
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Καταγωγὴ
Ὁ Ὅσιος Αὐξέντιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Συρία. Ἔζησε στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Β’ τοῦ Μικροῦ (408 – 450 μ.Χ.) καὶ κατεῖχε τὸ ἀξίωμά τοῦ σχολαρίου τοῦ στρατηλάτου.
Συνανεστρέφετο ἐνάρετους ἄνδρες
Διαπρέποντας λοιπὸν ὁ Μέγας Αὐξέντιος μὲ τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, παρ’ ὅτι ἀκόμη ἔμενε στὴν βασιλεύουσα τῶν πόλεων δηλαδὴ στὴν Κωνσταντινούπολη δὲν παρέλειπε ἐν τούτοις νὰ συναναστρέφεται τοὺς ξακουστοὺς γιὰ τὴν ἀρετή τους καὶ γιὰ τὴν ἄσκηση τοὺς Πατέρες τῆς ἐποχῆς του. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ μοναχός, Ἰωάννης ὀνομαζόμενος, τὸν ὁποῖο συχνὰ ἐπεσκέπτετο. Ὁ μοναχὸς ἦταν πολὺ ἐνάρετος καὶ ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ἔμενε ἐπάνω σε ἕνα στύλο. Ἀπὸ αὐτὸν διδάχθηκε ὁ Ὅσιος τὸν φιλάρετο βίο καὶ γιὰ νὰ ἐκτελεῖ ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τὸν περισσότερο χρόνο ἔμενε στὸν Ναὸ τῆς Ἅγιας Εἰρήνης, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴν θάλασσα μαζὶ μὲ τοὺς ἐνάρετους ἄνδρες. Ἐκεῖ ἀσκεῖτο στὶς ὁλονύκτιες προσευχὲς καὶ δεήσεις τηρώντας πιστὰ τὶς νηστεῖες καὶ κάθε ἄλλη ἐγκράτεια.
Ἔδιωξε τὸ δαιμόνιο
Κάποια γυναίκα, ἡ oποία ἦταν κυριευμένη ἀπὸ πονηρὸ πνεῦμα, συνάντησε τὸν Ἅγιο Αὐξέντιο, ὅταν ἐπέστρεφε ἀπὸ τὸ παλάτι. Αὐτὴ εἶχε ἀκάλυπτό το κεφάλι της, καὶ τραβοῦσε τὶς τρίχες της καὶ φώναζε δυνατά:
› Ὢ βία, ἀπὸ τὸν ἐχθρό μας τὸν Αὐξέντιο! Εἴκοσι χρόνια τώρα ἔχω ποὺ κατοικῶ σὲ αὐτὴν τὴν γυναίκα καὶ τώρα διώχνομαι μὲ βία ἀπὸ αὐτόν.
Τότε ὁ Ἅγιος πίεσε τὸ ἄλογο, πάνω στὸ ὁποῖο καθόταν, γιὰ νὰ τὴν προσπεράσει, ὥστε νὰ μὴ γίνει γνωστὴ σὲ κανέναν ἡ θεία χάρι, ποὺ κάτοικοι σὲ αὐτόν. Ἡ γυναίκα ὅμως ἀκολουθοῦσε μὲ μεγάλες φωνές, μᾶλλον τὸ πονηρὸ πνεῦμα, ποὺ ἔμενε σὲ αὐτήν, μαστιγούμενο ἀοράτως ἀπὸ τὴν θεία Χάρι, καὶ ἔλεγε:
› Ἰδού, ἐξέρχομαι, ἐὰν μόνον μὲ διατάξη αὐτός.
Μαζεύτηκε γύρω ἀπὸ αὐτὸν πολὺ πλῆθος. Ἀφοῦ μὲ δάκρυα καὶ στεναγμοὺς παρακάλεσε ὁ μακάριος τὸν Θεό, ἀμέσως ἀπήλλαξε τὴν γυναίκα ἀπὸ τὸν δαίμονα.
Ἀπόρησαν λοιπὸν ὅλοι θαυμάζοντες καὶ δοξάζοντες τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος τέτοια ἐξουσία ἔδωκε στὸν δοῦλο τοῦ κατὰ τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων.
Γίνεται Μοναχὸς
Πολλὰ θαύματα ἔκανε ὁ Μέγας Αὐξέντιος, ὅταν ἀκόμη ζοῦσε στὸν κόσμο. Κατόπιν, ἐπειδὴ κατάλαβε ὅτι ἔγινε γνωστὸς σὲ ὅλους, θέλοντας νὰ ἀποφύγει τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἐπειδὴ προεῖδε μὲ τοὺς ψυχικοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τὴν μέλλουσα νὰ συνταράξη τὴν Ἁγία του Θεοῦ Ἐκκλησία, παράνομη αἵρεση τοῦ δυσσεβοὺς Νεστορίου καὶ Εὐτυχοῦς, ἀπαρνήθηκε τὸν κόσμο καὶ τὶς βασιλικὲς αὐλὲς καὶ ἐγκατέλειψε τὸ πλῆθος τῶν φίλων ποὺ εἶχε, τρέπεται πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο. Ἔφθασε λοιπὸν στὰ ἐρημικότερα μέρη τῆς Βιθυνίας καὶ ἀνέβηκε στὴ πλαγιὰ τοῦ ὅρους, ποὺ καλεῖται Ὀξεία καὶ ποὺ ἀπέχει δέκα μίλια ἀπὸ τὴν Χαλκηδόνα, καὶ διέμεινε σὲ κάποια πέτρα. Ἀσκήτευε, ἐνῶ παράλληλα ἀσχολήθηκε μὲ τὴν μελέτη καὶ σπουδὴ τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὁ λαὸς ἔμαθε σιγὰ-σιγὰ γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου καὶ πλῆθος συνέρρεε ἐκεῖ, καὶ πολλὰ θαύματα ἐπιτέλεσε ὁ Ἅγιος.
Τὸν καλοῦν γιὰ τὴν Σύνοδο
Τόση δὲ ἦταν ἡ φήμη του γιὰ τὶς σπάνιες ἀρετὲς καὶ τὴν βαθιὰ θεολογικὴ μόρφωσή του, ὥστε προσκλήθηκε στὴν Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνεκλήθη τὸ ἔτος 451 μ.Χ. στὴν Χαλκηδόνα γιὰ νὰ καταδικάσει τὶς κακοδοξίες τοῦ Νεστορίου καὶ Εὐτυχοῦς. Ἀφοῦ συμφώνησε μὲ τὴν Σύνοδο ἐπέστρεψε πάλι ὄχι στὸ προηγούμενο ὅρος, ἀλλὰ σὲ ἄλλο πολὺ πιὸ ἀπόκρημνο καὶ ψηλότερο, ποὺ ὀνομάζετο Σκόπα, στὸ ὁποῖο καὶ ἔμεινε, ἀφοῦ οἱ ἀδελφοί του ἔκαναν πάλι κλουβὶ ἀπὸ ξύλα καὶ ἄφησαν μικρὸ παραθυράκι γιὰ νὰ συνομιλεῖ μὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι πήγαιναν σὲ αὐτόν. Πολλοὶ ἀνέβαιναν πρὸς αὐτὸν καὶ ἀπὸ τὶς Ρουφινιανὲς καὶ ἀπὸ ἄλλα μέρη γιὰ ὠφέλεια ψυχῆς καὶ σώματος, τοὺς ὁποίους δίδασκε νὰ ψάλλουν καὶ μερικὲς ὠδὲς κατανυκτικὲς καὶ ὠφέλιμες.
Ἡ διδασκαλία του
Μετὰ ἀπὸ τὴν ψαλμωδία τῶν ὠδῶν ὁ μακάριος ἄρχιζε τὴν ψυχωφελῆ καὶ σωτηριώδη διδασκαλία του, τὴν ὁποίαν παρέτεινε σχεδὸν μέχρι τὸ βράδυ, συμβουλεύοντας ὅλους νὰ οἰκονομοῦν καλὰ τὴν ζωή τους καὶ ποτὲ νὰ μὴ δείχνουν ραθυμία στὴν ἐκτέλεση τῶν καλῶν ἔργων, οὔτε πάλι, ἀφοῦ κάνουν κάτι καλό, νὰ ἐπιστρέφουν στὸν παλαιὸ τρόπο ζωῆς, ἀλλὰ μέχρι τὸ τέλος νὰ ἐπιμένουν στὴν ἐργασία τοῦ ἀγαθοῦ.
Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πλούσιους ἔστελναν τροφὲς στὸ ὅρος καὶ διάφορα ἄλλα δῶρα καὶ φιλεύματα. Ἐκεῖνος ὅμως μόνο λάδι καὶ κεριὰ ἐὰν ἔφερνε κανείς, κρατοῦσε, τὰ δὲ ὑπόλοιπα τὰ μοίραζε στοὺς πτωχούς, ποὺ μαζευόντουσαν κοντά του. Ὅσους τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς κάνει μοναχοὺς δὲν τοὺς ἐδέχετο, ἀλλὰ ἀφοῦ ἔδινε στὸν κάθε ἕνα ξεχωριστά, τρίχινο ἢ δερμάτινο στιχάριο, μὲ τὰ ὁποῖα ἦταν καὶ ἐκεῖνος ντυμένος, τοῦ ἔλεγε:
› Πήγαινε, ἀδελφέ, ὅπου σε ὁδηγήσει ὁ Κύριος.
Κτίζει Μοναστήρι
Πολλὲς γυναῖκες πήγαιναν, ἄλλες μὲν ὁδηγούμενες πρὸς τὸν Ὅσιο ἀπὸ εὐγενεῖς γονεῖς γιὰ νὰ φυλάξουν τὴν παρθενία τους, ἄλλες δὲ φεύγουσες ἀπὸ τὰ σπίτια τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀπαρνούμενες τὸν διάβολο καὶ μὲ θερμὴ μετάνοια συντασσόμενες μὲ τὸν Χριστό, ὥστε σὲ λίγο καιρὸ νὰ συγκεντρωθοῦν πάνω ἀπὸ ἑβδομήντα. Ἀναγκάσθηκε λοιπὸν ὁ θεῖος Αὐξέντιος νὰ οἰκοδομήσει Ἐκκλησία γιὰ χάρη τους καὶ νὰ κτίση τὰ κατάλληλα κελιά, γιὰ τὴν ἄσκησή τους. Κάθε Κυριακὴ καὶ Παρασκευὴ προσκαλοῦσε τὶς Ὅσιες αὐτὲς γυναῖκες καὶ τὶς συμβούλευε νὰ λησμονήσουν τὰ τερπνά του βίου, διότι τὰ ἐξ ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ προορισμένα γιὰ ἐμᾶς ἀγαθὰ εἶναι πολὺ πιὸ τερπνὰ καὶ νὰ μὴ γίνονται δοῦλες τὸν σαρκικῶν ἡδονῶν.
Τὸ τέλος τοῦ Ὅσιου
Ἐπειδὴ ὅμως καὶ ὁ Ὅσιος σὰν ἄνθρωπος ἔμελλε κάποτε νὰ ἀποθάνει, ἀρρώστησε γιὰ λίγο. Ὅλο τὸν καιρὸ τῆς ἀσθενείας τοῦ τὸν περνοῦσε μὲ εὐχαριστίες στὸν Θεὸ καὶ μὲ συμβουλὲς πρὸς τοὺς ἄνδρες καὶ τὶς γυναῖκες, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦσαν τὸ πνευματικό του ποίμνιο. Ἀφοῦ λοιπὸν ἐγκατέλειψε τὴν πρόσκαιρη τούτη ζωὴ μετέβη πρὸς τὴν ἄφθαρτη καὶ αἰώνια ζωή, ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ εὐσεβοῦς καὶ φιλοχρίστου βασιλέως Λέοντος τοῦ μεγάλου κατὰ τὴν 14ην Φεβρουαρίου.
Πηγὴ ἰαμάτων
Τὸ τίμιο λείψανο τοῦ τὸ παρέλαβαν οἱ ὅσιες γυναῖκες ποὺ ἀσκοῦνταν στοὺς πρόποδες τοῦ ὅρους. Τοποθετήθηκε λοιπὸν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου στὸν ἐκεῖ κτισμένο ἀπὸ τὸ ἴδιο Ναό, ὁ ὁποῖος εἶχε καθιερωθεῖ ὡς εὐκτήριος οἶκος πρὸς χάριν τῶν μακαρίων ἐκείνων Μοναχῶν. Ἀπὸ τότε ποὺ τοποθετήθηκε τὸ λείψανο τοῦ μακαρίου Αὐξεντίου μέχρι σήμερα, ἀναβλύζει πηγὲς ἰαμάτων σὲ αὐτοὺς ποὺ πηγαίνουν μὲ πίστη, θεραπεύοντας κάθε εἴδους ἀσθένειες, διώκοντας δαίμονες καὶ κάθε ἄλλο νόσημα. Ἀποδεικνύοντας ἔτσι σὲ ὅλους ὅτι ὁ Αὐξέντιος ζεῖ ἀκόμη ἐν Θεῶ καὶ διὰ τῆς Χάριτος Αὐτοῦ ἐνεργεῖ ἰάματα.
Στίχος
Ὁ Βουνός, ὡς Κάρμηλος, ἣν Αὐξεντίω, Φανέντι τάλλα πλὴν τελευτῆς Ἠλία. Λεῖψε βίον δεκάτη Αὐξέντιος ἠδὲ τετάρτη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὥσπερ φοῖνιξ ηὐξήθης Πάτερ ὑψίκομος, δικαιοσύνης ἐκφέρων τοὺς ψυχοτρόφους καρπούς· σὺ γὰρ βίον ἱερὸν πολιτευσάμενος, τῆς Ἐκκλησίας στηριγμός, καὶ θαυμάτων αὐτουργός, Αὐξέντιε ἀνεδείχθης, διὰ παντὸς ἱκετεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχᾶς ἠμῶν.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄. Τοῦ λίθου σφαγισθέντος.
Τῆς ἐρήμου πολίτης καὶ ἐν σώματι ἄγγελος, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατὴρ ἠμῶν Αὐξέντιε· νηστεία ἀγρυπνία προσευχή, οὐράνια χαρίσματα λαβῶν, θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας, καὶ τὰς ψυχᾶς τῶν πίστει προστρεχόντων σοί. Δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διά σου πάσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐγκρατείας ὕδασι, πανευκλεῶς ἐκβλαστήσας, ὡς ἐλαία εὔκαρπος, ἐν τοῖς Ὀσίοις ἐφάνης· κόσμου γάρ, ἀπαρνησάμενος τὴν ἀπάτην, γέγονας, ὑπερκοσμίου φωτὸς δοχεῖον, δὶ’ οὗ λάμπρυνον ἐνθέως, τοὺς σὲ τιμώντας, Πάτερ Αὐξέντιε.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος β΄. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Κατατρυφήσας θεοφρον τῆς ἐγκρατείας, καὶ τὰς ὀρέξεις τῆς σαρκὸς χαλινώσας, ὤφθης τὴ πίστει σου αὐξανόμενος, καὶ ὡς φυτὸν ἐν μέσω τοῦ Παραδείσου ἐξήνθησας, Αὐξέντιε Πάτερ ἱερώτατε.
Κάθισμα Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου.
Εἰς ὅρος ἀνελθῶν, θεωρίας Παμμάκαρ, καὶ πράξεως σαφῶς, ἀστραπαῖς τῶν θαυμάτων, ὡς ἥλιος ἔλαμψας, καταυγάζων τὰ πέρατα· ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἐορτάζομεν, ὑμνολογοῦντές σε πίστει, καὶ πόθω γεραίρομεν.
Ὁ Οἴκος
Τὶς τοὺς ἀγῶνάς σου νῦν ἐπαξίως ἐξείπη, ἢ τοὺς πόνους σου Πάτερ, οὖς ὑπέστης ἐν γῆ, διὰ τὴν θείαν ἀπόλαυσιν; ἀπὸ βρέφους γὰρ νόμοις Κυρίου ἀκολουθήσας, καὶ προστάγμασι τούτου ὑπηρετήσας, νέος ἠμὶν ἀνεδείχθης Ἰὼβ τοῖς παλαίσμασι, τοῦ κόσμου πάροικος ὤφθης, καὶ τῆς γῆς ἁπάσης ἀλλότριος, νηστείαν πίστει ἐξήσκησας, ἀγρυπνίαν, ἁγνείαν ἠγάπησας, Αὐξέντιε Πάτερ ἱερώτατε.
Μεγαλυνάριον
Κατηγλαϊσμένος ταῖς ἀρεταῖς, ὤφθης ἐν τῷ βίω, θεοφόρε περιφανής, ἄιγλη εὐσεβείας, καὶ χάριτι θαυμάτων, Αὐξέντιε ρυθμίζων, τοὺς προσιόντας σοί.
Πηγή: Αγιορείτικα
Ο Ακύλας ήταν ένας Εβραίος, που είχε γεννηθεί στον Πόντο. Σε νεαρή ηλικία πρέπει να εγκαταστάθηκε στην Ρώμη, όπου και πιθανώς γνώρισε την Πρίσκιλλα, την «μικρή Πρίσκα», Ρωμαία, που ίσως ανήκε στην ανώτερη τάξη, με την οποία και παντρεύτηκε...
Ό όσιος Μαρτινιανός γεννήθηκε στην Καισαρεία της Πάλαιστίνης προς τα τέλη του 4ου αιώνος. Διαπνεόμενος από θείο πόθο εκ νεότητός του,απαρνήθηκε τον κόσμο σε ηλικία δεκαοχτώ ετών και μετέβη σε ορός ονομαζόμενο Κιβωτός,οπού ζούσαν και άλλοι ερημίτες για να διάγει ασκητικό βίο.
Επί είκοσι έξι χρόνια επιδόθηκε με τόσο ζήλο στους άθλους της αρετής, ώστε απέκτησε το χάρισμα της θαυματουργίας. Ό δαίμων,φθονώντας την πρόοδο αύτη, προσπαθούσε να τον περισπάσει από την αδιάλειπτη προσευχή του με κάθε είδους θορύβους καϊ τρομακτικές οπτασίες και του υπέβαλλε ακάθαρτους λογισμούς, ο άγιος όμως παρέμενε ατάραχος έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στην βοήθεια του Θεού.
Μία γυναίκα έκλυτων ηθών άκουσε να γίνεται λόγος για την αγγελική βιοτή του Μαρτινιανού, δήλωσε πώς παρέμενε αγνός μόνο και μόνο γιατί του έλειπαν οι ευκαιρίες και ορκίστηκε ότι θα κατάφερνε να τον αποπλανήσει.Παρουσιάστηκε μπροστά στο κελλί του ένα βράδυ που έβρεχε καταρρακτωδώς,ντυμένη με κουρέλια,ικετεύοντας τον ασκητή να της προσφέρει στέγη για την νύκτα. Συμπονώντας την και φοβούμενος μην την κατασπαράξουν τα άγρια θηρία,ό άνθρωπος του Θεού της άνοιξε την πόρτα,την έβαλε να ζεσταθεί δίπλα σε μια καλή φωτιά,την φίλεψε λίγους χουρμάδες και αποσύρθηκε στο εσωτερικό δωμάτιο,οπού πέρασε σχεδόν όλη την νύχτα ψάλλοντας και προσευχόμε-νος, πριν πλαγιάσει. Καθώς όμως δεχόταν την επίθεση βίαιων σαρκικών λογισμών για την γυναίκα αυτή,σηκώθηκε μέσα στην νύχτα και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό της για να την διώξει.Μόλις άνοιξε όμως την πόρτα, αντί για την φτωχιά ζητιάνα,είδε να φανερώνεται μπροστά του ή νέα γυναίκα πλούσια στολισμένη πού με ένα δελεαστικό χαμόγελο του θύμισε τα παραδείγματα προφητών και αποστόλων που είχαν πάρει γυναίκα και κατάφερε να κλονίσει την ψυχή του ασκητού που τόσα χρόνια είχε αντισταθεί στους πειρασμούς των δαιμόνων. Ενδίδοντας στην πρόταση της, ζήτησε μόνο ένα λεπτό καιρό να δει έξω, μήπως υπήρχε φόβος να τους αιφνιδιάσει κάποιος επισκέπτης.Καθώς κοίταζε τον ορίζοντα,ό Θεός σπλαγχνίστηκε τον δούλο του και ξύπνησε την συνείδηση του με την αχτίνα της χάριτος. Ό Μαρτινιανός, συναισθανόμενος την φρίκη της αβύσσου στην οποία ετοιμαζόταν να πέσει, πήγε καϊ μάζεψε κλαδιά, άναψε φωτιά στο εσωτερικό κελλί του και μπήκε σ' αυτήν με γυμνά πόδια, λέγοντας:
› Το αντέχεις, δύστυχε; Σκέψου πώς θα αντέξεις το αιώνιο πυρ,οπού θα βυθιστείς, αν πλησιάσεις αυτό το πλάσμα.
Βγήκε από την φωτιά, αλλά σε λίγο ξαναμπήκε φωνάζοντας:
› Συγχώρεσέ με, Χριστέ μου, Εσένα μόνο αγαπώ και για Σένα παραδίδομαι στις φλόγες!
Ακούγοντας τις φωνές ή άθλια γυναίκα, έτρεξε και συγκλονισμένη μπροστά στο θέαμα της εθελούσιας θυσίας του Μαρτινιανού μεταστράφηκε ακαριαία, πέταξε τα στολίδια της στην φωτιά και πέφτοντας στα πόδια του άγιου με δάκρυα, τον ικέτευσε να της δείξει την οδό της μετανοίας. Ό Μαρτινιανός την συγχώρεσε και την έστειλε στην γυναικεία Μονή της Όσιας Παύλας [26 Ιαν.], όπου έμεινε δώδεκα χρόνια και για την αγιότητα του βίου της ο Θεός της παραχώρησε την χάρη να επιτελεί θαύματα.
Όσο για τον όσιο Μαρτινιανό, μετά από επτά μήνες, μόλις γιατρεύτηκε από τα εγκαύματα,έλαβε την απόφαση να αποσυρθεί σε ένα ξερονήσι μέσα στο πέλαγος,ελπίζοντας έτσι να ξεφύγει από κάθε πει-ρασμό. Πέρασε έκεί δέκα χρόνια, εκτεθειμένος νύκτα-μέρα σε όλους τους καιρούς, ζώντας από την εργασία των χεριών του και με λίγα τρόφιμα που του έφερνε κατά καιρούς ένας ναυτικός. Παρολες τις προφυλαξεις του για να εξασφαλίσει την ησυχία, του έμενε να μάθει ακόμη, ότι δεν υπάρχει τόπος στην γη, οπού θα μπορούσε κάποιος να είναι απόλυτα ασφαλής από τον πειρασμό.
Μία νύκτα, την ώρα πού περνούσε ένα καράβι έκεί κοντά,ό δαίμων σήκωσε τόσο βίαιη τρικυμία ώστε το πλοΐο βούλιαξε μέσα στα λυσσασμένα κύματα και μόνο μια ωραία κόρη κατάφερε να σωθεί πάνω σε μια σανίδα φθάνοντας κοντά στο βράχο. Βλέποντας τον άγιο του φώναξε να την βοηθήσει. Ό Μαρτινιανός διαβλέποντας ότι επρόκειτο για έναν νέο πειρασμό του πονηρού πνεύματος, όπλίσθηκε με την προσευχή και έβγαλε την κοπέλα από το νερό. Της είπε όμως αμέσως:
› Δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ μαζί. Να ψωμί και νερό. Σέ λίγες ημέρες θα πιάσει εδώ ένας καπετάνιος πού έχει συνήθειο να μου φέρνει τροφή. Πες του την ιστορία σου και θα σε πάει στην πατρίδα σου.
Άφού την νουθέτησε για την αρετή, έκανε το σημείο του σταυρού και ρίχτηκε στην θάλασσα. Την στιγμή εκείνη, δύο δελφίνια σταλμένα από την θεία Πρόνοια τον πήραν στην ράχη τους και τον έβγαλαν σώο και άβλαβη στην στεριά. Δοξάζοντας τον Θεό, ο άγιος αποφάσισε να ζήσει σαν ξένος, περιπλανώμενος από τόπο σε τόπο, ζώντας από ελεημοσύνες, χωρίς να συνδέεται με κανένα, για να γλυτώσει από τον πειρασμό.
Έτσι σε δύο χρόνια πέρασε από εκατόν εξήντα τέσσερεις πόλεις και έφθασε τέλος στην Αθήνα, οπού ο Θεός του αποκάλυψε πώς είχε φθάσει ή τελευταία του ώρα. Ό επίσκοπος μαθαίνοντας το, επισκέφθηκε τον άνθρωπο του Θεού και του ζήτησε να προσευχηθεί για εκείνον και το ποίμνιο του, όταν θα φθάσει στον Παράδεισο. Έτσι παρέδωσε ο Μαρτινιανός την ψυχή του στον Κύριο για να λάβει τον στέφανο των μαρτύρων, διότι εθελούσια πέρασε δια πυρός και ύδατος (Ψαλμ. 65, 12), για να κρατήσει την αγνεία του.
Όσο για την νέα ναυαγό που ονομαζόταν Φωτεινή, έμεινε με την θέληση της στον βράχο, κατά το παράδειγμα του Μαρτινιανού, για έξι χρόνια, τρεφόμενη από τον θαλασσινό. Ντυμένη ως άνδρας, δουλεύοντας σκληρά με τα χέρια της και προσκαρτερώντας στην προσευχή, παρέδωσε την αγία ψυχή της στον Θεό σε ηλικία είκοσι πέντε χρονών και ενταφιάσθηκε στην Καισαρεία της Παλαιστίνης.
(Πηγή: «Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», Τόμος ΣΤ' Φεβρουάριος, Β´ έκδοση διορθωμένη & επαυξημένη, Μακάριος Σιμωνοπετρίτης, Ορθόδοξη Γυναίκα)
Ο όσιος Μαρτινιανός αποτελεί κλασική περίπτωση νέου ανθρώπου που απεφάσισε να αφιερωθεί στον Κύριο από αγάπη προς Αυτόν. Κι αυτός, όπως πλειάδα παρομοίων περιπτώσεων, αποτελεί την εμπροσθοφυλακή της Εκκλησίας και δίνει το στίγμα της καθαρής πορείας προς Εκείνον. Δεν είναι δυνατόν όμως να ακολουθεί κανείς τον Χριστό, χωρίς να αγωνίζεται για την υπέρβαση των παθών του – «τα πάθη χάλκινο τείχος είναι, που με εμποδίζουν από τον Θεό» κατά την γνωστή έκφραση του αββά του Γεροντικού – χωρίς δηλαδή να ασκεί βία διά παντός πάνω στη δεχομένη επιρροές δαιμονικές ανθρώπινη ύπαρξή του. Ο ίδιος ο Κύριος με απόλυτο και οριστικό τρόπο το αποκάλυψε: «Η βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν». Γι’ αυτό και έκτοτε έτσι ορίστηκε ο αληθινός χριστιανός, τύπος του οποίου αποτελεί ο αφιερωμένος στον Θεό μοναχός: Ως «βία φύσεως διηνεκής», μία διαρκής άσκηση βίας πάνω στα αμαρτωλά φρονήματα του ανθρώπου. Μία διαφορετικού τύπου πορεία, μία πορεία ζωής δηλαδή χωρίς ασκητική διαγωγή, είτε στον κόσμο είτε εκτός, συνιστά, κατά τον απόστολο Παύλο, αδόκιμη πορεία: δεν οδηγεί προς τον Χριστό. «Υποπιάζω μου το σώμα και δουλαγωγώ, μήπως άλλοις κηρύξας, αυτός αδόκιμος γένωμαι»: Ταλαιπωρώ το σώμα μου και το καθιστώ δούλο, μήπως πάω να κηρύξω σε άλλους, ενώ ο ίδιος βρεθώ αδόκιμος. Ακριβώς τούτο τονίζει και ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος για τη σημερινή περίπτωση του οσίου Μαρτινιανού. «Μόνασες – σημειώνει – και ανέλαβες τον σταυρό σου, όσιε, γιατί πόθησες, με τη νέκρωση των παθών του σώματός σου, να ακολουθείς Αυτόν που υπέμεινε εκούσια για χάρη σου Σταυρό και ταφή» («Μονάσας και τον σταυρόν σου, όσιε, αναλαβόμενος, τω δια σε εκούσιον Σταυρόν και ταφήν υπομείναντι, ακολουθείν επόθησας, πάθη νεκρώσας τα του σώματος») (ωδή α΄).
Πάνω στα ανθρώπινα ψεκτά πάθη, τη φιληδονία δηλαδή, τη φιλαργυρία και τη φιλοδοξία, που πηγάζουν από τη ρίζα της αμαρτίας φιλαυτία ή εγωισμό, δουλεύει και ο διάβολος. Ο διάβολος δεν γνωρίζει επακριβώς, αλλ’ υποψιάζεται, λόγω της μακροχρόνιας εμπειρίας του, το ποια πάθη ιδιαιτέρως μας ταλαιπωρούν. Και αυτά αντιστοίχως τροφοδοτεί. Ρίχνει τα δολώματά του κι ό,τι πιάσει. Κι εκείνους που κατεξοχήν προσβάλλει είναι οι αφιερωμένοι στον Θεό, οι μοναχοί. Αυτούς προσπαθεί να καταβάλει – όχι βεβαίως ότι αφήνει τους άλλους τους εν τω κόσμω – χωρίς να καταλαβαίνει ο δυστυχής ότι με τον τρόπο αυτό τους προξενεί στεφάνια νίκης, αφού έτσι κυρίως, μέσα από τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες, ανεβαίνει ο πιστός την κλίμακα των αρετών. «Ποιος σε έμαθε να προσεύχεσαι;», ρώτησαν κάποια φορά έναν όσιο. Κι εκείνος πολύ απλά απάντησε: «Ο διάβολος. Με τις προσβολές του αναγκαζόμουν να βρίσκομαι διαρκώς σε ανάταση προς τον Θεό και να κραυγάζω να με βοηθήσει». Με τις επιθέσεις του διαβόλου, τις συνεχείς οχλήσεις του, και μάλιστα πάνω στο πάθος της φιληδονίας, αγίασε κατεξοχήν και ο όσιος Μαρτινιανός. Ο Πονηρός υπενόησε ότι με το αρχαίο όπλο: τις δόλιες λαλιές της γυναίκας, θα ρίξει και τον άγιο του Θεού. Ό,τι με άλλα λόγια έπαθε ο προπάτορας Αδάμ, να παρακούσει τον Θεό, γιατί παρασύρθηκε από τα λόγια της Εύας, το ίδιο θα πάθαινε και ο Μαρτινιανός. Αλλά βεβαίως στην περίπτωση του οσίου απατήθηκε πλάνην οικτράν. Ο άγιος με έξυπνο τρόπο απέφυγε τον πειρασμό και προχώρησε σε αγιότητα. «Με δόλιες λαλιές της γυναίκας – γράφει ο άγιος Θεοφάνης – σου επιτέθηκε ο δυσμενής όφις, όπως παλιά στον Προπάτορα. Αλλά με τη σοφή σου σκέψη καταργήθηκαν τα σοφίσματά του» («Δολίαις γυναικός λαλιαίς σοι προσέβαλεν, ως τω Προπάτορι πάλαι, δυσμενής ο όφις∙ αλλ’ επινοία τη σοφή σου, κατηργήθη αυτού τα σοφίσματα») (ωδή ς΄).
Ο όσιος βεβαίως με τη χάρη του Θεού νίκησε τον πειρασμό. Αλλά η νίκη του αυτή ήταν επώδυνη. Ρίχτηκε στην αισθητή πυρά, για να γλιτώσει από τη νοητή, την αποστροφή του προσώπου του Θεού. Κι έτσι, μας λέει ο υμνογράφος μας, αναδείχτηκε και σε δικαστή του εαυτού του και σε μάρτυρα. Χωρίς να δικαστεί από άλλους, σαν τους υπόλοιπους μάρτυρες της Εκκλησίας μας, χωρίς να τον ρίξουν σε φωτιά, εκείνος μόνος του και έκρινε τον εαυτό του και τον καταδίκασε σε φωτιά. Και βγήκε νικητής και στεφανωμένος. «Με τη θέλησή σου χρημάτισες μάρτυρας και δικαστής και κατήγορος του εαυτού σου. Διότι επειδή φλεγόσουν από άτοπη ηδονή, άναψες για τον εαυτό σου, πάτερ, πολύ δυνατή φωτιά και τον έριξες στο μέσον της κατακαιόμενος» («Μάρτυς εθελούσιος και δικαστής και κατήγορος σεαυτού εχρημάτισας∙ πυρί γαρ φλεγόμενος ηδονής ατόπου, πυράν λαυροτάτην, Πάτερ, ανάψας, σεαυτόν μέσον εισήξας κατακαιόμενος») (στιχηρό εσπερινού). Τι ήταν εκείνο που τον έκανε, έστω και υπό πειρασμόν, να νικήσει; Μας το εξηγεί ο άγιος Θεοφάνης: «μπήκες με προθυμία στη δημιουργημένη κι αυτή από τον Θεό φωτιά, γιατί είχες μέσα στην καρδιά σου τη θεϊκή φωτιά» («επέβης προθύμως τω ομοδούλω πυρί, το θείον πυρ εγκάρδιον έχων») (Δοξαστικό αποστίχων εσπερινού).
Ο όσιος Μαρτινιανός όμως εξυψώνεται ενώπιόν μας και ενώπιον όλων των γενεών ως τύπος συνετού και προσγειωμένου στην πραγματικότητα ανθρώπου. Θέλουμε να πούμε ότι ο όσιος δεν «πήρε θάρρος» από τη νίκη του αυτή. Δεν σκέφτηκε ότι όπως νίκησε τώρα, θα νικήσει και μετά. Αντίθετα: «τρόμαξε» με την πονηρία του διαβόλου και θέλησε να φύγει και από το όρος. Η καταφυγή του σε ξερονήσι, μακριά από την ξηρά, ήταν η νομιζόμενη από αυτόν λύτρωση: δεν θα ερχόταν καμία γυναίκα ή κανένας να τον υποβάλει σε πειρασμό. Κι έζησε εκεί με τρόπο που θυμίζει τις χίλιες ημέρες και τις χίλιες νύκτες πάνω σε βράχο του νεωτέρου και αγαπημένου Ρώσου οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ: με ολοκληρωτική αναφορά στον Θεό, είτε σε ψύχος είτε σε καύσωνα. «Δεν χαυνώθηκε ο νους σου από το ψύχος κι ούτε φλέχτηκε η ψυχή σου από τον καύσωνα, ώστε να υποχωρήσεις έστω και για λίγο, θλίβοντας το σαρκίο σου. Αλλά υπέφερες, έχοντας κατά νου τη μακαριότητα των δικαίων» («Ου ψύχει χαυνούμενος τον νουν αλλ’ ουδέ καύσωνι ψυχήν φλεγόμενος όλως ενέδωκας θλίβων σου το σαρκίον∙ αλλ’ υπέφερες την τοις δικαίοις εννοών μακαριότητα») (ωδή η΄).
Έμαθε όμως ότι η πονηρία του Πονηρού δεν έχει όρια. Τα πάντα εφευρίσκει, πάντα βεβαίως με την παραχώρηση του Κυρίου – μη ξεχνάμε ότι ο διάβολος δεν είναι ανεξέλεγκτος, αλλ’ υπόκειται και αυτός στο θέλημα του Θεού: τον αφήνει να δρα, όσο διευκολύνει την παιδαγωγία του ανθρώπου – προκειμένου να πειράξει τον δούλο του Θεού. Κι όταν αντιμετωπίζει από το «πουθενά» νέο πειρασμό στο πρόσωπο μιας ναυαγισμένης κόρης, σηκώνεται και φεύγει, για να αποφασίσει εσαεί να είναι περιπλανώμενος. Πόσο προσγειωμένος πράγματι είναι! Τι εμπιστοσύνη να δείξει στον εαυτό του, όταν βλέπει ότι ακόμη βρίσκεται στον κόσμο τούτο; Όπως το έλεγε και ο Γέροντας των Αθηνών μακαριστός π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος: «το θέμα σαρξ τελειώνει με το θέμα πλαξ», δηλαδή όσο η πλάκα του τάφου δεν μας έχει κλείσει, δεν μπορεί κανείς να εμπιστεύεται τη σάρκα του, το ίδιο βλέπουμε στον όσιο Μαρτινιανό και σε κάθε άλλο βεβαίως άγιο. Κι ο υμνογράφος μας γι’ αυτό, δεν τονίζει μόνο τον αγώνα του απέναντι στην πρώτη γυναίκα, αλλά απέναντι και στη δεύτερη. Και τι ωραία τον παραλληλίζει με τον προφήτη Ιωνά: όπως εκείνος ρίχτηκε στη θάλασσα για να ησυχάσει αυτή, και θαλάσσιο κήτος τον έβγαλε στην ξηρά, έτσι και ο όσιος Μαρτινιανός, ρίχτηκε στη θάλασσα να ξεφύγει νέο πειρασμό, βγαίνοντας στην ξηρά πάνω κι αυτός σε θαλάσσια κήτη: τα νώτα των δελφινιών. «Κυβερνώμενος, Πάτερ, από το θεϊκό χέρι, σαν τον Ιωνά έριξες τον εαυτό σου στον βυθό της θάλασσας, όσιε, έχοντας ως όχημα τα θηρία και βγαίνοντας φωτισμένος στην ξηρά» («Υπό της θείας κυβερνώμενος, Πάτερ, χειρός, ώσπερ Ιωνάς απέρριψας σεαυτόν εις βυθόν θαλάσσης, όσιε, θηρσίν οχούμενος και τη χέρσω λαμπρός εκδιδόμενος») (ωδή ζ΄).
(Πηγή: «Ο Όσιος πατήρ ημών Μαρτινιανός(+13 Φεβρουαρίου)», π. Γεώργιος Δορμπαράκης, Προσκυνητής)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Τὴν φλόγα τῶν πειρασμῶν, δακρύων τοῖς ὀχετοῖς, ἐναπέσβεσας μακάριε, καὶ τῆς θαλάσσης τὰ κύματα, καὶ τῶν θηρῶν τὰ ὁρμήματα, χαλινώσας, ἐκραύγαζες· Δεδοξασμένος εἶ Παντοδύναμε, πυρὸς καὶ ζάλης ὁ σώσας με.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς ἀσκητήν, τῆς εὐσεβείας δόκιμον, καὶ ἀθλητήν, τῇ προαιρέσει τίμιον, καὶ ἐρήμου καρτερόψυχον, πολίτην ἅμα καὶ συνίστορα, ἐν ὕμνοις ἐπαξίως εὐφημήσωμεν, Μαρτινιανὸν τὸν ἀεισέβαστον· αὐτὸς γὰρ τὸν ὄφιν κατεπάτησε.
Μεγαλυνάριον
Ὁ διὰ γυναίου ἐπιβαλών, πάλαι τῷ Γενάρχῃ, καὶ συλήσας αὐτὸν οἰκτρῶς, οὕτω καὶ σοὶ Πάτερ, ὑπούλως ἐπετέθη, ἀλλ’ ἥττηται εἰς τέλος, τῇ καρτερίᾳ σου.
Ο 4ος μ. Χ. αιώνας υπήρξε η πιο κρίσιμη εποχή για τόσο για την Εκκλησία, όσο και για την παγκόσμια ιστορία. Κι’ αυτό διότι οι χρόνοι εκείνοι ήταν η μεταβατική περίοδος από τον παλιό προχριστιανικό κόσμο, στον καινούριο, τον χριστιανικό. Σε αυτή την μετάβαση, η οποία δεν ήταν πάντα ήρεμη, συνέβαλλαν τα μέγιστα οι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Ένας από αυτούς ήταν και ο άγιος Μελέτιος Επίσκοπος Αντιοχείας.
Ὁ Ὅσιος καὶ θεοφόρος Πατὴρ ἡμῶν Μελέτιος, γεννήθηκε περὶ τὰ τέλη τοῦ 18ου αἰώνα στὸ χωριὸ Λάρδος τῆς Ρόδου καὶ ὀνομάστηκε κατὰ τὸ ἅγιο Βάπτισμα Ἐμμανουήλ. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του Νικόλαος καὶ Σταματία1 τὸν ἀνέθρεψαν κατὰ τὴν ἀποστολικὴ ρήση «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» καὶ ἐμφύτευσαν στὴν ψυχή του τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὶς παραδόσεις τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν Γένους. Ἀπὸ τὴ βρεφικὴ ἡλικία φαινόταν ὅτι ἦταν «σκεῦος ἐκλογῆς» ἀφοῦ ἀρνοῦνταν νὰ θηλάσει τὸ μητρικὸ γάλα κατὰ τὶς νηστίσιμες ἡμέρες τῆς Τετάρτης καὶ Παρασκευῆς. Ἀργότερα, ὅταν μεγάλωσε, μοίραζε ἀγαθὰ ἀπὸ τὴν πατρικὴ ἀποθήκη στοὺς φτωχοὺς χωρὶς αὐτὰ νὰ ἐλαττώνονται, γεγονὸς ποὺ προκάλεσε τὴν ἔκπληξη τῶν γονέων του, ποὺ τὸν εἶχαν προηγουμένως ἐπιτιμήσει.
Ἀπὸ τὸν ἐφημέριο τῆς γενέτειράς του διδάχθηκε ἀνάγνωση καὶ γραφὴ καὶ ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὴ μελέτη τῶν βίων τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς ἀγῶνες τῶν ὁποίων προσπαθοῦσε νὰ μιμηθεῖ σχολάζοντας στὴν ἀγρυπνία, τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία. Μέσα στὴν ψυχή του ἄναψε ὁ θεῖος πόθος καὶ προτιμοῦσε νὰ ἀποσύρεται στὸ δάσος γιὰ νὰ προσεύχεται ἀπερίσπαστος στὸν Θεό, μὲ θερμὰ δάκρυα, ὁλονύκτιες δεήσεις καὶ γονυκλισίες. Ὁ συνήθης τόπος ποὺ ἀποσυρόταν ἦταν ἕνα σπήλαιο στὴν περιοχὴ τῆς ἐρειπωμένης τότε ἀρχαίας Μονῆς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ὕψους.
Κάποια νύκτα ἐνῶ βρισκόταν κοντὰ στὴ Μονὴ προσευχόμενος παρατήρησε στήλη ὑπέρλαμπρου φωτὸς νὰ κατέρχεται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ στέκεται πάνω ἀπὸ ἕνα αἰωνόβιο δένδρο ἐλιᾶς. Ἀπόρησε βλέποντας τὸ παράδοξο θέαμα, πλησίασε στὸ μέρος ἐκεῖνο ποὺ ὑποδείκνυε τὸ οὐράνιο φῶς καὶ βρῆκε μία παλαιὰ Εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Γονάτισε μὲ δέος, τὴν σήκωσε στὰ χέρια του καὶ τὴν ἀσπάστηκε μὲ πνευματικὴ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση ψάλλοντας ὕμνους δοξολογίας στὸν Θεὸ καὶ ᾄσματα εὐγνωμοσύνης στὴ Θεομήτορα γιὰ τὴ θαυμαστὴ εὐδοκία τῆς χάριτός της.
Μία ἀπὸ τὶς ἑπόμενες νύκτες τοῦ ἐμφανίστηκε σὲ ὅραμα ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου λέγοντάς του νὰ ἀνεγείρει στὸν τόπο τῆς εὑρέσεως ἱερὸ Ναὸ ἐπ᾿ ὀνόματί της καὶ νὰ ἀνοικοδομήσει τὴν κατεστραμμένη Μονή. Παράλληλα τοῦ ὑπέδειξε τὸ μέρος ὅπου θὰ ἔπρεπε νὰ σκάψει γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὸ ποσὸ ποὺ ἀπαιτοῦσε ἡ οἰκοδομή. Ὁ Ὅσιος ὑπάκουσε καὶ σκάβοντας ἐκεῖ ποὺ τοῦ ὑπέδειξε ἡ Θεοτόκος ἀνακάλυψε κάποιο κρυμμένο θησαυρό. Ἔχοντας τὴ βεβαιότητα τῆς παρουσίας τῆς χάριτος τῆς Θεομήτορος ἐξασφάλισε τὴν ἀπαιτούμενη ἄδεια ἀπὸ τὶς τουρκικὲς ἀρχές, οἰκοδόμησε τὸν ἱερὸ Ναὸ καὶ γύρω ἀπ᾿ αὐτὸν κελλιά. Ἔλαβε τὸ ἀγγελικὸ Σχῆμα, μετονομάστηκε Μελέτιος καὶ ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ ἀγωνιζόμενος μὲ ὑπερβάλλοντα ζῆλο τὸν καλὸ ἀγῶνα τῆς μοναχικῆς πολιτείας.
Γιὰ τὴν ὑπερβάλλουσα ἀρετή του καὶ τὴν καθαρότητα τῆς πολιτείας του ὁ Ἀρχιερεὺς2 τοῦ τόπου τὸν χειροτόνησε Διάκονο καὶ Πρεσβύτερο, τοῦ ἀνέθεσε τὸ διακόνημα τῆς πνευματικῆς πατρότητας καὶ τὸν ἐγκατέστησε Ἡγούμενο τῆς ἐπανιδρυθείσας Μονῆς. Ἡ φήμη του ξαπλώθηκε σὲ ὅλο τὸ νησὶ καὶ πολλοὶ τὸν ἐπισκέπτονταν γιὰ νὰ ἐξομολογηθοῦν τὶς ἁμαρτίες τους καὶ νὰ ἀκούσουν τὶς πνευματικὲς νουθεσίες του. Συχνὰ ἐπισκεπτόταν ὁ ἴδιος τὰ χωριὰ τοῦ νησιοῦ γιὰ νὰ λειτουργήσει, νὰ ἐξομολογήσει τοὺς κατοίκους, νὰ τοὺς στερεώσει στὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ στὰ ἔργα τῆς εὐσεβείας καὶ νὰ ἐνισχύσει τὸ φρόνημά τους στὶς δοκιμασίες ποὺ ὑφίσταντο λόγῳ τῆς δουλείας. Ἔχοντας χάρη ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴν προσευχή του θεράπευσε ἀσθενεῖς καὶ ἐλευθέρωσε πολλοὺς δαιμονιζομένους ἀπὸ τὴν ἐπήρεια τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων3. Εἶχε στὸ ἔπακρον τὴν ἀρετὴ τῆς ἐλεημοσύνης καὶ κανεὶς ἀπ᾿ ὅσους ἐρχόταν καὶ ζητοῦσε τὴν ἀρωγή του δὲν ἔφευγε χωρὶς νὰ λάβει τὰ ἀναγκαῖα. Φιλοξενοῦσε μὲ ἀβραμιαία διάθεση τοὺς ἐπισκέπτες καὶ δεχόταν στὴ Μονὴ τοὺς καταδιωκομένους ἀπὸ τοὺς ὀθωμανοὺς προσφέροντάς τους ἀντίληψη καὶ προστασία. Προέτρεπε μὲ σθένος τοὺς Χριστιανοὺς νὰ μένουν σταθεροὶ στὴν πίστη τῶν πατέρων τους καὶ νὰ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ἰδιαίτερα ἐπέμενε ὁ μακάριος νὰ διδάσκει τὶς Χριστιανὲς γυναῖκες νὰ ἀποφεύγουν τὶς σαρκικὲς σχέσεις μὲ τοὺς ἀλλοθρήσκους καὶ νὰ μὴ συνάπτουν γάμους μὲ αὐτούς. Οἱ διδαχές του ἐνοχλοῦσαν τοὺς ὀθωμανούς, οἱ ὁποῖοι ἔψαχναν εὐκαιρία νὰ τὸν δολοφονήσουν. Ἀφορμὴ γιὰ νὰ ἐκτελέσουν τὰ ἀσεβῆ σχέδιά τους στάθηκε ἡ περίπτωση τῆς ἀδελφῆς ἑνὸς Ἐπιτρόπου τῆς ἐκκλησίας τῆς Λάρδου, ἡ ὁποία εἶχε ἄνομες σχέσεις μὲ τοὺς ὀθωμανοὺς ζαπτιέδες τῆς Λίνδου. Ὁ Ὅσιος, ὅταν τὸ πληροφορήθηκε, συνέστησε στὸν ἀδελφό της νὰ τὴν παροτρύνει νὰ σταματήσει τὰ ἁμαρτωλὰ ἔργα της. Τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ οἱ δημογέροντες τοῦ χωριοῦ. Οἱ συστάσεις τους ἔγιναν γνωστὲς στοὺς ὀθωμανοὺς καὶ προκάλεσαν τὴν ὀργή τους. Πῆγαν νύκτα στὴ Λάρδο, δολοφόνησαν δύο δημογέροντες4 καὶ ἔπειτα πῆραν τὸν δρόμο πρὸς τὴ Μονὴ γιὰ νὰ σκοτώσουν καὶ τὸν Ὅσιο. Ἀπέτυχαν ὅμως τοῦ σκοποῦ τους, γιατὶ αὐτὸς εἶχε πληροφορηθεῖ τὰ σχέδιά τους καὶ εἶχε ἀποχωρήσει ἔγκαιρα ἀπὸ τὸ Μοναστήρι.
Ἔχοντας πόθο γιὰ ἡσυχαστικὴ ζωὴ ὁ Ὅσιος ἀποσυρόταν συχνὰ σὲ ἕνα κοντινὸ σπήλαιο, τὴν ὕπαρξη τοῦ ὁποίου δὲν γνώριζαν οἱ ἀλλόθρησκοι. Ἐπιστρέφοντας κάποια ἡμέρα στὴ Μονὴ ἕνας τοῦρκος, ὀνόματι Ἀλῆς, εἶδε νὰ τὸν συνοδεύει κάποια ὡραία γυναίκα καὶ ἔκανε πονηρὲς σκέψεις γι᾿ αὐτόν. Τὸν ἀκολούθησε καὶ τὸν εἶδε νὰ εἰσέρχεται στὸν Ναό μαζὶ μὲ τὴν γυναῖκα. Μετὰ ἀπὸ λίγο εἰσῆλθε καὶ αὐτὸς ἀλλὰ μέσα ὑπῆρχε μόνο ὁ Ὅσιος προσευχόμενος. Ἄρχισε νὰ τρέμει καὶ τὰ μέλη του παράλυσαν. Κατάλαβε ὅτι ἡ γυναίκα ἦταν ἡ Θεοτόκος καὶ ἔπεσε στὰ πόδια του ζητώντας συγχώρηση γιὰ τὸν πονηρὸ λογισμό του. Ὁ Ὅσιος τὸν θεράπευσε καὶ ἐκεῖνος ἀπὸ εὐγνωμοσύνη ἀφιέρωσε στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τὸ μέχρι σήμερα σωζόμενο χρυσὸ περιλαίμιο. Ἄλλοτε πάλι ὁ Ὅσιος βρισκόταν στὴ Λάρδο καὶ θέλησε νὰ ἐπιστρέψει στὴ Μονὴ μέσα στὴ νύκτα. Τὸ ποτάμι εἶχε πλημμυρίσει καὶ ἡ διάβαση ἦταν ἀδύνατη. Αὐτὸς ὅμως δὲν ἐπέστρεψε, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ πάνω στὰ νερά, πέρασε μὲ θαυμαστὸ τρόπο χωρὶς νὰ βραχεῖ καὶ συνέχισε τὸ δρόμο του, ὁ ὁποῖος φωτιζόταν ἀπὸ ἕνα οὐράνιο φῶς ποὺ κινοῦνταν μπροστά του καθὼς πεζοποροῦσε, ὅπως μαρτύρησαν κάποιοι βοσκοὶ ποὺ ἔγιναν αὐτόπτες τοῦ παραδόξου πράγματος.
Ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε ὁ Ὅσιος στὰ τέλη τῆς ἐπιγείου ζωῆς του νὰ δοκιμαστεῖ καὶ νὰ ἐπαληθευτεῖ στὸ πρόσωπό του τὸ ψαλμικό «Κύριε ἐδοκίμασάς με, καὶ ἔγνως με». Ἕνας Τοῦρκος διέφθειρε καὶ κατέστησε ἔγκυο μία Χριστιανὴ ἀπὸ τὴ Λάρδο, ὀνόματι Πελαγία, ἡ ὁποία ἔπασχε ἀπὸ νοητικὴ στέρηση. Ὅταν ἔγινε γνωστὴ ἡ ἐγκυμοσύνη της, οἱ τοῦρκοι τὴν ἀνάγκασαν νὰ ὑποδείξει τὸν Ὅσιο ὡς πατέρα τοῦ κυοφορουμένου βρέφους. Τὸν κατήγγειλαν στὸν Μητροπολίτη5 Ρόδου, ὁ ὁποῖος τὸν κάλεσε σὲ ἀπολογία. Ὁ μακάριος Μελέτιος, ποὺ βρισκόταν ἤδη σὲ προχωρημένη ἡλικία, δὲν μπόρεσε νὰ ἀντέξει τὶς αἰτιάσεις καὶ ἐξέπνευσε μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ Ἀρχιερέως. Ἡ συκοφαντία ὅμως ἀποκαλύφθηκε ὅταν θέλησαν νὰ ἑτοιμάσουν γιὰ τὴν ταφὴ τὸ σῶμά του καὶ ὁ Ἀρχιερεὺς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κηδευθεῖ τὸ ἐξαϋλωμένο ἀπὸ τοὺς ἀγῶνες τῆς ἐγκρατείας σκήνωμά του στὸν περίβολο τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τῶν Εἰσοδίων τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ὅταν ἀργότερα ἀνοίχθηκε ὁ τάφος του βρέθηκαν εὐωδιάζοντα τὰ λείψανά του εἰς μαρτύριον τῆς ἁγιότητάς του. Σήμερα στὴν ἱερὰ Μονὴ τῆς Ὑψενῆς φυλάσσεται ἡ τιμία κάρα καὶ μικρὸ μέρος τῶν τιμίων λειψάνων του.
Ὁ Ὅσιος ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴ χάρη νὰ ἐνεργεῖ θαύματα σὲ ὅσους μὲ πίστη τὸν ἐπικαλοῦνται καὶ ζητοῦν τὴν ἀντίληψη καὶ προστασία του. Πολλὲς φορὲς ἔχει παρουσιαστεῖ σὲ ἀσθενεῖς δηλώνοντας τὸ ὄνομά του καὶ θεραπεύοντάς τους ἀπὸ ἀσθένειες. Συγκλονιστικὴ εἶναι ἡ μαρτυρία εὐσεβοῦς Χριστιανοῦ ἀπὸ τὴν Ἀρχάγγελο ὁ ὁποῖος τὸν συνάντησε καθ᾿ ὁδὸν ἔξω απὸ τὸ χωριὸ Πυλώνα, καὶ τὸν μετέφερε μὲ τὸ αὐτοκίνητό του μέχρι ἔξω ἀπὸ τὴν Λάρδο, στὴ διασταύρωση τοῦ δρόμου ποὺ ὁδηγεῖ στὸ Μοναστήρι. Ὅταν ἦλθε στὴ Μονὴ καὶ προσκύνησε τὴν Εἰκόνα του κατάλαβε ποιὸς ἦταν ὁ ἡλικιωμένος Κληρικὸς τὸν ὁποῖο εἶχε συναντήσει καὶ ἔφυγε διακηρύσσοντας παντοῦ τὴ θαυμαστὴ ἐμφάνεια τοῦ Ὁσίου.
(Πηγή: «Όσιος Μελέτιος ο εν Υψενή», Ἱερά Μητρόπολις Ρόδου)
Θαύμα του Αγίου Μελετίου Ρόδου λίγες ημέρες πριν την Χάρη του
O Άγιος Μελέτιος ο εν Υψενή της Ρόδου αγιοποιήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2013 με απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου μα από πολύ νωρίτερα ήταν άγιος στην συνείδηση και την καρδιά των Λαρδιακών, των Ροδιτών και πολλών άλλων απ” όλον τον κόσμο.
Η παρουσία του ήταν πάντα ζωντανή στην ψυχή των πιστών και δεν είναι λίγες οι φορές που έγιναν θαυμαστά γεγονότα. Στις 12 Φεβρουαρίου 2014 εορτάστηκε η πρώτη επίσημη εορτή της μνήμης του και επέτρεψε να εμφανίσει την χάρη του μέσω ενός πιστού.
Λίγες ημέρες πριν την χάρη του αγίου κάποιος συμπολίτης μας που διέμενε στην Κω διαγνώστηκε με σοβαρό πρόβλημα καρδιάς και έπρεπε άμεσα να εγχειριστεί. Έτσι μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο της Αθήνας και η εγχείρηση θα γινόταν άμεσα για αντικατάσταση βαλβίδας. Μαζί του κρατούσε πάντα την εικονίτσα του Αγίου Μελετίου, την οποία του είχε δώσει η αδελφή του, κάτοικος Κοσκινού και συχνή επισκέπτης της Ιεράς Μονής Υψενής. Χαρακτηριστική η πίστη του, σε προηγούμενο χειρουργείο ζήτησε να την έχει μαζί του κατά τη διάρκεια της εγχείρησης.
Το ένα βράδυ λοιπόν,δυο τρεις ημέρες πριν την χάρη του την προηγούμενη εβδομάδα κοιμόταν στο νοσοκομείο και τον ξύπνησε ένας συνεχής χτύπος κάτω από το μαξιλάρι του. Χτυπούσε σαν καρδιά. Εκείνος αναρωτήθηκε, σήκωσε το μαξιλάρι του και εκεί υπάρχει μόνο το εικονάκι του Αγίου Μελετίου. Φώναξε αμέσως την νοσοκόμα και την ρώτησε: – Το ακούς; Ναι αποκρίθηκε η νοσοκόμα. – Και τι είναι; – Μόνο η εικόνα του Αγίου υπάρχει.
Σήκωσαν μαξιλάρια, σεντόνια, κρεβάτι… Μόνο η εικόνα του Αγίου ήταν εκεί και ακουγόταν να χτυπάει σαν καρδιά.. Εκείνος πίστεψε αμέσως ότι ήταν κάτι θαυμαστό μα δεν έδωσε συνέχεια. Στην επόμενη εξέταση από τους γιατρούς του, ο συγκεκριμένος κύριος ενώ ετοιμαζόταν για μια σοβαρή εγχείρηση, διαγνώστηκε υγιής. Οι γιατροί δεν πίστευαν στα μάτια τους, δεν μπορούσαν να εξηγήσουν πως έγινε αυτό και ο κύριος από την Κω πήρε εξιτήριο.
Αμέσως η αδελφή του κι εκείνος ειδοποίησαν την Μονή της Υψενής και την αδελφότητα για το θαύμα του Αγίου που επέτρεψε να γίνει πριν την χάρη του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το γεγονός αυτό το γνωρίζουμε πριν από την Εορτή μνήμης του Αγίου, όμως επιλέχθηκε να μην δημοσιευθεί για όσους θα κατηγορούσαν κακοπροαίρετα και με ευκολία την Μονή για ψευδή γεγονότα ενόψει της Αγιοποίησης . Το θαύμα για να γίνει πιστευτό δε θέλει ημερομηνία αλλά την καλή θέληση και πίστη του καθενός.
(Πηγή: «Θαύμα του Αγίου Μελετίου Ρόδου λίγες ημέρες πριν την Χάρη του», rodos report)
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν φωστῆρα τῆς Λάρδου, Ῥοδονήσου τὸ καύχημα, καὶ τῆς Ὑψενῆς τοῦ σεμνείου, θεοφόρον δομήτορα, Μελέτιον τιμήσωμεν πιστοί, ὡς σκεῦος οὐρανίων ἀρετῶν• πρυτανεύει γὰρ θαυμάτων τὰς δωρεάς, τοῖς πόθῳ ἀναβοῶσι• Δόξα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
῾Ως βιοτῆς ἀσκητικῆς ῥόδον μυρίπνοον, καὶ ἀρετῶν θεοειδῶν σκεῦος πολύτιμον, εὐφημοῦμέν σε Μελέτιε γηθοσύνως. Ἀλλ᾿ ὡς ἔχων παῤῥησίαν πρὸς τὸν Κύριον, ἐκ παντοίων συμφορῶν ἡμᾶς διάσωσον, τοὺς βοῶντάς σοι• Χαίροις Πάτερ ἰσάγγελε.
Κάθισμα Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Νεκρώσας τὸ φρόνημα, ἀσκητικῶς τῆς σαρκός, ἐκτήσω ἀκέραιον, τὸ ὀπτικὸν τῆς ψυχῆς, θεόφρον Μελέτιε. Ὅθεν νῦν τοῦ Δεσπότου, κατοπτεύων τὴν δόξαν, πρέσβευε ὑπὲρ πάντων, τῶν πιστῶς σε τιμώντων, καὶ ὕμνοις ἐκτελούντων τὴν σήν, ἁγίαν πανήγυριν.
Ὁ Οἶκος
῎Ανθρωπος ἀγγελόφρων, ἐπὶ γῆς ἀνεφάνης, τὸν βίον τῶν Ἀγγέλων ζηλώσας• διὸ ἀγγελικαῖς ὁμιλῶν, χοροστασίαις νῦν Πάτερ Μελέτιε, τὸν Κύριον ἱκέτευε, ὑπὲρ τῶν πόθῳ σοι βοώντων
Χαῖρε, τὸ κρῖνον τῆς ἡσυχίας
χαῖρε, τὸ ἄνθος τῆς ἐγκρατείας.
Χαῖρε, τὸ τῆς Λάρδου οὐράνιον βλάστημα
χαῖρε, τὸ τῆς Ῥόδου περίβλεπτον καύχημα.
Χαῖρε, τίμιον παράδειγμα μοναζόντων εὐσεβῶν
χαῖρε, ἅγιον ὑπόδειγμα πρεσβυτέρων εὐλαβῶν.
Χαῖρε, ὅσιος κτίτωρ Ὑψενῆς τοῦ σεμνείου
χαῖρε, ἔνθεος κῆρυξ οὐρανόφρονος βίου.
Χαῖρε, χαρίτων σκεῦος πολύτιμον
χαῖρε, θαυμάτων κρήνη θεόβρυτος.
Χαῖρε, πιστῶν μυστικὴ δᾳδουχία
χαῖρε, ἡμῶν κραταιὰ προστασία.
Χαίροις, Πάτερ ἰσάγγελε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ μιμητής, καὶ ζωῆς ἁγίας, ὁ θεόπνους ὑφηγητής• χαίροις Θεοτόκου, ὁ γνήσιος θεράπων, Μελέτιε θεόφρον, Ἀγγέλων σύσκηνε.
Πηγή: Ἱερά Μητρόπολις Ρόδου, Οι Άγγελοι του Φωτός, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος, κατὰ κόσμο Ἐλευθέριος, γεννήθηκε στὴ Ρωσία τὸ ἔτος 1300 καὶ ἀνῆκε στὴν πλούσια, εὐγενὴ καὶ εὐσεβὴ οἰκογένεια τῶν Πλετσέγιεφ. Οἱ γονεῖς του, Θεόδωρος Βιάκοντ καὶ Μαρία, κατάγονταν ἀπὸ τὸ Τσέρνιγκωφ. Ὅταν ἡ πόλη καταστράφηκε ἀπὸ τοὺς Τατάρους, τὸ ζεῦγος κατέφυγε στὴ Μόσχα, ὅπου βρῆκε τὴ φιλοξενία τοῦ Ἁγίου Δανιὴλ Ἀλεξάνδροβιτς τοῦ πρίγκιπα, ὁ ὁποῖος πέθανε τὸ ἔτος 1303 καὶ τιμᾶται ὡς Ἅγιος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Θεόδωρος κατέλαβε μία σημαντικὴ θέση στὴ διοίκηση τοῦ πριγκιπάτου καὶ ἐκτιμήθηκε δεόντως ἀπὸ τὸν μεγάλο πρίγκιπα καὶ τοὺς ἄρχοντες.
Ὁ Ἐλευθέριος εἶχε ὡς πνευματικὸ πατέρα τὸ δευτερότοκο υἱὸ τοῦ πρίγκιπα Δανιὴλ καὶ μέλλοντα μοσχοβίτη πρίγκιπα Ἰωάννη Ντανίλοβιτς Καλίτα (1328 – 1340). Ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια ἀνέπτυξε ἕνα χαρακτήρα συγκρατημένο καὶ σεμνό. Σὲ ἡλικία 12 ἐτῶν, κατὰ τὴ διάρκεια ἑνὸς κυνηγιοῦ στὰ λιβάδια, ἀποκοιμήθηκε καὶ στὸν ὕπνο του ἄκουσε μία φωνὴ νὰ τὸν προστάζει: «Ἀλέξιε, γιατί κουράζεσαι μάταια; Ἐσὺ πρέπει νὰ γίνεις ἁλιεὺς ἀνθρώπων!». Ἡ φωνὴ αὐτὴ ἄσκησε ἀποφασιστικὴ ἐπιρροὴ στὴν ζωὴ τοῦ νεαροῦ Ἐλευθερίου. Ἀπαρνήθηκε τὰ παιδικὰ παιχνίδια καὶ ἀφιερώθηκε μὲ μεγάλο ζῆλο στὴν ἄσκηση τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας καὶ τὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ τῶν Θεοφανίων τῆς Μόσχας, στὴν ὁποία ἡγούμενος ἦταν ὁ Στέφανος, μεγαλύτερος ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ. Κείρεται μοναχὸς καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Ἀλέξιος. Πνευματικὸς καθοδηγητής του γίνεται ὁ στάρετς Γερόντιος. Μὲ μεγάλο ζῆλο περατώνει τὰ μοναχικὰ καθήκοντά του, καλλιεργώντας μὲ ξεχωριστὸ πάθος τὴ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
Γιὰ νὰ μελετήσει τὴν Καινὴ Διαθήκη στὴν πρωτότυπη γλῶσσα μελετάει τὰ ἑλληνικά. Χάρη σὲ αὐτό, ἦταν στὴν συνέχεια σὲ θέση νὰ ἀντιπαραβάλλει τὸ σλαβικὸ μὲ τὸ ἑλληνικὸ κείμενο καὶ νὰ διορθώσει τὶς ἀνακρίβειες τῶν διαφόρων μεταφραστῶν καὶ ἀντιγραφέων. Ἡ νέα σλαβικὴ ἔκδοση τοῦ Εὐαγγελίου ἀπευθείας ἀπὸ τὰ ἑλληνικά, ποὺ ἔγινε πράξη ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Ἀλέξιο, εἶναι ἕνα ἀνεκτίμητο κείμενο τῆς Ρωσικῆς ἐθνικῆς λογοτεχνίας.
Τὰ μεγάλα πνευματικὰ χαρίσματα καὶ οἱ θεολογικὲς ἀρετὲς τοῦ Ἀλεξίου τράβηξαν τὴν προσοχὴ τοῦ Μητροπολίτου Θεογνώστου, ποὺ τὸν ἐκτίμησε καὶ τὸν ὀνόμασε ἀντιπρόσωπό του γιὰ τὶς ὑποθέσεις τῆς Μητροπόλεως καί, κυρίως, γιὰ τὶς περιπτώσεις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δικαστηρίου. Γιὰ μία χρονικὴ περίοδο 12 ἐτῶν, ὁ Ἀλέξιος ἔφερε εἰς πέρας αὐτὸ τὸ διακόνημα ἀποκτώντας σπουδαία ἐμπειρία καὶ μία εὐρεία γνώση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, εἰδικότερα στὸ διοικητικὸ καὶ δικαστικὸ τομέα.
Προικισμένος μὲ ἀρετὲς ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ἔγινε γρήγορα τοποτηρητὴς τοῦ Μητροπολίτου Θεογνώστου, κάθε φορὰ ποὺ ὁ Μητροπολίτης μετέβαινε στὴν Κωνσταντινούπολη ἢ στὸ στρατόπεδο τοῦ Χάνου τῶν Τατάρων, ποὺ κυριαρχοῦσαν τότε στὴ Ρωσία, ἢ ἐπισκεπτόταν ἀπομακρυσμένες ἐπαρχίες. Λίγο ἀργότερα ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος τοῦ Βλαδιμήρ. Ὅταν ἐνέσκηψε, κατὰ τὸ ἔτος 1344, ὁ τρομερὸς ἐκεῖνος λοιμός, ποὺ ὀνομάσθηκε μέγας θάνατος, προσβλήθηκε ἀπὸ τὴν ἀσθένεια καὶ ὁ Μητροπολίτης Θεόγνωστος. Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος προσκλήθηκε τότε ἀπὸ τὸν λαὸ καὶ τὴν αὐλὴ τοῦ μεγάλου ἡγεμόνα τῆς Μόσχας νὰ ἀναλάβει τὴ θέση τοῦ Μητροπολίτου Θεογνώστου, ὁ ὁποῖος ψυχορραγῶντας ἔγραψε πρὸς τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ὑπὲρ τοῦ Ὁσίου Ἀλεξίου. Τὸ ἴδιο ἔπραξε καὶ ὁ μέγας ἡγεμόνας Συμεὼν πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Καντακουζηνὸ (1347 – 1354).
Ὅμως ὁ Πατριάρχης Φιλόθεος (1354 – 1355, 1364 – 1376) χειροτόνησε, στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀντὶ ἑνὸς, δύο Μητροπολῖτες, τὸν Ἅγιο Ἀλέξιο καὶ τὸν Ρωμανό, ἑλληνικῆς καταγωγῆς, ἀποσταλέντα ὑπὸ τοῦ ἡγεμόνος τῆς Λιθουανίας Ὀλγκὲρτ (1341 – 1380). Ἡ πράξη αὐτὴ τοῦ Πατριάρχου προκάλεσε ἐκκλησιαστικὸ σκάνδαλο. Ἔτσι, ὁ Πατριάρχης Φιλόθεος, γιὰ νὰ ἐπαναφέρει τὴν γαλήνη, ἀναγόρευσε τὸν Ἅγιο Ἀλέξιο Μητροπολίτη Κιέβου, τὸν δὲ Ρωμανὸ Μητροπολίτη Λιθουανίας καὶ Βολυνίας.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος, τοῦ ὁποίου ἡ φήμη τῶν ἀρετῶν εἶχε ἐκταθεῖ σὲ ὅλη τὴ Ρωσία καὶ μεταξὺ αὐτῶν τῶν Τατάρων, ὠφέλησε τὰ μέγιστα τὴ χώρα. Ἡ σύζυγος τοῦ Χάνου Ταϊδούλα, πάσχουσα ἀπὸ βαριὰ ἀσθένεια, ἐπικαλέσθηκε τὴν βοήθεια τοῦ Ἁγίου. Ὁ ἀρχηγὸς τῶν Τατάρων ἔγραψε πρὸς τὸν ἡγεμόνα Συμεών: «Ἀκούσαμε ὅτι ὁ οὐρανὸς τίποτε δὲν ἀρνεῖται στὶς παρακλήσεις τοῦ παπά σας. Ἂς ζητήσει, λοιπόν, τὴν ὑγεία τῆς συζύγου μου». Πράγματι ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε στὸν Θεό. Ἡ ἡγεμονὶς Ταϊδούλα ἀνέκτησε τὴν ὑγεία της καὶ θέλησε νὰ ἐκδηλώσει τὴν εὐγνωμοσύνη της πρὸς τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἅγιος τότε παρακάλεσε νὰ ἀπαλλαγοῦν οἱ Ρώσοι ἀπὸ τοὺς βαρύτατους φόρους ποὺ πλήρωναν στὸν Χάνη τῶν Τατάρων. Ἔτσι ᾖλθαν καλύτερες ἡμέρες, ἡμέρες εἰρήνης, γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Σὰν σημάδι εὐγνωμοσύνης γιὰ τὴ θεραπεία, ὁ Χάνης δώρισε στὸν Ὅσιο ἕνα τεμάχιο γῆς ποὺ βρισκόταν στὸ Κρεμλίνο, ὅπου ἀργότερα κτίσθηκε ἡ μονὴ τῶν Θαυμάτων, σὲ ἀνάμνηση τοῦ θαύματος ποὺ ἔκανε ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαὴλ στὶς Κολοσσὲς (ἢ Χώνια) τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐπίσης, ὁ Χάνης δώρισε στὸν Ὅσιο Ἀλέξιο ἕνα πολύτιμο δακτυλίδι, ποὺ φυλάσσεται μέχρι σήμερα στὸ σκευοφυλάκιο τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὸ Κρεμλίνο.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος ἐργάσθηκε σκληρὰ στὸ Κίεβο γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καὶ τῆς εὐημερίας τοῦ λαοῦ καὶ μάλιστα σὲ καιροὺς δύσκολους γιὰ τὴν πολιτικὴ ζωὴ τῆς Ρωσίας. Ἡ ἐξουσία τοῦ μεγάλου δοῦκα τῆς Μόσχας Ἰωάννου τοῦ Ἐρυθροῦ ἐξασθενοῦσε. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἡγεμόνα, μέγας δοῦκας ἀναγορεύθηκε ὄχι ὁ νόμιμος διάδοχος Δημήτριος, ἀλλὰ ὁ δοῦκας τοῦ Σούζνταλ. Παρὰ τὴν ἀντίδραση τοῦ νέου ἡγεμόνα κατὰ τοῦ Πατριάρχου, ὁ Ἅγιος δὲν ἐγκατέλειψε τὴ Μόσχα καὶ προσπάθησε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις νὰ ἀποκαταστήσει στὸν θρόνο τὸ νεαρὸ Δημήτριο. Ὑπῆρξε σύμβουλος τοῦ Δημητρίου καὶ ἀνέλαβε ἔργο εἰρηνοποιοῦ μεταξὺ τῶν φιλόδοξων Ρώσων ἡγεμόνων. Ἡ ἁγιότητα τοῦ Ὁσίου εἶχε τέτοια ἐπίδραση καὶ στοὺς Μογγόλους, ὥστε οἱ υἱοὶ τοῦ Χάνου Κούλπα ἔγιναν Χριστιανοὶ καὶ ἔλαβαν τὰ ὀνόματα Ἰωάννης καὶ Μιχαήλ. Ὁ Ἅγιος βοήθησε, ἐπίσης, στὴν κατάργηση τῶν κληρουχικῶν ἡγεμονιῶν, τὴ συνδιαλλαγή τους καὶ τὴν ἀναγνώριση τοῦ μεγάλου ἡγεμόνα τῆς Μόσχας ὡς ἐθνικοῦ ἀρχηγοῦ.
Ἀκούραστη ὑπῆρξε ἐπίσης, ἡ δραστηριότητα τοῦ Ἁγίου στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο. Συνέβαλλε στὴν ἀνέγερση πολλῶν ναῶν καὶ μοναστηριῶν, ποὺ ἦταν ἑστίες τῆς ρωσικῆς κουλτούρας, ἐπάνδρωσε μὲ ποιμένες τὶς ἐπαρχίες, ἐπισκέφθηκε τὶς ἐνορίες καὶ τὶς Ἐπισκοπὲς κηρύττοντας ἀκούραστα τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἔστειλε ποιμαντικὲς ἐπιστολὲς πρὸς τὸ ποίμνιό του.
Στὴν πρωτεύουσα ἵδρυσε τὴ μονὴ Σπάζο – Ἀνδρόνικωφ, τὴ μονὴ τῶν Θαυμάτων καὶ τὴ γυναικεία μονὴ Ἀλεξέεφσκι, στὴν ὁποία τοποθετήθηκε ἡγουμένη ἡ ἀδελφὴ τοῦ Ἁγίου, Ἰουλιάνα. Μοναστήρια ἀνυψώθηκαν ἀκόμα καὶ στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Μόσχαβα, ὅπως ἡ μονὴ Σιμονώφ, στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Κλιάζμα καὶ ἀλλοῦ.
Ὁ Ἅγιος εἰσήγαγε ἕνα νέο καθεστὼς γιὰ τὰ γυναικεία μοναστήρια, ποὺ μέχρι τότε ἐξαρτῶντο ἀπὸ τὰ ἀνδρικὰ μοναστήρια. Τὸ κανονικό τους καθεστὼς ἐγκρίθηκε, κατὰ τρόπο ὁριστικό, ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῶν «Ἑκατὸ Κεφαλαίων», τὸ ἔτος 1551 καὶ ἔγινε ὑποχρεωτικὸ γιὰ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας.
Στὰ χρόνια ἐκεῖνα στὴ Μόσχα ἄρχισαν νὰ κατασκευάζονται κτίρια ἀπὸ πέτρα. Μὲ προτροπὴ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου, τὸ Κρεμλίνο περιστοιχήθηκε ἀπὸ τείχη, πύργους καὶ θύρες διαμορφωμένες μὲ πέτρινα ἐμπόδια.
Ὁ Ἅγιος φάνηκε γενναιόδωρος ἀπέναντι στὶς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ποὺ ἀπευθύνονταν στὴ Μόσχα, γιὰ νὰ ζητήσουν βοήθεια. Ἔστειλε πίσω μὲ πλούσια δῶρα τοὺς ἐκπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τοὺς μοναχοὺς τῆς ἐρήμου τοῦ Σινᾶ, ποὺ ἦταν ἐπιφορτισμένοι νὰ καταβάλλουν χρηματικὲς εἰσφορὲς στοὺς Μουσουλμάνους.
Ὁ γεμάτος ζῆλο ποιμένας ἀπευθυνόταν συχνὰ πρὸς τοὺς πιστοὺς μὲ ἐπιστολὲς καὶ τοὺς προέτρεπε νὰ ἀκολουθήσουν τὸ χριστιανικὸ βίο.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1378. Ὁ ἐνταφιασμὸς τοῦ ἱεροῦ λειψάνου αὐτοῦ ἔγινε στὴ μονὴ τῶν Θαυμάτων, ποὺ εἶναι ἀφιερωμένη στὸν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας τίμησε ἐξαιρετικὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ποιμαντικὴ δράση τοῦ Ἁγίου, ἀποκαλώντας τὸν «φωστῆρα τῆς Ρωσίας, τιμὴ τῆς Μόσχας, στῦλο καὶ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας».
Τὸ 1431 ἡ ξύλινη ἐκκλησία, στὴν ὁποία φυλάσσονταν τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου, καταστράφηκε καὶ στὴ θέση της ὁ μεγάλος πρίγκιπας διέταξε νὰ ἀνεγερθεῖ πέτρινος ναός. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν βρέθηκε ἄφθαρτο τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου. Ὁ Μητροπολίτης Μόσχας Φώτιος, περιστοιχισμένος ἀπὸ τὸν κλῆρο, τέλεσε ἀκολουθία εὐχαριστίας στὸν Θεὸ καὶ τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου τοποθετήθηκαν μὲ ἐπισημότητα στὸ παρεκκλήσι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Ἔκτοτε δὲν ἔπαψε ποτὲ ἡ τιμὴ πρὸς τὸν Ἅγιο, στὸν ὁποῖο ἀποδίδονται πολλὰ θαύματα καὶ πνευματικὲς εὐεργεσίες.
Ἡ Ρωσικὴ Σύνοδος, τὸ ἔτος 1448, προεδρεύοντος τοῦ Πατριάρχου Ἰωνᾶ (1448 – 1461), καθιέρωσε τὸν ἑορτασμὸ τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου τὴν 12η Φεβρουαρίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, καὶ τὴν 20η Μαΐου, ἡμέρα τῆς εὑρέσεως τῶν ἱερῶν λειψάνων του.
Τὸ ἔτος 1485, στὴ μονὴ τῶν Θαυμάτων, ἀνεγέρθη ναὸς πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου καὶ ἐκεῖ μεταφέρθηκαν τὰ λείψανά του. Ἐπὶ Πατριαρχείας Ἰωακεὶμ (1674 – 1690), τὸ ἔτος 1686, ἔλαβε χώρα μία δεύτερη ἐπίσημη μετακομιδὴ τῶν λειψάνων στὸ καινούργιο ναό, ποὺ ἦταν ἀφιερωμένος στὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου καὶ τὸν Ἅγιο Ἀλέξιο. Μὲ εὐλογία τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξίου, τὸ ἔτος 1947, τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου μετεκομίσθησαν στὸν καθεδρικὸ πατριαρχικὸ ναὸ τῶν Θεοφανείων στὴ Μόσχα, ὅπου βρίσκονται ἀκόμα σήμερα, μπροστὰ ἀπὸ τὸ τέμπλο τοῦ ναοῦ, στὴ δεξιὰ πλευρά.
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ παμβασιλεύς, μᾶς διδάσκει εἰς τὸ θεῖον αὐτοῦ καὶ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, ἂν θέλωμεν νὰ ἀκολουθήσωμεν ὀπίσω του, νὰ ἀπαρνηθῶμεν τὸν ἑαυτὸν μας, καὶ νὰ σηκώσωμεν τὸν Σταυρὸν μας ἐπάνω μας, καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσωμεν• τὸ ὁποῖον τὸ ἐκατώρθωσαν πολλοὶ θαυμάσιοι, καὶ ἁγιώτατοι ἄνθρωποι, καθὼς ἦσαν οἱ Ἀσκηταὶ καὶ ἐρημῖται, οἱ ὁποῖοι ἀπηρνοῦντο τὸν κόσμον, καὶ τὰ ἐγκόσμια, τὴν εὐπάθειαν τοῦ σώματος, πλοῦτον, καὶ δόξαν εὐμάραντον, καὶ ἔφευγον εἰς τὰ ἐρημίας, καὶ εὑρίσκοντο πάντοτε εἰς τὴν προσταγὴν τοῦ Θεοῦ, εἰς προσευχὰς ἡμερινάς τε, καὶ ὁλονυκτίους, καὶ ἄλλον σκοπὸν δεν εἶχον, πὼς νά, ἀρέσουν τὸν ποιητὴν καὶ πλάστην τους Θεόν.
Δίδυμη αδελφή του αγίου Βενεδίκτου, του πατριάρχη των μοναχών της Δύσης (14 Μαρτίου), η αγία Σχολαστική ήταν καθ’ όλα ενάμιλλος και συνεργάτιδα του αδελφού της. Αφιερωμένη από μικρή στον Θεό, όπλισε την ψυχή της με όλες τις άγιες αρετές για να γίνει αντάξια νύμφη του Χριστού.
Ο Άγιος Πέτρος ήταν Ιερέας με πλήρη συνείδηση των υποχρεώσεων του προς τον Χριστό και τον λαό. Με το προσωπικό του παράδειγμα, άμεμπτο και διδακτικότατο, φώτιζε και κατάρτιζε τους πιστούς με τα τακτικά και πρακτικότατα κηρύγματα του. Αυτός μάλιστα είναι και ο συγγραφέας της Νηπτικής βίβλου, που εμπεριέχεται στη Φιλοκαλία.
Στις 7 Φεβρουαρίου, τελείται η μνήμη του αγίου Λουκά του Στειρίτου. Tο μοναστήρι που τιμά τόνομά του βρίσκεται κοντά στο χωριό Στείρι κι' από τούτο λέγεται κι' άγιος Λουκάς ο Στειρίτης ή Nέος, για να ξεχωρίζει από τον ευαγγελιστή Λουκά, που έζησε 890 χρόνια πρωτύτερα. Aυτό το μοναστήρι είναι φημισμένο κ' η εκκλησιά του είναι η πιο μεγάλη απ' όσες σώζουνται από κείνον τον καιρό, στολισμένη με ψηφιά και με χρωματιστά μάρμαρα. Πηγαίνει κανένας στο μοναστήρι από το Δίστομο. Eίναι χτισμένο σε έμορφο μέρος, κοντά στο βουνό που το λέγανε στ' αρχαία Eλικώνα και σήμερα το λένε Παληοβούνα.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...