Ο Άγιος Αλέξιος, ο Υπερασπιστής της Ορθοδόξου πίστεως και ζηλωτής εργάτης της Αμπέλου του Κυρίου μας, γεννήθηκε στην Αυστροουγγαρία στις 18 Μαρτίου του 1854 από μία φτωχή οικογένεια Καρπαθορώσων. Όπως πολλές άλλες οικογένειες στην Αυστροουγγρική αυτοκρατορία, η οικογένεια του Αλεξίου Τοθ ήταν αρχικά συνδεδεμένη με τους Ουνίτες.
Ο πατέρας και ο αδελφός του Αλεξίου ήταν “ιερείς” και ο θείος του ήταν “Επίσκοπος” των Ουνιτών. Έλαβε εξαιρετική μόρφωση και έμαθε πολλές γλώσσες (καρπαθορωσικά, ουγγρικά, ρωσικά, γερμανικά, λατινικά και ελληνικά μόνο για ανάγνωση). Νυμφεύθηκε τη Ροζαλί Μιχάλιτς, την θυγατέρα ενός “ιερέως” και χειροτονήθηκε “πρεσβύτερος” στις 18 Απριλίου 1878 μ.Χ. Η γυναίκα του πέθανε σύντομα και μετά από λίγο και το μονάκριβο παιδί του. Ο Αλέξιος άντεξε τις δοκιμασίες αυτές με την υπομονή του Ιώβ.
Τον Μάιο του 1897 ο Αλέξιος ανεδείχθη γραμματέας του Επισκόπου Πρέσωβ και υπεύθυνος του διοικητικού τομέα της Επισκοπής. Επίσης, του ανατέθηκε η διεύθυνση ενός ορφανοτροφείου. Ο π. Αλέξιος Τοθ δίδασκε Εκκλησιαστική Ιστορία και Κανονικό Δίκαιο στο “Ιεροδιδασκαλείο” του Πρέσωβ, και οι γνώσεις και η εμπειρία που αποκόμισε από αυτό τον βοήθησαν πάρα πολύ στην μετέπειτα ζωή του στην Αμερική. Ωστόσο, η θητεία του ως Καθηγητής στο “Ιεροδιδασκαλείο” και ως Διευθυντής στα πόστα που του ανατέθηκαν στην Επισκοπή του Πρέσωβ, δεν είχαν μεγάλη διάρκεια μια και η Θεία Πρόνοια είχε διαφορετικά σχέδια για τον Άγιο. Τον Οκτώβριο του 1889 διορίσθηκε και ανέλαβε “ιερατικά” καθήκοντα σε μία ουνιτική ενορία στη Μινεάπολη της Μινεσότας. Ως άλλος Αβραάμ εγκατέλειψε τη χώρα του και τους συγγενείς του για να εκπληρώσει το Θείο θέλημα.
Όταν έφτασε στην Αμερική, ο πατήρ Αλέξιος παρουσιάστηκε στην τοπική “Ρωμαιοκαθολική” (Παπική) επισκοπική αρχή, συγκεκριμένα στον “Αρχιεπίσκοπο” John Ireland, καθώς δεν υπήρχε Ουνίτης “επίσκοπος” στις Η.Π.Α. εκείνη την εποχή. Ο “Αρχιεπίσκοπος” Ireland ανήκε σε μια ομάδα Αμερικανών “Καθολικών” (Παπικών), που προωθούσαν την ιδέα της ‘Αμερικανοποίησης’ όλων των “Ρωμαιοκαθολικών”. Το δικό του όραμα για το μέλλον στηριζόταν σε τρεις πυλώνες: ‘κοινή πίστη’, ‘κοινά έθιμα’, και τη ‘χρήση της Αγγλικής γλώσσας για όλες τις περιπτώσεις εκτός από τις λειτουργικές τελετές’. Προφανώς, εθνοτικές ενορίες και μη Λατινικού τύπου χειροτονημένοι “ιερείς” (δηλαδή Ουνίτες), ιδιαίτερα οι έγγαμοι, δεν υπήρχε τρόπος να ταιριάξουν σε αυτό το πρόγραμμα. Έτσι, όταν ο πατήρ Αλέξιος Τοθ προσήλθε για να παρουσιάσει τα διαπηστευτήρια του, ο “Αρχιεπίσκοπος” Ireland τον υπεδέχθει με καταφανή κακοπιστία -αν όχι εχθρότητα. Αρνήθηκε να τον αναγνωρίσει ως ένα έγκυρο Παπικό “ιερέα”, και δεν του χορήγησε άδεια να λειτουργεί στην “Αρχιεπισκοπή” του. Ο ίδιος ο Άγιος καταγράφει τη συνάντησή του με τον “Αρχιεπίσκοπο” ως εξής:
«Εμφανίστηκα ενώπιον του “Επισκόπου” Ireland την 19η Δεκεμβρίου 1889, ασπάστηκα την χείρα του κατά τα ειωθότα, και απέδωσα τα διαπιστευτήρια μου, ξεχνώντας ωστόσο να γονατίσω μπροστά του, κάτι που όπως έμαθα αργότερα ήταν και το καθοριστικότερο λάθος μου. Ενθυμούμαι, ότι αμέσως μόλις διάβασε ότι ήμουν ένας “Ελληνο-Καθολικός ιερέας”, τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν. Του χρειάστηκαν δεκαπέντε λεπτά να διαβάσει μέχρι το τέλος και αμέσως μετά με ρώτησε αποτόμως –συζητήσαμε στα Λατινικά:
› Έχεις σύζυγο?
› Όχι
› Αλλά είχες μία?
› Ναι, είμαι χήρος.
Σε αυτό πέταξε το χαρτί στο τραπέζι και διακήρξε δυνατά:
› Έχω ήδη στείλει επιστολή στη Ρώμη, με την οποία διαμαρτύρομαι ενιστάμενος κατά του γεγονότος να στέλνουν σε εμένα τέτοιου είδους “ιερείς”!
› Τι εννοείτε τέτοιου είδους?
› Του δικού σου είδους.
› Είμαι ένας “Ελληνο-Καθολικός ιερέας”. Είμαι Ουνίτης και χειροτονήθηκα από κανονικό “Καθολικό Επίσκοπο”.
› Θεωρώ ότι ούτε εσύ, ούτε αυτός ο δικός σου ο “Επίσκοπος” ότι είστε Καθολικοί· εξάλλου δε μου χρειάζεται κανένας “Ελληνο-Καθολικός ιερέας”. Ένας “Πολωνός ιερέας” είναι απολύτως επαρκής. Οι Έλληνες μπορούν επίσης να έχουν αυτόν για “ιερέα” τους. Όμως ανήκει στο Λατινικό τύπο· ανεξαρτἠτως, οι άνθρωποί μας δεν τον καταλαβαίνουν και σπάνια θα πάνε σε αυτόν· αυτός ήταν και ο λόγος που εγκατέστησαν μια δική τους “Εκκλησία”· Δεν πήραν άδεια από εμένα και σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να σου αναγνωρίσω δικαιοδοσία να εργαστείς εδώ.»
Ως Ιστορικός και Κανονολόγος, ο πατήρ Τοθ, ήξερε τα δικαιώματα του όπως αυτά προέκυπταν σύμφωνα με τους όρους της Ουνίας και δε θα μπορούσε να δεχθεί τις παράνομες αποφάσεις του “Αρχιεπισκόπου”. Τον Οκτώβριο του 1890 πργματοποιήθηκε μια συνάντηση στην οποία συμμετείχαν οκτώ από τους δέκα Ουνίτες “ιερείς” στο Wilkes-Barre της Πενσυλβανίας, υπό την προεδρεία του πατέρα Τοθ. Όσοι Ουνίτες “ιερείς” παραβρέθηκαν σε αυτή τη συνάντηση ανακλήθηκαν στην Ευρώπη από τους “επισκόπους” τους, ως τιμωρία για τη συμμετοχή τους.
Εν τω μεταξύ οι Αμερικανοί Παπικοί “επίσκοποι” είχαν αποστείλει επιστολή στη Ρώμη με την οποία αξίωναν την ανάκληση στην Ευρώπη όλων των Ουνιτών “ιερέων”, επειδή είχαν το φόβο ὀτι οι Ουνίτες “ιερείς” και οι Ουνιτικές ενορίες θα δυσχαίρεναν την αφομοίωση των μεταναστών στον Αμερικανικό τρόπο ζωής και την κολτούρα του τόπου. Οι δε Ουνίτες “επίσκοποι” της Ευρώπης αρήθηκαν ακόμα και να ακούσουν τις εκκλήσεις των Ουνιτών “ιερέων” τους για βοήθεια. Ο “Αρχιεπίσκοπος” Ireland, μάλιστα, έστειλε επιστολή σε όλες τις ενορίες της επικράτειάς του, με την οποία πρόσταζε όλα τα μέλη να μην επισκέπτονται την ενορία του πατέρα Τοθ, και να μη δέχονται καμία “ιερατική” υπηρεσία από αυτόν.
Ο πατήρ Αλέξιος συνειδητοποίησε ότι οι Ουνίτες “ιερείς” και οι πιστοί πάντα θα αντιμετωπίζονται ως δεύτερης κατηγορίας μέσα στην “ευρύτερη Ρωμαιοκαθολική Εκκλήσία”, και ότι η «Ένωση» με τη Ρώμη είχε απλά επιβληθεί στους Καρπαθο-Ρώσους. Αναφέρει σχετικά:
«Πήρα την απόφαση να κάνω κάτι το οποίο κουβαλούσα στην καρδιά μου επί μακρόν, και λαχταρούσε η ψυχή μου: να γίνω Ορθόδοξος. Πως όμως θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί η ενδόμυχη αυτή λαχτάρα; Θα έπρεπε να προχωρήσω με μεγάλη διάκριση και προσοχή. Η ατυχής «Ένωση», η πηγή της κατηφόρας μας και όλων των πληγών μας, είχε γίνει κομμάτι του λαού μας για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Είχαν κιόλας περάσει 250 χρόνια από τότε που αρχίσαμε να κουβαλούμε αυτό το βάρος. Προσευχήθηκα σφόδρα, σφόδρα στο Θεό να μου δώσει δύναμη και να με φώτισει να καταφέρω να τα εξηγήσω όλα αυτά με τον ποιο ξεκάθαρο τρόπο στους ενορίτες μου που τα αγνοούν.»
Και το Άγιο Πνεύμα βοήθησε. Οι ενορίτες του είπαν:
«Ας πάμε στον Ρώσο Επίσκοπο. Γιατί θα πρέπει να υποτασσόμαστε συνεχώς στους ξένους;»
Ήρθαν σε επαφή με το Ρώσο πρόξενο Ivan Mlinar στο San Francisco και αυτός έκανε την πρώτη επαφή με το Ρώσο επίσκοπο Βλαδίμηρο. Το Φεβρουάριο του 1891, ο πατήρ Τόθ ταξίδεψε με τον επίτροπό του τον Paul Podany στο San Francisco όπου έγινε δεκτός από τον Επίσκοπο Βλαδίμηρο. Ο Paul Zaichenko, αυτόπτης μάρτυς αυτής της συνάντησης, γράφει σχετικά:
«Ο Επίσκοπος Βλαδίμηρος χωροστατούσε της Θείας Λειτουργίας στον Ρωσο-Ορθόδοξο Καθεδρικό Ναό του San Francisco. Κάτω από την καθοδήγησή μου, η χωροδία έψαλε με θαυμαστό τρόπο τα τροπάρια. Στο κέντρο του ναού στάθηκε ένας άγνωστος. Δεν είχε γένια αλλά είχε κοντό, στρατιωτικό, κούρεμα. Φορούσε ράσο, που προσδένενεται με μια σειρά κουμπιών, και γύρω από τη μέση του ήταν δεμένο ένα πλατύ μωβ ζωνάρι… Όλα τα μάτια ήταν στραμμένα πάνω του αλλά κανείς δε γνώριζε ποιος ήταν αυτός ο άγνωστος. Ο Επίσκοπος Βλαδίμηρος, με πλήρη άμφια, βγήκε από το Ιερό Βήμα κρατώντας το Ευαγγέλιο και το Σταυρό. Ο Άγνωστος έγινε δεκτός στην Ορθόδοξη Πίστη σύμφωνα με το Εκκλησιαστικό τυπικό. Με στεντώρια δυνατή φωνή, αποκύρηξε τον Παπισμό και έγινε μέλος του ποιμνίου της Αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας. Τη στιγμή εκείνη το πρόσωπό του φωτίστηκε με ένα απόκοσμο φως. Ο καινούργιος προσήλυτος ήταν ο πατέρας Αλέξιος Τοθ, νέος, γοητευτικός, και δυναμικός…»
Ακολούθως, ο Επίσκοπος Βλαδίμηρος ταξίδεψε στη Μινεάπολη την 25η Μαρτίου του 1891, όπου και προσέλαβε 361 ενορίτες στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι Ουνίτες “ιερείς” και λαϊκοί στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής έμαθαν τη θαρραλέα πράξη του πατρός Αλεξίου, και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα πολλοί από τους Καρπαθορώσους αδελφούς του να είναι έτοιμοι να ακούσουν και να κατανοήσουν τις ψευδοδιδασκαλίες και τις απάτες που τους οδήγησαν στην πλάνη επί πολλές γεννιές.
Το παράδειγμα του Αγίου Αλεξίου και της ενορίας του, που επέστρεψαν στην Ορθοδοξία, ήταν ενθαρρυντικό για εκατοντάδες άλλους Ουνίτες. Ο πατήρ Αλέξιος ήταν φως επί τη λυχνία και αποτελούσε φωτεινό παράδειγμα για τους πιστούς. Με το τολμηρό κήρυγμά του εξέθεσε την κακόπιστη διδασκαλία που είχε παραπλανήσει τους ανθρώπους, αλλά ήταν πολύ διακριτικός, για να μην καλλιεργήσει στο ποίμνιό του τη μισαλλοδοξία. Αναδείχθηκε κήρυκας της θεοσεβούς θεολογίας και του ορθού δόγματος και συνέγραψε αρκετά συγγράμματα για την ορθόδοξη πίστη και τον ορθόδοξο βίο.
Παρά το γεγονός ότι η ενορία του στη Μινεάπολη έγινε δεκτή από την Ορθόδοξη Εκκλησία το Μάρτιο του 1891, χρειάστηκε να παρέλθει παραπάνω από ένα έτος μέχρι το γεγονός να επικυρωθεί από την Αγία Σύνοδο στη Ρωσία. Τον Ιούλιο του 1892, η Ρωσική Σύνοδος αναγνώρισε επίσημα την ενορία στη Μινεάπολη και τη δεχτηκε ως μέρος της Επισκοπής Αλάσκας και Αλεούτιων νήσων. Η απόφαση έφτασε στην Αμερική μόλις τον Οκτώβριο του 1892. Εν τω μεταξύ, δημιουργήθηκε ένα κλίμα εθνικής και θρησκευτικής αντιπαλότητας έναντι των προσυλήτων. Ο πατήρ Αλέξιος κατηγορήθηκε ότι “πούλησε” τους Καρπαθορώσους συντοπίτες του, και ότι τους “πρόδωσε” στους Μοσχοβίτες για ίδιον οικονομικό όφελος.
Στην πραγματικότητα δεν έλαβε καμία οικονομική βοήθεια για μεγάλο μεγάλο χρονικό διάστημα ενώ και η ενορία του ήταν από τις πλέον φτωχιές. Ο ενάρετος ιερέας, για να ανταπεξέλθει στις βιοτικές ανάγκες, ήταν αναγκασμένος να εργάζεται σε ένα φούρνο. Αν και τα χρήματά του ήταν λίγα, δεν παράλειπε να δίνει ελεημοσύνη στους φτωχούς και τους ενδεείς. Μοιραζόταν τα χρήματα από την εργασία του με άλλους κληρικούς που ήταν σε χειρότερη οικονομική κατάσταση από αυτόν και συνέφερε στην ανοικοδόμηση εκκλησιών και στην εκπαίδευση των φοιτητών Θεολογίας στη Μινεάπολη. Δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα για τη ζωή του, για το τι θα έτρωγε και τι θα ενδυόταν. Έχοντας εμπιστοσύνη στον Κύριο ακολουθούσε την προτροπή του Ευαγγελίου: «ζητεῖτε δὲ πρώτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμίν», (Ματθαίος 6:33). Με αυτό τον τρόπο υπέφερε τη θλίψη, τη συκοφαντία και τις φυσικές επιθέσεις με υπομονή και πνευματική χαρά, υπενθυμίζοντάς μας ότι «παντὸς δυνατοτέρα ἐστὶν ἡ εὐσέβεια» (Σοφία Σολομώντος 10:12).
Ο Επίσκοπος Βλαδίμηρος, ο Επίσκοπος Βλαδίμηρος Νικόλαος, ο Άγιος Τύχων, και ο Επίσκοπος Πλάτων, ανεγνώρισαν τα ιδιαίτερα χαρίσματα του πατρός Τοθ, και πολύ συχνά τον έστελναν σε ιεραποστολικές αποστολές για να κηρύσσει όπου υπήρχαν άνθρωποι Σλαβικής καταγωγής. Ο ίδιος, αν και ταπεινός τη καρδία με πλήρη επίγνωση των ελλείψεων και των αδυναμιών του, έκανε υπακοή στις επιταγές των Επισκόπων. Ούτε δίσταζε, ούτε προέβαλε δικαιολογίες και πάντα έτρεχε να διεκπεραιώσει τις διάφορες αυτές αποτολές. Έτσι, ο Άγιος Αλέξιος επισκέφθηκε πολλές Ουνιτικές ενορίες, όπου εξηγούσε στο ποίμνιο τις διαφορές μεταξύ Ορθοδόξων, Προτεσταντών, Ρωμαιοκαθολικών (Παπικών) και Ουνιτών, υπογραμμίζοντας ότι ο αληθινός δρόμος για τη σωτηρία της ψυχής είναι ο δρόμος της Ορθοδοξίας.
Ο Άγιος Αλέξιος, όπως ο Ιωσίας «κατηυθύνθη ἐν ἐπιστροφῇ λαοῦ καὶ ἐξῇρε βδελύγματα ἀνομίας» (Σοφία Σειράχ 49:2). Συνέβαλε ενεργά στην επιστροφή 17 ουνιτικών κοινοτήτων στους κόλπους της Ορθοδοξίας. Από το 1909,την περίοδο της μακαρίας κοιμήσεώς του, περίπου 25.000 Καρπαθορώσοι και Γαλισιανοί Ουνίτες είχαν επιστρέψει στην Ορθοδοξία. Αυτό αποτέλεσε ένα σημαντικό γεγονός στην ιστορία της ιεραποστολής στην Αμερική, το οποίο συνέβαλε καθοριστικά στην εκεί εδραίωση της Ορθοδοξίας, που θα συνέχιζε να καθορίζει τις εξελίξεις για πολλές από τις επόμενες γενεές. Μέχρι το 1916, 163 Ουνιτικές ενορίες με περισσότερα από 200.000 μέλη επανήλθαν στην Ορθόδοξη Πίστη. Ακόμα και σήμερα η Εκκλησία εξακολουθεί να δρέπει τους καρπούς της διδασκαλίας και του κηρύγματος του Αγίου.
Οι κοπιώδεις πνευματικοί αγώνες του Αγίου Αλεξίου δεν πέρασαν απαρατήρητες ούτε από τους επίγειους άρχοντες. Έτσι, στον Άγιο απονεμήθηκαν το παράσημο του Αγίου Βλαδίμηρου και το παράσημο της Αγίας Άννας από τον τσάρο Νικόλαο Β’, για τις διακεκριμένες υπηρεσίες του και την αφοσίωσσή του ατο Θεό και την Πατρίδα. Το 1907 ο Άγιος αρνήθηκε την υποψηφιότητά του για τον επισκοπικό βαθμό προτείνοντας κάποιον νεότερο για τη θέση αυτή.
Προς τα τέλη του έτους 1908, η υγεία του Αγίου γνώρισε κατακόρυφη πτώση λόγω ασθενείας και επιπλοκών. Ο Άγιος Αλέξιος κοιμήθηκε με ειρήνη την Παρασκευή 7 Μαΐου 1909, ημέρα εορτασμού των Αγίων Σάββα και Αλεξίου του Ερημίτου των Σπηλαίων της Λαύρας του Κιέβου. Τα ιερά λείψανά του φυλάσσονται στη μονή του Αγίου Τύχωνος στη νότια Καναάν της Πενσυλβανίας.
Βιβλιογραφία
1. «Repose of St Alexis Toth the confessor and defender of Orthodoxy in America», Orthodox Church in America, (https://oca.org/saints/lives/2016/05/07/101300-repose-of-st-alexis-toth-the-confessor-and-defender-of-orthodoxy).
2. «St. Alexis Toth of Wilkes-Barre», (http://www.patheos.com/blogs/mcnamarasblog/2009/05/st-alexis-toth-of-wilkes-barre.html).
3. «St. Alexis Toth › Confessor of the Orthodox Faith in America», American Carpatho-Russian Orthodox Diocese of the U.S.A., (http://www.acrod.org/readingroom/saints/stalexistoth)
Πηγή: Προσκυνητής