Το 1976, δύο Ορθόδοξοι Χριστιανοί της Ορθόδοξης Ενορίας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Αγγλία (της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Διασποράς) ήρθαν σε επαφή με τον κύριο J. Wilson-Claridge, έναν αρχαιολόγο και κάτοχο των θαυματουργών λειψάνων του Μάρτυρα-Βασιλιά Εδουάρδου της Αγγλίας, ο οποίος δολοφονήθηκε πάνω από 1000 χρόνια πριν, τον Μάρτιο 18/31 του 979.
Ο κύριος Wilson- Claridge έψαχνε για μια άξια λειψανοθήκη για τα λείψανα του μάρτυρα και δεν ήταν ικανοποιημένος από τις προσφορές που του έκαναν οι Ρωμαιοκαθολικές και Αγγλικανικές Εκκλησίες.
Σε ανταπόκριση προς την προσφορά των Ορθόδοξων Χριστιανών να δώσουν στον Άγγλο Ορθόδοξο βασιλιά ένα άξιο μέρος να αναπαυθεί, ο κύριος Wilson-Claridge αποφάσισε να δώσει τα λείψανα στην Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία της Διασποράς και τον Σεπτέμβριο 3/16 του 1984, έγιναν επίσημα αποδεκτά από την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία της Διασποράς και από τον Επίσκοπο Γρηγόριο της Ουάσινγκτον και της Ανατολικής Αμερικής και τοποθετήθηκαν σε μια όμορφη λειψανοθήκη στην Ορθόδοξη Εκκλησία του αγίου Edward, στο Brookwood, κοντά στο Guildford, Surrey, στην Αγγλία.
Είναι ενδιαφέρον να γνωρίσουμε τον βίο αυτού του μεγάλου αγίου της Αγγλοσαξονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας πριν από το σχίσμα μεταξύ της Ανατολής και της Δύσης, του οποίου τα λείψανα είναι τώρα στην κατοχή της Ρωσικής Εκκλησίας.
* * * * * *
Ο άγιος Μάρτυρας-Βασιλιάς Edward ήταν ο γιος του βασιλιά Edgar του Φιλήσυχου της Αγγλίας και της πρώτης συζύγου του, της Βασίλισσας Ethelfleda, η οποία πέθανε όχι πολύ αργότερα αφού γεννήθηκε ο Edward το 963 ή το 964. Πριν από τη γέννηση του αγίου Edward, ο πατέρας του είχε ένα όνειρο. Το είπε αυτό στη μητέρα του, την ηγουμένη αγία Elgiva, η οποία είχε τα χαρίσματα της προφητείας και του να κάνει θαύματα. Ερμήνευσε το όνειρο έτσι:
› Μετά το θάνατο σου η Εκκλησία του Θεού θα δεχτεί επίθεση. Θα έχεις δύο γιους. Οι υποστηρικτές του δεύτερου θα σκοτώσουν τον πρώτο και ενώ ο δεύτερος θα κυβερνήσει στην γη ο πρώτος θα κυβερνήσει στον ουρανό.
Τώρα ο Βασιλιάς Edgar θύμιζε δύο φορές σαν βασιλιάς τον βασιλιά Δαβίδ: πρώτα το 960 ή το 961, όταν έγινε βασιλιάς της Αγγλίας και ξανά το 973, όταν η κυριαρχία του εξαπλώθηκε στον Βορρά και στη Δύση και έγινε «Αυτοκράτορας της Βρετανίας» και λάμβανε φόρο υποτέλειας από οχτώ κατώτερους βασιλείς των Κελτών και των Βίκινγκ.
Όμως ανάμεσα σε αυτά τα δύο κατορθώματα είχε παντρευτεί ξανά και είχε κάνει έναν δεύτερο γιο τον Ethelred. Όταν ο βασιλιάς Edgar πέθανε το 975 (ανακαλύφθηκε πως τα λείψανα του ήταν άφθαρτα το 1052), οι οπαδοί του Ethelred, ειδικά η μητέρα του, υποστήριζε πως έπρεπε να γίνει βασιλιάς ο Ethelred αντί του μεγαλύτερου ετεροθαλούς αδερφού του του Edward, στα εδάφη στα οποία ο Edgar δεν είχε υπερισχύσει ακόμη όταν γέννησε τον Edward το 959 ή το 960, και στα οποία επίσης η πρώτη του γυναίκα, η μητέρα του Edward, δεν είχε ανακηρυχτεί ποτέ, έτσι ο θρόνος έπρεπε να περάσει στον νεότερο γιο, τον Ethelred, ο οποίος γεννήθηκε «μέσα στα μωβ» όταν και οι δύο γονείς του ανακηρύχτηκαν άρχοντες.
Η διαμάχη έληξε όταν ο αρχιεπίσκοπος του Canterbury, ο άγιος Dunstan, πήρε την πρωτοβουλία και ανακήρυξε τον άγιο Edward. Παρόλα αυτά, οι ηττημένοι οπαδοί του Ethelred δεν εγκατέλειψαν την εναντίωση τους προς τον εκλεκτό του Θεού.
Ο άγιος Edward, σύμφωνα με μια παλιά πηγή,
«... ήταν ένας νέος άντρας μεγάλης αφοσίωσης και εξαιρετικής διαγωγής. Ήταν Ορθόδοξος, αγαθός και είχε μια αγία ζωή. Αγαπούσε πάνω από όλα τα πράγματα τον Θεό και την Εκκλησία. Ήταν γενναιόδωρος στους φτωχούς, ένα λιμάνι για τους καλούς, ένας πρωταθλητής της Πίστης του Χριστού, ένα δοχείο γεμάτο από κάθε αρετή.»
Παρόλα αυτά, πολλά προβλήματα βρέθηκαν μπροστά στον νεαρό βασιλιά όταν ανέβηκε στο θρόνο. Μια μεγάλη πείνα ξέσπασε σε ολόκληρη τη χώρα, και, ξεκινώντας από την Δύση και με εξάπλωση προς την Ανατολή, μια βίαιη επίθεση ξέσπασε ενάντια στα άγια μοναστήρια από έναν εξέχοντα ευγενή ονόματι Elfhere. Πολλά από τα μοναστήρια τα οποία είχε χτίσει ο βασιλιάς Edgar καταστράφηκαν και οι μοναχοί αναγκάστηκαν να φύγουν.
Σύμφωνα με έναν συγγραφέα ενός μοναστηρίου:
«Όλο το βασίλειο έπεσε σε σύγχυση, οι επίσκοποι ήταν ταραγμένοι, οι ευγενείς επαναστατούσαν, οι μοναχοί έτρεμαν από τον φόβο και οι άνθρωποι ήταν τρομοκρατημένοι. Οι παντρεμένοι κληρικοί ήταν χαρούμενοι γιατί είχε έρθει ο καιρός τους. Οι ηγούμενοι, μαζί με τους μοναχούς τους, διώχτηκαν και οι παντρεμένοι κληρικοί με τις συζύγους τους πήραν τις θέσεις τους.»
Η ρίζα του προβλήματος ήταν το ότι στην προηγούμενη βασιλεία ο λευκός κλήρος (οι παντρεμένοι κληρικοί) διώχτηκαν από τα μοναστήρια στα οποία ζούσαν παράνομα και αντικαταστάθηκαν από αληθινούς μοναχούς και δεν αναζητούσαν να εγκατασταθούν πάλι στον προηγούμενο τόπο τους.
Ακόμη, οι ευγενείς επιθυμούσαν τη γη την οποία ο βασιλιάς Edgar είχε δώσει στα μοναστήρια. Στην προηγούμενη βασιλεία έγινε ένα συμβούλιο για να συζητήσουν αυτό το θέμα και όταν προτάθηκε ο λευκός κλήρος να επανέλθει στον τόπο του (στα μοναστήρια), μια φωνή ακούστηκε από έναν σταυρό στον τοίχο:
«Μακριά από εσάς! Πράξατε ορθά: το να αλλάξετε ξανά θα ήταν λάθος.»
Παρά το ότι συνέβη, η πίεση συνεχίστηκε και ξέσπασε σε βία στις αρχές της βασιλείας του βασιλιά Edward. Παρόλα αυτά, ο βασιλιάς Edward και ο Αρχιεπίσκοπος Dunstan έμειναν σταθεροί σε μια σειρά από ιδιαίτερα πιεστικά συμβούλια όπου παρίσταντο όλοι αρχηγοί της Εκκλησίας και της πολιτείας. Σε ένα συμβούλιο, το οποίο έγινε στο Kirtlington, στο Oxfordshire, μετά το Πάσχα του 977, η ένταση ήταν τόσο μεγάλη που ο διδάσκαλος του βασιλιά, ένας επίσκοπος, πέθανε ξαφνικά κατά τη διάρκεια του συμβουλίου.
Έπειτα, σε ένα άλλο συμβούλιο στο Calne, στο Wiltshire, όταν ο λευκός κλήρος επανέφερε τα αιτήματα του, ο άγιος Dunstan είπε:
«Από τη στιγμή που στα γεράματα μου επαναφέρετε παλιές διαμάχες, εξομολογούμαι πως αρνούμαι να ενδώσω, αλλά εναποθέτω την κρίση στον Χριστό τον Δικαστή.»
Αφού μίλησε, το οίκημα όπου βρίσκονταν ξαφνικά άρχισε να ταρακουνιέται, το πάτωμα του πάνω δωματίου στο οποίο ήταν συγκεντρωμένοι κατέρρευσε και οι εχθροί της Εκκλησίας έπεσαν στο έδαφος και πλακώθηκαν από τα μεγάλα ξύλα. Μόνο το σημείο όπου στεκόταν ο Αρχιεπίσκοπος δεν μετακινήθηκε.
Μέσα σε όλη αυτή την αναστάτωση ο βασιλιάς Edward στεκόταν σταθερός μαζί με τον αρχιεπίσκοπο και υπερασπίζονταν την Εκκλησία και τα μοναστήρια. Για αυτό τον λόγο μερικοί από τους ευγενείς αποφάσισαν να τον διώξουν και να τον αντικαταστήσουν με τον ποιο αδύναμο και νεότερο αδερφό του. Άδραξαν την ευκαιρία τους στις 18 Μαρτίου του 979.
Εκείνη την ημέρα ο βασιλιάς ήταν έξω και κυνηγούσε με τα σκυλιά και με ιππείς κοντά στο Wareham στο Dorset. Φεύγοντας μακριά από αυτό το κυνήγι, ο βασιλιάς αποφάσισε να επισκεφτεί τον νεότερο αδερφό του τον Ethelred ο οποίος μεγάλωνε στο σπίτι της μητέρας του στο κάστρο Corfe κοντά στο Wareham. Πήρε μια μικρή ακολουθία μαζί του, όμως ξαφνικά, σαν να του έκαναν κάποιο αστείο, η συνοδεία του χωρίστηκε και έφυγε προς διάφορες κατευθύνσεις αφήνοντας τον να συνεχίσει τον δρόμο του μόνος του.
Όταν η μητέρα του Ethelred, η βασίλισσα Etheldritha, άκουσε από τους υπηρέτες της πως ο νεαρός βασιλιάς πλησίαζε, έκρυψε το δαιμονικό σχέδιο της στην καρδιά της και βγήκε έξω να τον συναντήσει με φιλική διάθεση, προσκαλώντας τον μέσα στο σπίτι της. Όμως αρνήθηκε, λέγοντας πως ερχόταν να δει μόνο τον αδερφό του και να του μιλήσει. Η βασίλισσα του πρότεινε να πιει κάτι καθώς θα περιμένει. Ο βασιλιάς δέχτηκε. Εκείνη τη στιγμή κάποιος από τη συντροφιά της βασίλισσας πλησίασε τον βασιλιά και του έδωσε ένα φιλί σαν αυτό του Ιούδα. Τότε, καθώς ο βασιλιάς σήκωνε την κούπα στα χείλη του, ο άνδρας που τον φίλησε τον πλησίασε από μπροστά και κάρφωσε ένα μαχαίρι στο σώμα του. Ο βασιλιάς γλίστρησε από τη σέλα του αλόγου του και σύρθηκε με το ένα πόδι στον αναβολέα ώσπου έπεσε νεκρός σε ένα ρυάκι στην βάση του λόφου πάνω στον οποίο στέκεται το κάστρο Corfe.
Η βασίλισσα διέταξε έπειτα να πάρουν το άγιο σώμα και να το κρύψουν σε μια καλύβα εκεί κοντά. Υπακούοντας στην εντολή της, οι υπηρέτες πήραν το σώμα και το πέταξαν με ασέβεια μέσα στην καλύβα καλύπτοντας το με μερικά μίζερα καλύμματα.
Σε αυτή την καλύβα ζούσε μια γυναίκα που ήταν τυφλή από τη γέννηση της την οποία η βασίλισσα φρόντιζε από φιλανθρωπία. Καθώς περνούσε τη νύχτα εκεί μόνη με το άγιο σώμα ,ξαφνικά, στη μέση της νύχτας, ένα υπέροχο φως εμφανίστηκε και πλημύρισε όλη την καλύβα. Γεμάτη δέος, η φτωχή γυναίκα φώναξε:
› Κύριε, ελέησέ με!
Μόλις είπε αυτό, ξαφνικά απέκτησε την όραση της, κάτι που το επιθυμούσε από πολύ καιρό. Και έπειτα, αφαιρώντας το κάλυμμα, ανακάλυψε το νεκρό σώμα του άγιου βασιλιά. Η σημερινή εκκλησία του αγίου Edward στο Corfe βρίσκεται πάνω στο σημείο όπου έγινε αυτό το θαύμα.
Το ρυάκι μέσα στο οποίο έπεσε αρχικά το σώμα του άγιου βασιλιά, βρέθηκε ότι έχει θεραπευτικές ιδιότητες. Πολλοί προσκυνητές οι οποίοι έπλυναν τα μάτια τους στο νερό επανέκτησαν ή βελτίωσαν την όραση τους. Αυτό περιλαμβάνει και δύο περιπτώσεις στην σύγχρονη εποχή.
Την αυγή της επόμενης ημέρας, όταν η βασίλισσα έμαθε για το θαύμα, προβληματίστηκε και αποφάσισε να κρύψει το σώμα με έναν διαφορετικό τρόπο. Διέταξε τους υπηρέτες της να πάρουν το σώμα και να το θάψουν σε έναν βαλτώδη τόπο. Την ίδια στιγμή διέταξε να μην θρηνήσει κανένας για το θάνατο του βασιλιά ή να μιλήσει για αυτό. Έπειτα αποσύρθηκε σε ένα αρχοντικό που είχε στην ιδιοκτησία της ονόματι Bere, σχεδόν δέκα μίλια μακριά από το Corfe.
Έπειτα, τόση θλίψη κατέλαβε τον Ethelred για τον θάνατο του αδερφού του που δεν μπορούσε να σταματήσει να θρηνεί. Αυτό εξόργισε τη μητέρα του, η οποία πήρε μερικά κεριά και τον χτύπησε με αυτά με μανία ελπίζοντας να σταματήσει έτσι τη ροή των δακρύων του. Λέγεται ότι μετά από αυτό ο Ethelred μισούσε τόσο πολύ τα κεριά που δεν επέτρεπε ποτέ να τα ανάψουν όταν ήταν παρών.
Όταν ο άγιος Dunstan, αρχιεπίσκοπος του Canterbury, άκουσε τα νέα στεναχωρήθηκε πολύ με τον θάνατο του αγαπημένου του πνευματικού γιου και στην στέψη του ετεροθαλούς αδερφού του, του Ethelred, στο Kingston προείδε μεγάλες θλίψεις για τους ανθρώπους της Αγγλίας με την επερχόμενη βασιλεία.
Η προφητεία εκπληρώθηκε ακριβώς μετά το θάνατο του Dunstan το 988, όταν οι παγανιστές Δανοί εισέβαλαν στην Αγγλία και τελικά, το 1016, μετά από πάνω από είκοσι χρόνια αιματηρών πολέμων, κατέλαβαν την χώρα.
Το Αγγλοσαξονικό Χρονικό εκείνης της εποχής εκφράζει τον γενικό τρόμο που ένιωσαν οι Ορθόδοξοι Άγγλοι εκείνη την εποχή:
«Καμία χειρότερη πράξη από αυτή δεν έγινε ποτέ για τους Άγγλους, από τη στιγμή που πρωτοήρθαν στην Βρετανία. Άνθρωποι τον δολοφόνησαν, όμως ο Θεός τον εξύψωσε. Στην ζωή ήταν ένας επίγειος βασιλιάς, όμως μετά τον θάνατο είναι τώρα ένας ουράνιος άγιος. Οι επίγειοι συγγενείς του δεν εκδικήθηκαν για αυτόν, όμως εκδικήθηκε για αυτόν ο Ουράνιος Πατέρας επαρκώς. Αυτοί οι επίγειοι δολοφόνοι θα είχαν καταστρέψει την μνήμη του επάνω στη γη, όμως ο Ουράνιος Πατέρας εξάπλωσε την φήμη του παντού, στους Ουρανούς και επάνω στη γη. Εκείνοι που προηγουμένως δεν γονάτιζαν με ευλάβεια στο ζωντανό σώμα του, τώρα ταπεινά γονατίζουν μπροστά στα λείψανα του. Τώρα μπορούμε να συμπεράνουμε πως η σοφία των ανθρώπων, οι σκέψεις τους και οι πλεκτάνες τους είναι ένα τίποτα ενάντια στο θέλημα του Θεού.»
Σχεδόν ένας χρόνος πέρασε και o Παντοδύναμος Θεός θέλησε να κάνει γνωστή την ουράνια δόξα του μάρτυρα βασιλιά. Μια στήλη φωτός φάνηκε πάνω από τον τόπο όπου ήταν κρυμμένο το σώμα του, που φώτιζε όλη την περιοχή. Αυτό έγινε ορατό από μερικούς πιστούς κατοίκους του Wareham, οι οποίοι συναντήθηκαν μαζί και ανέσυραν το σώμα από τον τόπο όπου βρισκόταν. Αμέσως μια γλυκιά, καθαρή πηγή με θεραπευτικό νερό ανέβλυσε σε αυτό το σημείο. Έπειτα, συνοδευόμενο από ένα μεγάλο πλήθος πενθούντων, το σώμα του μεταφέρθηκε στην εκκλησία που είναι αφιερωμένη στην Υπεραγία Θεοτόκο στο Wareham και θάφτηκε στα Ανατολικά όρια της εκκλησίας. Αυτή η πρώτη μεταφορά των αγίων λειψάνων συνέβη στις 13 Φεβρουαρίου του 980.
Λίγο αργότερα, η προδοσία της βασίλισσας έγινε γνωστή σε όλη τη χώρα, η φήμη του αθώου μάρτυρα βασιλιά εξαπλώθηκε και πολλά θαύματα πιστοποίησαν την αγιότητα του. Ο ευγενής Elfhere, μετανοώντας ειλικρινά για τις καταστροφές των μοναστηριών και για την αντίθεση του στον βασιλιά, αποφάσισε να μεταφέρει το σώμα σε ένα ποιο άξιο μέρος για την ανάπαυση του. Επίσκοποι και ηγούμενοι προσκλήθηκαν, μαζί με την Ηγουμένη Wulfrida του Wilton και τις μοναχές του μοναστηριού Wilton, μέσα στις οποίες βρισκόταν η αγία Edith, η ετεροθαλής αδερφή του αγίου μάρτυρα. Ένας μεγάλος αριθμός από άνδρες και γυναίκες του Dorset συγκεντρώθηκαν στο Wareham.
Τότε το σώμα αποκαλύφθηκε μπροστά σε όλους τους ανθρώπους και είδαν πως ήταν εντελώς άφθαρτο. Βλέποντας αυτό, ο άγιος Dunstan και οι άλλοι επίσκοποι, είπαν στον κόσμο να ψάλει ύμνους για να υμνήσουν τον Θεό, όταν η αγία Edith έτρεξε προς το σώμα του αδερφού της και το αγκάλιασε με δάκρυα χαράς και θλίψης μαζί.
Έπειτα το σώμα το έβαλαν επάνω σε ένα νεκροκρέβατο και με μια μεγάλη πομπή από κληρικούς και λαϊκούς το πήγαν στο Shaftesbury, στο γυναικείο μοναστήρι που ιδρύθηκε τον 9ο αιώνα από τον πρόγονο του αγίου Edward, τον βασιλιά Alfred τον Μεγάλο, και αφιερώθηκε στην Υπεραγία Θεοτόκο. Η πομπή άρχισε στις 13 Φεβρουαρίου του 981 και έφτασε στο Shaftesbury εφτά μέρες μετά στις 20 Φεβρουαρίου. Εκεί το άγιο σώμα έγινε δεκτό με τιμές από τις μοναχές και θάφτηκε με μια μεγαλόπρεπη τελετή στην βόρεια πλευρά του ιερού.
Στον δρόμο από το Wareham προς το Shaftesbury, δύο φτωχοί άνδρες που ήταν παράλυτοι τόσο που με δυσκολία σέρνονταν στα χέρια και στα γόνατα τους, μεταφέρθηκαν κοντά στο νεκροκρέβατο. Αυτοί που το κουβαλούσαν χαμήλωσαν το νεκροκρέβατο στο ύψος των ανδρών και ξαφνικά μπροστά σε όλους θεραπεύτηκαν εντελώς.
Ακούγοντας για τα θαύματα που συνέβησαν μέσω του αγίου, η βασίλισσα Etheldritha καταλήφθηκε από τύψεις και αποφάσισε να πάει στον άγιο να του ζητήσει συγχώρεση. Μα καθώς ίππευε προς το Shaftesbury μαζί με τους υπηρέτες της, το άλογο της ξαφνικά σταμάτησε και αρνούταν να πάει παραπέρα, και δεν το έπειθαν να κινηθεί με τα χτυπήματα από το μαστίγιο και της απειλές.
Τότε η βασίλισσα κατάλαβε πως την κρατούσαν πίσω οι αμαρτίες της. Κατεβαίνοντας από το άλογο, ετοιμάστηκε να συνεχίσει το ταξίδι της πεζή. Όμως και πάλι σκόνταφτε συνέχεια και δεν μπορούσε να προχωρήσει. Αργότερα, θρηνώντας πικρά για τις αμαρτίες της, η βασίλισσα αποσύρθηκε σε ένα γυναικείο μοναστήρι στο Wherwell, όπου:
«... για πολλά χρόνια έντυνε το μαλθακό σώμα της με τριχιές, κοιμόταν τη νύχτα στο έδαφος χωρίς μαξιλάρι και ταπείνωνε την σάρκα της με κάθε είδους μετάνοια.»
Κατά τη διάρκεια των είκοσι χρόνων μετά τη μεταφορά των λειψάνων του αγίου Edward στο Shaftesbury, πολλά θαύματα έγιναν μέσα από τις πρεσβείες του αγίου μάρτυρα.
Ήταν μια γυναίκα που ζούσε σε ένα απόμερο μέρος της Αγγλίας, η οποία είχε μια ασθένεια στα πόδια της και καθημερινά προσευχόταν για την υγεία της. Μια νύχτα ο άγιος Edward εμφανίστηκε σε αυτήν σε ένα όνειρο και είπε:
› Όταν σηκωθείς την αυγή, πήγαινε χωρίς καθυστέρηση στο μέρος όπου είμαι θαμμένος, εκεί θα πάρεις καινούρια υποδήματα που είναι απαραίτητα για την ασθένεια σου.
Ξυπνώντας νωρίς, η γυναίκα ανέφερε αυτό το όνειρο στη γειτόνισσα της, όμως εκείνη, δυσπιστώντας για το όραμα, υποστήριξε πως ήταν φαντασίωση. Και έτσι η γυναίκα δεν υπάκουσε στην εντολή του αγίου. Όμως εκείνος, εμφανίστηκε σε εκείνη δεύτερη φορά, λέγοντας:
› Γιατί απορρίπτεις την εντολή μου και παραμελείς την υγεία σου; Πήγαινε στον τάφο μου και εκεί θα λυτρωθείς.
Εκείνη επανέκτησε τις δυνάμεις της και είπε:
› Ποιος είσαι άρχοντα; Που θα βρω τον τάφο σου;
Εκείνος ανταποκρίθηκε:
› Είμαι ο βασιλιάς Edward, πρόσφατα σκοτώθηκα με έναν άδικο θάνατο και θάφτηκα στο Shaftesbury, στην εκκλησία της Μαρίας, της Ευλογημένης Μητέρας του Θεού.
Η γυναίκα ξύπνησε νωρίς, και σκεπτόμενη ξανά όσα είχε δει, πήρε τα απαραίτητα για το ταξίδι της και ξεκίνησε για το μοναστήρι. Εκεί προσευχήθηκε για λίγη ώρα με ταπεινή καρδιά στον Θεό και στον άγιο Edward και θεραπεύτηκε.
Μεγάλα θαύματα συνέχισαν να γίνονται στον τάφο του βασιλικού μάρτυρα και το 1001 ο αδερφός του Ethelred ο οποίος τον διαδέχτηκε στον θρόνο, πρόσφερε την πόλη του Bradford-on-Avon:
«... στον Χριστό και στον άγιο του, τον αδερφό μου Edward,ο οποίος , αφού καλύφθηκε με το δικό του αίμα, ο ίδιος ο Κύριος δέχτηκε να τον εξυψώσει με πολλά θαύματα.»
Τον ίδιο καιρό ο τάφος μέσα στον οποίο βρισκόταν ο άγιος άρχισε να υψώνεται από το έδαφος, δείχνοντας πως επιθυμούσε τα λείψανα του να βγουν από τη γη.
Σαν επιβεβαίωση για αυτό εμφανίστηκε σε ένα όραμα σε έναν μοναχό και είπε:
› Πήγαινε στο γυναικείο μοναστήρι το οποίο είναι γνωστό με το όνομα Shaftesbury και μετέφερε εντολές στην μοναχή Ethelfreda η οποία είναι υπεύθυνη και για τις άλλες υπηρέτριες του Θεού εκεί πέρα. Θα πεις σε εκείνη πως δεν εύχομαι να παραμείνω περισσότερο στον τόπο όπου βρίσκομαι τώρα και να της δώσεις την εντολή να το μεταφέρει αυτό στον αδερφό μου χωρίς καθυστέρηση.
Ξυπνώντας νωρίς και καταλαβαίνοντας πως το όραμα που είδε ήταν από το Θεό, ο μοναχός γρήγορα πήγε στην ηγουμένη όπως τον είχαν διατάξει και της είπε με τη σειρά όλα όσα αποκαλύφθηκαν σε αυτόν. Έπειτα η ηγουμένη, ευχαριστώντας τον Θεό, αμέσως είπε όλη την ιστορία στον βασιλιά Ethelred γνωστοποιώντας του εκείνη τη στιγμή την άνοδο του τάφου. Ο βασιλιάς γέμισε με χαρά και θα ήταν παρόν στην εκταφή εάν μπορούσε. Όμως, καθώς τον εμπόδιζαν οι εισβολές των Δανών, έστειλε αγγελιοφόρους στους αγίους επισκόπους Wulsin του Sherborne και στον Elfsin του Dorchester-on-Thames, καθώς και σε άλλους άνδρες με σεβάσμια ζωή δίνοντας τους την οδηγία να βγάλουν το φέρετρο του αδελφού του από το χώμα και να τον επανατοποθετήσουν σε ένα κατάλληλο μέρος.
Ακολουθώντας την εντολή του βασιλιά, αυτοί οι άνδρες με χαρά συγκεντρώθηκαν στο μοναστήρι μαζί με ένα τεράστιο πλήθος λαϊκών και γυναικών.
Ο άγιος Edward αγιοκατατάχθηκε επίσημα από την Αγγλική Σύνοδο του 1008, στην οποία ηγείτο ο άγιος Alphege, αρχιεπίσκοπος του Canterbury (ο οποίος μαρτύρησε από τους Δανούς το 1012).
Ο βασιλιάς Ethelred διέταξε πως οι τρεις ημέρες νηστείας για τον άγιο (18 Μαρτίου, 13 Φεβρουαρίου και 20 Ιουνίου) θα πρέπει να τηρούνται σε όλη την Αγγλία. Η εκκλησία στην οποία αναπαύονταν τα λείψανα του αγίου Edward αφιερώθηκε και πάλι στη Μητέρα του Θεού και στον άγιο Edward και εκείνο το μέρος της πόλης μετονομάστηκε σε «Edwardstowe» στην μνήμη του αγίου. Η πόλη κράτησε το όνομα κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, μόνο μετά την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση επανήλθε το όνομα Shaftesbury.
Πολλά θαύματα συνέχισαν να συμβαίνουν στον τάφο του αγίου Edward. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ανιψιού του, του βασιλιά Edward του Ομολογητή (1042- 1066), ένας άνδρας ονόματι Ιωάννης ζούσε στην βορειοδυτική Γαλλία και ο σώμα του είχε καμφθεί τόσο από τους πόνους που οι φτέρνες του ακουμπούσαν στην περιοχή των νεφρών και δεν μπορούσε να σταθεί ίσια. Σε ένα όραμα τη νύχτα του είπαν να πάει στην Αγγλία στο μοναστήρι στο Shaftesbury, όπου βρίσκεται ο άγιος Edward και εκεί θα γινόταν καλά.
Είπε αυτό το όραμα στους γείτονες του και στους συγγενείς και με τη βοήθεια τους και τη συμβουλή τους πέρασε το Αγγλικό Κανάλι και μετά από πολύ δρόμο έφτασε τελικά στο μοναστήρι. Αφού προσευχήθηκε εκεί για λίγη ώρα στον Θεό και στον άγιο Edward έγινε καλά και έμεινε σαν υπηρέτης στο μοναστήρι για το υπόλοιπο της ζωής του.
Όχι πολύ αργότερα, ένας λεπρός ήρθε στον τάφο του αγίου και αφού παρακάλεσε για την βοήθεια του Θεού με προσευχές και ολονύκτιες λειτουργίες θεραπεύτηκε εντελώς από την ασθένεια του.
Ένας άλλος άνδρας ο οποίος ήταν δεμένος με βαριές αλυσίδες για τις αμαρτίες του ελευθερώθηκε ξαφνικά από αυτές καθώς προσευχόταν με ειλικρίνεια στον τάφο.
Ο Επίσκοπος Herman του Salisbury έμενε στο μοναστήρι και ένας φτωχός τυφλός άντρας τον οποίο φρόντιζε ήταν μαζί του. Όταν ο επίσκοπος ήταν απασχολημένος ο τυφλός άνδρας αποφάσισε να πάει και να προσευχηθεί στον τάφο, οδηγούμενος από ένα αγόρι το οποίο κατεύθυνε τα βήματα του. Συνέχισε να προσεύχεται ως το απόγευμα, ώσπου οι φύλακες οι οποίοι φύλαγαν την εκκλησία του ζήτησαν να φύγει. Εκείνος αρνήθηκε και είπε πως θα περίμενε το έλεος του Θεού και του αγίου Edward.
Εντυπωσιασμένοι από την πίστη του, τον άφησαν να μείνει, ενώ επέμεναν το αγόρι να γυρίσει στο κατάλυμα του. Αφού έμεινε σε εκείνο το σημείο για λίγη ώρα, ο τυφλός άνδρας ένοιωσε αρχικά έντονο κρύο και έπειτα έντονη ζέστη. Και έπειτα τα μάτια του θεραπεύτηκαν. Το επόμενο πρωί, κάποιοι δεν μπορούσαν να πιστέψουν το θαύμα όμως όταν ήρθαν μάρτυρες που διαβεβαίωσαν το ότι ήταν τυφλός για πολύ καιρό ευχαριστίες δόθηκαν στον Χριστό ο οποίος κάνει μεγάλα θαύματα μέσα από τους αγίους Του.
Ένα από τα θαύματα που σχετίζονται με τον άγιο Edward είναι το συνεχόμενο τρέμουλο των άφθαρτων πνευμόνων του. Είναι γνωστό πως οι πνεύμονες του έτρεμαν μέχρι τον 12ο αιώνα. Παρόλα αυτά το 1904 ένα γυάλινο βάζο του 11ου αιώνα που περιείχε «ένα ζαρωμένο αντικείμενο που έμοιαζε με καρύδι» βρέθηκε κάτω από μία μικρή μαρμάρινη πλάκα μπροστά από το Ιερό. Αυτό το βάζο μπορεί και σήμερα να το δει κάποιος στον Καθεδρικό ναό του Winchester, όμως το λείψανο, το οποίο πιθανόν να προερχόταν από τους πνεύμονες του αγίου Edward πετάχτηκε.
Το 1931 ο κύριος Wilson-Claridge ανακάλυψε μερικά κόκκαλα μέσα σε μια κασετίνα από μόλυβδο στο βόρειο τμήμα του ναού του Shaftesbury.
Παρότι τα αρχαιολογικά στοιχεία υποστηρίζουν πως αυτά ήταν πράγματι τα λείψανα του αγίου, εκείνος αποφάσισε να αναζητήσει την συμβουλή ενός ειδικού οστεολόγου, του δόκτορα T.E.A. Stowell. Εκείνος εξέτασε τα κόκκαλα και με μια μακροσκελή αναφορά που δημοσίευσε στο «Ο Εγκληματολόγος» ήρθε στο συμπέρασμα πως ήταν τα κόκκαλα ενός νεαρού άνδρα γύρω στα 20 (ο άγιος ήταν γύρω στα 17 όταν μαρτύρησε), πως ήταν Σάξονας και όχι Κέλτης, πως συγκεκριμένα οστά έλειπαν (γνωρίζουμε πως μέρη των λειψάνων μετακινήθηκαν στο Leominster και στο Abingdon το 1008) και πως συγκεκριμένα οστά ήταν πληγωμένα. Αυτές οι πληγές ανταποκρίνονταν σε έναν άνθρωπο ο οποίος είχε συρθεί ανάποδα από τη σέλα και το πόδι του είχε τυλιχτεί σε έναν αναβολέα. Από όλα αυτά τα στοιχεία ο δόκτορας Stowell συμπέρανε πως αυτά ήταν πράγματι τα λείψανα του μάρτυρα βασιλιά Edward.
Παρόλα αυτά, τον καιρό που τα άγια λείψανα ήταν να μεταφερθούν στην Ορθόδοξη Ρωσική Εκκλησία της διασποράς άρχισαν να εμφανίζονται αντιθέσεις. Μια άλλη (δισέλιδη) αναφορά σχετικά με τα λείψανα παρουσιάστηκε η οποία σε αντιπαράθεση με όσα έλεγε ο δόκτορας Stowell, υποστήριζε πως τα κόκκαλα ανήκαν σε έναν ποιο μεγάλο άντρα. Έπειτα ο αδερφός του κυρίου Wilson-Claridge προέβη σε κινήσεις προκειμένου να αποτρέψει να πάρει τα κόκκαλα η Ρωσική Εκκλησία. Ακόμη και μερικοί από την Ρωσική εκκλησία στήριξαν τον αδερφό του κυρίου Wilson-Claridge, υποστηρίζοντας πως είχε δικαίωμα να πάρει τα μισά από τα λείψανα. Οι πολίτες του Shaftesbury επίσης υποστήριζαν πως τα λείψανα έπρεπε να μείνουν στο Shaftesbury.
Ένας ιεράρχης της Ρωσικής εκκλησίας, ο αρχιεπίσκοπος Μάρκος της Γερμανίας, αναρωτιόταν το κατά πόσο ο άγιος Edward ήταν ένας πραγματικός άγιος γιατί όπως υποστήριζε η αίρεση του Filioque εισήλθε στην Αγγλία εκείνο τον καιρό. Παρόλα αυτά, μια Συνοδική απόφαση διακήρυξε για χάρη του αγίου Edward, και για τον αμφισβητούντα ιεράρχη:
«... συμφωνούμε με την προηγούμενη απόφαση αφού μας καθοδήγησαν οι ιστορικές πληροφορίες που συλλέχθηκαν από τον Επίσκοπο Γρηγόριο ο οποίος παρέθεσε μια λίστα από ονόματα Δυτικών αγίων από την ίδια περίοδο η οποίοι για καιρό συμπεριλαμβάνονταν στη λίστα μας με αγίους (μεταξύ αυτών οι άγιοι Ludmilla, Wenceslaus του Czechia και άλλοι).»
Ο τωρινός συγγραφέας υποστηρίζει πως δεν είναι ξεκάθαρο για το κατά πόσο το Filioque χρησιμοποιούταν γενικά στην Αγγλία τον καιρό του αγίου Edward (τέλη 10ου αιώνα).
Στην Αγγλία, τον ίδιο καιρό, μια μακρόχρονη νομική μάχη ξεκίνησε, κατά τη διάρκεια της οποίας τα λείψανα κρατήθηκαν σε μια τράπεζα. Σε ένα σημείο ο Γενικός Εισαγγελέας αποφάσισε πως τα λείψανα ανήκαν στην βασίλισσα της Αγγλίας. Έπειτα άλλαξε γνώμη, όμως επέμενε πως τα λείψανα έπρεπε να παραμείνουν καλά φυλαγμένα πιθανόν επειδή ήταν τα λείψανα ενός βασιλιά. Τελικά, τον Μάρτιο του 1995 στις 18/31, η υπόθεση έκλεισε και τα λείψανα πήγαν στην εκκλησία της Ρωσίας.
Θαύματα συνεχίζουν να γίνονται με τις πρεσβείες του αγίου Edward μέχρι και σήμερα.
Μια Αγγλίδα Ορθόδοξη Χριστιανή (δεν μας δίνεται το όνομα της) γράφει:
«Ήμουν πολύ χαρούμενη που ήμουν έγκυος ξανά, όμως θλίφτηκα όταν έμαθα πως είχα κολλήσει την σπάνια ασθένεια της τοξοπλάσμωσης. Οι γιατροί μου συνέστησαν να κάνω έκτρωση αμέσως:
› Έλα από εδώ σε αυτό το δωμάτιο, είπαν, και θα τελειώσει σε μερικά λεπτά.
Σαν Ορθόδοξη Χριστιανή, αρνήθηκα να ανακατευτώ με αυτό. Με διαβεβαίωσαν (ήμουν τότε 23 χρονών), πως θα είχα ένα παιδί χωρίς πόδια και χέρια. Εναπόθεσα την πίστη μου στον Θεό.
Αργότερα, όταν ήμουν έξι μηνών έγκυος, επέστρεψα στην κλινική για ένα υπερηχογράφημα. Αυτή τη φορά οι γιατροί επέστρεψαν με άλλη διάγνωση: το παιδί μου, γιατί μπορούσαν να τον δούνε τώρα, θα είχε χέρια και πόδια, αλλά θα γεννιόταν τυφλός.
Ήταν εκείνο τον καιρό που διάβασα για πρώτη φορά το μικρό φυλλάδιο με τα Θαύματα του αγίου Edward του μάρτυρα. Πάντα με έλκυε η εικόνα του αγίου Edward και όταν διάβασα πως το πρώτο του θαύμα ήταν να γιατρέψει μια τυφλή γυναίκα μου ήρθε η σκέψη πως ο γιος μου θα έπρεπε να ονομαστεί Edward. Αποφασίσαμε να τον βαπτίσουμε έτσι, παρά το ότι ο Αρχιεπίσκοπος μας ο οποίος αρνούταν να αναγνωρίσει τον άγιο προσπάθησε να αναγκάσει τον σύζυγο μου να αλλάξει το όνομα.
Και όταν γεννήθηκε ο Edward, δεν ήταν τυφλός, μα ένα καλό, χαρούμενο μωρό απόλυτα υγιές και δυνατό! Φανταστείτε τη χαρά μας! Οι γιατροί ήταν ιδιαίτερα έκπληκτοι και πιθανόν λίγο ντροπιασμένοι όμως έδειξαν σε εμένα και στο σύζυγο μου τον ομφάλιο λώρο και τον πλακούντα. Ήταν εκπληκτικό, γιατί βλέπαμε καθαρά πως το πάνω μισό του ομφάλιου λώρου είχε πάρει ένα άσχημο μαύρο χρώμα από μια μόλυνση. Η μόλυνση σταμάτησε ακριβώς στα μισά του ομφάλιου λώρου. Είμαι τόσο ευγνώμων στο Θεό και στον άγιο Edward. Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις Αυτού.»
Ο S. McDonnell, ένας Ορθόδοξος Χριστιανός από την Αυστραλία γράφει:
«Την Μεγάλη Παρασκευή αυτού του έτους συναντήθηκα με τον Edward, έναν Βούλγαρο φίλο, στα Ιεροσόλυμα. Μου ανέφερε τα ακόλουθα όταν ήμασταν στον Πανάγιο Τάφο.
Σαν παιδί, δεν είχε βαπτιστεί. Πρόσφατα ζήτησε να βαπτιστεί στα Ιεροσόλυμα. Ο ιερέας, πατέρας Ιάκωβος, συμφώνησε όμως πληροφόρησε τον Edward πως θα έπρεπε να αλλάξει το όνομα του επειδή «δεν ήταν Ορθόδοξο». Πολύ θλιμμένος, ο Edward συμφώνησε, όμως πήγε στο σπίτι με μια θλίψη να έχει χτυπήσει την καρδιά του γιατί αγαπούσε το όνομα του. Εκείνη τη νύχτα καθώς κοιμόταν, ένας νεαρός άνδρας που φορούσε έναν μωβ μανδύα και ένα τετράγωνο στέμμα χρυσού εμφανίστηκε και είπε:
› Είμαι ο Edward, βασιλιάς των Άγγλων. Φέρεις το όνομα μου. Να βαπτιστείς με αυτό.
Αυτό ήταν όλο. (Αργότερα ανακάλυψα από τον πατέρα Νύμφωνα της Αδελφότητας του αγίου Edward πως το στέμμα των Σαξόνων ήταν τετράγωνο).
Ξαφνιάστηκα και έδειξα στον φίλο μου Edward μια χάρτινη εικόνα του αγίου Edward την οποία κουβαλάω μαζί μου. Ρώτησα εάν ήταν αυτός. Έκπληκτος, απάντησε ναι, παρατηρώντας ειδικά πως το στέμμα του αγίου Edward ήταν τετράγωνο και ο χιτώνας του μωβ για έναν βασιλιά. Μπορείτε να φανταστείτε πόσο ενθουσιάστηκα με αυτό, το στόμα μου έμεινε ανοιχτό, απλώς δεν μπορούσα να το πιστέψω.»
(Πηγή: «Άγιος Edward (Εδουάρδος) μάρτυρας-βασιλιάς της Αγγλίας», Ορθόδοξη Κελτική και Αγγλοσαξονική Εκκλησία )
Το πρωτότυπο Αγγλικό κείμενο
In 1976, two Orthodox Christians of the Orthodox Parish of St. Michael the Archangel, Guildford, Surrey, England (Russian Orthodox Church Abroad) made contact with Mr. J. Wilson-Claridge, an amateur archaeologist and the owner of the wonder-working relics of Martyr-King Edward of England, who was killed over a thousand years ago, on March 18/31, 979. Mr. Wilson- Claridge was looking for a worthy reliquary for the relics of the king-martyr, and was not satisfied by the offers to house them made by the Catholic and Anglican Churches.
In response to the offer of the Orthodox Christians to give the English Orthodox king a worthy resting place, Mr Wilson-Claridge decided to give his relics to the Russian Orthodox Church Abroad (ROCA); and on September 3/16, 1984, they were formally accepted on behalf of the ROCA by Bishop Gregory (Grabbe) of Washington and Eastern America, and placed in a beautiful reliquary in the Orthodox Church of St. Edward, Brookwood, near Guildford, Surrey, England.
It may therefore be of interest to Russian readers to learn of the life of this great saint of the Anglo-Saxon Orthodox Church before the schism between the East and West, whose relics have now become the possession of the Russian Church.
* * * * * *
The holy Martyr-King Edward was the son of King Edgar the Peaceable of England and his first wife, Queen Ethelfleda, who died not long after his birth in 963 or 964. Already before St. Edward's birth, his father had had a dream. He told this to his mother, the abbess St. Elgiva, who was possessed gifts of prophecy and wonder-working. She interpreted the dream as follows:
"After your death the Church of God will be attacked. You will have two sons. The supporters of the second will kill the first, and while the second will rule on earth the first will rule in heaven."
Now King Edgar had been anointed twice on the model of King David: first in 960 or 961, when he became King of England, and again in 973, when his dominion expanded to the north and west and he became "Emperor of Britain", receiving the tribute of eight sub-kings of the Celts and Vikings.
But between these two anointings he had married again and fathered a second son, Ethelred. When King Edgar died in 975 (his relics were discovered to be incorrupt in 1052), Ethelred's partisans, especially his mother, argued that Ethelred should be made king in preference to his elder half-brother Edward, on the grounds that Edgar had not been anointed when he begat Edward in 959 or 960, and that his first wife, Edward's mother, had never been anointed, so that the throne should pass to the younger son, Ethelred, who had been born "in the purple" when both his parents were anointed sovereigns.
The conflict was settled when the archbishop of Canterbury, St. Dunstan, seized the initiative and anointed St. Edward. However, the defeated party of Ethelred did not give up their opposition to God's chosen one.
St. Edward, according to an early source,
"was a young man of great devotion and excellent conduct. He was completely Orthodox, good and of holy life. Moreover, he loved above all things God and the Church. He was generous to the poor, a haven to the good, a champion of the Faith of Christ, a vessel full of every virtuous grace."
However, many troubles met the young king on his accession to the kingdom. A great famine was raging through the land, and, beginning in the West and spreading to the East, a violent attack was stirred up against the holy monasteries by a prominent nobleman named Elfhere. Many of the monasteries which King Edgar had established were destroyed, and the monks were forced to flee.
Thus according to a contemporary monastic writer:
"The whole kingdom was thrown into confusion, the bishops were agitated, the noblemen stirred up, the monks shaken with fear, the people terrified. The married clergy were glad, for their time had come. Abbots, with their monks, were expelled, and married clergy, with their wives, were introduced [in their place]."
The root of the trouble was that in the previous reign the white clergy [married clergy, PSH] had been expelled from the monasteries in which they had been living unlawfully, had been replaced by real monks, and were now seeking to be re-established in their former place. Also, the nobles coveted the lands which King Edgar had given to the monasteries. Already in the previous reign there had been a council to discuss this question, and when it was suggested that the white clergy be restored to their place, a voice was heard from a cross on the wall:
"Far be it from you! You have done well: to change again would be wrong."
In spite of this, the pressure continued and erupted into violence at the beginning of the reign of King Edward. However, King Edward and Archbishop Dunstan stood firm in a series of stormy councils attended by all the leading men of Church and State. Thus at one council, which took place at Kirtlington, Oxfordshire, after Pascha, 977, the tension was so great that the king's tutor, a bishop, died suddenly during the proceedings.
Then, at another council in Calne, Wiltshire, when the white clergy were renewing their complaints, St. Dunstan said:
"Since in my old age you exert yourselves to the stirring up of old quarrels, I confess that I refuse to give in, but commit the cause of His Church to Christ the Judge."
As he spoke the house was suddenly shaken; the floor of the upper room in which they were assembled collapsed, and the enemies of the Church were thrown to the ground and crushed by the falling timber. Only the beam on which the archbishop was sitting on did not move.
In all this turmoil King Edward stood firm together with the archbishop in defense of the Church and the monasteries. For this reason some of the nobles decided to remove him and replace him with his weaker younger brother. They seized their opportunity on March 18, 979.
On that day the king was out hunting with dogs and horsemen near Wareham in Dorset. Turning away from this pursuit, the king decided to visit his young brother Ethelred, who was being brought up in the house of his mother at Corfe Castle, near Wareham. He took a small retinue with him, but suddenly, as if playing a joke on him, his retinue broke up and went off in all directions, leaving him to continue on his way alone.
When Ethelred's mother, Queen Etheldritha, heard from her servants that the young king was approaching, she hid the evil design in her heart and went out to meet him in an open and friendly manner, inviting him into her house. But he declined, saying that he only wished to see his brother and talk to him. The queen then suggested that while he was waiting he should have a drink. The king accepted. At that moment one of the queen's party went up to the king and gave him a kiss like Judas. For then, just as the king was lifting the cup to his lips, the man who had kissed him leapt at him from the front and plunged a knife in his body. The king slipped from the saddle of his horse and was dragged with one foot in the stirrup until he fell lifeless into a stream at the base of the hill on which Corfe Castle stands.
The queen then ordered that the holy body be seized and hidden in a hut nearby. In obedience to her command, the servants took the body by the feet and threw it ignominiously into the hut, concealing it with some mean coverings.
Now there lived in that hut a woman blind from birth whom the queen used to support out of charity. While she spent the night there alone with the holy body, suddenly, in the middle of the night, a wonderful light appeared and filled the whole hut. Struck with awe, the poor woman cried out:
"Lord, have mercy!"
At this, she suddenly received her sight, which she had so long desired. And then, removing the covering, she discovered the dead body of the holy king. The present church of St. Edward at Corfe stands on the site of this miracle.
The stream into which the holy king's body first fell was found to have healing properties. Many pilgrims who washed their eyes in the water recovered or improved their sight. These include two reported cases in modern times.
At dawn the next day, when the queen learned of the miracle, she was troubled and decided to conceal the body in a different way. She ordered her servants to take it up and bury it in a marshy place. At the same time she commanded that no one should grieve over the king's death, or even speak about it. Then she retired to a manor in her possession called Bere, about ten miles from Corfe.
Meanwhile, such grief took hold of Ethelred over his brother's death that he could not stop weeping. This angered his mother, who took some candles and beat him with them viciously, hoping thereby to stem the flow of his tears. It is said that thereafter Ethelred so hated candles that he would never allow them to be lit in his presence.
When St. Dunstan, archbishop of Canterbury, heard the news he was greatly saddened by the death of his beloved spiritual son, and at the coronation of his half-brother, Ethelred, at Kingston he prophesied great sorrow for the English people in the coming reign.
The prophecy was exactly fulfilled after Dunstan's death in 988, when the pagan Danes invaded England and eventually, in 1016, after over twenty years of bloody war, conquered the country.
The contemporary Anglo-Saxon Chronicle expressed the universal horror felt by the English Orthodox people at this time:
"No worse deed for the English was ever done than this, since first they came to the land of Britain. Men murdered him, but God exalted him; in life he was an earthly king, but after death he is now a heavenly saint. His earthly kinsmen would not avenge him, yet his Heavenly Father has amply avenged him. Those earthly slayers would have destroyed his memory upon earth; but the Heavenly Avenger has spread his fame abroad, in the heavens and upon the earth. Those who before would not bow in reverence to his living body, now humbly bend the knee to his dead bones. Now can we perceive that the wisdom of men, their deliberations and their plots, are as nothing against God's purpose."
Almost a year passed, and it pleased Almighty God to make known the heavenly glory of the martyr-king. A pillar of fire was seen over the place where his body was hidden, lighting up the whole area. This was seen by some devout inhabitants of Wareham, who met together and raised the body from the place where it lay. Immediately a sweet, clear spring of healing water sprang up in that place. Then, accompanied by a huge crowd of mourners, the body was taken to the church of the Most Holy Mother of God in Wareham and buried at the east end of the church. This first translation of the holy relics took place on February 13, 980.
Meanwhile, the queen's deceit and treachery were made known throughout the country, the fame of the innocent martyr-king increased, and many signs and miracles testified to his holiness. The nobleman Elfhere, deeply repenting of his destruction of monasteries and opposition to the king, decided to have the body translated to a worthier resting place. Bishops and abbots were invited, together with Abbess Wulfrida of Wilton and the nuns of Wilton monastery, who included St. Edith, the king-martyr's half-sister. A great number of laymen and women of Dorset also converged on Wareham.
Then the holy body was disinterred in the presence of the whole people and was found to be completely incorrupt. Seeing this, St. Dunstan and the other bishops led the people in hymns of praise to God, while St. Edith ran up to her brother's body and embraced it with tears of joy and sorrow combined.
Then the body was lifted onto a bier and with a great procession of clergy and laity was taken to Shaftesbury, to the women's monastery founded in the ninth century by St. Edward's ancestor, King Alfred the Great, in honor of the Most Holy Mother of God. The procession began on February 13, 981 and arrived at Shaftesbury seven days later, on February 20. There the holy body was received with honor by the nuns and was buried with great ceremony on the north side of the altar.
On the way from Wareham to Shaftesbury, two poor men who were so bent over and paralyzed that they could hardly crawl on their hands and knees were brought close to the bier. Those carrying it then lowered the sacred body down to their level, and immediately in the sight of all they were restored to full health. A great shout rose to the heavens, and all together glorified the holy martyr.
On hearing of the miracles worked through the saint, Queen Etheldritha was overcome by remorse and decided to go to him to ask forgiveness. But as she was riding to Shaftesbury with her servants, her horse suddenly stopped and refused to go further, nor would he be moved by blows of the whip and threats.
Then the queen realized that she was held back by the force of her sins. Jumping off the horse, she prepared to continue her journey on foot. But again she was hurled back and could make no progress. Later, weeping bitterly over her sins, the queen retired to a convent at Wherwell, where:
"for many years she clothed her pampered body in hair-cloth, sleeping at night on the ground without a pillow, and mortifying her flesh with every kind of penance."
During the twenty years after the translation of the relics of St. Edward to Shaftesbury, many miracles were worked through the intercession of the holy martyr-king.
Thus there was a woman living in a remote part of England, who had an infirmity of her legs and daily poured forth prayers for her health. One night St. Edward appeared to her in a dream and said:
"When you rise at dawn, go without delay to the place where I am buried, for there you will receive new shoes that are necessary for your infirmity."
Waking early, the woman reported the dream to her neighbor; but she, disbelieving the vision, declared that it was imagination. And so the woman disobeyed the command of the saint. But he, appearing to her a second time, said:
"Why do you spurn my command and so greatly neglect your health? Go then to my tomb and there you will be delivered."
She recovered her strength and said:
"Who are you, lord? Where shall I find your tomb?"
He replied:
"I am King Edward, recently killed by an unjust death and buried at Shaftesbury, in the church of Mary, the blessed Mother of God."
The woman woke early, and thinking over what she had seen, took was needed for her journey and made her way to the monastery. There she prayed for some time with humble heart to God and St. Edward, and was restored to health.
Great miracles continued to be worked at the tomb of the royal martyr, and in 1001 his brother Ethelred, who had succeeded him on the throne, granted the town of Bradford-on-Avon:
"to Christ and His saint, my brother Edward, whom, covered in his own blood, the Lord Himself has deigned to magnify by many signs of power."
At about the same time the tomb in which the saint lay began to rise from the ground, indicating that he wished his remains to be raised from the earth.
In confirmation of this he appeared in a vision to a monk and said:
"Go to the convent called by the famous name of Shaftesbury and take commands to the nun Ethelfreda who is in charge of the other servants of God there. You will say to her that I do not wish to remain any longer in the place where I now lie, and command her on my behalf to report this to my brother without delay."
Rising early, and perceiving that the vision he had seen was from God, the monk quickly made his way to the abbess as he had been commanded and told her in order all that had been revealed to him. Then the abbess, giving thanks to God, immediately told the whole story to King Ethelred, at the same time making known to him the elevation of the tomb. The king was filled with joy and would have been present at the elevation if he had been able. But, being prevented by the invasions of the Danes, he sent messengers to the holy bishops Wulsin of Sherborne and Elfsin of Dorchester-on-Thames, as well as to other men of respected life, instructing them to raise his brother's tomb from the ground and replace it in a fitting place.
Following the king's command, those men joyfully assembled at the monastery with a vast crowd of laymen and women. The tomb was opened with the utmost reverence, and such a wonderful fragrance issued from it that all present thought that they were standing amidst the delights of Paradise. Then the holy bishops drew near, bore away the sacred relics from the tomb, and, placing them in a casket carefully prepared for this, carried it in procession to the holy place of the Saints together with other holy relics. This elevation of the relics of St. Edward took place on June 20, 1001.
St. Edward was officially glorified by an act of the All-English Council of 1008, presided over by St. Alphege, archbishop of Canterbury (who was martyred by the Danes in 1012).
King Ethelred ordered that the saint's three feast days (March 18, February 13 and June 20) should be celebrated throughout England. The church in which St. Edward's relics rested was rededicated to the Mother of God and St. Edward, and that part of the town was renamed "Edwardstowe" in honor of the saint. The town kept this name throughout the Middle Ages: only after the Protestant Reformation was the original name of Shaftesbury restored.
Many miracles continued to be worked at the tomb of St. Edward. Thus during the reign of his nephew, King Edward the Confessor (1042- 1066), a man named John living in north-west France, whose whole body had been so bent by severe pain that his heels were touching his loins and he was unable to stand upright, was told in a vision at night to go to England to the monastery at Shaftesbury, where St. Edward lay, as there he would recover his health. He told this vision to his neighbors and relatives, and with their help and advice he crossed the English Channel and after many detours at last reached the monastery. Having prayed there for some time to God and St. Edward he recovered his health, and remained as a servant at the monastery for the rest of his life.
Not long after, a leper came to the tomb of the saint, and after invoking God's help by prayers and vigils, he received complete cleansing from his infirmity.
Another man who had been bound in heavy chains for his sins was suddenly freed from them as he was praying earnestly at the tomb.
Again, Bishop Herman of Salisbury was staying at the monastery, and a poor blind man whom he supported was with him. While the bishop was delayed, the blind man decided to go and pray at the tomb, led by a boy who guided his steps. He continued praying until evening, when the wardens who were looking after the church asked him to leave. He refused, and said that he would wait on the mercy of God and St. Edward.
Impressed by his faith, they let him stay, while insisting that the boy return to his lodgings. After staying at his place for some time, the blind man was overwhelmed first by extreme cold, then by extreme heat. And then he recovered his sight. The next morning, some would not believe the miracle; but when witnesses came forward who affirmed that he had been blind for a long time, praise was given to Christ Who works great wonders through His Saints.
One of the miracles associated with St. Edward was the continual quivering of his incorrupt lung. It is known that this lung still quivered in the twelfth century. However, in 1904 an eleventh-century glass vessel containing "a shrunken nut-like object" was found beneath a small marble slab in front of the High Altar. The vase may still be seen in Winchester Cathedral, but the relic, which was probably St. Edward's lung, was thrown away.
In 1931 Mr. Wilson-Claridge discovered some bones in a lead casket in the north transept of Shaftesbury Abbey. Although the archaeological evidence suggested that these were indeed the relics of the saint, he decided to seek the advice of a professional osteologist, Dr. T.E.A. Stowell. He examined the bones and in a long report published in The Criminologist came to the conclusion that they were the bones of a young man of about 20 (the saint was about 17 when he was martyred), that he was a Saxon and not a Celt, that certain bones were missing (we know that parts of the relics were removed to Leominster and Abingdon in 1008), and that certain bones were injured. These injuries corresponded to a person being dragged backwards over the pommel of a saddle and having their leg twisted in a stirrup. From all this evidence Dr. Stowell concluded that these were indeed the bones of the martyred King Edward.
However, at the time when the holy relics were about to be transferred to the Russian Church Outside Russia, opposition suddenly arose. Another (two-page) report on the relics was commissioned which challenged the findings of Dr. Stowell, arguing that the bones were of an older man. Then the brother of Mr. Wilson-Claridge sought a high-court injunction preventing the Russian Church from receiving the relics. Even some members of the ROCA supported the brother of Mr. Wilson-Claridge, claiming that he had a half share right in the relics. The citizens of Shaftesbury also argued that the relics should stay in Shaftesbury.
One ROCA hierarch, Archbishop Mark of Germany, questioned whether St. Edward was a true saint because, as he claimed, the heresy of the Filioque was entrenched in England at the time. However, a Synodical decision declared in favor of St. Edward, and the doubting hierarch:
"... agreed with the former decision after having been acquainted with the historical information compiled by His Grace, Bishop Gregory, who cited a list of names of Western saints of the same period who have long been included in our list of saints (among whom are St. Ludmilla, St. Wenceslaus of Czechia, and others)."
The present writer has argued that it is far from clear whether the Filioque was in general use in England at the time of St. Edward (late tenth century), and that in any case no less rigorous a theologian than St. Maximus the Confessor had declared, when the Roman Church first adopted the Filioque, that she did not in fact understand it in a heretical sense at that time. Thus the possibility exists of a heresy being accepted at an early stage out of ignorance, while those who hold it remain Orthodox.
In England, meanwhile, a long legal battle began, during which the holy relics were kept in a bank vault. At one point the Attorney General decided that the relics belonged to the Queen of England. Then he changed his mind, but insisted that the relics should be kept especially secure - probably because they were the relics of a king. Finally, on March 18/31, 1995, the principal feast day of St. Edward, the case against the ROCA was dismissed and the relics were returned to the Church.
Miracles continue to be worked through St. Edward to the present day.
Thus the English Orthodox Christian "S.P." writes:
"I was very happy to be pregnant again but saddened to learn that I had caught the rare disease of toxoplasmosis. The doctors advised me to abort at once: 'Come through to this room,' they said, 'and it will be over in a few minutes.' As an Orthodox Christian, I refused to have any truck with this. They promised me, a malleable (so they thought) young woman of 23, a child with no legs and no arms. I put my faith in God.
Later, six months pregnant, I returned to the clinic for a scan. This time the doctors came out with a slightly more reassuring story: my child, for they could see him now, would have arms and legs, but he would be born blind.
It was at this very time that I first came to read the little brochure, The Recorded Miracles of St. Edward the Martyr. I had always been attracted by St. Edward's icon and when I read that his first miracle had been to heal a blind woman, I was overwhelmed with the thought that my son should be called Edward. We decided to baptize him so, despite our Archbishop who refused to recognize the Saint and tried to force my husband into changing the name.
And when Edward was born, he was not blind, but a good, happy baby, perfectly normal and so strong and healthy! Imagine our joy! The doctors were very surprised, and perhaps a little ashamed of themselves, but they did show me and my husband the umbilical cord and placenta. It was astonishing, for we could clearly see how the top half of the cord had been discolored an ugly black by an infection. The discoloration had stopped exactly half-way down the cord. I am so thankful to God and St. Edward. The Lord is truly wonderful in His Saints."
S. McDonnell, an Orthodox Christian from Australia, writes:
"On Great Friday this year I met up with Edward, a Bulgarian friend, in Jerusalem. He related the following to me while we were at the Holy Sepulchre.
As a child, he had not been baptized. Recently he had asked to receive the sacrament of holy baptism in Jerusalem. The priest, Fr. Iakovos, agreed but informed Edward that he would have to change his name because it 'was not Orthodox'. Much saddened, Edward agreed, but went home with a grief-stricken heart because he was fond of his name. That night while he slept, a young man wearing a cloak of purple and a square shaped crown of gold appeared and said: 'I am Edward, King of the English. You bear my name. Be baptized.' That was all. (I later found out from Fr. Niphon of St. Edward's Brotherhood that the Saxon crown was a square one.)
I was surprised and showed my friend Edward a paper icon of St. Edward that I carry with me. I asked if this was the one. Shocked, he stammered out yes, noticing particularly that St. Edward's crown was square and his cloak purple for a King. You can imagine how shaken I was by this, my mouth was open, I just couldn't believe it.
By Vladimir Moss. Posted with permission
SOURCES
- The Anglo-Saxon Chronicle.
- Anonymous, Vita Oswaldi, in J. Raine, Historians of the Church of York, Rolls Series, 1874, vol. I.
- "Passio et Miracula Sancti Edwardis Regis et Martyris" (11th century), in Christine Fell, Edward King and Martyr, University of Leeds, 1971.
- William of Malmesbury, Gesta Regum Anglorum.
- J.M. Kemble, Codex Diplomaticus Aevi Saxoni, 1845-8, no. 706.
- D.J.V. Fisher, "The Anti-Monastic Reaction in the Reign of Edward the Martyr", Cambridge Historical Journal, 1952, X, pp. 254-270.
- Theodoric Paulus, quoted in Orthodoxy America, May-June, 1981.
- Living Orthodoxy, volume IV, no. 4, July-August, 1982, p. 16.
- V. Moss, "Western Saints and the Filioque", Living Orthodoxy, volume IV, no. 1, January-February, 1982, p. 29.
- J. Wilson-Claridge, The Recorded Miracles of St. Edward the Martyr, Brookwood: King Edward Orthodox Trust, 1984.
- V. Moss, The Saints of Anglo-Saxon England, Seattle: St. Nectarios Press, volume 2, 1993.
- Archimandrite Alexis (Pobjoy), "The St. Edward Brotherhood", Necropolis News, Brookwood, Surrey, vol. 2, no. 1, April, 1996.
- "S.P.", "A Miracle of St. Edward the Martyr", Orthodox England, vol. 1, no. 4, June, 1998, p. 14.
- "A Holy Name: A Miracle of St. Edward", Orthodox England, vol. 2, no. 3, March, 1999, p. 11.
(Πηγή: «Martyr-King Edward of England», Vladimir Moss, St Nicholas Russian Orthodox Church, McKinney (Dallas area) Texas)
Πηγή: Ορθόδοξη Κελτική και Αγγλοσαξονική Εκκλησία , St Nicholas Russian Orthodox Church, McKinney (Dallas area) Texas