Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Πολλοί από τους οσίους της Εκκλησίας μας έχουν τον τίτλο του Αναχωρητή, κι’ αυτό διότι είχαν πάρει τη μεγάλη απόφαση να αναχωρήσουν σωματικά από τον πτωτικό κόσμο στις ερήμους, αλλά όμως ψυχικά να βρίσκονται κοντά στους κοσμικούς, με την προσευχή τους. Ένας από τους μεγάλους Αναχωρητές υπήρξε και ο άγιος Κυριακός, ο οποίος πήρε το προσωνύμιο του Αναχωρητή.
Γεννήθηκε στην Κόρινθο το 448, όταν βασίλευε στην Κωνσταντινούπολη ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Μικρός (408-450). Ο πατέρας του ονομαζόταν Ιωάννης και ήταν πρεσβύτερος της Εκκλησίας της Κορίνθου και η μητέρα του ονομαζόταν Ευδοξία. Αμφότεροι ήταν πιστοί και ενάρετοι άνθρωποι και γι’ αυτό φρόντισαν να αναθρέψουν το παιδί τους με ευσέβεια, πίστη και φόβο Θεού. Ο Κυριακός από μικρό παιδί είχε δείξει σημάδια πνευματικής ωριμότητας. Στοχάζονταν συνεχώς το μυστήριο της Θείας Οικονομίας, την αγάπη του Θεού να σωθεί το ανθρώπινο γένος, χάρις στην ενανθρώπηση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Αυτές οι σκέψεις τον οδήγησαν να αφιερωθεί στο Θεό. Όταν έφτασε στην εφηβική ηλικία αποφάσισε να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο, επιλέγοντας τους Αγίους Τόπους ως τόπο της άσκησής του. Έφυγε λοιπόν για τα Ιεροσόλυμα, να πατήσει τα άγια χώματα που είχαν πατήσει τα πανάγια πόδια του Λυτρωτή Χριστού. Εκεί συνάντησε στην αρχή έναν μεγάλο ασκητή, τον Ευστόργιο, στον οποίο προσκολλήθηκε για αρκετό καιρό. Ακούγοντας ακούραστος τις παραινέσεις του αγίου Γέροντα απέκτησε μεγάλη ψυχική ωφέλεια και πνευματική ωριμότητα. Μετά άκουσε για τον Μέγα Ευθύμιο και τις αρετές του. Ζητώντας την ευλογία του Ευστόργιου, πήγε κοντά του, γενόμενος δεκτός από εκείνον. Εκεί ενδύθηκε και το μοναχικό σχήμα.
Επειδή όμως υπήρχε η συνήθεια να μη δέχονται αγένειους νέους, λόγω σκανδαλισμού, ο Μέγας Ευθύμιος τον έστειλε στη Μονή του Αγίου Γερασίμου του Ιορδανίτη, όπου έγινε δεκτός και του ανατέθηκε το διακόνημα του μαγείρου. Εκεί ο Κυριακός διακονούσε με μεγάλη προθυμία τους αδελφούς και ασκούνταν ο ίδιος στην πίστη και στην αρετή. Νήστευε, αγρυπνούσε και προσεύχονταν ατέλειωτες ώρες. Τρέφονταν μόνο με λίγο άρτο και νερό, κάθε δύο ημέρες. Έτσι σε λίγο χρονικό διάστημα άρχισαν να διαφαίνονται οι αρετές του και η αγιότητά του. Ο ίδιος ο ηγούμενος άγιος Γεράσιμος και όλη η αδελφότητα τον εκτιμούσαν και τον αγαπούσαν.
Μετά από εννέα χρόνια και ενώ ο ίδιος ήταν είκοσι οκτώ ετών, κοιμήθηκε ο Γέροντάς του Γεράσιμος. Ο Κυριακός γύρισε στη Λαύρα του αγίου Ευθυμίου, όπου έγινε δεκτός από τον ηγούμενο Ηλία. Όμως δεν έμεινε για πολύ, διότι έβλεπε με πίκρα τη διαμάχη της Μονής με τη διπλανή Μονή του Οσίου Θεοκτίστου, για οικονομικές διαφορές. Πήρε την απόφαση να φύγει και να εγκατασταθεί στη Μονή Σουκά. Εκεί έμεινε πολλά χρόνια, διακονώντας και σημειώνοντας πνευματική πρόοδο. Εκεί αξιώθηκε να δεχτεί και το αξίωμα του Πρεσβυτέρου και απέκτησε τη φήμη του σπουδαίου πνευματικού άνδρα.
Όντας στην ηλικία των εβδομήντα επτά ετών, αποφάσισε να φύγει για την έρημο, να ζήσει την ευλογημένη ζωή της ερημικής ησυχίας. Με έναν υποτακτικό του αναχώρησε για την σκληρή έρημο Νατουφά, στην οποία φύτρωναν μόνο πικρά σκυλοκρέμμυδα. Με την προσευχή του ο άγιος τα πικρά και ακατάλληλα χόρτα έγιναν γλυκά και η τροφή των δύο αναχωρητών επί τέσσερα χρόνια. Μέσα στην ησυχία της ερήμου οι δύο άνδρες προσεύχονταν, αγρυπνούσαν, πολεμούσαν το διάβολο κατά μέτωπο και απέκοπταν τα πάθη τους. Ο άγιος Κυριακός είχε καθαρθεί και έμοιαζε με τους αγγέλους. Μάλιστα είχε φτάσει στο σημείο αγιότητας να βγάζει δαιμόνια από κατεχόμενους. Θεράπευσε κάποιον δαιμονισμένο στη χώρα των Θεώνων.
Το θαύμα αυτό έγινε γνωστό στην ευρύτερη περιοχή. Πολλοί άρρωστοι και ιδίως δαιμονισμένοι έτρεχαν να βρουν τη γιατρειά τους από το άγιο ασκητή. Αυτό όμως τον ενοχλούσε, διότι τον απέκοπτε από τον πνευματικό του αγώνα. Γι’ αυτό αποφάσισε να αναχωρήσει πιο βαθειά στην έρημο του Ρουβά, τρεφόμενος με ρίζες αγρίων φυτών. Αλλά οι άρρωστοι έφταναν ως εκεί για να βρουν θεραπεία και ο άγιος ανταποκρίνονταν στη λαχτάρα τους. Αλλά και πάλι ο άγιος θεώρησε την κατοικία του αυτή ακατάλληλη από την κοσμοσυρροή. Έφυγε για άλλη πιο μακρινή έρημο, τη Σουσακείμ. Εκεί έζησε επτά χρόνια ως επίγειος άγγελος. Τον καιρό εκείνο έπεσε φοβερό θανατικό στην περιοχή. Οι μοναχοί της Λαύρας του Σουκά έτρεξαν στον άγιο να τους σώσει από την πανώλη. Ο Κυριακός τους λυπήθηκε, γύρισε στη Λαύρα και με τις προσευχές του κατόρθωσε να διώξει την αρρώστια. Έμεινε στο κελί του αβά Χαρίτωνος πέντε χρόνια. Από εκεί αναγκάστηκε να πολεμήσει την αίρεση του ωριγενισμού, με επιτυχία. Ο ίδιος ο Ωριγένης (+254) και κυρίως οι μαθητές του, είχαν πέσει σε σημαντικές πλάνες, όπως «η προΰπαρξη των ψυχών» και η «αποκατάσταση των πάντων», οι οποίες καταδικάστηκαν από την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο (553).
Διάνυε ήδη το ενενηκοστό ένατο έτος της ηλικίας του. Είχε επιθυμήσει να ζήσει και πάλι στην αγαπημένη του έρημο Σουσακείμ. Εκεί έζησε ακόμη εννέα έτη. Λίγο πριν το τέλος της επί γης ζωής του πήγαν να τον επισκεφτούν κάποιοι μοναχοί από τη Λαύρα Σουκά και να πάρουν την ευλογία του. Τον βρήκαν να προσεύχεται χωρίς κούραση, παρά τα εκατόν οκτώ έτη του, με πλήρη σωματική ρώμη και πνευματική διαύγεια. Ο άγιος ασκητής, αφού τους ευχαρίστησε και τους ευλόγησε κοιμήθηκε ειρηνικά το 556 και αγία του ψυχή πέταξε στα ουράνια για να συναντήσει τον Κύριο στον Οποίο είχε αφιερώσει ολόκληρη τη ζωή του. Η μνήμη του τιμάται στις 29 Σεπτεμβρίου.
Αυτός υπήρξε ο άγιος Κυριακός ο Αναχωρητής. Σωματικά στην έρημο και πνευματικά στον κόσμο, καθ’ ότι η ορθόδοξη ασκητική δεν είναι απόκοσμη, αλλά αγώνας για την κάθαρση του κόσμου από τη δουλεία της αμαρτίας.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ ἠκολούθησας, καταλιπῶν τὰ τῆς γῆς, καὶ βίον ἰσάγγελον, ἐπολιτεύσω σαφῶς, ὡς ἄσαρκος Ὅσιε, σὺ γὰρ ἐν ταὶς ἐρήμοις, προσχωρῶν θείω πόθω, σκίλλη πίκρα τὴν πάλαι, πικρᾶν γεῦσιν ἀπώσω. Διὸ Κυριακὲ θεοφόρε, ἀξίως δεδόξασαι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφαγισθέντος.
Τῆς ἐρήμου πολίτης καὶ ἐν σώματι ἄγγελος, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατὴρ ἡμῶν Κυριακέ· νηστείᾳ ἀγρυπνίᾳ προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἀπαλῶν ἐξ ὀνύχων τῷ Χριστῷ ἠκολούθησας, τὴν ἀγγελικὴν πολιτείαν ὁλοτρόπως ἑλόμενος· διὸ ἐν ταῖς ἐρήμοις προσχωρῶν, τῶν θείων ἠξιώθης δωρεῶν, θεραπεύων πᾶσαν νόσον Κυριακέ, τῶν πίστει προσιόντων σοι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τὴ ὑπερμάχω.
Ὡς ὑπερμάχω κραταιῶ καὶ ἀντιλήπτορι, ἡ σὲ τιμώσα ἱερὰ Λαύρα ἑκάστοτε, ἑορτάζει τὰ μνημόσυνα ἐτησίως, Ἀλλ' ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον, ἐξ ἐχθρῶν ἐπεμβαινόντων ἠμᾶς φρούρησον, ἶνα κράζωμεν, Χαίροις Πάτερ τρισόλβιε.
Κάθισμα. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῆς ἄνω ἐφιέμενος, ὑπερκοσμίου ζωῆς, τοῦ κόσμου τὴν τερπνότητα, ὡς διαπίπτουσαν, κατέλιπες Ὅσιε· ὅθεν ἐν ταῖς ἐρήμοις, καὶ σπηλαίοις οἰκήσας, πόλεως οὐρανίου, ἀνεδείχθης πολίτης, ἐν ᾗ τῶν ἐκτελούντων τὴν σήν, μνήμην μνημόνευε.
Μεγαλυνάριον
Ἄστρον ἐκ Κορίνθου ἀναφανείς, ἐν τῇ Παλαιστίνῃ, διαλάμπεις ἀσκητικῶς, καὶ καταπυρσεύεις, Χριστοῦ τὴν Ἐκκλησίαν, Κυριακὲ θεόφρον, τοῖς σοῖς παλαίσμασι.
Πηγή: Ακτίνες, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ο Άγιος Χαρίτων ο Ομολογητής, που η Εκκλησία μας γιορτάζει στις 28 Σεπτεμβρίου, γεννήθηκε στο Ικόνιο της Μικράς Ασίας. Έζησε και μορφώθηκε στον τόπο καταγωγής του, όταν βασίλευε τη Ρώμη, ο Αυρηλιανός (270-276 μ.Χ.). Διακρίνονταν, για την ευσέβεια και την αρετή του και πολύ γρήγορα απόκτησε, την αγάπη και το σεβασμό, από όλους τους κατοίκους, της πόλης. Έτσι, όταν, λίγο αργότερα, ο αιμοχαρής και αιμοβόρος αυτοκράτορας Αυρηλιανός εκδίδει τα ασεβή και σκληρά του διατάγματα, εναντίον των Χριστιανών, τους οποίους και ξάφνιασε με τη συμπεριφορά του, γιατί τουλάχιστον μέχρι τότε, κρατούσε, ανεκτική στάση, απέναντί τους. Με τα διατάγματα αυτά, έδιδε εντολή στους τοπικούς ηγεμόνες, να συλλαμβάνουν τους Χριστιανούς, όπου και να βρίσκονται και να τους αναγκάζουν να θυσιάσουν στα είδωλα. Όσοι απ’ αυτούς, αρνούνται να συμμορφωθούν, να τιμωρούνται παραδειγματικά και όσοι επιμένουν, να θανατώνονται.
Αυτής της μανίας, των διαταγμάτων, δεν κατάφερε να γλυτώσει, ούτε και ο ευσεβής Χαρίτων. Έτσι, μόλις, τα αυτοκρατορικά διατάγματα έφθασαν στο Ικόνιο, η τοπική εξουσία, άρχισε να τα εφαρμόζει, κατά γράμμα. Ζητούσαν επίμονα, από τον κάθε Χριστιανό, να θυσιάσει στα είδωλα, για να μην θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του. Ο ευσεβής και ενάρετος Χαρίτων, αρνιόταν επίμονα. Γι’ αυτή του την άρνηση, τον συνέλαβαν οι στρατιώτες και τον οδήγησαν, μπροστά στον Ύπατο( που είχε εξουσία, μετά το βασιλιά), προκειμένου να δώσει εξηγήσεις, γι’ αυτή του, την άρνηση. Μόλις βρέθηκε μπροστά του και άρχισε να τον ρωτά, με θάρρος και πίστη, του απαντά: « Είμαι Χριστιανός και πιστεύω στο Χριστό, τον Μόνο Αληθινό Θεό. Δεν σέβομαι τους θεούς σας, γιατί δεν είναι αληθινοί, είναι ψεύτικοι και θα σας οδηγήσουν, στην κόλαση». Ο Ύπατος κριτής, κράτησε τα νεύρα του, λέγοντας συγχρόνως, στον ενάρετο Χαρίτωνα, ότι: « και τους δικούς μου θεούς διακρίνει μακροθυμία και σ’ αυτή τη φάση θα προσπαθήσω να τους μιμηθώ. Σε συμβουλεύω όμως να θυσιάσεις στα είδωλα, για να απολαύσεις, μεγάλη τιμή, από το βασιλιά». Αμέσως ο ενάρετος Χαρίτων, του απαντά: « Άκουσε, αυτά τα άψυχα και άλαλα ξόανα, που κατά τη γνώμη σου θεωρείς θεούς, δεν κάνεις καλά να μακροθυμείς, όταν εγώ, σου τους υβρίζω. Μάθε ακόμη, ότι είμαι ακόλουθος της Αγίας Θέκλας της Πρωτομάρτυρας, που λάμπει με της ακτίνες του Μαρτυρίου της, όλη η πόλη, του Ικονίου. Είμαι δε και μαθητής του Αποστόλου των Εθνών Παύλου, που παρακίνησε την Αγία Θέκλα, να υπομείνει τα βασανιστήρια, για την αγάπη του Χριστού. Δεν υπάρχει κανείς, που να μπορεί να με χωρίσει, από την αγάπη του Χριστού μου».
Έτσι, πριν προφθάσει να ολοκληρώσει τις τελευταίες του φράσεις, ο δικαστής άστραψε και βρόντηξε από το κακό του και δίδει αμέσως εντολή στους δήμιους, να βασανίσουν σκληρά τον Άγιο. Εκείνοι, τον ξεγυμνώνουν αμέσως και άρχισαν να του τραβούν τα χέρια και τα πόδια, προκειμένου, να του τα εξαρθρώσουν, για να τον κάνουν να πονέσει, περισσότερο. Συγχρόνως δε, τον χτυπούσαν βάναυσα, με τα βούνευρα, που ήταν λωρίδες από δέρματα βοδιών, πλεγμένα σε κοτσίδα, μέχρι που του άλεσαν τις σάρκες. Ο Άγιος δε σταμάτησε ούτε λεπτό να προσεύχεται, στο Σωτήρα μας Ιησού Χριστό και αφήνοντάς τον μισολιπόθυμο, τον έριξαν στη φυλακή. Όμως, Άγγελος Κυρίου, που τον προστάτευε, του γιάτρεψε τις πληγές και όταν τις επόμενες μέρες, τον έφεραν ξανά μπροστά του, έμεινε με το στόμα ανοιχτό, γιατί του θεραπεύτηκαν, όλες του, οι πληγές. Έτσι, αντί να συνετιστεί ο αιμοχαρής ηγεμόνας, δίδει αμέσως εντολή, να του κάψουν το κορμί, με αναμμένες λαμπάδες. Όμως και απ’ αυτό το μαρτύριο, βγήκε νικητής ο Άγιος, γιατί Άγγελος Κυρίου τον προστάτευε και εκνευρισμένοι, από τα γεγονότα, τον ρίχνουν ξανά, στη φυλακή.
Όμως, τα πράγματα άλλαξαν, για τους Χριστιανούς και τον Άγιο. Ο αιμοβόρος και αιμοχαρής χριστιανομάχος βασιλιάς, Αυρήλιος, πέθανε, με φριχτούς πόνους και ανάλαβε βασιλιάς, ο Τάκιτος. Το πρώτο διάταγμα που υπέγραψε, ήταν, να σταματήσουν να διώκονται οι Χριστιανοί και να ελευθερωθεί αμέσως ο Άγιος Χαρίτων, φοβούμενος ίσως, για το οδυνηρό τέλος, που είχε ο προκάτοχός του.
Έτσι, ο Άγιος Χαρίτων, δεν κατάφερε να λάβει, το Μαρτυρικό θάνατο, που επίμονα ποθούσε, όμως, κατάφερε να κερδίσει στο καρτερικό του σώμα, όλα τα σημεία της νίκης, για την αγάπη του, στο Σωτήρα μας Χριστό. Μάλιστα δε, θεωρούσε τον εαυτό του, για την παρούσα ζωή, νεκρωμένο και ο πόθος του είναι, να ζήσει από δω και πέρα, μόνος του και πάντα, κοντά στο Χριστό. Για να πετύχει καλύτερα αποτελέσματα, πηγαίνει στα Ιεροσόλυμα, προκειμένου, να ξεκινήσει, μια αυστηρή ασκητική ζωή. Όμως, ξεκινούν για τον Άγιο, νέες περιπέτειες, γιατί στο δρόμο του συναντιέται με ληστές, οι οποίοι τον συλλαμβάνουν και τον οδηγούν, στη σπηλιά, όπου διέμεναν. Αφού του περνούν αλυσίδες, στο λαιμό και στα χέρια, τον εγκαταλείπουν, προκειμένου να παραφυλάξουν στο δρόμο, μήπως συλλάβουν και άλλα θύματα. Όλη την ώρα, που ο Άγιος βρίσκονταν μόνος του, βρήκε την ευκαιρία να προσεύχεται και να ευχαριστεί τον Θεό, για την περιπέτεια, που περνάει. Όμως, την ώρα της προσευχής, παρουσιάζεται ένα δηλητηριώδες φίδι, που αφήνει το δηλητήριό του, μέσα σε ένα δοχείο, που περιείχε κρασί, χωρίς και ο ίδιος να το αντιληφθεί. Έτσι, όταν επέστρεψαν οι ληστές, διψασμένοι όπως ήταν, άρχισαν να πίνουν το κρασί από το δοχείο. Το αποτέλεσμα, δεν άργησε, να φανεί. Έπεφτε ο ένας, μετά τον άλλο και δηλητηριασμένοι, πέθαναν, όλοι.
Όταν, λοιπόν, ο Άγιος κατάφερε να ελευθερωθεί, μ’ αυτό το θαυματουργικό τρόπο, έδειξε, να τον ενδιαφέρει η σπηλιά, γιατί πληρούσε τις συνθήκες, που εκείνος ήθελε. Υπήρχε η ησυχία, που επεδίωκε και γρήγορα παίρνει την απόφαση, να εγκατασταθεί μόνιμα. Όμως, η σπηλιά ήταν γεμάτη από τα πλούσια λάφυρα των ληστών, που άλλα μοίρασε στους πτωχούς και άλλα σε ασκητές, που ασκήτευαν κοντά του στην έρημο και άλλα διέθεσε και έφτιαξε κοντά του Μοναστήρι, που φρόντιζε, να το συντηρεί. Ο ίδιος δε εφάρμοζε, αυστηρή, ασκητική ζωή και πίστευε βαθειά μέσα του, ότι η ακτημοσύνη αποτελούσε πλούτο, αδαπάνητο. Ήξερε να υπομένει κάθε πόνο και κόπο, με την ελπίδα να κατακτήσει, την αιώνια μακαριότητα. Ήταν πράος και αγαθός, απλός και άκακος και ήταν, πλούσιος στις γνώσεις, που έκανε να χαίρονται οι καρδιές, όσων τον άκουγαν. Γι’ αυτό πολλοί μοναχοί, ήθελαν να ασκητεύουν μαζί του, αλλά και πλήθος ανθρώπων τον επισκέπτονταν καθημερινά, για να τους δώσει λύση, στα προβλήματα, που τους απασχολούσαν. Αυτός όμως, ο μεγάλος θόρυβος, που δημιουργούνταν από τους επισκέπτες, δεν άρεσε καθόλου στον Άγιο, γιατί έχασε την ησυχία του και πολύ περισσότερο, τον εμπόδιζαν να προσεύχεται, όπως εκείνος, θα το ήθελε. Όμως, προσπαθούσε με κάθε τρόπο, να αποφύγει και την δόξα των ανθρώπων, γιατί πίστευε, ότι μπορεί να του αφανίσει, την κάθε του αρετή και έτσι, αποφασίζει να εγκαταλείψει, την ασκητική του, σπηλιά.
Πριν, λοιπόν, αναχωρήσει, μαζεύει τους μαθητές του μοναχούς και τους ορίζει τους κανόνες, που θα πρέπει να εφαρμόζουν στη μοναχική πολιτεία, που ο ίδιος δημιούργησε. Τους συμβουλεύει, ότι προκειμένου, να προκόψουν πνευματικά, θα πρέπει, να τρώνε μια φορά την ημέρα και πάντα μετά τον εσπερινό, λίγο ψωμί και να πίνουν, λίγο νερό. Τους όρισε, συγκεκριμένες ώρες προσευχής, τόσο κατά τη διάρκεια της μέρας, όσο και κατά τη διάρκεια, της νύχτας. Όταν δε συμβεί, να σας ενοχλήσει ο διάβολος, που είναι ο κοινός εχθρός των μοναχών, μπορείτε τους έλεγε, να τον απομακρύνετε, μόνο, με διαρκείς προσευχές και νηστείες. Τους παρήγγειλε επίσης, να φροντίζουν και να δίδουν στους πτωχούς, όταν τους επισκέπτονται, απ’ εκείνα που έχουν και να μην τους αφήνουν να φεύγουν, με άδεια τα χέρια. Μετά τις συμβουλές που τους έδωσε, τους διορίζει και Ηγούμενο στο Μοναστήρι, κάποιο Μοναχό που τον ήθελαν όλοι και αφού τους ασπάστηκε ένα- ένα, έφυγε από κοντά τους.
Μετά από σχετικά μικρή περιπλάνηση, συναντά κοντά στην Ιεριχώ, ένα σπήλαιο, που το έκρινε κατάλληλο, να εγκατασταθεί. Μάλιστα δε, πληρούσε, όλες τις προϋποθέσεις, που εκείνος ήθελε, είχε, δηλαδή, απόλυτη ησυχία και έμεινε σ’ αυτό, κατά κάποιο τρόπο, κρυμμένος. Όμως, σιγά- σιγά, άρχισε να αποκαλύπτεται στον κόσμο, με τα διάφορα θαύματα, που επιτελούσε. Γιάτρευε, όλες τις ασθένειες της ψυχής, αλλά και του σώματος. Όλοι, που τον γνώρισαν τον θαύμαζαν, για την αυστηρή ασκητική του ζωή, γιατί έτρωγε λίγα χόρτα που έβρισκε στη γη και ήθελαν να τον βλέπουν και να ακούνε τις πολύτιμες, συμβουλές του. Ήταν δε, τόση η ωφέλεια που απολάμβανε η ψυχή τους, που αρνήθηκαν τα αγαθά του κόσμου και προτίμησαν, να ζήσουν κοντά του, σαν Μοναχοί. Έτσι, φτιάχνει καινούργιο Μοναστήρι, όπου ζούσαν οι μοναχοί και τους επισκέπτονταν καθημερινά αρκετοί άνθρωποι, για να θαυμάσουν από κοντά τον Άγιο, αλλά και να βρουν λύση, στα προβλήματα, που τους απασχολούσαν. Μόλις αντιλήφτηκε ο Άγιος, ότι οι επισκέπτες, που τους επισκέπτονταν, άρχισαν, να τον θαυμάζουν, έκρινε, ότι πρέπει να εγκαταλείψει, το Μοναστήρι. Αφού έδωσε τις σχετικές του οδηγίες, στους Μοναχούς, πώς θα πρέπει να είναι η Μοναχική τους ζωή και αφού τους όρισε Ηγούμενο, αναχωρεί, προς άγνωστη κατεύθυνση.
Άρχισε, να περιπλανιέται στην έρημο, όπου κάποια στιγμή βρήκε ένα μέρος ήσυχο, που του άρεσε πολύ και εγκαταστάθηκε. Απ’ ότι φαίνεται, το σχέδιο του Αγαθού Θεού, ήταν, να αλλάζει συνεχώς ο Άγιος, τις κατοικίες του, προκειμένου, να φανερώνονται οι αρετές του, για να ωφελούνται, περισσότεροι άνθρωποι, οι οποίοι βαπτίζονταν και γίνονταν, Χριστιανοί. Πολλοί δε, ήταν εκείνοι, που εγκατέλειπαν την ματαιότητα του κόσμου και τις φροντίδες της κοσμικής ζωής και προτίμησαν να ζήσουν, κοντά στον Άγιο. Έτσι, αναγκάστηκε από την συμμετοχή του κόσμου, να φτιάξει, καινούργιο Μοναστήρι. Όμως και πάλι η προσέλευση του κόσμου και ο θαυμασμός που έδειχναν στο πρόσωπό του, τον ανάγκασαν να το εγκαταλείψει, βρίσκοντας την ησυχία, που επιθυμούσε, σε σπήλαιο ενός γκρεμού, που η πρόσβαση ήταν, πολύ δύσκολη και το έλεγαν, Κρεμαστό.
Σ’ αυτό το σπήλαιο, που διάλεξε, αναγκάστηκε να ζήσει, το υπόλοιπο διάστημα, της ζωής του. Όμως και η ηλικία του, δεν του επέτρεπε, να μετακινείται, με ευκολία και τα πράγματα δυσκόλευαν αφάνταστα, για τον Άγιο. Ούτε και το νερό που χρειάζονταν, δεν μπορούσε να μεταφέρει, αλλά και δεν ήθελε να αναθέσει, σε κανένα από τους μαθητές του, να τον εξυπηρετήσει. Αρχίζει, λοιπόν, να προσεύχεται, με μεγαλύτερο ζήλο, στο Σωτήρα μας Χριστό και αμέσως ανέβλυσε, άφθονο και δροσερό νερό, από την γωνία του σπηλαίου. Το νερό τρέχει ακόμη και σήμερα και θεραπεύει κάθε ασθένεια, δείχνοντας συγχρόνως, ότι η μαρτυρία για τη ζωή του Αγίου, γίνεται ακριβέστερη.
Ο Άγιος Χαρίτων, είχε καταφέρει να φθάσει σε μεγάλο βαθμό πνευματικής τελείωσης, ώστε μπόρεσε να γνωρίζει, την ημέρα του θανάτου του. Γι’ αυτό κατεβαίνει από το Κρεμαστό που διέμενε, ήλθε σε επικοινωνία με τους Μοναχούς και τα Μοναστήρια, που ο ίδιος δημιούργησε και έδωσε τις τελευταίες του χρήσιμες συμβουλές, για να τις αφήσει έτσι, σαν κληρονομιά, στους μαθητές του και τους έλεγε: « Πρέπει να γνωρίζεται, ότι η παρούσα ζωή, είναι η ζωή της μετάνοιας και των αγώνων, για να κατακτήσει κανείς την αρετή. Η μέλλουσα ζωή είναι, η ζωή της ανταπόδοσης, γιατί μετά το θάνατο, δεν υπάρχει μετάνοια. Να φυλάξετε τη ζωή σας ακατηγόρητη και αμέτοχη σε κάθε κακία, προσπαθήσετε τόσο, ώστε, να γίνει αμόλυντη, για να κατοικήσει ο Θεός, μέσα σας. Διώξτε την οργή και το θυμό από μέσα σας, γιατί κάνουν μεγάλο κακό, έτσι, βρίσκεστε εκτεθειμένοι και απροστάτευτοι, στις επιθέσεις του διαβόλου. Όπλα, για να αντιμετωπίσετε, τέτοιου είδους επιθέσεις, είναι η προσευχή και η νηστεία, αλλά και η ταπείνωση, που όλους, τους κερδίζει. Το τιμιότερο απόκτημα, που πρέπει να κερδίσει ο Μοναχός, είναι η ακτημοσύνη και να μην είναι δεμένος, με τα φθαρτά αγαθά, αλλά να τα μεταχειρίζεται με μέτρο, προκειμένου, να συντηρεί το σώμα του. Δεν πρέπει να κατακρίνουμε τους άλλους και να δικαιώνουμε τον εαυτό μας, γιατί η κατάκριση, είναι γέννημα ψυχής υπερήφανου ανθρώπου….».
Αυτές και πολλές άλλες πολύτιμες συμβουλές, δίδαξε τους μαθητές του, ο Άγιος Χαρίτων και αφού τους ευχήθηκε την σωτηρία της ψυχής τους, έκανε την προσευχή του και ξάπλωσε στο κρεβάτι του. Άπλωσε τα πόδια του και σταύρωσε τα χέρια του, χωρίς να αισθανθεί, καμιά ασθένεια. Αμέσως, παρέδωσε, την Αγία Του Ψυχή, που έχαιρε δίπλα στους Αγγέλους του Ουρανού. Ήταν η 28η Σεπτεμβρίου και τη μέρα αυτή γιορτάζεται, από την Εκκλησία μας.
ΠΗΓΕΣ:
1. Εκδόσεις, Ορθόδοξου Τύπου « Ο ΑΓΙΟΣ ΧΑΡΙΤΩΝ»,Χαραλάμπους Δ.Βασιλοπούλου.
2. Απολυτίκια Αγίων, Byzmusic.gr, π. Νικόδημος Καβαρνός.
Το βίο του Αγίου Χαρίτωνα, τον αφιερώνω:
1. Σε όσους φέρουν βαπτιστικά το όνομα του Αγίου, να προστατεύονται στη ζωή τους, από τη Χάρη Του.
2. Στην εγγονή μου Μαρκέλλα και στους γονείς της, να προστατεύεται η ζωή τους, από τη Χάρη του Αγίου.
Σπήλι, Αύγουστος 2012.
Σταυριανάκης Κωνσταντίνος του Βασιλείου.
Θεολόγος, πρώην Διευθυντής, Γενικού Λυκείου Σπηλίου.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χαρίτων τοῦ Πνεύματος, καταυγασθεῖς ταὶς αὐγαίς, φωστὴρ ἐχρημάτισας, τῆς ἐναρέτου ζωῆς, Χαρίτων μακάριε, σὺ γὰρ ὁμολογία, ἀληθείας ἐμπρέψας, ἔλαμψας ἐν ἐρήμῳ, ἐγκράτειας τοὶς πόνοις. Διὸ τῶν εὐφημούντων σέ, Πάτερ μνημόνευε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας· καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας· καὶ γέγονας φωστὴρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Χαρίτων Πατὴρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Κατατρυφήσας θεόφρον τῆς ἐγκρατείας, καὶ τῆς σαρκός σου τὰς ὀρέξεις χαλινώσας, ὤφθης τῇ πίστει αὐξανόμενος· καὶ ὡς ζωῆς ἐν μέσῳ, ξύλον Ἐδὲμ ἐξήνθησας, Χαρίτων παμμάκαρ ἱερώτατε.
Κάθισμα.Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τῆς ἀθλήσεως πόνοις δοκιμασθείς, τῆς ἀσκήσεως ἄθλοις βεβαιωθείς, χρυσίου λαμπρότερον, εὐσεβείᾳ ἀπήστραψας, καὶ καθαρὸν δοχεῖον ὑπάρξας τοῦ Πνεύματος, πονηρῶν πνευμάτων τὸ σκότος ἐμείωσας· ὅθεν συναθροίσας, μοναζόντων ἀγέλας, ποιμὴν τούτων γέγονας, καὶ φωστὴρ διαυγέστατος· Ὦ Χαρίτων μακάριε, πρὲσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ἕτερον Κάθισμα. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῖς λόγοις ἐκόσμησας, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, τοῖς ἔργοις ἐτίμησας, τὸ κατ' εἰκόνα Θεοῦ, Χαρίτων μακάριε· ἔλαμψε γὰρ ἐν κόσμῳ, ἡ ἐν σοὶ σωφροσύνη, χαρίτας ἰαμάτων, ἀπαστράπτουσα πίστει· διὸ καὶ ἑορτάζομεν, πόθῳ τὴν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τοῦτον τὸν μέγαν ἐν τοῖς Ὁσίοις, τὸν φωστῆρα τὸν θεῖον Ἰκονίου πιστοί, Χαρίτωνα τὸν μακάριον, ἐν ὑμνῳδίαις ἀνευφημήσωμεν, καὶ ἐν ᾄσμασι θείοις, αὐτοῦ τὴν κάραν στέψωμεν· τὴν γὰρ ὀφρὺν τῶν ματαίων εἰδώλων ἠδάφισε, σὺν τούτοις καὶ τῶν δαιμόνων τὴν ἐνέργειαν πᾶσαν ἐνέκρωσε· διὸ τοὺς πόνους μὲν ἤνεγκε, τῶν βραβείων δὲ ἔτυχεν ἀληθῶς· Αὐτὸν οὖν ἐπαινοῦντες γεραίρομεν, τοῦ κόσμου φωστῆρα τὸν παγκόσμιον.
Ο αββάς Ισαάκ ήταν συριακής καταγωγής και έγινε μοναχός σε μικρή ηλικία. Παρέμεινε για λίγο σε κοινόβιο μοναστήρι και αργότερα αποσύρθηκε σε ησυχαστικό μέρος ζώντας μόνος την ζωή της απόλυτης ησυχίας και σιωπής. Για πέντε μόνο μήνες άντεξε το επισκοπικό αξίωμα όταν εξελέγη επίσκοπος Νινευΐ.
Ο Ιωάννης ήταν υιός του Ζεβεδαίου, ο οποίος ήταν ψαράς, και της Σαλώμης, της θυγατέρας του Ιωσήφ, του Μνήστορος της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Ὁ βίος τῆς ἁγίας Εὐφροσύνης εἶναι θαυμαστὸς καὶ ὁ τρόπος τῆς ζωῆς της ἀσυνήθιστος. Ἀποτελεῖ ὑπόδειγμα πνευματικῆς ἀνδρείας, ἁγνείας καὶ σωφροσύνης.
Γεννήθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια τὸν 5ο αἰώνα μ. Χ. Ἦταν μοναχοκόρη καὶ πολὺ πλούσια. Ὁ ὑλικὸς πλοῦτος, εὐτυχῶς, δὲν κατόρθωσε νὰ τῆς σκληρύνῃ τὴν ψυχή, ὥστε νὰ γίνῃ φίλαυτη καὶ φιλάργυρη, ὅπως συμβαίνει τὶς περισσότερες φορές, ἀλλὰ ἦταν καὶ παρέμεινε φιλάνθρωπη καὶ ἐλεήμων. Οἱ γονεῖς της, ἄνθρωποι φιλόθεοι καὶ φιλάνθρωποι, κατάφεραν νὰ τῆς μεταδώσουν τὸν ἀληθινὸ πλοῦτο τῆς καρδιᾶς, δηλαδὴ νὰ τῆς ἐμπνεύσουν τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους.
Σὲ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανὴ ἀπὸ μητέρα καὶ ὁ πατέρας της ἔδειξε μεγαλύτερο ζῆλο καὶ ἐπιμέλεια στὴν ἀνατροφή της. Ὅταν ἔγινε δεκαοκτὼ ἐτῶν θέλησε νὰ τὴν παντρέψῃ μὲ ἕναν νέο ὑψηλῆς κοινωνικῆς τάξης. Ἡ Εὐφροσύνη ὅμως εἶχε ἐκλέξει τὸν δρόμο τῆς κατὰ Χριστὸν παρθενίας καὶ ἡ ἀπόφασή της ἦταν σταθερὴ καὶ ἀμετάκλητη. Γι᾿ αὐτὸ κάποια ἡμέρα, ἀφοῦ μοίρασε τὰ ὑπάρχοντά της στοὺς πτωχοὺς ἔφυγε κρυφά, καὶ γιὰ νὰ μὴ τὴν ἀνακαλύψῃ ὁ πατέρας της καὶ τὴν ὑποχρεώσῃ νὰ ἐπιστρέψῃ στὸν κόσμο καὶ νὰ παντρευτῇ παρὰ τὴν θέλησή της, μεταμφιέστηκε καὶ ἐγκαταβίωσε σὲ ἀνδρικὸ μοναστήρι παρουσιαζομένη ὡς εὐνοῦχος μὲ τὸ ὄνομα Σμάραγδος. Ἔζησε στὸ ἀνδρικὸ μοναστήρι τριανταοκτὼ ὁλόκληρα χρόνια χωρὶς κανεὶς νὰ καταλάβῃ τὸ παραμικρό.
Στὴν ἄσκηση καὶ τὴν ἀρετὴ ξεπέρασε κατὰ πολὺ τοὺς συμμοναστάς της μὲ ἀποτέλεσμα ὅλοι νὰ θαυμάζουν τὸν θεάρεστο τρόπο ζωῆς τοῦ Σμάραγδου καὶ ἀρκετοὶ νὰ ἀγωνίζονται νὰ τὸν μιμηθοῦν. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης θαυμάζοντας τὴν ἀγγελομίμητη ζωή της, γράφει:
«Ἠδυνήθη νὰ ἀστράψῃ μεταξὺ τῶν ἀνδρῶν μὲ τὰς ἀρετάς, καθὼς καὶ ὁ πολύτιμος λίθος σμάραγδος ἀστράπτει ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἄλλους λίθους. Ὄντως σμάραγδος ἐφάνη ἡ μακαρία αὕτη Εὐφροσύνη...»
Οἱ γονεῖς πολλὲς φορές, ἴσως ἀπὸ ὑπερβολικὴ ἀγάπη, ποὺ σίγουρα δὲν εἶναι τελείως ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὴν φιλαυτία, ἐπιμένουν νὰ ἐπιβάλουν στὰ παιδιὰ τοὺς τὶς δικές τους ἀποφάσεις, τὶς ὁποῖες λαμβάνουν ἐκεῖνοι γιὰ λογαριασμὸ τῶν παιδιῶν τους. Ἡ δικαιολογημένη ἀντίδραση τῶν παιδιῶν, κάποιες φορὲς μάλιστα δυναμικὴ καὶ μὲ στοιχεῖα ὑπερβολῆς, δημιουργεῖ οἰκογενειακὲς συγκρούσεις μὲ κοινωνικὲς προεκτάσεις. Ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὴν ἐλευθερία καὶ τὸ ἀντίθετο· ἄλλωστε, ἡ ἀγάπη χωρὶς τὴν ἐλευθερία εἶναι δικτατορία, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐλευθερία χωρὶς τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη εἶναι ἀναρχία.
Ἡ ἁγία Εὐφροσύνη δὲν ἔπαψε νὰ ἀγαπᾷ ἀληθινὰ τὸν πατέρα της καὶ νὰ προσεύχεται γι᾿ αὐτόν. Ὅταν κατάλαβε ὅτι πλησιάζει τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς της ζήτησε νὰ τὸν συναντήσῃ. Ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε γίνει καὶ αὐτὸς μοναχὸς στὸ ἴδιο μοναστήρι χωρὶς νὰ τοῦ περνᾷ ποτὲ ἀπὸ τὸ μυαλὸ ὅτι θὰ συναντοῦσε ἐκεῖ τὴν κόρη του. Κατὰ τὴν συνάντηση αὐτὴ μαθεύτηκε τὸ μυστικό της καὶ τὸ πραγματικό της ὄνομα. Ἐδῶ ἀξίζει νὰ σημειωθῆ ὅτι ὁ Παφνούτιος, ὁ πατέρας της, εἶναι καὶ αὐτὸς ἅγιος καὶ ὅτι πατέρας καὶ κόρη γιορτάζουν τὴν ἴδια ἡμέρα.
Μέσα στὸ ἀνδρικὸ Μοναστήρι ἔκανε ὑπεράνθρωπον ἀγώνα γιὰ νὰ ζήσῃ κατὰ Χριστόν. Ἔπρεπε συνεχῶς νὰ προσποιῆται, ἀλλὰ καὶ νὰ καταβάλῃ μεγάλους κόπους, ὥστε νὰ μὴν ὑστερήσῃ στὴν ἄσκηση καὶ τὶς πνευματικὲς ἐπιδόσεις ἀπὸ τοὺς συμμοναστάς της. Καὶ πραγματικά, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος, ἀπέρριψε τὸ χαῦνον τοῦ θήλεος καὶ ἀπέκτησε ἀνδρικό, δηλαδὴ ἀνδρεῖο, φρόνημα. Ἔτσι μπόρεσε νὰ ξεπεράσῃ τὶς δυσκολίες, νὰ νικήσῃ τοὺς ποικίλους πειρασμοὺς καὶ νὰ ζήση «μὲ τὴν ἄφθαρτον ἁγνείαν καὶ σωφροσύνην, τὴν ὁποίαν κατακτοῦν φθαρτοὶ ἄνθρωποι διὰ καμάτων καὶ ἱδρώτων» (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης).
Πράγματι, ἡ ἁγνότητα καὶ ἡ σωφροσύνη ἀποκτοῦνται μὲ πολλοὺς κόπους καὶ ἱδρῶτες. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, στὸ θαυμάσιο βιβλίο του ποὺ ὀνομάζεται «Κλίμαξ», ἀφιερώνει ἕναν λόγο στὴν ἁγνότητα καὶ τὴν σωφροσύνη, ὅπου μεταξὺ τῶν ἄλλων, ἀναφέρει:
«Ἁγνεία σημαίνει ἀπόκτηση τῆς ἀσωμάτου φύσεως. Ἁγνεία σημαίνει ζηλευτὸς οἶκος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπίγειος οὐρανὸς τῆς καρδιᾶς. Ἁγνεία σημαίνει ὑπερφυσικὴ ἀπάρνηση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, μία ἀληθινὰ παράδοξη ἅμιλλα σώματος θνητοῦ καὶ φθαρτοῦ πρὸς τοὺς ἀσωμάτους ἀγγέλους. Ἁγνὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μὲ τὸν ἕνα ἔρωτα (τὸν θεϊκό), ἀπέκρουσε τὸν ἄλλο ἔρωτα (τὸν σαρκικό), καὶ ἔσβησε τὸ ὑλικὸ μὲ τὸ ἄϋλο πῦρ. Σωφροσύνη σημαίνει γενικὴ ὀνομασία ὅλων τῶν ἀρετῶν. Σώφρων εἶναι ἐκεῖνος ποὺ καὶ κατὰ τὸν ὕπνο δὲν αἰσθάνεται καμμία σαρκικὴ κίνηση ἢ ἀλλοίωση τῆς καταστάσεώς του. Σώφρων εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκτησε τελεία ἀναισθησία ὡς πρὸς τὴν διαφορὰ τοῦ φύλου. Αὐτὸς εἶναι ὁ κανὼν καὶ ὁ ὅρος τῆς τελείας καὶ πανάγνου ἁγνείας, τὸ νὰ συμπεριφέρεται κανεὶς παρόμοια καὶ πρὸς τὰ ἔμψυχα καὶ πρὸς τὰ ἄψυχα σώματα, καὶ πρὸς τὰ λογικὰ καὶ πρὸς τὰ ἄλογα».
Ἡ ἁγία Εὐφροσύνη μᾶς ὑπενθυμίζει, μεταξὺ τῶν ἄλλων, καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐὰν κάποιος ἐπιθυμῇ καὶ θέλῃ πραγματικὰ νὰ ζήσῃ κατὰ Χριστόν, δὲν ὑπάρχει τίποτα στὸν κόσμο ποὺ νὰ μπορῇ νὰ τὸν ἀποτρέψῃ. Σίγουρα, θὰ συναντήσῃ πειρασμοὺς καὶ δυσκολίες, θὰ ἔλθη, ἴσως, ἀντιμέτωπος μὲ πρόσωπα καὶ καταστάσεις, ἐὰν ὅμως ἀγαπᾷ ἀληθινὰ τὴν πνευματικὴ ζωή, θὰ κάνη ὑπομονὴ καὶ θὰ φθάση στὸν σκοπό του, διότι ἡ ἀγάπη «πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει», καὶ μηχανεύεται ἀπίθανους τρόπους γιὰ νὰ ἐκφραστῇ.
Γιὰ νὰ ζήσῃ κανεὶς μὲ ἁγνότητα καὶ σωφροσύνη χρειάζεται ἀσφαλῶς νὰ καταβάλῃ μεγάλους κόπους καὶ νὰ χύσῃ πολὺν ἱδρώτα. Οἱ Ἅγιοι μὲ τὸ φωτεινὸ παράδειγμά τους μᾶς βεβαιώνουν ὅμως ὅτι αὐτὴ ἡ ζωή, παρὰ τὶς δυσκολίες της, εἶναι ὑπέροχη. Καὶ κρύβει τέτοιες χαρές, ποὺ εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατο καὶ νὰ τὶς φανταστοῦν ἀκόμη οἱ «ψυχικοὶ ἀνθρωποι».
(Πηγή: «Βίος καὶ Πολιτεία τῆς Ὁσίας Μητρὸς ἡμῶν Εὐφροσύνης», users.uoa.gr/~nektar)
Του Οσίου πατρός ημών νικοδήμου του Αγιορείτου
Τω αυτώ μηνί (Σεπτεμβρίω) ΚΕ΄, μνήμη της Οσίας Μητρός ημών Ευφροσύνης, θυγατρός Παφνουτίου του Αιγυπτίου.
Αύτη η Αγία Ευφροσύνη ήτον κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του μικρού, εν έτει υι΄ [410], αφήσασα δε τα χαροποιά πράγματα του κόσμου τούτου, και την φαντασίαν και δόξαν της παρούσης ζωής, και φυγούσα κρυφίως από τον οίκον του πατρός της, μετεσχημάτισε τον εαυτόν της. Φορέσασα γαρ ανδρίκεια φορέματα, αντί Ευφροσύνης μετωνομάσθη Σμάραγδος. Και επειδή ηγάπησε των Μοναχών την πολιτείαν, επήγεν εις ένα Μοναστήριον ανδρίκειον, φαινομένη ως ευνούχος βασιλικός, και κουρεύσασα τας τρίχας της κεφαλής της, εσπούδαζε με κάθε τρόπον, πως να κρυφθή, και να μη την μάθη ο πατήρ της Παφνούτιος. Αφ’ ου λοιπόν έτυχε του ποθουμένου, ηγωνίζετο με αγώνας και κόπους πολλούς, και με προσευχάς εκτενείς και αδιακόπους, έως οπού κατεξήρανε με υπερβολήν το απαλόν και γυναικείόν της σώμα, εις τρόπον, οπού εξεπλήττοντο και εθαύμαζον όλοι οι εν τω Μοναστηρίω αδελφοί, βλέποντες την άκραν κακοπάθειαν, οπού εμεταχειρίζετο η αοίδιμος.
Και τη αληθεία ήτον ένα πράγμα παράδοξον, οπού αδυνατεί να το παραστήση λόγος: δηλαδή, το να βλέπη τινάς μίαν ωραίαν γυναίκα να συγκατοική ανάμεσα εις άνδρας Μοναχούς. Η οποία εδυνήθη να κρύψη τον εαυτόν της, τόσον από τον πατέρα της, όστις την εζήτει επιπόνως εις τα όρη και τα λαγκάδια, και εις πάντα τόπον, και έτρεχεν εδώ και εκεί αναστενάζωντας διά τον μακρόν και πολυχρόνιον χωρισμόν της· όσον και από τους Μοναχούς, με τους οποίους εσυγκατοίκει. Και ακολούθως εδυνήθη να αστράψη ανάμεσα εις τους άνδρας με τας αρετάς, καθώς και ο πολύτιμος λίθος σμάραγδος, αστράπτει ανάμεσα εις τους άλλους λίθους.
Όντως σμάραγδος εφάνη η μακαρία αύτη Ευφροσύνη, μείνασα αγνώριστος, όχι εις ένα χρόνον, ή δύω, ή τρείς. Αλλ’ εις διάστημα χρόνων ολοκλήρων τριανταοκτώ. Μέχρι τέλους δηλαδή της ζωής της. Μόνον δε εις το τέλος αυτής, εφανέρωσε, πως ήτον γυνή, και όχι άνδρας. Επειδή γαρ ο πατήρ της Παφνούτιος επήγε μίαν φοράν εις το Μοναστήριον, κατά τον καιρόν οπού έμελλεν η Οσία να αποθάνη, τούτον δε αυτή βλέπουσα, είπε προς αυτόν τούτον μόνον τον ολοϋστερινόν λόγον. Ώ πάτερ. Και ούτω παρέδωκε το πνεύμά της εις χείρας Θεού, χαίρουσα και ευφραινομένη διά τα αγαθά, οπού έμελλε να απολαύση διά τους αγώνας και κόπους της.
Ο δε πατήρ αυτής ακούσας τον λόγον τούτον, εξεπλάγη. Όθεν από την υπερβολικήν χαράν οπού έλαβε, πως ηξιώθη να ιδή την θυγατέρα του, έπεσε κατά γης ωσάν νεκρός. Και τί γαρ άλλο έπρεπε να πάθη, εις καιρόν οπού ήκουσε τοιούτον χαροποιόν λόγον; Και εις καιρόν οπού ηξιώθη να ιδή την εις τριάκοντα και οκτώ χρόνους ζητουμένην και ποθουμένην του θυγατέρα; Και λοιπόν επειδή και ηξιώθη να ιδή το παρ’ αυτού ποθούμενον γέννημα, αφήκε πατρίδα, και κόσμον, και τα εν κόσμω. Και ομού ζήλον και πόθον λαβών εις την ψυχήν του των ασκητικών αγώνων της θυγατρός του, έγινε και αυτός Μοναχός. Όθεν φανείς διάδοχος και κληρονόμος τόσον του τόπου, όσον και του τρόπου: ήγουν του Μοναστηρίου, και των αρετών της θυγατρός του, ως πατήρ τοιούτου ευλογημένου τέκνου, χαίρων και ευφραινόμενος απήλθε προς Κύριον. (Όρα τον κατά πλάτος Βίον αυτής εις τον Παράδεισον.)
Σημείωσαι, ότι το Συναξάριον της Οσίας Ευφροσύνης συνετέθη διά στίχων ιαμβικών, εξ ων και μετεφράσθη. Αλλά και ο Μεταφραστής συνέγραψε τον Βίον αυτής λογογραφικώς, ου η αρχή· «Άρτι τα Ρωμαίων σκήπτρα». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων, και εν άλλαις.)
(Πηγή: «25 Σεπτεμβρίου, μνήμη και Συναξάριον της Οσίας μητρός ημών Ευφρωσύνης, και της εις τον αέρα αρπαγής του παιδός», Ορθόδοξη Πορεία)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοὶ Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Εὐφροσύνη τὸ πνεῦμά σου.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς παρθένος φρόνιμη καὶ ἀδιάφθορος, κοτηγγυήθης ὁσίως τῷ Ζωοδότῃ Χριστῷ, καὶ προσκαίρων τὴν χλιδὴν ἐμφρόνως ἔλιπες, ὅθεν ἐν μέσω τῶν ἀνδρῶν, ὡς ἀμόλυντος ἀμνάς, ἐξέλαμψας Εὐφροσύνη, καὶ τοῦ Βελίαρ τὰ κέντρα, τὴ πολιτεία σου ἀπήμβλυνας.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον.
Ἐν τῇ ἀσκήσει τὸ θῆλυ ἐκάλυψας, ἐν τῇ κοιμήσει τοὺς πάντας ἐξέπληξας, Εὐφροσύνη ἀνύσασα ἀνδρικῶς, νεᾶνις οὖσα λαμπρά, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς τῶν κινδύνων ἀπαλλάττεις τοὺς τιμῶντάς σε.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῆς ἄνω ζωῆς, τυχεῖν ἐπιποθήσασα, τὴν κάτω τρυφήν, σπουδαίως καταλέλοιπας, καὶ σαυτὴν ἀνέμιξας, ἀνάμεσον ἀνδρῶν παναοίδιμε· διὰ Χριστὸν γὰρ τὸν νυμφίον σου, μνηστῆρος προσκαίρου κατεφρόνησας.
Ὁ Οἶκος
Ἐν εὐφροσύνῃ καὶ θυμηδίᾳ, τάς ψυχὰς εὐφρανθέντες, ἀναστῶμεν σπουδῇ ἀκοῦσαι λόγον παράδοξον· ὑπερβαίνει γὰρ ἔννοιαν πᾶσαν τὸ διήγημα τοῦτο καὶ καταπλήττει, ὅτι γυνὴ ἐν μέσῳ ἀνδρῶν καταμένουσα, ἐνίκησε τὸν Βελίαρ, καὶ τὸ πῦρ κατεπάτησε τῶν ἡδονῶν, καὶ οὐκ ἐφλέχθη τὸ σύνολον· τὸν Χριστὸν γὰρ ποθοῦσα ἡ ἄσπιλος, μνηστῆρος προσκαίρου κατεφρόνησε.
Στίχοι
Τὸ θῆλυ κρύπτεις ἀνδρικῶς, Εὐφροσύνη,
Καὶ κρυπτὰ τὸν βλέποντα Δεσπότην βλέπεις.
Εἰκάδα Εὐφροσύνη κατὰ πέμπτην πότμον ὑπέστη.
Ἡ τὴν φύσιν λαθοῦσα καὶ τερπνὰ βίου,
Κλῆσιν Σμάραγδος, τὸν δὲ νοῦν Εὐφροσύνη,
Λιποῦσα πᾶσαν τοῦ βίου φαντασίαν,
Ἀνδρῶν μοναστῶν ἀγαπήσασα βίον,
Εὐνοῦχος ὥσπερ βασιλικῶν δωμάτων,
Ἐν ἀνδρικῷ σχήματι γνωστὸς οὐδόλως,
Μονῇ προσῆλθε, καὶ θέλημα καὶ τρίχας
Ἐκδοῦσα, καὶ σπεύδουσα λαθεῖν πατέρα.
Καὶ εὖ τυχοῦσα τοῦ ποθουμένου, πόσοις
Κόποις, πόνοις τε καὶ προσευχαῖς συντόνοις,
Τὸ μαλακὸν τέτηκε δεινῶς σαρκίον,
Ἅπαντας ἐκπλήττουσα τῇ κακουχίᾳ.
Οὐκ ἔστιν εἰπεῖν, ἀδυνατεῖ καὶ λόγος.
Ὢ πῶς λαθοῦσα πατέρα, πρᾶγμα ξένον!
Καλὴ θυγάτηρ, τῶν μοναστῶν ἐν μέσῳ
Τρέχουσα, λίθος ὡς σμάραγδος εὑρέθη·
Πολλὴ γὰρ ἡ ζήτησις ἐκ τῶν ἰδίων,
Πατρὸς βρύχοντος ἐκ πόνου τῆς καρδίας,
Τῆς Εὐφροσύνης τὴν μακρὰν ἐκδημίαν,
Τριπλῇ δεκάδι πρὸς ὀκτώ, φεῦ! χρόνοις,
Ὄρη, βάραθρα καὶ τόπου ἐρημίας
Περιπολοῦντος καὶ στένοντος ἐκ βάθους.
Ἀλλ᾿ ὁ Σμάραγδος αὐτός, ἡ Εὐφροσύνη,
Ὦ Πάτερ, εἰπὼν τὸν τελευταῖον λόγον,
Ὡς ἐμπόρευμα τῶν μακρῶν λαβὼν κόπων,
Τῶν οὐρανῶν γέγηθε τῇ μεταστάσει.
Κἀκεῖνος, ὥσπερ ἐκπλαγείς, φεῦ τοῦ πάθους!
Πέπτωκεν εἰς γῆν ὥσπερ ἄψυχος νέκυς.
Ἄκουσμα καὶ γὰρ παράδοξον καὶ ξένον
Ἤκουσεν ὄντως· τί γὰρ ἄλλο καὶ πάθοι;
Καὶ λοιπὸν ἀφεὶς καὶ βίον καὶ πατρίδα,
Καὶ ζῆλον ὥσπερ αἰνετῶν παιδὸς πόνων
Ἐνθεὶς ἑαυτῷ καὶ πόθου δείξας φλόγα,
Διάδοχος βίου τε ὡς πατὴρ τέκνου
Γεγώς, μετέστη πρὸς μονὰς οὐρανίους.
Πηγή: users.uoa.gr/~nektar, Ορθόδοξη Πορεία, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Η οσία Δοσιθέα –κατά κόσμον Δαρεία Τυάπκιν– γεννήθηκε το 1721 σε οικογένεια πλουσίων γαιοκτημόνων του Ριαζάν. Όταν ήταν δύο ετών, την ανατροφή της ανέλαβε η γιαγιά της μοναχή Πορφυρία της μονής Βοζνεσένσκ της Μόσχας. Η γερόντισσα Πορφυρία, αυστηρή ασκήτρια η ίδια, εκπαίδευε και την εγγονή της στην άσκηση, στη νηστεία και στην αγάπη προς τον πλησίον. Ύστερα από επτά χρόνια εκείνη εκάρη μεγαλόσχημη και οι γονείς πήραν τη θυγατέρα τους στο σπίτι.
Βρίσκοντας άχαρη και κουραστική την κοσμική ζωή, η Δαρεία συνέχισε να ζει ως μοναχή με αυστηρή άσκηση. Ανήσυχοι οι γονείς της για τη συμπεριφορά της, εσκέπτοντο να την υπανδρεύσουν το συντομότερο. Αλλά η Δαρεία, ήδη δοσμένη στο Θεό, σε ηλικία δεκαπέντε ετών εγκατέλειψε κρυφά την οικογένειά της και μεταμφιεσμένη σε άνδρα χωρικό με το όνομα Δοσίθεος μετέβη στη Λαύρα του αγίου Σεργίου. Καθώς ήταν υψηλού αναστήματος και με ανδροπρεπές πρόσωπο, έγινε πιστευτή. Τη δέχθηκαν ως δόκιμο και της έδωσαν το διακόνημα του εκκλησιαστικού.
Ύστερα από τρία χρόνια άκαρπων αναζητήσεων η μητέρα και η μεγαλύτερη αδελφή της πήγαν για προσκύνημα στη Λαύρα. Η Δαρεία, η οποία διακονούσε στην εκκλησία, τις αναγνώρισε και, όταν αντιλήφθηκε ότι την παρατηρούσαν επίμονα, αναμείχθηκε με το πλήθος, βγήκε από την εκκλησία και ανεχώρησε κρυφά για τη Λαύρα του Κιέβου.
Επειδή δεν είχε διαβατήριο, δεν τη δέχθηκαν εκεί. Μη έχοντας άλλη λύση, αποφάσισε να ζήσει ως ερημίτης σε σπήλαιο, το οποίο έσκαψε η ίδια κοντά στη σκήτη Κιτάεφ. Η τροφή της ήταν μόνο ψωμί και νερό, που της άφηνε έξω από το σπήλαιο κάποιος μοναχός. Την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής κλεινόταν τελείως και τρεφόταν με βρύα και ωμές αγριόριζες.
Η σκληρή της άσκηση τράχυνε τα χαρακτηριστικά του προσώπου της και τη φωνή της, είλκυσε όμως τη χάρη τού Θεού και γρήγορα έγινε γνωστή σε όλο το Κίεβο.
Το 1744 την επισκέφτηκε η αυτοκράτειρα Ελισάβετ Πετρόβνα (1741-1761). Με την παρουσία και τη θέληση εκείνης η οσία, ηλικίας τότε είκοσι τριών ετών, έλαβε το μοναχικό σχήμα κρατώντας το όνομα Δοσίθεος.
Σιγά-σιγά η φήμη του προφητικού και διορατικού της χαρίσματος εξαπλώθηκε παντού και πολλοί πήγαιναν «στον έγκλειστο στάρετς», για να πάρουν τη σοφή συμβουλή του και να παρηγορηθούν από τους λόγους του. Μαζί τους «ο στάρετς» μιλούσε πίσω από παραθυρίδιο, χωρίς να φαίνεται.
Μεταξύ των επισκεπτών ήταν και η κατά σάρκα αδελφή τής οσίας Δοσιθέας, που έφθασε ως το Κίεβο με σκοπό να ρωτήσει «τον στάρετς» για την εξαφάνιση της αδελφής της. Η οσία, χωρίς να της αποκαλυφθεί, της είπε να παύσει να την αναζητά, διότι αποκρύπτεται χάριν του Θεού. «Τον έγκλειστο Δοσίθεο» επισκέφθηκε το 1776 και ο δεκαεπταετής τότε Πρόχορος Μοσνίν, ο μετέπειτα όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ (2 Ιαν.) Προβλέποντας τη μελλοντική του εξέλιξη, η οσία τον ευλόγησε και τον συμβούλευσε να κοινοβιάσει στη μονή του Σαρώφ, με την προτροπή να φυλάττει πάντοτε στο στόμα και στην καρδιά την ευχή του Ιησού, για να ενοικήσει μέσα του το Άγιον Πνεύμα.
Την εποχή που απαγορεύθηκε στη Ρωσία ο ερημητικός βίος, η Δοσιθέα μετοίκησε στα μακρύτερα σπήλαια της Λαύρας του Κιέβου. Επειδή όμως δεν έβρισκε ησυχία από τα πλήθη του λαού, που και εκεί την επισκέπτοντο, ύστερα από τέσσερα χρόνια επέστρεψε στη σκήτη Κιτάεφ και εγκαταστάθηκε σε κάποιο απομονωμένο κελλί.
Εκεί, τα τελευταία χρόνια της ζωής της είχε ως διακονητή του κελλιού και στενό μαθητή τον μοναχό Θεοφάνη. Αυτός ήθελε να επισκεφθεί τα Ιεροσόλυμα, αλλά η οσία τον έστειλε στη Μολδαβία, στον μεγάλο γέροντα Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ (15 Νοεμ.), τον ανανεωτή της ησυχαστικής παραδόσεως και της νοεράς προσευχής. Επιστρέφοντας στη Ρωσία, ο Θεοφάνης έμεινε κοντά στην οσία ως την κοίμησή της.
Όταν η Δοσιθέα προαισθάνθηκε το τέλος της, πήγε στη σκήτη να αποχαιρετήσει τους αδελφούς. Έπειτα επέστρεψε σιωπηλά στο κελλί της και ανέμενε την έξοδο της ψυχής της διαβάζοντας ψαλμούς όλη τη νύχτα. Το πρωί την βρήκαν γονατιστή μπροστά σε μια εικόνα.
Το κερί ήταν ακόμη αναμμένο και στο χέρι ο «μακαριστός γέροντας» κρατούσε σημείωμα που έγραφε: «To σώμα είναι έτοιμο προς ενταφιασμό. Σας παρακαλώ, αδελφοί, μην το αγγίζετε. Ενταφιάστε το κατά τη συνήθεια».
Εκοιμήθη στις 25 Σεπτεμβρίου 1776, σε ηλικία πενήντα πέντε ετών.
Τότε ο Θεοφάνης, υπακούοντας σε υπόδειξή της πριν κοιμηθεί, έφυγε για τη μονή του Σολόφκυ, όπου ζώντας ως ερημίτης εισήγαγε τη λησμονημένη κατά τους χρόνους εκείνους στη Ρωσία ησυχαστική παράδοση, όπως του την εδίδαξε ο στάρετς Παΐσιος.
Μετά το θάνατο της οσίας έφθασε στο Κίεβο για δεύτερη φορά η αδελφή της. Βλέποντας το πορτραίτο της, ανεγνώρισε την εξαφανισμένη αδελφή της και διηγήθηκε τη ζωή της.
(Από το βιβλίο «Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, τόμος πρώτος, Σεπτέμβριος, 28, Εκδόσεις Ορμύλια, 2001, σελ. 282)
Πηγή: Κοινωνία Ορθοδοξίας
Η Θέκλα καταγόταν από το Ικόνιο, όπου και κατοικούσε. Οι γονείς της ήταν επιφανείς Έλληνες ειδωλολάτρες. Ο Άγιος Νικόδημος μας πληροφορεί πως ήταν αρραβωνιασμένη -στην ηλικία των 18 ετών- μ’ έναν ειδωλολάτρη ονομαζόμενο Θάμυριν. Στο Ικόνιο συνάντησε για πρώτη φορά τον Απόστολο των εθνών, ο οποίος επιτελούσε ιεραποστολικές περιοδείες και φιλοξενούνταν από τον μαθητή του Ονησιφόρο. Στην κατ’ οίκον Εκκλησία που δημιουργήθηκε, ο θεσπέσιος Παύλος κήρυττε τον Λόγο του Θεού. Πλήθος ανθρώπων σαγηνεύονταν από τη διδασκαλία του και εγκολπώνονταν την πίστη στο Χριστό.
Έτσι και η χαριτωμένη Θέκλα, γειτόνισσα του Ονησιφόρου, «ήκουεν από την θυρίδα τα γλυκύτατα λόγια του μακαρίου Παύλου, με τόσην ηδονήν και επιθυμίαν, ώστε ελησμόνει και φαγητόν και πιοτόν και όλα της τα προς το ζην αναγκαία∙ ελησμόνει δε και αυτήν ακόμη την μητέρα και τον αρραβωνιαστικόν της» (Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής, εκδ.«Ορθόδοξος Κυψέλη», τ. 1, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 194). Οι διδαχές του Χριστού αναδύονταν συνεχώς στη σκέψη της γνήσιας μαθήτριάς Του και η καρδιά της αφουγκράζονταν με υποτακτική αγάπη τη φωνή Του: «Ο φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. 10:37).
Επιθύμησε η Θέκλα να γίνει μιμήτρια των Αποστόλων, που εγκατέλειψαν τις οικογένειές τους και τον μέχρι τότε τρόπο ζωής τους και συστοιχήθηκαν με τον Ιησού. Ένιωσε βαθιά της την κλήση του Διδασκάλου, όπως και οι μαθητές στην λίμνη Γεννησαρέτ που συγκλονίστηκαν από το περιστατικό της θαυμαστής αλιείας. Αντήχησε και στα δικά της αυτιά η ρήση του Ιησού προς τον Πέτρο: «ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν» (Λουκ. 5:10) . Αποχωρίστηκε μητέρα και άνδρα όπως οι Απόστολοι, οι οποίοι κατά τον ευαγγελιστή Λουκά «ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ» (Λουκ. 5:11) και μάλιστα –κατά τον Ματθαίο-χωρίς ίχνος αναβλητικότητας: «οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ» (Ματθ. 4:22).
Στο σημείο αυτό αξίζει να παραθέσουμε το σχόλιο που κάνει ο ιερός Χρυσόστομος εστιάζοντας στο επίρρημα εὐθέως: «Προσέξτε όμως και την πίστη τους και την υπακοή τους. Όταν άκουσαν την πρόσκλησή Του βρισκόντουσαν στο μέσον της εργασίας τους και γνωρίζετε πόσο αχόρταγο είναι το ψάρεμα -ειδικά μετά από μια τέτοια ψαριά. Και όμως δεν ανέβαλαν, δεν άφησαν για αργότερα, δεν είπαν να επιστρέψουμε στο σπίτι να συνεννοηθούμε με τους δικούς μας. Τα άφησαν όλα και τον ακολούθησαν, τέτοια υπακοή ζητεί ο Χριστός από εμάς, ούτε δευτερόλεπτο αναβολή να μην κάνουμε, ακόμη και αν μας βιάζει κάτι από τα ευτελή απαραίτητα. Γι’ αυτό και για κάποιον άλλον, ο οποίος τον πλησίασε και ζήτησε να θάψει πρώτα τον πατέρα του, ούτε αυτό δεν τον άφησε να πράξει τόνισε ότι από όλα όσα έχουμε να κάνουμε πρέπει να προτιμήσουμε να τον ακολουθήσουμε» (Ιωάννη Χρυσοστόμου, Ομιλία ΙΔ΄, εκδ.«Γρηγόριος ο Παλαμάς», Ε.Π.Ε., τ.9, Θεσσαλονίκη 1978, σσ. 447-448).
Υιοθετώντας τα ως άνω λεχθέντα και πραχθέντα, η Θέκλα συντάχθηκε με τον θείο Παύλο, τον επισκεπτόταν ακόμα και στη φυλακή, εισερχομένη κρυφά τα βράδια για να κατηχείται. Έκτοτε δεν έπαυσε να συνοδεύει τον Παύλο, να συνοδοιπορεί μαζί του στα δύσβατα μονοπάτια του ευαγγελισμού των εθνών, τα μαρτυρικά, τα αιματοβαμμένα, τα πλημμυρισμένα από δάκρυ και ιδρώτα αποστολικό…
Να, λοιπόν, ένα σπουδαίο γνώρισμα του ανθρώπου με ιεραποστολικό φρόνημα∙ η μαθητεία, η όρεξη και το πάθος που φιλοξενεί κανείς για να γνωρίσει εις βάθος τη Χριστιανική διδαχή, το Λόγο του Θεού, να του φανερωθεί το σχέδιο της Θείας Οικονομίας και αυτός με τη σειρά του να το μεταδώσει, να το προσφέρει όπως του προσφέρθηκε. Βέβαια, στην ορθόδοξη πίστη μας, αδιαμφισβήτητη βαρύτητα για την πνευματική ζωή έχει το βίωμα και όχι μόνο η γνώση. Ωστόσο, αν δεν μελετήσουμε, αν δεν γνωρίσουμε, αν δεν εντρυφήσουμε, πώς θα βιώσουμε;
Στην καρδιά της Θέκλας ο πόθος της γνώσης μαζί με τα θεία βιώματα έγιναν φλόγα ισχυρή, που πυροδοτούσε όλο της το είναι. Έτσι, δεν δίστασε να βρίσκεται δίπλα στον Παύλο, ακόμα και στις πιο επικίνδυνες περιστάσεις. Τους συνέλαβαν και τους υπέβαλαν σε βασανιστήρια. Πρώτος ο Παύλος, αφού ξυλοκοπήθηκε βάναυσα, εκδιώχθηκε από το Ικόνιο. Έπειτα η Θέκλα ρίχθηκε στη φωτιά, αλλά με θαυματουργικό τρόπο παρέμεινε αβλαβής. Οι δρόμοι τους χώρισαν, αλλά η καρδιά τους παλλόταν ρυθμικά συντονισμένη στη συχνότητα της Θείας Αγάπης και της διαδόσεώς της. Η απόσταση ήταν πρόσκαιρη, διότι η Θέκλα αδυνατούσε να αντέξει την απουσία του δασκάλου της και κατά συνέπεια την απουσία του Λόγου του Θεού. Έσπευσε κοντά του και μαζί με τον Ονησιφόρο συνοδοιπόρησαν ως την Αντιόχεια. Εκεί ανέμενε την νύφη Χριστού μία επιπλέον δοκιμασία, σαν και αυτές που επιτρέπει ο Θεός να πλήξουν τα παιδιά Του, για να φανερωθεί η δόξα Του∙ σαν αυτές που χρησιμοποιεί για ν’ αποδείξει πως τον άνθρωπο που αγαπά τον Χριστό τίποτα από τα γήινα δεν τον κρατά όμηρο, παρά μόνο η υπακοή στο θέλημά Του, δίχως όρους και όρια, ακόμα και όταν η λογική του αντιστρατεύεται. Για του λόγου το αληθές, καθώς εισέρχονταν στην πόλη, η όμορφη στην όψη και θαυμάσια στην ψυχή Θέκλα, γοήτεψε τον άρχοντά της, Αλέξανδρο, ο οποίος -εντυπωσιασμένος καθώς ήταν- ζήτησε να την κάνει γυναίκα του. Η αντίδραση, τόσο του Παύλου όσο και της Θέκλας, ήταν φυσικά αρνητική, γεγονός που εξόργισε τον άρχοντα και τον ώθησε να επιτεθεί δημοσίως στην κοπέλα επιχειρώντας να την ατιμάσει. Η Αγία αντιστάθηκε. Δεν γοητεύτηκε από την εφάμαρτη πρόκληση και την εύηχη πρόταση γάμου∙ ήταν με σώμα και καρδιά δοσμένη στον Χριστό και κατά συνέπεια στην διάδοση του έργου Του.
Ο Αλέξανδρος αδυνατώντας να αντιμετωπίσει τις ντροπιαστικές συνέπειες της ηρωικής απόρριψής του από την Θέκλα, την κατέδωσε στον ηγεμόνα της Αντιόχειας και αυτός με τη σειρά του την υπέβαλε σε φοβερά μαρτύρια. Την έριξαν σε λάκκο με άγρια θηρία, όπως λιοντάρια και αρκούδες, αλλά παραδόξως κανένα δεν της επιτέθηκε. Στην Αγία, παρ’ όλη την αγάπη της για τον Χριστό και τις θυσίες που κατέβαλε, δεν είχε δοθεί η δυνατότητα να βαπτισθεί. Αντικρίζοντας, κατά την ώρα των βασανιστηρίων, ένα λάκκο με νερό, άδραξε την ευκαιρία, εισήχθη μέσα και βαπτίσθηκε. Τέλος, έδεσαν την Θέκλα σε δύο ταύρους και τους κατηύθυναν σε αντίθετη πορεία με σκοπό τον διαμελισμό της, αλλά κατά Θεία βουλή, οι ταύροι δεν ενήργησαν καθώς έπρεπε, αλλά παρέμεναν πεισματωδώς ακίνητοι. Αναγκαστικά οι δήμιοι και οι διώκτες της, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τις μισάνθρωπες και αντίθεες τακτικές τους και να την ελευθερώσουν.
Ορίστε, αδελφοί και αδελφές μου, κι άλλο ένα γνώρισμα της ψυχής που διακατέχεται από το φρόνημα της ιεραποστολής: η υπομονή στις δοκιμασίες και η επιμονή στο έργο, αφού -όπως επισημαίνει ο Απόστολος των εθνών Παύλος- «πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ διωχθήσονται» (Β’ Τιμ. 3:12). Και ο ιερός Χρυσόστομος ερμηνεύει: «Γιατί δεν υπάρχει χριστιανός που να βαδίζει την οδό της αρετής χωρίς θλίψη, οδύνη και πειρασμούς∙ γιατί πως άραγε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς γι’ αυτόν που βαδίζει τη στενή και θλιμμένη οδό; Γι’ αυτόν που άκουσε ότι «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε»; Αν εκείνα τα χρόνια έλεγε ο Ιώβ, «πειρατήριον ο βίος ανθρώπου επί της γης», πόσο μάλλον σήμερα;» Και συνεχίζει ο ιερός Πατήρ: «Από την εμπειρία μου, μπορείς να μάθεις ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που να πολεμά με τους πονηρούς και να μην είναι σε θλίψη. Δεν είναι δυνατόν αυτός που πυγμαχεί να ζει σε τρυφή, δεν είναι δυνατόν αυτός που παλεύει να ευωχεί. Κανένας λοιπόν από τους αθλητές να μην ζητάει άνεση, κανένας να μη βρίσκεται σε ευθυμία. Τα παρόντα είναι αγώνας, πόλεμος, θλίψη, στεναχώρια, δοκιμασία, το στάδιο των αγώνων. Άλλοι είναι οι καιροί της ανέσεως∙ αυτός ο καιρός είναι των ιδρώτων, αυτός είναι των πόνων. Κανένας που έβγαλε τα ρούχα του και αλείφθηκε με λάδι και ετοιμάστηκε να παλέψει δεν επιζητεί άνεση και αν επιζητούμε άνεση τότε γιατί κάναμε την αρχή του αγώνα;» (Ιωάννη Χρυσοστόμου, Ομιλία Η΄, εκδ.«Γρηγόριος ο Παλαμάς», Ε.Π.Ε., τ.23, Θεσσαλονίκη 1978, σ. 617).
Η Αγία και Ισαπόστολος Θέκλα επέστρεψε στο Ικόνιο και έπειτα κατευθύνθηκε στην Σελεύκεια. Αφιέρωσε την υπόλοιπη ζωή της στη διδαχή του Ευαγγελίου, κυρίως προς τους απίστους, καθώς επίσης και στην ασκητική ζωή μέχρι και την ειρηνική της κοίμηση. Η μελέτη της άγιας βιοτής της, μας υπενθυμίζει πως το ιεραποστολικό φρόνημα δεν είναι ρομαντισμός και φιλοσοφία, αλλά πράξη, αγώνας καθημερινός και αδιάκοπος. Κι αυτό διότι συνοδεύεται από την πλήρη «εγκατάλειψη» του «είναι» μας στο σχέδιο του Θεού και στο θέλημά Του, από αγάπη για τον Θεό πάνω από όλα και από όλους, από εφάμιλλο ζήλο, τόσο για μαθητεία όσο και για διάδοση του Ευαγγελίου, από την υπομονή στις θλίψεις και τη σταθερότητα στο έργο. Κι όλα αυτά για να κάνουμε την ζωή Του ζωή μας και την ζωή μας ζωή Του, μιμούμενοι το παράδειγμα του Ιησού και των Αγίων.
Η μνήμη της Αγίας Θέκλας τιμάται 24 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῦ Παύλου συνέκδημος, ὡς καθαρα τὴν ψυχήν, καὶ πρώταθλος πέφηνας, ἐν γυναιξὶν εὐκλεῶς, Χριστὸν ἀγαπήσασα, σὺ γὰρ τῆς εὐσέβειας, πτερωθεῖσα τῷ πόθῳ, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, Ἰσαπόστελε Θέκλα διὸ σὲ ὁ Πανοικτίρμων νύμφην ἠγάγετο.
Η ζωή του μακαρίου Γέροντος Σιλουανού εξωτερικώς παρουσιάζει ολίγον ενδικαφέρον. Μέχρι της στρατιωτικής αυτού θητείας, ζωή πτωχού ρώσου χωρικού· κατά την διάρκειαν αυτής υπηρεσία εις τους κατωτέρους βαθμούς, ύστερον δε, επί ήμισυ σχεδόν αιώνα, μονότονος μοναστηριακή ζωή απλού μοναχού. Το αρχείον της Μονής αναγράφει περί αυτού τα εξής: «Μεγαλόσχημος Πατήρ Σιλουανός, ο κατά κόσμον Συμεών Ιβάνοβιτς Αντόνωφ, χωρικός εκ της διοικήσεως Ταμπώφ, επαρχίας Λεμπεντίσκ, χωρίον Σόβσκ. Εγεννήθη το 1866. Εις τον Άθωνα προσήλθε το 1892. Έλαβε τον μανδύαν εν έτει 1896. Το μέγα σχήμα εν έτει 1911. Διήλθε διακονίας: εις τον Μύλον, εις το μετόχιον της Καλαμαρίας (κτήμα της Μονής εκτός του Άθωνος), εις το Παλαιόν Ρωσικόν, Οικονόμος. Ετελεύτησε την 11/24ην Σεπτεμβρίου 1938».
Εξαπάτησις.
Ο Νικόλαος, ο ένδοξος νεομάρτυρας του Χριστού, γεννήθηκε στο Καρπενήσι της Ευρυτανίας από γονείς ευσεβείς και φιλόθεους. Οι γονείς του τον ανάθρεψαν πολύ καλά και χριστιανικά και τον έστειλαν στο σχολείο, όπου και έμαθε τα ιερά γράμματα. Όταν έγινε δέκα πέντε ετών τον πήρε ο πατέρας του στην Κωνσταντινούπολη, όπου ήταν παντοπώλης και τον είχε στο εργαστήρι του σ’ ένα μέρος που λεγόταν Ταχτά Καλέ.
Απέναντι απ’ το εργαστήρι του είχε το κουρείο του ένας Αγαρηνός φίλος του πατέρα του και που ήξερε καλά τα τουρκικά γράμματα. Σ’ αυτόν λοιπόν έστειλε τον Νικόλαο ο πατέρας του για να μάθει και τουρκικά γράμματα. Αυτό φυσικά ήταν πολύ επικίνδυνο και μπορούσε να έχει άσχημες συνέπειες για τον νέο και να τον χωρίσει σιγά › σιγά απ' την πίστη του Χριστού.
Στον Νικόλαο όμως έγινε εντελώς το αντίθετο. Καθώς, λοιπόν, διδασκόταν τα τουρκικά γράμματα και όπως ήταν πολύ έξυπνος, τα μάθαινε τόσο γρήγορα κι εύκολα, ώστε τον θαύμαζε ο δάσκαλός του και τον φθονούσε για τη γρήγορη πρόοδό του. Έτσι, έβαλε στο μυαλό του και πήρε την απόφαση αν βρει τρόπο να τουρκέψει τον νέο, να τον κάνει δηλαδή Μωαμεθανό. Μηχανεύτηκε, λοιπόν, το εξής κακούργημα.
Μία μέρα φώναξε κι άλλους Τούρκους, αυτούς που τους έλεγαν Γενίτσαρους. και τους είπε:
› O παντοπώλης αυτός έχει ένα γιο πολύ φρόνιμο και πολύ έξυπνο στα γράμματα, τόσο, ώστε μόλις του παραδώσω το μάθημα το μαθαίνει αμέσως. Σας παρακαλώ, λοιπόν, αδελφοί, να βοηθήσετε και σεις για να τουρκέψουμε ένα τέτοιο προκομμένο παιδί.
Βρήκε ακόμη και τον τρόπο αυτός και τους τον εξήγησε κι εκείνοι του υποσχέθηκαν ότι θα τον βοηθήσουν σ’ αυτό όσο μπορούν.
Έπειτα από λίγες μέρες έγραψε ο κουρέας το σαλαβάτι, δηλαδή την ομολογία της πίστεώς τους, και το είχε έτοιμο. Όταν ήρθε για το μάθημα ο Νικόλαος, όπως συνήθιζε, αφού του παρέδωσε το μάθημα ο δάσκαλος, στο τέλος του έδωσε στα χέρια το σαλαβάτι και του είπε μπροστά στους Γενίτσαρους που είχαν έρθει εν τω μεταξύ.
› Διάβασε αυτόν τον τεσκερέν.
Πήρε το γράμμα ο Νικόλαος, χωρίς να ξέρει ότι είναι το σαλαβάτι τους, και το διάβασε. Αμέσως εκείνοι οι Τούρκοι, σύμφωνα με την εντολή του κουρέα, φώναξαν και του είπαν:
› Έγινες Τούρκος, Νικόλαε, γιατί διάβασες το σαλαβάτι.
Ξαφνιάστηκε από το τέχνασμα ο Νικόλαος και είπε:
› Είμαι Χριστιανός και όχι Μωαμεθανός, όπως λέτε εσείς. Εγώ είμαι υποχρεωμένος να διαβάσω ότι μάθημα μου δώσει ο δάσκαλός μου.
Στον κριτή.
Εκείνοι τότε άρπαξαν τον νέο και τον οδήγησαν με τη βία στον καϊμακάμη, δηλαδή στον επίτροπο του Βεζύρη. Όταν τον πήγαν, λοιπόν, στον καϊμακάμη άλλοι φώναζαν, άλλοι ψευδομαρτυρούσαν κι άλλοι κατηγορούσαν κι έλεγαν:
› Αυτός ο άνθρωπος, αφέντη, έκανε σαλαβάτι μπροστά μας κι αν θέλεις να βεβαιωθείς για την αλήθεια δες και τον τεσκερέ που το έχει γραμμένο και το διαβάζει κάθε ώρα. Τώρα τον παρακινούμε να γίνει Τούρκος κι αυτός κοροϊδεύει την πίστη μας.
› Νικόλαε, αφού έγραψες και διαβάζεις το σαλαβάτι, γιατί έπειτα δε γίνεσαι Τούρκος; του είπε ο καϊμακάμης.
Τότε χωρίς καμιά δειλία και με τόνο πολύ έντονο αποκρίθηκε στον κριτή ο Νικόλαος.
› Σήμερα, ύστερα απ' το μάθημα, ο δάσκαλός μου μου έδωσε κι αυτό το γράμμα και μου είπε να το διαβάσω, αλλά εγώ δεν ήξερα ότι είναι το σαλαβάτι σας. Εγώ, νόμιζα ότι επειδή είναι δάσκαλός μου είμαι υποχρεωμένος να διαβάσω ότι γράμμα μου δώσει.
› Επειδή, Νικόλαε, διάβασες το σαλαβάτι πρέπει να γίνεις Τούρκος, ξαναείπε ο κριτής. Εγώ έπειτα θα σού δώσω μεγάλο αξίωμα, όποιο θέλεις. Θα σε πλουτίσω, θα σε τιμήσω και θα σε δοξάσω μέσα στα βασίλεια.
› Εγώ είμαι Χριστιανός και τον Χριστό μου πιστεύω Θεό αληθινό, απάντησε ο Άγιος. Οι τιμές και τα αξιώματα που μου υπόσχεσαι δε μου χρειάζονται. Εγώ τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι. Στο Χριστό πιστεύω. για το όνομά Του πεθαίνω. Τούρκος δεν γίνομαι.
Περιτομή με τη βία.
Βλέποντας ο καϊμακάμης ότι δεν κατορθώνει τίποτε, κάνει το εξής: Διατάζει να δέσουν τα χέρια του πίσω και να τον κρεμάσουν σ’ ένα στύλο του μεγάρου του κι έπειτα του λέει:
› Νικόλαε, δες τι πρόκειται να σου κάνομε. Γι' αυτό γίνε με το καλό Τούρκος.
› Είσαι εξουσιαστής, γι' αυτό κάνε ότι θέλεις, απάντησε ο νέος. Εγώ είμαι Χριστιανός. Δε λέει το κιτάπι σας (το Κοράνιο) να μη κάνετε Τούρκο με τη βία κανένα;
Τότε έδωσε διαταγή ο κριτής να του κάνουν περιτομή νομίζοντας ότι θα πεισθεί έτσι και θα ομολογήσει τη θρησκεία τους σαν αληθινή. Αυτός όμως πιο έντονα ακόμη φώναζε:
› Γιατί με κόβετε; εγώ είμαι Χριστιανός. Στον Χριστό μου πιστεύω σαν Θεό αληθινό. Και το σώμα μου όλο αν το κατακόψετε σε μικρά κομματάκια τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι. Σ' αυτόν πιστεύω, αυτόν λατρεύω, αυτόν έχω βοηθό, που στέκεται αόρατα και με δυναμώνει.
› Συ έκανες σαλαβάτι, Νικόλαε, του είπαν πάλι οι Τούρκοι, κι εμείς σου κάναμε περιτομή, τώρα είσαι Τούρκος.
› Ψέματα λέτε. εγώ είμαι Χριστιανός και μόνο στον Χριστό μου πιστεύω, ήταν η σταθερή απάντηση του Αγίου.
Φυλάκιση και βασανιστήρια.
Βλέποντας ο καϊμακάμης ότι ούτε και με την περιτομή δεν κατόρθωσε τίποτε, έδωσε διαταγή να τον βάλουν στη φυλακή των κακούργων και των φονιάδων δίνοντας παραγγελία στους φύλακες να μη του δώσουν ούτε ψωμί, ούτε νερό. Έτσι έμεινε στη φυλακή εξηνταπέντε μέρες. Έπειτα τον αποφυλάκισαν και τον πήγαν πάλι στον καϊμακάμη, ενώ το πρόσωπό του ήταν χαρούμενο και λαμπρό σαν να ήταν σε συμπόσιο γάμου. Οι κατήγοροί του εν τω μεταξύ φώναζαν:
› Ή να γίνει Τούρκος ή να θανατωθεί.
Ο καϊμακάμης τον ρώτησε πάλι αν τυχόν μετανόησε και δέχεται την πίστη του Μωάμεθ. Αυτός όμως πήρε περισσότερο θάρρος και με μεγαλύτερη τόλμη φώναζε:
› Είμαι Χριστιανός και στον Χριστό μου πιστεύω. Δεν αρνούμαι των Χριστό μου κι αν μου κάνετε μύρια βασανιστήρια.
Τον φυλάκισαν, λοιπόν, πάλι και συχνά τον έδερναν αλύπητα. Ενώ βρισκόταν στη φυλακή και μαστιγωνόταν άσπλαχνα απ' τους αιμοβόρους δημίους, τον επισκέφθηκε ο Αγαρηνός που ήταν ιδιοκτήτης του εργαστηρίου κι επειδή ήταν πάμπλουτος του υποσχόταν να του δώσει την θυγατέρα του μαζί με πολύ μεγάλη προίκα και εργαστήρια με μεγάλη αξία, αν γινόταν Τούρκος. Αυτά όμως όλα τα θεώρησε ο Νικόλαος σαν όνειρα και σκιά και σκόνη.
› Εγώ, έλεγε, έχω πλούτο που δεν μπορούν να τον κλέψουν μέσα στην καρδιά μου, την πίστη του Χριστού μου. Αυτός μου έχει ετοιμάσει στον ουρανό δόξα αμάραντη και τιμή ανυπέρβλητη, χαρά και βασιλεία ατέλειωτη, που για το πολλοστημόριό της δεν είναι αντάξιος όλος ο κόσμος.
Όταν τ' άκουσε αυτά απ' το Μάρτυρα ο Αγαρηνός, έφυγε άπρακτος. Έπειτα πάλι με διαταγή του καϊμακάμη αποφυλάκισαν τον Άγιο και τον πήγαν στον κριτή. Ο κριτής βλέποντάς τον πολύ νέο και το πρόσωπό του φωτεινό άρχισε με πολλή ημερότητα να τον κολακεύει.
› Άκουσέ με, νέε μου, και μη θέλεις τόσο πρόωρα να χάσεις τη ζωή σου. Έλα στην πίστη μας και τότε θα καταλάβεις την ωφέλεια και το καλό της επειδή τώρα είσαι ανήλικος και δε μπορείς να καταλάβεις την αλήθεια.
› Είμαι Χριστιανός και Χριστιανός θέλω να πεθάνω, επανέλαβε με θάρρος πάλι ο μάρτυρας. Γιατί καθυστερείτε; Αυτή τη χάρι μόνο σας ζητώ, να μου δώσετε όσο γίνεται γρηγορότερα τον θάνατο.
Μαρτύριο.
Ακούγοντας αυτά ο κριτής και βλέποντας απ' την ασάλευτη στάση του ότι δεν ήταν δυνατό να τον αλλάξει απ' την πίστη του Χριστού, για να μη ντροπιάζεται περισσότερο, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν. Τον παρέδωσε, λοιπόν, στον έπαρχο κι εκείνος τον έδεσε και τον έφερε στο εργαστήρι του, στον Ταχτά Καλέ. Περνώντας απ' εκεί ο Μάρτυρας ήταν όλος χαρά και το πρόσωπό του άστραφτε σαν να πήγαινε σε γάμο κι όχι στον θάνατο.
Όταν έφθασε στον καθορισμένο τόπο του Μαρτυρίου γονάτισε ο Άγιος και όσο μπορούσε άπλωσε το λαιμό του, για να τον αποκεφαλίσει ο δήμιος εύκολα και γρήγορα. Του έκοψαν το κεφάλι ενώ προσευχόταν στις 23 Σεπτεμβρίου του έτους 1672 και έτσι πήρε το στεφάνι του Μαρτυρίου.
Μερικοί Χριστιανοί πήγαν στον κριτή και του έδωσαν αρκετά χρήματα, για να πάρουν το Άγιο λείψανο. Έπειτα το μετέφεραν και το έθαψαν με ευλάβεια στο Μοναστήρι της Παναγίας που ονομάζεται Χάλκη.
Πολλά θαύματα έγιναν με το αίμα το μαρτυρικό του Αγίου και θεραπεύτηκαν πολλές αρρώστιες. Κάποιος ευλαβής πήρε το μαντήλι που είχαν δεμένα τα μάτια του Μάρτυρα, όταν τον αποκεφάλισαν, όπως ήταν συνήθεια, κι αφού το έβαλε πάνω σε κάποιον άνθρωπο που είχε θέρμη χρόνια, τον γιάτρεψε αμέσως με τη χάρη και τη μεσιτεία του Αγίου.
Η Εκκλησία μας τιμά και γιορτάζει τη μνήμη του Μάρτυρα Νικολάου στις 23 Σεπτεμβρίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νίκας ἤνεγκας τῇ ᾿Εκκλησίᾳ, νῖκος ἔδωκας τῇ σῇ πατρίδι τῇ καλλινίκῳ ἀθλήσει, Νικόλαε. Νεομαρτύρων ἡ δόξα ἡ ἄφθιτος, ὁδὸν Κυρίου νεότητι ἔδειξας· ταῖς πρὸς Χριστὸν θερμαῖς δεήσεσιν ὅθεν ἱκέτευε ἀεὶ νίκας χαρίζεσθαι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Καλλιδρόμης κλεινὸν ἀξιάγαστον βλάστημα καὶ Σχολῶν Εὐγενίου θεοδίδακτον καύχημα, Νικόλαον τιμήσωμεν πιστοί, νεώτατον Χριστοῦ τὸν μιμητήν, τὴν τῶν νέων ἀρετὴν ἀθλητικῶς κρατύνοντα. Δόξα τῷ δεδοκότι τὴν ἀλκήν, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι ἐν παισὶν ἀεὶ θαυμάσια.
Μεγαλυνάριον
Τὸν Καρπενησίου κλεινὸν βλαστὸν καί τῆς νεολαίας Θεοφώτιστον ὁδηγόν, τῶν Νεομαρτύρων τὸν μέγα ἀριστέα, Νικόλαον τὸν Νέον, ὕμνοις τιμήσωμεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τὸν ἐν παιδομάρτυσι θαυμαστόν, ἐκ Καρπενησίου Χριστομίμητον ὁδηγόν, εὐλαβῶν νέων ὑπέρμαχον προστάτην, Νικόλαον τὸν νέον, ὕμνοις τιμήσωμεν.
ΠΗΓΗ: (Βίοι Αγίων, Έκδοσις Ορθοδόξου Ιδρύματος «Ο Απόστολος Βαρνάβας») Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ανάμεσα στη χορεία των Νεομαρτύρων της Εκκλησίας μας υπάρχουν και κάποιοι οι οποίοι χαρακτηρίζονται: «εξ Αγαρηνών». Πρόκειται για πολλούς τούρκους μουσουλμάνους, οι οποίοι, κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, ασπάσθηκαν τον Χριστιανισμό και αξιώθηκαν του μαρτυρίου.
Ένας από αυτούς είναι και ο άγιος νεομάρτυρας Ιωάννης ο εξ Αγαρηνών, ο Βραχωρίτης, τούρκος στην καταγωγή, γιός του φημισμένου Σεΐχη της Κόνιτσας και δερβίσης, δηλαδή θρησκευτικός αρχηγός και δάσκαλος της περιοχής. Γεννήθηκε περί το 1790 στην Κόνιτσα και ονομαζόταν Χασάν. Ο πλούσιος και ευγενής πατέρας του φρόντισε να του εμπεδώσει τις αρχές του Ισλάμ και να σπουδάσει κοντά σε ξακουσμένους ιεροδιδασκάλους του Ισλάμ. Κατόπιν τον έστειλε στα Γιάννενα, όπου σε ηλικία είκοσι ετών έγινε και αυτός δερβίσης. Ο Αλή Πασάς εκτίμησε τα χαρίσματά του και τις ικανότητές του και τον έστειλε στον διοικητή της Αιτωλοακαρνανίας Γιουσούφ Αράπη, να υπηρετήσει στην αυλή του, στο Βραχώρι (σημερινό Αγρίνιο), ως δερβίσης. Εκείνος τον δέχτηκε με χαρά, διότι ήταν και φίλος του πατέρα του, αναθέτοντάς του την θρησκευτική επιστασία της περιοχής, διδάσκοντας το Κοράνιο και στηρίζοντας στους μουσουλμάνους.
Αλλά ο νεαρός δερβίσης Χασάν ήταν άνθρωπος καλής θελήσεως. Διέθετε αγαθή ψυχή και έδειχνε συμπόνια για όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως καταγωγής και θρησκείας. Μάτωνε η ψυχή του βλέποντας τα δεινά των υποδούλων Χριστιανών, ενοχλούμενος για τις θηριωδίες των ομοφύλων του. Δε μπορούσε να δικαιολογήσει τη διδασκαλία του Κορανίου για τους αλλοθρήσκους, οι οποίοι ήταν άξιοι τιμωριών και εξοντώσεως.
Μια απρόσμενη όμως συνάντηση και ένας σύντομος διάλογος με έναν σεβάσμιο ορθόδοξο ιερέα, έξω από τον ναό του Αγίου Δημητρίου Αγρινίου, άλλαξε τη ζωή του. Για πρώτη φορά άκουσε για την αγάπη του Θεού, της οποίας είναι αποδέκτες όλοι οι άνθρωποι, χωρίς διακρίσεις. Διαπίστωσε με έκπληξη ότι ο ραγιάς ιερέας δεν τον μισούσε!
Μετά από αυτό, κάτι άλλαξε μέσα του. Κάποια ανεξήγητη δύναμη οδηγούσε συχνά τα βήματά του στον περίβολο του ναού. Ήταν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, όταν αποφάσισε κάποιο βράδυ να μπει στο φτωχικό το ιερέα για να μάθει, ό, τι του απέκρυψαν οι δάσκαλοί του, για τη χριστιανική πίστη. Ακολούθως, τα βράδια της Μ. Εβδομάδος παρακολουθούσε κρυφά από κάποιο παράθυρο τις Ιερές Ακολουθίες. Η θέα του Εσταυρωμένου, το βράδυ της Μ. Πέμπτης, τον συντάραξε, παίρνοντας τη μεγάλη απόφαση να αρνηθεί το Ισλάμ και να ασπασθεί τον Χριστιανισμό.
Ζήτησε από τον ιερέα να τον βαπτίσει, αλλά εκείνος, φοβούμενος γενική σφαγή των κατοίκων, τον συμβούλεψε να πάει αλλού να βαπτισθεί. Κατέφυγε λοιπόν στην βενετοκρατούμενη Ιθάκη, όπου κατηχήθηκε, βαπτίστηκε και έλαβε το όνομα Ιωάννης. Δεν γύρισε πλέον στο Αγρίνιο, αλλά εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Ξηρομέρου, στο χωριό Φυτείες, όπου νυμφεύτηκε μια ευσεβή νέα και προσλήφτηκε, από τον κτηματία Πάνο Γαλάνη, ως αγροφύλακας. Τον περισσότερο χρόνο τον περνούσε στην ύπαιθρο κρυμμένος, για να μην προδοθεί στους τούρκους, δοξολογώντας ασίγαστα το Χριστό, που τον αξίωσε να αναγεννηθεί και να γίνει πιστός του. Μια απόμακρη σπηλιά την είχε μεταβάλλει σε ναό, όπου προσεύχονταν με αστείρευτα δάκρυα ευγνωμοσύνης προς το Θεό. Στο χωριό έμπαινε για να λειτουργηθεί και να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων.
Αλλά όμως τόσο οι δικοί του, όσο και οι τουρκικές αρχές του Βραχωρίου τον αναζητούσαν. Απεσταλμένοι του πατέρα του τον εντόπισαν. Προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, χωρίς αποτέλεσμα. Ταυτόχρονα κάποιος τούρκος νερολόγος τον αναγνώρισε και τον κατάγγειλε στον νέο διοικητή του Βραχωρίου Σουλεϊμάν Μπέη, ως αποστάτη του Ισλάμ. Αστυνομικό απόσπασμα τον συνέλαβε και τον οδήγησε στον Μουσελίμη του Βραχωρίου Ελμάς για απολογία, ο οποίος προσπάθησε με κολακείες να τον πείσει να ασπασθεί ξανά το Ισλάμ. Αλλά ο Ιωάννης με γαλήνια διάθεση, του απάντησε πως άδικα κουράζεται, διότι βρήκε την αλήθεια, που χρόνια έψαχνε και η οποία θα του χαρίσει την αιώνια ζωή. Αυτό που του ζητούσε ήταν ενάντια στην ευτυχία που βίωνε ως πιστός του Χριστού, του αληθινού και ζωντανού Θεού. Ήξερε βεβαίως πως τον περίμενε η θανατική καταδίκη, διότι αυτό προστάζει το Κοράνιο σε περίπτωση αλλαξοπιστίας μουσουλμάνου.
Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο φανατικός Μουσελίμης έγινε θηρίο από το θυμό του, θεωρώντας τα μεγάλη προσβολή. Διέταξε να τον κλείσουν στο μπουντρούμι, αφού τον βασανίσουν χωρίς λύπηση, ελπίζοντας ότι έτσι θα μεταπείθονταν. Τον άρπαξαν οι στρατιώτες, φορώντας του βαριά αλυσίδα στο λαιμό και δένοντάς του τα πόδια σε βαρύ ξύλο. Τον ραβδίζανε ανελέητα, τον κλωτσούσαν και τον περιγελούσαν. Ο Ιωάννης υπόμεινε με υπεράνθρωπη καρτερία το μαρτύριο για μέρες, δεν φώναζε, δεν διαμαρτύρονταν, παρά μόνο προσευχόταν: «Θεέ μου βοήθησε με»!
Ο θηριώδης Μουσελίμης αφού είδε ότι δεν έφερναν αποτέλεσμα τα βασανιστήρια, αποφάσισε να τον θανατώσει, διότι δεν ήθελε μια νέα προσβολή από τον Μάρτυρα. Διέταξε να τον μεταφέρουν στον περίβολο του ναού του Αγίου Δημητρίου. Εκεί κάτω από τον θεόρατο πλάτανο, ο οποίος σώζεται μέχρι σήμερα, τον αποκεφάλισαν, αρνούμενοι να του επιτρέψουν να κάμει το σημείο του σταυρού. Ήταν 23 Σεπτεμβρίου του 1814. Απαγόρευσαν δε να ταφεί το λείψανό του, ρίχνοντάς το σε παρακείμενο βούρκο για να το φάνε τα σκυλιά. Κάποιοι όμως τολμηροί Χριστιανοί ζήτησαν και πήραν την άδεια ταφής του σε κοντινό χωράφι, με την προϋπόθεση να μην τελεσθεί χριστιανική κηδεία.
Λίγο καιρό μετά μετέφεραν τα τίμια λείψανά του, με κίνδυνο, στην ιστορική Ιερά Μονή Προυσού, όπου τα εντοίχισαν στο ναό. Βρέθηκαν το 1974 να ευωδιάζουν, επιτελώντας πολλά θαύματα.
Τόσο το Αγρίνιο, όσο και η γενέτειρά του η Κόνιτσα, τιμούν αρκούντως τον άγιο Ιωάννη. Μάλιστα εφέτος συμπληρώνονται διακόσια χρόνια από το μαρτυρικό του θάνατο. Η ιερή μνήμη του τιμάται στις 23 Σεπτεμβρίου, την ημέρα του ενδόξου μαρτυρίου του.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλάγιος α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Νεομάρτυρα πάντες σεμνὸν τιμήσωμεν, ἐξ ἀλλοπίστων Κονίτσης, τὸν γενναιόφρονα ᾿Ιωάννην βαπτισθέντα τὸν μακάριον· τὸν μετὰ ζήλου τὸν Χριστὸν ὁμολογήσαντα Θεὸν ἀσκήσει καὶ μαρτυρίῳ· ἀεὶ δὲ πᾶσι κηρύττοντα ᾿Ορθοδοξίαν, σέβας τὸ σωτήριον.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Κονίτσης τόν γόνον, Βραχωρίου τό καύχημα, καί Χριστοῦ ὁπλίτην τόν νέον, Ἰωάννην τιμήσωμεν· ἐκ ῥίζης γάρ δυσώδους προελθών, ἐνήθλησε λαμπρῶς ὑπέρ Χριστοῦ, καί κινδύνων ἐξαιτεῖται ἀπαλλαγήν, τοῖς πρός αὐτόν κραυγάζουσιν· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διά σοῦ, ἡμῖν παθῶν ἐκλύτρωσιν.
Κοντάκιον
Τὴν πατρῴαν πίστιν σου, σοφέ, ἀφῆκας καὶ Χριστὸν ὡς Κύριον ὁμολογήσας καὶ Θεόν, ἐβίωσας τὰς ἐντολὰς τοῦ Εὐαγγελίου. ῎Εδωκας τῇ νέα πίστει καὶ τὴν ζωήν σου, διὰ τοῦτο καὶ κατελέχθης ἐν Νεομάρτυσιν, ᾿Ιωάννη ἔνδοξε.
Μεγαλυνάριον
Πίστιν ἀποπτύσας εἰδωλικὴν Χριστὸν ὡς Θεόν σου ὡμολόγησας, ἀγαθέ. ᾿Εν λόγοις καὶ ἐν βίῳ τιμῆς κατηξιώθης καὶ μαρτυρίου δόξης, ᾿Ιωάννη ἅγιε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Μαρτυρίου χάριν σὺ ὁ λαβὼν καὶ ἐν Νεομαρτύρων τῇ χορείᾳ καταλεχθείς, τίμια λείψανα σου Μονῇ τῆς Προυσιωτίσσης, ὄλβον μέγαν ἀφῆκας, μάρτυς θεόσοφε.
Πηγή: Κύριος Ἰησοῦς Χριστός-Ὑπεραγία Θεοτόκος, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...