Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ο Άγιος Απόστολος και Ευαγγελιστής Ματθαίος υπήρξε ο συγγραφέας του πρώτου ιερού Ευαγγελίου, αφού οκτώ χρόνια μετά την Ανάληψη του Κυρίου συνέγραψε στην εβραϊκή γλώσσα που την εποχή εκείνη ήταν η καθομιλουμένη στην Παλαιστίνη αραμαϊκή το πρώτο Ευαγγέλιο, το οποίο φέρει και το όνομά του. Ο εξαίσια υμνηθείς από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας ως «τῶν πεπλανημένων ὁδηγός πρός σωτηρίαν καί πρεσβευτής παντός τοῦ κόσμου θερμότατος» ονομαζόταν αρχικά Λευί και καταγόταν από την Κανά της Γαλιλαίας. Ήταν γιος του Αλφαίου και προτού κληθεί στο αποστολικό αξίωμα, εξασκούσε το επάγγελμα του τελώνη, δηλαδή του φοροεισπράκτορα. Μάλιστα οι Εβραίοι θεωρούσαν το επάγγελμα αυτό άδικο και μισητό, αφού οι τελώνες πλούτιζαν από τις αδικίες που έκαναν με την υπερβολική είσπραξη των φόρων. Γι’ αυτό και μαζί με τις πόρνες θεωρούνταν ως οι πλέον αμαρτωλοί. Κάποια ημέρα όμως που ο Λευί καθόταν στο τελωνείο, πέρασε από εκεί ο Κύριος, ο Οποίος μόλις τον είδε, του είπε: «Ἀκολούθει μοι» (Ματθ. 9,9).
Με το άκουσμα αυτής της πρόσκλησης ο τελώνης Λευί άφησε όχι μόνο το επάγγελμά του, αλλά και το σπίτι και την οικογένειά του και ακολούθησε τον Ιησού Χριστό, γενόμενος πιστός μαθητής και απόστολος Του και λαμβάνοντας το όνομα Ματθαίος που σημαίνει δώρο του Θεού. Μάλιστα προτού ακολουθήσει τον Κύριο, παρέθεσε στο σπίτι του ένα πλούσιο γεύμα, στο οποίο ἐλαβαν μέρος όχι μόνο ο Ιησούς Χριστός, αλλά και συγγενείς του και πολλοί τελώνες, γεγονός που προκάλεσε τον σκανδαλισμό και την κατάκριση των Φαρισαίων. Αλλά ο Κύριος τους απάντησε: Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ’ οἱ κακῶς ἔχοντες˙ πορευθέντες δέ μάθετε ἐστιν ἔλεον θέλω καί οὐ θυσίαν, οὐ γάρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλά ἀμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν (Ματθ. 9, 13-14). Ο Ματθαίος έγινε πιστός μαθητής του Ιησού Χριστού και Τον ακολούθησε σε όλη την πορεία Του στην Παλαιστίνη, γενόμενος αυτόπτης μάρτυρας και κοινωνός της σωτηριώδους διδασκαλίας Του και των πολυάριθμων θαυμάτων Του, τόσο πριν από τη Σταύρωση όσο και μετά την ένδοξο Ανάστασή Του. Κατά την ευφρόσυνο ημέρα της Πεντηκοστής, κατά την οποία κατήλθε το Άγιο Πνεύμα επί των Αγίων Αποστόλων, έλαβε την εντολή να κηρύξει το Ευαγγέλιο του Χριστού στους συμπατριώτες του, τους Εβραίους, τους οποίους αγαπούσε ιδιαίτερα. Γι’ αυτό τον λόγο συνέγραψε το πρώτο Ευαγγέλιο μεταξύ των ετών 42-65μ.Χ., χρονολογία όμως που μέχρι σήμερα δεν είναι επαρκώς επιβεβαιωμένη. Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο γράφτηκε στην αραμαϊκή γλώσσα που μιλούσαν την εποχή εκείνη οι κάτοικοι της Παλαιστίνης, ενώ λίγα χρόνια αργότερα και σύμφωνα με τον Μέγα Αθανάσιο μεταφράσθηκε στην ελληνική γλώσσα από τον Άγιο Ιάκωβο τον Αδελφόθεο, τον και πρώτο ιεράρχη των Ιεροσολύμων, κατόπιν δε αντιγράφηκε από τον Άγιο Απόστολο Βαρθολομαίο. Μάλιστα το κείμενο του Ευαγγελίου στην ελληνική γλώσσα αντικατέστησε το εβραϊκό πρωτότυπο κείμενο, του οποίου αντίγραφο δεν μας διασώθηκε. Γι’ αυτό και η ελληνική μετάφραση του Ευαγγελίου του Ματθαίου διαδόθηκε και έξω από την Παλαιστίνη και στα τέλη του 1ου μ.Χ. αιώνος είχε καταστεί ιδιαίτερα λαοφιλής και διαδεδομένη.
Ο Απόστολος Ματθαίος απευθύνεται με το Ευαγγέλιο του στους Εβραίους, θέλοντας να τους αποδείξει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Μεσσίας που αναμένουν ότι θα έρθει. Έτσι το συγγραφέν από τον Ματθαίο Ευαγγέλιο αποτελεί τον συνδετικό κρίκο της Παλαιάς με την Καινή Διαθήκη, αφού κάθε αναφορά στη ζωή, τη διδασκαλία, τη Σταύρωση και την Ανάσταση του Κυρίου αποσκοπεί στο να πείσει τους Εβραίους ότι όλα αποτελούν εκπλήρωση των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης. Γι’ αυτό και τονίζεται ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο ερχόμενος Μεσσίας και Εκείνος που χαρίζει την αιώνια ζωή. Όσοι λοιπόν ασπασθούν τη σωτηριώδη διδασκαλία Του, θα κληρονομήσουν τη Βασιλεία των Ουρανών, ενώ δεν παραλείπει να διακηρύξει την παγκοσμιότητα του μηνύματος του Ευαγγελίου του Χριστού: Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη (Ματθ. 28, 19). Στο Ευαγγέλιο του, το οποίο γράφτηκε οκτώ χρόνια μετά την Ανάληψη του Κυρίου, ο Απόστολος Ματθαίος αναφέρεται στην κατά σάρκα Γέννηση του Ιησού Χριστού και τα γεγονότα που επακολούθησαν (Κεφ. 1-2), στο κήρυγμα του Ιωάννου του Προδρόμου, τη Βάπτιση του Κυρίου και τους πειρασμούς στην έρημο (Κεφ. 3,1 - 4,11), στη δράση του Κυρίου στη Γαλιλαία, την επί του Όρους Ομιλία Του και την κλήση του από τον ίδιο τον Κύριο (Κεφ. 4,12 -10, 42), στη διδασκαλία και τα θαύματα του Κυρίου στη Γαλιλαία (Κεφ. 19-20), στη θριαμβευτική είσοδο του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα και τη σύγκρουσή Του με το θρησκευτικό κατεστημένο της εποχής (Κεφ. 21-25), στη σύλληψη, την καταδίκη, τη Σταύρωση και την Ανάστασή Του (Κεφ. 26,1 -28, 15) και τέλος στην αποστολή των μαθητών Του στον κόσμο (28, 16-20).
Μετά τη συγγραφή του Ευαγγελίου ο Απόστολος Ματθαίος συνέχισε το ιεροκηρυκτικό του έργο στη χώρα των Πάρθων και των Μήδων, όπου ίδρυσε Τοπικές Εκκλησίες, αλλά υπέστη και πολλές δοκιμασίες από τους ειδωλολάτρες. Όταν έφθασε στην ευρισκόμενη επί του Ευφράτη ποταμού Ιεράπολη της Συρίας, διέδωσε με το πύρινο κήρυγμά του το μήνυμα του Ευαγγελίου του Χριστού σε τέτοιο βαθμό, ώστε πολυάριθμοι ειδωλολάτρες ασπάσθηκαν τη χριστιανική πίστη, ενώ χειροτόνησε διακόνους, ιερείς και επίσκοπους και δια της χάριτος του Θεού τέλεσε πολλά θαύματα. Εκοιμήθη εν ειρήνη σε προχωρημένη ηλικία και ενταφιάσθηκε με τις πρέπουσες τιμές, ενώ η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας στις 16 Νοεμβρίου.
Σύμφωνα με μεταγενέστερη συναξαριακή παράδοση, η οποία στηρίχθηκε στη συνταχθείσα βιογραφία του Αγίου από τον ιστορικό, αγιολόγο και λειτουργιολόγο Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο, αλλά δεν είναι επιστημονικά τεκμηριωμένη, ο Απόστολος Ματθαίος υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια και υπέστη τον δια πυρός θάνατο. Σύμφωνα μ’ αυτή την εκδοχή μετά την ιεραποστολική του δράση στη χώρα των Πάρθων και των Μήδων αποφάσισε να αποσυρθεί σε απομονωμένο τόπο για να επιδοθεί με μεγαλύτερη αφοσίωση και επιμέλεια στην άσκηση και την προσευχή. Έτσι κατέφυγε σε ερημική περιοχή ενός βουνού, όπου εκεί μία ημέρα ο Κύριος του φανερώθηκε με τη μορφή ενός παιδιού. Μάλιστα του έδωσε ένα ραβδί, λέγοντάς του να πάει να το φυτεύσει πλησίον της εκκλησίας στην πόλη Μυρμήνη. Επιπλέον του είπε ότι το ραβδί αυτό θα γίνει με τη δύναμή Του πολύκαρπο δένδρο με κλαδιά που θα στάζουν γλυκύτατο μέλι, ενώ από τη ρίζα του θα ρέει νερό, με το οποίο θα λούζονται οι κακόψυχοι άνθρωποι για να αναγεννηθούν πνευματικά. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα αλλάξουν τρόπο ζωής και συμπεριφοράς. Ο Απόστολος Ματθαίος πήρε τότε το ραβδί από τον Κύριο, αλλά στην πορεία του συνάντησε τη βασίλισσα της πόλεως που ονομαζόταν Φουλβάνα, η οποία συνοδευόταν από τον γιο και τη νύφη της. Και οι δύο όμως ήταν δαιμονισμένοι. Μάλιστα απευθυνόμενοι στον Ματθαίο, τον ρώτησαν ποιος τον ανάγκασε να έρθει στον τόπο τους και προσπαθεί μ’ αυτό το ραβδί να τους καταστρέψει. Τότε ο πανεύφημος Απόστολος του Χριστού τους θεράπευσε από την επήρεια των δαιμόνων και κατόπιν τον ακολούθησαν με απόλυτη ευταξία. Μόλις πληροφορήθηκε ο επίσκοπος της πόλεως Πλάτων την παρουσία του Αποστόλου Ματθαίου, τον υποδέχθηκε μαζί με όλους τους κληρικούς. Αφού φυτεύθηκε το ραβδί, αυτό πράγματι βλάστησε και έγινε πολύκαρπο δένδρο, ενώ νερό ανέβλυσε από τη ρίζα του. Το θαυμαστό αυτό γεγονός διαδόθηκε αμέσως σε ολόκληρη την πόλη και πλήθος κόσμου άρχισε να συρρέει για να γευθούν τον γλυκό καρπό και να λουσθούν με το αναβλύζον νερό για να απελευθερωθούν από το σκότος της αμαρτίας και να αποκτήσουν πραότητα στην ψυχή τους.
Μόλις ο βασιλιάς πληροφορήθηκε τα γενόμενα, αποφάσισε να θανατώσει τον Απόστολο Ματθαίο, ρίχνοντάς τον στη φωτιά. Όμως ο Κύριος του παρουσιάσθηκε μία νύκτα και τον εμψύχωσε, λέγοντάς του ότι θα βρίσκεται δίπλα του βοηθός και συμπαραστάτης. Η προστασία του Κυρίου στον Απόστολο και μαθητή Του φάνηκε, όταν συνολικά οκτώ στρατιώτες που στάλθηκαν για να τον συλλάβουν, τυφλώθηκαν από την υπερβολική λάμψη που εξέπεμψε ο ίδιος ο Κύριος που εμφανίσθηκε με τη μορφή παιδιού. Τότε εξοργισμένος ο βασιλιάς αποφάσισε να τον θανατώσει με τα ίδια του τα χέρια, αλλά μόλις τον πλησίασε, τυφλώθηκε και ο ίδιος. Αμέσως όμως έπεσε στα πόδια του Απόστολου, παρακαλώντάς τον να τον συγχωρήσει και να του χαρίσει και πάλι την όρασή του, όπως και έγινε. Μόλις όμως επανέκτησε το φως του, διέταξε ο βασιλιάς να τον υποβάλλουν σε φρικτά βασανιστήρια. Αλλά με τη χάρη του Θεού το καμίνι που ετοιμάστηκε για να κάψουν τον Απόστολο, δεν έκαιγε καθόλου. Τότε ο βασιλιάς αποφάσισε να αποδείξει την παντοδυναμία του, υποβάλλοντας τον Απόστολο σε νέα δοκιμασία. Η προσπάθειά του όμως έπεσε στο κενό, αφού η φωτιά κατέκαψε τα αγάλματα των ειδωλολατρικών θεών, ενώ απείλησε και τον ίδιο τον βασιλιά, ο οποίος διασώθηκε με τη δύναμη της προσευχής του Αποστόλου, ο οποίος κατόπιν παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.
Το πάνσεπτό του λείψανο έμεινε αβλαβές από τη φωτιά και κατ’ εντολήν του βασιλιά τοποθετήθηκε μέσα σε μία σιδερένια θήκη και ρίχθηκε στη θάλασσα για να αποδειχθεί, εάν θα καταποντισθεί ή εάν θα το προστατεύσει ο Θεός. Τότε ο Απόστολος Ματθαίος παρουσιάσθηκε τη νύχτα στον Επίσκοπο Πλάτωνα και του ζήτησε να μεταβεί σε συγκεκριμένο τόπο για να βρει το ιερό του λείψανο μαζί με τη σιδερένια θήκη, όπως και έγινε. Το νέο συγκλονιστικό αυτό θαύμα έκανε τον βασιλιά να πιστέψει στον Ιησού Χριστό και να ζητήσει από τον Επίσκοπο να τον βαπτίσει. Μάλιστα του δόθηκε το όνομα Ματθαίος, ο δε Επίσκοπος Πλάτων έλαβε την εντολή από τον πανεύφημο Απόστολο που του εμφανίσθηκε σε όραμα, να χειροτονήσει τον βασιλιά πρεσβύτερο και τον γιο του διάκονο. Του είπε επίσης ότι μετά την έλευση τριών ετών, όπου ο Κύριος θα τον καλέσει κοντά Του, ο βασιλιάς Ματθαίος θα γίνει επίσκοπος, ενώ διάδοχός του θα γίνει αργότερα ο γιος του, όπως και έγινε.
Ο Άγιος Απόστολος και Ευαγγελιστής Ματθαίος είναι ο προστάτης άγιος των τελωνειακών υπαλλήλων και η ημέρα της μνήμης του καθιερώθηκε ως επίσημη εορτή των τελωνειακών με το υπ’ αριθμόν 109 προεδρικό διάταγμα (ΦΕΚ 25/Α/8-2-1979). Μάλιστα με δαπάνη των τελωνειακών της Μακεδονίας ανεγέρθηκε περίτεχνο μαρμαρόγλυπτο προσκυνητάριο με την εικόνα του Αγίου στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά Θεσσαλονίκης, όπου κατ’ έτος οι τελωνειακοί της Μακεδονίας εορτάζουν τον προστάτη τους άγιο, ενώ παρεκκλήσιο επ’ ονόματί του έχει ανεγερθεί στο Τελωνείο Κήπων Έβρου. Επίσης το 1993 η Ένωση Τελωνειακών Υπαλλήλων Θεσσαλονίκης εξέδωσε την Ακολουθία, τον Παρακλητικό Κανόνα και τους Χαιρετιστήριους Οίκους που ποιήθηκαν προς τιμήν του Αγίου από τον αείμνηστο Μέγα Υμνογράφο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, Μοναχό Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη. Ακολουθίες προς τιμήν του Αγίου έχουν επίσης συντάξει ο Μέγας Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας Δρ. Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας και η Μοναχή Ισιδώρα Αγιεροθεΐτισσα.
Το όνομα του Αγίου Ματθαίου φέρει ένα από τα μεγαλύτερα και ωραιότερα χωριά της Κέρκυρας, γνωστό στην κερκυραϊκή ντοπιολαλιά ως «Αη Μαθιάς», όπου υπάρχει και ομώνυμος ενοριακός ναός με επιβλητικό κωδωνοστάσιο, ο οποίος αποτέλεσε το λατρευτικό κέντρο των πρώτων κατοίκων του χωριού. Σύμφωνα με την επιχώρια προφορική παράδοση το χωριό ονομαζόταν αρχικά Άγιος Νικόλαος (Αη Νικόλας) χάρη σ’ έναν ομώνυμο μικρό ναό. Αργότερα όμως μετονομάσθηκε σε Άγιος Ματθαίος (Αη Μαθιάς) και ανεγέρθηκε μεγάλος ναός προς τιμήν του, αφού σύμφωνα με την τοπική παράδοση ένας γέροντας εμφανίσθηκε ξαφνικά ενώπιον κάποιων εμπόρων κρασιού που πήγαιναν στο χωριό, αλλά έχασαν τον προσανατολισμό τους εξαιτίας μιας σφοδρότατης κακοκαιρίας. Μάλιστα ο γέροντας αυτός τους υπέδειξε και τον σωστό δρόμο για να μεταβούν στο χωριό. Όταν έφτασαν εκεί, αναζήτησαν την εκκλησία για να ευχαριστήσουν τον Θεό που τους έσωσε, αλλά και που έφτασαν με ασφάλεια στον σωστό προορισμό. Όταν όμως μπήκαν στον ναό, είδαν σε μία εικόνα τη μορφή του γέροντα που είχε παρουσιασθεί ξαφνικά μπροστά τους και τους είχε βοηθήσει να σωθούν. Η μορφή αυτή δεν ήταν άλλη από τον Άγιο Απόστολο και Ευαγγελιστή Ματθαίο. Το υπερφυές αυτό γεγονός θεωρήθηκε από τους κατοίκους ως θαύμα και έτσι το χωριό μετονομάσθηκε σε Άγιος Ματθαίος.
Επ’ ονόματι του Αγίου είναι αφιερωμένοι επίσης οι ενοριακοί ναοί στα χωριά Άνω Γαρέφι Αλμωπίας του νομού Πέλλης και Πτελεώνας Εορδαίας του νομού Κοζάνης, αλλά και ο σταυροειδής μετά τρούλου περικαλλής ενοριακός ναός του Αγίου στη συνοικία Κοφινάς της πόλεως Χίου, ο οποίος ανοικοδομήθηκε εκ βάθρων από το Σωματείο των «Κουντουράδων», ενώ στο χωριό Βασιλεώνοικο της Χίου υπάρχει και εξωκκλήσιο επ’ ονόματί του. Διάσπαρτα είναι τα εξωκκλήσια του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ματθαίου και σε διάφορα νησιά των Κυκλάδων και συγκεκριμένα στην Άνδρο, την Τήνο, τη Μύκονο, τη Νάξο και τη Σαντορίνη. Αξιομνημόνευτο είναι το εξωκκλήσιο του Αγίου στην περιοχή του χωριού Βίβλος (Τρίποδες) Νάξου, αφού είναι κτισμένο πάνω σε παλαιοχριστιανική βασιλική, ενώ έξω από τον ναό σώζεται μία μεγάλη μαρμάρινη κολυμβήθρα με ανάγλυφους σταυρούς. Ιστορικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και το χρονολογούμενο από το 1638 εξωκκλήσιο του Αγίου στο Παλιό Χωριό (Μέσα ή Επισκοπή Γωνιά) Σαντορίνης, όπου κάθε χρόνο στις 16 Νοεμβρίου τελείται ο εορτασμός, της μνήμης του. Επίσης στην παλαίφατη Ιερά Μονή Μεγάλης Παναγίας της νήσου Σάμου υπάρχει εντός των κελλίων παρεκκλήσιο επ’ ονόματι του Αγίου Ματθαίου του Ευαγγελιστού και της Αγίας Φιλοθέης της Αθηναίας.
Στο όνομα του Αγίου Ματθαίου είναι αφιερωμένος και ο ευρισκόμενος ναός επί της οδού Ταξιάρχου Μαρκοπούλου στο Ηράκλειο Κρήτης, ο οποίος στην πρώτη του μορφή χρονολογείται από τη Β΄ βυζαντινή περίοδο, ενώ το σημερινό κτίσμα ανεγέρθηκε μετά το σεισμό του 1508. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας παραχωρήθηκε σε μοναχούς της Μονής Σινά, αφού οι Οθωμανοί είχαν μετατρέψει σε τζαμί το Σιναΐτικο μετόχιο της Αγίας Αικατερίνης στο Ηράκλειο. Σ’ αυτόν τον ναό, ο οποίος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη ζωή του Ηρακλείου και είναι γνωστός ως «Άγιος Ματθαίος των Σιναϊτών» εκκλησιάζονταν όλοι οι χριστιανοί μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Οθωμανούς. Σήμερα φιλοξενεί μία σπάνια συλλογή εξαίρετων φορητών εικόνων της Κρητικής Σχολής. Στον Άγιο Ματθαίο είναι επίσης αφιερωμένος και ναός στο Ακρωτήρι Χανίων, όπου κατ’ έτος εορτάζεται με ιδιαίτερη λαμπρότητα η μνήμη του. Πρόκειται για παρεκκλήσιο της ενορίας Αγίου Νικολάου Χαλέπας στην περιοχή «Φρούδια», το οποίο κτίσθηκε στη δεκαετία του 1960 πάνω σε ερείπια ομώνυμου παλαιού ναού που αποτελούσε καθολικό γυναικείας μονής, η οποία καταστράφηκε από τους Τούρκους κατά την κατάληψη της Κρήτης. Στον χώρο που βρίσκεται σήμερα ο ναός, λειτούργησε το 1974 Εκκλησιαστική Σχολή, η οποία το 2005 μετονομάσθηκε σε Γενικό Εκκλησιαστικό Λύκειο και Εκκλησιαστικό Γυμνάσιο Κρήτης. Ενδεικτικό είναι ότι η τιμή που απολαμβάνει ο Άγιος Ματθαίος στην Κρήτη, οδήγησε τον αοίδιμο λόγιο και φιλάγιο Μητροπολίτη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Ιλαρίωνα να συμπεριλάβει την Ακολουθία του Αγίου στο βιβλίο των Κρητών Αγίων, το οποίο εκδόθηκε το 1877 με δική του δαπάνη και επιμέλεια.
Η καλύτερη τιμή όμως στον Άγιο Απόστολο και Ευαγγελιστή Ματθαίο είναι να παραδειγματιστούμε από τη μετάνοια και τη μεταστροφή του, αφού από αμαρτωλός αρχιτελώνης κατέστη πιστός μαθητής και ακόλουθος του Ιησού Χριστού, αφήνοντας πίσω το αμαρτωλό παρελθόν του και μαζί μ’ αυτό ακόμη και φίλους, συγγενείς και περιουσίες, προκειμένου να κερδίσει κοντά στον Κύριο τη Βασιλεία των Ουρανών. Άλλωστε η κατάκτηση της αιώνιας ζωής κοντά στον Ιησού Χριστό είναι η κυρίαρχη έννοια και διδασκαλία του Ευαγγελίου του, αφού όπως τονίζει, αυτή τη Βασιλεία ήρθε και αποκάλυψε ο προαναγγελθείς από τους προφήτες Μεσσίας. Γι’ αυτό και καλεί τους χριστιανούς να βρίσκονται σε διαρκή εγρήγορση, να επιδίδονται σε αγαθοεργίες και να αγωνίζονται πνευματικά, ώστε να κερδίσουν την αιωνιότητα.
Βιβλιογραφία
· Βίος και Ακολουθία του Ευαγγελιστού Ματθαίου Προστάτου Τελωνειακών, Έκδοση Ενώσεως Τελωνειακών Υπαλλήλων Β΄ Περιφέρειας, Θεσσαλονίκη 1993.
· Λέκκου Ευαγγέλου Π., Οι 4 Ευαγγελιστές, Εκδόσεις Σαΐτης, χ.χ.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας ἤκουσας, φωνῆς τοῦ Λόγου, καὶ τῆς πίστεως, τὸ φῶς ἐδέξω, καταλείψας τελωνείου τὸν σύνδεσμον ὅθεν Χριστοῦ τὴν ἀπόρρητον κένωσιν,εὐηγγελίσω Ματθαῖε Ἀπόστολε. Καὶ νῦν πρέσβευε, δοθήναι τοὶς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’.
Ἀπόστολε Ἅγιε, καὶ Εὐαγγελιστὰ Ματθαῖε, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.ἈπολυτίκιονΤήν ἔνσαρκον πάνσοφε οἰκονομίαν Χριστοῦ, τά Πάθη καί Ἔγερσιν, εὐηγγελίσω ἠμίν, Ματθαῖε Ἀπόστολε•ὅθεν χρεωστικῶς σέ, ἀνυμνοῦμεν βοῶντες,φάνηθι ἐν τή κρίσει, βοηθῶν ἠμίν πάσιν, ἤς καί τήν ὥραν Εὐαγγελιστῶ, τρανῶς, καθυπέγραψας.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.
Τοῦ τελωνείου τὸν ζυγὸν ἀποῤῥίψας, δικαιοσύνης τῷ ζυγῷ προσηρμόσθης, καὶ ἀνεδείχθης ἔμπορος πανάριστος, πλοῦτον κομισάμενος, τὴν ἐξὕψους σοφίαν• ὅθεν ἀνεκήρυξας, ἀληθείας τὸν λόγον, καὶ τῶν ῥᾳθύμων ἤγειρας ψυχάς, καθυπογράψας, τὴν ὥραν τῆς κρίσεως.
Πηγή: Σύνδεσμος Κληρικών Χίου, Λάβαρον
Ο Γουρίας και ο Σαμωνάς ήταν επιφανείς πολίτες της Εδέσσης. Κατά τη διάρκεια ενός από τους πολλούς διωγμούς ( σ.τ. μ. επί βασιλείας του Διοκλητιανού , κυρίως το έτος 303 ) , κάποιοι χριστιανοί διέφυγαν εκτός της πόλεως και ζούσαν θεαρέστως εν προσευχή και νηστεία, ενισχύοντας πνευματικά και τους άλλους πιστούς. Καταγγέλθηκαν ως Χριστιανοί στον ηγεμόνα και συνελήφθησαν. Όταν παρέστησαν ενώπιον του δικαστή, τους απείλησε με θάνατο, εάν δεν υποτάσσονταν στο αυτοκρατορικό διάταγμα που επέβαλλε την προσκύνηση των ειδώλων. Οι άγιοι μάρτυρες απάντησαν με παρρησία:
› Εάν υπακούσουμε στο αυτοκρατορικό διάταγμα θα χαθούμε, ακόμη και αν δεν μας σκοτώσετε!
Ακολούθησαν βασανιστήρια και κατόπιν τους άφησαν έγκλειστους στη φυλακή, από 1ης Αυγούστου έως 10ης Νοεμβρίου , μέσα στην πείνα, το σκότος και τους πόνους. Ύστερα τους έβγαλαν έξω για δεύτερη σειρά βασανιστηρίων, διότι παρέμεναν αταλάντευτα προσηλωμένοι στη χριστιανική Πίστη. Τους καταδίκασαν σε θάνατο και πράγματι το ξίφος του δημίου τους αποκεφάλισε το έτος 322, επί βασιλέως του στυγερού Λικινίου.
Αργότερα , και ο ιεροδιάκονος της Εδέσσης, Άβιβος, υπέμεινε μαρτύρια για τον Χριστό του: εδάρη, εκρεμάσθη και, καταμεσής στις φλόγες όπου τον έριξαν, παρέδωσε το πνεύμα του σ’ Αυτόν. Η μητέρα του πήρε το άψυχο σώμα του γιού της ανέπαφο από τις φλόγες, κατά θαυματουργικό τρόπο, και το ενταφίασε στον ίδιο τάφο με τα τίμια λείψανα των αγίων Γουρά και Σαμωνά. Όταν ο διωγμός κατέπαυσε, οι χριστιανοί έκτισαν εκκλησία προς τιμήν των αγίων μαρτύρων Γουρία, Σαμωνά και Αβίβου και τοποθέτησαν τα θαυματουργά λείψανά τους σε κοινή λάρνακα.
Το μαρτύριο των τριών αυτών ιστορεί και ο Συναξαριστής του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, ως έχει:
«Από τους Αγίους τούτους μάρτυρας ο μεν Σαμωνάς και Γουρίας εμαρτύρησαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού και του δουκός Αντωνίνου εν έτει 288, διαβληθέντες δηλαδή ότι πείθουσι τους ανθρώπους να μη θυσιάζωσιν εις τα είδωλα, ευθύς εκρεμάσθησαν και οι δύο από την μίαν χείρα, κάτωθεν δε ετραβώντο οι πόδες των από βάρη τινών σωμάτων και ούτως έμειναν κρεμάμενοι από την τρίτην ώραν έως την έκτην. Επειτα καταβιβασθέντες ερρίφθησαν δεδεμένοι εις μίαν σκοτεινήν φυλακήν και οι πόδες αυτών εσφίγχθησαν. Εις το τιμωρητικόν ξύλον, εκεί δε διέμειναν στεναχωρημένοι και κακοπαθούντες από την πείναν, τέσσαρας ολοκλήρους μήνας.
Mετά ταύτα, ο μεν Άγιος Σαμωνάς, εκρεμάσθη κατακέφαλα από τον ένα πόδα, από την δευτέραν ώραν έως την πέμπτην όθεν εκβήκε το γόνατόν του από τον τόπον του, ο δε Αγιος Γουρίας έμεινεν εις την φυλακήν ως αν ημιθανής. Tην δε ερχομένην ημέραν απεκεφαλίσθησαν και οι δύο. Άβιβος δε ο διάκονος διαβληθείς κατά τους χρόνους Λικινίου του τυράννου εν έτει 316, ότι εδίδασκε τους Ελληνας την εις Xριστόν πίστιν, πρώτον μεν εκρεμάσθη, έπειτα δε εδάρη, απολυθείς δε ύστερον, ερωτάται, εάν αρνήται τον Xριστόν, και μη πεισθείς εις την προσταγήν του τυράννου, παρεδόθη εις το πυρ έχων εις το στόμα του εν λωρίον ως αν χαλινόν, και ούτως ετελείωσε το μαρτύριόν του. Όθεν έλαβον και οι τρεις παρά Kυρίου τους στεφάνους της νίκης».
Από τα πάμπολλα θαύματα που επιτέλεσε η εξαίσια αυτή τριάδα μαρτύρων, πιο αξιοσημείωτο είναι το ακόλουθο:
Η νεαρή θυγατέρα μιας χήρας από την Έδεσσα επρόκειτο να παντρευτεί κάποιον Γότθο στρατιώτη που υπηρετούσε στον ελληνικό στρατό. Επειδή η μητέρα φοβόταν για την ακεραιότητα της θυγατέρας της λόγω μετοικεσίας της πολύ μακριά της, ο Γότθος ορκίστηκε πάνω από τον τάφο των τριών αγίων μαρτύρων ότι δεν θα έκανε κανένα κακό στην κοπέλα, αλλά θα την έπαιρνε ως νόμιμη σύζυγό του, καθώς τους είχε διαβεβαιώσει ότι δεν ήταν νυμφευμένος. Αλλά στην πραγματικότητα ήταν ήδη νυμφευμένος και όταν πήρε την νεαρή κοπέλα στη χώρα του, την κράτησε όχι ως σύζυγο αλλά ως σκλάβα του, μέχρι που πέθανε η νόμιμη γυναίκα του. Τότε συμφώνησε με τους συγγενείς του να θάψει τη ζωντανή σκλάβα με την πεθαμένη σύζυγο!
Η κοπέλα με δάκρυα παρακαλούσε τους τρεις αγίους μάρτυρες να τη σώσουν και πράγματι αυτοί της φανερώθηκαν μέσα στον τάφο τους και αστραπιαία τη μετέφεραν από τη χώρα των Γότθων στην Έδεσσα στην εκκλησία τους. Την επαύριο, όταν άνοιξε η εκκλησία, οι άνθρωποι βρήκαν την νεαρή κοπέλα επάνω στον τάφο των αγίων του Θεού και τους αφηγήθηκε την θαυματουργική διάσωσή της.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Tριάδος ἰσάριθμοι τῆς Ὑπερθέου, σαφῶς Γουρίας καὶ Ἄβιβος καὶ Σαμωνᾶς ὁ κλεινός, ἔνθεοι ὑπάρχοντες ταύτην τοῖς ἀσεβέσιν ὡμολόγησαν ἅμα ἄθλων τὴν τρικυμίαν ἀβλαβῶς διελθόντες· καὶ νῦν ἡμᾶς κυβερνῶσιν ὅρμον πρὸς ἄκλυστον.
ΚοντάκιονἮχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἐξ ὕψους σοφοί, τὴν χάριν κομισάμενοι, τῶν ἐν πειρασμοῖς, προΐστασθε πανεύφημοι· διὸ κόρην Ἅγιοι, ἐκ θανάτου πικροῦ ἐῤῥύσασθε· ὑμεῖς γὰρ ὄντως ὑπάρχετε, Ἐδέσσης ἡ δόξα, καὶ τοῦ κόσμου χαρά.
ΚάθισμαἮχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Τριάδος τῆς σεπτῆς, καταγγέλλοντες πίστιν, πολύθεον Σοφοί, τῶν εἰδώλων ἀπάτην, ἀνδρείως καθείλετε, ὡς τῆς πίστεως πρόμαχοι, κόρην ζῶσαν δέ, κατακλεισθεῖσαν ἐν τάφῳ, διεσώσατε, θανατηφόρου κινδύνου, ὑμᾶς μακαρίζουσαν.
Πηγή: (Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, "Πνευματικό ημερολόγιο - Ο Πρόλογος της Αχρίδος, Βίοι Αγίων, Ύμνοι, Στοχασμοί και Ομιλίες για κάθε ημέρα του χρόνου (Νοέμβριος)", Εκδόσεις Άθως) Forum "Ορθοδοξία", Χανιώτικα Νέα, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ακολουθούν ο βίος και κομμάτια από τη διδασκαλία ενός από τους μεγαλύτερους αγίους των τελευταίων αιώνων, συγχρόνου του Αγίου Νικοδήμου, που έφερε την αναβίωση του ρωσικού μοναχισμού και υπερασπίστηκε την ησυχαστική παράδοση.
1. Ο Βίος του Οσίου εν συντομία
Γεννήθηκε το 1722 στην Πολτάβα της Ουκρανίας, ο κατά κόσμον Πέτρος, από πατέρα ιερέα και μητέρα πού αργότερα έγινε μοναχή. Δεκαπέντε ετών μετέβη στη μονή Λιοΰμπεσκ και κατόπιν στη Μεγάλη Λαύρα του Κιέβου. Πνευματικό οδηγό είχε τον ησυχαστή Βασίλειο, συγγραφέα και μεταφραστή νηπτικών έργων. Το 1742, ύστερα άπό διωγμούς Ουνιτών στην πατρίδα του, μετέβη στη Βλαχία και μόνασε εκεί επί τετραετία, λαμβάνοντας τ΄ όνομα Πλάτων. Το 1746 αναχώρησε για το πολυπόθητο Άγιον Όρος.
Ασκήθηκε στην Καψάλα, όπου εκάρη μοναχός άπό τον Γέροντα του Βασίλειο με τ΄ όνομα Παΐσιος. Το 1758 χειροτονήθηκε διάκονος και ιερεύς και απέκτησε δωδεκαμελή συνοδεία. Κατόπιν πήγε με τη συνοδεία του στο Κελλί του Προφήτου Ηλιού, το όποιο μετέτρεψε σε σκήτη, πού ανήκει στη μονή Παντοκράτορος. Απέκτησε περί τους πενήντα καλούς μαθητές, για τους οποίους συνέταξε τυπικό κατά την αγιορείτικη τάξη, και άρχισε τις μεταφράσεις των Πατέρων της Εκκλησίας στα σλαβικά, όπως Ισαάκ του Σύρου και Γρηγορίου του Σιναΐτου, διδάσκοντας σε όλους την ευχή του Ιησού. Το τελευταίο εξάμηνο της αγιορείτικης ζωής του το διήλθε στην Ιερά μονή Σίμωνος Πέτρας (1762). Μετά άπό δεκαεπτά χρόνων παραμονή στον ιερό Άθωνα, ο όσιος Παΐσιος επέστρεψε το 1763 στη Μολδαβία παίρνοντας μαζί του αρκετούς μοναχούς.
Εγκαταστάθηκε στη μονή Δραγκομίρνα και απέκτησε πολλούς μαθητές Ρώσους, Ρουμάνους και Βουλγάρους. Τους δίδασκε καθη μερινά στη γλώσσα τους να τηρούν πενία, υπακοή, ταπεινοφροσύνη, σιωπή και να εντρυφούν στη μελέτη των νηπτικών πατέρων. Έγινε ηγούμενος της αρχαίας μονής του Νεάμτς, την οποία κατέστησε σπουδαίο πνευματικό κέντρο, με τις μεταφράσεις Ελλήνων Πατέρων και ασκητών και τη ζωή της ευχής του Ιησού. Αξιοσημείωτη είναι ή μετάφραση της Φιλοκαλίας (1793). Τη φήμη του αγίου Γέροντος Παϊσίου ακούγοντας ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης θέλησε να γίνει μαθητής του, μα εμποδίσθηκε από διάφορες συμπτώσεις κι επέστρεψε στο Άγιον Όρος.
Στη μονή Νεάμτς ανεπαύθη ειρηνικά στις 15 Νοεμβρίου 1794 ο μεγάλος στάρετς, για το έργο του οποίου μιλούν πολλοί με δικαιολογημένο θαυμασμό. Υπήρξε αναζωογονητής του μοναχισμού στη Ρουμανία και τη Ρωσία. Οι πολυάριθμοι και αξιόλογοι μαθητές του έγιναν, μετά την κοίμηση του, κήρυκες των διδαχών του. Οι μονές Δραγομίρνα, Σέκου και Νεάμτς ήταν τα κέντρα της λαμπρής ασκητικοφιλολογικής κινήσεως κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, όπου οι μαθητές του, με τη νηπτική τους εργασία και τ΄ ανεπτυγμένα φιλολογικά τους κριτήρια, μόχθησαν για την πνευματική ανύψωση της Μολδαβίας. Το πνεύμα των ιεροπρεπών Κολλυβάδων μετέφερε ο όσιος Παΐσιος στα Βαλκάνια και τη Ρωσία. Τιμάται ιδιαίτερα από τους Ρώσους και τους Ρουμάνους. Η επίσημη αναγνώριση της αγιότητας του έγινε από το Πατριαρχείο Μόσχας το 1988 και από το Πατριαρχείο Ρουμανίας το 1992.
Την πρώτη βιογραφία του έγραψε το 1817 ο μαθητής του μοναχός Μητροφάνης, πού στηρίχθηκε στην αυτοβιογραφία του οσίου Παϊσίου και στις προσωπικές αναμνήσεις του. Ακολούθησαν αρκετές άλλες, πού κυκλοφόρησαν ευρύτατα στα ρουμανικά και ρωσικά και μεταφράσθηκαν στα ελληνικά.
2. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. κ. Ιεροθέου Βλάχου: Ο Όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, ένας μεγάλος ησυχαστής Πατέρας
Ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι (1722-1794) υπήρξε μιά μεγάλη μορφή τού μοναχισμού πού έζησε μερικά χρόνια στό Άγιον Όρος καί εκφράσθηκε στίς σλαβικές χώρες, καί κυρίως στήν Ουκρανία, τήν Μολδαβία καί τήν Βλαχία, αλλά επεκτάθηκε σέ όλο τόν χώρο τών Βαλκανίων, τής Ρωσίας καί σέ άλλες περιοχές.
Πρόκειται γιά μιά εκπληκτική προφητική φυσιογνωμία στόν χώρο τού μοναχισμού τόν 18ο αιώνα πού επανέφερε τόν μοναχισμό τών Βαλκανίων καί τής Ρωσίας στίς πατερικές αρχαίες πηγές του, αφού ο μοναχισμός είχε αλλοιωθή από τίς μεταρρυθμίσεις πού έγιναν επί Μεγάλου Πέτρου, όταν εισέρρευσε στήν Ρωσία τό δυτικό, διαφωτιστικό καί ρομαντικό πνεύμα τής Δύσεως.
Από τίς μελέτες μου εγνώριζα γενικά γιά τήν δράση καί τήν διδασκαλία τού οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι, καί κυρίως ότι έζησε γιά ένα χρονικό διάστημα στό Άγιον Όρος, και ότι μετέφρασε στα ρωσοσλαβονικά κείμενα τών αγίων Πατέρων τής Εκκλησίας πού κάνουν λόγο γιά τήν ησυχαστική παράδοση τής Εκκλησίας, γιά τήν κάθαρση τής καρδιάς, τόν φωτισμό τού νού καί τήν θέωση, δηλαδή κείμενα πού απαρτίζουν την γνωστή «Φιλοκαλία».
Δέν αρκέσθηκε, όμως, στό νά ανακαλύψη καί νά μεταφράση αυτά τά σημαντικά κείμενα, αλλά έκανε καί πρακτική εφαρμογή τους, μέ αποτέλεσμα νά προσελκύση πολλούς μοναχούς πού επιθυμούσαν νά ζήσουν αυτήν τήν ησυχαστική παράδοση καί στούς οποίους καί τήν δίδαξε γενόμενος πνευματικός τους διδάσκαλος στήν ησυχαστική ζωή.
Ο Ομότιμος Καθηγητής τής Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης Αντώνιος-Αιμίλιος Ταχιάος, πού δίδαξε γιά χρόνια τήν ιστορία τών Σλαβικών καί λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών, ασχολήθηκε ιδιαιτέρως μέ τήν ησυχαστική παράδοση στά Βαλκάνια καί τήν Ρωσία, αφού η διδακτορική του διατριβή είχε ως θέμα Επιδράσεις τού ησυχασμού εις τήν εκκλησιαστικήν πολιτικήν εν Ρωσία, καί ακόμη ασχολήθηκε μέ τόν όσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκι, αφού η διατριβή του επί υφηγεσία είχε τίτλο Ο Παΐσιος Βελιτσκόφσκι καί η ασκητικοφιλολογική Σχολή του. Αυτές καί άλλες μελέτες του απεκάλυψαν τήν ζωή καί τό έργο τού μεγάλου αυτού Ουκρανού ασκητού.
Τελευταία (2009) όμως, ο ίδιος Καθηγητής κυκλοφόρησε τό βιβλίο μέ τίτλο Ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, έκδοση τού Uniνersity Studio Press. Τό βιβλίο αυτό είχε ήδη δημοσιευθή σέ άλλες γλώσσες, μέ τήν αυτοβιογραφία καί τήν βιογραφία τού μεγάλου αυτού Ουκρανού ησυχαστού μοναχού καί μέ τήν έκδοση αυτή μεταφράσθηκε καί στήν ελληνική γλώσσα.
Συγκεκριμένα τό βιβλίο αυτό, τό οποίο θεωρώ πολύ σημαντικό, διαιρείται σέ τρία κεφάλαια.
Στό πρώτο παρατίθεται η αυτοβιογραφία τού οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι πού τελειώνει μέχρι τήν εποχή εκείνη πού μετέβη στό Άγιον Όρος.
Στό δεύτερο κεφάλαιο περιλαμβάνεται η βιογραφία τού οσίου Παϊσίου πού γράφηκε από τόν μαθητή του ιερομόναχο Μητροφάνη, από τό σημείο εκείνο πού διακόπτεται η αυτοβιογραφία μέχρι τήν κοίμηση τού μεγάλου αυτού ησυχαστού Πατρός. Καί στό τρίτο κεφάλαιο δημοσιεύεται η αφήγηση τού ιδίου τού οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι στόν ηγούμενο Θεοδόσιο τού ερημητηρίου τού Αγίου Σωφρονίου στήν Ρωσία γιά τήν ανακάλυψη στό Άγιον Όρος τών συγγραμμάτων τών νηπτικών Πατέρων καί τήν μετάφρασή τους στήν ρωσοσλαβονική γλώσσα.
Στήν εισαγωγή, πού προηγείται τού όλου έργου, ο Καθηγητής Αντώνιος-Αιμίλιος Ταχιάος, μέ επιστημονική ακρίβεια καί ιδιαίτερη γνώση, κάνει εύστοχες παρατηρήσεις πάνω στά κείμενα πού ακολουθούν, καί κυρίως στήν αυτοβιογραφία τού οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι τήν οποία ανακάλυψε στήν Ιερά Μονή Σέκου η αείμνηστη Βαλεντίνα Πελίν καί μετέφρασε ο Καθηγητής. Επίσης, σημαντικές παρατηρήσεις, πού διευκολύνουν τόν αναγνώστη, καταγράφονται στίς υποσημειώσεις πού παρατίθενται στά κείμενα. Η καταγραφή τής βιβλιογραφίας στό τέλος τού βιβλίου δείχνει τήν μεγάλη προσφορά τού οσίου Παϊσίου.
Πρόκειται γιά ένα έργο πολύ σημαντικό καί πρέπει νά διαβασθή από όλους όσοι ενδιαφέρονται γιά τά θέματα αυτά, γιατί συνδέεται μέ τήν αναγέννηση τού μοναχισμού στήν Μολδαβία, τήν Ρουμανία, τήν Ρωσία, αλλά καί στήν ευρύτερη περιοχή. Είναι δέ γνωστόν ότι η μετάφραση τών σημαντικών αυτών νηπτικών κειμένων στήν ρωσοσλαβωνική γλώσσα, πού έγινε από τόν όσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκι καί από εκεί στήν Βλαχική-Ρουμανική γλώσσα, βοήθησε πολλούς μοναχούς πού έζησαν αυτήν τήν ησυχαστική παράδοση, μάλιστα δέ αυτήν τήν Φιλοκαλία είχε υπ’ όψη του ο προσκυνητής στό περίφημο βιβλίο «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού.
Στήν συνέχεια θά εντοπισθούν σημεία από τήν ζωή τού μεγάλου αυτού Ουκρανού νηπτικού καί ησυχαστού αγίου τής Εκκλησίας.
α) Η πορεία του προς τον μοναχισμό
Τό βαπτιστικό όνομά του ήταν Πέτρος καί γεννήθηκε στήν Πολτάβα τής Ουκρανίας, τής Μικράς Ρωσίας, όπως λεγόταν η Ουκρανία, τό έτος 1722. Έμεινε ορφανός από πατέρα σέ ηλικία 4 ετών. Στήν ηλικία τών δέκα χρόνων διάβαζε τήν Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, τό βιβλίο Μαργαρίτης τού ιερού Χρυσοστόμου, τόν όσιο Εφραίμ τόν Σύρο, τόν αββά Δωρόθεο καί άλλα βιβλία. Μέ τήν ανάγνωση αυτή γεννήθηκε μέσα του η αγάπη γιά τόν μοναχισμό.
Όταν σπούδαζε στό Κίεβο έδειχνε περισσότερο ζήλο γιά τά πνευματικά ζητήματα, παρά γιά τά σχολαστικά μαθήματα πού διδάσκονταν τότε στήν Εκκλησιαστική Σχολή.
Ο ίδιος περιγράφει έναν χαρακτηριστικό διάλογο μέ τόν Σχολάρχη του πού δείχνει τόν πρώϊμο ζήλο του γιά τήν πατερική ησυχαστική Παράδοση. Επισκεπτόταν τήν σπηλαιώτικη Λαύρα τού Κιέβου καί εμπνεόμενος από τήν μοναχική ζωή καί από τήν άσκηση τών μοναχών αναπτυσσόταν μέσα του η αγάπη γιά τόν μοναχισμό καί μάλιστα γιά τήν ερημική ζωή, μέ τήν πλήρη ξενιτεία.
Διαβάζοντας κανείς τήν αφήγησή του παρατηρεί τόν μεγάλο ζήλο του γιά τόν ησυχαστικό μοναχισμό πού αναπτύχθηκε στήν εφηβική του ηλικία. Υπάρχουν μερικές φράσεις πού ο ίδιος χρησιμοποιεί στήν αυτοβιογραφία του καί δείχνουν τήν αγάπη του γιά τόν μοναχισμό καί μάλιστα τόν ησυχαστικό μοναχισμό πού κυρίευσε τήν ψυχή του.
Διηγείται ο ίδιος:
«Η αγάπη γιά τόν μοναχισμό υπερίσχυε στήν ψυχή μου, καί δέν μέ έσπρωχνε πιά στό νά φοιτώ στά μαθήματα, παρά μέ εξωθούσε στό νά απαρνηθώ τόν κόσμο καί όσο τό δυνατό γρηγορότερα νά γίνω μοναχός». «Ερχόμουν τά βράδια, καί μή γνωρίζοντας εκεί κανέναν καθώς ήμουν ξένος, περνούσα τή νύχτα είτε κάπου στήν πλησιέστερη σπηλιά κοντά στήν εκκλησία, είτε στό μεγάλο μοναστήρι κοντά στό μεγάλο καμπαναριό, όπου έμενα ώσπου νά σημάνει γιά τόν Κανόνα». «Μακάριζα τήν τρισμακάριστη ησυχία». «Τόσο έκαιγε στήν ψυχή μου η επιθυμία γιά ένα πράγμα πού ήταν ακατόρθωτο, ώστε, άν ήταν δυνατόν, δέν θά ήθελα μέ κανέναν τρόπο νά φύγω από εκείνα τά ιερά σπήλαια, παρά, παραμένοντας εκεί, νά τελειώσω μέσα σ’ αυτά τή ζωή μου. Βλέποντας όμως ότι αυτό ήταν αδύνατο, έφευγα από τά ιερά εκείνα σπήλαια μέ θλίψη καί στεναγμό».
Μέ συμμαθητές του στήν Σχολή πού είχαν τόν ίδιο πόθο υποσχέθηκαν: «Νά ξενιτευθούμε από τήν πατρίδα μας σέ κάποιον έρημο καί ήσυχο τόπο, καί αφού βρούμε γιά τίς ψυχές μας κάποιον έμπειρο οδηγό, νά παραδοθούμε στήν υπακοή του καί όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή νά λάβουμε από αυτόν τή μοναχική κουρά». Αποφάσισαν νά ζήσουν «έως τήν τελευταία μας (τους) πνοή μέσα στή μοναχική πτωχεία», «μέσα στήν κακοπάθεια».
Αναζητούσε ασκητές, ερημίτες Πατέρες καί ωφελείτο από τήν παρουσία τους καί τά λόγια τους. «Εγώ, στέκοντας εκεί κοντά, άκουα ψυχωφελείς λόγους καί μού φαινόταν ότι ήταν ρήματα ζωής αιωνίου». Γιά τήν ικανοποίηση τού μεγάλου του πόθου νά μονάση μέσα σέ ξενιτεία, ησυχία καί κακοπάθεια εγκατέλειψε τίς σπουδές του στό Κίεβο, καθώς επίσης αποχωρίσθηκε τήν μητέρα του, μέσα σέ μιά συγκινητικότατη καί συναισθηματικά φορτισμένη ατμόσφαιρα. Είναι εκπληκτικός αφ’ ενός μέν ο ζήλος του γιά τήν μοναχική ζωή, αφ’ ετέρου δέ η ισχυρή του θέληση γιά τήν εκπλήρωση τού πόθου του.
Εκπλήσσεται κανείς διαβάζοντας τίς ταλαιπωρίες του γιά τήν αναζήτηση ενός κατάλληλου τόπου, τήν επίσκεψή του σέ διάφορα μοναστικά κέντρα καί τήν συνάντησή του μέ ερημίτες στούς οποίους ήθελε νά κάνη υπακοή γιά τήν σωτηρία του, χαρακτηριστική δέ περίπτωση είναι ο ερημίτης Ησύχιος. Πέρασε ποτάμια, δάση, σύνορα, μέ πολλές δυσκολίες, μέ αφάνταστες καί απερίγραπτες ταλαιπωρίες.
Όταν κατατάγηκε σ’ ένα Μοναστήρι, ως δόκιμος μοναχός, ο Ηγούμενος τού πρότεινε νά φορέση, άν θέλη, μερικά ρούχα μοναστηριακά.
Διηγείται ο ίδιος:
«Εγώ τού έβαλα μετάνοια καί παίρνοντας τήν ευλογία του πήγα στό κελλί μου, έβγαλα τά κοσμικά μου ρούχα καί μέ τέτοια χαρά ντύθηκα αυτά πού μού έδωσε ο ηγούμενος, πού τά φίλησα πολλές φορές σάν νά ήταν κάτι τό ιερό. Καί τά φορούσα συνέχεια, ώσπου έλιωσαν επάνω μου, καί ευχαριστούσα τόν Θεό, πού αντί γιά τά κοσμικά ρούχα πού φορούσα έως τώρα, αξιώθηκα αυτά πού έπρεπε, τά μοναστηριακά».
Στήν αναζήτηση κατάλληλου τόπου έφθασε στήν Ιερά Μονή τού Αγίου Νικολάου πού βρίσκεται στόν ποταμό Τιασμίνα καί ονομάζεται Μεντβέντοβσκι, όπου καί έλαβε τό μικρό μοναχικό σχήμα καί ονομάσθηκε Πλάτων. Ο διωγμός, όμως, πού ξέσπασε εναντίον τής Μονής, αφού οι αξιωματούχοι τής περιοχής τούς πίεζαν νά προσχωρήσουν στήν Ουνία, τόν εξανάγκασε νά επιστρέψη στήν Σπηλαιώτικη Λαύρα τού Κιέβου.
Ευρισκόμενος εκεί ωφελήθηκε ψυχικά από τήν παρουσία μεγάλων ασκητών Πατέρων, πού διακρίνονταν γιά τήν άσκησή τους καί τίς αρετές τους. Ο ίδιος δηγείται γιά κάποιον μοναχό: «Καί από μόνη τή θέα του η ταλαίπωρη ψυχή μου δεχόταν ωφέλεια». Αναφερόμενος σέ μεγάλους ασκητές διηγείται: «Αυτά βλέποντας καί σκεπτόμενος φλέχθηκα ολόκληρος από αγάπη γιά τόν άγιο αυτόν τόπο καί απ’ όλη τήν ψυχή μου ευχαρίστησα τόν Θεό, γιατί μέ αξίωσε καί εμένα τόν ανάξιο νά βρεθώ σέ τέτοια άγια Λαύρα».
Οι ασκητές, όμως, αυτοί δέν δέχονταν συνήθως νά καθοδηγήσουν άλλους, ενώ εκείνος αναζητούσε πνευματικό καθοδηγό γιά τήν πνευματική του ζωή. Γι’ αυτό αναζήτησε αυτόν τόν πνευματικό καθοδηγό στήν Μολδαβία, περνώντας διάφορα μέρη μέσα στό χιόνι πού έφθανε μέχρι τό γόνατο, αντιμετωπίζοντας απροσδόκητες δυσκολίες όταν περνούσε τά σύνορα μέ άλλους συνοδοιπόρους του. Στήν πορεία του αυτή συνάντησε πολλούς καλούς ασκητές πού ζούσαν μέ βαθειά καί μεγάλη άσκηση.
Γράφει κάπου:
«Μαζεύονταν οι αδελφοί μέ τόν γέροντα στόν ίδιο τόπο καί συζητούσαν έως τά μεσάνυχτα. Μαζί μ’ αυτούς καθόμουν καί εγώ ο έσχατος καί, ακούοντας προσεκτικά τά λεγόμενα, χαιρόμουν χαρά ανείπωτη καί δόξαζα τόν Θεό μέ δάκρυα, διότι μέ αξίωσε στή νεότητά μου νά ακούσω από τό στόμα τέτοιου πνευματικού ανθρώπου παρόμοια λόγια γεμάτα από πολλή ωφέλεια, πού γιά όλη μου τή ζωή μού ήταν οδηγός».
Στήν σκήτη Κίρνουλ συνάντησε ασκητές, ερημίτες πατέρες πού ζούσαν τήν ησυχαστική παράδοση. Εκεί διδάχθηκε ο όσιος Παΐσιος «τί είναι εργασία καί θεωρία καί αληθινή νοερά ησυχία. Εκεί, όχι μόνο έμαθε τήν νήψη καί προσοχή πού τελείται στήν καρδιά διά τού νοός καί τή νοερά προσευχή, αλλά καί απήλαυσε στήν καρδιά τή θεία ενέργεια πού κινείται από αυτήν».
Η θεία, όμως, Πρόνοια ήθελε τόν όσιο Παΐσιο στό Άγιον Όρος «ώστε νά επαυξήσει τόν θησαυρό καί νά δώσει αφθόνως σέ όλους πού ζητούν από αυτόν ωφέλεια από τήν πνευματική διδασκαλία». Αναζητούσε εκεί «κάποιον πεπειραμένο πνευματικό πατέρα, πού θά ζούσε στήν ησυχία, γιά νά παραδοθεί στήν υπακοή του μέ τό σώμα καί τήν ψυχή, καί γιά νά μάθει από αυτόν τόν τρόπο τής πνευματικής ζωής».
Έφθασε στήν Μεγίστη Λαύρα, εόρτασε μέ τούς Πατέρες τήν πανήγυρη τού οσίου Αθανασίου καί από εκεί πήγε στήν Σκήτη τής Μονής Παντοκράτορος. Εγκαταστάθηκε σέ μιά καλύβη καί αναζητούσε τόν κατάλληλο πνευματικό οδηγό. Ζούσε μέ μεγάλη άσκηση, μετάνοιες, εγκράτεια, απόλυτη ακτημοσύνη, πτωχεία, σκληραγωγία, ακόμη καί στό κρεβάτι, συντριβή τής καρδιάς, αδιάλειπτη προσευχή, αγάπη στόν Θεό καί τόν πλησίον, μνήμη θανάτου, ψαλμωδία, ανάγνωση τών Αγίων Γραφών, αλλά καί συνεχή δάκρυα, γιατί δέν βρήκε ησυχαστή Πνευματικό Πατέρα γιά νά τού κάνη υπακοή. Μέ τόν τρόπο αυτής τής ασκήσεως «ανερχόταν από μιά δύναμη πνευματική σέ άλλη, πραγματοποιώντας στήν καρδιά του ανάβαση. Φλεγόμενος έτσι από θείο ζήλο γιά μεγάλους άθλους, απόλαυσε τήν ησυχία επί δυόμισι χρόνια».
Τήν εποχή αυτή έλαβε τό μέγα αγγελικό σχήμα περί τό έτος 1750. Ήταν τότε σέ ηλικία 28 ετών καί μετονομάσθηκε από Πλάτων σέ Παΐσιο. Καί αφού δέν είχε κατάλληλο πνευματικό οδηγό, ακολουθούσε τήν διδασκαλία τών αγίων Πατέρων τής Εκκλησίας πού διάβαζε στά συγγράμματά τους.
Έτσι, ο ζήλος του γιά τήν μοναχική ζωή, πού αναπτύχθηκε από τήν μικρή του ηλικία, ικανοποιήθηκε μέ τήν δωρεά τού μεγάλου μοναχικού σχήματος, καί τήν αγάπη του γιά τήν ιερά ησυχία καί τήν μοναχική ζωή.
β) Η αναζήτηση των συγγραμμάτων των ησυχαστών Πατέρων καί η μετάφρασή τους
Ο όσιος Παΐσιος, μέ τήν φώτιση τού Θεού, κατάλαβε τήν μεγάλη αξία τής Αγίας Γραφής καί τών νηπτικών καί ησυχαστικών συγγραμμάτων τών αγίων Πατέρων τά οποία μελετούσε από μικρό παιδί καί διαβάζοντας αυτά τά κείμενα αυξανόταν ο ζήλος του γιά νά αποκτήση τήν κοινωνία του μέ τόν Θεό.
Ήδη ως δόκιμος μοναχός στήν Μονή τού Λιούμπετς κάποιος μοναχός τού έδωσε νά διαβάση τό βιβλίο Κλίμαξ τού Ιωάννου τού Σιναΐτου, πράγμα πού τόν γέμισε μεγάλη χαρά. Γιά νά μπορέση νά τό έχη πάντα μαζί του τό αντέγραφε όλη τήν νύκτα, χρησιμοποιώντας έναν δαυλό, πού γέμιζε τό κελλί του μέ καπνό.
Ο ίδιος ο όσιος Παΐσιος διηγείται ότι απέκτησε αυτήν τήν αγάπη στά Πατερικά βιβλία, γιατί λόγω ελλείψεως κατάλληλου πνευματικού οδηγού ήθελε καί γιά τόν εαυτό του, αλλά καί γιά τούς μοναχούς πού μέ τήν πάροδο τού χρόνου ανελάμβανε, νά μήν αποκλίνη «από τό ορθό φρόνημα τής Αγίας Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας». Έτσι, άρχισε νά αποκτά διάφορα Πατερικά βιβλία στήν «σλαβική» γλώσσα, «τά οποία διδάσκουν περί υπακοής καί προσοχής, νήψεως καί προσευχής», περιορίζοντας τήν τροφή καί υπομένοντας τήν φτώχια. Διαβάζοντας τά ήδη μεταφρασμένα βιβλία στήν σλαβονική γλώσσα διαπίστωσε ότι υπήρχαν σοβαρά λάθη καί γι’ αυτό δέν μπορούσε νά βγάλη καθαρό νόημα. Στήν αρχή προσπάθησε νά τά διορθώση, χρησιμοποιώντας άλλα σλαβικά μεταφρασμένα βιβλία, αλλά καί αυτό τό έργο τό βρήκε πολύ δύσκολο καί ακατόρθωτο.
Όταν, όμως, ύστερα από τήν «πολυετή παραμονή» του στόν Άγιον Όρος «έμαθε σέ κάποιο βαθμό τήν ελληνική γλώσσα», αναζητούσε νά βρή τά νηπτικά βιβλία γραμμένα στό πρωτότυπο, ώστε από αυτά νά διορθώση τά σλαβονικά βιβλία. Διαπίστωσε ότι καί αυτό τό έργο ήταν δύσκολο καί αδύνατο. Επισκεπτόταν τίς Σκήτες τού Αγίου Όρους, όπως τής Αγίας Άννης, τού Αγίου Δημητρίου τής Μονής Βατοπεδίου, τίς Σκήτες καί τά Μοναστήρια τού Αγίου Όρους, αλλά καί τούς πεπειραμένους Γέροντες γιά νά βρή βιβλία πού αναφέρονται στήν ησυχαστική καί νηπτική ζωή, όπως τού αγίου Φιλοθέου τού Σιναΐτου, τού Ησυχίου τού Πρεσβυτέρου, αλλά κανείς δέν γνώριζε τήν ύπαρξή τους. Αυτό τόν στενοχωρούσε υπερβολικά.
Αφηγείται τήν μεγάλη χαρά πού δοκίμασε, όταν σέ μιά οδοιπορία του από τήν Μονή τής Μεγίστης Λαύρας πρός τήν Σκήτη τής Αγίας Άννης, πέρασε από τήν Σκήτη τού Αγίου Βασιλείου καί συνάντησε έναν μοναχό πού αντέγραφε τά βιβλία τού οσίου Πέτρου τού Δαμασκηνού, τού Αντωνίου τού Μεγάλου, τού αγίου Γρηγορίου τού Σιναΐτου, τού αγίου Φιλοθέου, τού αγίου Ησυχίου, τού αγίου Διαδόχου, τού αγίου Θαλασσίου, τού αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου, τού αγίου Νικηφόρου τού Μοναχού, τό βιβλίο τού αγίου Ησαΐα κλπ. Ύστερα από πολλές παρακλήσεις καί έξοδα απέκτησε πολλά τέτοια νηπτικά κείμενα, καί επανήλθε στήν Μολδαβία γιά νά οικονομήση τήν μεγάλη Αδελφότητα, πού εν τώ μεταξύ είχε δημιουργηθή, οπότε καί επιδόθηκε στήν μετάφραση τών νηπτικών αυτών κειμένων.
Στήν αρχή προσπάθησε νά διορθώση τά ήδη μεταφρασμένα κείμενα στήν σλαβονική γλώσσα, χρησιμοποιώντας τά πρωτότυπα ελληνικά κείμενα. Επειδή καί τό έργο αυτό ήταν δύσκολο, διότι δέν είχαν μεταφρασθή καλά, άρχισε νά τά μεταφράζη από τήν αρχή. Ο όσιος Παΐσιος μετέφραζε τά κείμενα από τήν ελληνική στήν Ρωσοσλαβονική γλώσσα, αυτή πού είχε επικρατήσει τόν 17ο αιώνα στά βιβλία πού είχαν εκδοθή στήν Ρωσία.
Ο ίδιος ομολογεί: «Τό έργο αυτό ήταν υπεράνω τών δυνάμεών μου». Ο βιογράφος καί μαθητής του Μητροφάνης λέγει ότι ο όσιος Παΐσιος μετέφρασε από τήν «ελληνογραικική» γλώσσα στήν δική μας τήν «σλαβονική» καί από αυτήν οι «βλαχόφωνοι αδελφοί μετέφραζαν στή γλώσσα τους». Όλη τήν ημέρα ησχολείτο μέ τά ζητήματα πού απασχολούσαν τήν Μονή καί τήν νύκτα μετέφραζε «υπερβάλλοντας σέ εργασία τά όρια τής φύσης», ακόμη καί ενώ πονούσε όλο τό σώμα του, καί «ήταν ανάπηρος, υποφέροντας πολύ από πληγές».
Ο βιογράφος του μάς δίνει καί τήν πληροφορία πώς έγραφε τήν νύχτα ο όσιος Παΐσιος: «Στό κρεβάτι πού αναπαυόταν ήταν περιτριγυρισμένος από βιβλία: πόσα λεξικά, Βίβλος ελληνική, βίβλος σλαβονική, Γραμματική ελληνική καί σλαβονική, τό βιβλίο πού μετέφραζε, στή μέση δέ ένα αναμμένο κερί. Καθισμένος σάν ένα μικρό παιδί καί σκύβοντας, είτε ξαπλωμένος, έγραφε όλη τή νύχτα, ξεχνώντας καί αρρώστια καί κόπο, μή μπορώντας νά δώσει απάντηση ούτε καί νά ακούσει άν τού μιλούσαν ή συνέβαινε κάτι έξω από τό κελλί του».
Έκανε τίς μεταφράσεις τών νηπτικών αυτών βιβλίων, αυτών πού είναι εντεταγμένα μέσα στό βιβλίο Φιλοκαλία τών ιερών νηπτικών μέ πολύ ζήλο, γιατί αφ’ ενός μέν σέ αυτά βρήκε τήν σοφία τών Πατέρων καί τόν τρόπο μέ τόν οποίο κανείς μπορεί νά φθάση στήν ένωση καί τήν κοινωνία μέ τόν Θεό, αφ’ ετέρου δέ γιά νά τά δώση στούς υποτακτικούς του προκειμένου νά γίνουν τροφή σέ αυτούς πού θέλουν νά μυηθούν στήν διδασκαλία τών αγίων Πατέρων.Έτσι, ο όσιος Παΐσιος συνετέλεσε όσον ολίγοι στην ανανέωση τού ησυχαστικού μοναχισμού στην Ουκρανία, την Μολδαβία, την Βλαχία (Ρουμανία), την Ρωσία και σε άλλες χώρες.
Στο Άγιον Όρος έζησε δέκα οκτώ χρόνια (1746-1763). Στην αρχή παρέμενε σ’ ένα μικρό καλύβι πλησίον τής Ι. Μ.Παντοκράτορος.
γ) Πνευματικός καθοδηγός εκατοντάδων καί χιλιάδων μοναχών
Επειδή ο όσιος Παΐσιος αισθάνθηκε στήν καρδιά του τήν γλυκύτητα τής νοεράς ησυχίας καί τής προσευχής, γι’ αυτό καί χωρίς νά τό επιδιώξη προσήλκυσε κοντά του πολλούς ανθρώπους καί μοναχούς πού αναζητούσαν αυτόν τόν τρόπο τής πνευματικής ζωής.
Στό Άγιον Όρος έζησε δέκα οκτώ χρόνια (1746-1763). Στήν αρχή παρέμενε σ’ ένα μικρό καλύβι πλησίον τής Ιεράς Μονής Παντοκράτορος. «Φλεγόμενος από θείο ζήλο γιά μεγάλους άθλους, απόλαυσε τήν ησυχία επί δυόμισι χρόνια». Σιγά-σιγά άρχιζαν νά έρχωνται κοντά του διάφοροι μοναχοί, οπότε αναγκάσθηκαν νά αγοράσουν καί άλλη καλύβη πιό ψηλά από τήν δική τους καί στήν συνέχεια αγόρασαν τό κελλί τού Αγίου Κωνσταντίνου. Η συνοδεία αποτελείτο από ρουμανόφωνους καί σλαβόφωνους αδελφούς. Τόν καιρό εκείνο πρός χάρη τής αδελφότητας πιέσθηκε καί από σεβάσμιους Πνευματικούς Πατέρες νά δεχθή τήν ιερωσύνη γιά νά εξυπηρετήση τήν αδελφότητα.
Όταν είχαν συναχθή εκεί, κάτω από τήν πνευματική του καθοδήγηση, «είκοσι αδελφοί», μετακόμισαν στήν Σκήτη τού Προφήτου Ηλία. Οι ακολουθίες γίνονταν σέ δύο γλώσσες, τήν Σλαβονική καί τήν Ρουμανική, ως εργόχειρο είχαν τό νά κατασκευάζουν κουτάλια, τά οποία πωλούσαν, ώστε καί αυτοί νά έχουν τά απαραίτητα, αλλά καί νά φιλοξενούν αδελφούς. Γράφει ο Μητροφάνης: «Εργαζόταν δέ ο πατέρας μας στό εργόχειρο, κάνοντας διπλά από τούς αδελφούς, τήν νύκτα δέ αντέγραφε βιβλία. Όλη του η ζωή περνούσε σέ νυκτερινή αγρυπνία, μή μπορώντας νά κοιμηθεί περισσότερο από τρείς ώρες». Η φήμη του είχε εξαπλωθή σέ όλο τό Άγιον Όρος καί πολλοί έρχονταν γιά νά εξομολογηθούν, ακόμη καί ο Πατριάρχης Σεραφείμ, πού τότε διέμενε στήν Μονή Παντοκράτορος.
Γιά ένα μικρό διάστημα μέ μερικούς μοναχούς μετέβη στήν Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας, αλλά επειδή τό Μοναστήρι ήταν χρεωμένο γι’ αυτό δέν μπορούσε νά μείνη περισσότερο εκεί. Πάντως, μέ τόν τρόπο τής ζωής του «φώτισε ολόκληρο τό Άγιον Όρος» καί «όλοι οι Αγιορείτες εθαύμασαν τή λάμψη αυτού τού φωτός».
Όταν, όμως, «έγινε πολυάριθμη η αδελφότητα στόν προφήτη Ηλία καί δέν χωρούσε πιά, τότε ο Θεός τόν πήρε από εκεί καί τόν έφερε σ’ αυτή τήν ορθόδοξη χώρα, τή Μολδαβία». Τόν ακολούθησαν εξήντα έξι μοναχοί.
Ο όσιος Παΐσιος μέ τούς μοναχούς του εγκαταστάθηκε στήν Μονή Ντραγκομίρνα καί υποβλήθηκαν σέ πολλούς κόπους γιά νά τήν ανασυγκροτήσουν καί στήν οποία έβαλε τήν αγιορείτικη τάξη. Είχε ρυθμίσει τό τυπικό τού Κοινοβίου βάσει τών τυπικών καί τών συγγραφών τού Μ. Βασιλείου. «Στά κοινά διακονήματα έπρεπε νά τηρείται η σιωπή καί η ευχή στό στόμα». «Στά κελλιά έπρεπε νά γίνεται ανάγνωση τών έργων τών θεοφόρων Πατέρων μας, καί η νοερά προσευχή διά τού νοός στήν καρδιά νά τελείται εντέχνως καί ακριβώς, όπως καί η αναπνοή νά κρατιέται μέ φόβο Θεού, διότι αυτό είναι πηγή αγάπης πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον, όπως καί πηγή όλων τών αρετών». Κάθε βράδυ γινόταν εξομολόγηση λογισμών, γιατί «αυτό αποτελεί τό θεμέλιο τής σωτηρίας, τής ειρήνης, τής ησυχίας καί τής αγάπης». Στήν Μονή αυτή ησκούντο πάνω από διακόσιοι μοναχοί.
Τούς παιδαγωγούσε ως πατέρας καί ως διδάσκαλος τής νοεράς προσευχής. Τούς δίδασκε ανελλιπώς, κατά τίς νηστείες, αλλά καί άλλες ημέρες. «Καθημερινώς, εκτός Κυριακής καί εορτών, συνάγονταν οι αδελφοί τό βράδυ στήν τράπεζα, άναβαν τά κεριά, καί ερχόταν ο μακαριστός πατέρας μας, καθόταν στή συνηθισμένη θέση του, άνοιγε ένα πατερικό βιβλίο, είτε τού αγίου Βασιλείου τού Μεγάλου τό Νηστευτικόν, είτε τού Ιωάννου τής Κλίμακος, είτε τού αγίου Δωροθέου, ή τού αγίου Θεοδώρου τού Στουδίτου». Στήν συνέχεια ερμήνευε τά χωρία πού διάβαζε μέσα από τήν δική του πνευματική πείρα.
Στήν Ιερά Μονή Ντραγκομίρνα παρέμειναν δώδεκα χρόνια (1763-1775), όπου καί λόγω τού επισυμβάντος Ρωσοτουρκικού πολέμου, εξυπηρέτησαν καί διακόνησαν μεγάλο πλήθος ανθρώπων πού συγκεντρώθηκαν στό Μοναστήρι. Στό τυπικό τής Μονής πού εκπόνησε ο όσιος Παΐσιος τό 1763 «προέβλεπε ότι ο ηγούμενος τής μονής έπρεπε νά γνωρίζει τρείς γλώσσες, τήν ελληνική, τή σλαβική καί τή ρουμανική».
Όμως, όταν εγκαταστάθηκαν στό Μοναστήρι οι Γερμανοί (οι Αυστριακοί) καί ο όσιος κατάλαβε ότι δέν μπορούσε «νά ζήσει κάτω από τούς παπικούς» μετακινήθηκαν μέ μεγάλη θλίψη καί πόνο σέ άλλη Μονή σταδιακά, δηλαδή στήν Μονή τού Σέκου.
Ο Μητροφάνης γράφει γιά τήν μετακίνηση τής αδελφότητος από τήν Μονή τής Ντραγκομίρνα: «Διωχθήκαμε από τούς Γερμανούς καί μόνοι μας απομακρυνθήκαμε από τό μοναστήρι τής Ντραγκομίρνα, γιά νά μήν πάθουμε τίποτε στήν ορθόδοξη πίστη μας από τούς αρχιαιρετικούς καί τίς κοσμικές τους αρχές, όπως πραγματικά υπέφεραν από τούς αιρετικούς τά μοναστήρια καί οι κοσμικές καί οι πνευματικές αρχές πού έμειναν εκεί». Καί αναλογιζόμενος τήν ζωή πού έζησαν σέ αυτό τό Μοναστήρι γράφει: «Ώ Ντραγκομίρνα, Ντραγκομίρνα, γλυκύτητα καί παρηγοριά τών ψυχών μας, θυμάμαι τή ζωή μας σέ σένα. Καλύτερα, όμως νά σιωπήσω γιά νά μήν γεμίσουν πίκρα οι καρδιές μας πού σέ έχασαν… Εσύ ήσουν γιά εμάς σάν παράδεισος ηδύτητας, εσύ ήσουν γιά εμάς σάν κήπος πού γρήγορα ριζώνει κοντά σέ νερά καί τά άνθη του αναδίδουν διάφορες ευωδίες καί καρπούς».
Έτσι, από τήν Ντραγκομίρνα μετακινήθηκαν τό 1775 στήν Μονή τού Σέκου, όπου κουράσθηκαν υπερβολικά γιά νά κατασκευάσουν κελλιά ώστε νά εγκατασταθή όλη η αδελφότητα. Τό μέρος ήταν ήσυχο καί ερημικό. Η κατάσταση τής αδελφότητας, μετά από πολλούς αγώνες τριών ετών, έφθασε στό επίπεδο τής προηγούμενης Μονής καί αυτό χαροποιούσε τόν όσιο Παΐσιο καί δόξαζε τόν Θεό. Αλλά ο Πρίγκιπας Κωνσταντίνος Μουρούζης προέτρεψε καί πίεσε τόν όσιο Παΐσιο νά εγκατασταθή στήν Μονή Νεάμτς. Ο όσιος δέν επιθυμούσε μιά τέτοια μετακίνηση ύστερα από τόσες ταλαιπωρίες, αλλά τελικά υπέκυψε από υπακοή στην επιθυμία τού Πρίγκιπα.
Τό έτος 1779 ένα τμήμα τής αδελφότητος μετακινήθηκε στήν Ιερά Μονή Νεάμτς. Νέοι αγώνες τόν περίμεναν εκεί γιά τήν ανασυγκρότηση τής Ιεράς Μονής, πράγμα πού δυσκόλευσε καί στενοχώρησε τόν όσιο Παΐσιο.
Στήν Μονή αυτή ο όσιος Παΐσιος κατασκεύασε Νοσοκομείο καί Ξενώνα γιά τούς γέροντες, τούς χωλούς καί τυφλούς πού έρχονταν καί τόν παρακαλούσαν νά τούς δεχθή καί νά τούς ελεήση. Εδώ ο αριθμός τών μοναχών, μαζί μέ αυτούς πού ήταν στίς Σκήτες, έφθασε στούς τριακόσιους. Πάντως, πρός τό τέλος τής ζωής τού οσίου Παϊσίου στήν Μονή Νεάμτς είχαν συγκεντρωθή κοντά του περίπου 700 μοναχοί. Στήν βιογραφία τού οσίου Νικοδήμου τού αγιορείτου, όπως θά δούμε πιό κάτω, γράφεται ότι οι μοναχοί πού ήταν κάτω από τήν πνευματική καθοδήγηση τού οσίου Παϊσίου υπερέβαιναν τόν αριθμό τών χιλίων. Πληροφορίες αναφέρουν ότι στήν Μονή Νεάμτς «ζούσαν μοναχοί δέκα συνολικώς εθνοτήτων, δηλαδή Μολδαβοί, Σέρβοι, Βούλγαροι, Ούγγροι, Έλληνες, Εβραίοι, Αρμένιοι, Τούρκοι, Ρώσοι καί Ουκρανοί». Στήν Μονή αυτή κοιμήθηκε ο Όσιος τό 1794.
Ο όσιος Παΐσιος βρήκε τόν δρόμο τού ησυχασμού καί τής νοεράς προσευχής, οπότε η καρδιά του γέμισε από τήν Χάρη τού Θεού, καί στήν συνέχεια ξεχύλισε αυτή η ζωή στήν διδασκαλία πρός τούς μοναχούς πού έτρεχαν από παντού γιά νά ακούσουν τήν θεία σοφία πού έβγαινε από τό στόμα του, κυρίως, όμως από τήν καρδιά του.
δ) Η βίωση τού ησυχαστικού μοναχισμού
Η ανάγνωση καί η μετάφραση τών νηπτικών ησυχαστικών βιβλίων ανταποκρινόταν στήν αναζήτηση τού οσίου Παϊσίου από τήν μικρή του ηλικία, αλλά συγχρόνως, άναβε ακόμη περισσότερο τόν πόθο του γιά τήν ησυχαστική- νηπτική ζωή.
Ο βιογράφος καί μαθητής του Ιερομόναχος Μητροφάνης στό κείμενό του παρουσιάζει τήν πνευματικότητα τού οσίου Παϊσίου. Θά παραθέσω μερικές ενδεικτικές φράσεις του πού δείχνουν αυτήν τήν πραγματικότητα.
Από τήν νεότητά του ο όσιος Παΐσιος «υπήρξε σκεύος εκλογής τού Θεού καί τέλειος τηρητής τών εντολών του. Γι’ αυτό καί ο λόγος του υπήρξε δυνατός καί τέλειος, πλήρης Χάριτος, διεισδυτικός μέσα στήν ψυχή, τέτοιος πού νά ξεχωρίζει τό κακό από τό αγαθό, τό οποίο ξεριζώνει τά πάθη καί καλλιεργεί τίς αρετές στίς ψυχές αυτών πού μέ πίστη ακούουν». «Η χάρη τού παναγίου Πνεύματος κατοίκησε μέσα του από τήν κοιλιά ακόμη τής μητέρας του» καί αυτή η Χάρη αυξήθηκε αργότερα μέ τήν τήρηση τών εντολών τού Θεού.
Από μικρό παιδί ήταν σοφός. «Μολονότι δέ ήταν μικρό παιδί στήν ηλικία, ήταν γέρος στόν νού καί τή σοφία. Υποτάσσοντας τήν οργή καί τήν επιθυμία στή λογική, αποξένωσε τίς αισθήσεις του από όλα τά ωραία καί ηδονικά τού κόσμου τούτου καί τά θεωρούσε όλα σάν σήψη». «Κλείστηκε στό σπίτι του καί ζούσε στήν ησυχία, ωσάν νά ήταν στήν έρημο τού Σινά». Τόν έφλεξε από τήν μικρή του ηλικία «ζήλος ανείπωτος» νά αγαπήση τόν Κύριο καί νά εγκαταλείψη όλα τά τού κόσμου «ακόμη καί τή μητέρα του».
Ο όσιος Παΐσιος αγάπησε τήν νοερά ησυχία καί τήν νηπτική παράδοση τής Εκκλησίας καί επιδόθηκε μέ ζήλο στήν απόκτηση αυτής τής μεθόδου, διά τής οποίας ο άνθρωπος αποκτά τήν ενότητά του μέ τόν Θεό.
Τά φυσικά χαρίσματα πού είχε, αλλά καί οι καρποί τής ησυχίας καί τής προσευχής ήταν ευδιάκριτα. «Τήν οξύνοια καί τή μνήμη του, πού τή στερέωσε η Χάρη, κανείς δέν μπορεί νά τήν περιγράψει. Ήταν ταχύς στήν κατανόηση τών υψηλοτέρων δογματικών θεμάτων καί, άν τά διάβαζε μία φορά, τά αποθησαύριζε στή μνήμη του γιά πάντα». «Πράγματι ο θαυμαστός αυτός άνδρας, ο μακαριστός πατέρας μας, εξομοιώθηκε σέ όλα μέ τούς αρχαίους άγιους Πατέρες».
Ομοίαζε μέ τούς αρχαίους ερημίτες. «Άν τόν συγκρίνουμε μέ τούς αγίους ερημίτες, οι οποίοι ασκούνταν στήν κατ’ ιδίαν ησυχία, τότε δέν θά εκπλαγούμε γιά τό πόσο ευφραινόταν μέ τήν προσευχή καί τήν ένωση μέ τόν Θεό». «Ο νούς του ήταν πάντοτε γαλήνιος» καί «φλεγόμενος από τήν αγάπη καί τήν ένωση μέ τόν Θεό», δέν άκουγε τίποτε ό,τι κι άν συνέβαινε έξω από τό κελλί του. Αγρυπνούσε στό κελλί του μέ νοερά προσευχή καί νήψη. «Όπως οι άγιοι ερημίτες όλη τή νύχτα παρέμεναν άγρυπνοι νήφοντας, έτσι καί αυτός σ’ όλη του τή ζωή τή νύχτα αγρυπνούσε νήφοντας, μή υπολειπόμενος κατά τίποτε στήν άθληση από τούς θεοφόρους Πατέρες». Ακόμη ομοίαζε μέ «τούς αρχαίους αγίους κοινοβιάτες Πατέρες» σέ πολλά σημεία.
Μέσα του κατοικούσε τό Άγιον Πνεύμα καί από τά χείλη του «έρρεε η μελίρρυτη πηγή τών θείων διδαγμάτων, πού απάλυνε καί θεράπευε τίς ψυχές καί εξάλειφε τά πάθη. Υπήρχε σ’ αυτόν θείος νούς, μέ τόν οποίο κατανοούσε σωστά τούς κανόνες τών αγίων Οικουμενικών Συνόδων καί τίς παραδόσεις τής Εκκλησίας…».
Ήταν «ακλόνητος στήν πίστη καί τήν ελπίδα στήν πρόνοια τού Θεού», είχε «φόβο Θεού μέ τόν οποίο τηρούσε τίς εντολές τού Θεού ως κόρη οφθαλμού», «μέσα του υπήρχε φλογερή αγάπη» πρός τόν Χριστό καί «γεμάτος φλόγα, ξεχύθηκε αδιακρίτως πρός τούς πάντες, αγαπώντας, εμψυχώνοντας, διδάσκοντας τούς πάντες, συμπάσχοντας μέ όλους, ασπαζόμενος μέ τήν ψυχή του τά πνευματικά του τέκνα, αλλά καί κάθε άνθρωπο πού ερχόταν πρός αυτόν». «Είχε ειρήνη πάντοτε μέ όλους, ποτέ δέν εχθρεύθηκε καί δέν πίκρανε κανέναν», ήταν σέ μεγάλο βαθμό ταπεινός, εγκρατής. «Ενώ η ακακία καί η απλότητα μέσα του ήταν παιδική, ο νούς του ήταν θείος καί όχι παιδικός». Τό πρόσωπό του ήταν «αγγελόμορφο».
Ο Μητροφάνης, πού έζησε τόν όσιο Παΐσιο από κοντά, περιγράφει καί τήν όλη παρουσία του, αφού καί αυτό τό σώμα του είχε μεταμορφωθή από τήν Χάρη τού Θεού πού κατοικούσε μέσα του. «Τό πρόσωπό του ήταν φωτεινό όπως ενός αγγέλου τού Θεού, τό βλέμμα του ήρεμο, ο λόγος του ταπεινός καί ξένος πρός τήν προπέτεια, χαιρετούσε όλους μέ αγάπη, απαντούσε μέ προσήνεια• ήταν γεμάτος καλοσύνη, ήταν πρόθυμος στήν ελεημοσύνη, έφερνε όλους κοντά του σάν τόν μαγνήτη πού από τή φύση του τραβάει τό σίδερο. Είχε βάθος ταπεινοφροσύνης καί πραότητας, μακροθυμία σέ όλα. Ο μέγας αυτός άνθρωπος ήταν ολόκληρος ένθεος καί έμπλεως χάριτος. Ο νούς του ήταν πάντοτε ενωμένος μέ τόν Θεό καί μάρτυρας αυτού ήταν τά δάκρυα. Όταν μιλούσε περί Θεολογίας, τότε η καρδιά του παλλόταν από αγάπη, τό πρόσωπό του έλαμπε από χαρά, τά μάτια του δάκρυζαν, επιβεβαιώνοντας τήν αλήθεια. Όταν στεκόμασταν μπροστά του, τά μάτια μας δέν κουράζονταν νά τόν θεωρούν αλλά ήθελαν αχόρταγα νά τόν βλέπουν, η ακοή μας από τήν ομιλία του ούτε κουραζόταν, ούτε καί ένιωθε ανία, διότι από τή χαρά στήν καρδιά μας, όπως τό είπα, ξεχνιόμασταν εντελώς».
Ο βιογράφος του περιγράφει καί μερικά θαυμαστά γεγονότα πού έζησε βλέποντας τόν όσιο Παΐσιο. Μιά φορά μπήκε μέσα στό κελλί του, τού μίλησε, αλλά εκείνος ήταν εξαπλωμένος καί ακίνητος, δέν άκουσε. Καί τότε, όπως διηγείται ο Μητροφάνης, «εγώ παραμένοντας όρθιος τόν κοίταξα καί είδα τό πρόσωπό του σάν νά ήταν πυρωμένο». Επειδή, όμως, αυτός από τήν φύση του «ήταν λευκός καί χλωμός στό πρόσωπο, κατάλαβα ότι η φλόγα τής καρδιάς του, από τήν αγάπη τής προσευχής, διαπέρασε καί τό πρόσωπό του».
Κάποια άλλη φορά είδε τό πρόσωπό του νά λάμπη. «Ο ίδιος δέ από τήν πνευματική χαρά μιλούσε χαμογελώντας μέ ανείπωτη αγάπη, βγάζοντας από μέσα του λόγους πνευματικούς, ήταν δέ σάν νά ενστάλαζε στίς ψυχές μας χαρά».
Ο όσιος Παΐσιος είχε «καί τό χάρισμα τής προοράσεως καί ό,τι προέβλεψε συνέβη», αλλά καί, ενώ βρισκόταν στό κελλί του, γνώριζε τίς διαθέσεις όλων τών αδελφών τής Μονής. Δέν τού έλειπαν δέ καί τά θαύματα. «Ο δέ μακαριστός πατέρας μας έκανε πολλά θαύματα, αλλά, επειδή γι’ αυτό τό θέμα ούτε νά ακούσει δέν ήθελε καί όλα τά απέδιδε στήν τιμιότατη Θεοτόκο, γι’ αυτό κι εγώ θά σταματήσω ώστε νά μήν τού εναντιωθώ, μολονότι γνωρίζω γιά πολλά θαύματα καί πρίν από τόν θάνατό του καί μετά από αυτόν».
Μιά τέτοια προσωπικότητα πού διέθετε πολλά πνευματικά χαρίσματα, τήν ησυχία καί τήν νοερά προσευχή, αλλά καί διδασκαλία, συγκέντρωνε πολλούς μοναχούς κοντά του καί μέ αυτόν τόν τρόπο ανακαίνισε τόν μοναχισμό τής εποχής του, μεταφέροντας σέ αυτόν τήν νηπτική παράδοση τών Πατέρων τής Εκκλησίας.
Οι περισσότεροι μοναχοί στήν εποχή του, εκτός από τίς φωτεινές εξαιρέσεις πού καί ο ίδιος γνώρισε στά σπήλαια τής Λαύρας τού Κιέβου καί αλλού, είχαν αλλοιωθή τόσο, ώστε διατηρούσαν μόνον τήν εξωτερική μορφή τού μοναχισμού. «Δέν γνώριζαν τί είναι μοναχισμός καί τί είναι τό μυστήριο τής υπακοής καί πόση ωφέλεια πρσφέρει στόν υποτακτικό πού προσέρχεται μέ επίγνωση, τί δέ είναι η εργασία, η θέα καί η νοερά προσευχή, αυτή πού τελείται στόν νού διά τής καρδιάς. Ο ίδιος αυτά τά διδάχθηκε από τόν Θεό καί από τήν διδασκαλία τών αγίων Πατέρων, μέσα από τή μελέτη καί τή μετάφραση τών έργων τους».
ε) Το οσιακό τέλος του
Τό τέλος ενός τέτοιου αγίου ήταν αντάξιο τής ζωής του. Σέ όλη του τήν ζωή ζούσε μέ ησυχία καί νοερά προσευχή, καί έτσι έπρεπε νά τελειώση τόν βίο του καί νά περάση στήν αιωνιότητα. Κατά τήν μαρτυρία τού βιογράφου του Μητροφάνη «πολλές ημέρες νωρίτερα έλαβε ειδοποίηση από τόν Κύριο περί τού θανάτου του, διότι σταμάτησε πιά τή μετάφραση τών πατερικών έργων». Τόν επισκέφθηκε στό κελλί του καί τόν είδε «εξαιρετικά χαρούμενο». Τού έθεσε «τέσσερα δύσκολα θεολογικά ερωτήματα» καί εκείνος τού έδωσε καλές εξηγήσεις. Όταν αποχώρησε από τό κελλί του, τότε ο αδελφός πού τόν υπηρετούσε «κλείδωσε τήν πόρτα καί δέν επέτρεψε σέ κανέναν νά μπεί μέσα. Τήν επομένη ημέρα αρρώστησε. Τότε δέν επέτρεψε σέ κανέναν νά κτυπήσει τήν πόρτα, γιά νά μήν επιδεινωθεί η κατάστασή του».
Υπέφερε τρείς ημέρες καί τήν Κυριακή πού αισθάνθηκε καλύτερα πήγε στήν θεία Λειτουργία. Πολύ δύσκολα επέστρεψε στό κελλί του. «Από τότε η αρρώστια του επιδεινώθηκε καί σέ κανέναν δέν επέτρεπαν νά τόν επεσκεφθεί, επιθυμώντας νά τελειώσει ο μακαριστός μέσα σέ ησυχία».
«Όταν έφθανε τό τέλος κοινώνησε τών αχράντων μυστηρίων, καί αφού κάλεσε δύο πνευματικούς, διά τών οποίων μετέφερε σ’ όλους τούς αδελφούς ευλογία καί ειρήνη, αποδήμησε σάν νά κοιμήθηκε καί παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τού Θεού, αφήνοντας τήν αδελφότητα, σύμφωνα μέ τήν κρίση τής κοινής σύναξης, νά εκλέξει Γέροντα καί ποιμένα».
Όταν έγινε γνωστή η εκδημία τού οσίου Παϊσίου «συνάχθηκε πλήθος μοναχών καί εγγάμων ιερέων καί απλών ανθρώπων, καί έγινε κοινός θρήνος όλων, καί ημών καί εκείνων, τόν ενταφιάσαμε δέ μέ τιμές μέσα στόν ναό». Εκοιμήθη τήν 15η Νοεμβρίου τού έτους 1794. Οσιακή ζωή, οσιακή καί η κοίμηση. Ζωή ησυχαστική, κοίμηση καί εκδημία πρός τόν Κύριο ησυχαστική.
στ) Η φιλοκαλική κίνηση στόν ορθόδοξο χώρο
Ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, χωρίς νά τό επιδιώξη, συνδέθηκε μέ ένα γεγονός μεγάλης σημασίας πού παρατηρήθηκε τόν 18ο αιώνα στόν ορθόδοξο χώρο καί αυτό λέγεται φιλοκαλική αναγέννηση πού έπαιξε σημαντικό ρόλο στήν αναβίωση τής Ορθοδόξου Παραδόσεως καί ανέδειξε νέους αγίους Πατέρες καί Νεομάρτυρες. Είναι γνωστόν ότι στήν Ευρώπη τόν 18ο αιώνα αναπτύχθηκε ένα ιδεολογικό ρεύμα πού ονομάσθηκε Διαφωτισμός, ο οποίος αποδεσμεύθηκε από τό κομοσμοείδωλο τού δυτικού Χριστιανισμού καί στηρίχθηκε στούς αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους καί συγγραφείς. Τέτοιες διαφωτιστικές ιδέες, έστω καί μέ μετριότερη μορφή μετέφεραν στήν Ελλάδα οι Έλληνες διαφωτιστές, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, ο οποίος ενδιαφερόταν γιά τήν έκδοση τών έργων τών αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων καί συγγραφέων.
Αυτήν τήν περίοδο στόν ελληνικό χώρο εμφανίσθηκαν οι λεγόμενοι Κολλυβάδες ή Φιλοκαλικοί Πατέρες, όπως ο άγιος Μακάριος ο Νοταράς, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο όσιος Αθανάσιος Πάριος κ. ά., οι οποίοι κινήθηκαν σέ αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν πού εκινούντο οι Διαφωτιστές, δηλαδή αναζητούσαν καί δημοσίευαν κείμενα τών Πατέρων τής Εκκλησίας καί κυρίως κείμενα πού αναφέρονταν στήν ορθόδοξη ησυχία, η οποία είναι η μόνη μέθοδος Θεογνωσίας.
Ο άγιος Μακάριος, πρώην Κορίνθου, Νοταράς (1731-1805) εργάσθηκε πολύ γιά τήν εύρεση καί συγκρότηση τών συγγραμμάτων τών νηπτικών Πατέρων τής Εκκλησίας καί έδωσε σέ αυτά τόν τίτλο Φιλοκαλία τών ιερών νηπτικών. Ο όσιος Παΐσιος αναφέρεται σέ αυτόν τόν μεγάλο ησυχαστή Επίσκοπο πού πήγε στό Άγιον Όρος γιά τήν ανεύρεση καί συλλογή αυτών τών νηπτικών κειμένων. Κάνει εντύπωση πού μεταξύ τών άλλων ο όσιος Παΐσιος γράφει: «Όταν ήρθε στό Άγιον Όρος».
Γνωρίζουμε, όμως, ότι ο άγιος Μακάριος ήταν στό Άγιον Όρος τό 1775, ενώ ο όσιος Παΐσιος είχε φύγει από τό Άγιον Όρος τό 1763. Έτσι, αυτό τό «ήρθε» τού οσίου Παϊσίου δείχνει ότι αισθανόταν καί ενεργούσε ως αγιορείτης, καίτοι εκείνο τόν καιρό ζούσε στήν Μολδαβία. Πάντως, ο όσιος Παΐσιος αναφέρεται μέ πολύ ωραία λόγια γιά τόν άγιο Μακάριο, Επίσκοπο πρώην Κορίνθου, αφού είχαν τήν ίδια επιθυμία καί τήν ίδια αναζήτηση. Γράφει:
«Ο Πανιερώτατος κύρ Μακάριος, πρώην Μητροπολίτης Κορίνθου, από τή νεανική του ακόμη ηλικία, Θεού συνεργούντος, είχε τόση απερίγραπτη αγάπη γιά τά πατερικά συγγράμματα, τά αναφερόμενα στή νήψη, καί τήν προσοχή τού νοός, τήν ησυχία καί τή νοερά προσευχή, ήτοι τή διά τού νοός τελουμένη στήν καρδιά τών εργαζόμενων αυτήν, ώστε όλη του τή ζωή νά τήν αφιερώσει στήν αναζήτησή τους καί μέ τό φίλεργο χέρι του, ως εμπειρότατος στή θύραθεν παιδεία καί χωρίς φειδώ σέ έξοδα, παράγγειλε τήν αντιγραφή τους».
Στήν συνέχεια αφηγείται πώς ο Επίσκοπος Μακάριος ερεύνησε όλες τίς Βιβλιοθήκες τών Ιερών Μονών τού Αγίου Όρους, πώς ανακάλυψε αυτόν τόν «ανεκτίμητο θησαυρό» στήν Μονή Βατοπεδίου, «δηλαδή βιβλίο περί ενώσεως τού νοός μετά τού Θεού, συλλογή από όλους τούς αγίους, πού είχε γίνει σέ αρχαίους χρόνους από μεγάλους ζηλωτές», όπως καί άλλα συγγράμματα πού ήταν άγνωστα μέχρι τότε. Ο Επίσκοπος Μακάριος τά αντέγραψε, μέ τήν βοήθεια εμπείρων αντιγραφέων, τά διάβασε μέ επιμέλεια από τό πρωτότυπο καί τά διόρθωσε εγκύρως.
Έγραψε δέ καί σύντομη βιογραφία τών αγίων πού τά συνέταξαν. «Τότε ανεχώρησε από τό Άγιον Όρος μέ ανείπωτη χαρά, σάν νά είχε βρεί στή γή ουράνιο θησαυρό καί, αφού ήρθε στήν ένδοξη μικρασιατική πόλη Σμύρνη, τά απέστειλε στήν Βενετία μέ πολλά χρήματα, τά οποία συνέλεξε από ελεημοσύνες Χριστιανών», γιά τήν έκδοσή τους. Ο όσιος Παΐσιος επαινεί τόν άγιο Μακάριο γιά τό σημαντικό αυτό έργο πού επιτέλεσε, διότι κατάλαβε τήν αξία αυτών τών συγγραμμάτων «καί σχεδόν ολόκληρη τή ζωή του τήν εξάντλησε στήν εντατική αναζήτηση αυτών τών συγγραμμάτων παντού, προπάντων όμως στό Άγιον Όρος Άθω». Μάλιστα αυτά τά συγγράμματα, όπως γράφει, είναι γιά τούς αθλητές τού μοναχικού βίου στόν αγώνα μέ τά αόρατα πνεύματα «πιό απαραίτητα καί από τήν ίδια τήν αναπνοή».
Καί ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749-1809) βοήθησε στήν έκδοση τής Φιλοκαλίας ύστερα από παρότρυνση τού αγίου Μακαρίου, πρώην Κορίνθου όταν επισκέφθηκε τό 1777 τό Άγιο Όρος καί τόν συνάντησε. Ο ιερομόναχος Ευθύμιος, ο παραδελφός τού αγίου Νικοδήμου τού Αγιορείτου, αναφέρεται στήν περίπτωση αυτή:
«Εις δέ τού 1777 ήλθεν ο άγιος Κορίνθου Μακάριος καί μετά τήν προσκύνησιν τών ιερών Μαναστηρίων ήλθεν εις ταίς Καραίς καί εφιλοξενήθη εις τόν «Άγιον Αντώνιον» από ένα συντοπίτην του Γερο-Δαβίδ. Καί όντας αυτού έκραξε καί τόν Νικόδημον καί τόν επαρακάλεσεν νά θεωρήση τήν «Φιλοκαλίαν». Καί μέ τούτον τόν τρόπον άρχισεν ο ευλογημένος-μα τί άρχισεν; απορώ, δέν ηξεύρω τί νά ειπώ• νά ειπώ πνευματικούς αγώνας ή υπερβολικούς κόπους τού νοός καί τής σαρκός του; όχι μόνον αυτά είναι, οπού είπα, αλλά καί άλλα, οπού δέν φθάνει ο νούς μου νά τά στοχασθή-άρχισε λέγω από τήν «Φιλοκαλίαν». Καί αυτού βλέπομεν τό ωραιότατον Προοίμιον, τούς εν συνόψει μελισταγείς βίους τών θεσπεσίων Πατέρων».
Ο αυθεντικός, όμως, αυτός βιογράφος τού αγίου Νικοδήμου τού Αγιορείτου μάς δίνει καί τήν σημαντική μαρτυρία, ότι ο άγιος Νικόδημος είχεν ακούσει γιά τόν όσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκι καί θέλησε νά τόν επισκεφθή.
«Καί εκεί όντας (στήν Μονή Διονυσίου) ήκουσε τήν καλήν φήμην τού κοινοβιάρχου Παϊσίου Ρώσου, όπου ήτον εις τήν Μπογδανίαν (Μολδαβία) καί είχε υπέρ τούς χιλίους αδελφούς εις τήν επίσκεψίν του, καί ότι εδίδασκεν τήν νοεράν προσευχήν. Καί αγαπώντας καί αυτός αυτήν τήν θείαν εργασίαν εμβήκεν εις καράβιον, διά νά υπάγη εις αναζήτησιν τής φιλουμένης του θείας προσευχής. Καί αρμενίζοντας έξω από τόν Άθωνα τούς ηύρε φουρτούνα καί εκινδύνευσαν έως νά φθάσουν τόν λιμένα τής Παναγίας εις τήν Θάσον. Καί εκεί ευγαίνοντας άλλαξε τούς σκοπούς του από τήν φουρτούναν κατά τό φαινόμενον, τή δέ αληθεία νεύσις Θεού τόν εγύρισε, διά νά επιχειρισθή τό μέγα τούτο καλόν εις τήν Εκκλησίαν τού Χριστού».
Προφανώς κάνει λόγο γιά τήν επιμέλεια εκδόσεως διαφόρων Πατερικών κειμένων. Εδώ προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση η επικοινωνία μεταξύ αυτών τών τριών μεγάλων μορφών τής εποχής εκείνης, ήτοι τού οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι, τού αγίου Μακαρίου, επισκόπου πρώην Κορίνθου, καί τού αγίου Νικοδήμου τού Αγιορείτου. Αγαπούσαν καί οι τρείς τήν ησυχαστική παράδοση καί ζωή, τήν θεωρούσαν ως τήν ουσία τής ορθόδοξης εκκλησιαστικής ζωής, αγωνίσθηκαν γιά νά εντοπίσουν καί νά ανακαλύψουν τά νηπτικά συγγράμματα τών ησυχαστών Πατέρων καί έκαναν τά πάντα γιά νά τά εκδώσουν καί νά τά διαδώσουν. Κυρίως, αγάπησαν τήν νοερά ησυχία καί τήν νοερά-καρδιακή προσευχή, καί κατάλαβαν τήν αξία τους γιά τήν ένωση τού νού τού ανθρώπου μέ τόν Θεό. Καί αυτό είναι εκείνο πού τούς κατέστησε αγίους στήν συνείδηση τού λαού καί τήν ζωή τής Εκκλησίας. Ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι γράφει καί γιά τήν προσφορά τής ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στήν Ρωσική Εκκλησία:
«Μέ τήν ανέκφραστη τού Θεού φιλανθρωπία, κατά τούς εσχάτους καιρούς, η πάσης Ρωσίας Εκκλησία μας αξιώθηκε νά λάβη τήν αγία ορθόδοξη πίστη καί τό ορθόδοξο βάπτισμα από τήν Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία. Μέ τήν αγία πίστη έλαβε καί τήν Αγία Γραφή καί όλα τά ιερά βιβλία, τά εκκλησιαστικά καί τών αγίων διδασκάλων καί τά πατερικά, τά μεταφρασμένα από τά Ελληνογραικικά. Αυτά είναι οι πηγές τών σλαβικών βιβλίων, διότι αλλιώς δέν θά προέκυπταν σλάβικα βιβλία».
Έτσι, οι φιλοκαλικοί Πατέρες άγιος Μακάριος Νοταράς, άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης κ.ά. συνετέλεσαν στήν αναγέννηση τού ησυχαστικού μοναχισμού καί τής ησυχαστικής παραδόσεως, η οποία αντιστάθηκε στό ρεύμα τού Διαφωτισμού, πού επιδίωκε τήν επαναφορά τού νέου ελληνισμού στήν αρχαία Ελλάδα, περιφρονώντας όλη τήν ενδιάμεση βυζαντινή-ρωμαίϊκη-πατερική περίοδο.
Κατά τόν ίδιο τρόπο καί ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι αντιστάθηκε μέ θετικό τρόπο σέ όλο τό διαφωτιστικό ρεύμα πού είχε εισχωρήσει στήν Ρωσία καί τήν γύρω περιοχή, όπως, άλλωστε καί ο ίδιος τό είχε συναντήσει στήν Εκκλησιαστική Σχολή τού Κιέβου, ως ιεροσπουδαστής.
Ο Ομότιμος Καθηγητής Αντώνιος-Αιμίλιος Ταχιάος στήν μελέτη του μέ τίτλο «Ο Παΐσιος Βελιτσκόφσκι καί η ασκητικοφιλολογική Σχολή του», ύστερα από έρευνα τών πηγών, μάς δίνει σημαντικές πληροφορίες γιά τήν έκδοση τής «Φιλοκαλίας» στήν ελληνική γλώσσα καί τήν μετάφρασή της στήν σλαβονική καί, βεβαίως, συσχετίζει τίς παράλληλες προσπάθειες τού οσίου Παϊσίου καί τού αγίου Μακαρίου Νοταρά Επισκόπου Κορίνθου.
Ήδη ο όσιος Παΐσιος γιά νά καλύψη τήν απουσία πνευματικού οδηγού καί προκειμένου νά καθοδηγήση τήν αδελφότητά του ενδιαφέρθηκε γιά τήν εύρεση, μελέτη καί μετάφραση νηπτικών κειμένων τών ησυχαστών Πατέρων. Έχει εντοπισθή προηγούμενως αυτή η προσπάθειά του.
Όταν είχε αναχωρήσει από τό Άγιον Όρος καί βρισκόταν στήν Μολδαβία πληροφορήθηκε τήν παράλληλη κίνηση τού αγίου Μακαρίου Νοταρά γιά τήν εύρεση καί συγκέντρωση τών κειμένων τών νηπτικών Πατέρων. Οι πληροφορίες μεταφέρονται σέ αυτόν από τόν μαθητή του μοναχό Γρηγόριο, ο οποίος βρισκόταν πλησίον τού αγίου Μακαρίου. Όταν η ελληνική έκδοση τής Φιλοκαλίας εξεδόθη τό 1782, τότε ο όσιος Παΐσιος έλαβε αντίτυπο αυτής τής εκδόσεως καί τότε τόσο ο ίδιος όσο καί οι μοναχοί του αναθεώρησαν τήν μετάφραση πολλών κειμένων τους. Αφού ολοκληρώθηκε η μετάφραση τών πατερικών κειμένων, στήν συνέχεια τυπώθηκε η σλαβονική Φιλοκαλία στό Συνοδικό Τυπογραφείο τής Μόσχας τό 1793, ήτοι ένδεκα χρόνια μετά τήν έκδοση τής ελληνικής Φιλοκαλίας. Όμως, η σλαβονική Φιλοκαλία περιλάμβανε τά συγγράμματα 24 επί συνόλου 36 συγγραφέων τής ελληνικής εκδόσεως. Αργότερα η σλαβονική Φιλοκαλία μεταφράσθηκε στήν ρουμανική καί τήν ρωσική γλώσσα.
Ο ίδιος Καθηγητής σέ ιδιαίτερο κεφάλαιο μέ τίτλο «Η Μονή Όπτινα κληρονόμος τού πνεύματος τής Σχολής τού Παϊσίου Βελιτσκόφσι» καταγράφει τό πώς οι Ρώσοι μοναχοί, μαθητές τού οσίου Παϊσίου, τό 1779, μετά τήν Συνθήκη τού Κιουτσούκ Καναϊρτζί καί αργότερα μετά τήν κοίμηση τού οσίου Παϊσίου, επαναπατρίσθηκαν στήν Ρωσία καί μετέφεραν τό ησυχαστικό πνεύμα τού οσίου Παϊσίου. Μετέφεραν καί τήν προφορική παράδοση, αλλά καί χειρόγραφα μεταφράσεων ασκητικών έργων πού είχαν γίνει από τήν Σχολή τής Ιεράς Μονής Νεάμτς. Οι μαθητές αυτοί τού οσίου Παϊσίου κατέλαβαν διάφορες θέσεις στά Ρωσικά Μοναστήρια, έγιναν Ηγούμενοι καί Πνευματικοί Πατέρες καί αυτό βοήθησε στήν ανάπτυξη τού ησυχαστικού μοναχισμού.
Έχει υπολογισθή ότι 103 Μονές τής Ρωσίας είχαν επηρεασθή από τό πνεύμα τού ησυχαστικού μοναχισμού, όπως τό εξέφραζε ο όσιος Παΐσιος. Όμως η Μονή Όπτινα ήταν εκείνη πού αποδείχθηκε η κατ’ εξοχήν «κληρονόμος» τής μεγάλης ασκητικής παραδόσεως τής Σχολής τού Παϊσίου Βελιτσκόφσκι. Η Ιερά Μονή Όπτινα απέκτησε μεγάλη δόξα κατά τίς ημέρες τού Ιερομονάχου Μακαρίου (1788-1860). Επί τών ημερών του η Ιερά Μονή ανέλαβε τήν έκδοση ασκητικών συγγραμμάτων «τά οποία εκληροδότησεν εις τήν Ρωσίαν η σχολή τού Παϊσίου».
Η περίοδος αυτή στήν Ρωσία ήταν πολύ σημαντική γιατί μεταφέρονταν από τήν Δύση η λογικοκρατία καί η γερμανική φιλοσοφία πού επηρέασαν πολλούς διανοουμένους. Ήταν επόμενο ότι παράλληλα πρός τόν δυτικό γερμανικό διαφωτισμό αναπτυσσόταν καί η ησυχαστική παράδοση τής Εκκλησίας, όπως τήν εξέφραζε ο όσιος Παΐσιος. Έτσι αναπτύχθηκαν δύο ρεύματα στήν ρωσική κοινωνία, ήτοι τό ρεύμα τού δυτικού διαφωτισμού καί τό ρεύμα τού ησυχασμού από τούς σλαβόφιλους, όπως άλλωστε τό συναντούμε έκδηλα στό έργο τού Ντοστογιέφσκι «Αδελφοί Καραμάζοφ».
Στό μυθιστόρημα αυτό ο Ντοστογιέφσκι παρουσιάζει τά ρεύματα τά οποία επικρατούσαν στήν Ρωσία τήν εποχή του. Τά τρία παιδιά τού Θεοδώρου Καραμάζοφ, ήτοι ο Μίτια-Ντημίτρι, ο Ιβάν καί ο Αλεξέϊ-Αλιόσια εκφράζουν τά τρία ρεύματα τής ρωσικής κοινωνίας. Ο Μίτια εκπροσωπεί τήν παλιά πρωτόγονη αισθησιακή καί διονυσιακή Ρωσία. Ο Ιβάν εκπροσωπεί τήν ρωσική διανόηση, πού είχε επηρεασθή από τόν δυτικό διαφωτισμό καί ο ίδιος ήταν διανοούμενος, αγνωστικιστής καί εκπρόσωπος τών στοχαστών. Καί ο Αλιόσια εκπροσωπεί τόν διανοητικό κόσμο πού είχε επηρεασθή από τήν ορθόδοξη πνευματικότητα καί εκφράζει τόν τρόπο σκέψεως τών σλαβοφίλων. Ο δέ Στάρετς Ζωσιμάς, όπως τόν παρουσιάζει ο Ντοστογιέφσκι, εκφράζει τόν Μακάριο καί τόν Αμβρόσιο τής Μονής Όπτινα καί όλη τήν παράδοσή της.
Πάντως, οι 103 ρωσικές Μονές, ιδίως δέ η Μονή Όπτινα υπήρξαν κέντρα μελέτης τής Φιλοκαλίας καί τών πατερικών κειμένων. Μάλιστα δέ η Μονή Όπτινα επηρέασε πάρα πολύ τήν ρωσική κοινωνία καί τόν διανοητικό κόσμο, αφού εκτός από τόν λαό σύχναζαν στήν Ιερά Μονή θεολόγοι, φιλόσοφοι, λογοτέχνες, συγγραφείς, όπως ο Αλεξέϊ Χομιακώφ, ο Νικολάϊ Γκόγκολ, ο Λέον Τολστόϊ κ.ά. Έτσι από τήν παράδοση πού δημιούργησε ο εκπληκτικός όσιος Παΐσιος επηρεάσθηκαν μοναχοί μέχρι καί τόν άγιο Σεραφείμ τού Σάρωφ, πού θεωρείται ως πνευματικός απόγονος τού οσίου Παϊσίου, καί άλλοι θεολόγοι, λογοτέχνες καί φιλόσοφοι.
ζ) Επίλογος
Η πορεία καί η ζωή του οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι (1722-1794) είναι θαυμαστή καί εκπληκτική. Η μητέρα του ήθελε νά τόν οδηγήση στόν γάμο καί τήν ιερωσύνη, ώστε δι’ αυτού τού τρόπου νά παραμείνη στήν ιστορία τό επίθετο τής οικογενείας. Και αυτό γιατί η μητέρα του, όπως διηγείται ο όσιος Παΐσιος, έχασε τόν ιερέα σύζυγό της καί παρέμεινε αυτός τό μοναχοπαίδι της, «η μόνη γιά τά γηρατειά φροντίδα γιά τό σπίτι καί κατά Θεόν παρηγοριά». Όμως, ο όσιος Παΐσιος ακολούθησε άλλο δρόμο και τελικά έσωσε χιλιάδες ανθρώπους, αναδείχθηκε ένας νέος Μωϋσής στην Μολδαβία, την Βλαχία, την Ρωσία και όλη την γύρω περιοχή, οπότε παρέμεινε λαμπρό τό επίθετό του στους αιώνες. Ακόμη δέ καί η ίδια η μητέρα του, ύστερα από τήν πρώτη θλίψη της, έγινε μοναχή καί εκοιμήθη ως μοναχή.
Ο ίδιος μετέφερε στό Άγιον Όρος τόν ζήλο του για την ησυχαστική ζωή, αλλά ωφελήθηκε από τήν ησυχαστική παράδοση πού προϋπήρχε σε αυτό, καίτοι από πολλούς ήταν ξεχασμένη, αλλά διαφυλασσόταν καί στίς βιβλιοθήκες και σε μεμονωμένους ασκητές. Αυτό δείχνει ότι η πατερική διδασκαλία είναι η ίδια διά μέσου τών αιώνων, είναι ουσιαστικά η θεολογία των Προφητών, τών Αποστόλων καί τών Πατέρων, καί δέν μπορεί νά υπερβή αυτήν τήν ορθόδοξη θεολογία, ούτε η σχολαστική θεολογία, ούτε η λεγομένη νεοπατερική-ρωσική θεολογία.
Ο Καθηγητής Αντώνιος-Αιμίλιος Ταχιάος γράφει εύστοχα στόν πρόλογο τού βιβλίου:
«Η μελέτη τής αναβίωσης τής ησυχαστικής πνευματικότητας στον ορθόδοξο κόσμο κατά τόν 18ο αιώνα αναποφεύκτως οδηγεί στό πρόσωπο τού μεγάλου ασκητή και κοινοβιάρχη, οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι, ο οποίος επανεισήγαγε τον σλαβικό και ρουμανικό κόσμο στον χώρο τής πνευματικής ζωής αυτής τής μορφής. Ο όσιος Παΐσιος υπήρξε αυτός πού συνετέλεσε στην αναβίωση τού κοινοβιακού βίου στόν ρουμανικό μοναχισμό, με βάση το αγιορειτικό πρότυπο, καί στήν στροφή πρός τήν ησυχαστική πνευματικότητα, όπως αυτή είχε ανθίσει στό Άγιον Όρος τόν 14ο αιώνα. Τό έργο του πρός τήν κατεύθυνση αυτή υπήρξε μία παράλληλη προσπάθεια μέ εκείνη τήν οποία είχε κάνει μέσα στόν ελληνικό κόσμο ο σύγχρονός του άγιος Μακάριος ο Νοταράς, τού οποίου τό έργο χρησίμευε ως υπόδειγμα γιά τόν Παΐσιο».
Καί πάλι θέλω νά ευχαριστήσω καί νά συγχαρώ τον Ομότιμο Καθηγητή κ. Αντώνιο-Αιμίλιο Ταχιάο γιά τήν όλη προσφορά του στην Εκκλησία, αλλά, ιδιαιτέρως, γιά τήν παρουσίαση τής ζωής καί τής δράσεως τού οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι, πού είναι ένα λαμπρό τέκνο τής ζωής πού υπάρχει πλούσια μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία.»
3. Όραμα του Οσίου Παισίου Βελιτσκόφσκυ
Ο Όσιος Παϊσιος Βελιτσκόφσκυ είχε ένα μολδαβό μαθητή, το Γεώργιο, που με την σειρά του είχε και αυτός ένα μαθητή, Γεώργιο και αυτόν, που ήταν τυπογράφος στο Νιαμέτς στη Ρουμανία. Στις αρχές του 19ου αιώνα ο Γεώργιος αυτός πήγε στο Άγιο Όρος και εγκαταστάθηκε σε ένα κελί στην περιοχή της Βίγλας, κοντά στη θέση που σήμερα βρίσκεται η ρουμανική σκήτη. Ήταν μορφωμένος άνθρωπος.
Αφού αποτάχθηκε τον κόσμο, έζησε σαν ερημίτης και απόκτησε πολλά χαρίσματα από τον Θεό. Ο γέροντας Γεώργιος είχε ένα μαθητή τον Αθανάσιο. Έζησαν μαζί οκτώ χρόνια. Ο Αθανάσιος μιλούσε για τον στάρετς Παϊσιος Βελιτσκόφσκυ με δέος και σεβασμό και διηγιόνταν τα ακόλουθα για να δείξει το ύψος των πνευματικών του αναβάσεων. «Είχα την εξαιρετική ευλογία να γνωρίσω τον τελευταίο επιζόντα μαθητή του γέροντα Παίσιου.
Από το ακόλουθο περιστατικό που συνέβη σε αυτόν, που ήταν άνθρωπος πνευματικά έμπειρος, μπορείτε να καταλάβετε πόσο μεγάλος άγιος ήταν ο Παίσιος.
Κάποτε καθόταν στο καλύβι του και προσευχόταν. Ξαφνικά είδε (σαν σε έκσταση, όπως συνήθως αποκαλύπτεται σε τέτοιους ανθρώπους) πλήθος δαιμόνων να κυκλώνουν ένα είδος θυσιαστηρίου και σε λίγους άλλους δαίμονες να συνοδεύουν τον σατανά με δαιμονική επισημότητα. Ο σατανάς κάθισε πάνω στο θυσιαστήριο και δεχόταν τους δαίμονες ένας -; ένας με τις αναφορές τους και απαντούσαν στις ερωτήσεις του.
› Εσύ που ήσουν; Ρώτησε ο σατανάς τον πρώτο δαίμονα.
› Ήμουν στο καλύβι ενός μοναχού, που ζει στην ησυχία έξω από το μοναστήρι, μα δεν μπορούσα να τον πλησιάσω, γιατί όσες φορές δοκίμασα εκείνος έπεφτε κατά γης φυσικά έκανε μετάνοιες και προσευχές και ήταν καλυμμένος ολόκληρος με μια φωτιά που με έκαιγε και για αυτό μου ήταν τελείως αδύνατο να φτάσω κοντά του.
Ο σατανάς τότε διέταξε να τον δείρουν όπως και τους άλλους που δεν τα κατάφεραν στις δαιμονικές επιδιώξεις τους. Κι ήταν όλοι αυτοί 5-6 δαίμονες. Μετά ο σατανάς άρχισε να γρυλίζει και να λέει.
› Ω! πόσο με ενοχλούν αυτά τα παλιόχαρτα (εννοούσε τα πατερικά βιβλία μεταφράσεις του Παίσιου.) Θάρθει καιρός όμως που όλα θα υποταχθούν στην θέληση μου, και αυτά τα βιβλία θα εξαφανιστούν.
Και η εποχή αυτή, πρόσθεσε ο γέρων Αθανάσιος ήρθε. Η περίφημη βιβλιοθήκη της μονής Νιαμέτς κατακάηκε και τα λίγα βιβλία για την νοερή προσευχή που γλίτωσαν από την καταστροφή έχουν μείνει στ` αζήτητα, κανείς πια δεν ενδιαφέρεται γι` αυτά. Ο γέροντας Αθανάσιος συνέχισε. Πρέπει να διαβάζουμε διαρκώς ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ. Όλοι οι άγιοι πατέρες διάβαζαν πολύ, διάβαζαν ως ότου να λάβουν το χάρισμα της προσευχής. Τον Οκτώβριο του 1873 ο Αθανάσιος αρρώστησε και στις 23 του μηνός πέθανε και κηδεύτηκε στο κοινό κοιμητήριο.
4. Όσιος Παίσιος Βελιτσκόφσκυ – ῾Η ᾿Αδιάλειπτος Προσευχὴ καὶ ἡ Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ
Κεφάλαια κδ΄«᾿Εθερμάνθη ἡ καρδία μου ἐντός μου, καὶ ἐν τῇ μελέτῃ μου ἐκκαυθήσεται πῦρ» (Ψαλμ. λη¬4).
α. Νὰ εἶσαι σταθερὰ προσηλωμένος στὸν Θεό, διότι ᾿Εκεῖνος θὰ σὲ καθοδηγήση στὸ κάθε τι καὶ θὰ σοῦ ἀποκαλύψη, διὰ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ὅλα τὰ ἐπουράνια καὶ τὰ ἐπίγεια μυστήρια.
β. ῾Ο νοῦς μας δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι σταθερὰ καὶ ἀπόλυτα προσηλωμένος στὸν Θεό, ἂν δὲν ἀποκτήσουμε τὶς ἑξῆς τρεῖς ἀρετές : τὴν ἀγάπη σὲ Αὐτὸν καὶ τοὺς ἀνθρώπους, τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή.
γ. ῾Η ἀγάπη ἐξορίζει τὴν ὀργή, ἡ ἐγκράτεια ἐξασθενίζει τὴν σαρκικὴ ἐπιθυμία καὶ ἡ ἀδιάλειπτος προσευχὴ διώκει ἀπὸ τὸν νοῦ τοὺς λογισμούς, φυγαδεύουσα ταυτόχρονα τὴν ἐχθρότητα καὶ τὴν ἔπαρσι.
δ. ῾Η Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ εἶναι ἐργασία κοινὴ τῶν ᾿Αγγέλων καὶ τῶν ἀνθρώπων· μὲ τὴν προσευχὴ αὐτὴ οἱ ἄνθρωποι πλησιάζουν σύντομα τὴν ζωὴ τῶν ᾿Αγγέλων.
ε. ῾Η Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ εἶναι ἡ πηγὴ ὅλων τῶν καλῶν ἔργων καὶ ἀρετῶν καὶ ἐξορίζει μακρυὰ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὰ σκοτεινὰ πάθη· ἀπόκτησε αὐτήν, καὶ πρὶν νὰ ἀποθάνης θὰ ἀποκτήσης ψυχὴ ἀγγελική.
ς. ῾Η Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ εἶναι θεϊκὴ ἀγαλλίασις. Εἶναι πολύτιμη σὰν ξίφος. Κανένα ἄλλο πνευματικὸ ὅπλο δὲν δύναται νὰ ἀναχαιτίση τόσο ἀποτελεσματικὰ τοὺς δαίμονας· κατακαίει αὐτούς, ὅπως ἡ φωτιὰ τὰ βάτα.
ζ. Αὐτὴ ἡ προσευχὴ ἀναφλέγει ὁλόκληρο τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο καὶ τοῦ φέρνει ἀνέκφραστη χαρὰ καὶ εὐφροσύνη· ἔτσι, ἀπὸ τὴν [πνευματικὴ] ἡδονὴ καὶ τὴν γλυκύτητα, ὁ ἄνθρωπος ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν ζωὴ αὐτὴ καὶ θεωρεῖ κάθε τι γήϊνο σὰν χῶμα καὶ στάκτη.
η. ῞Οποιος μὲ πόθο καὶ χωρὶς διακοπή, σὰν τὴν ἀνάσα ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὰ στήθη του, ἐπαναλαμβάνει τὴν Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ, τὸ «Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με!», σύντομα θὰ γίνη κατοικητήριο τῆς ῾Αγίας Τριάδος, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ἡ ῾Οποία «μονὴν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσει» (πρβλ. ᾿Ιω. ιδ¬ 23).
θ. Τότε ἡ Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ θὰ καταβροχθίζη τὴν καρδιὰ καὶ ἡ καρδιὰ τὴν Εὐχή· τότε ὁ ἄνθρωπος, ἀσκώντας νύκτα καὶ ἡμέρα τὴν εὐλογημένη αὐτὴν ἐργασία, θὰ λυτρωθῆ ἀπὸ ὅλες τὶς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ.
ι. Εἴτε στέκεσαι εἴτε κάθεσαι εἴτε τρῶς εἴτε ταξιδεύεις εἴτε κάνεις ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ἐπαναλάμβανε ἐπίμονα τὴν Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ, ἀσκώντας ἰσχυρὴ βία στὸν ἑαυτό σου, διότι αὐτὴ πλήττει τοὺς ἀοράτους ἐχθροὺς σὰν ἕνας πολεμιστὴς μὲ φονικὴ λόγχη.
ια. Χάραξε τὴν Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ στὸν νοῦ σου καὶ λέγε αὐτὴν μυστικά, χωρὶς δισταγμὸ ἢ συστολή, ἀκόμη καὶ στοὺς χώρους τῆς σωματικῆς ἀνάγκης!
ιβ. ῞Οταν ἡ γλῶσσα καὶ τὰ χείλη σου κουραστοῦν, προσευχήσου μόνο μὲ τὸν νοῦ· ὅταν πάλι ὁ νοῦς κουραστῆ ἀπὸ τὴν ἐπίμονη αὐτοσυγκέντρωσι καὶ ἡ καρδιὰ πονέση, τότε κάνε μία διακοπὴ καὶ πιάσε τὴν ψαλμωδία.
ιγ. ᾿Απὸ τὴν προσευχή, ποὺ ἀσκεῖται γιὰ πολὺ καιρὸ μὲ τὴν γλῶσσα, γεννιέται ἡ προσευχὴ τοῦ νοῦ, ἡ νοερὰ προσευχή· καὶ ἀπὸ τὴν προσευχὴ τοῦ νοῦ γεννιέται ἡ προσευχὴ τῆς καρδιᾶς, ἡ καρδιακὴ προσευχή.
ιδ. Νὰ μὴ λέγης τὴν Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ δυνατὰ μὲ τὸ στόμα, ἀλλὰ ὅσο χρειάζεται γιὰ νὰ τὴν ἀκοῦς· καὶ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς νὰ μὴ στρέφης τὴν σκέψι σου ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, σὲ κοσμικὰ καὶ μάταια πράγματα, ἀλλὰ νὰ μένης, πολεμώντας τὴν ραθυμία, στὴν μνήμη τῆς Εὐχῆς καὶ μόνο.
ιε. ῾Η προσευχὴ δὲν εἶναι παρὰ ἡ διαχωριστικὴ γραμμὴ ἀνάμεσα στὸν ὁρατὸ καὶ τὸν ἀόρατο κόσμο, γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ ἀφοσιώνουμε τὸν νοῦ μας σὲ αὐτήν. ῞Οπου στέκεται τὸ σῶμα, ἐκεῖ πρέπει νὰ εὑρίσκεται μαζί του καὶ ὁ νοῦς, μὴν ἔχοντας κανένα λογισμὸ ἐκτὸς ἀπὸ τὰ λόγια τῆς Εὐχῆς.
ις. Οἱ ῞Αγιοι Πατέρες λέγουν, ὅτι ἂν κανεὶς προσεύχεται μὲ τὰ χείλη, ὁ νοῦς του ὅμως εἶναι ἀπρόσεκτος, κοπιάζει μάταια, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς προσέχει τὸν νοῦ καὶ ὄχι τὰ πολλὰ λόγια· ἡ νοερὰ προσευχὴ δὲν ἀνέχεται νὰ ἔχη ὁ νοῦς καμμία φαντασία ἢ ἀκάθαρτη σκέψι.
ιζ. ῍Αν δὲν ἐθισθῆ κανεὶς στὴν νοερὰ Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ, δὲν θὰ δυνηθῆ νὰ ἀποκτήση τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή.
ιη. ῍Αν ἡ Εὐχὴ τοῦ γίνη συνήθεια καὶ περάση μέσα στὴν καρδιά του, θὰ ξεχύνεται ἀπὸ αὐτὴν ὅπως ἀναβλύζει τὸ νερὸ ἀπὸ μία πηγή.
ιθ. ῞Ο,τι καὶ ἂν κάνη τότε ὁ ἄνθρωπος, ὅλες τὶς ὧρες καὶ σὲ ὅλους τοὺς τόπους, εἴτε εἶναι ξύπνιος εἴτε κοιμᾶται, θὰ κινῆται αὐθόρμητα στὴν ἐπανάληψι τῆς Εὐχῆς· ναί, ἀκόμη καὶ ὅταν νυστάζη ἢ τὸν παίρνη ὁ ὕπνος, ἀκόμη καὶ τότε ἡ Εὐχὴ θὰ τὸν ξυπνάη, ἀναβλύζουσα ἀκατάπαυστα ἀπὸ τὴν καρδιά του.
κ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ προσευχὴ αὐτὴ εἶναι τόσο μεγάλη, ὅταν δὲν ἐγκαταλείπεται ποτέ, διότι ἂν καὶ τὰ χείλη κουράζωνται καὶ τὸ σῶμα ναρκώνεται, τὸ πνεῦμα ὅμως δὲν κοιμᾶται ποτέ.
κα. ῞Οταν ἐκτελῆ κανεὶς μὲ προσήλωσι κάποια ἀναγκαία ἐργασία ἢ ὅταν λογισμοὶ εἰσορμοῦν στὸν νοῦ του ἢ ὅταν ὁ ὕπνος τὸν καταβάλλη, τότε πρέπει νὰ προσεύχεται ζωηρὰ μὲ τὰ χείλη καὶ τὴν γλῶσσα, ὥστε ὁ νοῦς του νὰ ἀκούη τὴν φωνή· ὅταν πάλι ὁ νοῦς εἶναι εἰρηνικὸς καὶ ἤρεμος ἀπὸ λογισμούς, τότε ὁ ἄνθρωπος ἂς προσεύχεται μόνο νοερά.
κβ. Αὐτὸς ὁ δρόμος τῆς προσευχῆς ὁδηγεῖ συντομώτερα στὴν σωτηρία, ἀπ᾿ ὅ,τι ὁ ἄλλος μὲ τοὺς ψαλμούς, τοὺς ἀσματικοὺς κανόνες καὶ τὶς συνήθεις προσευχές, ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ ἐγγράμματοι.
κγ. ῞Οσον διαφέρει ὁ ὥριμος ἄνθρωπος ἀπὸ ἕνα παιδί, ἄλλο τόσο καὶ ἡ νοερὰ ἀδιάλειπτος προσευχὴ ἀπὸ μίαν ἄλλη, ποὺ ἔχει συνταχθῆ τεχνητά.
κδ. ῾Η προσευχὴ τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς εἶναι γιὰ τοὺς προχωρημένους. ῾Η ψαλμωδία, δηλαδὴ ἡ συνήθης ἐκκλησιαστικὴ μελωδία, εἶναι γιὰ τοὺς μεσαίους. ῾Η ὑπακοὴ καὶ ὁ κόπος εἶναι γιὰ τοὺς ἀρχαρίους.
Πηγή: (Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Άγιοι Αγίου Όρους, Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2007) Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, (Εκκλησιαστική Παρέμβαση, Ιανουάριος - Φεβρουάριος - Μάρτιος 2012) Αέναη επΑνάσταση, Ψήγματα Ορθοδοξίας
Ποιος, αγαπητοί, ήταν ο μέγας και θείος Γρηγόριος το πληροφορούμεθα με σαφήνεια και πληρότητα και μόνον από το απολυτίκιό του.
Ανάμεσα στους πολύφωτους αστέρες που κοσμούν το πνευματικό στερέωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και έλαμψαν με τη σθεναρή ομολογία και τη μαρτυρική τελείωσή τους για την αγάπη του Ιησού Χριστού κατά τη διάρκεια της ζοφερής περιόδου της Τουρκοκρατίας συγκαταλέγεται και ο δι’ απαγχονισμού μαρτυρήσας στη Ρόδο στις 14 Νοεμβρίου 1800 ένδοξος νεομάρτυς του Χριστού Άγιος Κωνσταντίνος ο Υδραίος, ο λαμπρός αυτός γόνος της αγιοτόκου και αγιοσκεπάστου νήσου των Υδραίων, ο οποίος αναδείχθηκε το κλέος και το καύχημα των νεομαρτύρων, αλλά και το θείο εγκαλλώπισμα των νήσων της Ύδρας και της Ρόδου.
Υπήρξε ένας από τους δώδεκα. Και μάλιστα επίλεκτο μέλος της αγίας αυτής ομάδος.
Ο Ιωάννης Χρυσόστομος είναι ένας από τους μεγαλύτερους πατέρες της Εκκλησίας και θεωρείται ως το λαμπρότερο υπόδειγμα πλήρους και ολοκληρωτικής αφιερώσεως στην ποιμαντική διακονία του λαού του Θεού.
Εὐλόγησον πάτερ.
«Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται», λέγει ὁ Κύριος στὴν «ἐπὶ τοῦ Ὅρους» ὁμιλία. Καὶ τὰ λόγια του αὐτὰ βρίσκουν πλήρη τὴν ἐφαρμογή τους στὸ ὑπεράξιο τέκνο τῆς Κύπρου μας, τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Ἐλεήμονα, τὸν Ἀρχιεπίσκοπο τῆς μεγάλης πόλεως Ἀλεξανδρείας.
Φυσικὰ ἡ φιλανθρωπία εἶναι χαρακτηριστικὸ γνώρισμα ὅλων τῶν ἁγίων. Γιατὶ ἡ ἀρετὴ αὐτή, ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους εἶναι κι ἡ πιὸ τρανὴ πιστοποίηση τῆς ἀγάπης μας πρὸς τὸν μεγάλο μας Πατέρα, τὸν Θεό, ὅπως ξεκάθαρα τονίζει κι ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστής. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὅμως τὴ φιλανθρωπία τὴν ἔκαμε κύριο μέλημα τῆς ζωῆς του, ὥστε ἡ Ἐκκλησία μας νὰ τοῦ δώσει καὶ τὸ τιμητικὸ προσωνύμιο τοῦ Ἐλεήμονος.
Τὴ ζωὴ τοῦ μεγάλου αὐτοῦ φιλανθρώπου, μιὰ ζωὴ ἀληθινὰ χαριτωμένη καὶ ρωμαλέα, θὰ ἐκθέσουμε στὶς γραμμὲς ποὺ ἀκολουθοῦν. Εἶναι τόσο διδακτική, μὰ καὶ τόσο ἐνδιαφέρουσα εἰδικὰ γιὰ τὴν ἐποχή μας, ποὺ εἶναι μιὰ ἐποχὴ ἄκρατου ἀτομισμοῦ.
Πρῶτα χρόνια
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης γεννήθηκε στὴν Ἄμαθοῦντα τῆς Κύπρου μας τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ., τότε ποὺ τὸ ὄμορφο νησί μας ἀποτελοῦσε μιὰ ἐπαρχία τῆς μεγάλης μας ἑλληνικῆς αὐτοκρατορίας τῆς γνωστῆς μὲ τὸ ὄνομα Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία. Ἡ Ἀμαθοῦς, ἦταν ἡ σημερινὴ Παλαιὰ Λεμεσός. Ἡ τωρινὴ πόλη τῆς Λεμεσοῦ λεγόταν τότε Νεάπολις. Μὲ τὸν καιρὸ ἡ Νεάπολις ἔγινε ἡ κύρια πόλη τῆς περιοχῆς, ἡ γνωστὴ Λεμεσός, ἐνῶ ἡ ἀρχαία Ἀμαθοῦς ἔμεινε στὶς ἡμέρες μας ἕνας ἄμορφος ἀρχαιολογικὸς χῶρος.
Οἱ γονεῖς του Ἐπιφάνιος καὶ Εὐκοσμία εἶχαν μεγάλη κοινωνικὴ θέση κι ἦταν ἄνθρωποι ἐνάρετοι. Ὁ πατέρας του ἦταν ὁ φημισμένος κυβερνήτης τῆς νήσου κι εἶχε μεγάλα διοικητικὰ χαρίσματα. Γι᾿ αὐτὸ κι ὁ λαός του πολὺ τὸν ἐκτιμοῦσε καὶ τὸν ἀγαποῦσε καὶ τὸν σεβόταν. Ἡ μητέρα του πάλι διακρινόταν ὄχι μόνο γιὰ τὰ σωματικά της χαρίσματα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ ψυχικά. Κοντὰ σ᾿ αὐτοὺς καὶ σ᾿ ἕνα περιβάλλον πλούσια χριστιανικὸ εἶδε τὸ φῶς τῆς ζωῆς καὶ μεγάλωσε τὸ εὐτυχισμένο παιδί.
Ἀμφότεροι οἱ γονεῖς ποτισμένοι μὲ τὰ νάματα τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ, φρόντισαν μὲ ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια ἀπ᾿ τὴν πρώτη στιγμὴ νὰ ἀναθρέψουν τὸν Ἰωάννη τους «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Καὶ τὸ πέτυχαν. Οἱ τόσες φροντίδες τους γι᾿ αὐτὸν εἶχαν καὶ τοὺς ἀνάλογους καρπούς. Ἄλλωστε τὸ «ὃ ἐὰν σπείρει ἄνθρωπος, τοῦτο καὶ θερίσει» εἶναι τοῦ Κυρίου μας διαβεβαίωση. Καὶ οἱ καλοὶ γονεῖς ἔσπειραν στὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ τους μὲ προσοχὴ καὶ προσευχὴ τὰ σπέρματα τῆς εὐσέβειας. Δικαιολογημένα στὸν κατάλληλο καιρὸ καμαρώνουν τοὺς ὄμορφους καρποὺς τῶν κόπων τους. Εὐσεβεῖς κι ἐνάρετοι οἱ γονεῖς. Θαυμαστὸς καὶ τιμημένος ὁ καρπός, τὸ παιδί τους.
Ὁ Ἰωάννης κοντὰ στοὺς γονεῖς του ἀπέκτησε μιὰ μόρφωση ἀληθινὰ ἀξιόλογη. Ἀπὸ τὰ μαθήματά του πιὸ πολὺ ἀγαποῦσε καὶ μελετοῦσε τὰ ἱερὰ γράμματα. Μέσα στὶς σελίδες τῶν ἱερῶν βιβλίων ἐντρυφοῦσε γιὰ ὧρες κάθε μέρα. Μέσα σ᾿ αὐτὲς βρῆκε τὸν «πολύτιμον μαργαρίτην». Καὶ γιὰ τὸν μαργαρίτη αὐτὸν δὲν δίστασε νὰ θυσιάσει τὰ πάντα, γιὰ νὰ τὸν κάμει κτῆμα του ἀναφαίρετο. Καὶ τὸν ἔκαμε. Ἡ συνέχεια τῆς περιγραφῆς τῆς ζωῆς του θὰ μᾶς τὸ δείξει.
Ἔγγαμος βίος
Ὅταν ὁ Ἰωάννης πέρασε τὸ κατώφλι τῆς ἐφηβικῆς ἡλικίας καὶ μπῆκε στὴ νεανική, οἱ γονεῖς του, μετὰ ἀπὸ ἀρκετὲς πιέσεις, τὸν ἔπεισαν, παρὰ τὸν βαθύ του πόθο νὰ ἀφιερωθεῖ σὲ ἔργα ὑψηλότερα, ἔργα ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας, νὰ δεχθεῖ καὶ νὰ ἀναλάβει τὸν ζυγὸ τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς. Ἡ ὑποχώρηση τοῦ αὐτὴ δὲν ὑπῆρξε πράξη ἀδυναμίας. Τουναντίον ὑπῆρξε μιὰ πράξη δυνάμεως. Ἦταν μιὰ θυσία τοῦ ἑαυτοῦ του γιὰ τὴ χαρὰ ἐκείνων ποὺ τὸν ἔφεραν στὸν κόσμο. Γιὰ τὴν ἀγάπη τῶν γονιῶν του.
Ἡ οἰκογενειακὴ ζωὴ τοῦ ἁγίου μας ὑπῆρξε πρότυπος. Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ «ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν» εἶχε θρονιαστεῖ στὸ σπίτι τους. Δύο ἀγγελούδια μὲ τὴ σειρά, δῶρα τοῦ Θεοῦ κι αὐτὰ ἦρθαν νὰ αὐξήσουν τὴ χαρὰ στὴν εὐλογημένη οἰκογένεια.
Ἡ ἀνέφελη ὅμως ζωὴ δὲν ἔχει κάτι τὸ μόνιμο στὸν κόσμο αὐτό. Ὁ γαλανὸς οὐρανὸς τῆς οἰκογενειακῆς εὐτυχίας συννέφιασε κάποια μέρα. Πρῶτα ἡ σύζυγος κι ὕστερα τὰ δύο παιδιὰ ἁρπάχτηκαν ἀπὸ τὸ δρεπάνι τοῦ θανάτου κι ἔφυγαν σὲ μικρὸ χρονικὸ διάστημα. Στὸ σπίτι ποὺ βασίλευε τὸ γέλιο κι ἡ χαρά, ἔχει στήσει τώρα τὸ σκιάχτρο του ὁ πόνος κι ὁ σπαραγμός. Στὸ κτύπημα αὐτὸ τὸ βαρὺ κι ἀσήκωτο γιὰ πολλούς, ὁ Ἰωάννης ἔδειξε ὅλο τὸ ψυχικό του μεγαλεῖο. Τὰ λόγια τοῦ πολυάθλου Ἰὼβ «ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλετο... εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον» στριφογυρίζουν συνέχεια στὸν νοῦ του. Καὶ παρηγορεῖται. Καὶ δοξολογεῖ τὸν Θεό. Καὶ παίρνει τὴν ἀπόφαση σταθερὰ κι ἡρωικὰ νὰ ἀφιερωθεῖ πιὰ ἀποκλειστικὰ στὴ διακονία τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀδελφῶν τοῦ Χριστοῦ. Κι ἡ ἀπόφαση ἔγινε ἔργο.
Ἀφιέρωση στὸν Θεό
Ἡ ἀγάπη καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του στὴ σύντροφό του καὶ τὰ σαρκικά του παιδιὰ διοχετεύονται τώρα πλούσια στὴ μεγάλη «οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ», τὴν Ἐκκλησία. Οἱ πονεμένοι καὶ οἱ βασανισμένοι, οἱ χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά, οἱ φτωχοὶ καὶ ἀπόκληροι τῆς ζωῆς γίνονται πιὰ οἱ προστατευόμενοι τοῦ μεγάλου φιλάνθρωπου. Ἡ φήμη του διαδίδεται παντοῦ. Τὸ παράδειγμά του φωτίζει τὶς καρδιές. Κι ἡ ἀγάπη του, ἡ ἀνιδιοτελὴς καὶ πλούσια ἀγάπη του, διδάσκει καὶ συγκινεῖ μικροὺς καὶ μεγάλους. Οἱ χριστιανοὶ καμαρώνουν. Κι οἱ εἰδωλολάτρες θαυμάζουν καὶ ζητοῦν νὰ τὸν γνωρίσουν καὶ νὰ τὸν ἀκούσουν.
Ὁ λύχνος ὅμως πρέπει νὰ τεθεῖ καὶ στὸν ἀνάλογο λυχνοστάτη. Εἶναι ἀνάγκη ν᾿ ἁπλώσει καὶ νὰ σκορπίσει τὸ φῶς του πλατύτερα. Κι ἡ εὐκαιρία δόθηκε.
Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο ὁ πατριαρχικὸς θρόνος τῆς Ἀλεξανδρείας εἶχε χηρέψει. Πρόκριτοι καὶ λαὸς μὲ μιὰ φωνὴ καλοῦν στὴν ἱστορικὴ θέση τὸν Ἰωάννη. Ὁ πατρίκιος Νικήτας, ἔπαρχος τῆς Αἰγύπτου καὶ ἐξάδελφος τοῦ αὐτοκράτορος Ἡρακλείου, μεταφέρει σ᾿ αὐτὸν τὴ λαϊκὴ παράκληση. Ὁ αὐτοκράτορας συγκατατίθεται, ἀλλὰ καὶ κατατοπίζεται, πὼς γιὰ νὰ πεισθεῖ ὁ Ἰωάννης νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν προσφερόμενη θέση, πρέπει νὰ ἀντιληφθεῖ, πὼς ὁ βασιλιὰς στὴν περίπτωση αὐτὴ ἑρμηνεύει τοῦ Θεοῦ τὸ θέλημα. Οἱ μικροὶ μόνο, βλέπετε, ἐπιδιώκουν καὶ κυνηγοῦν τὰ ἀξιώματα. Οἱ μεγάλοι, καὶ ὅταν τοὺς προσφέρονται, τὰ ἀφήνουν καὶ φεύγουν. Αὐτὸ ἴσχυσε καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Ἰωάννου. Ὁ αὐτοκράτορας ὅμως εἶναι κατατοπισμένος κι ἀποφασισμένος «καὶ ἄκοντα πρὸς τὸν θρόνον ἀναγαγεῖν τὸν Ἰωάννην». Καὶ τὸ ἔκαμε.
Κάλεσε τὸν Ἰωάννη καὶ τοῦ ἀνήγγειλε τὴν ἐπιθυμία του. Κι ἀκόμη τὸν πιέζει ν᾿ ἀποδεχθεῖ τὸ ὑψηλὸ ἀξίωμα κι ὑπούργημα. Ὁ Ἰωάννης ἀντιστέκεται. Τὸ ἱερὸ ἔργο μὲ τὶς τόσες εὐθύνες τὸν συνέχει. Προβάλλει διάφορες ἀντιρρήσεις γιὰ νὰ ξεφύγει. Τελικὰ ὅμως ὑποχωρεῖ. Κι ὑποχωρεῖ γιατὶ αἰσθάνεται, πὼς ἡ ἀπαίτηση τοῦ βασιλιὰ κι ἡ θέληση τοῦ λαοῦ δὲν εἶναι κάτι τὸ ἀνθρώπινο. Τὰ βλέπει σὰν ἕνα μήνυμα τοῦ οὐρανοῦ πρὸς αὐτόν. Κλίνει τὸν αὐχένα μὲ ταπείνωση καὶ παραδίδεται ἄνευ ὅρων στὴν τιμητικὴ κλήση ποὺ τοῦ γίνεται· στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ. Ὑποτάσσεται στὸ μήνυμα τοῦ Οὐρανοῦ κι ἀναδεικνύεται γιὰ τὴν πόλη τοῦ Ἀλεξάνδρου, μὰ καὶ γιὰ ὁλόκληρη τὴν Αἴγυπτο ἕνας ἄλλος Νεῖλος· ἕνας Νεῖλος πνευματικός. Ἕνας Νεῖλος ποὺ ξεχύνει τὸ ρεῦμα τῆς ἀγάπης του πλούσια παντοῦ, γιὰ νὰ ποτίσει καὶ νὰ δροσίσει τὶς φλογισμένες ἀπὸ τὴ φτώχεια καρδιές. Κάτι περισσότερο. Ὁ ποταμὸς ὁ Νεῖλος ἀρδεύει μόνο τὴ γῆ τῆς Αἰγύπτου. Ὁ πατριάρχης Ἰωάννης ξεχύνει ἄφθονα τὰ ἐλέη τῆς φιλανθρωπίας του καὶ πέραν τῆς χώρας τῆς Αἰγύπτου. Γίνεται ποταμὸς ποὺ μεταδίδει τὴν ἀγάπη σὲ κάθε ὕπαρξη, ὅπου κι ἂν βρίσκεται.
Φιλανθρωπικὸ ἔργο
Τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο τοῦ ἁγίου ἱεράρχου μπορεῖ νὰ γεμίσει πολλὲς-πολλὲς σελίδες. Δὲν ὑπάρχει πτυχὴ ἀνέχειας καὶ δυστυχίας ποὺ νὰ μὴν ἀντιμετωπίστηκε μὲ ἀνιδιοτελῆ καὶ φλογερὴ ἀγάπη. Μόλις ἀνέβηκε στὸν θρόνο, ἡ πρώτη του πράξη ἦταν νὰ συγκαλέσει σὲ σύσκεψη τοὺς οἰκονόμους τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοὺς ἄλλους κληρικοὺς κι ἀφοῦ τοὺς μίλησε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ποὺ ἕνας στοργικὸς πατέρας μιλᾶ στὰ παιδιά του, τοὺς ζήτησε. Τί νομίζετε; Νὰ γυρίσουν ὅλη τὴν πόλη καὶ νὰ καταγράψουν μὲ τὸ ὄνομά τους «ὅλους τους κυρίους καὶ δεσπότας του». Κύριοι καὶ δεσπόται τοῦ Πατριάρχου ποιοὶ νομίζετε πῶς ἦταν; Τὴν ἐξήγηση δίνει ὁ ἴδιος.
- Ἐκείνους, ποὺ σεῖς ἔχετε τὴ συνήθεια νὰ τοὺς ὀνομάζετε φτωχοὺς καὶ ζητιάνους, αὐτοὶ γιὰ μένα εἶναι «οἱ κύριοι καὶ δεσπόται» μου. Γιατὶ αὐτοὶ εἶναι ποὺ θὰ μᾶς βοηθήσουν-νὰ κληρονομήσουμε τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἔτσι ὁ πονόψυχος ἱεράρχης ξεκινᾶ γιὰ τὸ μεγάλο ἔργο του. Μὲ τὴ βοήθεια τῶν ἀφοσιωμένων συνεργατῶν τοῦ κληρικῶν καὶ λαϊκῶν μελετῶνται προσεκτικὰ τὰ διάφορα προβλήματα. Ὕστερα προγραμματίζεται ἡ ἐργασία. Ἀνοίγουν οἱ καρδιές. Ἀνοίγουν τὰ χέρια. Ἀνοίγουν τὰ ταμεῖα. Τὰ σχέδια ὑλοποιοῦνται. Καὶ σὲ λίγο καιρὸ ἡ Ἀλεξάνδρεια γίνεται ἀγνώριστη. Νοσοκομεῖα, πτωχοκομεῖα, ξενῶνες γιὰ τοὺς περαστικούς, μαιευτήρια γιὰ τὶς ἄπορες μητέρες, ὀρφανοτροφεῖα γιὰ τὰ ὀρφανὰ κι ἀπροστάτευτα παιδιά, συσσίτια γιὰ τοὺς φτωχοὺς κι ἕνα σωρὸ ἀλλὰ ἔργα ἀγάπης προβάλλονται παντοῦ... Ἡ φιλανθρωπία ὀργανώνεται ὑποδειγματικά. Οἱ βοηθοὶ τοῦ Πατριάρχου δὲν εἶναι ὑπάλληλοι ποὺ πᾶνε νὰ μοιράσουν «βοηθήματα» γιὰ νὰ ξεφορτωθοῦν κάποιους ὀχληροὺς ἐπισκέπτες. Μὲ τὴ φωτισμένη καὶ ἐμπνευσμένη καθοδήγηση τοῦ εἶναι ἕνας στρατός, ἕνας εἰρηνικὸς στρατὸς - στρατὸς ἀγάπης - ποὺ αὐθόρμητα κι ἐθελοντικὰ δίνει κάθε μέρα τὴ μάχη ἐνάντια στὸν πόνο καὶ τὴ δυστυχία. Καὶ τοῦ στρατοῦ αὐτοῦ κινητήριος μοχλός, πρωτοστάτης καὶ καθοδηγητὴς ὁ ποιμὴν ὁ καλός. Ὁ ποιμὴν ποὺ ξέρει νὰ θυσιάζει καθημερινὰ καὶ χρῆμα καὶ κόπο κι ἀνάπαυση γιὰ τὸ ποίμνιό του, τοὺς χριστιανούς του. Ὁ ποιμὴν ποὺ τίποτα ἄλλο δὲν βλέπει μπροστά του παρὰ τὴ σωτηρία τῶν ψυχῶν «ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανε». Γι᾿ αὐτὸ καὶ περίπατός του, ξεκούρασμά του, ψυχαγωγία τοῦ εἶναι οἱ ἐπισκέψεις του στὰ πονεμένα παιδιά του κι ἡ παρουσία του ἐκεῖ ποὺ «ἐφιλοσοφεῖτο ὁ πόνος» κι ἡ ἀγάπη του εἶχε στήσει τρανὸ τὸ βασίλειό της.
Καινούργιοι ναοί. Ὀργάνωση τοῦ κηρύγματος
Οἱ φροντίδες τοῦ καλοῦ καὶ φλογεροῦ ποιμένος δὲν περιορίστηκαν μόνο στὴν ἀνακούφιση τῆς φτώχειας καὶ τῆς δυστυχίας. Πιὸ ἐπικίνδυνος ἐχθρὸς ἀπὸ τὴν ἀνέχεια γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι «ὁ λιμὸς τοῦ ἀκοῦσαι λόγον Κυρίου» μὲ ὅλα τὰ ἐπακόλουθά του. Γιὰ τὴ θεραπεία κι αὐτῆς τῆς ἀνάγκης μεριμνᾶ ὁ στοργικὸς πατέρας. Κτίζει ναούς. Ὅταν ἀνέλαβε στὰ χέρια τὸ πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀλεξανδρέων ὑπῆρχαν μόνον ἑπτὰ ναοί. Σὲ λίγο χρονικὸ διάστημα ὁ φλογερὸς ἱεράρχης τοὺς δεκαπλασίασε. Ἑβδομήντα ὀρθόδοξοι ναοὶ ἔχουν ὑψωθεῖ σὲ διάφορα μέρη τῆς ξακουστῆς πόλεως, ἀληθινὰ στολίδια καὶ λιμάνια παρηγοριᾶς καὶ σωτηρίας ψυχῶν. Οἱ ναοὶ ἐπανδρώνονται ἀνάλογα. Εὐλαβεῖς κι ἀφοσιωμένοι ἱερεῖς ἀναλαμβάνουν τὴ διδασκαλία καὶ καθοδήγηση τῶν πιστῶν. Ἡ διαφώτιση προσφέρεται μὲ ζῆλο. Τὰ ζιζάνια τοῦ κακοῦ, τῶν αἱρέσεων καὶ τῆς ἁμαρτίας ξερριζώνονται τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο. Ἡ ἀδικία τῶν δυνατῶν της ἡμέρας καταπολεμεῖται. Τὰ πάντα διατίθενται μὲ σύστημα καὶ προσοχὴ γιὰ τὴ δημιουργία μιᾶς καινούργιας κοινωνίας. Μιᾶς κοινωνίας στὴν ὁποία νὰ βασιλεύει τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ.
Γιὰ τὴ δημιουργία αὐτῆς τῆς κοινωνίας ὁ φλογερὸς Πατριάρχης προσφέρει τὰ πάντα. «Ὅλα γιὰ τοὺς ἄλλους». Νὰ τὸ σύνθημα τῆς ζωῆς του. Γιὰ τὸν ἑαυτό του δὲν ξέρει νὰ κρατήσει, παρὰ ὅ,τι τοῦ ἦταν ἀπαραίτητο γιὰ μιὰ ζωὴ πολὺ ἁπλὴ καὶ φτωχική. Ἀσκητικὸ τὸ κελί του. Φτωχικὸ τὸ φαγητό του. Πρόχειρο τὸ στρῶμα του. Κοινὰ τὰ σκεπάσματά του. Τριμμένο τὸ ράσο του. Ὅ,τι καλὸ καὶ φανταχτερὸ τὸ μοιράζει στοὺς ἄλλους.
Χαριτωμένη διήγηση
Κάποτε ἕνας πλούσιος ποὺ τὸν εἶχε ἐπισκεφθεῖ κι εἶδε τὴ φτώχεια ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸ κελὶ τοῦ φιλανθρώπου Ἐπισκόπου, ἔσπευσε νὰ ἀγοράσει πολύτιμο πάπλωμα καὶ τοῦ τὸ πῆγε μὲ τὴν παράκληση νὰ τὸ κρατήσει καὶ νὰ προσεύχεται γι᾿ αὐτὸν κάθε φορὰ ποὺ θὰ τὸ χρησιμοποιοῦσε. Ἡ λεπτὴ ψυχὴ τοῦ Πατριάρχου συγκινήθηκε ἀπὸ τὴν εὐγενικὴ καὶ πλούσια προσφορά. Νὰ τὸ στείλει πίσω, δὲν τὸ θέλει. Ἡ καλοκάγαθη ψυχή του δὲν δέχεται νὰ λυπήσει τὸν πονετικὸ ἐκεῖνο ἄνθρωπο. Τὸ κρατᾶ. Τὸ βράδυ δοκιμάζει νὰ τὸ χρησιμοποιήσει. Ξάπλωσε καὶ τό ῾ριξε ἐπάνω του. Ἡ ζεστασιὰ ποὺ τοῦ προσφέρει δὲν τὸν ἀφήνει νὰ κλείσει μάτι. Ἡ σκέψη του στρέφεται συνέχεια στοὺς φτωχούς του. Μπροστά του παρελαύνουν ὅλες οἱ πονεμένες μορφές. Ἄγρυπνος σχεδὸν ὅλη τὴ νύχτα στριφογυρίζει στὸ κρεβάτι του. Τὸ πρωὶ χωρὶς νὰ χάσει καιρό, παίρνει τὸ πάπλωμα καὶ τὸ ἀποστέλλει στὴν ἀγορὰ γιὰ νὰ πουληθεῖ. Κατὰ μιὰ ἀγαθὴ σύμπτωση, ἀπὸ τὸ κατάστημα ποὺ ἦταν ἐκτεθειμένο τὸ πάπλωμα γιὰ πώληση, πέρασε ὁ καλὸς δωρητής. Τὸ εἶδε καὶ τὸ ἀναγνώρισε. Ἀντελήφθηκε τὸν σκοπὸ τοῦ πονόψυχου πνευματικοῦ πατέρα. Ἀγοράζει καὶ πάλι τὸ σκέπασμα καὶ τὸ ξαναστέλνει στὸν ἅγιο. Κι αὐτὸς πρόθυμα τὸ δέχεται τούτη τὴ φορά. Ὄχι γιὰ νὰ τὸ κρατήσει καὶ τὸ χρησιμοποιήσει. Ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ πουλήσει καὶ τὰ χρήματα νὰ τὰ διαθέσει γιὰ τοὺς φτωχούς του.
Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πολύτιμο πάπλωμα στάλθηκε καὶ πάλι στὴν ἀγορά. Ὃ πλούσιος δωρητὴς τὸ βλέπει, τὸ ἀγοράζει καὶ τὸ ξαναστέλνει γιὰ τρίτη φορὰ στὸν Πατριάρχη μὲ τὴν βαθιὰ παράκληση νὰ τὸ κρατήσει γιὰ νὰ μὴν κρυώνει τὴ νύχτα. Κι ὁ καλοκάγαθος ἱεράρχης τότε τοῦ ἁπαντᾷ μὲ τὴ γνωστὴ χαριτωμένη διάθεσή του:
- Γιὰ νὰ δοῦμε, ἀδελφέ μου, ποιὸς ἀπ᾿ τοὺς δύο μας θὰ κουρασθεῖ καὶ θὰ παραιτηθεῖ πρῶτος. Σὺ νὰ τ᾿ ἀγοράζεις καὶ νὰ μοῦ τὸ στέλνεις ἢ ἐγὼ νὰ τὸ παίρνω καὶ νὰ τὸ πουλῶ!
Ἐπαρκὴς σὲ περιστάσεις
Τὸ ψυχικὸ μεγαλεῖο του ἁγίου μας τὸ βλέπουμε σ᾿ ὅλα τὰ κατορθώματα τῆς ἡρωικῆς ἀγάπης του. Μὰ ἡ περίπτωση τῆς ἁλώσεως τῆς πόλεως τῶν Ἱεροσολύμων ἀπὸ τοὺς Πέρσες προβάλλει κατὰ ἕνα μοναδικὸ τρόπο τὸν πλοῦτο τῆς καλωσύνης τῆς ὑπέροχης ψυχῆς του, καὶ τὴν ἀπίστευτη ἱκανότητά του νὰ ἀντιμετωπίζει καὶ νὰ λύει κατὰ τὸν πιὸ φυσικὸ τρόπο καὶ τὰ δυσκολοτέρα φιλανθρωπικὰ προβλήματα καὶ ἔργα.
Στὶς ἀρχὲς τοῦ 7ου αἰώνα (614 μ.Χ.) ὁ βασιλιὰς τῶν Περσῶν Χοσρόης μὲ πολὺ στρατὸ πέρασε τὸν Εὐφράτη, κατέλαβε πόλεις καὶ χωριὰ καὶ ἔφτασε μπροστὰ στὴν Ἁγία Πόλη. Ἀπὸ ὅπου περνοῦσαν τὰ στρατεύματά του σκορποῦσαν παντοῦ τὴν ἐρήμωση καὶ τὴν καταστροφή. Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ἡ μανία τοὺς ξέσπασε ἀσυγκράτητη ἦταν στὴν Ἱερουσαλήμ. Ἡ πόλη τοῦ Θεοῦ παραδόθηκε χωρὶς ἔλεος στὴ φωτιὰ καὶ τὸ μαχαίρι. Ἡ ἑβραϊκὴ κακία κι ἀναλγησία συμπλήρωσε τὸ ἔργο τοῦ ἐξολοθρευμοῦ. Χιλιάδες πιστοὶ φονεύθηκαν. Σαράντα τέσσερις μοναχοὶ τῆς ἱστορικῆς μονῆς τοῦ ἁγίου Σάββα, «οἱ ἁγιοσαββίτες» σφάχτηκαν σὰν ἀρνιά. Ὁ τάφος τοῦ Κυρίου κι ὁ περιπυστος ναὸς τῆς Ἀναστάσεως λεηλατήθηκαν καὶ παραδόθηκαν στὴ φωτιά. Τὰ ἱερὰ σκεύη μαζὶ μὲ τὸν Τίμιο Σταυρὸ ἁρπάχτηκαν ἀπὸ τὰ βέβηλα χέρια. Κι ὁ πατριάρχης Ζαχαρίας αἰχμάλωτος σέρνεται στὴν ἐξορία.
Τὰ ἀπομεινάρια τῆς θλιβερῆς καταστροφῆς μὲ τὸν τρόμο ζωγραφισμένο στὸ πρόσωπό τους παίρνουν τὸν δρόμο τῆς προσφυγιᾶς μὲ σύντροφο τὸ δάκρυ καὶ τὸ κλάμα. Ποιὸς θὰ φροντίσει γι᾿ αὐτούς; Ποιὸς θὰ ἀναλάβει τὴν περίθαλψη καὶ τὴν φιλοξενία τους;
Ὁ ἐλεήμων Πατριάρχης. Ὁ στοργικὸς πατέρας. Χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ πνίγει τὸν ἀσήκωτο πόνο καὶ ρίχνεται μ᾿ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς του στὸ ἔργο. Ὀργανώνει συνεργεῖα καὶ κατὰ ἕνα τρόπο ἐκπληκτικὸ δέχεται τοὺς πρόσφυγες, τοὺς παρηγορεῖ, τοὺς ἐνισχύει, τοὺς τακτοποιεῖ. Κοντά του οἱ ναυαγοὶ αὐτοὶ τῆς ζωῆς βρῆκαν περίθαλψη, ἀγάπη, λιμάνι στοργῆς.
Ὁ ἱστορικὸς καὶ ἀκαδημαϊκὸς Κ. Ἄμαντος γιὰ τὴ δραστηριότητα αὐτὴ τοῦ Ἁγίου μᾶς τονίζει; «Περιέθαλψε τοὺς πρόσφυγας κατὰ τρόπον μοναδικόν, ἄγνωστον μέχρι τότε εἰς τὴν ἱστορίαν».
Τελευταῖα χρόνια
Θαυμαστὴ ὑπῆρξε ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τοῦ ἀγωνιστοῦ Πατριάρχη. Ὑπάκουος στὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου ἀπαρνήθηκε τὰ πάντα στὸν κόσμο αὐτό, γιὰ νὰ Τὸν ὑπηρετήσει. Ὅσο καιρὸ ζοῦσε στὴ γῆ, ἡ ματιά του ἦταν προσηλωμένη στὸν οὐρανὸ καὶ γι᾿ αὐτὸν κτυποῦσε συνέχεια ἡ καρδιά του. Κίνητρό του σὲ ὅλα εἶχε τὴ βαθιὰ ἀγάπη του στὸν Θεὸ καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν ἀγάπη ἄρχισε τὴν ἀρχιερατεία του. Μὲ τὴν ἀγάπη τὴ φλογερὴ καὶ ἁγία συμπληρώνει τὴ ζωή του καὶ παραδίδει τὴν ψυχή του στὸν Θεὸ στὸν τόπο ποὺ γεννήθηκε κι εἶδε τὸ φῶς γιὰ πρώτη φορά, στὴν Ἀμαθοῦντα τῆς Κύπρου.
Ὕστερα ἀπὸ πολλὲς παρακλήσεις τοῦ πατρικίου Νικήτα, ἐξάδελφου τοῦ αὐτοκράτορος, ὁ ἅγιός μας δέχτηκε νὰ τὸν συνοδεύσει ὡς τὴν Πόλη, γιὰ νὰ προσφέρει τὶς εὐλογίες του στὸν αὐτοκράτορα ποὺ πολὺ τὶς ζητοῦσε. Μὲ δάκρυα ἀποχαιρέτησε τ᾿ ἀγαπημένα παιδιά του, μπῆκε στὸ πλοῖο καὶ ξεκίνησε. Ὅταν ἔφτασαν στὴ Ρόδο, ἕνα ὅραμα τὸν καλεῖ στὴν Κύπρο. «Ἔλα, μὴν ἀργεῖς, τοῦ εἶπε, ἕνας μεγαλόπρεπος καὶ φωτεινὸς ἄνδρας. Ἔλα! Ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλέων σὲ προσκαλεῖ».
Ὁ ἅγιος ἀντιλήφθηκε. Δὲν ἦταν ἀνάγκη νὰ πολυβασανίσει τὸ μυαλό του. Τὸν καλοῦσε ὁ Κύριος. Φώναξε τὸν ἄρχοντα καὶ τοῦ φανέρωσε τὸ ὅραμα:
- «Ἄρχοντά μου, τοῦ εἶπε. Σὺ θέλησες τὴν ἀναξιότητά μου νὰ παρουσιάσεις στὸν βασιλιὰ τῆς γῆς. Ὁ Βασιλιὰς τοῦ Οὐρανοῦ ὅμως δὲν τὸ θέλει. Μὲ προσκαλεῖ κοντά του».
Μὲ βαθιὰ συγκίνηση ὁ ἄρχοντας ἀποχαιρέτησε τὸν πνευματικό του πατέρα. Μὲ τιμὲς τὸν προπέμπει στὴν Κύπρο. Ἔξω ἀπὸ τὴ σημερινὴ Λεμεσὸ ἔγραψε τὴ διαθήκη του. Τὸ κείμενό της εἶναι σύντομο, μὰ πολὺ περιεκτικό. Σ᾿ αὐτὴν μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρει:
- «Σ᾿ εὐχαριστῶ, Κύριε καὶ Θεέ μου, γιατὶ μὲ ἀξίωσες, τὰ δῶρα ποὺ Σὺ μοῦ ἔδωσες, νὰ σοῦ τὰ προσφέρω πίσω. Σ᾿ εὐχαριστῶ, ἀκόμη ποὺ ἄκουσες τὴν προσευχή μου καὶ στὴν κατοχή μου τώρα ποὺ πεθαίνω δὲν ἔμεινε παρὰ «ἓν τρίτον νομίσματος», τὸ ὁποῖον προστάζω νὰ δοθεῖ στοὺς φτωχοὺς ἀδελφούς μου. Ὅταν μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔγινα ἐπίσκοπος τῆς Ἀλεξανδρείας, βρῆκα στὰ ταμεῖα τῆς ἐπισκοπῆς μου ὀκτὼ χιλιάδες περίπου λίτρες χρυσοῦ. Μὲ τὶς γενναιόδωρες προσφορὲς φιλοχρίστων ἀνθρώπων, κατόρθωσα νὰ συγκεντρώσω ἀμύθητα ποσά. Τὰ ποσὰ αὐτά, ἐπειδὴ ἤξερα, πὼς εἶναι δῶρα τοῦ βασιλέα τῶν ὅλων Χριστοῦ, τὰ ἐπέστρεψα μὲ ἐπιμέλεια καὶ προσοχὴ στὸν Θεό, στὸν ὁποῖο καὶ ἀνήκουν. Σ᾿ Αὐτὸν παραδίδω τώρα καὶ τὴν ψυχή μου».
Ὑπέροχα λόγια ἀληθινοῦ ἁγίου. Σὲ λίγο ἔκλεισε τὰ μάτια κι ἔφυγε γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἀμαθοῦντος κήδεψαν τὸ ἅγιο λείψανο μὲ δάκρυα καὶ τιμὲς στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Τύχωνος.
Νά τί πέτυχε μιὰ ἁγνὴ χριστιανικὴ καρδιά. Τὰ χρόνια θὰ ἐναλλάσσονται, μὰ τὸ παράδειγμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος θὰ μείνει πάντα ὁλοζώντανο καὶ φωτεινό, γιὰ νὰ διαλαλεῖ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες τί μπορεῖ νὰ πετύχει στὴ ζωὴ ἕνας καὶ μόνον ἄνθρωπος, ὅταν αὐτὸς εἶναι γνήσιος χριστιανὸς «θείω ζήλῳ πεπυρωμένος».
Στὴν ἐποχὴ αὐτὴ τοῦ ὑλισμοῦ καὶ ἀτομισμοῦ θερμὴ ἂς ἀναβαίνει καθημερινὰ ἀπὸ κάθε χριστιανικὴ καρδιὰ ἡ προσευχή: Τὸ παράδειγμα τοῦ φλογεροῦ ἐπισκόπου νὰ βρεῖ καὶ σήμερα μιμητές. Πολλοὺς τῆς ἐλεημοσύνης ἐργάτες καὶ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος γνήσιους μιμητές.
Οι Άγιοι Αθανάσιος Τοντοράν από το Μπικιτζίου,Βασίλειος Ντουμίτρου από το Μοκόντ,Μαρίν Γκριγόρε από την Ζάγκρα και ο Βασίλειος Οϊκι από το Τέλτσιου μαρτύρησαν στις 12 Νοεμβρίου 1763.Ήταν υπέρμαχοι της Ορθοδόξου πίστεως ενάντια στους Ουνίτες στα πατρικά τους εδάφη που είχαν υποδουλώσει οι Αυστριακοί.
Ο Αθανάσιος Τοντοράν γεννήθηκε στο Μπικιτζίου και γνώριζε γράμματα. Ήταν επικεφαλής της κοινότητας και ήταν αυτός που μάζευε τους φόρους.Σε νεαρή ηλικία υπηρετούσε στο σύνταγμα πεζικού που στάθμευε κοντά στη Βιέννη.Βλέποντας ότι δεν τον αφήνουν να φύγει λιποτάχτησε και επέστρεψε στο σπίτι του.Κατέφυγε στην Μολδαβία όπου υπηρέτησε κοντά στον ηγεμόνα Μιχαήλ Ρακόβιτσα,έχοντας τον βαθμό του λοχαγού,μέχρι τα 74 του χρόνια.
Ωστοσό για την παλιά εκείνη λιποταξία συνελήφθη και φυλακίστηκε.Όταν απελευθερώθηκε επέστρεψε στον τόπο καταγωγής του,στο Μπικιτζίου.
Μη υπάρχοντας Ορθόδοξος ιερέας στο χωριό αρνήθηκε επίμονα να κοινωνήσουν τον γιό του με άζυμα,όπως και να τον εξομολογήσει ένας ιερέας Ουνίτης.Ο γέρος έθαψε τον γιό του με το Ορθόδοξο τυπικό.Η κόρη του είχε πεθάνει όταν αυτός ήταν φυγάς
Το 1761-1762 διαπραγματεύθηκε με την κυβέρνηση της Βιέννης την στρατικοποίηση 21 κοινοτήτων της περιοχής της κοιλάδας του Μπικιτζίου.Πήρε διαβεβαιώσεις από την Βιέννη ότι μόλις μπουν στο συνοριακό σύνταγμα πεζικού θα παραχωρηθούν διευκολύνσεις στους Ρουμάνους. Ζήτησε όμως την ρητή διαβεβαίωση πως όσοι εισχωρήσουν σε αυτό το σύνταγμα δεν θα υποχρεωθούν να απαρνηθούν την Ορθόδοξη πίστη τους και να ασπαστούν τον Καθολικισμό,όπως για δεκαετίες ολόκληρες συνέβαινε με τους Ορθόδοξους Ρουμάνους της Τρανσυλβανίας,όπου με κάθε τρόπο προσπαθούσαν να τους κάνουν να ασπασθούν την ουνίτικη πίστη. Επιστρέφοντας ο Αθανάσιος κατάλαβε πως τίποτα απ'όσα τους υποσχέθηκαν στην Βιέννη δεν θα τηρούνταν.Έβλεπε ξεκάθαρα πως προσπαθούσαν να τους κάνουν να απαρνηθούν την πίστη τους,αλλά και πως ακόμη τους θεωρούσαν δούλους.
Στις 10 Μαίου 1763 οργανώθηκε ο αγιασμός του λαβάρου του νέου πεζικού συντάγματος και η ορκωμοσία.Από την Βιέννη είχε σταλεί ο στρατηγός Μπούκωβ για να ωθήσει τον αγώνα για επιβολή του Καθολικισμού. Όταν οι στρατιωτικοί ετοιμάζονταν να ορκιστούν,βγήκε μπροστά,πάνω στο άλογο του, ο γέρο- Αθανάσιος Τοντοράν,104 ετών τότε,και άρχισε να λέει:«Δυό χρόνια δεν έκαναν τίποτα απ'όσα υποσχέθηκαν.Είμαστε ακόμη δούλοι.Κανείς δεν πάρει όπλα.Δεν μπορούν αυτοί να περιπαίζουν την θρησκεία των προγόνων μας:Κάτω τα όπλα!» Τα θερμά λόγια του έδωσαν καρπούς.Όλοι πέταξαν κάτω τα όπλα τους ως ένδειξη ανυπακοής προς την Βιέννη Αμέσως άρχισαν οι ανακρίσεις για να βρεθούν οι υποκινητές της εξέγερσης.
Στις 12 Νοεμβρίου 1763 συγκεντρώθηκαν στο ίδιο μέρος για να εκτελέσουν τους υποκινητές της εξέγερσης του Μαίου.Τον Αθανάσιο Τοντοράν τον πάτησαν με μία ρόδα από πάνω εως κάτω και τον κομμάτιασαν.Το κεφάλι του το είχαν δέσει στην ρόδα. Μάζι με τον Αθανάσιο μαρτύρησαν και άλλοι ομολογητές.Τους Βασίλειο Ντουμίτρου ,Μαρίν Γκριγόρε και Βασίλειο Οϊκι μαζί με άλλους δεκαεννιά τους χτύπησαν με βέργες και πολλοί πέθαναν από τα χτυπήματα. Τα κεφάλια των θυμάτων τα κρέμασαν οι Αυστριακοί στις αυλόπορτες των σπιτιών των θυμάτων,ενώ κομμάτια από τα σώματα τους τα σκόρπισαν σε διάφορα σημεία της περιοχής.
Με τον μαρτυρικό του θάνατο ο Αθανάσιος έχυσε το αίμα του για την αγία πίστη των προγόνων του και για τα δικαιώματα των Ρουμάνων της Τρανσυλαβανίας.
Πηγή: Δοξολογία, Προσκυνητής, Τρελλογιάννης
ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΜΗΝΑ ΤΟΥ ΑΙΓΥΠΤΙΟΥ
καὶ
ΜΕΡΙΚΗ ΘΑΥΜΑΤΩΝ ΔΙΗΓΗΣΙΣ
Πολλῆς ὠφελείας καὶ σωτηρίας εἶναι πρόξενον, εὐλογημένοι Χριστιανοί, νὰ διηγῆταί τινας τῶν ἁγίων Μαρτύρων τοὺς ἀγῶνας καὶ τὰ κατορθώματα, καὶ οὐ μόνον ἐκεῖνος ὁποῦ τὰ διηγεῖται ὠφελεῖται, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀκούοντες ἔχουσι μέγα διάφορον εἰς τὴν ψυχήν τους. Διότι, ὅταν ἀκούῃ τις, πῶς ἐπολιτεύθη ὁ δεῖνα Ἅγιος, πῶς ἐμαρτύρησε, πῶς ἔχυσε τὸ αἷμα του ὑπὲρ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, παρακινεῖται καὶ ἐκεῖνος πρὸς μίμησιν καὶ πάντοτε προθυμεῖται ὁ τοιοῦτος, ἐὰν ἔλθῃ καιρὸς νὰ ὑπομείνῃ καὶ αὐτὸς τὰ ὅμοια. Πάντων μὲν οὖν τῶν ἐνδόξων Μαρτύρων, ὡς εἶπον, αἱ διηγήσεις δίδουσι μέγα διάφορον εἰς τὴν τοῦ διηγουμένου ψυχὴν καὶ εἰς τὴν τῶν ἀκουόντων, ἐξόχως δὲ τοῦ ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Μηνᾶ, τοῦ σήμερον ἑορταζομένου, ἡ διήγησις πολλὴν ὠφέλειαν ψυχικὴν δύνεται νὰ δώσῃ καὶ εἰς τὸν λέγοντα καὶ εἰς τοὺς ἀκούοντας. Διὰ τοῦτο, εὐσεβέστατοι Ἄρχοντες, γενῆτε πρόθυμοι εἰς τὴν ἀκρόασιν τῆς διηγήσεως, καὶ δεήθητε καὶ ἐσεῖς τοῦ Ἁγίου, νὰ μὲ δώσῃ λόγον ἱκανὸν νὰ διηγηθῶ τὸ Μαρτύριόν του καὶ τὰ θαύματά του.
Διότι ἐγὼ ἔπαθα ὥσπερ εἷς πτωχὸς ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἀποτολμήσας νὰ φιλεύσῃ τὸν Βασιλέα μὲ ὅλον του τὸ στράτευμα, πῶς εἰς τὰ ὕστερα ἀνάγκη νὰ ἐντραπῇ, ὅτι δὲν δύνεται νὰ ἔχῃ τόσην ὑπηρεσίαν, οὐδὲ φαγητὰ ἄξια διὰ βασιλέα καὶ τόσον λαόν. Τὸ αὐτὸ συνέβη καὶ εἰς ἐμέ ἐπειδὴ ἐγὼ μὲν εἶμαι πτωχὸς εἰς τὸν λέγειν καὶ ἀδύνατος νὰ διηγοῦμαι τοιούτου μεγάλου Ἁγίου μαρτύριον. ἡ δὲ αὐθεντία σας ὡς βλέπω, ἔχετε μεγάλην προθυμίαν νὰ ἀκούετε, καὶ ἀναμένετε ὅλοι σας νὰ φιλευθῆτε πνευματικῶς ἀπὸ ἑνὸς πτωχοῦ στόμα. Διὰ τοῦτο γοῦν, παρακαλῶ τὴν ἀντίληψίν σας, δεηθῆτε τοῦ θεοῦ, ἵνα διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἑορταζομένου Ἁγίου, δώσης μοι λόγον πρέποντα ἐν ἀνοίξει τοῦ στόματος, διότι βούλομαι νὰ ἀρχίσωι τὴν περὶ τοῦ Ἁγίου διήγησιν, καὶ ἀκούσατε τὴν προθύμως, ἵνα λάβητε καὶ τὸν ἄξιον μισθὸν παρ᾿ αὐτοῦ.
Μετὰ τὴν ἔνσαρκον οἰκονομίαν τοῦ Χριστοῦ, ὡς τριακοσίους χρόνους, ἦσαν δύο τινὲς βασιλεῖς κατὰ πολλὰ ἀσεβεῖς καὶ Χριστιανομάχοι, ὁ Διοκλητιανός, λέγω, καὶ ὁ Μαξιμιανός, τὸ ζεῦγος τοῦ διαβόλου, καὶ ὁ μὲν Διοκλητιανὸς ἐβασίλευεν εἰς τὴν Ἀνατολὴν πᾶσαν, ὁ δὲ Μαξιμιανός, ὁ ὁποῖος εἶχε γυναῖκα τὴν θυγατέρα τοῦ Διοκλητιανοῦ τούτου, ἐβασίλευεν εἰς τὴν Δύσιν. Τοιαύτην γοῦν βουλὴν ἐβάλασιν οἱ ἀσεβέστατοι, καὶ τοῦτο ἦτο τὸ ἔργον τους, ὅτι παντελῶς νὰ σβήσουν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ ἀφανίσουσι τὸ γένος τῶν Χριστιανῶν, διότι οὐδὲ πόλεις εἶχαν εἰς τὸν νοῦν τοὺς νὰ αὐγατίσουν εἰς τὴν ἐξουσίαν τούς, οὐδὲ ἔθνη ἤθελαν νὰ ὑποτάξουν εἰς τὴν βασιλείαν τους, μόνον ἕνα σκοπὸν ἀσεβέστατον καὶ ἕνα; ἔργον παρανομώτατον, εἶχον νὰ τυραννοῦσι τοὺς Χριστιανούς. Τότε τί κακὸν δὲν ἐγίνετο εἰς τοὺς ἀγαπῶντας τὸν Χριστόν; ἐστενοχωροῦντο αἱ φυλακὲς ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν καθ᾿ ἑκάστην τιμωρουμένων Χριστιανῶν, τὰ σπίτια ὁποῦ εἶχον οἰκοκυροὺς Χριστιανούς, ἐρημώνοντο, αἱ ἐρημίαι καὶ τὰ ὄρη ἐγίνοντο ὡσὰν κάστρη ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν Χριστιανῶν ὁποῦ ἔφευγαν ἐκεῖ.
Οἱ πτωχοὶ Χριστιανοί, καὶ φίλοι τῆς ἀληθείας, ὡσὰν νὰ ἤθελαν κάμῃ μέγα τίποτες πταίσιμον, ἔτσι ἐπαιδεύοντο, τὰ χρήματα τῶν Χριστιανῶν ἐδιαρπάζοντο ἐκ τῶν Ἑλλήνων, οἱ νόμοι τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως διελύοντο. Διότι οἱ πατέρες οἱ Ἕλληνες ἐπρόδιδαν τοὺς υἱοὺς τοὺς ὁποῦ ἐπιστευαν τὸν Χριστόν, εἰς θάνατον, οἱ παῖδες ὁμοίως ἐγκαλοῦσαν τοὺς πατέρας ὡς Χριστιανούς, καὶ σχεδὸν εἰπεῖν, σκότος καὶ σύγχυσις μεγάλη ἦτον εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Διότι οἱ μὲν ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ ἐπαῤῥησιάζοντο, καὶ οἱ δαίμονες ὡς θεοὶ ἐπροσκυνοῦντο, οἱ δὲ φίλοι τῆς ἀληθείας Χριστιανοὶ ἐδιώκοντο, καὶ ὁ ἀληθὴς Θεὰς ὁ Χριστὸς ὡς πλάνος ἐνυβρίζετο. Τότε τινὲς ὑπήγαιναν φανερὰ καὶ ὁμολογοῦσαν τὸν Χριστὸν Θεὸν ἀληθῆ, καὶ μὲ πολλὰ βάσανα ἀπέθνησκαν, ἄλλοι δὲ πάλιν διὰ τὸν φόβον τῶν βασάνων ὑπήγαιναν καὶ ἀρνοῦντο τὸν Χριστόν, καὶ ἐθυσίαζον τοῖς εἰδώλοις, ὅσοι δὲ μήτε νὰ μαρτυρήσουν ἐδύναντο, μήτε νὰ γένουν Ἕλληνες ἤθελον, ἔφευγαν εἰς τὰ ὄρη καὶ εἰς τὰ σπήλαια, καὶ ἐκρύβοντο ἐκεῖ, ἀναμένοντες τὸν καιρόν, ὅσον νὰ γνωρίσουν ὅτι εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ παῤῥησιασθοῦσι.
Τότε δὴ τότε καὶ ὁ θαυμαστὸς οὗτος Μηνᾶς, ὁ τὴν ἀρετὴν περιβόητος, ἔλαμπε ὥσπερ ἥλιος, πατρίδα μὲν εἶχε τὴν Αἴγυπτον, ἥτις τανῦν ὀνομάζεται Μυσύριον, προγόνους δὲ καὶ πατέρα εἶχεν ἀσεβεῖς κατὰ τὴν θρησκείαν καὶ ὅλως διόλου τετυφλωμένους εἰς τὴν Ἑλληνικὴν πλάνην. καὶ ὅμως, ἀπὸ τοιούτους γονεῖς γεννηθεὶς ὁ Ἅγιος, ἐχρημάτισε δοῦλος τοῦ Χριστοῦ ἐκλεκτός, καὶ ἦτον ὡσὰν τὸ τριαντάφυλλον, ὁποῦ γίνεται μὲν ἀπὸ τὴν ἀκανθώδη τριανταφυλλέαν, πάντες δὲ τὸ ὀρέγονται. Ἀφόντις γοῦν ἀνετράφη ὁ ἅγιος καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἡλικίαν τῶν ἀνδρῶν, ἀπεγράφη εἰς τὴν τάξιν τῶν στρατιωτῶν καὶ ἦτον καὶ αὐτὸς εἷς στρατιώτης τοῦ Μαξιμιανοῦ, μὲ ἄλλους πολλοὺς στρατιώτας, οἱ ὁποῖοι ἦτον μὲν εἰς τὸ τάγμα, ὅπερ ὠνομάζετο Ῥουταλιακόν, εἶχον δὲ πρῶτον ἀπάνω του ταξίαρχον ἄνθρωπόν τινα Φιρμιλιανὸν ὀνόματι, ἀπὸ ὅλους δὲ τοὺς στρατιώτας τοῦ τάγματος ἐκείνου ἐνδιάφερεν ὁ Ἅγιος καὶ εἰς τὴν ἡλικίαν τοῦ κορμίου, καὶ εἰς τὴν εὐμορφίαν καὶ εἰς τὴν ἀνδρείαν τῶν χειρῶν, ἀλλὰ καὶ δὴ εἰς τὴν φρόνησιν· ἀπ᾿ αὐτὸ ἦτον καὶ γνώριμος εἰς τοὺς πολλοὺς καὶ εἶχεν ὄνομα ἐπαινετόν.
Ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἀρκοῦσιν εἰς τοσοῦτον, ἂς ἐλθοῦμεν δὲ εἰς τὸν τρόπον τῆς μαρτυρίας του. Κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ὁ ταξίαρχος Φιρμιλιανὸς συνάξας τοὺς στρατιώτας του ὑπῆγεν εἰς ἕνα κάστρον τῆς Μπαρμπαρίας γιὰ τὸ φυλάττῃ, Κοτυάειον λεγόμενον, τὸ ὁποῖον εἶναι εἰς τὰ σύνορα τῆς Φρυγίας Σαλουταρίας. Ἀνάμεσα δὲ εἰς ἐκείνους τοὺς στρατιώτας ἦτον, ὡς εἶπον καὶ ὁ Ἅγιος οὗτος Μηνᾶς. Μίαν δὲ τῶν ἡμερῶν, ὡς ἤκουσε τοὺς ὁρισμοὺς τοῦ βασιλέως ὁποῦ τοὺς ἐδιαλαλούσαν, πῶς οἱ τοιοῦτοι στρατιῶται νὰ πιάνουσι τοὺς Χριστιανοὺς νὰ τοὺς τυραννούσιν ἐμίσησε τὸ τοιοῦτον ἀσεβέστατον πρόσταγμα καὶ ἔῤῥιψε μὲν τὴν ζώνην τὴν στρατιωτικήν, ἡ ὁποία; ἦτον σημεῖον κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν εἰς τοὺς στρατιώτας, ἐπῆγε δὲ εἰς τὸ ὄρος, ὁποῦ ἦτον ἀπάνωθεν τοῦ Κοτυαείου, καὶ ἐκεῖ ἀσκήτευε. Διότι καλλία προέκρινε νὰ κατοικῇ μὲ τὰ θηρία παρὰ νὰ εὑρίσκεται μὲ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ εἰδωλολάτρας.
Ἐκεῖ γοῦν διατρίψας ὁ Ἅγιος ἱκανὸν καιρόν, καὶ νηστείαις καὶ ἀγρυπνίαις εὐαρεοτήσας τῷ Θεῷ, εἶδε καὶ ἀπσκάλυψιν, ὅτι καιρὸς εἶναι νὰ μαρτυρήσῃ, διὰ τοῦτο ἐφύλαξε μίαν ἡμέραν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐκάμνασι πανήγυροιν μεγάλην οἱ ἄνθρωποι τοῦ Κοτυαείου, μὲ θυσίας, μὲ χοροὺς μὲ παιγνίδια καὶ πηλαλήματα ἀλόγων καὶ μὲ ἀλλες θεραπεῖες τῶν δαιμόνων. Εἰς αὐτὴν γοῦν γνωρίσας ὁ Ἅγιος ὅτι εἶναι κόσμος πολὺς συναγμένος, καὶ πάντες ὠφεληθῇ θέλουσι, καὶ μάλιστα πολλοὶ κρύφοι χριστιανοὶ ἀπὸ τὴν μαρτυρίαν του, ὑπῆγεν εἰς τὸ μέσον τῆς ἑορτῆς καὶ ἐκάθισεν εἰς ἕνα τόπον ὑψηλόν, εἰς τὸν ὁποῖον ἔμελλον νὰ ἰδοῦσι, πολλοί, καὶ μετὰ μεγάλης φωνῆς ἔκραξε λέγοντας. Ἰδοὺ ἐγώ, δίχως νὰ μὲ ζητῆτε, ἦλθον· καὶ δίχως νὰ μὲ γυρεύετε, εὑρέθην, ἀσεβέστατοι. Γνωρίσετε καλά, ὅτι εἷς εἶναι ἀληθὴς Θεός, ὁ Χριστός, αὐτὰ δὲ ὁποῦ προσκυνεῖτε ἐσεῖς καὶ λατρεύετε εἶναι ξύλα κωφὰ καὶ ἀναίσθητα.
Ὅσοι γοῦν ἤκουσαν τὴν τοιαύτην φωνὴν τοῦ Ἁγίου, ὅλοι ἐσύνδραμαν πρὸς αὐτὸν νὰ ἰδοῦσι τίς εἶναι, καὶ πλέον τόσον δὲν τοὺς ἔκαμε χρεία νὰ ἀκούουσι τὰ παιγνίδια ἢ νὰ βλέπουσι τοὺς χορούς, ὅσον ἐθαύμαζαν τὸν Ἅγιον, πῶς ἀπετόλμησεν εἰς τόσον πλῆθος Ἑλλήνων νὰ παῤῥησιασθῇ μὲ τοιούτους λόγους. Ὅσοι μὲν γοῦν ἦσαν ἐκεῖ κρύφοι Χριστιανοὶ ἐχάρηκαν εἰς τὴν παῤῥησίαν τοῦ Ἁγίου, οἱ δὲ ἀσεβέστατοι Ἕλληνες ἔτριζαν τοὺς ὀδόντας ἕνας τὸν ἄλλον, ἐσυνερίζοντο, ποῖος νὰ πιάσῃ πρῶτος τὸν Ἅγιον διότι ἐθαῤῥοῦσαν, ὅτι θέλει φύγῃ ὁ Ἅγιος, δὲν ἐκαταλάμβαναν οἱ πεπλανημένοι, ὅτι ἑκουσίως ἦλθεν εἰς τὸ μαρτύριον, ὥσπερ καὶ ὁ Χριστός μου ποτε εἰς τὸν Σταυρόν. Τί τὸ ἐντεῦθεν; σύροντες, δέρνοντες, ἔφεραν τὸν Ἅγιον ἔμπροσθεν τοῦ ἡγεμόνος τῆς πόλεως, ὁ ὁποῖος ἐκαλεῖτο μὲν Πύῤῥος, ἔτυχε δὲ τότε καθήμενος ἐφ᾿ ὑψηλοῦ θρόνου, διὰ νὰ βλέπῃ τὸ θέατρον. Ὡς δὲ εἶδε τὸν Ἅγιον ἀπὸ κοντά, εὐλαβήθη τὰ σχῆμα του καὶ τὴν ἡλικίαν του, διότι ἦτον τότε ὁ Ἅγιος ὡς πεντήκοντα ἐτῶν καὶ εἶχε πρόσωπον καὶ σχῆμα ἄξιον εὐλαβείας, διὰ τοῦτο δὲν ἐπίασε μετὰ κακίας νὰ τὸν ἐξετάζῃ, ἀλλὰ ἐσχηματίσθη μὲ ἡμερότητα καὶ μετὰ γλυκολογίας ἀρχισε νὰ ἐρωτᾷ τὸν Ἅγιον πόθεν εἶναι καὶ τίς εἶναι καὶ ἀπὸ ποίαν θρησκείαν.
Πρὸς ταῦτα ὁ Ἅγιος πατρίδα μέν, εἶπεν, ἔχω τὴν Αἴγυπτον, καλοῦμαι δὲ Μηνᾶς, ἤμουν δὲ καί ποτε στρατιώτης, ἀλλ᾿ ὅμως μὲ τὸ νὰ εἶστε ἀσεβεῖς καὶ εἰδωλολάτραι ἄφησα τὴν τιμήν σας καὶ ἤμουν εἰς τὸ ὄρος κεκρυμμένος Χριστιανός, τώρα δὲ ἦλθα νὰ παῤῥησιασθῶ ἐνώπιον πάντων, νὰ ὁμολογήσω τὸν Χριστόν μου, ὡς Θεὸν ἀληθινόν, ἵνα καὶ αὐτὸς ὁμολογήσῃ με ὡς δοῦλον αὐτοῦ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, καθὼς τὸ ὥρισε καὶ μόνος του, ὅστις μὲ ὁμολογήσει ἐμποσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ὁ ἡγεμὼν πλέον δὲν ἐδυνήθη νὰ στέκεται εἰς τὰ πλαστὸν σχῆμα τῆς ἡμερότητος. ἀλλὰ μετὰ μεγάλης μανίας καὶ ὀργῆς ἐπρόσταξε νὰ βάλουσι τὸν Ἅγιον εἰς τὴν φυλακήν, ἕως οὗ τὸ ταχὺ νὰ συλλογισθῇ μὲ τί βάσανα νὰ τὸν θανατώσῃ, καὶ τὴν μὲν ἡμέραν ἐκείνην ἐπέρασεν ἡ μιαρὰ πανήγυρις τῶν Ἑλλήνων, τὸ δὲ ταχὺ ὁ ἄρχων ἐκεῖνος Πύῤῥος, θυμωμένος ὢν περισσὰ κατὰ τοῦ Ἁγίου, ὥρισε νὰ τὸν ἐβγάλουσιν ἀπὸ τὴν φυλακήν.
Καὶ πρῶτον μὲν ἔλεγεν, ὡς μέγα ἔγκλημα κατὰ τοῦ Ἁγίου, πῶς ἀπετόλμησεν εἰς τόσον πλῆθος νὰ εἴπῃ τοιαῦτα λόγια, διότι καταφρόνησιν εἰδικήν του εἶχε τὴν παῤῥησίαν τοῦ Ἁγίου, πῶς δὲν τὸν ἐφοβήθη, ἀλλὰ ἐσύντυχεν ἐχθὲς τοιούτους λόγους, ἔπειτα δὲ τὸν ὠνείδιζε, καὶ πῶς ἄφησε τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ βασιλέως· ὁ δὲ Ἅγιος εἰς αὐτὸ μάλιστα χαίρων, καὶ συλλογιζόμενος πῶς δὲν τὸν ἐδειλίασε, ἀπεκρίθη. Ναὶ ἡγεμών, ἔτσι πρέπει τὸν Χριστόν μου νὰ ὁμολογοῦμεν φανερὰ καὶ παῤῥησιασμένα, ὅτι εἶναι φῶς. Νὰ μὴν φοβούμεστε, καθὼς ἐκεῖνος εἶπεν, ἀπὸ τῶν ἀποκτεινόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ζημιῶσαι, ἀλλὰ νὰ τὸν κηρύττωμεν καὶ στόματι καὶ καρδίᾳ, διότι καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔτσι μᾶς ἐδίδαξε λέγοντας. Καρδία μὲν πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν.
Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ὁ ἡγεμὼν εἰς πολλοὺς σκοποὺς ἐμεταγύρισεν, ποτὲ μὲν ἐφοβέριζε, ποτὲ δὲ ἐκαλοπίανε τὸν Ἅγιον, ἤθελε μὲν νὰ τὸν παιδεύσῃ, ἀλλ᾿ ὅμως ἐσυλλογίζετο, ὅτι αὐτὸς ὁποῦ θεληματικῶς ἐπαῤῥησιάσθη, οὐδὲ θέλει πονέσει. Τέλος πολλὰ συλλογιζόμενος, ἔβαλεν εἰς τὸν νοῦν του, ὅτι πρῶτον νὰ τὸν καλοπιάσῃ μὲ λόγους εἰρηνικούς, ἴσως νὰ τὸν καταπείση, καὶ λέγειν του· βλέπω σε, ὦ Μηνᾶ, ὅτι δὲν εἶσαι νέος ἄτακτος καὶ μωρός, νὰ μὴ ἠξεύρῃς τὸ συμφέρον σου, ἀλλὰ ἰδοὺ ἔχεις ἡλικίαν γεροντικήν, μὴ γοῦν κάμῃς ὡς μωρὸς καὶ καταφρονήσῃς ἐτούτην τὴν γλυκυτάτην ζωήν, καὶ διαλέξεις τὸν θάνατον, τὸ μισητὸν πρᾶγμα καὶ ὄνομα, ἀλλ᾿ ὡς φρόνιμος συλλογίσου τὸ καλλίτερον, καὶ ἔλα γενοῦ συγκοινωνὸς μετ᾿ ἐμᾶς, καὶ ἔχε τὴν πρώτην σου τάξιν· καὶ ἐὰν μᾶς ἀκούσῃς, καὶ ὁ βασιλεὺς ὁ πολυχρονεμένος θέλει σε τιμήσει πλέον περισσότερον καὶ θέλεις μένει τιμιώτερος καὶ φημισμένος εἰς τὸ γένος σου, καὶ πᾶς ἕνας θέλει σε ἐπαινέσει, μάλιστα δὲ καὶ οἱ εὔσπλαχνοι θεοὶ θέλουν σε συγχωρήσῃ, ἐὰν καὶ τοὺς ὕβρισες χθές.
Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ὁ Ἅγιος, πρῶτον μὲν ἐγέλασεν εἰς τοὺς λόγους τοῦ ἡγεμόνος, ἔπειτα δὲ ἀπεκρίθη καὶ εἶπε, δὲν εἶναι κανένα πρᾶγμα, ὦ ἡγεμών, μηδὲ καμμία βάσανος, ὁποῦ νὰ μὲ χωρίσῃ ἐμένα ἀπὸ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ μου, καὶ ἐὰν θέλῃς νὰ τὸ εἰδῂς καὶ μὲ ἔργον, κάμε εἴτι παίδευσιν θέλεις, νὰ σὲ ἔχω καὶ χάριτας. Ἀφόντις ἤκουσεν ὁ Πύῤῥος τοὺς τοιούτους λόγους, πλέον κρατημὸν δὲν εἶχεν, ἀλλὰ παρευθὺς μὲ κακίαν πολλὴν εἶπε πρὸς τοὺς στρατιώτας, πιάσατε τὸ μιαρὸν τοῦτον, καὶ τανύσετε τὸν κατὰ γῆς εἰς τέσσαρα, ἔπειτα ἐπάρτε νεῦρα ὠμὰ βοῶν, καὶ δέρνετέ τον ἀσυμπάθητα, ἕως οὗ νὰ ἀπολαύσῃ ἐκεῖνο ὁποῦ ζητεῖ. Δὲν ἐπρόφθασεν ὁ Πύῤῥος νὰ εἴπῃ τὸν λόγον, καὶ παρευθὺς ἐγίνετο τὰ πρόσταγμα. Τί γοῦν ὁ Ἅγιος; ἐκεῖ ἔδειξε τὴν ὑπομονήν του, ἐκεῖ ἔδειξε τὴν καρτερίαν του, εἶπες ὅτι ἄλλος ἐπαιδεύετο.
Ἔτσι ἐφαίνετο ὁ Ἅγιος ὅλος χαρούμενος, ὅλος εὐφραινόμενος, δύο καὶ τρεῖς φορὲς ἀλλάχθησαν οἱ στρατιῶται, καὶ ὅμως ὁ Ἅγιος ὁ αὐτὸς ἦτον, τόσην δὲ ἀνδρείαν ἔδειξεν ὁ Ἅγιος, ὅτι ὅλοι ἐθαύμαζαν, ὄχι τόσον εἰς τὴν πρώτην ἀποκοτίαν του, ὅσον εἰς τὴν τοιαύτην ὑπομονήν. Ἕνας δὲ φίλος παλαιὸς τοῦ Ἁγίου, στρατιώτης καὶ αὐτὸς ὀνόματι Πηγάσιος, βλέποντας τὸ κορμὶ τοῦ Ἁγίου πῶς μέλλει νὰ σκορπίσῃ ἀπὸ τὰς πληγάς, ὑπῆγεν ὡς λυπούμενος πρὸς τὸν Ἅγιον, καὶ λέγει τόν, δὲν βλέπεις ὦ ἄνθρωπε, ὅτι ὅλος ἐδιελύθης; πῶς τὰ κρέατά σου κολλοῦσιν εἰς τὰ λουριά; πῶς εἰς ὀλίγην ὥραν μέλλει ἀδίκως νὰ θανατωθῇς, εἰπὲ ὅτι θυσιάζεις, καὶ ὁ Θεὸς θέλει βοηθήσῃ, ὅτι δὲν τὸ κάμνεις μὲ τὸ θέλημά σου, ἀλλὰ μὲ τὸ στανέος σου διὰ τὰς ἀφορήτους πληγάς. Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ὁ Ἅγιος ἐγύρισε μὲ βλέμμα φοβερόν, καὶ λέγει τον, ἀποστῆτε ἀπ᾿ ἐμοῦ πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν, λεῖψε ἀπὸ ἐμένα, ἐχθρὲ τῆς ἀληθείας, καὶ ὄχι φίλε μου. Διότι ἐγὼ τὸν Χριστόν μου ἐθυσίασα καὶ θέλω θυσιάσει, ὁ ὁποῖος εἶναι καὶ βοηθός μου, καὶ τὲς πληγὲς ἐτοῦτες μὲ δυναμώνει νὰ τὲς ὑπολαμβάνω διὰ τρυφὴν καὶ χαράν.
Ταῦτα βλέπωντας ὁ δικαστής, καὶ πλέον ἀνάπτων εἰς τὸν θυμὸν πάλιν ἐπενόησεν ἄλλην μεγαλυτέραν βάσανον κατὰ τοῦ Ἁγίου, καὶ παρευθὺς ἐπρόσταξε νὰ τὸν δέσουν ὑψηλὰ τανυοτὸν εἰς ἕνα ὀρθὸν ξύλον, καὶ πάρουν σιδερένια ὀνύχια, τὰ ὁποῖα τὰ εἶχαν ἐπὶ τὸ αὐτό, νὰ τυραννοῦσι τοὺς Χριστιανούς, καὶ μετ᾿ ἐκεῖνα νὰ ξέουσι δυνατὰ τὸ κορμὶ τοῦ Ἁγίου, ἕως οὗ νὰ φανοῦσι καὶ τὰ ἐντόσθιά του. Ταύτης γοῦν τῆς βασάνου γενομένης, ὁ δικαστὴς ἐκεῖνος, ὁ θὴρ μᾶλλον ἢ ἄνθρωπος, ὥσπερ ἀναγελῶντας τὸν Ἅγιον εἶπεν· ἐγνώρισες εἰς τὸ κορμί σου, ὦ Μηνᾶ, ὀλίγην παίδευσιν, νὰ φρονιμεύσῃς, ἢ ἀκόμη θέλεις νὰ σὲ αὐγατίσωμεν καὶ ἄλλην τιμωρίαν, εἰς χαράν σου καὶ ἀγαλλίασιν; Ὁ Μάρτυς εἶπεν, ὤ! τί βάνεις εἰς τὸν νοῦν σου, ὦ ἀνόητε δικαστά, μὲ τέτοια παιγνίδια νὰ μεταγυρίσῃς ἐμένα ἀπὸ τὴν πίστιν μου, ἢ μὲ τοιαύτας βασάνους, νὰ διασείσῃς τὸν στερεὸν πύργον τῆς ὁμολογίας μου; Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ὁ ἡγεμών, ὥρισε τοὺς στρατιώτας του, πλέον περισσότερον νὰ ξοῦσι τὸν Ἅγιον, καὶ πρὸς αὐτὸν εἶπεν· ἄφες τὴν κακὴν ἀποκοτίαν, ὦ Μηνᾶ, καὶ ὑπόταξον τῷ μεγάλῳ βασιλεῖ Μαξιμιανῷ. Ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη, διὰ νὰ μὴν ἠξεύρῃς ποῖος εἶναι ὁ βασιλεὺς ὁποῦ ὁμολογῶ ἐγώ, διὰ τοῦτο λέγεις νὰ τὸν ἀρνηθῶ, νὰ ὑποταχθῶ τῷ φθαρτῷ καὶ γηίνῳ βασιλεῖ. Ἀλλὰ ἐγὼ δὲν ἀρνοῦμαι τὸν ἀληθινὸν Βασιλέα, ὅστις δίδει πνοὴν καὶ ζωὴν πᾶσι τοῖς ἐν τῇ γῇ, καὶ ἔδωκε καὶ τὴν ἐξουσίαν τοῖς βασιλεῦσι. Ὁ δὲ δικαστὴς οὐχὶ θέλων μαθεῖν ἀλλὰ προσποιούμενος, ὅτι δὲν γνωρίζει, τίνα λέγει ὁ Ἅγιος, εἶπε καὶ ποῖος εἶναι αὐτός, ὦ Μηνᾶ, ὁποῦ δίδει τὴν ἐξουσίαν τοῖς βασιλεῦσι καὶ εἶναι καὶ βασιλεὺς πάσης τῆς κτίσεως;
Ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι, ὁ τοῦ Θεοῦ Υἱός, ὁ πάντοτε ζῶν καὶ διαμένων, εἰς τὸν ὁποῖον ὑποτάσσονται πάντα τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐν τῇ γῇ. Ὁ δικαστὴς εἶπε, καὶ δὲν ἠξεύρεις, ὦ Μηνᾶ, ὅτι διὰ αὐτὸ τὸ ὄνομα ὁποῦ λέγεις, κακιώνουσιν οἱ πολυχρονημένοι βασιλεῖς, καὶ προστάζουσι νὰ σὰς παιδεύωμεν ἀνηλεῶς; Ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη, ἂς κακίζουσιν οἱ βασιλεῖς, ὦ δικαστά, ἐμένα δὲν μὲ μέλει, οὐδὲ τοὺς βάνω εἰς τὸν νοῦν μου, ἐγὼ ἕνα σκοπὸν ἔχω, νὰ ἀποθάνω εἰς τὴν καλὴν ταύτην ὁμολογίαν, τὰς δὲ βασάνους σου καὶ τοὺς φοβερισμοὺς τῶν βασιλέων τοὺς βάνω εἰς τὸν νοῦν μου ὡσὰν μικροῦ παιδίου λόγια. Διότι, ὡς λέγει καὶ ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος. Τίς μᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ; θλίφις, ἡ στενοχώρια, ἡ λιμός, ἡ διωγμός, ἡ μάχαιρα;
Ταῦτα ὁ μὲν Ἅγιος ἔλεγεν, ὁ δὲ μιαρὸς δικαστὴς ἀκούοντας ταῦτα πλέον περισσότερον ἐθυμώθη, καὶ προστάζει τοὺς στρατιώτας νὰ πάρουν τρίχενα σακκία, νὰ τρίβουν δυνατὰ τὸ κρέας τοῦ Ἁγίου τὸ ἐξυσμένον. Τούτου δὲ γενομένου, ὁ Ἅγιος ἔλεγε, σήμερον ἀποδύομαι τοὺς δερματίνους τῆς ἁμαρτίας χιτῶνας καὶ ἐνδύομαι τὸ φωτεινὸν φόρεμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Πάλιν ὁ δικαστὴς βλέπων ὅτι καὶ ταύτην τὴν βάσανον ὁ Ἅγιος ὡς παίγνιον τὴν ὑπολαμβάνει ἐπρόσταξε νὰ πάρουν λαμπάδας ἀναμμένας, νὰ κατακαίουν ὁλόγυρα τὸ κορμὶ τοῦ Ἁγίου, ἀλλὰ καὶ εἰς αὐτὴν τὴν βάσανον ὁ Ἅγιος ἔλεγεν, ἔχω τὸν Χριστόν μου βοηθόν, ὁποῦ ὥρισε νὰ μὴ φοβούμεστεν ἀπὸ τῶν ἀποκτεινόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτείναι. Ταῦτα ἀκούων ὁ δικαστὴς καὶ βλέπων ὅτι πλέον δὲν δύνεται μὲ ἄλλην βάσανον νὰ ἐπιστρέψῃ τὸν Ἅγιον ἐπρόσταξε νὰ τὸν κατεβάσουν ἀπὸ τὸ ξύλον καὶ νὰ τὸν ὑπάγωσιν ἔμπροσθέν του.
Ἔπειτα τὸν λέγει, εἰπὲ μέ, ὦ Μηνᾶ, πόθεν σὲ ἦλθεν ἡ τοσαύτη σοφία τῶν γραμμάτων, νὰ ἀποκρίνεσαι οὕτως, σὺ ὁποῦ χθὲς καὶ προχθὲς ἤσουν στρατιώτης, εἰς πολέμους καὶ φόνους μαθημένος; Ὁ ἅγιος ἀπεκρίθη· ὁ Θεός μου, ἡ ἀληθὴς σοφία τοῦ Πατρός, αὐτὸς μὲ ἐσόφισεν, ὢ δικαστά, νὰ ἐλέγξω τὴν ἀθεότητά σου. Διότι αὐτὸς ἔτσι ὥρισεν, ὅταν ὑπάγετε ἔμπροσθεν βασιλέων καὶ τυράννων διὰ τὸ ὄνομά μου, μὴ μεριμνήσητε πῶς ἢ τί λαλήσητε, δοθήσεται γὰρ ὑμῖν ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ σοφία, ᾗ οὐ δυνήσονται ἀντιστῆναι πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῆς». Ὁ ἡγεμὼν εἶπε, καὶ τάχατες ἤξευρεν ὁ Χριστός σας, πῶς μέλλετε οἱ Χριστιανοὶ νὰ πεθαίνετε ἀπὸ ἡμᾶς; Ὁ ἅγιος ἀπεκρίθη· ἐπειδὴ Θεὸς Θεὸς ἀληθὴς εἶναι, ἀνάγκη νὰ τὸ ἤξευρε. Διότι αὐτὸς εἶναι καὶ καρδιογνώστης τῶν ἀνθρώπων καὶ προγνώστης τῶν μελλόντων, ἐξ οὗ καὶ ἡ κτίσις πᾶσα ἐγένετο, καὶ εἶναι φανερὴ ἐνώπιόν του.
Πρὸς ταῦτα ὁ δικαστὴς μὴ δυνάμενος ἀποκριθῆναι εἶπεν, ἄφες τὰς ματαιολογίας καὶ περισσολογίας, ὦ Μηνᾶ καὶ διάλεξε ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, ἢ τὴν τοῦ Χριστοῦ σοῦ ὁμολογίαν, ἢ τὴν μετ᾿ ἐμᾶς διαγωγήν. Ὁ ἅγιος ἀπεκρίθη, μὲ τὸν Χριστόν μου καὶ ἤμουν καὶ εἶμαι καὶ θέλω εἶσθαι. Ὁ δικαστὴς εἶπε. λυποῦμαί σε, ὦ Μηνᾶ, νὰ σὲ θανατώσω τοιοῦτον ἄνθρωπον ὄντα· ὅμως ἔχε ἄδειαν εἰς μίαν ὥραν, νὰ συλλογισθῇς τὸ καλλίτερόν σου. Ὁ ἅγιος ἀπεκρίθη, κἂν δέκα χρόνους μὲ ἀφήσῃς, ὦ δικαστά, ἐγὼ ἄλλην βουλὴν δὲν μεταβουλεύομαι, μόνον τοῦτο ἠξεύρω, νὰ κηρύττω τὸν Χριστόν μου Θεὸν ἀληθινόν, τοὺς δὲ θεοὺς τῶν Ἑλλήνων νὰ τοὺς ὀνομάζω ξύλα κωφὰ καὶ ἀναίσθητα, καὶ δαίμονας μᾶλλον εἰπεῖν ἀκαθάρτους ἢ θεούς.
Ἐπὶ τούτοις ὁ δικαστὴς μεγάλως θυμωθεὶς ἐπρόσταξε νὰ σκορπίσουν εἰς τὴν γῆν τριβόλια σιδηρένια, τὰ ὁποῖα τὰ εἶχεν ἐπὶ τὸ αὐτό, νὰ τυραννοῦσι τοὺς Χριστιανούς, καὶ εἰς ἐκεῖνα νὰ σέρνουσι τὸν Ἅγιον γυμνὸν ἐπὶ ὥραν ἱκανήν. Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος νομίζων, ὅτι ἐπάνω εἰς τριαντάφυλλα τὸν σέρνουσιν, ἔτσι ἐχαίρετο, καὶ μὲ ἐλευθέραν γλῶσσαν ὕβριζε τοὺς θεοὺς τῶν Ἑλλήνων. Ὁ δὲ ἡγεμὼν ἔτι πλέον ὀργιζόμενος, καὶ μὴ θέλων ἀκούειν τοῦ Ἁγίου πῶς ὑβρίζει τούτους, πάλιν ἐπρόσταξε μὲ ῥάβδους ἀκανθώδεις νὰ τὸν κρούουσιν ἐπάνω εἰς τὸν αὐχένα, καὶ ἄλλοι νὰ τὸν δίδουσι ῥάπισμα εἰς τὸ πρόσωπον λέγοντες, τίμα τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς βασιλεῖς.
Ταῦτα πάντα ὁ Ἅγιος ἀντ᾿ οὐδενὸς λογιζόμενος ἔχαιρε ψάλλοντας· παρανόμους ἐμίσησα, τὸν δὲ νόμον σου ἠγάπησας. Εἷς δὲ τῶν τοῦ ἡγεμόνος ἐκείνου στρατιωτῶν, Ἡλιοδωρος ὀνόματι, παρεστὼς ἐκεῖ, καὶ βλέπων τὴν τοσαύτην καρτερίαν τοῦ Ἁγίου, θέλωντας νὰ φανῇ πρὸς τὸν ἡγεμόνα ὡς σύμβουλος καλὸς λέγει τὸν αὐθέντα, ἡγεμών, νομίζω ὅτι καὶ ἡ αὐθεντία σου νὰ τὸ ἠξεύρης, πὼς αὐτὸ τὸ μιαρὸν γένος τῶν Χριστιανῶν εἶναι πολλὰ φιλονεικον καὶ πεισματάρικον, καὶ ἔτσι εὔκολα δὲν κατεπείθεται νὰ μεταγυρίσω ἀπὸ τὸ θέλημά του, ὅμως διὰ νὰ ἀναπαυθῇς καὶ ἡ αὐθεντία σου ἀπὸ πολλὲς ἔννοιες, καὶ αὐτὸς ὁ μιαρὸς νὰ λάβῃ τὰ πρεπούμενον τοῦ τέλος προσταξε νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ὁ δικαστὴς βλέπων δὲ καὶ τὸ ἀμετάθετον τοῦ σκοποῦ ἔγραψε τὴν ἀπόφασιν οὕτως. Μηνᾶν τὸν Αἰγύπτιον, ὁποῦ ὑβρίζῃ τοὺς μεγάλους θεούς, προστάσσω νὰ τὸν ἀποκεφαλίσετε. Ταύτης τῆς ἀποφάσεως ἐξενεχθείσης, πολλοὶ φίλοι τοῦ Ἁγίου προσελθόντες, ἐκολάκευάν τον, ἐφιλίασάν τον, ἀγκαλίαζάν τον λέγοντες: μὴ μᾶς καταφρονήσῃς, ὦ Μηνᾶ, μηδὲ μᾶς παραβλέψῃς, ἐνθυμήσου τοὺς φίλους σου τοὺς ἰδικούς σου, τὴν τιμήν σου, ἐνθυμήσου πῶς ἤσουν τιμημένος εἰς τὴν μέσην μας, καὶ φημισμένος εἰς τὸ τάγμα μας, τώρα μὴ θελήσῃς νὰ θανατωθῇς μοναχός σου, μὴ προκρίνῃς τὸν θάνατον, τὸ μισητὸν πρᾶγμα, καὶ καταφρονῇς τὴν ζωὴν ἐτούτην τὴν ἐπιθυμητήν, μόνον μετανόησον, μεταγνώμησον, νὰ σὲ ἔχωμεν πάλιν καύχημά μας εἰς τὴν μέσην μας.
Τοιαῦτα καὶ ἄλλα πλείοντα ἔλεγον οἱ στρατιῶται, νομίζοντες μεταβαλεῖν τοῦ Ἁγίου τὸν σκοπόν. Ἀλλὰ ὁ Μάρτυς ὡσὰν φαρμάκι ἐχίδνης ὑπολαμβάνων τοὺς τοιούτους λόγους τῶν στρατιωτῶν, εἶπε: λείψετε ἀπὸ ἐμένα, θεομάχοι, καὶ μάλιστα τοῦ λόγου σας καθοδηγήσατε, νὰ ἐπιστραφῆτε ἀπὸ τὴν πλάνην τῶν εἰδώλων, διότι εἰς ὀλίγον καιρὸν παρέρχεται ἐτούτη ἡ πρόσκαιρος ζωὴ καὶ σᾶς θέλει κληρονομήσει ἀτελεύτητος κόλασις καὶ ἐσᾶς, καὶ τοὺς βασιλεῖς σας, καὶ τοὺς ἄρχοντάς σας. Τότε ἰδόντες οἱ στρατιῶται ὅτι πλέον δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μεταγυρίσουν τὴν γνώμην τοῦ Ἁγίου ἐπῆραν τον (11 Νοεμβρίου, πιθανότατα το 304 μ.Χ.) νὰ τὸν ὑπᾶσιν ἔξω τῆς πόλεως νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Πηγαινάμενος δὲ ὁ Ἅγιος εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης εἶδέ τινας φίλους του, κεκρυμμένους Χριστιανούς, καὶ λέγει τους μυστικά, παρακαλῶ σας μετὰ τὸν θάνατόν μου νὰ πάρετε τὸ κορμί μου νὰ τὸ ὑπάγετε εἰς τὴν πατρίδα μου τὴν Αἴγυπτον.
Ὅτε δὲ ἔφθασεν εἰς τὸν τόπον, ἐσήκωσε τὰς χεῖρας του εἰς τὸν Οὐρανόν· καὶ δεόμενος ἔλεγεν: εὐχαριστῶ σοι Δέσποτα καὶ Θεέ, ὁποῦ μὲ καταξίωσες νὰ γένω κοινωνὸς τῶν παθημάτων σου, ὁποῦ δὲν μὲ μὲ παρέδωκες εἰς τὰ θηρία τὰ ἀνήμερα νὰ μὲ κερδίσουν, ὁποῦ μὲ ἐφύλαξες ἕως τοῦ νῦν καθαρὸν εἰς τὴν ὁμολογίαν σου, ἀλλὰ καὶ νῦν δέομαί σου καὶ ἱκετεύω σε, παράλαβε τὴν ψυχήν μου εἰς τὴν βασιλείαν σου, καὶ δὸς τὴν χάριν σου καὶ τὴν βοήθειά σου εἰς ἐκείνους ὁποῦ μὲ θέλουν ἐπικαλεῖσθαι. Ταῦτα εἰπὼν ὁ Ἅγιος, καὶ κλίνας τὸ γόνυ, ἀπετμήθη τὴν κεφαλήν, κατὰ τὴν σημερινὴν ἡμέραν, ἑνδεκάτην οὖσαν τοῦ Νοεμβρίου. Ἀλλὰ ἴδετε τὴν μανίαν τῶν ἀθέων Ἑλλήνων, οὐδὲ γὰρ εἰς τοῦτο ἱκανώθησαν, πῶς τὸν ἀπεκεφάλισαν, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ἀποτομὴν τῆς κεφαλῆς, λαβόντες ταύτην καὶ τὸ ἄλλο κορμί, παρέδωκαν τῷ πυρί, καὶ ἡ μὲν ψυχὴ τοῦ Ἁγίου ἐπορεύθη εἰς τόπους φωτεινούς, εἰς τόπους ἀναπαύσεως, εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος, τὸ δὲ τίμιον καὶ ἅγιον αὐτοῦ σῶμα, τῷ πυρὶ παρεδοθέν, μέρος μὲν κατεκάη, μέρος δὲ ἔμεινεν ὑγιές, τὸ ὁποῖόν τινες τῶν κεκρυμμένων Χριστιανῶν καὶ φίλων τοῦ Ἁγίου, λαβόντες τὴν παραγγελίαν του, μύροις καὶ ὀθονίοις ἐντυλίξαντες, ἀπεκόμισαν εἰς τὴν Αἴγυπτον. Διότι ἔτσι ἔπρεπε, ὅτι ἡ πόλις ὁποῦ τὸν ἀνέθρεψεν, αὐτὴ νὰ τὸν ἀπολαύσῃ καὶ μετὰ τὸν θάνατον, ὡς πλοῦτον ἀδαπάνητον. Αὐτὸ εἶναι τὸ μαρτύριον τοῦ ἁγίου Μηνᾶ, εὐλογημένοι χριστιανοί, οὕτως ἠγωνίσθη μέχρι θανάτου ὑπὲρ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
Θαύματα τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ
Ἀλλὰ καὶ ὁ Χριστὸς τοιουτοτρόπως τὸν ἐτίμησε καὶ εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ καὶ εἰς ἐτοῦτον τὸν κόσμον, ὅτι μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ἄπειρα θαύματα ἔκαμεν, ἀπὸ τὰ ὁποῖα βούλομαι νὰ διηγηθῶ μερικὰ εὐσεβέστατοι χριστιανοί, ἀλλὰ πρὸ τοῦ νὰ ἀρχίσω τὴν διήγησιν, τοῦτο δέομαι τὴν αὐθεντία σας, νὰ μὴν ἀπιστῆτε εἰς αὐτά, ἐὰν εἶναι καὶ παράδοξα, διότι ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ οὐ μόνον τοιαῦτα δύνεται νὰ τελειώσῃ, ἀλλὰ καὶ ἄλλα μεγαλήτερα, θαῤῥῶ δὲ ὅτι καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν τοιαῦτα καὶ ἄλλα παραδοξότερα ἀκούομεν ἀπὸ τὸς γραφάς, ὁποῦ ἐγίνοντο ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Μάρτυρας καὶ ὁσίους εἰς τοὺς παλαιοὺς καιρούς. Μὴ γοῦν ἀπιστοῦμε καὶ εἰς ταῦτα, ἀλλὰ μετὰ πίστεως καὶ καθαροῦ συνειδότος ἂς ἀκούσωμεν καὶ τὴν περὶ τούτων διήγησιν, ἵνα λάβωμεν καὶ τέλειον τὸν μισθὸν τοῦ κόπου μας παρὰ τοῦ Μεγαλομάρτυρος Μηνᾶ.
1) Εἰς τὴν Κωνσταντινουπολιν ἦτο ποτὲ ναὸς τοῦ Ἁγίου τούτου ἐπιφανὴς καὶ περίβλεπτος, εἰς τὸν ὁποῖον ἐσύντρεχαν πανταχόθεν τὰ περίχωρα, καὶ ἑώρταζαν τὴν πανήγυριν τοῦ Ἁγίου, κατὰ τὴν σήμερον ἡμέραν. Ἕνας γοῦν Χριστιανὸς εὐσεβὴς καὶ φοβούμενος τὸν Θεόν, θέλοντας νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν πανήγυριν τοῦ Ἁγίου, ἐπῆρε καὶ μερικὰ ἄσπρα μετὰ τοῦ λόγου του νὰ ἀγοράσῃ πραγματείαν, καὶ ἐπειδὴ ἐνύκτωσε, καὶ δὲν ἐφτασε νὰ ἔμβῃ μέσα εἰς τὰ κάστρον, ἔμεινε εἰς τινὸς Χριστιανοῦ ὁσπίτιον, θαῤῥώντας ὅτι εἶναι ξενοδόχος καλός, ἐκεῖνος δέ, ὡς εἶδε τὸν ξένον μοναχόν, καὶ ὅτι εἶχε καὶ ἄσπρα πλησίον του, εἰς πόσα φέρνει ἡ φιλαργυρία τὸν ἄνθρωπον! σηκώνεται τὴν νύκτα καὶ φονεύει τον. Καὶ διὰ νὰ μὴ φαίνεται ἀκέραιον τὸ κορμί, ἐπίασε καὶ κατέκοψέν το εἰς λεπτὰ κομμάτια, ἔπειτα ἔβαλέν το εἰς ἕνα δισάκκιον, καὶ ἐκρέμασεν τὸ εἰς τὸ παράμεσον κελλάρι, ἀπαντυχαίνοντας, πότε νὰ εὕρῃ καιρὸν ἐπιτήδειον νὰ τὸ παραμερίσῃ, καὶ νὰ τὸ ῥίξῃ εἰς ἀπόκρυφον τόπον. Πρὸς δὲ τὸ ταχὺ φαίνεται ὁ ἅγιος Μηνᾶς εἰς στρατιώτου σχῆμα καβαλλάρης, καὶ ἐρωτᾷ τον διὰ τὸν ξένον ὁποῦ ἐπέζευσεν ἀποσπερῆς.
Ἐκεῖνος δέ, ἐπειδὴ ἐγνώριζε τὸν ἑαυτόν του πταίστην, ὤμνυεν ὅτι δὲν εἶδε τόσες ἡμέρες ἄνθρωπον ξένον νὰ πεζεύσῃ ἐκεῖ. Τότε ὁ ἅγιος ἐκατέβη ἀπὸ τὸ ἄλογόν του, καὶ εἰσέβη εἰς τὸ κελλάρι τοῦ ξενοδόχου, καὶ εὑρὼν τὸ δισάκκι ἐκατέβασέν το, καὶ λέγει τον: τί εἶναι τοῦτο; Ἐκεῖνος δὲ ὡς εἶδεν ὅτι δὲν ἔλαθεν, ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας τοῦ ἁγίου, μὴν ἠξεύροντας ὅτι εἶναι ὁ ἅγιος, ἀλλὰ θαῤῥώντας ὅτι εἶναι τίς στρατιώτης βασιλικός, καὶ μετὰ δακρύων ἐδέετο νὰ μὴ φανερώσῃ τὸ πρᾶγμα, ὅμως ὁ ἅγιος, συμμαζώξας τὰ κατακεκομμένα μέλη τοῦ σώματος, πᾶσα ἕνα εἰς τὴν ἁρμονίαν του, καὶ ποιήσας προσευχήν, ἀνέστησε τὸν νεκρόν, εἰπών, δὸς δόξαν τῷ Θεῷ. Ἐκεῖνος δὲ ὥσπερ ἐξ ὕπνου ἀναστάς, καὶ συλλογισθεὶς ὅσα καὶ οἷα ἔπαθεν ἀπὸ τὸν ξενοδόχον, ἐδόξασε τὸν Θεόν, ὁμοίως καὶ τὸν φαινόμενον στρατιώτην εὐχαριστήσας, τὴν πρέπουσαν ἐδίδου προσκήνησιν. Τότε ὁ ἅγιος ἐπιπλήξας τὸν ξενοδόχον ἔλαβε παρ᾿ αὐτοῦ τὰ ἄσπρα τοῦ ξένου, καὶ ἐπιδέδωκεν αὐτῷ, εἰπών: πορεύου τὴν ὁδόν σου, ἀδελφέ, εὐχαρίστων τῷ Θεῷ. Πρὸς δὲ τὸν ξενοδόχον ἐπιστρέψας, εἶπεν. Ἵνα τί ἐμελέτησας πονηρὰ κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου; πλὴν ἂς εἶσαι συγχωρημένος εἰς τοῦτο, καὶ πρόσεχε ἀπὸ τοῦ νῦν νὰ μὴ ποιήσῃς τὰ ὅμοια. Ταῦτα εἰπὼν ὁ ἅγιος, καὶ ἄλλα πλεῖστα, πάλιν ἐκαβαλλίκευσε, καὶ παρευθὺς ἐγένετο ἀφανὴς ἀπὸ ἔμπροσθεν τοῦ ξενοδόχου. Τότε ἐγνώρισεν ἐκεῖνος ὅτι ὁ ἅγιος Μηνᾶς ἦτον ὁ φανείς, εἰς τοῦ ὁποίου τὴν πανήγυριν ἐπήγαινεν ὁ ξένος ἐκεῖνος νὰ προσκυνήσῃ.
2) Ἄλλος τις Χριστιανὸς ἄρχων ἔταξε νὰ κάμῃ δίσκον εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ ἁγίου τούτου ἀσημένιον, ἔκραξε γοῦν τὸν χρυσοχόον καὶ ἐπαράγγειλε τόν, ὅτι νὰ μὲ κάμῃς δύο ταψία ἀσημένια, εἰς τὸ ἕνα νὰ γράφῃ τὸ ὄνομά μου, νὰ βάνω φαγὶ ἐγὼ νὰ τρώγω, καὶ εἰς τὸ ἄλλο νὰ γράφῃ τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου νὰ τὸ δώσω εἰς τὴν ἐκκλησίαν του, νὰ τὸ ἔχουν διὰ δίσκον τοῦ ἀντιδώρου. Ταύτην τὴν παραγγελίαν λαβὼν ὁ χρυσοχόος, ἐποίησεν ὡς προσετάγη, ἔκαμε δύο ταψία. Καὶ εἰς μὲν τὸ ἓν ἔγραψε τὸ ὄνομα τοῦ ἄρχοντος, εἰς δὲ τὸ ἄλλο τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου. Μετὰ δὲ ταῦτα ἔφερε τὰ ἔμπροσθεν τοῦ ἄρχοντος καὶ τὰ δύο. Ὁ δὲ ἄρχων, ὡς εἶδε ὅτι εἶναι εὐμορφότερον καὶ τεχνικώτερον ἐκεῖνο ὁποῦ ἔγραφε τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου, ἐζήλευσέ το. Καὶ ἐκεῖνο μὲν ἐκράτησέ το, νὰ βάνῃ φαγὶ νὰ τρώγῃ, τὸ δὲ ἄλλο ὁποῦ ἔγραφε τὸ δικόν του ὄνομα, ἔδωκέ το εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ ἁγίου. Τί γοῦν τὸ ἐντεῦθεν; Ἦλθε καιρὸς νὰ ὑπάγῃ ὁ ἄρχων διὰ θαλάσσης εἰς τὸ ταξείδιον, μέσα γοῦν εἰς τὸ καράβι ἐζήτησε φαγὶ νὰ φάγῃ εἰς τοῦ ἁγίου τὸν δίσκον.
Ἀφόντις δὲ ἀπέφαγε, ἐπῆρέ τον ὁ δοῦλός του καὶ ἔσκυψεν ἀπὸ τὸ καράβι εἰς τὴν θάλασσαν νὰ τὸν ἐκπλύνῃ, καὶ ἐκπλύνωντάς τον ἐγλύστρισε ἀπὸ τὰς χεῖρας του, καὶ ὁ δοῦλος ἀπὸ τὸν φόβον του θέλοντας νὰ τὸν πιάσῃ ἔπεσε μετ᾿ ἐκεῖνον εἰς τὴν θάλασσαν. Τοῦτο ἰδὼν ὁ ἄρχων ἐκεῖνος κλαίων καὶ ἐλεεινολογούμενος ἔλεγεν: οὐαὶ μοι τῷ ἀθλίῳ ὅτι διὰ νὰ ζηλεύσω τὸν δίσκον τοῦ ἁγίου ἔχασα καὶ αὐτὸν τὸν δοῦλόν μου, ἀλλὰ ἐσὺ Κύριε ὁ Θεός μου ἐτοῦτο τάσσω ἐνώπιόν σου, ὅτι, ἐὰν μόνον τὰ λείψανον εὕρω τοῦ δούλου μου, νὰ δώσω διπλῆν τὴν τιμὴν τοῦ δίσκου εἰς τὸν ναὸν τοῦ μάρτυρός σου Μηνᾶ. Ταῦτα τοῦ ἄρχοντος κλαίοντος, μετὰ μίαν ἡμέραν, ἔφθασαν καὶ οἱ ναῦται εἰς λιμένα καὶ ἄραξαν. Ὁ δὲ ἄρχων εἶχε πάντοτε θάῤῥος εἰς τὸν ἅγιον ὅτι κἂν τὸ λείψανον τοῦ δούλου του νὰ τὸ ῥίξῃ ἔξω ἡ θάλασσα, καὶ διὰ τοῦτο ὅλον ἕνα ἔβλεπε πρὸς τὴν θάλασσαν. Ὡς οὖν εἶχε τὸν ὀφθαλμόν του ἀείποτε, ἐκεῖ, μόνον βλέπει τὸν δοῦλόν του, καὶ ἐβγαίνει ἀπὸ τὴν θάλασσαν εἰς τὴν ξηράν, περιπατώντας καὶ βαστώντας τὸν δίσκον εἰς τὰς χεῖρας του.
Καὶ ὡς τὸν εἶδεν, ἀπὸ τὸ θαῦμα τὸ πολὺ ἔκραξε μεγαλοφώνως: «Μέγας εἶ, Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου», ὁμοίως καὶ οἱ ναῦται ἰδόντες τὸ τοιοῦτον παράδοξον θαῦμα ἐδόξασαν τὸν Θεὸν καὶ τὸν αὐτοῦ μεγαλομάρτυρα Μηνᾶν ἀνευφήμησαν. Τότε ἐρώτησεν ὁ ἄρχων τὸν δοῦλόν του, πῶς ἐγένετο ἡ ὑπόθεσις, καὶ δὲν ἐπνίγη εἰς τὴν θάλασσαν. Καὶ αὐτὸς εἶπε, τὴν ὥραν ὁποῦ ἔπεσα μέσα εἰς τὴν θάλασσαν ἐφάνησαν τρεῖς ἄνθρωποι, ὁ εἰς ὡσὰν γεροντοποιὸς στρατηγός, ὁ ἄλλος ὡσὰν νέος, καὶ ὁ τρίτος, ὡσὰν διάκονος, ἐκεῖνοι μὲ ἅρπαξαν ἀπὸ τὴν θάλασσαν, καὶ μὲ ἐσυνόδευσαν ἐχθὲς καὶ σήμερον ἕως ἐδῶ, καὶ οὕτως διεσώθην. Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ὁ ἄρχων καὶ οἱ ναῦται, ἔδωκαν δόξαν τῷ Θεῷ τῷ θαυμαστῷ ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ.
Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἀναφέραμεν, πῶς μετὰ τοῦ ἁγίου Μηνᾶ ἐφάνησαν καὶ ἄλλοι δύο ἄνθρωποι εἰς τὴν θάλασσαν, ὁ εἷς νέος, καὶ ὁ ἄλλος διάκονος, καὶ ἐπήρασι τὸν δοῦλον ἐκεῖνον, ἀκούσατε τίνες εἶναι ἐκεῖνοι. Ὁ μὲν εἷς ἦτον ὁ ἅγιος Βίκτωρ, ὁ δὲ ἄλλος ἦτον ὁ ἅγιος Βικέντιος, οἱ ὁποῖοι ἐμαρτύρησαν καὶ αὐτοὶ εἰς τὴν αὐτὴν ἡμέραν τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Μηνᾶ, καὶ τιμῶνται καὶ αὐτοὶ κατὰ τὴν σήμερον ἡμέραν. Καὶ ὁ μὲν ἅγιος Βίκτωρ ἐμαρτύρησε ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ βασιλέως τῆς Ῥώμης Ἀντωνίου, τοῦ σεβαστοῦ Δουκὸς ἐν Ἰταλία, διότι ἀναγκασθεὶς νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστὸν καὶ μὴ πεισθεὶς πρῶτον μὲν ἐθλάσθη τοὺς δακτύλους τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν, εἶτα ἐβλήθη εἰς κάμινον πυρός, καὶ τρεῖς ἡμέρας ἐν αὐτῇ διαρκέσας, ἐξῆλθεν ἀβλαβής. Μετὰ ταῦτα ἠναγκάσθη πιεῖν θανατηφόρα βότανα, ἀλλὰ καὶ ἐκ τούτων ἀβλαβὴς διαφυλαχθείς, εἵλκυσεν εἰς θεογνωσίαν τὸν ταῦτα κεράσαντα Μάγον. Ἐπὶ τούτοις ἀνασπᾶται τὰ νεῦρα καὶ εἰς χάλκωμα πλῆρες ἐλαίου πυρωμένον ἐμβάλλεται, εἶτα κρεμασθεὶς λαμπάσι κατακαίεται καὶ ὄξος δριμὺ μετὰ κατασταλακτῆς εἰς τὸ στόμα δέχεται, τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκβάλλεται, κατὰ κεφαλῆς ἐκρεμάσθη ἐπὶ ἡμέρας τρεῖς, καὶ τελευταῖον τὸ δέρμα τοῦ σώματος ἐκδαρθείς, τὴν ἁγίαν ψυχὴν εἰς χεῖρας Θεοῦ παρατίθεται.
Ὁ δὲ Ἅγιος Βικέντιος ὑπῆρχε Διάκονος εἰς μίαν πόλιν τῆς Ἰσπανίας, Αὐγουστοπολιν λεγομένην, διὰ δὲ τὸ κηρύττειν τὸν Χριστὸν καὶ διδάσκειν τὸν λαὸν κρατηθεὶς ἤχθη εἰς τὸν Κριτήριον τοῦ Ἄρχοντος Δομετιανοῦ μετά τινος Ἐπισκόπου Ἱλαρίωνος ὀνόματι. Αὐτὸς οὖν ἐκέλευσε δεσμευθέντας αὐτοὺς σιδηραῖς ἁλύσεσιν ἀπαχθῆναι εἰς τίνα Πόλιν Βαλεντίαν λεγομένην, καὶ νὰ βαλοῦν ἐκεῖ εἰς μίαν φυλακὴν σκοτεινὴν καὶ βρωμεσμένην. Εἶτα μετὰ ἡμέρας τινάς, ἐκβαλὼν ὁ ἄρχων τὸν Ἅγιον Βικέντιον, ἐκέλευσε ξεέσθαι σιδηροῖς ὄνυξι καὶ τῷ Σταυρῷ καταπήγνυσθαι. Ἀπ᾿ ἐκεῖθεν καταβιβασθεὶς ἐβάλθη εἰς στρέβλαν καὶ ἐστρεβλώθη ὅλον τὸ σῶμα, ἔπειτα κατεκάη τὰς πλευρὰς λαμπάσι καὶ ῥάβδους σιδηρᾶς πεπυρακτωμένας κατὰ τὸ στῆθος δέχεται, μετὰ ταῦτα, ἀποῤῥιφθεὶς ἐν τῇ φυλακῇ ἡμιθανὴς καὶ ἡμέρας τινὰς διαρκέσας τὸ πνεῦμα τῷ Θεῷ παρατίθεται. Αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ Μαρτύριον τῶν Ἁγίων τούτων, Βίκτωρος καὶ Βικεντίου, εὐλογημένοι Χριστιανοί, ὡς ἐν συντόμῳ, καθὼς τὸ ἠκούσατε, καὶ αὐτοὶ ἦσαν ὁποῦ ἐφάνηκαν εἰς τὸν δοῦλον ἐκεῖνον τοῦ Ἄρχοντος μετὰ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ. Ἀλλὰ ἂς ἔλθουμεν πάλιν καὶ εἰς ἄλλο θαῦμα τοῦ Ἁγίου.
3) Γυνή τις εὐσεβὴς καὶ φοβουμένη τὸν Θεὸν ἐκίνησέ ποτε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Ἁγίου τούτου, χάριν προσκυνήσεως, κατὰ τὴν σήμερον ἡμέραν, καὶ ἐπειδὴ ἦτον μακρὰν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου καὶ αὐτὴ ἦτον μοναχή, ἔτυχεν εἷς ἄνθρωπος κακότροπος καβαλλάρης εἰς τὴν στράταν, καὶ ἰδὼν τὴν γυναῖκα, ἐπεθύμησε νὰ ποιήσῃ μετ᾿ ἐκείνην ἁμαρτίαν, καὶ αὐτὸς μὲν ἐπέζευσε καὶ ἐτύλιξε τὸ σαλιβάρι τοῦ ἀλόγου εἰς τὸ ποδάρι του, νὰ ποιήσῃ τὴν ἁμαρτίαν, ἐκείνη δέ, ὡς εἶδε τὰ δύο στενά, μὴ ἔχουσα πόθεν βοήθειαν, ἔκραξε μεγαλοφώνως: Ἅγιε Μηνᾶ, βοήθει μοι. Καὶ παρευθὺς τὸ ἄλογον ἐκεῖνο, ὡσὰν νὰ μὴν ἦτο ἄλογον, ἀλλὰ θηρίον ἄγριον, ἔτσι ἀγριώθη, καὶ φεύγοντας, καὶ σύροντας τὸν μιαρὸν ἐκεῖνον ἄνθρωπον ἀπὸ τὸ ποδάρι ὑπῆγέ τον ἕως τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Ἁγίου. Ὡς δὲ ἤκουσαν οἱ Χριστιανοὶ τὸν χλιμιτρισμὸν τοῦ ἀλόγου καὶ τὲς φωνὲς τοῦ ἐλεεινοῦ ἀνθρώπου, ἐβγήκαν νὰ ἰδοῦσι, τίς εἶναι ἡ σύγχυσις. Ἐπῆγαν γοῦν νὰ πιάσουν τὸ ἄλογον, καὶ ἐκεῖνο παντελῶς δὲν ἕστεκεν, ἕως οὗ, ἰδὼν ὁ ταλαίπωρος ἐκεῖνος, ὅτι κινδυνεύει τὸ ἄλογον ὁλοτελῶς νὰ τὸν διασπαράξῃ, ἐξωμολογήθη μοναχός του τὸ ἁμάρτημά του, καὶ τότε ἐστάθη τὸ ἄλογον. Μὲ τοιοῦτον τρόπον ἐλευθερωθεὶς ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος τοῦ πικροῦ θανάτου ἀπῆλθεν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου ἐξομολογούμενος τὴν ἁμαρτίαν του. Ὁμοίως καὶ ἡ γυνὴ ἰδοῦσα τὴν παράδοξον θαυματουργίαν τοῦ Ἁγίου ἐδόξασε τὸν Θεὸν καὶ τὸν αὐτοῦ θεράποντα μεγαλομάρτυρα Μηνᾶν. Ἀκούσατε καὶ ἄλλο θαῦμα παράδοξον, γεμάτον ἡδονῆς.
4) Κουλλός ποτε καὶ μία γυνὴ βουβὴ ἐκάθηντο εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου, πρὸς τὸ θεραπευθῆναι. Μίαν γοῦν τῶν ἡμερῶν, πρὸς τὸ μεσονύκτιον, φαίνεται ὁ Ἅγιος Μηνᾶς εἰς τὸν κουλλὸν καὶ λέγει τον, σηκώσου, σῦρε πιάσε καὶ τράβιζε τὴν ποδίαν τοῦ ῥούχου τῆς βουβῆς, ἐὰν θέλῃς νὰ ἰατρευθῇς. Ἐσηκώθη ἐκεῖνος καὶ ὑπῆγε καὶ ἐτράβιξε τὸ ῥοῦχον της γυναικός, ἐκείνη δὲ διὰ θαῦμα παράδοξον, ἔβγαλε φωνὴν ὡς ἐγκαλοῦσα τὸν κουλλόν. Τότε ὁ κουλλὸς φοβηθεὶς ἀρχισε νὰ πηλαλῇ καὶ νὰ φεύγῃ, καὶ οὕτως μὲ ὥραν ἱκανήν, γνωρίσαντες καὶ οἱ δύο τους τὴν παρὰ τοῦ Ἁγίου γενομένην εἰς αὐτοὺς θαυματουργίαν, ἐδόξασαν τὸν Θεόν.
5) Ἑβραῖός τις εἶχεν ἕνα Χριστιανὸν ἐμπιστευμένον φίλον, καὶ πολλάκις πορευόμενος εἰς τόπον μακρυνὸν ὁ Ἑβραῖος, ἐπειδὴ δὲν εἶχέ τινα ἐδικὸν εἰς τὸ σπίτι του, ἄφηνε τὴν παρακαταθήκην του εἰς τὸν Χριστιανόν, καὶ οὕτως ἐποίει πάντοτε. Μίαν δὲ τῶν ἡμερῶν πηγαινάμενος κατὰ τὴν συνήθειαν ὁ Ἑβραῖος εἰς τὴν ξενιτείαν ἄφησεν εἰς τὸν Χριστιανὸν φλωρία διακόσια, μὲ μίαν σακκούλαν βουλλωμένην, νὰ τοῦ φυλάγῃ, ἕως νὰ ἐπιστρέψῃ.
Ἀλλ᾿ ἐκεῖνος πονηρὰ μελετήσας ἐβουλήθη νὰ τοῦ τὰ ἀρνηθῇ, ὅπερ καὶ ἐποίησε, διότι ἐλθόντος τοῦ Ἑβραίου καὶ ζητοῦντος τὴν παρακαταθήκην, ὁ Χριστιανὸς ὅλος ἔξαφνος ἦν, μηδὲν λέγων αὐτῷ παραθεῖναι εἰς ταύτην τὴν φοράν. Ὁ δὲ Ἑβραῖος ἀθάῤῥετα ἀκούσας τὸν τοιοῦτον λόγον παρὰ τοῦ Χριστιανοῦ, ἄλλος ἐξ ἄλλου ἐγένετο. ὅμως μετὰ ὥραν ἱκανὴν εἶπε πρὸς τὸν Χριστιανόν: «ἐπειδὴ μάρτυρας δὲν ἔχω, ἔλα κάμε με ὅρκον εἰς τὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Μηνᾶ, ὁποῦ τὸν ἔχετε Ἅγιον ἐσεῖς οἱ Χριστιανοί, καὶ τότε σῦρε εἰς τὸ καλόν». Τότε ὁ Χριστιανὸς μηδόλως φοβηθεὶς τὸν Θεὸν ἐκίνησε νὰ ὑπάγῃ μετὰ τοῦ Ἑβραίου εἰς τὸν ναὸν τοῦ ἁγίου νὰ ὀμόσῃ, καὶ ἐπειδὴ ἦτον ὁ τόπος μακρυνὸς ἐκαβαλλίκευσαν καὶ οἱ δύο τους νὰ ὑπάγουν ἕως εἰς τὸν ναὸν τοῦ Ἁγίου. Ἀφόντις δὲ ἀπώμωσεν ὁ Χριστιανός, πάλιν ἐγύρισε μετὰ τοῦ Ἑβραίου νὰ ἔλθουν ὄπισθεν εἰς τὰ ὁσπήτιά τους, ἀλλὰ εἰς τὴν στράταν τί ἐθαυματούργησεν ὁ Ἅγιος; τὸ ἄλογον τοῦ Χριστιανοῦ ἄρχισε νὰ δαιμονίζεται καὶ νὰ πηδᾷ ἕως οὗ τὸν ἐῤῥιξε κατὰ γῆν ἡμιθανῆ. Καὶ αὐτὸς μὲν δὲν ἐθανατώθη, μόνον δὲ τὸ μανδήλιόν του καὶ τὸ βουλλωτήριόν του ἔχασε, μετὰ δὲ ὥραν ἱκανὴν πάλιν ἀναστὰς ἐκαβαλλίκευε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ σπίτι του. Τότε θέλωντας ὁ Ἑβραῖος νὰ τὸν πιάσῃ μὲ καλόν, μήπως καὶ τοῦ τὰ δώσῃ, λέγει τον: «κάθισε φίλε, νὰ φάμε ψωμί, ἐπειδὴ καὶ ὁ τόπος εἶναι ἐπιτήδειος, καὶ ἡ ὥρα ἐπέρασε, καὶ τότε θέλεις καβαλλικεύσῃ νὰ ὑπάγομεν».
Ἤκουσέ τον ὁ Χριστιανὸς καὶ ἀπόμεινε, καὶ ἐκεῖ ὁποῦ ἔτρωγαν μόνον βλέπει ὁ Χριστιανὸς τὸν δοῦλόν του, καὶ ἔρχεται βαστώντας, εἰς μὲν τὸ ἕνα χέρι, τὸ σακκούλι τοῦ Ἑβραίου μὲ τὴν παρακαταθήκην, εἰς δὲ τὸ ἄλλο, τὸ ἐδικόν του μανδήλιον καὶ τὸ κλειδίον του καὶ τὴν βούλλαν του. Καὶ ὡς τὸν εἶδεν, ἐξεπλάγη, καὶ πρὸς αὐτὸν εἶπε: «Πῶς ἦλθες ἐδῶ;» Ἀπεκρίθη ὁ δοῦλος: «φοβερός τις καβαλλάρης ἦλθε πρὸς τὴν Κυρίαν μου, καὶ εἶπεν την: «ἰδοὺ τὸ μανδήλιον καὶ τὸ κλειδίον καὶ ἡ βούλλα τοῦ ἀνδρός σου διὰ ἐμπιστοσύνην, λοιπὸν στεῖλε γρήγορα τὴν παρακαταθήκην τοῦ Ἑβραίου μὲ ἕνα σου δοῦλον, νὰ τὸν εὕρῃ εἰς τὴν δεῖνα στράταν ὁποῦ ἔρχεται, διότι κινδυνεύει νὰ ἀποθάνῃ, ἐὰν δὲν τὴν πηγαίνη». Καὶ ἰδοὺ ἔδραμον ὡς βλέπεις νὰ σὲ προφθάσω. Τοῦτο τὸ θαῦμα ὡς εἶδεν ὁ Ἑβραῖος, περιχαρὴς γενόμενος, ὑπέστρεψε μετὰ τοῦ Χριστιανοῦ εἰς τὸν ναὸν τοῦ Ἁγίου, καὶ αὐτὸς μὲν ἐδέετο τὸν ἱερέα νὰ τὸν βαπτίσῃ, ὁ δὲ Χριστιανὸς ἐζήτει συμπάθειαν εἰς τὸν ὅρκον του. Καὶ ἔτσι τυχόντες οἱ δύο τους ὧν ἐπόθουν, ὁ μὲν τὸ βάπτισμα, ὁ δὲ τὴν συγχώρησιν, ὑπέστρεψαν ἀμφότεροι εἰς τὰ ἴδια, χαίροντες καὶ δοξάζοντες τὸν Θεόν.
6) Οὐ μόνον δὲ τὸν παλαιὸν καιρὸν ἐθαυματούργει ὁ Ἅγιος, εὐλογημένοι Χριστιανοί, ἀλλὰ καὶ τὴν σήμερον ἡμέραν, εἰς τίς τὸν ἐπικαλεσθῇ μετὰ πίστεως, εὑρίσκει τὸν ἕτοιμον πληρωτὴν εἰς κάθε του ζήτημα. α) Κατὰ τὸ ἔτος 1826, τὴν ἐποχὴν ἐκείνην τοῦ τρόμου καὶ τῶν σφαγῶν, καθ᾿ ἣν κατὰ πολλοὺς τρόπους ἐπεβουλεύετο ἡ ζωὴ τῶν Χριστιανῶν, οἱ Τοῦρκοι τοῦ Ἡρακλείου Κρήτης ἐνόμισαν ὅτι ἡ καταλληλότερα περίστασις, ἵνα κορέσωσι τὴν φανατικὴν αὐτῶν μανίαν κατὰ τῶν χριστιανῶν, ἦτο ἡ ἡμέρα τοῦ Πάσχα, 18 Ἀπριλίου, ὅτε θὰ εὕρισκον αὐτοὺς συνηγμένους ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐν τῷ ἱερῷ ναῷ τῆς Μητροπόλεως, τιμωμένῳ ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ μεγαλομάρτυρος Μηνᾶ, καὶ θὰ τοὺς κατελάμβανον ἀπαρασκεύους καὶ ἀνικάνους νὰ ὑπερασπίσωσιν ἑαυτούς.
Ἵνα δὲ παραπλανήνωσι τὴν προσοχὴν τῆς ἐγχωρίου Διοικήσεως ἔβαλον πῦρ εἰς διάφορα μέρη τῆς πόλεως καὶ προεκάλεσαν πυρκαϊὰν εἰς συνοικίας μεμακρυσμένας τῆς Μητροπόλεως. Καὶ ἤδη, ἀρξαμένης τῆς ἱερᾶς Λειτουργίας, ἀνεγιγνώσκετο τὸ Εὐαγγέλιον, ὅτε τὰ μανιώδη στίφη εἶχον περικυκλώσει τὸν ἱερὸν ναὸν καὶ ἦσαν ἕτοιμα νὰ ὁρμήσουν καὶ ἀρχισουν τὸ ἀποτρόπαιον τῆς σφαγῆς ἔργον. Ἀλλ᾿ αἴφνης πολιός τις γέρων ἐμφανίζεται μεταξὺ αὐτῶν ἔφιππος περιτρέχων τὸν ναὸν καὶ μετὰ γυμνοῦ τοῦ ξίφους ἀποδιώκων αὐτούς. Εὐθὺς δὲ οἱ βάρβαροι περιδεεῖς ἐτράπησαν εἰς φυγήν, καταληφθέντες ὑπὸ φόβου ἀκατανοήτου, καὶ οὕτως ἐματαιώθη τὰ καταχθόνιον αὐτῶν σχέδιον διὰ τῆς προστασίας τοῦ μεγαλομάρτυρος Μηνᾶ, ὅστις ἐνεφανίσθη ὑπὸ τὸ πρόσωπον τοῦ πολιοῦ γέροντος.
Οἱ δὲ ἐπιδραμόντες Τοῦρκοι ἐν τῷ νυκτερινῷ σκότει καὶ τῇ συγχύσει αὐτῶν ἐξέλαβον τὸν Ἅγιον ὡς τὸν πρῶτον τῶν προκρίτων, ἀποσταλέντα πρὸς ματαίωσιν τῆς σφαγῆς ὑπὸ τοῦ Διοικητοῦ τῆς πόλεως, πρὸς τὸν ὁποῖον διεμαρτυρήθησαν ἀκολούθως. Οὐδὲν ὅμως οὗτος ἐγνώριζε σχετικῶς, ὁ δὲ πρῶτος τῶν προκρίτων, ὡς διεπιστώθη, δὲν εἶχεν ἀπομακρυνθῇ τὴν νύκτα ἐκείνην τοῦ οἴκου του. Ἐννοῆσαν ὅθεν τότε ὅτι ἐπρόκειτο περὶ θαυματουργικῆς ἐπεμβάσεως τοῦ Πολιούχου ἁγίου Μηνᾶ, κατέστησαν δὲ γνωστὸν τὸ θαῦμα οἱ ἴδιοι οἱ Τοῦρκοι. Ἔκτοτε οὗτοι κατείχοντο ὑπὸ δέους καὶ εὐλαβείας ἀπέναντι τοῦ Ἁγίου, τινὲς δ᾿ ἐξ αὐτῶν προσέφερον ἐτησίως διάφορα δῶρα εἰς τὸν ναὸν αὐτοῦ.
Ἐπὶ τῇ εὐεργετικῇ ταύτῃ θαυματουργίᾳ τοῦ Ἁγίου, συσκέψεως γενομένης κατόπιν μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων Ἀρκαδίας Μαξίμου, Σητείας Μελετίου καὶ Πέτρας Δωροθέου, ἐθεσπίσθη ὅπως ἐνιαυσίως τελῆται ἑορτὴ τῇ Τρίτῃ τῆς Διακαινησίμου πρὸς δόξαν τοῦ Ἁγίου καὶ διαιώνισιν τοῦ θαύματος, ἥτις καὶ τελεῖται ἐν τῷ παλαιῷ Μητροπολιτικῷ Ναῷ ἔνθα ἐγένετο θαῦμα. Κατὰ τὴν ἑορτὴν ταύτην, θεωρουμένην ὡς δευτέραν ἐτησίαν ἑορτὴν τοῦ Πολιούχου τοῦ Ἡρακλείου ἁγίου Μηνᾶ, ἐκτίθεται εἰς προσκύνησιν εὐθὺς ἀπὸ τοῦ Ἑσπερινοῦ τὸ ἐν Μητροπολιτικῷ Ναῷ φυλασσόμενον τίμιον καὶ ἅγιον αὐτοῦ λείψανον.
7) Ἀκούσατε ὅμως καὶ ἄλλο θαῦμα φοβερώτατον, τὸ ὁποῖον ὁ ἅγιος Μεγαλομάρτυς Μηνᾶς ἐτέλεσεν εἰς τὰς ἡμέρας μας καὶ τοῦ ὁποίου τὰ εὐεργετικὰ ἀποτελέσματα ἀπολαμβάνομεν ὅλοι οἱ Ἕλληνες, ἀκόμη δὲ καὶ Ὅλος ὁ κόσμος ἐκεῖνος ὅστις εὑρίσκετο τότε παρὰ τὸ πλευρὸν τῆς δοκιμαζομένης πατρίδος μας. Ὅλοι γνωρίζομεν εἰς ὁποίαν δεινὴν θέσιν εὑρέθη ἡ Ἑλλὰς κατὰ τὴν περίοδον τοῦ δευτέρου παγκοσμίου πολέμου τῶν ἐτῶν 1939-1945. Κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην ὑποστᾶσα ἡ Ἑλλὰς τὴν ἐπίθεσιν τῶν ἀσυγκρίτως μεγαλυτέρων δυνάμεων τοῦ Ἄξονος, ἐπολέμησε μὲν ἐῤῥωμένως καὶ ἐφ᾿ ὅσον ἐμάχετο ἐναντίον τῶν Ἰταλῶν ἀντεπεξήρχετο νικηφόρως, ὅταν ὅμως ἐπετέθησαν ἐναντίον αὐτῆς καὶ αἱ σιδηροφρακτοι στρατιαὶ τῶν Γερμανὼν τοῦ Χίτλερ, τότε αὐτὴ ἐκάμφθη καὶ κατεκτήθη ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν της Γερμανῶν, Ἰταλῶν, Βουλγάρων καὶ Ἀλβανῶν καὶ διεμελίσθη, διαμοιρασθεῖσα μεταξὺ αὐτῶν, εἶναι δὲ γνωστὰ τὰ ἀφάνταστα μαρτύρια τὰ ὁποῖα ὑπέστησαν οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τοὺς βαρβάρους αὐτοὺς κατακτητὰς κατὰ τὴν περίοδον ἐκείνην. Τότε ὀλίγος στρατὸς Ἑλληνικὸς διαφυγὼν τὴν αἰχμαλωσίαν διεπεραιώθη εἰς τὴν Αἴγυπτον, τὴν πατρίδα τοῦ ἁγίου Μηνᾶ, καὶ ἐκεῖ ἀπετέλεσε τὸν πυρῆνα τοῦ ἀνασυσταθέντος Ἑλληνικοῦ στρατοῦ, ὅστις καὶ ἀπὸ τὴν χώραν αὐτὴν συνέχισε τὸν ἀγῶνα τοῦ διὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς σκλαβωμένης πατρίδος.
Καὶ τίς ἀπὸ ἡμᾶς δὲν ἐνθυμεῖται μετὰ δέους τὴν περίοδον ἐκείνην τοῦ φόβου καὶ τοῦ τρόμου, κατὰ τὴν ὁποίαν αἱ στρατιαὶ τοῦ Χίτλερ μὲ ἀρχηγὸν τὸν περιβόητον ἐκεῖνον Ῥόμμελ, καταλαβοῦσαι ὁλόκληρον σχεδὸν τὴν βόρειον Ἀφρικὴν ἐβάδιζεν καὶ κατὰ τῆς Ἀλεξανδρείας; Καὶ τίς δὲν ἐνθυμεῖται τὴν περιώνυμον ἐκείνην μάχην τοῦ Ἐλ Ἀλαμέϊν τοῦ ἔτους 1942, κατὰ τὴν ὁποίαν αἱ συμμαχικαὶ δυνάμεις, μεθ᾿ ὧν συνεμάχοντο καὶ οἱ ὀλίγοι ἐλεύθεροι Ἕλληνες, ἀνέκοψαν τὴν προέλασιν τοῦ Ῥόμμελ καὶ κατανικήσασαι τὰς δυνάμεις αὐτοῦ ἔτρεψαν αὐτοὺς εἰς φυγὴν καὶ κατεδίωξαν ἕως οὗ ἅπαντας τοὺς ἐχθροὺς συνέλαβον αἰχμαλώτους; Τίς ἔτι δὲν ἐνθυμεῖται ὅτι συνεχισθέντος ἀπὸ τότε τοῦ ἀγῶνος ἐναντίον τῶν τέως πανισχύρων ἐχθρῶν κατεβλήθησαν οὗτοι τελείως ἐντὸς δύο ἐτῶν ἀπελευθερωθεισὼν μαζὶ μὲ τὴν πατρίδα μας, τὴν Ἑλλάδα, καὶ ὅλων τῶν χωρῶν ἐκείνων τὰς ὁποίας εἶχον καταλάβει οἱ τύραννοι; Καὶ ποῖος δὲν γνωρίζει ὅτι, ἐὰν δὲν εἶχε γίνει ἡ θαυμάσια ἐκείνη μεταστροφὴ τοῦ πολέμου εἰς τὸ Ἐλ Ἀλαμέϊν θὰ εἴμεθα σήμερον αἰχμάλωτοι καὶ δοῦλοι τῶν ἐχθρῶν μας; Τίς ἔκαμε τὸ μεγάλον αὐτὸ θαῦμα; Τίς ἄλλος ἀπὸ τὸν ἅγιον μεγαλομάρτυρα Μηνᾶν, τὸν προστάτην μας, καὶ ἀκούσατε διὰ νὰ λάβητε πολλὴν τὴν ἀγαλλίασιν.
Τὸ ὄνομα τοῦ Ἐλ Ἀλαμέϊν εἶναι Ἀραβικὴ παραφθορὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ ἁγίου Μηνᾶ, ἔλαβε δὲ τὸ ὄνομα τοῦτο διότι ἐκεῖ, εἰς τὸ Ἐλ Ἀλαμέϊν, ὑπάρχει ναὸς τοῦ ἁγίου Μηνᾶ, λέγεται δὲ ὅτι ἐκεῖ ὑπῆρξε καὶ ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου[1]. Εἰς τὸν Ναὸν αὐτὸν τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ προσέτρεχον ἐπὶ αἰῶνας ὁλοκλήρους προσκυνηταὶ ἀπὸ ὅλας τὰς παραμεσογείους χώρας καὶ πλεῖστα θαύματα ἐπετελοῦντος διὰ τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου, σῴζονται δὲ μάλιστα μέχρι σήμερον εἰς τὰ ἐρείπεια τοῦ ἀρχαίου αὐτοῦ Ναοῦ πολλαὶ παραστάσεις τῶν διαφόρων θαυμάτων τοῦ Ἁγίου μιὰ μάλιστα ἐκ τῶν παραστάσεων αὐτῶν εἰκονίζει τὸν Ἅγιον Μηνᾶν ὁδηγοῦντα καμήλους καραβανίου τινός, τὸ ὁποῖον διέσωσεν ἀπὸ βέβαιον κίνδυνον.
Ὅταν λοιπὸν αἱ στρατιαὶ τοῦ Ῥόμελ ἐβάδιζον κατὰ τῆς Ἀλεξανδρείας ἔφθασαν εἰς τὸ Ἐλ Ἀλαμέϊν, εἰς τὸ ὁποῖον ἐστρατοπέδευσαν τὴν νύκτα ἐκείνην καὶ τὴν πρωίαν ἡτοιμάζοντο νὰ ἐπιτεθοῦν κατὰ τῆς πόλεως. Ὁ κόσμος ὁλόκληρος καὶ περισσότερον ἡμεῖς οἱ ὑπόδουλοι τότε Ἕλληνες ὑπὸ δέους συνεχόμενοι, ἀνεμέναμεν ὡς βεβαίαν τὴν πτῶσιν αὐτῆς, μαζὶ μὲ τὴν ὁποίαν θὰ ἐχάναμεν καὶ τὰς τελευταίας ἐλπίδας τῆς ἀπελευθερώσεως μας, ὡς καὶ αὐτὰ τὰ τελευταῖα ὑπολείμματα τοῦ ἐλευθέρου στρατοῦ μας.
Ὅμως ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Μηνᾶς δὲν ἀφῆκε νὰ γίνῃ ἡ ὁλοκληρωτικὴ αὐτὴ καταστροφὴ διότι ὡς Ἕλλην καὶ αὐτὸς Αἰγυπτιώτης συνεπόνεσε τοὺς πάσχοντας Ἕλληνας καὶ τοὺς συμμάχους αὐτῶν καὶ τὸ μεσονύκτιον, καθ᾿ ἣν στιγμὴν ἐπρόκειτο νὰ ἀρχίσῃ ἡ μάχη, ὢ ἐξαισίου θαυματουργήματος! βλέπουν τινὲς εὐσεβεῖς τὸν Ἅγιον Μηνᾶν ἐξερχόμενον ἐκ τῶν ἐρειπίων τοῦ Ναοῦ αὐτοῦ καὶ ὁδηγοῦντα καμήλους, ὡς ἀκριβῶς ἐν τῇ προῤῥηθείσῃ τοιχογραφίᾳ εἰκονίζετο, εἰσχωροῦντα δὲ ὁμοῦ μὲ αὐτὰς εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν ἐχθρῶν.
Εἶναι ἀδύνατον νὰ περιγράψῃ τις τὸν πανικὸν ὅστις κατέλαβεν ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης τοὺς τέως πανισχύρους καὶ ἀηττήτους ἐχθρούς, καθὼς ἐπίσης ἀπερίγραπτος τυγχάνει ἡ ἔκτασις τῆς καταστροφῆς αὐτῶν. Ἀρκεῖ δὲ μόνον νὰ εἴπωμεν ὅτι, ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης ἐσήμανε τὸ τέλος τῆς παντοδυναμίας αὐτῶν καὶ ἐντὸς ὀλίγου χρόνου κατενικήθησαν τελείως, ἀπελευθερωθείσης οὕτω τῆς ἡμετέρας πατρίδος.
Τὸ θαῦμα τοῦτο ἐκτιμῶντες καὶ αὐτοὶ οἱ ἀλλόδοξοι σύμμαχοι, προσέφερον εἰς τὸ Πατριαρχεῖον Ἀλεξανδρείας τὸν τόπον ἐκεῖνον διὰ νὰ ἀνακτισθῇ ὁ Ναὸς τοῦ Ἁγίου καὶ νὰ ἱδρυθῇ ἐκεῖ καὶ Μοναστήριον ἐπ᾿ ὀνόματι αὐτοῦ εἰς ἔνδειξιν αἰωνίου εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Ἅγιον καὶ διὰ νὰ ὑμνολογῆται εἰς αὐτὸν ἀπαύστως, διὰ τὴν ἐπιτελεσθεῖσαν ἐξαίσιον θαυματουργίαν, ὁ ἐν τοῖς Ἁγίοις αὐτοῦ ἐνδοξαζόμενος Θεὸς καὶ ὁ ἔνδοξος αὐτοῦ Μεγαλομάρτυς Ἅγιος Μηνᾶς,
Νεώτερα θαύματα τοῦ Ἁγ. Μηνᾶ.
8) Ὁ Εὐάγγελος Φράγκου κάτοικος Ἀμφιάλης πλησίον Ἁγίου Μηνᾶ Πειραιᾶ, διηγήθηκε τὸ ἑξῆς θαῦμα ποὺ ἔγινε στο παιδί του: Στοὺς δευτέρους χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας τὸ παιδί του ἐπῆγε γιὰ πρώτη φορὰ μὲ ἀεροπλάνο στην Αἴγυπτο. Τὸ ἀεροπλάνο βρῆκε μεγάλη ἀνεμοθύελλα καὶ δὲν μποροῦσε νὰ προσγειωθεῖ πουθενὰ καὶ ὁ πιλότος τὸ ἔριξε σὲ μία λίμνη καὶ τὸ ἀεροπλάνο ἔγινε συντρίμμια. Χωρὶς νὰ ξεροῦν οἱ γονεῖς ὅτι τὸ παιδὶ τοὺς ἐκινδύνευσε, ἡ μὲν μητέρα ἦταν ἀφοσιωμένη στην Παναγία, καὶ προσευχόταν, ὁ δὲ πατέρας ἦταν ἀφοσιωμένος στον Ἁγιο Μηνᾶ καὶ τοῦ φάνηκε ὅτι κουνήθηκε ἡ εἰκόνα του καὶ σὰν νὰ τοῦ εἶπε ὅτι πάει νὰ σώσει τὸ παιδί του. Βλέποντας ὁ πατέρας τὴν κινήσῃ αὐτὴ τῆς εἰκόνας, τὸν ἔπιασε ῥῖγος, σὰν λυποθυμία, χωρὶς νὰ ξέρει ὅτι τὸ παιδί του ἐκινδύνευε. Τὴν ἄλλη ἡμέρα ἐμαθαν ὅτι σκοτώθηκαν ὅλοι οἱ ἐπιβάται τοῦ ἀεροπλάνου καὶ σώθηκε μόνο τὸ παιδί τους. Αὐτὸ ἦταν θαῦμα τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ.
9) Ἡ Βαρβάρα Κωστοπούλου διηγηθηκετο ἑξῆς θαῦμα ποὺ ἔκανε γι᾿ αὐτὴν ὁ Ἅγιος Μηνᾶς: Ἀγαποῦσε ἐναν ἄνδρα ποὺ δούλευε στον ΟΤΕ. Καὶ αὐτὸς τὴν ἀγαποῦσε, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν παντρευτεῖ ἤθελε ἕνα σπίτι καὶ λεπτά, ἐνῶ αὐτὴ ἦταν φτωχή. Τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγ. Μηνᾶ, ὅταν χτύπησαν οἱ καμπάνες, παρακάλεσε τὸν Ἅγ. Μηνᾶ νὰ κάνει τὸ θαῦμα του καὶ νὰ τὴν βοηθήσει νὰ βρει τὸν καταλληλο ἀνθρωπο γιὰ νὰ ἀποκατασταθεῖ. Καὶ πράγματι ὁ Ἅγ. Μηνᾶς ἔκανε τὸ θαῦμα του. Τῆς ἐτηλεφώνησε ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγαποῦσε, ὅτι θὰ πάει στο σπίτι της γιὰ νὰ τὴν ζητήσει ἀπὸ τοὺς γονεῖς της. Ἀπὸ τότε δοξάζει τὸν Ἅγ. Μηνᾶ καὶ μιλάει παντοῦ γιὰ τὸ θαῦμα ποὺ τῆς ἔκανε.
10) Ἡ Ἀρτεμία Παστρικοῦ, κ άτοικος Ἀμφιάλης Πειραιῶς πλησίον Μονῆς Ἁγίου Μηνᾶ, διηγεῖται τὸ ἑξῆς θαῦμα τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ ποὺ ἔγινε σ᾿ αὐτήν: Ὅταν ἦταν 12 ἐτῶν εἶχε ἀῤῥωστήσει ἀπὸ κοιλιακὸ τύφο μὲ πολὺ ὑψηλὸ πυρετὸ καὶ ὁ γιατρὸς ποὺ τὴν παρακολουθοῦσε εἶπε ὅτι μόνο ἕνα θαῦμα μποροῦσε νὰ τὴν σώσει. Μιὰ μέρα, ὅταν ἄνοιξε τὰ μάτια της, εἶδε στὰ πόδια της τὴν κάρα καὶ δύο ὀστᾶ τοῦ Ἁγ. Μηνᾶ καὶ ἔβαλε τίς φωνὲς καὶ τοὺς εἶπε νὰ τὰ πᾶνε στο Ἱερό. Μετὰ εἶδε ὅτι ἀπὸ τὴν τρύπα ποὺ εἴχανε ἀφήσει στὸ σπίτι τους γιὰ κουδούνι, πέρασε ὁ Ἅγιος Μηνᾶς, ἕνα νέο καὶ ὄμορφο παλληκάρι ἐπάνω σὲ ἄσπρο ἀλογο, τὴν πάτησε, τῆς χαμογέλασε καὶ τῆς εἶπε: μὴ φοβᾶσαι, ἐγὼ θὰ σὲ κάνω καλά. Τὴν ἄλλη μέρα ὁ πυρετὸς ἄρχισε νὰ πέφτει καὶ σὲ τρεῖς μέρες ἔγινε καλὰ καὶ ἀπὸ τότε ἔχει τὸν Ἅγιο Μηνᾶ προστάτη της.
11) Ἡ Σπυριδούλα Σεϊτανίδου διηγήθηκε τὸ ἑξῆς θαῦμα ποὺ ἔκανε ὁ Ἅγιος Μηνᾶς: Πρὶν δύο χρόνια ὁ πατέρας της ἔπαθε διάτρηση στομάχου καὶ τὸν ἐπῆγαν στο νοσοκομεῖο. Τοῦ βρήκαν ὅτι εἶχε ὑπόταση 2 καὶ ἤτανε ἑτοιμοθάνατος καὶ εἴπανε ὅτι μόνο ἕνα θαῦμα θὰ τὸν σώσει. Ἔλεγε συνεχῶς τὸ τροπάριο τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ σώσει τὸν πατέρα της. Πράγματι ἔγινε ἡ ἐγχείριση καὶ οἱ γιατροὶ ἐβγῆκαν εὐχαριστημένοι ἀπὸ τὸ χειρουργεῖο καὶ εἴπανε ὅτι ἦταν θαῦμα ποὺ ἔζησε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος σὲ ἐγχείριση μὲ ὑπόταση 2. Αὐτὸ ἦταν θαῦμα τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ ποὺ ἀκουσε τίς παρακλήσεις της.
12) Ἡ Ἀρτεμία Παστρικοῦ διηγήθηκε τὸ ἑξῆς γιὰ τὸν πατέρα της: καθόμαστε πρὶν 10 χρόνια περίπου, στην ταράτσα μας, καὶ τρώγαμε. Ὁ πατέρας ἀφοῦ ἔφαγε καὶ ξάπλωσε ἄρχισε νὰ ἀερίζεται. Τοῦ εἶπε ἡ μητέρα μου, δὲν ντρέπεσαι, ποὺ ἀπέναντι εἶναι ὁ Ἅγιος Μηνᾶς; Λέει τότε ὁ πατέρας μου; Ὁ Ἅγιος Μηνᾶς εἶναι φίλος μου. Τὸ προσωπικό του ὅμως δὲν μὲ ἀρέσῃ. Δὲν περάσανε οὔτε 10 λεπτά, καὶ ξαφνικὰ τρώη δύο χαστούκια, καὶ αὐτομάτως πρίστηκε τὸ πρόσωπό του. Ἀπὸ τότε δὲν ξαναεῖπε λέξη γιὰ τὸν Ἁγιο. Καὶ τὸν πιστεύῃ, καὶ τὸν ἀγαπάῃ.
Ἕως αὐτοῦ ἀρκεῖ καὶ ἡ διήγησις τῶν θαυμάτων τοῦ Ἁγίου, πρέπον δὲ εἶναι ἡμεῖς, ὁποῦ ἀκούομεν τῶν Ἁγίων τὰς διηγήσεις καὶ τὰ μαρτύρια, νὰ σπουδάζωμε πῶς νὰ τοὺς μιμηθῶμεν. διότι καὶ ὁ Χριστὸς τοὺς τοιούτους ἐπαινεῖ, εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, ἐν κεφαλαίῳ ια´ καὶ λέγει: «Μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν. Λοιπὸν πρέπει ὡσὰν πῶς ἔχομεν τὴν ὀρθὴν πίστιν, ἔτσι νὰ ἔχομεν καὶ ἔργα θεάρεστα, ἵνα καὶ ἡ πίστις νὰ στερεώνεται μὲ τὰ ἔργα, καὶ τὰ ἔργα νὰ βεβαιώνωνται μὲ τὴν πίστιν, διότι οὐδὲ ἐὰν ἔχωμε πίστιν ὀρθήν, καὶ ἔργα θεάρεστα δὲν ἔχωμεν, δυνόμαστεν νὰ σωθοῦμεν, οὐδὲ πάλιν, ἐὰν ἔχωμεν ἔργα, καὶ δὲν πιστεύωμεν ὀρθά, δυνόμαστεν νὰ κερδήσωμεν σωτηρίαν, διὰ τοῦτο εἶναι τὸ δίκαιον, ἐὰν θέλωμεν καὶ τῆς κολάσεως νὰ ἐλευθερωθῶμεν, καὶ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν νὰ ἐπιτύχωμεν, καὶ μὲ τὰ δύο νὰ στολιζόμεστεν, καὶ μὲ πίστιν ὀρθὴν καὶ μὲ ἔργα θεάρεστα, διότι τί τὸ ὄφελος, εἰπέ μοι, ἐὰν ἕνα δένδρον εἶναι ὑψηλόν, καὶ ἔχῃ φύλλα πολλά, καρπὸν δὲ νὰ μὴν ἔχῃ;»
Ἔτσι καὶ τὸν Χριστιανὸν δὲν τὸν ὠφελεῖ τίποτες ἡ πίστις, ἐὰν ἀμελῇ τῶν ἀρετῶν, ἐπειδὴ ἡ διὰ τῶν ἔργων πίστις εἶναι πλέον βεβαιότερη παρὰ τὴν διὰ λόγου. Μὴ γοῦν θαῤῥοῦμεν μόνον μὲ τὴν ὀρθόδοξον πίστιν νὰ σωθοῦμεν, εὐσεβέστατοι ἄρχοντες, ἀλλὰ πρὸς τὴν πίστιν τὴν ἁγίαν ἂς σπουδάσωμεν νὰ κατορθώσωμεν καὶ ἔργα θεάρεστα. Μὴν ἀγωνιζώμεστεν μόνον πῶς νὰ θεραπεύωμεν τὸ κορμὶ μας, ἀλλὰ πολλῷ μᾶλλον ἂς σπουδάσωμεν νὰ ἰατρεύωμεν τὴν ψυχήν μας. Διότι, εἰπέ μοι, δὲν συγκείμεθα ἀπὸ δύο φύσεις, ἐκ ψυχῆς λέγω καὶ σώματος; Τὸ λοιπὸν διατὶ δὲν ἐπιμελούμεθα κἂν Τσια τῶν δύο; ἀλλὰ τὸ μὲν κορμὶ μὲ κάθε τρόπον τὸ θεραπεύομεν, καὶ μὲ φαγὶ πλέον τοῦ πρέποντος τὸ τρέφομεν, καὶ ἐὰν καὶ καμμίαν φορὰν παραμικρὴ ἀσθένεια μᾶς ἔλθῃ, πᾶσαν μηχανὴν κάμνομεν, πᾶσαν τέχνην γυρεύομεν, ὥστε νὰ διορθώσωμεν τὸ αἴτιον τῆς ἀῤῥωστίας, καὶ εἰς μὲν τὸ ἔλαττον καὶ τὸ ἀτιμότερον κορμὶ τοιαῦτα καὶ ἄλλα περισσότερα σπουδάζομεν, διὰ δὲ τὴν ταλαίπωρον ψυχὴν οὐδὲ κἂν ἔννοιαν ἔχομεν ὅτι ἀσθενεῖ;
Καὶ τοῦτο, ἐὰν θελήσῃς νὰ ἴδῃς, πόσον διαφέρει τὸ σῶμα ἀπὸ τὴν ψυχήν, θέλεις τὸ καταλάβῃ, ἐὰν συλλογισθῇς, ποταπὸν ἀναμένει τὸ κορμί, ὅταν χωρισθῇ τῆς ψυχῆς. Μὴ γοῦν ἀμελοῦμεν διὰ τὸ αἰώνιον, καὶ διὰ τὸ φθαρτὸν ἐννοιαξόμεστεν. Μὴ σπουδάζωμεν διὰ τὸ πρόσκαιρον κορμί, καὶ διὰ τὴν ἀθάνατον ψυχὴν ἀμελοῦμεν, ἀλλὰ ὡσὰν πῶς τρέφομεν τὸ κορμὶ μὲ αἰσθητὰ φαγητά, ἔτσι ἂς τρέφωμεν καὶ τὴν ψυχήν μας μὲ τὴν μελέτην τῶν θείων Γραφῶν, ὡσὰν πῶς ἐνδύνομεν τὸ κορμὶ μας, ἔτσι ἂς ἐνδύσωμεν καὶ τὴν ψυχήν μας μὲ ἀρετές, ὡσὰν πῶς πίνομεν σιρόπια καὶ καθάρσια διὰ τὴν ὑγείαν τοῦ σώματος, ἔτσι ἂς ἐξομολογούμεστεν, καὶ ἂς μετανοοῦμεν εἰς τὰς ἁμαρτίας μας, νὰ καθαριζώμαστε. Καὶ μάλιστα, ἐὰν θέλῃς νὰ τὸ ἐξετάσῃς ἡ μὲν θεραπεία τοῦ σώματος ἔχει καὶ πολλὴν ἔξοδον, ἡ δὲ τῆς ψυχῆς εἶναι κατὰ πολλὰ εὔκολη, καὶ ἀνέξοδος καὶ ἑλαφρά, διότι ἐδῶ μὲν ἐπὶ τῆς ἐπιμελείας τοῦ σώματος, ὅταν ἀῤῥωστήσῃς ἀνάγκη εἶναι καὶ χρήματα νὰ ἐξοδιάσῃς, ἀλλὰ μὲν εἰς τοὺς ἰατρούς, ἀλλὰ δὲ εἰς φαγητὰ καὶ ἐνδύματα, ἐπὶ δὲ τῆς ψυχῆς οὐδεμία ἔξοδος γίνεται, ἀλλὰ ἐὰν θελήσῃς, ἀνέξοδα εὑρίσκεις τὴν θεραπείαν.
Διότι, εἰπέ μοι: ποία ἔξοδος εἶναι νὰ συχνάζῃς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν νὰ ἀκούῃς τὰς θείας Γραφὰς καὶ νὰ τρέφῃς τὴν ψυχήν σου; Εἶδε καὶ θέλεις νὰ μάθῃς, ὅτι ἡ ἀκρόασις τῆς Γραφῆς εἶναι τροφὴ τῆς ψυχῆς, ἄκουε τοῦ Μωϋσέως ἐν τῷ Δευτερονομίῳ λέγοντος, «οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐν παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ». Ποία ἔξοδος εἶναι νὰ μετανοήσῃς καὶ νὰ ἐξομολογηθῇς τὰς ἁμαρτίας σου εἰς πνευματικὸν Πατέρα; Ποῖος κόπος εἶναι νὰ εἴπῃς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἥμαρτες; Ποῖος μόχθος εἶναι νὰ ὁμολογήσῃς τοῦ λόγου σου πταίστην κατ᾿ ἔμπροσθεν τοῦ καρδιογνώστου Θεοῦ; διότι, μὴν ὁ Θεὸς δὲν ἠξεύρει τὰς ἁμαρτίας σου, καὶ τὰς κρύβεις; μὴν θέλῃς νὰ τὸν λάβῃς, καὶ φοβᾶσαι νὰ τὲς ἐξομολογηθῇς; καὶ προτοῦ νὰ ἁμαρτήσῃς; ὁ Θεὸς ἐπρογίνωσκέ τι. Τί γοῦν; θέλει νὰ μετανοήσῃς, μοναχός σου, θέλει νὰ εἴπῃς, ὅτι ἔσφαλες, καὶ αὐτὸς σὲ δικαιώνει, διότι ἔτσι ὥρισε διὰ τοῦ Προφήτου Ἡσαΐου: «λέγε σὺ πρῶτος τὰς ἁμαρτίας σου, ἵνα δικαιωθῇς». Καὶ πάλιν ὁ Προφήτης Δαβὶδ ἐν τῷ λα´ Ψαλμῷ, «εἶπα ἐξαγορεύσω κατ᾿ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ, καὶ σὺ ἀφῆκας τὴν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου».
Μὴ γοῦν εὑρίσκωμεν ἀφορμὴν καὶ λέγωμεν, ὅτι βαριὲς εἶναι αἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, διότι κάμνομεν τὸν Χριστὸν ψεύστην, ὅστις ὁρίζει εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον ἐν τῷ ια´ κεφαλαίῳ: «Ὁ ζυγὸς χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστι». Ὁμοίως καὶ τὸν θεολόγον Ἰωάννην, ὅστις γράφει εἰς τὴν πρώτην του ἐπιστολὴν ἐν κεφαλαίῳ ε´ καὶ λέγει, «καὶ αἱ ἐντολαὶ αὐτοῦ βαρεῖαι οὐκ εἰσί». Μάλιστα, δὲ τοῦ λόγου μας ἂς αἰτιαζώμεστεν, ὅτι διὰ νὰ εἴμεσθεν ἀμελεῖς καὶ ὀκνηροί, μᾶς φαίνουνται βαριές. Διὰ τοῦτο μὴν ἀμελοῦμεν τὰς σωτηρίας, μας τώρα, ἀδελφοὶ ἠγαπημένοι, ὁποῦ ἔχομεν καιρόν, διότι θέλει ἔλθῃ καιρός, ὁποῦ αὐτὲς ἡ ἀφορμὲς δὲν μᾶς θέλουν ὠφελήσῃ τίποτες μόνον ἕως ἔχομεν καιρὸν μετανοίας, ἂς λάβωμεν ἔννοιαν τῆς μελλούσης κρίσεως, ἂς ἐνθυμηθοῦμεν καὶ τὸν θάνατον μας καμμίαν φοράν, ἂς ἐνθυμηθοῦμεν τὰ ὑστερινά μας, ἂς ἐνθυμηθοῦμεν, πῶς γινόμεστεν χῶμα καὶ γῆ καὶ σποδός, ἂς ἐνθυμηθοῦμεν, ὅτι δὲν μᾶς ἔπλασε ὁ Θεὸς μόνον διὰ ἐτοῦτον τὸν κόσμον ἀλλά. διὰ τὴν ἀπόλαυσιν τῶν μελλόντων αἰωνίων ἀγαθῶν.
Διότι, μὴν νὰ ἐγενηθήκαμεν εἰς τὸν κόσμον, διὰ νὰ εἴμεσθεν ἀθάνατοι; μὴ διὰ τοῦτον ἐπλάσθημεν ἐκ Θεοῦ, διὰ νὰ τρώγωμεν καὶ νὰ πίνωμεν; οὐχὶ ἔγινεν ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ φαγί, ἀλλὰ τὸ φαγὶ ἔγινε διὰ τὸν ἄνθρωπον. Μὴ γοῦν ἀντιστρέφωμεν τὴν τάξιν, μηδὲ ὡσὰν νὰ ἐγίναμεν διὰ τὸ φαγί, ἔτσι ἂς τὸ σπουδάζωμεν. ἀλλὰ ἂς ἔχῃ καὶ αὐτὸ μέτρον καὶ ὥραν, τῆς δὲ ψυχῆς ἡ τροφὴ ἂς εἶναι περισπούδαστος εἰς ἡμᾶς. μόνον αὐτὴ ἀςμὴν ἔχῃ μέτρον καὶ ὥραν, μάλιστα δὲ πᾶσαν ὥραν ἂς τὴν σπουδάζωμεν. Καὶ ὡσὰν πῶς δὲν περνᾷ ὥρα, ἐὰν δὲν ἀναππνεύσωμεν, ἔτσι μηδὲ ὥρα νὰ μὴ περνᾷ, ἐὰν μὴ μελετήσωμεν περὶ τῆς ψυχικῆς τροφῆς, ἥτις ἐστίν, ὡς εἴπομεν, ἡ ἀνάγνωσις τῶν θείων Γραφῶν, ἡ μελέτη τῶν τοῦ Θεοῦ ἐντολῶν, ἡ μνήμη τοῦ θανάτου, καὶ ἐπὶ τούτοις ἡ ἐξομολόγησις. Ταῦτα ἀείποτες ἂς ἐννοιαζώμεστεν, αὐτὰ πάντοτε ἂς μελετοῦμεν, ἵνα τοιουτοτρόπως πολιτευόμενοι τῆς μὲν κολάσεως ἐλευθερωθῶμεν, τῆς δὲ Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν ἀξιωθῶμεν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. ᾯ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
******
[1] Όταν ο διωγμός των χριστιανών έπαυσε η παράδοση λέγει ότι άγγελος Κυρίου παρουσιάστηκε στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Αθανάσιο, λέγοντας να φορτώσει το σώμα του Αγ. Μηνά σε μια καμήλα και να κατευθυνθεί προς τη Δυτική έρημο. Στο μέρος που κατά θεία παρέμβαση σταματησε η καμήλα και αρνούνταν να προχωρήσει παραπέρα, κοντά στη Μαρεώτιδα λίμνη, έθαψαν το σώμα του. Για πολλά χρόνια δεν γνώριζαν τίποτα για τον μάρτυρα στρατιώτη Αγ.Μηνά. Μέχρι που κάποια στιγμή κάποια άρρωστα πρόβατα και ο βοσκός που βρισκόνταν σε εκείνα τα μέρη έγιναν κατά θαυμαστό τρόπο καλά. Πολλοί άρρωστοι άρχισαν να έρχονταν εκεί και γινόνταν καλά χωρίς να γνωρίζουν ποιός έκανε αυτά τα θαύματα. Μέχρι και η κόρη ενός αυτοκράτορα του Βυζαντίου (πιθανότατα του Μεγ.Κωνσταντίνου) ήλθε εκεί για να θεραπευθεί. Ένα βράδυ και ενώ βρισκόνταν σ'αυτό το μέρος, εμφανίστηκε στον ύπνο της ο Αγ. Μηνάς λέγοντάς της ότι εκεί βρίσκονται τα άγια λείψανά του και να χτιστεί εκεί ένας ναός προς τιμήν του. Στα 45 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Αλεξάνδρειας, ο Αυτοκράτορας, έχτισε προς τιμήν του όχι μόνο έναν ναό αλλά μια πόλη, που συμπεριλάμβανε δρόμους, κτίρια εκκλήσίες και ένα βαπτιστήριο. Η μαρμάρινη πόλη του Αγ.Μηνά (Abu Mena) έγινε ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα της χριστιανοσύνης, αφού έχουν βρεθεί μπουκαλάκια λαδιού ή αγιασμού με χαραγμένο επάνω τους το όνομα του Αγ. Μηνά σε πολλές αρχαιολογικές ανασκαφές στην Χαιδελβέργη, στο Μιλάνο, στη Δαλματία, στη Μασσαλία και στην Ιερουσαλήμ. Από το 1979 η μαρμάρινη πόλη του Αγ.Μηνά ανήκει στα μνημεία παγκοσμίου κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Στρατείαν κατέλιπες τὴν κοσμικήν, ἀθλητά, οὐράνιον εἴληφας τὴν κληρουχίαν, σοφέ, καὶ στέφος ἀμάραντον, δόξαν ἀποδιώξας βασιλέως γηϊνου, ἄθλους δὲ διανύσας μαρτυρίου γενναίου. Διό, μεγαλομάρτυς Μηνᾷ, πρέσβευε σωθήναι ἠμᾶς.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Tρισάριθμον σύνταγμα τῶν ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ συμφώνως τιμήσωμεν ὡς καθαιρέτας ἐχθροῦ, Μηνᾶν τὸν ἀοίδημον, Βίκτωρα τὸν γενναῖον καὶ Βικέντιον ἅμα, τούτοις συνευφημοῦντες στεφανίδα τὴν θείαν. Αὐτῶν, Χριστέ, ἱκεσίαις πάντας ἐλέησον.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Τους μεγίστους αγώνας του μαρτυρίου σου, καρτεροψύχως ανύσας Μεγαλομάρτυς Μηνά, ουρανίων δωρεών λαμπρώς ηξίωσαι, και θαυμάτων αυτουργός, εκ Θεού αναδειχθείς, προστάτης ημίν εδόθης, και βοηθός εν ανάγκαις, και αντιλήπτωρ εναργέστατος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Τρισάριθμον σύνθημα, των αθλοφόρων Χριστού, υμνήσωμεν άσμασι, χαριστηρίοις πιστοί, Μηνάν τον αοίδιμον, Βίκτωρα τον γενναίον, και Βικέντιον θείον, πλάνην την των ειδώλων, καταργήσαντας πίστει. Αυτών ταις ικεσίαις, Χριστέ ο Θεός, σώσον τας ψυχάς ημών.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῆς στρατειᾶς ἥρπασε, τῆς ἐπικήρου, καὶ ἀφθάρτου ἔδειξε, σὲ Ἀθλοφόρε κοινωνόν, Μηνᾶ Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ τῶν Μαρτύρων ἀκήρατος στέφανος.
Ἕτερον Κοντάκιον τῶν σὺν αὐτῷ Μαρτύρων. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς εὐσεβείας Μάρτυρας, καὶ Ἀθλητὰς θεόφρονας, ἡ Ἐκκλησία γεραίρει δοξάζουσα, μαρτυρικοῖς ἐν ᾄσμασι, Μηνᾶν τε Βίκτωρα καὶ Βικέντιον χαίρουσα, καὶ Στεφανίδα τὴν γενναιόφρονα, καὶ Χριστὸν μεγαλύνει, τὸν τούτους δοξάσαντα.
Κάθισμα. Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν.
Ἡ τὸ πρὶν ἀγνωσίας σκότει δεινῷ, κρατουμένη θεόφρον, Μάρτυς Μηνᾶ, Αἴγυπτος ἀνέτειλε, σὲ φωστῆρα παγκόσμιον, ἀθεΐας νύκτα, συντόνως ἐλαύνοντα, ταῖς βολίσι Μάκαρ, τῶν θείων ἀγώνων σου· ὅθεν τὴν φωσφόρον, καὶ σεπτήν σου ἡμέραν, φαιδρῶς ἑορτάζοντες, ἐκτενῶς σοι κραυγάζομεν, Ἀθλητῶν ἐγκαλλώπισμα, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Μεγαλυνάριον.
Φύλαξ καὶ θερμότατος ἀρωγός, πέλων Ἀθλοφόρε, τῶν καλούντων σε ἐν παντί, πλήρου τὰς αἰτήσεις, Μηνᾶ θαυματοβρύτα, τῶν πόθῳ ἐκζητούντων, τὴν σὴν ἀντίληψιν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον τῶν σὺν αὐτῷ Μαρτύρων.
Ὕμνοις φιλομάρτυρες ἱεροῖς, Μηνᾶν τὸν γενναῖον, καὶ τὸν Βίκτωρα τὸν στερρόν, σὺν τῷ Βικεντίῳ, καὶ Στεφανίδι ἅμα, τοὺς ἀριστεῖς τοῦ Λόγου, ἐγκωμιάσωμεν.
Ὁ Οἶκος
Μεγάλης πρόξενος ἡμῖν, ὑπάρχει θυμηδίας, ἡ μνήμη τῶν Μαρτύρων, κατὰ παθῶν ἀνδρείαν, καὶ ἀριστείαν κατ' ἐχθρῶν ἐπιδεικνυμένη, ἐν φαιδρᾷ καὶ προσηνεῖ ὁμολογίας χάριτι· Δεῦτε οὖν ἐν ταύτῃ, φιλέορτοι πάντες εὐφρανθῶμεν, τῆς προσκαίρου εὐφροσύνης τὴν κρείτονα καὶ τελεωτέραν, Μηνᾶ τοῦ Ἀθλητοῦ τὴν μνήμην τελοῦντες, καὶ λαμβάνοντες παθῶν δῶρον τὴν λύσιν, τούτων δὲ δοτήρ, Χριστὸς ὁ Θεὸς ὑπάρχει, ὁ τῶν Μαρτύρων ἀκήρατος στέφανος.
Πηγή: (Ἔκδοσις Ἱ. Ν. Ἁγίου Μηνᾶ Ἀμφιάλης, ἐν Πειραιεῖ, 1982), uoa.gr/~nektar/, Ορθόδοξος Συναξαριστής, Μέγας Συναξαριστής
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...