Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Το όνομά τους δεν θα το βρείτε στα σχολικά εγχειρίδια. Οι εθνομηδενιστές και οι «φιλελεύθεροι» συνοδοιπόροι τους, τρέμουν τα συγκεκριμένα πρότυπα. Εμείς όμως, σε πείσμα των ξεπουλημένων, δεν θα παύσουμε να θυμίζουμε τα έπη των ιερομαρτύρων και εθνομαρτύρων μας.
Ο Άγιος Ευλάμπιος και η αδελφή του, Αγία Ευλαμπία, που η Εκκλησία μας γιορτάζει, στις 10 Οκτωβρίου, γεννήθηκαν στην Νικομήδεια, από ευσεβείς γονείς. Από τους ευσεβείς και ενάρετους γονείς, τους δόθηκε Χριστιανική ανατροφή και παρά το νεαρό της ηλικίας τους, έγιναν, φανατικοί οπαδοί, των Χριστιανικών Αληθειών. Είχαν πλούσια σωματικά και ψυχικά χαρίσματα, που από νωρίς έκαναν την εμφάνισή τους και τους έκαναν να ξεχωρίζουν, από τους συνομήλικές τους. Έζησαν, όταν βασιλιάς στη Ρώμη, ήταν, ο σκληροτράχηλος και αιμοχαρής Μαξιμιλιανός και ηγεμόνας της Νικομήδειας, ο αιμοβόρος Μάξιμος.
Με αφορμή τα αυτοκρατορικά διατάγματα, που εξέδωσαν και στάλθηκαν παντού, οι Χριστιανοί, ήταν αναγκασμένοι ή στα είδωλα να θυσιάσουν ή να υποστούν τα επακόλουθα, της άρνησής τους. Συλλήψεις και διώξεις παντού, ήταν, στην ημερησία διάταξη. Ο νεαρός Ευλάμπιος δεν μπορούσε να αντέξει, να βλέπει τους Χριστιανούς να υποφέρουν, όπως και δεν μπορούσε να βλέπει, να υβρίζεται και να προσβάλλεται, το Όνομα του Θεού. Γι’ αυτό εγκαταλείπει την Νικομήδεια και επιλέγει σαν τόπο εγκατάστασής του, μια έρημη τοποθεσία, όπου, για τον εαυτό του εφαρμόζει, αυστηρή, ασκητική ζωή. Γρήγορα όμως, διαπιστώνει, ότι αυτή η ζωή, ήταν, χωρίς δράση ή τουλάχιστον, όπως, θα την ήθελε. Γι’ αυτό εγκαταλείπει την έρημο και πηγαίνει στην πόλη, με σκοπό να παρουσιαστεί, στους ειδωλολάτρες ηγεμόνες, προκειμένου να τους προκαλέσει, με την πίστη του και την ευσέβειά του και να λάβει πιο γρήγορα, το φωτοστέφανο, της άθλησής του. Μόλις πάτησε τα πόδια του στην πόλη και γνώρισε από κοντά τα αντιχριστιανικά διατάγματα, άρχισε να τα περιγελά και να μιλεί περιφρονητικά, γι’ αυτά. Όσοι τον άκουσαν να μιλά, έτσι, γι’ αυτά, αμέσως κατάλαβαν, ότι είναι Χριστιανός, τον συλλαμβάνουν, προκειμένου να τον οδηγήσουν στον ηγεμόνα, για να δώσει εξηγήσεις, γι’ αυτή του την συμπεριφορά.
Ο ηγεμόνας, αντικρύζοντας τον νεαρό Ευλάμπιο και βλέποντας την ηλικία του, πίστεψε ο αιμοβόρος τύραννος, πως θα ήταν, εύκολη υπόθεση, γι’ αυτόν. Ξεκινά, με ήπιους και σε χαμηλούς τόνους την ανάκριση, ζητώντας επίμονα να μάθει, γιατί μίλησε έτσι για τους θεούς, τονίζοντάς του συγχρόνως, ότι το συμφέρον του είναι, να θυσιάσει στα είδωλα, για να αποφύγει, τα βασανιστήρια. Τότε, εισπράττει με θάρρος, την απάντηση του Αγίου:
› Αν άρχοντά μου γνώριζες, πιο είναι το συμφέρον σου, θα προσκυνούσες τον Ένα και Αληθινό Θεό, που είναι ο Δημιουργός, του Ουρανού και της Γης. Οι δικοί σου θεοί, είναι ψεύτικοι και τους χρησιμοποιείς, προκειμένου να κοροϊδεύεις, τους απλοϊκούς οπαδούς σου. Μ’ αυτό τον τρόπο τους οδηγείς στην Κόλαση, όπου, θα βασανίζονται, αιώνια.
Δεν πρόλαβε ο Άγιος, να τελειώσει τις θαρραλέες του φράσεις και ο τύραννος, αγριεμένος, δίδει εντολή στους στρατιώτες του, να ξεγυμνώσουν τον Άγιο και ν’ αρχίσουν να τον χτυπούν, αλύπητα. Ήταν τόσο το μίσος τους, που το αγνό νεανικό κορμί του Αγίου, γέμισε πληγές και πολύ γρήγορα μεταβλήθηκε, σε μια λίμνη, αίματος. Για να τον κάνει, όμως, ο αιμοχαρής τύραννος, να πονέσει περισσότερο, δίδει εντολή, να τον κρεμάσουν σε δέντρο και να συνεχίσουν να τον χτυπούν, με το ίδιο μίσος. Κόντευε, να του λιώσουν τις σάρκες και άρχισαν να φαίνονται, όλα του τα κόκαλα. Ο Άγιος με την προσευχή του, έδειχνε να τα υπομένει όλα, με πρωτοφανή καρτερία. Οι παρευρισκόμενοι, θαύμαζαν το Θεό του Αγίου και γίνονταν Χριστιανοί, εκτός από τον αιμοβόρο τύραννο, που μελετούσε πιο θα είναι, το επόμενο, βασανιστήριο.
Αφού διαπίστωσε, ότι ο Άγιος δεν κάμπτεται με υποσχέσεις, αλλά και βασανιστήρια, σοφίζεται το δαιμονικό του μυαλό, να του εξαρθρώσει τα δάκτυλα των χεριών και των ποδιών, προκειμένου να τον κάνει να πονέσει περισσότερο. Του δένει τα δάκτυλα, με δερμάτινα λουριά και άρχισαν να του τα τραβούν, μέχρι που τα εξάρθρωσαν, όλα. Ακολούθησε, η εξάρθρωση των αγκώνων και των ποδιών, ελπίζοντας, ότι ο Άγιος, θα ξεψυχούσε από τους πόνους. Όμως με τις προσευχές του κατάφερνε ο Άγιος, να βγαίνει νικητής και να εξοργίζει, έτσι, τον αναίσθητο τύραννο. Και σαν, να μην έφθαναν μόνο τα βασανιστήρια, που επέβαλλε στον Άγιο, άρχισε ακόμη να φλυαρεί και να υβρίζει τον Μόνο Αληθινό Θεό Του, βλασφημώντας τον Σταυρό του Χριστού και τη Σάρκωσή Του. Ο Άγιος Ευλάμπιος, του χαρακτηρίζει τότε, τους δικούς του θεούς, φονιάδες και πολεμοχαρείς, που τον κάνουν θηρίο ανήμερο και τον εξοργίζουν περισσότερο.
Δίδει, αμέσως εντολή, να πυρακτώσουν σιδερένιο κρεβάτι και αφού γίνει κατακόκκινο από την πυρά, να ξαπλώσουν και να δέσουν επάνω, τον Άγιο. Μόλις, τέλειωσαν οι προετοιμασίες, οι δήμιοι αρπάζουν, σαν αρπακτικά κοράκια, τον Άγιο και τον τοποθετούν επάνω στο πυρακτωμένο κρεβάτι. Ίσα που πρόλαβε, να κάνει το σταυρό του και να παρακαλέσει τον Θεό, να τον βοηθήσει. Όλοι οι παρευρισκόμενοι, με κομμένη την ανάσα, παρακολουθούσαν το θέαμα. Το πυρακτωμένο κρεβάτι, μεταβλήθηκε, σε ένα μαλακό στρώμα. Ο Άγιος ευχαριστούσε και δοξολογούσε τον Θεό, λυπόταν όμως, γιατί παρά τα βασανιστήρια που του έκαναν, δεν πίστευαν, στον Αληθινό Θεό. Γι’ αυτό ζητά, από τον αιμοχαρή τύραννο, να τον οδηγήσει, στο ναό των ειδώλων. Πίστεψε ο ασεβής, ότι ο Άγιος θα ασεβούσε και θα προσκυνούσε, τους ψεύτικους ειδωλολατρικούς θεούς. Η είδηση απλώθηκε γρήγορα και πολλοί έσπευσαν, να παρακολουθήσουν, το θέμα. Ο Άγιος οδηγήθηκε μπροστά στο βωμό των ειδώλων, με ξεχωριστές τιμές. Σταματά, απέναντι στο μεγαλύτερο και σπουδαιότερο είδωλο, το ακουμπά λίγο, με το χέρι του και του λέγει:
› Με τη Δύναμη του Θεού, σε διατάζω, να πέσεις κάτω στη γη και να γίνεις χώμα και σκόνη.
Ο συγκεντρωμένος όχλος, που παρακολουθούσε το θέαμα, πίστεψε στον Αληθινό Θεό του Αγίου και πολλοί βαπτίστηκαν και έγιναν Χριστιανοί.
Ανάμεσα στο συγκεντρωμένο όχλο, ήταν και η αδελφή του, η Ευλαμπία, που με δάκρυα στα μάτια, τον πλησιάζει και του λέγει:
› Είμαι η αδελφή σου Ευλάμπιε, που μας γέννησε και μας ανέθρεψε, η ίδια μάνα. Πρέπει μαζί να πεθάνουμε, για την αγάπη μας, στον Αληθινό Θεό.
Ο αιμοβόρος τύραννος, έδειχνε να τα έχει χαμένα. Δεν πίστευε στα μάτια του, γι’ αυτά που έβλεπε, να συμβαίνουν και δάγκωνε τις σάρκες του, από το κακό του. Άρχισε να προκαλεί την νεαρή Ευλαμπία, ότι προσποιείται και κάνει την Χριστιανή, ενώ έχει εραστή τον Ευλάμπιο και δεν είναι, αδελφός της. Αμέσως εισπράττει την απάντηση, από την νεαρή Ευλαμπία:
› Άκουσε τύραννε, για να μάθεις. Είμαι Χριστιανή και πιστεύω στο Μόνο Αληθινό Θεό, τον οποίο, προσκυνώ και λατρεύω. Μην ελπίζεις, ότι θα με τρομάξουν, τα όποια βασανιστήρια, εφαρμόσεις σε μένα. Μάθε ακόμη, ότι ο Ευλάμπιος είναι πραγματικά αδελφός μου, όχι μόνο στη σάρκα, αλλά και στην ψυχή.
Ο σκληρόκαρδος τύραννος, πριν καν προφθάσει, η νεαρή Ευλαμπία, να ολοκληρώσει τις φράσεις της, δίδει εντολή στους δήμιους, να την χτυπούν το πρόσωπο, μέχρι, που να το παραμορφώσουν. Το αγνό νεανικό της πρόσωπο, γέμισε από πληγές και από αίματα. Ο αδελφός Ευλάμπιος, δίπλα της, την ενθάρρυνε, να παραμείνει ανδρεία και να μην δειλιάσει. Αφού βεβαιώθηκε ο τύραννος, ότι και η νεαρή Ευλαμπία, δεν κάμπτεται, δίδει εντολή στους δήμιους, να βράσουν καζάνι με νερό και να ρίξουν μέσα, τους δυο Αγίους. Μόλις, ετοιμάστηκε το καζάνι και άρχισε να κοχλάζει το νερό, έριξαν πρώτο τον Άγιο Ευλάμπιο και προσκαλούσε την αδελφή του Ευλαμπία, να μην δειλιάσει, αλλά, να κάνει το ίδιο, γιατί το νερό παραμένει, δροσερό. Έτσι και οι δυο, μέσα στο ζεματιστό νερό, υμνούσαν και δοξολογούσαν, τον Θεό. Πολλοί από το συγκεντρωμένο πλήθος, πίστεψε, στο Αληθινό Θεό των Μαρτύρων και έγιναν Χριστιανοί.
Μόνο, το ανθρωπόμορφο τέρας, ο ηγεμόνας, δεν έβλεπε αυτά που συνέβαιναν και δίδει εντολή στους δήμιους, να τυφλώσουν τον Άγιο Ευλάμπιο. Πίστεψε, ο ασεβής, ότι έτσι, θα έκαμπτε την αδελφή του και θα την μετέστρεφε, πιο εύκολα. Στη συνέχεια δίδει εντολή, να κάψουν καμίνι, προκειμένου, να τους βάλει μέσα, για να τους ξεφορτωθεί. Μέχρις, ότου, μαζέψουν τα ξύλα, για να πυρακτώσουν το καμίνι, κρεμάει ο ασεβής την Αγία Ευλαμπία, από τα μαλλιά, για να την κάνει να πονάει και να υποφέρει, σε όλο το διάστημα της προετοιμασίας, που απαιτούνταν, να κάψουν το καμίνι. Μόλις, ετοιμάστηκαν όλα, οι δήμιοι παραλαμβάνουν τον τυφλό Άγιο Ευλάμπιο και τον οδηγούν στο καμίνι, ενώ, η αδελφή του μπαίνει στο καμίνι, τρέχοντας. Ο κόσμος, με κομμένη την ανάσα, παρακολουθούσε το θέαμα. Το πυρακτωμένο καμίνι, μεταβλήθηκε σε δροσιά, γιατί Άγγελος Κυρίου τους προστάτευε και οι Άγιοι, ξέσπασαν σε ύμνους, ευχαριστούντες και δοξολογούντες τον Θεό. Την ίδια ακριβώς ώρα οι παρευρισκόμενοι ξεσπούσαν σε ζητωκραυγές και αναφωνούσαν, ότι είναι ο Αληθινός Θεός, ο Θεός των Αγίων και έγιναν Χριστιανοί.
Μόνο, ο αιμοχαρής και αιμοβόρος τύραννος, δεν πίστευε στο θαύμα που συνέβαινε και απογοητευμένος από το αποτέλεσμα, δίδει εντολή να τους αποκεφαλίσουν. Την ίδια στιγμή οι δήμιοι, παραλαμβάνουν τον Άγιο Ευλάμπιο και του κόβουν το κεφάλι, ενώ, η αδελφή του Ευλαμπία αφήνει την τελευταία της πνοή, πριν, προφθάσουν οι δήμιοι και την ακουμπήσουν, με τα ακάθαρτα χέρια τους. Ήταν στις 10 Οκτωβρίου και τη μέρα αυτή, γιορτάζεται από την Εκκλησία μας.
ΠΗΓΕΣ:
1. Εκδόσεις Ορθόδοξου Τύπου, « ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΕΥΛΑΜΠΙΟΣ ΚΑΙ ΕΥΛΑΜΠΙΑ», Χαραλάμπους Δ. Βασιλοπούλου.
2. Απολυτίκια Αγίων, Byzmusic.gr, π. Νικόδημος Καβαρνός.
(Πηγή: «Οι Άγιοι Ευλάμπιος και Ευλαμπία», Σταυριανάκης Κωνσταντίνος)
«Οι άγιοι αυτοί που ήταν αδέλφια, έζησαν επί βασιλείας Μαξιμιανού, στην πόλη της Νικομήδειας, όταν εκεί ηγεμόνας ήταν ο Μάξιμος. Λόγω των διωγμών που είχαν ξεσπάσει, πολλοί από τους Χριστιανούς είχαν καταφύγει σ’ ένα όρος της περιοχής και κρύβονταν εκεί. Κάποια φορά έστειλαν τον άγιο Ευλάμπιο στην πόλη για να αγοράσει άρτους. Αυτός πράγματι κατέβηκε στην πόλη, όπου είδε να έχουν αναρτήσει γράμματα των βασιλικών διατάξεων και κάθισε να τα αναγνώσει. Κάποιοι ειδωλολάτρες τότε τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στον βασιλιά. Στην ερώτηση του βασιλιά αν είναι χριστιανός, εκείνος ομολόγησε με θάρρος την πίστη του στον Χριστό. Ο βασιλιάς διέταξε να τον οδηγήσουν στον ναό των ειδώλων, για να τον αναγκάσουν να θυσιάσει στα είδωλα, ο άγιος όμως βλέποντας το είδωλο του Άρη, έδωσε εντολή στο είδωλο να πέσει κάτω, και πέφτοντας αυτό έγινε κομμάτια. Άρχισαν τότε να τον βασανίζουν, οπότε ήλθε στο μέσον του τόπου των βασάνων η αδελφή του Ευλαμπία, η οποία παρακαλούσε τον άγιο Ευλάμπιο να προσευχηθεί για χάρη της, προκειμένου να συμμαρτήσει με αυτόν. Καθώς τους έβαλαν και τους δύο πια σ’ έναν λέβητα που κόχλαζε, διακόσιοι άνδρες που παρευρίσκονταν εκεί, πίστεψαν στον Χριστό, βλέποντας ότι οι άγιοι δεν βλάφθηκαν καθόλου από το μαρτύριο αυτό, με αποτέλεσμα ο βασιλιάς να διατάξει να αποκεφαλιστούν οι άγιοι και οι διακόσιοι που πίστεψαν.»
Στη γιορτή των αγίων μεγαλομαρτύρων Σεργίου και Βάκχου, προ τριημέρου (7 Οκτωβρίου), τονίσαμε, με βάση τους ύμνους της ακολουθίας τους, ότι η κοινή τους πίστη στον Χριστό ήταν εκείνο που τους ένωνε και όχι κάποιος φυσικός δεσμός. Σήμερα, με τη μνήμη των αγίων Ευλαμπίου και Ευλαμπίας, έρχεται η Εκκλησία μας για να τονίσει ότι η ενότητα αυτών των αγίων βεβαίως οφείλεται στην κοινή πίστη τους – αυτό είναι το ουσιαστικό στοιχείο – αλλά «ενισχύεται» και με δύο άλλα ακόμη στοιχεία: την αυταδελφία τους, που λειτουργούσε σ’ αυτούς και ως φιλαδελφία, και την ομωνυμία τους. Οι άγιοι αυτοί ήταν αγαπημένα αδέλφια και είχαν και το ίδιο όνομα.
«Τη φιλαδελφία η ομωνυμία συγκραθείσα»: Ο υμνογράφος βεβαίως σπεύδει αμέσως στη συνέχεια να διευκρινίσει ότι όχι η φιλαδελφία αυτή, πολλώ μάλλον η ομωνυμία, αλλά η πίστη τους στον Χριστό ήταν εκείνο που τους έδινε τη δύναμη να μένουν σταθεροί στα μαρτύρια και να γίνουν άγιοι. Διότι η πίστη αυτή τους έκανε να ζουν με αγνότητα βίου και υπέρβαση των παθών, δηλαδή ήταν μία ζωντανή πίστη, γι’ αυτό και ενισχύονταν τόσο εμφανώς από τη χάρη του Θεού.
«Τη φιλαδελφία η ομωνυμία συγκραθείσα, και η αγνεία τη απαθεία συμμιχθείσα, αβλαβώς διεφύλαξε της γνώμης το εύτονον∙ όπου γαρ Θεός ο ποθούμενος, κόσμος όλος καταπεφρόνηται.»
Ο εκκλησιαστικός ποιητής θεωρεί σημαντικό το γεγονός ότι οι άγιοι έφτασαν σε επίπεδα αγνότητας και απαθείας, κατατροπώνοντας τον διάβολο, ήδη στη νεότητά τους. Νεαρός ο Ευλάμπιος, το ίδιο και η Ευλαμπία, με σωματικό σφρίγος, πάλεψαν με δύναμη εναντίον του πονηρού και των οργάνων του, και τους κατατρόπωσαν. Κι εκφράζει τον θαυμασμό του ο υμνογράφος, που νέος ο Ευλάμπιος, σε μία ηλικία δηλαδή που η ζωή βρίσκεται ολόκληρη μπροστά του και ο διάβολος του «χαμογελά» ποικιλοτρόπως, γιατί ξέρει τη «δύναμή» του από τις πολυχρόνιες νίκες του κατά της νεότητας, εκείνος τον «πονηρό αυτόν γέροντα» τον νίκησε με τη χάρη του Θεού.
«Νέω εν σώματι, Μάρτυς, τον παλαιόν της κακίας άρχοντα κατεπάλαισας στερρώς»: Με νεανικό σώμα, μάρτυς, πάλεψες με δύναμη τον παλαιό άρχοντα της κακίας. Πού είναι όλοι εκείνοι, οι οποίοι θεωρούν ως δεδομένο για τη νεότητα την πτώση στις αμαρτίες, και μάλιστα τις σαρκικές; Βεβαίως η νεότητα είναι πιο ευεπίφορη στα σαρκικά λεγόμενα αμαρτήματα, όχι όμως ότι εκ προοιμίου ένας νέος θα πέσει σ’ αυτά. Υπάρχουν νέοι, και πολλοί μάλιστα, οι οποίοι σαν τους αγίους Ευλάμπιο και Ευλαμπία αγωνίζονται με δύναμη, διατηρώντας την ψυχική και σωματική τους αγνότητα και φτάνοντας και σήμερα σε επίπεδα απαθείας. Πώς; Με τον τρόπο των σημερινών αγίων, όπως το αναφέραμε και παραπάνω:
«...όπου Θεός ο ποθούμενος, κόσμος όλος καταπεφρόνηται.»
Το ζητούμενο λοιπόν είναι όχι η ηλικία, αλλά ο πόθος του Χριστού. Μόλις η αγάπη του Χριστού «πληγώσει» την καρδιά του ανθρώπου, ανεξάρτητα από ηλικία, εκεί παρουσιάζονται όλα τα θαύματα και όλες οι νίκες κατά του «κακού γέρου».
Δεν θέλουμε να τελειώσουμε, πριν αναφερθούμε και σ’ αυτό που μας λέει το συναξάρι. Η αγία Ευλαμπία, βλέποντας τον αδελφό της στο μαρτύριο, παρακινήθηκε για να μαρτυρήσει και αυτή. Πόση δύναμη πράγματι έχει το παράδειγμα του άλλου. Η πράξη του άλλου, αυτό που επιτελεί, είναι εκείνο που δημιουργεί την τάση προς μίμηση. Διότι ο άνθρωπος είναι ον που μιμείται. Ο ένας παρασύρει, θα λέγαμε, τον άλλον. Συνήθως μιλάμε για τη μίμηση, φορτίζοντάς την με αρνητικό μόνο περιεχόμενο. Η μίμηση όμως είναι από τα σπουδαιότερα μέσα, που αν αξιοποιηθεί σωστά, οδηγεί τον άνθρωπο, και ιδίως τον νέο, σε μεγάλα ύψη αγιότητας. Το σημειώνει και ο λόγος του Θεού. Ο απόστολος Παύλος για παράδειγμα, καλεί να τον μιμηθούν οι πιστοί, όπως εκείνος άλλωστε μιμήθηκε τον Χριστό: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού». Το ίδιο καλεί και ο απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος: «μη μιμού το κακόν, αλλά το αγαθόν». Ξέρει ο απόστολος τη δύναμη της μίμησης, γι’ αυτό και λέει να μιμούμαστε το αγαθό και όχι το κακό. Είναι ευνόητο βεβαίως πόσο πρέπει να προσέχουμε οι μεγαλύτεροι, ιδίως οι γονείς, οι δάσκαλοι, οι κληρικοί, ώστε αυτό που εμείς κάνουμε ως σωστό, αυτό και να προσφέρεται προς μίμηση και για τους μικρότερους. Κι από την άλλη, πόσο πρέπει να προσέχουμε τις φιλίες μας. Τι καλό θα ήταν ο καθένας μας να είχε φίλους, οι οποίοι θα τον παρακινούσαν διαρκώς στο αγαθό. Τι καλό θα ήταν εμείς να αποτελούμε το παράδειγμα, ώστε να παρακινούμε τους άλλους στο αγαθό!
(Πηγή: «ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΕΥΛΑΜΠΙΟΣ ΚΑΙ ΕΥΛΑΜΠΙΑ», παπά Γιώργης Δορμπαράκης, Ακολουθείν)
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Τῆς φύσεως θεσμῶ, συνημμένοι ἐνθέως, ὁμόψυχοι στερρῶς, ὡς ὀμαίμονες θεῖοι, αὐτάδελφοι Μάρτυρες, ἐν ἀθλήσει ὠράθητε, ὦ Εὐλάμπιε, σὺν τὴ σεμνὴ Εὐλαμπία, ὅθεν στέφανον, νικητικὸν δεδεγμένοι, ἠμᾶς διασῴζετε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Οἱ Μάρτυρες σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτῶν, τὸ στέφος ἐκομίσαντο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· σχόντες γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλον· ἔθραυσαν καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτῶν ταῖς ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοὺς γενναίους Μάρτυρας, καὶ ἀδελφοὺς κατὰ σάρκα, τὸν σοφὸν Εὐλάμπιον, καὶ Εὐλαμπίαν τιμῶμεν, οὗτοι γὰρ τῶν τυραννούντων μηχανουργίας, ᾔσχυναν τῇ δυναστείᾳ τοῦ σταυρωθέντος· ἀνεδείχθησαν διόπερ, Μαρτύρων δόξα, ὁμοῦ καὶ καύχημα.
Ὁ Οἶκος
Τὴν δυάδα πιστοὶ τῶν Ἀθλοφόρων σήμερον, ἐν ᾠδαῖς ἱεραῖς καὶ ὕμνοις εὐφημήσωμεν, ὅτι τῶν εἰδώλων καθεῖλον τὴν πλάνην, πολυθεΐας τὸ πῦρ κατασβέσαντες, καὶ δαίμονας ᾔσχυναν, τῶν δὲ τυράννων τὸν θυμὸν οὐκ ἔπτηξαν ξίφη τε καὶ πῦρ μὴ δειλιάσαντες, οὔτε θηρίων ὁρμὰς ἀγρίων, ἀγωνισάμενοι καλῶς, Εὐλάμπιος ὁ εὐκλεής, σὺν τῇ σεπτῇ Εὐλαμπίᾳ, ἀδελφοὶ σύναθλοι δειχθέντες, Μαρτύρων δόξα, ὁμοῦ καὶ καύχημα.
Μεγαλυνάριον
Χαίρετε Μαρτύρων σεπτὴ δυάς, Εὐλάμπιε μάκαρ, σὺν τῇ Εὐλαμπίᾳ τῇ ἀδελφῆ, καὶ διακοσίους, Ἁγίους Ἀθλοφόρους, ὑπὲρ ἡμῶν Κυρίῳ, ἀεὶ πρεσβεύσατε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἐκλαμπρὸν ἐν ἄθλοις καὶ θεαυγῆ, Εὐλάμπιε Μάρτυς, Εὐλαμπία ἡ εὐκλεής, σὲ τεθεαμένη, ἐκλάμπρως κοινωνεῖ σοι, τῶν ὑπερλάμπρων πόνων· μεθ’ ἧς τιμῶμέν σε.
Πηγή: Σταυριανάκης Κωνσταντίνος, Ακολουθείν, Ορθόδοξος Συναξαριστής, Μέγας Συναξαριστής
Απ’ τα πρώτα παιδικά μας χρόνια, τότε που στο σχολείο ακούγαμε το δάσκαλο να μας μιλάει για το Διονύσιο Φιλόσοφο ή Σκυλόσοφο και το Κίνημα του, παραμένει ζωντανό στη μνήμη μας το δράμα του προδομένου και γδαρμένου ζωντανού Δεσπότη κάθε φορά δε που μας δίνεται η ευκαιρία, μέσα από τα κείμενα και τα γεγονότα της εποχής του και των μεταγενέστερων εποχών, εύκολα αντιλαμβανόμαστε πως το δράμα εκείνο δε συνδέεται μονάχα με το Διονύσιο το Φιλόσοφο και τους λίγους αγωνιστές της λευτεριάς που στήριξαν την Επανάσταση του είναι ταυτόχρονα και δράμα ολόκληρου του Γένους μας, σε τελευταία ανάλυση δράμα δικό μας.
Και τούτο γιατί η Επανάσταση του 1611, υπήρξε το πρώτο απελευθερωτικό Κίνημα των υπόδουλων Ελλήνων εναντίον των Τούρκων. Κατέληξε, δυστυχώς, σε οικτρή αποτυχία σημάδεψε όμως το γεγονός αυτό, αποφασιστικά μάλιστα, την ιστορία της πόλης μας, της Ηπείρου και ολοκλήρου του Ελληνικού Γένους, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Και σήμερα ακόμα που συμπληρώθηκαν 390 ολόκληρα χρόνια από την εκδήλωση του, μπορούμε με το νου και την καρδιά, να συλλάβουμε το μεγαλείο του, ιδιαίτερα κάτω απ’ τις αντίξοες συνθήκες που έγινε το ξετύλιγμα του.
Το περίφημο Δεσποτάτο της Ηπείρου, στην εποχή του οποίου τα Γιάννινα είχαν αποβεί μια από τις σπουδαιότερες πόλεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κέντρο αξιόλογο του μεσαιωνικού Ελληνισμού, είχε σβήσει οριστικά από καιρό.
Απ’ το 14ο αιώνα είχε γίνει αισθητή η εμφάνιση των Τούρκων στη Βαλκανική. Στα 1430 καταλαμβάνουν και καταστρέφουν τη Θεσσαλονίκη. Ο σουλτάνος Μουράτ ο Β’ δίνει εντολή στο στρατηγό Σινάν να καταλάβει τα Γιάννινα. Πριν εκτελέσει τη διαταγή ο Σινάν στέλνει τελεσίγραφο στο Μητροπολίτη και τους προκρίτους και ζητάει την πόλη και τα κάστρα της. Μπροστά στην απειλή της καταστροφής και του εξανδραποδισμού οι Γιαννιώτες διαπραγματεύονται την αναίμακτη υποταγή. Τα Γιάννινα περιέρχονται στους Τούρκους στις 9 Οκτωβρίου του 1430. Με τη συνθήκη, που υπογράφτηκε στο Κλειδί της Μακεδονίας, ο Σινάν παραχωρούσε αρκετά προνόμια στους Γιαννιώτες.
Διαφωτιστικός, στο σημείο αυτό, ο περίφημος «Ορισμός» του Σινάν Πασά, όπως τον αντέγραψε, απ’ τον Σιναϊτικό Κώδικα, ο Κων/νος Αμαντος και τον παρουσίασε στα «Ηπειρωτικά Χρονικά», το έτος 1930.
«Του Σινάν πασά ορισμός και χαιρετισμός εις τον πανιερώτατον μητροπολιτών Ιωαννίνων και εις τους εντιμότατους άρχοντες, μικρούς τε και μεγάλους.
Να ηξευρετε οτι μας έστειλεν ο μέγας αυθεντης να παραλάβωμεν του Δούκα τον τόπον και τα κάστρη του. Και ωρισέν μας γουν ούτως! ότι οποίον κάστρο και χώρα προσκύνηση με το καλόν, να μηδέν έχει κανένα φόβον, ούτε κακόν ούτε κουρσεμόν αλλ’ ούτε κανέναν χαλάσμον. και οποίον κάστρο και χώρα δεν προσκυνήσουσιν, ώρισεν να τα καταλύσω και να τα χαλάσω εκ θεμελίων, ώσπερ εποίησα και την θεσσαλονίκην. Διά τούτο γράφω και λέγω σας ότι να προσκυνήσετε με το καλόν και μηδέν πλανηθείτε και ακούσετε των Φράγκων τα λογία ότι τίποτε δεν σας θέλουν ωφελήσει, πλην αν σας χαλάσουν καθώς εχαλάσασιν και τους θεσσαλονικαίους. Και ένεκεν τούτου ομνέω σας τον θεόν του Ουρανού της γης και τον προφήτην Μωάμεθ και εις τα επτά μουσάφια και εις τους εκατόν εικοσιτέσσαρες χιλιάδες προφηταις του Θεού και εις την ψυχήν μου και εις την κεφαλην μου και εις το σπαθί όπου ζώνομαι ότι να μηδέν έχετε κανέναν φόβον, μήτε αιχμαλωτισμόν, μητε πιασμόν παιδιών, μήτε εκκλησίας να χαλάσωμεν. Ο μητροπολίτης να έχει την κρίσιν του την ρωμαϊκήν και όλα τα εκκλησιαστικά δικαιώματα: οι άρχοντες όσοι έχουσιν τιμάρια, πάλιν να τα έχουσιν τα γονικά τους, τα υποστατικά τους και τα πράγματα τους όλα να τα έχουν χωρίς τινός λόγου και άλλα είτι ζητήματα θέλετε ζητήσει να σας τα δώσωμεν. Ει τε και σταθείτε πεισματικά και δεν προσκυνήσετε με το καλόν να ηξεύρετε ότι ωσπερ εδιαγουματίσαμεν την Θεσσαλονίκην και εχαλάσαμεν ταις εκκλησίαις και ερημώσαμεν και αφανίσαμεν τα πάντα, ούτως θέλομεν χαλάσει εσάς και τα πράγματα σας και το κρίμα να το γυρέψη ο θεός απ’ εσάς».
Ο «Ορισμός» του Σινάν Πασά εξασφάλιζε στους Γιαννιώτες, όχι σε όλους βέβαια, αλλά στο μητροπολίτη και στους «εντιμότατους άρχοντες» πολύτιμα προνόμια. Προνόμια όμως που δεν τα απολάμβαναν πάντοτε και τα οποία εύκολα τα καταπατούσαν αυτοί που ήταν υπεύθυνοι για την εφαρμογή τους. Όπως κι αν εφαρμόστηκε όμως ο «Ορισμός» του Σινάν Πασά, γεγονός που δεν μπορεί κανένας να αμφισβητήσει είναι ότι ο Ορισμός αυτός έχει ιδιαίτερη σημασία, όχι μονάχα για την Ήπειρο, αλλά και για ολόκληρη την Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Είναι η πρώτη συμφωνία που έγινε επίσημα από τους Τούρκους για την κατάκτηση ενός τόπου. Σε αυτή τη συμφωνία που θα επηρεάσει σημαντικά την εξέλιξη της Ηπείρου, θα στηριχτούν και άλλες περιοχές, όπως η Χίος και οι Κυκλάδες, για να εξασφαλίσουν τα προνόμια τους.
Στις αρχές του 17ου αιώνα, από τον ηγεμονικό θρόνο των Ιωαννίνων, κυβερνούσε, σαν απόλυτος μονάρχης, την Ήπειρο ο περίφημος Ασλάν πασάς, κτήτορας του ομώνυμου τζαμιού, στο οποίο σήμερα στεγάζεται το δημοτικό μουσείο, και γενάρχης, της δυναστείας των Ασλάν. Οι Τούρκοι είχαν αρχίσει από καιρό να παραβιάζουν τα προνόμια που είχαν παραχωρήσει στους ραγιάδες και, συχνά, προέβαιναν σε πρωτόγνωρες βιαιοπραγίες που μετέβαλαν τη ζωή των Ηπειρωτών σε πραγματικό μαρτύριο. Αισθάνονταν να τρέμουν κάπως τα πόδια τους και βρίσκονταν πάντοτε σε άγρυπνη επιφυλακή απέναντι των χριστιανών ηγεμόνων της Ευρώπης, αλλά και απέναντι του ατίθασου ραγιά, που αψηφούσε καταστροφές και μαρτύρια και αγωνιζόταν, με μανία, εναντίον τους.
Την ίδια εποχή η Ευρώπη, και συγκεκριμένα η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία, αποτελούσε το κέντρο του «πολιτισμένου» κόσμου.
Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τις ανακαλύψεις και το χρήμα των αποικιών ρέει άφθονο. Δυο είναι οι κύριοι εχθροί της Χριστιανικής Ευρώπης : οι αιρετικοί και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Για τους αιρετικούς φροντίζει η Ιερά Εξέταση. Για την Οθωμανική Αυτοκρατορία η φροντίδα ανατίθεται στους υπόδουλους λαούς. Όλη η Βαλκανική Χερσόνησος, ειδικότερα δε η Ήπειρος, η Αλβανία, η Θεσσαλία και η Πελοπόννησος, οργώνεται κυριολεκτικά από απεσταλμένους των Ευρωπαίων αυτοί εκμεταλλεύονται τον πόθο των σκλαβωμένων για την λευτεριά τους ξεσηκώνουν, αλλά γρήγορα τους προδίνουν και τους πουλάνε στο σουλτάνο. Η κίνηση πάντως στη Δύση εναντίον της Τουρκίας είναι ζωηρότατη αυτή η κίνηση ηλεκτρίζει τον πατριωτισμό των Ελλήνων. Η μεγάλη ναυμαχία της Ναυπάκτου, το 1511, στην οποία πήραν μέρος και οι Έλληνες, και στην οποία καταστράφηκε ο Τουρκικός στόλος, αναπτέρωσε, οπωσδήποτε, τις ελπίδες. Λίγα χρόνια αργότερα ο αρματολός της Βόνιτσας και του Λούρου Θεόδωρος Γρίβας κήρυξε την επανάσταση στην Ακαρνανία και στην Ήπειρο. Την ίδια εποχή εξεγέρθηκαν οι αρματολοί της Ηπείρου Πούλιος Δράκος και Μαλάμας. Όλες αυτές τις επαναστατικές κινήσεις υποκινούσαν και υπέθαλπαν οι Χριστιανοί της Δύσης. Αυτοί, αφού, με υποσχέσεις, ξεσήκωναν το ραγιά, τον εγκατέλειπαν, τελικά, στην εκδικητική μανία των Τούρκων και τον πρόδιναν αδίσταχτα.
Όμως ο πολύπαθος ραγιάς ποτέ δεν έχασε το θάρρος και δεν απέβαλε την ελπίδα για την εθνική του αποκατάσταση. Μόλις έβρισκε την ευκαιρία ξεσηκωνόταν. Δίπλα στο ραγιά οι φωτισμένοι δάσκαλοι του Γένους που είχαν υψώσει, από πολύ ενωρίς, τον πυρσό της διαφώτισης, πιστεύοντας, πολύ πριν από τον Κοραή, πως το Γένος για να λυτρωθεί πρέπει πρώτα να μορφωθεί. Και δίπλα σ’ αυτούς και λαμπροί κληρικοί, απ’ τους οποίους οι πιο πολλοί ήταν βαθιά καλλιεργημένοι. Και αυτοί πήραν στα χέρια τους τις τύχες του Έθνους, προσπάθησαν και κατόρθωσαν να διατηρήσουν τη Θρησκεία και τον Εθνισμό τους, γιατί είχαν μέσα τους βαθιά την πεποίθηση πως ο Θεός δεν ήταν δυνατό να έχει εγκαταλείψει το δουλωμένο Γένος και πως μια μέρα, αργά ή γρήγορα, θα αποχτούσε τη λευτεριά του.
Μια τέτοια φλογερή ιδιοσυγκρασία ήταν ο Διονύσιος. «Πρωτοστάτης γενόμενος κατά το Σπυρίδωνα Λάμπρο της μακράς σειράς των ηρώων και μαρτύρων οίτινες κατά τους χρόνους της δουλείας και κατά τας ημέρας του περί ανεξαρτησίας αγώνος ηγωνίσθησαν και εθυσιάσθησαν προς εξυπηρέτησιν της πατρίδος».
Ο Διονύσιος καταγόταν απ’ την Ήπειρο και πιθανώς απ’ την επαρχία της Παραμυθιάς : Έγινε από μικρή ηλικία μοναχός και εμόνασε στο ιστορικό μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου στο Διχούνι, που βρισκόταν τότε στην ακμή του και αποτελούσε ένα ισχυρό κληρικό φέουδο, είχε 18 Μετόχια, πολλά και πλούσια κτήματα σε 25 χωριά της Ηπείρου. Επειδή ξεχώρισε ανάμεσα στους άλλους συμμαθητές του, στάλθηκε, στη συνέχεια, για να συμπληρώσει τις σπουδές του στα διάσημα πανεπιστήμια της Βενετίας και της Πάδοβας στην Ιταλία. Εκεί σπούδασε φιλολογία, φιλοσοφία, φυσική και ιατρική. Γύρω στα 1580 επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί συνεχίζει τις σπουδές του ασχολείται με τη λογική, τη γραμματική, την ποιητική, ακόμα και με την αστρομαντεία. Σε αυτές τις πλούσιες γνώσεις που απέκτησε με τις σπουδές του και με τα ταξίδια του, οφείλεται, φαίνεται, και η ονομασία του «φιλόσοφος». Σπουδαίες ενδείξεις για την εκπαίδευση και τη μόρφωση του Διονυσίου, μας δίνει ακόμα και ο πιο σκληρός επικριτής του, ο Μάξιμος ο Πελοποννήσιος, ο οποίος μαρτυρεί ότι «δεν εθεώρει εαυτόν απλώς ο ίδιος ο Διονύσιος Φιλόσοφον, αλλ’ υπό πάντων ούτως ετιτλοφορείτο».
Στην Κωνσταντινούπολη ο Διονύσιος πήρε ενεργό μέρος και στις ενδοεκκλησιαστικές έριδες, από τις οποίες, εκείνη την εποχή, συγκλονιζόταν το Πατρειαρχείο ήταν Ιεροδιάκονος του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιερεμία. Στη μια αντιμαχόμενη πλευρά ανήκει ο Ιεροδιάκονος Διονύσιος και στην άλλη ο διάκονος Μάξιμος. Οι δυο αυτοί κληρικοί θα συναντηθούν αργότερα στα Γιάννινα από τη διαμάχη τους αυτή στην Κωνσταντινούπολη εξηγείται το πάθος και το μίσος του Μαξίμου εναντίον του Διονυσίου, όπως αυτά εκδηλώνονται μέσα από το «Στηλιτευτικό λόγο» του, που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια.
Ο Πατριάρχης Ιερεμίας αναγνωρίζει τη μόρφωση και τα προσόντα του Διονυσίου, τον προάγει αρχικά σε Μέγα Αρχιδιάκονο και ένα χρόνο αργότερα, το 1593, σε επίσκοπο Λαρίσης. Ο Διονύσιος μεταφέρει την έδρα της επισκοπής από τη Λάρισα στην Τρίκκη. Ως λόγος αυτής της μετακίνησης αναφέρεται το γεγονός ότι η Λάρισα είχε τότε πολύ λίγους κάτοικους, αυτό όμως δε φαίνεται ότι ευσταθεί. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Δημήτριος Σαλαμάγκας στο βιβλίο του «Η Σπηλιά του Σκυλοσόφου» η Λάρισα ήταν εκείνη την εποχή μια μεγάλη σε πληθυσμό πόλη υποθέτει δε ότι αυτή η μετακίνηση έγινε για να μπορέσει ο Διονύσιος να οργανώσει καλύτερα την εξέγερση εναντίον των Τούρκων.
Ως επίσκοπος Τρίκκης ο Διονύσιος έζησε το δράμα του υπόδουλου Ελληνισμού. Το σκλαβωμένο Γένος είχε παραδοθεί στους βασανισμούς, στην εξαθλίωση και στους εξισλαμισμούς. Ο ραγιάς δεν μπορούσε να υπομείνει άλλο τους Τούρκους. Αυτό το βάρος της Τούρκικης Τυραννίας το ένιωσε καλά ο Διονύσιος. Για να τινάξει αυτό το βάρος προχώρησε στα δυο γνωστά απ’ την ιστορία κινήματα του, το πρώτο στη Θεσσαλία το 1600, και το δεύτερο στα Γιάννινα το 1611.
Κατά το μήνα Οκτώβριο ή Νοέμβριο του 1600 κήρυξε ο Διονύσιος την επανάσταση του κατά του Σουλτάνου. Ο Διονύσιος προετοίμασε αυτή την εξέγερση και ήρθε σε συνεννόηση με τους αρματολούς των Αγράφων. Δεν είναι δυστυχώς γνωστό πώς προπαρασκευάστηκε, πόσο χρονικό διάστημα διήρκεσε και με ποια μέσα έγινε η εξέγερση. Το μόνο που ιστορικά γνωρίζουμε είναι ότι η εξέγερση αυτή απέτυχε. Κατά πάσα πιθανότητα ο Διονύσιος έπεσε θύμα προδοσίας. Με τη βοήθεια ίσως Ισπανών ή Νεαπολιτών ο Διονύσιος κατάφερε να ξεφύγει στην Ιταλία, εγκαταλείποντας την αρχιερατική του έδρα και το ορμητήριο της επανάστασης. Η σχετική Εκκλησιαστική Πράξη του Πατριαρχείου, με την οποία απομακρύνθηκε απ’ την αρχιερατική του έδρα, χαρακτηρίζει την επανάσταση του Διονυσίου ως «πράγμα επιβλαβές και επόλεθρον κατά τε της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, της επαρχίας αυτού ταύτης και παντός του Γένους των ευσεβών τολμηρώς και αλογίστως αποστασίαν μελετήσας κατά της βασιλείας του Πολυχρονίου βασιλέως σουλτάν Μεχμέτ και πολλά των ατόπων διανοήθεις και σκεψάμενος, πάνυ οντα μετά επίβουλης και κινδύνων θανατηφόρων, πολλούς μεν των ιερωμένων και λαϊκών, αλλά δη και αρχιερέων, αισχίστων θανάτων υποπεσείν παρεσκεύασεν».
Ο μητροπολίτης Τρίκκης Σεραφείμ, ο οποίος αργότερα ονομάστηκε άγιος, πέθανε με μαρτυρικό θάνατο, επειδή στήριξε το Διονύσιο. Είναι δε χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο Διονύσιος δεν καθαιρέθηκε από το αρχιερατικό αξίωμα, αλλά θεωρήθηκε έκπτωτος από το μητροπολιτικό θρόνο της Λάρισας, τον οποίο επί έξι μήνες είχε εγκαταλείψει.
Η αποτυχία της Θεσσαλικής επανάστασης δεν αποθάρρυνε το Διονύσιο. Σκοπό της ζωής του ο φιλόπατρης αυτός ιεράρχης είχε θέσει τη λύτρωση του Γένους από τη σκλαβιά ήξερε καλά ότι η εκπλήρωση ενός τέτοιου υψηλού σκοπού δεν μπορούσε να γίνει χωρίς θυσίες. Αυτό ακριβώς τον οδήγησε στην Ιταλία και στη Ισπανία, όπου ήλπιζε ότι θα εξασφαλίσει τα απαραίτητα μέσα για να ξεκινήσει νέα επανάσταση εναντίον των Τούρκων. Με την υπόσχεση για βοήθεια από τους ξένους, και ιδιαίτερα από τους Ισπανούς, επιστρέφει ο Διονύσιος, το 1609, στην Ήπειρο. Στην Ήπειρο, την ίδια εποχή, βρέθηκε, αφού πιάστηκε αιχμάλωτος από πειρατές και εξαγοράστηκε από τους Ηπειρώτες, ο Μάξιμος. Τον είχαν φέρει οι Γιαννιώτες ως δάσκαλο στα Γιάννινα. Οι δρόμοι του Μαξίμου και του Διονυσίου ξανασμίγουν, μετά την Κων/λη, στα Γιάννινα. Έτσι το παλιό μίσος του Μαξίμου θα ξαναξυπνήσει μετά την αποτυχία της εξέγερσης του 1611 και θα αποβεί ο πιο σκληρός επικριτής του Διονυσίου.
Ο Διονύσιος επιστρέφει στο μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου στο Διχούνι, απ’ όπου είχε ξεκινήσει τη σταδιοδρομία του. Επί δύο χρόνια οργώνει τα χωριά της Θεσπρωτίας και προπαγανδίζει τις ιδέες του για την εξέγερση. Ίσως δεν είναι τυχαίο που διάλεξε να ξεσηκώσει πρώτα τους κατοίκους της Παραμυθιάς. Δεν ήταν μόνο που η Παραμυθιά ήταν η περιοχή που γεννήθηκε και πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Ήταν επίσης το γεγονός ότι η περιοχή ελεγχόταν από ντόπιους φυλάρχους πρόθυμους να κάνουν πόλεμο προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα τους. Τέτοιες δυνατότητες δεν παρείχαν οι κάτοικοι του Ζαγορίου και των Κουρέντων, γιατί τα προνόμια της περιοχής που είχαν εξασφαλίσει με τον ορισμό του Σινάν Πασά εύκολα μπορούσαν να τους οδηγήσουν να προδώσουν οποιοδήποτε κίνημα που θα έβλαπτε τα συμφέροντα τους.
Παράλληλα ο Διονύσιος είχε φροντίσει να βρει και ανάλογα στηρίγματα μέσα στο Κάστρο των Ιωαννίνων. Το Κάστρο εκείνη την εποχή ήταν ένα απόρθητο φρούριο και θα ήταν αδύνατο σε εξεγερμένους χωρικούς να κατακτήσουν τα Γιάννινα, χωρίς να έχουν συμμάχους τους Καστρινούς. Αυτό το ήξερε καλά, με την πολιτική πείρα που διέθετε, ο Διονύσιος. Κάποια στηρίγματα, ασφαλώς, είχε στο Κάστρο ο Διονύσιος. Ανάμεσα απ’ αυτά και ο επίσκοπος Δρυϊνουπόλεως Ματθαίος που αναπλήρωνε στα καθήκοντα του το βαριά άρρωστο μητροπολίτη Μανασσή. Μια μεγάλη μερίδα όμως των Καστρινών, αυτών που ήταν οικονομικά ισχυροί, ήταν ικανοποιημένη με την κατάσταση που επικρατούσε εκείνη την εποχή στα Γιάννινα. Στο Κάστρο των Ιωαννίνων επικρατούσε ακόμα το παλιό φεουδαρχικό σύστημα. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που απολάμβαναν πλούσια τα προνόμια τους από τους Τούρκους.
«Μέσα στο Γιαννιώτικο Κάστρο, γράφει ο Σαλαμάγκας ζούσε η αντίδραση. Προστατευμένη από τα τείχια του, ζούσε εκεί η δύναμη και ο πλούτος, η χλιδή και η ασφάλεια, ο χορτασμένος εγωισμός που δε νιώθει την ξένη αθλιότητα, την ξένη κατάθλιψη, τον ξένο πόνο. Οι άνθρωποι οι συντηρητικοί, οι σκεπτικιστές, οι διστακτικοί και συμφεροντολόγοι, οι έτοιμοι πάντα για κάθε συμβιβασμό και κάθε ταπεινή υποτέλεια οι οκνηροί, οι δειλοί, οι δύσπιστοι. Οι άνθρωποι που ζούσαν κι αυτοί, όπως κι ο κατακτητής, από τον ιδρώτα και το αίμα του αγρότη, οι μεγάλοι φεουδάρχες και αξιωματούχοι».
Δεν ξέρω αν είναι κάπως υπερβολικοί ή αυστηροί αυτοί οι χαρακτηρισμοί του Σαλαμάγκα. Όμως, όπως συμπληρώνει ο ίδιος, αμέσως πιο κάτω, «ιστορία δεν είναι μονάχα να λιβανίζεις και να δικαιολογείς. Ιστορία είναι και να δέρνεις, να εξευτελίζεις και να κεραυνώνεις φτάνει μονάχα να έχεις προθέσεις αγαθές».
Αυτό που επισημαίνει ο Σαλαμάγκας συνέβηκε επανειλημμένα και εξακολουθεί να συμβαίνει δυστυχώς και σήμερα. Ο άνθρωπος ο χορτάτος, παραδομένος στον πλούτο, στη χλιδή και στην ασφάλεια, δε νιώθει την αθλιότητα του άλλου, δε συμμερίζεται τον πόνο του.
Αυτό, φαίνεται, συνέβη και κατά το ιστορικό εκείνο βράδυ της 10ης προς την 11η Σεπτεμβρίου του 1611 τότε που εκδηλώθηκε το Κίνημα του Διονυσίου. Ο Ασλάν Πασάς απουσιάζει από τα Γιάννινα. Στα Γιάννινα βρίσκεται μόνο ο Οσμάν Πασάς με λιγοστούς άντρες. Η Οθωμανική συνοικία βρίσκεται στη συνοικία του Αγίου Νικολάου στην Αγορά. Οι επαναστάτες επιτίθενται πρώτα στην Οθωμανική συνοικία. Ο Οσμάν Πασάς, την τελευταία στιγμή, κατορθώνει να σωθεί με 30 άντρες. Σειρά έχουν, έπειτα, οι Καστρινοί. Οι επαναστάτες επιτίθενται εξαγριωμένοι. Το αρχικό σύνθημα «Κύριε Ελέησον» συμπληρώνεται από τα συνθήματα «χαράτσι, χαρατσόπουλο» και «αναζούλι – αναζουλόπουλο» με τα οποία υπονοούσαν τους μισητούς νέους φόρους που, πριν λίγο, είχαν επιβληθεί από το σουλτάνο. Στους επαναστάτες έρχονται να προστεθούν και ντόπιοι φτωχοί και κατατρεγμένοι. Τα Γιάννινα παραδίνονται στις φλόγες. Οι Καστρινοί ξέρουν ότι αν οι επαναστάτες μπουν μέσα στο Κάστρο θα τους αντιμετωπίσουν ως μισητά αφεντικά. Γι’ αυτό κρατούν τις πόρτες του Κάστρου κλειστές. Έτσι το Κίνημα του Διονύσιου είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Το «Χρονικό» μάλιστα που είχε υπόψη του ο Αραβαντινός, αναφέρει ρητά πως μόλις ξημέρωσε «οι Ρωμαίοι του Κάστρου, επειδή ήταν λίγοι οι Τούρκοι, ενώθηκαν με αυτούς και τότε όλοι μαζί επολέμησαν τον κακοδιονύσιον και τον κατεχάλασαν». Αν η καταγγελία αυτή είναι αληθινή, τότε εξηγείται σε μεγάλο βαθμό η αποτυχία του Κινήματος. Οι επαναστάτες, όσοι απ’ αυτούς είχαν απομείνει, διαλύονται. Η εκδίκηση των Τούρκων κατά των επαναστατών υπήρξε απερίγραπτα φριχτή. Άλλοι κάηκαν ζωντανοί, άλλοι σουβλίστηκαν, άλλοι κρεμάστηκαν. Ο ίδιος ο Διονύσιος καταφεύγει στη γνωστή μέχρι σήμερα σπηλιά κάτω από το κάστρο στις όχθες της Λίμνης. Το τέλος του υπήρξε τραγικό. Ο συντάκτης του «Ηπειρωτικού Χρονικού», μας δίνει τις σχετικές λεπτομέρειες.
«Συλλαβόντες αυτόν – αναφέρει – ηγαγον δέσμιον προς τους Τούρκους, οίτινες, χωρίς τινός εξετάσεως, τον έγδαρον ζωντανόν και γεμίσαντες το δέρμα του άχυρον, τον περιέφερον από πόλεως εις πόλιν και τέλος εις αυτήν την Κωνσταντινουπολιν».
Στην Κωνσταντινούπολη, όπως αναφέρει σε επιστολή του ο εκεί Ενετός πρεσβευτής, την οποία δημοσίευσε στα «Ηπειρωτικά Χρονικά» ο Κων/νος Μέρτζιος, το ανήκουστο αυτό θέαμα δεν άρεσε στο Μέγα Βεζύρη «διότι μόλις έφθασαν ενώπιον του, τους ηρώτησε με αυστηρόν ύφος διατί δεν τον έφεραν ζωντανόν και αμέσως διέταξε να ρίψουν τα κεφάλια και το δέρμα εις τον σταύλον των αλόγων του Σουλτάνου και ούτως έλαβε πέρας το οικτρόν τούτο συμβάν».
Το γεγονός πάντως ότι το σώμα του γδαρμένου επαναστάτη Διονυσίου, το περιέφεραν από πόλη σε πόλη και μέχρι την Κωνσταντινούπολη, μαρτυρεί ότι το επαναστατικό του Κίνημα δεν ήταν μικρό και τυχαίο, ούτε είχε τοπική μόνο σημασία. Αντίθετα αποδεικνύει ότι η σημασία του ήταν ευρύτερη και το ενδιαφέρον γενικότερο. Με τη θηριωδία αυτή οι Τούρκοι εκδικήθηκαν το Διονύσιο για τα δύο επαναστατικά του κινήματα. Και δεν περιορίστηκαν μόνο στο Διονύσιο. Οι συνέπειες υπήρξαν πράγματι τραγικές για τα Γιάννινα και για την Ήπειρο ολόκληρη. Οι Χριστιανοί εκδιώχτηκαν απ’ το Κάστρο. Δεν έμεινε τίποτε σ’ αυτό που να θύμιζε Βυζαντινή πόλη. Οι εκκλησίες καταστράφηκαν. Πολλοί Γιαννιώτες αναγκάστηκαν να πάρουν το γνώριμο δρόμο της ξενιτιάς. Ο φόβος και ο τρόμος κυριάρχησαν σε ολόκληρη την Ήπειρο. Με βάση αυτές τις συνέπειες κρίθηκε και κατακρίθηκε ο Διονύσιος και το Κίνημα του. Ένα κίνημα που απέτυχε και απέτυχε οικτρώς. Όπως όμως αναφέρει ο Μητροπολίτης Παραμυθίας και Φιλιατών Αθηναγόρας σε άρθρο του με τίτλο «Διονύσιος ο Σκυλόσοφος», «η αποτυχία του Κινήματος του Διονυσίου, οφείλεται, εκτός των άλλων, και στην αντιπατριωτική διαγωγή του Μαξίμου και των ομοφρονούντων με αυτόν, η επέμβαση των οποίων επέφερε την τραγικήν καταστροφήν». Την καταστροφή αυτή απηχούσε παλιότερο δημοτικό τραγούδι του Λαού της Ηπείρου με τους παρακάτω στίχους :
Δεσπότη μου, Τι σήκωσες τον κόσμο στο σεφέρι,
και ρήμαξαν τα Γιάννενα και ρήμαξεν ο τόπος;
Μείναν τα σπίτια αδειανά, γέμισαν τα χανδάκια
κι ο Τούρκος δεν απόσωσε να κόβει και να καίει.
Εδώ αρπάζουν κόρακες κι εκεί οι Γιαουντήδες.
Δεν έχ’ η μάνα πια παιδιά και τα παιδιά γονέους.
Κι εσένα το τομάρι σου το στείλανε στην Πόλη
να τρων οι κότες πίτουρα να νταβουλάν οι γύφτοι
για να ξυπνάει η Τουρκιά να κάνει ραμαζάνι.
«Αλλ’ έστι δίκης οφθαλμός» συνεχίζει ο Αθηναγόρας. «Ο σπόρος της ελευθέριας του οποίου ο σοφός και ηρωικός Ιεράρχης Διονύσιος, ο Πρωτοπόρος ούτος της Εθνικής Παλιγγενεσίας, αφθόνως επότισε με το ιερό αίμα του, απέφερε τους καρπούς του το έθνος βραδέως, αλλ’ ασφαλώς απετίναξε τον επικατάρατον ζυγόν του και απήλαυσε την πολυπόθητον ελευθερίαν του, την οποίαν τόσον ωνειροπόλησε και υπέρ της οποίας εμαρτύρησεν ο οπτασιαστής και ονειροπόλος Ιεράρχης. Έκτοτε τρεις όλοι διέρρευσαν αιώνες και ελεύθεροι πλέον οι νέοι της Ηπείρου, οι απόγονοι των σφαγιασθέντων μαρτύρων εν ενθουσιασμώ και ιερώ συναγερμώ, την Οκτωβρίου 1930, ακριβώς εκεί, επί του ιερού χώρου, όπου οι λυσσώδεις εχθροί του ηρωικού Ιεράρχου τον συνέλαβαν, έστησαν θριαμβευτικώς πολύτιμον αναμνηστικήν στήλην επί ταις μεγάλαις εορταίς της Αναστάσεως του Έθνους, εις αϊδιον μνήμην της τιμής και της ευγνωμοσύνης του Γένους προς τα αθάνατα και. μαρτυρικά αυτού τέκνα».
Δεν του έφτασε όμως του Διονυσίου το μαρτυρικό τέλος. Ήρθε δίπλα σ’ αυτό να προστεθεί η δημόσια διαπόμπευση του, με δυο κείμενα της εποχής του, που έχουν, ίσως, και τα δυο κοινή την προέλευση τους: Το Μάξιμο τον Πελοποννήσιο, το μονάχο, παλιό γνώριμο και αντίπαλο, όπως είδαμε, του Διονυσίου, υβριστή και ακούσιο βιογράφο του.
Πρώτο κείμενο με τίτλο :
«Το Ηπειρωτικόν Χρονικόν περί της Επαναστάσεως του Διονυσίου εν Ιωαννίνοις».
Το κείμενο αυτό το διέσωσε ο Πουκεβίλ και το παρουσίασε αργότερα ο Δημ. Σάρρος στο περιοδικό του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κων/πόλεως.
Ανώνυμος ο συντάκτης αυτού του Χρονικού, μερικοί το αποδίδουν και αυτό στο Μάξιμο, κρίνοντας απ’ τις πολλές ομοιότητες που υπάρχουν ανάμεσα στο Χρονικό και στο Στηλιτευτικό του Μαξίμου. Σκληρές και άδικες οι κρίσεις του δίνουν – έμμεσα – μια εικόνα της κατάστασης που επικρατούσε στα Γιάννινα την εποχή του Κινήματος.
Ας δούμε όμως αυτούσια ορισμένα αποσπάσματα απ’ αυτό το κείμενο:
«Αλλ’ ως να μην ητον ταύτα τα κακά ικανά, ο εχθρός του κάλου διάβολος εφθόνησε, βλέπων ότι οι της Ηπείρου Χριστιανοί ούτε από Τουρκικήν μάχαιραν κατεκόπησαν, ούτε την πολιτικήν των δύναμιν έχασαν, ότι όλη η εξουσία ήτον αυτών. Αυτοί είχον τα σπαϊλίκια και τιμάρια, αυτοί και διέτασσον και εσύναζαν τους φόρους, και αυτή η πολεμική δύναμις ήτον όλη εις χείραν των οι δε Τούρκοι όχι μόνον κανόνι του Κάστρου να ρίξουν, αλλ’ ουδέ να κατοικήσουν εις αυτό είχον άδειαν.
Κατά το 1611 έτος εφάνη ο Τρίκκης Διονύσιος, άνθρωπος αστρολόγος και λεκανομάντης, όστις διά τοιαύτα άσεμνα και άτοπα έργα και από τον θρόνον του εξώσθη και έμεινεν η Τρίκκη υπό την του Λαρίσσης επίσκεφιν διά φόβον των Τούρκων έως το 1709 έτος, ότε ηλθεν αρχιερεύς εις αυτήν ο Κωνστάντιος, άνθρωπος ενάρετος και σοφός. Ο δε κακοδιονύσιος, ο του αυτού επαγγέλματος ανάξιος, φυγών μετ’ αισχύνης πολλής και φόβου εκείθεν προς τα μέρη της Ιταλίας κατέφυγεν. Ολίγον δε καιρόν διατρίφας εις τας εκεί πόλεις, ήλθε, κακή τύχη ημών, εις τούτους τους τόπους και εκατοίκησεν εις το του Αγιου Δημητρίου μοναστήριον, το μεταξύ των χωρίων Κερασόβου και Ραντοβίστη κείμενον, εις το οποίον ητον πρότερον. Διατρίψας δε εκεί αρκετό ν καιρόν κατέβη έπειτα εις τα Ιωάννινα, όπου είχε τινάς φίλους και ιδών τους Τούρκους ολίγους και κατοικούντας έξω του Κάστρου, εμελέτησε βουλην δυστυχεστάτην εις την πόλιν ταύτην και εισελθών εις τινα φίλον του, Ταγάν το όνομα, και άλλους γνωρίμους, κοινολογείται προς αυτούς ότι έκαμε το θεμάτιον, και διά της αστρολογίας εγνώρισεν ότι μέλλει να γένη ελευθερωτής όχι μόνον των Ιωαννίνων αλλά και των λοιπών πόλεων, μάλιστα και εις την Κωνσταντινουπολιν να εισέλθη, και αυτός ο βασιλεύς να τον σηκωθεί. Εκείθεν δ’ εξελθών τα των Ιωαννίνων περίχωρα και τα του ανωτέρω μοναστηρίου και άλλας χώρας περιηρχετο φέρων πλόσκαν επί του ώμου και κιρνών τους γεωργούς, ποιμένας, βουχόλους, και άλλους χωρικούς, προσοικειούτο τοιούτους απαίδευτους και απολέμους στρατιώτας.
Έπειτα του αυτού έτους την δεκάτην Σεπτεμβρίου εκστράτευσαν μετά του αρχηγού των καλογήρου την νύκτα κατά των Ιωαννίνων και εισελθόντες εις την πόλιν έβαλαν φωτίαν εις την του τότε πασά Ασουμάν κατοικίαν και έκαυσαν πολλούς ανθρώπους και τον βασιλικόν θησαύρον ο δε πασάς με την γυναίκα του πηδήσαντες από το παράθυρον έφυγον γυμνοί την νύκτα και εσώθησαν. Το άθλιον εκείνο των γεωργών και βοσκών στράτευμα με τον ψευδοαστρολόγον στρατηγόν του εφώναζαν το Κύριες ελέησον, και χαράτζι χαρατζόπουλον, και αναζουλι αναζουλόπουλον, αινιττόμετοι τον νέον φόρον, τον οποίον όχι προ πολλών ημερών οι Τούρκοι είχαν επιβάλει. Ούτοι δε ακούσαντες το Κύριε ελέησον εγνώρισαν ότι ήλθον και αυτών οι Χριστιανοί και παρευθύς έδραμον όλοι έφιπποι και δυνατά αρματωμένοι, και τρέφαντες αυτούς εις φυγην ευκόλως, ως πεζούς και μη έχοντας άρματα πολέμου, κατέκοψαν πολλούς, όχι μόνον από τους πολεμίους αλλά και αναίτιους διότι, επειδή εξημέρωνε Κυριακή, εδέχοντο εις τους δρόμους τους ερχόμενους εις την αγοράν και τους έκοπναν
Ήθελαν να κάμουν κοινήν σφαγήν όλων των κατοικούντων το Κάστρον Χριστιανών, όμως τινές φρόνιμοι και από τους προεστοτέρους αυτών τους εμπόδισον. Οι δε Ιωαννίται δεν εφείσθησαν την κατάστασιν των παντάπασιν εις αποφυγήν ταύτης της σφαγής,
Ο δε της αποστασίας αρχηγός Διονύσιος, ως ηχούσε τους αλαλαγμούς των Τούρκων και είδε τους μεθ’ εαυτού σκορπισθέντας, έφυγε και ελθών εκρύφθη εις το σπήλαιον της εκκλησίας Ιωάννου του Προδρόμου, όπου τώρα κείται το τζαμί του Ασλάν πασά. Έγινε δε μεγάλη περί αυτού ζήτησις και ουδείς άλλος εδυνήθη να τον εύρη παρά το μισόχριστον των Ιουδαίων γένος, οι οποίοι φέροντες τον δέσμιον τον παρέδωσαν εις τους κριτάς, και διά προσταγής των αρχόντων Τούρκων, χωρίς τινός εξετάσεως, τον έγδαραν ζωντανόν, και γεμίσαντες το δέρμα του άχυρον το περιέφεραν από πόλιν εις πόλιν και τέλος και εις αυτήν την Κωνσταντινούπολιν. Λέγεται δε οτι εσηκώθη και ο βασιλεύς να τον ιδη, και ούτως επληρώθη το της προφητείας του λοξόν, ότι έμελλε να υπάγη και εις την Κωνσταντινούπολιν, και αυτός ο βασιλεύς να τον σηκωθή».
Εχθρικό, πέρα για πέρα, το πνεύμα του Χρονικού, υβριστικό και χλευαστικό το ύφος του, στοιχεία με τα οποία επιχειρεί να αμαυρώσει τη μνήμη του Διονυσίου και να υποβαθμίσει τη σημασία του Κινήματος του.
Δεύτερο κείμενο με τίτλο:
«Του σοφωτάτου Μαξίμου Ιερομόναχου του Πελοποννησίου, Λόγος Στηλιτευτικος κατά Διονυσίου και των συναποστησάντων αυτώ εις Ιωάννινα».
Το ενδιαφέρον που παρουσιάζει αυτό το δεύτερο κείμενο, δε βρίσκεται, βέβαια, στις ύβρεις που ο Μάξιμος, κληρικός αυτός, απευθύνει στο Διονύσιο και στους συνεργάτες του. Αυτές εκπορεύονται από το πάθος και το μίσος που κυριαρχούν στην ψυχή του. Δε διστάζει ο Μάξιμος να αποκαλέσει «οιωνοσκόπο, λεκανομάντη και απατεώνα, απαίδευτο και αμαθή, εκμεταλλευτή της απλοϊκότητας και της αγραμματοσύνης, το Διονύσιο, χυδαίους και βάναυσους τζομπαναρέους, χωριάτες και κακομοίρηδες τους συνεργάτες του.
Το ενδιαφέρον του Στηλιτευτικού του Μαξίμου βρίσκεται στο γεγονός ότι ο συντάκτης του, από ιδιοσυγκρασία ή σκοπιμότητα, από πεποίθηση ή από φόβο, εκφράζει, κατά τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο, τις διαθέσεις των αρχόντων και των ισχυρών του κάστρου, απέναντι σε κάθε επαναστατική κίνηση, αποκαλύπτει την αντιπατριωτική και αντιχριστιανική συμπεριφορά του, γίνεται, έστω και ακούσια, απολογητής του ραγιαδισμού και της υποτέλειας.
Γράφει, ανάμεσα σε άλλα, ο Μάξιμος στον «Στηλιτευτικό» του. «Ώσπερ αι των σπουδαίων πράξεις μεγάλα τω όντι τους των καλών εραστάς ωφελείν δύνανται γραφή παραδιδόμεναι, ούτω δήπου και αι των φαύλων τόλμαι ουδέν ήττον τους τα φαύλ’ αποστυγούντας τε και αποδιοπομπουμένους ωφελήσαιεν αν.
Δι’ ο δή και τά τω εξαγίστω εκείνω Διονυσίω έναγχος ενταυθοί πεπραγμένα κακά και πέρα κακών γραπτέον δειν μοί κατεφάνη, ως έχοιεν δήπουθεν οι των φαύλων πράξεων απέχεσθαι βουλόμενοι οιόν τι εναργές σημείον εις το τα φαύλα δύνασθαι μισείν και όσον οιόν τε μη εγχειρεί ν εθέλειν τούτοις πώποτε.
Διονύσιος ουν ουτοσίν αρχιερατικού ηξιώθη ποτέ τάγματος (ου γαρ ανέχομαι γένος αυτού και π(ατρ)ίδα και τάλλα ειπείν πολλών ένεκα) και της κατά Τρίκκην επέβη μ(ητ)ροπόλεως. Επανάστασιν δε κακείσε πεποιηκέναι βουληθείς εφωράθη, ουκ ολίγων και τότε φονευθέντων εκ ταυτησί της αιτί(ας). Εκείθεν δ’ όμως τέως αποδράς, ως ουκ ωφελεν, ες Ιταλίαν επέπλει. Πλην αλλά κακείθεν μετ’ αισχύνης ότι πλείστης εκδιωχθείς, ως ουκ εφησυχάζων ην, εν τοις μέρεσι τούτοις αφίκετο, κακή τύχη ημίν φυλαττόμενος, κακά επί κακοίς ημίν τοις ασμένως αυτόν υποδεξαμένοις επινοών.
Έδει σε, ταλαίπωρε, μοναχικήν μετιόντα πολιτείαν, μη τα ανοίκεια και ακατάλληλα τω μοναχικώ επαγγέλματι ζητειν τε και πράττειν. Τίνι γαρ των πάλαι ή των νυν, των ταύτην / επανηρημέν(ων) την πολιτείαν, βασιλείας, επιγείου ή των της βασιλεί(ας) εμέλησεν όλως;
Αλλ’ έλαβες καν τούτω σεαυτόν απολέσαντα τας φρένας, και σχότει δεινώ καλυφθέντα, το μη συνιέναι βουληθήναι οίαν είχες τιμήν, την αρχιερωσυνην έχων. Ουδεμία γάρ γένοιτ’ αν μείζων τιμη της αρχιερωσύνης, τω γ’ αξίως ταυτησίν ηξιωμένω και άξια ταύτης έργα πράσσοντι. Συ δ’ αλλά τω όντι ταύτης κατεφρόνησας, άλλο τι μείζον ή κάλλιον είναι οιηθείς. Αλλά και βασιλεύειν τυχόν μετά του αρχιερατεύειν εβούλου κατά ταυτόν.
Πώς ταύτα, Διονύσιε, ουκ ελογίσω, φιλόσοφος, καθ’ άπερ υπο πάντων των αμαθία συντεθραμμένων ενομίζου, και μάντις ων; Διατί εις τοσούτον ολεθρον τον αμαθή και απλούστατον καθειλκυσας λαόν; Πώς ουχ εμαντεύσω, μαντικής αντιποιούμενος, την σην απώλειαν; Μάλλον δε, και μαντικής ηστινοσούν άνευ, πώς ου συνείδες, οι κακών έμελλες κατελθείν, τοιαύτ’ επιχειρήσας πράγματα, οία των αν(θρώπ)ων ουδείς;
Τίνα την απολογίαν άρα, τοσούτων εκ της τοιαύτης αιτί(ας) απολεσθέντων και δη και τέλεσι αφανισθέντων, δώσεις, άθλιε, τω Θεώ κριτή καθεζομένω; Τα δάκρυα δε και οι αναστεναγμοί των αναίτιως πασχόντων πού οίει καταπεσείν; Ουκ ήρκει τοις Χριστιανοίς, α καθ’ εκάστην επασχόν τε και πάσχουσι δεινά;
Προς δε τοις ειρημένοις, ει διά πολλών θλίψεων δει ημάς, κατά την του Παύλου φωνήν, εισελθείν εις την βασιλείαν των ου(ρα)νών, συ απήλλαξας τούτων τους αν(θρώπ)ους, απέκλεισας δήπου αυτοίς την εις ου(ρα)νόν φέρουσαν οδόν και μόνοις τοις κατα την γην αγαθοίς προστετηκέναι παρεσκευασας αυτούς.
Νυν ήσθοντο πρώτον ως κακόν επανάστασις, και το μικρούς μείζοσι, και ισχυροτέροις αδυνάτους, και ολίγους πλείοσι πολεμείν εθέλειν.
Παραμυθείσθαι και γενναίως φέρειν τα δεινά, ουκ επανίστασθαι, παραινείν αυτοίς προσήκε, Διονύσιε, και τιμάν τους βασιλείς παρά Θ(εο)ύ δοθέντας, ουκ αντιτάσσεσθαι τούτοις νουθετείν εχρήν. Ει γαρ μη προς Θ(εο)ύ ήσαν δεδομένοι, και ασεβείς οντες, ουκ αν ίστασθαι ηδύναντο. Ουδέν γαρ μη βουλομενου θ(εο)υ δυνατόν ίστασθαι. Του Θ(εο)ύ δε τούτους ημίν επιστήσαντος δί ας οίδεν αιτίας, ημίν μεν άδηλους εκείνω δε και πάνυ εκδήλους, φέρειν ανάγκη. Α γαρ τω θ(ε)ώ βουλητόν αγαπάν ημάς χρη, και μη αφηνιάσαντας ατακτείν.
Πασιν ωςπερ τις θανατηφόρος και πικρότατος όφις μετέδωκας του ιού. Νέος ημιν Ιουλιανός διά της σης αποστασίας κατέστης. Νέος τω όντι διάβολος. Ως γαρ εκείνος του παραδείσου διά της απάτης τον πρωτοπλαστον εξέβαλεν, ούτω και συ, τοις εκείνου τρόποις και τέχναις χρησάμενος, της ης είχομεν μιχράς, ελευθερί(ας) τε και παρρησί(ας) το παράπαν απεστέρησας».
Με τέτοιες πρωτάκουστες ιδέες είχαν διαποτίσει την ψυχή τους ο Μάξιμος και οι ομοϊδεάτες του. Ιδέες που ξεπερνούν, οπωσδήποτε, κάθε όριο εθνικής και θρησκευτικής προδοσίας. Με αυτές τις ιδέες ήθελαν να διαποτίσουν και την ψυχή του δυστυχισμένου ραγιά και να τον πείσουν πως ο Θεός μας έδωσε τη σκλαβιά για τις πολλές μας αμαρτίες και πως μόνο με τη σκλαβιά θα κερδίσουμε την αιώνια βασιλεία και όχι ετούτη τη ζωή, τη φθαρτή και τη μάταιη! Με τέτοιες ιδέες δεν είναι καθόλου παράδοξο πως ο Μάξιμος «χωρίς περίσκεψη, χωρίς λύπη και χωρίς αιδώ», όπως θα έλεγε ο Καβάφης, στηλιτεύει ανηλεώς το Διονύσιο.
Υποστήριξαν μερικοί ότι στην ανοικτίρμονα κατά του Διονυσίου επίθεση, την οποία ούτε ο φρικαλέος θάνατος του ηρωικού πρεσβύτη εμάλαξε, συνετέλεσε ασφαλώς και ο τρόμος απ’ τον οποίο είχαν καταληφθεί οι Γιαννιώτες μετά την τραγική αποτυχία του Κινήματος και τις κακουργίες των Τούρκων, καθώς και η επιθυμία του Μαξίμου να εξευμενίσει τους Τούρκους. Όμως ο Μάξιμος, από πάθος εμπνεόμενος, απέβλεπε όχι τόσο στο παρόν, όσο στο μέλλον. Νόμιζε πως αυτός μόνο κατείχε το μονοπώλιο της σοφίας και δεν μπορούσε να ανεχθεί να αποκαλείται ο Διονύσιος Φιλόσοφος: ήταν ο Μάξιμος άνθρωπος εμπαθής και φθονερός. Έστησε σε βάρος του Διονυσίου ένα ανόσιο οικοδόμημα, το οποίο όμως σύντομα κατέρρευσε και συνέτριψε τον ίδιο. Θέλησε να παραδώσει το μάρτυρα Διονύσιο στη χλεύη των μεταγενέστερων και στο αιώνιο ανάθεμα, σ’ αυτό ασφαλώς αποσκοπούσε και η υβριστική ονομασία Σκυλόσοφος, με την οποία αυτός και οι ομοϊδεάτες του θέλησαν να εξευτελίσουν τον πραγματικό Διονύσιο, αυτή όμως η ονομασία έχει καθιερωθεί σ’ όλες τις συνειδήσεις των ανθρώπων, όχι μόνο στην Ήπειρο, αλλά και στην Ελλάδα ολόκληρη, σύμβολο ιερό και τίτλος ύψιστης τιμής
Τί κι αν οι σύγχρονοι του τον έγδαραν ζωντανό;
Τί κι αν οι διάφοροι Μάξιμοι στηλίτευσαν την επανάσταση του και επιδίωξαν να προσβάλουν τη μνήμη του;
Ήρθε, ύστερα απ’ αυτούς, ως αδέκαστος κριτής η ιστορία, με τα δικαστήρια και τους δικαστές της και απέδωσε Δικαιοσύνη. Καταδίκασε στην αιώνια περιφρόνηση το σοφολογιότατο Μάξιμο και τους ομοϊδεάτες του, ενώ περιέβαλε με το φωτοστέφανο της δόξας και της αιώνιας μνήμης το Διονύσιο που πρόταξε τα γέρικα μεν, αλλά γεμάτα από το ακατανίκητο αίσθημα της λευτεριάς και της φιλοπατρίας στήθη του και τον ανάδειξε ως τη μεγαλύτερη εθνική φυσιογνωμία του 17ου αιώνα, καθώς με το μαρτύριο του έδειξε στις μελλούμενες γενιές το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσουν για να τινάξουν από πάνω τους το δυσβάσταχτο ζυγό της σκλαβιάς.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η ιδιαίτερη σημασία της Επανάστασης του 1611. Υπήρξε το εγερτήριο σάλπισμα του αλύτρωτου Ελληνισμού που απ’ την πρώτη μέρα της σκλαβιάς άρχισε να προετοιμάζει το έδαφος για την εθνική του αποκατάσταση και διαμόρφωσε το εθνικό του ιδεώδες, τη γνωστή σε όλους μας Μεγάλη Ιδέα. Αυτή η Μεγάλη Ιδέα εξακολουθεί να είναι επίκαιρη και στις μέρες μας, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η Μεγάλη Ιδέα ενός Έθνους παραμένει αναλλοίωτη ανά τους αιώνες, δε νοείται μόνο ως απλή γεωγραφική, ποσοτική έννοια: αλλάζει συνεχώς περιεχόμενο, από την απελευθέρωση και την αύξηση του εδάφους, μετατοπίζεται στην ανύψωση του βιοτικού, του πνευματικού και του ηθικού επιπέδου του Λαού. Η εθνική ολοκλήρωση δεν είναι για ένα Λαό το τέρμα. Είναι ταυτόχρονα αφετηρία για νέους ανώτερους σκοπούς του Έθνους, για δημιουργία μιας πραγματικής αναγέννησης που αποτελεί, κατ’ επέκταση το νέο εθνικό ιδεώδες, τη νέα Μεγάλη Ιδέα. Αυτό το εθνικό ιδεώδες βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με το ευρύτερο ανθρωπιστικό ιδεώδες, που συνίσταται στην αλληλεγγύη και τη συνεργασία των λαών. Βρίσκεται επίσης σε αρμονία με το λεγόμενο κοινωνικό ιδεώδες που συνίσταται στην απόδοση κοινωνικής δικαιοσύνης, στην κατάργηση της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο.
Στη διαμόρφωση αυτού του ιδεώδους, με όλες του τις μορφές, σημαντικός μπορεί και πρέπει να είναι ο ρόλος που καλούνται, κάτω από τις σημερινές συνθήκες, να διαδραματίσουν οι πνευματικοί άνθρωποι : οι εκπαιδευτικοί, οι λογοτέχνες, οι συγγραφείς, οι επιστήμονες, οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι.
Χρειάζεται, όλοι μαζί, να επιστρατεύσουμε εκείνες τις δημιουργικές δυνάμεις με τις οποίες, ως Λαός, επιβιώσαμε και, κατά περιόδους, μεγαλουργήσαμε. Χρειάζεται πάνω απ’ όλα να διαφυλάξουμε άσβεστη την εθνική μας συνείδηση, πηγή αστείρευτη για την πραγματική μας αφύπνιση. Αφύπνιση που θα μας δώσει τη δυνατότητα να ξεπεράσουμε, μια για πάντα, τα διλήμματα που σκόπιμα μας βάζουν γύρω απ’ την προκοπή και τη σωτηρία του τόπου μας, όπως αυτά παρουσιάζονται απ’ τον ποιητή με τους στίχους:
Ποιος, θα μας σώσει, Ανατολή για Λύση;
Ποιος Έλληνας ή βάρβαρος θεός;
Μπροστά καινούριος κόσμος θα βαδίσει
για πίσω θα γυρίζει ο παλιός;
Πορεία αδιέξοδη απ’ την οποία μπορούμε και πρέπει να απαλλαγούμε, θα το πετύχουμε μονάχα όταν η πίστη μας στον άνθρωπο γίνει το επίκεντρο κάθε πολιτιστικής προσφοράς μας. Όταν βαθιά εδραιωθεί στην ψυχή μας η πίστη στην απεριόριστη δυνατότητα του Λαού μας να προσδιορίζει μόνος του τη ζωή και τη μοίρα του.
Τότε, εκφράζοντας, κατά τον καλύτερο τρόπο, το αίτημα της εποχής μας για εθνική αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία, θα μπορούμε, μαζί με τον ποιητή μας, να πάρουμε σαφή θέση στο παραπάνω ερώτημα και, χωρίς δυσκολία, να δώσουμε την απάντηση:
Δε θα μας σώσει Ανατολή για Δύση
Μηδ’ Έλληνες ή βάρβαροι θεοί
Μπροστά καινούριος κόσμος θα βαδίσει
Όταν ξυπνήσουν κάποτε οι Λαοί.
Προς αυτή την κατεύθυνση ο Διονύσιος ο Φιλόσοφος, πριν από 390 χρόνια, μας έδειξε το δρόμο. Σε μας απομένει το χρέος να τον ακολουθήσουμε.
Πηγή: e Γιάννινα
Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΑΒΡΑΑΜ
Ο Αβραάμ υπήρξε πατριάρχης και ιδρυτής του εβραϊκού έθνους. Το αρχικό του όνομα είναι Άβραμ, έχει επικρατήσει όμως να ονομάζεται Αβραάμ, που σημαίνει "πατέρας ενός λαού" ή "πατέρας πλήθους (πολλών)". Ήταν γιος του Θάρα (Θάρρα) και αδερφός του Ναχώρ και του Αρράν (Γένεση 11,26. Ιησούς του Ναυή 24,2). Ο Αβραάμ υπολογίζεται ότι έζησε γύρω στο 2000 π.Χ., αλλά σύμφωνα με τους υπολογισμούς των χρονολογιών της Παλαιάς Διαθήκης ο Αβραάμ θα πρέπει να έζησε περίπου το 2166-1991 π.Χ. Η οικογένειά του προερχόταν από τη φυλή του Σημ, αλλά κατοικούσε στην Ουρ των Χαλδαίων. Ο πατέρας του ο Θάρρα, όπως και όλη η οικογένειά του αρχικά ήταν ειδωλολάτρες (Ιησούς του Ναυή 24,2).
Παρόλα αυτά ο Αβραάμ στάθηκε ως παράδειγμα πίστης στην ιστορία γι' αυτό και πήρε τον τίτλο του "φίλου του Θεού" (Β' Παραλειπομένων 20,7). Σύζυγός του ήταν η Σάρρα ή Σάρα, αδερφή από πατέρα όχι όμως από μητέρα (Γένεση 11,29 και 20,12). Ο Αβραάμ απέκτησε τον Ισαάκ από τη Σάρρα (Γένεση 21,1-8. Ιησούς του Ναυή 24,4), τον Ισμαήλ από την Άγαρ (Γένεση κεφ. 16) και τους Σομβράν (Ζεμβράμ ή Ζιμράν), τον Ιεζάν (Ιεξάν ή Ιοξάν), τον Μαδάλ (Μαδάμ ή Μαδά), τον Μαδιάμ (Μαδιάν), τον Ιεσβώκ (Σοβάκ ή Ισβάκ) και τον Σωκέ (Σωέ ή Σουάχ) από τη Χεττούρα (Γένεση 25,1-4. Α' Παραλειπομένων 1,32-33). Πέμπτος απόγονος του Αβραάμ και απόγονος του Ησαύ ήταν ο Ιώβ, γιος του Ζαρέ (Ζαρέθ) (Ιώβ 42,17γ).
Η ΚΛΗΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ
Ο Αβραάμ μετά το θάνατο του αδερφού του Ναχώρ, μαζί με την οικογένειά του, τον πατέρα του και τον ανιψιό του Λωτ, εγκατέλειψε την Ουρ για να πάει στη Χαρράν της Μεσοποταμίας (Γένεση 11,27-31).
Μια μέρα ο Κύριος είπε στον Αβραάμ:
› Φύγε από τη χώρα σου και πήγαινε σε μια χώρα που εγώ θα σου δείξω. Θα κάνω από σένα ένα μεγάλο έθνος και θα σε ευλογήσω, θα κάνω το όνομα σου ξακουστό και θα είσαι ευλογία για τους άλλους. Μ' εσένα θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης.
Έτσι ο Αβραάμ αναχώρησε όπως του είπε ο Κύριος. Ήταν 75 ετών όταν έφυγε από τη Χαρράν. Μαζί του πήρε τη γυναίκα του τη Σάρα και το Λωτ, γιο του αδερφού του, όλα τα υπάρχοντα και τα κοπάδια των ζώων που είχαν συγκεντρώσει, καθώς επίσης τους δούλους που είχαν αποκτήσει στη Χαρράν και έφτασαν στη Χαναάν (Γένεση 12,1-5. Ιησούς του Ναυή 24,3).
Ο Αβραάμ διέσχισε τη χώρα ως την περιοχή της Συχέμ, την οποία τότε την κατοικούσαν οι Χαναναίοι. Εκεί του φανερώθηκε ο Κύριος και του είπε:
› Αυτήν τη γη θα τη δώσω στους απογόνους σου.
Τότε ο Αβραάμ έχτισε εκεί ένα θυσιαστήριο και πρόσφερε θυσία προς τον Κύριο. Μετά από εντολή του Θεού ο Αβραάμ προχώρησε προς τα βουνά και εγκαταστάθηκε στη Βαιθήλ. Έχτισε ακόμη ένα θυσιαστήριο για τον Κύριο και προσευχήθηκε σ' αυτόν (Γένεση 12,6-9).
Εκείνο τον καιρό ξέσπασε πείνα στη Χαναάν και ο Αβραάμ κατέβηκε στην Αίγυπτο γιατί η πείνα ήταν μεγάλη. Εκεί φοβούμενος, μήπως κακοποιηθούν από τους κατοίκους, είπε ότι η Σάρρα ήταν αδερφή του μόνο από πατέρα και όχι από μητέρα. Η ομορφιά της Σάρρας τόσο πολύ γοήτεψε τους άρχοντες της Αιγύπτου, που την πήραν στα ανάκτορα του Φαραώ, προσφέροντας πλούσια δώρα στον Αβραάμ. Αλλά ο Κύριος χτύπησε με μεγάλες συμφορές το φαραώ και τους αυλικούς του και κάποια νύχτα, ο Φαραώ είδε ένα όνειρο που τον ανάγκασε να δώσει πίσω τη Σάρρα στον Αβραάμ και να τους διατάξει να φύγουν από την Αίγυπτο (Γένεση 12,10-20).
ΑΒΡΑΑΜ ΚΑΙ ΛΩΤ
Ο Αβραάμ μετά τη φυγή από την Αίγυπτο πήγε προς το νότιο τμήμα της Χαναάν, μαζί με τη γυναίκα του τη Σάρρα και το Λωτ. Προχώρησε προς τη Βαιθήλ όπου εγκαταστάθηκε. Και ο Αβραάμ και ο Λωτ είχαν αποκτήσει αρκετά πρόβατα, βόδια και σκηνές. Η χώρα όμως δεν επαρκούσε για να κατοικήσουν και οι δύο μαζί, γιατί τα υπάρχοντα τους ήταν πάρα πολλά. Οι βοσκοί του Αβραάμ μάλωναν με τους βοσκούς του Λωτ.
Ο Αβραάμ για να μην υπάρχει διαμάχη μεταξύ τους είπε στο Λωτ να διαλέξει την περιοχή που ήθελε να εγκατασταθεί. Ο Λωτ καθώς ήταν πλεονέκτης, διάλεξε την πιο εύφορη πεδιάδα που βρισκόταν στον ποταμό Ιορδάνη. Η επιλογή του όμως αυτή τον έφερε κοντά στην περιοχή των Σοδόμων και των Γομόρρων. Πριν καταστρέψει ο Κύριος τα Σόδομα και τα Γόμορρα, η περιοχή ήταν σαν παράδεισος, σαν τη χώρα της Αιγύπτου. Έτσι ο Αβραάμ έμεινε στη Χαναάν ενώ ο Λωτ έστησε τις σκηνές του κοντά στα Σόδομα. Οι άνθρωποι όμως των Σοδόμων και των Γομόρρων ήταν πολύ κακοί και πάρα πολύ αμαρτωλοί ενώπιον του Κυρίου (Γένεση 13,1-13).
Αβραάμ και Μελχισεδέκ Κατόπιν ο Αβραάμ έφυγε και εγκαταστάθηκε στη Μαβρή κοντά στη Χεβρών όπου έχτισε θυσιαστήριο στον Κύριο (Γένεση 13,18). Αργότερα ο βασιλιάς της Ελάμ (Αϊλάμ) Χοδολλογομόρ μαζί με άλλους βασιλιάδες πολέμησαν με τα Σόδομα και τα Γόμορρα. Στον πόλεμο που ακολούθησε ο Χοδολλογομόρ και οι σύμμαχοί του νίκησαν και λεηλάτησαν τα Σόδομα και τα Γόμορρα. Καθώς έφευγαν πήραν αιχμάλωτο τον Λωτ, μαζί με την οικογένειά του και όλα του τα υπάρχοντα (Γένεση 14,1-12).
Κάποιος υπηρέτης του Λωτ που γλίτωσε ειδοποίησε τον Αβραάμ, ο οποίος όταν άκουσε ότι ο ανιψιός του αιχμαλωτίστηκε, εξόπλισε 318 από τους υπηρέτες του και μαζί με τον Μαμβρή τον Αμοραίο και τα αδέρφια του, καταδίωξε τον Χοδολλογομόρ. Τη νύχτα ο Αβραάμ χώρισε τους άντρες του σε μικρές ομάδες, επιτέθηκε στους εχθρούς και τους κατατρόπωσε. Τους καταδίωξε ως την περιοχή που είναι αριστερά της Δαμασκού και πήρε πίσω όλα τους τα λάφυρα. Ελευθέρωσε το Λώτ μαζί με την οικογένειά του και όλα του τα υπάρχοντα (Γένεση 14,13-16). Επιστρέφοντας συνάντησε τον ιερέα Μελχισεδέκ και βασιλιά του Σαλήμ ο οποίος τον ευλόγησε. Ο Αβραάμ τότε του έδωσε το ένα δέκατο από όλα τα λάφυρα, ενώ τα υπόλοιπα τα έδωσε στο βασιλιά των Σοδόμων (Γένεση 14,17-24).
ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΟΝ ΑΒΡΑΑΜ
Ύστερα από αυτά τα γεγονότα, ο Κύριος είπε σε όραμα στον Αβραάμ:
› Μη φοβάσαι, Άβραμ. Εγώ είμαι η ασπίδα σου. Η ανταμοιβή σου θα είναι πάρα πολύ μεγάλη.
Ο Αβραάμ απάντησε:
› Κύριε, εγώ φεύγω άτεκνος. Αφού δεν μου έδωσες απογόνους, κληρονόμος του σπιτιού μου θα είναι ο δούλος του σπιτιού μου, ο Ελιέζερ από τη Δαμασκό.
Ο Κύριος του αποκρίθηκε:
› Δε θα σε κληρονομήσει αυτός, αλλά εκείνος που θα γεννηθεί από τα σπλάχνα σου. Όπως είναι στον ουρανό τ' αστέρια, έτσι αναρίθμητοι θα είναι και οι απόγονοι σου.
Ο Αβραάμ πίστεψε στον Κύριο και γι' αυτή του την πίστη ο Κύριος τον αναγνώρισε δίκαιο. Ο Κύριος του είπε ακόμα:
› Εγώ είμαι ο Κύριος, που σ' έβγαλα από την Ουρ των Χαλδαίων, για να σου δώσω αυτή τη χώρα για ιδιοκτησία σου. Οι απόγονοί του αφού πρώτα υποδουλωθούν στην Αίγυπτο θα επιστρέψουν και θα κατακτήσουν τη γη Χαναάν (Γένεση κεφ. 15).
Η ΑΓΑΡ ΚΑΙ Ο ΙΣΜΑΗΛ
Τα χρόνια όμως περνούσαν και η Σάρρα επειδή δεν έκανε παιδιά, έδωσε στον Αβραάμ τη δούλη της Άγαρ για μια νύχτα. Όταν η Άγαρ είδε ότι ήταν έγκυος, άρχισε να φέρεται στην κυρά της με περιφρόνηση. Τότε η Σάρρα άρχισε να κακομεταχειρίζεται την Άγαρ, κι εκείνη έφυγε από κοντά της.
Η Άγαρ από παρότρυνση του Θεού επέστρεψε και γέννησε γιο και ο Αβραάμ τον ονόμασε Ισμαήλ. Εκείνη την εποχή ο Άβραμ ήταν 86 ετών (Γένεση κεφ. 16).
Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΑΒΡΑΑΜ
Ο πατριάρχης Αβραάμ Όταν ο Αβραάμ ήταν 99 ετών, του φανερώθηκε πάλι ο Κύριος και του είπε:
› Εγώ είμαι ο Θεός παντοκράτορας. Να ζεις σύμφωνα με το θέλημα μου και να είσαι τέλειος. Θα συνάψω μαζί σου διαθήκη, και θα σου δώσω πολλούς απογόνους.
Ο Αβραάμ έπεσε με το πρόσωπο του στη γη και ο Κύριος του είπε:
› Αυτή είναι η διαθήκη που κάνω μαζί σου. Δε θα ονομάζεσαι πια Άβραμ αλλά Αβραάμ γιατί θα σε κάνω πατέρα πλήθους εθνών. Θα αποκτήσεις πολλούς απογόνους και θα γίνεις γενάρχης λαών και βασιλιάδες θα προέλθουν από σένα. Τη διαθήκη μου τη συνάπτω μαζί σου, αλλά θα ισχύει και για όλες τις γενιές των απογόνων σου. Θα είναι διαθήκη αιώνια, ώστε να είμαι Θεός δικός σου και των απογόνων σου. Σ' εσένα και τους απογόνους σου θα δώσω όλη τη χώρα όπου τώρα κατοικείς, όλη τη χώρα της Χαναάν .
Είπε ακόμα ο Θεός στον Αβραάμ:
› θα πρέπει, όμως, να τηρείς τη διαθήκη μου τόσο εσύ όσο και οι επόμενες γενιές των απογόνων σου. Αυτή είναι η διαθήκη μου που θα τηρείτε: Κάθε αρσενικό παιδί θα περιτέμνεται. θα κάνετε την περιτομή, κι αυτή θα αποτελεί το σημείο της διαθήκης ανάμεσα σ' εμένα και σ' εσάς. Κάθε παιδί θα περιτέμνεται την όγδοη ημέρα από τη γέννησή του. Θα πρέπει οπωσδήποτε καθένας που γεννήθηκε στο σπίτι σου ή αγοράστηκε με χρήματα, να περιτέμνεται. Έτσι η διαθήκη μου θα μαρτυρείται στο σώμα σας και θα είναι διαθήκη αιώνια (Γένεση 17,1-14).
Έτσι ο Αβραάμ, σύμφωνα με τη διαταγή του Θεού άλλαξε το όνομά του, από "Άβραμ" που λεγόταν και σήμαινε "ο υψηλός ή υπέροχος πατέρας", σε "Αβραάμ" που σημαίνει "πατέρας πολλών". Την ίδια μέρα ο Αβραάμ έκανε περιτομή στο γιο του τον Ισμαήλ, αλλά και σε όλους τους άνδρες υπηρέτες του. Ο Αβραάμ ήταν 99 ετών, όταν έκανε περιτομή στον εαυτό του και ο Ισμαήλ δεκατριών. Η διαθήκη του Θεού με τον Αβραάμ και τους απογόνους του αναφέρεται και στο βιβλίο των Ψαλμών (Ψαλμοί 104,9-10).
Η ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ
Η φιλοξενία του Αβραάμ Αμέσως μετά ο Κύριος παρουσιάστηκε και πάλι στον Αβραάμ, ενώ αυτός καθόταν στο άνοιγμα της σκηνής του κατά το μεσημέρι. Ο Αβραάμ είδε τρεις άνδρες να στέκονται απέναντι του. Αμέσως έτρεξε να τους προϋπαντήσει και τους προσκύνησε ως τη γη. Ο Αβραάμ είπε:
› Κύριε μου, αν έχω την εύνοια σου, μην προσπεράσεις το δούλο σου. Ας φέρουν λίγο νερό να πλύνετε τα πόδια σας, και μετά μπορείτε ν' αναπαυθείτε κάτω από το δέντρο. Θα φέρω και λίγο ψωμί να πάρετε δύναμη, και μετά μπορείτε να πηγαίνετε.
Εκείνοι απάντησαν:
› Κάνε όπως είπες.
Τότε ο Αβραάμ έτρεξε στη σκηνή και είπε στη Σάρρα:
› Πάρε γρήγορα αλεύρι εκλεκτό, ζύμωσε το και κάνε πίτες.
Μετά πήρε ένα μοσχάρι τρυφερό και καλό, το έδωσε στον υπηρέτη, κι εκείνος το ετοίμασε στα γρήγορα. Πήρε ακόμα βούτυρο, γάλα και το μοσχάρι που είχε ετοιμάσει και τα έβαλε μπροστά στους άνδρες. Αυτός στεκόταν απέναντι τους κάτω από τα δέντρα ενώ εκείνοι έτρωγαν.
Τότε ρώτησαν τον Αβραάμ:
› Πού είναι η Σάρρα η γυναίκα σου;
Αυτός απάντησε:
› Εκεί, στη σκηνή.
Και ο Κύριος είπε:
› Του χρόνου τέτοια εποχή θα ξανάρθω και η γυναίκα σου η Σάρρα θα έχει γιο.
Η Σάρρα τα άκουγε όλα αυτά, γιατί στεκόταν από πίσω του, στο άνοιγμα της σκηνής. Ο Αβραάμ και η Σάρρα ήταν γέροντες προχωρημένης ηλικίας, και γι' αυτό η Σάρρα γέλασε κρυφά καθώς σκεφτόταν:
› Αφού γέρασα, είναι δυνατό να κάνω παιδί; Και ο άντρας μου είναι κι αυτός γέροντας.
Αλλά ο Κύριος είπε στον Αβραάμ:
›Γιατί γέλασε η Σάρρα; Γιατί αμφιβάλλει ότι θ' αποκτήσει γιο τώρα που γέρασε; Τίποτα δεν είναι αδύνατο για τον Κύριο! Όταν την ίδια εποχή ύστερα από ένα χρόνο θα ξανάρθω σπίτι σου, η Σάρρα θα έχει γιο (Γένεση 17,15-27. 18,1-15).
Ο ΑΒΡΑΑΜ ΜΕΣΟΛΑΒΕΙ ΓΙΑ ΤΑ ΣΟΔΟΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΓΟΜΟΡΡΑ
Όταν ο Θεός φανέρωσε στον Αβραάμ την επερχόμενη καταστροφή των Σοδόμων και των Γομόρρων, ο Αβραάμ παρακάλεσε να μην το πράξει (Γένεση 18,16-33). Μετά εγκαταστάθηκε στα Γέραρα όπου και πάλι παρουσίασε τη Σάρρα ως αδερφή του (Γένεση 20,2-12).
Από 'κει οι άντρες έφυγαν και κατευθύνθηκαν προς τα Σόδομα. Ο Αβραάμ βάδιζε μαζί τους για να τους κατευοδώσει. Τότε ο Κύριος είπε:
› Η κακή φήμη των Σοδόμων και των Γομόρρων διαδόθηκε πολύ και η αμαρτία τους είναι πολύ βαριά. Θα κατεβώ, λοιπόν, να εξακριβώσω αν αληθεύουν όλες αυτές οι διαδόσεις που έφτασαν ως εμένα.
Οι δύο από τους άνδρες έφυγαν από 'κει και κατευθύνθηκαν προς τα Σόδομα. Αλλά ο Κύριος παρέμεινε ακόμη μαζί με τον Αβραάμ.
Αβραάμ και Λωτ Πλησίασε τότε ο Αβραάμ και του είπε:
› θα καταστρέψεις τους δικαίους μαζί με τους αμαρτωλούς; Ίσως υπάρχουν κάποιοι δίκαιοι στην πόλη. θα τους καταστρέψεις κι αυτούς; Δε θα συγχωρήσεις την περιοχή για χάρη των λίγων δικαίων που βρίσκονται σ' αυτήν; Δε γίνεται να θανατώσεις δικαίους κι αμαρτωλούς μαζί, σαν να ήταν όλοι το ίδιο. Δεν είναι δυνατό! Ο κριτής όλης της γης δεν πρέπει να αποδώσει δικαιοσύνη;
Ο Κύριος του απάντησε:
› Αν βρω στην πόλη των Σοδόμων έστω και δέκα δικαίους, δε θα καταστρέψω την πόλη και την περιοχή για χάρη των δέκα (Γένεση 18,16-33).
Οι δυο άγγελοι έφτασαν στα Σόδομα το βράδυ. Ο Λώτ τους φιλοξένησε και τους περιποιήθηκε. Πριν όμως κοιμηθούν, οι άντρες των Σοδόμων περικύκλωσαν από παντού το σπίτι. Ήταν εκεί όλος ο αντρικός πληθυσμός της πόλης, νέοι και γέροι, οι οποίοι φώναζαν στο Λωτ και ήθελαν να κακοποιήσουν τους δύο ξένους. Τότε οι δύο άγγελοι τύφλωσαν όλους όσους ήταν έξω από το σπίτι και είπαν στο Λωτ να πάρει την οικογένειά του και να φύγει από την πόλη γιατί όλη η περιοχή θα καταστραφεί. Να φύγει και να μην κοιτάξει πίσω του ό,τι και να γίνει.
Όταν ο Λωτ απομακρύνθηκε τότε ο Κύριος άφησε από τον ουρανό να βρέξει θειάφι και φωτιά στα Σόδομα και στα Γόμορρα. Οι πόλεις εκείνες και οι κάτοικοί τους καθώς και όλη η γύρω περιοχή και η βλάστηση της καταστράφηκαν. Η γυναίκα όμως του Λωτ παρέβη την προειδοποίησή του αγγέλου και κοίταξε πίσω για να δει τι συνέβαινε και αμέσως έγινε στήλη άλατος (Γένεση 19,1-29).
ΑΒΡΑΑΜ ΚΑΙ ΑΒΙΜΕΛΕΧ
Ο Αβραάμ αναχώρησε από 'κει για τα νότια της Χαναάν και εγκαταστάθηκε στα Γέραρα. Εκεί, όπως και στην Αίγυπτο, επειδή φοβόταν μήπως κακοποιηθούν από τους κατοίκους, παρουσίασε τη Σάρρα για αδερφή του.
Έτσι, ο Φιλισταίος βασιλιάς των Γεράρων Αβιμέλεχ έστειλε και πήρε τη Σάρρα στο παλάτι του. Τη νύχτα όμως παρουσιάστηκε ο Θεός στο όνειρο του και του πρόσταξε επειδή ήταν δίκαιος να μην αμαρτήσει παίρνοντας τη γυναίκα που ανήκει σε άλλο, και πολύ περισσότερο σ' ένα δίκαιο όπως ο Αβραάμ. Και εξαιτίας του περιστατικού έκανε ο Κύριος, ώστε καμιά γυναίκα στο παλάτι να μην μπορεί να γεννήσει.
Τότε ο Αβιμέλεχ πήρε χίλια δίδραχμα, πρόβατα και βόδια, δούλους και δούλες και τα έδωσε ως δώρα στον Αβραάμ. Μαζί του έδωσε πίσω και τη Σάρρα τη γυναίκα του και του πρόσταξε να μείνει όπου του αρέσει. Τότε ο Αβραάμ προσευχήθηκε στον Κύριο για τον Αβιμέλεχ και ο Θεός τον απάλλαξε και έτσι μπορούσαν η γυναίκα του και οι δούλες του να γεννούν και πάλι (Γένεση κεφ. 20).
Αργότερα ο Αβραάμ και ο Αβιμέλεχ έκαναν συμφωνία ειρήνης και ανανέωσαν τη φιλία τους. Κατά τη συμφωνία ο Αβραάμ παραπονέθηκε στον Αβιμέλεχ για τα πηγάδια που άνοιξε ο Αβραάμ και οι δούλοι του Αβιμέλεχ τα είχαν πάρει με τη βία. Ο Αβιμέλεχ δεν γνώριζε το περιστατικό και διέταξε να αποδοθούν στον Αβραάμ τα πηγάδια. Τότε ο Αβραάμ πήρε πρόβατα και μοσχάρια και τα έδωσε ως δώρα στον Αβιμέλεχ. Ο Αβραάμ ξεχώρισε εφτά αρνιά και τα έδωσε στον Αβιμέλεχ, ως απόδειξη ότι αυτός άνοιξε το πηγάδι που ονομάστηκε Πηγάδι του όρκου. Ο Αβιμέλεχ επέστρεψε στο παλάτι του και ο Αβραάμ φύτεψε ένα κυπαρίσσι εκεί στο πηγάδι και προσευχήθηκε στον Κύριο. Και έμεινε ο Αβραάμ στη χώρα των Φιλισταίων για πολύ καιρό (Γένεση 21,22-34).
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΑΑΚ ΚΑΙ Η ΕΚΔΙΩΞΗ ΤΗΣ ΑΓΑΡ
Η εκδίωξη της Άγαρ Ο Κύριος φρόντισε για τη Σάρρα, όπως είχε υποσχεθεί. Έτσι η Σάρρα έμεινε έγκυος και γέννησε ένα γιο στον Αβραάμ, στα γηρατειά του, στο χρόνο που του είχε ορίσει ο Κύριος. Ο Αβραάμ ονόμασε το γιο που του γέννησε η Σάρρα, Ισαάκ. Ο Αβραάμ ήταν εκατό ετών όταν γεννήθηκε ο Ισαάκ (Γένεση 21,1-8).
Μια μέρα η Σάρρα είπε στον Αβραάμ να διώξει την Άγαρ και το παιδί της, έτσι ώστε ο Ισμαήλ να μην έχει δικαιώματα κληρονομιάς με τον Ισαάκ.
Τα λόγια αυτά δεν άρεσαν καθόλου στον Αβραάμ, αλλά με παρότρυνση του Κυρίου ότι θα φροντίσει ο ίδιος για την Άγαρ, ο Αβραάμ την έδιωξε μαζί με το παιδί.
Πράγματι ο Κύριος φρόντισε την Άγαρ όσο ήταν στην έρημο και όταν το παιδί μεγάλωσε εγκαταστάθηκε στην έρημο Φαράν και έγινε τοξότης. Κατόπιν η μάνα του του διάλεξε γυναίκα από την Αίγυπτο (Γένεση 21,9-21).
Η ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ
Ύστερα από τα γεγονότα αυτά, ο Κύριος θέλησε να δοκιμάσει τον Αβραάμ και του είπε:
› Αβραάμ! Πάρε το γιο σου το μονογενή, που τον αγαπάς, τον Ισαάκ, και πήγαινε να τον θυσιάσεις στη γη Μοριά, σ' ένα από τα βουνά που εγώ θα σου δείξω.
Ο Αβραάμ ανταποκρίθηκε στην εντολή του Κυρίου. Σηκώθηκε νωρίς το πρωί, πήρε μαζί του δύο από τους δούλους του και το γιο του τον Ισαάκ. Έσχισε τα ξύλα για τη θυσία και ξεκίνησε για τον τόπο που του είπε ο Θεός. Την τρίτη μέρα κοίταξε και είδε τον τόπο από μακριά. Τότε είπε στους δούλους του:
› Καθίστε εσείς εδώ με το γαϊδουράκι, κι εγώ με το παιδί θα πάμε ως εκεί να προσκυνήσουμε κι έπειτα θα γυρίσουμε.
Πήρε ο Αβραάμ τα ξύλα της θυσίας και τα φόρτωσε πάνω στον Ισαάκ το γιο του, πήρε στο χέρι του τη φωτιά και το μαχαίρι, και προχώρησαν. Κάποια στιγμή ο Ισαάκ είπε στον πατέρα του:
› Πατέρα μου, έχουμε τη φωτιά και τα ξύλα, αλλά πού είναι το αρνί για τη θυσία;.
Ο Αβραάμ αποκρίθηκε:
› Ο Θεός θα φροντίσει για το αρνί της θυσίας, παιδί μου.
Και συνέχισαν το δρόμο τους.
Όταν έφτασαν στον τόπο που τους είχε πει ο Θεός, ο Αβραάμ έχτισε εκεί το θυσιαστήριο, ετοίμασε τα ξύλα, έδεσε το γιο του τον Ισαάκ και τον έβαλε στο θυσιαστήριο πάνω από τα ξύλα. Ύστερα άπλωσε το χέρι του και πήρε το μαχαίρι για να σφάξει το παιδί του. Αλλά ο άγγελος του Κυρίου του φώναξε από τον ουρανό και του είπε:
› Αβραάμ, Αβραάμ! Μην απλώσεις χέρι στο παιδί και μην του κάνεις τίποτε, γιατί τώρα ξέρω ότι φοβάσαι το Θεό και δε μου αρνήθηκες το μοναχογιό σου.
Ο Αβραάμ κοίταξε τριγύρω και είδε ένα κριάρι πιασμένο από τα κέρατα σ' ένα θάμνο. Έτρεξε, το πήρε και το θυσίασε αντί για το γιο του. Ο άγγελος του Κυρίου φώναξε για δεύτερη φορά στον Αβραάμ από τον ουρανό και του είπε:
› Εγώ ο Κύριος ορκίζομαι στον εαυτό μου, ότι επειδή έκανες την πράξη αυτή και δε μου αρνήθηκες το μοναχογιό σου, θα σε ευλογήσω με το παραπάνω και θα σου δώσω αναρίθμητους απογόνους σαν τ' αστέρια του ουρανού και σαν την άμμο που είναι στις ακτές της θάλασσας. Ο απόγονος σου θα κατακτήσει τις πόλεις των εχθρών του. Με τον απόγονο σου θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης, επειδή υπάκουσες στην εντολή μου.
Μετά ο Αβραάμ γύρισε στους δούλους του και ξεκίνησαν όλοι μαζί για το Πηγάδι του όρκου, και εγκαταστάθηκε εκεί (Γένεση κεφ. 22). Ο Αβραάμ επειδή δέχτηκε πρόθυμα να υπακούσει στο θέλημα του Θεού γι' αυτό και ονομάστηκε "πατήρ της πίστης" (Ρωμαίους 4,11)
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΣΑΡΡΑΣ
Μετά από 12 χρόνια η Σάρρα πέθανε σε ηλικία 127 ετών στη Χεβρών (Αρβόκ ή Κιριάθ-Αρβά), στη Χαναάν. Ο Αβραάμ τη θρήνησε και την πένθησε εκεί. Ύστερα πήγε και μίλησε στους Χετταίους κατοίκους της Χεβρών και τους ζήτησε να του δώσουν έναν ιδιόκτητο τάφο για να θάψει τη γυναίκα του. Οι κάτοικοι της πόλης, επειδή τον θεωρούσαν άνθρωπο ευνοημένο του Θεού, του είπαν να κάνει ότι είναι απαραίτητο.
Ο Αβραάμ προσκύνησε τους Χετταίους κατοίκους της πόλης και τους ζήτησε να παρακαλέσουν τον Εφρών, γιο του Σαάρ, να του πουλήσει το σπήλαιο Μαχπελά, που ανήκει σ' αυτόν και βρίσκεται στην άκρη του αγρού του, για ιδιόκτητο τάφο.
Ο Εφρών αποκρίθηκε στον Αβραάμ για να τον ακούσουν όλοι ως μάρτυρες, ότι του χαρίζει τον αγρό και το σπήλαιο που βρίσκεται σ' αυτόν. Τότε ο Αβραάμ προσκύνησε πάλι τους Χετταίους και είπε στον Εφρών για να τον ακούσουν όλοι, ότι θέλει ν' αγοράσει τον αγρό. Ο Εφρών είπε στον Αβραάμ ότι η γη αξίζει 400 ασημένιους σίκλους.
Τότε ο Αβραάμ συμφώνησε με τον Εφρών και του ζύγισε την ποσότητα του ασημιού που είχε αυτός ορίσει παρουσία των Χετταίων. Έτσι, ο αγρός του Εφρών στη Μαχπελά, απέναντι από τη Μαμβρή, μαζί με το σπήλαιο και όλα τα δέντρα που ήταν μέσα σ' αυτόν σε όλη του την έκταση, περιήλθαν στην ιδιοκτησία του Αβραάμ ως ιδιόκτητος τάφος. Το δικαίωμα του αυτό αναγνωρίστηκε από όλους τους Χετταίους που ήταν εκεί παρόντες στην πύλη της πόλης. Έπειτα απ' αυτά, ο Αβραάμ έθαψε τη γυναίκα του τη Σάρρα στο σπήλαιο του αγρού της Μαχπελά (Γένεση κεφ. 23).
ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ
Ο Αβραάμ όταν ήταν 140 ετών, έστειλε στη Μεσοποταμία τον δούλο του Ελιέζερ για να βρει νύφη στον Ισαάκ. Έτσι ο Αβραάμ πάντρεψε το γιο του με τη Ρεβέκκα (Γένεση 24,1-28). Αργότερα, παρόλο που ήταν πολύ γέρος, παντρεύτηκε τη Χεττούρα από την οποία απέκτησε 6 γιους, τον Σομβράν (Ζεμβράμ ή Ζιμράν), τον Ιεζάν (Ιεξάν ή Ιοξάν), τον Μαδάλ (Μαδάμ ή Μαδά), τον Μαδιάμ (Μαδιάν), τον Ιεσβώκ (Σοβάκ ή Ισβάκ) και τον Σωκέ (Σωέ ή Σουάχ), οι οποίοι ίδρυσαν αντίστοιχες φυλές (Γένεση 25,1-4. Α' Παραλειπομένων 1,32-33).
Ο Αβραάμ μεταβίβασε όλη του την περιουσία στον Ισαάκ. Στα παιδιά των παλλακίδων του έδωσε δώρα και τα έστειλε, ενώ ακόμα ζούσε, μακριά από τον Ισαάκ σε χώρα της Ανατολής (Γένεση 25,5).
Ο Αβραάμ έζησε 175 χρόνια και πέθανε σε βαθιά γεράματα. Οι γιοι του Ισαάκ και Ισμαήλ τον έθαψαν στη σπηλιά Μαχπελά, στον αγρό του Εφρών, εκεί που είχε ταφεί και η Σάρρα (Γένεση 23,1-20. 25,7-10).
Ο ΑΒΡΑΑΜ Ο ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Η ζωή του Αβραάμ ήταν ζωή πίστης προς το Θεό και τον αποκάλεσαν "φίλο του Θεού". Την πίστη αυτή δεν την πρόδωσε ακόμα και όταν πήρε την εντολή από το Θεό να θυσιάσει τον μονογενή του γιο τον Ισαάκ. Ο Θεός φανερώθηκε αρκετές φορές στον Αβραάμ και του αποκαλύφθηκε μέσα από οράματα αλλά και την επίσκεψη αγγέλων στο σπίτι του. Εκτός όμως της πίστης του ήταν άνθρωπος φιλόξενος γεμάτος αγάπη για τους άλλους, πράος και ειρηνικός. Η μεγάλη του καρδιά φάνηκε και στα γεγονότα όπου χάρισε την πιο εύφορη γη στον αχάριστο Λωτ, αλλά και στη συνομιλία που είχε με το Θεό προκειμένου να Τον πείσει να ματαιώσει τα σχέδια Του για την καταστροφή των Σοδόμων και των Γομόρρων.
Ο Αβραάμ θεωρείται ως "πατριάρχης" και γενάρχης του Ισραηλιτικού γένους (Πράξεις 13,26), του λευιτικού ιερατείου (Εβραίους 7,5), και του Ιησού Χριστού (Ματθαίος 1,17). Το πρόσωπο του Αβραάμ τιμάται με μοναδικό τρόπο από Ιουδαίους, Χριστιανούς και Μουσουλμάνους. Η ιστορία του περιγράφεται με λεπτομέρειες στο βιβλίο της Γένεσης (11,26-25,10).
Στην Καινή Διαθήκη, και στην προς Εβραίους επιστολή, ο Αβραάμ αναφέρεται μεταξύ των ηρώων της πίστεως (προς Εβραίους 11,8-19). Ακόμη αναφέρεται στις γενεαλογίες των Ισραηλιτών (Α' Παραλειπομένων 1,27-28). Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του την Κυριακή προ του Χριστού Γεννήσεως (Κυριακή των Προπατόρων) μεταξύ 18 και 24 Δεκεμβρίου εκάστου έτους και στις 9 Οκτωβρίου, όπου εορτάζει μαζί με τον ανιψιό του τον Λωτ.
Το συγκινητικό επεισόδιο της Παλαιάς Διαθήκης, που ο Αβραάμ επιχείρησε να προσφέρει το παιδί του θυσία στο Θεό, για να δείξει τη μεγάλη του πίστη, έγινε πηγή έμπνευσης πολλών μεγάλων καλλιτεχνών, ιδιαίτερα στην εποχή της Αναγέννησης. Ακόμη η θυσία του Αβραάμ ήταν το επεισόδιο που ενέπνευσε πολλούς ποιητές.
Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΩΤ
Ο Λωτ ήταν γιος του Αρράν (Αράν) και ανιψιός του Αβραάμ (Γέν. 11,27). Εκτός από την περιγραφή της ζωής του, το όνομά του δεν αναφέρεται πουθενά αλλού στην Παλαιά Διαθήκη, εκτός μόνο στους απογόνους του (Δευτερονόμιο 2,9-19).
Στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται από τον Ιησού (Λουκάς 17,28-32), όπου προβάλλει το αρνητικό παράδειγμα της συζύγου του Λωτ. Για τον ίδιο λόγο αναφέρεται και στην Β' επιστολή Πέτρου, τον οποίο αποκαλεί "δίκαιο" (Β' Πέτρ. 2,7). Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του στις 9 Οκτωβρίου, όπου εορτάζει μαζί με τον θείο του Αβραάμ.
Ο ΑΒΡΑΑΜ ΚΑΙ Ο ΛΩΤ
Όταν ο Αβραάμ, ο Θάρρα και η Σάρρα έφυγαν από την Ουρ των Χαλδαίων για να πάνε στη Χαρράν, ο Λωτ τους συνόδευσε (Γέν. 11,31). Στη συνέχεια ο Λωτ ακολούθησε τον Αβραάμ, όταν ο Κύριος του να πάει στη Χαναάν (Γέν. 12,4,5). Επειδή όμως εκείνο τον καιρό ξέσπασε πείνα στη Χαναάν ο Αβραάμ, η Σάρρα και ο Λωτ αναγκάστηκαν να πάνε στην Αίγυπτο (Γέν. 12,10). Όταν η πείνα πέρασε ξαναγύρισαν και πάλι πίσω στη Χαναάν (Γέν. 13,1).
Ο Λωτ, όπως και ο θείος του, είχε αποκτήσει κι αυτός αρκετά υπάρχοντα, πρόβατα, βόδια και σκηνές (Γέν. 13,5-6), η περιοχή όμως δεν επαρκούσε για να κατοικήσουν μαζί με τον Αβραάμ, με αποτέλεσμα οι βοσκοί τους να μαλώνουν μεταξύ τους. Ο Αβραάμ για να μην υπάρχει διαμάχη μεταξύ τους είπε στο Λωτ να διαλέξει την περιοχή που ήθελε να εγκατασταθεί. Ο Λωτ καθώς ήταν πλεονέκτης, διάλεξε την πιο εύφορη πεδιάδα που βρισκόταν στον ποταμό Ιορδάνη (Γέν. 13,8-13). Η επιλογή του όμως αυτή τον έφερε κοντά στην περιοχή των αμαρτωλών κατοίκων των Σοδόμων.
Εκείνη την εποχή ο βασιλιάς της Ελάμ (Αϊλάμ) Χοδολλογομόρ, ο βασιλιάς των εθνών Θαργάλ, ο βασιλιάς της Σεναάρ Αμαρφάλ και ο βασιλιάς της Ελλασάρ Αριώχ κήρυξαν τον πόλεμο στο Βαλλά, βασιλιά των Σοδόμων, στο Βαρσά, βασιλιά των Γομόρων, στο Σινόβ, βασιλιά της Αδαμά, στο Συμοβόρ, βασιλιά της Σεβωείμ, και στο βασιλιά της Βελά (Σηγώρ).
Στον πόλεμο που ακολούθησε οι τέσσερις πρώτοι βασιλιάδες νίκησαν τους πέντε δεύτερους. Οι νικητές λεηλάτησαν τα Σόδομα και τα Γόμορα και πήραν όλα τα αποθέματα τροφίμων. Πήραν ακόμη αιχμάλωτο και τον Λωτ, μαζί με την οικογένειά του και όλα του τα υπάρχοντα και έφυγαν (Γέν. 14,11-12).
Κάποιος υπηρέτης του Λωτ γλίτωσε και τα ανάγγειλε όλα αυτά στον Αβραάμ. Όταν ο Αβραάμ άκουσε ότι ο ανιψιός του αιχμαλωτίστηκε, εξόπλισε 318 από τους υπηρέτες του και καταδίωξε τους τέσσερις βασιλιάδες. Τη νύχτα χώρισε τους άντρες του σε μικρές ομάδες, επιτέθηκε στους εχθρούς και τους κατατρόπωσε. Τους καταδίωξε ως την περιοχή που είναι βόρεια της Δαμασκού και πήρε πίσω όλα τους τα λάφυρα. Ελευθέρωσε το Λωτ μαζί με την οικογένειά του και όλα του τα υπάρχοντα (Γέν. 14,13-16).
Ο ΛΩΤ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΣΟΔΟΜΩΝ
Κάποιο βράδυ δυο άγγελοι έφτασαν στα Σόδομα. Ο Λωτ τους φιλοξένησε, τους περιποιήθηκε και τους ετοίμασε το δείπνο.
Πριν όμως κοιμηθούν, οι άντρες των Σοδόμων περικύκλωσαν από παντού το σπίτι. Ήταν εκεί όλος ο αντρικός πληθυσμός της πόλης, νέοι και γέροι. Φώναζαν στο Λωτ και του έλεγαν:
› Πού είναι εκείνοι οι άνθρωποι που ήρθαν σπίτι σου απόψε; Φέρ' τους μας έξω, να συνευρεθούμε μαζί τους!
Τότε ο Λωτ τους παρακάλεσε και τους έλεγε,
› μην τους κάνετε κανένα κακό. Να, έχω δύο κόρες, που δεν έχουν γνωρίσει άντρα. Θα σας τις φέρω, κι εσείς κάντε τους ότι σας αρέσει. Μόνο στους ανθρώπους αυτούς μην κάνετε τίποτε, γιατί είναι φιλοξενούμενοι μου κι ήρθαν να προστατευτούν στο σπίτι μου.
Εκείνοι όμως φώναζαν:
› Φύγε από 'κει!
Και μεταξύ τους έλεγαν:
› Ήρθε ένας ξένος και θέλει να μας κρίνει!
› Τώρα θα σου κάνουμε χειρότερα απ' ότι σ' εκείνους.
Και σπρώχνοντας με βία το Λωτ προσπαθούσαν να του σπάσουν την πόρτα.
Τότε οι δύο άγγελοι άπλωσαν το χέρι τους και τράβηξαν το Λωτ μέσα στο σπίτι και έκλεισαν την πόρτα. Κατόπιν τύφλωσαν όλους όσοι ήταν απ' έξω, μικρούς και μεγάλους, έτσι που άδικα προσπαθούσαν να βρουν την πόρτα του σπιτιού.
Είπαν τότε οι δυο άγγελοι στο Λωτ:
› Πάρε τη γυναίκα σου, το γαμπρό σου, τους γιους σου και τις κόρες σου και όποιον δικό σου έχεις στην πόλη και φύγετε γιατί θα καταστρέψουμε αυτό τον τόπο. Είναι μεγάλη η κατακραυγή που υψώνεται στον Κύριο ενάντια στους κατοίκους της περιοχής και ο Κύριος μας έστειλε να καταστρέψουμε τα Σόδομα.
Ο Λωτ πήγε και μίλησε στους γαμπρούς του, που επρόκειτο να παντρευτούν τις θυγατέρες του και τους είπε:
› Σηκωθείτε και φύγετε από 'δω, γιατί ο Κύριος θα καταστρέψει την πόλη.
Αυτό όμως φάνηκε αστείο στους γαμπρούς του.
Όταν ξημέρωσε, οι άγγελοι πίεζαν το Λωτ και του έλεγαν:
› Σήκω, πάρε τη γυναίκα σου και τις δυο σου κόρες, για να μην καταστραφείς για τις αμαρτίες της πόλης.
Κι επειδή καθυστερούσε, οι δυο άγγελοι τον πήραν από το χέρι, αυτόν, τη γυναίκα του και τις θυγατέρες του και τους έβγαλαν έξω από την πόλη, γιατί τους λυπήθηκε ο Κύριος.
Καθώς τους έβγαζαν έξω, είπε ο ένας άγγελος στο Λωτ:
› Φύγε και μην κοιτάξεις πίσω σου και μη σταθείς πουθενά σε όλη την περιοχή. Τρέξε να σωθείς στα βουνά, για να μην καταστραφείς.
Τότε ο Λωτ του είπε:
› Σε παρακαλώ, κύριε μου, επειδή δεν μπορώ να τρέχω στα βουνά, εκεί κοντά είναι η πόλη που λέγεται Σηγώρ. Άσε με να καταφύγω σ' αυτήν. Είναι αρκετά ασήμαντη και θα είμαι ασφαλής εκεί.
Ο άγγελος του είπε:
› Θ' ακούσω κι αυτόν το λόγο σου και δε θα καταστρέψω την πόλη που λες. Τρέξε λοιπόν να καταφύγεις σ' αυτήν και δεν θα κάνω τίποτα, μέχρις ότου φτάσεις εκεί.
Είχε ανατείλει ο ήλιος όταν ο Λωτ έφτασε στη Σηγώρ. Τότε ο Κύριος άφησε από τον ουρανό να βρέξει θειάφι και φωτιά στα Σόδομα και στα Γόμορρα. Οι πόλεις εκείνες και οι κάτοικοί τους καθώς και όλη η γύρω περιοχή και η βλάστησή της καταστράφηκαν. Η γυναίκα όμως του Λωτ παρέβη την προειδοποίηση του αγγέλου και κοίταξε πίσω για να δει τι συνέβαινε και αμέσως έγινε στήλη άλατος. Σε όλη την περιοχή ανέβαινε από τη γη καπνός, σαν να έβγαινε από καμίνι. Όταν ο Θεός κατέστρεψε τις πόλεις της περιοχής, όπου κατοικούσε ο Λωτ, θυμήθηκε τον Αβραάμ και έσωσε το Λωτ από την καταστροφή (Γέν. 19,1-29). Ο Κύριος δεν λυπήθηκε την πόλη, στην οποία κατοικούσε ο Λωτ, ούτε τους κατοίκους της για τις αμαρτίες τους (Σοφία Σειράχ 16,8).
Ο ΛΩΤ ΚΑΙ ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΟΥ
Ο Λωτ φοβόταν να μείνει στη Σηγώρ, γι' αυτό έφυγε και κατοίκησε στα βουνά σε μια σπηλιά μαζί με τις δύο κόρες του. Εκεί, μια μέρα οι κόρες του αφού τον μέθυσαν, κοιμήθηκαν μαζί του και απέκτησαν παιδιά.
Η μεγαλύτερη γέννησε γιο και τον ονόμασε Μωάβ, ο οποίος υπήρξε ο γενάρχης των Μωαβιτών. Γέννησε και η μικρότερη γιο και τον ονόμασε Αμμών (Αμμάν), ο οποίος είναι ο γενάρχης των Αμμωνιτών (Γέν. 19,30-38).
Κοντάκιον Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Χειρόγραφον εἰκόνα μὴ σεβασθέντες, ἀλλ' ἀγράφῳ οὐσίᾳ θωρακισθέντες τρισμακάριοι, ἐν τῷ σκάμματι τοῦ πυρὸς ἐδοξάσθητε, ἐν μέσῳ δὲ φλογὸς ἀνυποστάτου ἱστάμενοι, Θεὸν ἐπεκαλεῖσθε· Τάχυνον ὁ Οἰκτίρμων, καὶ σπεῦσον ὡς ἐλεήμων, εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν, ὅτι δύνασαι βουλόμενος.
Κάθισμα Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ὑμνήσωμεν πιστοί, τοὺς Προπάτορας πάντας, Χριστοῦ τοῦ δι' ἡμᾶς, ἐπὶ γῆς ὁραθέντος, δοξάζοντες ἐν ᾄσμασι, τὸν αὐτοὺς θαυμαστώσαντα, ὡς τὴν ἔλευσιν, προεκτυπώσαντας τούτου, καὶ τὴν γέννησιν, τὴν ἐκ Παρθένου ἀφράστως, τῷ κόσμῳ κηρύξαντας.
Πηγή: Ορθόδοξοι Ορίζοντες (Αβραάμ), Ορθόδοξοι Ορίζοντες (Λωτ)
«Ο άγιος Ιάκωβος ήταν αδελφός του αποστόλου Ματθαίου, του τελώνη και ευαγγελιστή. Ο απόστολος αυτός βγήκε στο κήρυγμα, πυρπολημένος από θείο ζήλο, και κατέστρεψε όλα τα τεμένη των ειδώλων, ενώ επιτέλεσε και πολλά θαύματα: θεραπείες νόσων και εκδιώξεις πονηρών πνευμάτων. Γι’ αυτό και το πλήθος των εθνών τον ονόμασε «σπέρμα θείον». Αφού λοιπόν περιόδευσε στον περισσότερο κόσμο ως εραστής του Χριστού, του Οποίου και το πάθος και τον θάνατο ζήλεψε, καρφώνεται σε σταυρό και έτσι παρέδωσε το πνεύμα στον Θεό.»
Κι άλλοτε είχαμε τονίσει: όταν πρόκειται η εορτή ενός από τους Αποστόλους του Κυρίου, η εκκλησιαστική υμνογραφία στέκεται με ένα ιδιαίτερο δέος και με ένα θάμβος απέναντί του. Και δικαιολογημένα. Ένας απόστολος σχετίζεται κατεξοχήν με τον Κύριο, ανήκει σ’ αυτούς που κλήθηκαν από Εκείνον, για να είναι οι μάρτυρες της αποκάλυψης του Θεού, συνεπώς ψηλαφά κανείς μαζί του τα ίδια τα αποτυπώματα του Χριστού και αναπνέει την ατμόσφαιρα όχι μόνον της χάρης Του, αλλά και της ιστορικής παρουσίας Του. Γι’ αυτό και η κοινωνία με τους αποστόλους θεωρείται όρος για την ορθή κοινωνία με τον Χριστό, λοιπόν δεν είναι τυχαίο ότι η Εκκλησία μας χαρακτηρίζεται μεταξύ των άλλων αποστολική. Αυτό το δέος και αυτό το θάμβος νιώθει και ο υμνογράφος για τον άγιο απόστολο Ιάκωβο, τον υιό του Αλφαίου, που εορτάζουμε σήμερα, τέτοιο μάλιστα που για να μιλήσει γι’ αυτόν, τον παρακαλεί να του απλώσει το χέρι προς βοήθειά του και να ικετεύσει τον Κύριο να λάμψει φως στην καρδιά του:
«Χείρά μοι δίδου, θεόπτα και μαθητά του Χριστού Ιάκωβε, την σεπτήν σου εορτήν ευφημείν ορμήσαντι και φως τη καρδία μου ταις σαις πρεσβείαις έλλαμψον.»
Η πεποίθηση του υμνογράφου – εκφραστή, όπως γνωρίζουμε, της συνείδησης της εκκλησιαστικής κοινότητας – ότι προσεγγίζοντας και τιμώντας έναν απόστολο βρισκόμαστε μπροστά στον ολοζώντανο Χριστό, δηλαδή ότι η αξία του αποστόλου έγκειται όχι σε κάτι δικό του, αλλά στην αντανάκλαση του φωτός του Χριστού, φαίνεται και από μία παρατήρηση που κάνει για τον άγιο Ιάκωβο - την οποία και επαναλαμβάνει πολλαπλώς – και που εκ πρώτης όψεως θεωρείται περιττή και αυτονόητη. Yμνολογούμε τον απόστολο Ιάκωβο όχι γιατί είναι υιός του Αλφαίου, αλλά γιατί είναι απόστολος του Χριστού, συνεπώς κήρυκας της σαρκώσεως του Θεού στον κόσμο:
«…σε ανυμνούντες Ιάκωβε ένδοξε, ουχ ως Αλφαίου υιόν, αλλ’ ως του Χριστού απόστολον και κήρυκα της αυτού αρρήτου σαρκώσεως.»
Πράγματι, περιττή και αυτονόητη η παρατήρηση. Αλλά προφανώς ο υμνογράφος θέλει το αυτονόητο να το σκεφτούμε καλύτερα. Δηλαδή ότι η σχέση με τον Χριστό εξαφανίζει όλες τις θεωρούμενες καυχήσεις του ανθρώπου, είτε φυλετικές είναι αυτές είτε κοινωνικής τάξεως είτε μορφωτικές είτε οτιδήποτε άλλο ανθρώπινο. Με άλλα λόγια, η «περιττή» αυτή παρατήρηση ισοδυναμεί, θα μπορούσαμε να πούμε, με αυτό που εξαγγέλλει και ο απόστολος Παύλος «τα πάντα και εν πάσι Χριστός». Ό,τι δεν είναι Χριστός, ό,τι δεν φανερώνει τη σωτήρια παρουσία Του, δεν έχει ιδιαίτερη αξία. Κι αυτό συμβαίνει βεβαίως, γιατί μόνον ο Χριστός είναι ο Σωτήρας, ο Οποίος «μένει εις τον αιώνα». Όλα τα άλλα υπηρετούν τη φθορά και τον θάνατο.
Η παραπάνω αλήθεια κάνει τον υμνογράφο να παραπέμψει και σε κάτι ακόμη, που έρχεται ως συνέπεια αυτής: ποιος είναι ο πραγματικός ηγέτης και καθοδηγητής των ανθρώπων. Ο άγιος Ιάκωβος ως απόστολος και μαθητής του Χριστού, ως αντανάκλαση δηλαδή του φωτός Εκείνου, είναι πράγματι ηγέτης και καθοδηγητής. Διότι φωτίζει με τον λόγο του και με τα θαύματά του τους λαούς, προκειμένου να βρίσκουν τον δρόμο για τον Χριστό, για τη Βασιλεία του Θεού και τη σωτηρία τους. Κι είναι σημαντική η υπενθύμιση αυτή, ιδιαιτέρως σήμερα, διότι πολλοί «φωτιστάδες» έχουν εξαπολυθεί στον κόσμο, κομίζοντας «φώτα» και «λυτρώσεις», οι οποίες στην πραγματικότητα χαλκεύουν τον άνθρωπο στα δεσμά του πονηρού διαβόλου. Όπως το είπαμε και παραπάνω: οποιοδήποτε «φως» δεν έχει τον Χριστό, υπηρετεί την αμαρτία και τα πάθη του ανθρώπου. Δηλαδή, οποιοσδήποτε θεωρούμενος φωτιστής και καθοδηγητής των ανθρώπων, που δεν φανερώνει τον Χριστό, είναι ψεύτικος φωτιστής, που επιβεβαιώνει αυτό που ο Κύριος έχει επισημάνει: «τυφλός τυφλόν εάν οδηγή, αμφότεροι εις βόθυνον πεσούνται». Ο εκκλησιαστικός ποιητής το εκφράζει με τον καθαρότερο τρόπο:
«Την σοφίαν την όντως παιδαγωγόν, εσχηκώς σε μυούσαν τα υπέρ νουν, σοφίαν εμώρανας των Ελλήνων, θεόπνευστε, και εθνών εγένου φωστήρ και διδάσκαλος, ευσεβείας λόγοις ρυθμίζων τους άφρονας.»
Δηλαδή: Είχες την αληθινή σοφία (τον Χριστό) ως παιδαγωγό, η οποία σε μυούσε στα υπεράνω του νου, γι’ αυτό και απέδειξες ότι είναι ανοησία η σοφία των ειδωλολατρών, θεόπνευστε. Κι έγινες έτσι φωστήρας και δάσκαλος των εθνών, ρυθμίζοντας τους άφρονες με τους λόγους της ευσέβειας.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, γλωσσοπυρσεύτω πνοή, ὡς θεῖος ἀπόστολος, ὑποδεχθεῖς τὴ ψυχή, Ἰάκωβε ἔνδοξε, ἔλαμψας ἐν τῷ κόσμῳ, ὡς ἀστὴρ ἑωσφόρος, ἔλυσας τῶν εἰδώλων, τὴν πολύθεον νύκτα. Καὶ νῦν ἀπαύστως δυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’.
Ἀπόστολε Ἅγιε Ἰάκωβε, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Ὡς ἑωσφόρον ἐκλάμποντα πᾶσαν κτίσιν, τὸν τοῦ Χριστοῦ αὐτόπτην τε καὶ θεηγόρον, ὕμνοις Ἰάκωβον εὐφημήσωμεν, γεραίροντες τὴν τούτου πανήγυριν σήμερον· πρεσβεύει γὰρ ἀεὶ ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθείς.
Ὁ τῶν ἐθνῶν σαγηνευτὴς ὑπερθαύμαστος, καὶ Μαθητῶν ἀναδειχθεὶς τιμιώτατος, τῶν Ἀποστόλων σύσκηνος Ἰάκωβος, κόσμῳ τῶν ἰάσεων διανέμει τὸν πλοῦτον, λύει περιστάσεων, τοὺς αὐτὸν εὐφημοῦντας, διὸ συμφώνως κράζωμεν αὐτῷ: σῶζε τοὺς πάντας, εὐχαῖς σου Ἀπόστολε.
Μεγαλυνάριον
Μύστης καὶ Ἀπόστολος πεφηνώς, τοῦ δι’ εὐσπλαγχνίαν, κενωθέντος μέχρι σαρκός, ἔφανας ἀδύτως, Ἰάκωβε θεόπτα, σωτήριον τὸ τούτου, πᾶσι τοῖς ἔθνεσι.
Κάθισμα. Ἦχος πλ.δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τὴν σοφίαν τὴν ὄντως παιδαγωγόν, ἐσχηκὼς σε μυοῦσαν τὰ ὑπὲρ νοῦν, σοφίαν ἐμώρανας, τῶν Ἑλλήνων θεόπνευστε, καὶ ἐθνῶν ἐγένου, φωστὴρ καὶ διδάσκαλος, εὐσεβείας λόγοις, ῥυθμίζων τοὺς ἄφρονας· ὅθεν οἱ ῥυσθέντες, διὰ σοῦ τῆς ἀπάτης, ἀξίως ὑμνοῦμέν σε, καὶ πιστῶς μακαρίζομεν. Θεηγόρε Ἰάκωβε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τὸν οὐρανόθεν τοῦ Λόγου μυηθέντα τὴν γνῶσιν, καὶ τρανῶς τοῖς ἐν γῇ τὸ Εὐαγγέλιον κηρύξαντα, Ἰάκωβον τὸν μέγαν προηρημένος, τοῦ Ἀλφαίου τὸν γόνον, ἀνευφημῆσαι, σὲ δυσωπῶ καταπέμψαι μοι χάριν, Χριστὲ Ἰησοῦ, ὁ πλήσας Πνεύματος θείου τὸν σοφὸν Μαθητήν σου, καὶ κήρυκα τοῦτον πᾶσι τοῖς πέρασι δωρησάμενος, καὶ πρέσβυν πρὸς σὲ εὐπρόσδεκτον· πρεσβεύει γὰρ ἀεὶ ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Πηγή: Ακολουθείν, Ορθόδοξος Συναξαριστής, Μέγας Συναξαριστής
Η οσία Πελαγία έζησε στην Αντιόχεια στα μέσα του Γ' αιώνα. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια, αγαπούσε τα στολίδια, ντυνόταν προκλητικά, ήταν ωραία και ζούσε στο βούρκο της ακολασίας.
Ο Οσιομάρτυρας Ιγνάτιος, ο μέγας της Οικουμένης ο φωστήρας, ανέτειλεν ως άλλος ήλιος από την ανατολή, από την περιώνυμη πόλη Κίο, η οποία αυτή πόλη είναι παλαιά, ελληνική, των Ιώνων αποικία…
Του κ. Πολυχρόνη Στεφ.Νταλάση*
«Καί τρόπων μέτοχος καί θρόνων διάδοχος τῶν Ἀποστόλων εὖρες θεόπνευστε εἰς θεωρίας ἐπίβασιν. Διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν καί τή πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Πολυχρόνιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τάς ψυχάς ἠμῶν.»
Ἡ ἁγία μας ἐκκλησία τιμᾶ σήμερα, 7ην Ὀκτωβρίου, τήν μήμην τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἠμῶν Πολυχρονίου τοῦ Ἱερομάρτυρος καί θαυματουργοῦ «ὅστις καί μίας τινός ἐκκλησίας τῶν κατά τήν Κύπρον κειμένων, Έπίσκοπος ἐχρημάτισεν»(2).
Ὁ ἅγιος Ἱερομάρτυς Πολυχρόνιος, κατάγονταν ἀπό τήν ἐπαρχία Γαμφανίτιδας(ἡ Γαμφάνης) της Μ. Άσίας.
«Οὗτος εἶλκε μέν τό γένος ἐκ τῆς τῶν Ἀλαμάνων χώρας, ἐξ εὐγενῶν γεννητόρων καί εὐσεβῶν καταγόμενος, ἀλλά νηπιόθεν τῆς τοῦ γένους λαμπρότητος καί τῶν βιωτικῶν ἁπάντων καταφρονήσας , ἐπειδή τά ἱερά γράμματα ἐξεπαιδεύθη, καί πλήρης τούτων ἐγένετο ταίς ἱεραίς ἐκκλησίαις ἐσχόλαζε , τάς θείας γραφάς καθ ‘ ἑκάστην ἐπαναγινώσκων, καί βίον λιτόν μετερχόμενος . Καί προϊούσης τῆς ἡλικίας, πάσαν ἔφεσιν αὐτοῦ εἰς ἐπίδοσιν ἀρετῆς καί Θεοῦ ἀρέσκειαν ἐπιδούς , πάση σκληραγωγία καί ἐγκρατεία ἑαυτόν καθυπέβαλε, καί πάντα βαθμόν ἐκκλησιαστικόν οὕτω παραλλάξας , ἀσκήσει καί γνώσει ἑλλαμφθεῖς(2)...»
Ἦταν σύγχρονός του Μεγάλου Κωνσταντίνου καί ἔζησε στά χρόνια του αὐτοκράτορα. Ὁ πατέρας τοῦ ὀνομάζονταν Βαρδάνης. Ἦταν εὐσεβής ἄνθρωπος καί στήν τέχνη, στό ἐπάγγελμα, γεωργός. Μέ φιλοπονία ἐκπαίδευσε τόν γυιό τοῦ Πολυχρόνιο στά ἱερά γράμματα.
Ὁ ἀοίδημος Πολυχρόνιος εἶχε μεγάλη σύνεση, φρόνηση καί ἐγκράτεια. Ἀξιώθηκε ἐνῶ ἦταν ἀκόμη παιδί νά λαβή χάρη ἀπό τόν Θεόν, διότι καί μέ τήν προσευχή του ἀνέβλυσε νερό. Ἐπειδή τό νερό πού ὑπῆρχε προτύτερα, καί ἀπό τό ὁποῖο ὑδρεύονταν αὐτός καί οἱ συμπατριῶτες του, ἦταν μακρυά ἀπό τήν πόλη καί προξενοῦσε σ' αύτούς πολύν κόπο, ὁ Πολυχρόνιος προσευχήθηκε εἰς τόν θεόν καί, ὤ τοῦ θαύματος! ἀνέβλυσε παραδόξως πηγή ὕδατος νεροῦ, δίπλα, κοντά εἰς τήν οίκίαν του πατέρα του.
Ὁ Πολυχρόνιος, ὅταν ἀνδρώθηκε (ἔφθασε σέ ἀνδρική ἡλικία), ἐπειδή δέν μποροῦσε νά ἐξοικονόμηση τά πρός τό ζῆν στήν πατρίδα του, ἀφοῦ συνενοήθηκε μαζί μέ μερικούς ἐργάτες συγχωριανούς του καί μετέπειτα συναθλητές του, τόν Παρμένιον, Πολυτέλειον, Ἐλυμᾶν, Μώκιον, Χριστοτελή, Μάξιμον, Λουκᾶν, Ἀβδίαν, Σέμνιον καί Ὀλυμπιάδην, πῆγε στήν Κωνσταντινούπολη καί ἐκεῖ ἐργάζονταν μ’ αὐτούς στά ἀμπέλια.
Διακρίνονταν γιά τήν φιλοπονία(ἐργατικότητα) καί τήν εὐσέβειά του. Σέ διάστημα δυό-τριῶν ἡμερῶν ἔτρωγε μόνο μία φορά!.. Ὁ κυριός τῶν ἀμπελώνων, βλέποντας αὐτόν καί θαυμάζοντας αὐτόν τόν ἔργατήν του Θεοῦ, ὁ ἴδιος ντράπηκε γιά τήν ἀρετή του. Λοιπόν, ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε ποσότητα χρημάτων, τόν ἀπέστειλε λέγοντάς του:
› Πήγαινε στήν πατρίδα σου, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ καί νά προσεύχεσαι γιά μένα.
Γιά τήν πίστη καί τήν εὐλάβεια πού εἶχε πρός αὐτόν ὁ κύριος τῶν ἀμπελώνων, κράτησε τό δικέλλι του, τό ὁποῖο πολλά θαύματα ἐνήργησε.
Ἀπό ἐκεῖ ὁ Πολυχρόνιος, ἀφοῦ ἐπέστρεψε εἰς τήν πατρίδα του, ἵδρυσε «Εὐκτήριον οἶκον» καί παρέμεινε σ αὐτόν, ὑπηρετώντας τόν Κύριον. Ὅπως εἴπαμε, τότε, συγκροτήθηκε ἡ Α'. Οἰκουμενική Συνοδός στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας καί, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στόν Συναξαριστή (Α, σ.112), ὁ Πολυχρόνιος παρευρέθη σ αὐτήν (3). Καί ἔγινε πρόμαχος τῆς εὐσεβείας.
Ὁ Πολυχρόνιος ἦταν πρῶτα Ἀναγνώστης καί ὕστερα ἔλαβε τό ἀξίωμα τού Διακόνου καί Πρεσβυτέρου. Κατά τόν ἐγκωμιαστή Νεόφυτο: «φασί δέ τινες ὅτι μετά ταῦτα καί εἰς τόν τῆς ἀρχιερωσύνης θρόνον ἀνακεκομίσθαι»(2).
Κατά τήν ἀκολουθίαν του Αγίου(2), ὁ ἐν ἁγίοις Πατήρ ἠμῶν Πολυχρόνιος, ὁ Ἱερομάρτυς καί Θαυματουργός, «Ὅστις, καί μιάς τινός ἐκκλησίας τῶν κατά Κύπρον κειμένων, Ἐπίσκοπος εχρηματισε»(2), ἐκεῖ (στήν Κύπρο), ἔγινε διδάσκαλος ἀκριβεστατος τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἦτο πράος, ἐλεήμων, ὀρφανῶν πατέρας, ὑπερασπιστής χηρῶν, ὁδηγός πλανεμένων, γιατρός των νοσούντων, παραμυθία (παρηγοριά) τῶν θλιβομένων. Καί ὅλοι χαίρονταν καί εὐφραίνονταν γιά τήν πρόνοια καί δικαιοσύνη του.
Στά χρόνια ἐκεῖνα, μετά τόν θάνατο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, ἔλαβε μεγάλη ἔκταση ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Ὁ ἅγιος Πολυχρόνιος κρατοῦσε στερά τήν εὐσεβῆ πίστη καί σπούδαζε νά τήν αὐξάνη καί νά τήν στερεώνη. Ἑπόμενο ἦταν, οἱ κακόδοξοι ἀρειανοί, βλέποντας τόν ἐνάρετον καί εὐσεβῆ βίον του, νά λειώνουν ἀπό τόν φθόνο τους, συλλαβόντες αὐτόν, τόν ἀποκεφάλισαν.
Κατά τήν Ἀκολουθίαν τοῦ Ἁγίου (2) , ἔγινε ἐπιδρομή τῶν ἀλλοφύλων Ἀράβων κατά τῆς Κύπρου «ὅποτε καί Μοναστήρια πολλά καί ἐκκλησίαι ὕπ αὐτῶν κατεσκάφησαν, καί πολλούς ἀνηλεῶς κατέσφαξαν». Κάποια, μέρα, τόν βρῆκαν νά ἱερουργῆ στό ἅγιο θυσιαστήριο. Πήδηξαν μέσα (σ’ αὐτό καί μέ τα ξίφη τους κατέσφαξαν τόν ἀοίδημον καί τόν κατάκοψαν καί ἔσμιξαν τό μαρτυρικό του αἷμα μέ τό μυστικό καί θεῖον αἷμα τοῦ Κυρίου καί τόν παρέπεμψαν, χωρίς νά θέλουν θυσίαν εις τόν Θεόν.
Περί τό σῶμα τοῦ μακαρίου Πολυχρονίου, ὠδές καί μελωδίες ἀσωμάτων δυνάμεων κατεπέμποντο καί τό παράξενο θέαμα ἐκίνησε τούς πιστούς εἰς εὐχαριστίαν. Τούς δέ σφαγεῖς κετέπληξε καί μεταμελήθηκαν γιά τό ἄνομο αὐτό ἀτόπημα. Κηδεύτηκε ἀπό τούς πιστούς, «τήν ἀτελεύτητο καί ἀγήρω μακαριότητα κεκλήρωται», καί τό τίμιον αὐτοῦ λείψανον μετεκομίσθη, ὅπως λέγουν, εἰς τήν Βασιλεύουσαν τῶν Πόλεων (τήν Κωνσταντινούπολη).
Χριστέ ὁ Θεός μας, μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ Ἁγίου Ἱεράρχου Πολυχρονίου, ἐλέησον καί σῶσον ἠμᾶς.
Ἀμήν.
Σημειώσεις
(1)Τό παρόν σημείωμα ἀφιερώνεται εἰς τήν ὀνομαστικήν ἑορτήν τοῦ συνεορτάζοντος ἐγγονοῦ μας Πολυχρόνη (γέν.21-9-2006).
(2) Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Πολυχρονίου τοῦ θαυματουργοῦ. Ἀνατύπωση στήν Κύπρο (Τυπογραφεῖο & Ὄφφσετ «ΛΟΝΤΟΣ», Λούης Χρ. Παπακυριακού, τηλ 031-24588 Μακαρίου 50 Δερύνεια, Ἀμμόχωσατος). Στό τέλος τῆς ἀκολουθίας ἀναγράφονται τά ἑξῆς: «Μνήσθητι, ὤ ἀδελφοί ἱερεῖς , κατά τήν παροῦσαν ἡμέραν τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου ἐν τῇ θείᾳ προσκομιδή καί τοῦ ἐμοῦ ὀνόματος ΑΝΤΩΝΙΟΥ ζῶντος καί τελευτήσαντος καί ἔξετε τόν μισθόν παρά Θεοῦ. Ἔτος 1893, ὁ Γράψας Α. ΚΑΛΛΙΑΔΗΣ».
(3) Μεγάλη Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια.
* Ο Πολυχρόνης Στέφ. Νταλάσης, είναι: Διδάσκαλος, Καθηγητής Μουσικής, Μουσικοδιδάσκαλος Βυζαντινής Μουσικής, Πρωτοψάλτης Ι.Ν.Ζ.Πηγής Τρικάλων. Ὀφφικιάλιος (μὲ χειροθεσία) Ἄρχων Πρωτοψάλτης τῆς Ἱ.Μ. Τρίκκης καὶ Σταγῶν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐργάτης γενόμενος, τῆς ἀρετῆς ἐκ παιδός, θαυμάτων ἐπλούτησας, τὴν δωρεὰν ἐκ Χριστοῦ, σοφὲ Πολυχρόνιε· ὅθεν ἱερατεύσας, τῷ Θεῷ θεοφρόνως, ἤθλησας καὶ καθεῖλες, τοῦ Ἀρείου τὴν πλάνην· διὸ Ἱερομάρτυς, ἀξίως δεδόξασαι.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἱερεὺς θεόληπτος Πάτερ ἐδείχθης, καὶ στερρῶς ἐνήθλησας, ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ· διὸ ἀξίως δεδόξασαι, Ἱερομάρτυς σοφὲ Πολυχρόνιε.
Μεγαλυνάριον
Ἀρετῆς ἐργάτης ὢν ἐκ παιδός, τῆς ἱερωσύνης, ἀνεδείχθης στήλη λαμπρά, καὶ ὑπὲρ τῆς δόξης, Χριστοῦ ἤθλησας χαίρων, ἐκχέας σου τὸ αἷμα, ὦ Πολυχρόνιε.
Πηγή: συν-οδοιπορία, Μέγας Συναξαριστής
Οι Μάρτυρες αποτελούν την πλέον επίλεκτη και εκλεκτή χορεία των αγίων της Εκκλησίας μας, διότι με την ομολογία τους στο Χριστό αντάλλαξαν τη δόξα, τις τιμές και τα αξιώματα του κόσμου με την πίστη τους στον αληθινό Θεό. Αυτοί υπήρξαν οι ισχυροί κυματοθραύστες κατά των λυσσαλέων επιθέσεων κατά της Εκκλησίας. Με το τίμιο αίμα τους πότισαν το δένδρο της σώζουσας πίστης. Δύο από τους μυριάδες Μάρτυρες υπήρξαν οι άγιοι Σέργιος και Βάκχος, αξιωματικοί του Ρωμαϊκού στρατού.
Καταγόταν από τη Ρώμη και έζησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Μαξιμιανού (286-305). Καταγόταν από ευγενείς οικογένειες και είχαν λάβει σοβαρή μόρφωση. Η αριστοκρατική τους καταγωγή τους ευνόησε να κάνουν καριέρα στο ρωμαϊκό στρατό. Παρά το νεαρό της ηλικίας τους είχαν αναχθεί σε υψηλά αξιώματα στη «Σχολή Κιντιλίων». Οι «Σχολές» ήταν επίλεκτες στρατιωτικές μονάδες, οι οποίες είχαν καθιερωθεί από τον Διοκλητιανό (284-305) και υπάγονταν κατ’ ευθείαν στον αυτοκράτορα. Λειτουργούσαν ως σώματα όπου εκπαιδεύονταν οι αξιωματικοί των ρωμαϊκών λεγεώνων. Γι’ αυτό όσοι υπηρετούσαν σ’ αυτές, επιλέγονταν με μεγάλη προσοχή και εκτιμώντο τα φυσικά και πνευματικά τους πλεονεκτήματα και οι σπάνιες στρατιωτικές τους ικανότητες. Οι δύο νέοι αξιωματικοί είχαν διαλεχτεί ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους νέους για την αξιοζήλευτη θέση τους στη «Σχολή». Έχοντας επιδείξει ασυνήθιστη ανδρεία και αρετή, σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο μεν Σέργιος είχε οριστεί Πριμηκήριος, ο δε Βάκχος Σεκουνικήριος.
Όμως οι δύο νέοι λαμπροί αξιωματικοί γνώρισαν την νέα, χριστιανική πίστη, κατηχήθηκαν και έλαβαν το άγιο Βάπτισμα. Η κοινή τους πίστη στο Χριστό τους ένωσε σε μια αδελφική φιλία. Όμως δεν το αποκάλυψαν σε κανέναν διότι, όπως είναι γνωστό, οι χριστιανοί διώκονταν για την πίστη τους, με εξοντωτική μανία από το ρωμαϊκό κράτος, υπό την παρότρυνση των φανατικών ειδωλολατρικών ιερατείων και του αμαθούς ειδωλολατρικού όχλου. Χιλιάδες χριστιανοί συλλαμβάνονταν και οδηγούνταν με τη βία στα ειδωλολατρικά «ιερά» για να θυσιάσουν στους δαιμονικούς «θεούς» των ειδώλων. Αυτό θα τους έσωζε τη ζωή, ενώ αν αρνούνταν τη θυσία οδηγούνταν στα πλέον φρικτά μαρτύρια και εν τέλει στο θάνατο.
Μάλιστα, οι ρωμαϊκές αρχές είχαν καθιερώσει και τη δημόσια θυσία, ώστε να γνωρίζουν ποιοι είναι νομιμόφρονες και ποιοι όχι. Όσοι αρνούνταν να θυσιάσουν, θεωρούνταν εχθροί του κράτους και άρχιζαν οι διώξεις τους. Μια τέτοια θυσία στους «θεούς» της Ρώμης είχε οργανώσει ο αυτοκράτορας για να διαπιστώσει το στέρεο της εξουσίας του. Οι δύο νεαροί αξιωματικοί του δεν παρουσιάστηκαν να θυσιάσουν. Αυτό έβαλε σε υποψία και ανησυχία τον αυτοκράτορα. Θεώρησε την άρνησή τους ως ανταρσία εναντίον της εξουσίας του και γι’ αυτό διέταξε με οργή να παρουσιαστούν μπροστά του για να απολογηθούν για την ανυπακοή τους.
Οι δύο νεαροί αξιωματικοί οδηγήθηκαν ενώπιών του και ο αυτοκράτορας τους ζήτησε γιατί αθέτησαν τη διαταγή του, Με ένα στόμα του απάντησαν χωρίς φόβο:
› Έχουμε υποχρέωση βασιλιά μας, να υπακούμε και να υπηρετούμε την επίγειο στράτευμά σας, ως δούλοι ευγνώμονες. Όμως δεν είμαστε καθόλου υποχρεωμένοι να προσκυνούμε κωφούς και αναίσθητους “θεούς”. Δεν θα αρνηθούμε τον αληθινό Θεό και δεν θα χωριστούμε από Αυτόν με καμιά δύναμη. Δεν θα καμφθούμε ούτε από τα σίδερα, ούτε από τη φωτιά, ούτε από άλλο βασανισμό της σάρκας μας. Διότι τίποτε δεν είναι πιο μακάριο από το να βασανίζεσαι και να πεθαίνεις για την ευσέβεια!
Ακούγοντας ο φανατικός ειδωλολάτρης αυτοκράτορας την θαρραλέα απολογία των δύο χριστιανών αξιωματικών του, έγινε θηρίο από το θυμό του. Διέταξε να καθαιρεθούν αμέσως από το αξίωμά τους και να τους διαπομπεύσουν. Τους έντυσαν γυναικεία ενδύματα, τους κρέμασαν βαρείς σιδερένιους κλοιούς στον τράχηλο και τους περιέφεραν στην πόλη για να τους χλευάσει ο αμαθής και δεισιδαίμονας όχλος.
Κατόπιν παραδόθηκαν στον θηριώδη διοικητή της επαρχίας της Ανατολής Αντίοχο, ο οποίος ήταν διαβόητος για τις ωμότητές του, να τους συνετίσει. Η έδρα του βρισκόταν στις όχθες του Ευφράτη, στην πόλη Βαρβαλισσό, εκατό χιλιόμετρα από το σημερινό Χαλέπι. Οδηγήθηκαν μπροστά του να απολογηθούν. Στην αρχή χρησιμοποίησε κολακείες και ταξίματα για να τους κάνει να θυσιάσουν στα είδωλα, αλλά οι δύο νέοι έμειναν αμετακίνητη στην απόφασή τους να μην προδώσουν την πίστη τους στο Χριστό. Τότε ο Αντίοχος τους έκλεισε στη φυλακή, όπου άρχισε να βασανίζει αρχικά τον Βάκχο. Τον έδερναν αλύπητα για ώρες ατέλειωτες με φοβερά και επώδυνα βούνευρα. Το σώμα του είχε μεταβληθεί σε μια πελώρια πληγή, γι’ αυτό και δεν άντεξε για πολύ. Παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Κύριο.
Την άλλη μέρα οδήγησαν τον Σέργιο ενώπιον του Αντιόχου. Ο άγιος νέος ήταν πολύ θλιμμένος διότι ο εν Χριστώ αγαπημένος αδελφός του Βάκχος ήταν πλέον στα ουράνια δώματα του θρόνου της μεγαλοσύνης του Θεού και γι’ αυτό επιθυμούσε να τον ακολουθήσει το συντομότερο. Ο ανελέητος τύραννος του ζήτησε για μια ακόμη φορά να απαρνηθεί το Χριστό για να του χαρίσει τιμές και αξιώματα. Τον απείλησε με φρικτά βασανιστήρια, όμως εκείνος έμεινε αμετακίνητος στην πίστη του. Τότε έδωσε διαταγή να αρχίσουν τα μαρτύρια. Του φόρεσαν υποδήματα με αιχμηρά καρφιά στο εσωτερικό τους και τον υποχρέωσαν να τρέχει μπροστά από το άρμα του. Δεκαπέντε ολόκληρα χιλιόμετρα διάνυσε. Τα καρφιά είχαν καρφωθεί στα πόδια του, το αίμα έτρεχε ποτάμι, οι πόνοι ήταν αφόρητοι, αλλά εκείνος υπόμεινε με υπεράνθρωπη καρτερία το μαρτύριο και αντί να ουρλιάζει από τους πόνους, έψελνε ύμνους στο Χριστό! Το βράδυ τον έριξαν στη φυλακή, όπου άγγελος Κυρίου θεράπευσε τις πληγές του. Το πρωί ο Αντίοχος έδωσε διαταγή να τον αποκεφαλίσουν. Ο Μάρτυρας αφού προσευχήθηκε θερμά για τη συγχώρηση των βασανιστών του, έσκυψε το κεφάλι και δέχτηκε το φονικό ξίφος, το οποίο τον ένωσε με το Χριστό και ξαναβρήκε τον αγαπημένο του φίλο Βάκχο.
Οι ευσεβείς κάτοικοι της περιοχής περιμάζεψαν τα τίμια λείψανα και τα έθαψαν με τιμές σε ασφαλές τόπο. Μετά τη λήξη των διωγμών, μετονόμασαν την περιοχή σε Σεργιούπολη. Το 547 ο Ιουστινιανός έκτισε περίλαμπρο ναό στην Κωνσταντινούπολη, όπου εναπέθεσε τα τίμια λείψανά τους. Η μνήμη τους εορτάζεται στις 7 Οκτωβρίου.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τριάδος τῆς Ἁγίας ὀπλίται τροπαιοῦχοι, ἡ λαμπρὰ δυὰς τῶν Μαρτύρων, ὠράθητε ἐν ἄθλοις, Σέργιος ὁ θεῖος ἀριστεύς, καὶ Βάκχος ὁ γενναῖος ἀθλητής, διὰ τοῦτο δοξασθέντες περιφανῶς, προΐστασθε τῶν βοώντων Δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι δι' ὑμῶν, πάσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὸν νοῦν πρὸς ἐχθροὺς ἀνδρείως παρατάξαντες, τὴν πᾶσαν αὐτῶv ἀπάτην κατελύσατε, καὶ τὴν νίκην ἄνωθεv, εἰληφότες Μάρτυρες πανεύφημοι, ὁμοφρόνως ἐκράζετε. Καλὸν καὶ τερπνὸν τὸ συνεῖναι Χριστῷ.
Κάθισμα. Ἦχος πλ. δ'. Τὴν σοφίαν καὶ λόγον.
Τὰ τῆς πίστεως ἄνθη, τοὺς νοητοὺς μαργαρίτας Κυρίου καὶ ἀθλητάς, Σέργιον τιμήσωμεν, καὶ τὸν Βάκχον τοὺς Μάρτυρας, ὡς τοῦ ἐχθροῦ τὴν πλάνην, ἐνθέως πατήσαντας, καὶ τῶν εἰδώλων πᾶσαν ἰσχὺν ἐδαφίσαντας· ὅθεν ἐπαξίως, οὐρανόθεν τὸ στέφος, τῆς νίκης δεξάμενοι, σὺν Ἀγγέλοις χορεύουσι· διὸ πίστει βοήσωμεν· Πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην ὑμῶν.
Ὁ Οἶκος
Ἐν οὐρανοῖς Χριστέ, κατοικοῦντες, Σέργιός τε καὶ Βάκχος, καὶ τοῦ θείου φωτὸς τοῦ παρὰ σοῦ ἐμφορούμενοι, ἐμὲ τὸν ἐν σκότει τῆς ἀγνωσίας πορευόμενον, προφθάσειαν διὰ τάχους, καὶ τῶν παθῶν ἀφαρπάσειαν, μόνε ἀθάνατε, στολὴν μοι τῆς ἀφθαρσίας καταπέμποντες· ὅπως λευχειμονῶν, τὴν φωτοφόρον αὐτῶν ἑορτὴν ἀνυμνῶ, καὶ κραυγάζω σοι Κύριε· Καλὸν καὶ τερπνὸν τὸ συνεῖναι Χριστῷ.
Πηγή: Ακτίνες, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Καταγωγή
Ο άγιος Απόστολος Θωμάς ήταν μεταξύ των δώδεκα μαθητών του Κυρίου. Γεννήθηκε στην Ιουδαία από γονείς φτωχούς. Ήταν πιστός στο Μωσαϊκό Νόμο, με αγνό βίο και ανήκε σε οικογένεια αλιέων.
Το όνομά του στην αραμαϊκή γλώσσα «Τέομα» σημαίνει δίδυμος. Στο ιερό Ευαγγέλιο του δίδεται όντως η προσωνυμία «Δίδυμος» (Ιωάν. 11,16). Οι γιογραφικές πληροφορίες για το Θωμά είναι σχετικά λίγες και γι’ αυτό έχουν εγερθεί κατά καιρούς αυθαίρετες ερμηνείες για το πρόσωπό του. Προσπάθησαν να εντοπίσουν τίνος δίδυμος αδελφός ή αδελφής υπήρξε. Κάποιοι τον ταυτίζουν με τον αναφερόμενο από τον Ματθαίο (13,55) αδελφόθεο Ιούδα. Μάλιστα οι πολέμιοι του Χριστού συγγραφείς, θέλοντας να λήξουν την υπερφυσική ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, υποστηρίζουν ότι αυτός υπήρξε δίδυμος αδελφός του Κυρίου, παρά τις αντίθετες μαρτυρίες των Ευαγγελίων. Αρχαία παράδοση, την οποία αποδέχεται η Εκκλησία μας ο Θωμάς ήταν δίδυμος αδελφός κάποιας Λυδίας ή Λυσίας. Κάποιοι άλλη παράδοση αναφέρει ότι ήταν δίδυμος αδελφός κάποιου Ελεάζαρου. Όμως όλες αυτές οι θεωρίες δεν μπορεί να επιβεβαιωθούν.
Ο Θωμάς ήδη από νεαρή ηλικία αγαπούσε την ανάγνωση και τη μελέτη της Γραφής. Η γνώση αυτή του λόγου του Θεού και η καλή προαίρεσή του, του επέτρεψαν να αναγνωρίσει δίχως δισταγμούς ότι ο Χριστός ήταν ο Μεσσίας που είχαν προαναγγείλει οι Προφήτες, αμέσως μόλις Εκείνος του παρουσιάστηκε και τον κάλεσε να Τον ακολουθήσει. Άφησε τη βάρκα και τα δίχτυα του και έγινε ένας από τους δώδεκα Μαθητές του Κυρίου.
Ο Θωμάς ως μαθητής του Κυρίου
Ήταν από τους ένθερμους και αφοσιωμένους μαθητές, πρόθυμος και υπηρέτης πιστός. Αγάπησε πολύ τον Κύριο, κι όταν οι Ιουδαίοι ήθελαν να τον θανατώσουν, ο Θωμάς έλεγε στους άλλους μαθητές «Ας πάμε κι εμείς να πεθάνουμε μαζί Του. Είναι καλύτερα να σταυρωθούμε με το Δεσπότη, παρά να ζούμε χωρίς Αυτόν» . Στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη (14, 4-5) παρατηρούμε στη ρήση του Κυρίου, πως οι μαθητές δε γνωρίζουν που πηγαίνει και ποια είναι η οδός που οδηγεί σε αυτό το δρόμο. Ο Θωμάς τότε θέτει ευθέως το ερώτημα «Κύριε, οὐκ οἴδαμεν ποῦ ὑπάγεις· καὶ πῶς δυνάμεθα τὴν ὁδὸν εἰδέναι;».
Όταν ο Ιησούς αναστήθηκε από τον τάφο, παρουσιάστηκε στους μαθητές Του που ήταν συγκεντρωμένοι στο υπερώο, με κλειστές τις πόρτες, για το φόβο των Ιουδαίων. Ο Θωμάς δεν ήταν τότε μαζί τους και, όταν οι υπόλοιποι μαθητές του διηγήθηκαν ότι είδαν τον αναστάντα Κύριο, δε θέλησε να τους πιστέψει. Αλλά ο Κύριος εμφανίστηκε ξανά, οκτώ μέρες αργότερα, ενώπιον των μαθητών, και προέτρεψε το Θωμά να ψηλαφήσει τις πληγές από τα καρφιά και την πλευρά που είχε τρωθεί από τη λόγχη. Εκθαμβωμένος ο Θωμάς, προσκύνησε και ανεβόησε: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Η απάντηση του Κυρίου ήταν τέτοια, που θα διδάσκει όλους όσους θέλουν να δυσπιστούν στην αλήθεια του Ευαγγελίου. Είπε, λοιπόν, ο Κύριος: «ότι εώρακάς με, πεπίστευκας, μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» (Ιωάν. 20,26). Δηλαδή, λέει ο Κύριος στο Θωμά, πίστεψες επειδή με είδες. Μακαριότεροι και περισσότερο καλότυχοι είναι εκείνοι, που αν και δεν με είδαν, πίστεψαν.
Επανόρθωσε έτσι ο Κύριος την ολιγοπιστία του Θωμά και μας δίδαξε ότι και εμείς καλούμαστε να θέσουμε τον δάκτυλο – όχι σωματικά, αλλά πνευματικά – στην πλευρά Του, για να ποτιστούμε από την αναβλύζουσα Χάρη (Ιω. 20, 19-29). Γι΄ αυτό το λόγο, η Εκκλησία όχι μόνο δεν καταδικάζει τον Θωμά, αλλά τιμά την “μακαρία αυτού απιστία” την πρώτη Κυριακή μετά την Κυριακή του Πάσχα.
Ο Θωμάς βρισκόταν μαζί με τους άλλους Αποστόλους την ημέρα της Πεντηκοστής. Κατά την ιστορία, την οποία βεβαιώνει η παράδοση, κατά την Κοίμηση της Παναγίας μας με θεία οικονομία, ο Θωμάς και πάλι δεν παραβρισκόταν στη σύναξη των άλλων Αποστόλων. Έφτασε όμως και αυτός μετά τρεις μέρες και παρεκάλεσε του άλλους Αποστόλους να τον συνοδεύσουν ως τον τάφο, για να προσκυνήσει το άγιο σώμα της Θεοτόκου. Έτσι κι έγινε, αλλά όταν άνοιξαν τον τάφο, μεγάλη κατάπληξη και θαυμασμός τους κυρίευσε όλους. Το σώμα έλειπε και στο μνήμα κείτονταν μόνο το σεντόνι που είχαν τυλίξει το σώμα της Παναγίας. Η Παναγία αναστήθηκε και σωματικά αναλήφθηκε από την γη στους ουρανούς χαρίζοντας θαυμαστή δύναμη στους Αποστόλους για το δύσκολο και τεράστιο έργο που είχαν ήδη ξεκινήσει.
Ο Θωμάς ως Απόστολος
Η παράδοση αναφέρει ότι ο Θωμάς κληρώθηκε να κηρύξει το Ευαγγέλιο στους Πέρσες, Μήδους, Πάρθους και τους Ινδούς. Γι' αυτό οι χριστιανοί των Ινδιών ονομάζονται "Θωμαϊστές". Οι Ινδοί ήταν οι πιο ωμοί και βάρβαροι τότε άνθρωποι. Βλέποντας ο Θωμάς ότι έπρεπε να πάει σε τέτοιο άγριο έθνος στεναχωρήθηκε. Ενώ σκεφτόταν τι να κάνει, εμφανίζεται σ' αυτόν μια νύχτα ο Κύριος και του λέει:
›Μη φοβάσαι Θωμά, αλλά πήγαινε στις Ινδίες, κήρυξε το Ευαγγέλιο κι η χάρις μου θα είναι μαζί σου .
Ο Θωμάς στην Ανδράπολη
Βρισκόταν τότε στα Ιεροσόλυμα ένας άνθρωπος, ονόματι Αμβάνης, ο οποίος έψαχνε να βρει αρχιτέκτονα ικανό να χτίσει το ανάκτορο του βασιλιά των Ινδιών, ένα ανάκτορο που να ξεπερνά σε μεγαλοπρέπεια, πλούτο και ομορφιά όλα εκείνα των προκατόχων του. Ο Κύριος γνωρίζοντας, τι επρόκειτο να κάμει ο Θωμάς στην Ινδία, φάνηκε σαν άνθρωπος μια μέρα στην αγορά και λέει στον Αμβάνη:
› Θέλεις ν' αγοράσεις ένα αιχμάλωτο, κτίστη, που έχω;
› Ναι, του αποκρίθηκε ο Αμβάνης.
Τότε έδειξε το Θωμά και συμφώνησαν την αγορά για τρείς λίτρες αργυρίου. Έγραψε δε ο Ιησούς στο απαραίτητο χαρτί:
«Εγώ Ιησούς ο Υιός Ιωσήφ, του τέκτονος, επώλησα σε εσένα τον Αμβάνη, τον δούλο μου Θωμά».
Ο αγοραστής ρώτησε τον Θωμά αν ήταν αιχμάλωτος του Ιησού. Ο Θωμάς απάντησε:
› Ναι, αυτός είναι ο Κύριος μου, που μ' αγόρασε με μεγάλη τιμή.
Ακολούθησε λοιπόν, ο Θωμάς τον Αμβάνη και τον υπηρετούσε σαν δούλος. Την άλλη νύχτα φάνηκε πάλι ο Κύριος σε όραμα και του δίνει τα αργύρια, που πήρε λέγοντας:
› Πάρε την αξία της αγοράς σου και τη χάρη μου.
Την άλλη μέρα έφυγε ο έμπορος με το Θωμά για την Ινδία. Μετά από πολυήμερο ταξίδι έφθασε στην Ανδράπολη που είχε μεγάλο πανηγύρι εκείνη την μέρα, γιατί ο ηγεμόνας πάντρευε την κόρη του. Οι κήρυκες καλούσαν όλο τον κόσμο στους γάμους. Πήγαν κι ο Αμβάνης με το Θωμά. Ενώ όλοι έτρωγαν από τα φαγητά, μόνο ο Θωμάς δεν έτρωγε, αλλά καθόταν σκεφτικός προσέχοντας τον εαυτό του. Βλέποντας τον Θωμά ένας από τους υπηρέτες, τον χτύπησε στο πρόσωπο λέγοντας:
› Αφού είσαι καλεσμένος σε γάμο πρέπει να χαίρεσαι και να γιορτάζεις.
Ο Απόστολος του αποκρίθηκε:
› Το σφάλμα σου μακάρι να στο συγχωρήσει ο Κύριος στον μέλλοντα αιώνα. Το χέρι σου θα το κατασπαράξουν τα θηρία στον παρόντα αιώνα, για να σωφρονισθούν και να παραδειγματισθούν κι άλλοι.
Πραγματικά, καθώς εκείνος ο υπηρέτης πήγε να φέρει νερό, τον καταξέσχισε ένα θηρίο, που παραμόνευε στο πηγάδι και έτσι ο υπηρέτης πέθανε. Το χέρι του το πήρε ένας σκύλος και το έφερε στο συμπόσιο. Οι καλεσμένοι που το είδαν απορούσαν ποιανού ήταν το χέρι. Τότε μια Εβραία, που έπαιζε στον γάμο, είπε:
› Φοβερό μυστήριο έγινε σήμερα ανάμεσα μας. Ακούστε όλοι, διότι σήμερα ο Θεός ή Απόστολος του Θεού καταδέχτηκε να καθίσει μαζί μας. Γιατί εγώ ενώ έπαιζα, άκουσα ένα άνθρωπο πατριώτη μου να λέει στα εβραϊκά σ' ένα υπηρέτη που τον κτύπησε: " Το χέρι σου θα το κατασπαράξουν τα θηρία για να σωφρονισθούν οι άλλοι". Και να ο λόγος του έγινε πραγματικότητα.
Αυτό το θαύμα το πληροφορήθηκε ο ηγεμόνας της πόλεως. Κάλεσε, λοιπόν τον Απόστολο και του είπε:
› Αν εσύ με την κατάρα σου μπορείς να προκαλέσεις θάνατο, δείξε και τη δύναμη, που έχει η ευχή σου στην κόρη μου που παντρεύτηκε σήμερα.
Ο Θωμάς με χαρά πήγε στο δωμάτιο των νεόνυμφων και τους στήριξε στη σωφροσύνη. Τους έπεισε να φυλάξουν παρθενία και αφού τους αφιέρωσε στο Θεό, έφυγε. Μετά από λίγη ώρα βλέπει ο γαμπρός κάποιον άνθρωπο, που έμοιαζε με το Θωμά, να συνομιλεί με τη νύφη. Επειδή νόμισε ότι είναι ο Θωμάς του είπε:
› Εσύ δεν έφυγες; Πως ήλθες πάλι εδώ ξαφνικά;
Τότε ο άλλος αποκρίθηκε:
› Δεν είμαι ο Θωμάς, αλλά αδελφός του Θωμά κατά χάρη. Όποιος με ακολουθήσει και αρνηθεί τον κόσμο, όπως ο Θωμάς, θα γίνει όχι μόνο αδελφός μου, αλλά και κληρονόμος της βασιλείας του Πατέρα μου.
Λέγοντας αυτά εξαφανίσθηκε. Οι νεόνυμφοι έκλεισαν στην καρδιά τους αυτά τα λόγια κι όλη τη νύχτα προσεύχονταν στον Κύριο. Το πρωί πήγε ο πατέρας της κόρης στο δωμάτιο και βλέποντας τους νεόνυμφους να κάθονται ο ένας απέναντι στον άλλο ταράχθηκε και τους ρώτησε τι συμβαίνει. Εκείνοι αποκρίθηκαν:
› Εμείς ευχόμαστε αυτός ο χωρισμός να φυλαχθεί, μεταξύ μας μέχρι το τέλος, για να μείνουμε αχώριστοι στον ουρανό, σύμφωνα με την υπόσχεση που μας έδωσε ο ξένος.
Μόλις άκουσε αυτά ο πατέρας στεναχωρήθηκε και υποσχέθηκε ότι θα δώσει πολλά δώρα, αν βρεθεί αυτός που τους είπε τέτοια λόγια. Έψαχναν λοιπόν και ζητούσαν τον ξένο, αλλά σταμάτησαν τις έρευνες. Ο Απόστολος σ' εκείνους, που τον ζητούσαν με κακό σκοπό δεν φανερωνόταν, αλλά παρουσιαζόταν στους νέους μαθητές του Χριστού, χωρίς να τον βλέπουν οι άλλοι, και τους στήριζε. Οι νεόνυμφοι παρακαλούσαν τον Κύριο, να καταπραΰνει την οργή του πατέρα τους και να τον αξιώσει να μάθει την αλήθεια. Ο Θεός άκουσε την προσευχή τους και έφερε έτσι τα πράγματα, ώστε να γίνει χριστιανός. Διδάχτηκε δηλαδή από τους νέους την πίστη και πίστεψε ολόψυχα στο Χριστό. Ο Θωμάς τους βάπτισε κι έγιναν κι αυτοί κήρυκες του Ευαγγελίου.
Ο Θωμάς και ο βασιλιάς Γουνδιαφόρος
Στη συνέχεια ήλθε ο Θωμάς στο βασιλιά της Ινδίας Γουνδιαφόρο, που τον ρώτησε τι ξέρει να κατασκευάζει από ξύλα και τι από λίθους. Ο Απόστολος απάντησε ότι από ξύλα ξέρει να κατασκευάζει αλέτρια, κουπιά και ζυγούς για βόδια. Από λίθους κολώνες, ναούς και βασιλικά ανάκτορα. Τότε του λέει ο βασιλιάς:
› Μπορείς, λοιπόν, να μου κατασκευάσεις ένα ανάκτορο στον τόπο, που αγαπώ;
Ο Θωμάς υποσχέθηκε, ότι μπορεί. Τον οδήγησε ο βασιλιάς σ' ένα πραγματικά ωραίο τόπο με βρύσες και δέντρα, και του είπε:
› Σχεδίασε μου σε πάπυρο το σχήμα της οικοδομής για να δω αν μου αρέσει, διότι θα απουσιάσω τρία χρόνια σ' άλλη χώρα για κάποια υπηρεσία. Θέλω, όταν θα επιστρέψω να είναι έτοιμο το ανάκτορο.
Ο Απόστολος έκαμε ένα ωραιότατο σχέδιο. Ο βασιλιάς χάρηκε για το ωραίο σχέδιο και είπε:
› Αληθινά, είσαι άριστος τεχνίτης και πρέπει να υπηρετείς το βασιλιά αφού είσαι έμπειρος.
Τότε ο βασιλιάς πρόσταξε να δώσουν στον Απόστολο χρυσάφι, για να αγοράσει τα απαραίτητα για την οικοδομή. Παρακαλούσε εν το μεταξύ τον Απόστολο να βάλει αμέσως τα θεμέλια. Εκείνος του αποκρίθηκε:
› Δεν γίνεται να κτίσουμε παλάτι αυτό το μήνα, αλλά τον ερχόμενο, τον Οκτώβριο.
Λέγοντας αυτά εννοούσε τη μέλλουσα ζωή. Σύμφωνα με τη βασιλική διαταγή έδωσαν στο Θωμά ότι χρειαζόταν και αυτός έφυγε για τον τόπο της κατασκευής. Εκεί όμως άρχισε να ετοιμάζει ουράνιο παλάτι για το βασιλιά. Κάθε μέρα δίδασκε και βάπτιζε τους ειδωλολάτρες και μοίραζε τα πλούτη στους φτωχούς.
Μετά από καιρό ζήτησε ο βασιλιάς πληροφορίες αν τελείωσε το οικοδόμημα. Ο Θωμάς του απάντησε ότι χρειάζεται κι άλλα ακόμη έξοδα για να κατασκευάσει τη στέγη. Ο βασιλιάς έστειλε πολύ χρυσάφι κι ένα γράμμα, που έλεγε:
› Να την κατασκευάσεις το γρηγορότερο τη στέγη των ανακτόρων, όσο πιο ωραία γίνεται για να το δεις τελειωμένο και να σε δοξάσω με επαίνους και εγκώμια.
Ο Απόστολος μόλις πήρε τα χρήματα, ευχαριστώντας το Θεό είπε:
› Σ' ευχαριστώ φιλάνθρωπε Κύριε, διότι γνωρίζεις με πολλούς και ποικίλους τρόπους να ετοιμάζεις τη σωτηρία κάθε ανθρώπου.
Και μοίρασε πάλι τα χρήματα στους φτωχούς.
Μετά από λίγο καιρό έτυχε να πάνε στο βασιλιά κάποιοι άνθρωποι από τον τόπο, όπου έμενε ο Θωμάς. Τους ρώτησε λοιπόν, ο βασιλιάς, για να πληροφορηθεί την ομορφιά και το μεγαλείο των ανακτόρων. Εκείνοι του είπαν:
› Μην περιμένεις, βασιλιά, απ' εκείνον οικοδομές, γιατί αυτός μοίρασε στους φτωχούς, όλο το χρυσάφι. Όχι μόνο αυτό, αλλά και κηρύττει ένα Θεό άγνωστο και κάνει θαύματα.
Ο βασιλιάς ταράχθηκε και διέταξε να φέρουν μπροστά του το Θωμά. Παρουσιάστηκε ο Θωμάς κι ο βασιλιάς με θυμό τον ρώτησε αν έκτισε το παλάτι. Ο Απόστολος αποκρίθηκε:
› Το παλάτι εκείνο, που έμαθα να κτίζω από τον μόνο αρχιτέκτονα Χριστό, το έκτισα πολύ ωραίο.
Και ο βασιλιάς του είπε:
› Αυτή την ώρα να πάμε να το δούμε.
Ο Θωμάς του είπε:
› Νομίζω ότι δεν χρειάζεται για τον παρόντα κόσμο. Όταν φύγεις από τον κόσμο αυτό, τότε θα σου χρησιμεύσει.
Ο βασιλιάς νόμισε, ότι τον κορόιδευε και σαν θηρίο θυμωμένος είπε:
› Αυτόν τον απατεώνα να τον κλείσετε σε σκοτεινό λάκκο μαζί με τον έμπορο, που τον έφερε εδώ.
Ενώ ο Απόστολος ήταν στη φυλακή, ο αδελφός του βασιλιά, κυριευμένος από λύπη για την ζημιά, αρρώστησε βαριά. Κάλεσε λοιπόν, τον αδελφό του και του είπε:
› Εγώ λυπήθηκα για τη ζημιά, που πάθαμε από εκείνο τον απατεώνα, αρρώστησα και φεύγω από αυτή τη ζωή.
Ύστερα από λίγη ώρα έμεινε νεκρός. Άγγελος Κυρίου πήρε την ψυχή του και την έφερε στις σκηνές των Δικαίων και τον ρωτούσε σε ποιά θέλει να κατοικήσει. Βλέποντας η ψυχή μια ωραιότατη παρακαλούσε να μείνει σ' αυτή. Τότε ο Άγγελος του είπε:
› Σ' αυτή δεν μπορείς να κατοικήσεις, επειδή είναι του αδελφού σου, που του την έκτισε ο Θωμάς.
Η ψυχή τότε αποκρίθηκε:
› Σε παρακαλώ άφησε με να γυρίσω πίσω στον αδελφό μου για να την αγοράσω και μετά επιστρέφω πάλι εδώ.
Ο Άγγελος έδωσε την ψυχή στο νεκρό σώμα. Αμέσως ο νεκρός αναστήθηκε και ζήτησε τον αδελφό του. Ο βασιλιάς ήλθε κοντά του κι εκείνος τότε του είπε:
›"Αδελφέ μου πιστεύω, ότι προτιμάς να δώσεις το μισό της βασιλείας σου, για να με δεις ζωντανό. Τώρα μια μικρή χάρη σου ζητώ.
Του είπε ο βασιλιάς:
› Πες το και θα κάνω ότι μπορώ.
Ο αδερφός του του είπε:
› Δώσε μου το παλάτι, που έχεις στους ουρανούς και πάρε, όσα χρήματα θέλεις.
Του είπε ο βασιλιάς:
› Εγώ έχω παλάτι στον ουρανό; Από που;
Ο αδερφός του του είπε:
› Ναι, έχεις, αν και συ δεν το γνωρίζεις. Σου το έκτισε ο ξένος, που είναι στη φυλακή. Είναι ωραιότατο, το είδα, όταν μ' άρπαξε Άγγελος Κυρίου.
Τότε ο βασιλιάς κατάλαβε και απέφυγε να εκπληρώσει την υπόσχεση του λέγοντας:
› Αν το θέμα, αδελφέ μου, ήταν στη βασιλεία μου και στην εξουσία μου θα τηρούσα την υπόσχεση μου. Τώρα όμως αυτό βρίσκεται στον ουρανό. Πάρε όμως εσύ τον ίδιο το Θωμά για να σου κατασκευάσει καλύτερο.
Μετά απ' αυτά ελευθέρωσε το Θωμά και τον Αμβάνη και τους ζήτησε συγνώμη για το σφάλμα του. Ο Θωμάς ευχαρίστησε τον Κύριο και βάπτισε αυτούς και όλους τους άρχοντες. Το παράδειγμα του Γουνδιαφόρου ακολούθησαν πολλοί και βαπτίσθηκαν και αυτοί Χριστιανοί.
Ο βασιλιάς Μίσδιος και ο θάνατος του Αποστόλου
Απ' αυτή την πόλη αφού ολοκλήρωσε το έργο του, έφυγε ο Απόστολος και πήγε σ' άλλη μεγάλη πόλη των Ινδιών. Εκεί συνάντησε στους βαρβάρους ριζωμένη βαθιά την ασέβεια και την ειδωλολατρία. Σιγά σιγά με αγάπη και υπομονή τους έφερε στο φως της μόνης αλήθειας. Εκείνοι άρχισαν να του αποδίδουν τιμές για να εκδηλώσουν την ευγνωμοσύνη τους.
Σ' αυτό τον τόπο βάπτισε πολλούς, μεταξύ των οποίων και τη γυναίκα του βασιλιά Μίσδιου, Μιγδονία και τη γυναίκα του άρχοντα Χαρασίου, Τερτιανή. Αυτές οι δύο μάλιστα συμφώνησαν να ζήσουν ασκητικά στ' ανάκτορα τους. Ο βασιλιάς και ο Χαράσιος θύμωσαν επειδή δε ζούσαν οι γυναίκες τους, όπως αυτοί ήθελαν και γνωρίζοντας, ότι ο Θωμάς είναι ο αίτιος διέταξαν να τον φέρουν μπροστά τους. Έπειτα έδωσε διαταγή να τον φυλακίσουν. Τα μεσάνυκτα πήγαν οι Χριστιανοί στη φυλακή, που ο Απόστολος, την άνοιξε με την προσευχή κι έμειναν κοντά του, για να τους στηρίζει στην πίστη. Αυτή τη νύχτα πήγε ο Θωμάς σ' ένα σπίτι, όπου είχαν ετοιμάσει όλα για τη Θεία Ευχαριστία και για το Άγιο Βάπτισμα. Εκεί βάπτισε τον Ουαζάνη, γιο του βασιλιά Μίσδιου και την κόρη του Τέρτια. Τη στιγμή που τους κοινωνούσε ακούστηκε μια φωνή από τον ουρανό λέγοντας:
› Αλήθεια σας λέω, μη φοβάστε, αλλά πιστεύετε.
Μετά από αυτά ο Θωμάς γύρισε πάλι στη φυλακή και κλείστηκε, όπως πρώτα. Τον ακολούθησαν οι αρχόντισσες Τερτία, Μιγδονία και Μαρκία θέλοντας να μείνουν μαζί του. Ο Απόστολος τότε τους είπε:
› Θυγατέρες μου, και συνδούλες του Κυρίου Ιησού Χριστού, ακούστε τον τελευταίο μου λόγο. Αύριο θα πάω στο Δεσπότη μου, για να απολαύσω το μισθό του κόπου μου. Χαίρομαι γι' αυτό και ευφραίνομαι, γιατί ήλθε ο καιρός της ανταποδόσεως. Εσείς να μείνετε ατάραχοι στην πίστη, όταν με δείτε νεκρό. Αν φυλάξετε την πίστη θα συναντηθούμε στον ουρανό.
Έπειτα κλείστηκε στο δεσμωτήριο για να προσευχηθεί:
Οι γυναίκες έκλαιγαν, γιατί ήξεραν ότι θα τον θανατώσει ο Μίσδιος, στον οποίον πήγαν οι φύλακες και του είπαν τα εξής:
› Βασιλιά, ελευθέρωσε εκείνο τον μάγο, γιατί όσες φορές θέλει, ανοίγει την πόρτα και φεύγει αλλά και η γυναίκα σου και τα παιδιά σου έρχονται και συνομιλούν μαζί του.
Πήγε ο ίδιος ο βασιλιάς τότε στις φυλακές και βλέποντας τις πόρτες κλειστές, όπως τις άφησε, θαύμασε κι αφού εξέτασε τον Θωμά, τον ρώτησε αν είναι δούλος κανενός ή ελεύθερος. Εκείνος λοιπόν αποκρίθηκε:
› Είμαι δούλος του Κυρίου μου Ιησού Χριστού που είναι Θεός αληθινός και κατοικεί στους ουρανούς και μ' έστειλε εδώ για να σώσω πολλούς από εσάς.
Απάντησε ο Μίσδιος:
› Βαρέθηκα τις μαντείες σου, και θα σου δώσω το θάνατο που σου πρέπει για να γλυτώσω το γένος μου από τις μαγείες και κακουργίες σου.
Αυτά είπε, αλλά επειδή φοβόταν τον όχλο γιατί είχαν πιστέψει πολλοί, και για να μη γίνει εκεί μέσα σύγχυση, τον οδήγησε έξω απ' την πόλη με λίγους στρατιώτες σε κάποια απόσταση τον παρέδωσε σε πέντε στρατιώτες να τον ανεβάσουν πάνω στο βουνό και να τον φονεύσουν. Έτσι ο βασιλιάς γύρισε στην πόλη, ενώ ο λαός έτρεχε με προθυμία ν' αρπάξει τον Απόστολο από τα χέρια των στρατιωτών. Αυτός όμως τους εμπόδιζε και όταν έφθασε στον καθορισμένο τόπο προσευχήθηκε. Αφού τελείωσε την προσευχή του ο Απόστολος, ευλόγησε και ευχήθηκε στους πιστούς και κατόπιν είπε στους στρατιώτες:
› Εκτελέστε τώρα την διαταγή του Βασιλιά.
Εκείνοι αμέσως τον λόγχισαν και τον χτύπησαν ταυτοχρόνως με τα ακόντια και έτσι τελείωσε το δρόμο της ζωής του ο Απόστολος Θωμάς στην πόλη Μαλιαπούρ (προάστιο του σημερινού Μαδράς), που λέγεται και Άγιος Θωμάς, στην ανατολική πλευρά της Ινδικής χερσονήσου.
Οι πιστοί αφού τον έκλαψαν πικρά, τον τύλιξαν σε σεντόνια και πολύτιμα υφάσματα που έφερε η Τερτία και τον έθαψαν σε μέρος που έθαβαν τους βασιλιάδες. Η βασίλισσα και ο Ουζάνης με τους υπόλοιπους έμειναν στον τάφο όλη την ημέρα και τη νύχτα και έκαναν αγρυπνία. Κατά την νύχτα φάνηκε ο Θείος Απόστολος και τους είπε:
› Τι κάθεστε στον τάφο μου; Δεν είμαι σ' αυτόν όπως νομίζετε, αλλά ανέβηκα στους ουρανούς. Εσείς, Τερτία και Μιγδονία, μη ξεχάσετε όσα σας είπα, αλλά να φυλάξετε την ευσέβεια και ο Χριστός θα σας βοηθήσει.
Ο Ουζάνης που ήταν διάκονος και ο Ονησίφορος ο πρεσβύτερος, που τους χειροτόνησε ο Θωμάς όταν πήγαινε στο μαρτύριο, δίδασκαν με παρρησία το Ευαγγέλιο και πίστευαν καθημερινά αμέτρητο πλήθος. Έπειτα από καιρό δαιμονίστηκε ένας γιός του Μισδαίου και μη μπορώντας να βρει τη γιατρειά του, πήγε ο βασιλιάς στον τάφο του Αποστόλου να πάρει ένα κομμάτι απ' το άγιο λείψανο για να το βάλει στο γιό του να θεραπευτεί. Όταν άνοιξε τον τάφο δεν βρήκε το λείψανο, γιατί κάποιος χριστιανός το πήρε κρυφά και το πήγε στην Έδεσσα της Συρίας. Ο Θωμάς φάνηκε στον βασιλιά και του είπε:
› Όταν ζούσα απίστησες και τώρα πιστεύεις; Αλλά για να δεις τη φιλανθρωπία του Δεσπότου μου, πάρε χώμα απ' τον τάφο μου και βάλε το στο γιό σου για να βρει αμέσως την υγεία του.
Έφερε λοιπόν ο βασιλιάς εκεί τον γιό του και παίρνοντας λίγο χώμα απ' τον τάφο με πολλή πίστη το έβαλε στον δαιμονιζόμενο και αμέσως θεραπεύθηκε ο γιός του. Έπειτα βαπτίσθηκε ο ίδιος και όλο του το παλάτι και οι λοιποί απ' την πόλη και έγινε μεγάλο πανηγύρι παντού σ' εκείνα τα μέρη. Ο βασιλιάς παρακαλούσε με δάκρυα τη γυναίκα του Τερτία και Μιγδονία να παρακαλέσουν το Δεσπότη Χριστό να συγχωρήσει τα προηγούμενα αμαρτήματα του καθώς και τα κακά που έπραξε εναντίον του Αγίου Του Αποστόλου.
Η Εκκλησία μας τιμάει τη μνήμη του αποστόλου Θωμά κάθε χρόνο στις 6 Οκτωβρίου. Από τον 3ο αιώνα, μαρτυρείται το προσκύνημα στον τάφο του Αποστόλου στην Έδεσσα της Συρίας (σημερινή Ούρφα της Νοτιοανατολικής Τουρκίας), της οποίας ήταν πολιούχος. Αλλά κατά μία παράδοση που αναφέρεται από τον άγιο Εφραίμ τον Σύρο (ο οποίος, μετά την κατάληψη της πόλης της Νίσιβης από τους Πέρσες το 363, έφυγε για την Έδεσσα όπου έζησε τα τελευταία 10 χρόνια της ζωής του διδάσκοντας στην περιβόητη Σχολή των Περσών), φαίνεται ότι ήταν το τίμιο λείψανο του Αποστόλου Θωμά που είχε διακομισθεί στην Έδεσσα από έναν έμπορο το 232. Το ιερό λείψανο του αγίου παρέμεινε εκεί έως ότου ο γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου το μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη. Το 1204 το λείψανο μεταφέρθηκε στην Ρώμη, μαζί με τα λείψανα άλλων αγίων που είχαν συγκεντρωθεί στην Βασιλεύουσα.
Στο όνομα του Θωμά έχουν διασωθεί τρία απόκρυφα κείμενα του 2ου μ. Χ. αιώνα. Πρόκειται αναμφίβολα για ψευδεπίγραφα κείμενα αρχαίων αιρετικών γνωστικών, οι οποίοι θέλοντας να δώσουν κύρος στις αιρετικές τους δοξασίες, τις απέδωσαν στον απόστολο Θωμά.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖος Ἀπόστολος, θεολογίας κρουνούς, ἐνθέως ἐξήντλησας, ἐκ λογχονύκτου πλευρᾶς, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἠμῶν. Ὅθεν τῆς εὐσέβειας, κατασπείρας τὸν λόγον, ἔλαμψας ἐν Ἰνδίᾳ, ὡς ἀκτὶς οὐρανία, Θωμὰ τῶν Ἀποστόλων, τὸ θεῖον ἀγλάισμα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’.
Ἀπόστολε Ἅγιε Θωμᾶ, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὁ τῆς θείας χάριτος πεπληρωμένος, τοῦ Χριστοῦ Ἀπόστολος, καὶ ὑπηρέτης ἀληθής, ἐν μετανοίᾳ ἐκραύγαζε· Σύ μου ὑπάρχεις, Θεός τε καὶ Κύριος.
Κάθισμα. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν Ἀπόστολον πάντες καὶ μαθητὴν τοῦ Χριστοῦ, εὐφημήσωμεν ὕμνοις ἐπὶ τῇ μνήμῃ αὐτοῦ· θεοπρεπῶς γὰρ τὰς ἡμῶν διανοίας αὐτός, τύπους τῶν ἥλων ψηλαφῶν, βεβαίαν πίστιν ἐκζητῶν, ἐστήριξεν ἐν Κυρίῳ, ἀδιαλείπτως πρεσβεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Κάθισμα. Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τῇ σαγήνῃ τῶν λόγων τῶν θεϊκῶν, τοὺς ἰχθύας ζωγρήσας τοὺς λογικούς, τούτους σὺ προσήγαγες, ἀπαρχὴν τῷ Θεῷ ἡμῶν, καὶ τοῦ Χριστοῦ τὰ στηρίγματα, παθῶν ἐπενδύσασθαι, μιμητὴς τοῦ πάθους, αὐτοῦ πεφανέρωσαι· ὅθεν συνελθόντες, κατὰ χρέος τιμῶμεν, Ἀπόστολε ἔνδοξε, τὴν πανέορτον μνήμην σου, καὶ συμφώνως βοῶμέν σοι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν Ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Πρὸς τὸν Χριστοῦ Μαθητήν, καὶ μέγαν μυστολέκτην, Θωμᾶν τὸν θεηγόρον τοῦ Πέτρου ἐκβοῶντος· «Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον», ἔφησεν οὗτος. «Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσίν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, ψηλαφήσω δὲ καὶ τὴν πλευράν, οὐ μὴ πιστεύσω». Ἀλλ' ὁ Κτίστης τῶν ἁπάντων καὶ Δεσπότης, ὥσπερ δοῦλος ἐλήλυθε, θέλων πάντας σῶσαι, καὶ λέγει τῷ Θωμᾷ. «Ψηλάφησον χειρῶν καὶ πλευρὰς τοὺς τύπους, καὶ μὴ ἀπίστει· ἐγὼ γὰρ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου». ὁ δὲ ἐν μετανοίᾳ ἐβόησε. Σύ μου ὑπάρχεις, Θεός τε καὶ Κύριος.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...