Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ – ΝΕΟΤΗΤΑ - ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ: Ο ιερομόναχος πατήρ Σεραφείμ Ρόουζ, κατά κόσμον Ευγένιος (Γιουτζήν), γεννήθηκε το 1934 σε μια τυπική αμερικάνικη οικογένεια στο Σαν Ντιέγκο (ΗΠΑ). Έφηβος ακόμη, άρχισε να ψάχνει την αλήθεια και, καθώς δεν την έβρισκε άρχισε να επαναστατεί. Έχοντας θεωρήσει τα διάφορα αμερικανικά χριστιανικά δόγματα, ψεύτικα, επιδόθηκε στη μελέτη του Νίτσε που τον επηρέασe. Από την αθεΐα, που οδηγήθηκε, κατέληξε στην απόγνωση, που ο ίδιος την περιέγραφε ως «ζωντανή κόλαση». Το ψυχικό κενό τον οδήγησε στο ποτό.
Στην Παφλαγονία ζούσε κάποιος άνδρας, που ονομαζόταν Θεόδοτος και καταγόταν από τη Γάγγρα, μαζί με τη γυναίκα του, τη Ρουφίνα. Και οι δύο διήγαν τον βίο τους με ευσέβεια και ευλάβεια. Ανάμεσα στους προεστώτες (άρχοντες) της περιοχής συγκαταλεγόταν και κάποιος άνδρας, από τους πιο επιφανείς, που ονομαζόταν Αλέξανδρος και ήταν εντεταλμένος από τον ηγεμόνα να υποχρεώνει τους χριστιανούς να θυσιάζουν στα είδωλα. Όσοι δεν υπάκουαν έπρεπε να υπόκεινται σε σκληρές τιμωρίες και βάσανα. Ανάμεσα σε αυτούς συγκαταλέγονταν και ο πατέρας του αγίου, ο Θεόδοτος, καθώς και η σύζυγος του, η Ρουφίνα.
Αυτούς αφού συνέλαβε, τους ανέκρινε ενδελεχώς γιατί δεν υπάκουαν σε αυτόν και στις διαταγές του, αλλά αντίθετα με παρρησία τον αμφισβητούσαν και κορόιδευαν την λατρεία των ειδώλων. Τους παρακινούσε μάλιστα με κολακείες λέγοντας τους:
«Να προσφέρετε θυσία στο είδωλο του Σεραπίωνα, διαφορετικά θα καταστρέψω τα σώματα σας με ανήκουστα βασανιστήρια».
Ο μάρτυρας Θεόδοτος του απάντησε λέγοντας του:
«Δεν μπορείς να με βασανίσεις γιατί έχω πατρικούς ορισμούς να μην έχει κανείς άνθρωπος εξουσία πάνω σε μένα».
Όταν ο Αλέξανδρος άκουσε τα λόγια αυτά του Θεοδότου και κατάλαβε ότι δεν έχει εξουσία σε αυτούς, του λέει με πραότητα:
«Θεόδοτε, σε παρακαλώ, μην αντιστέκεσαι στις βασιλικές διαταγές, γιατί θα σε στείλω στο βασιλιά Φαύστο και αυτός θα σε τιμωρήσει σκληρά».
Ο Θεόδοτος του απαντά:
«Μην καθυστερήσεις πονηρότατε, αλλά γρήγορα να εκπληρώσεις την απειλή σου, γιατί εγώ δε θυσιάζω στους δαίμονες» ούτε εκτελώ τη διαταγή του βασιλιά, ούτε πείθομαι στις κολακείες σας.»
Ακούγοντας τα αυτά ο Αλέξανδρος, θύμωσε πολύ και έστειλε απεσταλμένους στο Φαύστο που βρισκόταν στην Καισαρεία. Η Ρουφίνα, η γυναίκα του Θεόδοτου ήταν έγκυος και ακολουθούσε τον άνδρα της.
Όταν πήγαν στην Καισαρεία και αφού ο Φαύστος πήρε την επιστολή του Αλέξανδρου και πληροφορήθηκε τα σχετικά με το Θεόδοτο, διέταξε να κλείσουν και τους δύο στην φυλακή. Οι υπηρέτες εκτέλεσαν τη διαταγή του ηγεμόνα και φυλάκισαν τον μακάριο Θεόδοτο μαζί με τη γυναίκα του Ρουφίνα. Βρισκόμενοι στη φυλακή αναστέναξαν και προσευχήθηκαν:
«Κύριε, ο Θεός των δυνάμεων, ο πατέρας του αγαπητού σου Υιού Ιησού Χριστού, σε ευλογώ και σε δοξάζω, γιατί δια το όνομα σου το Άγιο με καταξίωσες να φυλακιστώ. Και τώρα Κύριε ικετεύω τη χάρη σου. Εσύ που έχεις την εξουσία της ζωής και του θανάτου, παράλαβε την ψυχή μου σε αυτή τη φυλακή, μήπως τη χάσω από το φόβο των βασάνων του αιμοβόρου ηγεμόνα».
Καθώς προσευχόταν κοιμήθηκε εν ειρήνη, Η γυναίκα του βλέποντας τι έγινε και μην μπορώντας να αντέξει τη συμφορά, από την πολλή της λύπη γέννησε το γιο της. Βλέποντας το νεκρό σώμα του άνδρα της, έκλαιγε στη φυλακή και έμεινε νηστική για πολλές μέρες. Ταλαιπωρημένη καθώς ήταν λέει:
«Κύριε, ο Θεός που δημιούργησες τον άνδρα (άνθρωπο) και από την πλευρά του τη γυναίκα, όρισε τώρα να τελειώσω τη ζωή μου μαζί με τον άνδρα μου. Σου παραδίδω το παιδί μου στα χέρια σου και φρόντισε το όπως θέλεις».
Αφού πήρε το παιδί στην αγκαλιά της και αγκάλιασε το νεκρό σώμα του άνδρα της, κοιμήθηκε εν ειρήνη. Άγγελος Κυρίου διαφύλαξε το βρέφος στη ζωή.
Στην Καισαρεία ζούσε κάποια γυναίκα που ονομαζόταν Ματρώνα και που ήταν ευγενής και ευλαβής και καταγόταν από ξακουστό και πλούσιο γένος. Ο βασιλιάς σεβόταν την ευγενική καταγωγή της γυναίκας γιατί ήταν γνωστή σε όλους. Άγγελος Κυρίου με τη μορφή νέου άνδρα πήγε στη Ματρώνα και της λέει:
«Ματρώνα πήγαινε στον ηγεμόνα, ζήτησε από αυτόν τα σώματα που βρίσκονται στη φυλακή και θάψε τα με τιμή, Πάρε το παιδί και φρόντισε το σαν να ήταν γιος σου».
Φοβισμένη η Ματρώνα κάλεσε έναν από τους δούλους της και του λέει:
«Πήγαινε στον άδικο ηγεμόνα Φαύστο και πες του: Βασιλιά, η κυρία μου Ματρώνα χαιρετά την εξουσία σου και σε παρακαλεί να της δώσεις τους χριστιανούς που πέθαναν στη φυλακή για το Χρίστο, για να τους ενταφιάσει».
Όταν ο ηγεμόνας τα άκουσε αυτά διέταξε τους δούλους του να πραγματοποιήσουν την επιθυμία της Ματρώνας. Η Ματρώνα, τότε, έστειλε στη φυλακή όλους τους άνδρες και τις γυναίκες που βρίσκονταν στο σπίτι της, οι. οποίοι αφού πήραν τα σώματα των μαρτύρων, τα ενταφίασαν, όπως τους ταίριαζε, στον περίβολο του σπιτιού της. Ακολούθως, πήρε το παιδί και αφού κάλεσε κάποια γυναίκα, που λεγόταν Αμμία, της έδωσε το παιδί για να το μεγαλώσει λέγοντας της να την επισκέπτεται συχνά μαζί με το παιδί.
Όταν το παιδί έγινε ενός χρόνου η Αμμία το έδωσε πίσω στην κυρία της, τη Ματρώνα, η Ματρώνα παίρνοντας το στην αγκαλιά της, το φιλούσε συχνά και επειδή το παιδί τη φώναξε μαμά, το οποίο στα ρωμαϊκά (λατινικά) σημαίνει μητέρα και στα ελληνικά ψωμί, τον ονόμασε Μάμαντα. Όταν η Ματρώνα άκουσε το παιδί να την καλεί μητέρα, χάρηκε και για αυτό προσκάλεσε προς τιμή του παιδιού της τους άρχοντες της πόλης και όλους τους γνωστούς της για φαγητό. Στην τροφό του Αμμία έδωσε πολλά δώρα. Ένας από τους καλεσμένους της που ονομαζόταν Αττικός, βλέποντας το παιδί, λέει στη Ματρώνα:
«Κυρία, το παιδί είναι τεσσάρων χρονών;»
Αυτή του απάντησε:
«Χθες με φώναξε στα ρωμαϊκά (λατινικά) μαμά».
Τότε, όλοι μαζί τον ονόμασαν Μάμα και έφυγαν. Το όνομα αυτό του Αγίου διατηρήθηκε μέχρι σήμερα. Η Ματρώνα παίρνοντας το παιδί στην αγκαλιά της, χαιρόταν πολύ γιατί δεν είχε άλλο παιδί εκτός από το Μάμα, τον οποίον της έστειλε ο Θεός. Όταν το παιδί έγινε πέντε χρονών, η Ματρώνα το έστειλε να μάθει τα ιερά γράμματα. Μετά από έξι μήνες ξεπέρασε τόσο πολύ όλους του τους συμμαθητές τόσο στη μάθηση και την εξυπνάδα όσο και στις καλές πράξεις, για αυτό και ο δάσκαλός του τον θαύμαζε πολύ.
Τις μέρες εκείνες έφθασε διαταγή από τον Καίσαρα σε όλους τους ηγεμόνες κάθε πόλης και χώρας να υποχρεώνουν με σκληρές τιμωρίες και βασανιστήρια τους χριστιανούς να θυσιάζουν στα είδωλα. Μια μέρα, λοιπόν, στην Καισαρεία πήγε κάποιος που ονομαζόταν Δημόκριτος, ο οποίος αφού συγκέντρωσε όλους τους πολίτες της περιοχής, τους μετέφερε τις διαταγές του βασιλιά. Κάλεσε μάλιστα και όλους τους νεότερους και τους ανακοίνωσε τη διαταγή του τυράννου. Ο δούλος του Χριστού Μάμας βρισκόταν και εκείνος εκεί μαζί με το δάσκαλο και τους συμμαθητές του. Μαζί του ήταν και ένας δούλος της κυρίας του για να τον υπηρετεί. Όταν άκουσε ο Άγιος τις πονηρές διαταγές με τις οποίες ενεργούσαν οι υπηρέτες του διαβόλου, άρχισε να συμβουλεύει τους συμμαθητές του λέγοντας τους:
«Πέστε μου φίλοι μου τι είδους Ουσία προσφέρετε και σε ποιου την προσκύνηση γίνεστε υπήκοοι;»
Αυτοί του απάντησαν:
«Υπακούμε στη διαταγή του Καίσαρα».
Λέγει σε αυτούς ο Μάμας:
«Μη αδελφοί μου, θυμηθείτε τις γραφές τις οποίες διδασκόμαστε και σκεφτείτε καλά και αναγνωρίστε τον αληθινό Θεό, τον ποιητή του ουρανού και της γης. Αυτόν να λατρέψετε και να προσκυνήσετε, γιατί ο Θεός διά του Ιησού Χριστού έδειξε το δρόμο της σωτηρίας. Σε αυτόν να προσφέρουμε θυσία και μην απατάσθε και να θυσιάζετε στα άψυχα είδωλα, τα οποία είναι έργα ανθρώπων. Μη συμμετέχετε, λοιπόν, αδελφοί στις βδελυρές θυσίες».
Οι νεαροί τον άκουαν και απορούσαν με τις σκέψεις και τη διδασκαλία του. Πήγαν, λοιπόν, και τα ανακοίνωσαν στον ηγεμόνα Δημόκριτο και στη Ματρώνα. Ο ηγεμόνας και όσοι ήταν μαζί του δεν είπαν τίποτα στη Ματρώνα επειδή την φοβούνταν (σέβονταν) εξαιτίας του πλούτου και των πολλών αξιωμάτων που είχε. Ο Μάμας, όμως, πηγαίνοντας στην κυρία του της διηγήθηκε τα πάντα για τη διδασκαλία του. Όταν τα άκουσε αυτά η Ματρώνα χαιρόταν καθημερινά για το παιδί της, το Μάμα. Όταν αυτός έγινε 15 χρονών η μακαρία Ματρώνα κοιμήθηκε εν ειρήνη. Η ψυχή της μετέβηκε στις αιώνιες μονές, ενώ όλος ο πλούτος της έμεινε στον Άγιο.
Οι παλιοί συμμαθητές του ενθυμούμενοι τις νουθεσίες και τις διδασκαλίες του και ότι προσκυνεί την Αγια Τριάδα πήγαν στον ηγεμόνα λέγοντας του:
«Κάποιος νέος ονομαζόμενος Μάμας, ο οποίος μαθήτευσε κοντά στο δάσκαλο μας, όχι μόνο δεν υπακούει στη βασιλική διαταγή, αλλά διδάσκει και εμάς να πιστεύουμε στον Εσταυρωμένο Χριστό και να μην προσφέρουμε θυσίες στα άψυχα είδωλα».
Ακούγοντας τα όλα αυτά ο ασεβής Δημόκριτος, διέταξε να φέρουν τον Άγιο μπροστά του. Όταν παρουσιάστηκε σε αυτόν ο Άγιος του λέει ο ηγεμόνας:
«Γιατί Μάμα δεν υπακούς στη βασιλική διαταγή, αλλά διδάσκεις και άλλους να πιστεύουν στον Εσταυρωμένο Χριστό;»
Απαντώντας του ο Μάμας του λέει:
«Πιστεύω στο ζώντα Θεό και μόνο αυτόν λάτρευα και δε θυσιάζω στα κωφά και άλαλα είδωλα σου».
Ο Δημόκριτος του λέει:
«Πώς τολμάς εσύ, αν και είσαι νεαρός, να μην υπακούς σε μας και να διδάσκεις και άλλους να μη υπακούν στα βασιλικά προστάγματα;»
Ο ηγεμόνας απευθυνόμενος στους στρατιώτες του, τους λέει:
«Πάρτε τον και οδηγήστε τον στο βωμό του Σεραπίωνα για να προσφέρει θυσία και αφού τον δουν και άλλοι νέοι να θυσιάζουν και εκείνοι».
Όταν, όμως, τον άκουσε ο Άγιος Μάμος του είπε:
«Μην ματαιοπονείς, άδικε ηγεμόνα. Εγώ δεν μπαίνω σε τόπο όπου λατρεύονται οι δαίμονες, ούτε φοβούμαι τις απειλές σου, διότι από μικρή ηλικία έχω ανατραφεί από ευσεβείς γονείς».
Ακούγοντας ο Δημόκριτος τον Άγιο να του μιλά με τόση παρρησία, του είπε:
«Μάμα, υπάκουσε στα προστάγματα μου, διότι λυπούμαι τα νιάτα, την εξυπνάδα, τη σεμνότητα της ζωής σου, αλλά και την ευστροφία σου. Εάν υπακούσεις, θα απολαύσεις πολλά καλά από μένα και από τον Καίσαρα. Διαφορετικά θα σε τιμωρήσω και θα σε βασανίσω μέχρι θανάτου».
Ο Άγιος του λέει:
«Μάθε, Δημόκριτε, ότι δε δελεάζομαι από τα λόγια σου. Έχω σώφρονα λογισμό και δεν πείθομαι στις διαταγές σου. Έχω για βοηθό το Χριστό και Θεό μου και αυτός μπορεί να σου αφαιρέσει την "θεότητα"».
Αυτά ακούγοντας τα ο ηγεμόνας, θύμωσε πολύ και λέει στον Άγιο:
«Επειδή δε φοβάσαι τον βασιλιά και ούτε υπακούς στη διαταγή του, σε στέλλω σε αυτόν που μπορεί να σου αφαιρέσει τη ζωή με πολλά βασανιστήρια».
Τον παρέδωσε, λοιπόν, σιδηροδέσμιο σε δέκα στρατιώτες για να τον μεταφέρουν στο βασιλιά, μαζί με μια επιστολή που έγραφε τα εξής:
«Παντοδύναμε βασιλιά και αυτοκράτορα. Καθημερινά τιμούμε τη βασιλεία σου και υπακούμε στο θέλημα σου, όπως σου ταιριάζει, και σεβόμαστε τους θεούς που σου δίνουν τη δύναμη. Έχω γνωρίσει εδώ κάποιο νέο με το όνομα Μάμας από γένος λαμπρό και επιφανές, ο οποίος όχι μόνο δε θυσιάζει στους θεούς, αλλά καθημερινά προτρέπει και άλλους να μη θυσιάζουν σε αυτούς. Ακόμη δεν υβρίζει μόνο αυτούς, αλλά και τη βασιλεία σου. Επειδή κατάγεται από ξακουστό γένος δεν τόλμησα να τον βασανίσω εδώ, για να μην προκληθεί φασαρία εξαιτίας της ευγενικής του καταγωγής και του πλούτου του».
Πήραν, λοιπόν, οι στρατιώτες την επιστολή του ηγεμόνα και τον Άγιο σιδηροδέσμιο, και πήγαν στην περιοχή που ονομαζόταν «Εναές» και έδωσαν την επιστολή στο βασιλιά. Όταν αυτός διάβασε την επιστολή, διέταξε να παρουσιαστεί μπροστά του ο άγιος στον οποίο μίλησε με ήπιο τρόπο;
«Πληροφορήθηκα από την επιστολή, νεαρέ, ότι ονομάζεσαι Μάμος και ότι επειδή είσαι μικρός στην ηλικία και ανώριμος και δε γνωρίζεις τη δύναμη των μεγάλων θεών, ύβρισες αυτούς και τη δύναμη της βασιλείας μου. Εξαιτίας της συμπεριφοράς σου αυτής θα έπρεπε να θανατωθείς χωρίς να σε εξετάσω, αλλά έλα μαζί μου, θυσίασε στο Σεραπίωνα και στους υπόλοιπους θεούς και θα σε έχω κοντά μου στο παλάτι δίνοντας σου πολλή δόξα».
Απαντώντας ο άγιος του είπε:
«Άκουσε, βασιλιά. Τα πρόσκαιρα κακά τα οποία πρόκειται να πάθω θα μου χαρίσουν την αιώνια ζωή. Αντίθετα, η πρόσκαιρη τιμή και δόξα την οποία μου υπόσχεσαι θα μου προκαλέσει μεγάλη ζημιά. Δε λατρεύω τα είδωλα, παρά μόνο τον Κύριο μου Ιησού Χριστό».
Αφού τα άκουσε αυτά ο βασιλιάς θύμωσε και πρόσταξε τους υπηρέτες του να τον δέσουν χωρίς να τον λυπηθούν. Καθώς τον βασάνιζαν, ο κήρυκας φώναζε:
«Θυσίασε, Μάμα στους θεούς για να λυτρωθείς από τα βάσανα».
Κοιτάζοντας ψηλά ο Άγιος λέει στον ηγεμόνα:
«Δες, κουράστηκαν οι στρατιώτες σου να με κτυπούν, αλλά η δύναμη του Χριστού με δυναμώνει για να αντέχω».
Του λέει, τότε, ο βασιλιάς:
«Δείξε μου κάποιο σημάδι ότι δέχεσαι να θυσιάσεις στους θεούς και θα λυτρωθείς από τα βάσανα».
Του απαντά ο Άγιος:
«Δε φοβούμαι τα βασανιστήρια σου. Μείνε μακριά μου γιατί εργάζεσαι για το άδικο. Ο Κύριος είναι βοηθός μου και δε με φοβίζουν οι απειλές σου».
Αυτά ακούγοντας ο τύραννος διέταξε να δέσουν ψηλά τον Άγιο και να χακί στη φωτιά αναμμένων δάδων (λαμπάδων). Αλλά ο Χριστός προστάτευε το σώμα του Αγίου από τις φλόγες, ενώ η φωτιά κατευθυνόταν στα πρόσωπα των δαδούχων.
Τότε ο βασιλιάς πρόσταξε να δέσουν στο λαιμό του Αγίου μόλυβδο και να τον ρίξουν στη θάλασσα. Καθώς οι στρατιώτες κατευθύνονταν προς τη θάλασσα, άγγελος Κυρίου πήρε τον Άγιο. Οι στρατιώτες φοβισμένοι έφυγαν, ενώ ο άγγελος οδήγησε τον άγιο σε ένα όρος στην Καισαρεία όπου και τον άφησε μόνο του. Αυτός βρισκόμενος εκεί προσευχόταν, ενώ οι στρατιώτες πήγαν στο βασιλιά για να του ανακοινώσουν τι έγινε. Καθώς ο Άγιος προσευχόταν στο όρος άκουσε φωνή να του λέει:
«Πάρε τη ράβδο αυτή και ό,τι ζητήσεις, μέσω αυτής θα σου το δώσω».
Καρφώνοντας τη ράβδο στη γη έλαβε ευαγγέλιο και του είπε ο Θεός:
«Οικοδόμησε θυσιαστήριο και εγώ θα σου στέλλω όσους θέλουν να ακούν τα θεία μυστήρια».
Ο Άγιος έκανε όσα του είπε ο Κύριος. Έφτιαξε βήμα όπου στεκόταν και διάβαζε το Ευαγγέλιο. Εκεί μαζεύονταν όλα τα ζώα του όρους και γονατίζοντας μπροστά στον Άγιο, τον άκουαν, Ο Άγιος τρεφόταν με γάλα από τα ελάφια.
Μια μέρα ο Άγιος κατέβηκε στην πόλη με σκοπό να επισκεφτεί τους φτωχούς. Οι άπιστοι, όμως, βλέποντας τον, τον φθόνησαν και τον κατάγγειλαν στον ηγεμόνα της Καισαρείας, Αλέξανδρο:
«Παντοδύναμε Αλέξανδρε, στο όρος της πόλης ζει κάποιος ωραίος νέος, χριστιανός στην πίστη, ο οποίος με μαγείες θεραπεύει όλους όσοι προστρέχουν σε αυτόν, τυφλούς, χωλούς, κωφούς και όσοι πάσχουν από οποιαδήποτε άλλη ασθένεια. Σε αυτόν υποτάσσονται όλα τα ζώα και κηρύττει τον Εσταυρωμένο Χριστό ως τον αληθινό Θεό».
Τότε ο ηγεμόνας έστειλε δώδεκα στρατιώτες για να οδηγήσουν μπροστά του τον Άγιο. Οι στρατιώτες έφιπποι βρήκαν τον Άγιο και τον διέταξαν να τους ακολουθήσει. Ο άγιος τότε καλεί ένα λιοντάρι το οποίο και ιππεύει. Με τη ράβδο στο χέρι παρουσιάζεται στον ηγεμόνα και προστάζει το λιοντάρι να φύγει. Ο ηγεμόνας βλέποντας τον του λέει:
«Εσύ είσαι ο μάγος Μάμας;»
Ο Μάμος του απαντά:
«Δεν είμαι μάγος, αλλά δούλος του Χριστού, του βασιλιά των πάντων».
Του λέει τότε ο βασιλιάς:
«Δε μάγεψες τα ζώα ώστε να υπακούνε στη θέληση σου;»
Του λέει ο Άγιος:
«Τα υπέταξα με το όνομα του Κυρίου μου Ιησού».
Του λέει ο ηγεμόνας:
«Θυσίασε στους θεούς, διαφορετικά θα σε βασανίσω».
Του λέει ο Άγιος:
«Κάνε ό,τι θέλεις χωρίς καθυστέρηση».
Του λέει ο ηγεμόνας:
«Λυπούμαι την ομορφιά σου, για αυτό αρνήσου το Χριστό και σώσε τον εαυτό σου».
Του λέει ο Άγιος:
«Λεν απαρνιέμαι το Θεό μου, αλλά σε λυπάμαι για την πλάνη στην οποία βρίσκεσαι».
Αφού τα άκουσε αυτά ο ηγεμόνας θύμωσε πολύ και διέταξε να κρεμάσουν τον Άγιο και να του ξεσκίσουν τις σάρκες. Ο Άγιος, όμως, τα υπέμενε όλα αυτά αγόγγυστα. Του λέει τότε ο ηγεμόνας:
«Δεν σε καταβάλλουν τα βάσανα;»
Ο Άγιος του απαντά:
«Ευχαριστώ το Θεό μου που μου δίνει υπομονή ώστε να μην αισθάνομαι, τα βασανιστήρια».
Λέει τότε ο ηγεμόνας στους δούλους του:
«Σπαράξτε τα εντόσθια του».
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε φωνή από τον ουρανό που έλεγε:
«Μάμα, μη φοβάσαι γιατί είμαι μαζί σου. Να έχεις δύναμη και θάρρος».
Κάποιοι από τους χριστιανούς ακούγοντας τα αυτά χάρηκαν. Ο ηγεμόνας τότε διέταξε να τον κατεβάσουν από το ξύλο και να τον αφήσουν κάτω μέχρι να σκεφτεί με ποίο τρόπο θα τον βασανίσει. Ξαφνικά καταφθάνει το λιοντάρι, το οποίο είχε μεταφέρει τον άγιο από το όρος, και γεμάτο οργή βρυχούταν θέλοντας να θανατώσει το πλήθος, Ο Άγιος, όμως, το επίπληξε λέγοντας του:
«Πήγαινε εν ειρήνη από όπου ήρθες».
Το λιοντάρι πλησίασε τον άγιο, του ασπάστηκε τα χέρια και επέστρεψε στο όρος.
Ο τύραννος διέταξε να ανάψουν κάμινο και να ρίξουν σε αυτήν τον άγιο. Όταν πραγματοποιήθηκε η διαταγή του, άγγελος Κυρίου δρόσισε την κάμινο και διαφύλαξε τον άγιο αβλαβή, ενώ η φωτιά κατέκαυσε τους υπηρέτες. Βλέποντας τα αυτά ο ηγεμόνας διέταξε να φυλακίσουν τον άγιο και να τον αφήσουν στη φυλακή χωρίς τροφή. Άγγελος, όμως, Κυρίου τον έτρεφε. Μετά από πέντε μέρες ο ηγεμόνας διέταξε να παρουσιαστεί ο άγιος μπροστά του και του λέει:
«Μάμα, αρνήσου το Θεό σου και θα σε τιμήσω».
Αλλά ο Άγιος του απάντησε:
«Πιστεύω στο Θεό μου και είμαι χριστιανός, ό,τι θέλεις να κάνεις κάνε το γρήγορα, χωρίς καθυστέρηση».
Ο τύραννος διέταξε να ανάψουν φωτιά μεγαλύτερη της πρώτης και να ρίξουν σε αυτήν τον άγιο για να καεί. Ο άγιος υψώνοντας τα χέρια του, λέει:
«Κύριε Θεέ μου, άκουσε με τον ταπεινό σου δούλο και δώσε μου δύναμη ώστε να αντέξω μέχρι το τέλος, για να γνωρίσουν όλοι ότι εσύ είσαι ο Θεός όλων και έχεις την εξουσία της ζωής και του θανάτου».
Κάνοντας το σημείο του σταυρού μπήκε στην κάμινο και, ω του θαύματος, τον περιέβαλε δρόσος διατηρώντας τον αβλαβή.
Μετά από τρεις μέρες ο ηγεμόνας έδωσε εντολή να βρουν τα καμένα οστά του αγίου και να τα κρύψουν για να μη λάβουν οι χριστιανοί τέτοιον θησαυρό. Καθώς, όμως, οι στρατιώτες έψαχναν, τον βρήκαν ζωντανό και γεμάτοι θαυμασμό παραδέχτηκαν τη δύναμη του Θεού. Πηγαίνοντας στον ηγεμόνα του ανακοίνωσαν τι έγινε και αυτός πρόσταξε να παρουσιαστεί ο άγιος μπροστά του και του λέει:
«Τόσο ισχυρές ήταν οι μαγείες σου ώστε μπορούν να κάνουν ακόμη και τη δύναμη της φωτιάς ακίνδυνη;»
Του λέει ο άγιος:
«Η δύναμη του Αγίου Πνεύματος και του Χριστού τα κάνει όλα αυτά».
Ο ηγεμόνας τότε διέταξε να παραδοθεί ο άγιος στα θηρία για να τον κατασπαράξουν. Αν και οι στρατιώτες ελευθέρωσαν τα θηρία, εντούτοις κανένα δεν κακοποίησε τον άγιο. Τη στιγμή εκείνη, ο Κύριος έστειλε στο θέατρο το προαναφερθέν λιοντάρι βρυχούμενο για να βοηθήσει τον Άγιο αλλά και για να κατασπαράξει πολλούς απίστους. Γεμάτος τρόμο ο ηγεμόνας έφυγε από το θέατρο τρέχοντας, ενώ ο άγιος διέταξε το λιοντάρι να επιστρέψει στο όρος. Και αυτό υπάκουσε.
Ο Άγιος μεταφέρθηκε και πάλι μπροστά στον τύραννο, ο οποίος με παρακάλια προσπαθούσε να τον μεταπείσει, χωρίς όμως επιτυχία. Στο τέλος του λέει:
«Έχω ένα πολύ άγριο λιοντάρι και αυτό θα σε σκοτώσει».
Ελευθέρωσαν το λιοντάρι εναντίον του αγίου, αλλά ακόμα και αυτό κυλιόταν μπροστά στα πόδια του και ασπαζόταν τα χέρια του. Τότε οι άπιστοι πήραν πέτρες για να τον λιθοβολήσουν, αλλά σκοτείνιασαν τα μάτια τους με αποτέλεσμα να κτυπά ο ένας τον άλλο.
Τότε ο ηγεμόνας πρόσταξε να παρουσιαστεί μπροστά του ένας στρατιώτης δυνατός και περήφανος, ο οποίος έπληξε την κοιλιά του αγίου με τρίαινα και γυρίζοντας την τήν έβγαλε μαζί με τα εντόσθια του αγίου. Ο Άγιος τα πήρε στα χέρια του και περπατώντας έφτασε έξω από την πόλη. Αφού κάθισε σε μια πέτρα που βρήκε εκεί υμνούσε το Θεό που τον είχε αξιώσει τέτοιου μαρτυρίου. Τότε ακούστηκε φωνή από τον ουρανό να λέει:
«Χαίρε Μάμα αθλητή γιατί σε σένα βρίσκεται το πνεύμα μου. Οι άγγελοι θαύμασαν τους αγώνες σου. Ζήτησε μου όποια χάρη θες και θα στην εκπληρώσει, γιατί σε αγάπησα όπως τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ».
Λέγει ο άγιος:
«Συγχώρεσε, Κύριε, την αμαρτία αυτή των βασανιστών μου και βοήθα αυτούς που γιορτάζουν τη μνήμη του δούλου σου να έχουν κάθε αγαθό στα ζώα και στα δέντρα τους και στους ίδιους δώσε υγεία και ευλογία Μην επιτρέψεις επιδημία θανάτου να καταβάλει όσους τιμούν τον μαρτυρά σου, ούτε καμιά άλλη δυστυχία. Δέξου την ψυχή μου στα άγια σου χέρια, και επέτρεψε στο σώμα μου να κάνη θαύματα στους πιστούς που σε προσκυνούν για να δοξάζεται το όνομα σου».
Ο άγιος άκουσε τότε φωνή να λέει:
«Ας γεννηθεί το θέλημα σου, δούλε μου, και έλα στις σκηνές των αγίων, όπου σε περιμένει ο θείος χορός των συναθλητών σου».
Και ο Άγιος παρέδωσε το πνεύμα στο Δημιουργό.
Οι χριστιανοί αφού πήραν το σώμα του, το κήδευσαν με τιμές σε πέτρινο μνημείο. Ο Άγιος μαρτύρησε τον καιρό που βασιλιάς ήταν ο Αυρηλιανός Καίσαρας και ηγεμόνας ο Αλέξανδρος Καισαρείας - Καππαδοκίας, στις 2 Σεπτεμβρίου το 275 μ.Χ.
Μετά από κάποια χρόνια βασιλιάς ήταν κάποιος ασεβής, ο οποίος παρακινημένος από το φθόνο που ένιωθε για τα θαύματα που έκανε ο Άγιος, έριξε το σώμα του Αγίου στη θάλασσα. Αυτό μαζί με το μνημείο μεταφέρθηκε από τη θάλασσα έχοντας βάρος φύλλου, έφτασε σε ένα λιμάνι στην Κύπρο κοντά στη Μόρφου. Όταν το σώμα του Αγίου έφτασε εκεί, ο Άγιος φανερώθηκε στον ύπνο κάποιου γεωργού, τον οποίο πρόσταξε να ζεύξει το ζεύγος των βοδιών του και να πάει προς την παραλία και να μεταφέρει το σώμα με τη λάρνακα.
Αφού ο γεωργός πραγματοποίησε την εντολή αυτή, με τη βοήθεια πολλών από τους ντόπιους ίδρυσαν ναό στην τιμή του αγίου και κατέθεσαν το τίμιο του σώμα σε αυτό, το οποίο ευωδιάζει και θεραπεύει κάθε ασθένεια για τη δόξα του Θεού.
Δια μέσω των πρεσβειών του Αγίου ας μας ελεεί ο Θεός, Αμήν.
Ἀπολυτίκιον. Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείον βλάστημα, Μαρτύρων πέλων, ηκολούθησας, ασχέτω πόθω, τοις ενθέοις αληθώς τούτων ίχνεσι και του Σωτήρος κηρύξας το όνομα, εθαυμαστώθης σοφέ δι' αθλήσεως. Μάμα ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Τῆς Παφλαγόνου τὸ κλέος, καὶ Γαγγραίων τὸ στήριγμα, φύλαξ καὶ φρουρὸς τῶν Κυπρίων, ἀνεδείχθης, Μαμὰ ἔνδοξε. Τὴν Θάλασσαν διῆλθες ὥσπερ ζῶν, καὶ ταύτης τρικυμίας χαλινῶν, θαυμασίως λάρνακά σου, Μόρφου τὴ πάλει, Μάρτυς κατεστήριξας- διὸ ἐν τὴ μνήμη σου, σοφέ, εὐῶδες μύρον βρύει ἐξ αὐτῆς. Δόξα Θεῶ τῷ ἐνεργούντι, διὰ σοῦ πάσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Ὁ Μάρτυς σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον.
Παφλαγονίας ὁ κλάδος καὶ μαρτύρων ἀγλάϊσμα, πόλεως Μόρφου τὸ κλέος καὶ Κυπρίων τὸ καύχημα, Λεόντων χάσματα ἔφραξας, Μάμα σοφέ, καὶ μαρτυρίου τὸν στέφανον κομισάμενος. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι καὶ θαυμαστῶς ἐνισχύσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν τῇ ράβδῳ Ἅγιε, τῇ ἐκ Θεοῦ σοι δοθείσῃ, τὸν λαόν σου ποίμανον, ἐπὶ νομὰς ζωηφόρους· θήρας δέ, τοὺς ἀοράτους καὶ ἀνημέρους, σύντριψον, ὑπὸ τοὺς πόδας τῶν σὲ ὑμνούντων, ὅτι πάντες οἱ ἐν κινδύνοις, προστάτην Μάμα, θερμόν σε κεκτήμεθα.
Κάθισμα. Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Εὐσεβείας ὑπάρχων γόνος σεπτός, ἀσεβείας ἐδείχθης ἐκμειωτής, ὦ Μάμα πανεύφημε, τῇ δυνάμει τοῦ Πνεύματος· ἐν γὰρ σταδίῳ πλάνην, εἰδώλων διήλεγξας, καὶ εὐθαρσῶς Τριάδα, ὑμνεῖσθαι ἐκήρυξας· ὅθεν καὶ θηρίοις, ἐκδοθεὶς ἀθλοφόρε, τὸν θῆρα ἐνέκρωσας, καὶ ἀρχέκακον δράκοντα· διὰ τοῦτο βοῶμέν σοι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος.
Τὸν ἐν πάσῃ τῇ γῇ περιβόητον Μάρτυρα, καὶ ἐν τοῖς οὐρανοῖς σὺν Ἀγγέλοις χορεύοντα, ὑμνήσωμεν Μάμαντα, τὸν πρὶν τὰς ἐλάφους ἐν ταῖς ἐρήμοις καινῶς ἀμέλγοντα, καὶ νῦν περιούσιον λαὸν Κυρίου, ῥάβδῳ δυνάμεως, ὡς ποιμένα καλῶς περιέποντα, καὶ ὁδηγοῦντα εἰς τόπον χλόης, ἔνθα ὑπάρχει ἀληθῶς τοῦ Παραδείσου ἡ τρυφή. Ὅθεν πάντες οἱ ἐν κινδύνοις, προστάτην Μάμα, θερμὸν σε κεκτήμεθα.
Ὁ Ἰωάννης ὁ Δ´ ἦτο Καππαδόκης τῇ καταγωγή καὶ ἐπατριάρχευσε εἰς τὴν Κωνσταντινούπολι μετὰ τὸν Ἰωάννη τὸν Σχολαστικό ἀπὸ τὸ 585 μέχρι το 595 μ.Χ. Διὰ τὴν θεολογική του κατάρτισι καὶ τὴν ἄκρα ἐκρατειά του ὠνομάσθη Νηστευτής, ἐνῷ διὰ τὴν ὁλόκληρό του ἐνάρετο ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του ἀνεκηρύχθη Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ μνήμη αὖτου τιμᾶται τῇ 2ᾳ Σεπτεμβρίου μετὰ τοῦ ἁγίου Μάρτυρος Μάμμα.
Ἔγινε ἰδιαιτέρως γνωστὸς διὰ τὴν ἔριδα μεταξὺ Ῥώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως ὡς πρὸς τὸν τίτλο οἰκουμενικός, τὸν ὁποῖο ἐδέχετο ἀποδιδόμενο ὁ πατριάρχης Ἰωάννης Δ´. Ἡ ἀντίδραση τῶν παπῶν Ῥώμης Πελαγίου Β´ καὶ Γρηγορίου Α´ ἀπετυπώθη εἰς τὰς πηγὰς καὶ τὰς περιφήμους ἐπιστολὰς τοῦ πάπα Γρηγορίου Α´. Τὰ κείμενα ταῦτα ἀποδεικνύουν ὅτι ὑπῆρχε διαφορετικὴ κατανόησις τοῦ τίτλου οἰκουμενικὸς εἰς τὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴν Δύση, ὁπωσδήποτε δὲ δὲν μπορεῖ νὰ συνδεθῇ μὲ φιλόδοξας τάσεις τοῦ ἀσκητικοῦ πατριάρχου. Στὴ συνάφεια τῆς ἔριδος ταύτης ὁ πάπας Γρηγόριος Α´ ἐχαρακτήρισε ἀντιθετικῶς τὸν ἑαυτὸ του, ὡς δοῦλον τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ (servus servorum Dei).
π. Συμεών Κραγιόπουλος: Ομιλία επί τη εορτή του Αγίου Ιωάννου του Νηστευτού
Ο εν αγίοις Πατήρ ημών Ιωάννης ο νηστευτής έζη κατά τους χρόνους Ιουστίνου και Τιβερίου και Μαυρικίου των βασιλέων, εν έτει φπ' (580), εγεννήθη δε εν Κωνσταντινουπόλει· και ότε ήλθεν εις ηλικίαν, έγινε χαράκτης κατά την τέχνην. Ήτον δε ευσεβής ομού και φιλόπτωχος και φιλόξενος και φοβούμενος τον Θεόν.
Ούτος μίαν φοράν εδέχθη ένα μοναχόν καταγόμενον από την Παλαιστίνην, ονόματι Ευσέβιον, ο οποίος περιπατών εις την οδόν ομού με τον άγιον Ιωάννην, και ευρισκόμενος κατά τα δεξιά μέρη του αγίου, ήκουσεν αοράτως φωνήν λέγουσαν:
«Δεν είναι συγκεχωρημένον εις σε, αββά, να περιπατάς εις τα δεξιά μέρη του μεγάλου Ιωάννου»·
επρομήνυε δε ο Θεός με την φωνήν ταύτην το μέγα αξίωμα της Αρχιερωσύνης, όπερ έμελλε να λάβη ο Ιωάννης.
Μετά ταύτα γίνεται γνώριμος και φίλος ο νηστευτής ούτος Ιωάννης με τον συνώνυμόν του άγιον Ιωάννην τον τρίτον, τον από Σχολαστικών καλούμενον, όστις και Πατριάρχης εχρημάτισε Κωνσταντινουπόλεως· ο οποίος εσυναρίθμησεν αυτόν εις την τάξιν των αναγνωστών· έπειτα εχειροτόνησεν αυτόν διάκονον, και μετά ταύτα πρεσβύτερον.
Ενώ δε ήτο ακόμη διάκονος ο άγιος ούτος, επήγεν εις τον Ναόν του Αγίου Λαυρεντίου κατά την ώραν της μεσημβρίας και εκεί ευρίσκει εναν ερημίτην, τον οποίον δεν εγνώριζε κανείς από τους εκεί, ποίος είναι· ούτος λοιπόν εδείκνυεν εις τον θείον Ιωάννην τους αναβαθμούς και τα σκαλοπάτια, άτινα ευρίσκονται όπισθεν της αγίας Τραπέζης και αναβαίνουν εις το ιερόν σύνθρονον, όπου κάθηται ο Αρχιερεύς· και ταύτα δεικνύοντος αυτού, ιδού εφάνησαν μυριάδες Αγίων, και ηκούετο εξ αυτών μία φωνή μεμιγμένη και μία μελωδία γλυκύτατη και παναρμόνιος· όλοι δε οι φαινόμενοι εκείνοι Άγιοι ήσαν ενδεδυμένοι με στολάς λευκάς και λαμπράς.
Αύτη δε η οπτασία ήτο σημείον αληθινόν της λαμπρότητος, την οποίαν έμελλε να λάβη ο άγιος Ιωάννης ούτος· επειδή δε ήτο διαμοιραστής των χρημάτων της εν Κωνσταντινουπόλει Εκκλησίας ο άγιος, ενώ εγύριζεν από τον έξωθεν πεδινόν τόπον της Κωνσταντινουπόλεως, έμεινε μόνον εν σακκίον χρήματα, από το οποίον εμοίραζε πλουσίως ελεημοσύνην και επειδή εσύντρεχον ακόμη πτωχοί περισσότεροι, δια τούτο και αυτός έδιδεν ακόμη περισσοτέραν την ελεημοσύνην· το δε σακκίον τελείως δεν ευκαιρώνετο, αλλά και περισσότερον εγέμιζεν.
Όταν δε ο άγιος έφθασεν εις την αγοράν την επονομαζομένην Βουν, σκορπίζων εις όλους την ελεημοσύνην, τότε ευρέθη εκεί ένας φθονερός άνθρωπος, ο οποίος εφώναξε και είπε·
› Κύριε ελέησον, έως πότε δεν ευκαιρώνεται εις ημάς το βαλάντιον τούτο;
Και παρευθύς, (ως και τι δεν κάμνει ο φθόνος!) το μεν βαλάντιον ευρέθη εύκαιρον, ο δε Άγιος βλέπων με λεοντικόν και άγριον βλέμμα τον άνθρωπον εκείνον, ο Θεός, είπε, να σοι συγχωρήση αδελφέ, διότι, αν συ δεν έλεγες τον φθονερόν αυτόν λόγον, εις πολλήν ώραν ήθελε διαρκέση το πουγκείον διαμοιραζόμενον και μη ευκαιρωνόμενον.
Να προσέχουμε από τους φθονερούς
Λέγαμε και άλλη φορά, θα θυμάσθε, ότι ενόσω κανείς είναι υπό την επήρεια του φθόνου, είναι σε πολύ άσχημη κατάσταση. Είναι πολύ άσπλαχνος αυτός ο άνθρωπος και κάνει κακό.
«Φθόνος ουκ οίδε προτιμάν το συμφέρον.»
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Κατά κάποιο τρόπο, ίσως θα μπορούσαμε να πούμε, ο φθόνος, το δηλητήριο αυτό, το μίσος αυτό, το κεντρί αυτό του φθόνου, για να μείνει χωρίς κάποια αφορμή, για να μείνει χωρίς τροφή και έτσι να μην εκδηλώνεται, γι' αυτό εξαφανίζεται το καλό, χάνεται το καλό, όπως έγινε σ' αυτήν εδώ την περίπτωση.
Όπως έχουμε πει, όταν κάτι δεν μπορεί να βρει τροφή, πεθαίνει ένεκα ελλείψεως τροφής. Είπε αυτός τον φθονερό λόγο και το σακκίο, όπως λέει, το βαλάντιο άδειασε αμέσως. Έπαυσε να είναι γεμάτο, όπως ήταν πρώτα. Ο διάβολος που κρύφθηκε μέσα στην ψυχή αυτού του φθονερού άνθρωπου, τις οίδε πόσο φθόνο εξετόξευσε και, ας πούμε, εξαφανίσθηκε το καλό, αυτό ακριβώς που προκαλούσε τον φθόνο. Όχι με την έννοια ότι είναι αδύνατος ο Θεός μπροστά στη δύναμη του διαβόλου, όχι ότι το καλό είναι πιο αδύνατο από το κακό, αλλά είναι ίσως μια οικονομία Θεού, αφ' ενός για να φαίνεται η δύναμη του κακού -όχι ότι είναι μεγαλύτερη η δύναμη του κακού από το καλό, αλλά για να φαίνεται η δύναμη του κακού- και να μισήσει έτσι ο άνθρωπος το κακό, και αφ' ετέρου για να πεθάνει το κακό ένεκα ελλείψεως τροφής. Γι' αυτό ας προσέχουμε από τους φθονερούς.
Και άλλη φορά λέγαμε, αν θυμάσθε, καλό είναι να προσέχει κανείς από τους φθονερούς. Όσο μπορεί να μην τους προκαλεί. Όσο μπορεί να μην τους δίνει αφορμή. Όσο μπορεί να ξεφεύγει από τις παγίδες που στήνουν οι φθονεροί. Θα λέγαμε, και από μια διάθεση ευσπλαχνίας. Ο άνθρωπος που είναι κυριευμένος από το πάθος αυτό αμαρτάνει πολύ, και όσο γίνεται, ας μη δίνουμε εμείς αφορμή να αμαρτάνει. αλλά και ας μη δίνουμε αφορμή να γιγαντώνεται αυτό το κακό και να εκδηλώνεται με όλη την κακία του.
Επειδή δε ο Άγιος ούτος επιάσθη δια να χειροτονήθη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ύστερον αφ' ου εκοιμήθη ο Ευτύχιος, και δεν επείθετο, τούτου χάριν είδε μίαν έκστασιν φοβεράν, ήτις ήτο τοιαύτη. Εφάνη εις αυτόν μία θάλασσα τόσον μεγάλη, ώστε έφθανεν από την γην έως του ουρανού· ομοίως εφάνη και μία φοβερά κάμινος ανημμένη· εφάνη δε προς τούτοις και πλήθος Αγγέλων, οι οποίοι έλεγον εις τον θείον Ιωάννην:
«Δεν είναι δυνατόν να γένη το πράγμα κατ' άλλον τρόπον μόνον σιώπα, ει δε και αντιλέγεις, ήξευρε ότι θα δοκιμάσης και τας δύο παιδείας ταύτας, και της θαλάσσης και της καμίνου.»
Εφαίνοντο δε ότι έλεγον ταύτα με μεγάλον φοβερισμόν όθεν αφ' ου ταύτα είδεν ο Άγιος, και μη θέλων παρέδωκε τον εαυτόν του εις το θέλημα του Θεού και εχειροτονήθη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, και τούτο πότε; ύστερον αφ' ου δια μέσου της άκρας ασκήσεως διεπέρασεν εις την τελειότητα πάσης αρετής.
Μίαν φοράν διαπερών ο Άγιος από τον τόπον τον ονομαζόμενον Έβδομον, είδεν ότι εσηκώθη μεγάλη τρικυμία εις την θάλασσαν όθεν δια προσευχής του μετέβαλεν αυτήν εις γαλήνην, ποιήσας τον τύπον του Σταυρού· ο δε Γαζεύς Ιωάννης ο Σχολαστικός είχεν εις τους οφθαλμούς του επίχυσιν αίματος και δεν έβλεπε, διά τούτο επρόστρεξεν εις τον Άγιον τούτον Ιωάννην και εκοινώνησεν από αυτόν τα θεία Μυστήρια.
Όταν δε εκοινώνει αυτόν ο Άγιος, είπε:
«Τούτο το Σώμα του Ιησού Χριστού, του ιατρεύσαντος τον εκ γενετής τυφλόν, αυτό θέλει ιατρεύσει και την εδικήν σου τύφλωσιν.»
Και ώ του θαύματος! όμού με τον λόγον ιατρεύθη ο πριν τυφλός Ιωάννης.
Ένα καιρόν συνέβη μέγα θανατικόν εις την Κωνσταντινούπολιν· όθεν έδωκεν ο Άγιος εις ενα του υπηρέτην δύο κοφφίνια, το μεν εν εύκαιρον, το δε άλλο γεμάτον από πέτρας μικράς, και είπεν αυτώ· ύπαγε στάσου εις τον δρόμον τον ονομαζόμενον Βουν, και μέτρα τους νεκρούς, όσοι περνούν από εκεί· και όσοι είναι οι νεκροί, τόσας πέτρας ρίπτε μέσα εις το εύκαιρον κοφφίνιον· τούτο λοιπόν ποιήσας ο υπηρέτης όλην την ημέραν, το βράδυ εμέτρησε τας πέτρας και ευρήκεν, ότι κατ' εκείνην την ημέραν εβγήκαν νεκροί τριακόσιοι εικοσιτρείς· ομοίως τούτο ποιήσας και την ερχομένην ημέραν, εβρήκεν ότι εβγήκαν νεκροί ολιγώτεροι· και ακολούθως τούτο ποιήσας εως εις επτά ημέρας, εύρεν ότι έπαυσε παντελώς το θανατικόν με την εκτενή προσευχήν του Αγίου.
Τόσην δε επιμέλειαν εδείκνυεν εις την εγκράτειαν ο Άγιος ούτος, ώστε επί εξ μήνας δεν έπιε νερόν· το δε φαγητόν και ποτόν του ήτον, ένα μαρούλι και ολίγον πεπόνιον ή σταφύλιον ή σύκα ολίγα· έτρωγε δε ταύτα εέως εις τους δεκατρείς ήμισυ χρόνους της Πατριαρχείας του.
Ο δε ύπνος του αγίου τούτου με τοιούτον τρόπον εγίνετο· καθήμενος εις ένα τόπον, εσυμμάζωνε τα στήθη του εις τα γόνατά του και ούτως εκοιμάτο· πλην δια να μη κοιμάται περισσότερον καιρόν από όσον αυτός ήθελεν, ήναπτε κηρίον, εις δε το κηρίον επήγνυε μίαν μεγάλην βελόνην, υποκάτω δε εις το κηρίον και εις την βελόνην έβαζε μίαν λεκάνην. Όταν λοιπόν καίον το κηρίον και διαλυόμενον έφθανεν εις τον τόπον, όπου ήτον η βελόνη, τότε ερρίπτετο η βελόνη μέσα εις την λεκάνην· από δε τον κτύπον της βελόνης έξυπνα ο άγιος και ευθύς εσηκώνετο· ανίσως δε καμμίαν φοράν δεν ήκουε κατά τύχην τον κτύπον της βελόνης, επέρνα άγρυπνος όλην την ερχομένην νύκτα· με τοιούτον τρόπον επολέμει τα πάθη ο τρισμακάριστος, δια προσευχής και νηστείας και αγρυπνίας.
Νηστεία, αγρυπνία, προσευχή
Όλοι οι άγιοι, όλοι οι ασκητές, όλοι οι όσιοι, όλοι οι Πατέρες, έτσι πολέμησαν τα πάθη. Διά προσευχής, διά νηστείας και αγρυπνίας.
«Νηστεία αγρυπνία προσευχή, ουράνια χαρίσματα λαβών...»
Να το προσέξουμε αυτό. Γι' αυτό κάνουμε, μέσα στις δυνατότητες που έχουμε, τις αγρυπνίες και τελούμε συνεχώς τη Θεία Λειτουργία και γι' αυτό προσπαθούμε να μαθαίνουμε να λέμε την ευχή. Άμα τη μάθουμε, άμα γλυκαθεί η ψυχή από την ευχή, μετά και στη δουλειά και στον δρόμο και παντού θα λέμε την ευχή και θα είμαστε προσευχόμενοι.
Κάνουμε κι εμείς αυτά, όσο μπορούμε, για να ελεηθούμε. Να ελεηθούμε κι εμείς, όσο γίνεται. Δεν μπορεί ένας που ζει στον κόσμο να προσεύχεται, όπως ένας ερημίτης. Μπορεί όμως κι αυτός να προσευχηθεί. Να κάνει προσευχή, όσο μπορεί. Δεν μπορεί να αγρυπνεί, όσο ο ερημίτης· αλλά μπορεί κάτι να κάνει. Αυτό που μπορεί, να το κάνει. Δεν μπορεί να νηστεύει, όσο ο ερημίτης· αλλά μπορεί κάτι να κάνει. Αυτό που μπορεί, να το κάνει.
Αυτό να προσέξουμε. Να θυμηθούμε εδώ τον άγιο που πήρε ειδικό βιβλίο από τον πνευματικό του να διαβάζει, για να βοηθηθεί στην πνευματική ζωή. Κι εκεί βρήκε κάτι που του έκανε εντύπωση και το εφάρμοσε: να μην αφήσεις τον εαυτό σου να κοιμηθεί, αν σε ελέγχει η συνείδηση· αν δηλαδή σου λέει η συνείδηση ότι κάτι μπορούσες να κάνεις και δεν το έκανες. Αυτό θέλει ο Θεός. Δεν θέλει ο Θεός να κάνουμε κάτι που δεν μπορούμε. Αλλά στάσου ενώπιον του Θεού ειλικρινά, τίμια, με απλότητα, με ταπείνωση, με διάθεση καλή, και πρόσεξε τι θα πει η συνείδησή σου.
Αν η συνείδηση σου λέει ότι μπορείς λίγο ακόμη να προσευχηθείς και δεν το κάνεις, αυτό είναι φυγή, είναι παράπτωμα, και δεν μπορείς να δικαιολογηθείς. Αν δεν μπορείς, δεν μπορείς· αλλά όντως δεν μπορείς; Αν σου πει η συνείδηση ότι δεν μπορείς, καλώς. Όπως λέει ο άγιος, επειδή ακριβώς διάβασε αυτό και του έκανε εντύπωση, κάθε βράδυ πρόσεχε τη συνείδησή του και δεν άφηνε τον εαυτό του να κοιμηθεί, αν τον έλεγχε η συνείδησή του. Γι' αυτό κάθε βράδυ παρέτεινε την προσευχή όλο και περισσότερο και αξιώθηκε, από τα μικρά του ακόμη χρόνια, από τον πρώτο ακόμη καιρό, να έχει την επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος, την επίσκεψη του Θείου Φωτός.
Το ίδιο ισχύει και για τη νηστεία και για την αγρυπνία και για όλα.
Ούτος ο άγιος διά προσευχής του εματαίωνε και τους των βαρβάρων πολέμους και διέλυε τας βλάβας, όσαι κατά της Κωνσταντινουπόλεως ήρχοντο· και όλην την ποίμνην αυτού εφύλαττεν από τους ορατούς και αόρατους εχθρούς.
Μίαν φοράν, ούσης ημέρας Παρασκευής, είπον μερικοί εις τον άγιον· αύριον, δέσποτα, θέλει γένη θέατρον και ιπποδρόμιον, ήγουν παρατρέξιμον των αλόγων· ήτον δε η ερχομένη ημέρα Σάββατον της Πεντηκοστής· ο δε άγιος αποκριθείς είπεν ιπποδρόμιον θέλει γένη εις την Πεντηκοστήν! παρεκάλει λοιπόν τον Θεόν να δείξη σημείον δια να φοβηθούν οι άνθρωποι και να εμποδισθούν από το τοιούτον παιγνίδιον· και ω του θαύματος! όταν ήλθε το δειλινόν του Σαββάτου, ένω ήτον ανέφελος ο ουρανός, έγιναν ανεμοστρόβιλοι φοβεροί και πλήθος ανέμων· και τόση ραγδαία βροχή έπεσεν, ώστε έφυγεν ευθύς ο λαός όλος από τον τόπον του ιπποδρομίου και ενόμισεν ότι έφθασεν η του κόσμου συντέλεια· διότι τοιαύτη μεγάλη ταραχή των στοιχείων δεν ενθυμούντο να ηκολούθησε πώποτε εις τον καιρόν τους, φοβίζουσα άπαντας.
Γυνή, έχουσα άνδρα δαιμονισμένον, επρόστρεξεν εις ενα ερημίτην δια να τον ιατρεύση· ο δε ερημίτης είπε προς αυτήν· ύπαγε εις τον αγιώτατον πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννην, και εκείνος θέλει ιατρεύσει τον άνδρα σου· όθεν τούτο ποιήσασα η γυνή, δεν απέτυχε του ποθουμένου, επειδή δια προσευχής του θείου Ιωάννου έλαβε την ιατρείαν ο άνδρας της· και παίρνουσα αυτόν υγιή, εγύρισεν εις τον οίκόν της χαίρουσα. Με την ευχήν του αγίου τούτου και πολλαί στείραι γυναίκες ετεκνοποίησαν κaι πολλοί ασθενείς την θεραπείαν έλαβον.
Πατριαρχεύσας λοιπόν ούτος έτη δεκατρία και μήνας πέντε εκοιμήθη εν έτει 595 τη δευτέρα του Σεπτεμβρίου· και έγινε μετά τούτον Πατριάρχης ο Κυριακός, όστις εορτάζεται κατά την εικοστήν εβδόμην του Οκτωβρίου.
Όταν δε ο άγιος εκοιμήθη εν ειρήνη και απήλθε προς Κύριον, ετέθη εις το μέσον το λείψανόν του δια να το ασπασθούν οι χριστιανοί· τότε ελθών Νείλος ο ενδοξότατος έπαρχος δια να ασπασθή, ώ του θαύματος! καθώς αυτός εφίλησε το λείψανον, ευθύς εσηκώθη και το λείψανον και αντεφίλησεν αυτόν, ωσάν να ήτο ζωντανόν· και λόγια δε τινα μυστικά είπεν εις το ους του, τα οποία ο θείος Νείλος εις κανένα δεν εφανέρωσεν εις όλην του την ζωήν· ώστε βλέπων όλος ο λαός το τοιούτον θαυμάσιον, εξεπλάγησαν και εδόξαζον τον Θεόν, τον ούτω δοξάζοντα τους αγίους του. Έπειτα εκηδεύθη ευλαβώς και εντίμως, και κατετέθη μέσα εις το άγιον Βήμα της Εκκλησίας των αγίων Αποστόλων (εποίησε δε και βιβλίον ο θείος ούτος Ιωάννης ο νηστευτής, Κανονικόν ονομαζόμενον).
Κανόνες και επιτίμια
Πράγματι, υπάρχουν οι κανόνες του αγίου Ιωάννου του Νηστευτού, ο οποίος με τους κανόνες αυτούς συντέμνει πολύ τον χρόνο των επιτιμίων. Δηλαδή για παραπτώματα, για αμαρτήματα, που οι παλαιότεροι Πατέρες έβαζαν αποχή από τα μυστήρια, από τη Θεία Κοινωνία, 15-20 χρόνια, αυτός βάζει 3 χρόνια. Όμως το κάνει αυτό από τη μια πλευρά από φιλανθρωπία προς τους αμαρτάνοντας, αλλά από την άλλη πλευρά όμως δεν λέει απλώς 3 χρόνια αποχή από τη Θεία Κοινωνία, αλλά λέει και άλλα πράγματα. Και κυρίως λέει ξηροφαγία. Νηστεία δηλαδή. Τρεις χρόνους αλλά τρεις χρόνους, λέει,θα ξηροφαγείς. Θα τρως ξηρά τροφή. Και μάλιστα λέει ότι όποιος δεν τηρεί αυτά, τότε να φυλάσσει τους παλαιούς κανόνες που βάζουν επιτίμιο 15, 20, 25 χρόνια.
Τώρα οι πνευματικοί κατά κανόνα χρησιμοποιούν αυτούς τους κανόνες του αγίου Ιωάννου του Νηστευτού, αλλά δυστυχώς δεν λαμβάνουν υπ' όψιν και τα άλλα που λέει ο άγιος. Πολλές φορές μάλιστα ακόμη και τον χρόνο αποχής από τη Θεία Κοινωνία που λέει ο άγιος Ιωάννης στους κανόνες τον μειώνουν. Αλλά αυτά είναι λίγο επικίνδυνα. Βέβαια, έχουμε να κάνουμε με χριστιανούς της εποχής μας, και είναι διαφορετικές οι συνθήκες. Οπωσδήποτε, όπως λένε πάλι οι ίδιοι οι κανόνες, γενικότερα δεν θα παίρνουμε το γράμμα των κανόνων αλλά το πνεύμα των κανόνων. Όμως χρειάζεται προσοχή, διότι με την πολλή επιείκεια μπορεί να κάνουμε ζημία αντί να ωφελήσουμε. Όπως λέει ένας κανόνας -νομίζω ο 102ος της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου- όλα γίνονται, για να θεραπευθεί η ψυχή, όλα γίνονται, για να σωθεί ο άνθρωπος.
Θυμάστε, λέγαμε και άλλη φορά ότι το θέμα δεν είναι, κάνε αυτό, κάνε εκείνο. Τρόπον τινά σαν να χρωστούμε στον Θεό και θέλουμε να εξαγοράσουμε το χρέος. Αυτά όλα που λέει το Ευαγγέλιο, αυτά όλα που λένε οι Πατέρες, αυτά όλα που λένε οι κανόνες, αυτά όλα που λέει η Εκκλησία, είναι σαν γιατρικά, για να θεραπευθεί κανείς. Είναι δηλαδή όπως όταν σου λέει ο γιατρός ότι θα κάνεις αυτό, θα κάνεις εκείνο και έτσι θα γιατρευτείς. Μπορεί να είναι δύσκολα, να είναι πικρά, να είναι οδυνηρά, αυτά τα οποία σου λέει να κάνεις, αλλά έτσι θα γιατρευτείς. Αυτή την έννοια έχουν τα επίτιμια και οι κανόνες. Δεν είναι ότι θέλουμε να βασανίσουμε, θέλει δηλαδή η Εκκλησία να βασανίσει κάποιον, σαν να τον τιμωρεί: «Α, έκανες αυτό; Τώρα θα δεις τι θα πάθεις». Μοιάζει καμιά φορά και έτσι. Όμως η Εκκλησία έχει παιδαγωγικό σκοπό, για να βοηθήσει τον χριστιανό να μετανοήσει, να ταπεινωθεί, να συντριβεί. Τελικά, έχει σκοπό να βοηθήσει τον χριστιανό να θεραπευθεί.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἰωάννη Ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Χρισθείς θείω Πνεύματι, της Εκκλησίας ποιμήν, Θεώ Ίεράτευσας, άγγελικώς επί γης, Ιωάννη Πατήρ ημών, συ γαρ δια νηστείας, σεαυτόν έκκαθάρας, κάθαρσιν των πταισμάτων, τώ σω λόγω παρέχεις, τοίς πόθω Ίεράρχα θερμώς προστρέχουσι.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς τοῦ Προδρόμου κοινωνὸς ἐν τῇ κλήσει, τούτου ἐφάνης μιμητὴς καὶ τῇ πράξει· νηστείᾳ γὰς διέλαμψας καὶ βίῳ καθαρῷ· ὅθεν Ποιμενάρχην σε, τῶν οἰκείων προβάτων, ὁ Χριστὸς κατέστησεν, Ἰωάννη ἀξίως. Ὃν ἐκδυσώπει σώζεσθαι ἡμᾶς, τοὺς ἐκτελοῦντας, τὴν πάνσεπτον μνήμην σου.
Μεγαλυνάριον
Ἔχων τὴν νηστείαν οἷα τρυφήν, τὴν ψυχὴν ἐτράφης, ταῖς τοῦ Πνεύματος δωρεαῖς· ὅθεν διατρέφεις, τῆς χάριτος τῷ λόγῳ, παμμάκαρ Ἰωάννη, πιστῶν τὸ πλήρωμα.
Πηγή: Διακόνημα, Ομολογία Πίστεως, Ορθόδοξος Συναξαριστής, Μέγας Συναξαριστής
Θα κάνω λόγο για την εγκράτεια στα φαγητά, η οποία είναι αντίθετη της γαστριμαργίας, και για τον τρόπο των νηστειών και την ποσότητα των φαγητών. Και αυτά, όχι από τον εαυτό μου, αλλά καθώς παραλάβαμε από τους αγίους Πατέρες.
Ο όσιος Συμεών ο στυλίτης (ο πρεσβύτερος ή «ο εν τη μάνδρα»), που τιμάται από την Εκκλησία μας την 1η Σεπτεμβρίου, είναι ο πρώτος γνωστός μοναχός που ασκήτεψε πάνω σε στύλο. Γεννήθηκε γύρω στα 389 στο χωριό Σισάν, στα όρια Συρίας και Κιλικίας. Ήταν βοσκός των πατρικών προβάτων, όταν γνώρισε κάποιους ασκητές, πόθησε εξαιτίας τους τη μοναχική ζωή και ήρθε σ’ ένα μοναστήρι, στο χωριό Τελεδάν, όπου έζησε δέκα χρόνια (403-413) με αυστηρότατη άσκηση. Ύστερα έζησε έγκλειστος τρία χρόνια σε μια σπηλιά, κοντά στην Αντιόχεια, και στη συνέχεια πήγε στο χωριό Τελάνισσο, όπου ασκήθηκε αλλά τρία χρόνια σ’ ένα σπιτάκι. Τέλος, αποσύρθηκε στην κορυφή ενός λόφου και περιορίσθηκε σ’ έναν μικρό κυκλικό περίβολο («μάνδρα»), φτιαγμένο με μιαν αλυσίδα είκοσι πήχεων.
Η απίθανη αυστηρότητα της ζωής του και το θαυματουργικό χάρισμα συγκέντρωναν γύρω του πλήθη ανθρώπων, που του προξενούσαν μεγάλη ενόχληση. Για αυτό άρχισε ν’ ανεβαίνει σε στύλους ολοένα και ψηλότεροι. Ο τελευταίος, όπου έζησε πάνω από είκοσι χρόνια, είχε ύψος 16 – 18 μ.
Ο όσιος αφιέρωνε το μεγαλύτερο μέρος του εικοσιτετραώρου στην προσευχή. Έτρωγε ελάχιστα. Ήταν συνεχώς όρθιος, χωρίς προφύλαξη από τον ήλιο, τη βροχή, τον άνεμο ή το κρύο. Δυο φορές την ήμερα διέκοπτε τον ασκητικό του κανόνα και νουθετούσε το λαό, μεριμνούσε για τούς αρρώστους και τούς δυστυχισμένους, έκανε συμβιβασμούς διαφορών, έλυνε προβλήματα και μετέστρεφε στη χριστιανική πίστη τούς αλλόδοξους που πρόστρεχαν σ’ αυτόν μαζί με τούς χριστιανούς απ’ όλα τα σημεία τής Ανατολής και τής Δύσης. Κοιμήθηκε το 459 και κηδεύτηκε από τον πατριάρχη Αντιόχειας Μαρτύριο στη μεγάλη εκκλησία της Αντιόχειας.
Στο εκπληκτικό Ιεραποστολικό έργο, που, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, πραγματοποίησε από την κορυφή του στύλου του ο αυστηρός αυτός ασκητής, θα αναφερθούμε στις επόμενες γραμμές, σταχυολογώντας τα σχετικά αποσπάσματα από την «Φιλόθεο Ιστορία» του Θεοδώρητου Κύρου, τον ελληνικό βίο του οσίου, γραμμένο από τον μαθητή του Αντώνιο, και τον συριακό βίο του.
Η φήμη του οσίου απλώθηκε γοργά παντού. Όλοι, κι από τα κοντινά κι από τα μακρινά μέρη, έτρεχαν κοντά του. Άλλοι έφερναν παράλυτους, άλλοι ζητούσαν να γιατρέψει αρρώστους, άλλοι παρακαλούσαν να μεσιτέψει στο Θεό για ν’ αποκτήσουν παιδιά. Μετά την ικανοποίηση των αιτημάτων τους, έφευγαν γεμάτοι χαρά. Και διαλαλώντας τις ευεργεσίες που δέχτηκαν, έστελναν στον όσιο πολύ περισσότερους ανθρώπους, που ζητούσαν κι εκείνοι τα ίδια. Έτσι, καθώς άρχισαν να καταφθάνουν από κάθε στράτα σαν ποτάμια οι προσκυνητές, σχηματίστηκε σ’ αυτόν τον τόπο ένα ανθρώπινο πέλαγος, που δεχόταν από παντού ποτάμια! Όχι μόνο ντόπιοι ούτε μόνο Χριστιανοί, αλλά και Ισμαηλίτες και Πέρσες και Αρμένιοι και Ίβηρες και Ομηρίτες κι εκείνοι που κατοικούν ακόμα πιο βαθιά μαζεύονταν στο ασκητήριο του οσίου. Ήρθαν και πολλοί που κατοικούσαν στα πέρατα της Δύσης, Ισπανοί και Βρετανοί και Γαλάτες. Όσο για την Ιταλία, λένε πως ο Συμεών είχε γίνει τόσο περιβόητος εκεί, ώστε κρεμούσαν μικρές εικόνες στις εισόδους όλων των εργαστηρίων, για να παίρνουν απ’ αυτές προστασία και ασφάλεια.
Ήταν αμέτρητοι, λοιπόν, όσοι έφταναν και ζητούσαν να τον αγγίξουν, ν’ ακουμπήσουν μόνο την άκρη του δερμάτινου χιτώνα του, πιστεύοντας πως έτσι θα έπαιρναν κάποια ευλογία. Ο άγιος, όμως, ένιωθε πως δεν ήταν άξιος ν’ απολαμβάνει τέτοια τιμή. Τον κούραζαν, άλλωστε, όλα αυτά. Έτσι, σοφίστηκε ν’ ανέβει σ’ έναν στύλο. Το ύψος του ήταν στην αρχή μικρό, έξι πήχες. Αργότερα ανέβηκε σε άλλον πιο ψηλό, ύστερα σε ψηλότερο και τέλος σ’ έναν που έφτανε τις τριάντα έξι πήχες. Γιατί το έκανε αυτό; Επειδή λαχταρούσε να πετάει στα ουράνια, ελεύθερος από καθετί γήινο. Και επειδή, φωτισμένος από το Θεό, στόχευε στην ωφέλεια και τη σωτηρία πολλών ψυχών. Βλέπετε, όσοι δεν πείθονται με λόγια και δεν ανέχονται τα κηρύγματα, σαγηνεύονται από τα παράδοξα θεάματα. Το παράδοξο τραβάει όλους και τους αναγκάζει να το προσέξουν, προετοιμάζοντας τους έτσι και στο να διδαχθούν. Έτσι έγινε και με τον όσιο Συμεών. Το παράδοξο θέαμα που παρουσίαζε ανεβασμένος σ’ έναν ψηλό στύλο, τραβούσε αμέτρητους περιέργους, που ήθελαν να πληροφορηθούν γιατί απομακρύνθηκε από τον κόσμο με τέτοιον τρόπο. Με την αφορμή αυτή ο όσιος τους δίδασκε και τούς κήρυσσε το λόγο του Θεού, μεταστρέφοντας πολλούς από την απιστία στην πίστη και από τα έργα της ανομίας στα έργα της ευσέβειας. Ίβηρες και Αρμένιοι και Πέρσες, όπως είπαμε, απαρνιόντουσαν κάτω απ’ το στύλο την προγονική τους πλάνη και δέχονταν την θεία αλήθεια με το άγιο βάπτισμα. Οι Ισμαηλίτες, μάλιστα, έφταναν σε ομάδες, διακόσιοι, τετρακόσιοι, κάποτε και χίλιοι. Με βοή αποκήρυσσαν την πατρική τους θρησκεία, έσπαζαν τα είδωλα που λάτρευαν πρώτα, εγκατέλειπαν μια για πάντα τα μυστηριώδη όργια τής Αφροδίτης και απολάμβαναν τα θεία μυστήρια του Χριστού, αφού άκουγαν από το αγιασμένο στόμα του στυλίτη σωτήριες διδαχές.
Ο Θεοδώρητος Κύρου, σύγχρονος και γνώριμος του οσίου, περιγράφει συνοπτικά το κοινωνικό και αποστολικό έργο του: «Νουθετώντας (το λαό) δυο φορές την ήμερα, πλημμυρίζει τ’ αυτιά των ακροατών με τα χαριτωμένα λόγια του και τους προσφέρει όσα το Άγιο Πνεύμα διδάσκει. Προτρέπει να στρέφουν το βλέμμα στον ουρανό, να πετάνε αφήνοντας τη γη και να οραματίζονται τη βασιλεία των ουρανών, να φοβούνται την κόλαση και να περιφρονούν τα γήινα, προσμένοντας τη μέλλουσα ζωή. Μπορεί να τον δεις να δικάζει, βγάζοντας σωστές και δίκαιες αποφάσεις. Όλα αυτά τα κάνει μετά την ακολουθία της ενάτης ώρας. Γιατί όλη τη νύχτα και τη μέρα, ως την ενάτη ώρα προσεύχεται. Ύστερα από την ενάτη ώρα, προσφέρει πρώτα τη θεία διδαχή σ’ όσους βρίσκονται εκεί, και στη συνέχεια ακούει το αίτημα του καθενός. Και αφού θεραπεύσει μερικούς, λύνει τις διαφορές όσων φιλονικούν. Γύρω στη δύση του ήλιου αρχίζει πάλι να προσεύχεται. Δεν παραμελεί όμως, να φροντίζει και για τις άγιες Εκκλησίες. Άλλοτε πολεμάει την πλάνη των ειδωλολατρών, άλλοτε συντρίβει τη θρασύτητα του Ιουδαίων, άλλοτε διαλύει τις ομάδες των αιρετικών. Και όλα τούτα τα κατορθώνει είτε στέλνοντας γράμματα στο βασιλιά, είτε εμπνέοντας στους άρχοντες το ζήλο για το Θεό, είτε παρακινώντας και τους επισκόπους ακόμα να φροντίζουν περισσότερο για το ποίμνιο».
Αξίζει, όμως, να διηγηθούμε, ενδεικτικά, μερικά από τα θαύματα του οσίου Συμεών, που είχαν ως αποτέλεσμα τη μεταστροφή των ευεργετημένων στην αληθινή πίστη. Κάποτε ένας Σαρακηνός φύλαρχος έφερε στο στυλίτη κάποιον παράλυτο ομόφυλό του και παρακάλεσε για τη θεραπεία του. Ο άγιος του ζήτησε ν’ απαρνηθεί την προγονική του ασέβεια. Εκείνος δέχτηκε πρόθυμα.
› Πιστεύει στον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα; τον ρώτησε ο ασκητής.
› Πιστεύω, ομολόγησε ο Σαρακηνός.
› Αφοί πιστεύεις, σήκω πάνω!
Ο παράλυτος σηκώθηκε και περπάτησε.
› Τώρα πάρε το φύλαρχο στους ώμους σου! τον πρόσταξε ο όσιος.
Ο γιατρεμένος σήκωσε τον κατάπληκτο φύλαρχο, που ήταν εξαιρετικά μεγαλόσωμος, τον έβαλε στους ώμους του κι έφυγε ενθουσιασμένος, δοξάζοντας τον τρισυπόστατο αληθινό θεό.
Σε μια πόλη τής Παλαιστίνης ήταν διοικητής κάποιος ειδωλολάτρης, καμπούρης τόσο, που το κεφάλι του ακουμπούσε στο στήθος του και δεν μπορούσε να περιστραφεί. Κάποιοι φίλοι του, έχοντας ακούσει για τα θαύματα του στυλίτη, τον έφεραν κάτω από το στύλο και παρακάλεσαν για τη θεραπεία του. Μα και ο ίδιος καμπούρης άρχισε να ικετεύει τον όσιο κραυγάζοντας τόσο δυνατά, ώστε Εκείνος δεν μπορούσε να προσευχηθεί για χάρη του στον Κύριο. Ο ειδωλολάτρης, πιστεύοντας πως ο Συμεών είχε δική του θαυματουργική δύναμη, του ζητούσε ν’ ακουμπήσει το χέρι του στο κεφάλι του, εκφράζοντας τη βεβαιότητα ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα γινόταν καλά αμέσως. Ο όσιος, όμως, του είπε:
› Είμαι ένας αμαρτωλός και τιποτένιος άνθρωπος. Το χέρι μου δεν έχει καμιά ξεχωριστή δύναμη. Μόνο αν ευδοκήσει ο Θεός, θα πραγματοποιηθεί η επιθυμία σου, γιατί μόνο αυτός έχει τη δύναμη να θαυματουργεί. Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να θεραπεύσει άλλον, αν ο Κύριος δεν το θέλει. Παραδόσου, λοιπόν, στην παντοδυναμία του αληθινού Θεού, του δημιουργού και κυβερνήτη του κόσμου, και θα ευεργετηθείς.
Τότε ο καμπούρης σταμάτησε να φωνάζει, αφήνοντας τον όσιο να προσευχηθεί απερίσπαστος. Και μόλις Εκείνος τέλειωσε την προσευχή του, το θαύμα έγινε. Ο ταλαίπωρος άνθρωπος ορθώθηκε, στάθηκε ίσια και άρχισε να χοροπηδάει χαρούμενος σαν παιδί. Άνοιξε τότε τις κασέλες, που είχε φέρει μαζί του, και πρόσφερε στον ευεργέτη του ανεκτίμητα χρυσαφικά κι ασημικά. Ο στυλίτης κοίταξε τα δώρα με περιφρόνηση και του είπε:
› Αν θέλεις να μ’ ευχαριστήσεις, να δεχτείς το φως της αλήθειας. Να βαπτιστείς, για να πάρεις την άφεση. Κι ακόμα να ελευθερώσεις όλους τούς δούλους σου, για να ελευθερωθεί και η δική σου ψυχή από το ζυγό του σατανά.
Ο γιατρεμένος πρόθυμα έκανε ότι του είπε ο άγιος. Και αργότερα, γεμάτος χαρά και χάρη Θεού, έφυγε για την πόλη του.
Ένας άρχοντας των Περσών ήταν πολύ δυστυχισμένος, γιατί ο μονάκριβος γιος του κειτόταν δεκαπέντε χρόνια παράλυτος. Έστειλε, λοιπόν, στον όσιο τον επίσκοπο της τοπικής Εκκλησίας, με την παράκληση να προσευχηθεί στον Κύριο για τη θεραπεία του παιδιού του. Του έδωσε, μάλιστα, και δυο υφάσματα από πολύτιμο μετάξι με κεντημένους επάνω χρυσούς σταυρούς, για να τα προσφέρει στον στυλίτη. Ο επίσκοπος διηγήθηκε στο Συμεών το δράμα του παιδιού και του πατέρα του. Ο όσιος σπλαχνίστηκε και είπε στον επίσκοπο:
› Πάρε αυτά τα υφάσματα που έφερες, έτσι διπλωμένα όπως είναι, και πήγαινε στο καλό. Όταν φτάσεις κοντά στην πόλη σας, κατέβα από το ζώο σου, κράτησε τα υφάσματα στο στήθος σου και προχώρησε ως το σπίτι του άρχοντα πεζός και αμίλητος. Μπες μέσα, στάσου πάνω απ’ το παιδί σκέπασε το με τα υφάσματα και πες του: Ο αμαρτωλός Συμεών σου παραγγέλλει: Στο όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού, σήκω!».
Ο επίσκοπος έφυγε κι έκανε όπως του υπέδειξε ο όσιος. Μόλις σκέπασε το παιδί με τα υφάσματα, αυτό πετάχτηκε όρθιο και θεραπευμένο. Ο Πέρσης άρχοντας και ολόκληρη η οικογένειά του ευχαρίστησαν και δόξασαν το Θεό. Και ο επίσκοπος, μετά από σχετικό αίτημά τους, τους κατήχησε και τους βάπτισε.
Κάποιος πλούσιοι από το Σαβά έπασχε από πονοκέφαλο συνεχή και οδυνηρό τόσο, που ένιωσε να του σουβλίζουν κάθε στιγμή το μυαλό. Ανακουφιζόταν λίγο, μόνο όταν χτυπούσε το κεφάλι του πάνω στα δοκάρια των τοίχων του σπιτιού του! Μόλις έμαθε για τον θαυματουργό στυλίτη, ετοιμάστηκε για το μακρύ ταξίδι και ξεκίνησε, αδιαφορώντας για τον κίνδυνο των θηρίων και των ληστών, που παραμόνευαν εδώ κι εκεί μέσα στην απέραντη έρημο. Σχεδόν έναν ολόκληρο χρόνο ταξίδευε ο άρρωστος. Και όσο πλησίαζε, πράγμα παράδοξο, οι πόνοι του λιγόστευαν. Αντίθετα, όσο κι αν έτρωγε, οι προμήθειές του έμεναν απείραχτες!
Έφτασε επιτέλους στο στύλο του οσίου. Εκείνος, αφού πληροφορήθηκε το πρόβλημά του, ζήτησε να του φέρουν νερό από την κοντινή πηγή. Προσευχήθηκε, το ευλόγησε και πρόσταξε τον άρρωστο να το πιει στο όνομα του Χριστού. Ύστερα, παίρνοντας από το ίδιο νερό, του ράντισε και το κεφάλι. Δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο. Ο λίγος πόνος που είχε απομείνει, εξαφανίστηκε κι αυτός. Ο άνθρωπος ευχαρίστησε τον όσιο και δόξασε το Θεό. Ζήτησε, μάλιστα, και να βαπτιστεί. Λίγο αργότερα, φεύγοντας Χριστιανός πια, διαλαλούσε τα μεγαλεία του Κυρίου ως τη μακρινή πατρίδα του.
Ένα παρόμοιο μακρύ ταξίδι έκανε και μια ομάδα από τέσσερις λεπρούς και τρεις δαιμονισμένους, που ξεκίνησαν από τα βάθη της Ανατολής κι έκαναν δεκατρείς μήνες ώσπου να φτάσουν στον όσιο. Και εκείνοι, παρά τη μεγάλη απόσταση, ούτε μια φορά δεν έχασαν το δρόμο, μα ούτε κι οι τροφές ή το νερό τούς έλειψαν καθόλου.
Φτάνοντας κάτω απ’ τον στύλο, διηγήθηκαν στον όσιο τα παθήματα τους και ζήτησαν τη βοήθεια του.
› Ο Θεός, αποκρίθηκε Εκείνος, που σου έδειξε το δρόμο να έρθετε ως εδώ, θα σας δώσει και την υγεία σας.
Ζήτησε νερό, το ευλόγησε και τούς το έδωσε να πιουν και να ραντιστούν στο όνομα του Κυρίου. Μόλις το έκαναν, έγιναν και οι επτά καλά! Ύστερα απ’ αυτό, αρνήθηκαν τη λατρεία των ειδώλων, βαπτίστηκαν και έφυγαν δοξάζοντας το Θεό.
Κάποτε ήρθαν κάτω απ’ το στύλο αντιπρόσωποι των κατοίκων της οροσειράς του Λιβάνου και ανάστατοι είπαν στον όσιο:
› Στον τόπο μας παρουσιάστηκαν κάτι αγρία θηρία, πρωτοφανέρωτα και άγνωστα, που κατασπαράζουν ανθρώπους και ζώα. Πολλές φορές μπαίνουν στα σπίτια, αρπάζουν τα παιδιά και τα καταβροχθίζουν μπροστά στα έντρομα μάτια των μανάδων τους. Ο φόβος και ο θρήνος έχουν απλωθεί παντού.
› Μην παραξενεύεστε για τη συμφορά που σας βρήκε, είπε ο άγιος. Είναι η τιμωρία για τα έργα σας. Οι προγονοί σας εγκατέλειψαν τον αληθινό Θεό, τον πλάστη και ευεργέτη μας, και λάτρεψαν τα βουβά είδωλα. Κι εσείς επιμένετε στην πλάνη αυτή. Τα θηρία σας ταλαιπωρούν με παραχώρηση του Κυρίου, που θέλει να σας οδηγήσει στη μετάνοια και να σας φέρει κοντά Του. Αν όμως δεν έχετε σκοπό να μετανοήσετε, άδικα ήρθατε ως εδώ. Να ζητήσετε τη βοήθεια των ειδώλων που προσκυνάτε!
Εκείνοι τότε έπεσαν στα γόνατα και άρχισαν να παρακαλούν με δάκρυα το στυλίτη:
› Λυπήσου μας! Μεσίτεψε για μας στο Θεό! θα μετανοήσουμε!…
Μαζί τους ικέτευαν τον όσιο και άλλοι, που έτυχε να βρίσκονται εκεί, και τους σπλαχνίστηκαν.
› Μόλις απαρνηθείτε την πλάνη σας, αποκρίθηκε πάνω απ’ το στύλο του ο γέροντας και βαπτιστείτε στο όνομα του Χριστού, τότε θα παρακαλέσω τον Κύριο να σας δείξει τη φιλανθρωπία Του.
Μ’ ένα στόμα οι ειδωλολάτρες υποσχέθηκαν πως, όταν θα γύριζαν στην πατρίδα τους, θα κατεδάφιζαν αμέσως τα Ιερά των ειδώλων και θα έριχναν στη φωτιά τα ξόανα. Ο άγιος κατάλαβε πως η μεταστροφή τους ήταν αληθινή. Τούς έδωσε, λοιπόν, ένα κουτάκι με ευλογημένη σκόνη και τούς είπε:
› Να πάτε στο καλό! Μόλις φτάσετε στον τόπο σας, να περάσετε απ’ όλα τα χωριά. Στην εμπασιά κάθε χωριού, να χώνετε στη γη τέσσερις πέτρες. Και πάνω σε κάθε πέτρα να σχηματίζετε με τούτη τη σκόνη τρεις σταυρούς. Αν υπάρχουν εκεί Χριστιανοί ιερείς, φωνάξτε τους να σας βοηθήσουν και να τελέσουν νυχτερινές λειτουργίες. Τότε ο Θεός θα κάνει το θαύμα Του. Κανένας άνθρωπος δεν θα χαθεί πια από τα θηρία.
Επιστρέφοντας στη χώρα τους οι ειδωλολάτρες διαπίστωσαν ότι, από την ώρα που ο Συμεών είχε προσευχηθεί γι’ αυτούς, όλα τα θηρία είχαν φύγει από τα χωριά και αποτραβηχτεί στα δάση. Όταν, λοιπόν, έκαναν ότι τούς συμβούλεψε ο όσιος, είδαν τα θηρία να τρέχουν και να έρχονται γύρω από τις πέτρες, ουρλιάζοντας απαίσια. Πολλά έπεφταν και ψοφούσαν επιτόπου. Αλλά έφευγαν αλαφιασμένα και χάνονταν. Σε δέκα μέρες δεν είχε απομείνει κανένα.
Πήραν τρία τομάρια από τα ψόφια θηρία και τα έφεραν στον όσιο. Και αφού του διηγήθηκαν το θαύμα, βαπτίστηκαν όλοι κι έγιναν Χριστιανοί. Μια βδομάδα έμειναν εκεί, ακούγοντας τις σοφές διδαχές του πνευματοφόρου στυλίτη, και μετά έφυγαν χαρούμενοι για την πατρίδα τους, δοξάζοντας το Θεό.
Αλλά σταματάμε εδώ τη διήγηση, γιατί τα μεγάλα και θαυμαστά έργα του οσίου Συμεών δεν έχουν τέλος. Όπως σημειώνει ωραιότατα ο Σύρος βιογράφος του, «ποιο στόμα θ’ αποτολμούσε να διηγηθεί ή ποιο χέρι θα μπορούσε να γράψει ή ποιο σοφό μυαλό θα μπορούσε να υπολογίσει τις αναρίθμητες ευεργεσίες που έκανε ο Θεός στον κόσμο μέσω του αγίου; Πόσους ανθρώπους, που ήταν μακριά από τον Κύριο, έφερε κοντά Του; Πόσοι πλανεμένοι γύρισαν με τη διδαχή του από την άγνοια στην αληθινή γνώση; Πόσες χιλιάδες και μυριάδες «αλλότριων», χάρη στο κήρυγμά του, έγιναν μέλη τής Εκκλησίας και υποτάχθηκαν στο Χριστό; Ποιος μπορεί να λογαριάσει τις τόσες και τόσες χιλιάδες αγρίων, που, βλέποντας και ακούγοντας τον, με χαρά εγκολπώθηκαν τη χριστιανική πίστη και έγιναν υπηρέτες της αλήθειας; Γιατί η φήμη των ευεργεσιών, που έκανε ο Κύριος με τα χέρια του οσίου, ταξίδεψε απ’ τη μιαν άκρη του κόσμου ως την άλλη.
Κι έτσι εκπληρώθηκε το γραφικό: «Εις πάσαν την γην εξήλθεν οι φθόγγοι αυτών και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών (Ψαλμ. 18:5)».
(Περιοδικό "Πάντα τα Έθνη", Τεύχος 91, Ιούλιος - Αύγουστος - Σεπτέμβριος 2004)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς στήλην θεόγραφον τῶν ἱερῶν ἀρετῶν, τοῦ βίου σου ἔλειπες τὰς ἀναβάσεις ἡμῖν, Συμεὼν παμμακάριστε· σὺ γὰρ ἐπὶ τοῦ στύλου ὡς πυρσὸς διαλάμπων, ἕλκεις ἡμᾶς χαμόθεν πρὸς ζωὴν οὐρανίαν, τὸν τρόπον τῆς εὐδρομίας φαίνων τοῖς ἔργοις σου.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Ὑπομονῆς στύλος γέγονας, ζηλώσας τοὺς προπάτορας Ὅσιε, τὸν Ἰὼβ ἐν τοῖς πάθεσι, τὸν Ἰωσὴφ ἐν τοῖς πειρασμοῖς, καὶ τὴν τῶν Ἀσωμάτων πολιτείαν, ὑπάρχων ἐν σώματι, Συμεὼν Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Τὰ ἄνω ζητῶν, τοῖς κάτω συναπτόμενος, καὶ ἅρμα πυρός, τὸν στύλον ἐργασάμενος, δι᾽ αὐτοῦ συνόμιλος, τῶν Ἀγγέλων γέγονας Ὅσιε, σὺν αὐτοῖς Χριστῷ τῷ Θεῷ, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Κάθισμα. Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ὑπερζέσας τῇ πίστει Πάτερ σοφέ, καὶ προσκαίρων ἁπάντων ὑπεριδών, Χριστῷ ἠκολούθησας, τῇ δυνάμει τοῦ Πνεύματος, ἐγκρατείᾳ τήξας, τὸ σῶμά σου Ὅσιε, οὐρανῶν τὴν δόξαν, ἀεὶ προορώμενος· ὅθεν καὶ ἐφεῦρες, πρὸς ἀνάβασιν θείαν, τοῦ στύλου τὴν κλίμακα, τῷ σῷ πόθῳ κατάλληλον, Συμεὼν ἱερώτατε. Πρέσβευε Χριστῷ τῶ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθω, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τοῦ Συμεὼν τὸν ἄμεμπτον βίον, ποία γλῶσσα ἀνθρώπων ἐξαρκέσει ποτέ, πρὸς ἔπαινον ἐξηγήσασθαι; ὅμως ὑμνήσω Θεοῦ σοφία, τὰ τοῦ ἥρωος ἆθλα καὶ τοὺς ἀγῶνας, τοῦ ἐν τῇ γῇ ὡς φωστῆρος φανέντος τοῖς πᾶσι βροτοῖς, καὶ μεγάλως τῇ καρτερίᾳ τῷ χορῷ τῶν Ἀγγέλων ἐκλάμψαντος· σὺν τούτοις γὰρ ψάλλων ἀπαύστως Χριστῷ, πρεσβεύων οὐ παύει ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Πηγή: Πηγή ζωής, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Σ’ ένα τόπο όπως η Κρήτη, οπού γέννησε, ανέδειξε πολλούς Αγίους, Μάρτυρες, Ιεράρχες, Οσίους, είναι φυσικό και αναμενόμενο ο λαός να είναι ευσεβής, να αγαπά την Εκκλησία και να είναι φιλομόναχος. Είναι λογικό να αναπτυχθεί ο Μοναχισμός και μάλιστα να αναδειχθούν μεγάλα οσιακά αναστήματα, όπως ο εν λόγω ερημοπολίτης Άγιος Νικόλαος ο Κουρταλιώτης.
Γεννήθηκε στον Ασώματο (ή κατ’ άλλους στο Φραττί) της επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης στο τέλος της Ενετοκρατίας και στην αρχή της Τουρκοκρατίας. Από την παιδική του ηλικία διεκρίνετο για την ευσέβειά του αλλά και την ελεημοσύνη του. Η αγάπη του προς τους πτωχούς και αδυνάτους γινόταν η κινητήριος δύναμις της εκφράσεώς του. Από την σοδειά και τα γεννήματα της πατρικής του περιουσίας μοίραζε άλλοτε κουκιά, άλλοτε σταφύλια κι άλλες φορές διάφορα γεωργικά προϊόντα τα οποία λόγω της περιουσίας τους παρήγαγαν με αφθονία. Οι γονείς του τον καμάρωναν για την θεοφιλή πολιτεία του κι ευχαριστούσαν τον Θεό που τους χάρισε τέτοιο τέκνο. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που θεωρούσαν τους εαυτούς των αναξίους να μεγαλώνουν ένα τέτοιο παιδί και να συμβιώνουν μαζί του. Βλέποντας λοιπόν την οσιακή πραγματικά, βιωτή του, τον προέτρεψαν να αφοσιωθεί στον Θεό και να ενδυθεί το αγγελικό σχήμα.
Με μεγάλη χαρά αποδέχεται και ενστερνίζεται την ευσεβή πρόταση των γονέων του κι έτσι αναχωρεί από την πατρική του εστία και έρχεται αρχικώς στη Μεσσαρά, στο χωριό Ζαρό σε ένα σπήλαιο κοντά σε μια πηγή. Στο σπήλαιο αυτό έμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα βιώνοντας την προσευχή ως τρόπο ζωής. Κατόπιν εγκαταλείπει το σπήλαιο στην πράσινη χαράδρα του Ζαρού, και έρχεται στην περιοχή Πρέβελη Ρεθύμνης, σε μία άβατη και άνυδρη βουνοπλαγιά. Εκεί ακολουθεί ακόμη αυστηρότερη ασκητική καθώς ήδη βρίσκεται σε μεγάλο ύψος αρετής κι επιθυμεί ν’ ανέβη ακόμη περισσότερο.
Αυτός ο δεύτερος τόπος της ασκήσεώς του βρίσκεται κοντά στην ιστορική μονή του Πρέβελη. Οι απότομες πλαγιές του όρους Κουρούπα σχηματίζουν το Κουρταλιώτικο φαράγγι. Η ονομασία αυτή προέρχεται από τα «κούρταλα» ή όπως είναι πιο γνωστά, «κρόταλα» δηλ. τα σφυρίγματα και τους κρότους που δημιουργεί ο δυνατός βοριάς, όταν πνέει στην περιοχή και περνά μέσα απ’ το φαράγγι. Το τοπίο είναι άγριο, σκληρό και δύσβατο. Κι όμως εδώ καταφεύγει ο ερημοπολίτης Όσιος Νικόλαος για να αποφεύγει τον κόσμο με τον θόρυβό του, και τις ταραχές των ανθρώπων. Όσον όμως κι αν απέφευγε τον κόσμο, όσον κι αν έφευγε από τόπο σε τόπο όταν γινόταν γνωστός (καθώς τότε οι ευσεβείς Κρήτες συνέρεαν προς αυτόν για να λάβουν συμβουλές, και ευλογία), όσο κι αν σκαρφάλωνε εκεί που ζούσαν μόνο τα αγρίμια και τα όρνεα της Κρήτης κι όσον κι αν κρυβόταν, δεν μπορούσε να κρύψει την χάρη του Θεού που έλαμπε.
«Ού δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη», λέγει ο Κύριος. Έτσι κι ο Όσιος Νικόλαος, λάμποντας από αρετές και χάριτες δεν μπορούσε να κρυφτεί. Τον αναδείκνυε ο Χριστός όπου κι αν ο Κουρταλιωτης πήγαινε για να έχουν οι σκλάβοι Έλληνες στήριγμα και βοηθό, και οι πεπλανημένοι Τούρκοι, οδηγό και φωτιστή. Αναδείκνυε την δύναμη της Ορθοδόξου Πίστεως και όχι μόνον τον ευλαβούνταν, όχι μόνον λάμβαναν ακόμη κι εκείνοι θαύματα από τα χέρια του αλλά ακολουθούσαν και την ίδια την Πίστη μας, βαπτιζόμενοι στο όνομα της Παναγίας Τριάδος.
Τούρκοι και Χριστιανοί μαρτυρούν για την αγιότητα του βίου του αλλά και για τα θαύματά του, που δαψιλώς ο Κύριος επιχέοντας την χάρη του Παναγίου Πνεύματός του έδειχνε την ευδοκία Του επί τον Όσιο Νικόλαο. Πασίγνωστος είναι ο ποταμός που κυλά μέσα στο Κουρταλιώτικο Φαράγγι. Μέσα σ’ εκείνη την άγρια όσο και ξηρή ομορφιά του τόπου αποτελεί «δρόσο Κυρίου» για όλη την περιοχή. Σε μικρό ύψος από την κοίτη του ποταμού, μέσα από έναν θεόρατο βράχο, τρέχουν πέντε πηγές που σχηματίζουν έναν καταράκτη και αρδεύουν την άγονη εκείνη περιοχή. Οι πηγές αυτές αποδίδονται σε θαύμα του Οσίου Νικολάου του Κουρταλιώτη, ο οποίος ως άλλος Μωυσής στο όρος Χωρήβ, άπλωσε την παλάμη του επί του βράχου και ανέβλυσαν τόσες πηγές όσο και τα δάκτυλά του!
Ολόκληρο το κουρταλιώτικο φαράγγι ομιλεί σήμερα για την ισάγγελη πολιτεία του. Ο Ναΐσκος που έχει κτιστεί προς τιμήν του, μαρτυρεί τόσον την ευλαβεια των Ορθοδόξων Χριστιανών της Ρεθύμνης, όσον και το μέγεθος της αγιότητος και της προσφοράς του Οσίου. Κάθε χρόνο την πρωτοχρονιά του εκκλησιαστικού έτους, την 1η του Σεπτεμβρίου, πιστοί απ’ όλη την Κρήτη έρχονται να τιμήσουν τον Όσιο Νικόλαο και να πανηγυρίσουν την μνήμη του.
Ο θρύλος για την κοίμηση του Οσίου
Ψηλορείτης, στο χωριό Ζαρός, 17 ος αιώνας. Στο μοναστήρι του αγίου Νικολάου, ψηλότερα απ' το χωριό, οι μοναχές διαπιστώνουν πως κάποιο ζώο τρυπώνει τη νύχτα στο περιβόλι τους και βοσκάει στα λαχανικά. Κάποιο αγρίμι του Ψηλορείτη σίγουρα θά 'ναι. Βρίσκουν λοιπόν έναν κυνηγό και του ζητάνε να παραφυλάξει και να το σκοτώσει με το τόξο του. Τη νύχτα, ο κυνηγός τοξεύει την ογκώδη φιγούρα που βλέπει να ξετρυπώνει μέσα απ' τις σκιές και να κατεβαίνει απ' την πλαγιά πάνω απ' το μοναστήρι. Μα, τι παράξενο, δεν είναι κανένα ζώο, αλλά ένας γέροντας ασκητής!
Τον μεταφέρουν με φρίκη σ' ένα κελί κι εκείνος μειλίχιος τους λέει:
› Μη λυπάστε, δεν έχετε αμαρτία. Έτσι ήθελε ο Θεός να μάθετε για μένα. Μόνο, παρακαλώ, ο άνθρωπος που με πλήγωσε να με μεταφέρει στον τόπο μου, να κοιμηθώ εκεί.
Κι όταν τον ρωτάνε:
› Γιατί, γέροντα, τόσα χρόνια δεν ήρθες ποτέ να σε γνωρίσουμε;
Απαντάει:
› Δεν ήρθα, γιατί δεν πέρασε ούτε μια μέρα που να μην πέσετε σε αμαρτωλούς λογισμούς…
Το όνομα του γέροντα ήταν Ευθύμιος.
Ο κυνηγός τον σηκώνει στην πλάτη του και τον μεταφέρει χιλιόμετρα μακριά, στον ποταμό Κουρταλιώτη, νότια του σημερινού νομού Ρεθύμνης. Εκεί ήταν η πατρίδα του, στο χωριό Ασώματος. Στο άγριο και πανέμορφο Κουρταλιώτικο Φαράγγι, ο κυνηγός δίψασε – και ο άγιος χτύπησε με το χέρι του την πλαγιά, στο δρόμο που περνούσε πολλά μέτρα πάνω απ' το ποτάμι, και ξεπήδησαν πηγές για να ξεδιψάσει ο ακούσιος φονιάς του. Κοντά σ' αυτές τις πηγές είναι σήμερα το εκκλησάκι του, χτισμένο από κάποιον Τούρκο, που έχασε το φως του και τον θεράπευσε ο άγιος. Μόνο που σ' αυτά τα μέρη τον λένε Νικόλαο (ίσως ήταν το κοσμικό του όνομα) και πανηγυρίζουν τη μνήμη του με λαμπρότητα την 1η του Σεπτέμβρη.
(Πηγή: «Ο όσιος Νικόλαος ο Κουρταλιώτης και ο μύθος του», Κρήτη)
Απολυτίκιο. Ήχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε.
Του βίου τερπνότητα καταπεφρόνηκας, ερήμοις και φάραγξιν, δρόμον ασκήσεως, Νικόλαε ήνυσας, όθεν των ουρανίων αγαθών ηξιώθης, πάσαις ταις των Οσίων συναγάλλη αγέλαις, διό ταις ικεσίαις ταις σαίς ρύσαι κινδύνων ημάς.
Πηγή: Ορθόδοξες Απαντήσεις, Κρήτη
Οι Σαράντα γυναίκες μάρτυρες άσκήτριες κατήγοντο από την Άδριανούπολιν της Θράκης και ζούσαν εκει ως μαθήτριες του Διακόνου Αμμούν.Την εποχή έκείνην το έτος 305 μ.Χ. βασίλευε ό αύτοκράτορας Λικίνιος οτό ανατολικό μέρος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, φοβερός διώκτης των Χριστιανών. Ό Λικίνιος λοιπόν είχε δώσει διάταγμα γιά έξόντωση των Χριστιανών, και ή τυραννική του διαταγή έφταοε σ' όλες τις πόλεις και τα χωριά, και οι Χριστιανοί πεφτανε στον ιερό αγώνα της πίστεως μέ αυτοθυσία, διότι δεν ύπετάχθησαν στην απειλή του και δεν προσκύνησαν τα είδωλα.
Σ’ αυτήν την φοβερή εποχή για τους Χριστιανούς, έζήσαν και μαρτύρησαν οί Σαράντα παρθένες – ασκήτριες, μαθήτριες του Διακόνου Αμμούν, τα όνόματα των οποίων είναι τα εξής: Αδαμαντινή, Καλλιρόη, Χαρίκλεια, Πηνελόπη, Κλειώ, Θάλεια, Μαριάνθη, Ευτέρπη, Τερψιχόρη, Ουρανία, Κλεονίκη, Σαπφώ, Ερατώ, Πολύμνια, Δωδώνη, Αθηνά, Τρωάδα, Κλεοπάτρα, Κοραλία, Καλλίστη, Θεανόη, Θεανώ, Ασπασία, Πολυνίκη, Διόνη, Θεοφάνη, Ερασμία, Ερμηνεία, Αφροδίτη, Μαργαρίτα, Αντιγόνη, Πανδώρα, Χάιδω, Λάμπρω, Μόσχω, Αριβοία, Θεονύμφη, Ακριβή, Μελπομένη και Ελπινίκη. Ήσαν πλασμένες με αστραφτερή ομορφιά στο σώμα και την ψυχή, και την ομορφιά τους αυτή δεν ήθελαν να την χαρίσουν στην θλιβερή ματαιότητα των υλικών αγαθών. Είχαν προορισμό για ανώτερα αγαθά, τα αγαθά του παραδείσου!
Το μαρτύριο τους
Δεν υπέκυψαν λοιπόν στις προκλήσεις του τυράννου Λικινίου, ώστε να προσκυνήσουν τα είδωλα και μαρτύρησαν με φρικτά βασανιστήρια την 1ην Σεπτεμβρίου, ημέραν κατά την οποίαν εορτάζεται και η μνήμη τους, όπως γράφεται στο Μηναίο του Σεπτεμβρίου:
«Μνήμη των αγίων Τεσσαράκοντα γυναικών μαρτύρων, παρθένων και άσκητριών και Αμμούν διακόνου του διδασκάλου αυτών.»
Με απόφαση λοιπόν του τυράννου Λικινίου, «αι μεν δέκα ερρίφθησαν» μέσα σε φωτιά, «αι δε οκτώ μετά του διδασκάλου αυτών Αμμούν άπεκεφαλίσθησαν», άλλες δέκα έτελειώθησαν με ξίφος «κατά στόμα και καρδίαν», έξι κατεκόπησαν ύπό μαχαιρών και αί λοιποί έξι «σίδηρα πυρακτωμένα, κατά στόμα λαβούσαι, προς Κυριον έξεδήμησαν». Τα βασανιστήρια πού υπέστησαν οι Σαράντα μάρτυρες παρθένες και άσκήτριες ήσαν φοβερά, όπως αναφέρουν τα επίσημα στοιχεία που βρήκαμε στο Μηναίον του Σεπτεμβρίου. Με αυτά τα βασανιστικά μαρτύρια οι σαράντα παρθένες και ο δάσκαλος τους Διάκονος Αμμοϋν, έξεδήμησαν εις Κυριον και τώρα ακτινοβολούν στο στερέωμα της Εκκλησίας.
Εγιναν ένδοξες μάρτυρες με την θερμή τους θέληση, και όταν έβασανίζοντο, βλέπανε ανοιχτούς τους ουρανούς και στα δεξιά τους τον Υίόν του Θεού, πού και εκείνος μαρτύρησε πριν άπ’ αυτές, άπ’ τους σταυρωτές του. Ο σκληρός Λικίνιος διέταξε να τις θανατώσουν και τις σαράντα με φρικτά μαρτύρια. Δεν γνώριζε όμως πώς στους μάρτυρες δεν υπάρχει θάνατος, διότι όλο το είναι τους είναι γεμάτο από τον μόνον αθάνατον, Κυριον και Θεόν μας Ιησούν Χριστόν και ότι νικούν κάθε θάνατον και κάθε άμαρτίαν με την δύναμιν του Ύπεραθανάτου Κυρίου μας. Ούτε αισθάνονται φόβον για τα μαρτύρια, και αυτό μας το βεβαιώνουν όλα τα Μαρτυρολόγια, πού διηγούνται και εξυμνούν την δύναμιν και την άφοβίαν των Μαρτύρων ενώπιον των βασανιστηρίων!
Η πνευματικότητα τους
Είναι μεγάλο μυστήριο το, πώς την εποχή εκείνη, υπήρχε ώργανωμένη η πίστη των Αγίων Παρθένων και πώς φύτρωσε μέσα τους ο θείος και γόνιμος σπόρος της εγκράτειας και της αγιότητος. Στά ασκητικά τους καθήκοντα, τα όποια εμείς δεν γνωρίζουμε έπι πόσα χρόνια ασκούσαν, όσο δύσκολα και αν ήσαν αυτά, υπηρετούσαν με πλήρη υποταγή. Η ενδόμυχη πνευματική άφύπνισι της πίστεως και της πνευματικότητος, είχαν ανυψώσει το είναι τους στο πνευματικό και ακατάλυτο θαύμα να μπορέσουν να θυσιασθούν για τον Χριστό. Η άφοσίωση στα πνευματικά τους καθήκοντα τους έδωσε την δύναμι να διατηρήσουν την λάμψι της αγνότητας και της παρθενίας, στοιχεία απαραίτητα για κάθε γυναίκα. Κοντά στον Διάκονο καϊ δάσκαλο τους Αμμούν, αναγεννήθηκαν και απέκτησαν την αγιότητα και την αγάπη προς τον πλησίον. Η συνείδησή τους ακουγόταν από μέσα τους σαν φωνή θεϊκής αποστολής και ήσαν έτοιμες για το μαρτύριο.
Η πνευματική ζωή είναι άνύψωσις πνεύματος, και οι σαράντα μάρτυρες το είχαν βάλει στήν αγνή τους καρδιά για τα καλά, γι’ αυτό δεν λογάριασαν πλούτη και υλικά αγαθά, ούτε στολίδια και κοσμική ζωή, που τους προσέφερε ο άρχοντας της Άδριανουπόλεως. Προτίμησαν τα στολίδια της αγάπης και της πίστεως στόν Λυτρωτή του κόσμου. Έμειναν ασυμβίβαστες με τους Νόμους της ειδωλολατρίας και αγωνίσθηκαν τον καλόν αγώνα της πίστεως με την φώτιση του Αγίου Πνεύματος, πού είχαν για οδηγό τους. Η καρδιά τους ήταν καθαρή από λογισμούς, και με κατάνυξι πνευματική, προσηύχοντο στον μόνο αληθινό Θεό, για να τους δώση δύναμι να μη λυγίσουν ποτέ μπροστά στα μαρτύρια πού τις περίμεναν. Είχαν επιλέξει για επίγεια πνευματική τροφή την πνευματική άγαλλίασι και την ουράνια ευφροσύνη. Η αγάπη σ’ όλους τους ανθρώπους ήταν η μοναδική. Με αυτά τα βασανιστικά μαρτύρια οι σαράντα παρθένες και ο δάσκαλος τους Διάκονος Αμμούν, έξεδήμησαν εις Κυριον και τώρα ακτινοβολούν στο στερέωμα της Εκκλησίας.
(Πηγή: από το βιβλίο «Οι Άγιες Σαράντα Παρθενομάρτυρες», Βασιλική Σ. Βασιλοπούλου, εκδ. Αποκάλυψις, )
(σ.σ.: Τα ονόματά τους έχουν διασωθεί στο αρχαίο Μαρτύριόν τους (Bibliotheca Hagiographica Graeca 2280-2281) και είναι: Λαυρεντία η διάκονος, Κελσίνα, Θεοκτίστη (η Θεόκλεια), Δωροθέα, Ευτυχιανή, Θέκλα, Αρισταινέτη, Φιλαδέλφη, Μαρία, Βερονίκη, Ευλαλία (η Ευθυμία), Λαμπροτάτη, Ευφημία, Θεοδώρα, Θεοδότη, Τετεσία, Ακυλίνα, Θεοδούλη, Απλοδώρα, Λαμπαδία, Προκοπία, Παύλα, Ιουλιάνα, Αμπλιανή, Περσίς, Πολυνίκη, Μαύρα, Γρηγορία, Κυρία (η Κυριαίνη), Βάσσα, Καλλινίκη, Βαρβάρα, Κυριακή, Αγαθονίκη, Ιούστα, Ειρήνη, Ματρώνα (η Αγαθονίκη), Τιμοθέα, Τατιανή, Άννα (η Ανθούσα).
Ωστόσο, στην ασματική Ακολουθία και σε νεότερους Συναξαριστές απαντούν τα εξής ονόματα: Αδαμαντίνη, Αθηνά, Ακριβή, Αντιγόνη, Αριβοία, Ασπασία, Αφροδίτη, Διόνη, Δωδώνη, Ελπινίκη, Ερασμία, Ερατώ, Ερμηνεία, Ευτέρπη, Θάλεια, Θεανώ, Θεανόη, Θεόνυμφη, Θεοφάνη, Καλλιρρόη, Καλλίστη, Κλειώ, Κλεονίκη, Κλεοπάτρα, Κοραλλία, Λάμπρω, Μαργαρίτα, Μαριάνθη, Μελπομένη, Μόσχω, Ουρανία, Πανδώρα, Πηνελόπη, Πολύμνια, Πολυνίκη, Σαπφώ, Τερψιχόρη, Τρωάς, Χάϊδω και Χαρίκλεια (βλ. Πρωτ. Κων/νου Πλατανιτου, Εορτολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αποστολική Διακονία, εκδ. Δ , 1997, σελ. 23 υποσ.)
Ἀπολυτίκιον
Ἀθλητῶν αἱ χορείαι, δεῦτε συνδράμετε καὶ τεσσαράκοντα κόρας μετὰ Ἀμμοὺν εὐσεβοῦς μεγαλύνατε, λαμπρῶς πανηγυρίζουσι ὅτι ἐνήθλησαν στερρῶς τῇ ἀσκήσει ἐν Χριστῷ, ῥωσθεῖσαι καὶ λαμπρυνθῆσαι πρεσβεύουσαι τῷ Κυρίῳ, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κάθισμα. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Τῶν ἁγίων Γυναικῶν
Ἀμνάδες λογικαί, τῷ ἀμνῷ καὶ ποιμένι, προσήχθητε πιστῶς, διὰ τοῦ μαρτυρίου, τὸν δρόμον τελέσασαι, καὶ τὴν πίστιν τηρήσασαι· ὅθεν σήμερον, περιχαρῶς εὐφημοῦμεν, Ἀξιάγαστοι, τὴν ἱερὰν ὑμῶν μνήμην, Χριστὸν μεγαλύνοντες.
Ο Μοναχός Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος ή Παπουλάκος είναι ένας νέος απόστολος του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας.
Στὶς 31 Αὐγούστου ἑορτάζουμε τὴν Κατάθεση τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου. Ἀποτελεῖ τὸ μοναδικὸ ἱερὸ κειμήλιο ποὺ σχετίζεται μὲ τὸν ἐπίγειο βίο τῆς Θεοτόκου καὶ διασῴζεται μέχρι σήμερα στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Βατοπαιδίου στὸ Ἅγιο Ὅρος, στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας. Ἡ ἴδια ἡ Θεοτόκος τὴν ὕφανε ἀπὸ τρίχες καμήλας.
Ἦταν, ὅπως λέγουν, «ἀποστολικοὶς χαρίσμασι λαμπρυνόμενος». Σὰν πρεσβύτερος ἀκόμα, διακρινόταν γιὰ τὴ μεγάλη του εὐσέβεια, τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἀγαθότητά του.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...