
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
O Άγιος Μηνάς ήταν Αθηναίος ρήτορας, που μέσα από την προσωπική μελέτη χριστιανικών συγγραμάτων, οδηγήθηκε στην αληθινή πίστη. Διορίστηκε έπαρχος Αλεξανδρείας από τον αυτοκράτορα Μαξιμίνο τον Β', αλλά όταν έγινε γνωστή η χριστιανική του ιδιότητα αντικαταστάθηκε από τον επίσης Αθηναίο λόγιο Ερμογένη. Ο Ερμογένης, αμέσως υπέβαλε σε απάνθρωπα βασανιστήρια τον Μηνά, αλλά όταν διαπίστωσε ότι ο μάρτυρας του Κυρίου παρέμενε άφθορος και υγιής θαυματουργικά παρά ταύτα, πίστεψε και αυτός στον αναστάντα Χριστό. Τότε ο αυτοκράτορας μετέβη προσωπικά στην Αλεξάνδρεια προκειμένου να τιμωρήσει παραδειγματικά τους δύο “αποστάτες”, τους οποίους αφού τους βασάνισε, τους αποκεφάλισε, ρίχνοντας έπειτα τα τίμα λείψανά τους, στην θάλασσα.
ΠΛΗΡΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Ο Άγιος Μηνάς ο Καλλικέλαδος γεννήθηκε στην στην Αθήνα, γύρω στο 311 μ.Χ στα χρόνια της αυτοκρατορίας του Μαξιμίνου του Β'. Απέκτησε σπουδαία μόρφωση, σπουδάζοντας κοντά σε μεγάλους φιλοσόφους της εποχής, η οποία τον οδήγησε στην αληθινή πίστη μέσα από την προσωπική μελέτη χριστιανικών συγγραμμάτων. Σαγηνευμένος από τις αλήθειες του Ευαγγελίου βαπτίσθηκε χριστιανός, αφιερώνοντας την λοιπή ζωή του στον φωτισμό των συνανθρώπων του, έχοντας ως όπλο την ικανότητα του στον χειρισμό του λόγου, ως ρήτορας που ήταν. Εξ΄ ού και το επίθετο «Καλλικέλαδος» που προσέλαβε.
Την εποχή εκείνη στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου είχε ξεσπάσει επανάσταση με τους κατοίκους της πόλεως να αλληλοσπαράσσονται μεταξύ τους. Ο αυτοκράτορας Μαξιμίνος, αγνοώντας την χριστιανική ιδιότητα του Μηνά, τον διόρισε έπαρχο της πόλεως με στόχο την διευθέτηση του προβλήματος. Φθάνοντας εκεί ο Μηνάς, κατέστειλε άμεσα την επανάσταση, επαναφέροντας κατά πάντα την τάξη, εκτός από την λατρεία των ειδώλων. Όταν όμως, ο Μαξιμίνος διέταξε τον διωγμό των χριστιανών της Αιγύπτου, ο Άγιος όχι μόνο αντιτάχθηκε σε αυτήν την διαταγή, αλλά αντίθετα κήρυττε φανερά τον αναστάντα Χριστό, στηρίζοντας τους εκεί χριστιανούς να είναι πιο θερμοί στην πίστη τους.
Οργισμένος ο Μαξιμίνος με την “προδοσία” του Μηνά απέστειλε νέο έπαρχο στην Αλεξάνδρεια, τον Αθηναίο λόγιο Ερμογένη, ο οποίος υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια τον Μηνά. Διέταξε τους στρατιώτες του, να του αποκόψουν τα πέλματα και τη γλώσσα, να του βγάλουν τα μάτια και στη συνέχεια να τον πετάξουν στη φυλακή για να ξεψυχήσει εκεί. Κατά την παράδοση, εκείνο το βράδυ εμφανίσθηκε ο ίδιος ο Χριστός στον αθλητή του, δίνοντάς του θάρρος και δύναμη, αναπλάθοντάς του ταυτόχρονα την γλώσσα, τα μάτια και τα πόδια. Όταν οι στρατιώτες πήγαν τις επόμενες ημέρες να διαπιστώσουν τον θάνατο του Μηνά στην φυλακή, έκπληκτοι τον αντίκρυσαν θεραπευμένο να χαίρει πλήρους υγείας.
Ο Ερμογένης ανέκρινε τότε δημόσια τον Μηνά, στο στάδιο της πόλεως για το θαυματουργικό αυτό γεγονός, με τον μάρτυρα να απαντά θαρραλέα ότι θεραπεύθηκε την ώρα που πεσμένος στο έδαφος με δάκρυα έψαλλε τον 22 Ψαλμό του Δαυίδ:
«Εάν γαρ και πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου ου φοβηθήσομαι κακά ότι συ μετ΄ εμού ει Κύριε.»
Ο Ερμογένης τότε λύγισε, πίστεψε στον Χριστό ως Θεό και βαπτίστηκε μαζί αρκετούς κατοίκους της πόλεως. Έξω φρένων τότε ο δυσσεβής αυτοκράτορας Μαξιμιανός πήγε αυτοπροσώπως στην Αλεξάνδρεια για τιμωρήσει παραδειγματικά μέσω βασανιστηρίων, τον Μηνά και τον Ερμογένη, οι οποίοι όμως υπέμειναν καρτεροψύχως τα πάντα, με τη χάρη του Θεού. Τότε ένας διαπρεπής πολίτης της Αλεξάνδρειας, ο Εύγραφος, βλέποντας την ανδρεία αυτών των στρατιωτών του Χριστού και τα οφθαλμοφανή θαύματα του Θεού, εμφανίστηκε ενώπιον του αυτοκράτορα για να ομολογήσει την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Ευθύς αμέσως ο αυτοκράτορας αποκεφάλισε ή λόγχισε ο ίδιος τον Άγιο Εύγραφο και εν συνεχεία διέταξε την άμεση αποτομή των κεφαλών των αγίων μαρτύρων Μηνά και Ερμογένους και την ρίψψη των Αγίων Λειψάνων στην θάλασσα, προκειμένου να εξαφανιστούν.
Η ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Μηνά, που τυγχάνει προστάτης των απανταχού δημοσιογράφων, τιμάται στις 17 Φεβρουαρίου εκάστου έτους. Κατά την παράδοση, τα άγια λείψανά τα τίμια λείψανά, βρέθηκαν, όταν ο Άγιος υπέδειξε θαυματουργικά που εβρίσκοντο.
Σήμερα μικρό τεμάχιο του ιερού λειψάνου του Αγίου βρίσκεται στην Ιερά Μητρόπολη Φθιώτιδος στη Λαμία, και τίθεται προς προσκύνηση από τους πιστούς κατά την ημέρα της εορτής του, στις 10 Δεκεμβρίου κάθε έτους.
Επιπλέον, ο Άγιος Μηνάς θεωρείται προστάτης της Ελευθερουπόλεως, κωμόπολης του νομού Καβάλας, όπου κατά τον πανηγυρικό εσπερινό του Αγίου, πραγματοποιείται περιφορά της εικόνας του και προσφέρεται στους πιστούς το παραδοσιακό "κουρμπάνι" (βρασμένο κρέας με ψωμί).
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ’. Τὸ προσταχθὲν.
Δι' ἐγκρατείας, τῶν παθῶν τὰς πυριφλέκτους, ἀπονεκρώσαντες ὁρμὰς καὶ τὰς κινήσεις, τοῦ Χριστοῦ οἱ Μάρτυρες ἔλαβον τὴν χάριν, τὰς νόσους ἀποδιώκειν τῶν ἀσθενῶν, καὶ ζῶντες καὶ μετὰ τέλος θαυματουργεῖν· ὄντως θαῦμα παράδοξον! ὅτι ὀστέα γυμνά, ἐκβλύζουσιν ἰάματα. Δόξα τῷ μόνῳ Θεῷ ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ἡ καλλικέλαδος, θεόφρον γλῶσσα σου, λαμπρῶς κηρύξασα, Χριστοῦ τὴν σάρκωσιν, συναθλητᾶς σοὶ εὐκλεεῖς, εἰλκύσατο ἐν σταδίῳ, Μηνᾷ παμμακάριστε, Ἐρμογένην τὸν ἔνδοξον, καὶ τὸν θεῖον Εὔγραφον, μεθ' ὧν χαίρων ἠγώνισαι. Καὶ νῦν τὴν Παναγίαν Τριάδα, ὑπὲρ ἠμῶν ἐκδυσωπεῖτε.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῆς στρατείας ἥρπασε, σὲ τῆς προσκαίρου, καὶ ἀφθάρτου ἔδειξε, συγκληρονόμον ὦ Μηνᾶ, σὺν τοῖς συνάθλοις σου Κύριος, ὁ παρασχών σοι τὸν ἄφθαρτον στέφανον.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Μηνᾶν τὸν θαυμαστόν, Ἑρμογένην τὸν θεῖον, καὶ Εὔγραφον ὁμοῦ, ἱεραῖς μελῳδίαις, τιμήσωμεν ἅπαντες, ὡς τιμήσαντας Κύριον, καὶ ἀθλήσαντας, ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ χορείαν, τὴν ἀσώματον, ἐν οὐρανοῖς πεφθακότας, καὶ θαύματα βλύζοντας.
Κάθισμα Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Παρωσάμενοι δόξαν τὴν κοσμικήν, ἐπτερώθησαν δόξῃ τῇ θεϊκῇ, Μηνᾶς Ἑρμογένης τε, καὶ ὁ ἔνδοξος Εὔγραφος, καὶ προθύμῳ γνώμῃ, τὸν ὄγκον ὑπέμειναν, τῶν δεινῶν βασάνων, σαρκὸς μὴ φεισάμενοι· ὅθεν μετὰ τέλος, εἰς βυθοὺς θαλαττίους, ῥιφέντες ἰθύνθησαν, πρὸς λιμένα οὐράνιον, οἷς ἐν πίστει βοήσωμεν. Πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην ὑμῶν.
Πηγή: Άγιοι Αθήνας, Ορθόδοξος Συναξαριστής, Μέγας Συναξαριστής
Οι άγιοι Ιωακείμ και Άννα είναι το απαθέστερο ζευγάρι. Οι Άγιοι Θεοπάτορες μετά από θερμή προσευχή στον Θεό να τους χαρίσει παιδί, συνήλθαν όχι από σαρκική επιθυμία, άλλα από υπακοή στον Θεό.Aυτό το γεγονός το είχα ζήσει στο Σινά.
› Γέροντα, πέστε μας για την Άγια Άννα και τον Άγιο Ιωακείμ, τους Θεοπάτορες.
› Από μικρός είχα σε μεγάλη ευλάβεια τους Αγίους Θεοπάτορες. Μάλιστα είχα πει σε κάποιον ότι, όταν με κάνουν καλόγερο, θα ήθελα να μου δώσουν το όνομα Ιωακείμ. Πόσα οφείλουμε σ’ αυτούς! Οι Άγιοι Ιωακείμ και Άννα είναι το απαθέστερο ανδρόγυνο που υπήρξε ποτέ. Δεν είχαν καθόλου σαρκικό φρόνημα.
Ο Θεός έτσι έπλασε τον άνθρωπο και έτσι ήθελε να γεννιούνται οι άνθρωποι, απαθώς. Άλλα μετά την πτώση μπήκε το πάθος στην σχέση ανάμεσα στον άνδρα και στην γυναίκα. Μόλις βρέθηκε ένα απαθές ανδρόγυνο, όπως έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο και όπως ήθελε να γεννιούνται οι άνθρωποι, γεννήθηκε η Παναγία, αυτό το αγνό πλάσμα, και στην συνέχεια σαρκώθηκε ο Χριστός. Μού λέει ο λογισμός ότι θα κατέβαινε και νωρίτερα ο Χριστός στην γη, αν υπήρχε ένα αγνό ζευγάρι, όπως ήταν οι Άγιοι Ιωακείμ και Άννα.
Οι Ρωμαιοκαθολικοί φθάνουν στην πλάνη και πιστεύουν, δήθεν από ευλάβεια, ότι η Παναγία γεννήθηκε χωρίς να έχει το προπατορικό αμάρτημα. Ενώ η Παναγία δεν ήταν απαλλαγμένη από το προπατορικό αμάρτημα, άλλα γεννήθηκε όπως ήθελε ο Θεός να γεννιούνται οι άνθρωποι μετά την δημιουργία. Ήταν πάναγνη, γιατί η σύλληψη Της έγινε χωρίς ηδονή. Οι Άγιοι Θεοπάτορες μετά από θερμή προσευχή στον Θεό να τους χαρίσει παιδί, συνήλθαν όχι από σαρκική επιθυμία, άλλα από υπακοή στον Θεό.Aυτό το γεγονός το είχα ζήσει στο Σινά.
Η Θεοτόκος γεννήθηκε κατά φυσικό τρόπο και όχι παρθενικώς. «Ήταν πάναγνη», γιατί, όπως γράφει και ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στον Λόγο του «Εἰς τό Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου και Ἀειπαρθένου Μαρίας», συνελήφθη «σωφρόνως» (βλ. ΡG 96, 669Α), αλλά και αύξησε με τον αγώνα της την αγιότητα που έλαβε από τους γονείς της, αποκρούοντας «πάντα λογισμόν περιττόν καὶ ψυχοβλαβῆ πρὶν γεύσασθαι» (αυτόθι 676Β).
Ο βίος της Αγίας Άννας
«Οὐχ ὥσπερ Εὔα σὺ τίκτεις ἐν λύπαις
χαρὰν γὰρ ἔνδον Ἄννα κοιλίας φέρεις»
(Ἀπὸ τὸ Συναξάρι)
Ἡ Ἁγία Θεοπρομήτωρ Ἄννα ἀνήκει εἰς τὰ ἱερὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα ἐκλήθησαν νὰ ὑπηρετήσουν τὴ θεία βουλὴ τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων μέ τὴ σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Θυγατέρα τοῦ Ματθᾶν ἀπὸ τὴ φυλὴ Λευὶ καὶ τῆς Μαρίας. Εἶχε δυὸ ἀδελφές, τὴ Μαρία, μητέρα τῆς Σαλώμης καὶ τὴν Σοβή, μητέρα τῆς Ἔλισσαβετ, ἡ ὁποία γέννησε τὸν Πρόδρομο. Ἡ Ἄννα ἦλθε εἰς γάμον μὲ τὸν Ἰωακείμ, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα. Εὐσεβεῖς καὶ οἱ δυό με φόβον Θεοῦ. Προσέχουν στὴ ζωή τους καὶ ρυθμίζουν τὶς πράξεις τους σύμφωνα μὲ τὸ θεῖο νόμο. Ζοῦν μὲ ταπείνωση στὴν ἀφάνεια. Ἡ ἀρετὴ ὅμως ὅσο κι ἂν σκεπασθῆ ἀπὸ τὴ μετριοφροσύνη γίνεται φανερή, ὅπως φανερὸ γίνεται καὶ τὸ ἀόρατο ἄρωμα τοῦ λουλουδιοῦ.
Ἡ παράδοση μᾶς πληροφορεῖ γιὰ τὴν κατοικία τους, ὅτι ἦταν ἐκεῖ κοντὰ στὴν κολυμβήθρα τῆς Βηθεσδᾶ στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἔτσι ἡ Ἄννα εἶχε κοντά της γιὰ νὰ ἱκανοποιεῖ τὴ δίψα τῆς ψυχῆς της μὲ τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ τὸ Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων, τὸν ὁποῖον, ἄλλοι, γιὰ νὰ τὸν ἀπολαύσουν ἔπρεπε νὰ ἔλθουν μὲ κοπιαστικὸ ταξείδι ἀπὸ μακρυά. Ἀλλὰ τὸ ζεῦγος Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα δὲν εἶχαν παιδιὰ καὶ τὰ δῶρα τῶν ἄτεκνων δὲν ἔγινοντο δεκτὰ στὸ Ναό.
Μὴ φέροντας, τὴ ντροπὴ αὐτὴ τῆς ἀτεκνίας ἡ Ἁγία Ἄννα ἐπολιόρκησε μαζὺ μὲ τὸν Ἰωακεὶμ τὸ θρόνο τῆς θείας δωρεᾶς. Πολιορκία διὰ προσευχῆς ἐπίμονος, θερμὴ ἐπὶ χρόνια, μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ προσευχή, δικαίων ἀνθρώπων. Ὁ οὐρανὸς ὅμως σιωπᾷ. Ποιὸς γνωρίζει γιατί; «Τίς γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου;» Ποιὸς εἶναι εἰς θέσιν νὰ γνωρίζει τὰ ἀνεξερεύνητα κρίματα τοῦ Θεοῦ; Ἡ Ἄννα κάνει τάμα «Τὸ γεννησόμενον δοτόν σοι προσάξωμεν». Ἂν μὲ ἀξιώσεις νὰ γίνω μητέρα, τὸ παιδὶ ποὺ θὰ μοῦ δώσης θὰ τὸ προσφέρωμε ἐγὼ καὶ ὁ Ἰωακεὶμ ἀφιέρωμα σὲ σένα Θεέ μου. Ὁ οὐρανὸς ἐξακολουθεῖ νὰ μὴ δίδει ἀπάντηση. Ἡ Θεία βουλὴ ἔχει τὸ σχέδιό της. Οἱ δίκαιοι ὅμως δοκιμάζονται. Δὲν ἀπελπίζονται, οὔτε γογγύζουν. Κι ὅταν φθάνουν στὴν ἡλικία τοῦ γήρατος καὶ μαραίνεται ἡ ἐλπίδα καὶ τότε παραμένουν δοῦλοι τοῦ Θεοῦ μὲ ὑποταγὴ στὸ θέλημά του.
Ἡ πανσοφία τοῦ Θεοῦ, δοκιμάζοντας τὴν ὑπομονὴ τῶν δικαίων, ἑτοιμάζει ἔργο θαυμαστό. Προετοιμάζει τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα τῆς μητέρας τοῦ Θεοῦ. Ἀφήνει τὸν Ἰωακεὶμ καὶ τὴν Ἄννα νὰ δοκιμασθοῦν «ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ» γιὰ νὰ ἀναδειχθοῦν «εὔχρηστα σκεύη ἐλέους», μὲ τὰ ὁποῖα σκεύη, ὡς ὄργανα θὰ ἀπεργασθῆ ὁ Θεὸς τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι προσωπολήπτης. Τὸ ζεῦγος Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα ἐξελέγη ὡς καλὴ ρίζα ποὺ θὰ δώση τὸ θαυμαστὸ βλαστὸ τῆς παρθενίας, ὄχι δι᾿ ἄλλον λόγον, ἀλλὰ χάρις στὴν ὑπεροχὴ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς εὐσεβείας τους καὶ γίνονται μὲ θαυμαστὸ τρόπο σὲ προκεχωρημένη ἡλικία γονεῖς. «Ἔδει γὰρ τὴν τοῦ Θεοῦ ἄφραστον καὶ συγκαταβατικὴν σάρκωσιν προειδοποιηθῆναι τοῖς θαύμασιν».
Ἔπρεπε, γράφει ὁ ἱερεὺς Δαμασκηνός, ἡ συγκατάβασις τοῦ Θεοῦ νὰ γίνῃ ἄνθρωπος νὰ ξεκινήσῃ μὲ τὸ θαῦμα. Ἡ στείρα καὶ γερόντισσα Ἄννα γίνεται μητέρα. Καὶ ποίου τέκνου μητέρα! Ἔδωσαν ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα, ὡς ὁ πλέον καλλίκαρπος βλαστὸς τοῦ ἀνθρωπίνου δένδρου, τὸν ὡραιότερο καρπό, τοῦ ὁποίου ἡ χάρις καὶ ἡ εὐωδιὰ ἔφερε τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ. «Ὢ μακάριον ζεῦγος Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα ὄντως πανάχραντον, ἀναφωνεῖ ὁ ἱερὸς πάλιν Δαμασκηνός, ἐκ τοῦ καρποῦ τῆς κοιλίας, ὑμῶν ἐπεγνώσθητε… καὶ εὐαρέστως καὶ ἀξίως τῆς ἐξ ὑμῶν τεχθείσης ἐπολιτεύσασθε». Καὶ συνεχίζει: «Ἐνώπιόν σας, ὦ μακαρία συζυγία εἶναι ὑπόχρεως ὅλη ἡ δημιουργία διότι διὰ μέσου σας προσέφερεν εἰς τὸν Δημιουργὸν δῶρον ἀνεκτίμητον, μητέρα σεμνήν, ἀξίαν ἐκείνου ποὺ τὴν ἔκτισε. Ἔχετε τὰ πρωτεῖα ἀνάμεσα στοὺς φίλους τοῦ Θεοῦ, ὡς πρόγονοι τοῦ βασιλέως τῶν βασιλέων, ὡς μυστικὸν θησαυροφυλάκιον τῆς μακαρίας Τριάδος».
Ὅταν ἦλθε ὁ προσδιορισμὲνος καιρός, ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα φέρουν «τὸ δεκτὸν δῶρον τους» στὸ Ναὸ τοῦ Κυρίου. Τηροῦν τὴν ἐντολὴ «ἀποδώσεις τῷ Κυρίῳ τὰς εὐχάς σου» καὶ ἐκπληρώνουν τὸ τάμα προσφέροντας τὴν τριετῆ θυγατέρα τους ἀφιέρωμα εἰς τὸν Θεόν.
Ἡ παράδοσις πληροφορεῖ ὅτι ἡ θεοπρομήτωρ Ἄννα ἀπέθανε εἰς ἡλικίαν 69 ἐτῶν καὶ ὁ Ἰωακεὶμ 80. Ἡ Θεοτόκος ἦταν 11 ἐτῶν ὅταν ἔμεινε ὀρφανὴ καὶ ἀπὸ τοὺς δυὸ γονεῖς της. Βρισκόταν ἀκόμη στὸ Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων.
Στὸν ἑορταστικὸ κύκλο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ἡ Ἁγία Ἄννα ἔχει μία ἰδιαίτερα τιμητικὴ θέση. Τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο ἑορτάζεται ἡ μνήμη της: α) Στὶς 9 Σεπτεμβρίου, μαζὺ μὲ τὸν θεοπροπάτορα Ἰωακείμ, τὴν ἑπομένη τῶν γενεθλίων τῆς Θεοτόκου, γιὰ νὰ τιμηθοῦν οἱ γεννήτορες τῆς Ὑπεραγίας Μητρὸς τοῦ Κυρίου, β) Στὶς 9 Δεκεμβρίου ἑορτάζεται «ἡ παρ᾿ ἐλπίδα σύλληψις», τῆς Ἁγίας Ἄννης, καὶ γ) Στὶς 25 Ἰουλίου ἑορτάζεται ἡ ὁσία κοίμησίς της. Ἄξιον σημειώσεως εἶναι ὅτι εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, τὸ περιβόλι, ὅπως λέγεται, τῆς Παναγίας ἔχει καὶ ἡ Ἁγία Ἄννα μία ξεχωριστὴ θέση τιμῆς. Στὸ ὄνομά της τιμᾶται ἡ μεγαλύτερη καὶ ἀρχαιότερη ἐκεῖ Σκήτη. Ἀριθμεῖ 50 περίπου ἀσκητικὲς καλύβες, τὸ δὲ Κυριακό, ποὺ εἶναι μεγαλοπρεπέστατος Ναὸς πυκνὰ ἁγιογραφημένος εἶναι ἀφιερωμένος στὴ Γιαγιά, ὅπως χαϊδευτικὰ ἀποκαλοῦν οἱ ἁγιορείτες τὴν Ἁγία Ἄννα. Στὸ Κυριακὸ τῆς Σκήτης φυλάσσεται ἀνεκτίμητος θησαυρὸς τὸ ἀριστερὸ πόδι τῆς θεοπρομήτορος, εἰς δὲ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Κουτλουμουσίου φυλάσσεται ὁλόκληρη ἡ κνήμη τοῦ δεξιοῦ ποδιοῦ. Τὸ Ἱερὸ αὐτὸ λείψανο ἀξιώθηκε νὰ προσκυνήσει ὁ λαὸς τῆς Αἰγιαλείας τὸ 1982, ὅταν τοῦτο μετεκομίσθη στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγία Ἄννης Αἰγίου διὰ προσκύνημα. Ὁ πιστὸς τοῦ Κυρίου λαὸς πιστεύει ὅτι μεγάλη εἶναι ἡ δύναμις τῶν προσευχῶν τῆς βρεφοκρατούσης τὴν μητέρα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ Ἁγίας Ἄννης καὶ διὰ τοῦτο καταφεύγει στὴ μεσιτεία της καὶ στὶς προσευχές της, αἱ ὁποῖαι εἴθε νὰ σκεπάζουν καὶ τὸν γράφοντα τὸ παρόν, καθὼς καὶ τὰ τέκνα του τὰ κατὰ σάρκα καὶ τὰ κατὰ πνεῦμα.
Ἀμήν.
Σύντομο ιστορικό της εορτής
Η Αγία Άννα ήταν στείρα και τόσο αυτή, όσο και ο σύζυγός της ήταν μεγάλης ηλικίας. Για τον λόγο αυτό ένιωθαν ντροπή κα μεγάληι λύπη και ποτέ δεν έπαψαν να προσεύχονται στο Θεό να τους χαρίσει ένα παιδί με την υπόσχεση ότι, αν γίνει αυτό, το παιδί που θα γεννηθεί θα το προσφέρουν δώρο στο Θεό. Ο Θεός άκουσε την προσευχή τους και μήνυσε με τον Αρχάγγελο Γαβριήλ. Σύμφωνα με το Πρωτευαγγέλιο ενώ κάποτε προσευχόταν και παρακαλούσε το Θεό η συνετή Άννα, άκουσε τη φωνή του Αρχαγγέλου, που τη διαβεβαίωνε πως το αίτημά της ικανοποιήθηκε από το Θεό.
Της έλεγε δηλαδή καθαρά ο Αρχάγγελος Γαβριήλ: “Η παράκλησή σου έφτασε στον Κύριο, γι’αυτό να μην είσαι σκυθρωπή μήτε να χύνεις δάκρυα. Θα γίνεις γόνιμη και καρπερή σαν την ελιά και θα βλαστήσεις ένα ωραίο κλαδί, την Παρθένο, κι Αυτή θα ανθήσει ένα πανέμορφο Άνθος, το σαρκωμένο Χριστό, που δωρίζει στον κόσμο το άπειρο του έλεος”.
Την άλλη μέρα ο Ιωακείμ και η Άννα πρόσφεραν ευχαριστήρια δώρα στο Θεό. Έτσι με τους νόμους της φύσεως και με μήνυμα και υπόσχεση του Θεού, αξιώθηκε η Άννα να συλλάβει και να γεννήσει ύστερα από εννέα μήνες την Θεοτόκο Μαρία. (από το Αγιορείτικο Βήμα)
Στην Ορθόδοξη εικονογραφική παράδοση το θέμα της Συλλήψεως της Θεοτόκου παριστάνεται με τον εναγκαλισμό και τον ασπασμό των γονέων της Παρθένου. Η παράσταση προέρχεται από το Πρωτευαγγέλιο, σύμφωνα με το οποίο η Άννα όταν είδε ερχόμενο τον Ιωακείμ «έδραμε και εκρεμάσθη εις τον τράχηλον αυτού λέγουσα.Νύν οίδα ότι ο Κύριος ο Θεός ηυλόγησέ μερ σφόδρα …και η άτεκνος εν γαστρί λήψομαι» .
Εορτολογικό περιεχόμενο της εορτής-Συναξάριο
Σύμφωνα με το προαιώνιο σχέδιο του Θεού, ο οποίος επιθυμούσε να ετοιμάσει ένα πάναγνο κατοικητήριο για να κατασκηνώσει μαζί με τους ανθρώπους, δεν επετράπη στον Ιωακείμ και την Άννα να αποκτήσουν απογόνους. Και οι δύο είχαν φθάσει σε προχωρημένη ηλικία και είχαν μείνει στείροι – συμβολίζοντας την ανθρώπινη φύση, στρεβλωμένη και αποξηραμένη από το βάρος της αμαρτίας και του θανάτου, δεν έπαυσαν ωστόσο να παρακαλούν τον Θεό να τους λυτρώσει από το όνειδος της ατεκνίας.
Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, ο Θεός έστειλε τον Αρχάγγελο Γαβριήλ στον Ιωακείμ που είχε αποσυρθεί σε ένα βουνό και στην Άννα που θρηνούσε την δυστυχία της στον κήπο τους, για να τους αναγγείλει ότι επρόκειτο σύντομα να εκπληρωθούν στο πρόσωπό τους οι πάλαι προφητείες και ότι θα γεννούσαν τέκνο που προοριζόταν να καταστεί η αυθεντική Κιβωτός της καινής Διαθήκης, η θεία Κλίμαξ, η άφλεκτος Βάτος, το αλατόμητον Όρος, ο ζωντανός Ναός όπου θα κατοικούσε ο Λόγος του Θεού [1]. Την ημέρα αυτή, με την σύλληψη της Αγίας Άννης, τερματίζεται η στειρότητα της ανθρώπινης φύσης, που χωρίσθηκε από τον Θεό δια του θανάτου· και με την υπέρ φύσιν τεκνοποίηση αυτής που είχε μείνει στείρα έως την ηλικία κατά την οποία δεν μπορούν πλέον φυσιολογικά να τεκνοποιήσουν οι γυναίκες, ο Θεός ανήγγειλε και επιβεβαίωσε το πλέον υπερφυές θαύμα της ασπόρου συλλήψεως και την αμώμου γεννήσεως του Χριστού από τα σπλάγχνα της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας.
Παρότι εγεννήθη από θεία επέμβαση, η Παναγία προήλθε από σύλληψη μέσω συνευρέσεως ανδρός και γυναικός κατά τους νόμους της ανθρώπινης φύσης μας, της πεπτωκυίας και δέσμιας της φθοράς και του θανάτου μετά το προπατορικό αμάρτημα (βλ. Γέν. 3,16) [2]. Σκεύος εκλογής, τίμιος Ναός που προετοίμασε ο Θεός πρό των αιώνων, η Θεοτόκος είναι η πλέον αγνή και τέλεια αντιπρόσωπος της ανθρωπότητας, αλλά δεν βρίσκεται εκτός της κοινής κληρονομίας και των συνεπειών του αμαρτήματος των πρωτοπλάστων. Ακριβώς όπως έπρεπε, για να μας λυτρώσει ο Χριστός από το κράτος του θανάτου δια του εκουσίου Σταυρικού Του θανάτου (βλ. Εβρ. 2,14), να γίνει ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού όμοιος με τον άνθρωπο στα πάντα πλην της αμαρτίας, εξίσου απαραίτητο ήταν η Μητέρα Του, στα σπλάγχνα της οποίας ο Λόγος του Θεού ενώθηκε με την ανθρώπινη σάρκα, να είναι σε κάθε τι όμοια με εμάς, υποκείμενη στην φθορά και στον θάνατο, μή τυχόν και θεωρηθεί ότι η Λύτρωση και η Σωτηρία δεν μας αφορούν απολύτως και εξ ολοκλήρου, εμάς του απογόνους του Αδάμ. Η Θεοτόκος εξελέγη μεταξύ των γυναικών όχι τυχαίω τω τρόπω, αλλά γιατί ο Θεός είχε προβλέψει προαιωνίως ότι θα ήταν σε θέση να διαφυλάξει τελείως την αγνότητά της ώστε να Τον δεχθεί μέσα της [3]. Και ενώ συνελήφθη και γεννήθηκε όπως όλοι μας, αξιώθηκε να καταστεί κατά σάρκα Μητέρα του Υιού του Θεού και κατά πνεύμα μητέρα όλων μας. Γλυκύτατη και φιλεύσπλαγχνος, είναι σε θέση να μεσιτεύει υπέρ ημών ενώπιον του Υιού της, ώστε να μας χαρίσει Εκείνος το μέγα έλεος.
Ακριβώς όπως ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι ο καρπός της παρθενίας της, η Υπεραγία Θεοτόκος ήταν καρπός της σωφροσύνης του Ιωακείμ και της Άννας. Ακολουθώντας αυτήν την οδό της αγνότητος και εμείς, μοναχοί και σώφρονες χριστιανοί, κάνουμε να γεννηθεί και να μεγαλώσει μέσα μας ο Σωτήρας Χριστός.
Σημειώσεις
[1] Βλ. εκτενέστερη ανάπτυξη στο Γενέθλιο της Θεοτόκου [8 Σεπτ.].
[2] Η Ορθόδοξος Εκκλησία απορρίπτει το δόγμα της «ασπίλου Συλλήψεως» που κατοχύρωσε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία το 1858, χωρίς ωστόσο να μειώνει την τιμή της Θεοτόκου. Διότι, σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας, δεν κληρονομούμε την προσωπική ευθύνη της αμαρτίας του Αδάμ, αλλά απλώς τις συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος: τον θάνατο, την φθορά και τα αδιάβλητα πάθη (συμπεριλαμβανομένης της αναπαραγωγής μέσω της σαρκικής ένωσης) που δημιουργούν στον άνθρωπο μια ροπή προς την ηδονή. Για τον λόγο αυτό, οι Ορθόδοξοι δεν έχουν καμιά δυσκολία να αναγνωρίσουν ότι η Θεοτόκος ήταν κληρονόμος, όπως όλοι μας, των συνεπειών της παρακοής του Αδάμ (μόνος ο Χριστός ήταν απαλλαγμένος), αλλά ότι ήταν ταυτόχρονα και αγνή και αναμάρτητος σε προσωπικό επίπεδο, αφού εν ελευθερία διαφυλάχθηκε από όλες τις έλξεις του κόσμου και των παθών, και εκουσίως συνεργάσθηκε στην εκπλήρωση του σωτηρίου σχεδίου του Θεού, υπακούοντας με πραότητα στην βούλησή Του: Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά του ρήμα σου, απάντησε τον Άγγελο (Λουκ. 1,38).
[3] Αυτό είναι το νόημα των Εισοδίων της Θεοτόκου, που εορτάζουμε στις 21 Νοεμβρίου.
Ιερά Λείψανα
Μέρος της αριστεράς χειρός της Αγίας βρίσκεται στη Μονή Σταυρονικήτα Αγίου Όρους.
Μέρος του αδιάφθορου αριστερού ποδός της Αγίας βρίσκεται στην ομώνυμη Σκήτη Αγίου Όρους.
Μέρος του αδιαφθόρου δεξιού ποδός της Αγίας βρίσκεται στη Μονή Κουτλουμουσίου Αγίου Όρους.
Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου της Αγίας βρίσκονται στην ομώνυμη Μονή Λυγαριάς Λαμίας και στη Μονή Αγ. Ιωάννου Θεολόγου Σουρωτής.
ΑΓΙΑ ΑΝΝΑ
Υπό Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αντινόης κ.κ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ
Χαίρεται σήµερα, η Αγία του Χριστού Εκκλησία καθώς εορτάζει την Σύλληψη της προµήτορος του Χριστού και µητέρας της Υπεραγίας Δεσποίνης ηµών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, της Αγίας Άννης. Η Αγία Άννα καταγόταν από τη φυλή του Δαβίδ και ήταν κόρη του Ματθάν του ιερέα και της Μαρίας. Ο Ματθάν ιεράτευσε κατά τους χρόνους της Κλεοπάτρας βασίλισσας της Αιγύπτου και του Σαπώρου βασιλέα των Περσών. Απόκτησε τρεις κόρες, την Μαρία, την Σαβή και την Άννα, από τις οποίες η Μαρία παντρεύτηκε στη Βηθλεέµ και γέννησε την Σαλώµη την µαία. Η Σαβή γέννησε την Ελι¬σάβετ, µητέρα του Αγ. Ιωάννου του Βαπτιστού και η Άννα γέννησε την Μαρία Θεοτόκο. Η αγία Άννα, αφού γέννησε την Θεοτόκο Μαρία, η οποία υπήρξε η σωτηρία όλου του κόσµου, και αφού την απογαλάκτισε, την αφιέρωσε ως τριετίζουσα δάµαλη στον Ναό του Θεού, ως καθαρό και άµωµο δώρο. Πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της µε νηστείες, προσευχές και ελεηµοσύνες και ειρηνικά παρέδωσε την αγία της ψυχή στον Κύριο.
Είναι κατ’ εξαίρετο τρόπο µακάρια η αγία Άννα, γιατί ως κλήρο αναφαίρετο απέλαβε της αθανασίας το προνόµιο. Εκείνο το οποίο πολλοί βασιλείς και σοφοί επιθύµησαν να απολαύσουν, αλλά δεν απόλαυσαν. Αλλά η αγία Άννα, η οποία έλαµψε µε τη δικαιοσύνη της και διέπρεψε στην αρετή, απόλαυσε την καλή κληρονοµιά της αιώνιας µακαριότητας και χαράς.
Θεµέλιο αρραγέστατο είχε η µακάρια την θεία αγάπη και την φύλαξη του Νόµου του Θεού. Γι’ αυτό το λόγο, απόλαυσε κλήρο αθανασίας, που πολλοί θέλησαν να απολαύσουν, αλλ' ούτε τη σκιά του δεν αξιώθηκαν. Δεν είναι γνωστό ποιός από τους γονείς της Θεοτόκου πέθανε πρώτος. Γνωρίζοµε µόνον ότι η Θεοτόκος έµεινε ορφανή σε ηλικία 11 ετών. Θάφτηκε η µακάρια Άννα, αλλά µας άφησε την «στήλην την έµψυχον», την Αειπάρθενο Κόρη, τον έµψυχο των χαρισµάτων ωκεανό, τον λογικό πολύφωτο ουρανό και την πηγή πάσης αθανασίας, της ευσππλαχνίας το άπειρο πέλαγος, την πάγχρυση στάµνα του ουρανίου µάννα, την ακοίµητη και πολύφωτη λυχνία των µετανοούντων, την ελπίδα των απελπισµένων, το πανάγιο όρος στο οποίο ευδόκησε να κατοικήσει ο Θεός.
Και ποιός άνθρωπος µπορεί να µην οµολογήσει, ότι η αγία Άννα έχει µόνη της αθανασίας το προνόµιο; Εκείνη µε τις αρετές της λάµπει σαν άλλος ήλιος ανάµεσα στο νοητό στερέωµα του χώρου των αγίων. Όλος ο κόσµος θαύµασε και θαυµάζει τις νίκες του µεγάλου Αλεξάνδρου, πολλοί επιθύµησαν να δουν τους θησαυρούς του και τα θησαυροφυλάκια του, και εκείνος ο καλός βασιλιάς χωρίς αργοπορία έδειχνε τους φίλους του.
Ως ο µεγαλοπρεπέστερος από κάθε άλλον βασιλιά, θησαυρούς δείχνει ο Κύριος του Ουρανού και της Γης τους φίλους του, τους Αγίους της Εκκλησίας, αυτούς τους πιστούς φίλους και εκλεκτούς του Θεού. Από το γένος του Ιωακείµ και της Άννης προήλθε αυτό το χάρισµα, το να είναι στον ουρανό τόσοι Άγιοι, τόσοι φίλοι του Θεού. Θησαυροφυλάκιο του Θεού αποτελεί η Αγία Άννα, γιατί, όπως ο Κύριος µας διδάσκει λέγοντας, «εκ του καρπού του δένδρου γνώσεσθαι αυτό».
Η οµορφιά των παιδιών, το ήθος, η θεάρεστη και ανεπίληπτη ζωη των παιδιών είναι µάρτυρες αξιόπιστοι των γονιών. Από την αγιότητα , από την τελειότητα της Θεοτόκου, ας γνωρίσουµε ποιοί ήταν ο Ιωακείµ και η Άννα.
Την εποχή της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας, µας διηγείται ο Βαλέριος Μάξιµος, µια πλούσια Ρωµαία πήγε να χαιρετήσει µιαν άλλη ευγενή, την Κορνηλία. Άρχισε λοιπόν εκείνη να οµιλεί για τους πολλούς και διάφορους θησαυρούς που είχε. Η Κορνιλία µε σιωπή άκουγε, έως ότου ήλθε η κόρη της από το σχολείο, η οποία µε σεµνοπρέπεια και µε ένα παρθενικό χαιρετισµό µπήκε. Τότε η Κορνηλία λεγει: «Ιδού και τα δικά µου πλούτη, αυτοί είναι οι δικοί µου θησαυροί.»
Γίνεται φανερό, ότι αν οι απλοί άνθρωποι έχουν σαν θησαυρό και πλούτο τους την καλή συµπεριφορά και σωφροσύνη των παιδιών τους, πόσο µάλλον και ποιά δόξα είναι για την Άννα η ασύγκριτη αγιότητα της Κόρης της. Λέγει ότι ο Ιωσήφ ο µνήστωρ της Παρθένου Μαρίας, µολονότι ήταν και προηγουµένως δίκαιος και άγιος, εν τούτοις όµως έφτασε στο ύψος της αγιότητας από τη συναναστροφή του µε την Αειπαρθένο Μαρία. Αν εµείς, όταν συνανα-στρεφόµαστε µε σοφούς και ενάρετους ανθρώπους, απολαµβάνουµε µέρος της σοφίας και της αρετής τους, πόσο µάλλον απέλαβε εκείνος ο δίκαιος, έχοντας µπροστά του το έµψυχο δοχείο τόσης αγιοσύνης και τελειότητας;
Από το Ιερό Ευαγγέλιο µαθαίνουµε, ότι όταν η Παναγία επισκέφτηκε την εξαδέρφη της την Ελισάβετ, αµέσως πλήσθηκε Πνεύµατος Αγίου η Ελισάβετ, και όχι µόνον αυτή, αλλά και το βρέφος, ο Ιωάννης, σκίρτησε, σηµείο, ότι και µόνο από τον ασπασµό της Μαρίας αγιάσθηκε. Πόσο αγιασµό και πόση Χάρη προξένησε η Θεοτόκος στους γονείς της; Από την κτίση του κόσµου ποτέ ο ήλιος δεν είδε άλλη αΥιότερη και υπερτελειότερη Παρθένο. Τέτοιοι τέλειοι και αΥιότατοι ήταν και οι γονείς της Θεοτόκου, και άξιοι να είναι όχι µόνο κληρονόµοι της αιώνιας µακαριότητας, αλλά αξιώθηκαν να γίνουν συγγενείς και Προπάτορες του Υιού και Λόγου του Θεού.
Ο Θεός όµως δεν δόξασε τους Προπάτορες του εξαιτίας της συγγένειας της σαρκικής, όχι, αλλά από τα θεάρεστα έργα τους. Η αγιότητα των έργων τους έδωσε την εκλογή, και όχι η εκλογή την αγιότητα . Κανείς δε στεφανώνεται, «εάν µη νόµιµως άθληση». Το «ουδείς» περιέχει τους πάντας και ξένους και συγγενείς. Ας προβάλλουµε ένα άλλο παράδειγµα της αγιότητας του Ιωακείµ και της Άννας. Με πίστη θερµή, µε δάκρυα κατανυκτικά ζητούσαν από τον Θεό να λύσει το όνειδος της στείρωσης. Ζητούσαν την βοήθεια του Θεού, όχι καθισµένοι στην ανάπαυση του σπιτού, αλλά ο Ιωακείµ τρέχει στο όρος, και η µακάρια Άννα στον κήπον της έχοντας ως σύντροφο της την ερηµιά, τη µητέρα της κατάνυξης, τα δάκρυα, την προσευχή και τη νηστεία. Με τέτοιους µεσίτες ζήτησαν τη λύση της στείρωσης. Με τέτοια έργα έγιναν προπάτορες του Υιού του Θεού.
Πόσο διαφέρει η σηµερινή στειρωτική κοινωνία από την πολιτεία των αγίων του Θεού. Σήµερα, καταφεύγουν οι χριστιανοί, αντί µε πίστη στον Θεό, σε γιατρούς για να τους δώσουν παιδιά, οι οποίοι κατατρώνε περιουσίες ολόκληρες χωρίς να φέρνουν το ποθούµενο αποτέλεσµα. Σήµερα, τα παιδιά επαναστατούν εναντίον των γονέων τους, δείχνουν ασέβεια προς τους διδασκάλους τους, απείθεια προς τους µεγαλείτερούς τους και πολλά απ’ αυτά αποµακρύνθηκαν από το σωτήριο δρόµο της θεοσέβειας.
Οι κοσµικές νυκτερινές διασκεδάσεις, τα ναρκωτικά, το κάπνισµα, το ποτό, τα ηλεκτρο-νικά παιχνίδια, τα µηχανάκια έγιναν γι’ αυτούς τα ιδανικά τους και ο σκοπός της ζωής τους. Και πολλοί γονείς είναι συνυπεύθυνοι γι’ αυτή την κατάσταση, διότι µε την αδιαφορία τους για τη θρησκευτικοηθική διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους το: «δεν πειράζει», «δε βαριέσαι», «άστους», «νέοι είναι», προξένησαν την πηγή του κακού. Εάν οι γονείς αδιαφορούν για την ηθική µόρφωση των παιδιών τους και ασχολούνται µόνον µε το τι θα φάνε, πως θα ντυθούν και τι θα σπουδάσουν, τότε τι είδους ανθρώπους περιµένει να δει η νέα γενιά, εφόσον θα απουσιάζει από τη ζωή των νέων ο Χριστός; Με ποιές προϋποθέσεις και θεµέλια να χτίσουν τα νέα ζευγάρια το γάµο τους, όταν δεν υπάρχει σεβασµός στα ιδανικά και την ηθική του χριστιανικού γάµου; Με ποιά ευλάβεια και σεβασµό θα συµµετάσχουν στην λατρευτική ζωή της Εκκλησίας, εάν καθ’ όλο το χρόνο απουσιά-ζουν οι γονείς και τα παιδιά από τη Λειτουργία της Κυριακής; Ποιά πίστη θα οµολογούν, όταν αγνοούν τα διδάγµατα της Εκκλησίας µας;
Μάθετε, αγαπητοί µου αδερφοί, από τη σηµερινή γιορτή µε πόσα καλά ήθη πότισαν την κόρη τους ο Ιωακείµ και η Άννα, µε πόσα άγια παραδείγµατα της δικής τους ζωής. Ας παραδειγµατιστούµε και εµείς από το παράδειγµα των αγίων γονέων της Θεοτόκου, οι οποίοι µε προθυµία και χωρίς φόβους και δισταγµούς αφιέρωσαν τη µονάκριβη Κόρη τους στον Θεό. Ας εξετάσουµε, µε ποιό γάλα ευαγγελικής ζωής θα θηλάσουµε τα παιδιά µας. Ας θυµηθούµε πόσες φορές τάξαµε στον Θεό, στις δύσκολες στιγµές της ζωής µας, και δεν εκπληρώσαµε όσα υποσχεθήκαµε, επειδή αποβλέπουµε περισσότερο στο προσωπικό µας κέρδος. Ας εξετάσουµε τον εαυτό µας για να δούµε, εάν δίνουµε µαθήµατα χριστιανικά στους νέους, και οι νέοι στους νεότερους. Μήπως έχουµε στην καρδιά µας την ανελεηµοσύνη και την ασπλαγχνία, την υπερηφάνεια και την αλαζονεία; Ας κάνουµε αυτοκριτική για να δούµε, αν αντί τίµιοι, είµαστε άρπαγες· αντί δίκαιοι, είµαστε άδικοι· αντί ηθικοί, είµαστε ανήθικοι· αντί νηστευτές, είµαστε λαίµαργοι.
Ο Θεός ως «πολύ δοθήσεται, πολύ απαιτηθήσεται». Ο Θεός χαρίζει πολλά, αλλά ποιός από το βάθος της καρδιάς του τον ευχαριστεί νυχθηµερόν. Όταν ο Κύριος έλθει σε κρίση θα ζητήσει λογαργιασµό και για την προσωπική µας ζωή και για την ανατροφή των παιδιών στην φύλαξη των θείων νόµων και των άλλων αρετών.
Αγαπητοί µου αδελφοί, όλοι µας ας ζητήσουµε µε δάκρυα µετάνοιας την λύση της ψυχικής µας στείρωσης και ας ζητήσουµε, να µας δώσει ψυχικούς καρπούς, µήπως και έλθει ο καλός γεωργός ξαφνικά και βρεί άκαρπη τη δική µας ψυχή. Ας προσφέρουµε στο εξής καρπούς µετανοίας, καρπούς ελεηµοσύνης, καρπούς της κατά Θεόν αγάπης, ούτως ώστε να τιµήσουµε µε έργα αγαθά τη σηµερινή εορτάζουσα αγία προµήτορα του Χριστού, Άννα, της οποίας ταις πρεσβείας, είθε ο Πανάγαθος Κύριος να δεχθεί υπέρ της σωτη¬ρίας πάντων ηµών.
Αµήν.
(Από Ορθόδοξο Φυλλάδιο Ι.Ν. Αγ. Θεοδώρου, Lanham, 9 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2013, Υπό Σεβ. Μητροπολίτου Αντινόης κ.κ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ)
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΑΣ ΣΤΟ ΒΟΡΙ ΠΡΟΙΚΟΝΗΣΟΥ
Θαῦμα 1ον
Ἦταν στὰ 1900 ποὺ συνέβη τὸ γεγονός. Ἡ σύζυγος τοῦ Αὐγερινοῦ Βουτσᾶ Ἀγλαΐα, τὸ γένος Ἀλεξίου Σκαμνᾶ ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη, βρέθηκε βαριὰ ἄρρωστη. Οἱ Γιατροὶ δὲν εὕρισκαν καμιὰ ἀρρώστεια. Τότε ἡ μητέρα της, ποὺ εἶχε πίστη στὴ θαυματουργὸ χάρη τῆς Ἁγίας Ἄννας, τὴν ἔφερε στὸ προσκύνημά της στὸ Βόρι. Ἔμεινε ἐκεῖ ἐπὶ 40 ἡμέρες, μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Ὁ ἱερεὺς ἔκανε ἐξορκισμούς. Τὴν ὥρα τοῦ ἁγιασμοῦ συνειθιζόταν νὰ κρατᾷ ὁ ἄρρωστος τὴν εἰκόνα στὴν ἀγκαλιά του. Αὐτὸ ἔκανε καὶ ἡ ἄρρωστη Ἀγλαΐα. Τὴν τελευταία ἡμέρα, κατὰ τὴν ὥρα τοῦ ἁγιασμοῦ, ἡ εἰκόνα ποὺ κρατοῦσε στὴν ἀγκαλιά της τὴν πῆρε μὲ μιὰ ἀόρατη δύναμη καὶ τὴν πῆγε στὴ θάλασσα. Ἐκεῖ τὴ βούτηξε τρεῖς φορὲς μέσα στὸ νερό. Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ ἔκανε ἐμετὸ καὶ ὕστερα ἔνιωσε θεραπευμένη. Ἀπὸ τότε ἔζησε μὲ ὑγεία καὶ πέθανε στὸ Αἴγιο σὲ ἡλικία 95 χρονῶν.
Θαῦμα 2ον
Ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἦρθε στὴν Ἁγία Ἄννα στὸ Βόρι κάποια κυρία, τὸ ἐπώνυμο Γρηγορέλια. Εἶχε ἀρρωστήσει ἀπὸ ψυχοπάθεια. Ἔμεινε στὸ Προσκύνημα ἐπὶ 40 ἡμέρες μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Ὁ ἱερεὺς διάβαζε ἁγιασμὸ κάθε ἡμέρα καὶ ἐξορκισμούς, ὅπως συνειθιζόταν. Πολλὲς φορὲς ἡ ἁγία εἰκόνα πήγαινε τὴν ἄρρωστη μέσα στὴ θάλασσα. Ἔκανε ἕνα κύκλο στὸ νερὸ χωρὶς νὰ βουλιάζει καὶ πάλι τὴν ἔφερνε στὴ στεριά. Μετὰ τὶς 40 ἡμέρες ἔγινε τελείως καλὰ καὶ γύρισε στὸ σπίτι της.
Θαῦμα 3ον
Ὁ Φώτης Μάντικας πρόσφυγας στὸ Αἴγιο διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Τὸ Μάη τοῦ 1910 εὑρέθηκα στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἀρρώστησα. Οἱ δικοί μου μὲ πῆγαν στὸ Νοσοκομεῖο τοῦ Μπαλουκλῆ. Οἱ γιατροὶ μετὰ τὶς ἐξετάσεις κάλεσαν τὴ μητέρα μου καὶ τῆς εἶπαν ὅτι ἡ ἀρρώστεια μου ἦταν μηνιγγίτιδα καὶ ὅτι δυστυχῶς δὲν γίνομαι καλά. Ἀπελπισμένοι οἱ δικοί μου μὲ ἔφεραν στὸ Πασαλιμάνι, στὸ χωριό μας γιὰ νὰ πεθάνω στὸ σπίτι μας. Ἡ μητέρα μου, ποὺ πίστευε καὶ σεβόταν τὴν Ἁγία Ἄννα, ἐζήτησε τὴ χάρη της γιὰ τὸ παιδί της. Ἦταν βαριὰ ἡ κατάστασή μου καὶ ἦταν ἀδύνατο νὰ μετακινηθῶ, γι᾿αὐτὸ ἔστειλε δυὸ καλοὺς ἀνθρώπους δικούς μας, τὸ Βαγγέλη Καβούνη καὶ τὸ Δημήτρη Λούη νὰ φέρουν ἀπὸ τὸ Βόρι τὴν εἰκόνα. Ἐγὼ ἀπὸ πολλὲς ἡμέρες εἶχα χάσει τὴ φωνή μου, ἤμουν μουγγός, τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ οἱ ἄνθρωποί μας πάτησαν μὲ τὴν εἰκόνα στὸ κατῶφλι τοῦ σπιτιοῦ μας ἔβαλα μιὰ φωνή· «Μάνα μιὰ γυναῖκα ἦρθε καὶ μοῦ χαϊδεύει τὸ κεφάλι». «Ἡ Ἁγία Ἄννα εἶναι, παιδί μου, θὰ σὲ κάμῃ καλά». Ἄνοιξα τὰ μάτια μου ποὺ ἦταν ἡμέρες κλειστὰ κι ἄκουσα τὴν εἰκόνα ποὺ χτύπησε σὰν καμπανάκι τρεῖς φορές. Ἦρθε στὴ συνέχεια καὶ ὁ ἱερεὺς τοῦ χωριοῦ καὶ ἔψαλε ἁγιασμό. Ὅλοι εἶχαν συγκινηθῆ καὶ ἰδιαίτερα ἡ μητέρα μου, ἡ ὁποία μὲ θέρμη παρακαλοῦσε τὴν Ἁγία Ἄννα νὰ μοῦ χαρίσῃ τὴ ζωή. Τὸ θαῦμα ἔγινε, σιγὰ-σιγὰ βελτιώθηκε ἡ ὑγεία μου. Ἔγινα τελείως καλὰ καὶ ζῶ μέχρι σήμερα ποὺ εἶμαι 77 ἐτῶν (1968) μὲ παιδιὰ κι ἐγγόνια».
Θαῦμα 4ον
Ἡ Κατερίνα Χατζηλία ἀπὸ τὸ Πασαλιμάνι κυριεύθηκε ἀπὸ δαιμόνιο. Τίποτε δὲν τὴ συγκρατοῦσε τὴν ὥρα ποὺ πάθαινε κρίση. Στὴν Ἁγία Ἄννα ποὺ τὴν ἔφεραν τὴν εἶχαν δέσει γερὰ μὲ ἁλυσίδες. Οἱ δικοί της ἔμειναν κοντά της μὲ προσευχή καὶ νηστεία. Μετὰ τὶς 40 ἡμέρες ἔφυγε θεραπευμένη.
Θαῦμα 5ον
Μιὰ νέα κόρη, ἀνύπαντρη ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη ὀνομαζόμενη Βασιλικὴ κυριεύθηκε ἔξαφνα ἀπὸ δαιμόνιο. Οἱ Ἀρτακηνοὶ εἶχαν παράδοση νὰ καταφεύγουν στὴ χάρη τῆς Ἁγίας Ἄννας στὶς ἀθεράπευτες ἀρρώστειες. Ἔφεραν καὶ τὴ Βασιλικὴ δεμένη μὲ σκοινιά. Πολλὲς φορὲς ὅμως ἐκείνη ἔκοβε τὰ σκοινιὰ μὲ δύναμη ἀσυνήθιστη καὶ ἔτρεχε νὰ ἐξαφανισθῇ· γι᾿ αὐτὸ τὴν κρατοῦσαν πάντα δεμένη μὲ ἐπιτήρηση. Οἱ δικοί της ἔμειναν ἐκεῖ προσευχόμενοι ἐπὶ 40 ἡμέρες. Ἐπειδὴ ἡ χάρη της δὲν ἀπάντησε μὲ τὶς 40 ἡμέρες ἔμειναν καὶ δεύτερο σαρανταήμερο. Μετὰ ἀπὸ τὶς 80 ἡμέρες ἐλευθερώθηκε ἡ κόρη ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ ἀκαθάρτου Πνεύματος καὶ γύρισε μὲ φρόνηση καὶ ὑγεία στὸ σπίτι της.
Θαῦμα 6ον
Ἡ γυναῖκα τοῦ Παναγῆ Κουταλιανοῦ τοῦ γνωστοῦ πρωτοπαλαιστῆ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη. Αἰφνίδια κυριέθηκε ἀπὸ δαιμόνιο. Οἱ δικοί της κατέφυγαν στὸ ἰατρεῖο τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ἔμειναν ἐκεῖ μὲ τὴν ἄρρωστη 40 ἡμέρες προσευχόμενοι μὲ νηστεία. Ἡ ἄρρωστη ἐλευθερώθηκε, ἔγινε ἐντελῶς καλὰ καὶ ζεῖ μέχρι σήμερα.
Θαῦμα 7ον
Ἀπὸ τὸ Μαρμαρᾶ εἶχαν φέρει στὴν Ἁγία Ἄννα ἕναν τρελὸ γιὰ νὰ γίνῃ καλά. Εἶχε τρέλα, μεγάλης μορφῆς. Οἱ δικοί του κινδύνευαν κοντὰ του. Πολλὲς φορὲς εἶχε βουτήξει τὴ μητέρα του στὴ θάλασσα μὲ κίνδυνο νὰ τὴν πνίξη. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἱερεὺς ἔψαλλε ἁγιασμό, ὁ ἄρρωστος κρατοῦσε κατὰ τὴ συνήθεια τὴν εἰκόνα στὴν ἀγκαλιά του. Σὲ μιὰ περίπτωση ἡ εἰκόνα ἔφυγε ἀπὸ τὴν ἀγκαλιά του καὶ στάθηκε ὁριζόντια στὸ κεφάλι του. Μὲ ἀόρατη δύναμη ὁ ἄρρωστος προχώρησε πρὸς τὴ θάλασσα μὲ τὴν εἰκόνα στὸ κεφάλι του. Καθὼς προχωροῦσε ἔτυχε νὰ βρεθῇ στὸ δρόμο του ἕνας Τοῦρκος. Στὸν Τοῦρκο φάνηκε ἀστεῖο ὅ,τι γινόταν καὶ εἶπε περιφρονητικά:
› Ἔχουν οἱ Γκιαούρηδες ἕνα ξύλο καὶ τοὺς χτυπᾷ.
Τὴν ἴδια στιγμὴ ἔφυγε ἡ εἰκόνα ἀπὸ τὸν ἄρρωστο κι ἔπεσε ἐπάνω στὸν Τοῦρκο, ὁ ὁποῖος διαλύθηκε ἀπὸ τὸ φόβο του καὶ ἐκραύγασε μὲ δυνατὴ φωνή:
› Σὲ πιστεύω καὶ σὲ προσκυνῶ, Ἁγία Ἄννα, ἥμαρτον, συγχώρησέ με.
Μετὰ τὸ περιστατικὸ αὐτὸ γεμάτος συντριβὴ ὁ Τοῦρκος συμβουλευόταν τὸν ἱερέα τί ἀφιέρωμα ἦταν καλὸ νὰ φέρῃ στὴ χάρη της. Τὸ περιστατικὸ μίλησε στὴν καρδιά του, ἔφερε βαθειὰ μεταβολὴ κι ἀπεφάσισε νὰ δεχθῇ τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ νὰ γίνῃ χριστιανός. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἄρρωστος ἀπὸ τὸ Μαρμαρᾶ ἔφυγε θεραπευμένος ἀπὸ τὴ χάρη τῆς μεγαλόχαρης μητέρας τῆς Θεοτόκου.
Θαῦμα 8ον
Ἀπὸ τὸ χωριὸ Γωνιὰ ἦλθε στὸ προσκύνημα τὴ Ἁγίας Ἄννας κάποιος παράλυτος, ὁ ὁποῖος περπατοῦσε μὲ δυσκολία πολλή, χρησιμοποιώντας πατερίτσες. Τὸ ὄνομά του Γιῶργος. Ἔμεινε 40 ἡμέρες μὲ νηστεία καὶ προσευχὴ καὶ στὸ τέλος ἔφυγε ὑγιέστατος. Γιὰ νὰ εὐχαρίστηση τὴν εὐεργέτιδά του Ἁγία Ἄννα ἐχάρισε ἕνα βαρέλι γεμάτο λάδι μαζὺ μὲ τὴν εὐλάβεια καὶ τὶς ἐκδηλώσεις τῆς εὐγνωμοσύνης του.
Θαῦμα 9ον
Στὰ Ρόδα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας μιὰ κόρη εἶχε μείνει παράλυτη. Ἀπελπισμένη ὅπως ἦταν ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα μέσα κατέφυγε διὰ τῆς προσευχῆς της στὸ Θεό. Στὴ θλίψη θυμᾶται περισσότερο ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεόν του «Κύριε ἐν θλίψει ἐμνήσθημέν σου», σημειώνει ἡ Ἁγία Γραφή. Ἀπό διάφορες διηγήσεις, εἶχε ἀκούσει καὶ θαύματα τῆς Ἁγίας Ἄννας, ποὺ ἔκανε μὲ τὴν θαυματουργὸ εἰκόνα της στὸ Βόρι. Ἔτσι παρακινήθηκε στὸ νὰ παρακαλῆ προσευχομένη μὲ περισσότερη θέρμη τὴν θεοπρομήτορα καὶ νὰ ἐλπίζη στὴ χάρη της.
Ἕνα ἀπόγευμα μετὰ τὴν προσευχή της ὅπου καὶ πάλιν παρακάλεσε μὲ θέρμη καὶ δάκρυα τὴ Γιαγιὰ τοῦ Χριστοῦ, καθὼς ἦταν καθηλωμένη στὸ κρεββάτι τῆς ἀρρώστειας σὲ κατάσταση «ἐγρηγόρσεως», ἀπὸ τὸ παράθυρό της ποὺ ἔβλεπε πρὸς τὴ θάλασσα εἶδε νὰ ἔρχεται μιὰ γυναῖκα μαυροφορεμένη μὲ μιὰ βάρκα. Ἄραξε ἡ βάρκα καὶ ἡ ἀριστοκρατικὴ καὶ σεμνὴ ἐκείνη γυναῖκα κατέβηκε καὶ προχώρησε πρὸς τὸ σπίτι της. Πλησίασε, ἦλθε κοντά της.
› Εἶμαι ἡ Ἄννα, τῆς εἶπε, ποὺ ὅλο με φωνάζεις, ἀλλὰ στὸ σπίτι μου δὲν ἔρχεσαι. Τί μὲ θέλεις;
› Παράλυτη εἶμαι, ἀκίνητη, καθηλωμένη, τὴν ὑγειά μου θέλω, ἀπάντησε ἡ κόρη.
› Γιὰ νὰ σοῦ χαρίσω τὴν ὑγεία πρέπει νὰ μὲ ἐπισκεφθῇς στὸ σπίτι μου, εἶπε.
Ἔκαμε μεταβολή, ξαναμπῆκε στὴ βάρκα κι ἔφυγε κατὰ τὸ Βόρι.
Ἡ ἄρρωστη μὲ τὴ βοήθεια τῶν ἰδικῶν της μεταφέρθηκε στὸ Προσκύνημα. Ἔμεινε ἐκεῖ μερικὲς ἡμέρες προσευχομένη κι ἔφυγε ὑγιέστατη.
Θαῦμα 10ον
Μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη ἀρρώστησε μαζὺ μὲ τὸ παιδί της. Εἶχαν γυρίσει παντοῦ ὅπου μποροῦσαν σὲ γιατροὺς καὶ σὲ προσκυνήματα. Ἦλθαν καὶ στὴν Ἁγία Ἄννα. Τὸ παιδὶ εἶχε ντυθῆ καλογεράκι. Ἔμειναν στὸ Προσκύνημα μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία 40 ἡμέρες. Καθημερινὰ γινόταν στὸ ὄνομά τους θεία λειτουργία καὶ ἁγιασμός. Τὴν 40η ἡμέρα τὴ στιγμὴ τοῦ ἁγιασμοῦ, καθὼς οἱ ἄρρωστοι ἦσαν καθιστοὶ δίπλα-δίπλα καὶ κρατοῦσαν, κατὰ τὴ συνήθεια, στὴν ἀγκαλιά τους τὴν εἰκόνα, ἡ Ἁγία Ἄννα ἔκαμε τὸ θαῦμα της. Ἡ εἰκόνα ἄρχισε νὰ κινεῖται, σὲ ὅλο τὸ σῶμα τους, ὕστερα στάθηκε ὁριζόντια στὸ κεφάλι τῆς ἄρρωστης καὶ στριφογύριζε σὰν προπέλα. Ἀόρατη δύναμη στὴ συνέχεια πῆρε τὴν ἄρρωστη καὶ τὴν ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μὲ κατεύθυνση πρὸς τὴ θάλασσα. Τὸ παιδὶ ἀκολουθοῦσε. Μόλις πάτησε τὸ πόδι της ἡ ἄρρωστη στὴ θάλασσα, τράβηξε τὸ παιδί της μπροστά. Τὸ βούτηξε τρεῖς φορὲς μέσα στὴ θάλασσα καὶ μετὰ τὸ ἄφησε. Ὅταν γίνονταν αὐτὲς οἱ σκηνές, ἦσαν πολλοὶ ἐκεῖ μαζεμένοι καὶ ἀκολουθοῦσαν. Μερικοὶ ἔτρεξαν καὶ ἔβγαλαν τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸ νερό. Ἡ εἰκόνα στὴ συνέχεια εἶχε ἁπλωθῆ ὁριζόντια στὴ θάλασσα, ἡ δὲ ἄρρωστη κρατιόταν ἀπ᾿ αὐτήν. Τῆς ἔκαμε τρεῖς γύρους μέσα στὴ θάλασσα καὶ τὴν ἔβγαλε ἔξω ὄρθια. Ἡ γυναῖκα μὲ τὴν εἰκόνα στὸ κεφάλι πατώντας στὴ στεριὰ ἔκαμε ἐμετό, κι᾿ ἔβγαλε ἕνα πρᾶγμα ἄσχημο ἀπὸ μέσα της. Ξαναγύρισαν στὴν Ἐκκλησία, μὲ τὴν εἰκόνα στὸ κεφάλι.
Ἐτελείωσε καὶ ὁ ἁγιασμὸς ποὺ εἶχε διακοπῆ. Πῆραν τὴν εἰκόνα ἀπὸ τὴν ἄρρωστη καὶ τὴν ἔβαλαν στὴ θέση της. Ἀπὸ τότε ἔμεινε ὑγιὴς καὶ αὐτὴ καὶ τὸ παιδί της καὶ δόξαζαν μὲ εὐγνωμοσύνη τὴν Ἁγία γιὰ τὴν εὐεργεσία της.
Θαῦμα 11ον
Δυὸ Τοῦρκοι ψάρευαν στὴν παραλία κοντὰ στὸ Προσκύνημα τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ὁ ἕνας λεγόταν Ναζιφάκης. Εἶδαν τότε τὴν εἰκόνα νὰ πηγαίνει, ὅπως ἔκανε τὶς περισσότερες φορές, ἕναν ἄρρωστο στὴ θάλασσα καὶ νὰ περνάη δίπλα τους. Τοὺς φάνηκε ὄχι ἁπλῶς παράξενο, ἀλλὰ ἀστεῖο, ὅ,τι ἔβλεπαν νὰ γίνεται καὶ εἰρωνεύθηκαν.
› Ἔχουν, εἶπε ὁ Ναζιφάκης, οἱ Γκιαούρηδες δυὸ τάβλες καρφωμένες σ᾿ ἕναν τσίγκο καὶ χτυπᾶνε καὶ κοροϊδεύουν τὸν κόσμο.
Ἀστραπηδὸν ὅμως ἔφυγε ἡ εἰκόνα ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἀρρώστου κι ἄρχισε νὰ χτυπάῃ τὸν Τοῦρκο. Τὸ κορμί του γέμισε πληγές. Οἱ Τοῦρκοι ἔμειναν κατάπληκτοι ἀπὸ τὸ γεγονός. Ὁ Ναζιφάκης ταπεινωμένος καὶ μετανοιωμένος προσκύνησε τὴν Ἁγία Ἄννα μέσα ἀπὸ τὴ βάρκα του. Ζήτησε συγχώρηση καὶ ἔκαμε καὶ τὸ τάμα του.
Ἔταξε νὰ φέρνῃ κάθε χρόνο ἕνα δοχεῖο λάδι στὴ γιορτή της. Τὸ κορμί του ὅμως ἂν καὶ περνοῦσαν οἱ ἡμέρες ἔμενε μὲ τὶς πληγὲς ἀγιάτρευτες. Μὴ μπορώντας νὰ φέρῃ μόνος του τὸ τάμα στὴν Ἁγία Ἄννα, τὄδωσε σὲ μιὰ χριστιανὴ νὰ τὸ πάῃ καὶ συγχρόνως τὴν παρακάλεσε νὰ τοῦ φέρη καὶ ἁγιασμὸ νὰ βάλῃ στὶς πληγές του. Ἡ χριστιανὴ πῆγε τὸ λάδι, ἀλλὰ ἁγιασμὸ δίσταζε νὰ τοῦ φέρη. Φοβόταν μήπως τὸν βεβηλώση ὁ ἀλλόπιστος. Ἀντὶ ἁγιασμοῦ τοῦ πῆγε λίγο νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι ποὺ βρισκόταν στὴν αὐλὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Τοῦρκος τὸ πῆρε πιστεύοντας ὅτι εἶναι ἁγιασμός. Τὸ ἔβαλε στὶς πληγές του καὶ θεραπεύθηκαν. Δὲν ξεχνοῦσε ὅμως ποτὲ κάθε χρόνο στὴ γιορτὴ τῆς Ἁγίας Ἄννας νὰ φέρνη τὸ τάμα του.
Θαῦμα 12ον
Ὁ Εὐστράτιος Μαμαλοῦγκος κάτοικος Αἰγίου (Χρυσοστ. Σμύρνης 14) διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Στὸ χωριό μας, Σκουπιὰ Προικονήσου, ἤμουν τότε σὲ ἡλικία 19 ἐτῶν, συνέβη τὸ ἑξῆς θαῦμα τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ἡ πρώτη ἐξαδέλφη μου Κυριακὴ Καπάνταη, ἡλικίας τότε 20 ἐτῶν, εἶχε ἀρρωστήσει βαριά. Ἐπὶ δυὸ χρόνια ἦταν καθηλωμένη στὸ κρεββάτι. Στὴν καρέκλα δὲν μποροῦσε νὰ καθήση, τὴν τάιζαν μὲ τὸ κουταλάκι. Μιὰ γερόντισσα ποὺ ἔμενε στὴν ἄκρη τοῦ χωριοῦ ἄκουσε μερικὲς γυναῖκες ποὺ συζητοῦσαν.
Ἐκείνη, ἔλεγαν, ἡ κόρη τῆς Ἀργυρῶς δὲν λέει νὰ γίνῃ καλά. Ἀπὸ τὸ λόγο αὐτὸν παρακινούμενη ἡ γερόντισσα ἐπισκέφθηκε τὴν ἄρρωστη στὸ σπίτι της. Τὴν εἶδε, πόνεσε ἡ καρδιά της καὶ εἶπε στοὺς δικούς της:
› Νὰ τὴν πάτε στὴ χάρη τῆς Ἁγίας Ἄννας. Τώρα πλησιάζει καὶ ἡ γιορτή της, νὰ τὴν πάτε θὰ γίνῃ καλά.
› Πῶς νὰ τὴν πᾶμε; Δὲν σηκώνεται.
› Θὰ εὑρεθῇ τρόπος. Νὰ τὴν βάλλετε, συνέστησε, σ᾿ ἕνα γαϊδουράκι μὲ δυὸ μαξιλάρια καὶ νὰ τὴν κρατοῦν δυὸ ἄνθρωποι δεξιὰ ἀριστερά.
Ἀποφασίσαμε, τὴν πήγαμε μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο στὴν Ἁγία Ἄννα, τὴν ἡμέρα ποὺ πανηγύριζε (25 Ἰουλίου).
Ἦρθε ἡ σειρά της νὰ γίνῃ ἁγιασμὸς γι᾿ αὐτήν. Τῆς βάλανε τὴν εἰκόνα στὴν ἀγκαλιά, ἐνῷ αὐτὴ ἦταν καθιστὴ κάτω καὶ τῆς κρατοῦσαν καὶ τὸ κεφάλι, γιατὶ δὲν μποροῦσε νὰ στερεωθῇ.
Τότε γίνεται τὸ θαῦμα. Ἡ ἄρρωστη ποὺ δὲν περπατοῦσε σηκώθηκε ὀρθὴ καὶ περπατοῦσε πρός τὴ θάλασσα μαζὺ μὲ τὴν εἰκόνα. Περπάτησε ἀρκετὸ διάστημα στὴν παραλία μέχρι πίσω ἀπὸ μιὰ μεγάλη πέτρα καὶ ἐπέστρεψε πάλι στὴν Ἐκκλησία. Ἔφυγε μετὰ τὴν πανήγυρη ἐντελῶς καλὰ καὶ γύρισε περπατώντας μὲ τὰ πόδια στὸ σπίτι της. Ζεῖ μέχρι σήμερα (1983) σὰν πιστὴ χριστιανὴ μὲ παιδιὰ κι᾿ ἐγγόνια στὸ Αἴγιο» .
Θαῦμα 13ον
Ἡ Αἰκατερινα Κριβέρη, ἀπὸ τὸ χωριὸ Βόρι, πρόσφυγας στὸ Αἴγιο, διηγεῖται τὰ ἑξῆς (ἔτος 1979):
«Ὅταν ἤμουν 12 ἐτῶν ἡ μητέρα μου Θεοφιλία ἀρρώστησε βαριὰ ἀπὸ τῦφο. Ὁ πατέρας μου ἐπειδὴ ἦταν τεχνίτης βαρελιῶν συνέβη, ὅπως πολλὲς φορὲς γινόταν, νὰ λείπῃ γιὰ δουλειὰ στὰ Ρόδα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.
Στὴ δύσκολη αὐτὴ κατάσταση ποὺ βρέθηκα, πῆγα καὶ ζήτησα ἀπὸ τὸ θεῖο μου τὸ μπαρμπαΓιάννη τὸ θαλασσινὸ νὰ μιλήσῃ στὸν ἱερέα γιὰ τὴν ἀπελπιστικὴ κατάσταση τῆς μητέρας μου. Παρακάλεσα νὰ μᾶς φέρουν τὴν ἁγία εἰκόνα. Τὸν πατέρα μου τότε ἦταν πολὺ δύσκολο νὰ τὸν εἰδοποιήσω. Ἡ χάρη της ἦλθε στὸ σπίτι μας. Ἐβάλαμε τὴν εἰκόνα πίσω ἀπὸ τὸ κρεββάτι τῆς ἄρρωστης μητέρας μου, ἡ ὁποία εἶχε πέσει σὲ κῶμα.
Ἐπὶ τρία ἡ μερόνυχτα ἔμεινα μόνη μου, τὶς περισσότερες ὧρες γονατιστή, μπροστὰ στὴν εἰκόνα. Δὲν θυμοῦμαι νὰ σταμάτησε τὸ δάκρυ ἀπὸ τὰ μάτια μου. Τὰ μεσάνυχτα τῆς τρίτης ἡμέρας εἶχα ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία καὶ τὴν ἀϋπνία ἐλαφρὰ ἀποκοιμηθῆ. Ἄκουσα τότε μιὰ μεγάλη βροντὴ καὶ δυνατὸ σεισμό. Ξύπνησα, πετάχθηκα ὀρθή. Εἶδα τότε, ὅπως βρέθηκα ὀρθή, τὴν ἁγία εἰκόνα νὰ λάμπῃ σὰν ἥλιος καὶ νὰ σημαίνῃ σὰν γλυκεία καμπάνα τρεῖς φορές. Γέμισε ἡ ψυχή μου ἀπὸ συγκίνηση, γονάτισα νὰ δοξολογήσω. Ἡ καρδιά μου πλημμύρισε ἀπὸ ἐλπίδα. Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὴ ὥρα ξανακοιμήθηκα. Στὸν ὕπνο μου ἄκουσα καθαρὰ τὰ λόγια τῆς Ἁγίας Ἄννας:
› Φεύγω μὴ στενοχωρεῖσαι, ἡ μητέρα σου θὰ γίνῃ καλά.
Ἔτσι κι ἔγινε. Τὸ πρωῒ τῆς ἄλλης ἡμέρας ἡ μητέρα ξύπνησε ἀπὸ τὸ κῶμα πῆρε τὸ καλύτερο καὶ σὲ μιὰ ἑβδομάδα εἶχε γίνει ἐντελῶς καλά.
Τὴν ἴδια ἐκείνη νύχτα τοῦ θαύματος ὁ πατέρας μου στὸ μακρυνὸ χωριό, στὰ Ρόδα ποὺ ἦταν, εἶδε τὴν Ἁγία Ἄννα στὸν ὕπνο του, ἡ ὁποία τοῦ εἶπε:
› Ἡ γυναῖκα σου εἶναι ἄρρωστη σοβαρά, ἀλλὰ μὴν ἀνησυχῆς, θὰ τὴν κάνω καλά, γιατὶ ἔχεις καλὴ κόρη.
Αἰσθάνομαι ὅμως χρέος μου νὰ διηγηθῶ καὶ τὸ ἄλλο θαῦμα ποὺ ἔκαμε σ᾿ ἐμένα τὴν ἴδια ἡ μεγαλόχαρη Ἁγία Ἄννα».
Θαῦμα 14ον
«Ἤμουν στὴν ἡλικία τῶν 15 ἐτῶν ὅταν μοῦ συνέβη τὸ περιστατικὸ ποὺ θὰ διηγηθῶ, ἀφηγεῖται ἡ Αἰκατερίνη Κριβέρη.
Ἦταν ἕνα Σαββατοκύριακο τοῦ δωδεκαήμερου μεταξὺ Χριστουγέννων καὶ Φώτων. Εἶχα λουσθῆ, ὥστε νὰ εἶμαι ἕτοιμη γιὰ τὴν Ἐκκλησία τὴν ἄλλη μέρα. Κόντευε νὰ σουρουπώση. Ἔβλεπες ἀκόμη θαμπὰ καὶ θέλησα νὰ πεταχθῶ στὸ σπίτι μιᾶς φίλης μου γειτονοπούλας. Καθὼς προχωροῦσα σ᾿ ἕνα στενωπὸ σούδα εἶδα ξαφνικὰ ἐμπρός μου ἕνα πανύψηλο ἀράπη πεντέξη μέτρα ψηλόν, νὰ μὲ ἀγριοκυτάζῃ μὲ κάτι φοβερὰ μάτια καὶ νὰ ἀπειλῇ νὰ μὲ χτυπήσῃ μ᾿ ἕνα μεγάλο ραβδὶ ποὺ κρατοῦσε στὰ χέρια. Γέμισα τρόμο καὶ φρίκη ἀπὸ τὸ ἀνύποπτο καὶ φοβερὸ αὐτὸ ἀντίκρυσμα. Τὸ αἷμα πάγωσε στὶς φλέβες μου. Ἔκαμα αὐτόματα τὸ σταυρό μου καὶ φώναξα δυνατά: Παναγία μου.
Τὸ τέρας ἀμέσως ἐξαφανίσθηκε, ἀλλὰ ἐγὼ ἔπεσα κάτω ἀναίσθητη. Κανένας δὲν μὲ ἄκουσε, οὔτε μὲ εἶδε ποὺ ἔπεσα. Ἐπειδὴ ἄργησα νὰ ἐπιστρέψω, οἱ δικοί μου βγῆκαν νὰ μὲ ἀναζητήσουν. Τελικὰ μὲ βρῆκε ἡ μητέρα μου στὴ σούδα πεσμένη κάτω, ἀναίσθητη. Τὸ πρόσωπό μου εἶχε παραμορφωθῆ τόσο, ὥστε εἶχα γίνει ἀγνώριστη καὶ προκαλοῦσα τὴν ἀποστροφή.
Καταφυγή μας καὶ πάλι ἡ Ἁγία Ἄννα. Ἐκεῖ στρέψαμε τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν προσευχή μας. Παρακαλούσαμε τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ δεχθῇ τὴν παράκληση τῆς Γιαγιᾶς Ἁγίας Ἄννας καὶ νὰ μοῦ δώσῃ τὴν ὑγεία.
Παρ᾿ ὅτι τὸ σπίτι μας ἦταν μέσα στὸ Βορι, ἡ μητέρα μὲ πῆρε καὶ κλειστήκαμε στὴν Ἐκκλησία της.
Μείναμε ἐκεῖ μὲ νηστεία καὶ προσευχή, ἐπὶ 40 ἡμέρες. Ὁ ἱερεὺς κάθε ἡμέρα ἔψαλε ἁγιασμὸ καὶ παράκληση. Μετὰ τὶς 40 ἡμέρες ἔλαβα ἐξ ὁλοκλήρου τὴν ὑγεία μου καὶ τὸ πρόσωπό μου ἐπανῆλθε στὴν κατάσταση ποὺ ἤμουν πρίν μου συμβῇ τὸ φοβερὸ περιστατικό.
Στὸ διάστημα ποὺ ἐμείναμε μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἐζήσαμε τὴ ζωντανὴ παρουσία τῆς Ἁγίας. Πολλὲς φορὲς ἐβλέπαμε τὴ σκιὰ μιᾶς ἡλικωμένης μαυροφορεμένης γυναίκας. Ἄλλοτε σήμαινε σὰν καμπάνα δυνατὰ καὶ γλυκὰ ἡ Ἁγία Εἰκόνα καὶ τινάζονταν τὰ χρυσὰ τάματα ποὺ ἦσαν μέσα στὸ κουβούκλιό της. Αὐτὰ τὰ εὐεργετικὰ ἀλλὰ καὶ ὑπερφυσικὰ περιστατικὰ ἔχουν σφραγίσει τὴν ψυχή μου μὲ μιὰ ξεχωριστὴ εὐλάβεια στὴν ἱερὰ μορφὴ τῆς Ἁγίας μας Ἄννας. Ἐλπίζω νὰ τὴν εὕρω μεσίτην καὶ βοηθὸν καὶ εἰς τὸ φοβερὸν βῆμα τῆς κρίσεως ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μας».
Θαῦμα 15ον
Ὁ Παναγιώτης Κριβέρης, ἕνας ἀπὸ τοὺς παλαιότερους Βορινοὺς ποὺ ζεῖ ἀκόμη (1984) στὸ Αἴγιο καὶ σὲ καλὴ ὑγεία, σύζυγος τῆς Αἰκατερίνης Κριβέρη ποὺ ἀναφέραμε ὡς τώρα, στρέφει μὲ ξεχωριστὴ νοσταλγία τὴ σκέψη καὶ τὴ θύμηση στὴν πατρίδα καὶ ἀφήνει καὶ χωρὶς νὰ θέλη νὰ φαίνεται ἡ εὐλάβεια καὶ ἡ ἀγάπη του στὴν Ἁγία Ἄννα.
› Νὰ ντὴ διῶ (ἐννοεῖ τὴν εἰκόνα) ντὴ Ἀΐα Ἄννα κι ἂς πεθάνω τότε.
Ὁ εὐλαβὴς καὶ σεβαστὸς Βορινὸς γέρων διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Ἀπὸ νέος εἶχα μάθει τὴν Τέχνη τοῦ βαρελᾶ. Δούλευα τὴ δουλειά μου σὲ διάφορα χωριά. Κάποτε δούλευα στὴν Ἁλώνη, ἀπέχει ἀπὸ τὸ δικό μας χωριὸ κοντά μισὴ ὥρα. Στὴν περιοχὴ αὐτοῦ τοῦ χωριοῦ εἶχε βάλτο καὶ οἱ κάτοικοι ὑπέφεραν συχνὰ ἀπὸ ἐλονοσία. Μὲ χτύπησε κι᾿ ἐμένα. Στὴν ἀρχὴ δὲν ἔδωσα πολλὴ σημασία. Συνέχισα νὰ δουλεύω. Μοῦ δίνανε κινίνο γιὰ νὰ μοῦ περάσει. Σήμερα νὰ γίνω καλά, αὔριο νὰ γίνω καλά. Ἀντὶ γιὰ καλὰ χειροτέρεψα. Ἔπεσα στὸ κρεββάτι βαριὰ ἄρρωστος. Στὴ συνέχεια διαπιστώθηκε μαζὺ μὲ τὴν ἐλονοσία καὶ ἡπατίτιδα μὲ ἵκτερο. Ἡ κατάστασή μου ἔγινε κρίσιμη. Χάθηκαν οἱ ἐλπίδες νὰ ζήσω. Ὁ γιατρὸς μὲ ξέγραψε. Σταμάτησα νὰ παίρνω τροφή, οὔτε γάλα δὲν δεχόμουν.
Στὴν κατάσταση αὐτὴ βλέπω στὸν ὕπνο μου μιὰ σεμνὴ γυναῖκα, ἡλικιωμένη μὲ λευκὸ μαντῆλι στὸ κεφάλι. Στάθηκε μπροστά μου καὶ μὲ ρώτηξε:
› Τί ἔχεις;
› Δὲν μπορῶ, ἀπάντησα. Πλησίασε κοντά μου κι ἀκούμπησε τὸ χέρι της ἐπάνω στὴν κοιλιά μου, ἡ ὁποία ἀπὸ τὴν ἡπατίτιδα ἦταν πρησμένη καὶ φουσκωμένη.
› Δὲν ἔχεις τίποτα, εἶπε, θὰ γίνης καλά. Νά᾿ ρθῇς αὔριο στὸ σπίτι μου.
Τὸ πρωὶ διηγήθηκα στὴ μητέρα μου τὸ ὄνειρο.
› Ἡ Ἁγία Ἄννα ἤτανε, εἶπε. Θὰ σὲ πᾶμε νὰ προσκύνησης καὶ νὰ κάμουμε ἁγιασμό.
Πήγαμε. Στὴ διάρκεια τοῦ ἁγιασμοῦ ἤμουν καθιστός. Μοῦ δώσανε τὴν εἰκόνα στὰ γόνατά μου. Στὴν ἀρχὴ μοῦ φάνηκε ἐλαφρή. Σιγὰ-σιγὰ ὅμως γινότανε ὅλο καὶ πιὸ βαριά. Μοῦ χτυποῦσε τὸ μέτωπο κι᾿ ἔκανε κινήσεις πέρα-δῶθε πάνω στὸ σῶμα μου. Μὲ ξάπλωνε ὕπτιο κάτω. Ὅλ᾿ αὐτὰ μέχρι ποὺ τελείωσε ὁ ἁγιασμός. Ἀπὸ τότε πῆρα τὸ καλύτερο. Συνέχισα ὅμως, ἐνῷ οἱ δικοί μου νήστευαν, νὰ πηγαίνω τακτικὰ ἐπὶ δέκα ἡμέρες νὰ προσεύχωμαι κάνοντας ἁγιασμὸ καὶ παράκληση. Ἔγινα ἐντελῶς καλὰ «ἀπὸ τὸ θαῦμα της» καὶ ζῶ μέχρι σήμερα, (1984)».
Θαῦμα 16ον
Ὁ ἴδιος, ὁ σεβαστός μας γερο-Κριβέρης διηγεῖται καὶ τὸ ἑξῆς φοβερὸ περιστατικό.
«Τότε ποὺ πηγαίναμε ἐπὶ δέκα ἡμέρες συνέχεια γιὰ ἁγιασμὸ στὴν Ἁγία Ἄννα γνωρίσθηκε ἐκεῖ ἡ μητέρα μου μὲ μία ἄρρωστη. Εἶχε ἔλθει ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἀφισιά. Εἶναι νησὶ κοντὰ στὴν Κούταλη, κι᾿ ἀπέχει μισὴ ὥρα μὲ τὸ καΐκι ἀπὸ τὸ Νησί μας.
Ὁ ἄνδρας της εἶχε ἀπελπισθῆ γιὰ τὴ ζωή της. Σὰν Βορινὸς ὅμως ἐγνώριζε γιὰ τὰ μεγαλεῖα τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ κρέμασε στὴ χάρη της τὶς ἐλπίδες του. Ἔφερε τὴ γυναῖκα του καὶ τὴν ἄφησε στὴν Ἐκκλησία καὶ ἀνάθεσε τὴ φροντίδα της σὲ μιὰ γερόντισσα συγγενῆ του. Θυμᾶμαι ὅτι ἡ ἄρρωστη κοιμόταν μέσα στὴν Ἐκκλησία. Εἶχαν βάλει σανίδια στὸ δάπεδο κι ἐπάνω στὰ σανίδια εἶχαν ψάθα. Αὐτὸ ἦταν τὸ κρεββάτι τῆς ἄρρωστης. Κατερίνα τὴν ἔλεγαν. Συνειθιζόταν νὰ γίνεται συντροφιὰ στοὺς ἄρρωστους καὶ νὰ μὴ μένουν μόνοι τους. Ἂν συνώδευαν πρόσωπα τῆς οἰκογενείας εἶχε καλῶς, ἐὰν ὄχι, τότε, χριστιανοὶ ἀπὸ τὸ Βόρι ἐναλλὰξ ἔπρεπε νὰ συντροφεύουν τὸν ἄρρωστο καὶ νὰ διανυκτερεύουν μαζύ του, συγχρόνως δὲ ἐνήστευαν ἐκείνη τὴν ἡμέρα.
Ἦλθε καὶ ἡ σειρὰ τῆς μητέρας μου νὰ ξενυχτίση μὲ τὴν ἄρρωστη Κατερίνα μὲ τὴν ὁποία, ἄλλωστε γνωριζόταν. Πῆρε κι ἐμένα μαζύ της. Ἐπῆγα μὲ χαρά. Ἦταν εὐκαιρία νὰ εὐχαριστήσω τὴν Ἁγ. Ἄννα γιὰ τὴν εὐεργεσία τὴ μεγάλη ποὺ μοῦ εἶχε κάμει.
Ὁ Ἐπίτροπος ὅταν νύχτωνε κλείδωσε τὴν πόρτα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἔκανε συνήθως, κι ἔφυγε. Ἐμεῖς οἱ τρεῖς μείναμε μέσα. Ὁ Ναὸς φωτιζόταν μόνο μὲ τὸ φῶς τῶν καντηλιῶν καὶ ἀπὸ μία λαμπάδα ἀναμμένη. Ἡ μητέρα εἶχε πιάσει κουβέντα σιγανὴ μὲ τὴν Κατερίνα. Ἐγὼ εἶχα σταθῆ παραπέρα ὄρθιος σ ἕνα στασίδι κι ἔκανα προσευχή. Ἡ ὥρα θὰ ἦταν περίπου ἐννιά. Ἕνας δυνατὸς θόρυβος μὲ ἔκαμε νὰ γυρίσω πρὸς τὴν πόρτα. Ἄκουσα σὰ νὰ μπαίνῃ κλειδὶ καὶ νὰ γυρίζῃ τὴν κλειδαριὰ τρεῖς φορὲς κράκ, κράκ, κράκ. Περίμενα ν᾿ ἀνοίξη ἡ πόρτα, ἀλλὰ δὲν ἄνοιξε. Μπῆκε ὅμως μέσα χωρὶς ν᾿ ἀνοίξη ἡ πόρτα μιὰ γυναῖκα μεγαλόπρεπη. Μέτριο ἀνάστημα, λίγο γεμάτη. Φοροῦσε ἀπὸ μέσα πράσινο φόρεμα μακρὺ κάτω-κάτω κι ἀπέξω ράσσο μαῦρο. Φοροῦσε πράσινα πασουμάκια καὶ στὸ κεφάλι εἶχε μαντήλι μὲ τὸ χρῶμα τοῦ βερύκοκου. Προχώρησε μὲ γρήγορα βήματα πρὸς τὸ ἱερό. Ἀκουγόταν ὁ θόρυβος φράστ φρούστ ἀπὸ τὸ φόρεμά της στὸ περπάτημα. Πέρασε ἀκριβῶς δίπλα μου. Μπῆκε στὸ ἱερὸ καὶ μετὰ ἀκούσθηκε ἕνα δυνατὸ τράνταγμα στὸ κουβούκλιό της ποὺ ἔκαμε τὰ χρυσὰ τάματα νὰ κουδουνίσουν. Χτυποῦσε τὸ ἕνα με τὸ ἄλλο. Ἔβαλα τὶς φωνές. Μάνα... Μάνα, Μάνα ἡ Ἁγία Ἄννα πέρασε, ἡ Ἁγία Ἄννα. Οἱ γυναῖκες γύρισαν νὰ ἰδοῦν, ἀλλὰ δὲν πρόλαβαν. Ἄκουσαν ὅμως τὸ τράνταγμα στὸ κουβούκλιό της καὶ τὸ θόρυβο ποὺ ἔκαναν τὰ τάματα.
Ἡ ἄρρωστη Κατερίνα κάποια ἡμέρα ἔφυγε γιὰ τὸ νησί της ἐντελῶς ὑγιὴς δοξολογώντας κι ἐκείνη τὴν εὐεργέτιδά μας Ἁγία Ἄννα».
Θαῦμα 17ον
«Ἡ Ἁγία Ἄννα, διηγεῖται ὁ Γέρο-Κριβέρης κι᾿ ἐπιβεβαιώνουν κι ἄλλοι ποὺ θυμοῦνται αὐτὴν τὴν ἐποχὴ, ὅπως ὁ Στρατὴς Μαμαλοῦγκος καὶ ὁ Στέλιος Μιχαηλίδης, ἡ Ἁγία Ἄννα μᾶς ἔσωσε πολλὲς φορὲς ἀπὸ χολέρα.
Θυμᾶμαι τὰ ἑξῆς περιστατικά:
α) Ἡ δουλειά μου ἦταν βαρελάς. Ἔτσι γύριζα στὰ διάφορα χωριὰ καὶ δούλευα τὴν τέχνη μου. Χρειάσθηκε τότε στὰ 1916 νὰ ταξειδέψω στὸ χωριὸ Ῥόδα. Ἐκεῖ εἶχα ἀφήσει μερικὰ ἐργαλεῖα καὶ ἤθελα νὰ τὰ πάρω. Σὰν φθάσαμε μὲ τὸ καΐκι στὸ λιμάνι τῶν Ῥόδων βγῆκε ἔξω μιὰ βάρκα μὲ ἄσπρη σημαία. Πλησίασε. Ἦταν ἄνθρωποι τοῦ Λιμενικοῦ.
› Ἀπαγορεύεται νὰ μπεῖτε στὸ λιμάνι. Ἐπιδημία χολέρας. Μόνο γυρίστε πίσω στὸ Βόρι καὶ στεῖλτε μας τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας γιατὶ κάθε μέρα ἔχομε νεκρούς.
Ἔστειλαν τὴν εἰκόνα. Ὅσοι πέθαναν ὡς τότε πέθαναν. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πῆγε ἡ εἰκόνα δὲν πέθανε ἄλλος ἀπὸ λοιμική. Ἡ χολέρα ἔφυγε. Πῆγα κι ἐγὼ μετὰ καὶ πῆρα τὰ ἐργαλεῖα μου.
β) Στὸ Βόρι ἦλθε καὶ ἀπὸ τὴ Γωνιὰ καΐκι μὲ ἄσπρη σημαία. Ἡ Γωνιὰ εἶναι χωριὸ μιὰ ὥρα δρόμο μακρυὰ ἀπὸ τὰ Ῥόδα. Ἦλθαν καὶ πῆραν τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας γιατὶ εἶχε πέσει χολέρα. Τὴν εἰκόνα τὴν κράτησαν κάπου ἕνα μῆνα στὴ Γωνιά. Ἡ χολέρα ἔφυγε. Οἱ Γωνιῶτες γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὴν εὐγνωμοσύνη τοὺς ἔφερναν στὸ προσκύνημα ἀφιερώματα καὶ λάδι.
γ) Στὰ 1911 ἔπεσε χολέρα στὸ χωριὸ Σκουπιά. Ἀπαγορεύθηκε ἡ ἐπικοινωνία μὲ ἄλλα χωριά. Τοὺς ἔβαλαν σὲ καραντίνα. Τρόφιμα ἔστελναν μὲ τὰ καΐκια, τὰ ὁποῖα δὲν ἔπιαναν σκάλα στὴ στεριά. Τὰ τρόφιμα τὰ πετοῦσαν ἔξω καὶ τὰ παίρναμε. Ἀπὸ τὴ χολέρα πέθανε ὁ Σταμοῦλος.
Οἱ κάτοικοι γιὰ νὰ γλυτώσουν ἐγκατέλειψαν τὸ χωριὸ σκόρπισαν στὰ χωράφια κι᾿ ἔκαμαν καλύβες. Ζήτησαν νὰ τοὺς πᾶμε τὴν Ἁγία Ἄννα. Τὴν πήγαμε ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ καὶ τὴν παράλαβαν οἱ Σκουπιῶτες. Ὑποφέρανε τότε καὶ ἀπὸ ψωμί. Ἔτσι ὁ Δόξης ποὺ ἦταν Πρόεδρος στὸ Βόρι φρόντισε, ἐπειδὴ εἶχε καὶ μύλο καὶ ἔστειλε τρόφιμα. Αὐτὸν τὸ Δόξη τὸν λέγαμε καὶ Τοῦρκο ἐξ αἰτίας ποὺ δὲν νήστευε Τετάρτη καὶ Παρασκευή. Ἡ Ἁγία Ἄννα σταμάτησε τὸ θανατικὸ στὰ Σκουπιά.
δ) Ἡ χολέρα ἔπεσε καὶ στὸ Πασαλιμάνι τότε. Πήγαμε τὴν Ἁγία Ἄννα μέχρι τὸν Ἁι-Στράτηγο κι ἀπ᾿ ἐκεῖ τὴν πῆραν οἱ Πασαλιμανιῶτες μὲ λαχτάρα γιατὶ ἐκεῖ εἶχε κάμει θραύση τὸ θανατικό. Ἡ Ἁγία Ἄννα σταμάτησε τὸ κακό.
ε) Στὸ Βόρι δὲν ἔπεσε χολέρα γιατὶ τὸ προστάτευε ἡ Ἁγία Ἄννα. Ἔμεις ἐκεῖ στὸ Βόρι γιατρὸ δὲν εἴχαμε, γιατρὸ δὲ θέλαμε εἴχαμε «Ντὴν Ἁΐα Ἄννα».
Θαῦμα 18ον
Ἡ Μαρία Μυλωνᾶ, θυγατέρα τοῦ Γιωργάκη Χατζηαθανασίου ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη, ἡ λεγομένη Προεδρίνα ἐτῶν σήμερα (1983) 89 διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Ἤμουν 18 ἐτῶν ὅταν συνέβη τὸ περιστατικό. Εἴχαμε πάει μὲ τὴ μητέρα μου τὴν Ἀγγλαΐα καὶ τὸν ἀδελφό μου Σταμάτη νὰ προσκυνήσουμε τὴν Ἁγία Ἄννα στὸ Βόρι. Εἴχαμε ἐκεῖ κι ἕνα φιλικὸ σπίτι, τὴν οἰκογένεια Τρανοῦ καὶ μέναμε κάθε φορά. Τότε μὲ ἄλλες κοπέλλες τῆς ἡλικίας μου πήγαμε, ἕνα περίπατο μέχρι τὸν ἀνεμόμυλο. Ἦταν ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ στὸ δρόμο πρὸς τὸ Πασαλιμάνι. Καθὼς παρατηρούσαμε τόνα καὶ τ᾿ ἄλλο στὸν Ἀνεμόμυλο ἔξαφνα μοῦ ἦλθε μία ζαλάδα κι ἔπεσα κάτω λιπόθυμη. Στὴν κατάσταση αὐτὴ ἔμεινα τρεῖς ἡμέρες. Ἤμουν ἀναίσθητη. Ὅταν καλλιτέρεψα πήγαμε μὲ τὴ μητέρα μου στὴν Ἁγία Ἄννα. Μὲ ἔβαλαν νὰ καθήσω στὸ δάπεδο τῆς Ἐκκλησίας καὶ μετὰ μοῦ ἔφεραν τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ἔστησαν ὄρθια στὰ γόνατά μου. Ὁ ἱερεὺς ἔβαλε εὐλογητὸς γιὰ τὸν ἁγιασμό. Τότε ἡ εἰκόνα μὲ μιὰ ἀόρατη δύναμη μ᾿ ἔσπρωξε κι ἔπεσα, ἤθελα δὲν ἤθελα, κάτω ξαπλωτή. Στὴ συνέχεια κινήθηκε ἐπάνω μου ἡ εἰκόνα πέρα δῶθε ἀπὸ τὸ λαιμὸ μέχρι τὰ πόδια καὶ ξαναγύριζε ἀπὸ τὰ πόδια στὸ λαιμό. Αὐτὸ ἔγινε τρεῖς φορές. Ὅταν τέλειωσε ὁ ἁγιασμός, ὁ ἱερεὺς πῆρε τὴν εἰκόνα καὶ μοῦ ἔδωσε χέρι καὶ σηκώθηκα. Αἰσθάνθηκα ἀπὸ τότε ἐντελῶς καλὰ στὴν ὑγεία μου. Μοῦ ἔδωσαν νὰ πιῶ καὶ ἀπὸ τὸ ἁγίασμα, τὸ ὁποῖο βρισκόταν δίπλα στὴ θέση τῆς εἰκόνας, στὸ δάπεδο σκεπασμένο. Μὲ τὸ ἁγιασμένο αὐτὸ νερὸ μετὰ ράντισαν τὸ κεφάλι μου καὶ τὸ πρόσωπό μου. Τὸ περιστατικὸ αὐτῆς μου τῆς ἀρρώστειας ἔγινε ἀφορμὴ νὰ γνωρίσω περισσότερο τὴ χάρη τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ νὰ καλλιεργηθῇ στὴν ψυχή μου μιὰ ἰδιαίτερη εὐλάβεια καὶ ἀγάπη γιὰ τὸ ἱερό της πρόσωπο, ἐκείνη, βέβαια ποὺ ὀφείλεται στοὺς Ἁγίους».
Θαῦμα 19ον
Ἡ Βασιλική, σύζυγος Νικ. Σκαμνᾶ ἀδελφὴ τῆς Μαρίας Μυλωνᾶ, κάτοικος Αἰγίου (Γρηγορίου Ε´ 36), διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Εἶχα τρία παιδιὰ τότε στὴν πατρίδα (Ἀρτάκη). Μιὰ ἡμέρα μοῦ ἀρρώστησε τὸ μεσαῖο στὴν ἡλικία, ὁ Ἄνθος. Καλῶ τὸ γιατρό, τὸ ἐξετάζει.
› Μὴν ξοδεύεσαι, μοῦ εἶπε. Τὸ παιδὶ ἔχει μηνιγγίτιδα, σὲ λίγες ὧρες θὰ πεθάνη.
Καὶ πράγματι πέθανε. Γυρίζοντας ἀπὸ τὴν κηδεία βρίσκω καὶ τὸ ἄλλο παιδί, τὴν Ἀναστασία μου, πεθαμένο ἀπὸ τὴν ἴδια ἀρρώστεια. Δὲν τὸ ἄντεξα, ἔπαθα ψυχικὸ κλονισμό. Λίγο ἤθελε νὰ χάσω ὁλότελα τὰ λογικά μου. Μὲ πῆρε τότε ἡ μητέρα μου καὶ μὲ πῆγε στὸ Βόρι στὴν Ἁγία Ἄννα «γιατὶ ὅλοι τσοὶ παθημένοι στὴν Ἁΐα Ἄννα τσοὶ πηγαίνασι». Ἐμείναμε μέσα στὴν Ἐκκλησία 40 ἡμέρες μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία. Λάδι μόνο τὸ Σαββατοκύριακο. Ὁ ἱερεὺς ἐρχόταν κάθε ἡμέρα καὶ μᾶς διάβαζε ἁγιασμὸ καὶ παράκληση. Στὸν ἁγιασμὸ ἤμουν καθιστὴ στὸ δάπεδο τῆς Ἐκκλησίας καὶ μοῦ ἔδιναν τὴν εἰκόνα στὰ γόνατά μου νὰ τὴν κρατῶ. Στὴν ἀρχὴ μοῦ φαινόταν ἐλαφρὴ σὰν πούπουλο. Τὶς τελευταῖες ἡμέρες αἰσθανόμουνα καλύτερα καὶ μετὰ τὶς 40 ἡμέρες ἔγινα τελείως καλά. Ἀπὸ τότε κάθε χρόνο, ὅσο ἤμουν ἐκεῖ στὴν πατρίδα, πήγαινα στὸ Βόρι στὴ χάρη της νὰ τῆς λέω τὸ εὐχαριστῶ μου» .
Θαῦμα 20ον
Ὁ Κωνσταντῖνος Καρακόπουλος ἀπὸ τὸ Πασαλιμάνι διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Ἡ ἀδελφή μου Ἑλένη ὅταν ἦταν ἀκόμη στὴν προσχολικὴ ἡλικία ἔξαφνα βουβάθηκε, ἔχασε τὴ μιλιά της. Οἱ γιατροὶ στοὺς ὁποίους κατέφυγαν οἱ γονεῖς μου δὲν μποροῦσαν νὰ ἐξηγήσουν τὸ φαινόμενο καὶ πολὺ περισσότερο νὰ δώσουν θεραπεία.
Τὸ παιδάκι, σήκωνε τὸ χέρι του καὶ ἔδειχνε πρὸς τὸ Βόρι. Κατάλαβαν τὶ ἔδειχνε. Ἡ μητέρα μου ἔταξε στὴν Ἁγ. Ἄννα καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡμέρα κάθε πρωῒ μαζὺ μὲ τὸ ἄλαλο παιδὶ πήγαινε στὸ Βόρι. Γινόταν ἡ προσευχὴ καὶ ὁ καθιερωμένος ἁγιασμὸς μὲ τὴν εἰκόνα καὶ ξαναγύριζαν στὸ σπίτι τὸ μεσημέρι. Μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες, ἕνα βράδυ ἡ μητέρα μου εἶδε στὸ ὄνειρό της νὰ μπαίνῃ στὸ σπίτι μας μιὰ μαυροφορεμένη θαυμαστὴ γυναῖκα. Πλησίασε στὸ κρεββατάκι τῆς Ἑλένης. Στάθηκε ἀπὸ πάνω της καὶ μετὰ ἔβγαλε μιὰ χρυσῆ λόγχη μὲ τὴν ὁποία τὴ σταύρωσε στὸ στόμα. Ἔκαμε μεταβολὴ κι ἔφυγε. Τὴν ἴδια στιγμὴ τὸ παιδὶ ξύπνησε καὶ φώναξε:
› Μητέρα, ἦρθε ἡ Ἁγία Ἄννα, μοῦ ἔδωσε τὴ φωνή μου.
Τὸ θαῦμα εἶχε γίνει. Τὴν ἄλλη ἡμέρα πῆγαν στὸ Βόρι κι᾿ ἀπέδωσαν τὴν εὐχαριστία τους. Τὸ τάμα ὅμως δὲν πρόλαβαν νὰ τὸ πᾶνε στὸ Βόρι γιατὶ ἔγινε ὁ ξεσηκωμὸς τοῦ 22. Τὸ ἔδωσαν στὸ Αἴγιο. Ἀνάμεσα στὰ ἀφιερώματα ποὺ εἶναι στὴν εἰκόνα τῆς Ἁγ. Ἄννας στὸ Ναό της στὸ Συνοικισμὸ Αἰγίου διακρίνεται καὶ τὸ τάμα τῆς ἀδελφῆς μου Ἑλένης. Εἶναι μιὰ χρυσῆ γλῶσσα».
Θαῦμα 21ον
Ἕνας Τοῦρκος ποὺ τὸν ἔλεγαν Ἔτεμ βρῆκε εὐκαιρία καὶ ἔκλεψε ἕνα τραπεζομάντηλο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ τὸ ἔκανε νυχτικὸ τοῦ παιδιοῦ του. Ὅταν τὸ φόρεσε τὸ ἀγοράκι καὶ ξάπλωσε νὰ κοιμηθῇ, πῆρε φωτιὰ τὸ νυχτικὸ καὶ κάηκε πάνω στὸ σῶμα του χωρὶς τὸ ἴδιο νὰ πάθῃ τίποτε ἀπολύτως. Φοβήθηκε ὅμως τόσο πολὺ ποὺ ἀρρώστησε βαριά. Ἡ μάνα τοῦ παιδιοῦ πῆγε τότε σὲ μιὰ γνωστή της χριστιανὴ τὴν Ξαφένια καὶ τὴν παρακάλεσε νὰ τῆς πάῃ λίγο ἀπὸ τὸ ἁγίασμα τῆς Ἁγίας Ἄννας, μήπως καὶ γίνῃ τὸ παιδί της καλά. Ἡ χριστιανὴ δυσκολεύθηκε, τὸ θεώρησε βεβήλωση, νὰ δώσῃ ἁγίασμα στὴν Τουρκάλα.
Σκέφθηκε ὅμως νὰ τῆς δώσῃ ἀντὶ γιὰ ἁγίασμα λίγο νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι ποὺ ἦταν στὸ προαύλιο τῆς Ἁγίας Ἄννας. Μὲ τὸ νερὸ ἡ Τουρκάλα ράντισε καὶ πότισε τὸ παιδί της, τὸ ὁποῖο μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἔγινε καλά. Ἀπὸ τότε τὸ παιδὶ αὐτὸ τὸ ἔστελναν στὸ ἑλληνικὸ Σχολεῖο κι ἔκανε παρέα μόνο μὲ χριστιανόπουλα. Σχεδίαζαν νὰ τὸ βαπτίσουν καὶ νὰ γίνῃ χριστιανός, ἀλλὰ δὲν πρόλαβαν, γιατὶ ἦρθε ὁ διωγμός.
Οἱ Τοῦρκοι στὸ Βόρι, ποὺ ἔβλεπαν τὰ θαύματα τῆς Ἁγίας Ἄννας, τῆς εἶχαν μεγάλο σεβασμό. Ἔτσι, ὅταν ἔγινε ὁ πρῶτος διωγμὸς τῶν Ἑλλήνων τὸ 1912 καὶ φεύγοντας οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ τὸ Βόρι ἔμειναν μόνο Τοῦρκοι, τὸ καντῆλι τῆς Ἁγίας Ἄννας ποτὲ δὲν ἔσβυνε. Τὸ ἄναβαν οἱ Τοῦρκοι.
Θαῦμα 22ον
Ἡ Μαρία χήρα Ἀρίστου Ἀριστάρχου, κάτοικος Αἰγίου (Χρυσ. Σμύρνης 11) διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Ἡ μητέρα μου Ἄννα Γεωργίου ὅταν ἦτο κόρη ἀνύπαντρη ἡλικίας 30 ἐτῶν, ἐνῷ ἦτο ὑγιὴς αἴφνης ἔπαθε παράλυση. Δὲν μποροῦσε νὰ κινήση τίποτε. Ἐμένανε στὸ Βόρι καὶ γιατρὸ τότε πίστευαν καὶ εἶχαν μόνο τὴν Ἁγία Ἄννα. Πῆραν τὴν ἄρρωστη καὶ τὴν πῆγαν σηκωτὴ μὲ τὸ φορεῖο στὴν Ἁγία Ἄννα. Ἔμεινε ἐκεῖ μὲ τὴ μητέρα της Μαλαματένια μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Πολλὲς φορὲς τὰ βράδυα, διηγεῖται, ἀκουόταν ὁ θόρυβος ἀπὸ τὸ ἄνοιγμα κλειδαριᾶς χωρὶς νὰ ἄνοιγῃ ἡ πόρτα καὶ ἄλλοτε καταλάβαιναν τὸ θόρυβο ἀπὸ τὰ πασουμάκια τῆς Ἁγίας Ἄννας, ποὺ περπατοῦσε χωρὶς νὰ τὴ βλέπουν. Καὶ ἄλλοτε ἀκουόταν τὸ θυμιατὸ ποὺ θύμιαζε ἡ Ἁγία Ἄννα τὴ νύχτα στὸ ἱερό. Ἡ ἄρρωστη τότε μητέρα μου μετὰ τὶς 40 ἡμέρες ἔγινε ἐντελῶς καλά. Εἶχε πάντα μιὰ μεγάλη εὐλάβεια στὴν Ἁγία Ἄννα, καὶ δὲν ἄφηνε καμιὰ εὐκαιρία διὰ νὰ ἐκφράζῃ τὴν εὐγνωμοσύνη της».
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΑΣ ΣΤΟ ΑΙΓΙΟΝ
Θαῦμα 1ον
Ἡ Ἄννα Τσιλιμπούρη τοῦ Χαραλάμπους καὶ τῆς Κυριακούλας, κάτοικος Αἰγίου (Χρυσοστόμου Σμύρνης 6) διηγεῖται (ἔτος 1983) τὰ ἑξῆς:
«Πατρίδα μου εἶναι τὰ Σκουπιὰ τῆς Προικονήσου. Στὸ Αἴγιο ἦλθαν οἱ γονεῖς μου πρόσφυγες μὲ τὸν ξεριζωμὸ τοῦ 1922. Ἐγὼ ἦλθα ἐδῶ κοριτσάκι ἓξ ἐτῶν. Σὲ ἡλικία 23 περίπου χρονῶν μοῦ συνέβη, ἕνα σοβαρὸ περιστατικό. Δούλευα στὸ σταφιδεργοστάσιο τοῦ Παπαγεωργίου. Κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἐργασίας μου γλίστρησα κι ἔπεσα. Αὐτὸ τὸ πέσιμο μοῦ ἔγινε αἰτία μιᾶς μεγάλης μου ταλαιπωρίας, διότι, μετατοπίσθηκαν δυὸ σπόνδυλοι τῆς σπονδυλικῆς μου στήλης, ὁ ἔνατος καὶ ὁ δέκατος. Οἱ γιατροὶ δὲν ἔκαμαν σωστὴ διάγνωσηη μὲ συνέπεια νὰ χειροτερέψῃ ἡ κατάστασή μου καὶ νὰ καταλήξω ὁλότελα παράλυτη. Ὁ ὀρθοπεδικὸς κ. Μηνιάτης στὴν Πάτρα μὲ ἔβαλε στὸ γύψο. Ἔμεινα ἔτσι ἀκίνητη στὸ σπίτι μου 18 ὁλόκληρους μῆνες. Μιὰ ἡμέρα ἡ μητέρα διαπίστωσε ὅτι ὁ γύψος καὶ τὸ στρῶμα μου εἶχαν γεμίσει αἵματα. Καλέσαμε στὸ τηλ. τὸν κ. Μηνιάτη ἀπὸ τὴν Πάτρα. Εἶπε πὼς τὸ πρόγραμμά του δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ ἔλθη καὶ πρότεινε νὰ καλέσωμε τὸν κ. Παπαχρυσάνθου, νὰ βγάλη τὸ γύψο καὶ νὰ μοῦ περιποιηθεῖ τὶς πληγὲς ποὺ προκάλεσαν τὸ αἱμάτωμα. Ἔγιναν ὅλ᾿ αὐτὰ ἀπὸ τὸν ἰατρὸ κ. Παπαχρυσάνθου, ἐγὼ ὅμως ἐξακολουθοῦσα νὰ εἶμαι παράλυτη. Ὁ κ. Μηνιάτης συμβούλεψε νὰ μὲ πᾶνε πάλι στὴν Πάτρα γιὰ νὰ μοῦ ξαναβάλει τὸ γύψο. Ὁ ἀδελφός μου ὁ Νῖκος ἑτοιμαζόταν νὰ μὲ πάη. Τότε ἐπεμβαίνει ἡ μητέρα μου καὶ λέγει:
› Ὡς τώρα, τοῦ εἶπε, σὲ ἄκουσα καὶ γυρίζουμε στοὺς γιατροὺς χωρὶς ἀποτέλεσμα. Τώρα δὲν θὰ σὲ ἀκούσω ἄλλο. Θὰ πάω τὴν κοπέλλα πρῶτα στὴν Ἁγία Ἄννα καὶ ὕστερα πήγαινε ἐσὺ ὅπου θέλεις.
Μὲ σήκωσαν τέσσαρες γυναῖκες. Μία κρατοῦσε τὸ κεφάλι, ἡ ἄλλη τὰ πόδια καὶ οἱ ἄλλες δυὸ δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τὸ κορμὶ καὶ μὲ πῆγαν στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Ἄννας στὸ Συνοικισμό.
Ἦταν τότε ἡ ξύλινη Ἐκκλησία. Ἐφημέριος ἦταν ὁ π. Ἀνδρέας Κουμπέτσος.
Ἑτοίμασαν νὰ γίνῃ ἁγιασμὸς καὶ μὲ ἔστησαν καθιστὴ στὸ δάπεδο τοῦ ναοῦ. Μοῦ κρατοῦσαν τὴν πλάτη νὰ σταθῶ γιατὶ ἀπὸ μόνη μου δὲν μποροῦσα νὰ μείνω σ᾿ αὐτὴ τὴ στάση. Ὕστερα μοῦ ἔφεραν τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας αὐτὴ ποὺ εἶναι τώρα στὸ προσκυνητάρι μὲ τὰ χρυσᾶ ἀφιερώματα, καὶ μοῦ τὴν ἔβαλαν ὄρθια στά γόνατά μου. Ὁ π. Ἀνδρέας ἄρχισε νὰ ψάλλῃ ἁγιασμό. Ἀμέσως τότε ἡ εἰκόνα δίνει μιὰ σπρωξιὰ καὶ μὲ ξαπλώνει ὕπτια κάτω. Στὴ συνέχεια ὄρθια ἡ εἰκόνα ἄρχισε νὰ κινῆται πέρα δῶθε καὶ νὰ τρίβεται πάνω στὸ σῶμα μου ἀπὸ τὸ κεφάλι μέχρι τὰ πόδια. Ἀπ᾿ ἐκεῖ πεταγόταν πάλι στὸ κεφάλι καὶ συνέχιζε νὰ κάνῃ τὸ ἴδιο. Αὐτὸ συνεχιζόταν μέχρι ποὺ τελείωσε ὁ ἁγιασμὸς ποὺ οὔτε κατάλαβε πῶς τὸν ἔψαλε ὁ π. Ἀνδρέας, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε ἁπλῶς φοβηθῆ, ἀλλὰ εἶχε πάθει φρίκη, τόσο ποὺ τὰ γένεια του εἶχαν σηκωθῆ ὄρθια ἀπὸ τὸν τρόμο του. Ἐγὼ ζοῦσα φοβερὴ στιγμή. Εἶχα τρομάξει, τὰ εἶχα χάσει. Ἅπλωνα τὰ χέρια, ζητοῦσα βοήθεια, οἱ γυναῖκες ὅμως στεκόντανε μακριά. Ἡ εἰκόνα μοῦ φαινόταν σὰν πούπουλο καθὼς κινιόταν ἐπάνω μου. Τελειώνοντας ὁ Ἁγιασμὸς σταμάτησε νὰ κινῆται ἡ εἰκόνα. Τὴν πῆραν τότε ἀπὸ πάνω μου καὶ θέλησαν νὰ μὲ σηκώσουν πάλι γιὰ νὰ μὲ μεταφέρουν. Ἔγω αἰσθάνθηκα μιὰ δύναμη στὸν ὀργανισμό μου.
› Ἀφῆστε με τοὺς εἶπα, θὰ σηκωθῶ μόνη μου, ἔγινα καλά.
Καὶ σηκώθηκα ὄρθια. Δοκίμασα νὰ περπατήσω. Δυὸ χρόνια εἶχα περίπου νὰ τὸ κάμω. Ἄλλαξα βήματα. Ἀσπάσθηκα μὲ δάκρυα τὸ σταυρό, τὴν εἰκόνα καὶ τὸ χέρι τοῦ ἱερέα καὶ μετὰ ξεκίνησα γιὰ τὸ σπίτι. Ἡ μητέρα μου ἤθελε νὰ μοῦ δείξη τὸ δρόμο. Πράγματι εἶχα ξεχάσει ἀπὸ ποῦ πηγαίνουν στὸ σπίτι μας. Ἡ Ἁγία Ἄννα μὲ ἐθεράπευσε ἀπὸ τὴν ἀνίατη ἀρρώστεια μου. Αἰσθανόμουν ἐντελῶς ὑγιής. Ὁ κ. Μηνιάτης ποὺ ἔκανε τὶς ἐξετάσεις του δὲν πίστευε στὰ μάτια του. Βρῆκε τὴ σπονδυλική μου στήλη ἐντελῶς φυσιολογική. Σὲ λίγους μῆνες ἦλθε ἡ Γερμανικὴ κατοχή. Κι᾿ ἐγώ, ἡ πρώην παράλυτη, μαζὺ μὲ ἄλλες γυναῖκες, δούλευα στὰ χαρακώματα, στὸ 20ο χιλιόμετρο κοντὰ στὴν Πάτρα καὶ πηγαινοερχόμουν κάθε ἡμέρα μὲ τὰ πόδια. Ποτὲ δὲν λησμονῶ τὴν εὐεργεσία τῆς Ἁγίας Ἄννας σὲ μένα τὴν ταπεινὴ καὶ ἁμαρτωλή. Πολὺ τὴν εὐλαβοῦμαι καὶ πάντοτε τιμῶ καὶ δοξάζω τὴν Ἁγία Ἄννα» .
Θαῦμα 2ον
Μιὰ ἐνορίτισσα τῆς Ἁγίας Ἄννας ἡ ὁποία ἰδιαίτερα τὴν εὐλαβεῖται καὶ ἡ ὁποία διὰ λόγους εὐνοήτους θέλει νὰ εἶναι ἀνώνυμος, διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Εἶναι βέβαια ὄνειρο, ἀλλὰ ἔχει τόση ζωντάνια καὶ εἶναι τόσο χαρακτηριστικό, ὥστε ἐγὼ μὲ τὴ δική μου τὴ σκέψη τὸ θεωρῶ ὡς ἐπίσκεψη καὶ εὐλογία τῆς Ἁγίας Ἄννας σὲ μένα τὴν ταπεινή.
Πάντοτε στὴν προσευχή μου ἐπικαλοῦμαι τὴν προσευχὴ καὶ τὴ μεσιτεία τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ἕνα βράδυ, ἦταν Μάρτης τοῦ 1982, μὲ περισσότερη θέρμη ζήτησα τὴ βοήθειά της, διότι εἶχα στενοχώριες καὶ προβλήματα, τὰ ὁποῖα κρατοῦσαν σὲ ἀγωνία τὴν ψυχή μου. Εἶδα ἐκεῖνο τὸ βράδυ, στὸν ὕπνο μου, ὅτι ἐνῶ ἐγὼ εἶχα γείρει στὸ κρεββάτι μου γιὰ ὕπνο, σὲ μιὰ στιγμὴ ἄνοιξε ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μου καὶ πρόβαλε μιὰ ἡλικιωμένη γυναῖκα. Ἔλαμπε ἀπὸ τὴν μεγαλοπρέπεια μὲ διάχυτη τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν καλωσύνη στὸ πρόσωπό της. Πλησίασε, στάθηκε καὶ μοῦ εἶπε:
› Μὲ φωνάζεις κάθε μέρα κ᾿ ἐγὼ ἔρχομαι, ἀλλὰ μέσα στὸ σπίτι σου δὲν μὲ ἔχεις.
Ἐγὼ γεμάτη ἔκπληξη καὶ τρόμο τὴ ρώτησα:
› Ποιὰ εἶσαι ἐσύ;
› Μὲ ξέρεις,
ἀπάντησε καὶ δείχνοντας μὲ τὸ πανάγιο χέρι της τὴν κατεύθυνση πρὸς τὴν Ἐκκλησία πρόσθεσε:
› Μόλις στρίψεις ἀπὸ τὸ σχολεῖο φάτσα μὲ βλέπεις.
Ἀμέσως χάθηκε κι᾿ ἔκλεισε ἡ πόρτα. Τὴν ἑπομένη εἶχα στὸ σπίτι μου τὴν ἐπίσκεψη μιᾶς μοναχῆς. Διηγήθηκα σ᾿ αὐτὴν τὸ ὄνειρό μου καὶ χωρὶς ἀμφιβολία συμφωνήσαμε ὅτι ἦταν ἡ Ἁγία Ἄννα. Πράγματι ἔλειπε ἀπὸ τὸ εἰκονοστάσι τοῦ σπιτιοῦ μου ἡ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ἔψαξα καὶ βρῆκα μία εἰκόνα της κι ἔτσι ἔχω τὴν εὐλογημένη παρουσία της πάντοτε μέσα στὸ σπίτι μου».
Θαῦμα 3ον
Ἡ ἴδια ἐνορίτισσα διηγήθηκε καὶ τὸ ἑξῆς ἐπίσης ὄνειρο.
«Ἦταν καλοκαίρι τοῦ 1982 καὶ στὴ βραδυνή μου προσευχὴ εἶχα ἰδιαίτερα προσευχηθῆ στὴν Ἁγία Ἄννα. Τὸ βράδυ ἐκεῖνο εἶδα τὸ ἑξῆς ὄνειρο. Βρέθηκα μέσα στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Ἄννας. Δὲν εἶχε κτισθεῖ ὁ πέτρινος ναὸς ποὺ ἔχει κτισθεῖ τώρα, ἀλλὰ ἡ πρώτη ἐκκλησία, ἡ ξύλινη παράγκα. Ἡ ἐκκλησία ἦταν γεμάτη ἀπὸ χριστιανοὺς καὶ γινόταν θεία λειτουργία.
Τὴ στιγμὴ ποὺ τελείωσε τὸ χερουβικὸ καὶ ὁ ἱερεὺς ἔβγαινε ἀπὸ τὸ ἱερὸ γιὰ τὴ μεγάλη εἴσοδο, εἶδα ἐπάνω στὸ ἱερὸ Δισκάριο νὰ εἶναι ἕνα μικρὸ παιδί. Μοῦ φαινόταν πὼς χωροῦσε πάνω στὸ Ἅγιο Δισκάριο. Τὸ παιδὶ αὐτὸ ἄστραφτε ἀπὸ φῶς καὶ καθὼς προχωροῦσε ἀργὰ ὁ ἱερεὺς κάνοντας τὴν εἴσοδο, τὸ παιδὶ εὐλογοῦσε μὲ τὸ δεξί του χέρι τοὺς πιστοὺς ποὺ ἦταν γονατιστοί. Ἐκτυφλωτικὴ ἦταν ἡ λάμψη ποὺ εἶχαν τὰ μάτια του. Ὅταν ὁ λειτουργὸς στάθηκε στὸ μέσον του Ναοῦ γιὰ νὰ μνημόνευση, τὸ λαμπερὸ παιδὶ ἔστρεψε τὴ ματιά του στὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ βλέποντας μία τὴν εἰκόνα καὶ μία τὸ ἐκκλησίασμα φώναξε τρεῖς φορὲς μὲ δυνατὴ καὶ κρυστάλλινη γλυκειὰ φωνή: Γιαγιά, Γιαγιά, Γιαγιά. Ὁ λειτουργὸς προχώρησε στὸ στὸ ἅγιο βῆμα καὶ τὸ ὅραμα τελείωσε».
Θαῦμα 4ον
Ἡ Διαλεχτὴ Γεωργοπούλου κάτοικος Αἰγίου (Στράτωνος 9) διηγεῖται (1983) τὰ ἑξῆς:
«Ὅταν ὁ γυιός μου Γιῶργος ἦταν ἡλικίας 10 χρονῶν τοῦ συνέβη τὸ ἑξῆς περιστατικό. Ἦταν τότε μαθητὴς στὸ δημοτικὸ σχολεῖο. Μιὰ ἡμέρα γυρίζοντας ἀπὸ τὸ σχολεῖο δὲ βρῆκε τῆς ἀρεσκείας του τὸ φαγητὸ ποὺ εἶχε ἑτοιμαστῆ. Θύμωσε καὶ πῆρε νὰ κόψη γιὰ νὰ φάει πορτοκάλι, συγχρόνως ὅμως εἶπε στὸ θυμό του καὶ μία βλαστήμια. Δὲ πρόλαβε ὅμως νὰ κόψῃ τὸ πορτοκάλι καὶ σωριάσθηκε κάτω βγάζοντας ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα καὶ χτυπώντας μὲ τὰ πόδια του τὸ πάτωμα. Βλέποντας ἐγὼ τὸ παιδί μου σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση κάλεσα τὸ γιατρὸ κ. Γιαννάκη Σπυρόπουλο. Ὁ γιατρὸς μετὰ τὴν ἐξέταση τοῦ παιδιοῦ εἶπε:
› Αὐτὴ δὲν εἶναι ἀρρώστια γιὰ μᾶς, ἐμεῖς δὲν ἔχουμε δουλειὰ ἐδῶ. Θὰ καλέσεις παπά.
Κάλεσα τότε τὸν ἐφημέριο τῆς ἐνορίας μας, ὁ ὁποῖος διάβασε διάφορες εὐχές. Μετὰ ἀπὸ τὸ διάβασμα τὸ παιδὶ ἡρέμησε καὶ τότε μπόρεσε νὰ ἐπικοινωνήσῃ μὲ τὸ περιβάλλον του καὶ νὰ μιλήση. Διηγήθηκε τότε τὰ ἑξῆς:
› Τὴ στιγμὴ ποὺ ἔκοβα τὸ πορτοκάλι, ἐνῷ εἶχα εἰπῆ μὲ τὸ θυμό μου τὴ βλαστήμια εἶδα ν᾿ ἀνεβαίνη τὴ σκάλα μας ἕνας κοντὸς καὶ μαῦρος μὲ μιὰ μακριὰ οὐρά. Μὲ χτύπησε μὲ τὴν οὐρά του στὸ πρόσωπο κι ἔπεσα κάτω. Ἀπὸ τότε δὲ θυμᾶμαι τίποτε ἄλλο. Πρὶν μὲ χτυπήση καὶ πίσω φοβέρισε τὴ γιαγιά μου (Μυρσίνη Πασχαλίδου) ἡ ὁποία ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἔκανε τὸ σταυρό της. Γιὰ σένα θὰ ξανάρθω νὰ ἐξηγηθοῦμε, τῆς εἶπε.
Τὸ παιδὶ ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι ἀνήσυχο. Ἔβλεπε πολλὲς φορὲς ἐκεῖνον τὸν μαῦρο μὲ τὴν οὐρά. Πήγαμε σὲ διάφορα προσκυνήματα καὶ παρακαλέσαμε. Αὐτὸ διήρκεσε περίπου ἕνα ἑξάμηνο. Τελευταῖα πήγαμε τὸ παιδὶ στὴν Ἁγία Ἄννα ντυμένο καλογεράκι. Ὅσο βρισκόταν στὴν ἐκκλησία ἦταν ἥρεμο, ἔφευγε ἡ ταραχή. Αὐτὴ ἡ εἰκόνα ἔλεγε δείχνοντας τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας, μὲ ἀνακουφίζει. Γι᾿ αὐτὸ πηγαίναμε γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ τακτικὰ στὴν Ἁγ. Ἄννα. Δὲν ξαναεῖδε τὸν κοντὸ μὲ τὴν οὐρά, ἡρέμησε, ἔγινε ἐντελῶς καλά καὶ μέχρι σήμερα χαίρει ἄκρας ὑγείας» .
Θαῦμα 5ον
Ἡ κ. Χριστίνα χήρα Ι. Σεβαστοῦ κάτοικος συνοικισμοῦ Αἰγίου διηγεῖται (1980) τὰ ἑξῆς:
«Ἡ κόρη μου Κατερίνα ἀπὸ ἡλικίας δυὸ ἐτῶν ὑπέφερε ἐπὶ τέσσερα χρόνια ἀπὸ μία σοβαρὴ ἀρρώστεια. Παρ᾿ ὅλη τὴν προσπάθεια μὲ γιατροὺς καὶ φάρμακα, τὸ παιδὶ ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι στὴν ἴδια κατάσταση. Εἶχα εὐλάβεια στὴν Ἁγία Ἄννα καὶ τὴν παρακαλοῦσα μὲ θέρμη νὰ μοῦ κάμη καλὰ τὸ παιδί μου. Μία ἡμέρα ποὺ εἶχα πάει στὸ γιατρὸ μαζὺ μὲ τὸ παιδί, βρέθηκε μπροστά μου μιὰ μαυροφορεμένη γυναῖκα μ᾿ ἕνα παιδάκι στὴν ἀγκαλιά, ἡ ὁποία μοῦ εἶπε:
› Κυρά μου τὸ παιδί σου δὲν θὰ γίνει καλά. Μὴν τρέχης καὶ ξοδεύεσαι στοὺς γιατρούς. Θὰ πᾶς νὰ βρῆς ἕνα χορτάρι ποὺ θὰ σοῦ εἰπῶ θὰ δώσης, ἀπ᾿ αὐτὸ νὰ πιῆ τὸ παιδὶ κι ἔτσι θὰ γίνῃ καλά.
Μοῦ περιέγραψε τὸ χόρτο κι ἐξαφανίστηκε χωρὶς νὰ καταλάβω πῶς. Πιστεύω ὅτι ἦταν ἡ Ἁγία Ἄννα, τὴν ὁποία παρακαλοῦσα γιὰ τὸ παιδί μου.
Ἐπὶ δυὸ χρόνια ἔψαχνα νὰ βρῶ τὸ χορτάρι καὶ δὲν τὸ εὕρισκα. Μιὰ ἡμέρα ὅμως τὸ ἀγοράκι μου, ὁ Πανταζῆς μου ἔφερε μία χεριὰ χόρτο καὶ μοῦ εἶπε:
› Νὰ μαμὰ τὸ χόρτο ποὺ θέλεις γιὰ τὴν Κατίνα μας.
Ἦτο ἀκριβῶς ὅπως μοῦ τὸ περιέγραψε ἐκείνη ἡ γυναῖκα ποὺ μοῦ φανερώθηκε. Ἔκαμα τότε λειτουργία στὴν Ἁγία Ἄννα, ἔδωσα καὶ ἀπὸ τὸ χόρτο στὸ παιδὶ καὶ ἤπιε. Τὸ θαῦμα ἔγινε. Τὸ παιδὶ μετὰ ἀπὸ τέσσερα χρόνια ταλαιπωρίας ἔγινε καλὰ καὶ μέχρι σήμερα δὲν ξέρει τί εἶναι ἀρρώστεια. Ὅσο ζῶ θὰ εὐλαβοῦμαι καὶ θὰ εὐγνωμονῶ τὴν Ἁγία Ἄννα γιὰ τὴν εὐεργεσία της».
Θαῦμα 6ον
Ἡ Κασιανὴ Μιτακόλα θυγατέρα τοῦ Δημ. Νικολόπουλου ἀπὸ τὴν Κρήνη (Ἀράχωβα) Αἰγίου διηγεῖται τὰ ἑξῆς (1983).
«Εἶμαι ὑπάλληλος καὶ κατοικῶ στὴν Κόρινθο μὲ τὸ σύζυγό μου καὶ τὸ ἀγοράκι μας ἕξη χρονῶν τώρα (1982). Αἰσθάνομαι τὴν ὑποχρέωση νὰ μιλήσω γιὰ ἕνα θαῦμα ποὺ ἔκαμε σὲ μένα ἡ Ἁγία Ἄννα. Πρὶν τέσσερα χρόνια εἶχα ἐνοχλήσεις γυναικολογικές. Ἐπισκέφθηκα πολλοὺς γιατροὺς τυχαίους καὶ φημισμένους. Ἔμεινα καὶ στὸ νοσοκομεῖο «Ἔλενα» καὶ ἔκαμα θεραπεία χωρὶς ὅμως ἀποτέλεσμα. Ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας μου ἀντὶ νὰ βελτιωθῇ χειροτέρευε. Ἡ ταλαιπωρία αὐτὴ τῆς ἀρρώστειας μου συνεχιζόταν ἐπὶ τρία χρόνια. Τὸν τελευταῖο χρόνο μάλιστα ὑπέφερα ἀπὸ αἱμορραγία. Τελικὰ ἀποφάσισα νὰ πάω γιὰ θεραπεία στὴν Ἀγγλία καὶ ἑτοιμαζόμουν γιὰ τὸ ταξείδι. Ἡμέρες πρὶν φύγω κάναμε συζήτηση γιὰ τὴν ἀρρώστειά μου σὲ μία συντροφιά. Ἦταν μαζὺ καὶ ἡ κ. Χριστίνα Σεβαστοῦ, ἡ ὁποία εἶναι συγχωριανή μου καὶ μένει στὸ συνοικισμὸ Αἰγίου. Ἡ κ. Χριστίνα μὲ ἐβεβαίωσε πὼς ἡ Ἁγία Ἄννα θὰ κάμη τὸ θαῦμα της ἂν τὴν παρακαλέσω. Συγχρόνως μοῦ μιλοῦσε καὶ γιὰ ἕνα χόρτο, τὸ ὁποῖο εἶχε ὑποδείξει σ᾿ αὐτὴν ἡ Ἁγία Ἄννα καὶ μ᾿ αὐτὸ εἶχε πρὶν χρόνια θεραπευθῆ ἡ κόρη της. Προσέθετε ὅτι δὲν ἀρκεῖ μόνον τὸ χόρτο γιὰ νὰ ἔλθη τὸ ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ χρειάζεται πίστη καὶ προσευχὴ γιὰ νὰ δώσει ἡ Ἁγία Ἄννα τὴ χάρη της.
Εἶχα κουρασθῆ ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία τῆς ἀρρώστειας μου. Στὴν Ἀγγλία, ποὺ εἶχα ἀποφασίσει νὰ πάω, πήγαινα χωρὶς πολλὲς ἐλπίδες. Ἡ ἀπελπισία ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα μέσα μὲ εἶχε κυριεύσει. Κρέμασα τὶς ἐλπίδες μου στὴν Ἁγία Ἄννα. Προσευχήθηκα καὶ τὴν παρακάλεσα νὰ μὲ βοηθήση. Ἤπια καὶ ἀπὸ τὸ χόρτο ποὺ μοῦ ἔδωσε ἡ κ. Χριστίνα. Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ ἔπαυσαν οἱ αἱμορραγίες μου καὶ γρήγορα διαπίστωσα ὅτι εἶχα ἐντελῶς θεραπευθῆ. Πέρασε ἀπὸ τότε διάστημα ἑπτὰ μηνῶν καὶ δὲν αἰσθάνθηκα καμιὰ ἐνόχληση ἀπὸ τὴν προηγούμενη ἀρρώστεια μου.
Ἡ πίστις μας εἶναι ζωντανὴ καὶ ἀληθινή. Οἱ Ἅγιοί μας σκορπίζουν εὐεργεσίες ποὺ δίδει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἐγὼ εὐεργετήθηκα ἀπὸ θαῦμα τῆς Ἁγίας Ἄννας. Στὸ Ναό της στὸ Αἴγιο ἔκαμα τὴν εὐχαριστήρια λειτουργία μου, ἀλλὰ πάντοτε θὰ τὴν εὐγνωμονῶ».
Θαῦμα 7ον
Ἡ Μαγδαληνὴ Κασάμπαλη κάτοικος Κορυδαλλοῦ (Τσουμαγιᾶς 5) διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Ἔζησα μιὰ φοβερὴ ταλαιπωρία στὴν οἰκογενειακή μου ζωή. Δὲν μποροῦσα νὰ βγάλω πέρα τὰ παιδιά μου. Τὰ ἔχανα μὲ ἀποβολὴ πρὶν γεννηθοῦν. Ὄχι, ἕνα καὶ δυό, ἀλλὰ ἐννέα παιδιά. Κάποιος μοῦ μίλησε γιὰ τὰ θαύματα τῆς Ἁγίας Ἄννας, ποὺ θαυματουργοῦσε στὸ Βόρι, ἀλλὰ καὶ στὸ Αἴγιο. Πῆγα κι ἐγὼ στὸ Αἴγιο καὶ παρακάλεσα τὴν Ἁγία. Ζήτησα νὰ μοῦ χαρίσει ἕνα παιδί, ἕνα κοριτσάκι. Πράγματι τὸ δέκατο παιδί μου τὸ ἔβγαλα καλὰ πέρα. Γεννήθηκε ἀνήμερα Χριστούγεννα, παιδὶ ὑγιές, μιὰ χαρά. Τὸ ὤνομασα Χριστιάνα. Τὸ μοναχοπαίδι μου αὐτὸ τὸ ὀφείλω στὴν Ἁγία Ἄννα, ἡ ὁποία ἄκουσε τὶς προσευχές μου καὶ μετὰ ἀπὸ τόσα βάσανα μοῦ χάρισε τὴ Χριστιάνα. Πάντοτε θὰ στρέφω μὲ εὐγνωμοσύνη τὰ λόγια της προσευχῆς μου στὴν Προμήτορα τοῦ Κυρίου μας τὴν Ἁγία Ἄννα».
Θαῦμα 8ον
Ἡ Φωτεινὴ σύζυγος Κωνσταντίνου Παπίρη κάτοικος Συνοικισμοῦ Αἰγίου (Νικομηδείας 16) διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Εἶμαι εὐγνώμων στὴν Ἁγία Ἄννα γιὰ μία ξεχωριστὴ εὐεργεσία ποὺ μοῦ ἔκαμε. Τὸ ἔτος 1953 αἰφνιδίως ἀρρώστησε τὸ παιδί μου ὁ Γιῶργος ἀπὸ κυάνωση. Ἦταν 4 ἐτῶν ποὺ τοῦ παρουσιάστηκε αἱματουρία. Οἱ γιατροὶ στὸ νοσοκομεῖο γνωμάτευσαν ὅτι εἶχε δηλητηριασθῆ τὸ αἷμα του. Ὡς ἐκ τούτου ἔκαναν συνεχεῖς μεταγγίσεις αἵματος χωρὶς ὅμως καλὰ ἀποτελέσματα. Ἐπειδὴ δὲν ἔβλεπαν βελτίωση ἀπελπίσθηκαν γιὰ τὴ θεραπεία του.
› Ἔχετε ἄλλο παιδί; λέγει ὁ γιατρός.
› Ἔχουμε ἄλλο ἕνα γιατρέ.
› Ἒ νὰ σᾶς ζήση αὐτὸ τὸ ἄλλο ποὺ ἔχετε, αὐτὸ δὲν ἦταν δικό σας.
Ἔφυγα θλιμμένη καὶ πῆγα στὸ σπίτι μου γιὰ νὰ ἑτοιμάσω ὅτι θὰ χρειαζόταν γιὰ κηδεία. Ἀφοῦ ἑτοίμασα, ξεκίνησα πάλι γιὰ τὸ νοσοκομεῖο. Περνώντας ἀπὸ τὴν ἐκκλησία εἶδα ὅτι ἦταν ἀνοιχτή. Μπῆκα κι ἔπεσα μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας γονατιστὴ καὶ ζήτησα μὲ ὅλα τὰ δάκρυά μου καὶ τὸν πόνο μου νὰ μοῦ χαρίση τὸ παιδί μου. Δὲ κατάλαβα πόσο ἔμεινα ἐκεῖ προσευχόμενη. Κάποτε σηκώθηκα, πῆρα καὶ λάδι ἀπὸ τὸ καντήλι καὶ κουβάλησα τὰ βήματά μου, κοντὰ στὸ ἑτοιμοθάνατο ἀγοράκι μου. Τὸ σταύρωσα μὲ τὸ λαδάκι τῆς Ἁγίας. Τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου ἂς γίνῃ. Ἐσὺ Ἁγία Ἄννα μπορεῖς νὰ τὸ θεραπεύσῃς ἂν θελήσῃς.
Στὶς στιγμὲς αὐτὲς τῆς ἀπελπισίας ὁ σύζυγός μου ζήτησε ἀπὸ τοὺς γιατροὺς νὰ τοῦ δώσουν τὸ παιδὶ νὰ τὸ μεταφέρη σὲ καλύτερο νοσοκομεῖο.
Νὰ τὸ πάρης, τοῦ εἶπαν, ἀλλὰ θὰ σοῦ μείνη στὸ δρόμο. Γιὰ νὰ σοῦ φύγῃ ὅμως ἡ ἰδέα, νὰ πάρουμε τὸν κ. Τσακίρη στὴν Πάτρα τηλέφωνο. Πράγματι τηλεφώνησαν στὸ γιατρὸ κ. Τσακίρη, ὁ ὁποῖος συνέστησε νὰ συνεχισθοῦν οἱ μεταγγίσεις αἵματος μέχρι τελευταίας ἀναπνοῆς. Μὲ τὴν πρώτη μετάγγιση ὅμως ἔγινε φανερὴ ἡ βελτίωση τοῦ παιδιοῦ καὶ γρήγορα στὴ συνέχεια πέρασε στὴν πορεία τῆς ἀναρρώσεως. Σὲ λίγες ἡμέρες εἶχε γίνει ἐντελῶς καλά. Ζεῖ μέχρι σήμερα (1983) ὑγιὴς μὲ τὴν οἰκογένειά του. Ἡ σωτηρία τοῦ παιδιοῦ μου ὀφείλεται στὴ χάρη τῆς Ἁγίας Ἄννας, τὴν ὁποίαν πάντοτε δοξάζω καὶ εὐγνωμονῶ».
Θαῦμα 9ον
Ἡ Μαρία Μυλωνᾶ θυγατέρα Ἰω. Χαντζηαθανασίου ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη (1983) διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Τὸ ἔτος 1953 ἐγκατεστημένη ὡς πρόσφυγας στὸ Αἴγιον, δούλευα σὰν ἐργάτρια. Συνέβη κάποτε, ὡς πρόεδρος τοῦ σωματείου Ἐργατριῶν τῶν σταφιδεργοστασίων νὰ βρεθῶ γιὰ ὑπηρεσίες στὸ ἐργοστάσιο συσκευασίας σταφυλιῶν Διγελιωτίκων. Ἐκεῖ κάτι πάτησα γλίστρησα κι᾿ ἔπεσα. Μὲ τὸ πέσιμο χτύπησα ἄσχημα τὸ πόδι μου, τὸ ὁποῖον ἑκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι ἔπαθε τραῦμα μὲ αἱμάτωμα παρουσίασε καὶ ἐξάρθρωση. Μὲ μετέφεραν στὸ σπίτι μου καὶ περιποιήθηκα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ γιατροῦ στὴ συνέχεια τὸ πόδι μου, τὸ ὁποῖο πρήσθηκε ἄσχημα. Ἔτσι ἔμεινα ἄρρωστη στὸ κρεββάτι. Νὰ ἐργασθῶ δὲν μποροῦσα, μποροῦσα ὅμως νὰ προσεύχωμαι. Ὁ πόνος αὐξάνει τὴ θέρμη τῆς προσευχῆς. Ἰδιαίτερα παρακαλοῦσα τὴν Ἁγία Ἄννα. Ἕνα μεσημέρι ἐκεῖ ποὺ συζητούσαμε μὲ τὴ συμπεθέρα μου, ἡ ὁποία μου ἔκανε συντροφιά, μὲ πῆρε ἐλαφρὸς ὕπνος. Εἶδα τότε σὲ ὄνειρο νὰ μπαίνῃ στὸ σπίτι μία περίπου, ψηλὴ γυναῖκα μεγαλοπρεπής με καφὲ φόρεμα. Μοῦ ἔπιασε τὸ πονεμένο πόδι καὶ μοῦ τὸ τίναξε. Πόνεσα ἀπὸ τὸ τίναγμα καὶ στὸ ξύπνημά μου τὴν ἄκουσα νὰ μοῦ λέγη.
› Τὸ πόδι σου δὲν ἔχει τίποτε. Μόνο ὅταν σηκωθῇς νὰ δούλεψης καὶ γιὰ μένα. Νὰ ζητιανέψης, νὰ μαζέψης χρήματα γιὰ νὰ γίνῃ τὸ σπίτι μου.
Δὲν μοῦ ἔμενε ἀμφιβολία ὅτι εἶχα δεχθῆ τὴν ἐπίσκεψη τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ὅταν θεραπεύθηκα ἔκαμα ὅπως μοῦ ζήτησε. Ζητιάνεψα, ζήτησα βοήθεια ἀπὸ ὅσους ἐμπόρους ἐγνώριζα καὶ ἀπὸ τοὺς γνωστούς μου. Ὅταν πληρώθηκαν οἱ ἐργάτριες, ἔβαλα ἕνα κουτὶ ἐκεῖ μπροστά τους καὶ ὅλες ἔρριχναν μὲ προθυμία. Ὅ,τι χρήματα μάζεψα τὰ παρέδωσα στὴν ἐπιτροπὴ ἀνεγέρσεως γιὰ νὰ γίνῃ τὸ σπίτι τῆς Ἁγίας Ἄννας, ποὺ εἶναι καὶ ὁ ἐνοριακός μας Ναὸς στὸ Συνοικισμὸ τοῦ Αἰγίου» .
Θαῦμα 10ον
Ἡ Φωτεινὴ Μαντῆ, κάτοικος Αἰγίου (Πλάτωνος 69) διηγεῖται τὸ ἑξῆς περιστατικό.
«Πάει κοντὰ τρία χρόνια τώρα ποὺ ἄρχισα νὰ ἔχω ἐνοχλήσεις καὶ πόνους στὴ χολή. Ἡ κατάστασή μου σιγὰ-σιγὰ χειροτέρευε. Οἱ πόνοι γινόντανε ὅλο καὶ πιὸ ἔντονοι. Πήγαινα στοὺς γιατρούς, μοῦ ἔδιναν φάρμακα. Κοιμόμουνα καὶ δὲν μποροῦσα νὰ ξυπνήσω ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ φάρμακα. Καλὸ δὲν ἔβλεπα, εἶχα ἀπελπισθῆ. Τελευταῖα τὸν περασμένο Αὔγουστο (1981) ἔκαμα ἐξετάσεις στὴν Κλινική του κ. Μαγκανιώτη, ὁ ὁποῖος ἔκρινε ἀναγκαία τὴν ἐγχείρηση γιὰ ἀφαίρεση χολῆς. Μοῦ ὤρισε τὴ Δευτέρα πρωὶ νὰ εἶμαι στὴν Κλινικὴ γιὰ εἰσαγωγή. Ἔφυγα πολὺ στενοχωρημένη. Στὴ σκέψη μου καρφώθηκε ἡ ἰδέα ὅτι ἀπὸ τὴν ἱστορία αὐτῆς τῆς ἐγχειρήσεως δὲν θὰ ἔβγαινα πέρα ζωντανή. Ἡ ἀπελπισία ἄρχισε νὰ μὲ τυλίγη. Τὰ μάτια μου γέμισαν δάκρυα, ἰδιαίτερα στὴν ὥρα τῆς προσευχῆς μου. Τότε θυμήθηκα τὴν Ἁγία Ἄννα. Σκέφθηκα πόσο πολὺ τὴν πίστευε καὶ τὴν παρακαλοῦσε ἡ κουνιάδα μου ἡ Θεοκλήτη. Καταγόταν ἀπὸ τὸ Βόρι ἐκείνη. Τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Ἄννας δὲν ἔλειπε ἀπὸ τὸ στόμα της. Ζήτησα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου τὴ βοήθειά της. Τὴν παρακάλεσα. Τὰ μάτια μου εἶχαν γίνει βρύσες.
Ὅταν ξημέρωσε ζήτησα ἀπὸ τὴν κόρη μου, νὰ μὲ πάη στὸ Συνοικισμὸ στὴν Ἁγία Ἄννα. Πήγαμε τὸ ἀπόγευμα. Ἄφησα τὸ τάμα μου, γονάτισα καὶ προσκύνησα. Παρακάλεσα μὲ δάκρυα. Ἐκρέμασα τὴν ἐλπίδα μου στὰ χέρια της. Ἐκεῖνο τὸ βράδυ κοιμήθηκα καλά. Τὸ πρωὶ ποὺ ξύπνησα δὲν ἔνιωθα κανένα πόνο. Ἔκαμα καὶ τὶς δουλειές μου. Κατάλαβα ὅτι ἡ Ἁγία Ἄννα ἔβαλε τὸ χέρι της. Μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες ἐπῆγα στὸ γιατρὸ κ. Μαγκανιώτη νὰ μὲ ἐξετάση.
› Τί ἔγινε ἐδῶ; λέγει. Τί ἔκαμνες στὴ χολη σου; Πῶς ἐθεραπεύθη;
Χαμογέλασα.
› Ἔχω κι ἄλλο γιατρὸ ἀνώτερο ἀπὸ τοῦ λόγου σας, ἔχω τὴν Ἁγία Ἄννα. Ἐκείνη μὲ ἔκαμε καλά.
Ἀπὸ τότε πέρασαν ὀκτὼ μῆνες μέχρι τώρα. Δὲν ἔκανα καμιὰ δίαιτα, ὅπως ἔκανα πρῶτα, δὲν ξαναπόνεσα καὶ κάνω τὶς δουλειές μου. Εὐχαριστῶ, προσκυνῶ καὶ δοξάζω τὴν Ἁγία Ἄννα».
Θαῦμα 11ον
Ἡ κ. Σπυριδούλα Ταράτσα κάτοικος Αἰγίου (Μ.Σπηλαίου 11) διηγεῖται (1983) τὸ ἑξῆς περιστατικό.
«Ἀπὸ τὸ ἔτος 1960 μὲ ἐνοχλοῦσε μιὰ ἀρρώστεια. Μὲ ἔπιανε ἕνα δυνατὸ σφίξιμο στὸ στέρνο καὶ συγχρόνως πόνος ἰσχυρὸς στὴν πλάτη καὶ παράλυση κατὰ τὴ διάρκειά του στὸ ἀριστερὸ χέρι. Ἡ ἀναπνοὴ τότε λειτουργοῦσε μὲ πολλὴ δυσκολία. Ἡ σοβαρὴ αὐτὴ ἐνόχληση μὲ ἔπιανε κατὰ διαστήματα, γινόταν δὲ ἐντονώτερη καὶ μεγαλυτέρας διαρκείας ὅταν συνέβαινε νὰ στενοχωρηθῶ πολύ, μεγάλη δὲ ἔξαρση εἶχε κατὰ τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου τῆς μητέρας μου. Οἱ γιατροὶ στοὺς ὁποίους κατέφευγα ἔδιδαν διάφορες ἑρμηνεῖες. Ἔλεγαν ὅτι ἔχει σχέση μὲ τὸ νευρικὸ σύστημα, εἶναι ἀγχώδης νεύρωσις. Τὸ ἀπέδιδαν σὲ σύνδρομο καρδιοπάθειας. Τὸ καρδιογράφημα ὅμως δὲν ἔδειχνε ἀρρώστεια.
Τὸ ἔτος 1980, ἀρχὲς Φεβρουαρίου ἐκάμαμε τὸ ἐτήσιο μνημόσυνο τῆς μητέρας στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα μου Ἁγ. Πάντες Δωρίδος. Ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ δόθηκαν ἀφορμές, οἱ ὁποῖες ἔκαμαν τὴν ἀρρώστειά μου ἔντονη καὶ ἐνοχλητική. Στὶς 8 Φεβρουαρίου τὸ βράδυ τῆς ἰδίας χρονιᾶς γινόταν στὴν Ἁγία Ἄννα τοῦ Συνοικισμοῦ ὁλονύκτια ἀγρυπνία (ἀπόδοσις Ὑπαπαντῆς).
› Θὰ γίνῃ ἀγρυπνία τὸ βράδυ μου, εἶπε ὁ σύζυγός μου ὁ Βαγγέλης, ἀλλὰ ἐσὺ στὴν κατάσταση ποὺ εἶσαι δὲν πρέπει νὰ ἔλθῃς.
› Ὄχι, εἶπα, θὰ ἔλθω. Ἔχω προστάτη μου τὴν Ἁγία Ἄννα. Πολὺ τὸ θέλω καὶ θὰ ἔλθω. Θὰ μείνω ὅσο μπορέσω.
Μετὰ τὶς 10 τὸ βράδυ καθιστὴ στὴν καρέκλα μου παρακολουθοῦσα τὴν ἀγρυπνία, ὁπότε αἰσθάνθηκα τὴ συνηθισμένη ἐνόχληση, ἀλλὰ τόσο ἔντονη, ὥστε μοῦ φάνηκε ὅτι σταμάτησε ἡ ἀναπνοή μου. Μὲ ἔπιασε τρεμούλα, μελάνιασαν τὰ χέρια μου καὶ πρὸς στιγμὴν ἔχασα τὸ φῶς μου. Συνειδητοποίησα ὅτι ἤμουν πολὺ βαριά, ὅτι θὰ πέθαινα ἐκείνη στιγμή. Μὲ πολλὴ δυσκολία ἔκαμα νόημα στὴ διπλανή μου ὅτι εἶχα ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια. Σήκωσα τὰ σβυσμένα μάτια μου στὴν Ἁγία Ἄννα καὶ παρακάλεσα.
Ἁγία Ἄννα μου βοήθησέ με, εἶπα, δὲ θέλω νὰ πεθάνω μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἀμέσως τότε ἄκουσα ἕνα δυνατὸ κρὰκ μέσα στὸ στῆθος μου, ὅπως ξεριζώνεται ἕνα δένδρο. Ὕστερα ἔνιωσα νὰ φεύγη τὸ κακὸ τῆς ἀρρώστειας μου καὶ σιγὰ-σιγὰ συνῆλθα. Στὴ διπλανή μου ποὺ προσπαθοῦσε νὰ βρῆ τρόπο νὰ μὲ βοηθήσει εἶπα νὰ μὴν ἀνησυχῆ, γιατὶ ἡ Ἁγία Ἄννα ἔβαλε τὸ χέρι της. Ἀπὸ τὴ συγκίνηση καὶ τὴν ἐξάντληση δὲ μπόρεσα νὰ παρακολουθήσω ὅλη τὴν ἀγρυπνία. Ἔταξα ευχαριστήρια λειτουργία, τὴν ὁποία καὶ ἔκαμα. Ἀπὸ τότε 4 χρόνια τώρα οὐδέποτε αἰσθάνθηκα αὐτὴν τὴν ἐνόχληση ποὺ εἶχα. Δοξάζω καὶ εὐγνωμονῶ τὴν Ἁγία Ἄννα».
Θαῦμα 12ον
Ἡ Σταματίνα Μουγκάση κάτοικος Αἰγίου (Ἀράτου 34) διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Τὸ ἔτος 1957 ἀρρώστησα ξαφνικά. Ἔμεινα στὸ Νοσοκομεῖο Αἰγίου ἕνα μῆνα. Οἱ γιατροὶ ἔκαναν διάφορες γνωματεύσεις καὶ ἀνάλογες θεραπεῖες χωρὶς κανένα ἀποτέλεσμα. Στὸ τέλος μὲ ἔστειλαν στὸν Εὐαγγελισμό. Ἀνέλαβε ὁ ἴδιος ὁ κ. Θωμᾶς Δοξιάδης, ὁ ὁποῖος μετὰ τὶς ἐξετάσεις ἐγνωμάτευσε ὅτι εἶχα ὑπερθυρεοειδισμό. Μὲ εἶχε κυριεύσει μία παράλυση ψυχική. Δὲν εἶχα ἐνδιαφέρον γιὰ τίποτε. Στὸ σπίτι μου δὲν ἤθελα νὰ πάω. Ὄρεξη γιὰ φαγητὸ δὲν εἶχα. Μοῦ ἔδιναν λουμινάλ. Σκεπτόμουνα νὰ αὐτοκτονήσω. Ἀπὸ τὸν Εὐαγγελισμό, χωρὶς καμιὰ βελτίωση τῆς καταστάσεώς μου, μὲ ἔφεραν στὸ Αἴγιο. Χρειαζόταν νὰ εἶναι συνέχεια κοντά μου ἄνθρωπος. Ἤμουν ἄχρηστη γιὰ ὁ,τιδήποτε καὶ μιλοῦσα ἀπελπισμένα γιὰ αὐτοκτονία. Ἔμεινα λίγο καιρὸ στὸ Αἴγιο. Ὕστερα μὲ ξαναπῆγαν στὸν Εὐαγγελισμό, ὅμως μὲ ξανάφεραν στὴν ἴδια κατάσταση στὸ Αἴγιο. Μὲ πῆραν ἀπὸ τὸ σπίτι μου, ἐπειδὴ εἶχα ἀνάγκη ἀπὸ ἄνθρωπο καὶ μὲ πῆγαν νὰ μείνω στὸ σπίτι τῆς θείας μου Ἄννας Τσιλιμπούρη. Ἔμενα συνέχεια κρεββατωμένη. Εἶχα δυὸ παιδάκια καὶ δὲν ἤθελα οὔτε νὰ τὰ θυμᾶμαι.
Πολλὲς ποὺ μὲ ἐπισκέπτονταν ἔλεγαν νὰ πᾶμε σὲ μάγισσες νὰ ἰδοῦμε, ἀλλὰ ἡ μάνα μου δὲν ἤθελε οὔτε νὰ ἀκουση γιὰ τέτοια. Ἡ θεία Ἄννα εἶχε μεγάλη πίστη στὴν Ἁγία Ἄννα, διότι εἶχε κάμει τὴν ἴδια καλὰ ἀπὸ βαριὰ ἀρρώστεια. Πρότεινε νὰ φέρουμε σπίτι τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας.
› Τὴν Ἁγία Ἄννα θὰ φέρουμε, μοῦ ἔλεγαν μαζὺ μὲ τὴ μητέρα μου. Νὰ τὴν παρακάλεσης μὲ τὴν ψυχή σου καὶ θὰ γίνης καλά.
Ἔτσι λοιπὸν ἔφεραν τὴν εἰκόνα, ἡ ὁποία ἔμεινε στὸ σπίτι, πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου 18 ἡμέρες. Ὁ ἱερεὺς διάβαζε τὸ πρωὶ ἁγιασμὸ καὶ τὸ βράδυ παράκληση. Στὸν 18ον ἁγιασμὸ κάθησα κάτω στὸ δὰπεδο καὶ μοῦ ἔδωσαν τὴν εἰκόνα στὴν ἀγκαλιά. Περίμενα νὰ μὲ κουνήση ὅπως εἶχα ἀκούσει ἀλλὰ δὲν ἔκαμε ἡ εἰκόνα καμιὰ κίνηση. Στενοχωρήθηκα ποὺ δὲν μὲ κούνησε.
› Δὲν ἔχει νὰ κάμη αὐτό, ἔλεγε ἡ μητέρα μου, ἡ Ἁγία Ἄννα θὰ σὲ κάμη καλά.
Πράγματι ἐκεῖνο τὸ βράδυ κοιμήθηκα καλά, ἡρέμησα, ξαναβρῆκα τὸν ἑαυτό μου, ἀνέκτησα τὶς δυνάμεις μου. Σηκώθηκα σύντομα καὶ πῆγα καὶ βρῆκα τὰ παιδιά μου ποὺ τὰ εἶχα ἐγκαταλείψει. Τὰ ἔλουσα, τὰ περιποιήθηκα. Ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα (1983) δὲν γνωρίζω τί θὰ εἰπῆ ἀρρώστεια. Ἀντιμετώπισα τὰ προβλήματα τῆς ζωῆς καὶ τῆς οἰκογενείας μου δουλεύοντας σκληρά. Αὐτὴ τὴν εὐεργεσία πάντοτε τὴν ἐνθυμοῦμαι καὶ προσπαθῶ νὰ εἶμαι εὐγνώμων στὴν Ἁγία Ἄννα».
Θαῦμα 13ον
Στὸ Προσκύνημα τῆς Παναγίας Τρυπητῆς Αἰγίου, τὸ ὡραῖο ξυλόγλυπτο προσκυνητάριο στὸ ὁποῖο ἀναπαύεται ἡ θαυματουργὸς εἰκόνα ἔχει μία ἐπιγραφὴ «Ἀφιέρωμα Δ. Τσούλη». Ἀφιέρωμα πρὸς ἔκφρασιν εὐγνωμοσύνης τοῦ δωρητῆ (κάτοικος Αἰγίου, Νικ. Πλαστήρα 83) τοῦ ὁποίου ἡ σύζυγος Κυριακὴ διηγεῖται τὸ ἑξῆς:
«Πάντα εἶχα ξεχωριστὸ σεβασμὸ στὴν Ἁγία Ἄννα. Μοῦ τὴν εἶχε μεταδώσει ὁ ἀείμνηστος παππούς μου παπα-Ἀντώνης ποὺ ἦταν ἐφημέριος στὴ χάρη της ἐκεῖ στὴν πατρίδα. Ἔτσι λοιπὸν στὴ μεγάλη μου στενοχώρια μετὰ τὸ γάμο μου, ὅταν πίστεψα πὼς ἦταν δύσκολο νὰ βγάλω πέρα παιδί, κατέφυγα μὲ τὴν προσευχή μου στὴν Ἁγία Ἄννα. Εἶχα χάσει τὸ πρῶτο μου παιδὶ μὲ ἀποβολὴ καὶ οἱ γιατροὶ μὲ εἶχαν ἀπελπίσει.
Τὴν παραμονὴ τῆς χειμωνιάτικης ἑορτῆς τῆς Ἁγίας Ἄννας (9 Δεκεμβρίου τοῦ 1961) στὴ βραδυνή μου προσευχὴ παρακάλεσα μὲ θέρμη. Τὴ νύχτα ἐκείνη εἶδα ὄνειρο ποὺ ἦταν ἀπάντηση στὴν προσευχή μου. Εἶδα πὼς βρέθηκα στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Ἄννας μπροστὰ στὴν εἰκόνα της. Παρατήρησα τότε μὲ ἔκπληξη δίπλα στὴν Παναγιὰ ποὺ κρατοῦσε ἡ Ἁγία Ἄννα στὴν ἀγκαλιά της νὰ εἶναι καὶ ἕνα ἄλλο παιδάκι. Ἄκουσα τὴ φωνή της νὰ μοῦ λέγη: Κυριακὴ τὸ μωρὸ αὐτὸ εἶναι δικό σου.
Πίστεψα ἀπὸ τότε ὅτι ἡ Ἁγία Ἄννα θὰ μοῦ ἔδινε τὴ χαρὰ νὰ γίνω μητέρα. Πῆγα στὴν Ἐκκλησία ἄναψα λαμπάδα, προσευχήθηκα, εὐχαρίστησα. Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ ἀπέκτησα τὴ μοναχοκόρη μου Μαρία. Ὁ σύζυγός μου γιὰ νὰ ἐκφράσῃ τὴν εὐγνωμοσύνη του έδώρησε τὸ Προσκυνητάτιο γιὰ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας Τρυπητῆς».
Θαῦμα 14ον
Ἡ κ. Ἑλένη Λαλᾶ κατάγεται ἀπὸ τὸ Αἴγιο καὶ μένει στὴν Ἀθήνα (Τιμαίου 35) καὶ ἡ ὁποία ἐπιθυμεῖ νὰ δημοσιεύσῃ (1983) τὸ ἑξῆς περιστατικό:
«Στὸ λαιμό μου εἶχε δημιουργηθῆ ἕνας ὄγκος, ὁ ὁποῖος μεγαλώνοντας ἐμπόδιζε τὴ λειτουργία τῶν φωνητικῶν μου ὀργάνων. Μιλοῦσα μὲ μεγάλη δυσκολία. Ἐκινδύνευα νὰ χάσω ἐξ ὁλοκλήρου τὴ μιλιά μου. Ὁ γιατρὸς συνέστησε νὰ γίνῃ ἐγχείρηση. Ἐγὼ πρὶν πάω γιὰ ἐγχείρηση ἦλθα στὸ Αἴγιο στὴν Ἁγία Ἄννα καὶ ἐπικαλέσθηκα τὴ χάρη Της. Ἐπιστρέφοντας στὴν Ἀθήνα αἰσθάνθηκα νὰ καλλιτερευη ἡ κατάστασις τῆς φωνῆς μου. Ὁ γιατρός μοῦ ἔκανε ἐξέταση καὶ βρῆκε ὅτι ὁ ὄγκος εἶχε ἐξαφανισθῆ. Ἤμουν τελείως καλά. Εὐχαριστῶ καὶ δοξάζω τὴν Ἁγία Ἄννα καὶ δὲν θὰ παύσω νὰ ἐπικαλοῦμαι τὴ χάρη της».
Θαῦμα 15ον
Ἡ Ἑλένη Χατζησοφιανοῦ, κάτοικος Αἰγίου (1983), διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Τὸ ἔτος 1940 μετὰ ἀπὸ τοκετὸ ἔπαθα φλεβίτη. Ἐξαιτίας του λόγῳ κακῆς κυκλοφορίας τοῦ αἵματος εἶχα πρησθῆ. Οἱ γιατροὶ δὲν μοῦ ἔδιδαν ἐλπίδες θεραπείας. Νομίζαμε πὼς ἔφταιξε ἡ μαμὴ καὶ ρίχναμε τὶς εὐθύνες σὲ κείνη. Ἕνα μεσημέρι ὅπως ἤμουν σὲ βαριὰ κατάσταση, ἄνοιξε ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μου καὶ μπῆκε μέσα μιὰ μαυροφόρα μὲ σπαστὰ γκρίζα μαλλιά.
› Τί κάνεις, μοῦ εἶπε, περαστικά σου. Τότε ἐγὼ ἔβαλα μιὰ φωνή.
› Γιατί μ᾿ ἄφησαν μοναχή; Ποῦ εἶναι ἡ μάνα μου, ποῦ εἶναι τὸ παιδί;
› Ἐδῶ εἶναι ἡ μάνα σου, εἶπε ἡ ἐπισκέπτρια, ἐδῶ εἶναι καὶ τὸ παιδί σου. Θὰ ὑποφέρης, θὰ φθάσης στὸ χεῖλος τοῦ τάφου, ἀλλὰ μὴ φοβηθῇς, δὲν θὰ πεθάνῃς.
› Ἐσὺ ποιὰ εἶσαι;
› Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἄννα, εἶπε. Μὴν τἄχετε μὲ τὴ μαμή. Δὲν φταίει ἐκείνη. Ἦταν νὰ τὸ πάθης καὶ τὤπαθες.
Αὐτὰ εἶπε καὶ χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια μου. Κάλεσα τὸν ἱερέα μας τὸν π. Ἀνδρέα Κουμπέτσο μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ ἔψαλε ἁγιασμό. Σιγὰ-σιγὰ πῆρα τὸ καλύτερο πρὸς ἔκπληξη τοῦ γιατροῦ καὶ σὲ τέσσαρες μῆνες ἤμουν ἐντελῶς καλά» .
Θαῦμα 16ον
Ἡ κ. Κωνσταντίνα Πατσοπούλου κάτοικος Αἰγίου (Κωνσταντινουπόλεως 57) διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Τὸ 1980 ἐξ αἰτίας μιᾶς μεγάλης μου στενοχώριας ἔπαθα ἐγκεφαλικὸ ἐπεισόδιο. Ἦταν ἀνήμερα τῆς Παναγίας (Ζωοδόχου Πηγῆς). Νοσηλεύθηκα στὴν Κλινικὴ τοῦ Καλαμπόκα. Θεραπεύθηκα μέν, ἀλλὰ μοῦ ἔμεινε ἀπὸ τότε μιὰ ἐπιληψία. Τακτικὰ στὴ βδομάδα, στὶς δέκα ἡμέρες ἀπροειδοποίητα ἔπεφτα ὅπου καὶ ἂν βρισκόμουν. Μὲ μάζευαν ἀπὸ τοὺς δρόμους πολλὲς φορὲς καὶ μὲ πήγαιναν στὸ σπίτι μου. Κατέφυγα στοὺς γιατρούς. Μοῦ ἔδωσαν χάπια. Δὲν ἔβλεπα θεραπεία. Ξαναπῆγα. Τοὺς εἶπα.
› Πέφτω καὶ μὲ μαζεύουν ἀπὸ τοὺς δρόμους.
› Νὰ πέφτης καὶ νὰ σηκώνεσαι, μοῦ ἀπάντησαν.
Αὐτὴ ἡ ταλαιπωρία συνεχιζόταν ἐπὶ ἕνα χρόνο.
Στὸ τέλος, πῆγα στὴν Ἀθήνα στὸν κρανιολόγο κ. Ἠλία Φράγκο. Αὐτός μου ἔκανε μία εἰδικὴ ἐξέταση τὴ λεγόμενη ἀξονικὴ τομογραφία, ἡ ὁποία ἔδειξε στὴ δεξιὰ πλευρὰ τοῦ κρανίου μία οὐλὴ (γούβα) μ᾿ ἕνα αἱμάτωμα μέσα. Ἡ κίνησις ποὺ γινόταν σ᾿ αὐτὸ τὸ αἱμάτωμα προκαλοῦσε τὴν ἐπιληψία. Δὲν ὑπῆρχε ἄλλος τρόπος θεραπείας ἀπὸ τὴν ἐγχείρηση. Ἔπρεπε νὰ μοῦ ἀνοίξουν τὸ κρανίο στὰ δυό. Γιὰ νὰ κάμω δεύτερη ἀξονικὴ τομογραφία ἦταν ἀπαραίτητο νὰ περάσουν ὀκτὼ μῆνες. Μὲ ἔδιωξαν οἱ γιατροὶ μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ γυρίσω σὲ ὀχτὼ μῆνες. Εἶχα μεγάλη ἀπελπισία. Φοβόμουν πολὺ αὐτὴ τὴν ἐγχείρηση στὸ κεφάλι. Πίστευα πὼς δὲν θὰ ζοῦσα, ἀλλὰ κι ἂν γλύτωνα τὸ θάνατο θὰ ἤμουν ἄχρηστευμενη.
Συνέπεσε τότε νὰ φέρουν στὸ Αἴγιο γιὰ προσκύνημα στὴν Ἁγία Ἄννα τοῦ Συνοικισμοῦ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ δεξιὸ πόδι τῆς Ἁγίας Ἄννας. Πῆγα κι ἐγὼ καὶ προσκύνησα καὶ μὲ πολλὴ συντριβὴ παρακάλεσα τὴ Μητέρα τῆς Θεοτόκου. Ἐζήτησα νὰ μὲ κάμη καλὰ κι ἔταξα νὰ βγῶ νὰ μαζέψω χρήματα καὶ νὰ πάω μία λαμπάδα μέχρι τὸ μπόι μου.
Πέρασε ἀρκετὸ διάστημα καὶ πλησίαζε ὁ καιρὸς γιὰ τὴν ἐγχείρηση. Τρεῖς ἡμέρες πρὶν ξεκινήσω εἶδα ἕνα ὄνειρο. Βρέθηκα ἔξω ἀπὸ τὸ Νοσοκομεῖο Εὐαγγελισμός. Ἐκεῖ θὰ γινόταν ἡ ἐγχείρηση. Εἶδα ἐκεῖ μιὰ σεβαστὴ ἡλικιωμένη γυναῖκα. Στεκόταν ἔξω ἀπὸ τὴ σιδερόπορτα τοῦ Νοσοκομείου κι ἔγώ με τὴ βαλίτσα στὸ χέρι ἀπὸ μέσα.
› Ποῦ πᾶς Ντίνα μου, εἶπε.
› Πάω γιὰ ἐγχείρηση Ἄννα, ἀπάντησα. Εἶχα τὴν ἰδέα ὅτι μοῦ ἦταν γνωστή.
› Νὰ σηκωθῇς νὰ φύγῃς καὶ νὰ πᾶς στὸ σπίτι σου, γιατὶ ὁ ἄνδρας σου κλαίει. Ἡ ἐξέτασή σου θὰ εἶναι ἀρνητική.
Τὸ ὄνειρό μου αὐτὸ τὸ ἐξήγησα σὰν ἐπίσκεψη τῆς Ἁγίας Ἄννας ποὺ εἶχα παρακαλέσει. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες στὸν Εὐαγγελισμό, μοῦ ἔκαμαν τὴν ἀξονικὴ τομογραφία. Ὁ κρανιολόγος καθηγητὴς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ κ. Καρβούνης βρέθηκε πρὸ ἐκπλήξεως.
› Κυρά μου κάποιον Ἅγιο ἔχεις καὶ νὰ πᾶς νὰ τὸν εὐχαριστήσῃς. Δὲν φαίνεται σὲ τούτη τὴν ἐξέταση τίποτε. Καλὰ τὸ αἱμάτωμα, μπορεῖ νὰ ὑποθέση κανεὶς ὅτι τὸ ἀπορρόφησε ὁ ὀργανισμός, ἡ οὐλὴ (γούβα) ὅμως τί ἔγινε; Εἶναι θαυμαστό.
Ἐγὼ ὅμως ἐγνώριζα τί ἔγινε, τὸ πῆρε τὸ χέρι τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ἀπὸ τότε εἶμαι καλὰ στὴν ὑγεία μου καὶ πάντα προσπαθῶ νὰ εὑρίσκω τρόπους γιὰ νὰ ἐκφράσω τὴν εὐγνωμοσύνη μου».
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα).Ἦχος δ’.
Σήμερον τῆς ἀτεκνίας δεσμὰ διαλύονται· τοῦ Ἰωακεὶμ γὰρ καὶ τῆς Ἄννης εἰσακούων Θεός, παρ᾽ ἐλπίδα τεκεῖν αὐτοὺς σαφῶς, ὑπισχνεῖται θεόπαιδα· ἐξ ἧς αὐτὸς ἐτέχθη ὁ ἀπερίγραπτος, βροτὸς γεγονώς, δι᾽ Ἀγγέλου κελεύσας βοῆσαι αὐτῇ· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, ἡ οἰκουμένη, τὴν τῆς Ἄννης Σύλληψιν, γεγενημένην ἐκ Θεοῦ· καὶ γὰρ αὐτὴ ἀπεκύησε, τὴν ὑπὲρ λόγον, τὸν Λόγον κυήσασαν.
Πηγή: (από το βιβλίο του Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι Δ , Οικογενειακή Ζωή, σ. 61) Αντέχουμε, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, (Βίος τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ θαύματα στὸ προσκύνημα στὸ Βόρι Προικονήσου καὶ στὸ Αἴγιον Ἀχαΐας, π. Κωνσταντῖνος Παλαιολογόπουλος, Β´ Ἔκδοσις, Αἴγιον 1996) users.uoa.gr/~nektar, («Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος, τόμος 4ος, Δεκέμβριος, σ. 93-95) Αναλογία, Ελλήνων Εκκλησία
Πέντε χρόνια έχουν περάσει από την εις Κύριον εκδημία του μακαριστού Γέροντος Εφραίμ της Αριζόνας (ή αλλιώς γνωστού ως Γέροντα Εφραίμ Φιλοθεΐτη), του τελευταίου εν ζωή υποτακτικού του Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστού και θεμελιωτή του Αγιορείτικου Μοναχισμού στην Αμερική.
Κατήγετο ἀπό τό χωρίον Δαφνώνας. Σέ νεαρή ἡλικία ἀρραβωνιάσθηκε καί ἀσχολήθηκε μέ τό ἐμπόριο μεταξύ Χίου, Σμύρνης καί Κωνσταντινούπολης. Ἐνῶ ἐτοιμαζόταν γιά γάμο εἰδοποιήθηκε ὅτι ἡ μνηστή του ἀρρώστησε βαριά καί μέχρις ὅτου ἐπιστρέψη ἀπό τό ταξίδι, εἶχε πεθάνει.
Θέλοντας νά δεῖ τήν μνηστή του «ίδίοις ὄμμασι» νεκρή, πῆγε στό τάφο νύκτα, τήν ξέθαψε καί τήν πῆρε στήν ἀγκαλιά του. Φιλοσοφίσας τό, ἐκ τῶν Μακαρισμῶν τῆς Νεκρωσίμου Ἀκολουθίας, τροπάριον « ἐξέλθωμεν καί ἴδωμεν ἐν τοῖς τάφοις ὅτι γυμνά ὀστέα ὁ ἄνθρωπος σκωλήκων βρῶμα καί δυσωδία », χωρίς νά πεῖ τίποτε σέ κανένα, ἐγκατέλειψε τίς φροντίδες τοῦ μάταιου κοσμου, ἔγινε μοναχός στή Νέαν Μονή τῆς Χίου καί ἐπιδόθηκε σέ ἀσκητικούς ἀγῶνες.
Μέ τήν εὐλογίαν τοῦ γέροντός του άνέβαινε στήν κορυφή τοῦ Πενθόδους ὅρους, ἄναβε τήν κανδήλα καί γενικά ἐφρόντιζε τό ἐκεῖ ἐρειπωμένο ναΐδριο τοῦ Ἁγίου Ἀπόστόλου καί Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου. Κάποια στιγμή, «θείᾳ βουλήσει», ἀνακάλυψε ἕνα σπήλαιο στήν Ν.Α. πλευρά τοῦ ὄρους, ὅπου ἀπεφάσισε νά ἀσκητέψη. Ἐκεῖ ἔζησε νηστεύων, ἀγρυπνῶν καί προσευχόμενος νύκτα καί ἡμέρα.
Ὁ Κύριος, βλέποντας τούς πνευματικούς του ἀγῶνες, τόν ἀντάμειψε μέ πολλά πνευματικά χαρίσματα μεταξύ τῶν ὁποίων καί τό διορατικον. (Προεῖπε τόν μεγάλο καί φοβερό σεισμό τῆς Χίου τό 1881). Σύντομα ἡ φήμη του ἐξαπλώθηκε καί τό ἐρειπωμένο ναΐδριο τοῦ Ἁγίου Μάρκου ἐξελίχθηκε σέ Σκήτη, ὅπου ὁ Παρθένιος μέ τούς ὑποτακτικούς ἐξασκοῦσε τά μοναχικά του καθήκοντα.
Ὄλος ὁ κόσμος συρρέει ἀπό τά διάφορα μέρη τοῦ νησιοῦ γιά νά ἀκούση τά μελίρρυτα λόγια του καί νά ζητήσει τήν εὐχή καί τήν εὐλογία του. Ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής Λάζαρος Ζανάρας, κατέγραψε, χωρίς τήν θέλησι τοῦ Ὁσίου, ὅτι ὁ Ὅσιος Παρθένιος ἐπετέλεσε ἐν ζωῇ πολλά θαύματα. Ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνη τήν 8η Δεκεμβρίου 1883.
Ο Όσιος και ο ζαπτιές
Ο Όσιος Παρθένιος,νεαρός ακόμη μοναχός, θέλησε ν' ασκητέψει στην περιοχή Πένθοδο, η οποία ανήκε στη Νέα Μονή της Χίου. Ο ηγούμενος Μελέτιος Φλουράς όχι μόνο δεν του το επέτρεψε, αλλά και τον κατήγγειλε στον δεσπότη της Χώρας Γρηγόριο Κωνσταντινίδη. Κι αυτός τότε έστειλε ένα ζαπτιέ, τούρκο χωροφύλακα , για να συλλάβει τον όσιο και να τον φέρει ενώπιον του. Ο ζαπτιές, άνθρωπος απλοϊκός και καλοπροαίρετος, πήγε αρματωμένος και συνάντησε τον νεαρό ασκητή.
› Εσύ είσαι ο καλόγερος; Εσύ κάνεις το νταβαντούρι; Που είναι το μοναστήρι σου;
Ο όσιος του έδειξε μια σπηλιά και ένα μικρό εκκλησάκι από ξερολιθιά.
› Βάι, βάι! Τέτοια φτώχεια! Εσένα θένε να πάνε φυλακή; Φυλακή γκιουζέλ για σένα.
Ο ασκητής έμαθε τον σκοπό του ερχομού του και τον παρακάλεσε να ξεκινήσουν την επόμενη , το πρωί. Ήθελε ν' αποφύγει , σαν νέος μοναχός που ήταν τους νυκτερινούς πειρασμούς της πολιτείας. Ο τούρκος έδειξε κατανόηση και τον ρώτησε:
› Και που θα μείνω τη νύχτα;
› Εκεί στη σπηλιά.
› Όκι χωρά. Με πλακώνει η καρδιά μου.
› Θέλεις εδώ στο εκκλησάκι;
› Θέλω. Θα κοιμηθώ όμως έξω. Μέσα είναι αμαρτία. Μέσα θα κοιμηθείς εσύ. Δική σου είναι η εκκλησία.
Έφαγαν κάτι φτωχικά και ο ζαπτιές έβγαλε και πρόσφερε στον όσιο ρακί.
› Εγώ δεν πίνω , είπε εκείνος.
› Εγώ κάνει να πιώ εδώ που είναι η Παναγία;
› Κάνει , κάνει να πιεις.
Ήπιε λίγο κι αποκοιμήθηκε. Τη νύχτα, τα μεσάνυχτα, ξύπνησε. Σαν ν'άκουσε ένα μουρμουρητό. Πλησιάζει στον εκκλησάκι, σκύβει στον πορτάκι του ,και μένει αποσβολωμένος. Στο τρεμάμενο φως του καντηλιού ο όσιος προσευχόταν . Δεν ακουμπούσε όμως στη γη κι ήταν λουσμένος μ' ένα φως ιλαρό!...Είχε σηκώσει τα χέρια και το φως ακτινοβολούσε γύρω του. Σε λίγο χαμήλωσε τα χέρια. Τω φως χάθηκε.Ο μοναχός προσευχόταν για την αναξιότητά του κι έκλαιγε, έκλαιγε...Κι ο τούρκος άκουγε το κλάμα, εκστατικός , ένα κλάμα βουβό και σιγανό, ανάμεσα στα λόγια της προσευχής.
Μόλις έφεξε, έφυγε ο ζαπτιές αναστατωμένος,μόνος του, για τη Χώρα. Δεν τόλησε να ενοχλήσει τον όσιο και να τον πάρει μαζί του. Ο δεσπότης απόρησε:
› Που είναι ο καλόγερος; ρώτησε.
› Δεσπότη, εφέντη, ο καλόγερος είναι άνθρωπος του Θεού , είπε ο τούρκος, και διηγήθηκε όσα είχε δει.
Ο επίσκοπος κατάλαβε. Έμαθε εκείνο που ήθελε. Στέλνει τώρα άλλο χωροφύλακα , ο οποίος φέρνει τον όσιο αυθημερόν στη Χώρα.
› Εσύ είσαι ο Παρθένιος; τον ρώτησε.
› Εγώ, αποκρίθηκε εκείνος βάζοντας βαθιά μετάνοια.
› Σε κατηγορούν...
› Δίκιο έχουν . Δική τους είναι η περιοχή.
Τι κάνεις πάνω στο βουνό;
› Προσεύχομαι,
› Σε ποιόν άγιο;
› Στον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο.
Το όνομα του αγίου τράνταξε τον επίσκοπο.
› Εκείνος έβλεπε το άκτιστο φως, αλλά κι εσύ το βλέπεις, είπε και κάρφωσε το βλέμμα του στο δικό του.
› Εγώ ο αμαρτωλός; διαμαρτυρήθηκε ο όσιος, έτοιμος να κλάψει.
Ο δεσπότης τον κοίταζε προσεκτικά. Διέκρινε σ' αυτόν τον μοναχό μια θεϊκή δύναμη. Έβλεπε σ' εκείνο το αδύνατο πρόσωπο μια δυνατή λάμψη. Σηκώθηκε αυθόρμητα να τον ασπασθεί κι ένιωσε να τον συγκλονίζει η αγιότητα του.
› Καλά , παιδί μου, Πήγαινε στον καλό...Να πορεύεσαι όπως προσεύχεσαι, και να θυμάσαι κι εμένα στην προσευχή σου.
Ἀπολυτίκιον
Τον της Χίου προστάτην και Πενθόδου το καλυχημα, Ευαγγελιστού θείου Μάρκου της Μονής τον Δομήτορα υμνήσωμεν εν ύμνοις οι πιστοί Παρθένιον τον νέον ασκητήν, θεραπεύη γαρ νοσούντας, και τον μελλόντων προλέγη την έκβασιν. Δόξα τω σε στεφανώσαντι Χριστώ, δόξα τω σε θαυμαστώσαντι, δόξα τον της Χίου, σεισμόν προκαταγγείλαντι.
Πηγή: Ιερά Μητρόπολις Χίου, Ψαρών και Οινουσσών, («Το Αγιομαρκάκι: Ο Παρθένιος της αλήθειας», Διλμπόης Γεώργης, τόμος Α΄, εκδόσεις Γρηγόρη, 2007) Άγιοι Κολλυβάδες, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ο όσιος Πατάπιος γεννήθηκε από γονείς χριστιανούς στην Θήβα της Αιγύπτου το 380μ.Χ. Ο πατέρας του ήταν ιατρός και φιλόσοφος και άρχοντας της περιοχής. Ήταν απόγονος μιας των μεγαλυτέρων οικογενειών της χώρας εκείνης. Οι ευσεβείς γονείς του τον βάπτισαν και του έδωσαν χριστιανική ανατροφή. Τον διδάξαν με επιμέλεια τα ιερά γράμματα. Εκάλεσαν διδασκάλους από την Αλεξάνδρεια και του έμαθαν όλη την γνώση της εποχής εκείνης.
Όσο μεγάλωνε ο Πατάπιος στην ηλικία, τόσο και πρόκοβε στην αρετή. Γινόταν φιλοσοφιώτερος και κατανοούσε το άστατο των εγκοσμίων πραγμάτων. Εννόησε καλά το «ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης». Συγκινείτο όταν μάθαινε τις διδασκαλίες και τους αγώνες του Πανταίνου, του Κλήμεντος και του Ωριγένους. Οι πρόσφατοι αγώνες του Αγ. Αθανασίου και του Μεγάλου Αντωνίου, του γέμιζαν την ψυχή με σεβασμό και κατάνυξη και ήθελε να τους μιμηθεί. Γι’ αυτό έβγαινε από την πόλη. πήγαινε στους ποληπληθείς αναχωρητές της ερήμου και συζητούσε με αυτούς τα πνευματικά και ψυχωφελή ζητήματα.
Ένα βράδυ, ο νέος Πατάπιος δεν γύρισε στο πατρικό του σπίτι. Οι γονείς του ανησύχησαν. Με λυχνάρια έψαχναν όλη τη νύχτα να τον βρουν. Τον βρήκαν επιτέλους τις πρωινές ώρες στη ρίζα ενός βράχου. Εκεί είχε πέσει ένας νεανίσκος, Αμμούν ονόματι, με την καμήλα του και τραυματίστηκε. Ο νεαρός Πατάπιος (13 ετών τότε), τον συντρόφεψε και τον περιποιόταν. Στο τέλος με την προσευχή του θεράπευσε και έσωσε τον Αμμούν και την καμήλα του. Χωρίς την βοήθεια του νεαρού Παταπίου θα είχε πεθάνει. Ο μικρός τραυματίας Αμμούν διηγότανε κατόπιν, ότι την νύχτα εκείνη αισθανόταν να τον περιλούζει ένα φως εκτυφλωτικό και ζεστό, καθώς και μία δύναμις να τον επαναφέρει στη ζωή. Ο Αμμούν αργότερα ακολούθησε τον Όσιο σε όλη του τη ζωή. Έγινε πιστός υποτακτικός του. Το γεγονός αυτό μαθεύτηκε στην πόλη και όλοι οι Θηβαίοι τον σέβονταν και τον αγαπούσαν τον Πατάπιο.
Μετά ταύτα ο πατέρας του τον έστειλε στην Αλεξάνδρεια στην περίφημη τότε Κατηχητική Σχολή. Διδάσκαλο του είχε τον σπουδαίο για την σοφία, αρετή και αγιότητα του, Δίδυμο τον Τυφλόν. Σε αυτόν είχε πει ο Μέγας Αντώνιος: Δίδυμε, μη στεναχωρείσαι που δεν έχεις μάτια σωματικά. Τέτοια μάτια έχουν και οι μύγες και τα κουνούπια. Να χαίρεις, που έχεις ανοικτά τα μάτια της ψυχής και βλέπεις τα θεία, τα πνευματικά και ουράνια πράγματα. Όταν τελείωσε τη Σχολή και επέστρεψε στην Θήβα, άκουσε με πολύ λύπη ότι τον προόριζαν να διορισθεί οικονομικός Έπαρχος της περιοχής. Ο Πατάπιος, δεν δέχθηκε αλλά πήρε την ευχή της μητέρας του και έφυγε για την έρημο, να ασκητέψει.
Αυτός, που ήταν ο πλουσιώτερος από τους νέους της πόλεως και που είχε τόσους τίτλους και περγαμηνές τα εγκατέλειψε όλα και προτίμησε τη σκληρή ζωή του ασκητού για να σώσει τη ψυχή του καλλίτερα. Πήγε στη Μονή των Ταβεννησιωτών που ήταν το κέντρο του μοναχισμού της θηβαίδος. Εκεί επιδόθηκε στην άσκηση, στη μελέτη των Αγ. Γραφών, στη μελέτη των βίων, των Αγίων και των συγγραμάτων των προ αυτού Πατέρων. Εκεί παρέμεινε δέκα χρόνια και θαυμαζόταν από όλους. Η φήμη του Οσίου Παταπίου ως σοφού και θαυματουργού, είχε φθάσει σ’ όλη την Αίγυπτο. Τότε, πήγε στη Μονή των Ταβεννησιωτών μια αντιπροσωπεία από την Θήβα με επικεφαλής τον Έπαρχο και του ζήτησαν επιμόνως να έλθει πίσω να χειροτονηθεί Επίσκοπος των Θηβών. Ο ταπεινός όμως Πατάπιος δεν δέχθηκε.
Από παντού ερχόντουσαν προς αυτόν οι μοναχοί και οι λαϊκοί για να ωφεληθούν ψυχικώς από την διδασκαλία του. Για να αποφύγει όμως την υπερηφάνεια και να δοθεί περισσότερο στον θεό, έφυγε από την φημισμένη Μονή των Ταβεννησιωτών και πήγε στα ενδότερα της ερήμου. Εκεί έστησε μια καλύβη και ασκήτευε. Την εποχή εκείνη παρουσιάστηκε στη Θήβα η τρομερή επιδημία της πανώλης η οποία αποδεκάτιζε τους κατοίκους. Οι Θηβαίοι τότε, σκέφθηκαν τον Όσιο Πατάπιο. Στείλανε αντιπροσωπεία και τον προκαλούσαν να έλθει να βοηθήσει τους συμπατριώτες τους στη δύσκολη αυτή περίσταση. Ο Όσιος στην αρχή αρνήθηκε. Δεν ήθελε να πάει ως επίσημος θεραπευτής. Πήγε όμως νύκτα, χωρίς να τον γνωρίσει κανένας και άρχισε το έργο της θεραπείας των ασθενών.
Ξυπόλυτος, με σκεπασμένο το κεφάλι και με τα τριμμένα ράσα του αναχωρητού, έμπαινε άφοβα στα σπίτια των ασθενών και τους θεράπευε από την ασθένεια. Κανένας δεν τον ανεγνώρισε. Όταν σταμάτησε η επιδημία τελείως από την πόλη, ζητούσαν όλοι να βρουν αυτόν τον θαυματουργό μοναχό, αλλά δεν τον βρήκαν. Είχε φύγει απαρατήρητος όπως ήλθε. Όλοι όμως κατάλαβαν, ότι επρόκειτο περί του συμπατριώτου τους Παταπίου. Από τότε όμως που θεράπευσε τους συμπολίτες του, άρχισε ο κόσμος να τον σέβεται και να τον τιμά ως Άγιο. Καθημερινώς, πλήθη μοναχών με τους ηγουμένους τους, έτρεχαν στην καλύβα του για να διδαχθούν και να ωφεληθούν.
Κάποτε αρρώστησε ο Ηγούμενος ενός Μοναστηριού της περιοχής εκείνης, Σεραπίων ονομαζόμενος. Οι μοναχοί τον έφεραν στον Όσιο Πατάπιο και τον παρακαλούσαν να τον κάνει καλά. Ο Όσιος γονάτισε μαζί με τους μοναχούς και παρακάλεσαν τον Παντοδύναμο Χριστό να τον θεραπεύσει. Κατόπιν ο Άγιος έβαλε το χέρι του επάνω στον βαριά άρρωστο Σεραπίωνα και ώ! του θαύματος, ο Ηγούμενος θεραπεύθηκε αμέσως! Αυτό και άλλα θαύματα του Αγίου, όσο και να κρυβόταν, τα μάθαιναν οι άνθρωποι και πηγαίνανε σ’ αυτόν να τους θεραπεύσει και να τους ευλογήσει, Του έφεραν εκεί τόσο τους σωματικώς όσο και τους ψυχικώς ασθενείς με απόλυτη βεβαιότητα ότι θα τους θεραπεύσει. Και όσους είχαν πίστη και μετάνοια τους θεράπευε.
Εν τω μεταξύ, Πατριάρχης Αλεξανδρείας έγινε ο Άγιος Κύριλλος, που ήταν συμμαθητής του Παταπίου στην Αλεξανδρινή Σχολή. Την εποχή όμως εκείνη διετηρείτο ακόμη στην Αίγυπτο το ειδωλολατρικό μαντείο της «Κυράς», στην Άνω Αίγυπτο. Σ’ αυτό έτρεχαν πλήθη ειδωλολατρών για να μάθουν τα μέλλοντα και να θεραπευθούν. Το μαντείο αυτό ήταν ένα πνευματιστικό κέντρο όπου ενεργούσε και λατρεύετο ο Σατανάς. Ο Άγιος Κύριλλος, για να εξαλείψει την εστία αυτή του Σατανά, αποφάσισε να μεταφέρει εκεί τα Άγια Λείψανα των Αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου, καθώς και των παρθενομαρτύρων Θεοκτίστης, Θεοδότης, Ευδοξίας με την μητέρα τους Αθανασία. Ο Πατριάρχης κάλεσε στην Αλεξάνδρεια και τον Όσιο Πατάπιο, ο οποίος έλαβε μέρος στη μεγάλη αυτή λιτανεία της μετακομιδής των Αγίων Λειψάνων.
Στη μεγαλειώδη αυτή λιτανεία έλαβαν μέρος χιλιάδες μοναχών, κληρικών και αμέτρητο πλήθος λαού από όλα τα μέρη της Αιγύπτου. Έπειτα από έξι μέρες έφθασε η πομπή στο χωριό Μένουθι. Εκεί εναπέθεσαν τα αγία λείψανα, τα οποία επετέλεσαν πολλά θαύματα. Από τότε η πόλη και η περιοχή από τα θαύματα του Κύρου και Ιωάννου ονομάσθηκε του Αββά Κύρου ή Αμπού Κυρ, έτσι λέγεται και μέχρι σήμερον. Από τότε το μαντείο του ειδώλου της «Κυράς» λησμονήθηκε, μπροστά στα θαύματα των Αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου. Στη μεγάλη αυτή λιτανεία δόθηκε ευκαιρία στον Πατριάρχη Κύριλλο και τον Πατάπιο να συζητήσουν τα μεγάλα προβλήματα της Ορθοδοξίας. Κατάλαβαν ότι η Ορθοδοξία παιζόταν στην έδρα της Αυτοκρατορίας την Κωνσταντινούπολη, θα έπρεπε εκεί ο Πατριάρχης να συμβουλεύεται δοκιμασμένους σοφούς κληρικούς. Ο Κύριλλος υπέδειξε στον Άγιο Πατάπιο να αναλάβει αυτός το έργο αυτό, διότι ήταν ο ικανότερος όλων. Ο Όσιος αρνήθηκε. Δεν είμαι κατάλληλος είπε.
Ο Πατάπιος κατόπιν επέστρεψε στην έρημο και συνέχισε την άσκηση του. Τα πλήθη έτρεχαν να ακούσουν τα θεία λόγια του ή για να θεραπευθούν από ανίατες ασθένειες. Κοντά στην καλύβη του εγκαταστάθηκαν οι μαθητές του σε άλλες καλύβες. Γύρω στο 428μ.Χ. ο Όσιος τους άφησε ένα Ηγούμενο και ανεχώρησε για την Κωνσταντινούπολη. Το πλοίο όμως συνάντησε μεγάλη τρικυμία. Όλοι παρακαλούσαν τον θεό να τους σώσει. Τη στιγμή εκείνη αποκόπηκε ένα κατάρτι και κτύπησε τον καπετάνιο. Το πλοίο έμεινε ακυβέρνητο. Οι πάντες τα έχασαν και πανικοβληθήκαν. Τότε ακριβώς ακούστηκε μία φωνή από τη θέση του πηδαλίου που τους έλεγε: Όλοι κατεβείτε στο αμπάρι του πλοίου και οι ναυτικοί να συνεχίσουν τις προσπάθειες τους. Γύρισαν οι άλλοι και είδαν τον καλόγηρο Πατάπιο να κρατάει το πηδάλιο. Η τρικυμία σταμάτησε προτού ξημερώσει. Ο Άγιος τους έσωσε. διαπίστωσαν δε ότι και ο κυβερνήτης τον οποίο νόμιζαν πεθαμένο δεν είχε πάθει ούτε το παραμικρό τραύμα. Ο Άγιος Πατάπιος τους έσωσε!
Ο Σεχνούτι ήταν ένας από το πλήρωμα. Ήταν κωπηλάτης και Αιγύπτιος την καταγωγή. Αυτός είχε αρρωστήσει και ζήτησε από τον συμπατριώτη του Πατάπιο να τον βοηθήσει και να τον θεραπεύσει. Ο Όσιος τον περιποιήθηκε όλη την ημέρα. Το βράδυ όμως τον άφησε σε άλλους για να κάνει αυτός την καθιερωμένη προσευχή. Την νύχτα συνάντησαν μεγάλη θαλασσοταραχή. Έβρεχε πολύ και φυσούσε άγριος άνεμος. Το πλήρωμα και όσοι μπορούσαν από τους επιβάτες να βοηθηθούν αγωνίσθηκαν με όλη τους τη δύναμη. Τον άρρωστο Σεχνούτι δεν τον πρόσεξε κανείς. Ήταν όλοι προσηλωμένοι στην καταιγίδα. Το πρωί όμως είδαν ότι ο Σεχνούτι έλειπε. Τον είχαν αρπάξει τα κύματα. Λυπήθηκαν βεβαίως όλοι και ο ένας έριχνε τις ευθύνες στον άλλο.
Ο Άγιος καθόταν αμίλητος και σκεπτικός. Φαινόταν σαν να μην άκουγε τίποτα για τον Σεχνούτι. Η τρικυμία όμως άρχισε πάλι να δυναμώνει. Ο καπετάνιος απεφάσισε να πλησιάσει την ακτή της Κρήτης να παραμείνουν σε κανένα υπήνεμο μέρος, μέχρις ότου περάσει η τρικυμία. Εκεί θα μπορούσαν να συνέλθουν οι ταξιδιώτες και να επισκευάσουν τα πανιά. Πράγματι, στο βασίλεμα του ήλιου μπήκαν σε ένα κολπίσκο. Όλοι όμως, μόλις βγήκαν από το πλοίο, τα χάσανε! Ο Σεχνούτι που την προηγούμενη νύχτα τον άρπαξαν τα κύματα και ο οποίος τους είπε: Όταν με άρπαξαν τα κύματα βρέθηκα επάνω στη ράχη ενός κήτους. Αυτό οδηγούμενο από ένα φωτεινό σημείο με έφερε και με απέθεσε στην ακτή του κολπίσκου αυτού, σώο και αβλαβή. Όλοι τότε πήγαν στον Άγιο Πατάπιο, γονάτισαν μπροστά του και του ζήτησαν την ευλογία του. Κατάλαβαν ότι η προσευχή του Αγίου τον έσωσε. Ο Σεχνούτι τον παρακαλούσε να γίνει δια παντός ακόλουθος του και μαθητής του. Ο Όσιος το δέχθηκε. Ο κυβερνήτης του πλοίου ήταν ειδωλολάτρης. Τώρα όμως που είδε τα θαύματα αυτά, ζήτησε από τον Άγιο να τον βαπτίσει χριστιανό. Ο Όσιος, του δίδαξε για τον Χριστό και την χριστιανική πίστη. Στην Κρήτη έμειναν μόνο για λίγες ημέρες. Μόλις καλοσύνεψε ο καιρός, ξεκίνησαν για την Κωνσταντινούπολη αγαπημένοι, σαν να ήταν μία οικογένεια. Εδόξαζαν δε τον θεό για τα θαύματα πού είδαν και για τον Άγιο που ήταν μαζί τους.
Μια μέρα όμως ο κυβερνήτης του πλοίου είπε στον Όσιο: Θα περάσουμε πάτερ από την πατρίδα μου, την Κόρινθο, θέλω να συναντήσω την οικογένεια μου να τους πω ότι έγινα χριστιανός και να μπορέσω να τους κάνω κι αυτούς να βαπτισθούν. Πράγματι, έπειτα από πολλές μέρες ταξίδι φθάσανε στην «αφνειό Κόρινθο». Ο Όσιος επισκέφθηκε τους εκκλησιαστικούς παράγοντες. Εκείνοι τον παρακάλεσαν να παραμείνει για λίγο εκεί. Έτσι, ο Όσιος Πατάπιος βρέθηκε κατά θεία οικονομία στην Κόρινθο, την περιοχή της οποίας επρόκειτο να αγιάσει με την παρουσία του. Ευθύς εξ’ αρχής τράβηξαν την προσοχή του τα απέναντι ευρισκόμενα Γεράνεια όρη. Στους πρόποδες υπήρχε ένα σπήλαιο. Σ’ αυτό κοιμήθηκε όταν πήγαινε για την Πάτρα ο Απόστολος Ανδρέας.
Εκεί το 1345 ο Ιωάννης Κατακουζηνός έκτισε Ναό του Αγίου Ανδρέα. Υπάρχει και σήμερα. Σ’ αυτό το σπήλαιο όταν πήγε ο Άγιος Πατάπιος στην Κόρινθο, υπήρχε μία συνοδεία μοναχών. Ο Άγιος σταμάτησε το ταξίδι του για την Κωνσταντινούπολη και ανέλαβε να τους διδάξει κατά το πρότυπο των Αιγυπτιακών Μοναστηριών την άσκηση και την προσευχή. Ο Όσιος αγαπούσε την ησυχία. Γι’ αυτό ανέβηκε στα Γεράνεια Όρη. Εκεί βρήκε ένα σπήλαιο. Σ’ αυτό κατέφευγαν να σωθούν οι πρώτοι χριστιανοί, κατά τους διωγμούς. Μέσα σ’ αυτό εγκαταστάθηκε ο Όσιος. Επίσης εγκαταστάθηκαν εκεί κοντά και οι επτά συνασκητές και μαθητές του. Σε λίγο ακούστηκε ότι στα Γεράνεια υπάρχει Μοναστική αδελφότης με σοφό και Άγιο Ηγούμενο. Γι’ αυτό συγκεντρώθηκαν και οι άλλοι μοναχοί. Έκτισαν μέσα στο σπήλαιο και ναίδριο. Εκεί λάτρευαν τον θεό και διδάσκοντο από τον Όσιο. Ένα βράδυ, την ώρα που μιλούσε στους μαθητές του είπε: θέλω πατέρες, μετά τον θάνατό μου οπουδήποτε γης κι αν πεθάνω, να μεταφέρετε το λείψανο μου και να το ενταφιάσετε εδώ μέσα στο αγαπημένο μου σπήλαιο των Γερανείων…
Το 435μ.Χ. ο Όσιος Πατάπιος ανεχώρησε από τη σκήτη των Γερανείων και πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Μαζί του πήρε και τον μοναχό Σεχνούτι, ο οποίος τον βοηθούσε σε όλες τις μετακινήσεις του. Στην Κωνσταντινούπολη όταν έφθασε, πήγε στο Μοναστήρι των Βλαχερνών ως άγνωστος. Ήθελε να μη τον ξέρουν για να αποφύγει τον έπαινο των ανθρώπων. Εκεί άρχισε την άσκηση. Δεν έδινε καμία σημασία στην τροφή και στα ενδύματα. Σκληραγωγούσε τον εαυτόν του και προσευχόταν πολύ. Ζούσε σαν άσαρκος Άγγελος. Για τούτο ο θεός τον δόξασε και του έδωσε τη δύναμη να κάνει θαύματα…
Ήλθε όμως και ο καιρός να μεταβεί από την πρόσκαιρη ζωή στην αιώνια. Μαζεύτηκαν τότε οι μαθητές του και έκλαιγαν απαρηγόρητα, διότι δεν μπορούσαν να στερηθούν τις χάριτες του Οσίου και έλεγαν: Πάτερ γλυκύτατε, γιατί εγκαταλείπεις ορφανά τα τέκνα σου και πηγαίνεις στην άλλη πατρίδα; Ποιος θα καταπαύσει τη λύπη μας και ποιος θα θεραπεύσει τα τραύματα των ψυχών μας; Ο Όσιος δεν έδειξε καμία δειλία ή φιλοζωία μπροστά στο θάνατο, αλλά τους είπε: Τέκνα μου, μη με αποχαιρετάτε με λύπη και δάκρυα, γιατί μ’ αυτά πολλή βλάβη δίνετε και σε μένα και σ’ εσάς. Αλλά προσευχηθείτε στον θεό για την ψυχή μου και κάνετε παράκληση που θα σας ωφελήσει πολύ. Έτσι σταμάτησε τους θρήνους τους και τους έδωσε και ένα μάθημα περί της αιωνίου μακαριότητος. Έπειτα προσευχήθηκε γι’ αυτούς. Ενώ όμως προσευχόταν, παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Κύριο, σε ηλικία 83 ετών. Ήταν το έτος 463μ.Χ. Το Ιερό λείψανο του το ενταφίασαν στο Ναό του Προδρόμου.
Αυτά όμως, που αναφέρονται περί του Αγίου ήταν γνωστά μέχρι των αρχών του αιώνος μας. Στις αρχές όμως του παρόντος αιώνος βρέθηκε το Άγιο λείψανο του στο ασκητήριο των Γερανείων ορέων, που βρίσκεται επάνω από το Λουτράκι και απέναντι από την Κόρινθο στο οποίο είχε ασκητέψει στη ζωή του Ο Άγιος Πατάπιος. Ανεκαλύφθηκε το πάνσεπτο λείψανο του Αγίου άθικτο από το πέρασμα των αιώνων και ευωδιάζον. Το αρχαίο αυτό ασκητήριο άρχισε να ξαναλειτουργεί μετά το 1500μ.Χ., μετά δηλαδή την Άλωση.
Κατά το έτος 1904 λειτουργούσε σ’ αυτό το ασκητήριο ένας ιερεύς, Κωνσταντίνος Σουσάνης ονομαζόμενος. Αυτός ήταν ψηλός και δυσκολευόταν να εκτελεί τα καθήκοντά του. Ήταν χαμηλή η οροφή του σπηλαίου και στενό το ιερό του ναιδρίου. Τότε θέλησε να διανοίξει λίγο χώρο. Ενώ όμως οι εργάτες έσκαβαν στη Δυτική πλευρά του Ναού, έκπληκτοι ανεκάλυψαν κρύπτη μέσα εις την οποία φυλάσσετο άθικτο και αναδίδον ευωδία το ιερό και πάνσεπτο λείψανο του Οσίου Παταπίου. Η ταυτότης του λειψάνου ανεγνωρίσθηκε από μία μεμβράνη δερμάτινη που έγραφε το όνομα του Οσίου. Μετά την εύρεση του λειψάνου, πολλά θαύματα έγιναν και γίνονται μέχρι σήμερα σε εκείνους που προστρέχονται με πίστη.
Θαύματα Οσίου Παταπίου εν ζωή
Το Άγιο Πνεύμα έδωσε χωρίς φειδώ το χάρισμα του θεραπεύειν στον όσιο Πατάπιο, ενόσω ακόμα βρισκόταν στη ζωή, εξαιτίας του πλούτου των αρετών του. Οι συναξαριστές εξιστορούν τέσσερα από αυτά (θεραπεία τυφλού, υδρωπικού, δαιμονιζομένου και καρκινοπαθούς). Φυσικά και άλλα θαύματα τέλεσε ο όσιος Πατάπιος.
Θεραπεία τυφλού
Όταν η αγιότητα του οσίου Παταπίου άρχισε να γίνεται γνωστή, ένας νέος τυφλός εκ γενετής πήγε στο ασκητήριο του και τον παρεκάλεσε θερμά, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του τυφλού του Ευαγγελίου: Σπλαχνίσου με θέλω να αποκτήσω το φως μου (Μαρκ. 10, 48-51). Ο Όσιος έβλεπε την πίστη του νέου, αλλ' ήθελε και να δοκιμάσει την επίμονη και την εμπιστοσύνη του στη δύναμη του Θεού. Του λέει λοιπόν: Πως ζητάς να κάνω κάτι, το οποίο μόνο ο παντοδύναμος Θεός είναι σε θέση να πράξει, όταν θέλει και σε οποίον πραγματικά πιστεύει;
Ο τυφλός όμως επέμενε και παρακαλούσε βγάζοντας στεντόρειες κραυγές ικεσίας. Και τότε ο Όσιος μας, με πεποίθηση ότι ο Θεός θα ακούσει την προσευχή του, στράφηκε στο νέο και του είπε: «Στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που δίνει ζωή στους νεκρούς και το φως στους τυφλούς..., απόκτησε το φως σου!» Και αμέσως ο τυφλός αντίκρισε χαρούμενος το πολυπόθητο φως, ευχαρίστησε τον άγιο Πατάπιο και έφυγε δοξολογώντας τον Κύριο και Θεό του.
Θεραπεία υδρωπικού
Άλλοτε, κάποιος αξιωματούχος τού Βυζαντίου που έπασχε από υδρωπικία (είχε διογκωμένη υπερβολικά την κοιλιά του) και καταξοδευτεί στους γιατρούς χωρίς αποτέλεσμα, μέσα στην απόγνωσή του, έστρεψε με πίστη την ελπίδα της θεραπείας του στην αγάπη και το έλεος του Θεού, και επικαλέστηκε με θέρμη την προσευχή του Οσίου. Ο οποίος για να τον θεραπεύσει έκανε τρία πράγματα: Προσευχήθηκε με ζέση στον Θεό σταύρωσε τον υδρωπικό δάκρυσε από συμπόνια. Και με τα δάκρυα, που ανέμιξε με λάδι, άλειψε το σώμα του άρρωστου και ζήτησε από τον Κύριο να δώσει τη θεραπεία του, όπως το έκανε και στον ασθενή του Ευαγγελίου (πρβλ.Λουκ. 14,1-6).
Και, ω του θαύματος! «Αμέσως τα εμπόδια των υγρών φραγμάτων της κοιλιάς διαλύθηκαν, οι φυσικοί πόροι έβγαζαν υγρό και αίμα, τα σπλάχνα καθαρίστηκαν και ο ασθενής έγινε τελείως καλά»
Θεραπεία δαιμονιζόμενου
Και τρίτο μεγάλο θαύμα του Οσίου αναφέρεται στο συναξάρι του, έχει δε σχέση με τη θεραπεία δαιμονιζόμενου νέου. Τον οποίο ο πονηρός είχε καταλάβει και τον περιέφερε άλλοτε γυμνό, άλλοτε τον έσπρωχνε σε γκρεμούς ή τον έριχνε σε βρόμικους λάκκους και τον απειλούσε με οικτρό θάνατο. Μια μέρα, κάτω από την επήρεια των δαιμονικών δυνάμεων, έτρεχε ασυγκράτητος προς τη θάλασσα, αποφασισμένος να πέσει σ' αυτήν και να πνιγεί. Ο ελεήμων όμως Θεός δεν ήθελε το θάνατο του. Και κατά θαυμαστό τρόπο ρύθμισε έτσι τα πράγματα, ώστε ο νέος να συναντηθεί με τον όσιο Πατάπιο. Ο δαιμονισμένος ταράχθηκε, τον αγριοκοίταξε, έβγαζε κραυγές και έτριξε τα δόντια απειλητικά.
Ο Όσιος τον πλησίασε και κάνοντας με το δάχτυλο του το ακαταμάχητο σημείο του τιμίου Σταυρού στον αέρα, επιτίμησε το πονηρό δαιμόνιο, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Σωτήρος Χριστού: «Έξελθε από τον άνθρωπο, ακάθαρτο πνεύμα. Πήγαινε μακριά στις ερημιές. Ο Κύριος, δι' εμού, σε διατάξει...». Και ο δαίμονας, αφού σπάραξε τον νέο, «βγήκε σαν καπνός από το στόμα του και έφυγε καταντροπιασμένος».
Θεραπεία καρκινοπαθούς
Κάποια γυναίκα προσβλήθηκε από την ανίατη ασθένεια τού καρκίνου του μαστού, με αποτέλεσμα να υποφέρει φοβερά, και να μη βρίσκει τη γιατρειά της, αν και κατέφυγε στους πιο γνωστούς ιατρούς. Όταν άκουσε για τη χάρη του Οσίου να θεραπεύει με τη δύναμη του Θεού, έσπευσε κοντά του, γονάτισε μπροστά του και με σπαραγμό και κλάμα τον ικέτευσε: Δούλε του Θεού, θεράπευσε με...
Εκείνος θέλησε πρώτα να διερευνήσει την ψυχική της κατάσταση. Της είπε: Αν έχεις να παρουσιάσεις δυνατή και καθαρή πίστη στον Κύριο και Θεό και την πεποίθηση ότι μπορεί να σε θεραπεύσει, θα γίνεις καλά. Όταν δε η καρκινοπαθής με πόνο και θλίψη του απάντησε: Πιστεύω στον Θεό που τα πάντα γνωρίζει! Θεράπευσέ με δεν αντέχω άλλο τους αβάσταχτους πόνους που φτάνουν μέχρι την καρδιά μου, τότε ο όσιος Πατάπιος σταύρωσε το σημείο που έπασχε και της είπε ότι η πίστη έχει τη δύναμη να νικά τα παθήματα. «Πήγαινε με ειρήνη. Η πάθησή σου θεραπεύτηκε. Γίνε κήρυκας της θεϊκής δύναμης...». Πράγμα που έκανε η πρώην καρκινοπαθής, διαλαλώντας σε όλους τη δύναμη του Θεού και τη χάρη του Άγιου.
Μεταστροφή Καθολικής σε Ορθόδοξη
Μεταστροφή «καθολικής» που εζήτησε μόνη να λάβει το Ορθόδοξο Βάπτισμα, έπειτα από απώθηση και έλεγχο του Οσίου, καθώς πλησίαζε να προσκυνήσει την ι. Λάρνακα. Το θαύμα τούτο (αυτό το αποκαλύπτουμε εδώ ως επίκαιρο) υπήρξε η αφορμή της μη αρνήσεως αρχικά και τελικά να δεχθούμε την επιμέλεια της παρούσης εκδόσεως, όταν εντελώς απροσδόκητα μας ζητήθηκε μια εκδοτικής και τυπογραφικής φύσεως συμβουλή για την έκδοση της Ι. Ακολουθίας του Οσίου.
Κατά το Πάσχα στο Άγιον Όρος συνομιλούσαμε με γείτονα ευλαβή Γέροντα, ονόματι Μαρτινιανό (Καλύβη «Άγιοι Πάντες», στην Καψάλα, της Ι. Μονής Παντοκράτορος) και ο λόγος κατέληξε περί συγχρόνων θαυμάτων. Γιατί η αφορμή ήταν το διαρκές θαύμα της Ορθόδοξης Πίστεώς μας του Αγίου Φωτός του Παναγίου και Ζωοδόχου Τάφου. Τότε ο Γέροντας Μαρτινιανός μας ανέφερε και το επόμενο πρόσφατο θαύμα του Οσίου Παταπίου, το οποίο παραθέτουμε κατά τη διήγησή του.
Ο Γέροντας είχε συγγενή μετανάστη στη Δ. Γερμανία, από την οποία πριν λίγα χρόνια επέστρεψε ως συνταξιούχος. Ο συγγενής του ονομάζεται Γεώργιος Ζ…… και στη Γερμανία ενυμφεύτηκε Γερμανίδα σύζυγο «καθολική», χωρίς εκείνη να βαπτισθεί πριν με το Ορθόδοξο Βάπτισμα.
Ετέλεσαν, βέβαια, γάμο σε Ορθόδοξο Ι. Ναό και τα δύο παιδιά τους τα εβάπτισαν με το Ορθόδοξο Βάπτισμα, αλλ΄η σύζυγος παρέμεινε καθολική, αν και εκκλησιαζόταν και σε Ορθόδοξους Ναούς. Αφού επέστρεψαν στην Ελλάδα, το καλοκαίρι του 1985 πήγαν για παραθερισμό στο Λουτράκι Λορινθίας και από εκεί ανέβηκαν μια μέρα και στη Μονή του Οσίου Παταπίου να προσκυνήσουν τονν Όσιο. Πρώτος εισήλθε στο ι. Σπήλαιο ο σύζυγος, ο οποίος και προσκύνησε. Αλλ΄ενώ εισήλθε και η «καθολική» σύζυγος και επλησίασε να προσκυνήσει, ευρέθηκε κάτω λιπόθυμη!
Την έπιασε αμέσως στα χέρια του ο σύζυγος και με τη βοήθεια και άλλων παρευρισκομένων προσκυνητών την έβγαλαν έξω και τη βοηθούσαν να συνέλθει. Αφού συνήλθε, την ερώτησαν τι της συνέβη, κι εκείνη με έκπληξη απάντησε:
«Καλά δεν είδατε, δεν ακούσατε; Ο Άγιος με έσπρωξε και μου είπε: «Πώς εσύ, αιρετική, με πλησιάζεις;»
Και από τη στιγμή αυτή μόνη της εζήτησε να βαπτισθεί Ορθόδοξη, όπως και έγινε ύστερα από σχετική κατήχησή της στην Ενορία της.
Τώρα πιά ως Ορθόδοξη επισκέπτεται με ευλάβεια το ι. Σπήλαιο του Οσίου και προσκυνεί το ι. Λείψανο με πόθο και ευγνωμοσύνη. Γιατί αφότου έλαβε το Ορθόδοξο Βάπτισμα, αισθάνεται άλλος άνθρωπος! «Όταν προσεύχομαι», μας είπε «αισθάνομαι το Θεό δικό μου, Πατέρα μου, ενώ πριν δεν αισθανόμουν τίποτε. Τώρα ανάβω το καντήλι στο Εικονοστάσι, ετοιμάζω πρόσφορο, μεταλαμβάνω, διαβάζω βίους Αγίων και η ψυχή μου αισθάνεται το Θεό κοντά της. Να, πώς να σας το πω; Κάτι πολύ διαφορετικό από πριν, μια βεβαιότητα ότι είμαι κοντά στο Θεό. Και αυτό το οφείλω στον Άγιο Πατάπιο, που τον ευχαριστώ».
Μαρτυρία ενός μη καταγεγραμένου θαύματος του Αγίου
Ονομάζομαι Φ.M., είμαι μητέρα δύο παιδιών και με το γράμμα αυτό καταθέτω το θαύμα του Οσίου Παταπίου στην κόρη μου. Ήμουν έγκυος στον 5ο μήνα, όταν οι γιατροί διέγνωσαν ‘συγγενή διαφραγματοκήλη’[1] στο έμβρυο, μια σοβαρή, όπως μου είπαν ανωμαλία, με σπάνιες πιθανότητες επιβίωσης μετά την γέννα. Εξαιτίας της υπήρχαν και πολλές πιθανότητες να υπάρχει και νοητική καθυστέρηση (σύνδρομο down). Κάνω και επειγόντως αμνιοπαρακέντηση μιας και η εγκυμοσύνη μου ήταν ήδη προχωρημένη και οι απαντήσεις θα έβγαιναν σε 2 εβδομάδες.
To σόκ ήταν μεγάλο και η στεναχώρια μου απερίγραπτη αφού παλαιότερες διαγνώσεις γιατρών ότι θα δυσκολευτώ να αποκτήσω παιδιά, με έκαναν να δίνω μεγάλη σημασία στην ζωή ενός παιδιού και να μην θέλω να ακούω για έκτρωση. Χαρακτηριστικό είναι ότι τότε βρέθηκαν πολλοί που με παρότρυναν να «ρίξω» το παιδί για να αποφύγω την σχεδόν βέβαιη ταλαιπωρία που προδιαγράφονταν. Περιμένοντας τις απαντήσεις έκλαιγα και παρακαλούσα θερμά τον Θεό, να μην υπάρχει τουλάχιστον το σύνδρομο και αναγκαστώ να σκοτώσω το παιδί μου, αλλά αν είναι αυτό το θέλημά Του, να μου το πάρει Αυτός μόλις γεννηθεί. Πάντα είχα βαθιά μέσα μου εμπιστοσύνη στο θέλημά Του, όποιο και αν ήταν αυτό…
Δύο μέρες πριν πάρω τις απαντήσεις, ήταν ανήμερα της γιορτής του Οσίου Παταπίου, 8/12/94, όταν η ευσεβής μητέρα μου, μου είπε ότι το προηγούμενο βράδυ άκουσε στον ύπνο της «Είμαι ο Πατάπιος, γιατί κλαίτε, το κεφαλάκι του παιδιού δεν έχει τίποτα!!!». Μέχρι εκείνη την στιγμή δεν γνώριζα καν ότι υπήρχε ο Όσιος Πατάπιος. Και όμως αισθάνθηκα σαν να μου έδιναν την απάντηση για το «κεφαλάκι» του παιδιού μου. Ξαφνικά ήμουν σίγουρη ότι είχαμε έναν προστάτη…και αποφάσισα ότι και να μου έλεγαν εγώ το παιδί μου θα το κρατούσα...
Το ίδιο βράδυ η μικρή κόρη της αδελφής μου, 8 χρονών τότε, είχε ξυπνήσει στον ύπνο της ταραγμένη και είπε ότι είδε στον ύπνο της, ότι περπατούσε με ένα κοριτσάκι με μακρυά μαύρα μαλλιά (έτσι είναι η κόρη μου), και ανέβαιναν λίγα σκαλάκια, πριν μπούνε σε μία σπηλιά άσπρη απέξω…σαν σπιτάκι εσκιμώων, όπως την περιέγραψε. Εκεί το κοριτσάκι σηκώνει το χεράκι του και της δείχνει της ανηψιάς μου ένα γυάλινο κουτί στο βάθος και της λέει «να ο Παπούλης μου»!!! Αυτό το μάθαμε πολύ αργότερα γιατί η αδελφή μου μην γνωρίζοντας τίποτα και αυτή για τον Άγιο, δεν έδωσε σημασία αφού δεν μπορούσε να το εξηγήσει.
Μετά από δυό μέρες μας τηλεφώνησαν για τις απαντήσεις των εξετάσεων και μας είπαν: «Μην ανησυχείτε για το κεφαλάκι του, έχετε ένα υγιέστατο κοριτσάκι». Τότε ήταν και που έμαθα το φύλο του παιδιού. Το πρώτο θαύμα είχε γίνει. Βλέπετε ο Άγιος είχε πει «το κεφαλάκι δεν έχει τίποτα» και όχι το παιδί είναι καλά, και υπήρχε και η ‘διαφραγματοκήλη’…
Έτσι κύλησαν οι εβδομάδες, μέσα σε πολύ προσευχή και πίστη και πλησίαζε ο καιρός της γέννας. Λίγο πριν μπω στον μήνα μου, ο γιατρός μου από κάποιο «περίεργο ένστικτο», όπως αργότερα ο ίδιος μου εξομολογήθηκε, εκτάκτως με καλεί στο μαιευτήριο για να με κοιτάξει. Τότε διαπιστώνει ότι βρισκόμουν σε αρχικό στάδιο σηψαμίας και αν περνούσαν δύο μέρες ακόμη, κινδύνευα και εγώ και το παιδί.
Και δεν έφτανε μόνο αυτό, στο τελευταίο διάστημα είχα παρουσιάσει έντονο πρόβλημα φλεβίτιδας στα πόδια μου και κινδύνευα από ακατάσχετη αιμορραγία κατά την γέννα. Έτσι κάνω άμεσα εξετάσεις για καισαρική, όμως ούτε αυτές βγαίνουν καλές. Επειγόντως όμως έπρεπε να γεννήσω, δεν είχα μπει καν στο μήνα μου, δεν είχα προλάβει να βρω γιατρούς για το παιδί – αν ζούσε – δεν γίνονταν καισαρική, ένας φυσιολογικός τοκετός δύσκολος μπορεί να μου έφερνε ακατάσχετη αιμορραγία, ή το παιδί να «έσκαγε» αν ζοριζόταν πολύ, αφού λόγω του προβλήματός του (δεν είχε καθόλου σχηματισμένο τον ένα πνεύμονα) δεν θα μπορούσε να αναπνεύσει…Όλα κρέμονταν σε μια κλωστή…
Ζήτησα από την μαία να κάνει αεροβάπτισμα στο παιδί μόλις γεννηθεί, αφού οι πιθανότητες να επιζήσει ήταν ελάχιστες, και το μόνο που μου έμενε μέσα στους πόνους μου ήταν να προσεύχομαι..
Τελικά, δόξα τω Θεώ, όλα πήγαν καλά κατά την γέννα, αν και ο γιατρός μου, όπως χαρακτηριστικά αργότερα μας είπε, έχασε δέκα χρόνια τότε απ΄την ζωή του!!! Το παιδί γεννήθηκε, πράγματι δεν μπορούσε να αναπνεύσει, διασωληνώθηκε και διακομίσθηκε αμέσως στο Παίδων «Αγλαία Κυριακού», όπου είχαν ειδοποιηθεί για την σοβαρότητα της κατάστασης.
Γίνονται την ίδια μέρα εξετάσεις προ-εγχειρητικές, όπου διαπιστώνεται ότι η κλινική του κατάσταση δεν είναι καθόλου καλή.
Μην έχοντας τίποτα να χάσουν, το ίδιο απόγευμα αποφασίζουν να το χειρουργήσουν. Η επέμβαση υπερβολικά δύσκολη, κρατάει πολλές ώρες. Οι γιατροί κάνουν απεγνωσμένες προσπάθειες να αντέξει το χειρουργείο, και τελικά μπαίνει στην εντατική, με ελάχιστες πιθανότητες επιβίωσης. Η κατάσταση του παιδιού μου είναι πολύ κρίσιμη μα και πολύ επώδυνη.
Το εικονισματάκι του Αγίου είναι πάνω απ΄το κρεββατάκι του…
Περνούν 12 μέρες, το παιδί στην ίδια κατάσταση, διασωληνωμένο, και οι γιατροί να δίνουν ένα συνεχή αγώνα να το κρατήσουν στην ζωή και τότε το βράδυ παθαίνει την χειρότερη επιπλοκή που φοβόντουσαν οι γιατροί. «Πνευμοθώρακας». Ο μοναδικός πνεύμονας που είχε το παιδί, κουράζεται και «σπάει». Μας ειδοποιούν να πάμε, γιατί το παιδί σβήνει… Εκείνο το βράδυ δίνουν την μεγαλύτερη μάχη. Μετρούν λεπτά ζωής… όπως μας λένε και εγώ απ΄έξω απ΄την εντατική προσεύχομαι πιο έντονα από κάθε άλλη φορά. Ξέρω ότι είναι η ύστατη μάχη.
Τελικά τα ξημερώματα οι προσπάθειες σταματούν. Το παιδί τα έχει καταφέρει. Ούτε οι ίδιοι γιατροί δεν το πιστεύουν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την γιατρό εκείνη που το παρακολουθούσε σε όλη την πορεία του, να μου λέει χαρακτηριστικά «Το κοριτσάκι σας έχει τον Άγιό του», κοιτάζοντας με νόημα το εικονάκι πάνω στο κρεβατάκι του. Από την στιγμή εκείνη η κατάστασή του βελτιώνεται θεαματικά. Σε 10 μέρες από τότε βγαίνει απ΄την εντατική και πάμε σπίτι μας!!! Μας ενημερώνουν πως αν όλα πάνε καλά θα πρέπει περίπου μετά από τρία χρόνια να κάνει δεύτερη διορθωτική επέμβαση για να ταχτοποιηθεί πλήρως και ενώ οι γιατροί μας προειδοποιούσαν για μια δύσκολη μετεγχειρητική περίοδο, με πολλές πιθανές επιπλοκές μέχρι και ένα χρόνο μετά, η κόρη μου αναρρώνει τελείως χωρίς να παρουσιάσει τίποτα.
Μετά από λίγους μήνες, μόλις συνήλθε τελείως, ρωτήσαμε που υπάρχει ο «Άγιος» για να πάμε να τον ευχαριστήσουμε, Τότε μάθαμε και για το μοναστήρι του στο Λουτράκι και πήγαμε όλοι οικογενειακώς. Εκεί η μικρή μου ανηψιά, που σας προανέφερα, ήταν και αυτή μαζί μας τότε, μόλις αντίκρυσε το Σπήλαιο γυρνάει και μας λέει ότι αυτό ήταν που είχε δει στον ύπνο της. Τότε ήταν και που συνειδητοποιήσαμε τι σήμαινε το όνειρο εκείνο. Το ‘μελαχρινό μου κοριτσάκι’ είχε έρθει στον Παπούλη του να τον ευχαριστήσει. Σε ηλικία τριών χρονών γίνεται και η δεύτερη διορθωτική επέμβαση και όλα πάνε καλά.
Έχουν περάσει από τότε δέκα πέντε χρόνια, η κόρη μου δεν παρουσίασε κανένα σχετιζόμενο πρόβλημα, είναι υγιέστατη και μόνο τα σημάδια των επεμβάσεων στο σώμα της μας θυμίζουν τι πέρασε…
Από τότε ο Όσιος Πατάπιος είναι ο προστάτης της οικογενείας μας και μας έχει βοηθήσει και σε άλλες δύσκολες στιγμές που ζητήσαμε την βοήθειά του. Κοιτάζοντας πίσω συνειδητοποιώ πόση δύναμη και ελπίδα μου είχε δώσει τότε η πίστη μου σε Αυτόν να αντέξω ψυχολογικά την δύσκολη αυτή περιπέτεια. Δοξασμένο το όνομα του Θεού και του Αγίου του Παταπίου, που μου χάρισε το πολυτιμότερο δώρο της ζωής μου, το παιδί μου.
[1] Σημείωση : Η «Συγγενής Διαφραγματοκήλη» είναι μια πολύ σπάνια ανωμαλία κατά την οποία το διάφραγμα που χωρίζει τον θώρακα από την κοιλιά δεν υπάρχει. Στην περίπτωση της κόρης μου τα έντερα πέρασαν στην θέση του αριστερού πνεύμονα, σπρώχνοντας την καρδιά προς το κέντρο και μη αφήνοντας καθόλου χώρο να αναπτυχθεί ο πνεύμονας. Κατά την πρώτη επέμβαση οι γιατροί άδειασαν την περιοχή του πνεύμονα, βάζοντας τα έντερα σε ένα τεχνητό σακούλι από δέρμα που έφτιαξαν στο πλάι για να τα κρατήσει, μιας που η κοιλιά δεν είχε αναπτυχθεί. Μετά από τρία χρόνια, ο πνεύμονας είχε σχεδόν πλήρως αναπτυχθεί (!!!), και με την δεύτερη διορθωτική επέμβαση, τα έντερα τοποθετήθηκαν στην θέση τους στην κοιλιά, που περίμεναν μέχρι τότε να αναπτυχθεί.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ἔν σοι Πάτερ ἀκριβῶς, διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα· λαβὼν γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, παρέρχεται γὰρ ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτου· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Πατάπιε τὸ πνεῦμά σου.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας κλήσεως, ἰχνηλατήσας, ἐκ νεότητας, τᾶς ἐπιδόσεις, δι' ἀσκήσεως τῷ κόσμῳ ἐξέλαμψας, καὶ δοξασθεῖς ἀπάθειας ταὶς χάρισι, πάθη ποικίλα ἴασαι Πατάπιε, Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Τὸν ναόν σου Ἅγιε, πνευματικὸν ἰατρεῖον, οἱ λαοὶ εὑράμενοι, μετὰ σπουδῆς προσιόντες, ἴασιν τῶν νοσημάτων λαβεῖν αἰτοῦνται, λύσιν τε, τῶν ἐν τῷ βίῳ πλημμελημάτων· σὺ γὰρ πάντων τῶν ἐν ἀνάγκαις, προστάτης ὤφθης, Πατάπιε Ὅσιε.
Κάθισμα. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Πάθη τοῦ σώματος, Θεομακάριστε, Πάτερ ἐξήρανας, δακρύων ῥεύμασι, καὶ ἰαμάτων ποταμούς, Πατάπιε ἀνέβλυσας· ὅθεν προσερχόμενοι, τῷ τιμίῳ λειψάνῳ σου, χάριν τε καὶ ἔλεος, προφανῶς ἀρυόμεθα, τιμῶντές σου τὴν μνήμην ἀξίως, πίστει θερμῇ θεομακάριστε.
Ὁ Οἶκος
Ἡ σορός σου Σοφὲ πᾶσι βρύει ἰάματα, ἐξ ὧν πάντες πιστοὶ ἀρυόμενοι, σῴζονται ἐκ νόσων πολλῶν, ψυχῶν καὶ σωμάτων, ὧνπερ ὁ τάλας ἐγὼ πεπείραμαι ῥυσθεὶς τῶν θλιβόντων με· καὶ διὰ τοῦτο τὴν σὴν ἀντίληψιν νῦν ἀνευφημῶ, καὶ διηγοῦμαι τρανῶς, πῶς ἐπιφθάνεις τοὺς ἐν ἀνάγκαις, καὶ ἐκλυτροῦσαι πειρασμῶν τοὺς προσιόντας σοι θερμῶς. Διὸ δίδου ἰσχὺν μοι ἀνυμνεῖν σε· σὺ γὰρ πάντων τῶν ἐν ἀνάγκαις, προστάτης ὤφθης, Πατάπιε Ὁσιε.
Πηγή: (Περιοδικό «ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ») Αρμενιστής, (Απόσπασμα από «ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΠΑΤΑΠΙΟΥ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ», έκδοση της Ιεράς Μονής Λουτρακίου) Άγια Μετέωρα, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Η Αγ. Φιλοθέη του Άρτζες γεννήθηκε στις αρχές του 13ου αιώνα στην πόλη Τίρνοβο στα νότια του Δούναβη από γονείς απλούς και αγράμματους. Η μητέρα της προέρχονταν από το γένος των Βλάχων. Ήταν γυναίκα πολύ πιστή και ελεήμων, και την δίδαξε την αγάπη προς τον Θεό και την Εκκλησία, την ελεημοσύνη στους πτωχούς, την προσευχή και όλα τα χριστιανικά καθήκοντα.. Έμεινε ορφανή από μάνα από πολύ μικρή.
Πράγματι, μεγαλώνοντας η κόρη της προόδευε στην αρετή και την αγάπη προς τους πτωχούς και τους πάσχοντας. Ο πατέρας της ασχολούνταν με την καλλιέργεια των χωραφιών. Είχε χριστιανική πίστη αλλά ήταν ανενέργητη. Μετά το θάνατο της γυναίκας του παντρεύτηκε μια γυναίκα άσπλαχνη και αλαζονική.
Η μικρή Φιλοθέη δεν έλειπε ποτέ από το ναό, ήταν σιωπηλή, αγαπούσε πολύ τους φτωχούς και το Χριστό. Οι νηστείες της και οι καλοσύνες της εξόργιζαν την μητριά της Υπέφερε πολλά από τη μητριά της υπομένοντας καρτερικά τις βρισιές και το ξύλο. Τίποτα όμως δε μπορούσε να την εμποδίσει από τις ελεημοσύνες της.
Η μητριά της, της είχε αναθέσει να παίρνει φαγητό στον πατέρα της που εργάζονταν στο χωράφι. Εκείνη όμως το μοίραζε στους φτωχούς .Αυτό επαναλήφθηκε πιο πολλές φορές. Ένα βράδυ που επέστρεψε ο πατέρας της κουρασμένος και νηστικός, ερώτησε την γυναίκα του, εάν του έστειλε φαγητό, και εκείνη του είπε ότι του έστειλε με το κορίτσι του.
Την επόμενη μέρα ο πατέρας της παραφύλαξε σε ένα τόπο για να δει τι το κάνει το φαγητό η κόρη του, όταν φεύγει από το σπίτι. Όταν λοιπόν την είδε να το μοιράζει στους φτωχούς, όρμησε με ένα ρόπαλο κατεπάνω της. Την έδεσε με σχοινιά, την κτυπούσε και την τσαλαπατούσε με τα πόδια του. Την ώρα εκείνη, η παρθένος Φιλοθέη παρέδωσε την ψυχή της στον Θεό, σε ηλικία μόλις 11 ετών. Ήταν 7 Δεκεμβρίου του 1218 μ.Χ.
Ο παιδοκτόνος μετά το έγκλημά του, στην προσπάθειά του να κρύψει το σώμα του θύματος, διαπίστωσε ότι ήταν υπερφυσικά βαρύ! Το άφησε και πήγε στο Τύρνοβο, όπου παραδόθηκε στις αρχές. Ειδοποιήθηκε και ο Μητροπολίτης, ο οποίος με συνοδεία πολλών ιερέων και πλήθους χριστιανών ήλθαν στον τόπο του συμβάντος που βρισκόταν το σώμα της Μάρτυρος.
Στην προσπάθειά τους να μετακινήσουν το Ιερό Λείψανο στάθηκε αδύνατον. Καταλαβαίνοντας ότι η θέληση της ήταν να την πάρουν σ’ άλλον τόπο και όχι στο Τίρνοβο, άρχισαν να ονομάζουν όλα τα μοναστήρια και τις εκκλησίες που βρίσκονταν στα δεξιά και αριστερά του Δούναβη. Αφού τελείωσαν την μνημόνευση των ιερών καθιδρυμάτων της Βουλγαρίας και το Λείψανο παρέμεινε ασήκωτο, άρχισαν να μνημονεύουν Μοναστήρια και Εκκλησίες της Ρουμανίας. Όταν μνημόνευσαν το όνομα του ναού του Αγίου. Νικολάου της μονής Κουρτέα της πόλεως Άρτζες το σώμα της ελάφρυνε πολύ, περισσότερο ακόμη και από το φυσικό του βάρος. Τότε, όλοι γνώρισαν ότι είναι θέλημά της να μεταφερθεί στην Μονή εκείνη, μακριά από την πατρίδα της.
Κατ’ αρχάς, μετέφεραν το Λείψανό της με τιμές και θυμιάματα στην μητροπολιτική εκκλησία του Τυρνόβου. Κατόπιν, ειδοποίησαν τον ηγεμόνα της Ρουμανικής Χώρας Ράδο τον Μέγα, ότι η Αγία Φιλοθέη, επιθυμεί να έλθει στην Ρουμανία. Ο ηγεμών Ράδος, με όλο τον κλήρο, τους αυλικούς και πλήθος λαού εξήλθε στον Δούναβη ποταμό, για να προϋπαντήσει και παραλάβει το ιερό αυτό θησαύρισμα. Το μετέφερε στην εκκλησία ναού του Αγίου. Νικολάου της μονής Κουρτέα της πόλεως Άρτζες όπου ευαρεστήθηκε να κατοικήσει η Αγία και εκεί παραμένει μέχρι σήμερα προς μεγάλη παρηγοριά του ευσεβούς ρουμανικού λαού.
Η Αγία Φιλοθέη, δοξάσθηκε από τον Θεό, με το χάρισμα της θαυματουργίας και αφθαρσίας του σώματός της. Σήμερα, το Ιερό της Λείψανο, τοποθετημένο σε μικρή αργυρά θήκη, ευρίσκεται στο παρεκκλήσιο της Γεννήσεως της Θεοτόκου, επειδή η μεγάλη ηγεμονική εκκλησία διατηρείται ως ιστορικό και εκκλησιαστικό μνημείο. Το Λείψανο της Αγίας Μάρτυρος Φιλοθέης, είναι μια αστείρευτη πηγή ιάσεων, ένας ανάργυρος ιατρός του ορθοδόξου ρουμανικού λαού. Ιδιαίτερα θεραπεύονται ασθενείς από επιληψία.
Πηγή: («Οδοιπορικὸ της Ορθοδόξου Ρουμανικής Εκκλησίας», σελ. 255-257, εκδόσεις ΑΘΩΣ, Πειραιεάς 1986) Ορθόδοξη Παραδοσιακή Οικογένεια
Ο Άγιος Αμβρόσιος αναδείχτηκε σκεύος εκλογής αγιότατο της Εκκλησίας του Χριστού πάνω στη γη. Ο Θεός τον δόξασε με δόξα διπλή, αφού και ηγεμόνας της Ιταλίας χρημάτισε και «τον της ιεραρχίας θρόνον εξ επιπνοίας θείας προσφόρως εκομίσατο», όπως ο υμνογράφος του μας αναφέρει.
Σκήνωμα της χάρης του Αγίου Πνεύματος απέδιωχνε τα πνεύματα της πλάνης που απειλούσαν την Εκκλησία, τον θεομάχο Αρειανισμό, επιστρέφοντας πολλούς από την πλάνη με τις διδαχές αλλά κυρίως με την ένθεη πολιτεία και τα θαύματά του.
Η ορθόδοξη υμνολογία τιμώντας την μνήμη του Οσίου τον ονομάζει «εύηχον κιθάρα του Παρακλήτου, το μέγα όργανον του Θεού, αξιέπαινον σάλπιγγα της Εκκλησίας» και μας υπενθυμίζει ότι ο θαυμαστός βίος του «εν εγκρατεία και πόνοις και αγρυπνίαις πολλαίς και προσευχαίς εγένετο».
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
1. Καταγωγή — Μόρφωση
Γεννήθηκε από γονείς ευσεβείς στα Μεδιόλανα της Ιταλίας το 340 μ.Χ. και από μικρός φανέρωνε την θεοπρεπή συμπεριφορά και πολιτεία του. Αναφέρεται ότι μετά τον θάνατο των γονέων του έζησε με μιαν αδελφή μεγαλύτερή του. Κάποτε βλέποντάς την να ασπάζεται το δεξί χέρι ενός επισκόπου της έδωσε αυτός και το δικό του, λέγοντας: «Φίλησέ το και αυτό διότι και εγώ πρόκειται να γίνω επίσκοπος». Αυτή, όπως ήταν φυσικό, τον μάλλωσε μη μπορώντας να καταλάβει την προφητεία του. Όταν όμως αργότερα εκπληρώθηκε, θαύμασε η αδελφή του και μιμούμενη τον Άγιο έζησε ζωή ενάρετη, φυλάσσοντας την παρθενία.
Όταν έφτασε στην νόμιμη ηλικία ήταν ήδη κάτοχος πολλών επιστημών της εποχής του, ιδιαίτερα της ρητορικής. Γιαυτό και τον ψήφισαν αβοκάτο, δηλαδή δικηγόρο των ανακτόρων. Επιτελούσε το έργο του με σοφία και σύνεση και γινόταν αντικείμενο θαυμασμού για την ευγλωτία, τη δικαιοσύνη του και τις πλούσιες αρετές που ήταν στολισμένος. Ο Ουαλεντινιανός που εξουσίαζε τότε τη Ρώμη και όλη την Ευρώπη βλέποντας τα πολλά του χαρίσματα τον διόρισε ηγεμόνα όχι μόνο των Μεδιολάνων αλλά ολόκληρης της Ιταλίας. Όταν διορίστηκε, ο Πρόβος που ήταν επίτροπος του βασιλιά λέγει στον Αμβρόσιο: «Πάρε την εξουσία που σου έδωσε ο βασιλιάς και κυβέρνα όχι σαν κριτής αλλά σαν επίσκοπος». Με αυτά τα λόγια ο Πρόβος εννοούσε να κυβερνά το λαό με επιείκεια και όχι με αυστηρότητα. Και ο μακάριος Αμβρόσιος κυβερνούσε με γνώση και διάκριση, ώστε όλος ο λαός ήταν ευχαριστημένος.
2. Λαοπρόβλητος επίσκοπος
Ο Ουαλεντινιανός έδωσε την κυβέρνηση όλης της Ανατολής στον αδελφό του Ουάλεντα, να ορίζει το Βυζάντιο, τη Θράκη, την Αίγυπτο και την Ελλάδα. Ο ίδιος πήρε τη Δύση και κήρυττε παντού την ευσέβεια, εξοστρακίζοντας την αίρεση του Αρείου που ακολουθούσε και ο τότε αρχιερέας των Μεδιολάνων, Αυξέντιος.
Όταν πέθανε ο Αυξέντιος, ο βασιλιάς προσκάλεσε όλους τους επισκόπους της Ιταλίας και τους είπε: «Ξέρετε καλά, πώς πρέπει να είναι ο αρχιερέας, για να οδηγεί το ποίμνιο του στη σωτηρία». Τότε όλη η Σύνοδος αποφάσισε να ψηφίσει, εκείνος τον αρχιερέα, γιατί ήταν ευσεβέστατος και σοφός. Κι εκείνος απάντησε: «Εσάς με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος αξίωσε ο Πανάγαθος να ψηφίζετε αρχιερέα».
Οι επίσκοποι, λοιπόν, σκέφτονταν ποιον να ψηφίσουν. Οι λαϊκοί που, κατοικούσαν στα Μεδιόλανα μάλωναν μεταξύ τους. οι Αρειανοί ήθελαν ομόφρονά τους και οι Ορθόδοξοι, Ορθόδοξο. Όταν ο ιερός Αμβρόσιος άκουσε τη φιλονικία του λαού, ήλθε στα Μεδιόλανα για να προλάβει τα σκάνδαλα. Τους συμβούλεψε να εκλέξουν τον πιο ενάρετο απ’ όλους και τους είπε και πολλά σωτήρια λόγια. Εκείνοι φωτισμένοι από το Άγιο Πνεύμα, του απάντησαν ότι δεν υπάρχει άλλος αξιότερός του και είπαν στον βασιλιά ότι διάλεξαν τον Αμβρόσιο για ποιμένα και οδηγό τους.
Όταν το έμαθε ο λαός, καταλήφθηκε από μεγάλο ενθουσιασμό και παραλήρημα και όλοι μαζί άρχισαν να αναφωνούν: «άξιος!! άξιος!! Ο Αμβρόσιος είναι άξιος για επίσκοπος». Ήταν θέλημα Θεού. σ’ αυτό ακόμα και οι αιρετικοί δεν είχαν τρόπο να στηρίξουν τις αντιρρήσεις τους.
Ο Αμβρόσιος στο απροσδόκητο αυτό ξέσπασμα του ηφαιστείου ταράχτηκε κι έτρεξε να κρυφτεί. Η παράδοση αναφέρει πως όταν άκουσε ότι θα τον χειροτονούσαν επίσκοπο, αποφάσισε να φύγει. Αλλ’ ο Κύριος ήθελε να μπει ο λύχνος στην κατάλληλη θέση, για να φωτίζει τους «εν σκότει καθεύδοντας». Ενώ περπάτησε όλη τη νύκτα βρέθηκε πάλι το πρωί έξω από τα τείχη της πόλης των Μεδιολάνων!
Οι ευσεβείς χριστιανοί που τον αναζητούσαν τον βρήκαν και τον οδήγησαν στη Μητρόπολη. Επειδή ο Άγιος κατάλαβε ότι ήταν θέλημα Θεού δέχτηκε να χειροτονηθεί. Έτσι, μέσα σε επτά μέρες βαπτίστηκε και χειροτονήθηκε επίσκοπος Μεδιολάνων στις 7 Δεκεμβρίου του 374.
3. Εποχή μεγάλης τρικυμίας
Ο τρομερός αιρεσιάρχης Άρειος είχε καταδικαστεί από την Εκκλησία μα η αίρεσή του εξακολουθούσε να συνταράζει την εκκλησιαστική ειρήνη. Του Αμβρόσιου η αρχιερατική του ζωή δεν ήταν λοιπόν τίποτε άλλο, παρά μια ατέλειωτη πάλη, ένας σκληρός αγώνας εναντίον των αιρέσεων, μαζί με ευσπλαχνία και προστασία των φτωχών και των δυστυχισμένων.
Μερικοί άρχοντες έκαναν ορισμένα σφάλματα και ο Αμβρόσιος δε δίστασε να ελέγξει αυστηρά τον βασιλιά. Ο ευσεβής βασιλιάς όχι μόνο δεν δυσαρεστήθηκε αλλά τον επαίνεσε λέγοντας: «Γνώριζα το ζήλο σου, γιαυτό επέμενα να γίνεις αρχιερέας, γιάτρευε λοιπόν όπως ορίζει ο νόμος του Θεού, τις αμαρτίες μας».
Αφού ο ευσεβής Ουαλεντινανός κυβέρνησε για δεκαοκτώ χρόνια το βασίλειο παράδωσε την ψυχή του στον Κύριο κι άφησε διαδόχους του τα παιδιά του. Ο Ουάλης που ήταν Αρειανός και βασίλευε στο Ανατολικό μέρος πέθανε. Έμεινε όλη η βασιλεία στον Γρατιανό που ήταν ευσεβής όπως ο πατέρας του Ουαλεντινιανός. Ο Γρατιανός ανακάλεσε όλους τους αρχιερείς που ο Θείος του Ουάλης είχε εξορίσει.
Ανάδειξε αρχιστράτηγο τον Μ. Θεοδόσιο και τον έστειλε εναντίον των βαρβάρων και ο Θεοδόσιος με όπλο τον σταυρό νίκησε. Τότε ο Γρατιανός τον έστειλε να κυβερνά στην Ανατολή μένοντας ο ίδιος στη Δύση. Και οι δύο αγωνίζονταν εναντίον των Αρειανών. περισσότερο ο Θεοδόσιος, γιατί στην Ανατολή ήταν πολλοί εξαιτίας του Ουάλεντα. Όταν πέθανε ο Γρατιανός άφησε διάδοχο τον μικρό αδελφό του Ουαλεντινιανό Β’, του οποίου την ηλικία καταφρονώντας κάποιος Μάξιμος άρπαζε την κυβέρνηση της Δύσης. Η μητέρα του βασιλιά Ιουστίνη υποστήριζε τους αιρετικούς γιατί ήταν αιρετική, και όσο ζούσε ο σύζυγός της δεν το φανέρωσε. Αυτή συμβούλευε το γιο της και τον έκαμε Αρειανό.
4. Ελεήμονας αλλά και ασκητικός
Αφού χειροτονήθηκε ο μέγας Αμβρόσιος διερχόμενος πολιτεία αγγελική, νήστευε όλη την εβδομάδα, μόνο Σάββατο και Κυριακή έτρωγε, έκανε πολλές ελεημοσύνες στους φτωχούς και φυλακισμένους. Μοίρασε όλη την περιουσία του πατέρα του στους άπορους και έδωσε ακίνητα, χωράφια, αμπέλια στην Εκκλησία, μιμούμενος το Δεσπότη Χριστό στην ακτημοσύνη.
Όταν πληροφορήθηκε ότι ο νέος βασιλιάς εξαπατήθηκε από την μητέρα του και υποστήριζε τους Αρειανούς, φρόντισε να τον λυτρώσει. Το συμβούλευε κάθε μέρα, ο βασιλιάς όμως επειδή ήταν άπειρος πίστευε πιο πολύ στα λόγια της μητέρας του και τον έδιωχνε από την εκκλησία. Ο Άγιος όμως του είπε: «Εγώ θεληματικά δεν βγαίνω. Δεν παραδίνω την μάντρα των λογικών προβάτων, που μου εμπιστεύτηκε ο Κύριος έστω κι’ αν πρόκειται να χύσω το αίμα μου».
5. Οι αγώνες του εναντίον των αιρετικών
Όταν κάποτε για την εξαγορά αιχμαλώτων διάταξε να πουλήσουν χρυσά σκεύη της εκκλησίας που δεν είχαν χρησιμοποιηθεί στο θυσιαστήριο, κατηγορήθηκε γιαυτό από τους Αρειανούς. Αυτός όμως δεν πτοήθηκε, αλλά απάντησε ότι μόνο με αυτό το μέσο ήταν δυνατό να σωθεί η ζωή και η πίστη των ανθρώπων αυτών, που θεωρούσε ασύγκριτα πολυτιμότερη από τα χρυσά σκεύη.
Οι αγώνες του κατά των Αρειανών πήραν μεγάλες διαστάσεις, γιατί η αίρεση αυτή κατάφερε να αποκτήσει αρκετούς οπαδούς στα Μεδιόλανα και να εισχωρήσει μέσα στα βασιλικά ανάκτορα. Η χήρα του Ουαλεντινιανού Α’ δεν δίσταζε να ραδιουργεί εναντίον του έχοντας πειθήνιο όργανο τον γιο της Ουαλεντινιανό Β’. Η Ιουστίνη, το 385 ζήτησε πρώτα μικρό ναό για να τον χρησιμοποιούν οι Αρειανοί, αλλ’ ο Άγιος αντιστάθηκε λέγοντας: «Στον αυτοκράτορα ανήκουν τα παλάτια, στον ιερέα οι ναοί». Αργότερα όταν η Ιουστίνη ξαναζήτησε τον ναό έγιναν συμπλοκές μεταξύ των Ορθοδόξων και του στρατού, που στάλθηκε για να τον συλλάβει. Με την επέμβαση όμως του Πνευματοφόρου Πατρός ειρήνευσαν τα πνεύματα: «Δεν ήλθαμε στον ναό είπε, για να πολεμήσουμε αλλά για να προσευχηθούμε. θα προσευχηθούμε, χωρίς να φοβηθούμε».
Τέλος το 386 ο νεαρός αυτοκράτορας επέμενε ξανά να δοθή ένας ναός. Ο Αμβρόσιος όμως του διαμήνυσε ότι ο αυτοκράτορας πρέπει να είναι «εν τη εκκλησία και ουχί υπέρ την Εκκλησίαν». Ο Άγιος έχοντας ο ίδιος την εμπειρία της καθαρότητας που προκαλεί στην καρδία των πιστών η παρουσία σ’ αυτήν του Αγίου Πνεύματος, γνώριζε ότι η παραχώρηση του μικρού ναού στους Αρειανούς θα συντελούσε στη διαιώνιση της Θεότητας του Ιησού, με αποτέλεσμα τον μη αγιασμό των Χριστιανών. Διότι οι Χριστιανοί αγιάζονται με το Άγιο Πνεύμα που φέρει σε προσωπική επαφή τον άνθρωπο με τον Θεό και που η παρουσία του στον πιστό προϋποθέτει πρώτα απ’ όλα πίστη στα αποκαλυμμένα δόγματα. Γιαυτό αντιστάθηκε θαρραλέα και όταν του εσύστησαν να φύγει απάντησε ότι δεν συνηθίζει να εγκαταλείπει το ποίμνιό του. Τέλος η Αυλή υποχώρησε και η Ορθοδοξία υπερίσχυσε.
6. Ποιμένας, διδάσκαλος και συγγραφέας
Όταν το 383 δολοφονήθηκε στην Λυών από το στασιαστή Μάξιμο ο 24χρονος αυτοκράτορας Γρατιανός, που τον εκτιμούσε πολύ, μετάβηκε αυτοπροσώπως στα Τρέβηρα προς το δολοφόνο και μνηστήρα του θρόνου Μάξιμο και τον έπεισε να μην στραφεί κατά της Ιταλίας και προσβάλει τα δικαιώματα για τον θρόνο του δωδεκάχρονου Ουαλεντινιανού Β’, αλλά να αρκεσθεί στο αξίωμα του συνάρχοντα για τη Γαλλία, Ισπανία και Βρεττανία. Και αργότερα ξαναπήγε στα Τρέβηρα με αποστολή προς τον Μάξιμο το 386. Με σύστασή του ο αυτοκράτορας Γρατιανός (375-383) απομάκρυνε από την Ρωμαϊκή γερουσία το άγαλμα της Νίκης που τοποθέτησε ο αυτοκράτορας Αύγουστος. Όταν η γερουσία ζήτησε στη βασιλεία του Ουαλεντινιανού Β’ (385-392) να ξαναστηθεί το άγαλμα, ο Αμβρόσιος ήταν εκείνος που έπεισε τον αυτοκράτορα να απορρίψει την αίτηση.
Αλλά και ο Θεοδόσιος ο Α’ (379-395) τον εκτιμούσε πολύ. Η μεγάλη επιρροή του Αγίου στον Θεοδόσιο φαίνεται από το αιματηρό δράμα της Θεσσαλονίκης το 390. Μετά από διαταγη του Βουθερίκου που ήταν διοικητής του Ιλλυρικού στρατού της πόλεως, συνελήφθη κάποιος ηνίοχος του ιπποδρόμου και φυλακίστηκε. Επειδή ο λαός απαιτούσε την αποφυλάκισή του και ο Βουθερίκος αρνιόταν, εξερράγη επανάσταση και φονεύθηκε ο Βουθερίκος και άλλοι αξιωματούχοι του. Όταν έμαθε αυτό ο Θεοδόσιος οργίσθηκε υπερβολικά και διάταξε να τιμωρηθεί ο λαός με σφαγή. έγινε πρόσκληση στο λαό να παρακολουθήσει τις ιπποδρομίες και ξαφνικά οι στρατιώτες επιτέθηκαν και σκότωσαν επτά χιλιάδες άτομα.
Ο Αμβρόσιος όταν έμαθε το έγκλημα, ταράχτηκε και ανεχώρησε σ’ ένα ησυχαστήριο, όπου αναλύθηκε στην προσευχή και έκλαψε για τον αδικοσφαγέντα λαό και τον αυτοκράτορα. Έγραψε στον Θεοδόσιο και ελέγχοντάς τον του συνιστούσε μετάνοια ειλικρινή, χωρίς την οποία δεν θα του επέτρεπε να κοινωνήσει τα Άχραντα Μυστήρια.
Ο Θεοδόσιος, χωρίς να δώσει σημασία στην επιστολή προσήλθε μετά από λίγες μέρες στο ναό. Ο Αμβρόσιος όμως, όπως μας διασώζει ο ιστορικός Θεοδώρητος, στάθηκε στα πρόθυρα του ναού και εμποδίζοντάς του την είσοδο, έλεγε προς αυτόν, όπως μιμήθηκε τον Δαυίδ στην αμαρτία, να τον μιμηθεί και στη μετάνοια. Ο Αυτοκράτορας υποχώρησε και υπέβαλε τον εαυτό του σε οκτάμηνη μετάνοια. Καθ’ όλο τούτο το διάστημα «βασιλικώ κόσμω ουκ εχρήσατο». Τότε με την υπόδειξη του Αμβροσίου, εξέδωσε διάταγμα, με το οποίον όριζε ότι οι θανατικές εκτελέσεις των καταδίκων να μην εκτελούνται πριν από την προέλευση ενός μήνα από την καταδίκη, ώστε να μένει καιρός ψύχραιμης αναψηλάφησης των αποφάσεων.
Τέλος ο Αμβρόσιος όταν είδε την ειλικρινή μετάνοια του αυτοκράτορα ο οποίος όταν ήλθε στο ναό, έπεσε μπρούμυτα και τραβούσε τις τρίχες της κεφαλής και κτυπούσε το πρόσωπό του με δάκρυα, τον συγχώρεσε τα Χριστούγεννα και του επέτρεψε την Θεία Κοινωνία. Ο Θεοδώρητος μας αναφέρει και άλλο μάθημα που έδωσε ο Αμβρόσιος στον Θεοδόσιο, μη επιτρέποντας σ’ αυτόν να εισέλθει με το ιερατείο μέσα στο ιερό, αλλά υποδεικνύοντάς του ξεχωριστή θέση ανάμεσα στο λαό.
Ο Αμβρόσιος συγχρόνως φημίστηκε σαν ένας από τους περιφημότερους διαφωτιστές του λαού με τους λόγους του και τα συγγράμματά του. Δεν παρέλειπε καθημερινά να διδάσκει ώστε και από παντού συνέρρεαν οι πιστοί για να ωφεληθούν από τη διδασκαλία του. Αυτός ο ιερός Αυγουστίνος, μετά από ένα κήρυγμα του Αγίου επέστρεψε το 387 στον Χριστιανισμό, οριστικά.
Πέρα από τα αρχιερατικά του καθήκοντα και τους άλλους περισπασμούς εύρισκε καιρό για μια πλούσια σε ποιότητα και ποσότητα συγγραφική δράση. Κάτοχος της αρχαίας παιδείας και πλήρης Πνεύματος Αγίου ώστε ο υμνογράφος να τον εγκωμιάζει σαν «εύηχον κιθάρα του Παρακλήτου» έγραψε έργα ερμηνευτικά της Αγίας Γραφής, ηθικά, δογματικά, επιστολές και ύμνους.
7. Θαύματα του Αγίου
Πηγαίνοντας προς την Ρώμη κάποια μέρα ο Αμβρόσιος για μια υπόθεση, νυκτώθηκε και έμεινε στην οικία κάποιου πλούσιου της περιοχής ο οποίος φιλοξένησε πλουσιοπάροχα τον Αρχιερέα και τους κληρικούς που τον συνόδευαν. Το πρωί τον ερώτησε ο Άγιος εάν δοκίμασε καθόλου θλίψεις στην ζωή του. Τον ερώτησε γιατί πρόσεξε ότι είχε πολλά πλούτη. Αυτός του αποκρίθηκε: «Με τις ευχές σου Δέσποτα Άγιε, ουδέποτε με λύπησε ο Θεός, ούτε με ζημίωσε, ούτε γνωρίζω τι είναι ασθένεια. αλλά και πολλές δωρεές μου απέστειλε ο Πανάγαθος, πλούτη, δόξα και κάθε άλλη απόλαυση». Όταν άκουσε αυτά ο Άγιος δάκρυσε και είπε προς τους κληρικούς: «Σηκωθείτε γρήγορα να φύγουμε από την καταραμένη αυτήν οικία πριν μας προλάβει ο θυμός του Θεού». Βλέποντας ότι αμελούσαν να ετοιμάσουν τα άλογα τους πρόσταζε εντονώτερα να φύγουν το συντομώτερο. Μόλις αναχώρησαν και προχώρησαν λίγη απόσταση, άνοιξε η γη και κατάπιε την οικία με τον πλούσιο, τους συγγενείς και τα πλούτη του.
Αυτοί που ακολουθούσαν εθαύμασαν για το φοβερό γεγονός και ερώτησαν τον Άγιο πώς το γνώρισε. Αυτός τους αποκρίθηκε: «Γνωρίζετε βέβαια, ότι όταν έχει κάποιος θλίψεις, διάφορους πειρασμούς και βάσανα, ο Κύριος είναι μαζί του και τον παιδεύει σαν παιδί του αγαπημένο, για να το ετοιμάσει για την αιώνια του Βασιλεία. Όταν κάποιος έχει σ’ αυτόν τον κόσμο απολαύσεις, υγεία, ευημερία, χωρίς θλίψεις, αυτό είναι σημείο της απώλειας του αψευδέστατο, διότι είναι παροργισμένος, μαζί του ο Κύριος για τις πράξεις του και τον έχει αποφασισμένο για την αιώνια κόλαση. Γιαυτό του δίνει τώρα πρόσκαιρη απόλαυση. Αλήθεια σας λέγω αδελφοί έπρεπε να θρηνούμε απαρηγόρητα όταν δεν μας έρχονται πειρασμοί και βάσανα και όταν μας παιδεύει ο Κύριος σαν δίκαιος κριτής και πάνσοφος γιατρός, όχι μόνο να υπομένουμε τους πόνους καρτερικά, αλλά και να τον ευχαριστούμε με υποχρέωση, όπως και τους σωματικούς γιατρούς που πληρώνουμε να κόψουν και να κάψουν τα μέλη μας για την ποθούμενη υγεία και σωτηρία μας».
Αυτά έλεγε ο ποιμένας ο καλός και έτρεφε το ποίμνιό του. Αφού έφθασαν στη Ρώμη τον παρακάλεσε η αδελφή του να λειτουργήσει στην εκκλησία μιας αρχόντισσας που του είχε αρκετή ευλάβεια και καθώς λειτουργούσε του έφεραν μια γυναίκα παράλυτη να την θεραπεύσει. Ο Άγιος την σπλαχνίσθηκε και δεόμενος προς τον Κύριο την θεράπευσε.
Αφού έκαμε πολλά θαύματα στη Ρώμη επέστρεψε στα Μεδιόλανα. Οι αιρετικοί έλεγαν ότι με μαντική τέχνη τα έκαμνε. Ένας όμως απ’ αυτούς που κατηγορούσε τον Άγιο περισσότερο, δαιμονίστηκε μπροστά σε όλους που παρευρίσκονταν, και όταν τον ετάρασσε το δαιμόνιο, ομολογούσε παρά την θέλησή του την αλήθεια, λέγοντας ότι ο Αμβρόσιος είναι Άγιος και τα δόγματά του Ορθόδοξα, και των Αρειανών ψεύτικα και μάταια. Κάποιος άλλος αιρετικός από τους πρώτους πίστεψε και βαπτίστηκε. Όταν τον ερώτησαν την αιτία για την οποία πίστεψε τόσο γρήγορα, αποκρίθηκε ότι εγνώρισε με τα μάτια του την αλήθεια, διότι όταν δίδασκε ο Αμβρόσιος έβλεπε ένα ωραιότατο άγγελο, που του μιλούσε στα αυτιά και τον νουθετούσε όταν κήρυττε.
Πολλά και άλλα θαυμάσια έκανε ο Παντοδύναμος Θεός με τις προσευχές του Αγίου, ώστε απλώθηκε παντού η φήμη του. Από μακρινά μέρη έρχονταν πολλοί για να ακούσουν τα μελίρρυτα λόγια του. Η βασίλισσα των Μαρκομάννων (Γερμανικός λαός) που πίστευε στα είδωλα, όταν άκουσε την ένθεη πολιτεία του, τον επισκέφθηκε και τόσο ευφράνθηκε από τα λόγια του, ώστε πίστεψε στον Χριστό. Ο Άγιος την βάπτισε, της έδωσε γραπτώς την ορθόδοξη πίστη και την δίδαξε πώς να ζει για την σωτηρία της. Την παρακάλεσε ακόμα να μην αφήσει τον άνδρα της ποτέ να επιτεθεί εναντίον των Ρωμαίων.
8. Το τέλος του Αγίου
Ήλθε όμως η ώρα να πάει στον ποθούμενο Χριστό. Αρρώστησε και έμεινε στο κρεββάτι. Ο Στηλίχων, ο ηγεμόνας, αφού άκουσε ότι πέθανε ο Αμβρόσιος λυπήθηκε πολύ και έλεγε ότι ο θάνατός του θα ήταν απώλεια ολόκληρης της Ιταλίας.
Έστειλε ανθρώπους να πουν στον Άγιο να παρακαλέσει τον Θεό να του δώσει ακόμη λίγη ζωή για το συμφέρο του λαού, αυτός όμως αρνήθηκε λέγοντας ότι όταν ο Κύριος ορίσει να τον πάρει θα παραδώσει το πνεύμα του ευχαριστώντας και δοξάζοντάς Τον.
Κοντά στο κελλί του Αγίου, δύο διάκονοι συνομιλούσαν μυστικά και απορούσαν ποιος θα γίνει επίσκοπος μετά το τέλος του Αγίου. Όταν ο ένας διατύπωσε την γνώμη ότι κάποιος Συμπλίκιος, ηγούμενος ενός μοναστηριού θα τον διαδεχθεί, ο ετοιμοθάνατος Αμβρόσιος γνωρίζοντας από το Άγιο Πνεύμα τα λεγόμενα αποκρίθηκε δυνατά λέγοντας: «Καλός είναι ο Συμπλίκιος, αλλά έχει γεράσει». Οι διάκονοι έμειναν έκπληκτοι και το είπαν στον λαό και έτσι εψήφισαν τον Συμπλίκιο Αρχιερέα.
Ο Άγιος προσευχόμενος παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του Θεού στις 4 Απριλίου του 397, παραμονή του Πάσχα. Αλλά επειδή τα περισσότερα χρόνια συμπίπτει με την Ανάσταση ή τη Μεγάλη Εβδομάδα, η Εκκλησία μας γιορτάζει την μνήμη του στις 7 Δεκεμβρίου που χειροτονήθηκε Επίσκοπος.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖος διδάσκαλος καὶ ἱεράρχης σοφός, δογμάτων ἀκρίβειαν μυσταγωγεῖς τοὺς πιστούς, Ἀμβρόσιε ὅσιε· λύεις αἱρετιζόντων τὴν ἀχλὺν τοῖς σοῖς λόγοις· φαίνεις τῆς εὐσεβείας τὴν θεόσδοτον χάριν· ἐν ᾗ τούς σὲ γεραίροντας συντήρει ἀπήμονας.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α'.
Τὸν τῆς ἀμβροσίας ἐπώνυμον, καὶ τῆς Ἰταλίας διδάσκαλον, τὸν προστάτην τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας, καὶ Μεδιολάνων τὸν πρόεδρον, τὸν τοῦ ἐπάρχου υἱόν, καὶ τῶν πτωχῶν ἀντιλήπτορα μέγιστον, Ἀμβρόσιον τὸν ἔνδοξον Ἱεράρχην πάντες τιμήσωμεν, πρεσβεύει γὰρ Κυρίῳ ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, ἡ οἰκουμένη, τὴν σὴν μνήμην πάνσοφε, ὡς Ἱεράρχην τοῦ Χριστοῦ, μεγαλοφώνως τιμῶσά σε, Πάτερ Πατέρων, Ἀμβρόσιε ἔνδοξε.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείοις δόγμασι περιαστράπτων, ἀπημαύρωσας Ἀρείου πλάνην, Ἱερομύστα καὶ ποιμὴν Ἀμβρόσιε· θαυματουργῶν δὲ δυνάμει τοῦ Πνεύματος, πάθη ποικίλα σαφῶς ἐθεράπευσας. Πάτερ Ὅσιε, Xριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κάθισμα. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Λόγους ζωῆς Πάτερ σοφὲ κεκτημένος, τὰς διανοίας τῶν πιστῶν καταρδεύεις, καὶ καρποφόρους χάριτι δεικνύεις ἀεί, τῶν αἱρετιζόντων δέ, κατακλύζεις τὰς φρένας, χάριν ἀναβλύζων τε, ἰαμάτων ἐκπλύνεις, παθῶν παντοίων ῥύπον ἀληθῶς, ἱερομύστα θεόφρον Ἀμβρόσιε.
Ὁ Οἶκος
Τὸν ἐκ κοιλίας ἡγιασμένον Ἱεράρχην Κυρίου, ἀνευφημήσωμεν νῦν τὸν τῆς χάριτος, πλάκας δεξάμενον θείας δόξης, καὶ ἐν θαύμασι περιβόητον πᾶσι, καὶ ὡς θερμόν, καὶ αὐτόπτην τῆς θείας ἐλλάμψεως, ὡς τῶν πενήτων προστάτην καὶ τῶν ἁμαρτανόντων ψυχαγωγόν. Οὗτος γὰρ θύων τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ, Ἱεράρχης πιστὸς ἀναδέδεικται. Διὰ τοῦτο βοῶμεν αὐτῷ· Πάτερ Πατέρων, Ἀμβρόσιε ἔνδοξε.
Πηγή: («Βίοι Αγίων», Ο Άγιος Αμβρόσιος, Έκδοσις Ορθοδόξου Ιδρύματος «Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ») Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Ορθόδοξος Συναξαριστής
ΚΑΙ ΠΑΛΙ, ἀγαπητοί μου, ἀνέτειλε ἡ μεγάλη ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Νικολάου. Τί νὰ ποῦμε;
Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ ἡγιασμένος ἐγεννήθη τὸ ἔτος 439 ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ πλουσίους γονεῖς εἰς τὴν πόλιν Μουταλάσκην τῆς Καππαδοκίας.
Όταν η Εκκλησία δοκιμαζόταν από τον κίνδυνο του Παπισμού, μετά τη Σύνοδο της Λυώνος το 1274, επί λατινόφρονος αυτοκράτορος Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου και Πατριαρχείας Ιωάννη Βέκκου (1276- 1282), το Άγιο Όρος ανέδειξε μάρτυρες, ομολογητές της Ορθοδοξίας. Τέτοιοι ήταν και οι Οσιομάρτυρες των Καρυών του Αγίου Όρους που η Εκκλησία μας εορτάζει στις 5 Δεκεμβρίου.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...