Στίχ. Εἴσελθε, κέρδος ἐκ ταλάντων προσφέρων,
Εἰς τὴν χαράν, Κύριλλε, τοῦ σοῦ Κυρίου.
Ὀγδοάτῃ δεκάτῃ θάνατος μέλας εἷλε Κύριλλον.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος καταγόταν ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη καὶ γεννήθηκε πιθανῶς τὸ 313 στὰ Ἱεροσόλυμα. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου Ἱεροσολύμων Μαξίμου τοῦ Γ´ (333-348), τὸν ὁποῖο καὶ διαδέχθηκε στὴν ἐπισκοπικὴ ἕδρα κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 348, εἴτε διότι ὁ Μάξιμος ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Ἀρειανούς, εἴτε διότι πέθανε.
Ὁ Ἅγιος ἀρχικὰ ἀδιαφοροῦσε γιὰ τὶς δογματικὲς «λεπτολογίες» καὶ ἀπέφευγε τὸν ὅρο «ὁμοούσιος». Γι᾿ αὐτὸ ὁ Ἀρειανὸς Μητροπολίτης Καισαρείας Ἀκάκιος ἐνέκρινε τὴν ἐκλογή του καὶ τὸν χειροτόνησε Ἐπίσκοπο. Ἀλλὰ συνέβη κι ἐδῶ ὅτι συνέβη ἀργότερα καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Ἁγίου Μελετίου, Πατριάρχου Ἀντιοχείας († 12 Φεβρουαρίου). Ὁ Ἅγιος δὲν ἔμεινε ἐκτὸς τοῦ κλίματος τῆς ἐποχῆς, ὡς πρὸς τοὺς δογματικοὺς ἀγῶνες, καὶ ἀπὸ τοὺς πρώτους μῆνες τῆς ἀρχιερατείας του ἀποδείχθηκε μὲ τὶς περίφημες Κατηχήσεις του ὑπερασπιστὴς τῶν ἀποφάσεων καὶ τῶν ὅρων τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Τοὺς ἀγῶνες τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ἐξῆρε καὶ ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος τοῦ 382:
«Τῆς δέ γε μητρὸς ἁπασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν, τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις, τὸν αἰδεσιμώτατον Κύριλλον ἐπίσκοπον εἶναι γνωρίζομεν. Κανονικῶς τε παρὰ τῶν τῆς ἐπαρχίας χειροτονηθέντα πάλαι καὶ πλεῖστα πρὸς τοὺς Ἀρειανοὺς ἐν διαφόροις τόποις ἀθλήσαντα.»(Θεοδώρητος, Ἐκκλ. Ἱστορία 5, 9).
Ἡ δογματικὴ τοποθέτηση τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ὑπῆρξε ἡ πρώτη αἰτία ρήξεως μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Ἀκάκιο Καισαρείας, ὁ ὁποῖος στὴν συνέχεια ζητοῦσε διάφορες ἀφορμὲς γιὰ νὰ καταστρέψει τὸν Ἅγιο. Δεύτερη αἰτία ἦταν ἡ διαφορὰ σχετικὰ μὲ τὴν δικαιοδοσία τῶν δύο ἑδρῶν. Ὡς γνωστόν, λόγω καταστροφῆς τῆς πόλεως τῶν Ἱεροσολύμων ἡ ἐκεῖ Χριστιανικὴ κοινότητα διασκορπίσθηκε, μετὰ δὲ τὴν ἐπανοικοδόμηση τῆς Ἁγίας Πόλεως οἱ Χριστιανοὶ ἦσαν λίγοι, γι᾿ αὐτό σὲ Μητρόπολη ἀναδείχθηκε ἡ πρωτεύουσα τῆς Παλαιστίνης Καισάρεια. Μετὰ ἀπὸ λίγο, ὅταν οἱ Χριστιανοὶ τῶν Ἱεροσολύμων αὐξήθηκαν, ἡ Ἐπισκοπὴ Ἱεροσολύμων ζήτησε ἀποκατάσταση τῆς παλαιᾶς αὐτῆς θέσεως. Τὸ 325 ἡ Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, διὰ τοῦ ἑβδόμου Κανόνος αὐτῆς, ὅριζε νὰ τιμᾶται ἰδιαίτερα κατὰ τὰ ἀρχαῖα ἔθιμα ὁ Ἐπίσκοπος Αἰλίας, δηλαδὴ Ἱεροσολύμων, ἡ δὲ Μητρόπολη Καισαρείας νὰ διατηρεῖ τὸ οἰκεῖο ἀξίωμα. Ἡ ἀσάφεια τῆς διατυπώσεως τοῦ κανόνος προεκάλεσε διένεξη μεταξὺ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου καὶ τοῦ Ἀκακίου.
Ὁ τελευταῖος ἦταν σὲ πλεονεκτικὴ θέση λόγω τῆς ὑποστηρίξεως αὐτοῦ ἀπὸ τὸν Ἀρειανὸ αὐτοκράτορα Κωνστάντιο (337- 361), καὶ ἀφοῦ εὑρῆκε πρόφαση κατὰ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, ὅτι σὲ καιρὸ λιμοῦ πούλησε ἱερὰ κειμήλια καὶ ἀναθήματα γιὰ νὰ προσφέρει τροφὴ στοὺς ἀπόρους, καθαίρεσε τὸν Ἅγιο διὰ Συνόδου, ἡ ὁποία συνῆλθε στὰ Ἱεροσόλυμα τὸ 357 καὶ τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ ἐκεῖ.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐξορίστηκε στὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας καὶ ἔγινε δεκτὸς ὑπὸ τοῦ ἐκεῖ Ἐπισκόπου Σιλβανοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπέρριψε τὴν ἀξίωση τοῦ Ἀκακίου νὰ διακόψει τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν Ἅγιο. Ὡστόσο ὁ Ἅγιος Κύριλλος ζητοῦσε νὰ διερευνηθεῖ ἡ ὑπόθεσή του ἀπὸ μεγαλύτερη Σύνοδο. Πράγματι, ἡ Σύνοδος ποὺ συνῆλθε στὰ Ἱεροσόλυμα τὸ 359, τὸν ἀποκατέστησε καὶ τὸν ἀθώωσε, ἀλλὰ ὁ Ἀκάκιος, ἀφοῦ κατέφυγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ματαίωσε τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῶν Ἱεροσολύμων δι᾿ ἄλλης Συνόδου, ἡ ὁποία συνῆλθε τὸ 360 στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐπικύρωσε τὴν καθαίρεση καὶ ἐξορία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐπέστρεψε στὴν ἕδρα του, ὅπως καὶ οἱ λοιποὶ ἐξόριστοι Ἐπίσκοποι τὸ 361, ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου, ὁ ὁποῖος θέλοντας νὰ ἔχει κοντά του ὅλους τοὺς ἐχθροὺς τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίου, ἀνεκάλεσε τοὺς ἐξόριστους Ἀρχιερεῖς. Ὁ Ἅγιος αἰσθανόταν τὴν ἀνάγκη νὰ ἐπιδοθεῖ στὴν διαποίμανση τοῦ ποιμνίου του. Ἀλλὰ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου, στὶς 26 Ἰουλίου 363, ἐξορίσθηκε καὶ πάλι ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Οὐάλη (364-378) γιὰ ἕνδεκα χρόνια καὶ ἐπανῆλθε στὰ Ἱεροσόλυμα μετὰ τὸ θάνατο τοῦ αὐτοκράτορος, τὸ 378.
Στὰ τελευταία ὀχτώ χρόνια τῆς ζωῆς του ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ἁγίας Πόλεως, τῶν Ἱεροσολύμων, ἀναλώθηκε ἀφενός στὸ ἔργο τῆς καλλιέργειας τοῦ ποιμνίου του – στὴν ἱεραποστολική δράση ἐντός τῶν ορίων τῆς ἐπισκοπής του κατηχώντας καὶ βαπτίζοντας – καὶ ἀφετέρου στὴν καταπολέμηση των αιρέσεων.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ τὸ 387.
Τὸ κύριο ἔργο του εἶναι οἱ Κατηχήσεις, 24 ὁμιλίες, οἱ ὁποῖες ἐκφωνήθηκαν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ τῆς Διακαινησίμου ἑβδομάδος τοῦ ἔτους 348 στὴν Βασιλικὴ τῆς Ἀναστάσεως. Σκοπὸς τοῦ ἔργου του ἦταν ἀφ᾿ ἑνὸς ἡ εἰσαγωγὴ τῶν Κατηχουμένων στὶς θεμελιώδεις διδασκαλίες τῆς πίστεως καὶ τοῦ ἠθικοῦ βίου τῶν Χριστιανῶν, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ ἡ φανέρωση τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας στοὺς Νεοβαπτισθέντες. Ἡ ἀξία τῶν Κατηχήσεων τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου εἶναι ἀνυπολόγιστη. Κανένα ἔργο πρὸ αὐτοῦ δὲν ἐμφανίζει μὲ τόση παραστατικότητα σχεδὸν ὅλο τὸ τελετουργικὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ μυστηριακὸ καὶ ἁγιαστικὸ σύστημα, μὲ τόση καταπληκτικὴ ὁμοιότητα πρὸς τὰ μέχρι σήμερα τελούμενα στὸ ναό, ὥστε δικαιολογημένα νὰ θεωροῦμε ὅτι οἱ Κατηχήσεις τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ἀποτελοῦν ἔκτυπη ἀναπαράσταση καὶ στὴν πράξη διατήρηση αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς Ἀποστολικῆς Τελετουργικῆς Παραδόσεως.
(Πηγή: «Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Κυρίλλου Ἐπισκόπου Ἱεροσολύμων», users.uoa.gr/~nektar/)
Πολύφωτο ἀστέρι τῆς ᾽Εκκλησίας χαρακτηρίζει τόν ἅγιο Κύριλλο ὁ ὑμνογράφος του Θεοφάνης, κι ὄχι μία φορά. ᾽Αστέρι πού ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος, ὡς ῞Ηλιος, ἔβαλε στό στερέωμα τῆς ᾽Εκκλησίας, προκειμένου νά φωτίζει τίς καρδιές τῶν πιστῶν μέ τίς ἀκτίνες τῆς διδασκαλίας του:
«᾽Αστέρα πολύφωτον Χριστός ὁ ῞Ηλιος ᾽Εκκλησίας ἐν τῷ ὕψει σε ἔθετο Κύριλλε, ἀκτῖσι δογμάτων ἱερῶν καταυγάζοντας καρδίας τῶν πιστῶν» (ὠδή θ´).
Αὐτό σημαίνει ὅτι τό φῶς τοῦ ἁγίου δέν ἦταν φῶς πού προερχόταν ἀπό κάτι δικό του. ῏Ηταν φῶς πού ἀντανακλοῦσε τόν ῞Ηλιο Χριστό, γι᾽ αὐτό καί ὄχι μόνο μέ τά λόγια του, ἀλλά κυρίως μέ τήν ζωή του συνιστοῦσε τό καθοδηγητικό στοιχεῖο γιά τούς πιστούς, ἀκόμη καί γιά τούς Πατέρες πού συγκροτοῦσαν Σύνοδο. Μέ ἄλλα λόγια στό πρόσωπό του καί στίς διδαχές του ἔβλεπαν ὅλοι, κληρικοί καί λαϊκοί, τήν ἀληθινή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, γεγονός πού ὁδηγοῦσε στήν κατά φυσικό τρόπο ἐξαφάνιση τῶν αἱρέσεων καί τοῦ σκοτασμοῦ πού πάντοτε προκαλοῦν αὐτές.
«Τῇ σοφίᾳ τῶν λόγων σου καί τῷ φέγγει τοῦ βίου σου, ὡς ἀστήρ πολύφωτος, ἀξιάγαστε, μέσον Συνόδου διέλαμψας Πατέρων» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). (Μέ τήν σοφία τῶν λόγων σου καί μέ τό φέγγος τοῦ βίου σου, ἔλαμψες, ἀξιοθαύμαστε, σάν ἀστέρας πολύφωτος ἀνάμεσα στήν Σύνοδο τῶν Πατέρων).
«῾Ως ἀστήρ ἀνατέταλκας καί πιστούς κατεφώτισας, ἱεραῖς λαμπρότησι τῶν δογμάτων σου, καί τάς αἱρέσεις ἐσκότασας καί τέλεον ἔτρεψας᾽» (στιχηρό ἐσπερινοῦ). (᾽Ανέτειλες σάν ἀστέρι καί καταφώτισες τούς πιστούς μέ τίς ἱερές λαμπρότητες τῶν δογμάτων σου, καί ὁδήγησες στό σκοτάδι τίς αἱρέσεις καί τίς διέλυσες ἐντελῶς).
῾Ο διπλός αὐτός φωτισμός τοῦ ἁγίου, μέ τίς διδασκαλίες του καί μέ τήν ζωή του, ἀπορροφᾶ πράγματι ὅλη τήν προσοχή τοῦ ὑμνογράφου στόν κανόνα του γι᾽ αὐτόν. Στά περισσότερο τροπάρια ἐπικεντρώνει στό διδασκαλικό χάρισμα τοῦ ἁγίου, γιά τό ὁποῖο μάλιστα χαρακτηρίσθηκε καί ὡς ὁ Κατηχητής. Οἱ Κατηχήσεις τοῦ ἁγίου Κυρίλλου ἔχουν μείνει κλασικές στό εἶδος τους, ἔχοντας ὡς περιεχόμενο τήν πίστη τῆς ᾽Εκκλησίας καί τήν σημασία καί τό τυπικό τῶν μυστηρίων της, ἰδίως τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, τοῦ ἁγίου χρίσματος καί τῆς θείας εὐχαριστίας. Καί προσφέροντας τήν πίστη κατ᾽ ἀνάγκη στρέφεται καί κατά ἐκείνων πού τήν διαστρέφουν, δηλαδή τῶν αἱρετικῶν. Γιά τόν ἱερό ποιητή ὁ ἅγιος Κύριλλος εἶναι ἡ λύρα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀναφώνησε τό μέλος τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου, τῆς θείας δηλαδή ἐπιφανείας Του.
«Λύρα ὤφθης Πνεύματος τοῦ παναγίου, θεόφρον, ἀναφωνοῦσα μέλος ἐπιφανείας τοῦ Χριστοῦ.» (ὠδή γ´)
Η καρδιά του δέχθηκε τό ποτάμι τῆς ὑπερκόσμιας σοφίας, γι᾽ αὐτό καί ἔβγαλε ἄβυσσο διδασκαλίας πού βύθισε τούς νόες τῶν ἀσεβῶν.
«῾Υπερκοσμίου τῆς σοφίας ρεῖθρον, ὅσιε, σοῦ ἡ καρδία δεξαμένη, ἐξηρεύξατο διδασκαλίας ἄβυσσον, νόας ἀσεβούντων βυθίζουσαν.» (ὠδή δ´)
᾽Αλλά ὁ ὑμνογράφος, εἴπαμε, ἐπικεντρώνει καί στό φῶς πού ἐκπέμπει καί ἡ ἴδια ἡ ζωή τοῦ ἀγίου. Κι ἴσως γι᾽ αὐτό καί οἱ Κατηχήσεις του εἶχαν καί ἔχουν τόση μεγάλη σημασία καί δύναμη. Διότι προέρχονταν ἀπό ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος προσήγγιζε τήν πίστη ὄχι θεωρητικά καί νοησιαρχικά, ἀλλά ἐμπειρικά καί βιωματικά. ῾Η διδασκαλία δηλαδή τοῦ ἁγίου ἀποτελοῦσε καί τήν ἔκφραση τῆς ζωῆς του. Αὐτό πού ἔλεγε ἦταν – τό σημειώσαμε καί παραπάνω – τό ἀπαύγασμα τῆς παρουσίας τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος μέσα στήν κεκαθαρμένη ἀπό τήν ἄσκηση καρδιά του.
«Κοσμήσας τήν ψυχήν ἀρετῶν ταῖς ἰδέαις, χαρισμάτων δεκτικήν τοῦ Πνεύματος αὐτήν τοῦ ῾Αγίου τετέλεκας. ῞Οθεν ἄβυσσον σοφίας ἐξηρεύξω αἰρέσεων τά πελάγη ξηραίνουσαν, Κύριλλε» (ὠδή α´). (Κόσμησες τήν ψυχή σου μέ τίς ἰδέες τῶν ἀρετῶν, Κύριλλε, γι᾽ αὐτό καί τήν κατέστησες δεκτή τῶν χαρισμάτων τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. ᾽Αποτέλεσμα ἦταν νά βγεῖ ἀπό ἐσένα ἡ ἄβυσσος τῆς σοφίας πού ξεραίνει τά πελάγη τῶν αἱρέσεων).
῾Ο ἱερός Θεοφάνης διατυπώνει αὐτό πού ὁ Κύριος καί ἀδιάκοπα ἡ ᾽Εκκλησία μας κηρύσσει: ὁ λόγος τοῦ ἀνθρώπου γιά νά ἔχει δύναμη, δηλαδή νά τρέφει τίς καρδιές τῶν πιστῶν καί νά ἐξαφανίζει τήν πλάνη τῶν αἱρετικῶν, ἀπαιτεῖ κεκαθαρμένη καρδιά ἤ καρδιά πού ἀγωνίζεται νά ἐξαλείψει τά πάθη της. Τότε πράγματι ἀντιφεγγίζει τίς ἀκτίνες τοῦ Οὐρανοῦ καί δέν συνιστᾶ ἁπλῶς στοχαστικό λόγο ἤ ἀλλιῶς τεχνολογία, κατά τήν ἔκφραση τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων. ῾Ο ποιητής γι᾽ αὐτό καί ἐπιμένει:
«῎Εχων πῦρ ἐν διανοίᾳ φόβου, Πάτερ, τοῦ Θεοῦ, ὕλην ἀπετέφρωσας τήν τῶν ἡδονῶν» (ὠδή ζ´). (Εἶχες στήν διάνοιά σου, Πάτερ, τήν φωτιά τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτό καί ἀποτέφρωσες τήν ὕλη τῶν ἡδονῶν).
«Δάκρυσι παθῶν τήν φλόγα σβέσας, Μάκαρ, τόν πυρσόν ἐτήρησας ἄσβεστον σοῦ τόν τῆς ψυχῆς» (ὠδή ζ´). (῎Εσβησες, μακάριε, μέ τά δάκρυά σου τήν φλόγα τῶν παθῶν, γι᾽ αὐτό καί κράτησες ἄσβεστο τόν πυρσό τῆς ψυχῆς σου).
Δέν εἶναι τυχαῖο λοιπόν πού ὁ ὑμνογράφος σημειώνει μέ ἔμφαση ὅτι ὁ ἅγιος Κύριλλος ἀξιοποίησε στό ἔπακρο τό διδασκαλικό χάρισμα πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, γι᾽ αὐτό καί τό αὔξησε σέ σημεῖο τέτοιο πού νά εἰσέλθει πανηγυρικά στόν Παράδεισο.
«῾Ως δοῦλος τό δοθέν πλεονάσας σου τάλαντον, εὐηρέστησας τῷ Δεσπότῃ, θεόφρον, οὗ εἰς χεῖρας ἐναπέθου σου τό πνεῦμα τό ἱερώτατον, Κύριλλε» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). (῾Ως δοῦλος αὔξησες τό τάλαντο πού σοῦ δόθηκε, γι᾽ αὐτό καί εὐαρέστησες τόν Δεσπότη, θεόφρον, στά χέρια τοῦ ῾Οποίου ἐναπέθεσες τό ἱερότατο πνεῦμα σου, Κύριλλε).
«Εἴσελθε ἐκ ταλάντων προσφέρων εἰς τήν χαράν, Κύριλλε, τοῦ σοῦ Κυρίου» (στίχοι συναξαρίου) (εἴσελθε μέ τήν προσφορά τῶν ταλάντων σου, Κύριλλε, στή χαρά τοῦ Κυρίου σου).
(Πηγή: «Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ (18 ΜΑΡΤΙΟΥ)», π. Γεώργιος Δορμπαράκης, ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ)
Ό άγιος Κύριλλος, αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων και τα δυο υπερφυσικά φαινόμενα
Ο Κύριλλος γεννήθηκε στα Ιεροσόλυμα επί βασιλείας του Κωνσταντίνου του Μεγάλου και εκοιμήθη επί βασιλείας του Θεοδοσίου του Μεγάλου (315-386). Χειροτονήθηκε ιερέας το έτος 346 και κατόπιν, διαδέχθηκε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο στα Ιεροσόλυμα τον όσιο Μάξιμο, μετά τον θάνατό του το 350. Σε τρείς περιπτώσεις εκθρονίστηκε και εξορίστηκε. Ανεκλήθη από την εξορία επί βασιλείας του Θεοδοσίου, αλλά δεν αποκαταστάθηκε στο αξίωμά του. Έζησε ειρηνικά οκτώ ακόμη χρόνια και υστέρα παρέδωσε την αγία ψυχή του στον Θεό.
Ο ποιμενάρχης Κύριλλος έδωσε δύο καίριες πνευματικές μάχες: μία εναντίον των αρειανιστών, οι οποίοι είχαν ισχυροποιηθεί υπό τον βασιλέα Κωνστάντιο, γιο του αγίου Κωνσταντίνου και η άλλη, όταν βασίλευε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, εναντίον αυτού του προδότη και των Ιουδαίων.
Την περίοδο που κυριαρχούσαν οι αρειανόφρονες, έλαβε χώρα ένα υπερφυσικό φαινόμενο. Την ημέρα της Πεντηκοστής, στις εννέα το πρωί, εμφανίστηκε στον ουρανό πάνω από τα Ιεροσόλυμα και μέχρι το ’Όρος των Ελαιών, ένας μεγάλος φωτεινός Σταυρός, λαμπρότερος και από τον ήλιο. Το υπερφυσικό αυτό φαινόμενο -το οποίο διήρκεσε πολλές ώρες, το είδαν όλοι οι κάτοικοι των Ιεροσολύμων και αναφέρθηκε επισήμως στον αυτοκράτορα Κωνστάντιο- συνέβαλε τα μέγιστα στην αποκατάσταση της Ορθοδοξίας έναντι των αιρετικών.
Αλλά και ένα δεύτερο θεόσταλτο σημείο έλαβε χώρα επί βασιλείας του Παραβάτη Ιουλιανού. Ο Ιουλιανός, προκειμένου να εξευτελίσει τους χριστιανούς, έπεισε τους Εβραίους να αποκαταστήσουν τον Ναό του Σολομώντος. Ο αρχιεπίσκοπος Κύριλλος προσευχήθηκε θερμά στον Θεό για να το αποτρέψει αυτό. Συνέβη τότε ένας φοβερός σεισμός, που κατέστρεψε ό,τι είχαν προλάβει να κτίσουν. Σύντομα οι Εβραίοι άρχισαν να ξανακτίζουν τον Ναό. Πάλι όμως έγινε μεγάλος σεισμός και όχι μόνο κατέρρευσε το νέο οικοδόμημα, αλλά επίσης διασκορπίστηκαν οι πέτρες των θεμελίων του αρχαίου Ναού. Έτσι εκπληρώθηκαν οι λόγοι του Κυρίου:
«ου μη αφεθή ώδε λίθος επί λίθου ος ου μη καταλυθή» (Μάρκ. 13,2 και Λουκ. 21,6)
Ανάμεσα στα πολλά συγγραφικά έργα του αγίου Πατρός Κυρίλλου είναι οι Κατηχήσεις του: ένα πρώτης τάξεως έργο, που διατηρείται μέχρι τις μέρες μας, επιμαρτυρώντας και επιβεβαιώνοντας τα θεμέλια της Ορθοδόξου Πίστεως και την πρακτική λειτουργική ζωή της αρχαίας Εκκλησίας.
Ο άγιος Κύριλλος ήταν πράος, ταπεινός και μαχητικός Ορθόδοξος ποιμενάρχης, αλλά και μεγάλος ασκητής, ο οποίος εξαντλούσε τον εαυτό του με νηστείες, όπως φανέρωνε το πελιδνό πρόσωπό του. Ύστερα από μία ζωή πολύμοχθη και καταστόλιστη με ιερούς αγώνες υπέρ της Ορθοδοξίας, ο άγιος αναπαύθηκε εν ειρήνη και έλαβε την κατοικία του στις αιώνιες αυλές του Κυρίου.
(Πηγή:«Ο Πρόλογος της Αχρίδος», Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Μάρτιος, εκδ. Άθως, σ. 162-164, Άπαντα Ορθοδοξίας)
Κατήχηση και ιεραποστολή
Ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με την κατήχηση του ποιμνίου του ή, αλλιώς, με την εσωτερική ιεραποστολή των πολιτών της επαρχίας του. Χειροπιαστή απόδειξη αυτής της διακονίας του αποτελούν οι «Κατηχήσεις» που εκφώνησε στο ναό της Αναστάσεως την περίοδο της Σαρακοστής του 350 μ.Χ. στα Ιεροσόλυμα, απευθυνόμενος στους φωτιζόμενους και τους νεοφώτιστους. Έτσι κι εμείς αδράχνουμε την ευκαιρία να ασχοληθούμε στο άρθρο μας με τον σύνδεσμο κατήχησης και ιεραποστολής, παραθέτοντας συνάμα αρκετά από τα εκλεκτότερα αποσπάσματα των «Κατηχήσεων» του Αγίου.
Λίγο πριν την Ανάληψή του ο Κύριος παρότρυνε τους μαθητές του με τα εξής λόγια: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη» (Ματθ. 28:19). Τους ζήτησε δηλαδή να κατηχήσουν ολόκληρο τον κόσμο. Η λέξη «κατήχησις» πιθανότατα εκμαιεύεται από το περιστατικό της Πεντηκοστής και την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος («εκ του Ουρανού») ως ήχου («ώσπερ φερομένης πνοής βιαίας») (Πράξ. 2:2) {Κάτω-ήχος}. Ωστόσο, το νόημά της σκιαγραφεί εξαιρετικά εύστοχα και κατανοητά ο Άγιος Κύριλλος:
«Η κατήχηση είναι οικοδομή. Αν δεν σκάψουμε βαθιά και να βάλουμε θεμέλια, και εάν στη συνέχεια δε δέσουμε με οικοδομικούς αρμούς όλη την οικοδομή, για να μη τυχόν βρεθεί κάτι χαλαρό και σωριαστεί κάτω η οικοδομή, δεν έχουμε κανένα όφελος από τον κόπο που κάναμε πριν. Πρέπει δηλαδή να δένεται η μια πέτρα με την άλλη στη σειρά και η μια γωνία να ακολουθεί την άλλη, και ξύνοντας εμείς όλα τα περιττά, να ανυψώνεται τέλεια η οικοδομή. Έτσι σου προσφέρουμε κατά κάποιον τρόπο τα λιθάρια της γνώσεως. Πρέπει να ακούς όλα όσα λέγονται για τον ζωντανό Θεό∙ πρέπει να ακούς όσα λέγονται για την κρίση∙ πρέπει να ακούς όσα λέγονται για τον Χριστό∙ πρέπει να ακούς όσα λέγονται για την ανάσταση και άλλα πολλά.» (Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, τ.1, Ε.Π.Ε, σσ. 25-27)
Επομένως, κατήχηση είναι η προσφορά του λόγου του Θεού στους ανθρώπους, είναι οι ομιλίες, τα κατηχητικά σχολεία, οι νεανικές κατηχητικές συντροφιές, οι κύκλοι μελέτης Αγίας Γραφής και, φυσικά, τα κηρύγματα των ιερέων και των ιεροκηρύκων από τον άμβωνα της εκκλησιάς. Εδώ οφείλουμε να διατυπώσουμε μία διευκρίνιση. Τα πρώτα χριστιανικά χρόνια αλλά και σήμερα - στις χώρες που επιτελείται το θεάρεστο έργο της ιεραποστολής - είχαμε και έχουμε «κατηχουμένους», τουτέστιν ανθρώπους οι οποίοι γνωρίζουν για πρώτη φορά την ορθοδοξία και με διάκριση οδηγούνται στη βάπτιση. Αυτοί «κατηχούνται», διδάσκονται δηλαδή τα δόγματα της Εκκλησίας καθώς και τις αρχές του Ευαγγελίου ακόμα και μετά τη βάπτισή τους. Από την άλλη πλευρά, και στην πατρίδα μας, την Ορθόδοξη Ελλάδα, παρ’ όλο που η πλειοψηφία είμαστε χριστιανοί, έχουμε ανάγκη κατηχήσεως.
Υιοθετώντας την διδαχή του Χριστού «ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς, ὅτι ὑμεῖς δοκεῖτε ἐν αὐταῖς ζωὴν αἰώνιον ἔχειν· καὶ ἐκεῖναί εἰσιν αἱ μαρτυροῦσαι περὶ ἐμοῦ»(Ιω. 5:39), ο ιερός πατήρ θεωρεί τόσο σημαντικές τις κατηχήσεις, ώστε προτρέπει:
«Να παρακολουθείς τακτικά τις κατηχήσεις, αν και τις παρατείνουμε πολύ λέγοντας πολλά, για να μη χαλαρώνει ο λογισμός σου. Διότι εδώ παίρνεις όπλα εναντίον της ενέργειας του εχθρού σου. Παίρνεις όπλα εναντίον των αιρέσεων, εναντίον των Ιουδαίων και των Σαμαρειτών και των ειδωλολατρών. Έχεις πολλούς εχθρούς· πάρε πολλά βέλη· διότι έχεις πολλούς να χτυπήσεις με το ακόντιό σου και πρέπει να μάθεις πώς να αντιμετωπίζεις τον ειδωλολάτρη, πώς να αγωνιστείς εναντίον του αιρετικού, του Ιουδαίου, του Σαμαρείτη. Και όπλα βέβαια είναι έτοιμα, ακόμα όμως πιο έτοιμο είναι το ξίφος του Πνεύματος· πρέπει όμως να τεντώσεις το δεξί σου χέρι με την αγαθή προαίρεση, για να πολεμήσεις στον πόλεμο του Κυρίου, για να νικήσεις τις αντίθεες δυνάμεις, για να γίνεις ανίκητος μπροστά σε καθετί το αιρετικό.» (Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, τ.1, Ε.Π.Ε, σσ. 23-25)
Έτσι λοιπόν, στις συμβουλές του προς όλους, όσον αφορά στην κακή επιθυμία που ανατέλλει στις καρδιές μας, υπογραμμίζει:
«Αλλ’ ίσως πεις∙ Είμαι πιστός και δεν μπορεί να με νικήσει η επιθυμία, έστω κι αν την φέρνω συχνά στο νου μου. Αγνοείς όμως ότι η ρίζα που επιμένει πολλές φορές σπάζει ακόμα και πέτρα; Μη δέχεσαι τον σπόρο, γιατί θα σου σπάσει την πέτρα της πίστεως. Βγάλε από τη ρίζα του το κακό πριν ακόμα ανθίσει, γιατί, αν στην αρχή αδιαφορήσεις, υπάρχει φόβος να χρειαστείς τσεκούρι και φωτιά. Όταν αρχίζεις να έχεις ενόχληση στα μάτια σου, θεράπευσέ τα έγκαιρα, για να μη φτάσεις να ζητάς τον γιατρό όταν θα έχεις τυφλωθεί τελείως.» (Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, τ.1, Ε.Π.Ε, σσ. 55-57)
Αλλά, και αν ηττηθούμε από την αμαρτία, μας διδάσκει να μην απελπιζόμαστε:
«Αυτός, άνθρωπέ μου, που ανάστησε τον Λάζαρο, ο οποίος ήταν τέσσερις μέρες πεθαμένος και βρωμούσε, δε θα μπορούσε άραγε πιο εύκολα να αναστήσει εσένα που είσαι ζωντανός; Αυτός που έχυσε το τίμιο αίμα του για μας, αυτός θα μας γλυτώσει από την αμαρτία. Ας μην απελπιζόμαστε, αδελφοί μου. Ας μη ρίξουμε τους εαυτούς μας σε κατάσταση απελπισίας. Διότι είναι φοβερό να μην έχουμε εμπιστοσύνη στην ελπίδα της σωτηρίας· γιατί αυτός που δεν περιμένει σωτηρία, ρίχνεται ολόψυχα στο κακό· ενώ όποιος ελπίζει στη θεραπεία του, φροντίζει πάρα πολύ τον εαυτό του. Διότι και ο ληστής που δεν περιμένει χάρη φτάνει σε απόγνωση, ενώ όταν ελπίζει στη συγχώρηση, πολλές φορές οδηγείται στη μετάνοια. Έπειτα, το φίδι αποβάλλει από πάνω του το γερασμένο δέρμα του, κι εμείς δε θα αποβάλλουμε την αμαρτία; Και η γεμάτη αγκάθια γη, όταν οργωθεί καλά, γίνεται καρποφόρα, και για μας είναι ακατόρθωτη η σωτηρία; Η φύση μας λοιπόν είναι επιδεκτική για τη σωτηρία· απαιτείται όμως και η προαίρεση.» (Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, τ.1, Ε.Π.Ε, σ. 59)
Και συνεχίζει:
«Τι πρέπει λοιπόν να κάνουμε; Και ποιοι είναι οι καρποί της μετάνοιας; Εκείνος που έχει δυο χιτώνες, να δίνει σ’ αυτόν που δεν έχει (ήταν αξιόπιστος εκείνος που δίδασκε αυτά, γιατί ήταν ο πρώτος που εφάρμοζε εκείνα που δίδασκε. Δεν δυσκολευόταν να τα πει, διότι δεν τον εμπόδιζε η συνείδηση συγκρατώντας τη γλώσσα του, και αυτός που έχει τροφές να κάνει το ίδιο. Θέλεις ν’ απολαύσεις τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, και δεν θέλεις να δώσεις στους φτωχούς υλικές τροφές; Ζητάς τα μεγάλα και δε δίνεις τα μικρά;» (Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, τ.1, Ε.Π.Ε, σσ. 119-121)
Κι ενώ ο Άγιος Κύριλλος με σαφήνεια τονίζει τη μεγάλη σημασία της φιλανθρωπίας, ο ιερός Χρυσόστομος, από την μεριά του, αναδεικνύει πρωταρχική την ανάγκη της κατήχησης:
«Οὐκ ἔστι ψυχῆς οὐδὲν ἀντάξιον, οὐδὲ ὁ κόσμος ἅπας. Ὥστε κἂν μυρία δῷς χρήματα πένησιν, οὐδὲν τοιοῦτον ἐργάσῃ, οἷον ὁ μίαν ψυχὴν ἐπιστρέφων. Ὁ γὰρ ἐξάγων τίμιον ἐξ ἀναξίου, ὡς στόμα μου ἔσται, φησί. Μέγα μὲν γὰρ ἀγαθὸν καὶ τὸ ἐλεεῖν τοὺς πενομένους· ἀλλ’ οὐδὲν τοιοῦτον, οἷον τὸ πλάνης ἀπαλλάττειν· ὁ γὰρ τοῦτο ποιῶν, κατὰ Παῦλον γίνεται καὶ Πέτρον.» (Εις Α΄ Κορινθίους Γ΄. ΕΠΕ 18,80. PG 61,29-30)
Αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η έμφαση που δίνει ο επίσκοπος Ιεροσολύμων στην πίστη. Στο άκουσμα της λέξης «πίστη» έρχεται αυθόρμητα στο νου η εμπιστοσύνη στο Θεό που κλείνει ο καθένας στην καρδιά του για τον εαυτό του. Ανατρεπτικά, όμως, ο Άγιος εμφαίνει την πίστη του ενός για τον άλλο! Ας τον απολαύσουμε:
«Τόση μεγάλη δύναμη έχει η πίστη, ώστε όχι μόνο αυτός που πιστεύει να σώζεται, αλλά και πολλοί άλλοι σώθηκαν χάρη στην πίστη άλλων. Ο παραλυτικός της Καπερναούμ δεν ήταν ο ίδιος πιστός, όμως πίστευαν εκείνοι που τον μετέφεραν και τον κατέβασαν από τα κεραμίδια. Γιατί μαζί με το σώμα ήταν άρρωστη και η ψυχή του παραλυτικού. Και μη νομίσεις ότι εγώ τον κατηγορώ άδικα· αυτό το λέει το Ευαγγέλιο· “όταν ο Ιησούς είδε”, όχι την πίστη, αλλά “την πίστη εκείνων, είπε στον παραλυτικό σήκω”. Εκείνοι που τον σήκωναν πίστεψαν, και ο παραλυτικός απόλαυσε τη θεραπεία.
Θέλεις να βεβαιωθείς ότι με την πίστη άλλων σώζονται άλλοι; Πέθανε ο Λάζαρος. Πέρασε μία και δεύτερη και τρίτη μέρα. Διαλύθηκαν τα νεύρα του και το σώμα του άρχισε να σαπίζει. Πώς μπορούσε να πιστέψει άνθρωπος που ήταν νεκρός τέσσερις μέρες, και να παρακαλέσει για τον εαυτό του τον Λυτρωτή; Αυτό λοιπόν που έλειπε από τον νεκρό , το έκαναν οι πραγματικές αδελφές του. Διότι, όταν ήρθε ο Κύριος, έπεσε στα πόδια του η αδελφή του, και στην ερώτηση του Ιησού, “πού τον θάψατε;” εκείνη του απάντησε “Κύριε, ήδη μυρίζει, διότι έχει τέσσερις μέρες πεθαμένος”. Και ο Κύριος της είπε “Αν πιστέψεις, θα δεις τη δόξα του Θεού”. Δηλαδή σαν να της έλεγε “Συ αναπλήρωσε την πίστη που λείπει από τον νεκρό”. Και η πίστη των αδελφών είχε τόση δύναμη, ώστε ξανάφερε τον νεκρό στη ζωή από τις πύλες του άδη.
Εφόσον λοιπόν άλλοι οι άνθρωποι, πιστεύοντας για λογαριασμό άλλων, μπόρεσαν να αναστήσουν νεκρούς, εσύ, αν πιστέψεις για τον εαυτό σου ειλικρινά, δεν θα ωφεληθείς περισσότερο; Αλλά και αν ακόμα είσαι άπιστος ή ολιγόπιστος, ο Κύριος είναι φιλάνθρωπος και δέχεται τη μετάνοιά σου. Μόνο πες και συ με ευγνωμοσύνη “πιστεύω, Κύριε, βοήθησε την απιστία μου”. Εάν πάλι νομίζεις ότι είσαι πιστός, όμως δεν έχεις ακόμα την τέλεια πίστη. Είναι ανάγκη λοιπόν να πεις και συ, όπως και οι απόστολοι “Κύριε, πρόσθεσέ μας πίστη”. Ένα μέρος λοιπόν πίστεως το έχεις εσύ, το πιο πολύ όμως θα το πάρεις από εκείνον.» (Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, τ.1, Ε.Π.Ε, σσ. 189-191)
Εν κατακλείδι, ο Άγιος Κύριλλος - όχι μόνο για τους νεοφώτιστους αλλά για όλους μας, δασκάλους και μαθητές, ιεροκήρυκες και κατηχούμενους - αναφέρει:
«Να μη προσέχεις σ’ αυτά που τώρα γίνονται, αλλά σ’ εκείνα που είναι γραμμένα. Ούτε αν εγώ, που σε διδάσκω χαθώ, να χαθείς και συ μαζί με μένα. Αλλά μπορεί ο ακροατής να γίνει καλύτερος από τον δάσκαλό του, και αυτός που ήρθε τελευταίος να γίνει πρώτος, διότι ο Δεσπότης δέχεται και αυτούς που φτάνουν την ενδέκατη ώρα.» (Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, τ.2, Ε.Π.Ε, σ. 131)
Τέλος, στοχεύοντας να αφυπνίσει τους πιστούς, ώστε να γρηγορούν στην παρούσα ζωή, υπενθυμίζει το μη ανατρέψιμο της κρίσης των αμετανόητων ανθρώπων:
«Ο Θεός δεν χρειάζεται να τους εξετάσει πολλή ώρα, αλλά μόλις οι ασεβείς αναστηθούν, αμέσως θα τιμωρηθούν. Και όταν λέγει, ότι “οι νεκροί δεν θα σε υμνήσουν, Κύριε”, αυτό σημαίνει, ότι μόνο στη ζωή αυτή υπάρχει η δυνατότητα για μετάνοια και άφεση των αμαρτιών, κατά τη διάρκεια της οποίας όσοι τα απολαμβάνουν αυτά, “θα σε υμνούν”. Δεν θα μπορούν όμως να υμνούν τον Θεό μετά τον θάνατό τους ως ευεργετημένοι, εκείνοι που πέθαναν μέσα στις αμαρτίες, διότι θα θρηνούν. Τότε λοιπόν οι μεν δίκαιοι θα υμνούν, ενώ όσοι πέθαναν μέσα σε αμαρτίες, δεν έχουν ευκαιρία πλέον για εξομολόγηση.» (Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, τ.2, Ε.Π.Ε, σ. 291)
(Πηγή: «Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων: Κατήχηση και Ιεραποστολή», Αδελφότητα Ορθοδόξου Εξωτερικής Ιεραποστολής )
Ο Άγιος Κύριλλος για τις μεθοδους των αιρετικων
«Η κακία μιμείται την αρετή, και το ζιζάνιο προσπαθεί να παρουσιαστεί σαν σιτάρι. Εξωτερικά βέβαια εξομοιώνεται με το σιτάρι, αλλά οι έμπειροι το ξεχωρίζουν από τη γεύση του.
Και ο διάβολος παρουσιάζεται σαν άγγελος φωτεινός, όχι γιατί θέλει να γυρίσει εκεί οπού ήταν (διότι, όπως το αμόνι, έχει άκαμπτη καρδιά και η προαίρεσή του είναι αμετανόητη), αλλά για να τυλίξει με το σκοτάδι της αβλεψίας και τη μολυσματική κατάσταση της απιστίας εκείνους που ζουν ισάγγελη ζωή.
Πολλοί λύκοι περιφέρονται με ένδυμα προβάτου, που έχουν βέβαια ενδύματα προβάτων, αλλά και νύχια και δόντια. Και έτσι, φορώντας το δέρμα του άκακου ζώου και εξαπατώντας με την εμφάνισή τους τους αθώους, χύνουν με τα δόντια τους το φθοροποιό δηλητήριο της ασέβειας.
Έχουμε λοιπόν ανάγκη από τη Θεία Χάρη, από νηφάλια διάνοια και από άγρυπνα μάτια, ώστε ούτε το ζιζάνιο να το φάμε για σιτάρι, και από την άγνοιά μας να υποστούμε βλάβη, ούτε να εκλάβουμε τον λύκο ως πρόβατο και να αρπαχτούμε από αυτόν, ούτε να εξαπατηθούμε και να θεωρήσουμε αγαθόν άγγελο τον καταστροφέα διάβολο, και να τον αφήσουμε να μας καταπιεί. Διότι “τριγυρίζει σαν λιοντάρι βρυχόμενο, ψάχνοντας να βρει κάποιον για να τον καταπιεί”. Γι' αυτό και η Εκκλησία συμβουλεύει, γι' αυτό υπάρχουν και τα σχολεία αυτά, γι' αυτό γίνονται τα αναγνώσματα.
Η Θεοσεβής ζωή συνίσταται από δύο πράγματα: από δόγματα ευσεβή και από πράξεις αγαθές. Και ούτε τα δόγματα χωρίς αγαθά έργα είναι ευπρόσδεκτα από τον Θεό, ούτε τα έργα που δεν συνοδεύονται από ευσεβή δόγματα τα δέχεται ο Θεός. [...]
Και οι μεν ειδωλολάτρες παρασύρουν με την ευγλωττία τους, διότι “στάζει μέλι από το στόμα της πόρνης γυναίκας” (Παρμ. 5.3), ενώ οι Εβραίοι με την αγία Γραφή, την οποία παρερμηνεύουν οικτρά και εξαπατούν όσους τους πλησιάζουν. Αυτοί από μικρά παιδιά μέχρι τα γηρατειά τους μελετούν και γερνάνε μέσα στην αμάθεια.
Οι οπαδοί πάλι των αιρέσεων με την ηθικολογία και την ευγλωττία τους εξαπατούν τις καρδιές των απονήρευτων ανθρώπων, καλύπτωντας κάτω από το χριστιανικό τους όνομα, σαν κάτω από μέλι, τα δηλητηριώδη βέλη των ασεβών δογμάτων. Για όλους αυτούς μαζί λέει ο Κύριος “προσέχετε να μη σας παραπλανήσει κανείς” (Ματθ.24.4). Γι' αυτό ακριβώς γίνονται και η διδασκαλία της πίστεως και οι επεξηγήσεις πάνω σ' αυτήν.»
(Πηγή: «Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΘΟΔΟΥΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ», Κυρίλλου Ιεροσολύμων, ΕΠΕ 1, 133-135, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου)
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’.
Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Κύριλλε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Στολὴν τὴν ἔνθεον, ἀμφιεσάμενος, στῦλος ὁλόφωτος, ὤφθης τῆς πίστεως, τῶν Ἀποστόλων ἐν Σιῶν τὴν χάριν κεκληρωμένος, ὅθεν ἐνδιέπρεψας, εὐσέβειας τοὶς δόγμασι, καὶ πιστῶς ἐσκόρπισας, τῆς σοφίας τὸ τάλαντον. Καὶ νῦν ὑπὲρ ἠμῶν ἐκδυσώπει, Κύριλλε Πάτερ Ἱεράρχα.
ΚοντάκιονἮχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Φερωνύμος γέγονε, τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ὁ φωσφόρος λόγος σου, κῦρος οὐράνιον Πάτερ· γνῶσιν γάρ τῆς ἀληθείας Πάτερ διδάσκων, ἔλλαμψιν, ἠθῶν ὁσίων καθυπογράφεις, καί παθῶν βραβεύεις λύσιν, τῇ σῇ πρεσβείᾳ, θεόφρον Κύριλλε.
Κάθισμα Ἦχος πλ. δ’. Τὴν σοφίαν.
Τὴν σοφίαν τοῦ λόγου πεπλουτηκώς, ἐξηρεύξω δογμάτων ῥεῖθρα ζωῆς, καὶ πᾶσαν κατήρδευσας, εὐσεβούντων διάνοιαν, καὶ βακτηρίᾳ θείᾳ ποιμάνας τὸ ποίμνιον, ἐπὶ χλόην θείας, ἐξέθρεψας γνώσεως· ὅθεν ὡς Ποιμένα, καὶ διδάσκαλον μέγαν, καὶ πίστεως πρόμαχον, εὐφημοῦμέν σε Κυριλλε, Ἱεράρχα κραυγάζοντες· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Μεγαλυνάριον
Ἔλλαμψιν πλουτήσας τὴν μυστικήν, ἐν Σιὼν τῇ θείᾳ, ὡς καθάρας σου τὴν ψυχήν, ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ δαβιτικῶς Ὁσίων, ἐκλάμπεις ὥσπερ λύχνος, παμμάκαρ Κύριλλε.
Πηγή: users.uoa.gr/~nektar/, ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ, Άπαντα Ορθοδοξίας, Αδελφότητα Ορθοδόξου Εξωτερικής Ιεραποστολής, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Ορθοδοξος Συναξαριστής , Μέγας Συναξαριστής