Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ο όσιος πατήρ ημών Γεράσιμος γεννήθηκε το 1509 στο χωριό Τρίκαλα της Κορινθίας, στην Πελοπόννησο. Οι ευλαβείς γονείς του, Δημήτριος και Καλή, προέρχονταν από την επιφανή οικογένεια των Νοταράδων και από μικρό τον παρέδωσαν στη μάθηση των ιερών γραμμάτων, όπου διέπρεψε. Νέος, εγκατέλειψε τη γενέτειρά του και πήγε στη Ζάκυνθο. Από εκεί διέτρεξε όλη την Ελλάδα. Από τη Θεσσαλία κατευθύνθηκε προς τη Μαύρη Θάλασσα, την Κωνσταντινούπολη, την Προποντίδα και τη Χαλκηδόνα. Όπου πήγαινε, έψαχνε να βρει ανθρώπους οι οποίοι είχαν φθάσει στην τελειότητα της αρετής διάγοντας ασκητικό και ισάγγελο βίο για να του διδάξουν την τέχνη των τεχνών και την επιστήμη των επιστημών.
Έφθασε τέλος στο Άγιον Όρος, όπου ως φιλόπονος μέλισσα ρουφούσε το νέκταρ από τα διάφορα άνθη αρετής που παρατηρούσε στους ασκητές, για να φτιάξει μέσα του το μέλι της καθαρότητος της καρδίας. Ο όσιος Γεράσιμος παρέμεινε για ικανό διάστημα στον Άθω διδασκόμενος από τους θεράποντες της Κυρίας ημών Δεσποίνης Θεοτόκου. Έλαβε το μεγάλο αγγελικό Σχήμα και με ζήλο πολύ εφάρμοζε όλες τις αρετές του μοναχικού βίου: τη συνεχή νηστεία, τις ολονύχτιες αγρυπνίες, τα δάκρυα, την ανύψωση του νου προς τον Θεό μέσα στην απόλυτη ησυχία και την καθαρότητα της καρδίας. Μετά από μερικά χρόνια έφυγε από το Άγιον Όρος και ξεκίνησε ένα προσκύνημα στους Αγίους Τόπους.
Στα Ιεροσόλυμα, ο πατριάρχης Γερμανός Α΄ (1537-1579) τον χειροτόνησε διαδοχικά υποδιάκονο, διάκονο και πρεσβύτερο. Επί ένα έτος υπηρέτησε στον Πανάγιο Τάφο και κατόπιν το Πατριαρχείο επί δώδεκα έτη χωρίς καθόλου να εγκαταλείψει τους ασκητικούς αγώνες. Πήγε κάποτε στην έρημο του Ιορδάνη όπου πέρασε σαράντα ημέρες νηστεύοντας και προσευχόμενος, κατά μίμησιν του Κυρίου (Ματθ. 4, 1 κ. έ.).
Μετά γύρισε στο Πατριαρχείο συνεχίζοντας τη διακονία του.Κατόπιν έφυγε από τα Ιεροσόλυμα και ξανάρχισε τις προσκυνηματικές περιοδείες. Έμεινε για κάποιο διάστημα στο Σινά, έπειτα πήγε στην Αλεξάνδρεια και διέτρεξε όλη την Αίγυπτο.
Στη συνέχεια στην Αντιόχεια και στη Δαμασκό, και από εκεί έφυγε για την Κρήτη και έφτασε τέλος στη Ζάκυνθο, όπου εγκαταβίωσε επί πέντε έτη σ’ ένα σπήλαιο μακριά απ’ όλους, τρεφόμενος μόνο με χόρτα, δίχως ψωμί και αλάτι. Όσο καλά κι αν κρυβόταν, δεν άργησαν να τον ανακαλύψουν οι ευλαβείς πιστοί, και σύντομα προσέτρεχαν πολυάριθμοι για να πάρουν την ευλογία του και τη συμβουλή του. Η φωνή όμως των αγίων Πατέρων τον προειδοποιούσε ότι για τον μονάχο τίποτε δεν είναι τόσο φθοροποιό όσο ο έπαινος και η φήμη των ανθρώπων, και έφυγε από τη Ζάκυνθο για να εγκαταβιώσει σ’ ένα μικρό σπήλαιο στην Κεφαλληνία, όπου έμεινε περίπου έξι έτη.
Καθώς όμως είναι αδύνατον λύχνος αναμμένος να μείνει κρυφός, κι εκεί ακόμη οι πιστοί δεν άργησαν να ανακαλύψουν την αρετή του αγίου και δεν τον άφηναν να χαρεί τη νοερά συνομιλία με τον Θεό. Τέλος, η θεία Πρόνοια τον οδήγησε στα Ομαλά, μια απομακρυσμένη περιοχή του νησιού, όπου υπήρχε ναΰδριο και μια θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου. Εγκαταστάθηκε εκεί και καλλιεργούσε ένα μικρό κτήμα αγωνιζόμενος κατά των παγίδων του διαβόλου. Μετά από καιρό, ενώ η φήμη του είχε απλωθεί ξανά στην περιοχή, πληροφορήθηκε στην προσευχή του ότι ήταν θέλημα Κυρίου να δεχθεί μαθητές.
Σύντομα είκοσι πέντε νεάνιδες παρουσιάσθηκαν για να υποταγούν στην πνευματική του καθοδήγηση και το ναΰδριο μεταμορφώθηκε σε μονή. Δέχθηκε ο άγιος να απαρνηθεί την ησυχία για να μεταδώσει στα πνευματικά του τέκνα την πνευματική εμπειρία την οποία αφθόνως του είχε χαρίσει ο Κύριος. Η μονή ονομάσθηκε Νέα Ιερουσαλήμ και φαινόταν να κατοικείται από αγγέλους εν σώματι.
Πλήρης ήμερων, ο όσιος Γεράσιμος προείδε την ημέρα της εκδημίας του και κάλεσε γύρω του τα πνευματικά του τέκνα για να τους μεταδώσει τις τελευταίες του εντολές. Κατόπιν τα ευλόγησε και με χαρά παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο στις 15 Αύγουστου 1579. Καθώς η ημερομηνία αυτή συμπίπτει με την Κοίμηση της Θεοτόκου, τιμούμε τη μνήμη του στις 20 Οκτωβρίου, ημερομηνία ανακομιδής του λειψάνου του. Το τίμιο σκήνωμα παραμένει μέχρι σήμερα άφθορο, ωσάν ο άγιος να κοιμάται. Αναδίδει ουράνια ευωδία και επιτελεί πληθώρα θαυμάτων. Ο όσιος Γεράσιμος κατέστη προστάτης της Κεφαλληνίας και πλήρης παρρησίας μεσιτεύει μέχρι σήμερα υπέρ της νήσου προς τον Θεό. Ιδιαιτέρως αξιοσημείωτη είναι η δύναμή του να εκβάλλει τα ακάθαρτα πνεύματα από τους δαιμονισμένους που φέρνουν απ’ όλα τα μέρη στο τίμιό του σκήνωμα. Επιπλέον, χάρη στην προστασία του, η ορθόδοξη πίστη στην Κεφαλληνία έμεινε αλώβητη κατά τη μακρά περίοδο της ιταλοκρατίας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Αὐτόμελον.
Τῶν Ὀρθοδόξων προστάτην καὶ ἐν σώματι ἄγγελον, καὶ θαυματουργὸν θεοφόρον νεοφανέντα ἡμῖν, ἐπαινέσωμεν πιστοὶ θεῖον Γεράσιμον· ὅτι ἀξίως παρὰ Θεοῦ ἀπείληφεν, ἰαμάτων τὴν ἀέναον χάριν· ῥώννυσι τοὺς νοσοῦντας, δαιμονῶντας ἰᾶται· διὸ καὶ τοῖς τιμῶσιν αὐτόν, βρύει ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εὐχαρίστοις ᾄσμασι, τῶν Κεφαλλήνων ἡ νῆσος, προσκαλεῖται σήμερον, τῶν Ὀρθοδόξων τὰ πλήθη, μέγιστον, νεοφανέντα ἀγκωμιάσαι, καύχημα, Ὀρθοδοξίας ἀναφανέντα, τὸν Γεράσιμον τὸν θεῖον, τὸν ῥύστην ταύτης ὁμοῦ καὶ πρόμαχον.
Μεγαλυνάριον.
Τῆς ὁμολογίας Χριστιανῶν, ἔθετό σε σὲ στῦλον, ἀδιάσειστον ὀ Θεός, τὸ σεπτόν σου σκῆνος, Γεράσιμε δοὺς πᾶσι, τοῖς ἐναντίοις λίθον, δεινοῦ προσκόμματος.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Οκτώβριος, εκδ. Ίνδικτος, σ. 237-239, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Μία από τις πλέον αθόρυβες μορφές της Παλαιάς Διαθήκης είναι ο προφήτης Ιωήλ (η μνήμη του στις 19 Οκτωβρίου). Πολύ λίγες πληροφορίες έχουμε για το έργο και το βίο του. Έζησε κατά τον 9ο αιώνα πριν από τη γέννηση του Χριστού και ήταν γιος του Βαθουήλ. Κατατάσσεται ανάμεσα στους λεγόμενους «μικρούς προφήτες» και το βιβλίο του αποτελείται από 4 κεφάλαια.
Μετὰ δὲ τὰς ἡμέρας ταύτας ἐπισκευασάμενοι ἀνεβαίνομεν εἰς Ἱερουσαλήμ, συνῆλθον δὲ καὶ τῶν μαθητῶν ἀπὸ Καισαρείας σὺν ἡμῖν, ἄγοντες παρ’ ὢ ξενισθῶμεν Μνάσων τινι Κυπρίω, ἀρχαίω μαθητή. (Πράξ. κα’ 15 – 16).
Δηλαδή, ὑστέρα ἀπὸ τὶς ἡμέρες αὐτὲς (ποὺ ἔμειναν στὴν Καισαρεία καὶ ὁ προφήτης Ἄγαβος προφήτεψε τὴν σύλληψη τοῦ Ἀποστόλου, ὅταν θὰ πήγαινε στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ τελευταῖα φορά), οἱ Ἀπόστολοι Παῦλος, Λουκᾶς καὶ οἱ σύντροφοί τους ἑτοίμασαν τὶς ἀποσκευές τους καὶ ἀνέβηκαν στὰ Ἱεροσόλυμα.
Ἐκεῖ ἦρθαν καὶ ἀπὸ τὴν Καισαρεία μερικοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητὲς καὶ ἔφεραν μάλιστα μαζί τους καὶ κάποιον Μνάσωνα, Κύπριο παλιὸ μαθητὴ στὸ σπίτι τοῦ ὁποίου ἐπρόκειτο νὰ φιλοξενηθοῦν.
Ἀρχαῖος μαθητής! Νὰ ὁ ἐπίζηλος τίτλος, τὸν ὁποῖο αὐτὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοὺ Λουκᾶ δίνει στὸν ἐκλεκτὸ Ἱεράρχη τῆς Κύπρου, τὸν Ἅγιο Μνάσωνα. Ἀρχαῖο μαθητὴ τὸν ὀνομάζει.
Τώρα πῶς ὁ Μνάσων βρέθηκε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ εἶχε μάλιστα καὶ σπίτι δικό του, στὸ ὁποῖο φιλοξενήθηκαν τόσοι μαθητές, δὲν γνωρίζουμε. Ἀπὸ τὸ συναξάρι του μαθαίνουμε μόνο πὼς ὁ Ἅγιος Μνάσων γεννήθηκε στὴν Ταμασὸ ἀπὸ γονεῖς εἰδωλολάτρες.
Κάποια φορά, ὅταν ἦταν πιὰ μεγάλος, οἱ γονεῖς του ἔστειλαν αὐτὸν μαζὶ μὲ τὸν φίλο του Θεωνᾶ στὴν Ρώμη γιὰ νὰ διευθετήσουν τὴν διαφορὰ ποὺ ὑπῆρχε μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν τοῦ Πολιτικοῦ καὶ τοῦ χωριοῦ Πέρα ποιὸς ἀπὸ τοὺς ψευδώνυμους, εἰδωλολατρικοὺς θεούς, ποὺ εἶχαν προστάτες ἦταν ὁ μεγαλύτερος. Στὴν Ρώμη οἱ δυὸ φίλοι συνήντησαν μερικοὺς Ἀποστόλους ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα οἱ ὁποῖοι φαίνεται πὼς κατέφυγαν ἐκεῖ μετὰ τὸν λιθοβολισμὸ τοῦ Στεφάνου, καὶ ἀπὸ αὐτοὺς διδάχτηκαν τὰ περὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὰ λίγα ποὺ ἄκουσαν γιὰ τὴν καινούργια θρησκεία, ἄναψαν μέσα τους βαθὺ τὸν πόθο νὰ γνωρίσουν γι’ αὐτὴν περισσότερα. Γιὰ τοῦτο τὸν λόγο ἔσπευσαν νὰ συντομεύσουν τὸν χρόνο τῆς παραμονῆς τους στὴν Ρώμη καὶ νὰ φύγουν γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα. Τὸ ταξίδι τους εἶχε ἕναν σκοπό: Νὰ συναντήσουν ἐκεῖ τὸν κορυφαῖο Ἀπόστολο Πέτρο καὶ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, γιὰ τοὺς ὁποίους εἶχαν ἀκούσει πολλὰ καλὰ λόγια καὶ νὰ πληροφορηθοῦν ἀπὸ τὸ στόμα τους περισσότερα γιὰ τὸ ἀγαπημένο ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ.
Ὁ εὐγενικὸς πόθος τους, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, βραβεύτηκε πλούσια στὴν Ἁγία Πόλη. Ἐδῶ οἱ δυὸ φίλοι συναντήθηκαν μὲ τὸν «ἠγαπημένον μαθητήν», τὸν Θεολόγο Ἰωάννη καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἄκουσαν καταλεπτῶς γιὰ ὅλη τὴν ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Κυρίου. Στὸ τέλος, ἀφοῦ ἔλαβαν καὶ τὸ ἅγιο βάπτισμα, ἐπέστρεψαν στὴν πατρίδα τους τὴν Κύπρο. Ἦρθαν γιὰ νὰ σκορπίσουν καὶ ἐδῶ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Νά! μιὰ ἀληθινὴ ἐκδήλωση φιλοπατρίας.
Σὰν ἔφτασαν στὴν Κύπρο, μὲ μεγάλη χαρὰ πληροφορήθηκαν ὅτι οἱ Ἀπόστολοι Βαρνάβας, Μάρκος καὶ Παῦλος εἶχαν ἔρθει ἐδῶ πρὸ καιροῦ καὶ ἀνέλαβαν σκληρὴ ὁδοιπορία, γιὰ νὰ φωτίσουν τὶς σκοτισμένες ψυχές. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ Μνάσων κινήθηκε σὲ διάφορα μέρη νὰ τοὺς συναντήσει. Ἕνα πρωὶ οἱ κόποι του βραβεύτηκαν. Σ’ ἕνα σπήλαιο, ὅπως εἴδαμε καὶ στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου, ὁ Μνάσων συνήντησε τοὺς Ἀποστόλους μαζὶ μὲ τὸν νεοφώτιστο ἐπίσκοπο, τοῦ ὁποίου ὁ «ἀρχαῖος, αὐτός, μαθητής» ἔσπευσε νὰ γίνει σύντροφος καὶ βοηθός του.
Ἀπὸ τὸ σπήλαιο τῆς Ταμασοῦ, στὸ ὁποῖο ἐγκαταστάθηκαν στὴν ἀρχὴ οἱ δύο μαθητὲς καὶ οἱ συνεργάτες τους, ἄρχισαν οἱ σωστικὲς ἐξορμήσεις μὲ ἀποτέλεσμα «ὁ λόγος ὁ τοῦ Σταυροῦ» νὰ γίνει σὲ λίγο καιρὸ πηγὴ παρηγοριᾶς καὶ ἐλπίδος γιὰ τὶς ἀποκαμωμένες καρδιές. Τὸ φλογερὸ κήρυγμα ἐνισχυόμενο ἀπὸ τὸ ζωντανὸ παράδειγμα μιᾶς ἁγίας ζωῆς καὶ τὰ πολλὰ θαύματα πρόσθεταν κάθε ἡμέρα καὶ νέες ψυχὲς στὸν ἀριθμὸ τῆς πρώτης Ἐκκλησίας.
Πλούσια χαρίτωσε ὁ Θεὸς καὶ τὸν Ἅγιο Μνάσωνα μὲ τὸ θαυματουργικὸ χάρισμα. Ἀπὸ τὸ συναξάρι του μανθάνουμε πὼς κάποια φορὰ ποὺ ὁ Ἅγιος βγῆκε ἀπὸ τὸ σπήλαιο ὅπου ἔμενε καὶ πῆγε στὴν πόλη, εἶχε περάσει ἀπὸ τὸν περικαλλὴ ναὸ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, ποὺ βρισκόταν στὸ κέντρο τῆς Ταμασοῦ. Στὸ ἀντίκρισμα τοῦ ναοῦ μὲ τὰ πλούσια ἀγάλματα ἡ ψυχὴ τοῦ Ἁγίου ἀγανάκτησε γιὰ τὸ κατάντημα τῶν συμπατριωτῶν του, μὰ καὶ ὄλου τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Ψέλλισε:
› Τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν ἀργύριον καὶ χρυσίον ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων.
Κι ἀφοῦ κοίταξε μὲ παράπονο τὰ λευκὰ μάρμαρα τοῦ ναοῦ καὶ τὸ ἀστραφτερὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀσκληπιοῦ, ποὺ ἦταν στὸ μέσο, φώναξε:
›Στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, σὲ διατάζω νὰ πέσεις καὶ νὰ συντριβεῖς.
Δὲν πρόφτασε νὰ τελειώσει ὁ Ἅγιος καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀσκληπιοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρος ὁ ναὸς γκρεμίστηκαν τὴν ἴδια στιγμὴ καὶ ἔγιναν κομμάτια. Οἱ ψευδοϊερεῖς, ποὺ βρισκόντουσαν ἐκεῖ, καὶ παρακολουθοῦσαν τὰ γενόμενα μὲ δάκρυα ἔτρεξαν καὶ κατήγγειλαν στοὺς Ἕλληνες εἰδωλολάτρες τὰ ὅσα εἶδαν. Κι αὐτοί, ἔξαλλοι ἀπὸ ἱερὴ ἀγανάκτηση, ὄρμισαν νὰ συλλάβουν τὸν Ἅγιο καὶ νὰ τὸν σκοτώσουν. Μὰ ὁ φλογερὸς ἱεραπόστολος δὲν τὰ ἔχασε. Μὲ τὸ θάρρος τῆς χριστιανικῆς πίστεως ποὺ πλημμύριζε τὴν ψυχή του, στάθηκε ἀτάραχος, κοίταξε κατάματα τὰ μανιασμένα πλήθη, καὶ φύσηξε στὸ πρόσωπό τους. Μικροὶ καὶ μεγάλοι μὲ μιᾶς σταμάτησαν καὶ ἄρχισαν νὰ φωνάζουν μὲ πόνο:
› Τὰ μάτια μας. Τὸ φῶς μας. Χάσαμε τὸ φῶς μας. Λυπήσου μας, ἄνθρωπε. Πιστεύουμε στὸν Θεό σου. Συγχώρησέ μας καὶ κάνε μας καλά.
Ὁ Ἅγιος στὶς παρακλήσεις τους ἔσπευσε ν’ ἀνταποκριθεῖ. Τοὺς ξανάδωσε τὸ φῶς τους σφραγίζοντας τὸν καθένα μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καὶ ὕστερα τοὺς βάπτισε. Κι ἦταν ὅλοι κάπου τριακόσιοι. (Ἀκολουθία Ἁγίου Μνάσωνος σελ. 16, 1774).
Ἕνα μεγάλο μέρος ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη ζωὴ τοῦ Ἁγίου Μνάσωνος εἶναι συνδεδεμένο μὲ τὴν ζωὴ τοῦ πρώτου ἐπισκόπου τῆς Ταμασοῦ, τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου. Μαζὶ ἔμεναν στὴν ἀρχή. Στὸ ἴδιο σπήλαιο ποὺ χρησιμοποιόταν καὶ ὡς ναός. Ἀργότερα ὁ Μνάσων ἔφτιαξε δικό του κελί, δίπλα στὸ κελὶ τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου. Ὅμως μαζί του ἱερουργοῦσε, μαζί του προσευχόταν. Μὲ προθυμία τὸν βοηθοῦσε. Καὶ σὲ ὅλα του ἦταν πιστὸς καὶ ἀφοσιωμένος ἀκόλουθος.
Στὸ ἱεραποστολικὸ ταξίδι ποὺ ἀνέλαβε ὁ Ἠρακλείδιος στὴν Πάφο, ὁ Μνάσων τὸν ἀκολούθησε πρόθυμα καὶ πολὺ τοῦ συμπαραστάθηκε στὸ ἱερὸ ἔργο. Ἀλλὰ καὶ στὴν ἐκτέλεση θαυμάτων, ὅπως ἀναγράφεται στὴν ἀκολουθία του, καθόλου δὲν ὑστέρησε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Δάσκαλό του.
Ὁ Μνάσων, ὅπως ἀναφέραμε καὶ στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου, ἀνέστησε τὴν Τροφίμη, τὴν μητέρα τοῦ Ἀετίου, ποὺ ἀπὸ τὴν βαθιὰ θλίψη της γιὰ τὸν θάνατο τοῦ παιδιοῦ της κτύπησε τὸ κεφάλι στὸν τοῖχο καὶ ἔπεσε κάτω νεκρή.
Κάποια ἄλλη φορὰ ἀνέστησε ἀπ’ τὸν τάφο ἕνα πάλι νεκρὸ μὲ ἀποτέλεσμα τετρακόσιοι εἰδωλολάτρες νὰ πιστεύσουν καὶ νὰ βαπτιστοῦν τὴν ἴδια μέρα.
Ἔφραξε τὸ στόμα κάποιου δύστροπου χρεώστη, ποὺ μιὰ ἡμέρα ἅρπαξε ἕναν πιστὸ ἀδελφὸ καὶ ζητοῦσε νὰ τὸν στραγγαλίσει, γιὰ νὰ πάρει πίσω ἕνα ἐνέχυρο ποὺ τοῦ εἶχε δώσει. Ὁ Ἅγιος Μνάσων τοῦ πῆρε τὸ χέρι καὶ μὲ γλυκύτητα τοῦ εἶπε:
› Ἄφησέ τον, παιδί μου, καὶ θὰ σοῦ ἐπιστρέψει ὅ,τι τοῦ ἔδωκες.
Ὁ δύστροπος ὅμως καὶ ἄνομος χρεώστης, ποὺ εἶδε τὴν στιγμὴ ἐκείνη νὰ πλησιάζουν καὶ ἄλλοι ὅμοιοί του, ἀντὶ νὰ ἀφήσει τὸ δυστυχισμένο θύμα του, ἄρχισε νὰ τὸ πιέζει περισσότερο καὶ νὰ βλαστημᾶ τὸν Κύριο.
Στὶς ὕβρεις καὶ τὶς βλασφημίες τοῦ σκληροῦ καὶ ἄδικου Ἀλέξανδρου (ἔτσι λεγόταν ὁ χρεώστης) ὁ Ὅσιος του εἶπε:
› Τὸ ἄνομο στόμα σου, ποὺ ὑβρίζει καὶ βλασφημεῖ τὸν δημιουργό, θὰ μείνει ἄλαλο καὶ κλειστό. Καὶ τὸ χέρι ποὺ ἐπιτίθεται καὶ ζητᾶ νὰ βλάψει τὸν ἀθῶο, θὰ ξηρανθεῖ.
Δὲν πρόφτασε νὰ τελειώσει ὁ Ἅγιος τὰ λόγια του καὶ ἡ τιμωρία βρῆκε τὸν ἄνομο καὶ ὑβριστῆ. Ὁ Ἀλέξανδρος ἔμεινε ἄλαλος καὶ ξερός.
Τὸ θαῦμα κατατρόμαξε τοὺς παριστάμενους. Μερικοὶ μάλιστα ἔσπευσαν νὰ δηλώσουν πίστη στὸν Θεὸ τοῦ Ἁγίου. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ἦταν καὶ κάποιος Γελάσιος ποὺ ἐπίστευσε μὲ ὅλο τὸν οἶκο του καὶ βαπτίστηκε.
Τὸ παράδειγμά του μιμήθηκε καὶ ὁ Ἀλέξανδρος. Μὲ δάκρυα ποὺ ἔτρεχαν καὶ ἔβρεχαν τὰ ἐνδύματά του ζητοῦσε μὲ διάφορες κινήσεις τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἅγιος τὸν λυπήθηκε. Τὸν συγχώρησε, τὸν θεράπευσε καὶ στὸ τέλος τὸν βάπτισε.
Στὴν ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Μνάσωνος ἀναφέρονται καὶ ἄλλα θαύματα. Μερικὰ εἶναι καὶ τοῦτα:
«Μίαν τῶν ἡμερῶν» ποὺ ὁ Ἅγιος ξεκίνησε νὰ πάει στὸ χωριὸ Πέρα, βρῆκε τὸν ποταμὸ κατεβασμένο μὲ πολὺ νερό. Ἀφοῦ στάθηκε καὶ εἶπε μία προσευχή, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ τότε τὰ νερὰ στάθηκαν καὶ ὁ Ἅγιος πέρασε στὴν ἄλλη μεριὰ σὰν τὸν προφήτη Ἠλία, «ἁβρόχοις ποσί».
Θεράπευσε δαιμονισμένους καὶ τυφλούς. Κατέπαυσε τρικυμία καὶ πρόλαβε ναυάγιο. Σὲ καιρὸ ξηρασίας, προσευχήθηκε, καὶ οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ ἄνοιξαν καὶ ἔπεσαν εὐεργετικὲς βροχές. Ὁ Ἅγιος Μνάσων διαδέχτηκε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ταμασοῦ τὸν δάσκαλο καὶ προστάτη του, τὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο. Μὲ τὴν ἐπιμονὴ καὶ τὴν ἀτσαλένια θέλησή του, μὲ τὸ κήρυγμα καὶ τὰ θαύματά του ἡ στρατιὰ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Χριστοῦ μεγάλωνε καθημερινὰ καὶ τὸ φῶς τῆς καινούργιας ζωῆς ἁπλωνόταν μὲ τὴν δράση του σ’ ὅλο τὸ βασανισμένο νησί.
Τὸ σωστικὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου συνεχίστηκε ὡς τὰ βαθιά του γηρατειά. Ὅταν πλησίασε ὁ καιρὸς ν’ ἀφήσει τὸν κόσμο καὶ νὰ πάει στὸν οὐρανό, κάλεσε κοντά του τοὺς μαθητές του, καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδωκε χρήσιμες συμβουλὲς καὶ τοὺς παρήγγειλε νὰ μὴ λυπηθοῦν, χειροτόνησε ἀντικαταστάτη του τὸν Ροδώνα «ψήφῳ κοινῇ» ὅλων τῶν πολιτῶν τῆς Ταμασοῦ.
Τρεῖς μέρες μετὰ τὰ γεγονότα αὐτά, στὶς 19 τοῦ Ὀκτώβρη, ἡ ἁγία ψυχὴ τοῦ ταπεινοῦ καὶ σεμνοῦ ἐπισκόπου, ἐγκατέλειψε τὰ γήινα καὶ πέταξε γιὰ τὸν οὐρανό. Στὸ ἄκουσμα τὸ θλιβερό του θανάτου του τὰ πλήθη τῶν πιστῶν προσέτρεξαν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη, γιὰ νὰ ἀποχαιρετήσουν τὸν πατέρα τους καὶ νὰ ἀσπασθοῦν γιὰ τελευταῖα φορὰ τὸ τίμιο λείψανό του. Τὴν ὥρα τοῦ ἀσπασμοῦ «τυφλοὶ ἀνέβλεπον, χωλοὶ περιεπάτουν καὶ δαίμονες ἔφευγον ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους». Οἱ μαθητὲς κήδευσαν τὸ ἅγιο σῶμα «ἐντίμως καὶ εὐλαβῶς πλησίον τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου».
Ἀργότερα ὁ σεβασμὸς τῶν χριστιανῶν πρὸς τὸν μεγάλο αὐτὸν Ἅγιο ἔστησε λίγο πέρα ἀπὸ τὸν τάφο του ἕνα μοναστήρι, τὸ ὁποῖο σήμερα δυστυχῶς δὲν ὑπάρχει. Μιὰ μικρὴ ἐκκλησία ὑφίσταται μονάχα ἀπὸ τὴν παλιὰ ἐκείνη δόξα, ποὺ διαλαλεῖ τὰ περασμένα μεγαλεῖα καὶ θυμίζει σὲ ὅσους τὴν ἐπισκέπτονται, μιὰ ἐποχὴ σκληρῶν ἀγώνων καὶ μαρτυρίων, γιὰ νὰ ἔχουμε ἐμεῖς σήμερα τὸ κεφάλι ψηλὰ καὶ νὰ καυχώμαστε γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ καταγωγή μας καὶ τὴν ὀρθόδοξη πίστη μας.
Η ΦΙΛΟΜΑΡΤΥΣ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΤΗΣ*
* Η διήγηση που ακολουθεί αναφέρεται στο Μαρτύριο του Αγίου Μάρτυρος Ουάρου και των συν αυτώ, όπως παραδίδεται στην Ελληνική Πατρολογία J. P. Migne, τόμος 115, στ. 1141-1160.
Α'
Ήταν την εποχή που ο τύραννος Μαξιμιανός1 εξέδωσε εκείνο το ανόσιο διάταγμα, που ίσχυε για όλη σχεδόν την οικουμένη και το έστειλε και σ' αυτούς που διοικούσαν την Αίγυπτο, σύμφωνα με το οποίο ή όλοι οι Χριστιανοί που βρίσκονταν εκεί θα γεύονταν τις ανόσιες θυσίες και με όρκο θα αρνούνταν την πίστη τους ή, αν δεν συμμορφώνονταν, θα θανατώνονταν με κάθε λογής τιμωρίες και βασανιστήρια.
Γι' αυτό το λόγο τότε πολλοί πιστοί συνελήφθησαν, από τους οποίους άλλοι υπέρ Χριστού ένδοξο θάνατο υπέμειναν και άλλοι ρίχτηκαν σε φυλακές και δεσμά και βασανίζονταν από την πείνα και τη δίψα.
Τότε λοιπόν κάποιος άνδρας, από τον κατάλογο των Αιγυπτίων στρατιωτών, που άξιζε πολύ για το Μαξιμιανό, πολύ και για το στράτευμά του και προκαλούσε μεγάλο φόβο στους εχθρούς, ονομαζόμενος Ούαρος, από επιφανή γενιά, που όλοι τον θαύμαζαν για τη δόξα του και ήταν ακουστός για την ανδρεία του, έμπαινε κρυφά κάθε νύχτα στο δεσμωτήριο και από τη μια φρόντιζε τους φυλακισμένους και από την άλλη τους παρακαλούσε να δέονται και γι' αυτόν να αγωνιστή μέχρι τέλους ισάξιο και ίδιο με κείνους αγώνα. Γιατί φοβόταν ακόμη να φανερώση την πίστη του, επειδή οι οπαδοί της ασέβειας έπνεαν φονική μανία κατά των ευσεβών, και όποιους Χριστιανούς συνελάμβαναν, άλλους στην πυρά, άλλους στη θάλασσα, άλλους σε άλλα βασανιστήρια και στο θάνατο ακόμα τους παρέδιδαν.
Β'
Όταν λοιπόν ανακοινώθηκε στον έπαρχο ότι οι υπηρέτες της ασέβειας συνέλαβαν και μερικούς από τους πιστούς που κατοικούσαν στην έρημο, χάρηκε για την είδηση και διατάζει να τους κλείσουν προς το παρόν στη φυλακή υπό αυστηρά φρούρηση και την επαύριο να ετοιμάσουν τα όργανα βασανισμού και να αρχίσουν να τους ανακρίνουν.
Μόλις λοιπόν το πράγμα έφτασε στ' αυτιά του μακάριου Ούαρου, αφού έδωσε χρήματα στους επικεφαλής της φρουράς, μπήκε νύχτα στη φυλακή και έλυσε από τα δεσμά τους αυτούς που είχαν συλληφθεί και ελευθέρωσε τα πόδια τους από το ξύλο, όπου τους είχαν δεμένους. Και αφού τους περιποιήθηκε και φρόντισε να φάνε, επειδή επί οκτώ ολόκληρες μέρες είχαν παραμείνει άσιτοι, έπεσε καταγής και τους παρακαλούσε λέγοντας:
› Σας παρακαλώ, γνήσιοι υπηρέτες του Χριστού, ικετεύσατε το Θεό για μένα να με αξιώση να συμμεριστώ κι εγώ τα ίδια δεινά με σας και να μου δώση καρτερία να τα υπομείνω. Γιατί κι εγώ είμαι δούλος του Χριστού και των αγίων του. αλλά οι πολλές και αυστηρές τιμωρίες και η σκληρότητα των δικαστών με αποτρέπουν να βγω μπροστά, αν και το θέλω, και μου προξενούν φόβο. Ευχηθείτε λοιπόν υπέρ εμού, άγιοι μάρτυρες, ευχηθείτε. Γιατί εσείς αύριο θα τελειώσετε τη ζωή σας εν Κυρίω.
Σ' αυτά τα λόγια οι άγιοι έδωσαν αυτή την απάντηση:
› Κανείς, αδελφέ Ούαρε, δεν μπορεί να θερίζη καλοπερνώντας, αν πρώτα δεν σπείρη με δάκρυα τους σπόρους στη χειμωνιά και δεν αναλάβη τους κόπους που απαιτούνται για τη σπορά. Το ίδιο κι ένας αθλητής δε στεφανώνεται αν δεν αγωνιστή σύμφωνα με τους κανόνες. Εμπρός λοιπόν, αδελφέ, ακολούθησε το δρόμο μας και γίνε τέλειος στρατιώτης του Χριστού. Γιατί εκείνος ο Ίδιος, για χάρη του οποίου αποδεχόμαστε τις τιμωρίες, μας συμπαρίσταται από ψηλά με φιλανθρωπία και αοράτως μας παρέχει μεγάλη βοήθεια.
Την ώρα που έλεγαν αυτά οι άγιοι, έρχονται κάποιοι στρατιώτες, που είχαν λάβει διαταγή να τους οδηγήσουν στον έπαρχο. Αυτοί, όταν αντίκρυσαν τον μακάριο Ούαρο γονατισμένο μπροστά στους μάρτυρες, σα να τα έχασαν μπροστά στο απροσδόκητο θέαμα και από την κατάπληξή τους, εκφράζοντας με λόγια φιλανθρωπίας τη γνώμη τους, του λένε:
› Τρελάθηκες, άνθρωπε; Δε φοβάσαι μήπως, αν μάθη ο ηγεμόνας αυτό που συνέβη, χάσης μαζί με το στρατιωτικό αξίωμα και τη ζωή σου;
Σ' αυτούς ο μακάριος απάντησε:
› Μακάρι να αναδειχθώ τέλειος Χριστιανός και συναγωνιστής και σύντροφος αυτών των αγίων. Γιατί η φιλία που έχομε με κάνει να σας έχω εμπιστοσύνη και για τίποτε να μη φοβούμαι απ' όσα λέγονται ή γίνονται εδώ.
Γ'
Μετά απ' αυτά τα λόγια οι στρατιώτες τους αγίους, που ήταν έξι τον αριθμό (γιατί ήταν μεν επτά όλοι κι όλοι, αλλά ο ένας πρόφθασε και ξεψύχησε στην έρημο), τους οδήγησαν αλυσοδεμένους στον ηγεμόνα.
Εκείνος ήταν καθισμένος σε υψηλό βήμα και περιστοιχιζόταν από πλήθος στρατιωτών, που κυριολεκτικά κρέμονταν από τα χείλη του και από τα νεύματά του. Διέταξε λοιπόν να γδύσουν τους αγίους και να τους οδηγήσουν μπροστά του και αμέσως τους ρωτούσε:
› Ποια είναι η γενιά σας και κάτω από ποιες συνθήκες ζήσατε; Πώς ονομάζεστε;
Και απαιτούσε να του απαντήσουν αμέσως. Είπε:
› Ορκίζομαι είπε στη δίκη που σας εποπτεύει και στη μεγάλη δύναμη των θεών, ότι εσάς, που ακόμα ζήτε, θα σας παραδώσω για τροφή στα θηρία και στα σκυλιά.
Τότε οι άγιοι, χωρίς καθόλου να φοβηθούν ούτε από την αλαζονεία της εξουσίας ούτε από τη σκληρότητα των λόγων, είπαν:
› Εμείς, δικαστά, δεν έχομε καμμιά πατρίδα πάνω στη γη, γιατί είμαστε ξένοι και παρεπίδημοι. Γιατί για τους Χριστιανούς αληθινή πατρίδα και πολιτεία έχει οικοδομηθή στους ουρανούς2. Πίστεψε ότι έτσι έχουν τα πράγματα για μας. Όσο για τις δικές σου απειλές, λίγο μας νοιάζει. και μάλλον ευχόμαστε να μη σταθή στα λόγια η απειλή σου, αλλά να φτάση και στα έργα. Γιατί έτσι και ο δικός μας πόθος για το Χριστό θα φανερωθή και εσύ ο ίδιος θα μάθης με βεβαιότητα ποια βοήθεια εκείνος μας δίνει.
Έτσι μίλησαν οι άγιοι και τότε ο τύραννος στράφηκε προς τους συνέδρους και είπε:
› Βλέπω ότι αυτοί οι δύσμοιροι έχουν μία και την αυτή σκέψη, σα να έχουν συμφωνήσει. Ας τους μαστιγώσουν λοιπόν κι ας τους χτυπήσουν με το παραπάνω.
Και ενώ τους χτυπούσαν δυνατά κι εκείνοι τίποτα δεν αποκρίνονταν, ο δικαστής έκανε μια επιπλέον ερώτηση λέγοντας:
› Πού είναι ο έβδομος από σας, που προπάντων καταζητείται;
Μόλις ειπώθηκε αυτό αμέσως πρόβαλε τρέχοντας από τον όχλο ο γενναιότατος Ούαρος, στάθηκε στο μέσον και λέει στον ηγεμόνα:
› Εκείνος προ πολλού έφυγε απ' αυτή τη ζωή, αλλά άφησε εμένα κληρονόμο στη θέση του. Αν λοιπόν εκείνος έχη κάποιο χρέος, εγώ ο ίδιος είμαι εδώ για να το πληρώσω.
Δ'
Άκουσε τα λόγια του ο ηγεμόνας και όλος κυριεύθηκε από οργή και λέει:
› Ποιος είν' αυτός και από ποια λεγεώνα; Το στρατιωτικό σώμα να απάντηση.
Κι εκείνος αποκρίθηκε:
› Είμαι από τη λεγεώνα των Τυάνων και μάλιστα από τους επιφανείς στρατιώτες.
Τότε ο ηγεμόνας κατάπληκτος απ' αυτό που άκουσε, είπε:
› Ποιος πονηρός δαίμονας σε έκανε να σπρώξης τον εαυτό σου σε κίνδυνο τόσο φανερό, ώστε και το ένδοξο στρατιωτικό σου αξίωμα και τη δωρεάν διατροφή που απορρέει απ' αυτό καθόλου να μην υπολογίσης και την ίδια τη ζωή σου να έκθεσης σε τέτοιο κίνδυνο;
Και ο μακάριος είπε:
› Τον άρτο που κατέρχεται εξ ουρανού και το θείο ποτήριο του τιμίου αίματος Χριστού του Κυρίου μου προτίμησα από τις δικές σου τιμές και στρατιωτικές επιχορηγήσεις, δόξα που παραμένει αιώνια σε αντίθεση με την παροδική, και ζωή που ποτέ δεν τελειώνει σε αντίθεση με τη φθαρτή και πρόσκαιρη.
Τότε ο δικαστής, δείχνοντας φανερά ταραγμένος, στράφηκε προς τους αγίους και με πολλή ταραχή και πικρία ψυχής είπε:
› Ας είναι μάρτυρας η δύναμη των μεγάλων θεών, πρώτους εσάς με βασανιστήρια θα θανατώσω, που μου στερήσατε τέτοιο στρατιώτη. γιατί αυτό πιθανώτατα είναι δικό σας έργο και κανενός άλλου.
Οι μάρτυρες πάλι, μη λαμβάνοντας καθόλου υπόψη τα λόγια του, είπαν:
› Περίμενε λίγο, δικαστά, και θα καταλάβης ποια είναι τα όπλα αυτής της στρατιάς. Γιατί οδηγήσαμε τον άνδρα στην ταξιαρχία των αγγέλων.
Μετά απ' αυτή την απάντηση ο έπαρχος από τη μια προσπαθούσε να πείση τους άνδρες να συγκατατεθούν στην ασέβεια και να προσφέρουν θυσία σε πράγματα μάταια, αφού κι ο ίδιος ήταν κενός και παράλογος, εκείνοι από την άλλη, χωρίς να δίνουν καμμιά προσοχή στα λόγια του, ανταπαντούσαν:
› Θεοί, που δεν εδημιούργησαν τον ουρανό και τη γη, να χαθούν.
Με τη σειρά του ο μακάριος Ούαρος, εξάπτοντας περισσότερο την οργή του δικαστή, έλεγε:
› Γιατί ενοχλείς τους αγίους λέγοντας πράγματα ανόητα και ανώφελα; "Γιατί, λέει η παροιμία, ο ανόητος ανόητα θα μιλήση". Ο μέγας Ησαΐας σου το λέει αυτό και όχι εγώ, και μάλιστα αφού δεν είσαι σε θέση ούτε να τους αντικρούσης ούτε καθόλου να προχωρήσης σε συζητήσεις μαζί τους;.
Ε'
Εκείνος, σαν άκουσε αυτά τα λόγια, δεν μπορούσε πια να κρατηθή, αλλά, έξαλλος από οργή που δυνάμωνε, διέταξε να κρεμάσουν επί ξύλου τον Ούαρο και απευθυνόμενος προς τους αγίους είπε:
› Αν νικηθώ από τη δική σας αντίσταση, θα απαρνηθώ με όρκο και τη λατρεία των θεών.
Τόσο καταλυτική δύναμη έχει η αλήθεια, που αποδεικνύει πολλές φορές πόσο αδύναμοι είναι εκείνοι που δεν μπορούν να αντέξουν την ελευθερία που πηγάζει απ' αυτήν. Αλλά, οι μάρτυρες του Χριστού είπαν:
› Δοκίμασε πάνω σ' αυτό τον αδελφό μας τί μπορείς να καταφέρης και αν δειχθής ανώτερός του, τότε ίσως, καθώς ελπίζεις, δεν θα αποτύχης και με μας.
Σ' αυτά τα λόγια ο δικαστής απάντησε απειλώντας τους αγίους με βαρύτατες ποινές και τον μάρτυρα διέταξε να τον οδηγήσουν στο ικρίωμα βασανισμού. Και σα να μη θεώρησε αυτή την τιμωρία αρκετή για να κάμψη ένα τέτοιο γενναίο φρόνημα και μια τέτοια ψυχική ετοιμότητα, διέταξε να τον τεντώσουν καταγής και να τον μαστιγώνουν άγρια με λουριά. έπειτα τέσσερις άνδρες τραβώντας τον να τον δέρνουν με μεγάλα ρόπαλα, μέχρι να τον εξαντλήσουν.
Ο αθλητής λοιπόν, που υπέφερε γενναία αυτά τα βασανιστήρια, στράφηκε προς τους αγίους και εις επήκοον όλων είπε:
› Ευλογήσατε το δούλο σας, άγιοι πατέρες, ευλογήσατε. Ευχηθείτε να με δυναμώση ο Κύριος και να με αναλάβη η δεξιά του. Γιατί ο ίδιος γνωρίζει την ανθρώπινη αδυναμία, αυτός που καταδέχθηκε να την ενδυθή, και είπε ότι. Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής.
Τότε οι άγιοι, αφού σήκωσαν τα μάτια στον ουρανό, είπαν:
› Ο Θεός, ο Θεός των δυνάμεων, θα σου στείλη δύναμη εξ ύψους και θα θέση επί της κεφαλής σου περικεφαλαία σωτηρίας και θα σε ενδύση με ιμάτιο εκδικήσεως. Το χέρι του θα σε υπερασπίση και ο βραχίονάς του θα σε ενισχύση και θα σου χαρίση λαμπρές νίκες κατά του εχθρού. "Εξεγείρου τοιγαρούν, εξεγείρου, ένδυσαι την ισχύν του βραχίονός σου" αντλώντας αυτό το δίδαγμα από τη θεία Γραφή και γνωρίζοντας ποιος μας βοηθάει από ψηλά και ποια αγαθά πρόκειται να απολαύσουν εκείνοι που προς χάρη του πρόθυμα διάλεξαν να υποφέρουν αυτά τα βάσανα.
Και ο μάρτυρας του Χριστού, παρόλο που με τόσα μέσα τον μαστίγωναν, σαν να αισθανόταν από ψηλά ένα χέρι να τον βοηθάη, με αγαλλίαση ψυχής είπε στους αγίους:
› Καμιά λύπη να μη διαπερνά την καρδιά σας εξ αιτίας μου. γιατί να, η προσευχή σας εισακούστηκε από το Θεό και έκανε υποφερτά τα σκληρά βασανιστήρια και τη λύπη μετέβαλε σε ψυχική άνεση, και μάλιστα τόσο, ώστε ούτε τα τραύματα να μην αισθάνομαι.
ΣΤ'
Μετά απ' αυτά ο τύραννος επιχειρούσε πάλι να τον μεταπείση και προσπαθούσε να δελεάση τον αθλητή να αρνηθή την πίστη του, υποσχόμενος αγαθά και κατηγορώντας όχι εκείνον, αλλά τους μάρτυρες του Χριστού ως υπεύθυνους για τα βασανιστήρια, που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε υποστεί. Μόλις όμως είδε ότι ο άγιος μάλλον τον περιγελούσε για την πανουργία και τα σοφίσματά του, άναψε ακόμη περισσότερο από οργή και διατάζει να κρεμάσουν και πάλι τον Ούαρο στο ξύλο του βασανισμού και με σιδερένια νύχια να τον ξεσκίζουν. Και ενώ, καθώς ξεσκιζόταν το σώμα του μάρτυρος, οι περισσότερες σάρκες του έπεφταν στη γη και από το αίμα που ανάβλυζε από το σώμα του βαφόταν κόκκινο το έδαφος, ο ενάρετος Ούαρος διατηρούσε την ηρεμία του, σαν να μην υπέφερε καθόλου, αλλά η ψυχή των αγίων υπέφερε φοβερά και τα σπλάγχνα τους σπαράσσονταν που έβλεπαν να βασανίζεται ο αδελφός τους. Γι' αυτό, μη υποφέροντας και τη σκληρότητα του δικαστού, είπαν:
› Γιατί δεν καταλαβαίνεις, αγριώτερε κι απ' αυτά τα θηρία, ότι ακόμα και οι πέτρες και το σίδερο θα λύγιζαν από τα τόσα χτυπήματα;
Εκείνος όμως ούτε μ' αυτά τα λόγια στάθηκε δυνατό να μαλακώση και σαν να έπαιρνε το πράγμα στ' αστεία, είπε:
› Ο Χριστός ο δικός σας, ας έρθη να τον βγάλη από τα χέρια μας
μη γνωρίζοντας ο ανόητος ότι το να μπορή να υποφέρη αυτά τα βασανιστήρια μεγαλόψυχα έδειχνε ότι Εκείνος (ο Χριστός) και παρών ήταν και τον ελευθέρωνε και του έδινε τη δρόσο του σα βάλσαμο για τις οδύνες του.
Ο μακάριος πάλι, ενώ του καταξέσχιζαν τις σάρκες, είπε:
› Δεν θα ήθελα να απαλλαγώ απ' αυτά τα βασανιστήρια που διαρκούν προσωρινά, και μακάρι ο Χριστός μου να με λυτρώση από εκείνα που διαρκούν αιώνια, ενώ εσένα και την αγριότητά σου θα καταδικάση όπως σου αξίζει.
Ζ'
Θέλοντας να εκδικηθή με έργα αυτά τα λόγια ο δικαστής διέταξε να μπήξουν τα ακονισμένα μαχαίρια στα σπλάγχνα του μάρτυρος λέγοντας: «Ας δη ο καταραμένος να χύνονται σα νερό μπροστά στα μάτια του τα σωθικά του». Αλλά τον μάρτυρα του Χριστού ούτε η πίκρα αυτού του βασανισμού πέτυχε να τον κάνη να υποχωρήση κάπως από την απόφασή του να υποφέρη για το Χριστό ούτε να ξεστομίση κάποιο λόγο ανάρμοστο σε γενναίο άνδρα ή από φόβο να δείξη ότι κάνει κάποια μικρή ή μεγαλύτερη υποχώρηση. Τουναντίον δυνάμωνε ο έρωτάς του για το Χριστό και απαντώντας στους ολοένα βαρύτερους βασανισμούς με βαρύτερες απαντήσεις έκανε το δικαστή να τον χτυπά.
Είπε:
› Εσύ βέβαια πονηρέ υπηρέτη των πονηρών δαιμόνων και μισάνθρωπε, που βίαια αντιτίθεσαι στους αγαθούς, ίσως μπορέσης να βγάλης έξω τα σπλάγχνα μου, δε θα καταφέρης όμως να αποσπάσης και να αφαιρέσης από την καρδιά μου την πίστη στο Χριστό.
Οι άγιοι πάλι, όταν αντίκρυσαν τα σπλάγχνα του μάρτυρος διαλυμένα και σκορπισμένα στο έδαφος, δάκρυσαν από αγάπη για το συνάνθρωπο και από μεγάλη συμπόνια και επικαλούνταν τη βοήθεια του Χριστού, υπέρ του οποίου εκείνος υπέφερε αυτά τα μαρτύρια. Σ' αυτούς όταν έριξε το βλέμμα ο δικαστής και είδε τα δάκρυα στα μάτια τους, σημάδι της αγάπης τους προς το συνάνθρωπο ή καλύτερα της αγάπης προς τον αδελφό, σα να γέμισε από κάποια ευχαρίστηση είπε δυνατά:
› Νικηθήκατε πέρα για πέρα, νικηθήκατε. Γιατί αν μπορούσε ο Θεός σας να σας χαρίση αυτή την αιώνια ζωή που φαντάζεστε, για ποιο λόγο θρηνείτε έτσι για το φίλο σας που έχει άσχημο τέλος;
Εκείνοι τότε του απάντησαν:
› Αυτή η σταγόνα των δακρύων φανερώνει τη φυσική συμπάθεια. Γιατί εμείς ποτέ με τη θέλησή μας δε θα κλάψουμε τον αδελφό που τελειώνει τη ζωή του με τέτοιο θάνατο. Τουναντίον μάλλον τον θεωρούμε αξιομακάριστο και αξιοζήλευτο για το τέλος του, γιατί με αυτό τον πρόσκαιρο βασανισμό απέκτησε την αιώνια βασιλεία. Δε θρηνούμε λοιπόν αυτόν, όπως είπαμε, αλλά μάλλον εσένα για την απώλεια και για όσες τρομερές ανταποδόσεις πρόκειται να κληρονομήσης. Γιατί του Χριστού νόμος είναι να κλαίμε και για σας τους εχθρούς μας, όπως θεσπίζει η αγάπη και η φιλανθρωπία.
Η'
Και ενώ ακόμη έλεγαν αυτά οι άγιοι, τους οδηγούσαν και πάλι στη φυλακή, μέχρις ότου ο δικαστής αποφασίση σε ποια βασανιστήρια θα τους παραδώση. Ο δε μακάριος Ούαρος παρέμενε κρεμασμένος πάνω στο ξύλο, σύμφωνα με τη διαταγή που είχε εκδοθεί να παραμένη μετέωρος μέχρι να παραδώση και την ψυχή του. Μόλις όμως είδε τους αγίους να τους οδηγούν δεμένους και με κουστωδία στη φυλακή, φώναξε με δυνατή φωνή:
› Σταθείτε γενναίοι, πατέρες μου, σταθείτε γενναίοι... Εγώ καθόλου δε λογαριάζω τις ποινές που μου επιβάλλουν, αλλά εμένα εμπιστευθείτε με στο Χριστό μου και Σωτήρα, και με ακλόνητη πεποίθηση θα πορευθώ σ' Εκείνον ασφαλισμένος με τις δικές σας προσευχές.
Αφού λοιπόν επί πέντε ώρες υπέμεινε γενναία το μαρτύριο, ειρηνικά παρέδωσε το πνεύμα στο Θεό που του το είχε εμφυσήσει. Οι βασανιστές του όμως ούτε τότε τον άφησαν ήσυχο, επειδή νόμιζαν ότι ακόμα ζει, αλλά, σαν τα κοράκια, τον βασάνιζαν και μετά το θάνατό του. Όταν όμως και αυτοί και ο τύραννος διέκριναν με βεβαιότητα ότι ο Ούαρος ήταν νεκρός, κατέβασαν το νεκρό και, αφού τον έσυραν δια μέσου της πόλεως, οι σκύλοι στα σκυλιά τον παρέδωσαν να τον κατασπαράξουν.
Ο Ούαρος λοιπόν τέτοιο και τόσο μακάριο τέλος είχε.
Την επόμενη μέρα ο μιαρός φονιάς, επειδή δεν κατάφερε να πείση τους μάρτυρες ενώπιον του δικαστηρίου, -γιατί ήθελε και έκανε το παν να φανή νικητής με το να μεταπείση αυτούς που ήταν τόσο σταθεροί-, μετά από πολλές και διάφορες τιμωρίες, τους καταδίκασε σε θάνατο δια ξίφους. Όταν λοιπόν οι μάρτυρες με χαρά και προθυμία έφτασαν στην τελείωση, κάποιοι Χριστιανοί σήκωσαν νύχτα κρυφά τα ιερά τους λείψανα και με σεμνή τελετή τα εναπέθεσαν σε επιφανή τόπο.
Θ'
Κατά την άθληση του μάρτυρος Ουάρου λοιπόν, κάποια γυναίκα, ονομαζόμενη Κλεοπάτρα, που καταγόταν από την Παλαιστίνη, και που είχε εναποθέσει στο Θεό μόνο την ελπίδα της, βρισκόταν κάπου εκεί κοντά και αντικρύζοντας τα βαριά εκείνα βασανιστήρια που υπέστη ο μάρτυρας εξ αιτίας της πίστης του στο Χριστό, υπέφερε κατάκαρδα και ένιωθε μεγάλη λύπη και καθώς επανέφερε στη μνήμη της το μαρτύριό του, παρακαλούσε το Θεό, αφιερώνοντας το χρόνο της σε νηστείες και προσευχές, να πληροφορηθή τί κληρονόμησε ο μάρτυρας στην άλλη ζωή.
Αυτή πήρε μαζί της το παιδί της, που ήταν μικρό, και μαζί με άλλους πήγε νύχτα στο μέρος όπου είχε ριφθεί το νεκρό σώμα του μάρτυρος. Το σήκωσε, το αρωμάτισε με πολύτιμα αρώματα, το έντυσε με λαμπρή φορεσιά και, επειδή έπνεε σφοδρός ο κλύδωνας της ασέβειας και τα δεινά απειλούσαν τη ζωή της, φοβούμενη να δείξη φανερά την ευσέβειά της, απέθεσε το νεκρό του μάρτυρος με σεβασμό κάτω από την κλίνη της, αφού μετέφερε όσο χώμα ήταν αρκετό για την πρόχειρη ταφή διατηρώντας με ευλάβεια αναμμένη ακοίμητη κανδήλα και απονέμοντάς του τιμή, όπως μπορούσε, με θυμιάματα.
Με την πάροδο του χρόνου, καθώς η ασέβεια των ειδωλολατρών υποχωρούσε, σκέφτηκε να αφήση την ξένη χώρα και να επιστρέψη στην πατρίδα της. Επειδή όμως δεν της επιτρεπόταν να μεταφέρη το νεκρό σώμα του μάρτυρος, αν δεν το δήλωνε προηγουμένως στον έπαρχο, αφού τακτοποίησε όπως έπρεπε όλες τις διατυπώσεις που σχετίζονταν με το νεκρό με τη βοήθεια κάποιου που συγκαταλεγόταν στους ρήτορες, προσέρχεται στο διοικητή της περιοχής, που κρυφά τον πλησίασε με χρήματα και τον παρακαλούσε να της επιτρέψη να κηδεύση το νεκρό. Και εξηγώντας ποιος είναι ο νεκρός και ποιος ο τρόπος του θανάτου του, έλεγε ότι ο άνδρας της, ο οποίος κατείχε τα πρωτεία στο στράτευμα έχοντας διακριθεί, αφού έστησε πολλές φορές λαμπρά και περιφανή τρόπαια κατά των εχθρών και καυχιόταν για τα πολλά του ανδραγαθήματα εναντίον τους, είχε φύγει απ' αυτή τη ζωή, χωρίς να αξιωθή να ταφή όπως του ταίριαζε. Είπε:
› Αυτού το σώμα εγώ σφοδρά επιθυμώ να το μεταφέρω στην πατρίδα.
Υποχωρεί λοιπόν ο διοικητής της επαρχίας στο αίτημά της και της επιτρέπει να κάνη αυτό που ζητούσε. Κι εκείνη το νεκρό του συζύγου της, ο οποίος είχε πολύ νωρίτερα αποβιώσει σε ξένη χώρα, παρέδωσε σε μνήμα μέσα στο οποίο έβαλε σκόνη.
Ι'
Τότε τον νεκρό του μάρτυρος τον σήκωσε, αφού και πάλι τον αρωμάτισε με μύρα και τον εστόλισε με λαμπρότερη φορεσιά και, για να μην καταστή δυνατό να το μάθη αυτό κανένας Χριστιανός, τον εναπέθεσε σε ένα περιτύλιγμα από μαλλί3 και τον έκρυψε εκεί, γιατί στην αρχή φοβόταν τη μανία των εθνικών, αργότερα όμως πολύ περισσότερο τη θέρμη των ευσεβών, οι οποίοι θεωρούσαν, όπως ήταν φυσικό, σπουδαιότατο έργο να σηκώνουν τα λείψανα εκείνων που μαρτύρησαν για το Χριστό και αμιλλώντο με το μεγαλύτερο ζήλο γύρω από αυτά, έφτασε στην Παλαιστίνη.
Όταν λοιπόν έφθασε εκεί, σε κάποια κώμη που βρισκόταν κοντά στο Θαβώρ και ονομαζόταν Έδρα ενταφιάζει το άγιο σώμα του μάρτυρος με όλες τις τιμές, και λαμπάδες ανάβοντας και καίοντας πολλά θυμιάματα.
Καθώς λοιπόν έβλεπε μεγάλο πλήθος ανθρώπων να προσέρχεται στη σωρό, γιατί αυτό ήδη είχε μαθευτεί παντού και όλους να σπεύσουν τους καλούσε η ευωδία των χαρισμάτων του, και όσοι κατατρύχονταν από κάποια βαριά ασθένεια ή όσοι βασανίζονταν από την ενέργεια πονηρού πνεύματος όλοι μόλις έφθαναν στη σωρό αμέσως απαλλάσσονταν από εκείνα που τους ενοχλούσαν, σχημάτισε τη γνώμη η φιλομάρτυς ότι έπρεπε να ανεγείρη και σεπτό ναό προς τιμήν του μάρτυρος. Επειδή λοιπόν είχε αφοσιωθεί στο να ανεγείρη το ναό με μεγάλη πολυτέλεια, επιθυμώντας να αποδώση μεγάλες τιμές στο μάρτυρα, -ποιες χάρες, ποια ώρα καλή της χαμογελούσε- ένιωσε να πλημμυρίζη από χαρά, γιατί η ψυχή χαίρεται όταν φροντίζη για κάτι καλό, από τη μια γιατί εκ φύσεως το αγαθό προξενεί χαρά σε όσους το εργάζονται, επειδή έχουν την καλή μαρτυρία της συνειδήσεως, από την άλλη επειδή ελπίζουν σε κάποια ανταπόδοση. Στέλνει λοιπόν χρήματα σ' αυτούς που είχαν την εξουσία ζητώντας τους να απονείμουν κάποια τιμητική διάκριση στο παιδί της. Πράγματι αμέσως της εστάλησαν βασιλικές επιστολές, που απένεμαν στο γιο της το αξίωμα που ζητούσε.
ΙΑ'
Εκείνη λοιπόν ανέβαλε προς το παρόν την τελετή απονομής, επειδή είχε επιδοθεί με μεγάλη επιμέλεια στην ανέγερση του ναού. Όταν όμως ο ναός, που είχε ανεγερθεί προς τιμήν του μάρτυρος, αποπερατώθηκε, συγκάλεσε όλους τους επισκόπους και πρεσβυτέρους της επαρχίας στα εγκαίνια του ναού. Συγκάλεσε επίσης και όσους από τους μοναχούς έλαμπαν με την ενάρετη ζωή τους και, αφού έβγαλε το ιερό σώμα του μάρτυρος από το φέρετρο, το απέθεσε με λαμπρότητα σε πολυτελή νεκρική κλίνη. Εκεί επάνω τοποθέτησε επίσης και τη χλαμύδα και τη ζώνη του αξιώματος την οποία επρόκειτο να φορέση το παιδί της, θέλοντας να ευλογηθούν πρώτα απ' όσους είχαν συγκεντρωθή εκεί και κατόπιν εκείνος και τα δύο να τα φορέση.
Έπειτα, αφού ανέπεμψε ολονύκτια δοξολογία μαζί με όλο το πλήθος, η ίδια και ο γιος της πλησίασαν πρώτοι το σώμα του μάρτυρος και μεταφέροντάς το το εναπέθεσαν με ιεροπρέπεια στο ιερό θυσιαστήριο του ναού. Και στη συνέχεια η φιλομάρτυς Κλεοπάτρα, ικετεύοντας με θέρμη και με δάκρυα, ζητούσε με πίστη από το μάρτυρα καθετί καλό για το παιδί της και για κείνη.
Μετά τη θεία λειτουργία, που τελέσθηκε με λαμπρότητα, φιλοξένησε όσους είχαν συγκεντρωθεί εκεί παραθέτοντας πλούσιο και λαμπρό τραπέζι και τα σχετικά με αυτή τη διακονία τα ανέλαβαν η ίδια και ο γιος της. Είχε μάλιστα δώσει εντολή η μητέρα στο παιδί να μη φάη και να μην πιη τίποτα πριν τελειώση η συνεστίαση.
Έτσι τελείωσε το δείπνο και η μέρα έφευγε πια, όμως αυτό που πρόκειται να λεχθή θα ταράξη και την ακοή και την ψυχή των ολιγοψύχων, αλλά και θα κινήση σε δοξολογία τη γλώσσα εκείνων, που όσο είναι εφικτό γνωρίζουν τον τρόπο που ενεργεί ο Θεός και τη θαυμαστή πρόνοια της μεγάλης του σοφίας, και θα αποδεχθούν το γεγονός, λόγω της ωφέλειας που προέκυψε από αυτό.
Όταν λοιπόν έφθασε το βράδυ, το παιδί, κατάκοπο, ξάπλωσε στο κρεβάτι του. η μητέρα του όμως, αφού το φίλησε τρυφερά στα μάτια, του έλεγε:
› Σήκω, παιδί μου και έλα να φας με τη μητέρα σου. Γιατί πώς θα κοιμηθής καλά, κουρασμένος και νηστικός;
Αλλά εκείνος, επειδή είχε υψηλό και οξύ πυρετό δεν μπορούσε ούτε να απαντήση στη μητέρα του. Τότε εκείνη είπε:
› Αλήθεια, εγώ δεν θα γευθώ τροφή ή κάτι άλλο, αν προηγουμένως δεν δω πώς θα εξελίχθη η κατάσταση του παιδιού μου.
Καθόταν λοιπόν άυπνη δίπλα - στο παιδί και δροσίζοντας όσο ήταν δυνατόν τη φλόγα της αρρώστιας ή μάλλον ανάβοντας περισσότερο τη φωτιά στα σπλάχνα της, κατά τα μεσάνυχτα, (ποιες είναι οι βουλές του Υψίστου!) βλέπει το γιο της, νικημένο από την αρρώστια, να κείτεται νεκρός, άφωνος και άπνους.
IB'
Μόλις λοιπόν συνειδητοποίησε αυτό το πικρό γεγονός, στην αρχή πέφτει στη γη από τον ίλιγγο που ένιωσε και έχασε τη φωνή της, γιατί η ξαφνική λύπη είχε δέσει τη γλώσσα της. Έπειτα, όταν λιγάκι συνήλθε και λίγο ανένηψε, σηκώνοντας στους ώμους το νεκρό σώμα του παιδιού της, έρχεται στο ναό που έχτισε προς τιμήν του μάρτυρος, και φέροντάς το στο ιερό θυσιαστήριο το αποθέτει εκεί και τραβώντας τα μαλλιά της θρηνούσε λέγοντας στο γιο της:
› Έχασα, γιε μου, την ελπίδα που είχα σε σένα. αλλοίμονο, παιδί μου, αλλοίμονο, λουλούδι μου, που μαράθηκες τόσο αξιοθρήνητα πριν την ώρα σου! Αλλοίμονο! γιατί βλέπω το τέλος σου εγώ, που είχα την ελπίδα να γηροκομηθώ από σένα. Έτσι μου ανταποδίδεις, πολυαγαπημένε μου, όσα έκανα για να σε αναθρέψω; Τέτοιους καρπούς ήλπιζα να δρέψω η δύστυχη; Με ποιο στόμα, με ποια γλώσσα θα μιλήσω για σένα, με ποια μάτια θα σε κλάψω; Μακάρι να είχα δει το δικό μου θάνατο αντί για το δικό σου και να με είχαν θάψει τα αγαπημένα χέρια του παιδιού μου. Μακάρι εγώ η ίδια να κειτόμουν νεκρή και μετά το θάνατό μου να με τιμούσες με τις προόδους σου. Γιατί έτσι εγώ θα ήμουν ευτυχισμένη. Έτσι βέβαια και σε μένα θα εύρισκε εφαρμογή αυτό που πατροπαράδοτα ισχύει.
ΙΓ'
Έτσι έλεγε και προσπέφτοντας πάλι στέναζε και συνομιλούσε με το σώμα του μάρτυρος, σα να ήταν ακόμη ζωντανό:
› Ποια τόσο μεγάλη αδικία κάναμε, μάρτυρα του Χριστού, ώστε να πέσωμε σε τέτοια πικρή συμφορά; Δεν άφησα τον άνδρα μου σε ξένη χώρα και δεν προτίμησα την εκφορά του δικού σου σώματος; Δεν σου έχτισα ναό εκ θεμελίων; Δεν πρόσφερα, αν μη τί άλλο, την προαίρεση της ψυχής μου; Τί τα ήθελα αυτά; Τί το καλό ζητούσα προσφέροντάς τα, αν όχι τη σωτηρία του παιδιού μου; Όχι να παραμείνη κοντά σ' αυτή που τον γέννησε μέχρι τα βαθιά γεράματα; Αλλοίμονο, πόσο γελάστηκα στις ελπίδες μου, τί περίμενα και τί είδα! Αλλά, μάρτυρα του Χριστού, ή δώσε μου πίσω το γιό μου, όπως ο Ελισσαίος στη Σωμανίτιδα, ή μη μου αρνηθής το θάνατο που θα με λυτρώση, αλλά κάνε εγώ που τόσο κακότυχα γέννησα και ανάθρεψα ένα γιό, μαζί του να αναχωρήσω για την άλλη ζωή.
Στο διάστημα που η Κλεοπάτρα πικρά έκλαιγε το γιο της και έκανε τους παρευρισκομένους να τη σπλαγχνίζονται για το κακό που τη βρήκε και να θαυμάζουν την άβυσσο των βουλών του Υψίστου, χωρίς να το καταλάβη την πήρε για λίγο ο ύπνος και αναμφίβολα της εμφανίστηκε ο γιος της μαζί με τον μάρτυρα. Δηλαδή της φαινόταν ότι έβλεπε τον αθλητή να στέκεται και να έχη στην αγκαλιά του σαν δικό του γιο το γιο της, η περιβολή δε και των δύο ήταν υπερκόσμια και λαμπρότατη και τα κεφάλια τους τα στόλιζαν ωραιότατα στεφάνια. Και τα στεφάνια θα έλεγες ότι είχαν θεϊκή ομορφιά και απερίγραπτη με λόγια ωραιότητα.
ΙΔ'
Φαινόταν λοιπόν ο μάρτυς να λέη:
› Γιατί δεν χαίρεσαι, γυναίκα, αλλά την καρδιά σου κατατάραξε φοβερή λύπη; Μήπως λοιπόν είμαι τόσο αγνώμονας εγώ και τίποτα απ' όσα έκανες δεν καταλαβαίνω ή δεν ανταπέδωσα λαμπρότατα τις τιμές; Δε βλέπεις ποια δόξα έχει αξιωθεί ο γιος σου; Ποια χάρη λάμπει ολόγυρά του; Γιατί λοιπόν δεν αφήνεις αυτή τη λύπη και δεν περνάς στη γαλήνη; Αλλ' αν σου φαίνεται απαραίτητο, ας πλησίαση ακόμα περισσότερο ο γιος σου και κοίταξέ τον προσεκτικά για να μάθης και συ από μόνη σου σε ποια κατάσταση βρίσκεται.
Έτσι είπε και έμοιαζε να φωνάζη το παιδί λέγοντας:
› Πλησίασε, παιδί μου, στη μητέρα σου, ώστε να δη σε ποια κατάσταση βρίσκεσαι και να παρηγορήσης τα πολλά δάκρυά της.
Αλλά το παιδί περισσότερο κρεμόταν από το μάρτυρα, μη θέλοντας καθόλου να τον αφήση ούτε να πάη στη μητέρα του. Αλλά έλεγε προβάλλοντας αντίσταση:
› Φύγε, μητέρα, φύγε και πήγαινε στο σπίτι σου και μην παραδίδεσαι σ' αυτούς τους θρήνους. Γιατί θεωρώ εξίσου παράλογο να προτιμήση κανείς το θάνατο από τη ζωή και τη λύπη από την ατέρμονη ευδαιμονία, με το να προτιμήση την πρόσκαιρη ζωή από την αιώνια.
Όταν άκουσε η μητέρα αυτά τα λόγια από το παιδί της, σα να σταμάτησε το θρήνο και θερμά παρακαλούσε το μάρτυρα να την παραλάβη και εκείνη μαζί με το παιδί της, ώστε να παρηγορηθή με εκείνα που έβλεπε. Αλλ' εκείνος την προέτρεπε ν' ακολουθήση μάλλον την οδό που οδηγεί στη σωτηρία και τέλος, αφού την ευλόγησε, αναχωρούσαν μαζί με το παιδί της στη δική τους κατοικία, μέχρι που χάθηκαν από τα μάτια της.
ΙΕ'
Εκείνη, λοιπόν, αμέσως μόλις ξύπνησε και επανέφερε στο νου της ποια ψυχική αγαλλίαση ένιωσε κατά την παρουσία του μάρτυρος και του παιδιού της, άρχισε να τα διηγήται με την πιο μεγάλη ευχαρίστηση στους παρόντες. και οι ψυχές όλων γέμισαν από θαυμασμό για τα θαυμαστά που διηγόταν. Έπειτα εκείνη η μακαρία, αφού αρωμάτισε το περιπόθητο εκείνο σωματάκι του παιδιού της και το έντυσε λαμπρά, το απέθεσε δίπλα στο μάρτυρα και μαζί με τα συγγενικά και τα ιδιαίτερα φιλικά της πρόσωπα ανέπεμψε ολονύκτια ευχαριστία. Κατόπιν, αφού φρόντισε να τελεσθή και η μυστική θυσία όπως έπρεπε, προσκάλεσε σε λαμπρό δείπνο αυτούς που πήραν μέρος μαζί της στην ιερή υμνολογία. Έπειτα, αφού αποχαιρέτησε την κοσμική ζωή, σε θησαυροφυλάκια που δεν λεηλατούνται -εννοώ τους πεινασμένους- κατέθεσε όλο τον πλούτο της και αφού φόρεσε απέριττο χιτώνα, διακονούσε στον τάφο του μάρτυρος. Και ζούσε κατά τέτοιο τρόπο, με νηστείες και προσευχές, και τόσο εκάθαρε τον έσω άνθρωπο, ώστε κάθε Κυριακή να της εμφανίζεται ο μάρτυρας μαζί με το γιο της, με την ίδια περιβολή, με την οποία της είχε εμφανισθεί και παλαιότερα, παρηγορώντας τον πόνο της.
Το έβδομο έτος αφ' ότου άρχισε η αλλαγή της ζωής της προς το καλύτερο, όταν πια ήταν πλήρης ημερών του Πνεύματος, εν ειρήνη παρέδωσε το πνεύμα της στο Θεό της ειρήνης, έχοντας αφήσει παραγγελία το σώμα της να ταφή κοντά στο γιο της, ώστε αυτοί που κατοικούσαν στο ίδιο σπίτι, στο ίδιο μνήμα και να ενταφιαστούν και ούτε η σκόνη τους να χωρισθή.
Είθε ο Θεός να δώση και σ' εμάς μαζί μ' αυτούς να πάρομε μέρος στη σωτηρία και να δούμε τη χώρα των ζώντων, γιατί σ' Αυτόν οφείλεται όλη η δόξα και η τιμή και η προσκύνηση τώρα και πάντοτε και στους αιώνας των αιώνων, ΑΜΗΝ.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Μαξιμιανός Μάρκος-Αυρήλιος-Βαλέριος, επιλεγόμενος Ηρακλής, 250-310 μ.Χ. Συνάρχων του Διοκλητιανού. Το 285 μ. Χ. ανακηρύχθηκε αυτοκράτωρ. Το κράτος του περιελάμβανε την Αφρική, την Ισπανία και την Ιταλία, με πρωτεύουσα τα Μεδιόλανα. Υπήρξε άγριος διώκτης του Χριστιανισμού.
2. Εβρ. 13, 14. «ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν».
3. Η λατινική μετάφραση μεταφράζει το "εν τύλη ερέας" "in arca oleagina", σε κιβώτιο από ξύλο ελιάς.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῶν Μαρτύρων ζηλώσας τὰ κατορθώματα, μαρτυρικῶς ἠγωνίσω ὑπὲρ τῆς δόξης Χριστοῦ, καὶ καθεῖλες τὸν ἐχθρὸν παμμάκαρ Οὔαρε· ἐν γὰρ ἰκρίῳ προσδεθείς, πρὸς τῷ ξύλῳ τῆς ζωῆς, νομίμως ἀποκατέστης, πρεσβευτικῇ χορηγίᾳ, καταφαιδρύνων τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὸν Σταυρὸν ὡς θώρακα, ἐνδεδυμένος παμμάκαρ, τῶν τυράννων ἤμβλυνας, τὰς πονηρὰς μεθοδείας· ἤνεγκας, τὰς ἀνυποίστους σαρκὸς βασάνους· ἤνυσας, τοὺς θείους ἄθλους γενναιοφρόνως· διὰ τοῦτο ἐκοσμήθης, θείῳ στεφάνῳ θεόθεν Οὔαρε.
Μεγαλυνάριον.
Σύμμορφος ἐγένου τοῖς Ἀθληταῖς, Οὔαρε τρισμάκαρ, ἀριστεύσας περιφανῶς· ὅθεν οὐρανίων, ἀξιωθεὶς χαρίτων, ὑπέρμαχος γνωρίζῃ, τοῖς σὲ γεραίρουσι.
Πηγή: Ιερό Ησυχαστήριο Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Νεκρός για τον κόσμος Blog
ΣHMEPΑ, αγαπητοί μου, 18 Oκτωβρίου,η αγία μας Eκκλησία, η ορθόδοξος Eκκλησία, εορτάζει τη μνήμη του αγίου Λουκά. Αλλά ποιός είναι ο άγιος Λουκάς;
O άγιος Ισίδωρος ήταν έγγαμος ιερέας ο οποίος μαρτύρησε με τα δυο του παιδιά, Γεώργιο και Ειρήνη, κατά τις πρώτες επιδρομές των Τούρκων, πριν καταλάβουν οριστικά τη Μεγαλόνησο το 1669. Ήταν Ιερέας στο χωριό Βαλής Μεσσαράς (νότιο μέρος Ν. Ηρακλείου). Αποκαλύφθηκε με τρόπο θαυμαστό, το 1956.
Την Άνοιξη του 1956, ο Βαφο-Δημήτρης (Φραγκιαδάκης Δημήτριος του Γεωργίου) μπακάλης και ιεροψάλτης του χωριού είδε στον ύπνο του ένα παπά να του λέει να πάει και να σκάψει στον περίβολο του παλιού δημοτικού σχολείου σε ένα συγκεκριμένο μέρος και να τον «βγάλει» από εκεί. Του είπε δε ότι ήταν παπάς και τον έσφαξαν οι Σαρακηνοί μαζί με τα δυο παιδιά του, την Ειρήνη και το Γεώργιο. Ο Βαφο-Δημήτρης τον ρώτησε πως τον λένε και πήρε την απάντηση παπα-Τσιτέρη.
Το όνομα ο Βαφο-Δημήτρης το έγραψε σε μια κούτα παπούτσια (ελβιέλες) και κοιμήθηκε ξανά. Σε λίγο ήρθε πάλι ο παπάς και του είπε «ξύπνα να κάνεις αυτό που σου είπα». Πήγε πράγματι στο σημείο που του υποδείχτηκε και έσκαψε, και βρήκε ένα τάφο με τρεις σκελετούς, ενός ενήλικα και δύο παιδικούς:
«Σύμφωνα μέ τίς μαρτυρίες ὁ Ἱερέας Ἰσίδωρος, μέ τά κατά σάρκα τέκνα του μαρτύρησαν ἀπό τούς ὀθωμανούς, ἐντός τοῦ Ἱ. Ναοῦ ὅπου τελοῦσε τήν Θ. Λειτουργία. Τούς ἔκοψαν τά κεφάλια τά πέταξαν καί ἀφοῦ τά περισυνέλεξαν εὐλαβεῖς χριστιανοί τά ἐνταφίασαν παρά τούς πόδας τῶν σωμάτων τῶν μαρτύρων, ὅπως ἀκριβῶς βρέθηκαν κατά τήν ἡμέρα τῆς ἐκταφῆς τους. Σήμερα ὑπάρχει μέρος τῶν ἱ. Λειψάνων, ἀφοῦ μιά ἀσεβής μοναχή ἔκλεψε τό μεγαλύτερο μέρος τους.»
Η θαυμαστή αποκάλυψη τους θυμίζει τη φανέρωση των αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης της Λέσβου. Προς τιμή του μάρτυρος «Τσιτέριου» ανεγέρθηκε από τους Βαλιανούς ναός τον Σεπτέμβρη του 2003 στο όνομα «Αγ. Ισίδωρος ο νεομάρτυρας», κατά προτροπή του οικείου μητροπολίτη. Σήμερα υπάρχει μέρος των Ιερών Λειψάνων, αφού μιά ασεβής μοναχή έκλεψε το μεγαλύτερο μέρος τους.
Η μνήμη του Αγ. Ισιδώρου και των τέκνων αυτού καθιερώθηκε να εορτάζεται στις 18 Οκτωβρίου.
Πηγή: (Μηνιαίο Περιοδικό του Ιερού Ναού Αγίων Ισιδώρων Λυκαβηττού, Οκτώβριος 2013, Έτος Θ' - Τεύχος 138), Ιερός Ναός Αγίων Ισιδώρων Λυκαβηττού, Ιερά Μητρόπολις Γορτύνης και Αρκαδίας
Ο τολμηρός και ελεύθερος στο φρόνημα και το λόγο Οσιομάρτυρας Ανδρέας, καταγόταν από την Κρήτη και έζησε τον 8ο αιώνα μ.Χ. επί αυτοκράτορας Κωνσταντίνου Ε' του Κοπρώνυμου.
Όταν αυτός ξεκίνησε διωγμό κατά των αγίων εικόνων, ο Ανδρέας πληροφορήθηκε τα έκτροπα που γίνονταν εναντίον εκείνων που τις προσκυνούσαν, γι' αυτό άφησε την Κρήτη και πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Και όταν είδε από κοντά τη βία κατά των ορθοδόξων, αισθάνθηκε την ανάγκη από Ιερή αγανάκτηση να ελέγξει τον ίδιο τον αυτοκράτορα.
Και η ευκαιρία του δόθηκε όταν ο Κωνσταντίνος ο Ε' βγήκε από το παλάτι, στην επιστροφή ο Ανδρέας παραφύλαξε και με θάρρος τον πλησίασε και τον ρώτησε:
› ἄρα χριστιανὸς εἰ, βασιλεῦ;
Ο Κωνσταντίνος έμεινε εμβρόντητος στην αρχή. Αλλά έπειτα εξοργισμένος διέταξε να τον συλλάβουν. Η διαταγή εκτελέστηκε και μάλιστα ένας από τους υπασπιστές κτύπησε τον Ανδρέα και συγχρόνως τον ρώτησε:
›οὕτως ἐδιδάχθης ἀτιμάζειν τὸν βασιλέα;
Και ο Ανδρέας του απάντησε με τον εξής αθάνατο λόγο:
› οὐδείς ἁμαρτάνει βασιλέα ἐλέγχων παρανομοῦντα.
Θυμωμένος τότε ακόμα περισσότερο ο βασιλιάς, διέταξε και μαστίγωσαν άγρια τον Ανδρέα. Έπειτα τον παρέδωσαν σε όχλο εικονομάχων, που τον έσυραν επάνω σε κοφτερές πέτρες. Κατόπιν κάποιος αγροίκος ψαράς με κοφτερό τσεκούρι, έκοψε το πόδι του αγίου και έτσι μετά από λίγο πέθανε.
Το λείψανό του το έριξαν σε ακάθαρτο τόπο, αλλά ορθόδοξα χέρια το πήραν νύκτα και το έθαψαν ευλαβικά σε τόπο ονομαζόμενο «τῆς Κρίσεως».
Η μνήμη του Αγίου Ανδρέα επαναλαμβάνεται και την 21η Οκτωβρίου, μετά των Άγιων Στεφάνου, Παύλου και Πέτρου.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀσκητικῶς προγυμνασθεῖς ἐν τῷ ὄρει, τᾶς νοητᾶς τῶν δυσμενῶν παρατάξεις, τὴ πανοπλία ὤλεσας παμμάκαρ τοῦ Σταυροῦ, αὔθις δὲ πρὸς ἄθλησιν, ἀνδρικῶς ἀπεδύσω, κτείνας τὸν Κοπρώνυμον, τῷ τῆς πίστεως ξίφει, καὶ δι' ἀμφοὶν ἐστέφθης ἐκ Θεοῦ, Ὁσιομάρτυς, Ἀνδρέα ἀοίδιμε.
Κοντάκιον Ἦχος γ’ . Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, ἡ Βασιλεύουσα πόλις, ἑορτὴν ὑπέρλαμπρον, τῆς φωτοφόρου σου Μνήμης, ἅπασαν προσκαλουμένη πόλιν καὶ χώραν· χαίρει γάρ, ὡς κτησαμένη θησαυρόν μέγαν, τὸ πολύαθλόν σου σῶμα, Ἀνδρέα Μάρτυς, ὀρθοδοξίας φωστήρ.
Ὁ Οἶκος
Ἀντὶ ὅπλων, σταυρὸν ἀράμενος πανένδοξε, ἀντὶ θώρακος δέ, τὴν πίστιν ἐνδυσάμενος, πρὸς πάλην ἐξῆλθες ἐχθρῶν ἀοράτων καὶ ὁρωμένων, Μάρτυς, αὐτόκλητος, καὶ τούτων κατέβαλες τὰς παρατάξεις σθένει τοῦ Πνεύματος· οὗ ἐμφορηθεὶς πλουσίως Ὅσιε, κἀμοὶ παράσχου βραχεῖαν χάριν, φωταγωγοῦσάν μου τὸν νοῦν, ἀξίως τοῦ ὑμνῆσαί σου τοὺς γενναίους ἀγῶνας, ὀρθοδοξίας φωστήρ.
Πηγή: Προσκυνητής, Ορθόδοξος Συναξαριστής
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Τι είναι ο προφήτης; Ο προφήτης δεν είναι μόνο ένας άνθρωπος με φωτισμένες θρησκευτικές ιδέες πολύ ανώτερες της εποχής του, αλλά πραγματική θρησκευτική προσωπικότητα, ολοκληρωμένος άνθρωπος, διότι ελέγχει βασιλείς και λαό, συγκλονίζεται ολόκληρος, ζει και αποθνήσκει αφοσιωμένος στις πεποιθήσεις του.
Οι προφήτες δεν ωφέλησαν μόνο τους ανθρώπους της εποχής τους, αλλά στερέωσαν την πίστη των πιστών όλων των αιώνων διά των προφητειών περί Χριστού-Μεσσία. Τελικά ο προφήτης αποτελεί την αφρόκρεμα του κόσμου.
Οι δώδεκα μικροί προφήτες λέγονται «μικροί» όχι γιατί στερούνται κάτι έναντι των άλλων τεσσάρων «μεγάλων» προφητών, Ησαΐα, Ιερεμία, Ιεζεκιήλ, Δανιήλ, αλλά διότι τα συγγράμματά τους είναι μικρότερα σε έκταση.
811-727 π.Χ ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΩΣΗΕ
Ωσηέ σημαίνει σωτηρία. Για τη ζωή του προφήτη γνωρίζουμε ό,τι περιέχει το βιβλίο του. κατ’ εντολή του Θεού έλαβε για σύζυγό του την Γομέρ. Τούτην την ονομάζει «γυναίκα πορνείας» όχι μόνο χάριν των σαρκικών της ροπών, αλλά κυρίως βάση των ηθικών της καταβολών. Αργότερα αυτή έγινε όντως πόρνη. Μ’ αυτή τη γυναίκα απόκτησε τρία παιδιά. Μετά την απόκτηση του τρίτου τους παιδιού ο προφήτης την απόπεμψε εξαιτίας της πορνείας της. Λίγο όμως αργότερα ο Θεός και πάλι δίνει εντολή να την λάβει εκ νέου πίσω.
Η σχέση του Ωσηέ με την γυναίκα του εικονίζει την σχέση του Θεού με το Ισραήλ. Όπως δηλαδή ο προφήτης προδόθηκε πάλιν και πολλάκις από την πορνεία και ακολασία της γυναίκας του, έτσι και ο Θεός συγχωρούσε τα ειδωλολατρικά παραπτώματα του ισραηλιτικού λαού τα οποία αντιστοιχούν σε πνευματική πορνεία. Μέχρι πότε όμως;
Ο Προφήτης έζησε τον 8ο αιώνα π.Χ. η δράση του διήρκησε 25 χρόνια, προηγήθηκε του Ησαΐα και ακολούθησε τη δράση του Αμώς. Συνεπώς η δράση του χρονολογείται από το 743-718 π.Χ. Η μνήμη του εορτάζεται από την Εκκλησία μας την 17η Οκτωβρίου.
Κεφάλαιο πρώτο
Ο Θεός διατάσσει τον προφήτη του να παντρευτεί γυναίκα πόρνη. Δύο γνώμες υπάρχου περί αυτού: α) Ότι ο γάμος δεν ήταν πραγματικό γεγονός, αλλά ότι πρόκειται περί οράματος.Αυτό το αιτιολογούν λέγοντας ότι είναι αδύνατο ο Θεός να διατάξει τον προφήτη του να παρανομήσει. β) Ο γάμος είναι πραγματικός και έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα. Προτιμότερη είναι η δεύτερη γνώμη, την οποία αποδέχονται οι Ειρηναίος, Αυγουστίνος, Αμβρόσιος, Θεοδώρητος, Κύριλλος Αλεξανδρείας.
Αν ήταν αλληγορικός ο γάμος και όχι πραγματικός ποια εντύπωση θα προκαλούσε στους Ιουδαίους; Καμία. Άλλωστε ο προφήτης δεν αμάρτησε, εκτέλεσε τις προσταγές του Θεού. Αυτό είναι αμαρτία;
Η Γόμερ είναι πιθανό να ήταν ήδη πόρνη πριν συζευχθεί με τον προφήτη. Ίσως να είχε και αποκτήσει και άλλα τέκνα από τις εφάμαρτες συνευρέσεις της. Ίσως ακόμη και τα παιδιά που απόκτησε τον καιρό του γάμου της με τον Ωσηέ να ήταν καρποί παράνομων συνευρέσεων και γι’ αυτό ο προφήτης τα αποκαλεί «τέκνα πορνείας». Υπάρχει όμως και η πιθανότητα τα παιδιά αυτά να ήταν όντω παιδιά του Ωσηέ, τα ονομάζει όμως έτσι, εξαιτίας της στενής τους σχέσης με την πόρνη μητέρα τους.
Το πρώτο τέκνο ήταν αγόρι το οποίο ονόμασε Ιεσράελ. Η Ιεσράελ ήταν μία κοιλάδα στην οποία οι ισραηλίτες ντροπιάστηκαν και ταπεινώθηκαν. Βλέπε Βασιλ. ΙΙΙ 21,1 και Βασιλ. ΙV 9,30-37. Κατ’ αυτή την έννοια και ο ισραηλιτικός λαός δεν ήταν άξιος να φέρει το τιμητικό όνομα Ισραήλ, αλλά το απαισίου μνήμης Ιεσράελ.
Το δεύτερο τέκνο ήταν κορίτσι, την οποία ονόμασε «ουκ ηλεημένη» . Ο Απόστολος Παύλος μεταφράζει λίαν επιτυχώς «ουκ ηγαπημένη» (Ρωμ. 9,6). Θα παύσει δηλαδή ο Θεός την αγάπη Του προς το ισραηλιτικό έθνος. Για πολλά χρόνια ο Θεός φάνηκε ελεήμων και μακρόθυμος προς το Ισραήλ. Θα έρθει όμως η στιγμή που η υπομονή Του θα εξαντληθεί… (αυτή είναι ερμηνεία κατά την οποία καταλογίζονται στον Θεό ανθρωποπαθή στοιχεία. Στην πραγματικότητα η υπομονή του Θεού είναι ανεξάντλητη όπως και η αγάπη Του).
Το τρίτο τέκνο ήταν και πάλι αγόρι και το ονόμασε «ουκ λαός μου» . Ο Θεός πλέον αρνείται τον Ισραήλ για λαό Του. Εδώ έχουμε πλήρη ρήξη της εν Σινά Διαθήκης.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι το 1ο τέκνο συμβολίζει την Θεία οργή, το 2ο την παύση της Θείας αγάπης και το 3ο την αποστροφή και την ρήξη.
Μετά την γέννηση του τρίτου παιδιού, η Γομέρ εγκατέλειψε τον σύζυγό της και έγινε φανερή πόρνη.
Κεφάλαιο δεύτερο
Οι Ιουδαίοι και οι Ισραηλίτες και πάλι θα ενωθούν. Πότε και πως; Οι κατά σάρκα και οι κατά πνεύμα ισραηλίτες θα αποτελέσουν έναν λαό ενωμένο που το πλήθος του θα είναι τόσο μεγάλο όσο η άμμος της θαλάσσης. Αυτή ακριβώς είναι η μεσσιανική υπόσχεση η ο ποία δόθηκε από τον Θεό στον Αβραάμ.
Οι κατά πνεύμα αυτοί ισραηλίτες θα ονομαστούν «Υιοί του Ζώντος Θεού». Αυτό το όνομα ασφαλώς είναι ασυγκρίτως πιο τρυφερό και ανώτερο από το προηγούμενο όνομα Ισραήλ.
Αυτή η νέα κατάσταση των πραγμάτων θα μεταβάλλει την «ουκ ηλεημένη» σε ηλεημένη, τον «ουκ λαό μου» σε λαό μου. Πρόκειται για μια νέα Διαθήκη που θα συνάψει ο Θεός με το Νέο Ισραήλ δηλαδή τον χριστιανισμό. Η Διαθήκη αυτή θα είναι πνευματική και αδιατάραχτη εις τους αιώνας. Όσοι όμως παραμείνουν πεισματικά ενωμένοι με την πορνεία της ειδωλολατρίας θα τιμωρηθούν.
Κεφάλαιο τρίτο
Λέει ο Θεός στον προφήτη.
› Αγάπησε και πάλι τη γυναίκα σου. Δέξου την παρά την πορνεία της.
Ο Θεός την εξαγόρασε για χάρη του προφήτη, την «πλήρωσε» για να μην έχει οικονομικά κίνητρα ώστε να ψάχνει για νέους εραστές! «Εμίσθωσα αυτήν» . Εάν η Γόμερ τηρήσει την συμφωνία της αμοιβής της και δεν αναζητήσει άλλους εραστές επί μακρού καιρού, τότε ο προφήτης θα την δέχονταν και πάλι πίσω ως νόμιμη σύζυγό του.
Να η μακροθυμία του Κυρίου σε όλο το μεγαλείο της! Ο Χριστός διά του σταυρικού θανάτου Του πλήρωσε για τις αμαρτίες της ανθρωπότητας, δεν ντράπηκε να ονομαστεί «Υιός ανθρώπου» αν και ήταν ο παντοκράτωρ Θεός. Κατ’ αναλογία και ο προφήτης τώρα καλείται να πληρώσει για της αμαρτίες της πόρνης γυναίκας του και να την δεχτεί και πάλι πίσω αν αυτή μείνει πιστή στην νέα συμφωνία.
Κεφάλαιο τέταρτο
Ας δώσουν προσοχή οι ισραηλίτες, διότι ο Κύριος επρόκειτο να εκδώσει καταδικαστική απόφαση. Κι αυτό γιατί μεταξύ των ισραηλιτών δεν υπάρχει πλέον αξιοπιστία και αλήθεια. Αλλά και αλήθεια να υπήρχε, δεν υπάρχει αγάπη, της οποίας η έλλειψη κάνει τον άνθρωπο σκληρό. Όπως και η αγάπη άνευ της αλήθειας κάνει τον άνθρωπο ασθενή. Επομένως και τα δύο αυτά συστατικά είναι απαραίτητα για να είναι ο άνθρωπος ψυχικά υγιής.
Δυστυχώς όμως μόνο αμαρτίες, κακίες, μοιχείες βρίσκει ο Θεός μεταξύ των ισραηλιτών. Πρώτοι υπεύθυνοι γι’ αυτή την τραγική κατάσταση είναι οι ιερείς. Πρώτοι αυτοί θα τιμωρηθούν!
Ο Θεός ψάχνει, όμως δεν βρίσκει κανέναν ίχνος ελπίδας, η διαφθορά έχει φτάσει ως το κόκαλο, είναι ριζική! Ποιος μπορεί πλέον να αντιλογήσει στην δίκαιη καταδικαστική απόφαση εναντίον των ισραηλιτών που αναγγέλλει ο Θεός;
Το Ισραήλ ήταν άγιο έθνος. Υπερείχε μεταξύ των άλλων εθνών διότι διέθετε το προνόμιο της ιεροσύνης. Είναι λοιπόν πολύ δίκαιο τώρα να τους αφαιρεθεί το ιερατείο και να στερηθούν το προνόμιο των ιεροπραξιών. Οι ισραηλίτες καυχιόντουσαν για το «βασίλειον ιεράτευμα και έθνος άγιο», πλέον αυτές θα είναι έννοιες που θα χαθούν…
Πως και πότε θα γίνουν όλα αυτά; Σύντομα οι Ασσύριοι θα τους καταλάβουν και θα τους απαγορέψουν τη λατρεία. Άλλωστε η λατρεία τους είχε νοθευτεί από τη λύσσα της ειδωλομανίας.
Ο προφήτης στρέφει το βλέμμα του προς τους ιουδαίους και τους συμβουλεύει να μην καταντήσουν όπως οι ισραηλίτες. Να λατρεύουν τον Έναν, Μοναδικό και Αληθινό Θεό. Να προσέξουν να μην μολυνθούν από την καταστρεπτική ειδωλολατρία.
Κεφάλαιο πέμπτο
Οι ιερείς διεφθάρησαν πρώτοι και μαζί τους όλοι οι πολίτες. Οι ιερείς νόμιζαν μέσα στην πλάνη τους ότι οι αμαρτίες τους δεν θα γίνουν φανερές, ότι θα ξεγελάσουν ακόμη και τον ίδιο τον Θεό. Πόση η ανοησία τους!
Δυστυχώς, όχι μόνο οι ισραηλίτες, αλλά και οι ιουδαίοι θα παραδοθούν στην ειδωλολατρία…
Κεφάλαιο έκτο
Ο λαός άκουσε τις απειλές που εξεστόμισε ο προφήτης και αμέσως «μετανόησε». Όμως αυτή η μετάνοια ήταν εντελώς πρόσκαιρη και επιφανειακή. Ο Θεός ανθρωποπαθώς εκφραζόμενος μονολογεί:
› Τι να σου κάνω ισραηλιτικέ μου λαέ; Τι να κάνω και σε σένα ιουδαϊκέ μου λαέ… Η αγάπη σας προς εμένα είναι προσωρινή… Διότι έλεος θέλω και ου θυσίαν και επίγνωσιν Θεού ή ολοκαυτώματα.
Όχι, ο Θεός δεν ζητά την κατάργηση των τελετουργιών όπως ορισμένοι νόμισαν, ο Θεός αυτό που είπε είναι ότι είναι προτιμότερη η αγάπη του πλησίον και η πρακτική γνώση του Θεού από την τυπική λατρεία. Αυτό άξιζε πάρα πολύ να το ακούσουν οι ιουδαίοι όπου η μετάνοιά τους ήταν εξωτερική και καθόλου εσωτερική-καρδιακή.
Κεφάλαιο έβδομο
Αθεράπευτη είναι η ασθένεια του Ισραήλ. Παρά την τραγικότητα της καταστάσεως, οι ισραηλίτες δεν συνειδητοποίησαν την τραγικότητά τους. Συνεχίζουν να τραγουδούν και να γλεντούν σαν να μην συμβαίνει τίποτα.
Οι πολίτες δεν έκρυψαν τις κακίες τους από τους δικαστές τους, διότι γνώριζαν ότι είναι τόση η διαφθορά των βασιλέων τους που κάθε άκουσμα της διαφθοράς τους, τους ευχαριστούσε. Αμάρταναν δημόσια κι αυτό ικανοποιούσε τους άρχοντές τους.
Καμία αντίσταση σε κανένα πάθος δεν έβαζαν. Οι διεφθαρμένοι αυτοί άνθρωποι περιγελούσαν κάθε τι ιερό.
Οι ισραηλίτες αφού εγκατέλειψαν τον Κύριο αναζήτησαν βοήθεια από τα έθνη με τα οποία αναμείχθηκαν. Έτσι έχασαν την αξία τους ως περιούσιος λαός.
Γέρασαν μέσα στην αμαρτία κι όμως παρέμειναν αναίσθητοι. Όπως λέει ο λαός «γέρασαν και μυαλό δεν έβαλαν».
Η ελπίδα που είχαν στα έθνη γρήγορα όμως θα αποδειχτεί μάταιη. Ο Κύριος θα καταστρέψει και τους Αιγύπτιους και κατόπιν τους Ασσύριους στους οποίους οι ισραηλίτες διαδοχικά ήλπισαν.
Κεφάλαιο όγδοο
Ο εχθρός καταφτάνει. Οι Ασσύριοι ως αετοί θα επέλθουν κατά του Ισραήλ. Οι ισραηλίτες θα τιμωρηθούν γιατί «παραβίασαν την διαθήκη μου» λέει ο Θεός. Όταν έρθει η ώρα της καταστροφής τους οι ισραηλίτες θα επικαλεσθούν μεν τον Κύριο αλλά θα είναι πλέον αργά. Ο Θεός δεν θα δεχτεί την υποκριτική τους μετάνοια. Η απόφαση για την τιμωρία τους αποφασίστηκε, και η απόφαση αυτή είναι αμετάκλητη.
Οι δέκα φυλές του Ισραήλ αποσχίστηκαν από την Ιουδαϊκή θεοκρατία και εξέλεξαν βασιλείς να τους κυβερνούν, τους οποίους όμως ο Θεός δεν ενέκρινε. Δεν ήταν «χριστοί Κυρίου» . Ήταν και παρέμειναν άγνωστοι για τον Θεό.
Αντί για τον Κύριο, οι ισραηλίτες προσκύνησαν τα είδωλα των εθνών, ποίησαν για θεός τους χρυσό μοσχάρι. Την λατρεία αυτή εισήγαγε στο Ισραήλ ο ασεβέστατος Ιεροβοάμ και αυτήν την λατρεία διατήρησαν μέχρι την ώρα της καταστροφής τους. Τελικά το χρυσό είδωλο δεν τους έσωσε…
Κεφάλαιο ένατο
Ο Ισραήλ θα υποστεί τα δεινά της εξορίας. Ο προφήτης αναγγέλλει την επερχομένη καταδίκη. Οι θεοί στους οποίους αφιέρωναν τόσο καιρό δώρα και θυσίες δεν είναι ικανοί πλέον να τους σώσουν. Θα εξοριστούν στην Αίγυπτο και στην Ασσυρία σε μέρη ακάθαρτα. Εκεί μακριά από την γη του Κυρίου δεν θα μπορούν να προσφέρουν θυσίες στον αληθινό Θεό. Θα φάγουν ακάθαρτα φαγητά απαγορευμένα από τον Μωσαϊκό νόμο και θα ενταφιαστούν σε ξένη χώρα κάτι που θεωρούνταν για τους ισραηλίτες κατάρα.
Οι ισραηλίτες στην αρχή της ιστορικής τους διαδρομής ήταν αγαπητός λαός στον Θεό, εξαιτίας όμως της διαφθοράς τους και της αμετανοησίας τους μισήθηκαν από τον Θεό όσο προηγουμένως αγαπήθηκαν.
Ο προφήτης συμμεριζόμενος την Θεία αγανάκτηση παρακαλεί τον Κύριο να τους τιμωρήσει αυστηρά, ώστε να μην γεννιούνται πλέον παιδιά ή να αποθνήσκουν από την πείνα ώστε να εκλείψει αυτή η φυλή. Ο Θεός απαντά στον προφήτη λέγοντας ότι το Ισραήλ θα διασκορπιστεί μεταξύ των εθνών. Αυτή θα είναι η τιμωρία τους…
Κεφάλαιο δέκατο
Το Ισραήλ είχε προοδεύσει πολύ υλικώς, αντί όμως να ευχαριστήσει τον Θεό, ειδωλολατρεί. Στήνει στύλους ειδωλολατρικούς, λατρεύει την Αστάρτη και άλλες θεότητες. Ήρθε όμως η στιγμή που ο Θεός θα συντρίψει τα είδωλα. Το Ισραήλ θα καταστραφεί και οι ισραηλίτες θα αναγνωρίσουν τελικά την αιτία της τιμωρίας τους.
Πόσο ανόητοι στάθηκαν ενώπιον του Θεού τον οποίο περιφρόνησαν! Προσκύνησαν το χρυσό μόσχο του Βάαλ, όμως κι αυτός μαζί με τους ισραηλίτες θα οδηγηθεί στην αιχμαλωσία. Αυτόν τον χρυσό μόσχο θα δωρίσουν στον Ασσύριο μονάρχη Ιαρείμ. Ποια πληρωμή θα λάβουν όμως από τους Ασσύριους για το δώρο τους;
› Την καταισχύνη. Η δυστυχία τους θα είναι τόσο μεγάλη που θα παρακαλούν τα βουνά να πέσουν να τους πλακώσουν παρά πλέον να ζουν.
Κεφάλαιο ενδέκατο
Μία ωραία πρωία οι ισραηλίτες απορρίφθηκαν απροσδόκητα από τον Θεό και καταστράφηκαν. Ο Θεός όμως δεν μπορεί να εγκαταλείψει πλήρως τον λαό Του. Τον τιμωρεί μεν, αλλά και πάλι τον αναλαμβάνει. (Μεσσιανική αποκατάσταση). Ο Ισραήλ δεν δύναται να καταστραφεί πλήρως, διότι κάποια ζώσα αγιότης διατηρήσεως υπάρχει μέσα του. Ο Κύριος τους αγάπησε αυτούς από αρχαιοτάτων χρόνων και κάλεσε αυτούς εξ’ Αιγύπτου. Τους απήλλαξε από την σκληρά δουλεία και τους έκανε λαό περιούσιο. Έδωσε στους ισραηλίτες τις πατριαρχικές υποσχέσεις Του και δεν θα τις ανακαλέσει.
Κεφάλαιο δωδέκατο
Και οι δύο αμάρτησαν. Και ο Ισραήλ και ο Ιούδας. Περισσότερο όμως ο Ισραήλ. (εννοώντας τα βασίλεια του Ισραήλ και του Ιούδα). Εκ του Ιούδα θα προέλθει ο Χριστός-Μεσσίας.
Ο Ισραήλ συμμάχησε με τους Ασσύριους και τους Αιγύπτιους, έστειλε σ’ αυτούς δώρα. Γύρισε την πλάτη του στον αδερφό του τον Ιούδα…
Ο Ιακώβ υπήρξε πιστός στο Θεό και γι’ αυτό έλαχε της Θείας προστασίας. Οι ισραηλίτες όμως παρότι ήταν απόγονοι του Ιακώβ υπήρξαν άπιστοι στον Θεό και εξαιτίας του πλήθους των αμαρτιών τους και της αμετανοησίας τους θα παραδοθούν στους εχθρούς τους.
Οι ισραηλίτες κατάντησαν κερδοσκόποι έμποροι, φροντίζοντας να γίνουν πλούσιοι διά αδικιών.
Ο Θεός στο παρελθόν ευεργέτησε τον Ιακώβ και έδωσε σ’ αυτόν τις πατριαρχικές υποσχέσεις Του. Οι ισραηλίτες αν ήθελαν μπορούσαν και πάλι να τύχουν της εύνοιας του Θεού ως γνήσιοι απόγονοι του Ιακώβ. Θα έπρεπε όμως πρώτα να μετανοήσουν…
Κεφάλαιο δέκατο τρίτο
Η φυλή του Εφραίμ αμάρτησε, όχι μόνο στην εποχή του Ωσηέ. Αλλά και παλαιότερα. Έπεσε τόσο χαμηλά, ώστε μέσα στην ειδωλομανία της έκανε και ανθρωποθυσίες. Ως εδώ! Αυτή η αμαρτία δε θα μείνει ατιμώρητη…
Γιατί όμως αμάρτησαν τόσο πολύ; Προφανώς όταν πάτησαν το πόδι τους στην Παλαιστίνη πλούτισαν απότομα «υψώθησαν αι καρδίαι αυτών», ο πλούτος, η απόλαυση, η δύναμη, τρέφει τον εγωισμό. Έτσι λησμόνησαν τον Κύριο, έγιναν ειδωλολάτρες…
Ο Θεός ανθρωποπαθώς διερωτάται:
› Ποιος θα σε βοηθήσει στην καταστροφή σου Ισραήλ;
Κάποτε οι ισραηλίτες ζήτησαν να τους κυβερνά άνθρωπος βασιλιάς και όχι ο Θεός. Τι μπορεί να κάνει τώρα αυτός ο βασιλιάς; Αν μπορεί ας τους σώσει...
Κανείς όμως δεν θα μπορέσει να τους σώσει, θα καταβιβαστούν έως τον Άδη.
Ένα τελευταίο ερώτημα προκύπτει: Γιατί ο προφήτης ξεχωρίζει δυσμενώς την φυλή Εφραίμ από τις άλλες; Απάντηση: Διότι αυτή η φυλή υπήρξε η αιτία της διαιρέσεως.
Κεφάλαιο δέκατο τέταρτο
Ο μέχρι τούδε σκοτεινός ορίζοντας του Ισραήλ φωτίζεται με τα φώτα της μελλοντικής αποκαταστάσεως. Τελικά η Θεία αγάπη θα θριαμβεύσει. Ο Θεός θα θεραπεύσει την ανθρώπινη αποστασία αποστέλλοντας Μεσσία, ο Οποίος θα πάρει πάνω Του το φορτίο των αμαρτιών όλης της ανθρωπότητας.
Το βιβλίο του Ωσηέ ένα μήνυμα θέλει να περάσει στους αναγνώστες του: Ότι κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να επιλέξει μεταξύ του Θεού και της αποστασίας. Θα πρέπει όμως να γνωρίζει ότι οι δίκαιοι τελικά θα θριαμβεύσουν, ενώ οι αμαρτωλοί θα τιμωρηθούν. Καμία αδικία δεν πρόκειται τελικά να μείνει ατιμώρητη…
Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον ἔσοπτρον, τοῦ Παρακλήτου, ἐχρημάτισας, σοφὲ Προφῆτα, τᾶς σεπτᾶς ἐκφαντορίας δεχόμενος, ὅθεν ἐν κόσμῳ μελλόντων τὴν πρόγνωσιν, ὥσπερ φωτὸς λαμπηδόνας ἐξήστραψας. Ὠσηὲ ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος β’.
Τοῦ Προφήτου σου Ὡσηὲ τὴν μνήμην, Κύριε ἑορτάζοντες, δι' αὐτοῦ σε δυσωποῦμεν· Σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κάθισμα Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ὑπέκλινας τὸ οὖς, τῷ λαλοῦντι Προφήτα, καὶ πάντων μυηθείς, τῶν μελλόντων τὴν γνῶσιν, Χριστοῦ προεσήμανας, παρουσίαν τὴν ἔνθεον· ὅθεν σήμερον, τὴν Παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζοντες, τὸν Λυτρωτὴν ἀνυμνοῦμεν, τὸν σὲ μεγαλύναντα.
Ο νεομάρτυρας και παιδομάρτυρας Άγιος Ιωάννης ο Τουρκολέκας γεννήθηκε το 1805 μ.Χ. στο χωριό Τουρκολέκα Αρκαδίας. Η οικογένεια του διακρινόταν για την ευλάβεια τον Θεό, για την αγάπη προς την πατρίδα και για τον ηρωισμό του.
Ο άγιος Λουκιανός ήταν υιός ευσεβών γονέων, ο οποίος μετά την αποβίωσή τους σκόρπισε ό,τι περιουσία είχε στους πτωχούς, σχολάζοντας πια στη μελέτη των θείων Γραφών. Γι’ αυτό και μετέστρεψε προς την πίστη του Χριστού πολλούς Ιουδαίους και ειδωλολάτρες. Άφησε όμως τη δική του πόλη και πήγε στη Νικομήδεια, προκειμένου να ενισχύσει προς τους μαρτυρικούς αγώνες εκείνους που από το φόβο των μαρτυρίων εγκατέλειπαν την πίστη. Επειδή ήταν πολύ καλλιγράφος, άφησε στην Εκκλησία των Νικομηδέων ένα βιβλίο, στο οποίο έχοντας τρεις στήλες σε κάθε σελίδα κατέγραψε όλη την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Τόσο πολύ μάλιστα ξεπέρασε τα ανθρώπινα, ώστε όταν πήγαινε στην πόλη, σε άλλους ήταν ορατός και σε άλλους αόρατος. Έμαθε γι’ αυτόν ο βασιλιάς Μαξιμιανός, κι επειδή φοβήθηκε να τον δει κατά πρόσωπο, συζήτησε μαζί του, καλυμμένος πίσω από παραπέτασμα. Μόλις όμως κατάλαβε τη σταθερότητα της πίστεώς του στον Χριστό, τον κατεδίκασε σε μακρόχρονη πείνα. Επειδή λοιπόν δεν έφαγε και δεν ήπιε τίποτα για πολλές ημέρες, πέθανε μέσα στη φυλακή. Τότε ο ηγεμόνας διέταξε να ριχτεί το σώμα του στη θάλασσα, το οποίο περισυνέλεξε ένα δελφίνι με προσταγή του Θεού και το έφερε στους ώμους του στην ξηρά.
Δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός ο άγιος Λουκιανός, ακόμη και σε πολύ κοντινούς προς την Εκκλησία ανθρώπους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο άγιος δεν διακρινόταν από χαρίσματα του Θεού και μάλιστα μεγάλα. Το αφιλάργυρο του χαρακτήρα του, η ελεήμων διάθεσή του προς τους πτωχούς, η ιεραποστολική φλόγα του στους αγνοούντες την πίστη του Χριστού, το μαρτυρικό φρόνημά του, ακόμη δε και η καλλιέπεια των λόγων του, όπως και το ζωγραφικό του ταλέντο, ήταν από εκείνα που κοσμούσαν την ύπαρξή του, κάνοντάς τον έναν από τους πιο χαριτωμένους ανθρώπους της εποχής του. Εκείνο όμως το στοιχείο που κυριολεκτικά πυρπολούσε και κινητοποιούσε την ψυχή και το σώμα του ήταν η βαθειά αγάπη του προς τον Θεό, που απαρχής φάνηκε με τη συνεχή ενασχόλησή του με την Αγία Γραφή, όπως και με την επιθυμία του να αφήσει το κείμενο της Αγίας Γραφής στους πιστούς του, σε εποχή βεβαίως που δεν υπήρχαν και πολλά αντίτυπά της. «Αγάπη του Χριστού πυρπολούμενος, ένδοξε» όπως σημειώνει και ο υμνογράφος του. Αυτή η μεγάλη αγάπη του προς τον Κύριο ήταν και το ερμηνευτικό «κλειδί» της όλης βιωτής και της κατά Θεόν συμπεριφοράς του. Αυτή εξηγεί και τη σφοδρή αγάπη του προς τους συνανθρώπους του, καρπός της οποίας ήταν η προσφορά της όλης περιουσίας του, η μετακόμισή του στη Νικομήδεια, προκειμένου να ενισχύσει τους χριστιανούς με το αλειπτικό έργο του – «ισχυρός κατά της πλάνης ανεδείχθης, μακάριε, και πολλών αλείπτης» - η διαρκής έγνοια του να γνωρίσουν οι άνθρωποι τον Χριστό.
Αποτέλεσμα της διπλής αυτής μεγάλης αγάπης, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, ήταν όχι μόνον να ξεπεράσει τον φόβο του θανάτου, αλλά να ζει, ήδη από τον κόσμο τούτο, σαν άγγελος του Θεού. Αυτό δεν είναι κατά τον απόστολο και το γνώρισμα του μεγάλου αγίου; «Έχω την επιθυμίαν εις το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι» σημειώνει ο άγιος Παύλος. Και: «ήρθης προς περίδοξον ύψος, αξιάγαστε, και των αγγέλων έφθασας τα τάγματα» κατά τον υμνογράφο. Είναι σπάνια η περίπτωση μάλιστα που βλέπουμε στον άγιο Λουκιανό, ήδη από τη ζωή αυτή να μπορεί σαν τους αγγέλους πότε να είναι ορατός και πότε αόρατος. Θυμίζει αυτό που ακούγεται ακόμη και σήμερα για τους αόρατους μοναχούς του Αγίου Όρους, ένα άκουσμα που είναι αξιόπιστο, όταν επιβεβαιώνεται από αγίους ασκητές σαν τον Γέροντα Παΐσιο. Δεν ανήκει λοιπόν στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας κάτι τέτοιο, αλλά εντάσσεται μέσα στην πνευματική παράδοση της Εκκλησίας, η οποία, όπως έχουμε τονίσει και άλλοτε, πατά μεν στέρεα πάνω στη γη, αλλά ταυτοχρόνως πολιτεύεται στον ουρανό.
Ένα τέτοιο πνευματικό ύψος κάνει τον υμνογράφο του αγίου να δει και τη ρίψη του στη θάλασσα, όπως και τη θαυμαστή έξοδό του μέσω δελφινιού, σαν γεγονός αντίστοιχο προς εκείνο του προφήτη Ιωνά. «Κητώας εκ γαστρός Ιωνάν ο ρυσάμενος, τριημερεύσαντα σώζει, σε βυθού θαλάσσης καθυπουργούντων εναλίων σοι θηρών μεθ’ ημέρας τριάκοντα». Δηλαδή: Αυτός που έσωσε τον Ιωνά από τη γαστέρα του κήτους, όταν τρεις ημέρες βρισκόταν εκεί, ο Ίδιος σε σώζει από τον βυθό της θάλασσας, μετά από τριάντα ημέρες, με τη βοήθεια των δελφινιών. Κι έχουμε την εντύπωση ότι η αντιστοιχία αυτή από τον υμνογράφο θέλει να υπενθυμίσει ότι ο πιστός που ζει την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, οπωσδήποτε είναι σωσμένος και αναστημένος, αφού ο Ιωνάς από τον ίδιο τον Κύριο θεωρήθηκε τύπος της αναστάσεώς Του. Ένας θεωρούμενος «άγνωστος» άγιος, με τέτοια αγιότητα, με τόσα χαρίσματα, με τέτοια εμβέλεια σε όλον τον πνευματικό κόσμο!
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείω Πνεύματι, λελαμπρυσμένος, γνῶσιν ἔνθεον, ἐταμιεύσω, καὶ τῆς πίστεως τὸν λόγον ἐτράνωσας, ὅθεν Μαρτύρων ἀλείπτης γενόμενος, Λουκιανὲ ἐν ἀθλήσει ἠρίστευσας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α'. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς καλὸς στρατιώτης Χριστοῦ τοῦ πάντων Θεοῦ, ἐν τῇ χάριτι τούτου, ἐνδυναμούμενος, ὅλον μετέθηκας σαυτόν, ἐν τῇ ἀγάπῃ Αὐτοῦ, Λουκιανὲ θαυματουργέ, Μάρτυς ἔνδοξε Χριστοῦ, διὸ νομίμως ἀθλήσας, ἀξίως ἐστεφανώθης, ὑπὸ Κυρίου τοῦ σὲ δοξάσαντος.
Κοντάκιον Ἦχος β’. Τὴν ἐv πρεσβείαις.
Τὸv ἐν ἀσκήσει τὸ πρότεροv λαμπρυνθέντα, καὶ ἐν ἀθλήσει τὸ δεύτερον φαιδρυvθέντα, πάντες ὡς φωστῆρά σε φαιδρότατον, Λουκιανὲ τοῖς ὕμvοις, ἐνδόξως σε γεραίρομεν. Πρεσβεύων μὴ παύσῃ ὑπὲρ πάντων ἠμῶv.
Πηγή: Ακολουθείν, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...