έδωκε κατ’ αυτού την τελευταίαν διά ξίφους απόφασιν. Και παρευθύς αρπάζοντες τον οι υπηρέται, τον έφερον εις τον τόπον της καταδίκης. Ο δε Άγιος έκαμε δέησιν προς τον Θεόν, διά την σύστασιν και την ειρηνικήν κατάστασιν των ορθοδόξων Χριστιανών, και όλα του κόσμου. Έπειτα γονατίσας, είπεν εις τον δήμιον να κάμει εκείνο, όπου επροστάχθη. Ο δε, απέκοψε την Αγίαν αυτού κεφαλήν τη κέ Ιανουαρίου ημέρα γ΄, ώρα β΄ της ημέρας, και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος του Μαρτυρίου τον στέφανον, όντας εις την ηλικίαν ετών τριάκοντα. Τη δε ερχομένη Τετάρτη προς το ξημέρωμα, φώς ουράνιον εκατέβη επάνω εις το μαρτυρικόν λείψανον, το οποίο είδον όχι μόνον πολλοί Χριστιανοί, αλλά και πολλοί Τούρκοι, οίτινες και το ωμολόγουν και το εκήρυττον ενώπιον πάντων. Ο δε φιλόχριστος άρχων, Μιχαήλ ο του βασιλέως τερτζίμπασης (αρχιράπτης), έχων θάρρος εις την σουλτάναν, παρεκάλεσεν αυτήν, διά να προστάξει να του δοθεί το σώμα του Μάρτυρος, διά να το θάψει, ήτις επρόσταξε και του το έδωσαν. Λαβών δε ο άρχων το σώμα του Αγίου, το έπλυνε με διάφορα μύρα και αρώματα, καθώς έκαμε και ο Νικόδημος εις το τεθεωμένον σώμα του Ιησού, και ούτω με πολλήν ευλάβειαν το εσήκωσαν οι Χριστιανοί, ομού με τον Πατριάρχην και τους παρευρεθέντας αρχιερείς, και το επήγαν εις τον ναόν της Ζωοδόχου Πηγής, και εκεί το ενταφίασαν εντίμως. Μετά δύο χρόνους ο προρρηθείς άρχων, έχων πολλήν ευλάβειαν εις τον Μάρτυρα, έκαμεν ανακομιδήν του λειψάνου του και ευθύς όπου άνοιξαν τον τάφον, εβγήκε τόση άρρητος ευωδία, ώστε οπού εθαύμασαν όλοι οι εκείσε ευρεθέντες Χριστιανοί και εδόξασαν τον Θεόν, όπου δοξάζει τους αυτόν δοξάζοντας. Επήρε δε ο άρχων την Αγίαν κάραν του Μάρτυρος εις τον οίκον του, και επειδή έτυχε να είναι ασθενείς οι υιοί του με δεινήν και βαρυτάτην ασθένειαν, ευθύς οπού ησπάσθησαν από την κλίνην με πίστιν και ευλάβειαν την Αγίαν κάραν, ώ του θαύματος! ηγέρθησαν από την κλίνην και εγένοντο τελείως υγιείς, δοξάζοντες τον Θεόν και τον Άγιον.
Αλλά και κάποιος ράπτης, Νικόλαος ονομαζόμενος, εις δεινήν και χαλεπήν ασθένειαν ευρισκόμενος, και αποφασισθείς εις θάνατον από τους ιατρούς, επειδή πλέον απελπίσθη από τη παρούσαν ζωήν, ενθυμήθη το θαύμα όπου έκαμεν ο Άγιος εις τους υιούς του τερτζίμπαση, και ευθύς έστειλε και έφεραν την Αγίαν κάραν. Και καθώς την έθεσαν επάνω του, δόξασε τον Θεόν και τον Μάρτυρα. Ο δε προρρηθείς Παπά Γρηγόριος ο Ξηροποταμηνός, ακούσας τα θαύματα του Μάρτυρος και έχοντας ευλάβειαν εις τον Άγιον, επήγεν εις τον άρχοντα, όστις ήτον φίλος του και τον παρεκάλεσε να αφιερώσει την Αγίαν κάραν του Μάρτυρος εις το εδικόν του Μοναστήριον του Ξηροποτάμου.
Ο δε άρχων και διά την ευλάβειαν οπού είχεν εις το αυτό Μοναστήριον και διά την φιλίαν, οπού είχε με τον άνωθεν σύγκελλον, αφιέρωσεν αυτήν ως δώρον πολύτιμον, ήτις ευρίσκεται μέχρι του νύν εις την αυτήν σεβασμίαν Μονήν, πηγάζουσα καθ’ εκάστην διάφορα θαύματα, λυτρώνουσα πολλούς από την θανατηφόρον ασθένειαν της λοιμικής και της πανώλης, και από πολλά άλλα πάθη και νόσους ελευθερούσα εκείνους, όπου μετ’ ευλαβείας και θερμής πίστεως εις αυτήν καταφεύγουσιν, εις δόξαν Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας.
Αμήν.
Πηγή: (από το «Νέον Μαρτυρολόγιον» του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου) Περιοδικό ΕΝΔΟΝ
Ο Άγιος Βλαδίμηρος γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1848 μ.Χ. στο χωριό Μάλιε Μορόσκι της επαρχίας του Ταμπώφ της Ρωσίας. Το κοσμικό του όνομα ήταν Βασίλειος Νικηφόροβιτς Μπογκογιαβλένσκυ. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο εκκλησιαστικό σχολείο και έπειτα σπούδασε στη θεολογική σχολή του Κιέβου. Όταν το 1874 μ.Χ. αποπεράτωσε τις σπουδές του, διορίσθηκε ως καθηγητής στην εκκλησιαστική σχολή του Ταμπώφ, όπου και νυμφεύθηκε.
Από μικρό παιδί είχε κλήση προς την ιεροσύνη. Έτσι, το έτος 1882 μ.Χ., χειροτονείται πρεσβύτερος και τοποθετείται στο ναό του Κοζλώφ. Η πρώτη δοκιμασία δεν άργησε να έλθει. Στην αρχή της ιερατικής του διακονίας, μαζί με τον σταυρό της ιεροσύνης, σηκώνει και τον σταυρό της χηρείας. Το 1886 μ.Χ. απεβίωσε η πρεσβυτέρα σύζυγός του και λίγο αργότερα το μονάκριβο παιδί του.
Η υπομονή του Αγίου ήταν όμοια με αυτή του πολύπαθου Ιώβ. Φεύγει πλέον από τον κόσμο και ακολουθεί τη μοναχική οδό. Εγκαταβιώνει σε μονή του Κοζλώφ και στις 6 Φεβρουαρίου 1886 μ.Χ. κείρεται μοναχός με το όνομα Βλαδίμηρος. Το έτος 1888 μ.Χ. εκλέγεται Επίσκοπος της πόλεως Σταρορούσκϊυ και καλείται να διακονήσει το λαό του Θεού. Αφιερώνεται ολόψυχα στο πολύπαθο και ταλαιπωρημένο ποίμνιό του. Όλοι αναγνώριζαν στο πρόσωπό του τον αληθινό ποιμένα και πατέρα και του φιλανθρώπου Χριστού τον γνησιότατο μιμητή.
Στις 19 Ιανουαρίου 1891 μ.Χ. εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος Σαμάρα, το 1892 μ.Χ. Αρχιεπίσκοπος Καρτάλιν και Καχεζίας και στις 21 Φεβρουαρίου 1898 μ.Χ. Μητροπολίτης Μόσχας. Το ποιμαντικό, φιλανθρωπικό και κοινωνικό του έργο είναι τεράστιο. Διακόπτεται, όμως και πάλι, όταν εκλέγεται, στις 23 Νοεμβρίου 1912 μ.Χ., Μητροπολίτης της Αγίας Πετρουπόλεως. Το 1915 μ.Χ. η Εκκλησία του αναθέτει τα καθήκοντα του Μητροπολίτη Κιέβου.
Σε κάθε τόπο που διακονούσε ο Άγιος Βλαδίμηρος άφηνε τα ίχνη της αγιότητάς του. Κυριολεκτικά δαπανούσε τον εαυτό του για την σωτηρία των ανθρώπων. Τα χρόνια ήταν δύσκολα. Το επαναστατικό κίνημα άρχισε να φουντώνει. Ο Άγιος προβλέποντας τα μέλλοντα, μιλώντας προς τους σπουδαστές του εκκλησιαστικού σεμιναρίου της Μόσχας, έλεγε: «Ίσως να πιστεύετε ότι ο Πνευματικός άρτος που δίδει η Εκκλησία στον κόσμο έχει γίνει πολύ σκληρός, για να φαγωθεί από τους ανθρώπους. Θα έπρεπε να αναρωτηθούμε για το ποιοι εμείς είμαστε και τι κάνουμε για τους πτωχούς αδελφούς μας. Οι αδελφοί μας πεινάνε. Είναι στο σκοτάδι. Και εμείς οφείλουμε να εργασθούμε, για να φωτίσουμε την ζωή τους με το φως του Χριστού, την πίστη, την ελπίδα».
Τα γεγονότα της Οκτωβριανής επαναστάσεως (1917) αποτέλεσαν, για τους κατοίκους του Κιέβου, την αφορμή για να επιχειρήσουν την ανεξαρτησία τους. Το Ουκρανικό συμβούλιο πίεσε τον Άγιο να προβεί σε εκκλησιαστική αυτονομία. Εκείνος δεν το έπραξε και τον εκθρόνισαν.
Ό Μητροπολίτης Βλαδίμηρος, οντάς τότε 70 χρόνων, υπέφερε πολλές ύβρεις, απειλές καί θλίψεις. Στίς 12 Δεκεμβρίου 1917 τόνισε με θάρρος: «Δεν φοβάμαι τίποτε καί κανέναν. Είμαι έτοιμος σε κάθε στιγμή να δώσω τη ζωή μου για την αληθινή ρωσική πίστη καί για την Εκκλησία του Ίησού Χρίστου,για να εμποδίσω τους εχθρούς της Εκκλησίας από το να την εμπαίξουν. Θα υποφέρω τα μαρτύρια μέχρι τέλους, για να διατηρήσω τη Ρωσική Εκκλησία στο Κίεβο,οπού πήρε την αρχή της». Λέγοντας αυτά αναλύθηκε σε δάκρυα.
Μετά τον παραγκωνισμό του κατέφυγε στην περίφημη Μονή των Σπηλαίων (Περτσέσκαγια Λαύρα). Δεν θέλησε να υποχωρήσει, παρά τίς απειλές. "Αν υποχωρούσε, θα διέφευγε το μαρτυρικό θάνατο.
Δεν πέρασε πολύς καιρός καί το Κίεβο δοκίμασε τη φρίκη του εμφυλίου πολέμου. Πολλές εκκλησίες καταστράφηκαν από τους βομβαρδισμούς των μπολσεβίκων. Το πανύψηλο κωδωνοστάσιο της Λαύρας θεωρήθηκε ότι ήταν παρατηρητήριο, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν. "Ομως το περίφημο μοναστήρι δέχθηκε ανηλεείς βομβαρδισμούς από τους μπολσεβίκους.
Τελικά το Κίεβο κατελήφθη από τον «κόκκινο στρατό». Στίς 23 Ιανουαρίου 1918 οι «κόκκινοι» κατέφθασαν στην Περτσέσκαγια Λαύρα. Μπήκαν στίς εκκλησίες αναιδέστατα, με τα τσιγάρα στο στόμα καί άρχισαν το αποτρόπαιο έργο της βεβήλωσης καί λεηλασίας. Την ώρα της εισβολής οι μοναχοί έψαλλαν την ακολουθία τους.Δεν τους σεβάστηκαν.'Αρχισαν να βλαστημούν, να βρίζουν, να καταστρέφουν, να αρπάζουν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους.
Το μένος τους στράφηκε καί κατά των μοναχών, τους οποίους έβγαλαν στην αυλή καί τους υποχρέωσαν να βγάλουν τα παπούτσια τους καί τα εξωτερικά τους ρούχα. Έπειτα άρχισαν να τους χτυπούν αλύπητα με μαστίγια από δέρμα.
Ό Μητροπολίτης Βλαδίμηρος έβλεπε με θλίψη όλο αυτό το όργιο λεηλασίας καί βεβήλωσης. Δεν αντέδρασε. Έβρισκε καταφύγιο στην προσευχή. Στίς 24 Ιανουαρίου τέλεσε τη Θεία Λειτουργία πού έμελλε να είναι ή τελευταία του. Λειτούργησε με έκδηλη κατάνυξη. Τήν ίδια μέρα κατέφθασε ένα άλλο στρατιωτικό απόσπασμα με τον αξιωματικό τους. Προχώρησαν στην τράπεζα της μονής για να φάνε. Το μαύρο ψωμί των μοναχών το περιφρόνησαν. Το πέταξαν με οργή στο πάτωμα λέγοντας «ότι δεν είναι γουρούνια για να φάνε τέτοιο ψωμί». Οι μοναχοί απάντησαν ήρεμα:
› Σάς δίνουμε το ψωμί πού τρώμε καί εμείς...
Την επόμενη μέρα τρείς άνδρες καί μία γυναίκα, οπλισμένοι, βρέθηκαν καί πάλι στην τράπεζα της μονής. Αφού έφαγαν, ό επικεφαλής αξιωματικός δήλωσε ψυχρά στους μοναχούς:
› Δεν θα ξαναδείτε το Μητροπολίτη σας.
Έπειτα μπήκαν στο ήγουμενείο, έκαναν ερευνά καί έκλεψαν χρήματα καί κάθε πράγμα αξίας. Ή έρευνα επεκτάθηκε καί σε αλλά κελλιά καθώς καί στο κελλί του Μητροπολίτη Βλαδίμηρου. Δεν βρήκαν τίποτα το αξιόλογο.
Το ίδιο βράδυ οι μπολσεβίκοι πήγαν στο ισόγειο ενός κτιρίου της μονής, εκεί πού ζούσε τον τελευταίο καιρό ό Μητροπολίτης. Χτύπησαν δυνατά το κουδούνι καί τους άνοιξε ένας μοναχός. Ρώτησαν αγριεμένοι:
› Που είναι ό Μητροπολίτης Βλαδίμηρος; Θέλουμε να του μιλήσουμε.
Ό Μητροπολίτης βρισκόταν στο προσευχητάριο του καί προσευχόταν. Σάν ακούσε τίς φωνές σταμάτησε την προσευχή του, παρουσιάστηκε μπροστά τους καί τους ρώτησε τί θέλουν.
Οι μπολσεβίκοι, μόλις τον είδαν, τον συνέλαβαν καί τον οδήγησαν στο κελλί του, οπού έμειναν για 20 λεπτά. Σ' αυτό το διάστημα άρχισαν να τον βρίζουν χυδαία, να τον απειλούν, να τον χτυπούν. Τον έσφιξαν στο λαιμό με την άλυσίδα του σταυρού του απαιτώντας να τους δώσει χρήματα. Έπειτα του είπαν να τους ακολουθήσει. Σύντομα ντύθηκε επίσημα, σαν να πήγαινε για να λειτουργήσει. Φόρεσε το ράσο, το άσπρο επάνω καλύμμαυχο καί το εγκόλπιο του. Κατά τη διαδρομή συνάντησαν τον επίσκοπο Θεόδωρο καί τον ηγούμενο της Λαύρας Αμβρόσιο. Ό Μητροπολίτης γύρισε καί τους είπε:
› Με πάνε για να με τουφεκίσουν.
Προχώρησαν λίγο ακόμη κι έφτασαν στη σκάλα πού όδηγούσε στο πρώτο πάτωμα. Ό Μητροπολίτης γύρισε καί τους είπε:
› "Αν θέλετε να με τουφεκίσετε, κάνετε το εδώ.
Ό αξιωματικός φώναξε αγριεμένος:
› Ποιος θέλει να σε τουφεκίσει; Εμπρός, πάμε.
Περπατώντας έξω στην αυλή, ένας ηλικιωμένος μοναχός, ό Φίλιππος,τον πλησίασε, του έβαλε μετάνοια καί ζήτησε την ευλογία του. Ό αξιωματικός τον έσπρωξε θυμωμένος καί φώναξε:
› 'Οχι πια προσκυνήματα σ' αυτές τίς βδέλλες πού πίνουν το αίμα του λάου! Αρκετά πια.
Ό Μητροπολίτης ατάραχος πλησίασε το γέροντα μοναχό , τον ευλόγησε, τον ασπάσθηκε καί του είπε:
› Αντίο Φίλιππε. (Λέξη πού στα ρωσικά σημαίνει καί «συγγνώμη».)
Ήταν καί ό τελευταίος πού αποχαιρέτησε. Σά να το ένιωσε, τα μάτια του άρχισαν να τρέχουν δάκρυα.'Εβγαλε το μαντίλι του καί τα σκούπισε. Ό μοναχός Φίλιππος παρατηρούσε με συγκίνηση το Μητροπολίτη.
Διηγείτο μάλιστα:
› Ό Σεβασμιώτατος όταν έβγαινε από τη μονή ήταν τόσο ειρηνικός, όσο ήταν συνήθως πρίν τελέσει τη Θεία Λειτουργία.
Ό Μητροπολίτης ακολουθούσε τους στρατιώτες «ως πρόβατον επί σφαγήν». Βγήκαν από την κεντρική πύλη του μοναστηριού καί προχώρησαν. Δεν είχε πλέον καμιά άμφιβολία για τίς προθέσεις καί διαθέσεις των μπολσεβίκων. Στίς δύσκολες τελευταίες αυτές στιγμές, όταν ή δειλία προσπαθεί να εισβάλει στην ψυχή καί να φέρει αναστάτωση ή καί απόγνωση, ό Μητροπολίτης Βλαδίμηρος, μιμούμενος τους αγίους μάρτυρες, σ' όλη τη διαδρομή προσευχόταν, έψαλλε ύμνους κι έκανε το σημείο του σταυρού. Προχώρησαν περίπου ένα χιλιόμετρο μακριά από τη Λαύρα. Εκεί σταμάτησαν. Ό Μητροπολίτης κατάλαβε. Γύρισε καί ήρεμα ρώτησε:
› Εδώ θέλετε να με εκτελέσετε;
Ένας από τους εκτελεστές απάντησε ειρωνικά:
› Γιατί όχι; Μήπως περιμένεις να σε τιμήσουμε;
Κι ενώ το εκτελεστικό απόσπασμα έπαιρνε θέση,ζήτησε να του χαρίσουν λίγη ώρα να προσευχηθεί. 0ι δήμιοι του επέτρεψαν λέγοντας:
› Ναί, μόνο κάνε γρήγορα.
'Υψωσε τα χέρια του στον ουρανό καί προσευχήθηκε δυνατά.
› Κύριε, συγχώρεσε μου όλα τα αμαρτήματα, τα εκούσια καί τα ακούσια καί δέξου την ψυχή μου εν ειρήνη.
Έπειτα, πιάνοντας με τα δύο του χέρια το σταυρό του, μιμούμενος τον άνεξίκακο Κύριο του, ευλόγησε τους δημίους του καί είπε:
› Ό Θεός να σας συγχωρήσει.
Οι δήμιοι δεν περίμεναν άλλο. Ή μορφή του ήταν έλεγχος στη συνείδηση τους. "Ηθελαν να τελειώνουν γρήγορα. Έστρεψαν τίς κάνες των οπλών τους καί τον πυροβόλησαν. Μέσα στη νύχτα ακούστηκαν τέσσερις πυροβολισμοί. 'Επειτα δύο. Κι άλλος ένας. Ή ψυχή του νεομάρτυρα Μητροπολίτη φτερούγισε για τον ουρανό, για να συναντήσει Αυτόν πού τόσο αγάπησε καί για να δεχτεί το μαρτυρικό στεφάνι. Ή αγιασμένη γη του Κιέβου ποτίστηκε με το αίμα του πρώτου νεομάρτυρα Μητροπολίτη.
«Ην δε νύξ». Κατάλληλη ώρα για τέτοιου είδους εγκλήματα, όπως είπε ό Χριστός εκείνη τη νύχτα στη Γεθσημανή.
«Αυτή εστίν υμών ή ώρα καί ή εξουσία του σκότους». Οι πυροβολισμοί ακούστηκαν στο μοναστήρι. Ένας δόκιμος μοναχός είπε ανήσυχος:
› Πυροβόλησαν το Μητροπολίτη.
Ένας άλλος απάντησε:
› "Οχι, δεν πιστεύω, οι πυροβολισμοί ήταν πολλοί για ένα μάρτυρα.
Δεν πέρασαν παρά ελάχιστα λεπτά καί δεκαπέντε επαναστάτες με ρόπαλα καί φανάρια άρχισαν να τρέχουν στην αυλή του μοναστηρίου. Ένας άπ' αυτούς ρώτησε τους μοναχούς:
› Συνέλαβαν τό Μητροπολίτη;
Οί μοναχοί απάντησαν:
› Ναί, τον οδήγησαν έξω από την πόλη.
Οί επαναστάτες έτρεξαν έξω. Σέ μισή ώρα ξαναγύρισαν καί οι μοναχοί τους ρώτησαν:
› Βρήκατε το Μητροπολίτη;
Κι αυτοί απάντησαν:
› Ναί, τον βρήκαμε καί θα κάνουμε σ' όλους σας, ο,τι έγινε μ' αυτόν!
Λέγοντας αυτά έφυγαν.
Οι μοναχοί έμειναν με την απορία καί την αμφιβολία για την τύχη του Μητροπολίτη. Ή νύχτα κύλησε μέσα σε κλίμα αγωνίας καί φόβου. Το θλιβερό γεγονός μαθεύτηκε την άλλη μέρα. Μερικές πιστές γυναίκες, πού συνήθιζαν κάθε μέρα να πηγαίνουν στην πρωινή ακολουθία της Λαύρας, βρήκαν το σώμα του Μητροπολίτη. Συγκλονισμένες έτρεξαν στο μοναστήρι κι ενημέρωσαν τους μοναχούς. Οί μοναχοί, με επικεφαλής τον αρχιμανδρίτη 'Ανφίν καί μαζί με τέσσερις γιατρούς, έτρεξαν καί βρήκαν το σώμα του σ' ένα χωράφι πεσμένο ανάσκελα καί σκεπασμένο μ' ένα πανωφόρι. Οί δήμιοι είχαν κλέψει το εγκόλπιο, το σταυρό, το ρολόι, ακόμα καί τα παπούτσια του νεομάρτυρα.
Αργότερα ή ιατρική εξέταση απέδειξε ένα τραύμα από πυροβολισμό στο δεξί του μάτι, μια τομή στο κεφάλι του,μια βαθιά πληγή κάτω από το δεξί αυτί, τέσσερις κοψιές στα χείλη του, δύο πληγές από πυροβολισμούς στη δεξιά ωμοπλάτη, ένα βαθύ τραύμα στο στήθος, μια βαθιά πληγή στη μέση.
Οί μοναχοί ανέπεμψαν σύντομη δέηση στον τόπο του μαρτυρίου. Έπειτα τοποθέτησαν το σώμα του σε φέρετρο καί το μετέφεραν στο μοναστήρι. Κατά τη μεταφορά του μαρτυρικού σκηνώματος του περικύκλωσαν τους μοναχούς δέκα οπλισμένοι επαναστάτες, οι όποιοι άρχισαν να περιπαίζουν, να ειρωνεύονται καί να βρίζουν το νεομάρτυρα Μητροπολίτη καί τους μοναχούς. Φώναζαν στον αρχιμανδρίτη Άνφίν:
› Θέλεις να θάψεις αυτόν; Αυτός αξίζει να πεταχτεί στο χαντάκι. Θέλεις να κάνεις άγια λείψανα, Γι αυτό παίρνεις το σώμα του.
Όταν ή νεκρική πομπή πλησίασε στη Λαύρα, οι πιστές γυναίκες πού ακολουθούσαν έκλαιγαν, προσεύχονταν κι έλεγαν:
› Βασανισμένε άγιε μάρτυρα. Σου αξίζει ό παράδεισος.
Καί οί μπολσεβίκοι απαντούσαν με μίσος:
› Στήν κόλαση είναι ή θέση του, βαθιά στην κόλαση!
Το μαρτυρικό λείψανο του τοποθετήθηκε στην εκκλησία οπού παρέμενε τον τελευταίο καιρό προσευχόμενος. Ή νεκρώσιμη ακολουθία τελέστηκε μέσα σε γενική συγκίνηση.
Το θλιβερό νέο μαθεύτηκε στη Μόσχα, Οπου γινόταν ή σύναξη των Ρώσων επισκόπων. Τα μέλη της συνόδου με πολλή συγκίνηση άκουσαν για το μαρτυρικό θάνατο του καί κήρυξαν τη μέρα της έκδημίας του ως ημέρα ετήσιας προσευχής για όλους τους Ρώσους μάρτυρες καί όμολογητές της πίστης, πού βρήκαν το θάνατο κατά τη μαρτυρική αύτη περίοδο. 'Εγινε μάλιστα ειδική τελετή, οπού έλαβαν μέρος ό Πατριάρχης Τυχών, τα μέλη της συνόδου καί όλος ό κλήρος της Μόσχας.'Ολοι ένιωθαν ότι το μαρτύριο του μητροπολίτη Βλαδίμηρου ήταν προανάκρουσμα μιας μαρτυρικής πορείας καί ό πρώτος κρίκος στην αλυσίδα αμέτρητων νεομαρτύρων.
Από την πρώτη στιγμή στη συνείδηση των πιστών ό Μητροπολίτης Βλαδίμηρος εθεωρείτο άγιος. Ή επίσημη διακήρυξη της αγιότητας του έγινε 71 χρόνια μετά, στίς 3 Όκτωβρίου 1989, από τη σύνοδο της Ρωσικής Εκκλησίας.
Το λείψανό του βρίσκεται στην Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου.
Πηγή: (Από το βιβλίο «Ρώσοι νεομάρτυρες και ομολογητές 1917-1922», Αρχιμανδρίτης Νεκτάριος Αντωνόπουλος, Σειρά Αγιολογική Βιβλιοθήκη 13, Εκδόσεις Ακρίτας, 2000) Προσκυνητής
Γεννήθηκε στὴν Ἁγία Πετρούπολη τῆς Ρωσίας, τὸ ἔτος 1730, καὶ ὡς νεαρὴ ὄμορφη κοπέλα παντρεύτηκε τὸν Ἀντρέα Φεοντόροβιτς Πετρὼφ ποὺ εἶχε τὸν βαθμὸ τοῦ συνταγματάρχου καὶ ἦταν πρωτοψάλτης στὴν βασιλικὴ αὐλή. Ἡ θέση αὐτὴ ἦταν μιὰ πολὺ ὑψηλὴ κοινωνικὴ θέση καὶ ἔδινε δόξα καὶ ὑλικὴ ἀπολαβῆ.
Ἦταν νέοι. Εἶχαν ἀγάπη μεταξύ τους. Ὑπηρέτησαν καὶ οἱ δυὸ στὴν βασιλικὴ αὐλή, ἔκαναν τὸ γάμο τους. Ζοῦσαν πολὺ εὐτυχισμένοι μαζί. Λόγω τῆς νεότητάς τους, τοὺς ἄρεσε πολὺ νὰ πηγαίνουν σὲ χοροεσπερίδες καὶ σὲ συμπόσια. Καλοῦσαν φιλοξενουμένους στὸ σπίτι τους καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι πήγαιναν ὡς φιλοξενούμενοι σὲ ἄλλα σπίτια. Αὐτὰ οἱ ἄνθρωποι τὰ ὀνομάζουν “καλὴ τύχη” καὶ φαινόταν ὅτι τίποτε στὸ ἀνδρόγυνο αὐτό, τὸν Ἀνδρέα καὶ τὴν Ξένια, δὲν θὰ ἔδινε τέλος σ’ αὐτή τους τὴ χαρά. Ἀλλὰ ξαφνικὰ ἕνα φοβερὸ χτύπημα, σὰν κεραυνὸς ἐν αἰθρίᾳ, ὁ ἀναπάντεχος θάνατος τοῦ ἀγαπημένου συζύγου, κεραυνοβόλησε τὴν Ξένια Γκριγκόριεβνα. Στὰ εἴκοσι ἕξι τῆς χρόνια, ἕνα βράδυ σὲ ἕνα χορὸ ὁ ἄντρας τῆς ἐνῶ ἔπινε μὲ τοὺς φίλους τους, ξαφνικὰ ἔπεσε κάτω νεκρός. Αὐτὸ φυσικὰ ἦταν πολὺ ὀδυνηρὸ γιὰ τὴν Ξένια. Ὁ Ἀντρέας, δὲν εἶχε ποτὲ ἐξομολογηθεῖ καὶ λάβει Θεία Κοινωνία ἕως πρὶν πεθάνει, καὶ ἐκείνη ἀνησυχοῦσε τρομερὰ γιὰ τὴν ψυχή του.
Σύντομα μετὰ τὴν ταφῆ του, ἡ Ὁσία Ξένια ἐξαφανίστηκε ἀπὸ τὴν Ἁγία Πετρούπολη γιὰ ὀκτῶ χρόνια· πιστεύεται ὅτι αὐτὸ τὸ χρονικὸ διάστημα τὸ πέρασε σὲ ἕνα ἐρημητήριο ἢ σὲ ἕνα μοναστήρι, μαθαίνοντας τὸ δρόμο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ὁ πρώην Ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρέας εἶχε ἀξιόπιστη πληροφορία ὅτι ἡ μακαρία Ξένια γιὰ τὴν πνευματικὴ τῆς τελείωση ἐδαπάνησε αὐτὰ τὰ χρόνια μεταξὺ τῶν Στάρετς προετοιμάζοντας τὸν ἑαυτό της γιὰ τὸν δύσκολο ἀγῶνα των διὰ Χριστὸν σαλῶν καὶ ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν πνευματικὴ τοὺς καθοδήγηση.
Ποῦ ἦταν οἱ Στάρετς; Ἴσως ἦταν στὸ Hermitage ἢ σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ μοναστήρια ποὺ αὐτὸν τὸν καιρὸ εἶχαν Στάρετς, μαθητὲς τοῦ Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ. Ὕστερα ἀπὸ ὀχτῶ χρόνια πάλι ξαναγύρισε στὴν πατρίδα της, τὴν ἁγία Πετρούπολη, καὶ δὲν τὴν ξανάφησε στὰ ἄλλα τριάντα ἑπτὰ χρόνια τῆς ζωῆς τῆς σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν Ἁγία Πετρούπολη, χάρισε τὰ ὑπάρχοντά της -τὸ σπίτι της, τὰ χρήματά της, τὰ ὄμορφα ροῦχα της -. Κατὰ πρῶτον ἄρχισε νὰ βεβαιώνει σὲ ὅλους ὅσους τὴν περιτριγύριζαν ὅτι ὁ σύζυγός της δὲν πέθανε, ἀλλὰ ὅτι πέθανε αὐτή. Φόρεσε τὰ ροῦχα τοῦ νεκροῦ συζύγου της καὶ ἄρχισε νὰ ὀνομάζη τὸν ἑαυτὸ τῆς Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς. Οἱ συγγενεῖς της τὴν θεώρησαν περισσότερο γιὰ παράφρονα, ὅταν αὐτὴ ἄρχισε νὰ μοιράζει τὴν περιουσία τῆς στοὺς φτωχοὺς καὶ ὅταν ἔδωσε τὸ σπίτι τῆς στὴν Παρασκεύα Ἀτόνοβα. Οἱ ἐνδιαφερόμενοι γιὰ τὴν περιουσία τῆς συγγενεῖς τῆς στράφηκαν στὶς ἀρχὲς καὶ ζήτησαν ἀπὸ αὐτὲς νὰ λάβουν μέτρα ἐναντίον μιᾶς τέτοιας διάθεσης τῆς κληρονομιάς της ἀπὸ αὐτήν. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀναφορὰ τῶν συγγενῶν οἱ ἀρχὲς τὴν κάλεσαν καὶ ἀφοῦ συζήτησαν μαζί της, συμπέραναν ὅτι ἦταν πολὺ καλὰ στὰ λογικά της καὶ εἶχε ἑπομένως κάθε δικαίωμα νὰ κάνει ὅ,τι ἤθελε τὴν περιουσία της. (σημειώνεται τὸ συμβὰν: οἱ συγγενεῖς τῆς Ξένιας τὴν πῆγαν στὸ δικαστήριο ἀλλὰ ὁ δικαστὴς βρῆκε ὅτι ἔχει καλὸ καὶ γερὸ νοῦ ὅσο αὐτὴ συνέχιζε νὰ βοηθᾶ τοὺς φτωχούς.) Ἀλλὰ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχουμε ἕνα ὄνομα γιὰ τοὺς ἁγίους ἀνθρώπους ποὺ οἱ ἄλλοι πιθανὸν νὰ νομίζουν ὅτι εἶναι τρελοί. Ἐμεῖς τοὺς ὀνομάζουμε «Διᾶ Χριστοῦ σαλούς». Αὐτοὶ συχνὰ δὲν εἶναι τρελοί, ἀλλὰ προσποιοῦνται ὅτι εἶναι, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ κρύψουν τὰ πνευματικὰ τοὺς χαρίσματα.
Τί συνέβηκε πράγματι μὲ τὴν Ξένη Γκριγκόριεβνα; Ἀσφαλῶς συνέβηκε μέσα τῆς μιὰ πλήρης πνευματικὴ ἀντιστροφή, πού, κατὰ τὰ ἴδια της τὰ λόγια, ἡ Ξένη Γκριγκόριεβνα Πέτροβα εἶχε πεθάνει!...Βάζοντας τὰ ροῦχα τοῦ συζύγου της καὶ παίρνοντας τὸ ὄνομά του ἦταν, κατὰ τὴ γνώμη της, σὰν νὰ παρατεινόταν ἡ δική του ζωὴ στὸ πρόσωπό της γιὰ νὰ συγχωρηθοῦν οἱ ἁμαρτίες του μὲ τὴ δική της ἀφιερωμένη στὸ Θεὸ ζωή. Τώρα αὐτὴ παρουσίαζε τὸν ἑαυτὸ τῆς στὸν κόσμο μὲ τὴν πιὸ δύσκολη ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ ὡς “κατὰ Χριστὸν τρελλή”.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης λέγει:
«Υπάρχει μιὰ ἀληθινή, πραγματικὴ ζωὴ καὶ μιὰ φαινομενική, ψεύτικη ζωή. Τὸ νὰ ζεῖς γιὰ νὰ τρῶς, νὰ πίνεις, νὰ ντύνεσαι, γιὰ νὰ ἀπολαμβάνεις καὶ νὰ γίνεσαι πλούσιος, τὸ νὰ ζεῖς γενικὰ γιὰ ἐγκόσμιες χαρὲς καὶ φροντίδες, αὐτὸ εἶναι μιὰ φαντασία. Τὸ νὰ ζεῖς ὅμως γιὰ νὰ εὐχαριστεῖς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ προσεύχεσαι καὶ νὰ ἐργάζεσαι μὲ κάθε τρόπο γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν τους, αὐτὴ εἶναι πραγματικὴ ζωή! Ὁ πρῶτος τρόπος ζωῆς εἶναι ἀκατάπαυστος πνευματικὸς θάνατος. Ὁ δεύτερος εἶναι ἀκατάπαυστη ζωὴ τοῦ πνεύματος.» (Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, Περὶ τῆς ἐγκοσμίου ζωῆς)
Ἀπὸ αὐτὸ βλέπουμε ὅτι τὸ "χτύπημα" ποὺ "χτύπησε" τὴν δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένια ἦταν μιὰ ὤθηση ἀπὸ τὴν μὴ πραγματικὴ ζωὴ στὴν ζωὴ τοῦ Πνεύματος.
Ἡ μακαρία Ξένια, ποὺ ἦταν πλούσια πρῶτα ἔζησε τώρα μιὰ φτωχική, πολὺ φτωχικὴ ζωή. Ζοῦσε χωρὶς σπίτι, περιπλανώμενη στοὺς δρόμους τῆς πόλης ἐμπαιζόμενη καὶ κακομεταχειριζόμενη ἀπὸ πολλούς. Ἡ μόνη τροφὴ τῆς ἐρχόταν ἀπὸ γεύματα ποὺ μερικὲς φορὲς δεχόταν ἀπὸ ἐκείνους ποὺ γνώριζε. Τὸ βράδυ ἀποσυρόταν σὲ ἕναν ἀγρὸ ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ ἐκεῖ γονατιστὴ προσευχόταν ὡς τὸ πρωί. Δὲν εἶχε πραγματικὰ ποὺ νὰ κλίνη τὴν κεφαλή της. Γιὰ σκέπη τῆς εἶχε τὸν μελαγχολικὸ βροχερὸ οὐρανὸ τῆς ἁγίας Πετρούπολης, ἐνῶ γιὰ κρεβάτι τῆς εἶχε τὸ ὑγρὸ γυμνὸ ἔδαφος. Περνοῦσε τὶς νύχτες τῆς προσευχόμενη γονατισμένη στὸ γυμνὸ ἔδαφος τῶν χωραφιῶν. Αὐτὸ τὸ μαρτυροῦσαν ἡ ἀστυνομία καὶ οἱ κάτοικοι, ποὺ τὴν ἀνακάλυψαν, γιατί εἶχαν τὴν περιέργεια νὰ μάθουν ποὺ ἐξαφανιζόταν τὶς νύχτες. Κάποτε κάποιος ἀστυνομικὸς τὴν παρακολούθησε καὶ τὴν εἶδε νὰ κλίνη τὰ γόνατά της σ’ ἕνα ἀνοιχτὸ χωράφι καὶ νὰ προσεύχεται. Ἄρχισε νὰ προσεύχεται ἀπὸ τὸ βράδυ καὶ δὲν σηκώθηκε μέχρι τὸ πρωΐ. Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν προσευχῶν τῆς ἔκανε μετάνοιες σὲ ὅλες τὶς διευθύνσεις προσευχόμενη γιὰ ὅλους τοὺς ὀρθόδοξους χριστιανούς.
Κατὰ τὴν ἡμέρα συνήθως γύριζε γύρω στοὺς δρόμους τῆς ἁγίας Πετρούπολης. Τὰ κουρελιασμένα ροῦχα τῆς δύσκολα τὴν σκέπαζαν- μιὰ κόκκινη φούστα καὶ τὸ στρατιωτικὸ σακάκι τοῦ ἄντρα της. Στὰ πόδια τῆς εἶχε χαλασμένα παπούτσια καὶ γύρω ἀπὸ τὸ κεφάλι τῆς εἶχε δεμένο ἕνα παλιὸ μαντήλι. Ἀκόμα καὶ κατὰ τὸν βαρὺ χειμώνα δὲν φοροῦσε ζεστὰ ροῦχα καὶ παπούτσια, ἂν καὶ ἡ καλωσύνη τοῦ λαοῦ τῆς πρόσφερε πολλὰ ἀπ αὐτά. Σὲ ὅλες τὶς περιόδους τοῦ ἔτους τὴν ἔβλεπαν ντυμένη στὰ ἴδια κουρέλια. Τὸ κρύο στὴν ἁγία Πετρούπολη ἦταν δυνατὸ καὶ διαπερνοῦσε τὰ κόκκαλα. Ἀλλὰ ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ χύνεται μὲ ἀφθονία στοὺς ἁγίους τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἔκανε νὰ νικοῦν τοὺς νόμους τῆς φύσεως. Αὐτὴ ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔδινε ζεστασιᾶ καὶ δύναμη στὴ μακαρία Ξένη.
Πολλοὶ ἀγαποῦσαν αὐτὴν τὴν ἥσυχη, τὴν ἤρεμη, τὴν ταπεινὴ καὶ τὴν εὐγενικὴ δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένια. Ἀρκετοὶ τὴν λυποῦνταν καὶ τῆς ἔδιναν ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ αὐτὴ δὲν τὴν ἔπαιρνε. Ἐὰν δεχόταν κανένα μικρὸ κέρμα, ἀμέσως τὸ ἔδινε σὲ κάποιον φτωχὸ ζητιάνο. Δεχόταν ἐλεημοσύνη ἀπὸ φιλεύσπλαχνους ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἀμέσως τὰ χάριζε στοὺς φτωχούς, κάνοντας καλὸ στοὺς ἀνθρώπους στὸ ὄνομά του Ἀντρέα· ἔτσι ὥστε ἂν ἡ ψυχὴ τοῦ ὑπέφερε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του τὶς ὁποῖες δὲν εἶχε μετανοήσει, οἱ πράξεις της καὶ οἱ προσευχές της θὰ τὸν βοηθοῦσαν. ( Οἱ Χριστιανοὶ συχνὰ δίνουν χρήματα ἢ προσεύχονται γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων. Αὐτὸ λέγεται ἐλεημοσύνη ἀλλὰ δὲν εἶναι τόσο σύνηθες νὰ ἐγκαταλείπει κάποιος ὅλη του τὴ ζωὴ γιὰ ἕνα ἄνθρωπο, ὅπως ἀκριβῶς ἔπραξε ἡ Ξένια). Τὸ ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι κάνοντας καλὲς πράξεις καὶ προσφέροντας προσευχὲς γιὰ τοὺς ἄλλους, πλησιάζεις πολὺ τὸ Θεό, καὶ αὐτὸ συνέβηκε καὶ μὲ τὴν Ξένια. Προσευχόταν τόσο πολὺ γιὰ τὸν ἄντρα της καὶ αὐτὸ τὴν ἔκανε Ἁγία!
Ο Κύριος εἶχε δώσει στὴν Ξένια πολλὰ πνευματικὰ δῶρα καὶ αὐτὴ ἄρχισε νὰ κάνει περίεργα πράγματα ὅπως περπατοῦσε ξυπόλυτη στὸ χιόνι καὶ φοροῦσε ἀσυνήθιστα ροῦχα ἔτσι ὥστε οἱ ἄνθρωποι νὰ μὴν νομίσουν ὅτι ἐκείνη εἶναι κάτι τὸ ἐξαιρετικό. Αὐτὴ μερικὲς φορὲς γνώριζε τί πρόκειται νὰ συμβεῖ πρὶν αὐτὸ συμβεῖ, ἢ ἂν οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἕνα πρόβλημα καὶ δὲν γνώριζαν τί θέλει ὁ Θεὸς νὰ κάνουν, αὐτὴ μποροῦσε νὰ τοὺς τὸ πεῖ. Συχνὰ κοιτάζοντας μὲ μιὰ ματιὰ τοὺς ἀνθρώπους, αὐτὴ ἤξερε ἂν αὐτοὶ ἔλεγαν τὴν ἀλήθεια ἢ ὄχι.
Σιγὰ σιγά, οἱ ἄνθρωποι τῆς πόλης παρατήρησαν τὰ σημάδια ἁγιότητας ποὺ ἦταν τὸ ὑπόστρωμα τῆς φαινομενικᾶ διαταραγμένης τῆς ζωῆς: παρουσίαζε τὸ χάρισμα τῆς προφητείας καὶ ἡ ὅλη παρουσία της σχεδὸν πάντα ἐπιβεβαίωνε τὴν εὐλογία της. Τὸ Συναξάριον λέει:
«Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ φαινόταν νὰ τὴ συνοδεύει ὁπουδήποτε ἐκείνη πήγαινε: ὅταν ἔμπαινε σὲ ἕνα μαγαζὶ οἱ εἰσπράξεις τῆς ἡμέρας αὐξάνονταν σημαντικά. Οἱ ἔμποροι τὴν παρακαλοῦσαν νὰ πάρη κάτι ὡς δῶρο ἢ τουλάχιστον νὰ μπὴ στὸ κατάστημά τους. Ἤξεραν ὅτι ἐκείνη τὴ μέρα οἱ δουλειές τους θὰ πήγαιναν πολὺ καλὰ καὶ τὰ κέρδη τους θὰ ἦταν πολλὰ· ὅταν περπατοῦσε στὸν δρόμο, ἀπὸ ὅλες τὶς μεριές, ἀπὸ ὅλα τὰ ἁμάξια ποὺ περνούσαν ἄκουγε νὰ φωνάζουν: “Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς, σταματᾶ. Θέλω νὰ σὲ πάρω στὸ ἀμάξι μου ἔστω καὶ γιὰ λίγα βήματα”. Καὶ ὅταν ἔμπαινε σὲ κάποιο αὐτοκίνητο, τὸ εἰσόδημα τοῦ αὐτοκινήτου αὐτοῦ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἦταν πολὺ μεγάλο. Ἡ μακαρία Ξένη προτιμοῦσε νὰ κάθεται σὲ αὐτοκίνητα ἀνθρώπων ποὺ εἶχαν ἀνάγκη βοηθείας. Ἐὰν μιλοῦσε μὲ κανέναν ποὺ ἦταν στενοχωρημένος, ἀμέσως αὐτὸς καταπραϋνόταν καὶ τοῦ ἐρχόταν μιὰ θαυματουργικὴ βοήθεια· ὅταν ἀγκάλιαζε ἕνα ἄρρωστο παιδί, ἀμέσως αὐτὸ γινόταν καλά. Ἡ πολὺ καὶ μακροχρόνια συμπόνια της, ἄνοιξε τὸ δρόμο τοῦ σεβασμοῦ καὶ τῆς εὐλάβειας πρὸς τὸ πρόσωπό της καὶ οἱ ἄνθρωποι γενικὰ ἔφτασαν νὰ τὴν θεωροῦν ὡς τὸ φύλακα ἄγγελο τῆς πόλης.»
Κάποτε, τὸ ἔτος 1764, ταράχτηκε πολὺ καὶ ξέσπαγε κάθε μέρα σὲ δάκρυα. Οἱ ἄνθρωποι τὴν ρωτούσαν τὴν αἰτία ποὺ κλαίει καὶ αὐτὴ ἀπαντοῦσε: “Αἷμα, αἷμα, αὐλάκι ἀπὸ αἷμα!”. Τότε ὅλοι ἦταν ἁνήσυχοι γιὰ τὸ τί ἄραγε θὰ συνέβαινε. Ἀλλὰ τρεῖς ἑβδομάδες ἀργότερα οἱ πολίτες τῆς ἁγίας Πετρούπολης ἔμαθαν τί ἐσήμαιναν τὰ λόγια της. Ἀπὸ τὴν ρωσικὴ ἱστορία γνωρίζουμε ὅτι ἡ προσπάθεια τοῦ ἀξιωματικοῦ Μίροβιτς νὰ ἐλευθερώση τὸν αἰχμάλωτο βασιλέα Ἰβᾶν Ἀντώνοβιτς, ποὺ ἦταν φυλακισμένος στὸ φρούριο Schlusselburg, ἀπέτυχε καὶ ὁ Ἰβᾶν Ἀντώνοβιτς φονεύθηκε.
Στὶς 24 Δεκεμβρίου 1761, τὴν παραμονὴ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ μακαρία Ξένη περιερχόταν τοὺς δρόμους τῆς πρωτεύουσας καὶ ἔλεγε στὸν καθένα νὰ κάνη τηγανίτες. Τὴν ἑπομένη μέρα ἀκούστηκε τὸ φοβερὸ νέο: ἡ αὐτοκράτειρα Ἐλισάβετ Πέτροβα πέθανε ξαφνικά. Οἱ τηγανίτες θὰ ἦταν γιὰ τὴν ἀγρυπνία, ποὺ ἡ προικισμένη μὲ τὸ προορατικὸ χάρισμα ὁσία Ξένη προφήτευσε. Τέτοιες περιπτώσεις ποὺ ἐκδηλωνόταν τὸ προορατικὸ χάρισμά της καὶ περιπτώσεις βοηθειῶν ποὺ πρόσφερε στὸν λαὸ μὲ τὸ χάρισμά της αὐτό, ἔχουμε πολλές.
Μερικές φορές, ὅταν οἱ Χριστιανοὶ κάνουν καλὲς πράξεις, τὶς κάνουν κρυφὰ ὥστε μόνο ὁ Θεὸς νὰ βλέπει. Αὐτὸ γιατί ὁ Κύριος εἶπε: «Μὴν ἀφήνεις νὰ γνωρίζει ἡ ἀριστερά σου χεὶρ τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου», καί, «Κᾶνε τὶς καλές σου πράξεις μυστικὰ ὥστε ὁ Πατέρας ποὺ σὲ βλέπει μυστικὰ νὰ σὲ ἀνταμείψει φανερά.» Αὐτὸ εἶναι ποὺ ἀντιπροσωπεύει τὴν εἰκόνας τῆς Ἁγίας Ξένιας. Πρὶν πολλὰ χρόνια, ὅταν οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἁγίας Πετρούπολης ἔχτιζαν μιὰ ἐκκλησία στὸ κοιμητήριό του Smolensk, ἡ Ἁγία Ξένια συνήθιζε νὰ πηγαίνει κατευθείαν τὸ βράδυ καὶ νὰ κουβαλάει βαρειοὺς πλίνθους οἱ ὁποῖοι χρειάζονταν τὴν ἑπόμενη μέρα γιὰ τὸ χτίσιμο τῆς στέγης τῆς ἐκκλησίας. Ὅταν οἱ τεχνίτες ἔρχονταν κάθε πρωί, ἔβρισκαν τὸ σκληρότερο μέρος τῆς δουλειᾶς τους ἤδη τελειωμένο καὶ αὐτοὶ ἀναρωτιόνταν ποιὸς νὰ ἦταν ποὺ ἔκανε αὐτὴ τὴν εὐγενικὴ πράξη. Τελικά, δυὸ ἀπ αὐτοὺς ἀποφάσισαν νὰ περάσουν τὸ βράδυ τοὺς στὸ κοιμητήριο. Περίμεναν καὶ περίμεναν, καὶ ὅταν ἔγινε σκοτάδι, ἡ Ἁγία Ξένια ἐμφανίστηκε. Ὅλο τὸ βράδυ, τὴν παρακολουθοῦσαν νὰ ἀνεβαίνει καὶ νὰ κατεβαίνει μὲ τὰ τούβλα της, τοὺς τοίχους τῆς μισοτελειωμένης ἐκκλησίας.
Η ἐκκλησία ποὺ ἡ Ἁγία Ξένια βοήθησε στὸ χτίσιμο εἶναι ἀκόμη στὸ κοιμητήριό του Smolensk καὶ δίπλα τῆς ὑπάρχει ἕνα μικροσκοπικὸ παρεκκλήσιο στὸ ὁποῖο ἔχει ταφῆ. Προσκυνητὲς ἀπὸ ὅλη τὴ Ρωσία ἀκόμη ἔρχονται ἐκεῖ νὰ προσευχηθοῦν καὶ νὰ ζητήσουν νὰ τοὺς βοηθήσει. Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν φρικτᾶ δύσκολων χρόνων στὴ Ρωσία, ὅταν οἱ ἐκκλησίες ἦταν κλειστὲς λόγω του ὅτι ὁ Κομουνισμὸς δὲν ἤθελε οἱ ἄνθρωποι νὰ λατρεύουν τὸ Θεό, προσκυνητὲς ἔρχονταν κρυφὰ στὴν Ἁγία Ξένια. Ἡ πόρτα τοῦ παρεκκλησίου ἦταν κλειδωμένη καὶ δὲν μπορούσαν νὰ μποῦν μέσα, ἔγραφαν τὶς προσευχές τους σὲ μικρὰ χαρτάκια καὶ τὰ ἄφηναν μέσα στὶς ρωγμὲς τῶν τοίχων. Στὸν Κομουνισμὸ δὲν ἄρεσε αὐτὸ καθόλου, ἀλλὰ σύντομα κατάλαβαν ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ σταματήσουν τοὺς Χριστιανοὺς νὰ ἀγαπᾶνε τοὺς Ἁγίους, ἢ νὰ σταματήσουν οἱ Ἅγιοι νὰ τοὺς βοηθοῦν!
Σαράντα πέντε χρόνια μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ἄντρα της, ἡ Ἁγία Ξένια ἀναπαύθηκε ἐν εἰρήνῃ, στὴν ἡλικία τῶν ἐβδομήντα ἑνὸς ἐτῶν, κάπου στὰ 1800. Ὑποθέτουν ὅτι ἀναπαύθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1806 καὶ 1814. Δὲν ὑπάρχει ἀκριβὴς πληροφορία σχετικὰ μὲ αὐτὸν τὸν χρόνο καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ καθορίσουμε ἀκριβῶς τὴν χρονολογία τοῦ θανάτου της. Γνωρίζοντας τὴν ἀγάπη καὶ τὸν σεβασμὸ μὲ τὸν ὁποῖο τὴν περιέβαλε ὁ κόσμος μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε μὲ βεβαιότητα ὅτι ἡ κηδεία τῆς εἶχε μεγάλη ἐπισημότητα καὶ ὅτι πολὺς κόσμος θὰ συγκεντρώθηκε, γιὰ νὰ τῆς δώση τὸν τελευταῖο χαιρετισμό.
Ὁ τάφος της, ἀμέσως, ἔγινε τόπος προσκυνήματος: ἔτσι πολλοὶ προσκυνητὲς ἔπαιρναν χῶμα ἀπὸ τὸν τάφο της ὡς εὐλογία καὶ νέο χῶμα ἔπρεπε νὰ τροφοδοτεῖται τακτικά. Τελικὰ τοποθετήθηκε ἐπάνω στὸν τάφο τῆς μιὰ πλάκα ἀπὸ γρανίτη μὲ τὴν ἐπιγραφὴ:
«Εις τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐδῶ ἀναπαύεται τὸ σῶμα τῆς δούλης τοῦ Θεοῦ, Ξένης Γκριγκόριεβνα, γυναικὸς τοῦ αὐτοκρατορικοῦ πρωτοψάλτου, συνταγματάρχου Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς Πετρώφ. Χήρα σὲ ἡλικία 26 ἐτῶν, μία προσκυνήτρια γιὰ 45 χρόνια, ἔζησε 71 χρόνια. Ἦταν γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομα Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς.»
Αὐτὰ γράφονται στὸ λακωνικὸ ἐπιτύμβιο πάνω στὸν τάφο τῆς μακαρίας Ξένης, γραμμένα ἀπὸ ἕνα ἄγνωστο πρόσωπο.
Ὅμως καὶ αὐτὴ ἡ πλάκα ἐπίσης βαθμιαία χαράσσονταν καὶ φθείρονταν ἀπὸ τοὺς πιστούς. Ἔπειτα χτίστηκε στὸν τάφο τῆς ἕνα ἐκκλησάκι μὲ τὶς προσφορὲς τῶν πιστῶν. Πολλοὶ πιστοὶ ἄρχισαν νὰ γράφουν στοὺς τοίχους τοῦ ναϋδρίου διάφορα αἰτήματα, ὥστε ἀναγκάστηκαν νὰ τὸν χρωματίσουν. Οἱ ἱερεῖς ἔκαναν παννυχίδες στὸ ναὸ ἀπὸ νωρὶς τὸ βράδυ μέχρι ἀργὰ τὸ πρωΐ.
Τὰ χέρια τῶν ἀθεϊστῶν δὲν σεβάστηκαν τὸν τόπο τῆς ἀναπαύσεως τῆς ἁγίας. Γὶ’ αὐτὸ τὰ παράθυρα ἦταν κλειστὰ μὲ σανίδες καὶ ἡ εἴσοδος ἦταν κλειστή, ἀλλὰ ὁ δρόμος πρὸς τὸ νεκροταφεῖο Σμόλενσκ ἦταν πάντοτε ἀνοιχτός. Νέοι καὶ γέροι πήγαιναν στὸ παρεκκλήσιο, ψιθύριζαν τὰ αἰτήματά τους γιὰ βοήθεια καὶ ἔσκυβαν στὸ ἔδαφος κοντὰ στὸν τάφο.
Καὶ ἡ μακαρία Ξένη τοὺς βοηθοῦσε ὅλους.
Θαύματα, θεραπεῖες καὶ ἐμφανίσεις τῆς Ἁγίας Ξένιας συμβαίνουν καὶ σήμερα σὲ ἐκείνους ποὺ ἐπισκέπτονται τὸν τάφο της ἢ ποὺ ἁπλὰ ζητᾶνε τὶς πρεσβεῖες της. Ὁ Θεὸς θεραπεύει πολλοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ ἀσθένειες καὶ πάθη μέσω τῶν πρεσβειῶν τῆς Ἁγίας Ξένιας. Αὐτὴ τοὺς βοηθᾶ νὰ βροῦν δουλειά, σπίτι ἢ σύζυγο (ὅλα αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποῖα ἐκείνη ἀπαρνήθηκε στὴν δική της ζωή). Ἡ Ἁγία Ξένια δὲν εἶχε σπίτι καὶ ἔτσι γνωρίζει πόσο σκληρὸ εἶναι νὰ ἔχεις ἀνάγκη ἕνα σπίτι καὶ νὰ ζεῖς ἄστεγος. Στὴν ἐκκλησία τὴν ἡμέρα τῆς γιορτῆς της τὴν καλοῦμε «ἄστεγη περιπλανώμενη», γιατί ἐγκατέλειψε νωρὶς τὸ σπίτι της γιὰ τὸν παράδεισο.
Πρόσφατα μιὰ γυναίκα στὴν Ἀγγλία, νεοφώτιστη στὴν ὀρθοδοξία, ἔψαχνε νὰ βρεῖ σπίτι κοντὰ σὲ ἐκκλησία γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ παρακολουθεῖ καθημερινὰ τὴ Θεία Λειτουργία. Αὐτὴ καὶ ὁ πνευματικὸς τῆς προσευχήθηκαν στὴν Ἁγία Ξένια καὶ ὢ τοῦ θαύματος σὲ λίγες μέρες ἡ γυναίκα αὐτὴ βρῆκε ἕνα διαμέρισμα σὲ ἕνα σπίτι ἀκριβῶς δίπλα ἀπὸ τὴν ἐκκλησία! Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοὶς Ἀγίοις Αὐτοῦ!
Ένα εὐσεβῆ ἔθιμο εἶναι ἡ προσφορὰ Τρισάγιου ὑπὲρ ἀναπαύσεως τοῦ συζύγου τῆς Ἀντρέα, γιὰ τὸν ὁποῖο ἐκείνη προσευχόταν πυρετωδῶς ἕως τὸ τέλος τῆς ζωῆς της.
Η Ἁγία Ξένια δοξάστηκε ἐπίσημα πρῶτα ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἔξω ἀπὸ τὴν Ρωσία, τὸ 1978 καὶ μετέπειτα τὸ 1988 ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας.
Απολυτίκιον. Πλάγιος Ήχος Τέταρτος.
Σ’ ἐσένα, ὢ περιπλαμένη ξένη, Χριστὸς ὁ Κύριος μας ἔδωσε μιὰ διακαὴ μεσίτρια γιὰ ὅλους μας. Ἔχοντας λάβει στὴ ζωή σου βάσανα καὶ θλίψη , καὶ ὑπηρετώντας τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους μὲ ἀγάπη, ἐσὺ ἀπέκτησες μεγάλη παρρησία στὸ Θεό. Δὶ’ αὐτό, σπεύδουμε θερμὰ σ’ ἐσένα στοὺς πειρασμοὺς καὶ τὴ θλίψη, κραυγάζοντας ἐκ βάθους ψυχῆς : Μὴν ἐγκαταλείψεις τὴν ἐλπίδα μας στὴν καταισχύνη, ὢ εὐλογημένη Ξένια.
Κοντακιον ηχος γ’.
Περιπλανώμενη ξένη σὲ μιὰ ξένη γῆ, ἀναστενάζοντας πάντα γιὰ τὴ οὐράνια πατρίδα γνωστὴ ὡς σαλὴ καὶ ἄπιστη ἀλλὰ γιὰ τοὺς πιστοὺς πολὺ σοφὴ καὶ ἱερὴ , στεφανωμένη ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ δόξα καὶ τιμή. Ὢ Ξένια, γενναία στὸ μυαλὸ καὶ θεϊκὰ σοφή. Δι’αυτό, κραυγάζουμε σὲ σένα « Χαῖρε ἐσὺ ποὺ μετὰ τὴ γήινη περιπλάνησή σου ἦρθες καὶ κατοικεῖς στὸ οἶκο τοῦ Θεοῦ».
Πηγή: (από το βιβλίο «Ἡ «Αγία Ξένη της Πετρουπόλεως», Σεβ. Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου, ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΠΡΕΒΕΖΗΣ, Β' έκδοση 2006) Πηγή Ζωής, Η Άλλη Όψις
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...