Διαβάζοντας και μελετώντας τη ζωή και τη δράση του Αγίου Ιννοκεντίου Αλάσκας, από την εποχή που γεννήθηκε (1797) μέχρι και τον θάνατό του (1879), βιώνοντας τις αλλεπάλληλες καταστάσεις και σκηνές που ο ίδιος έζησε, τις χαρές και τις λύπες, τους αγώνες και τις αγωνίες του, τους προβληματισμούς και τους προγραμματισμούς του, τις ταλαιπωρίες, ακόμα και τις απογοητεύσεις και τα τόσα άλλα, τα οποία δεν είναι της ώρας ν’ αναφέρω, επειδή ζω και κινούμαι σ’ έναν χώρο που οπωσδήποτε έχει ή παρουσιάζει μερικά κοινά χαρακτηριστικά με τη γέννηση, προβολή και προαγωγή της Ορθοδοξίας, της Μιας, Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και αυτό είναι κάτι που δεν έγινε μέσα σε μια μόνο χρονική στιγμή ή μια μόνο μέρα αλλά υπήρξαν και ήταν κόποι και καρπός προσπαθειών μιας ολόκληρης ζωής, βρήκα μια κάποια συγγένεια, μου έγινε πρότυπο ζωής και μ΄ έκαμε να τον μιμηθώ .
Η προσφορά του Αγίου Ιννοκεντίου, ασφαλώς και δεν μπορεί να συγκριθεί με τη δική μου παρουσία των σχεδόν τεσσάρων δεκαετιών στον χώρο της εξωτερικής ιεραποστολής για τον λόγο ότι οι καιροί και οι συνθήκες ήταν τελείως διαφορετικές και διαφορετικά τα μέσα μετακίνησης, με τις αποστάσεις τεράστιες από μίαν περιοχή στην άλλη, της τόσο δυσπρόσιτης και σχεδόν τότε άγνωστης και «απολίτιστης» ομάδας των διάφορων νησίδων.
Με κατοίκους ειδωλολάτρες και αγνωστικιστές, παγανιστές και συγχυσμένους που, γη διψασμένη, περίμεναν την ώρα μόνου αληθινού Θεού που θα άλλαζε ουσιαστικά την πορεία ζωής όλων των ανθρώπων της Αλάσκας, όπου κήρυξε ο Άγιος Ιννοκέντιος Χριστό και Ορθοδοξία.
Ας αφήσουμε τον εαυτό μας να φανταστεί την άφιξη του Αγίου Ιννοκεντίου Βενιαμίνωφ, εκείνη την εποχή, σ’ αυτές τις μυστηριώδεις και απρόσιτες νησίδες.
Όταν πήρε τη μεγάλη απόφαση να εγκαταλείψει την Τσαρική τότε Ρωσία και γεμάτος ιεραποστολικό ζήλο να φτάσει σ΄ αυτή την περιοχή, όπου εδώ έμελλε να εργαστεί ανάμεσα σ’ αυτούς τους περίεργους και πολυποίκιλους ανθρώπινους χαρακτήρες. Για τον ίδιο ήταν ασφαλώς μια τελείως άγνωστη εμπειρία αλλά και πορεία στο άγνωστο και δεν γνώριζε και δεν είχε ιδέα τι εμπόδια και κινδύνους μπορούσε να συναντούσε. Ήταν ο ίδιος βαθύς γνώστης, της δικής του κουλτούρας, της δικής του καταγωγής, γλώσσας και, ακόμα πιο συγκεκριμένα, της Ορθόδοξης χριστιανικής του πίστης. Φυσικά, στην περίπτωση του Αγίου Ιννοκέντιου, πρέπει να αναφέρουμε ότι, από τα πρώτα του βήματά μέσα στην Εκκλησία, παρουσίασε ειδικά χαρίσματα, ιδιαίτερα εκείνο της αγιότητας.
Αυτός, λοιπόν, που από νεαρά ηλικία είχε προικισθεί από το Θεό, ενώ ζούσε και εργαζόταν στη γη για την εμπέδωση της χριστιανικής πίστης, με την αγιοσύνη, πολιτευόταν ήδη χαρισματικά ως πολίτης του ουρανού. Αυτό ήταν εξάλλου και το πιο δυναμικό και ουσιαστικό στοιχείο, η Θεία Χάρις, που τον βοήθησε να πετύχει στην ιερή αποστολή του.
Οπωσδήποτε ο Άγιος ήταν ένας άνθρωπος σαν όλους εμάς, όμως οι δικές του προσπάθειες, οι δικοί του πνευματικοί αγώνες, οι κόποι και οι θυσίες, «του Κυρίου συνεργούντος», κατάφερε χωρίς καμιά δυσκολία – αν και υπέφερε βασανίστηκε και ταλαιπωρήθηκε και πέρασε σχεδόν θανάσιμο κίνδυνο – να υπερνικήσει όλα τα εμπόδια και να γίνει ένας αληθινός ήρωας της ιεραποστολικής προσπάθειας, εκπληρώνοντας στο ακέραιο, το μεγάλο σκοπό τον οποίο η Εκκλησία, τον ξεχώρισε, όπως η πρώτη εκκλησία ξεχώρισε «αφόρησε = ξεχώρισε, τον Βαρνάβαν και τον Σαύλον», στο έργο ιεραποστολής που του είχε εμπιστευθεί.
Ήταν ο Άγιος Ιννοκέντιος ο άνθρωπος που προσευχόμενος ξεπερνούσε τα ανθρώπινα μέτρα και στο τέλος έβγαινε νικητής και πετύχαινε αυτό που τόσο έντονα ποθούσε η ψυχή του: να μεταμορφώσει το σύμπαν και να μπορέσει να απαλλάξει τους Αλετουανούς από το μαρτύριο της άγνοιας, του σκότους, της αμάθειας, της προκατάληψης και να τους μεταφέρει το απαστράπτον φως της Αναστάσεως και με τη χάρη του Αγίου Βαπτίσματος να εγγράψει, τα ονόματά τους, ως νέα μέλη της Εκκλησίας, στο βιβλίο της Ζωής, αφού τους δοθεί «ψήφος με όνομα γεγγραμμένον άνωθεν», να έχουν το διαβατήριο από το κράτος του σκότους και τα δεινά της αμαρτίας και της απελπισίας που τους οδηγούσαν οι «αρχαίες» δοξασίες και τα πιστεύω τους, με την αγία ζωή να να έχουν την προσδοκία της Αναστάσεως. Από την αρχή γνώριζε ότι είχε να κάνει με άγριους και απολίτιστους ανθρώπους. Πολλοί τους κατατάσσουμε, με κάποια εσωτερική επιφύλαξη, άρνηση και βαθύ σκεπτικισμό στην κατηγορία των περιφρονημένων.
Η διαφορά όμως με τον Άγιο Ιννοκέντιο ήταν ότι σαν ποιμήν, πατέρας και αδελφός έπρεπε να γίνει πιστευτός σε αυτούς που καλούσε προς το Άγιο βάπτισμα, προς το φως και την αλήθεια. Για να το κατορθώσει θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει όχι ανθρώπινα κριτήρια αλλά, έπρεπε να αντισταθεί και να δει υπεράνω όλων των άλλων προσεγγίσεων και αποφάσεων, αυτό που θα βοηθούσε τους ανθρώπους γρηγορότερα να γνωρίσουν, για πρώτη φορά, τον ευαγγελικό λόγο και με το μυστήριο του φωτισμού και του αγίου βαπτίσματος, να αποδεχθούν και να γευθούν μια άλλη εμπειρία. Αυτή της ισότητας και αγιότητας, της δικαιοσύνης και της ελευθερίας.
Αυτό, για να γίνει κατορθωτό, ο Άγιος, σεβάστηκε βαθιά και αληθινά την καταγωγή, τη γλώσσα, την κουλτούρα και την ιστορία των ανθρώπων αυτών όσο κι αν δυσκολεύτηκε και ίσως, - ήταν ανθρώπινο -, πικράθηκε, όχι μία αλλά πάρα πολλές φορές. Η απεριόριστή του, όμως, αγάπη, ο σεβασμός και η εκτίμηση, ακόμα και η αρετή της διάκρισης, που τον κοσμούσαν, και η αποδοχή όλων αυτών των πλασμάτων σαν εικόνων του Θεού, τον ωθούσε πάντα και τον έσπρωχνε πως, σε καμιά περίπτωση πως δεν έπρεπε να τους αρνηθεί ή να τους περιφρονήσει, αφού γνώριζε ότι ο Θεός ήταν Εκείνος που πρώτος αγρυπνούσε για το μέγα μυστήριο της σωτηρίας όλου του κόσμου, ολοκλήρου της ανθρωπότητας.
Αυτούς, λοιπόν, που οι πιο πολλοί τους θεωρούσαν περιττούς, πλανεμένους και άχρηστους, ο Άγιος Ιννοκέντιος, τους θεωρούσε τους πιο σπουδαίους, χρήσιμους και αξιαγάπητους, γιατί, αν θα πετύχαινε, τελικά, στην ιερή αποστολή του, με τα μέσα και τους τρόπους και τις μεθόδους που χρησιμοποίησε, θα τους οδηγούσε προς τα ουράνια αφού πρώτα γίνονταν μέλη της στρατευόμενης επί γης εκκλησίας και θα είχαν, ως συγκληρονόμοι της «ητοιμασμένης του Χριστού Βασιλείας» το αναφαίρετο δικαίωμα να γνωρίσουν την ομορφιά του ουρανού, τη χαρά μα, ταυτόχρονα, και το κάλλος της μακάριας αιωνιότητας.
Έτσι κι έγινε. Ο Άγιος Ιννοκέντιος, επειδή o ίδιος βίωνε το Ευαγγέλιο και το μυστήριο της άλλης ζωής, ζώντας ο ίδιος εντός του, την αξία και το άπειρο έλεος του Θεού, θέλησε, αυτή τη μεγάλη χαρά και εμπειρία, να μην την κρατήσει μονάχα για τον εαυτό αλλά συναισθανόμενος τα λόγια του μεγάλου Αποστόλου «ουαί υμίν εάν μη ευαγγελίζομαι» έδωσε στους ευρισκόμενους στο σκοτάδι αδελφούς του της Αλάσκας, το μήνυμα του του Χριστού, των Αποστόλων, των μεγάλων Πατέρων και Ασκητών και της αδιαιρέτου Εκκλησίας των Επτά Οικουμενικών Συνόδων.
Ο Άγιος Ιννοκέντιος, αντελήφθη ότι ο μόνος τρόπος για να μπορέσει να πετύχει στην ιεραποστολική του προσπάθεια ήταν να αποδεχθεί τους άλλους ανθρώπους, όπως ήδη ανέφερα, ως εικόνες Θεού. Χωρίς πολλή περίσκεψη αλλά με βαθιά συναίσθηση του σημαντικού έργου που πίστευε ότι θα μπορούσε να προσφέρει η Ορθοδοξία σ’ αυτούς τους πρωτόγονους λαούς ήταν μόνον μέσω της αγάπης, γιατί αυτή και μόνον θα τους προσέλκυε στο Θεό της Αγάπης και, στη συνέχεια, θα τους έκανε αδελφούς με όλους τους Ορθόδοξους λαούς όλης της οικουμένης.
Ο ίδιος ήταν ο ταπεινός εργάτης στον αμπελώνα που τον όρισε ο Κύριος. Δεν είχε απαιτήσεις, ζούσε λιτά και δεν είχε ποτέ παραπονεθεί κι ας είχε στην πατρίδα του όλα τ’ αγαθά προτού φτάσει σ’ εκείνα τα άγονα μέρη της Αλάσκας· εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν πώς να κάνει αυτή την απέραντη αγάπη, του Ιησού, ένα παγκόσμιο γεγονός, αποφασισμένος να θυσιάσει τον εαυτό του στην υπηρεσία «των αδελφών του των ελαχίστων», που τους είχε αγαπήσει από την πρώτη στιγμή που έφτασε στη χώρα τους.
Σε ουδεμία περίπτωση δεν ήθελε, υποτιμώντας τους, να πληγώσει κανένα από τους απλοϊκούς και αγράμματους ανθρώπους που συναντούσε αλλά πλησιάζοντας, με χαμόγελο και καλοσύνη, ταπεινά, να τους μεταφέρει τα θεία μηνύματα που θα μπορούσαν «εν αγαλλιάση», να αποδεχθούν. Ώστε, μέσα στη Χάρη και το μέγα έλεος του Θεού, ν’ απαλλαγούν από τα πάθη και την αμαρτία, που τους κατακυρίευαν, και με το θείο και άγιο Βάπτισμα και στη συνέχεια με την εν Χριστώ ζωή, να μπορέσουν να γίνουν τέλειοι και άγιοι μέσα από το μυστήριο της μετάνοιας και με τη συνεχή συμμετοχή σε όλη τη δια βίου αγωνιστική ζωή ενός αγωνιζόμενου χριστιανού.
Με την μεταπήδησή τους, από το σκότος στο φως, ο σαρκωμένος Θεός, καθημερινά να μπορεί να τους γίνεται το επίκεντρο της νέας ζωής τους. «Ώδινε», είχε πόνους γέννας, όπως γράφει για τα πνευματικά του παιδιά και ο απόστολος Παύλος, «μέχρις ού», μέχρι να γεννηθεί ο Χριστός στις χέρσες ψυχές τους.
Ο Άγιος Ιννοκέντιος έγινε τελικά ένα με τους ανθρώπους που επρόκειτο να ευαγγελίσει. Το πρώτιστο μέλημα του ήταν να μάθει και να γνωρίσει τη κουλτούρα, τη γλώσσα, την ιστορία, την τοπογραφία, τα ήθη και έθιμά τους. Δεν ήταν τόσο εύκολο ένας Ευρωπαίος, με τελείως διαφορετικές συνήθειες, να εγκολπωθεί όλα τα πιο πάνω και «γινόμενος τοις πάσι τα πάντα ίνα τινά σώσει» έγινε ένα μαζί τους, αποδεχόμενος τις συνήθειες και την κουλτούρα τους. Δέχθηκε, χωρίς όρους και συμβιβασμούς και δισταγμούς, στην ζωή του και τη ζωή της οικογένειάς του, να θυσιασθεί ολοκληρωτικά για να φέρει σε πέρας το ιστορικό και μοναδικό γεγονός της μεταμόρφωσης των ψυχών των ανθρώπων που τόσο απέραντα αγάπησε.
Ήταν σίγουρος ότι οι άνθρωποι που κλήθηκε να ευαγγελίσει είχαν όλοι, όπως ο κάθε άνθρωπός που γεννιέται επί της γης, - μια που ο Σωτήρας Χριστός έχυσε το πανάγιο Αίμα Του για τον κάθε επί γης άνθρωπο - , όλοι είχαν και έχουν το ίδιο δικαίωμα σωτηρίας αφού απαλλαγούν, οριστικά, από τις δικές τους ψυχοσωματικές ασθένειες, αδυναμίες και δεισιδαιμονίες.
Πριν από την άφιξή του δεν γνώρισαν άλλη οδό αφού υπήρξαν φυλακισμένοι και αποκομμένοι, απόγονοι των Πρωτοπλάστων, εξόριστοι από τον παράδεισο. Ο Άγιος Ιννοκέντιος τους γνώρισε τον μακρινό απόγονο του Αδάμ και της Εύας, τον μονογενή Υιό και Λόγο του Θεού του Ζώντος, τον υιό της Παρθένου, το Φως του κόσμου, το αναστημένο Σωτήρα και Λυτρωτή.
Αυτόν ήθελε ο Άγιος Ιννοκέντιος να γνωρίσει σε όλους τους Αλεουτιανούς, Κουσιανούς, Κολουσκανούς, Ινδιάνους, Κοντιάκους. Τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό ήταν που έφερε σ’ αυτά τα ευλογημένα νησιά και σε όλους τους κατοίκους. Με μια αγάπη που εγκαταστάθηκε με την πνοή και τη δύναμη του Παναγίου και Ζωοποιού Πνεύματος και ήταν τόσο συγκλονιστική και αισθητή που άλλαξε και μεταμόρφωσε τους ανθρώπους ώστε, στα ενδότερα της ψυχής τους, να κυριαρχεί η ανάπαυση, η ειρήνη, η χαρά, η ευλογία, η αυταπάρνηση, η ευτυχία, η μακαριότητα. Όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος.
Επιγραμματικά θα πρέπει ν΄ αναφερθώ σε μερικά βιογραφικά στοιχεία του Για να κατανοηθεί όμως καλύτερα ο τρόπος με τον οποίο έδρασε και εργάστηκε στον χώρο της ιεραποστολής και γενικά της Εκκλησίας, επιγραμματικά θα πρέπει ν΄ αναφερθώ σε μερικά βιογραφικά του στοιχεία Είναι σημαντικό το γεγονός ότι ο Άγιος Ιννοκέντιος αφιέρωσε σαράντα πέντε ολόκληρα χρόνια από τη ζωή του για να πάρει τη φήμη ενός έμπειρου εθνογράφου, διδασκάλου, μαραγκού, μηχανικού, σιδηρουργού, ωρολογοποιού, ιδρυτής σχολείων και το κυριότερο Ιεραπόστολου.
Το κοσμικό του όνομα Ιβάν Γιεφσέγιεβιτς Ποπώφ – Βενιαμίνωφ. Η καταγωγή του το χωριό Ανζίσκογιε της επαρχίας Ιρκούτσκ, της σιβηρικής γης. Γεννήθηκε στις 26 Αυγούστου 1797 από πολύ φτωχούς και άσημους γονείς: τον Ευσέβιο Ποπώφ που ήταν νεωκόρος στην ενορία του Προφήτη Ηλία και τη Θέκλα που διακρίνονταν για την ευσέβεια και το φόβο Θεού που τους τιμούσε ιδιαίτερα. Όταν βαπτίστηκε του έδωσαν το όνομα Ιβάν, Ιωάννης προς τιμήν του Αγίου Ιωάννου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Νηστευτού (582 – 595).
Πέρασε τα παιδικά του χρόνια εκεί αλλά στα πέντε του χρόνια έχασε τον πατέρα του και έτσι ορφάνεψε. Ο πατέρας του όταν κοιμήθηκε ήταν μόλις σαράντα χρονών, γύρω στα τέλη Αυγούστου του 1803. Μαζί με τον πεντάχρονο Ιωάννη υπήρχαν επίσης οι δύο αδελφές του και ένα αγέννητο παιδί. Έτσι η οικογένεια του μικρού Ιωάννη, από πολύ νωρίς, βρέθηκε και έζησε και δύσκολες στιγμές λόγω του χαμού του πατέρα τους. Όμως, ο Θεός δεν τους εγκατέλειψε. Ο αδελφός του αποθανόντος πατέρα του, Δήμητριος, που ήταν διάκονος, ανέλαβε την κηδεμονία του μικρού Ιωάννη. Έτσι μπόρεσε από πολύ νωρίς να μπει στο πνεύμα της εκκλησιαστικής ζωής, σε τέτοιο βαθμό, που μπορούσε να διαβάζει στα επτά του χρόνια, άνετα, στην εκκλησία, τον Απόστολο.
Η συμμετοχή του αυτή στις ιερές ακολουθίες τον βοήθησε τόσο, ώστε άρχισε να αισθάνεται ότι έχει κλίση μια μέρα να υπηρετήσει στο άγιο θυσιαστήριο. Εν τω μεταξύ ο θείος του, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, χήρεψε, έγινε μοναχός και πήρε το όνομα Δαυίδ. Με τη βοήθεια του θείου του, ο οποίος ήδη προείδε τα ταλέντα του, στον εκκλησιαστικό τομέα αλλά και στα γράμματα, το 1806 του εξασφάλισε μια θέση στο Εκκλησιαστικό Σεμινάριο του Ιρκούτσκ. Και δεν έπεσε έξω με τις κρίσεις του.
Η επίδοσή του στα μαθήματα ήταν υποδειγματική. Από τότε φάνηκε η όλη μετέπειτα σταδιοδρομία του που διάφοροι βιογράφοι του σημειώνουν ότι «ένα δραστήριο πνεύμα ζωής κατοικούσε μέσα του». Επειδή ήταν επιμελής, σοβαρός και αποδοτικός στις σπουδές του, του έδωσαν το επίθετο Βενιαμίνωφ προς τιμή του Αγίου Βενιαμίν, Αρχιεπισκόπου του Ιρκούτσκ. Εκτός από τα θεολογικά γράμματα, που ήταν πάντα πρώτος, έμαθε και πολλά χειρωνακτικά επαγγέλματα, τα οποία θα του ήταν τόσο χρήσιμα στη συνέχεια, στο έργο του ως ιεραπόστολος. Μάλιστα διέπρεψε περισσότερο σαν ωρολογοποιός.
Στη συνέχεια και περίπου έναν χρόνο πριν τελειώσει τις σπουδές του, ο νεαρός Ιωάννης, παντρεύτηκε, στις 29 Απριλίου 1817, την Αικατερίνη, η οποία ήταν κόρη ιερέα και στις 13 Μαΐου χειροτονήθηκε διάκονος στον ενοριακό ναό του Ευαγγελισμού στο Ιρκούτσκ.
Όπως αναφέραμε ήδη ο Ιωάννης είχε έμφυτες πολλές αρετές. Δεν είχε μόνο το χάρισμα της βαθιάς πνευματικής εμπειρίας αλλά και στα ακαδημαϊκά δεν υστερούσε, γι’ αυτό ο Βενιαμίνωφ μπόρεσε να γίνει δεκτός και να φοιτήσει στη Θεολογική Ακαδημία της Μόσχας. Η περίοδος αυτή των τεσσάρων χρόνων που έζησε εκεί στο θαυμάσιο περιβάλλον της Θεολογικής Ακαδημίας και με την υπηρεσία του στο θυσιαστήριο ως διάκονος χαρακτηρίζεται σαν τα πιο ευτυχισμένα χρόνια της ζωής του.
Όλες αυτές οι αναμνήσεις, τα βιώματα και οι εμπειρίες τον προετοίμαζαν για το μέχρι εκείνη την ώρα άγνωστο ταξίδι του στον χώρο της ιεραποστολής. Η μελέτη της Αγίας Γραφής, οι λόγοι των μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας μας, οι μοναχικές και ασκητικές μορφές που τον περικύκλωναν, κυριολεκτικά, οι μυσταγωγικές ακολουθίες, που τόσο πολύ αγαπούσε, τον ανέβαζαν όλο και ψηλότερα στους κόσμους της θεϊκής παρουσίας.
Ακριβώς για να τονίσει τη σπουδαιότητα αυτής της διακονίας του στον ιερό ναό της ενορίας του, όπου υπηρετούσε αφιέρωσε στο στιχάριο που φορούσε ως διάκονος στον ναό αυτό, αφού του προκαλούσε τα καλύτερα συναισθήματα και τον συνέτριβε η προσφορά του αυτή όσο μηδαμινή κι αν ήταν. Πέρασαν τα χρόνια κι ο Ιννοκέντιος επισκέφθηκε πια ως Μητροπολίτης Μόσχας τον ενοριακό ναό που υπηρέτησε. Του έφεραν και του έδωσαν το διακονικό του στιχάριο, το οποίο βρισκόταν ακόμα εκεί ως κειμήλιο και εκείνος τότε αισθάνθηκε ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση, ώστε ζήτησε να το μετατρέψουν σε αρχιερατικό σάκκο και να του το φορέσουν στον ενταφιασμό του.
Χαρακτηριστικά έλεγε ότι «η θεία πρόνοια», όταν πια ήταν Επίσκοπος, «με προόριζε να πάω στην Αμερική αντί για την Ακαδημία». Κι ένας από τους βιογράφους του παρατηρεί για τον Ιννοκέντιο ότι «ένα δραστήριο πνεύμα ζωής κατοικούσε μέσα του».
Στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 18 Μαΐου 1821 ο π. Ιωάννης λαμβάνει τον δεύτερο βαθμό της ιεροσύνης, γίνεται ιερέας και τοποθετείται στον ίδιο ναό που υπηρετούσε ως διάκονος, δεύτερος ιερέας. Εκεί για μια ακόμη φορά εκδηλώθηκαν τα σπάνια πνευματικά του χαρίσματα. Εξαιρετικός λειτουργός, στοργικός πατέρας και πνευματικός, βαθιά αφοσιωμένος στον καθήκον του και στην ιερατική αποστολή του, υπεραγαπήθηκε από τους ενορίτες του αλλά και από όλους τους κατοίκους του Ιρκούτσκ.
Όσο κι αν τον τραβούσε αυτή η υπηρεσία του, που του προκαλούσε πραγματικά δέος, όσο κι αν οι ενορίτες του τον αγάπησαν για τη θαυμάσια λειτουργική του αφοσίωση και τα εξαίρετα κηρύγματά του, που ωφελούσαν τον πιστό λαό του Θεού, ο Θεός ήδη τον είχε προετοιμάσει και τον προόριζε για κάτι πολύ ανώτερο και πιο άγιο.
Η Ρωσία τότε ήταν κυρίαρχος στην Αλάσκα και στα γύρω νησιά της. Αυτές οι Ρωσικές αποικίες είχαν ανάγκη να γνωρίσουν και αυτές τον Χριστό και να ασπασθούν τη διδασκαλία της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Η ώρα για τον Ευαγγελισμό των φυλών της Αλάσκας και των άλλων περιοχών βρισκόταν τώρα μέσα στις προτεραιότητες της Ρωσικής Εκκλησίας.
Τι έγινε και πώς άρχισε και πώςπροχώρησε η όλη προσπάθεια; Ο Επίσκοπος Ιρκούτσκ Μιχαήλ Μπουραντακώφ, που υπήρξε ένας διακεκριμένος και δραστήριος ιεράρχης, πήρε εντολή από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ρωσίας να εξεύρει νέους και αφοσιωμένους κληρικούς που θα ήταν πρόθυμοι θα αναλάβουν τον εκχριστιανισμό των κατοίκων της Αλάσκας και των γύρω νησιών (εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι τα νησιά αυτά βρίσκονται στον Β. Ειρηνικό Ωκεανό, ανακαλύφθηκαν από τη Ρωσική αποστολή των Β. Μπέριγκ και Α. Τσιρίκωφ, το 1741, και πουλήθηκαν το 1867 στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής).
Το μήνυμα του Επισκόπου Μιχαήλ γνωστοποιήθηκε και σ΄ αυτό έκανε έκκλησή να βρεθούν ζηλωτές και θερμοί ιεραπόστολοι που θα αναλάμβαναν αυτή την τόσο δύσκολη αποστολή σε άγνωστους τόπους και πρωτόγονους κατοίκους που δεν είχαν ακούσει ποτέ τους για τον Χριστό. Η πρόσκληση του κυκλοφόρησε ευρύτερα στους πιστούς αλλά ιδιαίτερα στον κλήρο της Επισκοπής του. Τα νέα διαδόθηκαν και οι κληρικοί της Επισκοπής συζητούσαν για το γεγονός.
Ακούστηκαν πολλές γνώμες και οι περισσότεροι ιερείς τρομοκρατήθηκαν από τις ιστορίες που διηγούνταν διάφοροι καλοπροαίρετοι, φυσικά, χριστιανοί. Ήταν φυσικό, με το άκουσμα και μόνον των αποστάσεων αλλά και των κλιματολογικών συνθηκών, να απωθούν πολλούς να πάρουν μια τελική απόφαση. Ωστόσο, για την υλοποίηση της ιστορικής απόφασης της Ιεράς Συνόδου, επιβαλλόταν, από όσους έδειξαν ενδιαφέρον, με τη θεία Χάρη και το φωτισμό, να βρεθεί ο εκλεκτός και ο αποφασισμένος να θυσιάσει τη ζωή του για τους άλλους.
Δεν ήταν καθόλου εύκολο ν’ αποφασίσει κάποιος να δεχθεί εθελουσίως να πάει να ζήσει μαζί με τους ιθαγενείς αυτών των περιοχών και με αυταπάρνηση να αποδεχθεί να ακολουθήσει στις πρωτόγονες συνήθειες, τα ήθη, τα έθιμα και την κουλτούρα τους. Ποιος θα ήταν αυτός που θα ξεπερνούσε τον εγωισμό του, την καλοπέραση, την άνεση και, από υπέρμετρη αγάπη για την αγάπη του Ιησού και υπακούοντας στην εντολή του «μαθητεύσατε πάντα τα έθνη», να εγκαταλείψει και αυτή την ίδια την οικογένειά του; Όλα όμως ήταν μέσα στο σχέδιο του Θεού. Εκείνος που θα αποδεχόταν την πρόσκληση και να έπαιρνε μια τέτοια απόφαση δεν ήταν άλλος από τον Ιννοκέντιο Βενιαμίνωφ.
Μαζί του φυσικά θα ερχόταν η αγαπημένη του πρεσβυτέρα Αικατερίνα, η χήρα μητέρα του, Θέκλα, ο αδελφός του, Στέφανος και ο γιος του, Ιννοκέντιος. Συνολικά ο π. Ιωάννης απέκτησε εκτός από τον Ιννοκέντιο και τα εξής παιδιά: την Αικατερίνη, τον Γαβριήλ, τον Αλέξανδρο, την Όλγα, την Παρασκευή και τη Θέκλα. Ο ίδιος, ενθυμούμενος την απόφασή του αυτή, αργότερα, σημειώνε ως Επίσκοπος πια: «Είχα ακούσει για τις ιεραποστολές και τα μακρινά τους ταξίδια για τη διαφώτιση των ειδωλολατρών αλλά ποτέ δεν είχα σκεφθεί ιδιαιτέρως την υπόθεση.
Τότε, όμως, μερικοί άλλοι κι εγώ λάβαμε από τον Επίσκοπο γραπτή πρόσκληση να φύγουμε για ιεραποστολή στις Αλεούτες. Καθώς τη διάβαζα, ένιωσα κάτι να ταράζεται μέσα μου και αμέσως ανακοίνωσα στην οικογένειά μου την απόφασή μου να πάω. Ούτε τα δάκρυα των αγαπημένων μου ούτε οι συμβουλές των φίλων μου ούτε η περιγραφή των κακουχιών του μακρινού ταξιδιού και οι στερήσεις που με περίμεναν, έβρισκαν θέση στην καρδιά μου – η ψυχή μου φλεγόταν – και το θεώρησα εύκολο να χωριστώ από την πατρίδα μου, ενώ δεν δοκίμασα καμιά άσχημη εμπειρία από το κουραστικό ταξίδι».
Αφού τακτοποιήθηκαν όλες οι σχετικές διαδικασίες, τόσο με τον Επίσκοπό του όσο και με τους άμεσους συγγενείς του, ιδιαίτερα αυτούς που θα τον συνόδευαν, αναχώρησε στις 7 Μαΐου 1823 και έφθασε στο νησί Ουναλάκα της Αλάσκας. Τον συνόδευαν, όπως ανέφερα, ο αδελφός του Στέφανος, ο γιος του Ιννοκέντιος, η πρεσβυτέρα του Αικατερίνα και η χήρα μητέρα του Θέκλα. Το ιστορικό και κοπιώδες αυτό ταξίδι διήρκησε 14 μήνες. Στο περιπετειώδες αυτό ταξίδι ο νεαρός ιερέας ήταν αποφασισμένος να θυσιάσει τα πάντα για τη δόξα του Χριστού.
Μέσω Σιβηρίας και άλλων χωρών έφθασε στην Ουναλάσκα στις 24 Ιουνίου 1824 και από την πρώτη στιγμή αντιλήφθηκε ότι είχε να επιτελέσει ένα τεράστιο ιεραποστολικό και σωτηριώδες έργο αφού, οι κάτοικοι, τους οποίους κλήθηκε να υπηρετήσει, ζούσαν έντονα μέσα σε ειδωλολατρικές ιδέες και η ζωή τους ήταν, δοσμένη στα έργα του σκότους, της αμάθειας, των προκαταλήψεων και των άλλων αντιλήψεων που πραγματικά τραυμάτιζαν τη όλη ζωή τους. Η αποστολή του αυτή δεν ήταν καθόλου εύκολη αλλά, στο τέλος, ύστερα από υπεράνθρωπες προσπάθειες, ο Τριαδικός μας Θεός τον βοήθησε και τα κατάφερε. Μπόρεσε να κατακτήσει τις καρδιές των ανθρώπων αυτών με την υπερβολική αγάπη που τους αγκάλιασε, με την καλοσύνη και την κατανόηση που τους έδειξε. Κοντά σ΄ όλα αυτά συνέβαλε και η υπερβάλλουσα υπομονή του.
Το πρώτο πράγμα που έθεσε σαν προτεραιότητα στην αποστολή του ήταν το κτίσιμο μιας εκκλησίας. Μιας εκκλησίας που θα γινόταν το κέντρο της ιεραποστολικής του προσπάθειας για τους προσερχόμενους προς το βάπτισμα. Με τα ίδια του τα χέρια και με τη βοήθεια όμως και των ιθαγενών κατάφερε, μέσα σ΄ ένα χρόνο, να κτίσει τον πρώτο ναό. Στην επίτευξη του σκοπού συνέβαλαν οι καλές τεχνικές του γνώσεις ως μαραγκός και οικοδόμος. Αυτές τον βοήθησαν να καταρτήσει και τους κατοίκους του νησιού που πάντοτε ενεργούσαν κάτω από τη δική του επίβλεψη και τις υποδείξεις. Φυσικά, πριν από τον π. Ιωάννη, από τον προηγούμενο 17ο αιώνα, είχαν περάσει αυτά τα μέρη και άλλοι Ρώσοι ιεραπόστολοι, ακόμα και έμποροι που έζησαν εκεί αρκετά χρονικά διαστήματα.
Αναφέρω ενδεικτικά τον Γρηγόριο Σελέκωφ (1747 – 1795), ο οποίος έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον πολιτισμό των ιθαγενών και ο οποίος τους βοήθησε με διάφορα μέσα και τρόπους. Πρέπει επίσης ν΄ αναφερθεί ότι μοναχοί, από τη Μονή Βαρλαάμ, ήταν οι πρώτοι που επισκέφθηκαν τα νησιά αυτά, και αφού κατήχησαν στη συνέχεια βάπτισαν τους κατοίκους. Όμως η αναχώρησή τους ανάγκασε τους ιθαγενείς να ξεχάσουν εντελώς όσα διδάχθηκαν για την Ορθόδοξη πίστη. Είχαν κάνει φυσικά μια προσπάθεια και έκτισαν μια μικρή εκκλησία, η φθορά όμως με το πέρασμα του χρόνου και η εγκατάλειψη έκαναν το εκκλησάκι, να είναι μισογκρεμισμένο, εγκαταλελειμμένο και έρημο.
Δεν έμεινε, φυσικά, ο π. Ιωάννης μόνο στην κατασκευή ναών αλλά προχώρησε και στη δημιουργία κλινικών, σχολείων και άλλων χρήσιμων εγκαταστάσεων, που βοήθησαν τους ιθαγενείς σε πολλούς τομείς, έτσι ώστε να λειτουργεί η ιεραποστολή με τις δραστηριότητές της πιο άνετα. Φυσικά, έδωσε προτεραιότητα σε όσους είχαν, από παλιά δεχθεί το Ευαγγέλιο και η κύρια προσπάθειά του ήταν ο επαναευαγγελισμός τους. Με την υπομονή, τη θέληση, την αγάπη, τη βαθιά του πίστη αλλά και την επιμονή του, που ήταν τα στοιχεία που συμπλήρωναν την προσωπικότητά του, στο τέλος, έφερε εις πέρας την αποστολή του και χαιρόταν μαζί με τους νεόφυτους ιθαγενείς, οι οποίοι τώρα απομακρύνθηκαν από τις παλιές τους συνήθειες και την ηθική κατάπτωση που τους βρήκε και τώρα ζούσαν μέσα σ’ έναν άλλο τελείως διαφορετικό κόσμο, εκείνο της λύτρωσης και της μακαριότητας.
Κλείνω τα μάτια και βλέπω μπροστά μου τον Άγιο Ιννοκέντιο να τρέχει ασταμάτητα μέσα στη νύχτα, μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες που, πολλές φορές, μπορούσαν να του στοιχίσουν ακόμα και αυτή τη ζωή του. Ο ίδιος, όπως ανέφερα ήταν διαφορετικά μαθημένος και έζησε μια άνετη ζωή στη χώρα του. Μια ζωή που, στη συνέχεια θα μπορούσε να έχει εκεί μια θαυμάσια προσωπική εξέλιξη. Κι όμως η αγάπη και ο πόθος που είχε μέσα του για διάδοση και εδραίωση του λόγου του Θεού στις ψυχές, που κλήθηκε να υπηρετήσει, έδωσε νέα πνοή και ζωή και άνοιξε δρόμους ελπίδας και σωτηρίας, στις ψυχές ανθρώπων «των ευρισκομένων μακράν». Όσο κι αν, στην αρχή, δυσκολεύτηκε να μάθει και να αντιληφθεί καλύτερα τους τρόπους, τις σκέψεις και τις συνήθειες της ζωής τους, τόσο περισσότερο ήταν πεπεισμένος ότι με την αγάπη που προσφέρει η γνωριμία και η προσωπική επαφή, η συνομιλία μαζί τους, θα ξεπερνούσε όλα τα εμπόδια και, ένας θείος δεσμός, θα τον έδενε με όλους αυτούς τους ανθρώπους και θα υπερνικούσε η αγάπη του, η απλότητα της ψυχής του, η ανιδιοτελής και χωρίς όρια προσφορά του προς όλους.
Κλείνω τα μάτια και σκέφτομαι και αναλογίζομαι ένα σεμνό οικογενειάρχη, μέσης ηλικίας, λευίτη της Εκκλησίας, που πραγματικά έδειξε τα σημάδια της αγιότητάς του αλλά και της θυσιαστικής προσφοράς του πρώτα προς τους ανθρώπους της χώρας της καταγωγής του και στη συνέχεια στις απομακρυσμένες και άγνωστες περιοχές της Αλάσκας. Ένα ταπεινό και αφοσιωμένο ιερέα που φορτώνεται ένα μεγάλο βάρος ευθυνών σε άγνωστους τόπους, μέσα σε ανθρώπους που δεν είχαν ακούσει καμιά φορά για το πέρασμα Εκείνου που έμελλε να φέρει τη σωτηρία σ’ όλους τους ανθρώπους κάθε φυλής, χρώματος, καταγωγής, γλώσσας, ηθών και κουλτούρας. Ο Ιννοκέντιος όμως δεν ήταν ο συνηθισμένος άνθρωπος. Από μικράς ηλικίας τον είχε κοσμήσει ο Θεός με εξαίρετα πνευματικά χαρίσματα, μια εσωτερική ανεξήγητη πνευματική ευφορία που τον συνόδευε σ’ όλη την πορεία της ζωής του όχι μόνο στην αρχή της ιερατικής του σταδιοδρομίας αλλά και μετέπειτα. Όταν αναδείχθηκε Επίσκοπος και τέλος ανέλαβε τα ηνία της Ρωσικής Εκκλησίας.
Τι όμως ήταν εκείνο που έδωσε στον Άγιο Ιννοκέντιο θεία έμπνευση και αποφάσισε, αγνοώντας αντιδράσεις, από το στενό του περιβάλλον, για μια τέτοια περιπετειώδη και επικίνδυνη αποστολή; Ο λόγος ήταν γιατί Άγιος Ιννοκέντιος είχε μέσα του ένα ανεξήγητο θαύμα με το οποίο κινήθηκε σ’ όλα τα χρόνια της ζωής του. Ήξερε ότι η αποστολή ενός ιερωμένου ήταν καθαρά μια πνευματική άσκηση που, στο τέλος, αν της παρέμενε μέχρι το τέλος ταπεινός και πιστός, η θεία Χάρις, θα τον οδηγούσε στη Βασιλεία των Ουρανών. Δεν έπαιζε με άλλα λόγια – για να χρησιμοποιήσω μια λαϊκή έκφραση – με την ιερωσύνη του. Αφού πίστευε ακράδαντα όπως και για κάθε ανθρώπινη ύπαρξη ότι ήταν εικόνα Θεού, στηρίχθηκε και εργάστηκε με τη βεβαιότητα της παρουσίας του Παναγίου Πνεύματος. Ήταν με αυτό το πνεύμα το Άγιο που θέλησε ο ίδιος, μόνος του, να διακονήσει και να εμπνεύσει τους ελαχίστους Αλεουτιανούς αδελφούς του. Αυτό το Πανάγιο Πνεύμα τον φώτισε με τη συνεχή και αδιάληπτη προσευχή και του έδωσε την άνωθεν σοφία και σύνεση.
Ο Άγιος Ιννοκέντιος γνώριζε ότι η αποστολή του ήταν Αγία και ότι ήταν απόλυτα ταυτισμένη με το έργο της Εκκλησίας. Δεν ενδιαφερόταν για την προσωπική του ανάδειξη και καλή ζωή της οικογένειάς του. Ήξερε ότι πρώτα έπρεπε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του απέναντι στο προσκλητήριο της Εκκλησίας που τον καλούσε να ηγηθεί πρωτοποριακού και ιεραποστολικού έργου και μετά να μεριμνήσει για τον εαυτό του, την οικογένειά του και τους γύρω του. Ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι κανένας άλλος και καμιά άλλη δύναμη ή ιδεολόγημα ή άλλη επί γης θρησκεία θα μπορούσε να μεταδώσει το φως και να μεταβάλει το σκότος, την άγνοια σε γνώση, την απιστία σε αληθινή πίστη. Δεν θα μπορούσε ο ίδιος να μεταμορφώσει τον κόσμο, αν πρώτα – «φωτισθήναι και ήτα φωτήσαι» - δεν είχε, με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, ο ίδιος μεταμορφωθεί εσωτερικά, και σαν θεοφόρος ποιμένας, με τη ζωή και τα έργα του να μπορέσει να μεταβάλει και να «μορφώσει Χριστόν» στους ανθρώπους που τάχθηκε υπηρετήσει ως πραγματικές εικόνες του Κυρίου και Θεού.
Το Άγιο Πνεύμα ήταν εκείνο που κατεύθυνε τα βήματα και τις κινήσεις του Αγίου Ιννοκέντιου. Σ’ ένα από τους λόγους του που εξεφώνησε μετά ως Μητροπολίτης Μόσχας γράφει ο ίδιος κατηγορηματικά «... Το Άγιον Πνεύμα το παίρνουμε ακόμα με την προσευχή. Είναι ο πιο απλός και αποτελεσματικός τρόπος, που μπορεί να τον χρησιμοποιεί ο καθένας μας οποιαδήποτε ώρα ... Είπαμε πριν ότι ο άνθρωπος που δεν έχει μέσα του το Άγιο Πνεύμα δεν μπορεί να προσευχηθεί αληθινά... Ένας από τους Αγίους Πατέρες είπε: “Αν θέλεις η προσευχή σου να ανεβεί κατευθείαν στον Θεό, δώσε της δύο φτερά, τη νηστεία και την ελεημοσύνη... Ένας άλλος τρόπος με τον οποίο μπορούμε να πάρουμε το Άγιο Πνεύμα είναι, όπως είπαμε, η ανάγνωση και ακρόαση της Αγίας Γραφής ... Γι’ αυτό ακριβώς πολλοί απλοί άνθρωποι, διαβάζοντας ή ακούγοντας την Αγία Γραφή, έγιναν ευσεβείς και έλαβαν το Άγιο Πνεύμα, ενώ απεναντίας άλλοι και μάλιστα μορφωμένοι, μελετώντας την, πλανήθηκαν και χάθηκαν ... Το Άγιο Πνεύμα το αποκτούμε, τέλος, με τη συμμετοχή στα ιερά μυστήρια της Εκκλησίας και κατ’ εξοχήν με τη θεία κοινωνία ... Όποιος αρνείται ή αμελεί να κοινωνήσει δεν αγαπάει τον Χριστό, γι’ αυτό ούτε το Άγιο Πνεύμα θα λάβει ούτε στην ουράνια βασιλεία θα μπει ... Αυτά, λοιπόν, είναι τα μέσα, με τα οποία μπορούμε να αποκτήσουμε το Άγιο Πνεύμα, καθαρή καρδιά και αγνή ζωή, ταπεινοφροσύνη, υπακοή στη φωνή του Θεού, προσευχή, αυταπάρνηση, μελέτη των ιερών βιβλίων, θεία κοινωνία. Το καθένα απ’ αυτά τα μέσα αρκεί, βέβαια, και μόνο του για να μας χαρίσει το Άγιο Πνεύμα. Μα είναι πιο καλό και πιο αποτελεσματικό να τα χρησιμοποιούμε όλα μαζί. Τότε, χωρίς καμιά αμφιβολία, θα λάβουμε το Άγιο Πνεύμα και θα γίνουμε άγιοι ... Τελειώνοντας, πρέπει να πούμε, ότι, αν κάποιος αξιωθεί να λάβει το Άγιο Πνεύμα και στη συνέχεια πέσει σε αμαρτία, το διώχνει από μέσα του. Και τότε, όμως, ας μην απελπιστεί, ας μη νομίσει ότι χάθηκαν όλα. Όσο πιο γρήγορα μπορεί ας προσπέσει στον Θεό με θέρμη, με μετάνοια, με προσευχή. Και το Άγιο Πνεύμα θα επιστρέψει μέσα του...».
Πιστεύω ότι ο Άγιος Ιννοκέντιος, με αυτή τη σοφία και τη θεία έμπνευση εργάστηκε ανάμεσα στους πρωτόγονους κατοίκους της Αλάσκας και των γύρω νήσων, με αυτό τον τρόπο μπόρεσε να εκπληρώσει, στο ακέραιο, την ιερή αποστολή του όσο κι αν δυσκολεύτηκε σαν άνθρωπος και κάτω από τις τόσο δύσκολες και επικίνδυνες, πολλές φορές, συνθήκες των τοπικών χώρων που ο Κύριος τον διάλεξε ιεραπόστολο για να μεταδώσει το Ευαγγέλιο. Ο ίδιος ζούσε καθημερινά το πνεύμα της Πεντηκοστής και ήταν πεπεισμένος ότι αυτό το Άγιο Πνεύμα ήταν η κινητήριος δύναμη που αυτή τον καθοδηγούσε έτσι ακριβώς όπως καθοδήγησε και φώτισε τους Αγίους Αποστόλους και μαθητές του Κυρίου. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ένα Άγιο Πνεύμα να είναι εγκλωβισμένο μέσα σε μια μόνο συγκεκριμένη φυλή ή γλώσσα. Η αποστολή του ήταν παγκόσμια, πανανθρώπινη και αδιάκοπη μαρτυρία για τους εγγύς και τους μακράν, σ’ όλη την κτίση, χωρίς περιορισμένα τείχη και μήκη. Αυτό το Πανάγιο Πνεύμα, που τον φώτιζε και τον καθοδηγούσε, ο Άγιος Ιννοκέντιος το ζούσε καθημερινά. Μετά το ερχομό του Κυρίου επί της γης και την εκ νεκρών ζωηφόρο Ανάστασή του, το Πανάγιο Πνεύμα είναι που υπάρχει και κυβερνά της Εκκλησία. Ζωή και φως και πηγή αγαθότητας.
Έπρεπε, ευρισκόμενος εν μέσω ανθρώπων ειδωλολατρών, ατόμων που δεν είχαν ποτέ ακούσει το όνομα Ιησούς, να διδάξει τις θεμελιώδεις αρχές της χριστιανικής πίστης μέσα από το Ευαγγέλιο. Οι άνθρωποι περίμεναν να δουν πώς ο ίδιος εφάρμοζε μέσα στη ζωή του τις χριστιανικές αυτές αρχές και μετά να πεισθούν να τον ακολουθήσουν. Ως πνευματικός πατέρας και ως άνθρωπος με βαθιά πίστη και δυνατή συναίσθηση για το κοσμοσωτήριο αυτό έργο που ανέλαβε έπρεπε να αναπτύξει έντονα το θέμα της αγάπης που οπωσδήποτε θα οδηγούσε τους ανθρώπους σε άλλες παράλληλες αρετές, όπως της ταπείνωσης, της υπακοής, της συγχώρησης. Φυσικά, ο Άγιος Ιννοκέντιος εφάρμοζε, στην προκειμένη περίπτωση, και βίωνε καθημερινά το ευαγγελικό «ουκ ήλθεν διακονηθήναι, αλλά διακονήσει και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών» (Ματθ. 20/28). Χρειάστηκε χρόνος και πολύς μόχθος, για να μπορέσει να πείσει τους Αλεουτιανούς και όλους τους λοιπούς, ώστε να μπορέσουν να αντιληφθούν το βαθύ νόημα της χριστιανικής αγάπης προς τον πλησίον, βασικό στοιχείο για να επικρατήσει η ειρήνη και η ευδαιμονία, η αρμονική συνύπαρξη ανάμεσα στους ανθρώπους. Και το πέτυχε. Αυτό ήδη φαινόταν στον ορίζοντα ότι «η αγάπη τω πλησίον κακόν ούκ εργάζεται» (Ρωμ. 13/10). Η αγάπη του αυτή εξασφάλιζε στους προσερχόμενους προς το φώτισμα, μια ασφαλή επιβεβαίωσή του προς αλλήλους σεβασμού και της αναγνώρισης της αδελφικής συνύπαρξης και της καταλλαγής «εν τω συνδέσμω» του σταυρικού του Κυρίου φρικτού μαρτυρίου, απ’ όπου ξεχείλισε διάπλατα η αγάπη ακόμα και προς τους εχθρούς. «Πάτερ, άφες αυτοίς ου γαρ οίδασιν τι ποιούσιν» (Λουκά 23/34).
Ο Άγιος κατόρθωσε με το άγιο παράδειγμά του να ανυψώσει τον «εν σκότει και σκιά θανάτου καθήμενον» αφού με την εφαρμογή της αρετής της αγάπης ο άνθρωπος πνευματικά ζωογονείται, ζωοπληρούται, ανορθώνεται και καθίσταται με την αναγέννηση, τη νέα του πνευματική γέννηση «εις Χριστόν και εις την Εκκλησία», νέα Κτήση. Όλους, λοιπόν, τους «κοπιώντας και πεφορτισμένοους», ο Άγιος Ιννοκέντιος θέλησε να σώσει, να εμπνεύσει και να αγιάσει μέσω των μυστηρίων και της θείας χάριτος. Γι αυτό και προσπάθησε να τους εμπνεύσει με τη σωστή διδασκαλία του Ευαγγελίου για να φωτισθούν και αγιασθούν εσαεί, εν Αγίω Πνεύματι, δίνοντας τους ελπίδα και ανοίγοντας τους λεωφόρο σωτηρίας. Ως ταπεινός υπηρέτης του ευαγγελικού λόγου είχε υπ’ όψη του και τα εφάρμοζε στην καθημερινή ζωή του τα λόγια του Ιερού Χρυσοστόμου «Και γαρ των ακτίνων καθαρωτέραν τω ιερεί την ψυχήν είναι δει, ίνα μηδέποτε έρημον αυτόν καταλιμπάνη το πνεύμα το Άγιον, ίνα δύνηται λέγειν “ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός”».
Είναι ακριβώς αυτά που συνέστηνε ο Άγιος: την προσευχή, τη μελέτη της Αγίας Γραφής, τα μυστήρια με τα οποία η ψυχή του ανθρώπου καθαρίζεται, εξαγνίζεται, ζωντανεύει, μεταμορφώνεται, ανανεώνεται με την άσκηση, ιδιαίτερα της νηστείας, της προσευχής και της ελεημοσύνης και τελικά αγιάζεται. Η επιμονή του Αγίου, για το Άγιο Πνεύμα και για τα θεραπευτικά του ιδιώματα είναι παραδειγματική και τούτο δηλώνει ότι ήταν το μέσο που περισσότερο τον βοήθησε στην ιεραποστολική του πορεία. Εγκολπώθηκε βαθιά, όπως αναφέραμε ήδη, τις θεραπευτικές και αγιαστικές ενέργειες του Αγίου Πνεύματος και δεν ήθελ, με κανένα τρόπο, να πιστέψει ότι ύστερα από 19 αιώνες ήταν δυνατό ν’ αρνηθεί την ενεργό συμμετοχή του στη ζωή των ανθρώπων, αυτών που η νέα Πεντηκοστή ήταν συνέχεια εκείνης της πρώτης και μοναδικής που, όπως τονίζει ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας «Ειδός δε το πνεύμα τα εν Θεώ κεκρυμμένα, ταις των αγίων ψυχαίς διαπορθμεύει αυτά και απλανή και αμώμητον αποθέτει αυταίς γνώσιν». Έτσι ο Άγιος Ιννοκέντιος θέλησε ακριβώς να αποκαλύψει στους ανθρώπους της Ιεραποστολικής του ευθύνης, εκεί στην Αλάσκα, ότι η γνώση της αλήθειας, το φως, η ζωή, που εκπηγάζουν από το Πανάγιο Πνεύμα, θα μπορούσαν να τους καταστήσουν Αγίους και πολίτες της επουρανίου Βασιλείας. Με αυτό τον τρόπο τους έπεισε, αφού οι άνθρωποι που συναντούσε δέχθηκαν θετικά τις υποδείξεις και τις συμβουλές του Αγίου. Αφού έβλεπαν που δεν αποσκοπούσε κανένα προσωπικό του συμφέρον αλλά απέβλεπαν οι ενέργειές του, αποκλειστικά, στη δική τους σωτηρία.
Για να πετύχει πιο εύκολα στην αποστολή του ο π. Ιωάννης έπρεπε όχι μόνο να σεβαστεί τον πολιτισμό των ντόπιων με τα πρωτόγονα ήθη και έθιμά αλλά να μελετήσει σε βάθος το νόημά τους, τις αξίες και τις προοπτικές τους, ακόμα όμως, πολύ περισσότερο, πείστηκε ότι ήταν απαραίτητο και υποχρεωτικό να μάθει τις τοπικές τους διαλέκτους παρ’ όλο που, αγγράμματοι, μόνο μιλούσαν και δεν είχαν δική τους γραφή. Ως εκ τούτου, το έργο του γινόταν ακόμα πιο επίμοχθο και πολυσχιδές. Έπρεπε όμως να προχωρήσει και να εφαρμόσει στην πράξη τις σκέψεις και τις ιδέες του για να μπορέσει να φέρει σε πέρας το ιερό έργο που ανέλαβε με τόσες θυσίες, κόπους και στερήσεις. Φυσικά η μελέτη των γλωσσικών ιδιωμάτων της κάθε φυλής που θα συναντούσε δεν ήταν εύκολο εγχείρημα. Ήταν, από τη φύση του περίεργος να μάθει οτιδήποτε με τις φυλές αυτές, ακόμα για τα ενδύματά τους, τα φυτά, τα ζώα, τους βράχους, τα δέντρα και γενικά ότι είχε σχέση με τη φύση.
Συνήθως, από τα ταξίδια και τις επαφές του, έπαιρνε σημειώσεις και κατέγραφε, με κάθε λεπτομέρεια, τις παρατηρήσεις του, τα ερωτηματικά του, τις συγκρίσεις του, τους προβληματισμούς του. Όλα αυτά τα συγκέντρωσε στο τέλος και έβγαλε ένα συγκεκριμένο εγχειρίδιο, που κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Κύρια χαρακτηριστικά των Αλεουτιανών που ζουν στα νησιά». Στη συνέχεια έγραψε, επίσης, ένα δεύτερο: «Παρατηρήσεις επί των Αλεουτιανών και Κουσιανών της Άτκα», όπως και «Γραμματική της γλώσσης των νήσων Αλεούτων και Φοξ». Στην ίδια γλώσσα ο π. Ιωάννης μετάφρασε την Κατήχηση και το Ευαγγέλιο του Ματθαίου. Δεν ήταν όμως δυνατό όλα αυτά να γίνουν προσιτά και κατανοητά σ’ αυτούς τους ιθαγενείς, αν δεν δημιουργείτο ένα αλφάβητο, μια γραμματική, ένα συντακτικό. Φυσικά, στη συνέχεια, όταν τα χρόνια πέρασαν, είχε την ευκαιρία να επισκεφθεί και να ζήσει με άλλες φυλές σε άλλα νησιά διαφορετικά από εκείνα των Αλεουτιανών. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η έκδοση ενός άλλου τρίτου βιβλίου με τίτλο «Παρατηρήσεις στη γλώσσα των Καλουσκανών και των Κοδιάκων». Το θέμα των μεταφράσεων δεν ήταν ούτε απλό ούτε και εύκολο, αφού αισθανόταν ο ίδιος ότι ήταν αδύνατο να γνωρίσουν τον χριστιανισμό χωρίς να ακούσουν τα σωτήρια μηνύματά του στην κατανοητή δική τους διάλεκτο. Έτσι, συνέχισε την αποστολή του με περισσότερο ζήλο και πεποίθηση. Στην περιοχή Γιακούτια μεταφράστηκε η Αγία Γραφή, η Θεία Λειτουργία μεταγλωττίστηκε στην γλώσσα του πιστού λαού του Θεού κι αυτό προκαλούσε ενθουσιασμό και δέσιμο ανάμεσα στους κατοίκους με τα ουράνια και τα θεία. Το έργο του στον μεταφραστικό τομέα απέκτησε ακόμα περισσότερη αξία, όταν έφθασε στις φυλές εκείνες που είχαν παλαιότερα υποδουλωθεί στους Κινέζους. Κυκλοφόρησαν τότε βιβλία κατηχητικού περιεχομένου στη γλώσσα Μαντσού και προσευχητάρια στη διάλεκτο Νανάι.
Όπως αναφέραμε ήδη, σ’ όποια περιοχή πήγαινε ο π. Ιωάννης, από σεβασμό αλλά και για δική του ωφέλεια έπρεπε να μελετήσει και να γνωρίσει από κοντά, όσο μπορούσε, τα γλωσσικά ιδιώματα όλων των φυλών, τα ήθη και έθιμά τους, τις ενδυμασίες, γενικά την κουλτούρα τους, ακόμα το φυτικό και ζωικό βασίλειο όλων των τόπων και περιοχών που επισκεπτόταν. Και πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι δεν ήταν πρόχειρα κατασκευάσματα αλλά πρωτότυπα και ακριβή γι’ αυτό και έτυχαν μεγάλης απήχησης στους ειδικούς επιστημονικούς κύκλους. Με ενθουσιασμό κυκλοφόρησαν αφού ήταν τα πρώτα κείμενα που έβλεπαν το φως της δημοσιότητας σ’ αυτές τις μη, μέχρι εκείνη τη στιγμή, χωρίς γραπτό λόγο ομιλούμενες διαλέκτους. Ο Άγιος Ιννοκέντιος έγραψε και κυκλοφόρησε επίσης το «Αλεουτιανό – Ρωσσικό Λεξικό», τη «Γραμματική της γλώσσας των νήσων Αλεούτων και Φοξ» με τη δημιουργία του σχετικού αλφαβήτου αφού ήταν μόνο προφορική. Φυσικά είναι και το κλασσικό του έργο «Υπόδειξη του δρόμου προς τη Βασιλεία των Ουρανών» (1833), ένα έργο που ξεπερνά τις πενήντα εκδόσεις και μεταφράστηκε σε αρκετές άλλες γλώσσες. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1843 από τον Αλέξανδρο Πάγκαλο στην Οδησσό. Για δεύτερη φορά, το 1956, κυκλοφόρησε από τον Θεόδωρο Αναστασιάδη στην Αθήνα. Επίσης και από την Αργυρώ Α. Παπαστεργίου το 1976, στην Αθήνα με τίτλο «Ιννοκέντιος Βενιαμίνωφ – Ιεραπόστολος της Αλάσκας». Το ίδιο έργο, από τον Μητροπολίτη Νικοπόλεως Μελέτιο, το 1989, στην Πρέβεζα και, τέλος, τον ίδιο χρόνο από τον Μητροπολίτη Κορίνθου Παντελεήμονα. Ίσως να έχουν, εν τω μεταξύ, δει το φως της δημοσιότητας και άλλες εκδόσεις.
Θα ήταν πιστεύω χρήσιμο να προσθέσω μερικές προσωπικές επισημάνσεις και παρατηρήσεις ύστερα από μακρά και βαθιά εξέταση και μελέτη μέσα από τη ζωή αλλά και τη Θεολογία του Αγίου Ιννοκεντίου.
Παρατηρεί κανείς, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τους κόπους και τις ταλαιπωρίες ενός αφοσιωμένου και ακαταμάχητου ήρωα και αγωνιστή, που στις πράξεις του έδωσε χώρο στο θέλημα του Θεού. Αυτούς τους περίεργους ιθαγενείς που η Θεία Χάρις του επεφύλαξε να υπηρετήσει, έπρεπε να τους αγαπήσει με όλη τη δύναμη της ψυχής του και με ιδιαίτερη φροντίδα να τους αγκαλιάσει. Αυτοί αναζητούσαν να γνωρίσουν το Ευαγγέλιο της δικαιοσύνης και να δουν μέσα στην εξέλιξη της πορείας τους το φως που μετέφερε ένας άνθρωπος ξένος μεν αλλά φλογερός ιεραπόστολος - ασκητής της αγάπης και της ταπεινοφροσύνης. Ο ίδιος ο Άγιος διψούσε κυριολεκτικά και τρεφόταν από τους λόγους της Αγίας Γραφής. Στο καθημερινό του πρόγραμμά, μπήκε σαν εγερτήριο η προσευχή. Δεν μπορούσε να ξεκινήσει κανένα από τα έργα του προτού επικοινωνήσει με τον Θεό και Δημιουργό του σύμπαντος κόσμου. Κάθε μέρα είχε ως αφετηρία του ν’ ανεβαίνει με τη θερμή προσευχή του όλο και ψηλότερα .
Επανέρχομαι και πάλι στο θέμα της αγάπης, γιατί πιστεύω ότι αποτελεί το πιο σημαντικό στοιχείο με το οποίο κάποιος να μπορεί να στηριχθεί και να στηρίξει και τους άλλους στη συνέχεια. Είναι η ουσία και αυτή η ίδια αποτελεί την κορυφή όλων των άλλων χριστιανικών αρετών γιατί «ο Θεός αγάπη εστί», κατά τον Άγιο Ιωάννη τον ευαγγελιστή και απόστολο. Είναι μέσα από την έμπρακτη εφαρμογή αυτής της χριστιανικής αγάπης που ο άνθρωπος αναπαύεται και βρίσκει την απαραίτητη γαλήνη και ηρεμία, αφού με τον τρόπο αυτό διώχνει από μέσα του κάθε κακία, ιδιαίτερα τις σατανικές και επικίνδυνες επεμβάσεις του εγωισμού, της φιλαρέσκειας και της αυταπάτης. Ναι, μέσα σ’ αυτό το πνεύμα της αγάπης, καλλιεργείται βαθιά και έντονα η παρουσία του ιδίου του Θεού αφού αυτός που πραγματικά μπόρεσε να την αποκτήσει και έμπρακτα την εφαρμόζει, για τους γύρω του και γίνεται συνεργός, στο έργο του Θεανθρώπου, για την αναμόρφωση και μεταμόρφωση του ανθρώπινου γένους. Είναι δε και αποτελεί γεγονός ότι, αν αυτή η αγάπη εφαρμοστεί, τότε μέσα στην κοινωνία μας δημιουργούμε αρμονία και οι άνθρωποι γίνονται επίγειοι άγγελοι. Όπου εφαρμόζεται το Ευαγγέλιο και ο νόμος της Αγάπης, επικρατεί και εφαρμόζεται η παράκληση, το « Ελθέτω η Βασιλεία Σου, ως εν ουρανώ και επί της γης».
Ο Χριστός, λοιπόν, ο ίδιος είναι η πηγή της αληθινής και γνήσιας αγάπης, η οποία δεν έχει όρια και περιορισμούς αλλά είναι απόλυτος, θυσιαστική, ειλικρινής, αμετακίνητος και σταθερή. «Αδάμ, ουδέ σε ανώ ουδέ σε εγκαταλείπω» ήταν η πρώτη υπόσχεση η οποία με τον ερχομό του Θεανθρώπου Χριστού, του Κυρίου ημών, εκπληρώθηκε. Η αγάπη, που αποτελεί όλη τη Θεϊκή ουσία, είναι ο δυναμικός διδάσκαλος που μπορεί, με τον αγιασμό, να οδηγήσει τους ανθρώπους στη δική της ακτινοβολία και να τους μεταγγίσει όλα τα αγαθά που απορρέουν ώστε ο άνθρωπος να γίνει φίλος, αδελφός και σύντροφος του ίδιου του Θεού. Μέσα από τη διδασκαλία και μέσα από τη μέθοδο διδασκαλίας του Αγίου Ιννοκεντίου προς τους λαούς αυτούς των Αλεούτων νήσων, τόνιζε «ότι η αγάπη απομακρύνει από την ψυχή του ανθρώπου όλα τα κακά ήθη και πάθη, όπως είναι η ζήλια, ο φθόνος, η συκοφαντία, το μίσος, ακόμα, για την περίπτωσή μας, τις φυλετικές διακρίσεις». Εφ’ όσον ο ίδιος ο Χριστός είναι αγάπη και κάθε ανθρώπινη ύπαρξη είναι το ίδιο το πρόσωπο του Χριστού, ο ίδιος δηλαδή ο Χριστός, τότε ο άνθρωπος εκεί που ζούσε ο Άγιος Ιννοκέντιος, αντιλήφθηκε ότι, μέσα στην αγκαλιά της Εκκλησίας, αποτελούσαν μια μεγάλη και ισότιμη οικογένεια, χωρίς εξαιρέσεις και συμφέροντα και τους καλούσε ν’ αφήσουν τις παλιές τους δοξασίες που τους απομάκρυναν από το αυθεντικό και γνήσιο πνεύμα της ύπαρξης και της καταγωγής τους και τους υπενθύμιζε τους λόγους του Απ. Παύλου «Μηδείς το εαυτού ζητήτω, αλλά τα του ετέρου (του πλησίον) έκαστος» (Α΄ Κορ. 10/24).
Επίλογος
Η ιερή πορεία του Αγ. Ιννοκέντιου σηματοδότησε μια νέα χρυσή σελίδα της νεότερης ιστορίας της εξωτερικής ιεραποστολής όχι μόνο στην Εκκλησία της Ρωσίας αλλά και γενικά στην καθ’ όλου Ορθοδοξία. Μέσα από την άγια βιοτή του βλέπει κανείς έναν σεμνό κι αγιασμένο ποιμένα ν’ ακολουθεί πιστά τα βήματα του Ιησού, των Αγίων Αποστόλων και μαθητών Του, των Αγίων Μεγάλων Μορφών των Πατέρων και Διδασκάλων όλων των εποχών, όπου ο ίδιος χρησιμοποίησε τους καρπούς και τα δώρα του Αγίου Πνεύματος, με συνεχή αγρυπνία και προσευχή, πίστη και αποφασιστικότητα στο θέλημα του Θεού. Είναι συγκινητικό το γεγονός ότι ενώ βρισκόταν στη γη λειτουργούσε και βρισκόταν συνέχεια στον ουρανό, συντροφιά με Αγίους και με αγγέλους, σε σημείο τέτοιο που να αισθάνεται ότι, επίγειος ουρανοπολίτης, περπατούσε στη γη και βρισκόταν, αρπαγμένος, στον ουρανό. Υπήρξε μεγάλης και βαθιάς θεολογικής κατάρτισης άνθρωπος αλλά και φίλος και μιμητής πολλών αγίων της Εκκλησίας μας. Αποτέλεσε, με το λαμπρό του παράδειγμά, το στοργικό πατέρα και φίλο του πλησίον, για τον οποίο ήταν έτοιμος να θυσιαστεί και αγόγγυστα να ταλαιπωρηθεί. Υπήρξε ειρηνικός με όλους, εμπνευστής και ελεήμων.
Όπου περνούσε και όπου έζησε άφησε σημάδια της ανιδιοτέλειας, της αγάπης, της ταπείνωσης και της αγιότητας. Γι’ αυτό το πέρασμά του σε εκείνους τους δύσκολους και δυσχερείς καιρούς, που έζησε, τον αναδεικνύουν, για μια ακόμη φορά, έναν ένθερμο και ενθουσιώδη και ταυτόχρονα πρωτοπόρο ιεραπόστολο που είχε πάνω απ’ όλα την εκκλησιαστική συνείδηση και πολλές φορές, παρόλο που δοκιμάστηκε και ταλαιπωρήθηκε σε τέτοιο σημείο που δεν είχε ακόμα, κατά το κοινόν «πού την κεφαλήν κλίνε», διατήρησε σταθερότητα, πίστη υποδειγματική και, ταυτόχρονα, μια ανεξήγητη θεϊκή ψυχική γαλήνη. Έζησε μαζί με τους ανθρώπους, που ζούσαν ολοσχερώς μέσα στην άγνοια και την αμαρτία, που στο τέλος, με την άκρα υπομονή του, τους οδήγησε σε λιμένα σωτηρίας, κοντά στον Χριστό, αφού, όπως «ο μονογενής Υιός και λόγος του Θεού, ο αθάνατος υπάρχων» ταπεινά τους καταδέχθηκε να ζήσει και να συναναστραφεί μαζί τους.
Έτσι, ως συνεχιστής των μεγάλων αγίων και πατέρων της Μίας και Αδιαιρέτου Ορθοδόξου Εκκλησίας, ήταν που κέρδισε τον στέφανο της δικαιοσύνης και στο τέλος αμείφθηκε, αφού, χωρίς όρια παραδόθηκε ολοκληρωτικά στο θέλημα του Θεού και εξ όλης ψυχής, καρδίας και διανοίας αγάπησε τον Κύριο. Αυτούς, που ο Θεός του έδωσε να ευαγγελίσει και να ποιμάνει και που αδιάκριτα τους αγάπησε και, με σοφία, κατόρθωσε να αποτυπώσει στις ψυχές τους τη βαθιά πνευματική εμπειρία. Αυτήν που ο ίδιος γνώρισε και εφάρμοσε στη ζωή του ως κανόνα θεογνωσίας και σωτηρίας «εις επίγνωσιν του μυστηρίου του Θεού ... εν ω εισί πάντες οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως απόκρυφοι» ( Κολ. 2: 2 – 3 )
Πηγή: Ρομφαία