Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ὁ Ἡρακλείδης ἦταν γιὸς ἱερέα εἰδωλολάτρη, τοῦ Ἱεροκλέα, ποὺ ἱεράτευε κατὰ τὴν Σολέα τῆς Κύπρου, στὸ χωριὸ Λαμπαδιστό. Ὁ ἱερέας διακρινόταν γιὰ τὰ φιλόξενα αἰσθήματά του καὶ γι’ αὐτὸ δὲν δίστασε νὰ φιλοξενήσει τὸν Παῦλο καὶ τὸν Βαρνάβα καὶ τὸν Μαρκο, ὅταν αὐτοὶ βρέθηκαν στὸ ἔδαφος τῆς Κύπρου. Τότε εἵλκυσαν στὸν Χριστὸ τὸν γιὸ τοῦ Ἡρακλείδη καὶ αὐτὸς στὴ συνέχεια ἔφερε στὸν Χριστὸ τοὺς γονεῖς του.
Γιὰ τὸν Ἅγιο Ἡρακλείδη διαβάζουμε τὰ ἑξῆς :
«Τίς σοῦ τὸν βίον ἰσχύσει ἐκδιηγήσασθαι;... Χαῖρε ὅτι ἐχρίσθης Ἱεράρχης θεόθεν. Χαῖρε ὅτι ἐφάνης ὁδηγὸς παιδιόθεν...»
Δικαιολογημένη ἡ ἀπορία. Δίκαιος καὶ ὁ ἔπαινος. Γιατί ὁ Ἅγιος Ἠρακλείδιος, ποὺ γιορτάζουμε στὶς 17 τοῦ Σεπτέμβρη, δὲν εἶναι μόνο ὁ πρῶτος Ἱεράρχης τῆς ξακουστῆς Ταμασοῦ, ἀλλὰ καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους καὶ πιὸ σπουδαίους Ἱεράρχες τῆς Νήσου τῶν Ἁγίων, τῆς εὐλογημένης Κύπρου μας. Γεννήθηκε στὴ Λαμπαδοὺ ἢ Λαμπαδιστό, ἕνα χωριὸ κοντὰ στὸ σημερινὸ Μιτσερό, κι ἦταν γιὸς εἰδωλολάτρη ἱερέα. Κάποια μέρα ποὺ πατέρας καὶ γιὸς καταγινόντουσαν μὲ τὴν προσφορὰ θυσίας στοὺς θεούς, δυὸ ξένοι πλησίασαν, κι ἀφοῦ χαιρέτησαν μὲ καλοσύνη, ζήτησαν νὰ μάθουν ἀπὸ αὐτοὺς τὸν δρόμο ποὺ θὰ τοὺς ὁδηγοῦσε πρὸς τὴν Πάφο. Οἱ δυὸ ξένοι, ποὺ φαινόντουσαν νὰ ἔρχονται ἀπὸ μακριά, ἦταν οἱ ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Μάρκος ποὺ εἶχαν ἔρθει στὸ νησὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο γιὰ τὴν πρώτη τους ἀποστολικὴ περιοδεία, γύρω στὸ 45 – 46 μ.Χ.
Ὁ εἰδωλολάτρης ἱερέας Ἱεροκλῆς ἡ Ἱερόκλεως, ὁ πατέρας τοῦ Ἠρακλειδίου, μὲ τὴν εὐγένεια καὶ τὴ φιλοξενία ποὺ διακρίνει τοὺς Ἕλληνες, ἔσπευσε νὰ καλέσει τοὺς ξένους νὰ παραμείνουν στὸ σπίτι του, ἐκεῖ στὸ χωριὸ, τὴν Λαμπαδού, γιὰ νὰ ξεκουραστοῦν. Οἱ Ἀπόστολοι ὅμως ἐπέμεναν νὰ προχωρήσουν καὶ αὐτός, γιὰ νὰ τοὺς διευκολύνει, ἔστειλε τὸν γιὸ του τὸν Ἠρακλέωνα, νὰ τοὺς συνοδεύσει ὡς ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό, καὶ νὰ τοὺς δείξει τὸν δρόμο. Εὐλογημένη συνάντηση! Καὶ τρισευλογημένη ἀπόφαση! Μόλις οἱ Ἀπόστολοι ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ ἐκεῖ, ἄρχισαν τὴ συζήτηση μὲ τὸν νεαρό.
› Τί ἐκάμνατε, παιδί μου, ἐκεῖ ποὺ σᾶς συναντήσαμε, ρώτησε ὁ ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ὁ Βαρνάβας.
› Προσφέραμε θυσία στοὺς θεούς μας, ἀπήντησε ὁ Ἠρακλείδιος.
› Θεοὶ οἱ πέτρες καὶ τὰ ξύλα; Ὄχι, παιδί μου. Αὐτὰ δὲν εἶναι θεοί. Εἶναι δημιουργήματα. Εἶναι ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων. Ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας. Αὐτός, ποὺ ἐδημιούργησε «τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, τὴν Θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὔτοις». Ὁ Θεός, ὁ ἀληθινὸς Θεός, δὲν κατοικεῖ μέσα σὲ χειροποίητους ναούς, οὔτε καὶ ὑπηρετεῖται ἀπὸ χέρια ἀνθρώπων, γιατί δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτα. Ἀντίθετα! Αὐτὸς εἶναι ποὺ δίδει σὲ ὅλα ζωὴ καὶ ἀναπνοὴ καὶ ὅλα ὅσα τοὺς χρειάζονται γιὰ τὴ συντήρησή τους. Αὐτός, ἀπὸ ἕνα ζευγάρι, ἔκανε ὅλα τὰ ἔθνη τῶν ἀνθρώπων ποὺ κατοικοῦν πάνω στὴ γῆ. Καὶ Αὐτός, ὅταν οἱ ἄνθρωποι πλανηθήκαμε, ἀπὸ ἀγάπη ἄπειρη ἔστειλε σ’ ἐμᾶς τὸν γιό του, τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, γιὰ νὰ μᾶς σώσει...
Ὁ Ἡρακλέων μὲ κατάνυξη ἄκουε τὰ λόγια τῶν Ἀποστόλων. Ἡ ψυχή του, σὰν τὴ διψασμένη γῆ, ρουφοῦσε κυριολεκτικὰ τὴν διδασκαλία γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; Εὐλογημένο! Ὁ νεαρὸς προσήλυτος, ὅταν ἔφθασαν στὸν ποταμὸ Σέτραχο, (μερικοὶ φρονοῦν πὼς ὁ ποταμὸς στὸν ὅποιο βαπτίσθηκε ὁ Ἠρακλείδιος εἶναι ὁ Καρκώτης, ὁ ποταμὸς τῆς Σολέας, ποὺ τρέχει κάτω ἀπὸ τὸ χωριὸ τῆς Μαραθάσας, τὸν Καλοπαναγιώτη, σὰν τὸν Εὐνοῦχο τῆς Κανδάκης τῆς βασίλισσας τῶν Αἰθιόπων), ρώτησε μὲ λαχτάρα:
› Ποιὸς μὲ ἐμποδίζει νὰ βαπτιστῶ;
› Κανένας, ἦταν ἡ ἀπάντηση. Ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσεις.
› Τὸ θέλω! φώναξε ὁ Ἡρακλέων. Τὸ θέλω μὲ τὴν καρδιά μου!
Τότε οἱ Ἀπόστολοι, γεμάτοι χαρά, κατέβηκαν στὸν ποταμό, τὸν βάφτισαν «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», καὶ τοῦ ἔδωκαν τὸ ὄνομα Ἠρακλείδιος. Μετὰ προχώρησαν σὲ μία σπηλιὰ κοντὰ στὸν ποταμό, στὴν ὁποία παρέμειναν μερικὲς μέρες συνεχίζοντες τὴ διδασκαλία.
Ἐκεῖ ἕνα πρωὶ ἦρθε ἀπροσδόκητα καὶ τοὺς συνήντησε κι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Τὴν ἑπόμενη ἔφτασε κι ὁ Μνάσων, τὸν ὁποῖο ὁ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὀνομάζει «ἀρχαῖον μαθητήν» (Πράξεις κα’ 16). Ἀφοῦ συμπληρώθηκε ἡ κατήχηση τοῦ νεοφώτιστου οἱ τρεῖς Ἀπόστολοι τὸν χειροτόνησαν ἐπίσκοπό της Ταμασοῦ καὶ τοῦ ἀνέθεσαν ὑστέρα ἀπὸ θερμὴ προσευχὴ νὰ συνεχίσει τὸ ἔργο τῆς ἁλιείας ψυχῶν στὴν πολυάνθρωπο πόλη. Μαζί του ἔμεινε καὶ ὁ Μνάσων. Οἱ δυὸ μαθητὲς ἀφοῦ ἀποχαιρέτησαν τοὺς Ἀποστόλους καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια κατευόδωσαν γιὰ τὴν Πάφο, ρίφθηκαν μὲ φλογερὸ ζῆλο στὸ ἔργο τους. Τὸ ἱερὸ ἔργο τῆς σωτηρίας ψυχῶν. Τόπος συνάξεων ἕνα ὑπόγειο. Ἕνα ὑπόγειο σπήλαιο, ποὺ σώζεται καὶ σήμερα καὶ ποὺ βρίσκεται μέσα στὸ ὁμώνυμο μοναστήρι. Τὸ σπήλαιο αὐτὸ χρησίμευσε ὄχι μονάχα ὡς ἐκκλησία στὴν ὁποία ὁ Ἠρακλείδιος συγκέντρωνε τοὺς πιστούς του, ἀλλὰ καὶ σὰν κατοικία καὶ ἀσκητήριό του. Κάτι περισσότερο. Τὸ σπήλαιο αὐτὸ ἔγινε ἀκόμη καὶ τάφος του, μὰ καὶ τάφος τῆς εἰδωλολατρίας.
Ἐδῶ θεμελιώθηκε ἡ πρώτη Ἐκκλησία ποὺ σιγά – σιγὰ ἁπλώθηκε σὲ ὅλη τὴν πόλη. Ἀνάμεσα στοὺς πρώτους ποὺ κλήθηκαν νὰ χαροῦν τὸ φῶς τῆς νέας ζωῆς, ὑπῆρξαν οἱ γονεῖς τοῦ φλογεροῦ καὶ ζηλωτὴ ἐργάτη τοῦ χριστιανικοῦ ἀμπελώνα. Τὰ λόγια τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ «εἴτις τῶν ἰδίων καὶ μάλιστα τῶν οἰκείων οὐ προνοεῖ, τὴν πίστιν ἤρνηται καὶ ἐστὶν ἀπίστου χειρῶν» (Ἀ Τιμ. ε’ 8), βρῆκαν στὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου ἕνα πιστὸ καὶ ἐνθουσιώδη ἐκτελεστή. Μὲ τὶς στοργικές του νουθεσίες καὶ τὶς θερμές του παρακλήσεις τόσο ὁ πατέρας, ὅσο κι ἡ μητέρα του ἀσπάσθηκαν μὲ χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη τὴν καινούργια θρησκεία καὶ βαφτίστηκαν. Πόση χριστιανικὴ ἀγαλλίαση καὶ ἱκανοποίηση δοκίμασε ὁ νεαρὸς ἱεραπόστολος τὴν ἥμερα ἐκείνη! Τὴν ἥμερα ποὺ οἱ γονεῖς του φόρεσαν τὸν λευκό τοῦ βαπτίσματος χιτώνα. Καλότυχοι γονεῖς. Εὐτυχισμένος γιός!
Μὲ τὶς ὑπεράνθρωπες προσπάθειες τοῦ Ἁγίου τὸ μικρὸ ποίμνιο ποὺ σχηματίστηκε στὴν ἀρχὴ γύρω του, μεγάλωνε μέρα μὲ τὴν ἡμέρα, ὥστε σὲ λίγο καιρὸ ἡ πόλη τῆς Ταμασοῦ νὰ γίνει ἕνα περίλαμπρο χριστιανικὸ κέντρο. Στὴν αὔξηση αὐτὴ μαζὶ μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ τὸν φλογερὸ ζῆλο του, πολὺ συνέβαλε καὶ τὸ θαυματουργικὸ χάρισμα μὲ τὸ ὁποῖο πλούσια τὸν χαρίτωσε ὁ Κύριος. Πολλά, πάρα πολλὰ θαύματα ἀναφέρονται στὸν Ἅγιο καὶ παλαιά, μὰ καὶ στὴν ἐποχή μας. Θὰ σημειώσουμε ἐδῶ μερικά.
Μιὰ μέρα, ἕνα φίδι φαρμακερὸ (κουφή) δάγκασε τὸ μονάκριβο παιδὶ κάποιας γυναίκας ποὺ ἦταν συγγενὴς τῆς συζύγου τοῦ κοινοτάρχη τῆς Ταμασοῦ, τῆς Μακεδονίας, τὴν ὁποία οἱ ἅγιοι ἔσωσαν νωρίτερα ἀπὸ βέβαιο θάνατο. Ἡ Τροφίμη – ἔτσι λεγόταν ἡ μητέρα – μαζὶ μὲ μερικοὺς ἄλλους φανεροὺς πιστοὺς ἔτρεξαν καὶ κάλεσαν τοὺς δυὸ Ἁγίους στὸ σπίτι ποὺ ἦταν τὸ παιδί. Οἱ Ἅγιοι μὲ προθυμία ἔσπευσαν νὰ ἀνταποκριθοῦν στὴν παράκληση. Σὰν ἔφθασαν, ὁ Ὅσιος Ἠρακλείδιος γονάτισε μπροστὰ στὸ ἄτυχο παιδὶ καὶ σήκωσε τὰ χέρια. Τὴν στιγμὴ ποὺ μὲ κατάνυξη προσευχόταν καὶ ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ ἀναστήσει τὸ νεκρὸ παιδί, ἡ μητέρα ἔξαλλη ἀπ’ τὴν λύπη κτύπησε τὸ κεφάλι στὸν τοῖχο καὶ ἔπεσε καὶ αὐτὴ κάτω νεκρή.
Ὁ Ὅσιος χωρὶς νὰ ταραχθεῖ, συνέχισε τὴν προσευχή του. Σὰν τέλειωσε, ἔκαμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ πάνω στὸ παιδί, τὸ πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ τράβηξε. Ὁ Ἀέτιος — αὐτὸ ἦταν τὸ ὄνομά του – ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ σηκώθηκε σὰν νὰ ξυπνοῦσε ἀπὸ βαρὺ ὕπνο. Τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ Ὅσιος Μνάσων ἀνέστησε καὶ τὴν Τροφίμη, τὴ νεκρὴ μητέρα καὶ τῆς παρέδωσε τὸ παιδί της. Οἱ παρευρισκόμενοι ξέσπασαν σὲ οὐρανομήκεις δοξολογίες. Ἀμέσως ἡ Τροφίμη, ἀφοῦ ντύθηκε τὴν πιὸ καλή της φορεσιὰ καὶ ἕντυσε λαμπρὰ καὶ τὸ παιδί της, ξεχύθηκε μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους, τὴν συγγενή της Μακεδονία καὶ τὸ πλῆθος στὸν δρόμο καὶ φώναξε μὲ πίστη καὶ παλμό:
› Πιστεύω στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ κηρύττουν ὁ Ἠρακλείδιος καὶ ὁ Μνάσων.
Μὲ συγκίνηση ἡ πομπὴ προχώρησε στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ κι ἐκεῖ τετρακόσια νέα πρόσωπα, ἄνδρες καὶ γυναῖκες βαπτίσθηκαν καὶ ἔγιναν χριστιανοί.
Ἄλλη φορά, ἐνῶ ὁ Ἠρακλείδιος καὶ ὁ Μνάσων ἱερουργοῦσαν στὸ ναὸ καὶ τὰ πλήθη τῶν πιστῶν ἔψαλλαν μὲ κατάνυξη τοὺς ἱεροὺς ὕμνους, ἕνας δαιμονισμένος ἀπὸ τὰ Πέρα, ποὺ ὑπέφερε ἀπὸ πνεῦμα πονηρό, ποὺ τὸν βασάνιζε γιὰ καιρό, μπῆκε στὴν ἐκκλησία, ὄρμισε πάνω στὸν Ἠρακλείδιο καὶ τοῦ ξέσχισε τὸ ἔνδυμα. Ἀμέσως ὅμως γιατρεύτηκε καὶ ἄρχισε νὰ δοξάζει τὸν Θεό. Στὸ ἄκουσμα τοῦ Θαύματος, πλήθη λαοῦ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες ἔφεραν στοὺς Ἁγίους διάφορους ἀρρώστους, καὶ αὐτοὶ τοὺς γιάτρεψαν καὶ ὑστέρα τοὺς βάπτισαν. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ὁ Ἅγιος θεράπευσε ἕναν τυφλὸ καὶ ἕναν κουτσὸ καὶ ἔκανε καλὰ ἕναν παράλυτο. Ἐπίσης ἔγινε αἰτία νὰ πιστέψει ἕνας ἄγαλματοποιὸς καὶ νὰ βαπτισθεῖ μὲ τὰ τρία παιδιά του καὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους.
Τὸ εὐεργετικὸ ἔργο τῶν Ἁγίων στὴν πόλη τῆς Ταμασοῦ ἦρθε νὰ διακόψει αὐτὸ τὸν καιρὸ μία ἐπιστολὴ ἀπὸ μέρους τῶν δυὸ Ἀποστόλων, τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Βαρνάβα. Τὴν ἔφερε ἀπὸ τὴν Πάφο κάποιος Νικόλαος. Στὸ «γράμμα» αὐτὸ οἱ Ἀπόστολοι ἔγραψαν στὸν Ἠρακλείδιο ὅσα τοὺς συνέβησαν ἐκεῖ, καὶ τοῦ ζητοῦσαν νὰ σπεύσει νὰ τοὺς συναντήσει καὶ νὰ βοηθήσει καὶ αὐτὸς στὸ κήρυγμα. Ὁ Ὅσιος ἀφοῦ ἀνήγγειλε στὰ πνευματικά του παιδιὰ τὸ περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς καὶ ζήτησε ἀπὸ αὐτὰ τὶς προσευχές τους, τέλεσε τὸ Μυστήριό τῆς Θείας Εὐχαριστίας, χειροτόνησε τὸν γιὸ τῆς Μακεδονίας, Γρηγόριο, σὲ πρεσβύτερο καὶ τοῦ ἀνέθεσε νὰ κατηχεῖ τὸν λαό, καὶ ξεκίνησε νὰ ἐκπληρώσει τὴν ἀποστολικὴ ἐντολή. Μαζί του πῆρε τὸν Μνάσωνα καὶ κάποιον ἄλλο, τὸν Ροδώνα.
Στὸν δρόμο πρὸς τὴν Πάφο, ἐκεῖ στὸ χωριὸ Ἀνώγυρα, ὁ Ἅγιος Ἠρακλείδιος ἔκαμε καλὰ ἕναν τυφλό, ἀφοῦ τοῦ ἄγγιξε τὰ μάτια καὶ ἐπικαλέσθηκε τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κι αὐτός, γεμάτος εὐγνωμοσύνη, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ θεραπευτῆ του κι ἄρχισε νὰ φωνάζει:
› Σ’ εὐχαριστῶ, καλέ μου ἄνθρωπε. Σ’ εὐχαριστῶ, καὶ πιστεύω μὲ τὴν καρδιὰ τὸν Θεό, ποὺ κηρύττεις.
Στὸ ἄκουσμα τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ μαζεύτηκαν πολλοὶ ἀπὸ τὰ γύρω χωριά, γιὰ νὰ δοῦν καὶ τὸν θεραπευθέντα καὶ νὰ γνωρίσουν καὶ τοὺς ξένους. Στὸ ἀντίκρισμα τοῦ τυφλοῦ ποὺ ξανάβλεπε καὶ δοξολογοῦσε τὸν Θεὸ τῶν ὁσίων μὲ ἔκσταση, ἄρχισαν κι αὐτοὶ νὰ φωνάζουν: Ἐλέησέ μας, Κύριε. Ἐλέησέ μας, σὲ παρακαλοῦμε, τοὺς δούλους σου. Οἱ Ἅγιοι μίλησαν καὶ σ’ αὐτοὺς γιὰ τὸν Ἰησοῦ καὶ τὴν σωτηρία ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο καὶ στὸ τέλος βάπτισαν περὶ τοὺς δεκαπέντε ἄνδρες. Ἕνας μάλιστα ἀπὸ τοὺς νεοφώτιστους, ποὺ εἶχε καὶ τὸ χέρι του ἀκίνητο, σὰν ξεραμένο θεραπεύθηκε μὲ τὸ βάπτισμα.
Οἱ ἱερεῖς τῶν εἰδωλολατρῶν ποὺ ἄκουσαν καὶ εἶδαν ὅσα ἔγιναν, ξεσήκωσαν τὰ πλήθη ἐνάντια στοὺς Ἁγίους καὶ ἔτσι αὐτοὶ ἔφυγαν τὸ ταχύτερο γιὰ τὴν Πάφο. Ἀφοῦ γιὰ ἕνα διάστημα συνέδραμαν τὸ ἔργο τῶν ἀποστόλων, ξαναγύρισαν στὴν Ταμασὸ περνώντας ἀπὸ τὸ Κούριο, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸ σημερινὸ χωριὸ Ἐπισκοπή. Στὴν ἐπιστροφή τους, μετὰ τὸ Κούριο, γιάτρεψαν μία δαιμονισμένη ποὺ ἔτρεχε ξωπίσω τους καὶ τοὺς φώναζε. Ὁ Ἠρακλείδιος τὴν σφράγισε τρεῖς φορὲς μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ ἀμέσως τὸ δαιμόνιο ἔφυγε ἀπὸ τὸ δυστυχισμένο πλάσμα, ποὺ Θεραπεύθηκε καὶ δόξαζε τὸν Θεό.
Οἱ ζηλωτὲς Ἱεραπόστολοι μὲ τὴν καρδιὰ πλημμυρισμένη ἀπὸ χαρὰ συνέχισαν τὸν δρόμο τους. Ὅταν ἔφτασαν ἐκεῖ στὸ χωριὸ Μελίνη, ἔμαθαν ὅτι ἡ ἀδελφή τοῦ Ἠρακλειδίου ἡ Ἠρακλειδιανή, εἶχε ἀφήσει τὸν κόσμο αὐτὸ ἀπὸ μέρες καὶ εἶχε πετάξει στὸν οὐρανό. Οἱ Ἅγιοι τάχυναν τὸ βῆμα πρὸς τὴν Ταμασὸ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πρὸς τὸ βουνὸ Κορώνη, ὅπου εἶχε ταφεῖ ἡ Ὁσία. Μπροστὰ στὸν τάφο της σταμάτησαν, ἔψαλαν μερικοὺς νεκρώσιμους ὕμνους καὶ ὕστερα πῆγαν στὴν ἐκκλησία, ὅπου ὁ Ἅγιος μίλησε στὰ πλήθη, λόγους παρηγοριᾶς καὶ πνευματικῆς οἰκοδομῆς.
Δέκα μέρες μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ὁσίων στὴν Ταμασό, κάποιος εἰδωλολάτρης ἀπὸ τὴ Λαμπαδιστὸ ἢ Λαμπαδού, ποὺ εἶχε τὸ ὄνομα Τιμόθεος, παρουσιάσθηκε στὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο καὶ τοῦ εἶπε, πὼς πρὸ καιροῦ εἶχε ἐμπιστευθεῖ στὴν ἀδελφή του Ἠρακλειδιανὴ ἕνα ποσὸ χρημάτων, γιὰ νὰ τὸ φυλάξει. Ὁ Ἅγιος, στὴν παράκληση τοῦ Τιμοθέου νὰ τοῦ ἐπιστραφοῦν τὰ χρήματα, διέταξε νὰ δώσουν σ’ αὐτὸν νὰ φάγει καὶ ὑστέρα σηκώθηκε καὶ τράβηξε στὸν τάφο. Ξωπίσω του ἀκολούθησαν ὁ Μνάσων καὶ μερικοὶ ἄλλοι. Ὅταν ὁ Ἠρακλείδιος ἔφθασε ἐκεῖ, γονάτισε καὶ μὲ στοργὴ κάλεσε τὴν ἀδελφή του καὶ τῆς εἶπε γλυκά:
› Ἀδελφή μου ἀγαπημένη! Ξύπνα, σὲ παρακαλῶ, καὶ πές μου, ποῦ ἔβαλες τὰ χρήματα τοῦ Τιμοθέου;
› Τὰ χρήματα, πατέρα καὶ ἀδελφέ μου, ἀπήντησε ἡ νεκρή, θὰ τὰ βρεῖτε κάτω ἀπὸ μία πέτρα στὸ πάτωμα τοῦ κρεβατιοῦ.
› Κοιμήσου ἐν εἰρήνῃ, ἀδελφή μου, πρόσθεσε ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος.
Τὰ χρήματα βρέθηκαν καὶ δόθηκαν στὸν Τιμόθεο, ποὺ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ἐκείνη πίστεψε στὸν Χριστό, κατηχήθηκε καὶ δέχθηκε τὸ Ἅγιο Βάπτισμα.
Θὰ χρειαζόταν νὰ προστεθοῦν πολλὲς σελίδες ἀκόμη γιὰ νὰ καταγράψουν τοῦ Ἁγίου τὰ θαύματα. Τοῦτο ὅμως θὰ μάκραινε πολὺ τὸν λόγο, πράγμα ποὺ δὲν θέλουμε. Τὰ λίγα ποὺ ἀναφέρθηκαν εἶναι ἀρκετά, γιὰ νὰ δεῖ ὁ καθένας πόσο πλούσια ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ χαρίτωσε τὸν ἅγιο καὶ μάρτυρα ἐπίσκοπο.
Εἴπαμε τὸν ἅγιο μάρτυρα, γιατί ἡ θεμελίωση καὶ αὔξηση τῆς νέας θρησκείας στὴν πολυάνθρωπο πόλη ἐξήγειρε τὸ μίσος τῶν εἰδωλολατρῶν ἐνάντια στοὺς πρωτεργάτες. Κάποια μέρα ἐνῶ ὁ γηραιὸς ἐπίσκοπος βρισκόταν στὸ σπήλαιό του, ἄρρωστος μὲ πυρετό, μανιασμένοι εἰδωλολάτρες ὄρμισαν στὸ σπήλαιο, ἅρπαξαν τὸν Ὅσιο καὶ τὸν ἔσυραν στὴν πλατεία τῆς Ταμασοῦ. Ἐκεῖ, ἀφοῦ τὸν βασάνισαν, τὸν σκότωσαν μὲ τὸ ξίφος. Ὁ Ἅγιος πέθανε προσευχόμενος γιὰ τοὺς δημίους του. Ὁ θάνατός του ὅμως δὲν κόρεσε τὴν μανία τοῦ ὄχλου, ποὺ ἔσπευσε νὰ φέρει ξύλα, νὰ ἀνάψει φωτιά, καὶ νὰ ρίξει μέσα τὸ ἅγιο σκήνωμα, γιὰ νὰ τὸ κάψει. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη τὸ πλῆθος τῶν χριστιανῶν δὲν κρατήθηκε.
Μὲ τὸν Μνάσωνα μπροστὰ ὤρμησε, διάλυσε τοὺς εἰδωλολάτρες, ἔσβησε τὴν φωτιά, καὶ ἀφοῦ μάζεψε μὲ εὐλάβεια τὸ ἅγιο λείψανο, τὸ πῆρε καὶ τὸ ἔθαψε μέσα στὴν ὑπόγεια σπηλιὰ μὲ δάκρυα στοργῆς κι εὐγνωμοσύνης. Τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, ὅταν ἦταν στὴ ζωή, συνεχίστηκαν καὶ μετὰ τὸν θάνατό του, καὶ συνεχίζονται καὶ σήμερα.
«Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοὶς ἁγίοις αὐτοῦ.»
Ἡ θρησκεία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ τὶς ἐνέργειες τοῦ Ἠρακλειδίου καὶ τὸν ζῆλο του, μὰ καὶ τὶς ὑπεράνθρωπες προσπάθειες μιᾶς μικρῆς ὁμάδας ἀνθρώπων σκόρπισε τὸ φῶς τῆς νέας ζωῆς σ’ ὅλη τὴν πολυάνθρωπη πόλη, καὶ ἀναγέννησε μυριάδες ψυχές. Ἀξίζει νὰ σημειωθοῦν ἐδῶ μερικὰ ὀνόματα τῆς Ἱεραποστολικῆς αὐτῆς ὁμάδας: Ἠρακλείδιος, Μνάσων, Ρόδων, Θεόδωρος, Προκλιανῆ διακόνισσα, Γρηγόριος, Μακεδόνιος, Μακεδονία, Ἠρακλειδιανή. Τὰ ὀνόματα αὐτὰ ἀντιπροσωπεύουν μερικὲς ἀπὸ τὶς ἅγιες μορφὲς ποὺ ἐργάστηκαν μὲ πίστη φλογερὴ καὶ αὐταπάρνηση γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση τοῦ τόπου μας. Πόσα δὲν χρωστᾶμε σ' αὐτούς! Ἀλήθεια! Πόσα;
Ἀλλὰ καὶ ποιὰ καλύτερα παραδείγματα καὶ πρόσωπα μποροῦμε, ὅσοι πονοῦμε εἰλικρινὰ τὸν τόπο αὐτό, νὰ προβάλουμε καὶ σήμερα στὴ νεολαία μας ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς αὐτοὺς ἀγωνιστὲς τῆς πίστεως, τοὺς ἀγωνιστές ποὺ μέσα σ’ ἕναν κόσμο σάπιο ἀπ’ τὴν εἰδωλολατρία ὕψωσαν τὸ ἀνάστημά τους «ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταὶς ὀπαὶς τῆς γῆς» (Ἑβρ. ια’ 37 – 38) καὶ ἀγωνίσθηκαν καὶ ἔδωσαν τὰ πάντα γιὰ τὸ εὐγενέστερο ἰδανικό, γιὰ τὴν θρησκεία τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Ἀξίζει στοὺς νέους νὰ ἀγωνίζονται καὶ νὰ πεθαίνουν γιὰ τὰ ἰδανικά τους. Καὶ ὁ Ἅγιος Ἠρακλείδιος νέος ἔδωκε στὸν Χριστὸ τὴν καρδιά του, τὴν ὑγεία του, τὴν ζωή του. Οἱ αἰῶνες θὰ ξεθωριάζουν μέσα στὸν χρόνο. Ἕνα ὅμως θὰ μένει ἄφθαρτο κι ἀνέγγιχτο ἀπὸ τὴν καταλύτρια δύναμη τῶν καιρῶν. Τὸ ὄνομα ἐκείνων ποὺ ὑπέταξαν τὴν ζωή τους στὸν Χριστὸ καὶ ταύτισαν τὸ θέλημά τους μὲ τὸ δικό Του.
Ὁ Ἅγιος Ἠρακλείδιος εἶναι ἕνας ἀπ' αὐτούς.
Ἂς μιμηθοῦμε τὸ παράδειγμά του.
Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ καλύτερος τρόπος νὰ δείξουμε σ’ αὐτὸν τὸν σεβασμό μας καὶ τὴ γνήσια ἀγάπη μας.
Γύρω στὰ 400 μ.Χ. πάνω ἀπὸ τὸ ὑπόγειο σπήλαιο, ποὺ περικλείει τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου κτίστηκε ἡ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου. Ἡ μονὴ αὐτὴ ἀνακαινίστηκε τὰ τελευταῖα χρόνια καὶ ἔγινε γυναικεία. Στὸν ναὸ, κάθε Κυριακη καὶ γιορτὴ, πλήθη εὐλαβῶν χριστιανῶν συνέρχονται ἀπὸ τὰ διάφορα μέρη τῆς νήσου, γιὰ νὰ παρακολουθήσουν τὴ Θεία Λειτουργία καὶ τὶς ἄλλες ἱερὲς ἀκολουθίες. Συγχρόνως ὅμως καὶ νὰ προσκυνήσουν μ’ εὐλάβεια τὴν κάρα τοῦ Ἁγίου καὶ νὰ τονωθοῦν ψυχικά.
Εἴθε ἡ χάρη του νὰ σκέπει καὶ νὰ φυλάει πάντα τὸ μαρτυρικὸ νησί μας κι ὅλους μας.
(Πηγή: «Οἱ Ἅγιοι Ἡρακλείδης καὶ Μύρων Ἐπίσκοποι Ταμάσου τῆς Κύπρου», Μέγας Συναξαριστής)
Ο Άγιος Ηρακλείδιος,
του π. Παναγιώτη Ματθαίου
Ο Άγιος Ηρακλείδιος είναι αποστολικός άγιος, διάδοχος του Αποστόλου Βαρνάβα. Γεννήθηκε στο χωριό Λαμπαδού της Σολέας κοντά στα χωριά Γαλάτα › Σινά Όρος. Σχετικά με την καταγωγή τόσο του Αγίου Ηρακλειδίου όσο και του Οσίου Ιωάννου του Λαμπαδιστή, ο μοναχός Βασίλειος Μπάρσκυ Κιεβοπολίτης το 1735 καταγράφει τη μαρτυρία ότι ο Όσιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής,
«... ὠνομάσθη Λαμπαδιστὴς ἐκ τοῦ χωρίου Λαμπαδίς, ὅπου ἐγεννήθη ὁ ἅγιος, ὡς ἀναφέρεται ἐν τῇ βιογραφίᾳ του. Τὸ χωρίον ἔχει τώρα ἐγκαταλειφθεῖ ὡς διεπίστωσα ὅταν ἤμην εἰς τὴν Σολέαν…»
Το ότι η Λαμπαδού βρισκόταν στα όρια Σινά Όρους - Γαλάτας το μαρτυρούν και πολλές τοπικές παραδόσεις.
Ο Άγιος Ηρακλείδιος, λοιπόν, στην αρχή ονομαζόταν Ηρακλέων, αλλά μετά ονομάστηκε Ηρακλείδιος από τούς Αποστόλους Παύλο, Βαρνάβα και Μάρκο, κατά την πρώτη τους αποστολική περιοδεία στην Κύπρο γύρω στο 45-46μ.Χ. που με βάση την παράδοση μετά τη Σαλαμίνα πρέπει να πήγαν στο Κίτιον όπου χειροτόνησαν τον Άγιο Λάζαρο ως πρώτο επίσκοπο της πόλης.
Μετά όπως φαίνεται μέσα από τον βίο τού Αγίου Ηρακλειδίου, ακολούθησαν ορεινή διαδρομή, περνώντας μέσα από τα χωριά τής οροσειράς τού Τροόδους όπως τη Λαμπαδού κοντά στη σημερινή Γαλάτα τής Σολέας, έφτασαν στη Μαραθάσα στο ποταμό Σέτραχο όπου βάφτισαν τον Άγιο Ηρακλείδιο, πέρασαν από το Χιονώδες Όρος (Τρόοδος) στη Χιονίστρα, ή κοντά από αυτό και έφτασαν μέσα από διάφορα χωριά στην Πάφο.
Ο πατέρας του, ο Ιεροκλής, ιερέας των ειδώλων, τον παρέδωσε ως οδηγό και συνοδοιπόρο στους Αποστόλους Βαρνάβα, Παύλο και Μάρκο, όταν αυτοί περιόδευαν στην Κύπρο και έφτασαν στο χωριό Λαμπαδού. Στη διάρκεια της πεζοπορίας οι απόστολοι διέκριναν στον Ήρακλείδιο καλή διάθεση για την αλήθεια του Χριστού. Τού μίλησαν για την απάτη των ειδώλων, τούς ψεύτικους θεούς και άρχισαν να τον κατηχούν στην πίστη του αληθινού Θεού.
Αφού δέχθηκε το κήρυγμα από τον Απόστολο Παύλο, και πόθησε πολύ τον Χριστό, βαπτίστηκε στα νερά του ποταμού της Μαραθάσας Σέτραχου, που τρέχουν δίπλα από τη σημερινή Μονή του Αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού. Μετά το βάπτισμα του ακολούθησε την οδό των αποστόλων και χρημάτισε για αρκετό διάστημα μαθητής και ακόλουθος τους. Αργότερα οι απόστολοι τον χειροτόνησαν και έγινε ο πρώτος επίσκοπος Ταμασσού, με έδρα το σημερινό χώρο της μονής του, το χωριό Πολιτικό. Ή Ταμασσός ήταν μέχρι τότε κέντρο λατρείας τής θεάς Άρτεμης και των άλλων θεών του Ολύμπου, γι αυτό αναλαμβάνει να οδηγήσει τούς ειδωλολάτρες στο δρόμο του Θεού.
Μαζί με τον Άγιο Ηρακλείδιο ήταν και ο Άγιος Μνάσων. Αυτοί συγκέντρωναν και δίδασκαν τούς πιστούς σ' ένα υπόγειο σπήλαιο το οποίο χρησιμοποιείτο και ως ναός.
Ως επίσκοπος υπήρξε ακούραστος εργάτης του θείου λόγου. Ποίμανε και στήριξε τούς πιστούς, έτσι πού ή πόλη της Ταμασσού κατάφερε να γίνει ένα περίλαμπρο χριστιανικό κέντρο, σ' αυτό συνέβαλε και ή θαυματουργική δύναμη του αγίου.
Μετά όμως από το λιθοβολισμό του Αποστόλου Βαρνάβα ο Απόστολος Παύλος του αποστέλλει επιστολή και ουσιαστικά τον τοποθετεί διάδοχο του Βαρνάβα.
Τότε ο άγιος περιέρχεται ολόκληρη τη νήσο και εγκαθιστά επισκόπους. Στην Πάφο τον Επαφρά και στη Νεάπολη (Λεμεσό) τον Τυχικό. Όταν έφτασε στους Σόλους δεν χρειάστηκε να χειροτονήσει επίσκοπο τον Άγιο Αυξίβιο, γιατί αυτός καταξιώθηκε να χειροτονηθεί από τον Απόστολο Μάρκο.
Ο Άγιος Ηρακλείδιος όμως παρότρυνε τον Άγιο Αυξίβιο να μπει στην πόλη και να φανερώσει την αλήθεια σε όλους τους κατοίκους. Στον τόπο που συναντήθηκαν ο Άγιος Ηρακλέιδιος χάραξε στο έδαφος μια μικρή εκκλησία και αφού δίδαξε στον Αυξίβιο τους εκκλησιαστικούς κανόνες, όπως αυτός του διδάχθηκε από τους αποστόλους, τον ασπάστηκε και ξεκίνησε για τη δική του πόλη.
Έφτασε όμως ο καιρός που ο άγιος έπρεπε να εγκαταλείψει τον φθαρτό τούτο κόσμο. Αρρώστησε βαριά και προαισθανόμενος το τέλος του και μη θέλοντας να αφήσει το ποίμνιό του χωρίς ποιμένα, καλεί τον Ιερέα Μνάσωνα, τον μέχρι τότε στενό του συνεργάτη και τον χειροτονεί επίσκοπο και διάδοχό του. Οι ειδωλολάτρες δεν έπαψαν ποτέ να αντιμάχονται την αληθινή πίστη και τα καλά έργα τού αγίου. Γεμάτοι μανία και μίσος όρμησαν εκεί πού έμενε ο Άγιος Ηρακλείδιος τον βασάνισαν τον έσυραν στην πλατεία τής Ταμασσού και τον αποκεφάλισαν. Μετά έριξαν το σεπτό σώμα του πάνω στη φωτιά. Τότε αρκετοί πιστοί μαζί με τον νέο επίσκοπο τον Άγιο Μνάσωνα, διέσωσαν το άγιο λείψανό του και το ενταφίασαν μέσα στο σπήλαιο όπου προηγουμένως ο άγιος τελούσε τη Θεία Λειτουργία.
Το σπήλαιο, καθώς και ή λάρνακα πού έφερε τα άγια λείψανα τού αγίου σώζονται μέχρι σήμερα. Ό άγιος και μετά τον θάνατό του παρέχει ιάσεις προς τούς πάσχοντες από κάθε νόσο και εκβάλλει τα δαιμόνια από τους κακώς έχοντας. Ή σορός του παρέχει πλούσια τα ιάματα και ή κάρα τού είναι τοποθετημένη στο καθολικό τής μονής πού είναι κτισμένη στο όνομα του δίπλα στο χωριό Πολιτικό.
Στην Ιερά Μονή του Λαμπαδιστή σώζεται η παλαιά εκκλησία του 11ου αιώνος, η οποία είναι αφιερωμένη στο όνομα του αγίου και αποτελεί το παλαιό καθολικό της Μονής. Διασώζεται επίσης στην κοίτη του ποταμού Σέτραχου Μαραθάσας ο τόπος της βαπτίσεως του αγίου. Στον τόπο της καταγωγής του μεταξύ των χωριών Τεμβριάς και Καλλιανών διασώζεται γέφυρα με την επωνυμία «Το γεφύρι του Αγίου Ηρακλειδίου». Ο Άγιος Ηρακλείδιος συνεορτάζει με τον Φωτιστή των Σόλων Άγιο Αυξίβιο τη 17η Σεπτεμβρίου.
(Πηγή: «Ο Άγιος Ηρακλείδιος», π. Παναγιώτης Ματθαίου, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν ποίμνην ἐποίμανας, τὴν τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, καὶ θείων, μακάριε, ναμάτων πάντων ψυχᾶς πλουσίως κατήρδευσος· ὅθεν τῶν σὲ τιμώντων ὁ χορὸς ἀναμέλπει, ὕμνους σοὶ καὶ γεραίρει, τὴν ἁγίαν σου μνήμην ἱκέτευε οὒν ἀεὶ ὑπὲρ ἡμῶν, ἱεράρχα Ἠρακλείδιε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Ποίημα τοῦ Μακ. Ἀρχ. Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου.
Μέγαν εὔρατο τῶν Ταμασέων, πόλις κήρυκα καὶ ποιμενάρχην, τῆς ἐκκλησίας Χριστοῦ καὶ διδάσκαλον. Τῶν γὰρ εἰδώλων τὴν πλάνην κατήργησας, φῶς ἀληθείας κηρύξας τοὶς ἔθνεσιν. Ὅθεν, ἅγιε ἱεράρχα Ἠρακλείδιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Η Αγία Ευφημία έζησε στους χρόνους της βασιλείας του Διοκλητιανού ( 284-305 μ.Χ.) και καταγόταν από τη Χαλκηδόνα. Ο πατέρας της ονομαζόταν Φιλόφρων και ήταν πλούσιος συγκλητικός, η δε μητέρα της ονομαζόταν Θεοδωρησιανή κι ήταν γυναίκα ευσεβής και φιλάνθρωπος.
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η τελευταία βυζαντινή αναγέννηση ήταν μια εποχή ,οπού το κράτος κατέρρεε αλλά η μάθηση ποτέ δεν ακτινοβολούσε πιο εκτυφλωτικά.[1] Μέσα από αυτή την πρόταση, εκφράζεται με τον καλύτερο τρόπο η εντονότατη αντίθεση που παρουσιάζονταν τους τελευταίους δύο αιώνες της άλλοτε ακμάζουσας Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Γνήσιο τέκνο αυτής της εποχής είναι και το πρόσωπο που παρουσιάζεται σε αυτήν ομώνυμη μελέτη ο Κυπριανός, μητροπολίτης Κιέβου και Ρωσίας. Πρωτογενής πολύτιμη πηγή έρευνας για τον Κυπριανό, αποτέλεσε η διδακτορική διατριβή του ομότιμου καθηγητή κυρίου Α. Αιμ. Ταχιάου. Ο τίτλος της είναι, «Επιδράσεις του ησυχασμού εις την εκκλησιαστικήν πολιτικήν εν Ρωσία». Το δεύτερο μέρος της οποίας, είναι αφιερωμένο στον Κυπριανό και το έργο του.
Το βιβλίο του John Meyendorff, «Byzantium and the Rise of Russia, A study of Byzantino-Russian relations in the fourteenth century». Το οποίο αποτέλεσε βοήθημα, για την καλύτερη κατανόηση του ιστορικού πλαισίου, μέσα στο οποίο λειτουργεί ο Κυπριανός, αλλά κυρίως τον Βυζαντινό-Ρωσικών σχέσεων του 14ου αιώνα. Οι «Έξι βυζαντινές προσωπογραφίες»,του Dimitri Obolensky επίσης εμπλούτισε την έρευνα, φέρνοντας στο φως νέα βιογραφικά στοιχεία για τον Κυπριανό. Ο συγγραφέας είναι άριστος γνώστης τον πρωτότυπων στοιχείων της σλαβολογικής έρευνας του δευτέρου μισού του 20ου αιώνα. Πολύτιμα εργογραφικά στοιχεία προσέφερε το βιβλίο του κυρίου Α.-Α, Ταχιάου με τίτλο «Βυζάντιο-Σλάβοι-Άγιον Όρος, Αναδρομή σε αμοιβαίες σχέσεις και επιδράσεις».
2. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Υπήρξε έντονη βυζαντινή πολιτισμική εξάπλωση σε όλη την μη ελληνόφωνη ορθόδοξη ανατολική Ευρώπη. Οι σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί και οικοδομηθεί μεταξύ αυτών των χωρών και του Βυζαντίου, κρατούν τις ρίζες τους ήδη από τον 9ο αιώνα. Οι σχέσεις αυτές οφείλονταν κατά κύριο λόγω στις αμυντικές ανάγκες της εξωτερικής πολιτικής της αυτοκρατορίας[2].
Τον 14ο αιώνα η ησυχαστική κίνηση, υπήρξε μία από τις λαμπρότερες εκφάνσεις ζωτικότητας της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι Ησυχαστές δεν ενδιαφέρονταν μόνο για την ασκητική ζωή και πνευματικότητα, αλλά είχαν έντονο ενδιαφέρον για θέματα εκκλησιαστικής διακυβέρνησης [3]. Η βυζαντινή εξωτερική πολιτική του 14ου αιώνα, ήταν ανήμπορη να ασκήσει οποιαδήποτε σοβαρή εξωτερική επιρροή στα υπόλοιπα ορθόδοξα κράτη. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναλαμβάνει να καλύψει αυτό το κενό, αναδεικνύεται σε φορέα της πλούσιας παράδοσης του Βυζαντίου στον υπόλοιπο ορθόδοξο κόσμο.
Κατά το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα θιασώτες αυτών των παραδόσεων, είναι οι Ησυχαστές Πατριάρχες με κυριότερο το Φιλόθεο[4]. Την περίοδο αυτή ο οικουμενικός ρόλος του Πατριαρχείου, εκφράζεται από τα έγγραφα που ορίζονται, ως «κηδεμονία πάντων».
Oι μοναχοί, κυρίως οι Σλάβοι, αποτελούσαν τα όργανα μιας πανορθόδοξης πολιτικής. Ο στόχος της οποίας ήταν να πείσει τους ηγέτες των σλαβικών ορθοδόξων λαών να συνδράμουν στην αυτοκρατορία με όπλα και χρήματα. Η διάδοση στην ανατολική Ευρώπη της πίστης στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, εστιάζεται στην πεποίθηση πως είναι η πνευματική κεφαλή του μοναδικού σώματος της ορθόδοξης χριστιανοσύνης [5].
Επιστρέφοντας στον Κυπριανό το Βελίκο Τύρνοβο, το οποίο βρίσκεται στην βορειοανατολική Βουλγαρία, ήταν η γενέτειρα του. Το Τύρνοβο, κατέστη πρωτεύουσα του δεύτερου Βουλγαρικού κράτους το 1186, επί της βασιλείας του Ιωάννου Ασέν [6]. Η τεράστια ακμή του επιτελείται επί ημερών Ιωάννου Αλεξάνδρου (1331-1371), οπότε φθάνει και στο απόγειο της δόξας του. Το Τύρνοβο ανεδείχθει σε σημαντικό πνευματικό κέντρο, στις βιβλιοθήκες και στα πνευματικά εργαστήρια του οποίου, μεταφράζονταν πλήθος ελληνικών βιβλίων από τον κύκλο των μαθητών του Γρηγορίου του Σιναΐτη στην μονή του Κελιφάρεβο, λειτούργησε εποικοδομητικά στην πνευματική άνθηση της περιοχής [7]. Οι ησυχαστικές επιδράσεις της μονής του Κελιφάρεβο, αλλά και η αγάπη του τσάρου Ιωάννου Αλεξάνδρου για τα γράμματα, ανέδειξαν το Τύρνοβο σε σημαντικό πνευματικό κέντρο [8].
Το Άγιον Όρος του 14ου αιώνα, θεωρούνταν εκείνη την εποχή ως κέντρο της Ορθόδοξης παράδοσης [9]. Ο Κυπριανός υπήρξε για μερικά χρόνια μοναχός στο Άγιον Όρος. Η ησυχαστική προσευχή, η καλλιέργεια της χριστιανικής παιδείας και η αναγνώριση των θέσεων του Παλαμά, προσέλκυαν πλήθος Σλάβων μοναχών εκεί. Υπήρξε από τα κορυφαία μεταφραστικά κέντρα ελληνικών βιβλίων, στις σλαβικές γλώσσες αλλά και στην ρουμανική.
Ο κοσμοπολιτισμός και οι επιδράσεις που αποτυπώθηκαν στο χαρακτήρα του Κυπριανού από το Άγιον Όρος, ενδυναμώθηκαν από την παραμονή του δίπλα στον Πατριάρχη Φιλόθεο [10]. Οι υποστηρικτές του Βυζαντίου και της πανορθόδοξης ιδέας στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα, ανήκαν όλοι στο ησυχαστικό κίνημα. Η εμφάνιση του μεγάλου δουκάτου της Λιθουανίας και του πριγκιπάτου της Μόσχας, το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα, επηρέασαν σημαντικά τα εκκλησιαστικά ζητήματα της περιοχής σε τεράστιο βαθμό. Το ισχυρότερο σύμβολο της συνέχειας των παραδόσεων της Κωνσταντινούπολης, αποτελούσε ο προκαθήμενος της μητροπολίτης Ρωσίας [11]. Η μητρόπολη έστελνε συχνά στο Πατριαρχείο οικονομικές εισφορές, συχνά μεγάλης αξίας. Η αναγόρευση κάθε νέου αποτελούσε ,αφορμή σημαντικών δωρεών από πλευράς Ρώσων ηγεμόνων προς την Κωνσταντινούπολη.
Τα πλούσια εισοδήματα της μητρόπολης αποτελούσαν βαθειά οικονομική ανάσα για την παρηκμάζουσα αυτοκρατορία. Σημαντική συνεισφορά σ΄αυτές τις, είχαν οι εκάστοτε μητροπολίτες Ρωσίας οι οποίοι στην πλειοψηφία τους, ήταν Έλληνες [12]. Η ησυχαστική κίνηση στη Ρωσία εισήχθη επισήμως από τον Κυπριανό, μητροπολίτη Κιέβου και Μόσχας [13]. Προσπάθησε να συνενώσει τους Ορθόδοξους Σλάβους σε μια νεοφανή νομιμοφροσύνη προς την Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, αντιμετωπίζοντας σοβαρές εθνικιστικές και αποσχιστικές δυνάμεις [14]. Η Λειτουργία, η Υμνογραφία της τοπικής Ρωσικής εκκλησίας, έχει έντονο Βυζαντινό αντίκτυπο, τον διοικητικό μηχανισμό της οποίας κατεύθυνε ο εκάστοτε μητροπολίτης [15].
* * * * * *
[1] S. Runciman, The Last Byzantine Renaissance, Cambridge 1970, σ.7.
[2] D. Obolensky, Προσωπογραφίες, σ.282.
[3] A.-A.Ταχιάος, Επιδράσεις, σ.15.
[4] J. Meyendorff, Byzantium, σσ.346-348.
[5] D. Obolensky, Προσωπογραφίες, σσ.291-292.
[6] G. Songeon, Historie de la Bulgarie, Paris 1913, σσ.228-289.
[7] A.-A. Ταχιάος, Επιδράσεις, σ.65.
[8] E.Turdeanu. La litterature bulgare du XIV veke et sa diffusion eux pays romains, Paris 1947, σ.115.
[9] Α.-Α. Ταχιάος, Επιδράσεις, σ.72.
[10] D. Obolensky, Προσωπογραφίες, σσ.288-289.
[11] D. Obolensky, Προσωπογραφίες, σσ.292-295.
[12] J. Meyendorff, Byzantium, σ.117.
[13] Α.-Α. Ταχιάος, Επιδράσεις, σ.61.
[14] D. Obolensky, Προσωπογραφίες, σ.282.
[15] J. Meyendorff, Byzantium, σ.346.
3. ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Ο Κυπριανός γεννήθηκε στο Βελίκο Τύρνοβο της Βουλγαρίας το 1331, σύμφωνα με την γενική άποψη.[1] Ήταν Βούλγαρος, όπως μας πληροφορεί ο σύγχρονος του Γρηγόριος Τσάμπλακ.[2] Μέχρι και το 1968, υπήρχε η εντύπωση ότι ο Κυπριανός ήταν θείος του Γρηγορίου, με βάση την φράση (ο Κυπριανός ήταν αδελφός του πατέρα μας).[3] Η πρόταση αυτή βρίσκεται στο εγκώμιο του Γρηγορίου για τον Κυπριανό. O γερμανός σλαβολόγος Johannes Holthusen, στο σλαβολογικό συνέδριο της Πράγας το 1968, ερμήνευσε τη φράση με την πνευματική της σημασία. Τονίζεται από τον ίδιο, ότι η «αδελφική» σχέση, αναφέρεται στην πνευματική σχέση του Κυπριανό με τον σύγχρονο του Πατριάρχη Βουλγαρίας Ευθύμιο.[4]
Δεν γνωρίζουμε το βαπτιστικό του όνομα, καθώς το Κυπριανός είναι το εκκλησιαστικό. Γίνεται φανερό από τα παραπάνω, ότι θα πρέπει να αφαιρεθεί το επώνυμο Τσάμπλακ, από τον Κυπριανό. Δεν γνωρίζουμε τίποτα από το οικογενειακό του υπόβαθρο. Οι Τσάμπλακ ήταν αριστοκρατική οικογένεια, πιθανότατα αρμενικής καταγωγής, η οποία είχε παρακλάδια στη Βουλγαρία και το Βυζάντιο.[5]
Για τα πρώτα σαράντα χρόνια της ζωής του, δεν γνωρίζουμε πολλά. Ένα βυζαντινό χειρόγραφο μας πληροφορεί ότι ο Κυπριανός, ήταν «οικείος» καλόγερος του Πατριάρχη Φιλόθεου, που απολάμβανε την απόλυτη εμπιστοσύνη του.[6] Υπήρξε πιθανόν παλαιότερα μοναχός στην βουλγαρική ησυχαστική μονή του Κελιφάρεβο, άλλα έλαβε την μοναστική του εκπαίδευση στο Άγιον Όρος.[7]
Το 1371 ο Πατριάρχης Φιλόθεος έλαβε επιστολή διαμαρτυρίας από τον Μεγάλο Δούκα των Λιθουανών Ότγκερντ. Τα παράπονα του Ότγκερντ είχαν ως αποδέκτη τον μητροπολίτη Κιέβου και Μόσχας Αλέξιο, τον οποίο κατηγορεί για πλήρη αδιαφορία προς την υπόλοιπη επικράτεια που περιλάμβανε και την Λιθουανία. Ο Φιλόθεος έστειλε ως απεσταλμένο του, τον Κυπριανό στο Κίεβο το 1373. Σκοπός του ταξιδιού του ήταν να πείσει τον Αλέξιο να επισκεφθεί και το υπόλοιπο της επικράτειας του, οι προσπάθειες του επέβησαν άκαρπες. Οι Λιθουανοί ζητούσαν, ξεχωριστό μητροπολίτη με πρεσβεία που έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη.[8]
Ο Φιλόθεος βλέποντας να απειλείται η ενότητα της εκεί τοπικής εκκλησίας, διόρισε τον Κυπριανό μητροπολίτη Κιέβου και Λιθουανίας, μετά τον θάνατο του Αλεξίου. Η χειροτονία του έλαβε χώρα στις 2 Δεκεμβρίου του 1375 στην Κωνσταντινούπολη, ήταν όμως αντικανονική από πλευράς κανονικότητας της Εκκλησίας. Με βάση τα πρακτικά των Πατριαρχικών συνόδων του 1380 και 1389 υπάρχει πλήρης διαφωνία, ως προς την κανονικότητα αυτής της εκλογής αλλά και σε θέματα ουσίας.[9]
Η δύσκολη περίοδος για τον Κυπριανό ξεκίνησε μετά τον θάνατο του Αλεξίου το 1378 και διήρκησε δώδεκα χρόνια. Ο Κυπριανός μετά τον θάνατο του Αλεξίου ξεκίνησε το ταξίδι του με προορισμό την Μόσχα για να καταλάβει την χηρεύουσα θέση. Στο δρόμο του για την Μόσχα αισθάνθηκε ανεπιθύμητος από τις κρατικές αρχές της πόλης, ιδιαίτερα από τον Μέγα Πρίγκιπα της Μόσχας, Δημήτριο. Αντιμετώπισε εμπόδια, αλλά κατόρθωσε να φθάσει εκεί, από άλλον παρακαμπτήριο δρόμο. Συνελήφθη, υποβλήθηκε σε εξευτελισμούς και εκδιώχθηκε από την Μόσχα, καθώς ο Δημήτριος τον κατηγορούσε, ως πράκτορα των Λιθουανών.[10]
Επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, τον περίμενε νέα απογοήτευση, ο νέος Πατριάρχης Νείλος διόρισε τον Ποιμένα μητροπολίτη Κιέβου και Μεγάλης Ρωσίας. Ο Κυπριανός, συγκαταβατικά διατήρησε στην δικαιοδοσία του, την Εκκλησία της Λιθουανίας, γεγονός που τον πίκρανε ιδιαίτερα, όπως και ο ίδιος αποκαλύπτει σε επιστολές του.[11]
Το 1381, ησυχαστές προσκείμενοι στον Κυπριανό, τον κάλεσαν να αναλάβει εκ νέου την ηγεσία της Μοσχοβίτικης εκκλησίας, με πρωτοβουλία του μοναχού Θεόδωρου. Η προτροπή αυτή δεν είναι τυχαία, καθώς προήλθε από την έντονη επιρροή που ασκούσαν οι ησυχαστές στον πρώην «εχθρό» του Κυπριανού πρίγκιπα Δημήτριο.[12] Ο κόσμος τον υποδέχθηκε με θερμό τρόπο στην Μόσχα, οπού Κυπριανός στράφηκε στην συγγραφή.
Ένα χρόνο αργότερα, το 1382 οι Τάταροι έφθασαν έξω από τα τείχη της Μόσχας, ο Κυπριανός πιθανόν λιποψυχώντας έφυγε στην εχθρική προς την Μόσχα, αλλά ασφαλή πόλη Τβερ.[13] Ο πρίγκιπας Δημήτριος οργισμένος εκδίωξε τον Κυπριανό, ο οποίος βρήκε καταφύγιο στο Κίεβο. Ο Ποιμήν τοποθετήθηκε εκ νέου μητροπολίτης Κιέβου και Μόσχας τον Οκτώβριο του 1382, αφού συκοφαντήθηκε συστηματικά από τον Πατριάρχη Νείλο, ο Κυπριανός. Το 1389 αποφασίστηκε από Σύνοδο η οποία προήλθε από τον Πατριάρχη Αντώνιο, η παλινόρθωση στο θρόνο της Μόσχας του Κυπριανού.[14]
Επιστρέφοντας το 1390 στην έδρα του, είχε ως στόχο του την μεγαλύτερη σύνδεση των υπολοίπων σλαβικών ορθοδόξων εκκλησιών, με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ως άξονας αυτής της εκκλησιαστικής διπλωματίας, ήταν η αδιαίρετη «Μητρόπολη Κιέβου και Πασών των Ρωσίων», με έδρα την Μόσχα.[15]
Δεν υπάρχουν λεπτομερής πληροφορίες για τα τελευταία δεκαέξι χρόνια της ζωής του. Η προσφορά του σίγουρα ήταν χρήσιμη για την εξασφάλιση των απαραίτητων πόρων, κατά την τουρκική πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από το 1394 ως το 1402.[16] Ο Κυπριανός πέθανε στην εξοχική του κατοικία στα περίχωρα της Μόσχας στις 16 Σεπτεμβρίου του 1406. Τιμάται ως Άγιος, από την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία.[17]
4. ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Ο Κυπριανός έχει εξέχουσα θέση στην Ιστορία των ρωσικών γραμμάτων. Διασώθηκαν χειρόγραφα που αντιγράφηκαν από τον ίδιο, κυρίως μεταφράσεις από τα ελληνικά στην εκκλησιαστική Σλαβονική. Το Ψαλτήριο, τα έργα του ψευδο-Διονύσιου, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της Ρωσικής Λειτουργικής. Εισήγαγε τη νέα διάταξη της λειτουργίας του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, η οποία ήταν τρέχουσα σε χρήση στο Βυζάντιο. Μετέφρασε την Κλίμακα του Αγίου Ιωάννου, ανασύνταξε το Ρωσικό Συνοδικό για την Κυριακή της Ορθοδοξίας,[18] έγραψε για τον Βίο του Αγίου Πέτρου,[19] (1308-1326) μητροπολίτη της Μόσχας, του τρίτου προγενέστερου από αυτόν. Τα τρία παραπάνω έργα του θα παρουσιάσουμε εκτενέστερα στην συνέχεια.
Τον Βίο του Αγίου Πέτρου της Μόσχας, τον έγραψε ο Κυπριανός το 1381. Περιέχει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία, οι σταδιοδρομίες τους παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες. Εκδιώχθηκαν παράνομα από τις έδρες τους, συκοφαντήθηκαν από τους εχθρούς τους στις αρχές της Κωνσταντινούπολης, αλλά και ενθρονίστηκαν ξανά μητροπολίτες στη Μόσχα.[20]
Η Κλίμακα εισήλθε στις ηγεμονικές αυλές των σλαβικών χωρών, σαν βασικό πνευματικό εγχειρίδιο, αμέσως μετά τον εκχριστιανισμό τους. Από τον 13ο αιώνα γνώρισε διάδοση η οποία κορυφώθηκε τον 14ο αιώνα, στην εξάπλωση της συντέλεσε και ο Γρηγόριος Σιναϊτης. Η Κλίμακα παρείχε ένα στάδιο άσκησης και τελείωσης για την νοερά προσευχή, μέσω αυτής στην μέθεξη των ενεργειών.[21] Ο Κυπριανός τελείωσε το χειρόγραφο το 1387 στη Μονή Στουδίου, το οποίο έφερε το 1390 στην Μόσχα, το οποίο είχε αξιόλογη και περίτεχνη διακόσμηση. Αντιγράφηκε και διαδόθηκε ευρύτατα, γινόμενο ένα προσφιλές ανάγνωσμα των μοναχών και των κληρικών.[22]
Το Ρωσικό Συνοδικό της Ορθοδοξίας, εισήχθη στην Ρωσία σε προγενέστερη εποχή, πρόκειται για ομολογιακό κείμενο. Η μορφή του όμως δεν αντιστοιχούσε σε αυτό που ήταν σε χρήση στην Κωνσταντινούπολη, ο Κυπριανός αποφάσισε να το βελτιώσει.
Σε μια επιστολή που έστειλε στον κλήρο της πόλης Ψκωφ το 1395, τους πληροφορεί ότι τους στέλνει το σωστό Συνοδικό. Το Συνοδικό που διαβάζονταν στο Πατριαρχείο. Σ΄ αυτό προστέθηκε, το πώς θα πρέπει να μνημονεύονται οι αυτοκράτορες και ηγεμόνες ζώντες και νεκροί. Περιχαράκωνε την διδασκαλία των Ησυχαστών και την καθιέρωνε στην εκκλησία ως επίσημη θέση της.[23]
5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Στόχος της παρούσης εργασίας, ήταν μια πρώτη γνωριμία με μια προσωπικότητα που τιμάται ως Άγιος για το έργο που προσέφερε στον ανατολικό σλαβικό κόσμο. Εισήγαγε τον Ησυχασμό στην Ρωσία, αγωνίστηκε για να συνενώσει τον σλαβικό κόσμο, κάτω από την σκέπη του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο Κυπριανός αντιμετώπισε αρκετά εμπόδια στη πορεία του ως μητροπολίτης Κιέβου και Μόσχας, γνώρισε διωγμούς, με την κατηγορία του πράκτορα των Λιθουανών από τον ηγεμόνα της Μόσχας Δημήτριο το 1378. Αλλά και το 1381 αμέσως μετά την πολιορκία της Μόσχας από τους Τάταρους, λόγω της λιποψυχίας που επέδειξε με την διαφυγή του Κυπριανού στην εχθρική προς την Μόσχα, πόλη Τβερ. Κατάφερε με την υπομονή και επιμονή του να υπερκεράσει αυτά τα εμπόδια. Αντιμετωπίστηκε θερμά από τους Πατριάρχες Φιλόθεο και τον Αντώνιο Δ΄, αλλά ιδιαιτέρως αρνητικά από τον Νείλο.
Παρουσιάζεται το πνευματικό του έργο εν συντομία, μεταφραστικό και αντιγραφικό. Η προσφορά του στην εκκλησιαστική Υμνογραφία και Λειτουργική της Ρωσικής εκκλησίας, αποτελεί σημαντική προσθήκη στην πνευματική παρακαταθήκη του 14ου αιώνα.
* * * * * *
[1] E. Golubinsky, Istoriya russkoy tserkvi, τομ.2/1, Μόσχα 1990, σσ. 298-299.
[2] Α.-Α. Ταχιάος, Επιδράσεις, σ.62,σημ. 1.
[3] Pokhvalno slovo za Kipriyan,185 ”brat beache nachem otsu”.
[4] M.Braun, Slavistisvhe Studien sum VI.International slavistenkongress in Prag, Munchen 1968, σσ.378-382.
[5] Γ.Ι. Θεοχαρίδης, «Οι Τζαμπλάκωνες», Μακεδονικά 5(1961-1963)1990, σσ. 125-189.
[6] APC, τομ.2, σ.118.
[7] V. Kiselkov, Sv. Teodosy Turnovski, Σόφια 1926, σ.34.
[8] D. Obolensky, Προσωπογραφίες, σσ. 296-298.
[9] APC, τομ.2, σσ.116-129.
[10] G.M. Prokhorov, Povesto Mityae:Rusi Vizantiya v epokhu,kylikovskoy bity, Leningrad 1978, σσ.195-201.
[11] ΑPC,τομ.2,σσ.12-18.
[12] D. Obolensky, Προσωπογραφίες,σ.309.
[13] D. Obolensky, Προσωπογραφίες,σ.311.
[14] APC, τομ2, σσ.121-123.
[15] D. Obolensky, Προσωπογραφίες, σσ.314-315.
[16] D. Obolensky, Προσωπογραφίες, σ. 320.
[17] D. Obolensky, Προσωπογραφίες, σ. 324.
[18] D. Obolensky, Προσωπογραφίες, σσ. 321-322.
[19] D. Obolensky, Προσωπογραφίες, σ. 309.
[20] D. Obolensky, Προσωπογραφίες, σσ. 323-326.
[21] Α.-Α. Ταχιάος, Βυζάντιο, σσ. 174-176.
[22] Α.-Α. Ταχιάος, Βυζάντιο, σσ. 178-179.
[23] Α.-Α. Ταχιάος, Βυζάντιο, σσ. 205-206.
Πηγή: Πεμπτουσία
Ο σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὸ σύμβολο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Συνάπτει τὰ διεστῶτα, ἑνώνει Θεὸ καὶ ἄνθρωπο. Ἀλλ᾽ ἐνῷ ἑνώνει, συγχρόνως καὶ χωρίζει. Χωρίζει; Μάλιστα, χωρίζει. Τί χωρίζει; Προσέξτε, ἀγαπητοί μου, τὴ συνέχεια.
Γεννήθηκε στη Ραγούζα της Δαλματίας, σημερινό Ντουμπρόβνικ της Κροατίας, το 1568 από εύπορους γονείς. Ο πατέρας του Ιωάννης ήταν Βενετός καραβοκύρης, και όταν ο άγιος ήταν 12 ετών πνίγηκε σε ναυάγιο. Η μητέρα του Αικατερίνη καταγόταν από τη Λήμνο και διακρινόταν για την ευλάβεια της. Στο βάπτισμα έλαβε το όνομα Ιάκωβος. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του τον πήγε στην Αχρίδα, όπου ήταν ο αδελφός της, ένας πλούσιος έμπορος. Έλαβε καλή μόρφωση και παρέμεινε επί πενταετία πλησίον ενός ιερομονάχου εξαδέλφου της μητέρας του, πού μόναζε στη μονή της Θεοτόκου Αχρίδος, όπου συνέχισε τις σπουδές του.
Το 1588 ήλθε στο Αγιον "Ορος και εγκαταβίωσε στη μονή Παντοκράτορος, όπου εκάρη μοναχός και ονομάσθηκε Ιωσήφ κατά το μέγα σχήμα. Μετά διετία χειροτονήθηκε ιερεύς. Ασκήθηκε επιμελημένα στην υπακοή, την προσευχή και τη μελέτη. Είχε για διακόνημα το εργόχειρο της καλλιγραφίας, στο όποιο εξελίχθηκε άριστα. Μόνασε κατόπιν στις μονές Μεγίστης Λαύρας, Χιλανδαρίου, Ξηροποτάμου και Βατοπαιδίου, όπου έμεινε αρκετά, και μάλιστα κατά τη βιογραφία του τέλεσε εκεί τα πρώτα του θαύματα, θεραπεύοντας πολλούς μοναχούς από διάφορες ασθένειες με τη θερμή προσευχή του και βάζοντας το δεξί του χέρι στο μέτωπό τους.
Από τη μονή Βατοπαιδίου ο άγιος Ιωσήφ εξελέγη ηγούμενος στη μονή Αγίου Στεφάνου Αδριανουπόλεως, πού ήταν μετόχι της Μ. Λαύρας. Εκεί παρέμεινε επί εξαετία και δημιούργησε ένα πολύ καλό πνευματικό κλίμα. Επέστρεψε στο αγαπητό του Αγιον Όρος, όπου ηγουμένευσε στη μονή Κουτλουμουσίου και άφησε μεγάλο αριθμό πνευματικών τέκνων. Για μεγαλύτερη ησυχία αναχώρησε πάλι για τη μονή Βατοπαιδίου.
Ευρισκόμενος στη μονή Βατοπαιδίου ο άγιος εξελέγη για τη μεγάλη αρετή του μητροπολίτης Τιμισοάρας (1650). Ήταν τότε 82 ετών και είχε 62 έτη ασκήσεων και αγώνων στο Αγιον Όρος. Κατά θεία νεύση διήλθε τότε από τη μονή Βατοπαιδίου ο Ρουμάνος λόγιος Δαμασκηνός Ούντρεα, πού βρισκόταν στο Αγιον Όρος για προσκύνημα. Ο άγιος τον παρακάλεσε να του διδάξει τη ρουμανική γλώσσα, πού διόλου δεν γνώριζε και ήταν απαραίτητη για τη διδαχή και διαποίμανση του μέλλοντος ποιμνίου του. Με τη χάρη του Θεού και τον φωτισμό του Παναγίου Πνεύματος, αν και ήταν υπερήλικας, έμαθε μέσα σε τρεις μόνο μήνες καλά τα ρουμανικα και κατά την ενθρόνισή του μίλησε άνετα στους πιστούς τη γλώσσα τους. Ο άγιος Ιωσήφ χειροτονήθηκε επίσκοπος από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Παρθένιο τον Β' στην Κωνσταντινούπολη. Από εκεί με επίσημα γράμματα, συνοδεία, κόπους, άλλα και θαύματα έφθασε στην επαρχία του.
Ο άγιος Ιωσήφ ως Μητροπολίτης Τιμισοάρας ανέπτυξε επί μία τριετία πλούσιο ποιμαντικό έργο. Υπήρξε μεγάλος προστάτης της Ορθοδοξίας. Δίδασκε και παρηγορούσε τους πιστούς συνεχώς με τη θερμή πίστη του, τη σοφία και τη χάρη των λόγων του, την πραότητα της αγαθής καρδιάς του και την αδιάλειπτη προσευχή του. Δεν έπαυε να θαυματουργεί προς δόξα του Θεού και ανακούφιση των πολλών ασθενών. Για την προστασία του ποιμνίου του και την επιμόρφωση του κλήρου ίδρυσε στην επαρχία του εκκλησιαστική σχολή.
Η δυνατή προσευχή του έσωσε δύο φορές την πόλη του από φωτιά φέρνοντας βροχή, ενώ θεράπευσε πολλούς ασθενείς και ιδιαίτερα παράλυτους. Δημιούργησε νέες εκκλησίες και άνοιξε άλλες κλειστές. Είχε αγαθές σχέσεις με όλους τους άρχοντες, ακόμη και με τους Τούρκους, των οποίων τη γλώσσα γνώριζε καλά. Το 1653 παραιτήθηκε από τον αρχιερατικό του θρόνο και αποσύρθηκε στη μονή των Αρχαγέλλων-Πάρτος, για να τελειώσει ειρηνικά τον βίο του. Μετά μία τριετία ανεπαύθη στις 15.8.1656. Οι καμπάνες της μονής άρχισαν να κτυπούν μόνες τους. Ο κόσμος θαυμάζοντας ομολογούσε την αγιότητα του ιεράρχου τους. Ετάφη έντιμα με την παρουσία τριών αρχιερέων, πολλών κληρικών και χιλιάδων πιστών. Ο άγιος συνέχισε τα πολλά θαύματά του και μετά τη μακαρία κοίμησή του.
Το 1986 άρχισε να τιμάται επίσημα ως άγιος από την τοπική Εκκλησία της Ρουμανίας και να αγιογραφούνται εικόνες του. Μετά από κατακτήσεις της περιοχής από ξένους και την καταστροφή της μονής Πάρτος ή τιμή του αγίου λησμονήθηκε. Ο μητροπολίτης Βασίλειος την επανέφερε με την ανακομιδή των τιμίων λειψάνων του τον Μάϊο του 1956, όπου κατά την εκταφή εξήλθε άρρητη ευωδία, και μεταφέρθηκαν στον μητροπολιτικό ιερό ναό των Τριών Ιεραρχών Τιμισοάρας. Τον Οκτώβριο του ιδίου έτους έγινε ή επίσημη αναγνώριση της αγιότητός του από το Πατριαρχείο Ρουμανίας, με τη συμπλήρωση τριακοσίων ετών από την οσιακή τελευτή του, και ορίσθηκε ως ημερομηνία μνήμης του η 15η Σεπτεμβρίου. Το Πατριαρχείο της Σερβίας το 1965 όρισε τη μνήμη του στις 27 Μαΐου. Πρώτος βιογράφος του αγίου είναι ο διδάσκαλός του στη ρουμανική γλώσσα, πού τον πρωτοσυνάντησε στη μονή Βατοπαιδίου, Δαμασκηνός Ούντρεα, τον όποιο χειροτόνησε ο άγιος διάκονο και τον ακολούθησε πιστά μέχρι το τέλος του. Τη βιογραφία του Γέροντος του έγραψε το 1701, με την προτροπή του επισκόπου Γερασίου, πού κατά τη γέννηση του είχε θαυματουργήσει πάνω του ο άγιος. Στοιχεία αυτής της βιογραφίας παρουσίασε στα ελληνικά ο θεολόγος Βικέντιος Κουρελάρου (νυν πρεσβύτερος). Το 1956 συντάχθηκε ακολουθία στη ρουμανική γλώσσα. Το 2001 σύνθεσε ωραία ακολουθία και παρακλητικό κανόνα ο μοναχός Πορφύριος Σιμωνοπετρίτης (νυν Αρχιμανδρίτης κ. Πορφύριος, Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Πιερίων -γνωστή ως Σκήτη Βεροίας.
Στη Ρουμανία ο άγιος Ιωσήφ ο Νέος είναι προστάτης των πυροσβεστών. Στη μονή Βατοπαιδίου εορτάζεται και στις 17 Αυγούστου.
Πηγή: (Βατοπαιδινό Συναξάρι, έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος, 2007) Αγιορείτικες Μνήμες
Βίος του αγίου μεγαλομάρτυρος Νικήτα
(Βασισμένος στο σχετικό Συναξάριο του Νέου Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκδ. Ίνδικτος, τόμ. Α´[Σεπτέμβριος], Αθήναι, 2011, σσ.193-194)
Ο ένδοξος μάρτυς του Χριστού Νικήτας έζησε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου και ήταν Γότθος στην καταγωγή. Οι Γότθοι ήταν ένα γερμανικό έθνος, που κατέβηκε από την περιοχή της Βαλτικής και εγκαταστάθηκε τον 3ο αιώνα μ.Χ. σ᾽ ένα τμήμα της Κριμαίας, που από τότε μετονομάστηκε Γοτθία. Στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. διείσδυσαν στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και εγκαταστάθηκαν στη Θράκη και στον χώρο της σημερινής Βουλγαρίας και Ρουμανίας, δεξιά από το Δέλτα του Δούναβη ποταμού. Από τότε άρχισαν σταδιακά να εκχριστιανίζονται.
Ένας από τους πρώτους εκχριστιανισθέντες αυτούς Γότθους υπήρξε και ο σήμερα τιμώμενος άγιος Νικήτας. Γιατί, ως βλαστός περιφανούς οικογένειας, διετήρησε την έμφυτη ευγένειά του ανόθευτη από τη φυσική βαρβαρότητα του έθνους του. Και, η επιθυμία του να ζήσει ενάρετα, έχοντας ήδη ακούσει για την πνευματική ωραιότητα της Χριστιανικής πίστης, τον οδήγησε κοντά στον αγιώτατο Θεόφιλο, αρχιεπίσκοπο Γοτθίας, ένα από τους πατέρες της Α´ Οικουμενικής Συνόδου, από τον οποίο διδάχθηκε τις αλήθειες του Χριστιανισμού. Η μαθητεία του στην αληθινή πίστη συνέχισε και επαυξήθηκε στον διάδοχο του Θεόφιλου, Ουλφίλα, τόσο, ώστε ο Νικήτας, παρόλο που εν τω μεταξύ έγινε ανώτερος αξιωματούχος του στρατού της χώρας του, απέβη και φλογερός ιεροκήρυκας της Πίστης του Χριστού, και δεν έπαυε να εμπνέει στον βάρβαρο λαό του τον πόθο για τον λόγο του Θεού, για τη μόνη αληθινή Πίστη.
Αλλά ο διάβολος, φθονώντας την προσέλευση των Γότθων στον Χριστιανισμό, ενέσπειρε διχόνοια μεταξύ τους και τους χώρισε σε δύο έντονα εχθρικές παρατάξεις. Η μία, με αρχηγό τον σκληρό και ασεβέστατο Αθανάριχο, ήσαν οπαδοί της πατρογονικής ειδωλολατρίας, ενώ η άλλη, με αρχηγό τον Φριτιγέρνη, είχαν ασπασθεί τον Χριστιανισμό. Ο τελευταίος, ένεκα της στρατιωτικής υπεροχής του Αθανάριχου, ζήτησε βοήθεια από το Βυζάντιο, και ο αυτοκράτορας Ουάλης (364-378) του παραχώρησε το στράτευμα της Θράκης. Ο Φριτιγέρνης, όπως παλαιότερα ο Μέγας Κωνσταντίνος, έχοντας προπορευόμενο των στρατευμάτων του το λάβαρο του Τίμιου Σταυρού, κατατρόπωσε τον Αθανάριχο, που μόλις διέφυγε τη σφαγή. Αυτή η νίκη έγινε αιτία να πιστέψουν στον Χριστό και πολλοί άλλοι Γότθοι.
Αργότερα όμως, κατά παραχώρηση Θεού, ο Αθανάριχος ανέκτησε την πρώτη δύναμη του και, πνέοντας άσπονδο μίσος και μένεα κατά των Χριστιανών, τους συνελάμβανε και τους υπέβαλλε σε φρικτά βασανιστήρια. Τότε και ο Νικήτας, γνωστός για την ευσέβεια και τα δημόσια κηρύγματα του, συνελήφθη ξαφνικά, την ώρα που κήρυττε στον λαό για τον Χριστό. Σύρθηκε βίαια ενώπιον του Αθανάριχου και, μολονότι εξαναγκάσθηκε ν’ αρνηθεί την πίστη του Χριστού, αυτός παρέμεινε ακλόνητος στην ομολογία του. Τότε οι ασεβείς, κτυπώντας τον, συνέτριψαν όλα τα μέλη του σώματός του και τον έριξαν στη φωτιά. Μα, ώ της ανδρείας του, και μέσα στις φλόγες ο άγιος δεν έπαυε να υμνεί τον Θεό, μέχρις ότου παρέδωσε την αγία ψυχή του εις χείρας Θεού. Το μαρτύριο του έλαβε χώρα το έτος 372 μ.Χ.
Κάποιος φίλος του αγίου, ονόματι Μαριανός, αναχωρώντας τότε για την πατρίδα του Μοψουεστία, σημαίνουσα πόλη κοντά στα Άδανα και την Ταρσό της Κιλικίας της Μικράς Ασίας, θέλησε να μεταφέρει μαζί του ό,τι λείψανο είχε απομείνει από το σώμα του Αγίου. Κι εκεί που συλλογιζόταν, πώς θα το ξεχώριζε από τα λείψανα των άλλων μαρτύρων, που είχαν πεταχθεί στον ίδιο εκείνο τόπο, ουράνια δύναμη, με τη μορφή φωτεινού αστεριού, στάθηκε πάνω στο σώμα του αγίου Νικήτα. Και ο Μαριανός το αναγνώρισε αμέσως, γιατί, χάριτι Θεού, είχε διαφυλαχθεί ολόκληρο και αβλαβές. Το ασπάσθηκε τότε με πόθο ο Μαριανός, το έβαλε σε θήκη, που είχε ετοιμάσει, και το μετέφερε στη Μοψουεστία, όπου επιτελούσε πολλά θαύματα. Με τον καιρό, ο άγιος Νικήτας κατέστη ο κατεξοχήν πολιούχος της φιλόχριστης πόλης Μοψουεστίας, και ο μητροπολιτικός ναός της ήταν αφιερωμένος στο όνομα του.
Η μνήμη του τιμάται στις 15 Σεπτεμβρίου.
Η τιμή του Αγίου Νικήτα στην Κύπρο,
Του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου
Φαίνεται ότι η μεταφορά των λειψάνων του αγίου Νικήτα στη Μοψουεστία της Κιλικίας και η ανέγερσις εκεί του ως άνω μεγάλου καθεδρικού ναού προς τιμή του, επηρέασαν και τη νήσο των Αγίων, την Κύπρο. Οι επαφές της Κύπρου με τα μικρασιατικά παράλια, και ειδικώτερα με την Παμφυλία και την Κιλικία, υπήρξαν πυκνές από την αρχαιότητα και συνεχίζονται διαχρονικά μέχρι τη μικρασιατική καταστροφή του 1922 (λ.χ. έχομε Σόλους στην Κιλικία – Σόλους στην Κύπρο: δύο αρχαίες πόλεις – βασίλεια με το ίδιο όνομα). Περαιτέρω, δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι μεγάλα προσκυνήματα της νοτιοανατολικής Μικράς Ασίας τα συναντάμε και στην Κύπρο. Για παράδειγμα, η αγία Θέκλα της Σελεύκειας της Κιλικίας τιμάται ιδιαίτερα και στην Κύπρο.
Και για να πάμε πιο πίσω, οι Απόστολοι Βαρνάβας και Μάρκος έρχονται από τη Σελεύκεια της Κιλικίας στον Κορμακίτη και από εκεί αρχίζουν τη Β’ Αποστολική Περιοδεία στην Κύπρο. Ο άγιος Αρτέμων, τον 3ο αιώνα, από το Ανεμούρι έρχεται στον Κορμακίτη και με προσευχή του αναβλύζει αργότερα πηγή αγιάσματος-βαπτιστήριο στην Αυλώνα της Θεομόρφου.
Στην Αττάλεια της Παμφυλίας εδρεύει ο ναύσταθμος του βυζαντινού ναυτικού στόλου και προστατεύει την Κύπρο στα δύσκολα χρόνια των αραβικών επιδρομών. Από τα μέρη της Αλεξανδρέττας, από το όρος Αμανός, έρχονται κατά τη βυζαντινή περίοδο άγιοι ασκητές (που εντάσσονται στην ομάδα των λεγομένων Αλαμανών οσίων), και τελειώνονται ασκητικά στο νησί μας, τυγχάνοντας ιδιαίτερης ευλάβειας από τους πιστούς Κυπρίους μέχρι σήμερα. Τον 14ο αιώνα, συγκεκριμένα στις 6 Μαΐου 1370, ο επίσκοπος Πομπηϊουπόλεως (Σόλων) της Κιλικίας μαζί με Κύπριους επισκόπους χειροτονεί στην Πεντάγεια της Μόρφου τον επίσκοπο Αρσινόης και Πάφου Γρηγόριο. Όλα τα προαναφερθέντα μαρτυρούν τις διαχρονικές στενές σχέσεις Κύπρου και νοτιοανατολικής Μικράς Ασίας. Αυτοί ήταν για αιώνες οι Ρωμηοί γείτονές μας.
Για την πλούσια χάρη των θαυμάτων, που έλαβε παρά Θεού ο άγιος Νικήτας, η τιμή του εξαπλώθηκε με τα χρόνια σε πολλά μέρη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Μεταξύ άλλων, η τιμή του Αγίου, ακολουθώντας τις πιο πάνω έντονες σχέσεις Κύπρου-Μικρασίας, έφθασε και στο νησί μας. Αλλά, στο νησί μας έρχονται και λείψανα του αγίου, ασφαλώς προερχόμενα από τον περικλεή ναό του στη Μοψουεστία. Γιά το πότε ακριβώς έρχονται, δεν υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες. Όπως όμως μαρτυρημένα συνέβηκε και σε άλλες περιπτώσεις μαζικής μετακίνησης πληθυσμών από τη Μικρά Ασία και Συρία στην Κύπρο, λόγω των εκεί κατακτήσεων από τους Άραβες και Οθωμανούς (Σελτζούκους), οπόταν οι πρόσφυγες μετέφεραν μαζί τους την τιμή, αλλά και τα λείψανα των αγίων της ιδιαίτερης πατρίδας τους (λ.χ. οι Αντιοχείς μετέφεραν τα λείψανα των αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης στο Μένικο, κ.λπ.), είναι πολύ πιθανόν ότι πρόσφυγες από την Μοψουεστία (ίσως στα τέλη του 11ου αι.) μεταφέρουν τα λείψανα και την τιμή του αγίου Νικήτα στην Κύπρο, στον τόπο, που οι ευλογημένοι και ευσεβείς αυτοί χριστιανοί έκτισαν το ομώνυμο χωριό της Μόρφου και οικοδόμησαν τον ναό στο όνομα του. Η τιμία κάρα του αγίου Νικήτα, καθώς και τεμάχια λειψάνων του, σήμερα είναι αποθησαυρισμένα στην περικλεή Μονή της Παναγίας του Κύκκου. Στον Κύκκο μεταφέρονται από το χωριό του Νικήτα, με προφανώς ενδιάμεσο σταθμό το μεγάλο Μετόχι της Μονής Κύκκου στη γειτονική στο χωριό Νικήτας Πεντάγεια.
Χρονολογική ένδειξη για την πρωιμότητα τιμής του αγίου Νικήτα στο ομώνυμο χωριό αποτελούν μαρτυρίες παπικών εγγράφων των ετών 1321 και 1322, που αναφέρονται σε εκεί «αγροτικό ναό» του αγίου Νικήτα, που τότε ήταν υπό κατάρρευση, άρα ήταν ήδη αρκετά παλαιός! Συγκεκριμένα, της εκκλησίας αυτής, που υπαγόταν τότε στην περίφημη Μονή του Αγίου Γεωργίου Μαγγάνων στη Λευκωσία, ζήτησε από τον πάπα Ιωάννη ΧΧΙΙ, να του παραχωρηθούν τα έσοδα ο διάκονος της επισκοπής Σολέας Βρυώνης Λεμπίτης, κατά παρακίνηση του θείου του, επισκόπου Σολέας Λέοντος. Ακόμη, στη μητροπολιτική μας περιφέρεια, και συγκεκριμένα στο χωριό του Μουτουλλά, σώζεται η αρχαιότερη φορητή του εικόνα στην Κύπρο, έργο του 13ου αιώνα. Από τα στοιχεία αυτά, μπορούμε να υπολογίσουμε, ότι ο εν λόγω ναός του Αγίου Νικήτα θα ήταν κτίσμα της υστεροβυζαντινής τουλάχιστον για την Κύπρο περιόδου (11ου/12ου αι.).
Πράγματι, στο κατεχόμενο χωριό Νικήτας Μόρφου υπήρχε παλαιός ναός μικρού μεγέθους, άγνωστο εάν ο πιο πάνω ή άλλος, που οικοδομήθηκε μεταγενέστερα στη θέση του, που κατεδαφίστηκε στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, για να κτιστεί περί το 1908 ο σημερινός ναός με πωρόλιθο, βόρεια του παλαιού ναού. Το 1932 χτίστηκε το καμπαναριό του νέου ναού, όπως το βλέπει κανείς σήμερα, το οποίο μαζί με το σκαλιστό εικονοστάσι έγιναν με δωρεά του Ιερωνύμου Αγιοταφίτη. Ο ναός εγκαινιάστηκε από τον Μητροπολίτη Κηρυνείας Κυπριανό, περί το 1950. Όταν χτίστηκε ο καινούργιος ναός, έφτιαξαν και καινούργια εικόνα. Στον ναό υπήρχε όμως ήδη παλαιά εικόνα του αγίου, ασημοστόλιστη. Ο άγιος στην παλαιά του αυτή εικόνα απεικονιζόταν έφιππος σε μαύρο άλογο. Οι κάτοικοι του Νικήτα θυμούνται «τον μαύρο του αγίου», εννοώντας τον μαύρο ίππο του αγίου. Έλεγαν, «να σου δειχτεί ο Μαυρομούτσουνος», και εννοούσαν τον άγιο. Μαύρος είναι και ο ίππος του Διγενή Ακρίτα στα ακριτικά άσματα, με υπερφυσικές ικανότητες.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθεί ένα γεγονός, το οποίο μαρτυρεί την έντονη παρουσία του αγίου στο χωριό. Κάποια χρονιά, στην πανήγυρη του αγίου στον Νικήτα Μόρφου, τοποθέτησαν την καινούργια εικόνα του αγίου για να προσκυνά ο κόσμος. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του επιτρόπου της εκκλησίας Χατζηγιάννη, ο ίδιος οραματίστηκε τον άγιο, που του είπε τα εξής:
«Θέλω την εικόνα την παλιά, εκείνη με το μαύρο άλογο, όχι την καινούργια!»
Το 1997 ο κύριος Γεώργιος Καϊσής, σε χωράφι που εξασφάλισε από την Κυπριακή Δημοκρατία στα όρια του συνοικισμού Λατσιών-Γερίου, οικοδόμησε παρεκκλήσιο του Μεγαλομάρτυρος Νικήτα εις ανάμνηση της κατεχόμενης κοινότητας Νικήτα Μόρφου. Ο ναός εγκαινιάστηκε στις 15 Σεπτέμβριου του 2001 από τον Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεόφυτο, μετά από ευλογία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ. Χρυσοστόμου του Α΄.
Η 15η Σεπτεμβρίου, ημέρα μνήμης και πανηγύρεως του αγίου Νικήτα, συνάζει κάθε χρόνο στο παρεκκκλήσιο αυτό, όπου η ταπεινότης μας χοροστατεί και ιερουργεί, τους πρόσφυγες του Νικήτα και πολλούς από άλλες κατεχόμενες κοινότητες της Κύπρου, ανανεώνοντας την ελπίδα της επιστροφής και ελευθερίας της νήσου μας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νίκην ἔστησας, κατὰ τῆς πλάνης, νίκης εἴληφας, ἄφθαρτον γέρας, ἐπαξίως Νικήτα φερώνυμε· σὺ γὰρ νικήσας ἐχθρῶν τὴν παράταξιν, διὰ πυρὸς τὸν ἀγώνα ἐτέλεσας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Νικητὴς γενόμενος ἐν τοῖς ἀγῶσι, νικητὰς ἀνάδειξον, κατὰ παθῶν φθοροποιῶν, τοὺς εὐλαβῶς ἐκβοῶντάς σοι· χαίροις Νικήτα, Μαρτύρων ὡράϊσμα.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῆς πλάνης τεμών, τὸ κράτος τῇ ἐνστάσει σου, καὶ νίκης λαβών, τὸ στέφος τῇ ἀθλήσει σου, τοῖς Ἀγγέλοις ἔνδοξε, συναγάλλῃ Νικήτα φερώνυμε, σὺν αὐτοῖς Χριστῷ τῷ Θεῷ, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον
Πῦρ τὸ ζωηφόρον ἔνδον λαβών, ἔφλεξας ὡς ἄνθραξ, ἀγνωσίας ὕλην σαθράν, καὶ ὡλοκαυτώθης, οἷα τερπνὴ θυσία, Νικήτα Ἀθλοφόρε, τῷ σὲ δοξάσαντι.
Ὁ Οἶκος
Γνῶσιν ἐνθεὶς τὴ ψυχή μου, κάθαρόν μου τὴν φρένα καὶ τῶν σῶν ἐντολῶν ἐργάτην Σῶτερ ἀνάδειξον, ἵνα ἰσχύσω καταπαλαῖσαι τὰς ποικίλας τῶν παθῶν μου ἐπαναστάσεις, νικητικὸν ἀφθαρσίας βραβεῖόν τε δέξασθαι, πρεσβείαις τοῦ σοῦ γενναίου ἀθλοφόρου Νικήτα, φιλάνθρωπε∙ καὶ γὰρ αὐτὸς ἡμᾶς ἐν τῇ μνήμῃ αὐτοῦ συνεκαλέσατο, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Πηγή: Ἱερά Μητρόπολις Μόρφου , Μέγας Συναξαριστής, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ο Άγιος Βησσαρίων γεννήθηκε στην Πόρτα Παναγιά Τρικάλων το 1490 μ.Χ., λίγα χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους. Αν και οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες, γαλουχήθηκε και ανατράφηκε από τους ευλαβείς γονείς του με τα ιερά νάματα της αγίας πίστεώς μας και τα ιδεώδη του Γένους μας σε ένα γεμάτο θεοσέβεια οικογενειακό περιβάλλον.
Ὁ μήνας αὐτός, ἀγαπητοί μου, ὁ Σεπτέμβριος, ἔχει πολλὲς ἑορτές. Σήμερα, δεκατέσσερις (14) Σεπτεμβρίου, οὐρανὸς καὶ γῆ ἑορτάζουν τὸν τίμιο σταυρό.
Οι έντονες ζυμώσεις, έριδες και πόλεμοι Καθολικών και Διαμαρτυρομένων στην Δυτική Ευρώπη, καθώς και η δραστηριότητα της προπαγάνδας τους στην Ανατολή, προκαλούν, πως είναι επόμενο, ποικιλότροπες επιδράσεις στα πνεύματα των Ορθόδοξων θεολόγων του 16ου και ιδίως του 17ου αι . Η Ορθόδοξη Εκκλησία συγκλονίζεται από την σφοδρότητα των νέων κυμάτων. Οι Θεολόγοι της, εκτεθειμένοι μέσα στην θύελλα, οφείλουν όχι μόνον να πάρουν θέση, αλλά και ν’ αγωνιστούν οι ίδιοι και να καθοδηγήσουν το πλήρωμά τους. Οι περισσότεροι, μολονότι έχουν κάνει τις σπουδές τους μένουν στην Ιταλία και γνωρίζουν πολύ καλά τους αντιπάλους και τις μεθόδους των, δοκιμάζουν για πρώτη φορά την ορμή των ιδεών μιας Ευρώπης που περνά βαθύτατη κρίση και βαίνει προς την διαμόρφωσή της. Οι Έλληνες βρίσκονται ανέτοιμοι και μάλλον αμύνονται. Ο μόνος ισχυρός φορέας φιλοσοφικών ιδεών είναι, όπως είδαμε στον δεύτερα τόμο, ο Θεόφιλος Κορυδαλλεύς, περισσότερο κοσμικός φιλόσοφος παρά θεολόγος, ο οποίος προετοιμάζει το έδαφος της Ανατολής για την διείσδυση της δυτικής φιλοσοφίας και επιστήμης. Μολαταύτα η πάλη των ιδεών και οι ανάγκες των τότε συνθηκών γονιμοποιούν την διάνοια των Ελλήνων θεολόγων και οξύνουν την μαχητικότητά τους. Ορισμένοι απ’ αυτούς, ευφυείς και μορφωμένοι, μελετούν τις νέες θρησκευτικές ιδέες και επηρεάζονται λίγο ή πολύ απ’ αυτές ή τις απορρίπτουν και εξελίσσονται σε κορυφαίους προμάχους της Ορθοδοξίας . Ο καθένας τους διαμορφώνει την δική του προσωπικότητα και κάτι έχει να προσφέρη. Τα έργα τους, τα περισσότερα αντιρρητικά, αναζωογονούν την θεολογική φιλολογία, αποτελούν την πρώτη ορμητική εκδήλωσή της στα χρόνια της τουρκοκρατίας και φέρνουν το προδρομικό μήνυμα της εποχής του ελληνικού διαφωτισμού. Αυτήν ακριβώς την προσφορά των πιο αξιόλογων θεολόγων στην υπόθεση της Εκκλησίας και του έθνους πρέπει ν’ αναζητήσουμε.
Η μόνη δυνατή προσωπικότητα, που θα μπορούσε ν’ αντιμετωπίση αποτελεσματικά τις κρίσιμες εσωτερικές και εξωτερικές περιστάσεις της Ορθοδοξίας, να δώση πνοή και ν’ αναζωογονήση την πνευματική της ζωή, είναι ο μεγάλος για την ταπεινοσύνη, για την μόρφωση και για το κύρος του Μελέτιος ο Πηγάς (1549 - 1601) από τον Χάνδακα ή Μεγάλο Κάστρο της Κρήτης. Ο Μελέτιος, ύστερ’ από τις πρώτες σπουδές στην πατρίδα του, πηγαίνει στην Πάδοβα, όπου σπουδάζει κλασσική φιλολογία, φιλοσοφία και ιατρική. Μετά την επιστροφή του στην πατρίδα του κείρεται μοναχός στην περίφημη μονή της Αγκαράθου, όπου ηγουμένευε ο Σίλβεστρος, μαθητής του Θεοφάνη Ελεαβούλκου και μετέπειτα Πατριάρχης Αλεξανδρείας.
Ο νεαρός μοναχός γρήγορα διακρίθηκε για το σεμνό του ήθος, για την αφοσίωσή του στις θεολογικές μελέτες και προ πάντων για το καρποφόρο κήρυγμά του εναντίον της Καθολικής προπαγάνδας . Εκτιμώντας οι συμπατριώτες του την μεγάλη μόρφωση και τους αγώνες του, του ανέθεσαν την διεύθυνση της ελληνικής σχολής του Χάνδακα. Δεν γνωρίζουμε πόσο έμεινε εκεί. Πιθανόν στα 1578 έφυγε για την Αίγυπτο και απ’ εκεί για το ερημητήριο της Αγίας Αικατερίνης στο «θεοβάδιστον» όρος Σινά. Εκεί έμεινε μόνον ένα ή ενάμιση χρόνο, γιατί ο γέρος Πατριάρχης Αλεξανδρείας και άλλοτε πνευματικός του πατέρας Σίλβεστρος, έχοντας ανάγκη βοηθού για την άσκηση των διοικητικών του καθηκόντων τον κάλεσε κοντά του, τον χειροτόνησε πρεσβύτερο, κατόπιν τον προβίβασε σε πρωτοσύγκελλο (πιθανότατα τέλη του 1579) και λίγο αργότερα σε επίσημο ιεροκήρυκα του Πατριαρχείου. Όπως και στην Κρήτη, έτσι και εδώ το κήρυγμά του στην ελληνική και αραβική του χάρισε μεγάλη φήμη. Επίσης προσπάθησε να επαναφέρη τους Κόπτες στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας και ν’ ανορθώση τον μοναχικό βίο στην Αίγυπτο. Στην Αλεξάνδρεια ο Πηγάς ίδρυσε την πρώτη ελληνική σχολή, όπου και δίδαξε . Για τους μαθητές του έγραψε το εγχειρίδιο «Στοιχειώσεις», που διαιρείται σε 3 μέρη· 1) γραμματική, 2) διαλεκτική και 3) ρητορική. Άλλην επίσης σχολήν ίδρυσε στο κοινόβιο της Αλεξανδρείας και διόρισε δάσκαλο τον Μάξιμο Πελοποννήσιο, τον γνωστό για τον «στηλιτευτικόν» του εναντίον του Μητροπολίτη Λαρίσης Διονυσίου.
Στην Αλεξάνδρεια είχε την ευκαιρία να γνωριστεί με επιφανείς Προτεστάντες, με τον Salomon Schweigger (Σιωπικός) στα 1581 και τον επόμενο χρόνο με τον Φραγκίσκο Billerbek και τον Ροβέρτο Dorndof, στους οποίους έκαναν μεγάλη εντύπωση οι ευγενείς τρόποι και η σπάνια για Έλληνες της εποχής εκείνης μόρφωση και γλωσσομάθειά του. Με την μεσολάβηση αυτών αλληλογραφεί με επιφανείς Διαμαρτυρομένους, αλλά κρατεί απέναντί τους επιφυλακτική στάση και δεν αφίσταται από το πνεύμα της Ορθοδοξίας . Είναι ευγενής και ήπιος στις εκφράσεις του απέναντι των Διαμαρτυρομένων, ενώ δεν τηρεί την ίδια στάση απέναντι των Καθολικών, κι’ αυτό ασφαλώς, γιατί από την περίοδο αυτή εντείνεται η Καθολική προπαγάνδα στην Ανατολή, όπως είχαμε την ευκαιρία να εξετάσουμε διεξοδικά στα προηγούμενα οικεία κεφάλαια. Από την εποχή αυτή χρονολογούνται, μεταξύ άλλων, η «Ορθόδοξος διδασκαλία» (1582), έργο δογματικό με πολεμικό χαρακτήρα, αφιερωμένο στην Μαργαρίτα της Ναβάρρας, γυναίκα του Ερρίκου Δ’ της Γαλλίας, και ο «Πρώτος Στρωματεύς», αφιερωμένο στον υπέρμαχο της Ορθοδοξίας τσάρο Θεόδωρο Α’ (1584 - 1598). Ο σκοπός ιδίως το πρώτου έργου, το οποίο τυπώθηκε δυο φορές (στα 1596 στην Βίλνα της Ρουθηνίας και 1769 στο Ιάσιο) είναι πολύ καθαρός: βλέπει ότι η Εκκλησία έχει περιέλθει σε δεινή θέση «και αυτό το της Ορθοδοξίας σύνθημα, το της πίστεως, φημί, σύμβολον εν συγχύσει πολυσχιδεί» και θέλει να βοηθήση, ώστε να επιστρέψουν στους κόλπους της εκείνοι που είχαν παρασυρθή από την Καθολική προπαγάνδα . Το έργο αυτό αποτελεί να είδος κατήχησης στην Ορθοδοξία. Είναι η εποχή των νέων κλυδωνισμών της Εκκλησίας από την απήχηση του Γρηγοριανού ημερολογίου, από την σύγκληση της συνόδου του 1583 στην Κωνσταντινούπολη για την αντιμετώπιση το ζητήματος αυτού, από την έκδοση του Τόμου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και του «ετέρου τόμου Αλεξανδρινού», που συντάσσει ο Μελέτιος Πηγάς και αποστέλλει στην Νοτιοδυτική Ρωσία, για να διαφωτίση τους κατοίκους σχετικά με την μεταρρύθμιση του ημερολογίου · από την εξορία του Ιερεμία Β’ στην Ρόδο, από την άνοδο του φαύλου Παχωμίου Πατέστα του Λεσβίου στον πατριαρχικό θρόνο· από τις απαιτήσεις του πρώην Αντιοχείας Μιχαήλ (που είχε παραιτηθή) να επανέλθη στον πατριαρχικό θρόνο που κατείχε τότε ο Ιωακείμ Β’. Δεν είχε καθησυχάσει ακόμη ο σάλος της Εκκλησίας, όταν ο Μελέτιος, προσκαλεσμένος από τον τσάρο της Ρωσίας Ιβάν Δ’ τον Τρομερό (1533 - 1584), ταξιδεύει στην Ρωσία με σκοπό να προσφέρη τις υπηρεσίες του στην ομόδοξη Εκκλησία της. Όταν όμως φθάνη στην Κωνσταντινούπολη, αναγκάζεται να διακόψη το ταξίδι του, γιατί διαπιστώνει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία κινδυνεύει από τον σάλο των εσωτερικών ανωμαλιών. Επί δυο χρόνια (1586 - 1587) ο Μελέτιος αγωνίζεται με σύνεση για ν’ αποκαταστήση την γαλήνη στην έδρα της Ορθοδοξίας, ενώ με το γραπτό και προφορικό του κήρυγμα ανανεώνει την δραστηριότητα, που είχε επιδείξει στην Κρήτη. Με κέντρο την Κωνσταντινούπολη επισκέπτεται τους κατοίκους διαφόρων μερών της Θράκης και της Μ. Ασίας αποστέλλει σε άλλους επιστολές και τονώνει το θρησκευτικό τους αίσθημα. Το έργο του θυμίζει την δράση των αποστόλων των πρώτων χριστιανικών χρόνων.
Στις αρχές του 1588 ο Μελέτιος καλείται ν’ αναλάβη την διοίκηση του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας με τον τίτλο του πατριαρχικού εξάρχου και μετά τον θάνατο του Σιλβέστρου εκλέγεται «πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας» (5 Αυγούστου 1590).
Ο Μελέτιος ξαναγυρίζει δυο φορές ακόμη στην Κωνσταντινούπολη, την πρώτη για να λάβη μέρος στην σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως της 12 Φεβρουαρίου 1593 (η οποία μεταξύ άλλων σκοπό είχε να κυρώση σύμφωνα με τους κανόνες της Εκκλησίας την ανακήρυξη του Πατριαρχείου της Μόσχας) και την δεύτερη το 1594, για να ενισχύση με την παρουσία του ηθικά τον Πατριάρχη Ιερεμία Β’ και να συντελέση πάλι στην αποκατάσταση της γαλήνης μέσα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Γίνονται τώρα περισσότερο αισθητοί μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας οι κλονισμοί από την δράση των Ιησουιτών . Κατά τα ταξίδια του προς την Κωνσταντινούπολη είχε την ευκαιρία να διαπιστώση τον ζήλο και τις επιτυχίες τους. Και τρομαγμένος σημειώνει: «Παρασύρονται των ακεραιοτέρων αι ακοαί. Εις συνήθειαν ήλθον της διεστραμμένης διδασκαλίας... βαπτίσματα παρ’ εκείνων, προπομπαί των εξοδευόντων (αποθνησκόντων), επισκέψεις των ασθενούντων, παρακλήσεις των λυπουμένων, βοήθειαι των καταπονουμένων, αντιλήψεις παντοδαπαί, μυστηρίων κοινωνίαι, α πάντα δι’ εκείνων (των Ιησουϊτών) επιτελούμενα σύνδεσμος γίνεται τοις πολλοίς της προς αυτούς ομονοίας, ώστε μικρού χρόνου παρελθόντος μηδέ (ει γένοιτό τις άδεια) ελπίδα λοιπόν είναι τους υπό χρονίας απάτης κατασχεθέντας πάλιν προς την επίγνωσιν της αληθείας ανακληθήναι». Στην Χίο οι Ιησουίτες, όπως είδαμε, είχαν σημειώσει τόσες επιτυχίες, ώστε ν’ αναγκαστή να στείλη εκεί, κατά τα τέλη του 1589, τον ανεψιό και πρωτοσύγκελλό του Κύριλλο Λούκαρι και τον Ιερομόναχο Σωφρόνιο Παπαδόπουλο, για ν’ αναστείλουν τις προόδους των. Η παραμονή τους εκεί ήταν εφήμερη και είναι βέβαιο ότι δεν άφησε ουσιαστικές επιδράσεις, αλλά μάλλον σπέρματα αναταραχής και δυσάρεστες συνέπειες για τον Σωφρόνιο. Φαίνεται ότι Χιώτες λατινόφρονες με την υποκίνηση ασφαλώς των Ιησουϊτών, που αμύνονταν, αντεπιτέθηκαν και κατόρθωσαν να διαβάλουν στο Πατριαρχείο τον νεωτερίζοντα ίσως Σωφρόνιο για Λουθηροκαλβινισή με αποτέλεσμα να προκαλέσουν την καθαίρεσή του. Τον Λούκαρι τον στέλνει επίσης ο Μελέτιος το 1593 στην Πολωνία, για ν’ ανταπεξέλθη στην προπαγάνδα των Ιησουιτών, που κλόνιζαν εκεί τα θεμέλια της Ορθοδοξίας.
Κατά την επιστροφή του στην έδρα του διαπιστώνει ο Μελέτιος με μεγάλη λύπη τις ταλαιπωρίες των Ελλήνων και την αναξιότητα των αρχιερέων· «πολύς εσμός εκχείται παρά των ημετέρων τουτωνί, των αρχιερατευόντων, τη οικουμένη των κακιών». Και για να παρηγορήση τον Ιερεμία του γράφει· «Ου Θράκη μόνον πλουτεί των κακών, αλλά Θράκην Αίγυπτος υπερακοντίζει».
Στην Αίγυπτο τον αναμένουν νέοι αγώνες. Με επιμονή τώρα συνεχίζει τις προσπάθειες (που είχε αρχίσει άλλοτε ως πρωτοσύγκελλος) και κατορθώνει να φέρη στους κόλπους της Ορθοδοξίας πολλούς μονοφυσίτες Κόπτες. Δεν στέφθηκε όμως με την ίδια επιτυχία και το διάβημά του προς τον βασιλιά των Αβησσυνών Sagad Α’ (1563 - 1597), προς τον οποίο είχε γράψει (1595) προσκαλώντας τον να μιμηθή το παραπάνω παράδειγμα. Κατόρθωσε όμως ν’ αντιταχθή μ’ επιτυχία στην προπαγάνδα των Ιησουϊτών ανάμεσα στους Κόπτες και να την ανακόψη. Το κύρος του Μελετίου την εποχή αυτή έχει επιβληθή όχι μόνο στην Αίγυπτο, αλλά και σε όλο τον ελληνικό χώρο.
Μετά τον θάνατο του Ιερεμία Β’, υπείκοντας στις αλλεπάλληλες εκκλήσεις και πρεσβείες των κύκλων του Πατριαρχείου, κληρικών και κοσμικών, έρχεται στην Κωνσταντινούπολη και αναλαμβάνει στις 26 Μαρτίου 1597 την διακυβέρνηση του Οικουμενικού θρόνου ως «επιτηρητής» (τοποτηρητής), ωσότου εκλεγή ο νέος Πατριάρχης. Τότε τον γνωρίζει ο περιηγητής Dousa, που μας δίνει το πορτραίτο του: «ήταν πια ηλικιωμένος, το πρόσωπό του αξιοπρεπές και τα ψυχικά του χαρίσματα τόσο μεγάλα, ώστε να μη θεωρήται ότι ανάξια κατείχε την ανώτατη θέση της Ανατολικής εκκλησίας· γενικά με την εμφάνισή του κατακτούσε τις ψυχές των ανθρώπων».
Κατά το εικοσάμηνο περίπου διάστημα της τοποτηρητείας του ο Μελέτιος κατόρθωσε να οργανώση άριστα το πατριαρχικό δικαστήριο , που εκδίκαζε τελεσίδικα τις υποθέσεις των Χριστιανών ραγιάδων, να εξαγοράση το μοναστήρι του Μεγάλου Δημητρίου στην Ξυλόπορτα, όπου με δωρεές του ηγεμόνα της Μολδαβίας Ιερεμία (1595-1606) κτίστηκε το νέο πατριαρχικό οίκημα, και με τους εράνους και συνδρομές των Χριστιανών να εξοφλήση το μεγαλύτερο, φαίνεται, μέρος του πατριαρχικού χρέους προς Εβραίους τοκογλύφους , που το ονόμαζε «θηρίον της Εκκλησίας». Οι αντιδράσεις όμως που προκαλούσε η ανεξαρτησία της γνώμης του και η αυστηρότητα των μέτρων του εναντίον των παρεκτρεπομένων, καθώς και η αδυναμία του τελικά να επιβληθή στους ιδιοτελείς και ταπεινούς συνεργάτες του, του δημιούργησαν μια ανυπόφορη ατμόσφαιρα, γεμάτη από στεναχώριες και ψυχικές αναστατώσεις. Αυτοί ακριβώς κινήθηκαν εναντίον του και κάλεσαν ξαφνικά στον θρόνο, τον Απρίλιο του 1598, τον απαίδευτο επίσκοπο Ιωαννίνων Ματθαίο, τον οποίο με την σύμπραξη των Τούρκων τον έκαναν Πατριάρχη. Απογοητευμένος ο Μελέτιος εγκατέλειψε οριστικά την Κωνσταντινούπολη και ξαναγύρισε στην έδρα του, κατά το τέλος του 1598 αρχές του 1599. Επικρατούν οι εγωπαθείς και διεφθαρμένοι του πατριαρχικού περιβάλλοντος και συνεχίζονται οι μηχανορραφίες και οι αλλαξοπατριαρχείες. Οι νέοι αυτοί γραικύλοι εμπρός στην ικανοποίηση των συμφερόντων τους κάνουν ό,τι μπορούν, για να επιβαρύνουν τα οικονομικά του Πατριαρχείου και να σπιλώνουν την υπόληψη της Εκκλησίας του Χριστού. Ο φατριασμός και οι διχόνοιες είναι καθημερινή απασχόλησή τους. Η ελεεινή όμως αυτή κατάσταση αποκαρδίωνε και έσπρωχνε πολλούς Χριστιανούς κάθε χρόνο στον Ισλαμισμό.
Ο Μελέτιος πέθανε στις 13 Σεπτεμβρίου του 1601 στις αγκάλες του πνευματικού του τέκνου Κυρίλλου Λούκαρι (1572 - 1638), που μόλις είχε φτάσει από την δεύτερη αποστολή του στην Πολωνία, όπου μάταια είχε προσπαθήσει ν’ αναστείλη την πρόοδο του Καθολικισμού.
Τα έργα του Μελετίου είναι δογματικά, απολογητικά της Ορθοδοξίας, και ιδίως πολεμικά , όπως ήταν φυσικό για την εποχή εκείνη. Κεντρικό σημείο του έργου του αποτελεί η υπεράσπιση των θέσεων της Ορθοδοξίας απέναντι των αποφάσεων της Φλωρεντινής συνόδου. Από τα έργα του η «Ορθόδοξος διδασκαλία», είχε, φαίνεται, την μεγαλύτερη απήχηση στον λαό, γι’ αυτό και μεταφέρθηκε σε απλή γλώσσα. Ενδιαφέρουσες είναι και οι πάμπολλες επιστολές του, εκδεδομένες και ανέκδοτες, που είναι ανάγκη να συγκροτηθούν σε σώμα και να εκδοθούν, γιατί απευθύνονται όχι μόνο σε επίσημα πρόσωπα, βασιλείς, ανώτερους κληρικούς, λογίους, αλλά και σε κατώτερους κληρικούς και απλούς ανθρώπους του λαού, και περιέχουν πλήθος ειδήσεων χρήσιμων για την γνώση της κοινωνικοπολιτικής, θρησκευτικής και πνευματικής ιστορίας του τόπου.
Πολύ μεγαλύτερη σπουδαιότητα όμως παρουσιάζουν τα κηρύγματά του, οι σωζόμενες ομιλίες με τον τίτλο «Ευαγγελικής διδασκαλίας περίοδος», γιατί άσκησαν μεγάλη επίδραση στον ελληνικό λαό. Το μυστικό της γοητείας του Μελετίου ήταν, κατά τον αυτόπτη μάρτυρα Dousa, ότι «μιλούσε με ευγλωττία και χρησιμοποιούσε διαλεχτές λέξεις, απαλλαγμένες από κάθε τάση για επίδειξη». Ο Πηγάς δηλαδή συνεπαρμένος από την επιθυμία του να πλησιάση τον λαό απομακρύνεται από την συνηθισμένη παλαιότερη παράδοση του κηρύγματος, την επηρεασμένη από την δυτική σχολή, που πρόσεχε πολύ την τεχνική επεξεργασία του κειμένου, δηλαδή την εσωτερική δομή του λόγου, την καλλιέπεια και το ύφος, και — παραμελώντας τους καθιερωμένους κανόνες του είδους αυτού της γραμματείας — αποβλέπει στην πηγαία απόδοση των συναισθημάτων του, στην ζωντανή εξεικόνισή τους με όργανο την δημοτική γλώσσα. Έτσι με τον αυθορμητισμό του ανανεώνει το κήρυγμα, του δίνει μορφή δική του, ελληνική, και ανοίγει ένα δρόμο πολύ δύσκολο και επικίνδυνο για θεολόγους που δεν είχαν ούτε την δική του θερμή πίστη ούτε και μην βαθιά φιλολογική και φιλοσοφική του κατάρτιση.
Οι ομιλίες του Πηγά αποτελούν ένα ζωντανό εθνικοθρησκευτικό κήρυγμα για εγκαρδίωση και ανάνηψη· καταδικάζει την πολυτέλεια, την τροφή, την μέθη, που οδηγούν τους νέους στο παραστράτημα και στην παραλυσία· στιγματίζει τις σωματικές ηδονές και εξαίρει τις πνευματικές, αποδοκιμάζει τις γυναίκες που τρέχουν στους μάγους, στις γητεύτρες, στις γύφτισσες κ. λ. π., ή εκείνες που πιστεύουν σε διάφορες δεισιδαιμονίες, κ. λ. Καταδικάζει τις αδικίες: «Ω άνθρωπε άσπλαχνε..., τι ελπίζεις να πάθης εσύ, οπού αρπάζεις τα αλλότρια, κλέπτεις τα ξένα, ιεροσυλείς τα θεία; Και πάντα διατί; Άλλος δια να μεθύση, άλλος δια να σπαταλήση, άλλος δια να λαμπροφορέση, άλλος δια να κερδίση, λέγει, θρόνους — ξεύρω για τι θρόνους — να δοξασθή και να κλονήται η Εκκλησία του Θεού, δια να ξοδιάζωνται τα στάμενα εις τους ασεβείς, εις τους εχθρούς του Χριστού, να ξεκουμπίση τον αδελφόν, να χαλάση την Εκκλησίαν, δια να στήση το θέλημά του» . Με αυστηρότητα καυτηριάζει τους ανάξιους κληρικούς: «Άνθρωπος κράζεται εκείνος του Θεού, Χριστιανός το όνομα, και τάχα και φορεί και σχήμα, δεν ηξεύρω πως να τον ειπώ τον ανίερον. Έπειτα τρέχει οπίσω σαρκός τέρας και δεν φοβάται Θεόν, μήτε το πυρ εκείνο ενθυμείται και τες φλόγες εκείνες [τες] σοδομιτικές, ω ουρανέ και ήλιε!.. Τις σε αναγκάζει να πωλήσης ή να αγοράσης ανάξιος Ιερωσύνην ή Αρχιερωσύνην και να θησαυρίσης κόλασιν; Ή δεν γνωρίζεις πως είναι πολλών κολάσεων άξιον το επιχείρημα; . . ». Υπάρχει έπειτα και η στιγμή της κρίσεως: «Πώς να απολογηθούμεν εκεί, όταν έλθη ο κριτής, όταν καθίση το κριτήριον το φοβερόν, όταν τεθώσι θρόνοι, όταν ανοιχθώσι τάφοι, οι βίβλοι των συνειδήσεών μας;»
Δεν ξεχνά την καταγωγή του και είναι περήφανος γι’ αυτήν. Το γένος του εξακολουθεί να είναι το φως του κόσμου:
«Εσείς είσθε το γένος εκείνο το περιφρονημένον των Ρωμαίων, το οποίον ποτέ εκυρίευσεν όλην την Οικουμένην με την δύναμιν των αρμάτων . Η πρώτη μοναρχία των Περσών μετετέθη εις Αιγυπτίους, από τους Αιγυπτίους εις Μακεδόνας, οι οποίοι ήσαν Έλληνες, το γνήσιον γένος σας. Από εκείνους δε ες τους Ρωμαίους, από τούς οποίους εσείς και κρατάτε και λέγεσθε. Εσείς είσθε εκείνοι, των οποίων οι πατέρες εφώτισαν την οικουμένην, την Ορθοδοξίαν της Χριστού πίστεως. Τα λείψανα είστε εσείς της βασιλείας των Ρωμαίων, εσείς τα λείψανα της Ορθοδοξίας. Από εσάς όλα τα έθνη, όσα ομολογούσι τον Χριστόν, αναμένουσι να πάρουσι το στερέωμα των δογμάτων της πίστεως και τους θεσμούς των εκκλησιαστικών πράξεων, τα ήθη και την πολιτείαν της θεαρέστου ζωής. Όλος ο κόσμος εις εσάς αναδρανίζει, εσάς ως φως του κόσμου».
Όπως βλέπουμε, ο ιερωμένος αυτός γνωρίζει καλά τις πηγές της πνευματικής και της εθνικής του υπόστασης, την αρχαία Ελλάδα μαζί με την Μακεδονία και το χριστιανικό Βυζάντιο. Κλαίει όμως τώρα για την κατάπτωση του γένους που έγινε περίπαιγμα των λαών της Δυτικής Ευρώπης και των «απίστων»:
«Κλαίω και εγώ την συμφοράν του γένους μας και θέλω την κλαύσει, δια να μη θαρρούσιν οι αιρετικοί και οι ασεβείς, οπού μας περιπαίζουσι και μας ονειδίζουσι ή πως δεν βλέπομεν την παντερημίαν μας ή πως την στέργομεν.»
Αλλά δεν πρέπει ν’ απελπίζωνται οι Έλληνες, αρκεί να μετανοήσουν για όσα έγιναν. Η μετάνοια είναι η σωτηρία. Ο Πηγάς αντιπαραθέτει την αξία της μετάνοιας προς την απαξία της αμαρτίας:
«Η αμαρτία εξορίζει, η μετάνοια προσοικειοί. Η αμαρτία πτωχαίνει, πλουτίζει η μετάνοια. Η αμαρτία σκορπίζει, η μετάνοια περιμαζώνει. Ασχημίζει η αμαρτία, καλλωπίζει [η μετάνοια]. Εκείνη κατασταίνει βοσκούς χοίρους, ετούτη μας κατασταίνει πάλιν υιούς».
Ας μην είναι λοιπόν οι Έλληνες απαισιόδοξοι. Μόνο στην μετάνοια και στα καλά έργα βρίσκεται η σωτηρία τους:
«. . . ας κλαύσωμεν από το ένα μέρος δια τας αμαρτίας μας, επιστρέφοντες εις μετάνοιαν, και από το άλλο μέρος, μη απελπίζου, μη απελπίζου ο λαός του Θεού, το έθνος το άγιον, βλέποντες πως σε κακουχούσιν και σκληραγωγούσιν οι ασεβείς. Αναθυμήσου, πως και το σπέρμα του Αβραάμ, το σπέρμα της επαγγελίας, παρέδωκεν ο Θεός ο δίκαιος εις δουλείαν τόσους χρόνους. Έπειτα ο αυτός Θεός έκρινε (καθώς είπα του Αβραάμ) το έθνος εκείνο των ασεβών... Πλην, παρακαλώ, να σπουδάσωμεν ημείς, να προφθάσωμεν με τα καλά έργα τες ασέβειες αυτών, δια να παρακινηθή ογληγορήτερα ο Θεός, δια την εργασίαν των καλών μας έργων, δια την ασέβειαν των εχθρών, να χαλάση και τόσην τυραννίαν και τόσον κακόν, ως επιθυμείτε, και να μας αξιώση των αγαθών εκείνων της βασιλείας των ουρανών. . . »
Απέραντη η πίστη του στην Ορθοδοξία. Αυτή θα σώση τους Έλληνες:
«Μόνον μη αμελησωμεν αδελφοί τοις ίχνεσιν επιβαίνειν των προγόνων ημων ειδότες ότι ου προσφατοις πόμεθα δόγμασιν αλλ’ αρχαίοις και πατροπαραδότοις τον Σωτηρα Χριστόν έχουσι νομοδότην και νομοθέτην τούς Αποστόλους δε και τούς Αγίους Πατέρας εκφαντορας...»
Παρακαλεί τον Χριστό να μην παύση να βασιλεύη και να μην επιτρέψη να βασιλεύη άλλος στην θέση του —· φράση που υπαινίσσεται τον φόβο για την ενδεχόμενη επικράτηση του Μουσουλμανισμού.
Αποσπάσματα εξ ομιλιών του Μελετίου
Α. Εξ ομιλίας τη Ε' Κυριακή των Αγίων Νηστειων (σελ. 103).
37. Είναι λοιπόν, λέγει ο απόστολος προς Γαλάτας, δύο διαθήκες: η μία η γεννώσα εις δουλείαν, ή συστοιχούσα τη νυν Ιερουσαλήμ. Η άλλη, ελευθέρα, η άνω Ιερουσαλήμ. Ακούεις, αδελφέ, πως τα πράμματα εκείνα, οπού εγινούντανε τον παλαιόν καιρόν, ήταν και τινά σημάδια και τύποι μυστηρίων μεγάλων, όχι παραδείγματα, να σε παρακινήσουν εσέναν εις άκρασίαν, εις αμαρτίαν;
38. Και κοντολογία, εσύ καν δεν μετράς με τον νουν σου, ότι επειδή είναι λόγια του πνεύματος, ανάγκη είναι να μη σου εγραφτήκασι, διά να κάμεις εσύ αμαρτίες, διότι ήθελες καταστήσει διδάσκαλον τες αμαρτίες. Ο Θεός να με φυλάγει από την βλασφημίαν ταύτην του Θεού ! Μη λοιπόν, αδελφέ, μη θέλεις τα κακά σου θελήματα. Την γυναίκα, οπού σου έδωκεν o Θεός, εκείνην έχε, και αν είναι στείρα, στείρα· αν είναι παιδογόνος, παιδογόνον. Και μη μου ευρίσκετε πρόφασιν και εαν και εσύ, να μολύνετε ο εις διά τούτην την πρόφασιν, ο άλλος διά κείνην την πρόφασιν, να μολύνετε, λέγω, το στέφανόν σας.
39. Τηράτε το αμόλυντον, τηράτε να το παραδώσετε τω φοβερώ Θεώ καθαρόν και αμίαντον. Δεν έχω καιρόν να σε ειπώ περισσότερον διά τούτην την ατοπίαν, οπού γίνεται ανάμεσά μας σήμερον και μολύνεται, μάλιστα και χωρίζεται, το ανδρόγυνον και επαίρνει εκείνος άλλην και εκείνη άλλον.
Β. Εξ ομιλίας τη Κυριακή των Βαΐων (σελ. 152 153).
10. Και εκείνη πάλιν, (η Μαρία, η αδελφή του Λαζάρου) ως ήκουσεν, εσηκώθη πάραυτα από το ξόδι και τα δάκρυα του αδελφού και καταφρονά τα πάντα, και λύπες και πικρίες και θλίψεις και κλαημούς, και τρέχει προς τον Χριστόν. Το εναντίον απ' ό,τι κάμνουσιν εδώ οι γυναίκες, θαρώ, και οι άνδρες οι εδικοί μας, οπού αφήνουσι την εκκλησίαν. Στερεύγουνται τα μυστήρια του Θεού, φεύγουσιν από Θεόν. Διατί; Διατί, λέγει, είναι θλιμμένοι -ώ κόσμε, έρημε κόσμε, και τότες είναι περισσότερος καιρός, όταν έχωμεν θλίψιν, να τρέξωμεν προς Θεόν. «Εκέκραξα, λέγει ο πατρόθεος προφήτης, εκέκραξα εν τω θλίβεσθαί με προς Κύριον και επήκουσάς μου εις την θλίψιν» μου, εκέκραξα προς Κύριον».
11. Και εμείς σήμερον, εις τες θλίψεις μας, τρέχομεν εις τους μάντεις, διατί, λέγει, διά να με παρηγορήσει, να κάμει ν' αγαπά ο δείνας, να κάμει να εύρω το τάδε τι, οπού έχασα, να μου απαγγέλλει διά τάδε τι οπού αναμένω. Ώ γυναίκες, πώς να σας ειπώ, γυναίκες, και αν ο μάντης ή η μάντισσα εμπορεί να κάμει τάδε ή τάδε, να σου κάμει αγάπες, να σου κάμει παιδία, να σου εύρει πλούτη, να σου γιάνει πληγές, δεν ήθελεν κάμει πρώτα του λόγου της; Πόσοι μάντες και μάντισσες είναι πυργωμένοι, παρδαλοί, κυλλοί, κακόμοιροι; Τριγυρίζουσι να εύρουσι καμμίαν λωλήν, να της φάγωσιν τέσσερες πέντε φόλες με το να της τάσσουσιν να την κάμνουσιν εκείνην γερήν, πλουσίαν, εκείνοι οπού είναι αυτοί τως κυλλοί και φτωχοί.
12. Ένα μου πέτε: αv σας έδιδεν ο διάβολος καλόν, οπού είναι των αδυνάτων, όσον μηδέ αυτός ατός του δεν είναι δυνατόν να είναι καλός, πλην, εθέλετέ το το διαβολικόν εκείνον και δαιμονικόν καλόν; Εγώ λογαριάζω, πως και μόνον το όνομα, το όνομα μόνον διαβολικόν, δαιμονικόν να είναι απατά διαβολικόν και δαιμονικόν, κακόν, όχι καλόν και φευκτόν. Ειπέ μου εσύ η ρίκτρα, οπού ρίκτει διά πλούτη καμμίαν και παίρνει σου έξη φόλες να σε κάμει πλούσιον, και του λόγου της πώς δεν πλουταίνει;
13. Ώ κόσμε λωλέ, οπού δεν γνωρίζεις, πώς, αν ήταν αλήθεια αυτάνα τα πράμματα, δεν ήθελες βλέπειν την κατζιβέλλαν γυμνή και ξεσκημένην να τα πει εσένα [τα] πλούτη, και αυτήνη να ψοφά διά έναν άσπρον. Πλην αφήτε τούτες τες λωλές μάντισσες! Εσείς μη πααίνετε πλέα. Αφήτε τούτες τες δαιμονισμένες και ας γιαγείρομεν εις την καλήν Μάρθαν καί Μαρίαν.
Γ. Εκ της αυτής ομιλίας (σελ. 170-171).
61. Ας γδυθής λοιπόν, άνθρωπε, από μάταια νεκρά πάθη της νεκρώσεως και λάβεις βαΐα φοινίκων αειθαλών, πράξεις ενάρετες και να υπαντήσεις τον Χριστόν, δεν θες ακούσεις μόνον, πως ανάστασε τον Λάζαρον, καθώς ακούεις πώς ακούουσιν εδώ οι λαοί, αμή θες αναβοήσει και εσύ το ωσανά, και θες λάβει το «σώσον δή Κύριε». Ώ Μελέτιε, πώς νάκαμνες την γλώσσαν μου, όχι κάλαμον γραμματέως οξυγράφου, επειδή δεν έχει να γράφεις μαλακά χαρτία, αμή, ή αδαμαντίνη, επειδή έχεις να χαράξεις, ωσάν πλάκες λίθινες, καρδίες σκληρές, ή πυρίνη, ωσάν εκείνες τες πυρίνες του πνεύματος, επειδή έχεις, ωσάν τότε εκείνος ο προφήτης τον τότε λαόν, ως καλάμιν νάκαιες, Μελέτιε, τόσην ύλην, όσην είναι φορτωμένη σήμερον τα στήθη μας και δεν αφήνει να φυτευθή o του Θεού φόβος, η του Χριστού υπακοή, οπού μας oρίζει με φοβερά και αφοριστικά από Θεού πρόσωπον λόγια να ταπεινωθούμεν, οπού μας ορίζει να μην μνησικακούμεν, μα να συγχωρούμεν με όσους έχομεν κακοσύνην, αλλέως πως δεν έχομεν να ιδούμεν πρόσωπον Θεού.
62. Πλήν, μην αναμένετε· ακούτε με και άνδρες και γυναίκες. Μην αναμένετε να μου θαυματουργήσει ο Θεός, και να μετασκευάσει την γλώσσαν μου οξυγράφον ή εις αδαμαντίνην και πυρίνην ή εις γλώσσαν αγγέλου, απ' εκείνες, οπού λέγει ο Παύλος. Εις στέκει να την καταστήσει και πυρίνην και αγγελικήν, αν δεκτείτε τον λόγον του Θεού πατρός και να ταπεινωθήτε και ν' αφήσετε και την μνησικακίαν, την αντίθεον, με τα λοιπά πάθη τα σαρκικά, διά την βασιλείαν των ουρανών, ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν εν Χριστώ Ιησού, ω η δόξα και το κράτος συν πατρί και πνεύματι εις αιώνας. Αμήν.
Δ. Εξ ομιλίας τη Αγία και Μεγάλη Πέμπτη (σ. 203).
34. Τρέχει, ασπάζεται τους αχράντους εκείνους πόδας, ραίνει τους και βρέχει τους με τα δάκρνα της μετανοίας. Και oι στεναγμοί της καρδίας, η συντριβή η συνεχή, δεν αφήνουσι την κατάνυξιν να ειπεί λόγια. Με τα έργα, αυτά, που είναι ζωντανά λόγια, με τα αυτά τα έργα βοά η καλή εκείνη πόρνη, ήδη μη πόρνη, τω Χριστώ, και λέγει πώς είναι αμαρτωλή περισσά και πως δέεται συγχωρήσεως διά φιλανθρωπίας, μάλιστα δείχνει και τούτη έξω από ετούτο, την μεγάλην αγάπην, οπού εχει προς τον Χριστόν. Μύρον της ευρίσκεται. πολύτιμον εις αλάβαστρον άγγείον. Παίρνει το μύρον. Βαστά ατή της το αλάβαστρον. Σπα το αλάβαστρο, χύνει το μύρον αλείφει την ακήρατον εκείνην κορυφήν του Χριστού, της οποίας τα ποδάρια έβρεχε με δάκρυα και εσφούγγιζε με τες απαλές εκείνες πλεξούδες, οπού είχε πρώτα δίκτυα της αγάπης της αμαρτίας.
35. Ώ καλή πόρνη, πώς εύρες καλήν και σύντομον στράταν να ξεφκαιρώσεις το πέλαγός σου της αμαρτίας με τα δάκρυα της μετανοίας, με την κένωσιν του μύρου! Ώ καλή μετάνοια, πώς δύνασαι και σιμώνεις τας πόρνας τω Χριστώ και ανέχεται της δυσωδίας του βρώμον της άμαρτίας, ανέχεται ο Χριστός, όχι διά το μύρον, διά τα δάκρυα.
Ε. Εξ ομιλίας τη Κυριακή των Προπατόρων (σ.229-230).
60. Παρακαλώ σας λοιπόν, μην ευρεθούμεν εμείς από τους πολλούς τους καλεσμένους, μηδέ καταφρονήσωμεν το κάλεσμα του Κυρίου, μηδέ αγρούς, μηδέ ζεύγη βoώv, μηδέ γυναίκα, αλλά ας γενούμεν, από τους ολίγους, διά τους οποίους λέγει ο Σωτήρ, ότι «ολίγοι οι σωζόμενοι». Ας γενούμεν από τους εκλεκτούς με την στράταν, οπού μας ερμηνεύει ο Σωτήρ, διά του αποστόλου ότι «αποστήτω από αδικίας πας ονομάζων τον Κύριον». Και πάλιν «καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος, ποιούντες αγιωσύνην εν πνεύματι αγίω».
61. Και μη μου προφασίζου, ώ δύστηνη Πόλη, πως έχεις κακούς ποιμένας. Έχεις και καλούς, καλά και ολίγους, πλην αν έχεις και κακούς, πείθου εσύ «τω λόγω της αληθείας» και μην ξετρέχεις τας πράξεις των κακών. Ξεύρεις, να σου ειπώ, πρώτον μεν ήθελα να είμεσθαν εμείς καλοί, αλλά θα νάμεσταν το φως του κόσμου, το άλας της γης, οι οδηγοί των τυφλών, οι παιδευταί των ασεβών, και να μην είμεσθαν φαρισαίοι, να λέγεται και περί ημών ότι «επί της Μωσέως καθέδρας εκάθισαν οι γραμματείς και οι φαρισαίοι· πάντα ουν όσα αν είπωσιν υμίν ποιήσαι, ποιήσατε, κατά δε τα έργα αυτών ου μη ποιήσητε· λέγουσιν γαρ και ου ποιούσιν».
62. Αλλά εγώ ήθελα να εκάναμεν και ημείς οπού διδάσκομεν τους άλλους. Πλήν εσύ ο ευσεβής, λάμβανε την καλήν διδασκαλίαν, λάμβανε τα μυστήρια της ευσεβείας και από τους αναξίους. Τίμα και τους αναξίους και θες έχεις μεγαλείτερον μισθόν. Μηδέ δίσταζε, ότι να σου κολομβώνει το μυστήριον της ευσεβείας πονηρία του αρχιερέως, ιερέως. Ξεύρεις τι είμεσθαν εμείς; Βουλωτήρια, σφραγίδες, τύποι. Και άλλος είναι χρυσος, άλλος ασημίτικος, άλλοι είμεσθεν σιδερένιοι. Και βαστώμεν όλοι έναν τύπον. Εσείς είστε το κερί.
63. Ειπέ μου, ωσάν τυπωθή το κερί και λάβει την εικόνα του βασιλέως, τόσον από σιδερένιον, ωσάν από ασημένιον, ωσάν από το χρυσόν βουλωτήρι, τι διαφέρεται προς τα βουλωτήρια εκείνα; Πασαένα ό,τι διά λόγου του είναι, διά λόγου του τιμάται, διά λόγου [του] ξάζει. Αν χρυσόν, πολύν. Αν αργυρόν, ολιγώτερον. Αν σίδερον, ολιγώτερον. Αμή ο τύπος των εικόνων όλος είναι ίσα ίσα εις το κερίν. Mόvov μη σκληρύνει σας, μα δέχου εις όλα τον τύπον της διδαχής, σωφρονίσου και εσύ απατά. Και εκείνοι οι κακοί ποιμένες τι αναμένετε; Τι σκορπίζετε εσείς τα πρόβατα του Κυρίου, ώ λύκοι άρπαγες, και εσείς, πως αφήνετε και σκορπίζεσθε έτζι. Δεν συντηράτε τον ποιμένα τον καλόν, οπού διά τα πρόβατα, ως πρόβατον, ήχθη εις σφαγήν; Εκνίψασθε δικαίως. Ξυπνήσατε, μη κοιμάσθε τον θάνατον του ύπνου. Ο θάνατος μας περιτρέχει. Ο δεσπότης και καλεί και αναμένει εις μετάνοιαν, διά να μας αξιώσει δείπνον μεγάλον και λαμπρόν εις την βασιλείαν των ουρανών, ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν εν Χριστώ Ιησού, ώ η δόξα και το κράτος συν Πατρί και Πνεύματι εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν.
Πηγή: (Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Γ’ τομ., Θεσσαλονίκη 1968) Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας , («Μελέτιος Πηγάς. Χρυσοπηγή», Αθήναι 1958) Μυριόβιβλος
Στις 13 Σεπτεμβρίου η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά και γεραίρει τη μνήμη του Αγίου Αριστείδου, του επιφανούς και ευγλωττότατου αυτού Αθηναίου φιλοσόφου και πανευφήμου μάρτυρος του Χριστού, ο οποίος έμεινε γνωστός στην Εκκλησιαστική Ιστορία και Πατρολογία από την περίφημη απολογία του υπέρ των διωκομένων χριστιανών.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...