Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ανάμεσα στα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου που αφιέρωσαν όλη την επίγεια ζωή τους στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό και που λάμπουν ως φαεινοί αστέρες μέσα στο πνευματικό στερέωμα της Εκκλησίας μας είναι και η τιμώμενη στις 29 Οκτωβρίου ένδοξος και καλλιπάρθενος Αγία Αναστασία η Ρωμαία,
Η γυναίκα του τούρκεψε
Ο Οσιομάρτυς Τιμόθεος, καταγόταν από το χωριό Παράορα, της Ανατολικής Θράκης. Πρωτύτερα ονομαζόταν Τριανιάφυλλος. Όταν έφτασε σε ηλικία, πανδρεύτηκε και απέκτησε δύο κορίτσια. Δυστυχώς όμως υστέρα από λίγα χρόνια, η γυναίκα του, με την συνεργασία του διαβόλου αγάπησε ένα Αγαρηνό (Τούρκο), και εγκατέλειψε και τον σύζυγο και τα παιδιά της. Ύστερα τούρκεψε η δυστυχισμένη και παντρεύτηκε τον Αγαρηνό. Ο Τριαντάφυλλος λυπόταν για την ψυχή της. Προνόησε και πήγε τα κορίτσια του σε ένα χωριού με τους συγγενείς του ώστε να είναι προστατευμένα να μην τα παραπλανήσουν και αυτά.
Το τολμηρό σχέδιο
Πέρασε λίγος καιρός, και η γυναίκα κατάλαβε τι είχε κάνει. Όμως δεν μπορούσε να ξεφύγει από τα χέρια των Αγαρηνών. Τότε ο Θεός που είδε την μετάνοια της την βοήθησε με ένα σχέδιο. Έπρεπε να τουρκέψει τον πρώτο της άνδρα και αυτός να ζητήσει πίσω την γυναίκα του, να ζήσουν κάποιο διάστημα μαζί με τους Αγαρηνούς για να μην τους καταλάβουν και έπειτα να βρουν μια δικαιολογία για να φύγουν στον Αίνο ώστε η γυναίκα να πάει σε ένα Μοναστήρι και ό Άγιος να πάει να γίνει μοναχός στο Άγιον Όρος.
Έτσι και έγινε. Ο Τριαντάφυλλος δέχτηκε να την βοηθήσει. Και αφ’ ότου του έκαναν περιτομή και του έδωσαν την γυναίκα του αυτοί έμεινα 6 μήνες εκεί και μετά έφυγαν.
Κατευθύνθηκαν προς τις Κυδωνιές και εκεί η γυναίκα του αποκαταστάθηκε σε ένα γυναικείο Μοναστήρι. Ύστερα και αυτός πήγε στο Αγιον Όρος.
Έχει πόθο να μαρτυρήσει
Κατά πρώτον πήγε στο Μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας, όπου έγινε κηπουρός. Μετά από ολίγον καιρό, έλαβε το μικρό Σχήμα και μετονομάστηκε Τιμόθεος. Έμεινε εκεί έξι έτη, εκτελώντας όλα τα καθήκοντα του Μοναχού, τις νηστείες, τις προσευχές. Είχε, τέλεια υπακοή, πραότητα, ταπείνωση, και όλες τις λοιπές αρετές. Είχε όμως ο μακάριος πόθο εγκάρδιο να μαρτυρήσει. Ζήτησε λοιπόν άδεια από τούς προεστώτες της Λαύρας, και πήγε στο Ιερό Κοινόβιο του Εσφιγμένου και έβαλε μετάνοια. Ύστερα από ολίγον έγινε και Μεγαλόσχημος, όποτε αύξησε τον κανόνα και τις λοιπές υποχρεώσεις της Μοναχικής ζωής. Τις αρετές του τις μεγάλωσε. Παρ’ όλα αυτά, δεν ήταν ευχαριστημένος ψυχικώς.
Ποθούσε το Μαρτύριο. Ο πόθος του αυτός αύξανε από ημέρα, σε ημέρα, ώσπου φανέρωσε τον σκοπό του στον Ηγούμενο και τον παρακαλούσε να τον βοηθήσει να πραγματοποιήσει τον πόθο του.
Ο Τιμόθεος στέλλεται στο μαρτύριο
Οι παρακλήσεις αυτές έγιναν πολλές φορές, έως ότου ο Ηγούμενος υποχώρησε και παραδέχθηκε την αίτηση του. Τότε τον εφοδίασε με γράμματα, και τον απέστειλε προς τον ιεροδιδάσκαλο Γερμανό, πού έμενε στα παράλια της Προποντίδος. Με τα γράμματα αυτά τον παρακαλούσε ο Ηγούμενος, να συνοδεύσει τον Τιμόθεο εις το Μαρτύριο του, να τον υποστηρίζει και να τον συμβουλεύει στην άθληση.
Όταν έφθασε στον Ελλήσποντο, όπου βρισκόταν ο Ιεροδιδάσκαλος Γερμανός, έτυχε να είναι εκεί και ένας άλλος ιερομόναχος, πού λεγόταν Ευθύμιος Βυζάντιος. Αυτός, όταν άκουσε τα σχέδια του Τιμοθέου, επιθύμησε παρακινηθείς από τον εαυτόν του, να τον συνοδεύσει στο Μαρτύριο, και αν είναι δυνατόν να μαρτυρήσουν μαζί.
Έτσι μαζί έφυγαν για το Κισσάνιον. Εκεί προσπαθούσαν να επαναφέρουν στη σωστή πίστη αρνησίχριστους. Τους πρόδωσαν όμως και αφού τους συνέλαβαν τους μετέφεραν στις φυλακές της Αδριανούπολης.
Στην Αδριανούπολη
Στην φυλακή της Ανδριανούπολης ήταν ο Βαρνάβας ο Μοναχός και ο Νικόλαος ο Ιερομόναχος. Για αυτούς είχαν δε διαταγή πάρει οι δήμιοι, να τούς δέρνουν κάθε βράδυ, δημιουργώντας σ’ αυτούς κάθε βράδυ τριάντα οκτώ πληγές στα πόδια, και αυξάνοντας κάθε βράδυ τις πληγές, έως το τέλος της σελήνης εκείνης. Και αν επιμένουν στην ομολογία τους, να τούς θανατώσουν, στην αρχή της νέας σελήνης.
Όταν έφθασαν και οι δύο αυτοί ο Τιμόθεος και ο Ευθύμιος, παρουσιάστηκαν στον πασά. Εκεί ομολόγησαν την πίστη των, χωρίς κανένα φόβο, και δέχθηκαν αμέσως την τιμωρία τους, μέσα στη ίδια φυλακή του Βαρνάβα. Δέχθηκαν τα ίδια δηλ. τούς ασφάλισαν τα πόδια μέσα στο τιμωρητικό ξύλο, όπως θα λέγαμε σήμερα στη φάλαγγα, μαζί με τον ιερομόναχο Βαρνάβα.
Η καταδίκη τού Τιμοθέου
Αλλά συνέβαινε το έξης παράδοξο. Τον μεν Βαρνάβα έδερναν κάθε μέρα, τον Τιμόθεο όμως όχι. Τού είπαν μόνον, ότι η καταδίκη έλεγε ότι εάν δεν επιστρέψει στην θρησκεία των Αγαρηνών θα τον εκτελέσουν μαζί με τους άλλους στην αρχή της νέας σελήνης.
Στην φυλακή ο Ιερομόναχος Γερμανός
Ο Ιερομόναχος Γερμανός έμαθε ότι ήταν επιθυμία των ομολογητών να κοινωνήσουν τα Άχραντα Μυστήρια. Όμως οι Χριστιανοί φοβούμενοι μην πέσουν στα χέρια των Αγαρηνών κρυβόντουσαν. Τότε ο Ιερομόναχος Γερμανός έμαθε ότι όποιος δεν είχε πληρώσει κεφαλικό φόρο τον έβαζαν στην φυλακή μαζί με τους ομολογητές. Φρόντισε να μαθευτεί ότι δεν έχει πληρώσει τον φόρο και έτσι τον έβαλαν στην φυλακή με τους ομολογητές. Εκεί στην φυλακή το βράδυ έψαλλαν αγρυπνία ολονύκτια, εξομολογήθηκαν στον Γερμανό και κοινώνησαν από αυτόν τα Άχραντα Μυστήρια.
Η εκτέλεση του Τιμοθέου
Κατά το τέλος τού μηνός Οκτωβρίου τού 1820, όταν ήλθε η νέα Σελήνη, έβγαλαν τον Τιμόθεο από την φυλακή και τον παρουσίασαν στον πασά, ο οποίος αφού τον εξέτασε, προσπάθησε να τον πείσει να επιστρέψει στον Μωαμεθανισμό. Επειδή όμως δεν κατόρθωσε να τον μεταπείσει, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν. Τότε τον έδεσαν οι δήμιοι και τον έφεραν στον τόπον της καταδίκης. Εκεί έκλινε τα γόνατα και ο δήμιος έκοψε την τίμια του κεφαλή την 29ην Οκτωβρίου του 1820.
Ο θάνατος του Τιμοθέου καταντρόπιασε τον πασά, τόσο πολύ, ώστε τούς άλλους τρεις δηλ. τον ιερέα Ευθύμιο, τον ιερέα Νικόλαο και τον Βαρνάβα, τούς άφησαν ελεύθερους, χωρίς να τούς κακοποιήσουν. Ο ιερεύς Ευθύμιος δεν ήθελε κατ’ ουδένα λόγο να φύγει. Ζητούσε να πάρει το σώμα τού Τιμοθέου, αλλά δεν τού το έδιναν. Για να απαλλαγούν λοιπόν απ αυτόν, τον έβαλαν, με την βία στο πλοίο και τον έστειλαν στον Αίνο. Τούς άλλους δύο τούς έδιωξαν.
Επειδή δεν δέχθηκαν να πωλήσουν το σώμα τού Μακαρίου Τιμοθέου, για να εκδικηθούν, το έριξαν στο ποτάμι.
Όλα αυτά έγιναν πριν φύγει ο Γερμανός. Έτσι ο Γερμανός κατάφερε να αγοράσει τα ματωμένα ενδύματα τού Τιμοθέου, και έτσι έφυγε κάπως ικανοποιημένος, και έφθασε στην Αδριανούπολη. Περνώντας από το χωριό ΓΙαράορα, πού ήταν η πατρίδα τού Τιμοθέου και έμεναν τα παιδιά του, επήγε και έδωσε ένα μέρος από αυτά στα κορίτσια του. Από εκεί προχώρησε στον προορισμό του και έφθασε στην Μονή του Εσφιγμένου, οπού τον δέχθηκαν με μεγάλη συγκίνηση και τιμή λόγω των κειμηλίων πού έφερε.
Στίχος
Τομήν κεφαλής Τιμόθεος υπέστη, Τιμών κεφαλήν Χριστόν, όν περ’ ηγάπα Εικάδι αμφ’ ενάτη άορ Τιμόθεον κατέπεφνε.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, στο χωριό Μέλαμπες της επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης, γεννήθηκαν οι Άγιοι Τέσσερις Νεομάρτυρες. Τα ονόματά τους ήταν Αγγελής, Μανουήλ που ήταν αδέλφια, υιοί Ιωάννου Ρετζέπη, και Γεώργιος, υιός Κων/νου Ρετζέπη, και Νικόλαος, υιός Ιωάννου Ρετζέπη, που ήταν εξάδελφοι των πρώτων. Το επώνυμό τους ήταν Βλατάκη.
Ήταν έγγαμοι, ενάρετοι στο βίο και οι πρόγονοί τους ήταν Κρυπτοχριστιανοί. Οι Τούρκοι είχαν κάψει εφτά φορές το χωριό τους, και οι κάτοικοι για να κερδίσουν την συμπάθεια των Τούρκων αναγκάζονταν να ομολογούν πίστη στο Ισλάμ. Με αυτόν τον τρόπο σταμάτησαν τις επιδρομές οι Τούρκοι και το χωριό ξαναχτίστηκε.
Όμως ποτέ δεν έπαψαν να είναι χριστιανοί, να εκτελούν τα θρησκευτικά καθήκοντά τους σε απόμακρα μέρη και να βαφτίζουν τα παιδιά τους.
Οι Τέσσερις Νεομάρτυρες, όταν ξέσπασε η επανάσταση το 1821 πήραν τα όπλα ενάντια στους βάρβαρους Τούρκους, και πολέμησαν γενναία υπέρ πίστεως και πατρίδος. Όμως ως γνωστόν, το 1824 κατεστάλη η επανάσταση στην Κρήτη, με τη βοήθεια Αιγυπτιακών στρατευμάτων και η Τουρκική κυριαρχία επανήλθε στο Νησί.
Έτσι οι Τούρκοι συνέλαβαν όλους τους επαναστάτες και υποκινητές της επανάστασης. Αμέσως συνέλαβαν τους Αγίους Μάρτυρες, τους έδεσαν και μετά από πεζοπορία 12 ωρών τους οδήγησαν στον Μεχμέτ Πασά του Ρεθύμνου.
Ο Πασάς προσπάθησε με υποσχέσεις κατ’ αρχήν και στη συνέχεια με τετράμηνη φυλάκιση και σκληρά βασανιστήρια να τους πείσει να ασπαστούν τον Μωαμεθανισμό. Οι Άγιοι παρά τα φοβερά μαρτύρια που περνούσαν απάντησαν με παρρησία και γενναιότητα στον Πασά ότι:
› Ἐμεῖς Χριστιανοί γεννηθήκαμε καί Χριστιανοί θά μείνομε μέχρι θανάτου.
Ο Μεχμέτ Πασάς είδε ότι οι προσπάθειές του πήγαν χαμένες, και αποφάσισε να τους εκτελέσει και να κάψει το χωριό τους τις Μέλαμπες. Ο Βάρβαρος Πασάς όμως ήθελε πιο πολύ ακόμα να τους εξευτελίσει στα μάτια των Χριστιανών, και γι’ αυτό έβαλε έναν τελάλη την παραμονή του αποκεφαλισμού τους, να καλεί τον κόσμο για να δει το αποτρόπαιο θέαμα. Με αυτόν τον τρόπο νόμιζε ότι οι υπόλοιποι χριστιανοί θα φοβόντουσαν και δεν θα σήκωναν κεφάλι εναντίον του, και θα ασπαζόντουσαν το Ισλάμ.
Ο τελάλης έλεγε
› Αύριο τα λαδομάγαζα και τα ντουκιάνια να ‘ναι κλειστά, να ‘ρθείτε Τούρκοι και Ρωμιοί στη Μεγάλη Πόρτα, γιατί θα σφάξουμε γκιαούρηδες.
όπως και έγινε.
Στις 28 Οκτωβρίου 1824 ο δήμιος τους έκοψε τα κεφάλια, στη θέση Μεγάλη Πόρτα στο κέντρο του Ρεθύμνου. Εκεί στη Μεγάλη Πόρτα άφησαν τα κεφάλια τους για να κερδίσουν τις ψυχές τους. Εκεί έδωσαν το κορμί τους για την πίστη τους.
Εκεί έμεινε η τελευταία αναπνοή τους, για να εισπνέουν οι επερχόμενες γενεές την αύρα της χριστιανικής χαραυγής. Εκεί έγινε η ομολογία τους:
› Χρισθιανοί εγεννηθήκαμενε και χρισθιανοί θα ποθάνομενε
Τα Άγια Σώματά του παρέμειναν άταφα για τρεις ημέρες, τα οποία ανέδυαν φως, ορατό και για τους Χριστιανούς αλλά και για τους Τούρκους. Οι Χριστιανοί με επικεφαλή τον διερμηνέα του Πασά Μανουήλ Παπαδάκη, ζήτησαν την Άδεια από το Μεχμέτ για να ενταφιάσουν τα λείψανα. Τότε κάτοικοι των Περιβολίων (Γεώργιος Λαγός και Αντώνης Πουρδούνης) μαζί με άλλους χριστιανούς, πήραν και ενταφίασαν πλάι στον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου στα Περιβόλια τα λείψανα των Αγίων Τεσσάρων, σημείο στο οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα ο τάφος τους. Μετά την εκταφή τους, το 1827 τα μεν Ιερά Λείψανα των Αγίων φυλάχτηκαν στην Ιερά Μονή Αρκαδίου, ενώ οι κάρες τους στο Ρέθυμνο. Σήμερα Ιερά Λείψανα των Αγίων έχουν μεταφερθεί σε πλείστους Ιερούς ναούς της Κρήτης και της Ελλάδος προς αγιασμό και ευλογία.
Αξίζει να αναφέρουμε κάποια θαύματα των Αγίων Τεσσάρων Νεομαρτύρων τις πρώτες κιόλας μέρες τις κοιμήσεώς τους. Πρώτο είναι το θαύμα με το φως που φαινόταν αναμμένο πάνω στα λείψανα των Αγίων στον τόπο του αποκεφαλισμού τους.
Δεύτερο θαύμα έγινε με το αίμα τους, στο μαχαίρι του Δημίου. Ο Δήμιος γυρνώντας στο σπίτι του σκούπισε το μαχαίρι μ’ ένα πανί και πήγε στο ντουκιάνι (καφενείο). Η μητέρα του ήταν τυφλή και ενώ σηκώθηκε να πλυθεί, σκουπίστηκε χωρίς να το ξέρει με το πανί που είχε το αίμα των Αγίων. Αμέσως είδε το φως της, και γυρίζοντας από το καφενείο ο γιος της είδε το θαύμα και την ρώτησε πώς είδε το φως της. Αυτή του είπε πως σκουπίστηκε με εκείνο το πανί, και αυτός της ομολόγησε ότι πάνω στο πανί υπήρχε το αίμα τεσσάρων χριστιανών που είχε σφάξει, αυτή του είπε ότι είναι Άγιοι αφού μόλις σκουπίστηκε με το αίμα τους έγινε καλά. Το Μαχαίρι που έκοψε τις Άγιες Κεφαλές των 4 Μαρτύρων, βρίσκεται στον Άγιο Νικόλαο της Σπλάντζια στα Χανιά.
Οι νεομάρτυρες τιμήθηκαν ως άγιοι, στη συνείδηση του κόσμου από την πρώτη στιγμή. Σήμερα υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες που βεβαιώνουν ότι οι Άγιοι τιμήθηκαν για πρώτη φορά στις 25/10/1825 (ένα χρόνο μετά τη θυσία τους) και στη μνήμη τους έψαλαν την Ακολουθία των Αγίων Πάντων, όπως γίνεται και σε παρόμοιες περιπτώσεις Αγίων που δεν υπάρχει ακολουθία.
Χαρακτηριστικό σημάδι Αγιότητος αποτελεί η Εικόνα των Αγίων του 1836, που σήμερα φυλάσσεται στο Μητροπολιτικό Ναό. Επίσης έγγραφο του 1837 βεβαιώνει ότι οι Τέσσερις Μάρτυρες γιορτάστηκαν στις 28 Οκτωβρίου της χρονιάς αυτής, στην Εκκλησία των Εισοδίων της Θεοτόκου.
Πιθανότατα την ίδια χρονιά το 1837 να γράφτηκε η πρώτη Ακολουθία προς τιμή τους από τον Επίσκοπο Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Καλλίνικο Νικολετάκη και το Μητροπολίτη Κρήτης Μελέτιο Νικολετάκη.
Με αυτά τα δεδομένα συμπεραίνουμε ότι τουλάχιστον σε επίπεδο Κρήτης η επίσημη αναγνώριση των Νεομαρτύρων ως Αγίων ήταν γεγονός.
Ωστόσο, η επίσημη αναγνώριση και Ανακήρυξη των Αγίων σε πανορθόδοξο επίπεδο, άργησε πολύ. Χρειάστηκαν δυναμικές παρεμβάσεις του αείμνηστου Μητροπολίτου Ρεθύμνης κυρού Τίτου, για να γίνει. Ο οποίος στις 15 Μαρτίου το 1977 έστειλε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο επίσημη επιστολή, με την οποία, αφού αναφερόταν στη ζωή και στο μαρτυρικό τέλος των Αγίων, καθώς και στο σεβασμό που έτρεφαν κλήρος και λαός του Ρεθύμνου, ζητούσε την επίσημη ένταξή τους στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας.
Ο Πατριάρχης Δημήτριος απάντησε τον ίδιο χρόνο με δυο έγγραφα. Το πρώτο, ήταν μια επιστολή προς το Μητροπολίτη Ρεθύμνης. Και το δεύτερο ήταν η επίσημη ένταξη των Τεσσάρων Μαρτύρων στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας. Έτσι χρειάστηκαν συνολικά 153 χρόνια από το μαρτύριό τους για να αποκτήσει η μνήμη τους πάνδημο χαρακτήρα, με την Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Οι Άγιοι Τέσσερις Μάρτυρες ενέπνευσαν πολύ και την Βυζαντινή τέχνη, Αγιογραφία, υμνολογία και την λαϊκή μας παράδοση και άφησαν έτσι το δικό τους ανεξίτηλο αποτύπωμα στις ψυχές του Κρητικού λαού, ο οποίος καυχάται για τους Αγίους Τέσσερις Νεομάρτυρες Αγγελή, Μανουήλ, Γεώργιο και Νικόλαο.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Τῆς Κρήτης γεννήματα, καί Λάμπης θρέμματα, τούς τετραρίθμους Νεομάρτυρας ἀνευφημήσωμεν, Γεώργιον, Ἀγγελήν, Μανουήλ καί Νικόλαον. Οὗτοι γάρ διά πίστιν, τοῦ Κυρίου σφαγέντες, τό αἷμα αὐτῶν ἐθελουσίως, ἐν τῇ Ρεθύμνῃ ἐξέχεαν διό καί παρρησίαν ἔχοντες πρός Χριστόν, πρεσβεύουσιν ἀεί, ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Οι Όσιοι Πατέρες ημών Θεόδωρος και Θεοφάνης, οι επικαλούμενοι Γραπτοί, εγεννήθησαν εις την Μωαβίτιδα γήν; ανατολικά της Νεκράς Θαλάσσης, κατά τα έτη 775 και 778 αντιστοίχως. Εξ αρχής οι μακάριοι έλαβαν την μεγίστην ευλογίαν παρά Θεού να έχωσι γονείς ενάρετους και ευλαβείς σφόδρα, επιμελουμένους μετά σπουδής πάσας τας αρετάς, εξαιρέτως δε αυτήν της φιλοξενίας. Ο πατήρ των Ιωάννης, απαρνησάμενος τα του κόσμου εκάρη Μοναχός εις την του Αγίου Σάββα Λαύραν μετονομασθείς Ιωνάς.
Ούτος ο τρισόλβιος δια συντόνου εγκρατείας, υπακοής και ταπεινοφροσύνης έφθασεν εις ύψος αρετής και ηξιώθη της των Οσίων και θεοφόρων Πατέρων χορείας εν τοις ουρανοίς.(Η ετήσιος μνήμη του εορτάζεται την 21ην του μηνός Σεπτεμβρίου μετά του ομωνύμου Προφήτου Ιωνά).
Οι δύο νεαροί αδελφοί, όντες εις ακμάζουσαν νεότητα και δίχως να υπολείπονται εις την πλήρη γνώσιν της ιεράς και θύραθεν σοφίας, εφλέχθησαν υπό του Θείου έρωτος και του πόθου της αγγελικής πολιτείας. Όθεν σπεύσαντες κατέφθασαν εις την περιώνυμον Λαύραν του Αγίου Σάββα περί το έτος 800· παρέμειναν δε πλησίον της Μονής εις τι κελλίον, εις το οποίον ηγωνίζετο ο Θείος Μιχαήλ ο Σύγκελλος, ανήρ έμπλεος των χαρίτων του Πνεύματος. Ένδεκα χρόνους έκαμαν οι Άγιοι εις την υπακοήν της Μονής, και υπερέβησαν άπαντας κατά την ένθεον πολιτείαν. Όθεν με θείαν νεύσιν εκλήθησαν εις την Αγίαν Πόλιν και ηξιώθησαν του υπέρτατου λειτουργήματος της Ιερωσύνης. Δύο χρόνους αργότερον (813) οι θεόπνευστοι άνδρες μετά και του σοφωτάτου διδασκάλου των Μιχαήλ, αναλαμβάνουσι κατόπιν εντολής του Πατριάρχου την εκπλήρωσιν ιερωτάτης και υπευθύνου αποστολής δια θέματα πίστεως (αντίκρουσιν της αιρετικής προσθήκης του filioque υπό Λατίνων Μοναχών) και δια την οικονομικήν ενίσχυσιν του χειμαζόμενου Πατριαρχείου υπό των Αράβων.
Το ταξίδιον προς την Ρώμην σταματά εις την Βασιλεύουσαν. Η παραμονή των Αγίων στην Κων/πολιν συμπίπτει με την αναζωπύρωσιν της εικονομαχικής έριδος (815) επί Λέοντος Ε' του Αρμενίου. Οι ομολογηταί αδελφοί ξεκινούν πλέον την μαρτυρικήν οδόν, η οποία θα τους αναδείξει μεγίστους φωστήρας και Μάρτυρας της Αληθείας. Κατά το διάστημα είκοσι ολοκλήρων ετών οι Άγιοι υφίστανται δεινότατα βασανιστήρια και φυλακίσεις. Εξορίζονται δύο φοράς, σύρονται εις δημοσίους δίκας, μαστιγώνονται απηνώς... Τις δύναται να περιγράψη τας ταλαιπωρίας και τα μαρτύρια, που υπέμειναν οι όσιοι, τας φυλακάς, τα ναυάγια, τους λιμούς, τας ηλιακάς εκκαύσεις, το ψύχος, τους ραβδισμούς, τας πληγάς, τα ραπίσματα, τους καθ' ημέραν θανάτους. Ιδιαιτέρως κατά την τελευταίαν εξορίαν επί του ασεβέστατου και θεομάχου Θεοφίλου (834-836), οι μακάριοι εκόσμησαν έτι περισσότερον τα πολύαθλα σώματά των δια των στιγμάτων του μαρτυρίου και εκάλλυναν τας αγίας των ψυχάς με την υπομονήν και καρτερίαν.
Τον Ιούλιον του 836 διατάσσονται να παρουσιασθώσι ενώπιον του αυτοκράτορος Θεοφίλου εις το Χρυσοτρίκλινον. Οι Άγιοι ίστανται σιωπηλώς και εξοργίζουσι τον αυτοκράτορα, ο οποίος προστάζει την κακοποίησιν και τον στιγματισμόν των.
Κατόπιν τετραημέρου και άσπλαχνου βασανισμού εις την δημοσίαν φυλακήν του Πραιτωρίου υποβάλλονται εις εν πρωτοφανές και απάνθρωπον κολαστήριον: επί πολλάς ώρας εκκεντούνται εις τα μέτωπα με πυρακτωμένας βελόνας και πολλήν βαρβαρότητα.
Το χάραγμα αυτό των Αγίων όπως μας παραδίδεται από τα Συναξάρια και τους Χρονογράφους έγινε σε δώδεκα ιαμβικούς στίχους (απ’ αυτή την αιτία ονομάστηκαν και οι δύο Γραπτοί):
Πάντων ποθούντων προστρέχειν πρὸς τὴν πόλιν,
Ὅπου πάναγνοι τοῦ Θεοῦ Λόγου πόδες
Ἔστησαν, εἰς σύστασιν τῆς οἰκουμένης,
Ὤφθησαν οὗτοι τῷ σεβασμίῳ τόπῳ,
Σκεύη πονηρὰ δεισιδαίμονος πλάνης.
Ἐκεῖσε πολλὰ λοιπὸν ἐξ ἀπιστίας,
Πράξαντες δεινὰ αἰσχρὰ δυσσεβοφρόνως,
Ἐκεῖθεν ἠλάθησαν ὡς ἀποστάται.
Πρὸς τὴν πόλιν δὲ τοῦ κράτους πεφευγότες,
Οὐκ ἐξαφῆκαν τὰς ἀθέσμους μωρίας.
Ὅθεν γραφέντες ὡς κακοῦργοι, τὴν θέαν,
Κατακρίνονται καὶ διώκονται πάλιν.
Και καθώς εστάλαζεν ακόμη το μαρτυρικόν αίμα από τα τίμια πρόσωπα των απήντησαν περιχαρείς προς τον έπαρχον:
«Γίνωσκε, ότι όταν υπάγωμεν εις τον Παράδεισον και μας ίδωσι τα Χερουβίμ, θέλουσιν ευλαβηθεί τας όψεις ημών, και θα μας κάμουσιν τόπον να εισέλθωμεν ευφραινόμενοι, επειδή άλλος τις ποτέ δεν ηξιώθη ως ημείς να χαράξωσι δια τον Δεσπότην Χριστόν την όψιν αυτού.»
Ο ανήμερος Βασιλεύς ευθύς μετά την κακοποίησιν των ομολογητών αδελφών τους εξώρισεν δια τρίτην φοράν εις την Αμάσειαν της Βιθυνίας προστάσσων να μη τους θάψωσι μετά θάνατον, αλλά να μείνωσιν ούτως εις καταφρόνησιν. Εβασανίσθησαν οι μακάριοι πολύν καιρόν εις την δεινήν εκείνην εξορίαν πολιτευόμενοι εναρέτως και ορθοδόξως και τόσην αρετήν και εγκράτειαν είχον, ώστε διήγον ως ασώματοι Άγγελοι.
Ο Άγιος Θεόδωρος από την μεγάλην κακοπάθειαν και το γήρας ησθένησεν· και την ημέραν της τελειώσεως του Πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου Στεφάνου, ο τούτου ζηλωτής και των δωρεών του Θεού επώνυμος, παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις τας αχράντους χείρας του Θεού, ον επόθησεν, εν έτει 841.
Ο δε μακάριος αυτάδελφος και ομόζηλος αυτού Θεοφάνης ετίμησε με εγκώμια και Ιερά άσματα το σεπτόν αυτού λείψανον, συνέθεσε δε και τον γνωστόν Κανόνα, που μέχρι σήμερον ψάλλεται εις τας Εκκλησίας, κατά την 27ην του Δεκεμβρίου.
Δεν ετόλμησε δε να ενταφίαση το άγιον λείψανον, κατά το βασιλικόν πρόσταγμα, αλλά το ετοποθέτησεν εις ξυλίνην λάρνακα προσφέρων εις τον θανόντα αντί θρηνωδίας την υμνωδίαν.
Λέγεται ότι το σώμα του μακαρίου Θεοδώρου παρέμεινεν άφθορον, ευωδιάζον και θεραπεύον πάσαν ασθένειαν και δαιμονικήν προσβολήν. Συνέβη μάλιστα, εις Γέρων κατά πολύ ενάρετος και ευλαβής την ώραν της εκδημίας του οσίου να ακούση άνωθεν ψαλμωδίαν γλυκυτάτην και θαυμάσιον, την οποίαν ανέμελπον χοροί Αγίων Αγγέλων μακαρίζοντας και υμνώντας τον αύλως και αγγελικώς πολιτευσάμενον Άγιον Θεόδωρον. Μετά δε την τελευτήν του αυτοκράτορος Θεοφίλου (842) ιερά λάρναξ μετεφέρθη υπό τινος φιλόθεου ανδρός εις την Χαλκηδόνα μετά θυμιαμάτων και ασμάτων ιερών και κατετέθη εις νεόδμητον ναόν προς αγιασμόν πάντων των μετ' ευλάβειας και πίστεως προσερχόμενων.
Με την οριστικήν καθαίρεσιν των εικονομάχων και την άνοδον εις τον θρόνον της Κων/πόλεως του Αγιωτάτου Πατριάρχου Μεθοδίου (842), ο μέγας Θεοφάνης ανακαλείται από την εξορίαν και μετά εν έτος χειροτονείται Μητροπολίτης Νικαίας εις ηλικίαν εξήκοντα πέντε (65) ετών. Ούτως εναρέτως πολιτευσάμενος και πλείστους Κανόνας συνθέσας, προσέτι δε θεοφιλώς κυβερνήσας το λογικόν αυτού ποίμνιον, απήλθεν εκ της παρούσης επικήρου ζωής εις την αίδιον και ατελεύτητον.
Η κοίμησις του μακαρίου Θεοφάνους έγινεν εις την Μονήν της Χώρας εν Κωνοταντινουπόλει την 11ην Οκτωβρίου του 845, κατόπιν βαρύτατης ασθενείας. Η ταφή του πανσόφου Ιεράρχου, Ομολογητού και Μάρτυρος του Χριστού ετελέσθη παρουσία της ευσεβέστατης και Αγίας Βασιλίσσης Θεοδώρας, της Συγκλήτου, πλήθους Αρχιερέων και παντός του πιστού λαού.
Ταις των Αγίων αυταδέλφων και Ομολογητών Θεοδώρου και Θεοφάνους των Γραπτών πρεσβείαις. Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Απολυτίκιον Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείοις στίγμασι, σεσημασμένος, δώρον έμψυχον, τω Ζωοδότη, προσηνέχθης θεοφόρε Θεόδωρε· Ασκητικαίς δωρεαίς γαρ κοσμούμενος, ομολογίας Αγώσι διέλαμψας. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Κοντάκιον Ήχος γ’. Η Παρθένος σήμερον.
Του Χριστού σεβόμενος, πανευσεβώς την Εικόνα, διωγμούς υπέμεινας, και κακουχίας και θλίψεις, όθεν δη, Ορθοδοξίας άγαλμα θείον, γέγονας, ως αριστεύσας κατά της πλάνης, διά τούτό σε τιμώμεν, Ιερομύστα Πάτερ Θεόδωρε.
Μεγαλυνάριον.
Όψει γεγραμμένη τυραννικώς, βίβλος έμπνους ώφθης, αναβάσεων ιερών, εξ ης δωρημάτων, την όνησιν τρυγώντες, τους πόνους σου τιμώμεν, Πάτερ Θεόδωρε.
Πηγή: (Μυρίπνοα άνθη της ερήμου, Έκδοσις: Ιερά Λαύρα Σάββα του Ηγιασμένου) Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
› Νέστορα, είναι καιρός τώρα που σε παρατηρώ κάθε μέρα νά πηγαίνεις στη Χαλκευτική Στοά. Τι ακριβώς συμβαίνει; Πολύς κόσμος πηγαίνει, και μάλιστα πολλά παιδιά.
› Καλά, δεν γνωρίζεις τίποτα, Πορφύριε; Όλη η Θεσσαλονίκη το ξέρει. Εκεί στις υπόγειες καμάρες της Στοάς βρίσκεται η «Καταφυγή». Ο τόπος όπου συγκεντρώνονται όσοι θέλουν να συναντήσουν τον Δημήτριο και να ακούσουν τη διδασκαλία του.
› Ποιον; Τον νέο μας ανθύπατο; Και τι διδάσκει που τόσο πολύ σ' εντυπωσιάζει; Φιλοσοφία, Ρητορική ή κάτι άλλο;
› Κάτι πολύ ανώτερο. Διδάσκει την πίστη στον αληθινό Θεό. Χάρη σ' αυτόν πολλοί άνθρωποι, μικροί και μεγάλοι, εγκατέλειψαν την πλάνη των ειδώλων, γνώρισαν την αλήθεια κι έγιναν χριστιανοί. Κι εγώ χάρη στο σοφό Δημήτριο είμαι τώρα χριστιανός.
› Ώστε λοιπόν είναι χριστιανός ο Δημήτριος;! Και δεν φοβάται; Ο αυτοκράτορας έχει διατάξει διωγμό κατά των χριστιανών. Πως τολμά να ομολογεί ότι είναι χριστιανός και όχι μόνο αυτό, αλλά και δημοσίως να προσπαθεί κι άλλους να πείσει να τον ακολουθήσουν;
› Ό Δημήτριος είναι γενναίος και ατρόμητος. Αν τον γνωρίσεις από κοντά, θα καταλάβεις. Ακολούθησέ με...
Σε λίγη ώρα ο Νέστορας με τον φίλο του βρέθηκαν κοντά στο φλογερό διδάσκαλο. Ο Δημήτριος ήταν ένας νέος άνθρωπος, ωραίος στην όψη και με ωραίο παράστημα. Η ομορφιά του όμως δεν περιοριζόταν μόνο στα εξωτερικά χαρακτηριστικά. Η ενάρετη και αγία ζωή του μαρτυρούσε ότι στα βάθη της ψυχής του κρυβόταν άλλη ομορφιά και χάρη, ένας πραγματικός θησαυρός. Εργαζόταν ως αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού και κατείχε την ανώτερη διοικητική θέση της περιοχής. Ο άγιος Θεός όμως τον προόριζε για ασύγκριτα ανώτερη τιμή και δόξα. Βαπτίστηκε χριστιανός, κι επειδή είχε το χάρισμα της διδασκαλίας αφιερώθηκε στη διακονία του λόγου. Κάθε μέρα συγκεντρώνονταν γύρω του πλήθη ανθρώπων, μικρών και μεγάλων, τους οποίους κατηχούσε με συστηματικό τρόπο και οδηγούσε στην ορθή πίστη.
Εκεί σύχναζε και ο Νέστορας, ο οποίος ήταν τακτικός μαθητής του αγίου Δημητρίου. Δεν ήταν όμως ο μοναδικός. Καθημερινά τον Άγιο τον περιστοίχιζαν πολλοί νέοι άνθρωποι που ζητούσαν να βρουν απαντήσεις στις απορίες τους, να δεχθούν σοφές συμβουλές, φωτισμένη καθοδήγηση, να λάβουν ενίσχυση και ενθάρρυνση για ν' αντέξουν στους πειρασμούς του ειδωλολατρικού κόσμου όπου ζούσαν. Πολλοί γονείς επίσης ήταν αυτοί που οδηγούσαν τα παιδιά τους κοντά στον άγιο Δημήτριο. Έπαιρνε η μητέρα το παιδί της από το χέρι και το έφερνε στον άγιο κατηχητή. Εκεί το παιδί θα μάθαινε πολύ πιο σπουδαία πράγματα απ' αυτά που διδασκόταν στο σχολείο. Ο άγιος Δημήτριος έδειχνε στα παιδιά ποιος είναι ο σωστός δρόμος για να τον ακολουθήσουν. Κοντά του μάθαιναν τις βασικές αλήθειες της χριστιανικής πίστης αλλά και τι σημαίνει να αγωνίζονται για να ζουν σύμφωνα με το θείο θέλημα, να πιστεύουν στη δύναμη του Θεού, να υπομένουν τις δυσκολίες, να αγαπούν φίλους και εχθρούς.
Πόσο γλυκά ήταν τα λόγια που στάλαξαν στις ψυχές τους από το στόμα του αγίου Δημητρίου! Ο νεαρός κατηχητής ήταν πολύ ελκυστικός στο λόγο του αλλά και πολύ πειστικός. Είχε την ικανότητα να αποκαλύπτει την απάτη των ειδώλων και την ευστροφία να αποκρούει τις αιρετικές δοξασίες που έκαναν τότε την ολέθρια εμφάνιση τους. Είχε τον τρόπο να εμπνέει τους μαθητές του, να τους μεταδίδει το γενναίο και ηρωϊκό φρόνημα που πρέπει να έχουν οι πιστοί χριστιανοί. Μέσα από αυτά τα παιδιά που παρακολουθούσαν την ιερή κατήχηση του Δημητρίου, μέσα από την σύναξη αυτή των χριστιανών νέων αναδείχθηκε και ο άγιος Νέστορας. Άξιος μαθητής αγίου διδασκάλου.
Ήταν το 303 μ.Χ. Με διαταγή του αυτοκράτορα συνέλαβαν τον άγιο Δημήτριο στην «Καταφυγή» την ώρα που δίδασκε, και τον οδήγησαν στη φυλακή. Εκεί τον επισκέφθηκε ο Νέστορας. Το νεαρό παλληκάρι δεν ανεχόταν να βλέπει τον αυτοκράτορα να υπερηφανεύεται με τη δήθεν ακαταμάχητη φήμη του γιγαντόσωμου Λυαίου, που γεμάτος έπαρση προκαλούσε τους χριστιανούς να μονομαχήσουν μαζί του. Ήλθε λοιπόν να ζητήοει την ευχή του κατηχητή του, για να παλέψει με τον υπερήφανο μονομάχο και να αποδείξει ότι ο Χριστός είναι ο μόνος παντοδύναμος. Η σκηνή που εκτυλίχθηκε μέσα στη φυλακή ήταν συγκινητική. Ο Νέστορας γονάτισε μπροστά στον δάσκαλό του και εκείνος σφραγίζοντας με το σημείο του σταυρού το μέτωπο και την καρδιά του νεαρού μαθητή, του έδωσε την ευχή του προφητεύοντας:
› Και τον Λυαϊο θα νικήσεις και υπέρ Χριστού θα μαρτυρήσεις
Τα γεγονότα είναι γνωστό πως εξελίχθηκαν. Ο Νέστορας έτρεξε στο στάδιο και με την προσευχή
› Θεέ του Δημητρίου, βοήθει μοι
μπροστά στα κατάπληκτα μάτια των θεατών κατάφερε να κατατροπώσει τον αλαζονικό γίγαντα. Ο αυτοκράτορας που ήταν παρών στο στάδιο, εξοργισμένος διέταξε τον αποκεφαλισμό του Νέστορα άλλά και τον θάνατο του Δημητρίου τον οποίο λόγχισαν, οι δήμιοι μέσα στή φυλακή.
Μαθητής και δάσκαλος συναθλητές στο μαρτύριο, συμμέτοχοι στη δόξα τ' ουρανού. Μην ψάχνετε τον άγιο Νέστορα να τον βρείτε μόνο του. Στο συναξάρι, στην υμνολογία, στην εικονογραφία, παντού, θα δούμε τον μαθητή κοντά στον δάσκαλο. Να ακούει τη διδασκαλία του, να δέχεται τις συμβουλές του, να ζητά την ευχή του για το μαρτύριο. Ο άγιος ένδοξος μάρτυς Νέστωρ, πιστός μαθητής κοντά στον κατηχητή του, τον άγιο μεγαλομάρτυρα Δημήτριο τον Μυροβλήτη, τον πολιούχο και προστάτη της Θεσσαλονίκης.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀθλητὴς εὐσεβείας ἀκαταγώνιστος, ὡς κοινωνὸς καὶ συνήθης τοῦ Δημητρίου ὀφθεῖς, ἠγωνίσω ἀνδρικῶς Νέστωρ μακάριε, τὴ θεϊκὴ γὰρ ἀρωγή, τὸν Λυαῖον καθελῶν, ὡς ἄμωμον ἱερεῖον, σφαγιασθεὶς προσηνέχθης, τῷ Ἀθλοθέτῃ καὶ Θεῶ ἠμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἀθλήσας καλῶς, ἀθάνατον τὴν εὔκλειαν, κεκλήρωσαι νῦν· καὶ στρατιώτης ἄριστος, τοῦ Δεσπότου γέγονας, ταῖς εὐχαῖς Δημητρίου τοῦ Μάρτυρος. Σὺν αὐτῷ οὖν Νέστορ σοφέ, πρεσβεύων μὴ παύσῃ ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Πηγή: (Περιοδικό "Προς την Νίκην", Οκτώβριος 2009) Ορθόδοξοι Ιεραπόστολοι, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Βιογραφία
Ο προστάτης της ρουμανικής πρωτευούσης είναι ο Όσιος Δημήτριος ο Νέος ή Μπασαράμπης, από το όνομα του χωριού του, που ονομαζόταν Μπασαραμπόβ. Η παρουσία του ιερού σκηνώματός του στον μητροπολιτικό ναό Βουκουρεστίου είναι ένα μεγάλο πνευματικό δώρο. Ο Όσιος, και όταν ακόμη ζούσε, είχε λάβει το θαυματουργικό χάρισμα. Έζησε στην γη ως πτωχός και άσημος, και τώρα αξιώθηκε να είναι διδάσκαλος των σοφών, ιατρός των ασθενούντων και θερμός πρεσβευτής για την σωτηρία όλων μας.
Βίος
Γεννήθηκε στο χωριό Μπασαραμπόβ, που απέχει από τον Δούναβη 20 χιλιόμετρα, και βρίσκεται στο έδαφος της Βουλγαρίας. Έζησε τον 13ο αιώνα μ.Χ. στην περίοδο της βασιλείας των Πέτρου και Ιωάννου Ασάν. Επειδή προερχόταν από ευσεβείς μεν, αλλά πτωχούς γονείς, έβοσκε από μικρός αγελάδες στο χωριό του. Η ησυχία του χωριού, η μοναξιά του, ο πόθος του για τον Θεό, τον βοήθησαν ημέρα με την ημέρα στην πνευματική του πρόοδο. Έλαβε από τον Θεό το δώρο των καθαρτικών δακρύων, της καθαράς προσευχής και των ταπεινών στοχασμών. Η ίδια η δημιουργία του Θεού απετέλεσε για τον νεαρό εραστή της Βασιλείας των Ουρανών την πρώτη σχολή της πνευματικής μορφώσεως. Αγωνίσθηκε κατά των πειρασμών της νεότητος με τα όπλα του Πνεύματος και προετοίμασε το έδαφος της καρδιάς του για την σπορά της Θείας Χάριτος. Το πόσο προόδευσε στην αρετή και αγάπη του Θεού και ολοκλήρου της κτίσεως φαίνεται από το εξής πάθημά του:
Κάποια ημέρα πάτησε με το ένα του πόδι χωρίς να το θέλει, ένα πουλί που ευρισκόταν μέσα στα χόρτα. Τόση λύπη ένιωθε στην καρδιά του, ώστε τιμώρησε το ένοχο πόδι του. Επί τρία λοιπόν χρόνια βάδιζε από αυτό το πόδι ξυπόλυτος, με αποτέλεσμα, το μεν καλοκαίρι το γυμνό του πόδι να υποφέρει από τις πέτρες και τα αγκάθια, τον δε χειμώνα από το χιόνι και τους παγετούς. Αφού έφθασε σε υψηλά μέτρα πνευματικής ασκήσεως και η αγνή καρδιά του πληγώθηκε περισσότερο από τον θείο έρωτα, εγκατέλειψε το χωριό του. Πήγε σε ένα μοναστήρι κοντά στον ποταμό Λωμ, εκάρη μοναχός, και συνέχισε την σκληρή του άσκηση με αγρυπνίες, νηστείες και προσευχές. Και πάλι δεν αρκέστηκε σε αυτούς τους κόπους και την κοινοβιακή ζωή. Έφυγε για την τέλεια ησυχία μένοντας σε μια πέτρινη σπηλιά. Εκεί αγωνίσθηκε μέχρις ότου παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Χριστού. Όταν προαισθάνθηκε το τέλος του κρύφτηκε ανάμεσα σε δύο μεγάλες πέτρινες πλάκες, σαν σε φέρετρο, και εκοιμήθη.
Το σώμα του, άγνωστο και άφθαρτο, παρέμεινε στην σπηλιά του περί τα 300 χρόνια. Με θεία παραχώρηση, ο ποταμός Λωμ, κατέβασε άφθονα νερά, τα οποία παρέσυραν τις πέτρες της σπηλιάς μαζί με το ιερό λείψανο, το οποίο σκεπάσθηκε με τις λάσπες και τα νερά, παραμένοντας σε αυτήν την κατάσταση περί τα 100 χρόνια.
Θέλοντας ο Θεός να αποκαλύψει τον θησαυρό αυτό, ευδόκησε να εξελιχθούν τα πράγματα ως εξής: Κάποτε φανερώθηκε ο Όσιος στο όνειρο μίας παιδούλας, η οποία έπασχε από επιληψία και της είπε: Εάν θα με βγάλουν οι γονείς σου από την κοίτη του ποταμού, εγώ θα σε θεραπεύσω. Το κοριτσάκι είπε το όνειρό του στους γονείς του, οι οποίοι με την συνοδεία ιερέων και άλλων χριστιανών, έψαξαν και βρήκαν το λείψανο του Οσίου Δημητρίου. Εκείνη την στιγμή, θεραπεύθηκε η μικρή κόρη καθώς και άλλοι ασθενείς. Μετέφεραν τον Άγιο στην γενέτειρά του, στην εκκλησία όπου από μικρός σύχναζε και προσευχόταν. Εκεί παρέμεινε πολλά χρόνια επιτελώντας παντός είδους θαύματα.
Κατά τα έτη 1769 – 1774 μ.Χ., δηλαδή μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο, ο ρωσικός στρατός πέρασε και από το χωριό του Οσίου. Ο Ρώσος στρατηγός Πέτρος Σαλτίκωβ αποφάσισε να πάρει το ιερό λείψανο για να το μεταφέρει στην Ρωσία. Τότε, ένας ρουμάνος ευλαβής χριστιανός, ονόματι Δημήτριος Χάτζι, έχοντας γνωριμία με τον ανωτέρω στρατηγό, ζήτησε να αφήσει το λείψανο του Αγίου στους ρουμάνους ως παρηγοριά, λόγω των πολλών ληστειών που έκαναν οι τούρκοι στην ρουμανική χώρα.
Έτσι, ο Όσιος Δημήτριος, ήλθε στο Βουκουρέστι το 1774 μ.Χ. και τοποθετήθηκε με μεγάλη τιμή στον μητροπολιτικό ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, όπου και παραμένει μέχρι σήμερα, επιτελώντας πολλά θαύματα και εκπέμποντας άρρητη ευωδία.
Στην περίοδο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν το Βουκουρέστι είχε καταληφθεί από τους γερμανούς, μερικοί βούλγαροι στρατιώτες έσπασαν την θύρα εισόδου του καθεδρικού ναού και άρπαξαν το ιερό λείψανο για να το μεταφέρουν στην χώρα τους. Το έκρυψαν σε ένα αυτοκίνητο και την νύκτα ξεκίνησαν για τον Δούναβη ποταμό. Αλλά ο Όσιος, μη θέλοντας να φύγει από την Ρουμανία, προκάλεσε τέτοιο μπέρδεμα στους δρόμους, ώστε οι κλέφτες δεν εύρισκαν διέξοδο να αναχωρήσουν, με αποτέλεσμα να βρεθούν πάλι έξω από την Μητροπολιτική εκκλησία. Μόλις ξημέρωσε, πέτυχαν να βρουν την δημόσια οδό εξόδου, αλλά στον δρόμο τους χάλασε πολλές φορές το αυτοκίνητο και συνελήφθησαν από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής. Έτσι το ιερό λείψανο επιστράφηκε στην θέση του εν μέσω λαμπρής υποδοχής εκ μέρους του οικείου Μητροπολίτου και χιλιάδων λαού.
Θαύματα
Τα θαύματα του Οσίου Δημητρίου σχετίζονται κυρίως με θεραπείες ασθενών και άμεση βοήθεια σε διάφορες ανάγκες των πιστών. Τα περισσότερα λησμονήθηκαν διότι κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να τα γράψει. Σημειώνουμε στην συνέχεια μερικά, όπως, έστω και από τα λίγα αντιληφθούμε το μεγάλο θαυματουργικό χάρισμα του Αγίου.
1) Δύο αδελφές από ένα χωριό της Κωνστάντζας, αφού έφτιαξαν μία καινούρια εκκλησία προς τιμήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ήλθαν να προσκυνήσουν τον Άγιο και να πάρουν ένα τεμάχιο λειψάνου του για την δική τους εκκλησία. Προσκύνησαν τον Άγιο και συγχρόνως έκοψαν κρυφά ένα κομμάτι από το λείψανό του και έτρεξαν στο κάρο τους. Τα βόδια όμως δεν κινήθηκαν από την θέση τους. Τότε εκείνες κατάλαβαν την αμαρτία τους. Επέστρεψαν το κλεμμένο τεμάχιο και έτσι ξεκίνησαν τα ζώα και επέστρεψαν στον τόπο τους με ειρήνη.
2) Στα περίχωρα της πρωτευούσης ζούσε μία οικογένεια στην οποία ο σύζυγος τυραννούσε επί 15 χρόνια με γκρίνιες, βλασφημίες και μεθύσια την γυναίκα του. Εκείνη τον υπέμεινε διότι ήταν πιστή χριστιανή. Το 1955 μ.Χ. εκείνος παρέλυσε και έπεσε στο κρεβάτι. Η γυναίκα του τον υπηρετούσε, αλλά εκείνος την ύβριζε και την χτυπούσε με ο, τι έβρισκε μπροστά του. Απελπισμένη εκείνη ήλθε στον Ναό, και με δάκρυα ζητούσε συμβουλές από τον ιερέα. Αυτός την συμβούλευσε να υπομένει, τέλεσε για χάρη της Θεία λειτουργία και τέλος την ρώτησε:
› Αδελφή, ξέρεις να διαβάζεις;
› Ξέρω Πάτερ.
› Πάρε αυτό το βιβλίο και διάβασε γονατιστή, δίπλα στο ιερό λείψανο του Οσίου Δημητρίου τους χαιρετισμούς του.
Αφού τους διάβασε πήγε στο σπίτι της κουρασμένη και όπως ήταν ξάπλωσε σε ένα ξεχωριστό δωμάτιο. Τα μεσάνυκτα ο άνδρας της άρχισε να φωνάζει δυνατά:
›Γυναίκα Μαρία, που είσαι, έλα γρήγορα εδώ. Που ήσουν; Πήγες μήπως στο Βουκουρέστι και κάλεσες ιατρό για να με συμβουλεύσει;
›Όχι άνθρωπέ μου, δεν κάλεσα κανέναν ιατρό από το Βουκουρέστι.
›Πως όχι, αφού τώρα ήλθε και μου είπε ότι τον κάλεσες για να με συμβουλεύσει. Έφυγε πριν από 5 λεπτά. Ανέβηκε σε μία καρότσα με λευκές αγελάδες, και ξεκίνησε για το Βουκουρέστι. Λοιπόν, κάλεσε τον ιατρό και πλήρωσέ τον.
›Και τι σε συμβούλευσε να κάνεις;
›Αν θέλω να θεραπευθώ μου είπε, να μη σε στενοχωρώ και σε υβρίζω. Λοιπόν, σου υπόσχομαι δεν θα σε λυπήσω πάλι. Αλλά μη ξεχάσεις, πήγαινε το πρωί στο Βουκουρέστι να τον πληρώσεις, διότι εσύ γνωρίζεις που μένει, γιατί εσύ τον κάλεσες!
Το πρωί ο άνδρας της σηκώθηκε τελείως υγιής και ειρηνικός. Η γυναίκα έτρεξε μαζί του με χαρά να ευχαριστήσουν τον Άγιο, για αυτό το μεγάλο θαύμα.
3) Στην περίοδο του πολέμου υπέρ της εθνικής ανεξαρτησίας της Ρουμανίας το έτος 1877 μ.Χ., ένας πιστός χριστιανός από το Βουκουρέστι έστειλε και τα 7 παιδιά του στον πόλεμο. Φοβόταν μη πεθάνουν και τα 7 στα πεδία των μαχών και πήγε και προσευχήθηκε θερμά στον Όσιο Δημήτριο. Συγχρόνως έγραψε τα ονόματά τους σε ένα χαρτί, και το έβαλε κάτω από την κεφαλή του Οσίου. Εκείνος πράγματι προστάτευσε τα παιδιά του, διότι και τα 7 επέστρεψαν μετά από τον πόλεμο στο πατρικό τους σπίτι.
4) Για δύο σχεδόν χρόνια η νεαρή Αλεξαδρινα Π. πήγαινε κάθε Τρίτη στην εκκλησία της ενορίας της,όπου ιερέας είναι ο π. Ντανιέλ Γκόγκα για να της διαβάσει τους εξορκισμούς του Μ. Βασιλείου,αφού εξαιτίας των κατάρων των γονέων της είχε δαιμονιστεί. Μετα από δυο χρόνια και αφού δεν είχε γίνει ακόμη καλά ο π. Δημήτριος της ανακοίνωσε ότι θα πάνε μαζί να προσευχηθούν στα λείψανα του Αγίου Δημητρίου. Το ίδιο βράδυ η κοπέλα είδε στον ύπνο της μια απαίσια μορφή η οποία την κατατρόμαξε λέγοντάς της με μίσος: «Πρέπει να φύγω από εσένα γιατί φοβάμαι τον Άγιο, αλλά με την πρώτη ευκαιρία που θα μου δώσεις θα γυρίσω»! Την επόμενη ημέρα - 27 Οκτωβρίου όπου εορτάζεται η μνήμη του Οσίου Δημητρίου του Νέου - περίμεναν στη σειρά για να προσκυνήσουν το άγιο λείψανο. Σ' αυτά τα 10 λεπτά που περίμενε αισθανόνταν πολύ άσχημα και λίγα μέτρα πριν φτάσει στο λείψανο νόμιζε ότι θα λiποθυμησει. Μόλις ασπάστηκε το λείψανο αισθάνθηκε σαν να πήρε το στόμα της φωτιά. Στο δρόμο της επιστροφής στο σπίτι έκλαιγε συνεχώς. Μετά από έναν μακρύ και δύσκολο ύπνο η Αλεξανδρίνα ξύπνησε εξαντλημένη αλλά αισθανόνταν ελαφριά σαν πούπουλο. Ο Άγιος Δημήτριος είχε κάνει το θαύμα του.
5) 26 Οκτωβρίου 1988 μ.Χ. (Μοναχή Αικατερίνη): «Θαύμα που το είδα με τα ίδια μου τα μάτια στις 12 τη νύχτα,όταν τελείωσε το προσκύνημα στον άγιο. Είχαμε μείνει 5-6 άτομα, εγώ και 2 ιερείς και θέλαμε να βάλουμε το λείψανο τη θέση του. (Ήταν έξω προς προσκύνηση). Η λάρνακα όμως δεν μετακινούνταν. Προσπαθήσαν όλοι αλλά κανείς δεν τα κατάφερε. Ο ιερέας έτρεξε και ξύπνησε τον επίσκοπο. Εκείνος ντυμένος με τα άμφιά του, με δύο διακόνους, δύο ιερείς, θυμιατά, ψαλμωδίες και λάβαρα έφερε τον άγιο μέσα στην εκκλησία. Μόνο με τον πρέποντα σεβασμό θέλησε να μπει! Αυτό προς απάντηση αυτών που βλαστημάνε (και ξέρω πολλούς) και οι οποίοι λένε ότι πρόκειται για κόκκαλα και τσάμπα τα προσκυνάμε».
Πηγή: Ορθόδοξος Συναξαριστής
«Τῶν μαρτύρων ἡ καλλονή, τῆς Θεσσαλονίκης ὁ προστάτης καὶ τῆς Οἰκουμένης ὁ ὑπέρμαχος»
Εορτὴ σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἄντρες γυναῖ κες καὶ παιδιά. Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἔχει κάθε μέρα ἑορτή, κάποιον ἅγιο ἑορτάζει. Τριακόσες ἑξήντα πέντε μέρες ἔχει τὸ ἔτος, τριακόσες ἑξήντα πέντε ἑορτὲς ὑπάρχουν.
Α'
Επεχωρίαξε μεν και πρότερον ήδη το των Αρκιανών δόγμα τη Ρωμάιων επικρατεία, μέρη τε αυτής ελυμαίνεταιτο, και τους πολλούς το ομοούσιον καθαρώς πρεσβεύειν ουκ εια, αλλ' ούπω τοσαύτα επαρρησιάσατο το κακόν ουδέ τοσούτους είχε τους αυτώ προσκειμένους. Άρτι δε της βασιλείας επί Κωνστάντιον, τον του μεγάλου Κωνσταντίνου τρίτον παίδα ελθούσης, ον αι πράξεις μέγαν εκάλουν, ο του φθόνου πατήρ και τοις αγαθοίς άνωθες βασκαίνων εχθρός, επεί μη πείθειν οιός τε ήν τα Χριστιανών απωθείσθαι Χριστιανούς, διά τινών ου προς αξίαν, οίμοι, του της ιερωσύνης αξιώματος ηξιωμένων τον Κωνστάντιον υπελθών εις τα των Αρειανών όλον υπάγεται. Εντεύθεν το άθεον τούτο των Αρειανών δόγμα, ώσπερ όπλον την του κρατούντος περιθέμενον δυναστείαν, επλάτυνε τότε και ηύξετο, και πάσαν όσην η Ρωμαίων είχεν αρχή παραστήθασθαι προς βίαν εφιλονείκει. Και διά τούτο μυρίοις οι το ομοούσιον δοξάζοντες, και τα Χριστιανών ως θέμις Χριστιανοίς μετιόντες, περιεβάλλοντο τοις κακοίς, Ευσεβίου μάλιστα και Φιλίππου (ων ο μεν τη του πραιποσίτου τετίμητο δόξη, ο δε τα της επαρχίας δείπεν, ο Φίλιππος) υπέκκαυμα Κωνσταντίω του των Αρειανών έρωτος γενομένων.
Ούτοι και τον μακάριον απελαθήναι Παύλον της Εκκλησίας, αντεισαχθήναι δε τον δυσσεβή Μακεδόνιον, εβούλοντό τε και πάντα εποίουν· τίνος μεν λόγου, τίνος δε έργου, ποίας δε βλάβης κατά των πρεσβευόντων το ομοούσιον αοσχόμενι; Τους μεν γαρ την πόλιν εκλιπείν παρεσκεύασαν, των δε άδικον αειφυγίαν κατέκριναν, τοις δε και απαλλαγήν της ζωής προεξένησαν. Εντεύθεν άτιμοι κατά μετώπων ραφαί, υποσημαίνουσαι το ορθόδοξον, αλλά τε μύρια κατά Χριστιανών επενοείτο καινά, ει και μικρά πάντα δια Χριστόν εδόκει τοις ευσεβέσι, και των ελπίδων ουκ άξια. Εντεύθεν ο δεύτερος μεν ούτος Παύλος ο της ομολογίας επώνυμος, του της αρχιερωσύνης θρόνου αποδιώκεται, ανίπτοις δε χερσί, το του λόγου, βεβηλούται τα άγια.
Β'
Των γουν Κωνσταντίου τούτων καιρών έργον και Μαρκιανός και Μαρτύριος· οις πατρίς μεν άστυ το μέγα τε και βασίλειον, αναγωγή δε και παιδεία, οίας αν τις θεοφιλής ανήρ τυχείν εύξαιτο. Τρόποι, χρηστότης και επιείκεια το εκείνων ακριβές γνώρισμα. Ει δε δει συντόμως και αληθώς ειπείν, τούτο τοις πάσιν όντες εις αρετήν, όπερ η πατρίς ταις πόλεσιν εγνωρίζετο. Και ώσπερ αύτη των άλλων τε πασών προκάθηται πόλεων, και τω βασιλική και είναι και ονομάζεσθαι την πρώτην έχει τιμήν· τον υτόν δη και ούτοι τρόπον πάντων εν πάσιν εκράτουν επαινετοίς, και ζηλωτόν ην το παράπαν ουδέν, εφ ω μη ούτοι το πρωτείον είχον.
Τω θείω τοιγαρούν Παύλω συνόντες και των υπ' εκείνου πραττομένων όντες υπογραφείς, τω λαώ τε τας θείας υπαναγινώσκοντες βίβλους, ούτω θερμόν τον εις Χριστόν υπέτρεφον έρωτα, ως ουδέν υπολογισαμένους την του κρατούντος μανίαν οξείαις χωρήσαι κατά των Χριστομάχων ορμαίς, και τον του Θεού Λόγον εις κτίσμα κατάγεσθαι μηδ' όλως ανεκτόν ποιήσαι, αλλά συνάναρχον μεν τω Πατρί και ομοούσιον αυτόν αποδείξαι, τα δε των αρειανιζόντων βεβήλους κενοφωνίας εις το μηδέν είναι περιστήσαι.
Γ'
Τοις εκείνων τοιγαρούν ρήμασιν όε βέλεσιν οι κακοδαίμνες βλητέντες, και μηδέ αντιτείνειν, μηδέ εις λόγους αυτοίς χωρείν όλως έχοντες, ώσπερ εν σποδιά πυρ ταις αυτών διανοίαις το δολερόν υποκρύψαντες, πρώτα μεν τους επαγωγοίς των λόγων τους άνδρας υπήρχοντο· είτα και χρήματα δώσειν υπισχνούντο οι άφρονες εκείνοι, οι γε και τα ψυχάς ότι μη αφηρούντο παραχρήμα διά Χρισοεδυσχέρταινον. Ούτοι λουν ου κολακείαις κλεπηρμένοι, ου χρημάτων ηττώμενοι, αλλά της ευσεβείας και του ορθού δόγματος φύλακες ακριβείς είναι βουλόμενοι, προς το βραβείον της άνω κλήσεως έσπευδον· ο και μόνον αυτοίς εποθείτο, και ου τυχείν όλως επεθύμουν. Ως ουν απειλαί τε και κολακείαι και αγαθών πάντων επαγγελίαι τους Αρειανοίς εξησθένουν, και άμαχον τι πράγμα την καλήν εκείνην ένστασιν των μαρτύρων εώρων, θάνατον αυτών ον επόθουν διά Χριστόν κατακρίνουσιν.
Δ'
Επεί δε και προς τον ειρημένον ήδη γεγόνασι τόπον, καιρόν αιτούσιν εις προσευχήν. Και λαβόντες, τα όμματα τε όμου και τας χείρας αίρουσιν εις τον ουρανόν, και, Κύριε, ο Θεός, ο πλάσας καταμόναις τας καρδίας ημών, λέγουσιν, ο συνείς πάντα τα έργα ημών, εν ειρήνη τας των σων δούλων δέξαι ψυχάς, ότι ένεκα σου σανατούμεθα, και ως πρόβατα σφαγής λογιζόμεθα και χαίρομεν ούτω της παρούσης ζωής απαλλαττόμενοι διά σε, και προς την παρά σοι προθύμω ποδί επειγόμεθα. Τω Θεώ των όλων ευξάμενοι και το Αμήν επειπόντες, την διά ξίφους πληγήν υφίστανται· και το μαρτυρικόν ο Μαρτύριος συν Μαρκιανώ δέχονται τέλος, πέμπτην επί ταις είκοσι του Οκτωβρίου μηνός άγοντος. Τα δε τούτων τίμια λείψανα των ορθοδόξων τινές και πιστών ανελόμενοι, και λαμπρώς περιστείλαντες, εν ψαλμοίς και ύμνοις παρά τω της πόλεως τείχει εντίμως εν επισήμω λόφω κατέθεντο. Ένθα και την μαρτυρικήν εκείνην τελείωσιν και μακαρίαν υπέστησαν εις δόξαν Πατρός, Υιού και αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ζῆλον ἔνθεον ἀναλαβόντες, ἠμαυρώσατε Ἀρείου πλάνην ὁμοούσιον Τριάδα κηρύττοντες, Μαρκιανὲ καὶ θέοφρων Μαρτύριε, ὀρθοδοξίας οἱ ἄσειστοι πρόβολοι, θεῖοι μάρτυρες, Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύσατε δωρίσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.
Ἀγωvισάμενοι καλῶς ἀπὸ βρέφους, Μαρκιανὲ σὺv τῷ σοφῷ Μαρτυρίῳ, τὸv ἀποστάτηv Ἄρειοv καθείλετε, ἄτρωτον τηρήσαντες, τὴν ὀρθόδοξοv πίστιν, Παύλῳ ἐφεπόμενοι, τῷ σοφῷ διδασκάλῳ, ὅθεν σὺv τούτῳ εὔρατε ζωήv, ὡς τῆς Τριάδος ὑπέρμαχοι ἄριστοι.
Πηγή: Ελληνική Πατρολογία, τόμος 115, Συμεών του Μεταφραστού, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Η ΕΛΕΗΜΩΝ ΠΙΣΤΗ
Η αγία Ταβιθά, όπως μας αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ήταν μια πολύ φιλάνθρωπος χριστιανή, η οποία σε όλη της τη ζωή έκανε καλά έργα και ελεημοσύνες. Στη συριακή γλώσσα η λέξη Ταβιθά ερμηνεύεται ως «η Δορκάς», που στα αρχαία ελληνικά σημαίνει «ζαρκάδι». Η αγία Ταβιθά κατοικούσε στην πόλη Ιόππη, κι όπως πληροφορούμαστε από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων, ασκούσε την τέχνη της υφάντριας, υφαίνοντας χιτώνες και ιμάτια, τα οποία πωλούσε και τα λεφτά που μάζευε, εκτός από μικροποσά απαραίτητα για τη διατροφή της, τα διέθετε για την ανακούφιση των φτωχών και ειδικά των χηρών και των ορφανών.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΠ.ΠΕΤΡΟΥ
Τη μέρα που ο Απόστολος Πέτρος έφτασε στη Λύδδα της Παλαιστίνης για να διαδώσει το λόγο του Ευαγγελίου, την ίδια μέρα η Ταβιθά αρρώστησε και πέθανε, οπότε ο θρήνος ήταν μεγάλος ανάμεσα σε αυτούς που προστατεύονταν από αυτήν. Κι ενώ οι πιστοί ετοιμάζονταν για την ταφή της, έμαθαν ότι ο Απόστολος Πέτρος βρισκόταν στη Λύδδα και έστειλαν δύο απεσταλμένους για να τον βρουν και να τον παρακαλέσουν να έλθει στην πόλη. Πράγματι, ο Απόστολος ανταποκρίθηκε στο αίτημά τους και φτάνοντας στην Ιόππη τον ανέβασαν στο υπερώο, όπου κειτόταν νεκρή η Ταβιθά.
Εκεί ο Απόστολος βρήκε πολλές φτωχές γυναίκες τις οποίες βοηθούσε η Ταβιθά, που έδειχναν τα ιμάτια και τους χιτώνες που τους είχε προσφέρει σ' αυτές η νεκρή: «πάσαι αι χήραι κλαίουσαι και επιδεικνύμεναι χιτώνας και ιμάτια όσα εποίει.» (Πράξ. θ΄39). Τότε, χωρίς να μιλήσει, ο Απόστολος τους έβγαλε όλους έξω κι αφού γονάτισε και προσευχήθηκε θερμά είπε: "Ταβιθά ανάστηθι". Και αμέσως η νεκρή Δορκάς αναστήθηκε. Τότε, όλοι οι παρευρισκόμενοι γέμισαν από χαρά και το νέο της ανάστασής της διαδόθηκε σ' όλη την πόλη μ' αποτέλεσμα πολλοί να πιστέψουν στον Χριστό. Η αγία Ταβιθά έκτοτε έζησε πολλά χρόνια γεμάτα από αγαθοεργίες και ελεημοσύνες, μέχρι την ειρηνική τελείωσή της σε βαθιά γεράματα.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μαθήτρια ἔνθεος, ἐν τῇ Ἰόππῃ σεμνή, Χριστοῦ ἐχρημάτισας, καὶ ἐν πολλοῖς οἰκτιρμοῖς, αὐτὸν ἐθεράπευσας· ὅθεν ὑπὸ τοῦ Πέτρου, ὡς ἠγέρθης θανοῦσα, ἐδειξας τοῦ σοῦ βίου, Ταβιθᾶ μακαρία, πᾶσι τὴν κεκρυμμένην, θείαν λαμπρότητα.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τοῖς θεαρέστοις σου ἔργοις καὶ πράξεσι, θεοπρεπῶς τῷ Σωτῆρι λατρεύουσα, ἀγάπης ὑπόδειγμα πέφηνας, ὦ Ταβιθᾶ ὡς θεόφρων μαθήτρια· διό σου τὴν μνήμην γεραίρομεν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις θεοδόξαστε Ταβιθᾶ, στήλη θείων ἔργων, ὡς μαθήτρια τοῦ Χριστοῦ· ἐλεημοσύνης, πηγὴ γὰρ ἀνεδείχθης, ἐν πόλει τῇ Ἰόππῃ, γνώμῃ θεόφρονι.
Πηγή: Ακτίνες, Μέγας Συναξαριστής
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...