
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
ΚΑΙ ΠΑΛΙ, ἀγαπητοί μου, ὁ Κύριος μᾶς ἀξίωσε ν᾿ ἀκούσουμε τὸ «Χριστὸς γεννᾶται…». Ἂς προσπαθήσουμε κ᾿ ἐμεῖς νὰ πλησιάσουμε τὸ μέγα μυστήριο τῆς Γεννήσεως.
«Ἐπὶ γῆς εἰρήνη» (Λουκ. 2,14)
Σὲ ἐξαιρετικὴ κίνησι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, σὲ ἐξαιρετικὴ κίνησι βρίσκεται ἀπόψε – νύκτα τῆς γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ὁ ἀγγελικὸς κόσμος.
Μακριὰ ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ κόσμου, ἕνα ἄσημο σημεῖο τῆς γῆς, τὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, συγκεντρώνει τὴν προσοχὴ τῶν ἀγγέλων. Ἐκεῖ συνέβη τὸ μοναδικὸ γεγονός, ποὺ οὔτε ἔγινε ποτὲ ἄλλοτε οὔτε θὰ ξαναγίνῃ.
Γι᾽ αὐτὸ κατεβαίνει οὐράνια στρατιά· γιὰ νὰ χαιρετίσῃ καὶ νὰ προσκυνήσῃ τὸ Νήπιο τῆς Βηθλεέμ, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀπὸ ἀγάπη καὶ εὐσπλαχνία γιὰ μᾶς ἔγινε καὶ Υἱὸς ἀνθρώπου. Οἱ αἰθέρες τῶν οὐρανῶν ἀντιλαλοῦν καὶ δονοῦνται ἀπὸ τοὺς χαρμόσυνους ἤχους τοῦ ὕμνου τους· «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14), ποὺ ἀναλυτικώτερα σημαίνει· Δοξασμένος στὰ οὐράνια ἀπ᾽ τοὺς ἀγγέλους του ὁ Θεός, καὶ κάτω ἐδῶ στὴν ταραγμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία γῆ ἂς βασιλέψῃ πιὰ ἡ ποθητὴ εἰρήνη τῶν ψυχῶν· εὐδόκησε τώρα ὁ Πανάγαθος νὰ φέρῃ στοὺς ἀνθρώπους τὴ σωτηρία.
Οἱ καθαρὲς καρδιὲς τῶν ποιμένων, ποὺ «ἀγραυλοῦν», μένουν στοὺς ἀγροὺς - στὸ ὕπαιθρο, καὶ «φυλάσσουν φυλακὰς τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν» (ἔ.ἀ. 2,8), φρουροῦν τὴ νύχτα τὸ κοπάδι τους μὲ βάρδιες, αὐτὲς οἱ καρδιὲς σὰν ἄριστος ψυχικὸς δέκτης συλλαμβάνουν κι ἀκοῦνε πρῶτες τοῦτο τὸν ὕμνο. Κι ἀπὸ τὸ στόμα τῶν ποιμένων ὁ θεσπέσιος αὐτὸς ὕμνος μεταδίδεται ἀπὸ τότε στὸν χριστιανικὸ λαό. Καὶ εἶνε αὐτὸς ὁ τελειότερος ὕμνος, μὲ τὸν ὁποῖο οἱ πιστοὶ ὅλων τῶν αἰώνων μποροῦν νὰ ὑμνήσουν τὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Σὲ δοξάζουμε, Κύριε, λέμε στὸ Χριστὸ μὲ τὸν ὕμνο τοῦτο· διὰ σοῦ δοξάζεται ὁ Θεός, διὰ σοῦ εἰρηνεύει ἡ γῆ, διὰ σοῦ ὁ ἄνθρωπος γίνεται παιδὶ ἀγαπημένο τοῦ οὐράνιου Πατέρα.
Τὸ Νήπιο τῆς Βηθλεέμ, λοιπόν, ἦρθε γιὰ νὰ φέρῃ στὸν κόσμο τὴν εἰρήνη. Αὐτὸ τὸ Νήπιο εἶνε ἡ εἰρήνη τῶν ἀνθρώπων. Στὸ νόημα αὐτὸ παρακαλῶ νὰ στρέψουμε τὴν προσοχή μας.
***
Δὲν πρόκειται πάντως γιὰ εἰρήνη ἁπλῶς ἐξωτερική, ὅπως αὐτὴ ποὺ ἐννοεῖ συνήθως ὁ κόσμος καὶ οἱ πολιτικοί· πρόκειται γιὰ εἰρήνη ἐσωτερική, βαθειά, μυστική, θεία. Εἶνε μία κατάστασι τῆς ψυχῆς, ποὺ μόνο ὅσοι ἔχουν πλησιάσει τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου μὲ πίστι καὶ μετάνοια εἶνε σὲ θέσι νὰ ζήσουν. Εἶνε δώρημα θεῖο. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀποκατάστασι τῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό, αὐτὴ εἶνε ἡ εἰρήνη ποὺ μᾶς ἔφερε ὁ Χριστός.
Γιὰ νὰ καταλάβουμε κάπως καλύτερα τί σημαίνει «εἰρήνη Χριστοῦ», πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπ᾿ ὄψιν, ὅτι μέχρι τὴν ἐνανθρώπησι τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος βρισκόταν σὲ ἐχθρότητα μαζί του, τὸν χώριζε τεῖχος· τὸ τεῖχος ἦταν ἡ ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία εἶνε φραγμός, τεῖχος σινικό, ποὺ διακόπτει τὶς σχέσεις ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ. Καὶ ὁ φραγμὸς αὐτὸς ἦταν φραγμὸς αἰώνων. Ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτάνοντας ἀπομακρυνόταν συνεχῶς ἀπὸ τὸ Θεό, τὴν πηγὴ τοῦ καλοῦ, καὶ ὁ φραγμὸς ὁλοένα ὑψωνόταν. Οἱ πρωτόπλαστοι ἔβαλαν τὸν πρῶτο λίθο· πάνω στὸν λίθο αὐτόν, στὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, προστέθηκε δεύτερος λίθος, τὸ ἁμάρτημα τοῦ Κάιν·
στὸν δεύτερο λίθο τρίτος καὶ οὕτω καθεξῆς· καὶ ἔτσι διὰ μέσου τῶν αἰώνων οἱ ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρωπίνου γένους σχημάτισαν τείχη σινικά, μέσα στὰ ὁποῖα κλείστηκε αἰχμάλωτη ἡ
ἀνθρώπινη ψυχή, χωρὶς νὰ μπορῇ νὰ ἐπικοινωνήσῃ μὲ τὸ Θεό.
Οὔτε ἄνθρωπος οὔτε ἄγγελος οὔτε ἀρχάγγελος μποροῦσε νὰ γκρεμίσῃ τὸ φοβερὸ αὐτὸ τεῖχος. Τί λέω νὰ γκρεμίσῃ; Οὔτε μιὰ πέτρα ν᾽ ἀφαιρέσῃ ἀπὸ τὰ τείχη αὐτά, ποὺ μαῦρα, ἀπαίσια, βουβά, ἀκίνητα ὑψώνονταν μπροστὰ στὴν ἀνθρωπότητα. Ποιός θὰ κατεδάφιζε τὰ τείχη αὐτὰ τῆς ἁμαρτίας, τὰ ἀπείρως πιὸ φοβερὰ ἀπὸ τὰ τείχη τῆς Ἰεριχοῦς; Ποιός θὰ ἐπανασυνέδεε τὸ πλάσμα μὲ τὸν Πλάστη του;
ποιός θὰ συμφιλίωνε πάλι τὸν ἐπαναστάτη μὲ τὸν Βασιλέα του, ποιός θὰ εἰρήνευε τὸν ἄσωτο υἱὸ μὲ τὸν Πατέρα του;
Τὸ πρόσωπο, ποὺ θ᾿ ἀνελάμβανε τὸ ἔργο αὐτό, θὰ ἔπρεπε νὰ εἶνε ἀνώτερο ἀπὸ ἀνθρώπους, ἀνώτερο κι ἀπὸ ἀγγέλους. Μόνο ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἶχε τὴ δύναμι αὐτή. Γι᾿ αὐτὸ ἐνανθρώπησε. Μὲ τὸ αἷμα, ποὺ ἔχυσε πάνω στὸ σταυρό του ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου ποὺ ἦταν καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, συμφιλίωσε τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεό. Ὁ ἄνθρωπος ἔπαψε πιὰ νὰ εἶνε τὸ ἀντικείμενο τῆς ἀποστροφῆς καὶ ὀργῆς τοῦ Θεοῦ. Ἔγινε φίλος τοῦ Θεοῦ, οἰκεῖος τοῦ Θεοῦ, τέκνον τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι τὸ τεῖχος τῆς ἁμαρτίας γκρεμίστηκε.
Ἀλλ᾽ ἐὰν ἡ κορυφὴ τῆς εἰρήνης αὐτῆς χάνεται στὰ μυστηριώδη ὕψη τοῦ οὐρανοῦ, ἡ βάσι, τὸ θεμέλιό της, βρίσκεται μέσα στὴν καρδιὰ κάθε πιστοῦ καὶ ἀποτελεῖ γι᾿ αὐτὸν μιὰ ψηλαφητὴ πραγματικότητα. Καὶ πῶς ὄχι; Ἦταν ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τὰ γύρω του καὶ ὅλα τὰ ἐντός του μαρτυροῦσαν, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἔχῃ σχέσι ὁ ἀκάθαρτος μὲ τὸν Ἀμόλυντο, ὁ ἐπαναστάτης μὲ τὸν Βασιλέα, ὁ ἀποστάτης μὲ τὸν Κύριό του.
Ἡ συναίσθησι αὐτὴ τὸν τυραννοῦσε. Σὰν δαμόκλειος σπάθη κρεμόταν πάνω ἀπ᾽ τὴ συνείδησί του καὶ δὲν τὸν ἄφηνε νὰ ἡσυχάσῃ. Ἤθελε νὰ συμφιλιωθῇ μὲ τὸ Θεό, ζητοῦσε τρόπο. Ἀλλὰ πῶς; μὲ ὁδοιπoρίες σὲ ἁγίους τόπους; μὲ νηστεῖες; μὲ θυσίες; μὲ τί τέλος πάντων θὰ ἐξευμένιζε τὴν θεία ὀργή, ὅπως πίστευαν οἱ ἀρχαῖοι; Τὰ δοκίμασε ὅλα· μὰ ὕστερα ἀπὸ τόσες δοκιμὲς ὁ ἄνθρωπος αἰσθανόταν πάλι, ὅτι δὲν ἐπῆλθε τὸ προσδοκώμενο καὶ ἐπιθυμητὸ ἀποτέλεσμα, ἡ εἰρήνη. Ἡ ταραχὴ τῆς συνειδήσεώς του ἐξακολουθοῦσε νά ᾽νε ἡ ἴδια ἢ καὶ γινόταν ἀκόμα πιὸ σφοδρή.
Ἀνήσυχη ἡ ψυχὴ ἀτένιζε πρὸς τὰ ὕψη καὶ μὲ βαθὺ πόνο ζητοῦσε τὸν Συμφιλιωτή, ἐκεῖνον ποὺ θὰ τὴν συνέδεε μὲ τὸν οὐρανὸ καὶ θὰ τὴν ἔφερνε σὲ ἐπικοινωνία, σὲ σχέσεις φιλικές, στενές, τρυφερές, ἅγιες, μὲ τὸν Αἰώνιο Κυρίαρχό του.
Καὶ ὁ Συμφιλιωτὴς βρέθηκε! βρέθηκε μόνο στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶνε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ μὲ τὴν ἐνανθρώπησί του ἕνωσε τὴ γῆ μὲ τὸν οὐρανό. Αὐτὸς ἔστειλε τὸ περιστέρι τῆς εἰρήνης, νὰ πετάξῃ πάνω ἀπ᾽ ὅλη τὴν ὑδρόγειο καὶ νὰ φέρῃ τὸν κλάδο τῆς ἐλαίας, τὸ μήνυμα τῆς συμφιλιώσεως, ὅπως εἶχε γίνει ἄλλοτε μὲ τὴν περιστερὰ τοῦ Νῶε μετὰ τὸν κατακλυσμό (βλ. Γέν. 8,11).
Αὐτὸς ἐξαφάνισε τὸ χάσμα, τὸ βαθὺ καὶ ἀγεφύρωτο, καὶ ἔζευξε τὸ κενό. Αὐτὸς μὲ τὸ αἷμά του ὑπέγραψε στὸν Γολγοθᾶ τὴν συμφιλίωσι τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸ Θεό. Αὐτός, καὶ μόνο αὐτός, ἔχει τὴ μυστικὴ δύναμι νὰ ἐπαναφέρῃ στὴν ἀγκάλη τοῦ Θεοῦ τοὺς ἀσώτους καὶ νὰ δημιουργήσῃ ἄρρηκτους δεσμοὺς εἰρήνης ἀνάμεσα στὴν ψυχὴ καὶ τὸν Δημιουργό της·
δεσμούς, ποὺ οἱ γνωστοί μας ἀνθρώπινοι δεσμοὶ τῆς φιλίας, τῆς συγγενείας, τῆς συζυγικῆς ἀγάπης εἶνε ἀσθενεῖς σκιές.
Ἔτσι ἐπιτεύχθηκε ἡ συμφιλίωσις.
***
«Καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη», ἀδελφοί μου!
Ἂς πλησιάσουμε τὸν σαρκωθέντα Θεό. Ἂς πιστέψουμε σ᾽ αὐτόν. Τότε ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ σὰν λεπτὴ πνοή, σὰν δροσερὴ αὔρα τοῦ οὐρανοῦ, θὰ δροσίζῃ, θὰ διαποτίζῃ καὶ θὰ ζωογονῇ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξί μας.
Ἂν ἐμεῖς ἔχουμε βαθειὰ μέσα μας τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, θὰ μένουμε ἀσάλευτοι ὅπως μένουν ἀσάλευτα τὰ νησάκια μέσα στὴ θύελλα τοῦ ὠκεανοῦ καὶ ὅπως μένουν ἀκίνητοι οἱ βράχοι μέσα στὴ θαλασσοταραχὴ τοῦ πελάγους. Ἂς μαίνωνται οἱ ἄνεμοι, ἂς λυσσοῦν ὅσο θέλουν τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, ἂς σείεται ἡ γῆ, ἂς βροντᾷ ὁ οὐρανός, ἂς σαλεύωνται τὰ ὄρη, ἂς σκοτίζεται ὁ ἥλιος, ἂς πέφτουν τ᾽ ἀστέρια, ἂς πολεμοῦν τὰ ἔθνη, ἂς γίνεται ὁ κόσμος ἄνω κάτω· ἐμεῖς θὰ ἔχουμε μέσα μας τὴν εἰρήνη, καὶ θὰ εἴμαστε εὐτυχισμένοι.
Τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἐσωτερική, τὴ μυστική, τὴ βαθειά, τὴν θεία, κανένας ἄνθρωπος καὶ κανένα πρᾶγμα δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ τὴν ἀφαιρέσῃ ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ πιστοῦ.
Αὐτός, μέσα σ᾽ ἕνα κόσμο ταραγμένο καὶ ἀνήσυχο, θὰ μπορῇ τὴ νύχτα τῶν Χριστουγέννων νὰ ψάλλῃ μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ, καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (Ἄρθρο ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός» (Μεσολόγγι, φ. 230-231/1939, σ. 138) καὶ ἀναδημοσιεύθηκε στὸ βιβλίο Χριστούγεννα (Ἀθῆναι 1995 2 , σσ. 319-325). Μεταγλώττισις στὴν ὁμιλουμένη σήμερα καὶ ἐλάχιστη ἐπέκτασις 21-11-2016.)
Ὁ προφήτης Ἡσαΐας 800 χρόνια πρό Χριστοῦ καταυγάσθηκε ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί προφήτευσε τήν σάρκωση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ μέ τόση ἐνάργεια,
Καὶ προσέθετο Κύριος λαλῆσαι τῷ῎Αχαζ λέγων· αἴτησαι σεαυτῷ σημεῖον παρὰ Κυρίου Θεοῦ σου εἰς βάθος ἢ εἰς ὕψος. καὶ εἶπεν ῎Αχαζ· οὐ μὴ αἰτήσω οὐδ᾿ οὐ μὴ πειράσω Κύριον. καὶ εἶπεν· ἀκούσατε δή, οἶκος Δαυίδ· μὴ μικρὸν ὑμῖν ἀγῶνα παρέχειν ἀνθρώποις;
Γιος εύπορου αξιωματούχου της Αμιροπόλεως της Αιγύπτου, ο άγιος Νήφων εστάλη σε ηλικία οκτώ ετών στην Κωνσταντινούπολη για να σπουδάσει. Πράος, ευλαβής, με ζήλο για την μελέτη και τα του Θεού, αφέθηκε παρ’ όλα αυτά να παρασυρθεί από κακές παρέες και βυθίσθηκε σε βίο φιλήδονο και έκλυτο, όπως συνήθιζαν οι νεαροί αριστοκράτες της Βασιλεύουσας. Παρά τις τύψεις της συνειδήσεως και τις επιπλήξεις των χριστιανών φίλων του, που προσπαθούσαν να τον ξαναφέρουν στον ίσιο δρόμο υπενθυμίζοντάς του την πάλαι ποτέ αρετή του, η δύναμη της συνήθειας ήταν πιο ισχυρή και ο Νήφων παρέμενε στην αμαρτία. Μια νύχτα ωστόσο, αποφάσισε να σηκωθεί και να προσευχηθεί στον Θεό, αλλά προς μεγάλη του σύγχυση εμφανίστηκε μπροστά του ένα μαύρο σύννεφο που τού έκλεινε τον ορίζοντα. Μη μπορώντας πλέον να κοιμηθεί, μόλις χάραξε, πήγε σε μια εκκλησία και πλήρης συντριβής δεήθηκε μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου, η οποία φάνηκε να κοιτάζει τον νέο με στοργή και έδωσε στην καρδιά του την διαβεβαίωση ότι δεν είχαν χαθεί όλα και ότι ήταν δυνατή η μετάνοια. Από τότε, κάθε φορά που έπεφτε στην αμαρτία, έτρεχε με εμπιστοσύνη στην εκκλησία, εξομολογούταν το αμάρτημά του μπροστά στην εικόνα, η οποία στην αρχή φαινόταν αυστηρή, αλλά μετά έδειχνε να τού χαμογελάει, και έφευγε γεμάτος ελπίδα. Όσο πιο συχνά πήγαινε στην εκκλησία, τόσο περισσότερο επέμενε στον ανελέητο αγώνα ενάντια στα πάθη του που τού είχαν γίνει δεύτερη φύση, με την νηστεία, την αγρυπνία, την αδιάκοπη αυτομεμψία. Στις πονηρές μηχανεύσεις των δαιμόνων απαντούσε με περιφρόνηση επικαλούμενος το Όνομα του Χριστού. Όταν οι επιθέσεις των δαιμόνων γίνονταν πιο επίμονες, έδερνε με ραβδί το σώμα του, ώστε να μην λησμονεί τις πολύ χειρότερες τιμωρίες που τον περίμεναν στην κόλαση. Στα τεχνάσματα των δαιμόνων αντιπαρέθετε τα δικά του. Έτσι, έτρωγε κάποιες φορές μέχρι κορεσμού, αλλά αμέσως σηκωνόταν νωρίτερα απ’ ό,τι τις άλλες ημέρες για να προσευχηθεί, χλευάζοντας τους δαίμονες και δείχνοντάς τους ότι δεν ήταν πλέον δούλος τους ούτε δούλος κάποιου κανόνα, αλλά ελεύθερος και μαθητής του Χριστού και τίποτε δεν μπορούσε να τον εμποδίσει να προσεύχεται στον Θεό.
Σε μια από τις ολονύκτιες δεήσεις του, το Άγιο Πνεύμα τού φανέρωσε ποια όπλα έπρεπε να προσθέσει στην αποκοπή του σαρκικού φρονήματος, για να μπορεί με ασφάλεια να αγωνίζεται: ταπείνωση, ελεημοσύνη, αυτομεμψία και αποφυγή της κατακρίσεως… Μια ημέρα παρουσιάσθηκε Άγγελος Κυρίου και, σε αναγνώριση των άθλων του, τού έδωσε μια νέα καρδιά, την «συντετριμμένη και τεταπεινωμένη καρδία» για την οποία μιλά ο ψαλμωδός (Ψαλμ. 50,19). Έκτοτε, ο Νήφων μπόρεσε να προχωρήσει απρόσκοπτα προς τον ουρανό, θεωρώντας τον εαυτό του τον μεγαλύτερο των αμαρτωλών. Αδιάκοπα επαναλάμβανε: «Αλοίμονό μου, τον αμαρτωλό!» και όταν πήγαινε με σκυφτό το κεφάλι σε μια εκκλησία της πόλεως, οι μαύροι δαίμονες που προσπαθούσαν να τού φράξουν τον δρόμο έπεφταν καταγής όταν πλησίαζε. Θεωρούσε ότι ήταν ελαχιστότερος και από την σκόνη που οι αδελφοί τινάζουν από τα πόδια τους μπαίνοντας στο ναό· και όταν κάποιος γονάτιζε μπροστά του ζητώντας την ευλογία του, οι λογισμοί του κατέρχονταν μέχρι τα βάθη της κολάσεως. «Βάλε τον εαυτό σου κάτω από τους άλλους», έλεγε, «και θα ζεις με τον Χριστό». Όταν έδινε ελεημοσύνη σε κάποιον πτωχό, επαναλάμβανε τα λόγια της θείας Λειτουργίας: «Τα Σα εκ των Σων, Σοι προσφέρωμεν κατά πάντα και δια πάντα», αποδίδοντας στον Θεό κάθε ενάρετη πράξη του. Γιατί όλοι του οι αγώνες και οι προσευχές δεν ήσαν παρά η «προσκομιδή», η εκούσια προσφορά της συνειδήσεώς του και όλου του είναι του, με την ελπίδα ότι ο Θεός θα τον δεχθεί όπως έγινε δεκτός ο μετανοημένος άσωτος υιός από τον πατέρα του (βλ. Λουκ. 15,11 κ.ε.). Και πράγματι ο Θεός δεν έμεινε αναίσθητος. Μια ημέρα εκεί που θρηνούσε για τις αμαρτίες του, ο Νήφων περιβλήθηκε ξαφνικά από ουράνιο φως, δυο πελώρια χέρια ήλθαν από οτον ουρανό για να τον εναγκαλισθούν και άκουσε την φωνή του Θεού να επαναλαμβάνει τα λόγια του πατέρα του ασώτου: «ενέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν, θύσατε, και φαγόντες ευφρανθώμεν, ότι ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη» (Λουκ. 15,23-24). Άγγελος Κυρίου ήλθε τότε και περιέλουσε τον άγιο, του οποίο το πρόσωπο ήταν κάθυγρο από ακτινοβολούντα δάκρυα, με άρωμα ανείπωτης ευωδίας. Είχε αποκτήσει την χάρη της μετανοίας.
Ήταν ήδη επαρκώς έμπειρος, και ο Θεός έκρινε ότι ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει την «μεγάλη δοκιμασία», οπότε επέτρεψε στον διάβολο να επιτεθεί στον άγιο με τα πιο φοβερά του όπλα. Μετά την εμφάνιση του διαβόλου, επί τέσερα χρόνια, η ψυχή του αγίου ήταν βαθιά αναστατωμένη: ο νους του καλύφθηκε από βαθύ γνόφο, σε βαθμό που τού ήταν δύσκολο να συγκεντρωθεί στην προσευχή· το σώμα του και όλες οι δυνάμεις του είχαν παραλύσει από την ακηδία, και ο δαίμων ακατάπαυστα τον παρακινούσε να αρνηθεί την ύπαρξη του Θεού. Γαντζωμένος στην άγκυρα της πίστεως, και αποφασισμένος να επιμείνει μέχρι θανάτου, ακόμη κι αν υπέπιπτε στα πιο βαριά αμαρτήματα, ο άγιος προσευχόταν πρωί βράδυ, με δυσκολία συγκέντρωνε τις δυνάμεις του για να κάνει το σημείο του Σταυρού, και απαντούσε στον δαίμονα λέγοντας απλά: «Ναι, ο Θεός υπάρχει!'». Έφθασε μέχρι τα όρια της απελπισίας και τέλος λυτρώθηκε μέσω ενός λαμπρού οράματος του προσώπου του Χριστού, που έδιωξε δια παντός τον διάβολο, και θριαμβευτής στον αγώνα ο Νήφων ευχαριστούσε τον Θεό με τα λόγια της Υπεραγίας Θεοτόκου: «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον, και ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω Θεώ τω σωτήρι μου…» (Λουκ. 1,47). Λίγο αργότερα ο άγιος αξιώθηκε να λάβει παρά Θεού το χάρισμα της απαθείας, κορωνίδα και επιστέγασμα των αγώνων της αρετής, και να δει σε όραμα τον θρόνο του Θεού στην κορυφή πύρινου στύλου που αναδυόταν από τα νερά της θάλασσας.
Έκτοτε, λαμβάνοντας Χάριν επί χάριτος, ο άγιος Νήφων έζησε ως άγγελος επί γης. Η Χάρις του Θεού μεταμόρφωνε την σάρκα και τις αισθήσεις του, τόσο που όταν προσευχόταν ανυψωνόταν από το έδαφος και το πρόσωπό του ακτινοβολούσε απαστράπτον φως. Για τους κατοίκους της Κωνσταντινουπόλεως ήταν κάτι σαν νέος προφήτης· μάρτυς μεγαλειωδών οραμάτων και φοβερών αποκαλύψεων για την Ημέρα της Κρίσεως και την εξέταση στην οποία θα υποβληθούν οι ψυχές μετά τον θάνατο. Στους πολλούς επισκέπτες του δίδασκε την ουράνια διδαχή του, επιτιμούσε τους διαβόητους αμαρτωλούς και προσευχόταν με ζήλο για την μεταστροφή των Εβραίων και των εθνικών, ενώ δεόταν ιδιαιτέρως για τους ψυχορραγούντες. Οι τιμές και οι δόξα των ανθρώπων τού ήταν πιο απεχθείς και από την αμαρτία και πιο φοβερές και από τους πιο φρικτούς δαίμονες· για τον λόγο αυτό, μετά ένα ενύπνιο που τού ανήγγειλε ότι σύντομα θα χειροτονούνταν επίσκοπος, αποφάσισε να φύγει από την Κωνσταντινούπολη και να πάει στην Αλεξάνδρεια. Όπως όμως και ο προφήτης Ιωνάς, έτσι και ο Νήφων εφάρμοσε την βούληση του Θεού στην προσπάθειά του να την αποφύγει. Μόλις έφθασε στην Αλεξάνδρεια, αναγνωρίσθηκε αμέσως από τον αρχιεπίσκοπο άγιος Αλέξανδρο (313-326), που είχε δει σχετικό όραμα, και αφού ανήλθε διαδοχικά όλους τους βαθμούς της ιεραρχίας, διορίσθηκε επίσκοπος της Εκκλησίας της Κωνσταντιανής. Την ημέρα της χειροτονίας του σε επίσκοπο, ο άγιος Αθανάσιος ο Μέγας, διάκονος τότε, είδε τον άγιο Νήφωνα ενδεδυμένο φως και περιστοιχισμένο από πλήθος Αγγέλων. Τρεις ημέρες αργότερα έφθασε στην επισκοπική έδρα με την συνοδεία του και έγινε δεκτός με αγαλλίαση από το ποίμνιό του, που καυχόταν ότι απέκτησε τέτοιο ποιμενάρχη. Κατόπιν, απεδείχθη ισάξιος των πλέον οσίων ιεραρχών: κήρυττε ακατάπαυστα τον λόγο του Θεού, παρότρυνε «ευκαίρως ακαίρως» (Β΄ Τιμ. 4,2) με ακατάλυτη υπομονή και μέριμνα να σωθεί και η παραμικρότερη από τις ψυχές που τού εμπιστεύθηκαν. Όταν δεν βρισκόταν στην εκκλησία, πήγαινε να παρηγορήσει τις χήρες και τα ορφανά ή αποσυρόταν στην ησυχία για να συντάξει πνευματικές διδαχές και σχόλια στην Αγία Γραφή· είτε κατ’ ιδίαν, όμως, είτε δημοσίως, ποτέ δεν διέκοπτε την κρυφή και σιωπηλή του συνομιλία με τον αληθινό Ποιμένα, τον Χριστό.
Τρεις ημέρες πριν την εκδημία του, παρουσιάσθηκε στον όσιο Νήφωνα ο Αρχάγγελος Μιχαήλ για να τού αναγγείλει την ημέρα της μετάστασής του στους ουρανούς και να τού υποσχεθεί ότι πολύ σύντομα θα συμμετείχε στην δόξα των Αγγέλων. Ο άγιος Αθανάσιος, ο οποίος στο μεταξύ είχε γίνει πατριάρχης Αλεξανδρείας, ειδοποιήθηκε επίσης σε όραμα και έφθασε δίχως καθυστέρηση στο προσκέφαλο του οσίου ιεράρχη. Μετά μια τελευταία συνομιλία, γεμάτοι συγκίνηση αποχαιρετήθηκαν: ο Αθανάσιος ζήτησε από τον Νήφωνα να τον θυμηθεί ενώπιον του θρόνου του Θεού και ο Νήφων είπε στον αρχιερέα να μην παραλείψει να τον μνημονεύει κατά την θεία Λειτουργία. Κατόπιν, μετά μια τελευταία δέηση υπέρ σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου, με πρόσωπο που ακτινοβολούσε παρά τον πυρετό, ο άγιος Νήφων είδε τον Χριστό να έρχεται προς το μέρος του, περιστοιχισμένος από τους Αποστόλους, του Μάρτυρες και τους Προφήτες, λέγοντας: «Ελθέ προς με, ο ενδυσάμενος την εμήν ταπείνωσιν!». Αμέσως μετά εκοιμήθη.
Αποσπάσματα του βίου του Αγίου προς ψυχική ωφέλεια
Η σημασία της μετανοίας
«Συνήθιζα να τον επισκέπτομαι συχνά. Μία μέρα λοιπόν, όταν πήγα, τον βρήκα να διαβάζει. Χάρηκε, όπως πάντα, που με είδε. Σηκώθηκε, με ασπάσθηκε κι έκανε να ξαναπιάσει το βιβλίο. Εγώ όμως είχα πάει εκεί για να ακούσω λόγο ψυχωφελή απ’ το στόμα του. Γι’ αυτό τον παρακάλεσα να διακόψει τη μελέτη του και να μου μιλήσει για τη μετάνοια. Χωρίς να πολυσκεφτεί, μου λέει:
› Πίστεψέ με, αδελφέ, ότι ο αγαθός Θεός μας δεν θα κρίνει το χριστιανό επειδή αμάρτησε.
Ξαφνιάστηκα. Μ’ όλο μου το σεβασμό απέναντί του, τόλμησα να αντιδράσω.
› Δηλαδή, καταπώς λες, οι αμαρτωλοί δεν θα κριθούν; Μ’ άλλα λόγια, δεν υπάρχει κρίση;
Χαμογέλασε αινιγματικά.
› Υπάρχει και παραϋπάρχει!
› Τότε ποιος θα κριθεί;
› Άκου, παιδί μου, να σου το εξηγήσω: Δεν κρίνει ο Θεός το χριστιανό γιατί αμαρτάνει, αλλά γιατί δεν μετανοεί. Το ν’ αμαρτάνει κανείς και να μετανοεί, είναι ανθρώπινο. Το να μη μετανοεί, όμως, είναι γνώρισμα του διαβόλου και των δαιμόνων του. Γι’ αυτό λοιπόν, παιδί μου, θα κριθούμε: Γιατί δεν ζούμε συνεχώς μέσα στη μετάνοια.
Και παίρνοντας αφορμή από την συζήτησή μας εκείνη, μου διηγήθηκε με πολλή ενέργεια ένα θαυμάσιο γεγονός, που, ακούγοντάς το και μόνο, τα χάνει κανείς με την άφατη φιλανθρωπία του Κυρίου.
Λίγο καιρό αφότου η χάρη του Θεού τον είχε οδηγήσει για πρώτη φορά στη μετάνοια, βρισκόταν, λέει, σε μία περιοχή, που λέγεται «του Αρίσταρχου», και αναλογιζόταν τις αμαρτίες του. Ξαφνικά, από μία εσωτερική παρόρμηση, λέει στον εαυτό του:
› Σήκω, αμαρτωλέ Νήφων, και πήγαινε στην εκκλησία, να εξομολογηθείς τις αμαρτίες σου στο Θεό. Δεν ξέρεις αν θα ζεις αύριο. Βιάσου, λοιπόν! Κουράστηκε να σε προσμένει εκεί ο πολυεύσπλαχνος Θεός, καρτερώντας τη μετάνοιά σου.
Δεν κατάλαβε για πότε έφτασε στο ναό. Λες κι είχαν φτερά τα πόδια του. Στάθηκε στα πρόθυρα. Στράφηκε στ’ ανατολικά, σήκωσε τα χέρια του ψηλά κι έκραξε με στεναγμούς:
› Δέξου, Πατέρα, τον νεκρό, πού ‘χασε την ψυχή του. Δέξου το καταγώγιο των αμαρτιών, τον βλάσφημο και τον πονηρό, τον αδιάντροπο και τον αισχρό, τον μολυσμένο και στο σώμα και στην ψυχή. Δέξου με, τον βυθισμένο σ’ όλες τις δαιμονικές κακίες. Ελέησέ με, τον μοιχό, τον πόρνο και τον παιδοφθόρο, τον κλέφτη και τον παραβάτη, της αμαρτίας το σίχαμα. Ελέησέ με, του ελέους η πλούσια κι αστείρευτη πηγή.
Μην αποστρέψεις από μένα το πρόσωπό Σου τ’ αγαθό. Μην πείς, Δέσποτα: «Ποιός είσαι τάχα; Δεν σε ξέρω»! Μην πείς: «Που ήσουνα ως τώρα»; Μη με περιφρονήσεις, τον καπνό, το χώμα, τη σαπίλα, τη ντροπή, το σίχαμα, την ανομία, το σκουπίδι, των πονηρών το λάφυρο και των θνητών το σκάνδαλο. Μη μ’ αποστέρξεις, Δέσποτα. Έλεος δείξε, σώσε με! Το ξέρω δα, φιλάνθρωπε, ότι δεν θέλεις το χαμό του αμαρτωλού, μα την επιστροφή και την σωτηρία του. Δεν θα Σ’ αφήσω, αν δεν με ελεήσεις! Δεν θα Σ’ αφήσω, αν δεν με βοηθήσεις!…
Δεν είπε μόνο αυτά, μα και πολλά άλλα, με την ψυχή φαρμακωμένη…
Ξάφνου, μία βροντή ακούστηκε απ’ τον ουρανό, κι ένα φως, ακτινωτό και φοβερό, έλαμψε. Κι εκείνο το φως έγινε σαν αγκαλιά, που έκλεισε μέσα της τον όσιο και τον ασπάσθηκε τρυφερά! Συνάμα μιά γλυκειά, ουράνια φωνή ακούστηκε να λέει:
› Καλώς όρισε ο γιός μου! Καλώς το, το παιδί μου, το πικραμένο μου! Ξαναζωντάνεψε το παλικάρι μου. Ξαναβρέθηκε το χαμένο μου. Πως αναστέναζα, γιέ μου, για σένα! Πως καιγόταν η καρδιά μου κι αδημονούσε και έλεγε: «Να, ώρα την ώρα θα γυρίσει. Κι αν όχι το πρωί, σίγουρα όμως ως το βράδυ…».
Πως μ’ έλιωνε η έγνοια σου!…Χαρά σ’ εμένα τώρα, που φωτίστηκαν τα μάτια σου, ξανάνιωσε η ψυχή σου, και από μόνος σου πιά θα μ’ ομολογείς χωρίς δισταγμό!
Με τα λόγια αυτά τον ασπάσθηκε πάλι και χάθηκε στον ουρανό. Κι ο δίκαιος, απ’ τη γλυκύτητα του ασπασμού, έπεσε σαν σε έκσταση. Μόλις συνήλθε λίγο, άλλο τίποτε δεν μπόρεσε να κάνει ή να πει, παρά μόνο να ψελλίσει:
› Δόξα Σοι, ο Θεός! Δόξα Σοι!
Και πάλι:
› Δόξα Σοι, ο Θεός!…
Το έλεγε και το ξανάλεγε ακατάπαυστα, με την καρδιά πλημμυρισμένη από θεϊκή ευωδία και το στόμα ξέχειλο από μέλι πνευματικό. Ώρα πολλή προσευχόταν μετά από εκείνο τον ανέκφραστο ασπασμό. Ύστερα κίνησε για το κελλί του σαν χαμένος απ’ την έκσταση, που του προκάλεσε η θεϊκή επίσκεψη. Από τότε, καθώς έλεγε, με πολλή ευκολία και προθυμία βάδιζε στο δρόμο του Θεού.
Αυτό το παράδοξο και σχεδόν απίστευτο θαύμα το άκουσα – μάρτυράς μου ο Θεός! – από το ίδιο το στόμα του οσίου! Μου το διηγήθηκε με δάκρυα και δέος, αλλά και χαρά πνευματική. Γιατί συνήθιζα να του ζητάω επίμονα να μου διηγείται διάφορα περιστατικά από τη ζωή του. Κι επειδή με αγαπούσε πολύ, ποτέ δεν μου έκρυβε τίποτα.
Σαν έφτασε λοιπόν στο κελλί του, το ίδιο εκείνο βράδυ, πυρπολημένος από θείο πόθο, άρχισε πάλι να προσεύχεται:
› Θεέ μου, Θεέ μου, Συ που τον ουρανό «εξέτεινας ως δέρριν» και που τον καταστόλισες με τ’ άστρα, με τα σύννεφα, τον ήλιο, τη σελήνη, κι εμένα καταστόλισε με κάθε αρετή αντί για αστέρια. Το νού μου φώτισε με τ’ Άγιο Σου Πνεύμα, αντί για ήλιο. Το είναι μου πλημμύρισε με τη σοφία Σου, αντί για σελήνη. Με την πραότητα, την οσιότητα και τη δικαιοσύνη αντί για νέφη τύλιξέ με. Περίζωσε τη μέση μου με την αλήθειά Σου. Τα πόδια μου ετοίμασε για το χαρμόσυνο άγγελμα της ειρήνης σου.
Θεέ μου, Θεέ μου, Συ που ξεχύνεις πλούσιο στην πλάση τον αέρα για ν’ αναπνέουν οι άνθρωποι και να ζωογονούνται, ξέχυσε πλούσια μέσα μου τη χάρη και τη δωρεά του Αγίου και ζωοποιού Σου Πνεύματος. Κάνε με ολόκληρο θεόμορφο, ολόφωτο και καθαρό, σεμνό και πράο, γεμάτο χάρη και αλήθεια, γεμάτο γνώση και σοφία πνευματική.
Με τα τελευταία τούτα λόγια, έλαμψε και πάλι φως ουράνιο. Την ίδια στιγμή του παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου, κρατώντας ένα δοχείο γεμάτο μύρο. Όλο εκείνο το μύρο του το άδειασε στο κεφάλι. Από εκεί κύλησε και μούσκεψε όλο του το σώμα. Ο τόπος πλημμύρισε ευωδία…
Τα ρούχα του μοσχομύριζαν αρκετές μέρες, πράγμα που έκανε τους άλλους ν’ απορούν. Μερικοί ξεθάρρεψαν και τον ρώτησαν:
› Από τι είναι αυτή η ευωδία;
Μα εκείνος απαντούσε:
› Εγώ είμαι από τα γεννοφάσκια μου βουτηγμένος στις αμαρτίες. Αυτό το γνωρίζω καλά. Όσο για την ευωδία, δεν ξέρω από τι είναι…
Κάποια μέρα δίνοντας μου συμβουλές μου είπε μεταξύ άλλων:
› Πρόσεχε πολύ, όταν βρίσκεσαι στην εκκλησία με τους άλλους χριστιανούς. Να μη γελάς, να μη μιλάς, να μη σχολιάζεις τους άλλους και να μην ψάλλεις κενόδοξα, κομψεύοντας τη φωνή σου από ανθρωπαρέσκεια.
› Μα είναι άραγε αμαρτία, να κάνει, κανείς όσα είπες; τον ρώτησα επίτηδες, για να τον αναγκάσω να μου πει περισσότερα.
› Άκουσε, παιδί μου. Πάνω απ’ τους ανθρώπους, που στέκονται στην εκκλησία, βρίσκονται πολύ περισσότεροι άγγελοι και ψάλλουν αόρατα μαζί τους. Αν όμως κάποιος από το εκκλησίασμα αρχίζει να χωρατεύει ή να κουτσομπολεύει ή να συζητάει για βιοτικές υποθέσεις, οι άγγελοι, που τον βλέπουν, αφήνουν την υμνωδία και πιάνουν τη θρηνωδία για την κατάντια του, λέγοντας: «Αχ, πως αιχμαλωτίστηκε έτσι η ψυχή αυτού του ανθρώπου, που στέκεται μέσα στην εκκλησία με τόση καταφρόνια, χωρίς φόβο Θεού, χωρίς ντροπή, χωρίς σεβασμό! Ο Θεός έσκυψε απ’ τα ουράνια για ν’ ακούσει προσευχή ταπεινή και λόγια παρακλητικά, κι αντί γι’ αυτά ακούει αστεία και κουτσομπολιά».
Τα λόγια του με τρόμαξαν. Από τότε, αν ποτέ μου ξέφευγε στην εκκλησία κανένας μάταιος λόγος, τα θυμόμουνα και ντρεπόμουνα τους αγγέλους του Θεού.
Ο όσιος διατηρούσε πάντα ταπεινό φρόνημα, και μ’ αυτό εξουδετέρωνε την έπαρση και την κενοδοξία. Συχνά μάλιστα παρακαλούσε το Θεό:
› Κύριε και Θεέ μου, Εσύ που την αγία Σου Μητέρα ανέδειξες πιο σεβαστή απ’ τις ουράνιες Δυνάμεις, συγχώρεσε τις αμαρτίες μου με τις ευχές αυτής της πολυέραστης Παρθένου, και διώξε μακριά μου κάθε ρύπο – πορνεία και μοιχεία και καταλαλιά, φθόνο και ζήλεια και οργή, πικρία και ακηδία, περηφάνεια και κενοδοξία, φυλαργυρία και ασπλαχνία, φιλονικία, διαμάχη και έχθρα, πύρωση σάρκας, πώρωση ψυχής, γαστριμαργία, μέθη, πονηρή επιθυμία και, τέλος, την επιορκία και των ανθρώπων την πικρότατη και άδοξη δόξα.
Ναί, Θεέ μου, διώξε τα όλα τούτα μακριά μου και κάνε τους ανθρώπους να με περιφρονούν και να μ’ αποφεύγουν σα σίχαμα. Να μη βρεθεί στη γη, φιλάνθρωπε, μητ’ ένας που θα πει πως είμαι άγιος, για να μη καταδικαστώ, Κύριέ μου, εξαιτίας του. Λύτρωσέ με από τηδόξα των ανθρώπων, φιλάνθρωπε! Λευτέρωσέ με από την ανθρωπαρέσκεια, εύσπλαχνε!
Τέτοιες προσευχές έκανε, και περνούσε τη ζωή του με πολλή ταπείνωση. Μία μέρα είχε επισκέπτες – ήμουνα και εγώ εκεί – και τους μιλούσε για την κενοδοξία και την ταπείνωση. Μετά την αναχώρηση των ξένων λοιπόν τον ρωτάω:
› Για ποιό λόγο, πάτερ μου, στυλώνεις το βλέμμα σου στη γη, όταν κάποιος σου βάζει μετάνοια;
Και εκείνος μου αποκρίνεται:
› Συγχώρεσέ με, αδελφέ μου, αλλά όταν κάποιος μου βάζει μετάνοια, την ίδια στιγμή εγώ κατεβαίνω με το νού μου στον άδη, και κάθομαι εκεί μέχρι που να σηκωθεί ο άλλος. Και όταν εκείνος σηκωθεί, τότε μονάχα σηκώνομαι κι εγώ και τον κατευοδώνω. Ειμ’ άξιος εγώ, ένας βρωμερός σκύλος, ένα συντρίμμι σώματος και ψυχής, να πέφτουνε στα πόδια μου τα τέκνα του Θεού;
Με τόσο θαυμασμό άκουσα την απόκρισή του, που μου ξέφυγε ένας αναστεναγμός κι ένα αυθόρμητο «Κύριε, ελέησον!» .
› Γιατί θαυμάζεις; μου είπε. Καλύτερα να ζηλέψεις και να κάνεις κι εσύ το ίδιο.
› Μα εγώ δεν ξέρω πως να κατεβαίνω στον άδη.
› Αν δεν μπορείς να κατέβεις στον άδη, τότε μπές νοερά κάτω απ’ τα πόδια του αδελφού. Αν κι αυτό δεν μπορείς να το κάνεις, λέγε τουλάχιστον:
«Εγώ είμαι ο αμαρτωλότερος απ’ όλους τους ανθρώπους».
Αν ούτε κι αυτό μπορείς, τότε καταδίκαζε και εξευτέλιζε τον εαυτό σου. Αν και τούτο σου φαίνεται βαρύ, σκύβε το κεφάλι σου στη γη και λέγε:
«Γη ειμι και εις γην απελεύσομαι».
Το βρίσκεις δύσκολο ακόμα και αυτό; Λέγε λοιπόν ακατάπαυστα τον θείο λόγο:
«Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ και σώσον με».
Γιατί ο κόσμος μισεί τους δικαίους
Πες μου, πάτερ, σε παρακαλώ κάτι: Για ποιό λόγο οι περισσότεροι άνθρωποι μισούν τους δικαίους; Γιατί τους περιφρονούν; Γιατί σκανδαλίζονται μαζί τους; Αντίθετα, λίγοι ειναι εκείνοι που τους τιμούν…
› Πολύ συμφέρει τους δικαίους, παιδί μου, η περιφρόνηση των ανθρώπων. Τους ταιριάζει, θα ‘λεγα,όπως ταιριάζουν στον ουρανό τ’ αστέρια. Είδα μάλιστα ενάρετο, που κέρδισε πενήντα στεφάνια σε μία μέρα από τις κακολογίες των άλλων.
› Και με ποιόν τρόπο τα κέρδισε; ρώτησα απορήμενος.
› Άκουσε: Ο άνθρωπος αυτός έμενε στα Βούκολα. Ήταν επιφανής και αξιοσέβαστος. Έκανε πολλά καλά έργα στους συνανθρώπους του και όλους τους αγαπούσε σαν αγγέλους του Θεού. Εκείνοι, ωστόσο, πλανέθηκαν από τον πονηρό και άρχισαν να αντιπαθούν τον ευεργέτη τους σα να ήταν κακούργος. Άλλοι έλεγαν πως είναι δολερός, άλλοι ακόλαστος, άλλοι κλέφτης και άλλοι αιρετικός! Έχει, βλέπεις, τη συνήθεια ο διάβολος να διασύρει τους αγίους με το στόμα των αμαρτώλων ανθρώπων. Ο άνθρωπος όμως για τον οποίο σου μιλάω, ακούγοντας τις συκοφαντίες αυτές, χαιρόταν ειλικρινά και ευχαριστούσε το Θεό.
«Κύριε», έλεγε, «δείξε το έλεος Σου σ’ όσους με μισούν, με συκοφαντούν, με διασύρουν. Κανένας απ’ τους αδελφούς να μην πάθει κακό για μένα τον αμαρτωλό, ούτε στην παρούσα ζωή ούτε στην άλλη. Σύντριψε όμως και αφάνησε τους πονηρούς δαίμονες, που τους ξεσηκώνουν εναντίον μου. Σε παρακαλώ, Θεέ μου, όπως δεν αποστράφηκες εμένα τον βέβηλο, όσες φορές αμάρτησα και πρόστρεξα στην ευσπλαχνία Σου ζητώντας συγχώρηση, έτσι να μην αποστραφείς τώρα κι αυτούς, που κατηγορούν τον αχρείο δούλο Σου. Αντίθετα, αγιάσέ τους με το έλεός Σου και σκέπασέ τους με την αγαθότητα Σου».
Έτσι προσευχόταν, αγαπητέ, ο δίκαιος εκείνος, γι’ αυτούς που τον μισούσαν και τον κακολογούσαν! Και κοίταξε τι θαυμαστό γινόταν: Όσες φορές τη μέρα βίαζε τον εαυτό του και προσευχόταν για τους εχθρούς του, τόσες φορές κατέβαινε άγγελος Κυρίου και τοποθετούσε στο κεφάλι του ουράνιο διαμαντοστόλιστο στεφάνι. Αυτό, βέβαια, δεν το καταλάβαινε ο ίδιος, γιατί ο Θεός τον στεφάνωνε αόρατα… Γι’ αυτό λοιπόν, παιδί μου, επιτρέπει πολλές φορές ο αγαθός Θεός να κακολογούνται και να εξουθενώνονται οι ενάρετοι, για ν’ αυξήσουν έτσι τα στέφανια τους και τα βραβεία τους και τους ουράνιους μισθούς τους.
› Ωστόσο, όπως είπα και πριν, πάτερ, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί οι δίκαιοι σ’ άλλους ανθρώπους αρέσουν και σ’ άλλους όχι.
› Πρόσεξε, παιδί μου, και θα σου το εξηγήσω με μερικά παραδείγματα: Δεν βλέπεις που ο Θεός στέλνει βροχή, και δεν αρέσει σε όλους; Όπως συνήθως, άλλοι λένε το ένα και άλλοι το άλλο. Ο ένας λέει: «Δόξα σοι ο Θεός! Θα ποτιστεί η γη!». Ο άλλος, αντίθετα: «Κακό που μας βρήκε! Πάει η σοδειά!». Άν πάλι ο Θεός στείλει βαρύ χειμώνα, οι φτωχοί, τρέμοντας από την παγωνιά, λένε με παράπονο: «Αχ, γιατί να κάνει ο Θεός τόσο κρύο;». Οι πλούσιοι, απεναντίας, τότε ακριβώς απολαμβάνουν περισσότερο τη θαλπωρή, γιατί έχουν όλα όσα χρειάζονται – και θέρμανση και χοντρά ρούχα και κρασί και ζεστό ψωμί και κρέατα και καθετί που αναπαύει το σώμα. Τέλος πάντων, φεύγει ο χειμώνας, έρχεται η άνοιξη και ακολουθεί το καλοκαίρι με την πολλή του ζέστη. Τότε λένε μερικοί: «Ο χειμώνας είναι πολύ καλύτερος. Ούτε μύγες έχει ούτε ψύλλους ούτε κοριούς». Και, κοντολογής, άλλοι προτιμούν το χειμώνα σαν υγιεινότερο, άλλοι την άνοιξη σαν γλυκύτερη, άλλοι το καλοκαίρι σαν θερμότερο… Αλλά γιατί στα λέω όλα αυτά; Φτάνει μόνο να σκεφτείς, ότι ο Χριστός, ο Κύριος και Θεός μας, έγινε άνθρωπος, συναναστράφηκε με τους αχάριστους Εβραίους και τους ευργέτησε με μύρια καλά – δαιμόνια έδιωξε, λεπρούς καθάρισε, τυφλούς φώτισε, κουτσούς στήριξε, παράλυτους σήκωσε, νεκρούς ανέστησε, τελώνες διόρθωσε, πόρνες συνέτισε, με λίγα ψωμιά πλήθη χόρτασε και τόσα άλλα έκανε, για τα οποία φθαρτός άνθρωπος δεν μπορεί να μιλήσει. Και για όλα τούτα ποια ήταν η ανταμοιβή του Κυρίου μας; Ο φθόνος, η συκοφαντία, οι εξευτελισμοί, τα ραπίσματα, η μαστίγωση, τα φτυσίματα και στο τέλος η σταύρωση! Αν λοιπόν ο Πλάστης μας δεν άρεσε σε όλους τους ανθρώπους, πως θα αρέσει ο δίκαιος στους συνάνθρώπος του; Ξέρεις, παιδί μου, ο ενάρετος Άβελ έζησε τότε που ελάχιστοι άνθρωποι υπήρχαν πάνω στη γη. Και παρόλο που δεν έκανε το παραμικρό κακό στον αδελφό του Κάϊν, αυτός, σκοτισμένος από τον πονηρό, τον φθόνησε και τον σκότωσε. Σκέψου λοιπόν, αν τότε, που υπήρχαν μόνο δύο αδέλφια στη γη, ο δίκαιος Άβελ δεν μπόρεσε να ξεφύγει απ’ τον ανθρώπινο φθόνο, θα μπόρεσει κανείς σήμερα, ζώντας ανάμεσα σε τόσο κόσμο; Αδύνατον! Είναι γραμμένο άλλωστε: «Τέκνον, ει προσέρχη δουλεύειν Κυρίω Θεώ, ετοίμασεν την ψυχήν σου εις πειρασμόν».
Το όραμα του Αγίου για τη Δευτέρα Παρουσία και τη Μέλλουσα Κρίση
Μιά βραδιά, ὁ Ἅγιος Νήφων, ἀφοῦ τελείωσε τὴν καθιερωμένη νυχτερινή του προσευχή, ξάπλωσε νά κοιμηθῆ πάνω στίς πέτρες, ὅπως πάντα. Ἦταν μεσάνυχτα καὶ ἀγρυπνοῦσε ἀκόμη κοιτάζοντας τὸ φεγγάρι καὶ τὰ ἀστέρια στόν οὐρανό. Μόνος καθὼς ἦταν, ἀναλογίστηκε τὶς ἁμαρτίες του καὶ θρηνοῦσε γοερά, γιατὶ ἔφερνε στόν νοῦ του τήν φοβερή ὥρᾳ τῆς Κρίσεως.
Ἔξαφνα βλέπει ν’ ἀποτραβιέται τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ σὰν σεντόνι. Καὶ παρουσιάζεται ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς σὲ πελώριες διαστάσεις. Στεκόταν στούς αἰθέρες περικυκλωμένος ἀπ’ ὅλες τὶς οὐράνιες στρατιές· ἄγγελοι, ἀρχάγγελοι, τάγματα φοβερὰ καὶ ἐξαίσια, παραταγμένα μὲ κάθε συστολή. Ὁ Κύριος ἔνευσε στόν στρατηγό τοῦ ἑνὸς τάγματος καὶ ἐκεῖνος πλησίασε λαμπρός, φοβερός, μὰ καὶ συνεσταλμένος.
› Μιχαήλ, Μιχαήλ, ἄρχοντα τῆς διαθήκης, παράλαβε μὲ τὸ τάγμα σου τὸν πυρίμορφο θρόνο τῆς δόξας μου καὶ πήγαινε στήν κοιλάδα τοῦ Ἰωσαφάτ. Ἐκεῖ θὰ τὸν ἐγκαταστήσῃς σὰν πρῶτο σημάδι τῆς παρουσίας μου. Γιατὶ πλησιάζει ἡ ὥρα πού θὰ λάβῃ καθένας κατὰ τὰ ἔργα του. Κάνε γρήγορα, ἔφτασε ἡ στιγμή. Θὰ δικάσω αὐτούς πού προσκύνησαν τὰ εἴδωλα κι ἀρνήθηκαν Ἐμένα τὸν δημιουργό τους. Αὐτούς πού λάτρεψαν τὶς πέτρες καὶ τὰ ξύλα πού τοὺς ἔδωσα γιά τὶς ἀνάγκες τους. Ὅλοι τους θὰ συντριβοῦν «ὡς σκεύη κεραμέως». Καθὼς καὶ οἱ ἐχθροί μου οἱ αἱρετικοί πού τόλμησαν νά μὲ χωρίσουν ἀπὸ τὸν Πατέρα μου. Πού τόλμησαν νά ὑποβιβάσουν σὲ κτίσμα τὸ Παράκλητον Πνεῦμα. Ἀλλοίμονό τους, ποιά κόλαση τοὺς περιμένει!
Τώρα θὰ ἐμφανισθῶ καὶ στούς Ἰουδαίους πού μὲ σταύρωσαν καὶ δέν πίστεψαν στή θεότητά μου. Μοῦ δόθηκε κάθε ἐξουσία, τιμὴ καὶ δύναμη. Εἶμαι δικαιοκρίτης. Τότε πού ἤμουνα πάνω στόν Σταυρό ἔλεγαν: «Οὐά! ὁ καταλύων τὸν ναόν...σῶσον σεαυτόν». Τώρα, «ἐμοὶ ἐκδίκησις, ἐγὼ ἀνταποδώσω». Ἐγὼ θὰ κρίνω, θὰ ἐλέγξω καὶ θὰ τιμωρήσω σκληρὰ τὸ πονηρό καὶ διεστραμμένο γένος, γιατὶ δέν μετάνοιωσε. Τοὺς ἔδωσα εὐκαιρίες νά μετανοήσουν, ἀλλά τίς περιφρόνησαν. Θὰ λάβω λοιπὸν τώρα τὴν ἐκδίκηση.
Τὸ ἴδιο θὰ κάνω καὶ στούς Σοδομίτες, ποὺ βρώμισαν τή γῆ καὶ τὸν ἀέρα μὲ τή δυσωδία τους. Τοὺς ἔκαψα τότε. Καὶ πάλι θὰ τοὺς ξανακάψω, γιατὶ μίσησαν τὴν ἡδονὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀγάπησαν τὴν ἡδονὴ τοῦ διαβόλου.
Θὰ τιμωρήσω καὶ τοὺς μοιχούς, τοὺς ἄφρονες καὶ σκοτισμένους, ποὺ μοιάζουν σὰν θηλυμανῆ ἄλογα. Δέν ἀρκέσθηκαν στή νόμιμη συζυγία τους, ἀλλὰ στράφηκαν ἀνόητα στήν ἀνηθικότητα καὶ ὁ σατανᾶς τοὺς ἔρριξε δεμένους στήν ἄβυσσο τοῦ πυρός. Δέν ἄκουσαν ὅτι «φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος»; Δέν φοβοῦνται τὸ «ἐγὼ τὸ ἐμβρίμημά μου ἀπολέσω αὐτούς»; Τοὺς κάλεσα νά μετανοιώσουν κι ὅμως δέν μετάνοιωσαν.
Θὰ καταδικάσω καὶ τοὺς κλέφτες ποὺ ἔκαναν ἕνα σωρό κακά, ἀκόμη καὶ φόνους! Καὶ ὅλους ὅσοι ἔπραξαν πλῆθος ἁμαρτιῶν. Ἐγὼ τοὺς χάρισα εὐκαιρίες γιά νά ἀλλάξουν ἀλλὰ δέν ἔδωσαν καμμία σημασία. Ποῦ εἶναι τὰ καλὰ τους ἔργα; Τοὺς ἔδειξα τὸν ἄσωτο σὰν τύπο καὶ ὑπογραμμό –καὶ πολλοὺς ἄλλους› γιά νὰ μὴν ἀποθαρρύνωνται στίς ἁμαρτίες τους. Ἀλλ’ αὐτοὶ καταφρόνησαν τὶς ἐντολές μου καὶ μὲ ἀρνήθηκαν. Ἀποστράφηκαν Ἐμένα κι ἀγάπησαν τὴν ἀσωτία. Σιχάθηκαν Ἐμένα καὶ ὑποδουλώθηκαν στήν ἁμαρτία. Ἂς πορευθοῦνε λοιπὸν στή φλόγα πού οἱ ἴδιοι ἄναψαν.
Ἀλλὰ κι ὅσους πέθαναν μνησίκακοι, θὰ τοὺς παραδώσω σὲ φοβερό κλύδωνα. Γιατὶ δέν πόθησαν τὴν εἰρήνη μου, ἀλλὰ στάθηκαν στή ζωὴ τους θυμώδεις, πικρόχολοι καὶ ὀργίλοι. Τοὺς πλεονέκτες, τοὺς τοκογλύφους κι ὅσους δουλεύουν στή φιλαργυρία –πού εἶναι δεύτερη εἰδωλολατρεία› θὰ τοὺς ἐξολοθρεύσω καὶ θὰ ξεθυμάνω πάνω τους ὅλη μου τὴν ὀργή, γιατὶ στήριξαν τὴν ἐλπίδα τους στό χρυσάφι κι Ἐμένα μὲ ἀγνόησαν σὰν νά μὴ φρόντιζα γι’ αὐτούς.
Κι ἐκείνους τοὺς ψευτοχριστιανούς, ποὺ ἰσχυρίζονταν ὅτι δέν ὑπάρχει ἀνάστασῃ νεκρῶν ἢ ὅτι γίνεται μετεμψύχωση, θὰ τοὺς λειώσω στή γέενα σὰν τὸ κερί. Τότε θὰ πεισθοῦν γιά τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Οἱ μάγοι οἱ δηλητηριαστές κι ὅσοι γενικὰ ἀσχολοῦνται μὲ τίς μαντεῖες θὰ συντριβοῦν.
Ἀλλοίμονο καὶ σ’ αὐτούς πού μεθάνε, γλεντοκοπάνε μὲ κιθάρες καὶ τύμπανα καὶ τραγουδάνε, χορεύουν, αἰσχρολογοῦν καὶ φαντάζονται πονηρά. Τοὺς κάλεσα καὶ δέν μὲ ἄκουσαν, ἀλλὰ μὲ καταγελοῦσαν. Τώρα τὸ σκουλήκι θὰ τοὺς κατατρώῃ τὴν καρδιά. Σ’ ὅλους χάρισα ἔλεος καὶ μετάνοια, μὰ κανένας δέν ἔδινε τότε προσοχή.
Θὰ βυθίσω στό σκοτάδι κι ὅσους περιφρόνησαν τὶς Ἅγιες Γραφές, πού τίς ἔγραψε τὸ Πνεῦμα μου διὰ μέσου τῶν ἁγίων.
Θὰ κρίνω ἀκόμη κι αὐτούς πού ἀσχολοῦνται μὲ προλήψεις καὶ δεισιδαιμονίες καὶ στηρίζουν τὶς ἐλπίδες τους σὲ μαχαίρια, ἀξῖνες, δρεπάνια κι ἄλλα παρόμοια. Τότε θὰ μάθουν ὅτι ἔπρεπε νά ἐλπίζουν στό Θεό κι ὄχι στά δημιουργήματά του. Θὰ ταράζωνται καὶ θ’ ἀντιλέγουν τότε, μὰ δέν θὰ ἔχουν πιὰ καμμία δύναμη, γιατὶ «ἐμοὶ ἐκδίκησις, ἐγὼ ἀνταποδώσω».
Θὰ τιμωρήσω καὶ τοὺς βασιλεῖς καὶ τοὺς ἄρχοντες πού μὲ πίκραιναν ἀδιάκοπα μὲ τίς ἀδικίες τους. Ἔκριναν ἄδικα καὶ περήφανα περιφρονῶντας τοὺς ἀνθρώπους. Κι αὐτοὶ μὲν πληρώνονταν. Ἡ δική μου ὅμως ἐξουσία δέν δέχεται δωροδοκίες. Σύμφωνα μὲ τὴν ἀδικία τους θὰ τοὺς ἀφανίσω. Τότε θὰ καταλάβουν ὅτι ἑγὼ εἶμαι ὁ φοβερός πού ἀφαιρῶ τίς ἐξουσίες τῶν ἀρχόντων. Θὰ καταλάβουν ὅτι εἶμαι φοβερώτερος ἀπ’ ὅλους τοὺς βασιλεῖς τῆς γῆς. Οὐαὶ σ’ αὐτούς! Τὶ κολάση τοὺς περιμένει! Γιατὶ ἔτριξαν τὰ δόντια τους κι ἔχυσαν ἀθῷο αἷμα, τὸ αἷμα τῶν παιδίων τους καὶ τῶν θυγατέρων τους.
Ἀλλὰ σὲ ποιάν ὀργὴ θὰ παραδώσω τοὺς μισθωτούς, πού δέν ἦταν γνήσιοι ποιμένες; πού ῥήμαξαν τὸν ἀμπελώνα μου καὶ σκόρπισαν τὰ πρόβατά μου; πού ποίμαιναν χρυσάφι κι ἀσήμι –ὄχι ψυχές› καὶ ζήτησαν τὴν ἱερωσύνη ἀπὸ συμφέρον; Πόση θὰ εἶναι ἡ τιμωρία τους; Πόσος ὁ ὀδυρμός; Θὰ ξεχύσω πάνω τους ὅλο τὸν θυμό καὶ τὴν ὀργή μου καὶ θὰ τοὺς συντρίψω. Πρόβατα καὶ βόδια φθαρτὰ φρόντισαν ν’ ἀποκτήσουν, μὰ τὰ δικά μου λογικὰ πρόβατα δέν τὰ νοιάσθηκαν. Θὰ τιμωρήσω μὲ ῥάβδο τὶς ἀνομίες τους καὶ μὲ μαστίγιο τὶς ἀδικίες τους. Ἀλλὰ καὶ τοὺς ἱερεῖς πού γελοῦν ἤ φιλονικοῦν μέσα στίς ἁγίες ἐκκλησίες μου, τὶ θὰ τοὺς κάνω; Θὰ τοὺς συμμορφώσω στό πῦρ καὶ στόν τάρταρο.
Ἦρθα κι ἔρχομαι. Ὅποιος ἔχει τή δύναμη ἂς μὲ ἀντιμετωπίση. Ἀλλὰ οὐαὶ κι ἀλλοίμονο σ’ αὐτόν που ὄντας ἁμαρτωλὸς θὰ πέση στά χέρια μου! Γιατὶ καθένας θὰ ἐμφανισθῇ ἐνώπιόν μου «γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος». Ποῦ θὰ τολμήσῃ νά φενερωθῇ τότε ἡ ἀναίδεια τῶν ἁμαρτωλῶν; Πῶς θ’ ἀντικρύσουν τὸ πρόσωπό μου; Ποῦ θὰ βάλουν τή ντροπή τους; Θὰ καταισχυνθοῦν μπροστὰ στίς ἄχραντες Δυνάμεις μου.
Θὰ κατακρίνω ὅμως κι ὅσους μοναχοὺς ἀμέλησαν τὰ καθήκοντά τους καὶ πρόδωσαν τὶς ὑποσχέσεις πού ἔδωσαν ἐνώπιον Θεοῦ, ἀγγέλλων κι ἀνθρώπων. Ἄλλα ὑποσχέθηκαν κι ἄλλα ἔπραξαν. Ἀπ’ τὸ ὕψος τῶν νεφελῶν θὰ τοὺς γκρεμίσω στήν ἄβυσσο. Δέν τοὺς ἔφτανε ἡ δική τους ἀπώλεια, ἀλλὰ προξένησαν ὀλέθριο σκάνδαλο καὶ σ’ ἄλλους. Ἦταν καλύτερα γι’ αὐτοὺς νά μὴν ἀπαρνηθοῦν τὸν κόσμο, παρά πού τὸν ἀπαρνήθηκαν κι ἔζησαν αἰσχρά, ἀνακατεμένοι μὲ τὴν ἀσωτία. «Ἐμοὶ ἐκδίκησις, ἐγὼ ἀνταποδώσω» σ’ ὅσους δέν θέλησαν νά μετανοιώσουν. Ἐγὼ θὰ τοὺς κρίνω σὰν δίκαιος Κριτής!...
Τὰ λόγια αὐτά πού βροντοφώνησε ὁ Κύριος στόν ἀρχιστράτηγο Μιχαήλ, γέμισαν δέος τίς ἀναρίθμητες Δυνάμεις τῶν ἀγγέλων. Ἔπειτα πρόσταξε νά τοῦ φέρουν τοὺς Ἑπτὰ Αἰῶνες τῆς συστάσεως τοῦ κόσμου. Ὁ Μιχαήλ ἀνέλαβε τὴν ἐκτέλεση κι αὐτῆς τῆς προσταγῆς. Γι’ αὐτό πῆγε ἀμέσως στόν οἶκο τῆς διαθήκης καὶ τοὺς ἔφερε. Ἦταν σὰν μεγάλα βιβλία καὶ τὰ τοποθέτησε μπροστὰ στόν Κριτή. Ἔπειτα στάθηκε παράμερα παρατηρῶντας μὲ εὐλάβεια πῶς ξεφυλλίζει ὁ Κύριος τὴν ἱστορία τῶν αἰώνων. Πῆρε ἐκεῖνος τὸν πρῶτο Αἰῶνα, τὸν ἄνοιξε καὶ εἶπε:
› Ἐδῶ γράφει πρῶτα-πρῶτα: Ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἁγιο Πνεῦμα, ἕνας Θεὸς σὲ τρία πρόσωπα. Ἀπὸ τὸν Πατέρα γεννήθηκε ὁ Υἱὸς καὶ δημιουργὸς τῶν αἰώνων. Διότι μὲ τὸν Λόγο τοῦ Πατρός, τὸν Υἱό, ἔγιναν οἱ Αἰῶνες, δημιουργήθηκαν οἱ ἀσώματες Δυνάμεις, στερεώθηκαν οἱ οὐρανοί, ἡ γῆ, τὰ καταχθόνια, ἡ θάλασσα, οἱ ποταμοὶ «καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς».
Ἔπειτα ἀφοῦ διάβασε λίγο παρακάτω, εἶπε:
› Ἐδῶ λέει: Εἰκόνα τοῦ ἀοράτου Θεοῦ εἶναι ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ, μὲ τή γυναῖκα του, τὴν Εὔα. Στόν Ἀδὰμ δόθηκε μιά ἐντολή ἀπὸ τὸν παντοκράτορα Θεό καὶ δημιουργό ὅλων τῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων. Εἶναι ἕνας νόμος πού πρέπει νά τηρηθῇ μὲ κάθε ἀσφάλεια καὶ ἀκρίβεια, ὥστε νά θυμᾶται τὸν δημιουργό του, καὶ νά μὴν ξεχνάει ὅτι ὑπάρχει Θεὸς ἀπὸ πάνω του.
Πάλι προχώρησε λίγο:
› Παράβασῃ, στήν ὁποία ὑπέπεσε ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ ἀπάτη ἤ μᾶλλον ἀπὸ ἀπροσεξία καὶ ἀμέλεια. Ἔπεσε ὁ ἄνθρωπος καὶ διώχθηκε ἀπὸ τὸν παράδεισο μὲ δίκαιη κρίση καὶ ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ. Δέν μπορεῖ νά βρίσκεται σὲ τόσα ἀγαθὰ ὁ ἀχρεῖος παραβάτης!
Πιὸ κάτω διάβασε:
› Ὁ Κάϊν ῥίχθηκε στόν Ἄβελ καὶ τὸν σκότωσε, κατὰ τή βουλή τοῦ διαβόλου. Ὀφείλει να καῇ στή φωτιά τῆς γέενας, γιατὶ ἔμεινε ἀμετανόητος. Ἐνῶ Ἄβελ θὰ ζήσῃ αἰώνια.
Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ξεφύλλισε τὰ ἕξι βιβλία τῶν Αἰώνων. Πῆρε τέλος τὸ ἕβδομο καὶ διάβασε:
› Ἡ ἀρχὴ τοῦ ἑβδόμου Αἰῶνα σημαίνει τὸ τέλος τῶν αἰώνων. Ἀρχίζει νά γενικεύεται ἡ κακία, ἡ πονηρία κι ἡ ἀσπλαγχνία. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἑβδόμου Αἰῶνα εἶναι πονηροί, φθονεροί, ψεῦτες, μὲ ὑποκριτικὴν ἀγάπη, φίλαρχοι, ὑποδουλωμένοι στίς σοδομικές ἁμαρτίες.
Προχώρησε λίγο, κάτι διάβασε κι ἔστρεψε ἀμέσως θλιμμένο τὸ βλέμμα του ψηλά, στήριξε τὸ ἕνα χέρι στό γόνατο, μὲ τ’ ἄλλο σκέπασε τὸ πρόσωπο καὶ τὰ μάτια κι ἔμεινε συλλογισμένος σ’ αὐτή τή στάση ὥρα πολλή. Σὲ λίγο ψιθύρισε:
› Ἀλήθεια, τοῦτος ὁ ἕβδομος Αἰῶνας ξεπέρασε στήν ἀδικία καὶ τὴν πονηρία ὅλους τοὺς προηγούμενους.
Διάβασε παρακάτω:
› Οἱ Ἕλληνες καὶ τὰ εἴδωλά τους γκρεμίσθηκαν μὲ τὸ ξύλο, τή λόγχη καὶ τὰ καρφιά ποὺ ἔμπηξαν στό ζωηφόρο Σῶμα μου.
Σώπασε μερικές στιγμές καὶ πάλι ἔσκυψε στό βιβλίο.
› Δώδεκα ἄρχοντες τοῦ Μεγάλου Βασιλέως, λευκοὶ σὰν τὸ φῶς, συντάραξαν τή θάλασσα, στόμωσαν θηρία, ἔπνιξαν τοὺς νοητοὺς δράκοντες, φώτισαν τυφλούς, χόρτασαν πεινασμένους καὶ φτώχεψαν πλουσίους. Ψάρεψαν πολλές νεκρωμένες ψυχές ξαναδίνοντάς τους ζωή. Μεγάλος ὁ μισθὸς τοὺς!...
Κι ἔπειτα ἀπὸ λίγο:
› Ἐγὼ ὁ Ἀγαπητὸς διάλεξα καὶ μάρτυρες ἀθλοφόρους γιά χάρη μου. Ἡ φιλία τους ἔφτασε ὡς τὸν οὐρανό καὶ ἡ ἀγάπη τους ὡς τὸν θρόνο μου! Ὁ πόθος τους ὡς τὴν καρδία μου καὶ ἡ λατρεία τοὺς μὲ φλογίζει δυνατά. Ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος μου εἶναι μαζὶ τους!...
Ἀφοῦ γύρισε ἀρκετὰ φύλλα ψυθίρισε μ’ ἕνα χαμόγελο ἱκανοποιήσεως:
› Ὁ ἄνθρωπος πού κράτησε μ’ εὐσέβεια τὸ πηδάλιο τῆς Ἑπτάλοφης κι ἔγινε βασιλιάς της, ὑπῆρξε δοῦλος τῆς ἀγάπης μου. Τοῦ ἄξιζε ἡ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, γιατὶ στάθηκε ζηλωτὴς καὶ μιμητής τοῦ Κυρίου του.
Ἔπειτα παραλείποντος πολλὰ ἀναφώνησε:
› Ὦ πανέμορφη καὶ πολύτιμη Νύμφη! Πόσοι αἰσχροὶ πάσχισαν νά σὲ μολύνουν! Μὰ δέν πρόδωσες Ἐμένα τὸν Νυμφίο σου!... Ἀμέτρητες αἱρέσεις σὲ ἀπείλησαν, ἀλλὰ ἡ πέτρα πού πάνω της εἶσαι θεμελιωμένη δέν σαλεύθηκε, γιατὶ «πύλαι ᾄδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς».
Πιὸ κάτω ἦταν γραμμένες ὅλες οἱ ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων ὅσες βρῆκε ὁ θάνατος νά μὴν ἔχουν ξεπλυθῇ στή μετάνοια. Κι ἦταν τόσο πολλές, σὰν τὴν ἄμμο τῆς θάλασσας!... Τὶς διάβαζε ὁ Κύριος δυσαρεστημένος καὶ κουνοῦσε τὸ κεφάλι του ἀναστενάζοντας. Τὸ ἀμέτρητο πλῆθος τῶν ἀγγέλων στεκόταν περίτρομο ἀπὸ τὸν φόβο τῆς δίκαιης ὀργῆς τοῦ Κριτοῦ. Ὅταν ὁ Κύριος ἔφτασε στή μέση τοῦ Αἰῶνα αὐτοῦ, παρατήρησε:
› Τοῦτο τὸ ἔσχατο εἶναι γεμᾶτο ἀπὸ τή δυσωδία τῶν ἁμαρτιῶν, ἀπὸ τ’ ἀνθρώπινα ἔργα, ποὺ εἶναι ὅλα ψεύτικα καὶ βρωμερά: Φθόνοι, φόνοι, ψεύδη, ἔχθρες, μνησικακίες. Φτάνει πιά! Θὰ τὸ σταματήσω στή μέση. Νά πάψῃ ἡ κυριαρχία τῆς ἁμαρτίας!
Καὶ λέγοντας αὐτὰ τὰ ὠργισμένα λόγια ὁ Κύριος ἔδωσε στόν ἀρχιστράτηγο Μιχαήλ τὸ σύνθημα γιά τὴν Κρίση. Αὐτοστιγμεί ἐκεῖνος μὲ τὸ τάγμα του πῆραν τὸν ὑπέρλαμπρο καὶ ἀπερίγραπτο θρόνο κι ἔφυγαν. Ἦταν τὸ τάγμα τόσο πολυπληθές, ὥστε ἡ γῆ δέν τὸ χωροῦσε. Φεύγοντας βροντοφωνοῦσαν:
› Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, φοβερὸς καὶ μέγας, ὑψηλός, θαυμαστὸς καὶ δοξασμένος ὁ Κύριος στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἔπειτα ἀποχώρησε ὁ Γαβριήλ μὲ τὸ τάγμα του ψάλλοντας:
› «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ»!
Καὶ ἀπὸ ’κείνη τή φοβερή κραυγή συγκλονίζονταν ὁ οὐρανός καὶ ἡ γῆ. Ἀκολούθησε ὁ τρίτος μέγας ἀρχιστράτηγος, ὁ Ῥαφαήλ, μὲ τὸ τάγμα του ἀναπέμποντας τὸν ὕμνο:
› «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός. Ἀμήν».
Τέλος ξεκίνησε καὶ ἡ τέταρτη παράταξη. Ὁ ἄρχοντάς της ἦταν λευκὸς καὶ λαμπερός σὰν τὸ χιόνι, μὲ ὄψη γλυκειά. Φεύγοντας ἄρχισε κι αὐτὸς νά ψάλλῃ δυνατά:
› «Θεὸς θεῶν Κύριος ἐλάλησε καὶ ἐκάλεσε τὴν γῆν ἀπὸ ἀνατολῶν ἡλίου μέχρι δυσμῶν. Ἐκ Σιών ἡ εὐπρέπεια τῆς ὡραιότητος αὐτοῦ. Ὁ Θεὸς ἐμφανῶς ἥξει, ὁ Θεὸς ἡμῶν καὶ οὐ παρασιωπήσεται. Πῦρ ἐνώπιον αὐτοῦ προπορεύσεται καὶ κύκλῳ αὐτοῦ καταιγὶς σφοδρά».
Καὶ συνέχεια τὸν ὑπόλοιπο ψαλμό. Ἐνῶ οἱ ἀξιωματοῦχοι του ἀποκρίνονταν:
› «Ἀνάστα ὁ Θεὸς κρίνων τὴν γῆν ὅτι σὺ κατακληρονομήσεις ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσι».
Ὁ ἀρχηγὸς αὐτοῦ τοῦ τάγματος ὠνομαζόταν Οὐριήλ.
Σὲ λίγο ἔφεραν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τὸν δοξασμένο Σταυρό του, ποὺ ἔλαμπε σὰν φοβερή ἀστραπὴ καὶ σκόρπιζε ἄρρητη εὐωδία. Τὸν συνώδευαν μὲ ἐξαιρετικές τιμές δύο τάγματα Ἐξουσιῶν καὶ Δυνάμεων. Τὸ θέαμα ἦταν συγκλονιστικά μεγαλόπρεπο. Οἱ πολυάριθμες δυνάμεις ἔψαλλαν παναρμόνια. Ἄλλοι ἔλεγαν μὲ μεγάλο δέος:
› «Ὑψώσω σὲ ὁ Θεός μου ὁ Βασιλεύς μου καὶ εὐλογήσω τὸ ὄνομά σου εἰς τὸν αἰῶνα».
Ἄλλοι ἔλεγαν:
› «Ὑψοῦτε Κύριον τὸν Θεὸν ἠμῶν καὶ προσκυνεῖν τῷ ὑποποδίῳ τῶν ποδῶν αὐτοῦ, ὅτι ἅγιός ἐστι». Ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα!
Ἔπειτα δόθηκε θεία διαταγὴ νά ἔρθη πάλι ὁ κραταιὸς ἄρχοντας Μιχαήλ γιά νά παρασταθῇ διπλὰ στόν θρόνο τοῦ Κυρίου. Ἐκείνη τή στιγμή παρουσιάσθηκε ἄγγελος πού κρατοῦσε μιά βροντερή σάλπιγγα. Τὴν πῆρε ὁ Κριτὴς στά χέρια του, σάλπισε τρεῖς φορές κι εἶπε τρεῖς λόγους. Μετὰ τὴν παρέδωσε στόν Μιχαήλ:
› Πήγαινε στόν Γολγοθᾶ ὅπου ἄπλωσα τὰ ἄχραντα χέρια μου νά σαλπίσῃς κι ἐκεῖ τρεῖς φορές.
Μόλις ἀποχώρησε ὁ Μιχαήλ, κάλεσε ὁ Κύριος τὸ τάγμα τῶν Ἀρχῶν καὶ εἶπε ἀπευθυνόμενος στόν ἀρχηγό του:
› Σὲ προστάζω νά πάρῃς τὸ θεῖο σου τάγμα καὶ νά σκορπισθῆτε σ’ ὅλο τὸν κόσμο, γιά νά μεταφέρετε πάνω σὲ νεφέλες τοὺς ἁγίους, ἀπ’ τὴν ἀνατολὴ καὶ τή δύση, τὸν βορρᾶ καὶ τὸν νότο. Θὰ τοὺς συγκεντρώσης ὅλους γιά νά ὑποδεχθοῦν τὴν παρουσία μου, μόλις ἠχήσῃ ἡ σάλπιγγα.
Ὑστερ’ ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ἔρριξε ἕνα βλέμμα στή γῆ ὁ δίκαιος Κριτὴς καὶ εἶδε... Ὁμίχλη καὶ σκοτεινιά, θρῆνος καὶ οὐαὶ καὶ κοπετὸς πολὺς ἀπ’ τή φοβερή τυραννίᾳ τοῦ σατανᾶ. Μάνιαζε καὶ φρύαττε ὁ δράκοντας. Κατέστρεψε τὰ πάντα συντρίβοντάς τὰ σὰν χορτάρι. Γιατὶ ἔβλεπε τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ νά τοῦ ἐτοιμάζουν τὸ αἰῶνιο πῦρ.
Μόλις τὰ εἶδε ὅλα αὐτά ὁ Κύριος, κάλεσε ἕνα πύρινο ἄγγελο μὲ αὐστηρὴ καὶ φοβερή ὄψη, χωρὶς λυπήσῃ -ἦταν ἀρχηγὸς τῶν ἀγγέλων πού ἐπιβλέπουν τὸ πῦρ τῆς κολάσεως› καὶ τοῦ εἶπε:
› Πάρε μαζί σου τή ῥάβδο μου πού δένει καὶ συντρίβει. Πάρε κι ἀμέτρητους ἀγγέλους ἀπ’ τὸ τάγμα σου, τοὺς πιὸ φοβερούς, ποὺ τάχθηκαν τιμωροὶ τῶν κολασμένων. Θὰ πάτε στή νοητὴ θάλασσα, γιά νά βρῆτε τὰ ἴχνη τοῦ ζοφεροῦ ἄρχοντα. Ἄρπαξέ τον μὲ ἰσχὺ καὶ κραταιότητα καὶ χτῦπα τὸν ἀλύπητα μὲ τή ῥάβδο, ὥσπου νά παραδώσῃ τὸ τάγμα τῶν πονηρῶν πνευμάτων. Κι ἀφοῦ τοὺς δέσῃς ὅλους γέρα μὲ τὴν ἰσχὺ τῆς ῥάβδου μου, κατὰ τή διαταγή μου, θὰ τοὺς ῥίξης στίς πιὸ ἄσπλαχνες καὶ ἄγριες κολάσεις!...
Καὶ τότε πιά, ὅταν ὅλα ἦταν ἕτοιμα, ἔγινε νεῦμα στὸν ἀρχάγγελο ποὺ κρατοῦσε τή σάλπιγγα νά σαλπίσῃ ἠχηρά. Ἀμέσως ἀπλώθηκε ἀπότομα νεκρικὴ σιγή, σὰν νά ἠρέμησαν τὰ σύμπαντα. Μὲ τὸ πρῶτο σάλπισμα συναρμολογήθηκαν ὅλα τὰ σώματα τῶν νεκρῶν. Μὲ τὸ δεύτερο, Πνεῦμα Κυρίου ἐπανέφερε τίς ψυχές μέσα στά νεκρὰ σώματα. Δέος καὶ φρίκη κατέλαβε τὰ σύμπαντα. Τὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπίγεια ἔτρεμαν. Καὶ τότε ἀντήχησε τὸ τρίτο καὶ φοβερώτερο σάλπισμα, ποὺ συγκλόνισε ὅλο τὸν κόσμο. Οἱ νεκροὶ ἀναστήθηκαν ἀπὸ τὰ μνήματα «ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ». Φοβερό θέαμα! Ξεπερνοῦσαν σὲ ἀριθμό τὴν ἄμμο τῆς θάλασσας. Συγχρόνως σὰν πυκνὴ βροχὴ κατέβαιναν ἀπ’ τὰ οὐράνια πρὸς τὸν θρόνο τῆς ἑτοιμασίας τ’ ἀγγελικὰ τάγματα βροντοφωνῶντας:
› «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ φόβου καὶ τρόμου».
Στεκόταν ὅλος ὁ λαὸς καὶ τὸ ἀναρίθμητο σύνταγμα τῶν ἀγγέλων περιμένοντας. Ἔτρεμαν καὶ φρικιοῦσαν μπροστὰ στή φοβερή θεία ἐξουσία πού κατέβαινε στή γῆ. Ἐνῶ ὅμως ὅλοι κοίταζαν ψηλά, ξαφνικὰ ἄρχισαν νά γίνωνται σεισμοί, βροντές κι ἀστραπές στήν κοιλάδα τῆς Δίκης καὶ στόν αἰθέρα, ὥστε κατατρόμαξαν ὅλοι. Τότε ἀποσύρθηκε σὰν βιβλίο τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ φάνηκε ὁ Τίμιος Σταυρὸς νά λάμπη σὰν τὸν ἥλιο καὶ νά σκορπίζῃ θεῖες μαρμαρυγές. Τὸν κρατοῦσαν ἄγγελοι μπροστὰ ἀπὸ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό καί Κριτή τῆς οἰκουμένης, ποὺ ἔρχοταν. Σὲ λίγο ἀκούγεται ἕνας ὕμνος, ἕνα τραγούδι πρωτάκουστο:
«Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου· Θεὸς Κύριος», κριτής, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης.
Μόλις τελείωσε ἡ βροντερή τούτη δοξολογία, ἐμφανίζεται ὁ Κριτὴς ἐπὶ τῶν νεφελῶν, καθισμένος σὲ θρόνο πύρινο. Μέ τὴν πολλὴ τοῦ καθάρια λαμπρότητα πυρπολοῦσε τὸν οὐρανό καὶ τή γῆ. Ἔξαφνα μεσ’ ἀπ’ τὸ πλῆθος τῶν ἀναστημένων νεκρῶν ἄρχισαν μερικοὶ ν’ ἀστράφτουν σὰν τὸν ἥλιο! Ἀμέσως ἁρπαζόνταν ἀπό τίς νεφέλες στόν ἀέρα γιά νά συναντήσουν τὸν Κυριό τους. Οἱ περισσότεροι ὅμως ἀπόμειναν κάτω. Κανεὶς δέν τοὺς πῆρε στόν οὐρανό!...θρηνοῦσαν πικρά πού δέν ἀξιώθηκαν ν’ ἁρπαχτοῦν κι αὐτοὶ ἀπό τίς νεφέλες κι ἦταν φαρμάκι ἡ λύπη καὶ ἡ ὀδύνη στίς ψυχές τους. Ἔπεσαν ὅλοι γονατιστοί μπροστὰ στόν Κριτή καὶ πάλι σηκώθηκαν.
Εἶχε πιὰ καθίσει στόν «θρόνο τῆς ἑτοιμασίας» ὁ φοβερὸς Κριτὴς καὶ μαζεύθηκαν γύρῳ του ὅλες οἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν μὲ φόβο καὶ τρόμο. Ὅσοι εἶχαν ἁρπαχθῇ ἀπὸ τὰ σύννεφα πρὸς ἀπάντησή του, τοποθετήθηκαν στά δεξιὰ του. Οἱ ὑπόλοιποι ὠδηγήθηκαν στ’ ἀριστερὰ τοῦ Κριτοῦ. Οἱ πιὸ πολλοὶ τους ἦταν Ἰουδαῖοι, ἄρχοντες, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, βασιλεῖς καὶ πολὺ πλῆθος μοναχῶν καὶ λαϊκῶν. Στεκόνταν καταντροπιασμένοι, ἐλεεινολογῶντας τὸν ἑαυτὸ τοὺς καὶ θρηνῶντας τὴν ἀπωλειά τους. Τὰ πρόσωπά τους ἦταν ἐξαθλιωμένα καὶ ἀναστέναζαν βαθιά συντετριμμένοι.
Σ’ ὅλους εἶχε ἀπλωθῇ νεκρικό πένθος. Καὶ πουθενὰ δεν φαινόταν καμμιά παρηγοριά. Ὅσοι ὅμως στεκόταν στά δεξιὰ τοῦ Κριτοῦ ἦταν ὅλοι φαιδροί, φωτεινοὶ σὰν ἥλιοι, σεμνοί, δοξασμένοι, λευκοὶ σὰν τὸ φῶς, πυρπολημένοι λές, ἀπὸ μιά θεόφωτη ἀστραπή. Ἐμοιαζαν -ἂν δέν εἶναι τολμηρό νά τό πῇ κανείς› σὰν τὸν Κύριο καὶ Θεό τους.
Παρευθὺς ἔρριξε τὸ βλέμμα του καὶ ἀπ’ τή μιά κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά ὁ φοβερὸς Κριτής. Στά δεξιὰ κοίταξε εὐχαριστημένος καὶ χαμογέλασε. Ὅταν ὅμως γύρισε στ’ ἀριστερά, ταράχθηκε, ὠργίσθηκε πολὺ καὶ ἀπέστρεψε ἀμέσως τὸ πρόσωπό του. Τότε μὲ δυνατὴ κι ἐπίσημη φωνὴ λέει στούς «ἐκ δεξιῶν» Του.
«Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασίλειαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην καὶ ἤλθετε πρὸς μέ».
Παραξενεύτηκαν ἐκεῖνοι καὶ ῥώτησαν:
«Κύριε, πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἤ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; πότε δὲ σὲ εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἤ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; πότε δὲ σὲ εἴδομεν ἀσθενή ἡ ἐν φυλακῇ καὶ ἤλθομεν πρὸς σέ;».
«Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἐνῖ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε».
Στρέφεται τότε καὶ πρὸς τοὺς «ἐξ εὐωνύμων» καὶ τοὺς λέει μὲ δριμύτητα:
«Πορεύεσθε ἀπ’ ἑμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. Ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ οὐκ ἐποτισατέ με, ξένος ἤμην καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενής καὶ ἐν φυλακῇ καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με».
«Κύριε», τὸν ῥώτησαν κι αὐτοὶ ἀπορημένοι, «πότε σὲ εἴδομεν ἀσθενή ἐν φυλακῇ καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι;».
«Ἀμὴν λέγω ὑμῖν», τοὺς ἀπάντησε ὁ Κύριος, «ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἐνῖ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἑμοὶ ἐποιήσατε. Χαθήτε ἀπ’ τὰ μάτια μου, κατηραμένοι τῆς γῆς! Στόν τάρταρο! Στόν βρυγμό τῶν ὀδόντων! Ἐκεῖ θἆναι ὁ θρῆνος κι ὁ ὀδυρμὸς ὁ ἀτελείωτος.»
Μόλις ἔβγαλε αὐτή τὴν ἀπόφαση ὁ Κριτής, ἀμέσως ξεχύθηκε ἀπ’ τὴν ἀνατολὴ ἕνας τεράστιος πύρινος ποταμός, ποὺ κυλοῦσε ὁρμητικὰ πρὸς τή δύσῃ. Ἦταν πλατὺς σὰν μεγάλη θάλασσα. Οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπ’ τ’ ἀριστερὰ βλέποντάς τον κατατρόμαξαν κι ἄρχισαν νά τρέμουν φρικτὰ ἀπ’ τὴν ἀπελπισία τους. Μὰ ὁ ἀδέκαστος Κριτὴς πρόσταξε νά περάσουν ὅλοι δίκαιο καὶ ἄδικοι μεσ’ ἀπ’ τὸ φλεγόμενο ποταμό, γιά νά τοὺς δοκιμάσῃ τὸ πῦρ.
Ἄρχισαν πρῶτα οἱ «ἐκ δεξιῶν», ποὺ πέρασαν ὅλοι καὶ βγῆκαν λαμπεροί σὰν ἀτόφιο χρυσάφι. Τὰ ἔργα τους δέν κάηκαν, ἀλλ’ ἀποδείχθηκαν πιὸ φωτεινὰ καὶ διαυγῆ μὲ τή δοκιμασία. Γι’ αὐτό γέμισαν ἀγγαλίαση.
Ἔπειτα ἀπ’ αὐτοὺς ἦρθαν καὶ οἱ «ἐξ εὐωνύμων» νά περάσουν μέσα ἀπ’ τή φωτιά, γιά νά δοκιμασθοῦν τὰ ἔργα τους. Ἀλλά, ἐπειδὴ ἦταν ἁμαρτωλοί, ἡ φλόγα ἄρχισε νά τοὺς καίῃ καὶ τοὺς κράτησε μεσ’ στή μέση τοῦ ποταμοῦ. Καὶ τὰ μὲν ἔργα τους κατακάηκαν σὰν ἄχυρα, ἐνῶ τὰ σώματα τους ἔμειναν σώα νά φλέγονται ἐπὶ χρόνια καὶ αἰῶνες ἀτελείωτους μαζὶ μὲ τὸν διάβολο καὶ τοὺς δαίμονες. Κανένας δέν κατώρθωσε νά βγῇ ἀπὸ ’κεῖνο τὸ πύρινο ποτάμι! Ὅλους τοὺς αἰχμαλώτισε ἡ φωτιά, γιατὶ ἦταν ἄξιοι καταδίκης καὶ τιμωρίας.
Ἀφοῦ παραδόθηκαν στήν κόλαση οἱ ἁμαρτωλοί, σηκώθηκε ἀπ’ τὸ θρόνο του ὁ φοβερὸς Κριτὴς καὶ ξεκίνησε γιά τὸ θεϊκό ἀνάκτορο μὲ ὅλους τοὺς ἁγίους του. Τὸν περικύκλωναν, πάντα μὲ πολὺ φόβο καὶ τρόμο, ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις ψάλλοντας:
«Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ἡμῶν καὶ ἐπάρθητε πύλαι αἰώνιοι καὶ εἰσελεύσεται ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης» ,
ὁ Κύριος καὶ Θεὸς τῶν θεῶν μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἁγίους του, ποὺ θὰ ἀπολαύσουν αἰώνια κληρονομιά. Ἄλλο τάγμα ἀπαντοῦσε καὶ ἔλεγε:
«Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου» μὲ ὅσους ἀξίωσε ἡ χάρη του νά ὀνομασθοῦν υἱοὶ Θεοῦ, «Θεὸς Κύριος» μαζὶ μὲ τοὺς υἱοὺς τῆς Νέας Σιών, «καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν.»
Καὶ οἱ ἀρχάγγελοι, ποὺ προπορεύονταν ἀπ’ τὸν Κύριο, τὸν δοξολογοῦσαν ψάλλοντας ἕνα οὐράνιο μέλος ἀντιφωνικά:
«Δεῦτε ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ, ἀλαλάξωμεν τῷ Θεῷ τῷ Σωτῆρι ἡμῶν. Προφθάσωμεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐν ἐξομολογήσει καὶ ἐν ψαλμοῖς ἀλαλάξωμεν αὐτῷ.»
Ἐνῶ ἄλλο τάγμα ἀντιφωνοῦσε μελῳδικά:
«Ὅτι Θεὸς μέγας Κύριος καὶ Βασιλεὺς μέγας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν. Ὅτι ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ τὰ πέρατα τῆς γῆς καὶ τὰ ὕψη τῶν ὀρέων αὐτοῦ εἰσιν»!
Αὐτὰ καὶ ἀλλὰ πολλὰ παναρμόνια μέλη ἔψαλλαν οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, ὥστε να εὐφραίνωνται ἀπερίγραπτα ὅσοι τ’ ἄκουγαν. Ἔτσι ψάλλοντας μπῆκαν οἱ ἅγιοι μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό στόν ἐπουράνιο θάλαμο τοῦ θεϊκοῦ παλατιοῦ μὲ καρδιές ποὺ σκιρτοῦσαν ἀπὸ χαρά. Καὶ ἀμέσως κλείσθηκαν οἱ πύλες τοῦ νυμφῶνα.
Τότε κάλεσε ὁ οὐράνιος Βασιλεὺς τοὺς κορυφαίους ἀγγέλους. Πρῶτοι παρουσιάσθηκαν ὁ Μιχαήλ, ὁ Γαβριήλ, ὁ Ῥαφαήλ, ὁ Οὐριήλ καὶ οἱ ἄρχοντες τῶν ταγμάτων. Ἀκολούθησαν οἱ δώδεκα φωστῆρες τοῦ κόσμου, οἱ ἀπόστολοι. Τοὺς ἔδωσε ὁ Κύριος δόξα ἀστραφτερῆ καὶ δώδεκα πυρίμορφους θρόνους γιά νά καθίσουν κοντὰ στόν διδάσκαλο τους Χριστό μὲ μεγαλειώδεις τιμές. Ἡ ὄψη τους ἀκτινοβολοῦσε ἕνα ἀπερίγραπτο αἰώνιο φῶς καὶ τὰ ἐνδύματά τους ἦταν λαμπερά καὶ διάφανα σὰν τὸ κεχριμπάρι. Ἀκόμη κι οἱ ἄρχοντες τῶν ἀγγέλων τοὺς θαύμαζαν. Τέλος τοὺς ἔδωσε καὶ δώδεκα ὑπέροχα κρυστάλλινα στεφάνια διακοσμημένα μὲ πολυτίμους λίθους, ποὺ ἔλαμπαν ἐκτυφλωτικά, καθὼς τὰ κρατοῦσαν πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τους ἔνδοξοι ἄγγελοι.
Ἔπειτα ὠδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου οἱ 70 ἀπόστολοι. Ἔλαβαν κι αὐτοὶ ὅμοιες τιμές καὶ δόξες, μόνο ποὺ τὰ στεφάνια τῶν 12 ἦταν πιὸ θαυμαστά. Καὶ τώρα ἦρθε ἡ σειρὰ τῶν μαρτύρων. Αὐτοὶ πῆραν τή θέση καὶ τή δόξα τῆς μεγάλης ἀγγελικῆς στρατιᾶς, ποὺ γκρεμίσθηκε ἀπ’ τὸν οὐρανό μαζὶ μὲ τὸν Ἐωσφόρο. Ἔγιναν δηλαδὴ οἱ μάρτυρες ἄγγελοι καὶ ἄρχοντες τῶν οὐρανίων ταγμάτων. Τοὺς ἔφεραν ἀμέσως πλῆθος στεφάνια καὶ τὰ τοποθέτησαν στά ἁγιασμένα κεφάλια τους. Ὅσο λάμπει ὁ ἥλιος, τόσο ἔλαμπαν κι αὐτά. Ἔτσι οἱ ἅγιοι μάρτυρες θεώμενοι εὐφραίνονταν καὶ ἀγάλλονταν ἀνέκφραστα.
Μετὰ μπῆκε ὁ θεῖος χορὸς τῶν ἱεραρχῶν, ἱερέων, διακόνων καὶ λοιπῶν κληρικῶν. Στεφανώθηκαν καὶ αὐτοὶ μ’ αἰώνια καὶ ἀμαράντινα στεφάνια, ἀνάλογα μὲ τὸ ζῆλο, τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ποιμαντική τους δράση. Στεφάνι ἀπὸ στεφάνι ἦταν διαφορετικό κατὰ τή δόξα, ὅπως ἀστέρι ἀπὸ ἀστέρι. Ἔτσι πολλοὶ ἱερεῖς καὶ διάκονοι ἦταν ἐνδοξότεροι καὶ λαμπρότεροι ἀπὸ πολλοὺς ἀρχιερεῖς. Τοὺς ἔδωσαν ἀκόμη καὶ ἀπὸ ἕνα ναό, γιά νά προσφέρουν στό νοερό θυσιαστήριο ἁγία θυσία καὶ τελεία, εὐάρεστη στόν Θεό.
Ἔπειτα μπῆκε ὁ ὅσιος χορὸς τῶν μοναχῶν. Ἡ ὄψη τους ξέχυνε μυστικὴν εὐωδία καὶ σὰν ἥλιοι σκόρπιζαν θεῖες μαρμαρυγές. Ὁ Κύριος τούς στόλισε μὲ ἕξι φτεροῦγες καὶ ἔγιναν μὲ τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σὰν τὰ φρικτὰ Χερουβείμ καὶ Σεραφείμ. Ἄρχισαν τότε να βροντοφωνοῦν:
«Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξῃς αὐτοῦ.»
Ἦταν ἡ δόξα τους μεγάλη, ἀφάνταστη καὶ τὸ στεφάνι τους ποικιλοστόλιστο καὶ λαμπερό. Ἀνάλογα μὲ τοὺς ἀγῶνες καὶ τοὺς ἱδρῶτες τους ἀπολάμβαναν καί τίς τιμές.
Ἀκολούθησε ὁ χορὸς τῶν προφητῶν. Τοὺς δώρισε ὁ Βασιλεὺς τὸ ᾆσμα τῶν ᾀσμάτων, τὸ ψαλτήρι τοῦ Δαβίδ, τύμπανα καὶ χορούς, ἄϋλο φῶς ἀστραφτερό, ἄφραστη ἀγαλλίαση καὶ τη δοξολογία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τότε τοὺς ζήτησε ὁ Δεσπότης τοῦ θεϊκοῦ νυμφῶνα νά ψάλλουν κάτι. Καὶ ἔψαλλαν ἕνα τόσο μελωδικό ὕμνο, ὥστε σκίρτησαν ὅλοι ἀπὸ εὐφροσύνη. Ἀφοῦ ἔλαβαν αὐτὰ τὰ δῶρα οἱ ἅγιοι ἀπ’ τὰ ἄχραντα χέρια τοῦ Σωτῆρος, περίμεναν ἀκόμη ἐκεῖνα,
«ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβῃ.»
Τότε μπῆκε ὅλος ὁ χορὸς τῶν ἀνθρώπων, ποὺ σώθηκαν μέσα στόν κόσμο: Φτωχοί καὶ ἄρχοντες, βασιλεῖς καὶ ἰδιῶτες, δούλοι καὶ ἐλεύθεροι. Στάθηκαν ὅλοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου κι ἐκεῖνος ξεχώρισε ἀπὸ ἀνάμεσά τους τοὺς ἐλεήμονες καὶ τοὺς ἁγνοὺς καὶ τοὺς ἔδωσε τὴν τρυφὴ τοῦ παραδείσου τῆς Ἐδέμ, παλάατια οὐράνια καὶ φωτεινά, στεφάνια πολυτελῆ, ἁγιασμό καί ἀγαλλίαση, θρόνους καὶ σκῆπτρα καὶ ἀγγέλους νά τοὺς ὑπηρετοῦν.
Μετὰ ἦρθαν ὅσοι ἔγιναν γιά τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ «πτωχοὶ τῷ πνεύματι». Τώρα ὑψώθηκαν πάρα πολύ. Τοὺς δόθηκε ἀπ’ τὸ χέρι τοῦ Κυρίου στεφάνι περίλαμπρο καὶ κληρονόμησαν τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἔπειτα «οἱ πενθοῦντες» τὶς ἁμαρτίες τους, ἔλαβαν τή μεγάλη παρηγορία τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔπειτα «οἱ πραεῖς» καὶ ἄκακοι, ποὺ κληρονόμησαν τὴν οὐράνια γῆ, ὅπου ἀποστάζει γλυκασμό καὶ εὐωδία τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτοὶ δοκίμασαν ἀνέκφραστη τέρψη καὶ ἡδονὴ βλέποντας νά τοὺς χαρίζεται ἡ μακαρία γῆ. Τὰ στεφάνια τους ῥοδόμορφα σκόρπιζαν μαρμαρυγές. Ἀκολούθησαν οἱ «πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην». Τοὺς δόθηκε ὁ μισθὸς τῆς δικαιοσύνης, γιά νά χορτάσουν. Καὶ ἡ ἀγαθὴ τοὺς πρόθεση εὐφράνθηκε βλέποντας τὸν Βασιλέα Χριστό νά ὑψώνεται καὶ νά ὑπερδοξάζεται ἀπ’ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους. Ἔπειτα «οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης». Τοὺς χαρίσθηκε θεία δοξολογία καὶ πολυθαύμαστη ζώη.
Στήθηκε μάλιστα γιά χάρη τους καὶ ἄφραστος θρόνος γιά νά καθίσουν στή βασίλεια τῶν οὐρανῶν. Τὰ στεφάνια τους ἦταν ἀπὸ θεῖο κι ἄϋλο χρυσάφι ποὺ τόσο ἔλαμπε, ὥστε ἀπ’ τή δόξα τους νά χαίρωνται οἱ χοροὶ τῶν ἀγγέλων. Μετὰ μπῆκε ὁ χορὸς «τῶν ὀνειδισθέντων» γιά τὸν Χριστό, τὸν μεγάλο Θεό καὶ σωτήρα τῶν ψυχῶν μας. Τοὺς ἀνέβασαν σὲ θρόνους χρυσοποίκιλτους καὶ ἀπολάμβαναν τὸν ἔπαινο τοῦ Θεοῦ.
Μετὰ ἀπὸ αὐτοὺς μπῆκε πολὺ πλῆθος εἰδωλολατρῶν, ποὺ δέν γνώρισαν τὸν νόμο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἐκ φύσεως τὸν τήρησαν ὑπακούοντας στή συνείδησή τους. Πολλοὶ ἔλαμπαν σὰν ἥλιοι ἀπὸ τὴν ἁγνότητα καὶ τὴν καθαρότητά τους. Καὶ ὁ Κύριος τοὺς χάρισε τὸν παράδεισο καὶ φαιδρὰ στεφάνια πλεγμένα μὲ ῥόδα καὶ κρίνα. Ἐπειδὴ ὅμως εἶχαν στερηθῇ τὸ ἅγιο βάπτισμα, ἦταν τυφλοί. Δέν ἔβλεπαν καθόλου τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ τὸ ἅγιο βάπτισμα εἶναι φῶς καὶ μάτι τῆς ψυχῆς. Γι’ αὐτό ὅποιος δέν τὸ λάβῃ κι ἂν ἄπειρα καλὰ ἐργασθῇ, κληρονομεῖ βέβαια τὴν παραδείσιαν ἄνεση καὶ κάτι δοκιμάζει ἀπὸ τὴν εὐωδία καὶ τή γλυκύτητά της, ἀλλὰ δέν βλέπει τίποτε.
Ἔπειτα κι ἀπ’ αὐτοὺς βλέπει ὁ δίκαιος Νήφων ἕνα τάγμα ἁγίων που ἦταν τὰ παιδιά τῶν χριστιανῶν. Ὅλοι τους ἔμοιαζαν νά εἶναι περίπου τριάντα ἐτῶν. Τοὺς κοίταξε μὲ βλέμμα ἱλαρό ὁ Νυμφίος καὶ εἶπε:
› Ὁ μὲν χιτῶνας τοῦ βαπτίσματός σας ἄσπιλος, ἔργα ὅμως πουθενά! Τὶ να σᾶς κάνω λοιπὸν ἐσᾶς;
Τότε μὲ θάρρος τοῦ ἀπάντησαν κι αὐτοί:
› Κύριε, μᾶς στέρησες τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ σου, τοὐλάχιστον μὴ μᾶς στερήσῃς τὰ ἐπουράνια.
Χαμογέλασε ὁ Νυμφίος καὶ τοὺς χάρισε τὰ οὐράνια ἀγαθά. Πῆραν καὶ τὰ στεφάνια τῆς ἁγνότητος, τῆς ἀκακίας καὶ ὅλες οἱ ἄϋλες στρατιές τοὺς θαύμαζαν. Ἦταν θαῦμα ν’ ἀκούῃ κανεὶς τοὺς ἁγίους ἀγγέλους πού, κατευχαριστημένοι καθὼς ἔβλεπαν τὰ τάγματα ὅλων τῶν ἁγίων, τραγουδοῦσαν ἄσματα γλυκά. Ὕστερα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ βλέπει ὁ Νήφων νά ἔρχεται μπροστὰ στόν Νυμφίο μιά θεόφωτη Νύμφη. Γύρω της σκόρπιζε οὐράνιες εὐωδίες καὶ θεϊκά μύρα. Στό πανέμορφο κεφάλι της φοροῦσε ἀσύγκριτο βασιλικό στέμμα, ποὺ ἀκτινοβολοῦσε. Οἱ ἄγγελοι τὴν ἀτένιζαν κατάπληκτοι κι οἱ ἅγιοι θαμπωμένοι. Ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συγκρατοῦσε πάνω στήν ἄχραντη κορυφὴ τὸ οὐράνιο ἐκεῖνο διάδημα.
Μπαίνοντας στόν θεῖο νυμφῶνα τὴν ἀκολουθοῦσε ἀναρίθμητο πλῆθος παρθένων πού ὑμνοῦσαν μὲ δοξολογίες καὶ ἄσματα τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἔφτασε κοντὰ στόν Νυμφίο ἡ μεγάλη βασίλισσα προσκύνησε τρεῖς φορές μαζὶ μὲ ὅλες τὶς ἅγιες παρθένες. Τότε ὁ «ὡραῖος κάλλει» τὴν εἶδε καὶ εὐφράνθηκε. Ἔσκυψε τὸ κεφάλι του καὶ τὴν τίμησε σὰν ἄχραντη Μητέρα του. Ἐκείνη πλησίασε μὲ πολλὴν εὐλάβεια καὶ χάρη καὶ ἀσπάσθηκε τὰ ἀθάνατα καὶ ἀκοίμητα μάτια του, καθὼς καὶ τὰ σπλαγχνικὰ του χέρια. Μετὰ τὸ θεῖο φίλημα ὁ Κύριος χάρισε στίς παρθένες ἀστραφτερά φορέματα καὶ πάμφωτα στεφάνια. Κι ἔπειτα ἦρθαν ὅλες οἱ νοερές δυνάμεις ὑμνῶντας, μακαρίζοντας καὶ δοξάζοντάς την.
Τότε σηκώθηκε ἀπ’ τὸ θρονο του ὁ Νυμφίος καὶ ἔχοντας στά δεξιὰ τή Μητέρα του καὶ στ’ ἀριστερὰ τὸν μέγιστο καὶ πολυθαύμαστο προφήτη καὶ Πρόδρομό του, βγῆκε ἀπ’ τὸν νυμφῶνα καὶ πῆγε στόν θεϊκό θάλαμο, ὅπου βρίσκονται τὰ ἀγαθὰ «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβῃ», ἑτοιμασμένα γιά ὅσους ἀγάπησαν τὸν Θεό. Ἀκολουθοῦσαν καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι. Μόλις εἶδαν τὰ ἀγαθά, πλημμύρισαν ἀπὸ ἄφατη ἀγαλλίαση καὶ ἄρχισαν νά κυκλοφοροῦν πανηγυρίζοντας μέσα στόν ἔκπλαγο θάλαμο.
Ἀλλ’ αὐτὰ δέν μπόρεσε ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Νήφων νά μοῦ τὰ περιγράψῃ. Ἂν καὶ πολλές φορές τὸν πίεσα, δέν μοῦ εἶπε τὸ παραμικρό.
› Δέν μπορῶ, παιδί μου, ἔλεγε ἀναστενάζοντας, νά ἀπεικονίσω μὲ τήν γλῶσσά μου ἤ νά παρομοιάσω μὲ ὁποιοδήποτε ἐπίγειο πρᾶγμα τὰ ἐκεῖ. Ἦταν πέρα ἀπὸ κάθε σκέψη καὶ φαντασία, πέρα ἀπὸ ὅλα τὰ βλεπόμενα καὶ μὴ βλεπόμενα.
Ὅταν λοιπὸν μοίρασε ὁ Κύριος στούς ἁγίους του ὅλα τὰ ἄφραστα καὶ ἀνήκουστα ἀγαθά, πρόσταξε τὰ Χερουβείμ νά κυκλώσουν τὸν αἰώνιο θάλαμο, ὅπως κυκλώνει τὸ τεῖχος μιά πόλη. Πρόσταξε ἔπειτα τὰ Σεραφεὶμ νά κυκλώσουν τὰ Χερουβείμ, οἱ Θρόνοι τὰ Σεραφείμ, οἱ Κυριότητες τούς Θρόνους, οἱ Ἀρχές τὶς Κυριότητες, οἱ Ἐξουσίες τὶς Ἀρχές καὶ τέλος οἱ Δυνάμεις τῶν οὐρανῶν τίς Ἐξουσίες. Ὅπως τὸ τεῖχος κυκλώνει μιά πόλη ἔτσι τὰ τάγματα κύκλωναν τὸ ἕνα τὸ ἄλλο.
Δεξιὰ ἀπ’ τὸν θάλαμο τῶν αἰώνων στάθηκε μὲ κάθε μεγαλοπρέπεια ὁ Μιχαήλ μὲ τὸ τάγμα του. Ἀριστερὰ ὁ Γαβριήλ μὲ τὸ δικό του. Ὁ Οὐριήλ ἐγκαταστάθηκε στά δυτικὰ καὶ ὁ Ῥαφαήλ στά ἀνατολικά. Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν μὲ τὸ πρόσταγμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ὅλων τῶν ἁγίων. Ἦταν οἱ τέσσερις αὐτές παρατάξεις πολὺ μεγάλες. Καὶ μαζὶ μὲ τὰ τάγματα τῶν ἀχράντων δυνάμεων ἔζωναν τὸν θάλαμο τοῦ Θεοῦ μὲ πολλὴ λαμπρότητα.
Ὅταν ὅλα αὐτὰ εἶχαν πιὰ ἐκτελεσθῇ, τότε καὶ αὐτὸς ὁ θεάνθρωπος Ἰησοῦς ὑποτάχθηκε «τῷ ὑποτάξαντι αὐτῷ τὰ πάντα» καὶ τοῦ παρέδωσε ὅλη τὴν ἐξουσία καὶ τὴν κυριαρχία καὶ τὸ κράτος πού εἶχε λάβει ἀπ’ Αὐτόν. Ἐνῶ Ἐκεῖνος μπῆκε στόν θεῖο καὶ ἀπρόσιτο θάλαμο κληρονόμος τοῦ Πατρός, Βασιλεὺς καὶ Ἀρχιερεὺς μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς συγκληρονόμους του ἁγίους.
Στό τέλος ὅλων τῶν μυστηρίων που εἶδε ὁ ἅγιος Νήφων, εἶδε καὶ τὴν πιὸ φοβερή ἀποκάλυψη: Ὁ ἴδιος ὁ Πατέρας τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ, ὁ Γεννήτωρ, τὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτο καὶ ἀκατάληπτο, ἀνέτειλε ξαφνικὰ λάμποντας πάνω ἀπὸ ’κεῖνο τὸν ἀπέραντο θάλαμο, πάνω ἀπό τίς ἄχραντες δυνάμεις, πάνω ἀπ’ ὅλους τοὺς κύκλους καί τίς παρατάξεις τους. Φώτιζε τὸν καθαρώτατο θάλαμο ὅπως φωτίζει ὁ ἥλιος τὸν κόσμο. Ἔτσι ἔλαμπε ὁ Πατέρας τῶν οἰκτιρμῶν. Καὶ ὅπως τὸ σφουγγάρι ῥουφάει καὶ συγκρατεῖ τὸ κρασί, ἔτσι καὶ οἱ ἅγιοι πλημμυρίζονταν ἀπὸ τὴν ἄρρητη θεότητα τοῦ Πατρὸς καὶ βασίλευαν ἀδιάκοπα μαζὶ του στούς αἰῶνες.
Ἀπὸ τότε πιὰ δέν ὑπῆρχε γι’ αὐτοὺς οὔτε νύχτα οὔτε μέρα. Μόνο ὑπῆρχε Θεὸς καὶ Πατέρας, Υἱὸς καὶ Πνεῦμα, φῶς καὶ τρυφή, ζώη καὶ φέγγος, τέρψη καὶ ἡδονή.
Ἔπειτα ἔγινε βαθειά σιγή. Στά μάτια τοῦ δικαίου δόθηκε καθαρό καὶ ἄκρατο φῶς να βλέπη: Στό πρῶτο θάλαμο ποὺ κύκλωνε τὸ θάλαμο, μεταδόθηκε ᾆσμα σὰν συνεχής καὶ ἀτελείωτη κληρονομιά. Ἀσύγκριτη καὶ ὑπέρκαλλη ἦταν ἡ ἡδονὴ του. Ἀμέσως τὸ θεῖο καὶ φοβερό τάγμα ἄρχισε μίαν ἀνέκφραστη δοξολογία. Οἱ καρδιές τῶν ἁγίων σκιρτοῦσαν ἀπ’ τή χαρά καὶ τὴν ἀπόλαυση.
Ἀπ’ τὸ πρῶτο τάγμα μεταδόθηκε ὁ ὑπέροχος δοξολογητικός ὕμνος στό δεύτερο τάγμα τῶν Σεραφείμ. Ἄρχισε τότε κι ἐκεῖνο νά ψάλλῃ ὕμνο περίτεχνο καὶ ἀκατάληπτο. Σὰν ἐφτάγλυκο μέλι ἠχοῦσε ἡ δοξολογία του στ’ αὐτιά τῶν ἁγίων καὶ εὐφραίνονταν ἀπέραντα μὲ ὅλες τους τίς αἰσθήσεις: Τὰ μάτια τους ἔβλεπαν τὸ ἀπρόσιτο φῶς. Ἡ ὄσφρησή τους ὀσφραίνοταν τὴν εὐωδία τῆς θεότητος. Τ’ αὐτιά τους ἄκουγαν τὸν θεῖον ὕμνο τῶν ἀχράντων δυνάμεων. Τὸ στόμα τους γευόταν τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καινούργιο στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Τὰ χέρια τους ψηλαφοῦσαν τὰ αἰώνια ἀγαθὰ καὶ τὰ πόδια τους χόρευαν στόν θάλαμο. Ἔτσι λοιπὸν μὲ ὅλες τους τίς αἰσθήσεις χόρταιναν τὴν ἄφατη ἀγαλλίαση.
Σὲ λίγο μεταδόθηκε ὁ θεῖος ἐκεῖνος ὕμνος ἀπ’ τὸ δεύτερο τάγμα στό τρίτο καὶ ἀπ’ τὸ τρίτο στό τέταρτο, ὡς τὸ τελευταῖο προκαλῶντας μὲ τὸ γλυκύτερο ἀπ’ τὸ μέλι μέλος του τέρψη καὶ ἡδονὴ στίς καρδιές τῶν ἁγίων. Καὶ ἦταν ὑπέροχο ὅτι δέν ψάλλοταν ἕνας ὕμνος συνεχῶς ἀπὸ τὰ τάγματα, ἀλλὰ ὑπῆρχε ἀπερίγραπτη ποικιλία καὶ πρωτοτυπία στήν ὠδή πού ἔψαλλαν.
Ὅταν οἱ ἑφτά κύκλοι τῶν ταγμάτων ὡλοκλήρωσαν τὴν καθαρή τους δοξολογία, τότε ἄρχισαν καὶ τὰ τάγματα τῶν ἀρχαγγέλων τὸν τρισάγιο ὕμνο: Ἔψαλλε ὁ Μιχαήλ καὶ ἀντιφωνοῦσε ὁ Γαβριήλ. Καὶ πάλι ὑμνοῦσε ὁ Ῥαφαήλ καὶ συμπλήρωνε ὁ Οὐριήλ. Ἄκουγε κανεὶς πρωτάκουστες ἁρμονίες. Οἱ τέσσερις πύρινοι στῦλοι, οἱ ἀρχάγγελοι, ξεχώριζαν καὶ ἦταν ὁ ὕμνος τους φλογερὸς καὶ βροντερός.
Παρακινημένοι ἀπ’ τὴν ἄπειρη ἐκείνη τρυφὴ ἄρχισαν τότε καὶ οἱ ἅγιοι Πάντες μεσ’ ἀπ’ τὸν οὐράνιο θάλαμο νά ψάλλουν τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι μέσα ἀντηχοῦσε ὕμνος, ὕμνος κι ἔξω, ὕμνος καὶ παντοῦ. Ἄσματα πανίερα, ποὺ φλόγιζαν τὶς καρδιές μὲ μακαρία ἡδονὴ στούς ἀτελευτήτους αἰῶνες. Ὅταν τὰ εἶχε δεῖ πιὰ ὅλα αὐτὰ ὁ τρισμακάριος Νήφων καὶ βρισκόταν σὲ μεγάλη ἔκστασῃ καὶ θεωρία, ἄκουσε τή φωνή τοῦ Θεοῦ νά τοῦ λέη:
› Νήφων, Νήφων, ὡραία ἦταν ἡ προφητικὴ σου ὀπτασία. Ἀλλὰ ὅλα αὐτά που εἶδες καὶ ἄκουσες γράψε τα μὲ κάθε λεπτομέρειᾳ, γιατὶ ἔτσι καὶ θὰ γίνουν. Τὰ φανέρωσα σὲ σένα γιατὶ εἶσαι πιστὸς φίλος, ἀγαπητό μου παιδὶ καὶ κληρονόμος τῆς βασιλείας μου. Βεβαιώσου λοιπὸν τώρα πού σὲ ἀξίωσα νά γίνης αὐτόπτης τῶν φρικτῶν μυστηρίων γιά τή μεγάλῃ μου φιλανθρωπία πρὸς ὅλους ἐκείνους πού προσκυνοῦν μὲ ταπείνωση τή βασιλείᾳ καὶ τὴν ἐξουσία μου. Γιατὶ Ἐγὼ εὐφραίνομαι νά «ἐπιβλέπω ἐπὶ τὸν πρᾶον καὶ ἡσύχιον καὶ τρέμοντά μου τοὺς λόγους».
Ἀφοῦ τοῦ εἶπε αὐτὰ ὁ Κύριος τὸν ἀπέλυσε ἀπὸ τήν φοβερή καὶ πολυθαύμαστη ὀπτασία, ποὺ ἐπὶ δύο ἐβδομάδες τὸν εἶχε ἀπορροφήσει. Ὅταν πιὰ ἦρθε στόν ἑαυτὸ του, καθόταν τρομοκρατημένος καὶ θρηνοῦσε καὶ ὠδυρόταν. Τὰ δάκρυα του ἔτρεχαν ποτάμι κι ἔλεγε:
› Ἀλλοίμονο σὲ μένα τὸν ἄσωτο! Τὶ περιμένει τὴν ἀθλία ψυχή μου! Ἀλλοίμονο μου τοῦ ἐλεεινοῦ! Σὲ ποία καταστάσῃ ἄραγε θὰ βρεθῶ ἐκεῖ ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλός! Τὶ θ’ ἀπολογηθῷ πρὸς τὸν Κριτῇ; Τὶ λόγο θὰ δώσω γιά τὶς ἁμαρτίες μου; Ἄχ, ὁ βέβηλος καὶ ἄθλιος!… Στεναγμό δέν ἔχω οὔτε δάκρυα. Ἀλλὰ καὶ μετανοίᾳ δέν μοῦ βρίσκεται. Ἐλεημοσύνη καθόλου! Προσευχή τίποτε! Ἀγάπη μηδέν! Ἡ ἀκακία κι ἡ πραότητα στέκουν πολὺ μακριά μου! Ἀλλοίμονο! Τὶ νά κάνω ὁ ἐλεεινὸς καὶ ῥυπωμένος; Ἀπὸ ποῦ νά ἁρπαχθῷ γιά νά σωθῇ ἡ ψυχή μου; Τὸν χιτῶνά μου τὸν μόλυνα, τὸ βάπτισμα τὸ λέρωσα, τὴν ψυχή μου τήν βύθισα στόν βοῦρκο. Τὸν νοῦ μου τὸν σκότισα, τήν ζωή μου τήν βάρυνα «ἐν κραιπάλῃ καὶ μέθη». Ἄχ! ὁ ἁμαρτωλὸς δέν ξέρω τὶ νά κάνω! Τὰ μάτια μου βλέπουν τὰ αἴσχη. Τὸ πρόσωπό μου εἶναι καταντροπιασμένο. Τὰ αὐτιά μου ἡδύνονται σὲ δαιμονικά τραγούδια. Ἡ ὄσφρησή μου ζητάει εὐωδίες. Τὸ στόμα μου ρέπει στήν πολυφαγία. Ἀλλοίμονό μου τοῦ ταλαιπώρου! Τὰ χέρια μου τέρπονται στήν ἁμαρτία. Τὸ σῶμα μου ποθεῖ νά κυλισθῇ στόν βόρβορο τῆς ἀνηθικότητας καὶ κυνηγάει τὰ μαλακὰ κρεββάτια καὶ τὴν καλοφαγία…
Ὤχ, ὁ παράνομος καὶ σκοτεισμένος καὶ ῥυπαρός! Ποῦ νά πάω δέν ξέρω. Ποῖος θὰ μὲ βγάλη ἀπὸ κείνη τὴν πικρὴ φωτιά; Ποῖος θὰ μὲ γλυτωση ἀπ’ τὸ σκότος τὸ ἐξώτερο τοῦ φρικτοῦ ταρτάρου; Ποῖος θὰ μ’ ἀπαλλάξῃ ἀπ’ τὸν βρυγμό τῶν ὀδόντων; Ἀλλοίμονο, ἀλλοίμονο μου τοῦ σιχαμεροῦ, τοῦ παρανόμου! Καλύτερα νά μὴν εἶχα γεννηθῇ!… Ἄχ, τὶ δόξα πρόκειται νά στερηθῶ ὁ μαῦρος! Τὶ τιμή, τὶ στεφανια, πόση χαρά, πόση φαιδρότητα θὰ χάσω, ἐπειδὴ ὑποδουλώθηκα στήν ἁμαρτία! Ταλαίπωρη ψυχή! Ποῦ εἶναι λοιπὸν ἡ κατάνυξη σου; Ἀλλοίμονό σου βέβηλη καὶ θλιβερή! Ποῦ θὰ εἶναι ἡ θεση σου τὴν ἥμερα ἐκείνη; Ἔπραξες κανένα καλό πού ν’ ἀρέσῃ στόν Θεό; Θὰ μπῇς στό καμίνι. Πῶς ὅμως θ’ ἀντέξης τὸ οὐαὶ καὶ τὸν ὀδυρμό; Ὤ, ῥυπαρὴ ψυχή, ποὺ ποθοῦσες πάντα νά κυλίεσαι στή σαπίλα, ποὺ ἀδιάκοπα ὑπηρετοῦσες τὸ στομάχι!
Ἄνομη καὶ διεφθαρμένη, τὶ ντροπὴ θὰ δοκιμάσῃς στό βλέμμα τοῦ Ἰησοῦ! Μὲ ποῖα μάτια θ’ ἀτενίσης τὸ γλυκύτατο Του πρόσωπο; Πές μου, πές μου! Τὰ εἶδες ἐκεῖνα τὰ θαυμάσια θεάματα, ποὺ ὁ Κύριος θὰ πραγματοποιήση κάποτε. Πές μου λοιπὸν ψυχή, ἔχεις ἔργα ἀντάξια γιά κείνη τή δόξα; Πῶς θὰ μπῇς ἐκεῖ, ἀφοῦ μίανες τὸ θεῖο βάπτισμα; Ἀλλοίμονό σου τότε, μολυσμένη ψυχή μου! Σοῦ μέλλει νά κληρονομήσῃς τὸ αἰώνιο πῦρ’ καί ποῦ θὰ εἶναι τότε ἡ ἁμαρτία καὶ ὁ πατέρας της γιά νά σὲ σώσουν;
Ἀλλὰ Κύριέ μου, Κύριε,
Σῶσε με ἀπὸ τή φωτιά,
Ἀπὸ τὸν βρυγμό τῶν ὀδόντων,
Ἀπὸ τὸν Τάρταρο…
Μ’ αὐτὰ τά λόγια ἔλεγχε τὸν ἑαυτὸ του ὁ μακάριος προσευχόμενος. Τὶς κατοπινές μέρες τὸν ἔβλεπες νά περπατάη σέρνοντας τὰ βήματά του μὲ πικροὺς στεναγμούς, θρήνους καὶ δάκρυα. Ἀναλογιζόταν τὰ θαυμάσια πού εἶδε, κι ἔκανε ὅ,τι μποροῦσε γιά νά τὰ κατακτήσῃ. Συχνά -ὅταν στοχαζόταν πιὸ βαθιά καὶ πιὸ καθαρὰ τὸ ὅραμα του› γινόταν ἐκτός ἑαυτοῦ. Φλεγόταν ἀπ’ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἀναφωνοῦσε:
› Ὤ, τὶ χαρά, τὶ δόξα, τὶ λαμπρότητα περιμένει τοὺς ἁγίους στούς οὐρανούς! Πόσο φοβᾶμαι μήπως τὰ στερηθῶ!
Ἀναστέναζε βαθιά καὶ πρόσθετε:
› Κύριε, βοήθησε καὶ σῶσε τήν σκοτισμένη ψυχή μου.
Απολυτίκιον
Θείας χάριτος σεπτόν δοχείον, Νήφων γέγονας κι εκκλησίας, ποιμενάρχης ανεδείχθης θεόκλειτος, της μετανοίας τους τρόπους εδίδαξας και απαθείας την χάριν επλούτισας. Πάτερ όσιε Χριστόν τον Θεόν ικέτευε δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Κοντάκιον Ήχος β’. Προστασία των χριστιανών.
Ως παθών εκ της πείρας κατέμαθες, πάτερ Νήφων πώς δει αναστρέφεσθαι, τους ποθούντας, ευρείν αιώνιον ζωήν, διο, δίδαξον ημάς, νήψεώς τε και ευχής, τας οδούς αγιώτατε˙ όπως συγκεκραμένοι, Πνεύματι τω Αγίω, οφθώμεν οίκοι τω Θεώ, ευωδίας και χάριτος.
Μεγαλυνάριον
Νήφωνα τον μέγαν εν ασκηταίς, και εν ιεράρχαις, τον φωστήρα τον θεαυγή, ύμνοις θεσπεσίοις τιμήσωμεν ως πρέπει, Χριστού γαρ όντως πέλει, θείον εικόνισμα.
Έτερον Μεγαλυνάριο
Έθραυσας δαιμόνων μύλας σοφώς, δια μετανοίας, ιεράρχα θαυματουργέ, και Αγγέλων Νήφων, κατηύφρανας τα πλήθη, τω εξαισίω βίω, και τη ασκήσει σου.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Πρέσβευε Κυρίω δια παντός, ιεράρχα Νήφων, δούναι νήψιν και προσευχήν, τοις θαυμάζουσί σου, την θείαν πολιτείαν, και εξαιτούσι Πάτερ, την μεσιτείαν σου.
Πηγή: («Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος, τόμος τέταρτος – Δεκέμβριος, σ. 260-264) Αναλογία, (ἀπό τό Βιβλίο «ΕΝΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ», Ἱερά Μονή Παρακλήτου - Ὠρωπός) Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός
Γεννήθηκε καί μεγάλωσε στή Ρώμη στό τέλος τοῦ 3ου μ.Χ αἰῶνος. Ἦταν κόρη ἀρχοντικῆς καί πλούσιας οἰκογένειας. Παρά τήν σκληρή ἐπαγρύπνηση τοῦ εἰδωλολάτρη πατέρα της Πραιτεξτάτου, ἡ Χριστιανή μητέρα της Φαύστα
Γεννήθηκε στη Βαλλύνια κατά το δεύτερο ήμιση του 13ου αιώνα από τους ευσεβείς γονείς Θεόδωρο και Ευπραξία. Όταν ήταν μικρός δεν μπορούσε να μιλήσει αλλά κατά θαυματουργική παρέμβαση έγινε καλά. Στα 12 του χρόνια μπήκε στο μοναστήρι και έμαθε και την τέχνη της αγιογραφίας. Με την ευλογία του ηγουμένου του έζησε απομονωμένος στις όχθες του ποταμού Ράτα. Εκεί σιγά-σιγά διαμορφώθηκε μια μοναστική αδελφότητα και χτίστηκε μια μονή προς τιμήν του Σωτήρος Χριστού. Η φήμη του είχε εξαπλωθεί παντού.
Ανεδείχθηκε Μητροπολίτης Ρωσίας υποστηριζόμενος από τόν ηγεμόνα τῆς Γαλικίας Γεώργιο Λβόβιχ καί χειροτονήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τόν Πατριάρχη Αθανάσιο Α’. Η Πρωθιεραρχεία του σημαδεύθηκε ἀπό τήν μεταφορά της Μητροπολιτικής έδρας ἀπό τό Κίεβο στή Μόσχα, χωρίς καί πάλι νά αλλάξει ὁ τίτλος του Μητροπολίτη Ρωσίας, γεγονός πού ἐνίσχυσε τήν θέση της Ἡγεμονίας απέναντι στίς άλλες. Κατά τήν εμφύλια διαμάχη μεταξύ των ηγεμόνων Μιχαήλ Γιαροσλάβιτς του Τβέρ καί Γεωργίου Ντανίλοβιτς της Μόσχας, υποστήριξε ανοικτά τόν δεύτερο, διότι διέβλεπε τήν ἀνάγκη ἑνώσεως τῶν μικρών Ρωσικών Ἡγεμονιών κάτω ἀπό μία πολιτική έδρα καί ἕναν ηγεμόνα. Τελικά ὁ τίτλος τοῦ Μεγ. Ηγεμόνα κατακτήθηκε ἀπό τόν Ηγεμόνα της Μόσχας Ιωάννη Α’ Ντανίλοβιτς Καλιτά (1326), από τόν ὁποῖο ὁ Μητροπ. Πέτρος ζήτησε τήν ανέγερση του Καθεδρικού Ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου Κρεμλίνου (Ουσπένσκυ Σομπόρ), στον οποίο καί ενταφιάσθηκε.
Ιδιαίτερα σημαντικά είναι τα γραπτά που έχουν διασωθεί απ'αυτόν και στα οποία εκφράζει την ανυσηχια και την φροντίδα του για τον πιστό λαό. Την εποχή εκείνη η Ρωσία υπέφερε από τους Τατάρους. Το 1313 επισκέφθηκε τον Τατάρο Χαν Ουζμπέκ στο στρατόπεδο της Χρυσής Ορδής και πέτυχε την έκδοση ενός διατάγματος ευνοικού για την εκκλησία.
Εκοιμήθη στις 21 Δεκεμβρίου 1326. Το άφθαρτο λείψανό του βρίσκεται στο Κρεμλίνο στον Καθεδρικό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Πηγή: Προσκυνητής
«Η αγία Ιουλιανή έζησε επί της βασιλείας του Μαξιμιανού και ήταν κόρη πλουσίων γονέων, οι οποίοι την μνήστευσαν με κάποιο συγκλητικό, ονόματι Ελεύσιο. Ενώ ο Ελεύσιος ήθελε να την νυμφευθεί, δεν δέχτηκε η αγία, η οποία του είπε: Εάν δεν αποκτήσεις πρώτα την εξουσία της πόλεως, δεν συνέρχομαι σε γάμο μαζί σου. Αυτός πράγματι καταστάθηκε στο αξίωμα του επάρχου, αλλά αυτή του είπε πάλι: Εάν δεν μεταστραφείς στην πίστη των χριστιανών από τη θρησκεία των ειδώλων, δεν καταδέχομαι την κοινωνία σε γάμο με εσένα. Αυτός τότε αποκάλυψε τα πάντα στον πατέρα της παρθένου, ο οποίος, επειδή δεν μπόρεσε να της αλλάξει την πίστη στον Χριστό, την παρέδωσε κατά τους νόμους της εποχής προς εξέταση στον έπαρχο και μνηστήρα της. Ο μνηστήρας της την γύμνωσε από τον χιτώνα της και έδωσε εντολή σε ένδεκα στρατιώτες να την μαστιγώσουν με ωμά βούνευρα, τόσο που την καταξέσχισαν. Στη συνέχεια την κρέμασαν από τα μαλλιά, ώστε αποσπάσθηκε το δέρμα της κεφαλής της, έπειτα κατέφλεξαν τις πλευρές της με σίδερα πυρωμένα, όπως και διαπέρασαν από το μέσο των μηρών της άλλο σίδερο πυρακτωμένο και αυτό.
Στο τέλος, έδεσαν τα χέρια της στα πλευρά της και κατά την εντολή του επάρχου την οδήγησαν στη φυλακή. Την ίδια λοιπόν νύκτα που ρίχτηκε στη φυλακή και ενώ προσευχόταν, της εμφανίστηκε ο αφανής εχθρός και πολέμιος όλων διάβολος, σε σχήμα αγγέλου, ο οποίος την προέτρεπε να θυσιάσει στα είδωλα και να ελευθερωθεί. Η αγία όμως, αφού τον απώθησε, τον έκανε και χωρίς τη θέλησή του να ομολογήσει όλα τα σχετικά με αυτόν. Την οδήγησαν πάλι στον έπαρχο και επειδή παρέμενε αμετάθετη στην αγάπη του Χριστού, την έριξαν σε καμίνι που το είχαν ανάψει πολύ. Το καμίνι σβήστηκε με παράδοξο τρόπο, με αποτέλεσμα πεντακόσιοι άνδρες να πιστέψουν στον Χριστό, οι οποίοι και τελειώθηκαν αμέσως με ξίφος, μαζί με εκατόν τριάντα γυναίκες. Η μάρτυς στη συνέχεια ρίχτηκε σε φλογισμένο λέβητα, αλλά ο λέβητας έγινε λουτρό για τη μακάρια Ιουλιανή. Κι όχι μόνο αυτό: ο λέβητας λύθηκε και χύθηκε έξω το πυρακτωμένο περιεχόμενό του, σαν να κινήθηκε από κάποια μηχανή, και κατέστρεψε τους απίστους που βρίσκονταν ολόγυρά του. Από όλα αυτά η μάρτυς παρέμεινε αβλαβής, γι’ αυτό και υπέστη τελικά τον διά ξίφους θάνατο. Ήταν δε όταν μνηστεύτηκε τον Ελεύσιο ένδεκα χρονών, ενώ όταν μνηστεύτηκε τον Χριστό διά του μαρτυρίου, δεκαοκτώ χρονών. Τελείται δε η σύναξή της στο μαρτύρειο αυτής, που βρίσκεται πλησίον της αγίας μάρτυρος Ευφημίας στο Πέτριο.»
Η αγία Ιουλιανή συνιστά, κατά τον άγιο Ιωσήφ, τον υμνογράφο της αγίας, τον μαγνήτη, που μαγνήτισε τον ίδιο τον Κύριο και Θεό της. Ήταν τέτοιες και τόσες οι αρετές της, λόγω της πληγωμένης από έρωτα Κυρίου καρδιάς της, ώστε Εκείνος την αγάπησε για το κάλλος της ψυχής της και την οδήγησε στον νυμφώνα της βασιλείας Του. Για τον υμνογράφο δηλαδή η αγία Ιουλιανή ανήκει στη χορεία των πέντε παρθένων της γνωστής παραβολής, που «εισήλθον μετ’ αυτού εις τους γάμους». Η παρθενία της δεν υπήρξε στείρα και άκαρπη, αλλά πλήρης του ελαίου της χάριτος του Θεού. «Ετρώθης τω γλυκυτάτω έρωτι Χριστού πανεύφημε» (πληγώθηκες από τον γλυκύτατο έρωτα του Χριστού, πανεύφημε), «όθεν σου ο Κύριος νυν ηράσθη του κάλλους και προς φωτεινότατον σε νυμφώνα εισήξεν» (γι’ αυτό ο Κύριος αγάπησε το κάλλος σου τώρα και σε έβαλε μέσα στον φωτεινότατο νυμφώνα Του). Η αγία δηλαδή κατενόησε από πολύ μικρή ότι ο Χριστός, αν θέλει κανείς να νιώσει τη δύναμη και τη χάρη Του, δεν είναι το περιθώριο της ζωής, αλλά το κέντρο και η διαρκής αναφορά. Όπως Εκείνος μας προσέφερε όλον τον Εαυτό Του, κατά τον ίδιο τρόπο ζητάει και τη δική μας ολοκληρωτική προσφορά. «Ολόκληρον σαυτήν τω Θεώ προσενήνοχας» (ολόκληρο τον εαυτό σου πρόσφερες στον Θεό), σημειώνει ο υμνογράφος.
Με τον τρόπο αυτό η αγία Ιουλιανή είδε εμπειρικά να πραγματοποιείται και στον εαυτό της η υπόσχεση του Κυρίου, ότι όποιος θα Τον αγαπήσει αληθινά, θα γίνει κατοικητήριο δικό Του, θα Τον δει να φανερώνεται ο Ίδιος στην ύπαρξή του. Κι είναι αυτό που αδιάκοπα κραυγάζει η Εκκλησία και οι άγιοί μας: η πίστη μας δεν είναι κάτι το θεωρητικό, αλλά αγκαλιάζει και το σώμα και την ψυχή μας. Μόλις νιώσει κανείς λίγο την αγάπη του Θεού, αμέσως Εκείνος καθίσταται ένοικος της ψυχής και του σώματος του ανθρώπου. «Ετέλεσας την ψυχήν, ναόν πανάγιον Θεού, ένδοξε» (έκανες την ψυχή σου πανάγιο ναό του Θεού, ένδοξε). Ο υμνογράφος όμως γίνεται σαφής. Δεν θέλει να αφήσει περιθώριο παρεξήγησης, ώστε να νομίσει κανείς ότι έχει φτάσει αυτήν την αγάπη. Συνεχίζει λοιπόν για την αγία: «θείοις ναοίς πάντοτε, ύμνοις και ευχαίς παρεδρεύουσα». Δηλαδή: έκανες την ψυχή σου ναό πανάγιο του Θεού, με το να ζεις πάντοτε μέσα στους θείους ναούς, με τους ύμνους και τις προσευχές. Με άλλα λόγια, η αγάπη του Θεού προϋποθέτει την ένταξη στην Εκκλησία, την αγάπη για τις ακολουθίες της Εκκλησίας, την αγάπη για τους ύμνους και τις προσευχές. Πράγματι, δεν υπάρχει πιο άμεσος και αποτελεσματικός τρόπος να αγαπήσει κανείς τον Θεό από το να εμβαπτίζει διαρκώς την ύπαρξή του σε ό,τι αποτελεί χώρο του Θεού και τραγούδια του Θεού. Που σημαίνει: αν σήμερα η αγάπη προς τον Θεό έχει υποχωρήσει, κατά το μεγαλύτερο μέρος φταίει η μικρή ή και μηδαμινή σχέση του ανθρώπου με την λατρεία της Εκκλησίας.
Ο άγιος Ιωσήφ, εν αγνοία του, επισημαίνει κάτι που ιδιαιτέρως στην εποχή μας αποτελεί σχεδόν παραδοξότητα: το «ερύθημα της παρθενίας». Λέγοντας για την μάρτυρα ότι στράφηκε ολοκληρωτικά προς τον Χριστό τονίζει ότι έκανε το φυσικό κόκκινο χρώμα της παρθενίας, το κοκκινάδι δηλαδή της σεμνότητας και της ντροπαλοσύνης, πιο λαμπρό με το αίμα του μαρτυρίου της. Τι ωραία εικόνα! Τι ποιητική σύλληψη! Μας λέει να δούμε με τα μάτια της ψυχής μας την αγία γεμάτη σεμνότητα, με κόκκινα τα μάγουλά της από τη χάρη της παρθενίας της. Κι αυτό το κόκκινο να το δούμε πιο έντονο πια, μετά το μαρτύριό της. Το μαρτύριό της δηλαδή ήταν η συνέχεια της παρθενίας της. Η επιβεβαίωση της σεμνότητάς της και της χάρης που την διακατείχε. Έτσι μας καθοδηγεί ο υμνογράφος να δούμε και το νόημα της παρθενίας: ως της καθαρότητας πρωτίστως της ψυχής διά της ανατάσεως αυτής προς τον Σωτήρα Χριστό. Κι αυτή η ανάταση είναι ένα είδος μαρτυρίου, του μαρτυρίου της συνειδήσεως, που προεκτείνεται και με το μαρτύριο του αίματος, όταν ζητηθεί κάτι τέτοιο.
Πώς να μην ενεργήσει η χάρη του Θεού μέσα σε ένα τέτοιο πλάσμα; Πώς ο Χριστός να μην την διατηρήσει αβλαβή από όσα οι δαιμονοκίνητοι διώκτες της της έκαναν; Πώς να μην επηρεαστούν βλέποντάς την όλοι οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι; Και τι λέει επ’ αυτού ο άγιος Ιωσήφ; Όλοι αυτοί που μέσω της αγίας βρήκαν την πίστη του Χριστού υπήρξαν και η δική της προίκα σ’ Εκείνον. «Ώσπερ προίκα πολύτιμον τω Νυμφίω προσήγαγες, αθληφόρε ένδοξε, δήμον άγιον, τοις θαυμασίοις πιστεύσαντα, οις πίστει ετέλεσας» (Σαν πολύτιμη προίκα πρόσφερες στον Νυμφίο Χριστό, αθλοφόρε ένδοξε Ιουλιανή, όλους εκείνους τους αγίους ανθρώπους, που πίστεψαν στον Χριστό από τα θαυμάσια που με πίστη τέλεσες). Η αγία Ιουλιανή μας καθοδηγεί και σ’ αυτήν την αλήθεια: η αγία βιοτή μας, η συνεπής πορεία μας πάνω στα χνάρια του Χριστού λειτουργεί ιεραποστολικά: φέρνει και άλλους στον Χριστό. Κι αυτό λογαριάζεται σε εμάς. Συνιστά την προίκα μας μπροστά στον Χριστό. Πόση «προίκα» τέτοια άραγε θα φέρουμε κι εμείς μαζί μας; Πόσους ανθρώπους δηλαδή θα έχουμε επηρεάσει θετικά σε όλη την επίγεια ζωή μας, ώστε αυτό να «μετρήσει» υπέρ ημών στην κρίση του Θεού;
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς νύμφη πανάμωμος καὶ ἀθληφόρος σεμνή, τῷ Λόγῳ νενύμφευσαι τοῦ ἀθανάτου Πατρός, Ἰουλιανὴ ἔνδοξε, σὺ γὰρ φθαρτὸν μνηστήρα παριδοῦσα, ἐμφρόνως ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν καὶ τὸν ὄφιν καθεῖλες· καὶ νῦν ταῖς τοῦ νυμφίου σου τρυφᾶς φαιδρότησι.
Πηγή: Ακολουθείν
Ο π. Ιωάννης (Ιβάν) Ίλιτς Σέργιεφ γεννήθηκε την 18/10/1829, μέρα γιορτής του μεγάλου Σλαύου Οσίου Ιωάννη της Ρίλας (Βουλγαρίας), του οποίου πήρε το όνομα. Το χωριό του λέγεται Σούρα στο νομό Αρχάγγελσκ στη βορεινή Λευκή θάλασσα της Ρωσίας.
ΣΗΜΕΡΑ ἑορτάζει ἕνας ἅγιος ἄγνωστος δυστυχῶς στοὺς πολλούς. Εἶνε ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας. Γι᾿ αὐτὸν θὰ σᾶς πῶ λίγες λέξεις.
Ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα ἐπεισόδια τῶν Εὐαγγελίων εἶνε τὸ ἑξῆς. Μιὰ μέρα πλησίασαν τὸ Χριστὸ κάτι φτωχὲς μανάδες μὲ τὰ παιδιά τους στὴν ἀγκαλιά, γιὰ νὰ τὰ εὐλογήσῃ. Οἱ μαθηταὶ τὶς διώχνανε, νὰ μὴν τὸν ἐνοχλοῦν. Ὁ Χριστὸς ὅμως εἶπε· «Ἄφετε τὰ παιδία ἔρχεσθαι πρός με»· ἀφῆστε τὰ παιδιὰ νὰ᾿ ρθοῦν κοντά μου (Μᾶρκ. 10,14). Καὶ τὰ πῆρε στὴν ἀγκαλιά του τὰ φτωχὰ παιδιὰ τῶν ψαράδων, τὰ εὐλόγησε καὶ τοὺς εἶπε λόγια πατρικά.
Γιατί τὰ λέω αὐτά; Γιατὶ ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιὰ ἐκεῖνα, ποὺ πῆρε στὴν ἀγκαλιά του ὁ Χριστός, ἦταν καὶ ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος. Τότε ὁ Κύριος εἶπε· «Ὅστις ταπεινώσῃ ἑαυτὸν ὡς τὸ παιδίον τοῦτο, οὗτός ἐστιν ὁ μείζων ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν. καὶ ὃς ἐὰν δέξηται παιδίον τοιοῦτον ἓν ἐπὶ τῶ ὀνόματί μου, ἐμὲ δέχεται»· ὅποιος ταπεινωθῇ σὰν αὐτὸ τὸ παιδί, αὐτὸς εἶνε ὁ ἀνώτερος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν· κι ὅποιος δεχθῇ ἕνα τέτοιο παιδὶ στὸ ὄνομά μου, ἐμένα δέχεται (Ματθ. 18,4-5).
Πόσο μεγάλο πρᾶγμα εἶνε νὰ πηγαίνῃ ἡ μάνα τὰ παιδιά της στὸ Χριστό! Ἄλλοτε εἶχαν χαρὰ νὰ βλέπουν τὸ παιδί τους στὸ ἀναλόγιο νὰ λέῃ τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ τὸ «Πιστεύω». Τώρα ἀλλάξανε τὰ πράγματα. Yπάρχουν γονεῖς ποὺ ἐμποδίζουν τὰ παιδιά τους ν᾿ ἀκοῦνε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Φοβοῦνται μὴ γίνουν καλόγεροι, μὴ μείνουν «καθυστερημένα». Μάνα, ποὺ δὲν ἀφήνει τὸ παιδί της νὰ πάῃ κοντὰ στὸ Χριστό, κάνει τὸ πιὸ μεγάλο ἔγκλημα. Για τὶ παιδί, ποὺ δὲ γνωρίζει καὶ δὲν ἀγαπάει τὸ Χριστό, εἶνε δυστυχισμένο, ἔστω καὶ ἂν αὔριο γίνῃ ἐπιστήμονας καὶ πάρῃ προῖκες καὶ μάθῃ γλῶσσες.
Ἕνα, λοιπόν, ἀπὸ τὰ παιδιὰ αὐτὰ ποὺ εὐλόγησε ὁ Χριστὸς ἦταν ὁ Ἰγνάτιος, ποὺ μεγάλωσε κοντὰ στοὺς ἀποστόλους. Γνώρισε τὸν Ἰωάννη τὸν Θεολόγο καὶ ἔγινε μαθητής του. Ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους χειροτονήθηκε διᾶκος, ἔπειτα πα πᾶς, καὶ τέλος ἐπίσκοπος στὴ μεγάλη πόλι τῆς Ἀντιοχείας. Εἶνε ὁ δεύτερος ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας μετὰ τὸν Εὔοδο.
Εἶχε ἐπίγνωσι τῆς ἀποστολῆς του. Ὅταν λειτουργοῦσε, λέει ὁ βίος του, ἔβλεπε ὀπτασίες, νὰ γεμίζῃ ἀγγέλους τὸ ἅγιο βῆμα. Ὅπως ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ποὺ «ἀγγέλους ἔσχε συλλειτουργοῦντας», ἔτσι καὶ αὐτός.
Ἦταν ἐπίσκοπος σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα κέντρα τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνισμοῦ, στὴν Ἀντιόχεια, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Κύπρο. Δὲν ἦταν τότε εὔκολο νὰ εἶσαι Χριστιανός. Ὁ χριστιανισμὸς στοίχιζε συλλήψεις, φυλακίσεις, θάνατο.
Πέρασε τότε ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια ὁ εἰδωλολάτρης βασιλιᾶς Τραϊανός, ποὺ πήγαινε σὲ πόλεμο ἐναντίον τῶν Πάρθων. Σταμάτησε ἐκεῖ κ᾿ ἔμαθε, ὅτι ὑπάρχει στὴν πόλι ἕνας ἐπίσκοπος, ποὺ κάνει μεγάλη θραῦσι στοὺς εἰδωλολάτρες. Τὸν κάλεσε λοιπόν. Μόλις τὸν εἶδε τοῦ εἶπε·
› Κακοδαίμων καὶ δυστυχισμένε ἄνθρωπε.
› Ὄχι, ἀπαντᾷ ὁ Ἰγνάτιος· εἶμαι εὐτυχισμένος. Ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστό, εἶνε ὁ πιὸ εὐτυχισμένος· δυστυχισμένος εἶνε αὐτὸς ποὺ δὲνπιστεύει στὸ Χριστό, ἔστω καὶ ἂν ἔχῃ κορώνα ἐπάνω στὸ κεφάλι…
Ἔγινε μεγάλος διάλογος, ἀλλὰ ὁ Ἰγνάτιος ἔμενε ἀσάλευτος στὴν πίστι. Στὸ τέλος ὁ Τραϊανὸς διατάζει, νὰ τὸν συλλάβουν, νὰ τὸν δέσουν, καὶ νὰ τὸν χτυπήσουν μὲ μολύβδινες σφαῖρες. Τοῦ ἅπλωσαν τὰ χέρια κ᾿ ἔβαλαν ἀπὸ κάτω φωτιά. Ἄναψαν ξύλα βουτηγμένα στὸ λάδι καὶ τοῦ ἔκαιγαν τὰ πλευρά. Τὸν ἔβαλαν ὄρθιο πάνω σὲ ἀναμμένα κάρβουνα. Τοῦ ἔξυναν τὸ σῶμα μὲ σιδερένια νύχια. Τίποτε δὲ᾿ στάθηκε ἱκανὸ νὰ τὸν κάνῃ νὰ ὑποχωρήσῃ.
Τέλος ὁ αὐτοκράτωρ διατάζει δέκα στρατιῶτες, ἕνα βάρβαρο ἀπόσπασμα, νὰ τὸν μεταφέρουν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια στὴ Ῥώμη, γιὰ νὰ τὸν ῥίξουν στὰ θηρία. Τότε, γιὰ τὸ ταξίδι αὐτὸ χρειάζονταν τρεῖς – τέσσερις μῆνες.
Δεμένο τὸν περνοῦσαν ἀπὸ πόλι σὲ πόλι. Ἀλλ᾿ αὐτὸς στήριζε τοὺς Χριστιανοὺς στὴν πίστι. Ὅταν φτάσανε στὴ Ῥώμη τὸν βάλανε στὴ φυλακή. Κάποιοι Χριστιανοὶ ἔκαναν προσπάθειες νὰ μὴ θανατωθῇ. Ὅταν τό ᾿μαθε ὁ ἅγιος, τοὺς εἶπε ἐκεῖνα τὰ ἀνεκτίμητα λόγια·
› Ἂν μ᾿ ἀγαπᾶτε, ἂν ἀγαπᾶτε ὄχι τὸ κορμί μου ἀλλὰ τὴν ψυχή μου, μὴ φέρνετε ἐμπόδιο στὸν ἱερό μου πόθο. Ἀφῆστε με νὰ μαρτυρήσω γιὰ τὸ Χριστό. Τὰ δόντια τῶν θηρίων θὰ γίνουν μύλος ποὺ θὰ μὲ ἀλέσῃ σὰν σιτάρι, γιὰ νὰ γίνω καθαρὸ ψωμὶ τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι μίλησε ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος. Καὶ προσευχήθηκε καὶ τὸ ζήτησε αὐτὸ ἀπὸ τὸ Θεό.
Ὅταν ἦρθε ἡ μέρα γέμισε τὸ ἀμφιθέατρο. Ὁ Ἰγνάτιος στάθηκε ἐκεῖ μέσα ἀτάραχος. Φέρανε ἕνα κλουβὶ μὲ πεινασμένα λιοντάρια. Ἄνοιξαν τὴ σιδερένια πόρτα καὶ τὸ πρῶτο λιοντάρι πετάχτηκε ἔξω. Ἔπειτα ἄλλο. Καὶ ὥρμησαν ἴσια ἐπάνω του… Μπορεῖτε νὰ φανταστῆτε τὸ μαρτύριο· νὰ πέφτουν πάνω στὸν ἅγιο, νὰ ξεσχίζουν μὲ τὰ νύχια τὶς σάρκες του, νὰ γλείφουν τὰ αἵματα, καὶ ν᾿ ἀκούγωνται τὰ δόντια τους νὰ θραύουν τὰ ὀστᾶ του…
Θεέ μου, τί ἄγριες σκηνές! Δὲν θά ᾿πρεπε στὸ ἀμφιθέατρο νὰ εἶνε οὔτε ἕνας ἄνθρωπος. Κι ὅμως μαζεύτηκε πλῆθος, καὶ γινόταν πάταγος… Μὴ μοῦ μιλᾶτε γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἅμα σκεφτῇ τί κτῆνος καὶ τί θηρίο εἶνε, θὰ πρέπῃ ν᾿ ἀπελπιστῇς.
Μετὰ τὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου μείνανε στὸ τέλος μόνο μερικὰ χοντρὰ ὀστᾶ. Ἔμεινε καὶ κάτι ἄλλο ποὺ δὲν τὸ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς ὅμως τὸ πιστεύουμε. Τὰ λιοντάρια ἄφησαν ἄθικτη τὴν καρδιὰ τοῦ ἁγίου! Σεβάστηκαν τὴν καρδιά, ποὺ ἦταν γεμάτη ἀγάπη καὶ ἔρωτα γιὰ τὸ Χριστό. Λέει ἡ παράδοσις, ὅτι σχίσανε τὴν καρδιά, καὶ μέσα βρῆκαν γραμμένη μὲ χρυσᾶ γράμματα τὴ φράσι «Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἔρως τῆς ψυχῆς μου». Ἀπὸ αὐτὸ ὠνομάστηκε Θεοφόρος· διότι ἔφερε μέσα του τὸ Χριστό, τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό.
Πῆγαν κατόπιν τὴ νύχτα οἱ Χριστιανοὶ μὲ κίνδυνο, σκούπισαν μὲ βαμβάκια τὰ αἵματα τοῦ μάρτυρος, πήρανε τὰ λείψανα τῶν ὀστῶν του καὶ τὰ μετέφεραν στὴν Ἀντιόχεια. Ἐκεῖ ἔμειναν πολλὰ χρόνια, ἕως ὅτου πῆγαν οἱ σταυροφόροι τοῦ πάπα, τὰ παιδιὰ τοῦ διαβόλου, κλέψανε τὰ ἅγια αὐτὰ λείψανα μαζὶ μὲ ἄλλα, καὶ τὰ ἔχουν τώρα αὐτοί.
Αὐτὸ εἶνε τὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου. Τί διδασκόμεθα ἐμεῖς;
Καταδικάζουμε ἐκείνους τοὺς βαρβάρους, ποὺ βλέπανε στὸ ἀμφιθέατρο τὰ ἄγρια θεάματα κ᾿ εὐχαριστιόνταν. Ἀλλὰ δὲν εἴμεθα καλύτεροι ἐμεῖς. Κ᾿ ἐμεῖς, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, πηγαίνουμε σὲ ἄθλια θεάματα. Βλέπουμε νὰ πυροβολοῦν, νὰ σκοτώνουν, νὰ τοὺς κυνηγᾷ ἡ ἀστυνομία, καὶ στὸ τέλος νὰ βγαίνουν νικηταὶ καὶ νὰ τοὺς χειροκροτοῦν… Τί εἶνε αὐτὸς ὁ λαός! Εὐχαριστιέται σὲ γκαγκστερικὰ καὶ αἰσχρὰ θεάματα, νὰ βλέπῃ νὰ ἀτιμάζουν καὶ νὰ σκοτώνουν… Τί περιμένεις μετά; Εἶνε ἁμαρτωλὰ τὰ μάτια αὐτά.
\Τὸ λέω μὲ δάκρυα· ἂν ἤμασταν ὅλοι ὁμόψυχοι, δὲ᾿ θὰ μποροῦσε ὁ κάθε ἐκμεταλλευτὴς νὰ παρουσιάζῃ θεάματα ποὺ ξαναγυρίζουν τὸν κόσμο στὸ ἀμφιθέατρο τῆς Ῥώμης.
Τὸ ἕνα ποὺ διδασκόμεθα εἶνε αὐτό. Τὸ δεύτερο ποιό εἶνε; Μοῦ κάνει ἐντύπωσι ἡ ἀγάπη τοῦ Ἰγνατίου. Ἀγαποῦσε τὸ Χριστὸ ὅταν μικρὸ παιδάκι τὸν πῆρε στὴν ἀγκαλιά του. Τὸν ἀγαποῦσε ὅταν μεγάλωσε. Τὸν ἀγαποῦσε ὅταν ἦταν νέος. Τὸν ἀγαποῦσε ὅταν ἔγινε διᾶκος, ὅταν ἔγινε παπᾶς, ὅταν ἔγινε ἐπίσκοπος. Τὸν ἀγαποῦσε κι ὅταν ἔγινε πλέον γέροντας. Τὸν ἀγαποῦσε μέχρι τὸ τέλος, μέχρι τὰ θηρία.
Δὲ᾿ μοῦ λέτε, ἀδέρφια καὶ ἀδερφάδες καὶ πατεράδες μου, ἐμεῖς τὸν ἀγαποῦμε τὸ Χριστό; Ἂν κατέβαινε ἕνας ἄγγελος κι ἄνοιγε τὴν καρδιά μας, τί θὰ ἔβλεπε μέσα; Θά ᾿βρισκε νά ᾿νε ὁ Χριστὸς ὁ ἔρως τῆς καρδιᾶς μας; Ὦ ντουνιᾶ ψεύτη κι ἀπατεώνα! Γιορτάζουμε Χριστούγεννα. Καθαρίζουμε τὰ σπίτια μας, πλένουμε τὰ ροῦχα μας… Ποῦ ν᾿ ἀνοίξῃ ὁ ἄγγελος τὴν καρδιά μας! Τί θὰ βρῇ; Θὰ βρῇ χυδαίους ἔρωτες· σαρκός, χρημάτων, ματαίας δόξης. Ἐκεῖ εἶνε ἡ καρδιά μας.
Καὶ ὅμως ὁ Χριστὸς φωνάζει· «Παιδί μου, δός μου τὴν καρδιά σου» (Παροιμ. 23,26). Τί τὴ θέλει ὁ Χριστὸς τὴν καρδιά; Νὰ τὴν πλύνῃ, νὰ τὴν καθαρίσῃ μέσα στὰ δάκρυα τῆς μετανοίας, νὰ τὴν κάνῃ μιὰ φάτνη κ᾿ ἕναν οὐρανό.
Ἂς τοῦ δώσουμε λοιπὸν τὴν καρδιά μας. Τότε ἀληθινὰ κ᾿ ἐμεῖς, τὴ νύχτα τῆς Γεννήσεως, στὴ γῆ θὰ πατοῦμε ἀλλὰ στὰ οὐράνια θὰ βρισκώμεθα, καὶ πάνω ἐκεῖ θ᾿ ἀκοῦμε τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14).
Ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
ΑΘΛΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΦΟΡΟΥ
Όταν βασίλευε ο Τραϊανός, επίσκοπος στην Αντιόχεια ήταν ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος (αυτός που φέρει μέσα του τον Θεό). Λένε κάποιοι ότι τον Ιγνάτιο τον πήρε στα άγια χέρια του ο Δεσπότης Χριστός, όταν ήταν ακόμη μικρό βρέφος, κατά την ώρα της διδασκαλίας του. Σε μια στιγμή, ενώ δίδασκε στα Ιεροσόλυμα, είπε στον λαό:
› Όποιος δεν ταπεινώνει τον εαυτό του σαν αυτό το μικρό παιδί, δεν μπορεί να μπει στην βασιλεία των Ουρανών και όποιος υποδεχτεί ένα απ’ αυτά τα παιδιά στο όνομά μου, εμένα δέχεται.
Αυτά λέγοντας ο Δεσπότης Χριστός μίλησε για την μελλοντική προκοπή και πρόοδο του παιδιού, φανερώνοντας ξεκάθαρα την αποστολική του διδασκαλία.
Αυτός, λοιπόν, ο θείος Ιγνάτιος, μαζί με τον Πολύκαρπο, έγινε μαθητής του ευαγγελιστή Ιωάννη. Αργότερα, ο Πολύκαρπος, για τον μεγάλο ζήλο και την αγάπη που έδειξε στον Χριστό, έγινε επίσκοπος Σμύρνης. Ό Ιγνάτιος, χειροτονήθηκε ιερέας από τους ιερούς Αποστόλους, ψηφίστηκε επίσκοπος Αντιοχείας. Από τους αποστόλους έμαθε πολλά που έπρεπε να γνωρίζουν οι ιερείς και μαζί τους κόπιασε πολύ, βασανίστηκε να κηρύττει το λόγο της πίστης και κακοπάθησε ο ζηλωτής των αποστόλων, διδάσκοντας τα έθνη. Και, τέλος, γενόμενος διάκονος των μυστηρίων του Χρίστου, παραδόθηκε στ' άγρια θηρία και μαρτύρησε με πρωτοφανή αγριότητα, όπως θα γράψουμε παρακάτω.
Μετά την νίκη κατά των Ταρτάρων ο Τραϊανός φούσκωσε από υπερηφάνεια. Έτσι, άρχισε χειρότερο πόλεμο κατά των Χριστιανών, για να τους αναγκάσει να προσκυνήσουν τους θεούς του, επειδή νόμισε ότι αυτοί τον βοήθησαν στην νίκη του κατά των Ταρτάρων. Έστειλε λοιπόν, σ’ όλα τα κάστρα προσταγές ότι όσοι χριστιανοί δεν θελήσουν να θυσιάσουν στα είδωλα να τους βασανίζουν πρώτα σκληρά και κατόπιν να τους θανατώνουν χωρίς έλεος.
Ο Τραϊανός βρισκόταν στην Αντιόχεια και ετοίμαζε πόλεμο κατά των Περσών και μερικοί του μίλησαν για τον Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, ο όποιος δίδασκε τους ανθρώπους να προσκυνούν κάποιον νέο Θεό που πέθανε πάνω στον Σταυρό και την τρίτη μέρα αναστήθηκε. Επίσης, να φυλάνε παρθενία και να μισούν κάθε απόλαυση και καλοπέραση της ζωής. Και το χειρότερο απ' όλα να καταφρονούν τους θεούς και τις διαταγές των αρχόντων.
Όταν τ’ άκουσε αυτά ο Τραϊανός, θύμωσε τοσο πολύ που δεν μπόρεσε να κρύψει την οργή του. Ποιος τάχα ήταν αυτός ο επίσκοπος που αψηφούσε τις διαταγές του; Ποιός ήταν αυτός ο επίσκοπος που όχι μόνο δεν προσκυνούσε τους θεούς του, αλλά παρακινούσε των άλλους ν’ ασεβούν; Θάνατος σ' αυτόν τον επίσκοπο. Αυτοί οι λογισμοί του, έπρεπε να πραγματοποιηθούν αμέσως. Γι’ αυτό πρόσταξε άγρια τους ακολούθους του:
› Φέρτε τον αμέσως στο θέατρο.
Ό Ιγνάτιος, όταν παρουσιάστηκε μπροστά του, δεν φαντάστηκε ότι θ’ αντιμετώπιζε έναν τόσο σκληρό και απάνθρωπο βασιλιά.
› Συ είσαι ο Θεοφόρος εκείνος Ιγνάτιος -του λέει ο Τραϊανός με άγριο ύφος, που καταφρονείς τα προστάγματά μας, διαστρέφεις με την διδασκαλία σου τους Αντιοχείς και παρακινείς τους ανθρώπους να σέβονται τον Χριστό και το χειρότερο να καταφρονούν τους θεούς μας, αναιδέστατε.
Νόμισε ο βασιλιάς πώς έχει μπροστά του ένα στρατιώτη και τον διατάζει να εκτελέσει μια διαταγή του. Όμως η απάντηση του θαρραλέου επισκόπου ήρθε σαν κεραυνός στο κεφάλι του.
› Αλίμονο! πώς ονομάζεις θεούς τα άψυχα είδωλα; Ένας είναι ο αληθινός Θεός, ο Ιησούς Χριστός, ο μονογενής Υιός του Θεού, ο όποιος δημιούργησε όλο τον κόσμο· αν τον γνώριζες βασιλιά, θα σου στερέωνε το θρόνο της βασιλείας σου και το στέμμα.
Τέτοια κεραυνοβόλα απάντηση δεν την περίμενε ο Τραϊανός. Γι' αυτό απαντάει στον Άγιο:
› Άφησε τις πολυλογίες και προσκύνησε τους θεούς. Θα σε κάνω αρχιερέα του μεγάλου Δία, θα σε ονομάσω πατέρα της βουλής και θα σε τιμούν όλοι.
Τέτοιες μεγάλες τιμές οι αυτοκράτορες των Ρωμαίων δύσκολα έδιναν σε κάποιον. Όμως ο επίσκοπος Ιγνάτιος φαίνεται πώς ήταν για τον Τραϊανό ο άνθρωπος που θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς του· ν’ αλλάξει την πίστη των Χριστιανών και να επιστρέψουν στην ειδωλολατρία.
› Βασιλιά, του απάντησε ο άγιος, είσαι γενναιόδωρος και σπουδαία είναι τ’ αξιώματα πού μου προσφέρεις. Τι ανάγκη έχω εγώ από τέτοιες τιμές, πού είμαι ιερέας του αληθινού Θεού, στον όποιο θυσιάζω κάθε μέρα θυσία αινέσεως και είμαι έτοιμος να του θυσιάσω των τον εαυτό μου. Για την αγάπη του μπορώ να θανατωθώ με οποιονδήποτε τρόπο, γιατί Αυτός ο αθάνατος έπαθε θεληματικά για μένα. Επομένως, ακόμη και αν με παραδώσεις στα θηρία η σε ξίφος η με σταυρώσεις η με οδηγήσεις σε οποιοδήποτε πικρότατο θάνατο, ποτέ δεν θα προσκυνήσω τα δαιμόνια· ούτε κανένα θάνατο φοβούμαι και ούτε επιθυμώ πράγματα προσωρινά και επίγεια, αλλά ποθώ και επιθυμώ μόνο τα αιώνια. Μάθε, βασιλιά, πώς όλη μου η σκέψη και η καρδιά είναι στον Χριστό και επιθυμώ να πάω κοντά του με πικρό και επώδυνο θάνατο, επειδή και Αυτός πέθανε από αγάπη για μένα.
Στα λόγια αυτά του αγίου οι συγκλητικοί, για να τον περιγελάσουν, όπως νόμιζαν, του απάντησαν.
› Τί λες; ομολογείς και συ μαζί μας πώς ο Θεός σου πέθανε; Και αν αυτός θανατώθηκε με τέτοιο εξευτελιστικό τρόπο, πώς μπορεί να ωφελήσει τους δούλους του;
Ο Ιγνάτιος τους απάντησε με θεία φώτιση.
› Ο Ιησούς Χριστός, ο Θεός μου και Κύριος, πρώτα έγινε άνθρωπος και για την σωτηρία μας υπέμεινε με την θέλησή του τον Σταυρό και τον θάνατο, αλλά την τρίτη μέρα αναστήθηκε, αφού κατέλυσε την δύναμη του διαβόλου και μας έσωσε από την προπατορική αμαρτία. Και αφού ανέβηκε στους ουρανούς -από τους οποίους κατέβηκε ως άνθρωπος από την αειπάρθενο Μαρία› μας συνανύψωσε και μας χάρισε περισσότερα αγαθά. Ενώ οι δικοί σας θεοί, ως κακούργοι και πονηροί, δεν μπορούν να σας δώσουν κανένα καλό, αλλά σας έδωσαν περισσότερα πράγματα επιζήμια και βλαβερά. Δεν είναι θεοί, αλλά καταστροφικοί και αμαρτωλοί άνθρωποι που πέρασαν την ζωή τους αισχρά, άσχημα και ως υπαίτιοι πολλών θανάτων καταδικάστηκαν με αιώνιο θάνατο. Όπως φαίνεται στα βιβλία σας, ο πρώτος και μεγαλύτερος από τους θεούς, κατά την πλάνη σας, πέθανε στην Κρήτη και τον ενταφίασαν σ’ ένα όρος κοντά στο μεγάλο Κάστρο, το όποιο μέχρι σήμερα εξαιτίας αυτού του τάφου το ονομάζουν Όρος του Δία. Οι χωρικοί το λένε βαρβαρικά Γιούκουτα και οι Ιταλοί Monte Iovis, δηλαδή Όρος του Δία. Ο Ασκληπιός, αφού κατακάηκε από αστραπή, ξεψύχησε. Ο τάφος της Αφροδίτης στην Πάφο μέχρι σήμερα φαίνεται. Ό Ηρακλής πυρπολήθηκε από φωτιά και έτσι όλοι οι υπόλοιποι θεοί σας, ως καταστροφείς και κακοί, χάθηκαν κακήν κακώς με διάφορους τρόπους.
Καθώς διηγούνταν αυτά ο άγιος, ο βασιλιάς και η σύγκλητος φοβήθηκαν να μη φανερωθεί περισσότερο η πλάνη τους και βεβαιωθεί ο σεβασμός προς τον Χριστό και γι’ αυτό αποφάσισαν να τον φυλακίσουν μέχρι να τον εξετάσουν πάλι. Όμως, όλη την νύχτα ο βασιλιάς σκεπτόταν τίι να κάνει, για να γλιτώσει από την παρουσία του Ιγνατίου, ώστε να μην παρασύρει και άλλους Έλληνες στην δική του πίστη ως λόγιος που ήταν. Η διαβολική του σκέψη επικράτησε. Να τον φάνε τα θηρία, για να εξαφανίσει κάθε ίχνος του αγίου και να μην έχουν τους χριστιανοί κανένα λείψανο του και φέρουν αναταραχή στην ηρεμία της Αντιόχειας. Την σκέψη του αυτήν την συζήτησε και με την σύγκλητο, η οποία την βρήκε σωστή.
› Βασιλιά, του είπαν οι συγκλητικοί, η σκέψη σου είναι η καλύτερη. Να τον φάνε τα θηρία, αλλά να τον στείλουμε στην Ρώμη δεμένο και εκεί να τον ρίξουν στα άγρια θηρία, για δύο λόγους. Ο πρώτος, να μη θανατωθεί στην Αντιόχεια και τον δοξάζουν οι φίλοι του, έχοντας τα κόκκαλά του σε αγιασμό κατά την τάξη και συνήθειά τους. Ο δεύτερος, με ένα τέτοιο δρόμο μακρινό να κακοπάθει, να ταλαιπωρηθεί και να θανατωθεί ως κακούργος σε ξένη γη, ώστε να μην αξιωθεί να έχει καμιά επιμέλεια και ενθύμηση μετά τον θάνατο του.
Το σατανικό τους σχέδιο, λοιπόν, μπαίνει σ’ εφαρμογή. Τον βγάζουν από την φυλακή και πριν τον στείλουν στην Ρώμη, ξαναδοκιμάζει ο δαιμονισμένος Τραϊανός ν’ αλλάξει την πίστη του αγίου. Με υποσχέσεις και μεγάλα αξιώματα, με πλουτισμό, με φοβέρες για βασανιστήρια και τιμωρίες σκληρές, προσπαθεί να κερδίσει την μάχη. Όμως, δεν μπόρεσε να κλονίσει καθόλου τον «πύργο» της ομολογίας του και γι’ αυτό, απελπισμένος από την αποτυχία του, διέταξε να τον δέσουν και να τον στείλουν στην Ρώμη, προκειμένου να εκτελεστεί η απόφαση που πήραν για τον θάνατο του.
Αλυσοδεμένος σφιχτά σαν κακούργος, παραδίνεται σ’ ένα στρατιωτικό τάγμα, για να τον οδηγήσει στην Ρώμη, όπου επρόκειτο να τον ρίξουν στο θέατρο, όταν θα είχαν μεγάλη πανήγυρη και πολύ κόσμο, με σκοπό να τον κατασπαράξουν τ’ άγρια θηρία.
Έτσι, ενώ ο Τραϊανός εκστρατεύει κατά και Περσών, ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος οδηγείται στην Ρώμη. Η χαρά του είναι μεγάλη. Από καιρό ποθούσε τέτοιο θάνατο, για να πάει κοντά στον Σωτήρα Χριστό. Ευχαριστούσε μεγαλόφωνα τον Κύριο. Και κάνοντας προσευχή παρακάλεσε για την Εκκλησία, παραδίδοντας στον Θεό την ποίμνη του με δάκρυα στα μάτια και παρακαλώντας τον να τους σκεπάζει και να τους διαφυλάττει στην ευσέβεια μέχρι τέλους. Έπειτα ακολούθησε τους στρατιώτες με χαρά και αγαλλίαση ψυχής. Τι κι αν έφευγε μακριά από το ποίμνιο του; Η σκέψη του, η καρδιά του, η ευλογία του ήταν παντοτινά σ’ αυτούς. Τους αποχωριζόταν σωματικά, αλλά πνευματικά ήταν κοντά τους. Και καθώς απομακρυνόταν από την Αντιόχεια, τα μάτια της ψυχής του ήταν εκεί. Τους έβλεπε και τους ευλογούσε. Στην Σελεύκεια μπήκε σε πλοίο και περνώντας από την Σμύρνη χαιρέτησε τον Πολύκαρπο και τους άλλους επισκόπους και ιερείς, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν απ’ όλη την Εκκλησία της Ασίας, για να τον δουν, και ν’ απολαύσουν την γλυκύτατη διδασκαλία του. Και, αφού τους ασπάστηκε όλους, τους παράγγειλε να εύχονται για χάρη του να μην εμποδιστεί ο δρόμος της άθλησής του, αλλά ν’ αξιωθεί να τον φάνε τα θηρία, ώστε να συναντήσει γρήγορα τον ποθούμενο Κύριο. Αυτά τους είπε ο πάνσοφος, για να γνωρίσουν τον μεγάλο του πόθο και να μην πικραίνονται για τον θάνατο του, γιατί τους έβλεπε πώς ήταν πολύ λυπημένοι και φοβόταν μην στασιάσουν και τον αρπάξουν από τους στρατιώτες και εμποδίσουν έτσι την ποθούμενη οδοιπορία του. Το ίδιο φοβόταν μην κάνουν και οι ευσεβείς στην Ρώμη. Γι’ αυτό, πρόλαβε και τους έστειλε επιστολή γράφοντας αυτά:
«Ιγνάτιος, ο καλούμενος και Θεοφόρος, επίσκοπος στην Αντιόχεια της αγίας Εκκλησίας τού Θεού. Προς την φωτισμένη και ελεημένη από τον Θεό Εκκλησία των Ρωμαίων, την οποία χαιρετώ και ασπάζομαι στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, τον οποίο παρακάλεσα να με αξιώσει να δω τ’ αξιοθέατα και σεβάσμια πρόσωπά σας. Αυτή μου την επιθυμία εισάκουσε ο Πανάγαθος Θεός και να, έρχομαι να σας απολαύσω. Παρακαλώ την αγάπη σας να μη μ’ εμποδίσετε από τον ποθούμενο Χριστό, τον όποιο πηγαίνω να συναντήσω.
Μόνο προσευχηθείτε σ’ Αυτόν να μου δώσει δύναμη, για να είμαι Χριστιανός με τα έργα και όχι μόνο με τ’ όνομα. Έτσι γράφω και σ’ όλες τις Εκκλησίες ότι θεληματικά και με προθυμία πεθαίνω για τον Κύριο και αφήνω τα επίγεια και φθαρτά πράγματα, για ν’ απολαύσω τα άφθαρτα και αιώνια.
Μη με λυπηθείτε, λοιπόν, αλλ’ αφήστε να με φάνε τα θηρία, γιατί είμαι σιτάρι του Θεού και πρέπει να μ’ αλέσουν τα δόντια των θηρίων, για να βρεθώ στον Χριστό άρτος καθαρός και άγιος. Θα παρακαλούσα να κολακεύσετε τα θηρία να φάνε όλο το σώμα μου, γιατί τότε θα θεωρούμαι αληθινός μαθητής του Χριστού, όταν δεν δει πλέον ο κόσμος το σώμα μου. Τώρα αρχίζω να είμαι μαθητής Χριτού. Ας έρθουν σε μένα αναρίθμητα βάσανα· φωτιά, θηρία, σταυρός και άλλα δαιμονικά βασανιστήρια, αρκεί μόνο να συναντήσω τον γλυκύτατό μου Ιησού Χριστό.
Καλύτερα να πεθάνω γι’ Αυτόν παρά να εξουσιάσω όλα τα βασίλεια του κόσμου. Γιατί, ποια ωφέλεια παίρνει ο άνθρωπος, αν κερδίσει όλον τον κόσμο και ζημιώσει την ψυχή του ως άθλιος; Συγχωρείστε με, αδελφοί, και μη μ’ εμποδίσετε σάς παρακαλώ από τον θάνατο, αλλ’ αφήστε με ν’ απολαύσω τον ποθούμενο Χριστό μου με τον θάνατο, καθώς και αυτός σταυρώθηκε για την αγάπη μου. Δεν είναι για μένα φωτιά που αγαπά την ύλη, αλλά περισσότερο νερό ζωής που μου μιλά μέσα μου, λέγοντάς με να πάω προς τον Πατέρα. Δεν επιθυμώ υλικές τροφές που καταστρέφονται ούτε απολαύσεις της τωρινής ζωής αλλά μόνο ουράνιο άρτο, ο όποιος είναι το σώμα του Ιησού Χριστού Υιού του Θεού. Αυτά σας γράφω από την Σμύρνη την εικοστή Σεπτεμβρίου και υγιαίνετε, αγαπητοί, στο όνομα του Χριστού Ιησού του Κυρίου μας. Αμήν.»
Αφού έστειλε την επιστολή, τον πήραν οι στρατιώτες και βάδιζαν από την ξηρά, περνώντας πεζοί από τις Τρωάδα, Νεάπολη, Φιλιππούπολη, Μακεδονία και άλλες περιοχές, όπου σε όλες δίδασκε τον λόγο του Θεού, στηρίζοντας τους επισκόπους και πρεσβυτέρους και νουθετώντας τους νεωτέρους να είναι σταθεροί στην ευσέβεια. Και αφού διέπλευσε το Αδριατικό και Τυρρηνικό πέλαγος, έφτασε στην Ρώμη και παραδόθηκε από τους στρατιώτες στον έπαρχο της πόλης.
Όταν αυτός είδε τα γράμματα και τις προσταγές του βασιλιά, φυλάκισε αυστηρά τον άγιο. Όταν είχαν μεγάλη πανήγυρη, συγκεντρώθηκαν όλοι οι κάτοικοι της πόλης, όχι μόνο για την γιορτή αλλά και για να δουν τον Ιγνάτιο. Η φήμη κυκλοφόρησε παντού, ότι έφεραν τον επίσκοπο Αντιοχείας να τον ρίξουν στα θηρία για διασκέδαση του λαού. Γι’ αυτό το λόγο συγκεντρώθηκαν αμέτρητοι από παντού για να δουν. Τότε τον έφεραν οι στρατιώτες και τον παρουσίασαν στο θέατρο. Ο άγιος, όταν είδε τόσο πλήθος λαού, δεν κλονίστηκε στην πίστη του και στον πόθο για τον Χριστό αλλά με γενναίο και σταθερό φρόνημα είπε:
› Άντρες Ρωμαίοι και θεατές του αγώνα μου, να ξέρετε ότι δεν έκανα κανένα έγκλημα ούτε έφταιξα σε τίποτα, για να είμαι άξιος θανάτου. Αλλ’ αυτόν τον θάνατο τον δέχομαι σήμερα θεληματικά και χαρούμενα, για να συναντήσω τον αληθινό Θεό, τον όποιο διψώ και επιθυμώ ν’ απολαύσω. Και επειδή είμαι σιτάρι δικό του, αλέθομαι από τα δόντια των θηρίων, για να του γίνω άρτος καθαρός και άσπιλος.
Αυτά αφού είπε, παρακάλεσε τα λιοντάρια και τον κατέφαγαν ολόκληρο, όπως ο ίδιος ποθούσε. Ποια ψυχική δύναμη στ’ αλήθεια είχε ο άγιος μπροστά στα θηρία σε μια τέτοια δύσκολη ανθρώπινη ώρα! Ποια ανείπωτη αγάπη και πόσο πόθο έκρυβε στην καρδιά του και στο σώμα του ολόκληρο ο άγιος, για να υποστεί αυτό το φρικιαστικό θέαμα! Γλυκύτατε Ιησού! Όλα για την αγάπη σου, όχι μόνο ο άγιος Αντιοχείας, αλλά και πλήθος χριστιανών καθημερινά μαρτυρούσαν και μαρτυρούν για το όνομά Σου.
Από το άγιο σώμα του Αγίου δεν έμεινε τίποτε παρά μόνο λίγα μεγάλα λείψανα, τα όποια συμμάζεψαν οι πιστοί, αφού τελείωσε το θέαμα. Τα ενταφίασαν σε ξένο επίσημο τόπο με όλες τις καθιερωμένες τιμές και μ’ ευλάβεια μεγάλη στις 20 Δεκεμβρίου. Μετά από καιρό μετακόμισαν τα οστά του στην Αντιόχεια. Μαρτύρησε επί Τραϊανού πιθανόν το 109 η 110 μ.Χ.
Λέγεται ότι μετά τον αγιασμένο του θάνατο έκλαιγαν οι πιστοί στην Ρώμη για την στέρησή του και θρηνούσαν απαρηγόρητα με μεγάλο πόνο στον τάφο του, αγρυπνούντες και υμνούντες ακατάπαυστα τ’ άγιο όνομά του. Ο άγιος τους φανερώθηκε σε όραμα και, αφού τους ασπάστηκε, τους φίλησε και τους παρηγόρησε λέγοντας να μην θρηνούν, αλλά περισσότερο να χαίρονται, γιατί είναι με τον Κύριο. Έτσι καταπράυνε την λύπη τους.
Κάποιοι άλλοι πιστοί και ευσεβείς τον είδαν σε όραμα ιδρωμένο, όπως ήταν στον αγώνα της άθλησής του, και προσευχόμενο για την σωτηρία της πόλης και όλων των χριστιανών.
Τέτοιο ήταν το τέλος του Θεοφόρου, οι αγώνες και η αγάπη του για τον Χριστό. Αυτό το μαρτυρεί και ο Ειρηναίος, επίσκοπος Λουγδούνων, άνθρωπος πιστός και αξιόλογος, ο όποιος τον εγκωμίαζε πολύ στα συγγράμματά του και τον μνημόνευε. Ακόμη δε και ο πρόεδρος Σμύρνης Πολύκαρπος, ο όποιος τον ακλουθούσε από κοντά στην πορεία του από την Αντιόχεια στην Ρώμη και είδε με τα μάτια του όσα έπαθε. Ό Πολύκαρπος γράφει σε μια επιστολή του, για να τονώσει την πίστη και την ευσέβεια και Χριστιανών:
› Σάς παρακαλώ, αδελφοί, να έχετε υπακοή και υπομονή, καθώς είδατε και τον μακάριο Ιγνάτιο και πολλούς άλλους και σ’ αυτόν τον απόστολο των εθνών και διδάσκαλο Παύλο και άλλων που πίστεψαν. Όλοι αυτοί δεν έτρεξαν άσκοπα και χαμένα, αλλά κοπίασαν στην πίστη και δικαιοσύνη τού Θεού. Δεν αγάπησαν αυτόν τον ψεύτικο και αμαρτωλό κόσμο αλλά τον Δεσπότη Χριστό, με τον όποιο και συμμαρτύρησαν. Γι' αυτό και απ’ Αυτόν δοξάστηκαν. Έτσι, λοιπόν, ο θείος Ιγνάτιος, επιθυμώντας να γίνουν τα θηρία ο τάφος του, κατοίκησε περισσότερο στις ψυχές και φιλόθεων αντρών και όλοι τον είχαν σε μεγάλη ευλάβεια.
Αλλά και ο βασιλιάς Τραϊανός, ακούγοντας αργότερα τις αρετές αυτού του αγίου και ότι γενναία υπέμεινε το μαρτύριο και με χαρούμενο πρόσωπο, ευχαριστώντας τον βασιλιά που του έδωσε τέτοια ευκαιρία να γίνει ευχάριστη τροφή και θηρίων, τόσο πολύ ευλαβήθηκε τον Ιγνάτιο αλλά και τους άλλους χριστιανούς, επειδή εγκρατεύονταν από κάθε κακή πράξη, νήστευαν, προσεύχονταν όλη τη νύχτα και έκαναν άλλες αξιέπαινες πράξεις, ώστε μετάνιωσε για τα περασμένα και εξέδωσε διάταγμα να μην σκοτωθεί πλέον κανένας χριστιανός από τους ηγεμόνες και τους άρχοντες. Έτσι, όχι μόνο στην ζωή του ο Ιγνάτιος ήταν ωφέλιμος στους χριστιανούς, αλλά και μετά το θάνατο του έγινε καύχημα της πίστης μας στον Χριστό, επίδοση ευσέβειας, παράκληση θλιβομένων, καταφρόνηση της πρόσκαιρης ζωής, εγκράτεια των βλαβερών, καθαρότητα ζωής και διόρθωση σφαλμάτων. Με την χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού που δοξάζεται με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείῳ ἔρωτι ἐπτερωμένος, τοῦ σὲ ψαύσαντος χερσὶν ἀχράντοις θεοφόρος ἀνεδείχθης, Ἰγνάτιε· καὶ ἐν τῇ Δύσει τελέσας τὸν δρόμον σου, πρὸς τὴν ἀνέσπερον λῆξιν ἐσκήνωσας. Πάτερ ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε δωρίσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν, διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομών, καὶ τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Ἰγνάτιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Tῶν λαμπρῶν ἀγώνων σου, ἡ φωτοφόρος ἡμέρα, προκηρύττει ἅπασι, τὸν ἐκ Παρθένου τεχθέντα· τούτου γὰρ διψῶν ἐκ πόθου κατατρυφῆσαι, ἔσπευσας, ὑπὸ θηρίων ἀναλωθῆναι· διὰ τοῦτο Θεοφόρος, προσηγορεύθης Ἰγνάτιε ἔνδοξε.
Κάθισμα. Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐξ Ἑῴας ἐκλάμψας ὥσπερ ἀστήρ, καὶ ἀκτῖσι τῶν λόγων λαμπαδουχῶν, τὸν κόσμον ἐφώτισας, καὶ τὸ σκότος ἐμείωσας, καὶ ὡς ὁ Παῦλος τὸν δρόμον, γενναίως διήνυσας, ὑπομείνας κινδύνους, ἐν Ἔθνεσί τε καὶ πόλεσιν· ὅθεν καὶ ὡς σῖτος, τῶν θηρῶν τοῖς ὀδοῦσιν, ἠλέσθης γενόμενος, προσφορὰ τῷ Κυρίῳ σου, Θεοφόρε Ἰγνάτιε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Ἀβραὰμ μὲν ποτε τὸν υἱὸν ἐθυσίαζε, τὴν σφαγὴν προτυπῶν τοῦ τὰ πάντα κατέχοντος, καὶ νῦν ἐν Σπηλαίῳ σπεύδοντος τεχθῆναι, σὺ δὲ θεόφρον, ὅλον προσήγαγες σαυτόν ὥσπερ σφάγιον, καὶ τῶν θηρίων βρῶμα γενόμενος, σῖτος καθαρὸς ὤφθης τῷ Κτίστῃ σου, ἐν ἀποθήκαις ἐπουρανίαις διαιωνίζων ἀληθῶς, καὶ τοῦ σοῦ ἔρωτος τρυφῶν· δι’ ὃν πάντα τὸν κόσμον καταλείψας παμμάκαρ, Θεοφόρος προσηγορεύθης, Ἰγνάτιε ἔνδοξε.
Πηγή: (ἑσπερινὴ ὁμιλία στὸν Ι. Ναὸ Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης, Σάββατο 19-12-1970) Ορθόδοξος Έλληνας Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης, («Τα Μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου › Οι ωραιότεροι βίοι Αγίων από το Εκλόγιον του Αγαπίου του Κρητός Μοναχού», Εκδόσεις Άθωνας, Θεσσαλονίκη) Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...