«Αὐτός ὁ πασίγνωστος καί καρτερόψυχος ὅσιος εἶχε ἐπίγεια πατρίδα τή μεγαλόνησο Κρήτη, καί μάλιστα τήν ἁγιοτόκο Κίσαμο.
Γεννήθηκε κατά τό σωτήριο ἔτος 1890 στό Σηρικάριο τῆς ἐπαρχίας Κισάμου, ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς, τόν Ἰωάννη καί τή Γλυκερία Τζανακάκη, παίρνοντας κατά τό θεῖο βάπτισμα τό ὄνομα Νικόλαος. Παιδί ἀκόμα, δυστυχῶς, ἔμεινε ὀρφανός καί διαπαιδαγωγήθηκε ἀπό τόν ἐκ πατρός παπποῦ του Ἰωάννη. Σέ νεαρή ἡλικία πορεύτηκε στήν πόλη τῶν Χανίων γιά νά ἐργαστεῖ καί νά ἔχει τά ἀναγκαῖα νά ζήσει, μαθητεύοντας στήν κομμωτική τέχνη.
Γιά πρώτη φορά ὅταν ἦταν δεκαέξι ἐτῶν ἐμφανίστηκε στό σῶμα του στίγμα πού δήλωνε τή βδελυκτή νόσο τῆς λέπρας. Γι’ αὐτόν τόν λόγο, προκειμένου νά ἀποφύγει τόν ἐγκλεισμό του στό νησί τῆς Σπιναλόγκας, ἔφυγε κρυφά καί πῆγε στήν περίλαμπρη πόλη τῆς Ἀλεξάνδρειας στήν Αἴγυπτο. Ἡ νόσος ὅμως προχωροῦσε, καί ἔτσι, μέ τήν προτροπή κάποιου Ἱεράρχη τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας πού καταγόταν ἀπό τή Χίο, προσῆλθε στό λωβοκομεῖο τῆς Χίου, κοντά στόν ἅγιο Ἄνθιμο (Βαγιάνο) τῆς Χίου, ὁ ὁποῖος καί φρόντισε γιά τήν εἰσαγωγή τοῦ νεαροῦ Νικολάου στό συγκεκριμένο ἵδρυμα. Ἐκεῖ ὁ Νικόλαος βρῆκε ἄριστο ὁδηγό τῆς ψυχῆς του καί κάνοντας ἀπόλυτη ὑπακοή στόν ἅγιο ντύθηκε τό ἀγγελικό σχῆμα, παίρνοντας τό ὄνομα Νικηφόρος, προμηνύοντας ἔτσι τίς λαμπρές νίκες τοῦ πνεύματος, τίς ὁποῖες πέτυχε νηστεύοντας, παλεύοντας, ἀγρυπνώντας, κάνοντας ὑπομονή καί γενικά δουλαγωγώντας τό ἀσθενικό του σῶμα. Μετά παρέλευση σαράντα τριῶν ἐτῶν παραμονῆς στή Χίο, ὁδηγήθηκε στόν ἀντιλεπρικό σταθμό τῆς συνοικίας Ἁγίας Βαρβάρας Ἀθηνῶν, ὅπου πέρασε τό ὑπόλοιπο τοῦ βίου του, λάμποντας στούς Ἀθηναίους σάν ἀστέρας ὑπομονῆς, καρτερίας καί προσευχῆς. Τήν προσευχή μάλιστα προέτρεπε νά ἐργάζονται οἱ Ἀθηναῖοι κατά τόν τύπο τῆς νοερᾶς προσευχῆς, (δηλαδή τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»). Κοιμήθηκε στίς 4 Ἰανουαρίου τοῦ 1964, ἀφήνοντας σ’ ἐμᾶς παράδειγμα καρτερίας ἀλλά καί τά μυρωμένα λείψανά του ὡς ἀδάπανο ἰατρεῖο γιά κάθε εἴδους ἀρρώστημα».
Ὁ καλός ὑμνογράφος τοῦ ὁσίου Νικηφόρου τοῦ λεπροῦ Ἰωάννης Γ. Παναγόπουλος, (τοῦ ὁποίου τήν ἀκολουθία γιά τόν ὅσιο ὡς ἄριστη καθ’ ὅλα ἀποδέχθηκε εὐχαρίστως ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης), ἀκολουθεῖ ἐν πρώτοις ὅ,τι ἐπισημαίνει κανείς στούς παλαιούς μεγάλους ἁγίους ὑμνογράφους τῆς Ἐκκλησίας μας: Ἰωσήφ, Θεοφάνη, Ἰωάννη, Ἀνδρέα Κρήτης κ.λπ., οἱ ὁποῖοι πολύ συχνά σχολιάζουν μέ πνευματικό τρόπο τό ὄνομα τοῦ ἁγίου γιά τόν ὁποῖο γράφουν. Τό ἴδιο κάνει καί ὁ κ. Ἰ. Παναγόπουλος.
Πάρα πολλές φορές παίρνει τήν ἀφορμή ἀπό τό ὄνομα τοῦ ὁσίου: Νικηφόρος, γιά νά πεῖ ὅτι ὅλη ἡ ζωή του ὑπῆρξε νικηφόρα, μέ τήν ἔννοια ὅτι κατήγαγε συνεχεῖς πνευματικές νίκες ἀπέναντι στά πάθη του, ἀπένατι στόν πονηρό διάβολο, ἀπέναντι στόν κατεξοχήν «ἄγγελον σατάν» πού τοῦ δόθηκε, τή «βδελυκτή λέπρα» στό ἴδιο του τό σῶμα.
«Φέρεις τῆς νίκης τήν κλῆσιν ἐπαξίως, ὅτι κατετρόπωσας δράκοντος ἔπαρσιν» (φέρεις ἐπάξια τό ὄνομα τῆς νίκης, γιατί κατατρόπωσες τήν ἔπαρση τοῦ δράκοντος διαβόλου) (προσόμοιο ἑσπερινοῦ)·
«χαίροις ὁ καρτερός ἀθλητής, ὁ νίκης φέρων ἐπαξίως τό κλήτευμα» (νά χαίρεσαι ὁ δυνατός ἀθλητής, πού φέρει ἐπάξια τό ὄνομα τῆς νίκης) (στιχηρό ἑσπερ.)·
«νικήσας πάθη χαλεπά κλῆσιν φέρεις τῆς νίκης, Νικηφόρε» (φέρεις τό ὄνομα τῆς νίκης, Νικηφόρε, γιατί νίκησες τά δύσκολα πάθη) (ὠδή γ΄)·
«μηδαμῶς ἡττηθείς ὑπό τῆς ἀρχεκάκου δυνάμεως, κατ’ ὁμωνυμίαν εἰσῆλθες νικηφόρως εἰς τήν Ἐδέμ» (δέν ἡττήθηκες καθόλου ἀπό τήν ἀρχέκακο δύναμη τοῦ πονηροῦ, γι’ αὐτό καί εἰσῆλθες νικηφόρα, ὅπως δηλώνει καί τό ὄνομά σου, στόν Παράδεισο) (δοξαστικό αἴνων) κ.ο.κ.
Τί ἦταν ἐκεῖνο πού ἔκανε τόν ὅσιο νά ἀντιμετωπίσει νικηφόρα ὅλες τίς ἐνάντιες δυνάμεις, εἴτε διάβολο εἴτε πάθη εἴτε ἀρρώστιες; Μά ἀσφαλῶς καί πρωτίστως ἡ πίστη του στή ζωντανή παρουσία Κυρίου τοῦ Θεοῦ του, στήν πίστη του δηλαδή στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ὅσιος ζοῦσε ἐκ παιδός μέ αὐτήν τήν αἴσθηση τῆς προσωπικῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος «ἔχει ἀριθμημένες καί τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς μας» καί μᾶς ἀγαπᾶ μέ ὑπέρμετρο τρόπο, γι’ αὐτό καί ἐκεῖνο πού γιά τούς περισσοτέρους ἦταν τραγικό: ἡ προσβολή τῆς ἀρρώστιας τῆς λέπρας πού κατατρώγει τό ἀνθρώπινο σῶμα, γιά ἐκεῖνον ἦταν μία παραχώρηση τῆς ἀγάπης Του, μία δόση τῆς πρόνοιάς Του, προκειμένου νά τοῦ δώσει ὤθηση γιά πνευματική προαγωγή του. «Χριστέ, ὁσίου σου ἡ ψυχή ἐδείχθη δόκιμος, τήν λέπρωσιν τῆς σαρκός λογισαμένου ὡς δόσιν προνοίας σου» (Χριστέ, ἡ ψυχή τοῦ ὁσίου σου ἀποδείχθηκε δόκιμη, γιατί θεώρησε τή λέπρα τῆς σάρκας του σάν δόση τῆς πρόνοιάς Σου) (στιχ. ἑσπερ.).
Κι ὄχι μόνον τοῦτο: ὁ ὑμνογράφος ἐπισημαίνει ὅτι ἐν προκειμένῳ ὁ ὅσιος Νικηφόρος ζοῦσε κάτι παρόμοιο μέ ὅ,τι πέρναγε καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἀντιμετώπιζε «ἄγγελον σατάν» πού τόν ταλαιπωροῦσε πάρα πολύ κατά τό σῶμα του, ὥστε ἀναγκάστηκε τρεῖς φορές νά προσφύγει ἐν προσευχῆ πρός τόν Κύριο γιά νά τόν θεραπεύσει. Καί ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου βεβαίως στόν μέγιστο αὐτόν ἀπόστολό Του ἦταν ἀρνητική! «Ὄχι! Σοῦ ἀρκεῖ ἡ χάρη μου».
Τό ἴδιο λοιπόν καί μέ τόν μεγάλο ὅσιο Νικηφόρο: ἡ κάθε προσευχή του πρός ἴασή του προσέκρουε σέ ἄρνηση τοῦ Κυρίου, ὥστε καί αὐτός κατάλαβε ὅτι ἡ βαριά ἀρρώστια του ἦταν κατά παραχώρηση τοῦ Κυρίου «γιά νά πιάσει οὐρανό!»
«Τήν νόσον ἐν σαρκί περιφέρων ἐβόας τοῦ Παύλου τήν φωνήν· μοί ἐδόθη ὁ σκόλοψ παντοίως κολαφίζων με, ἵνα μή ὑπεραίρωμαι. Ἡ γάρ δύναμις, ἡ ἐκ Θεοῦ τελειοῦται ἐν νοσήματι· διό ἀρκεῖ μοι ἡ χάρις, ἥν ἔλαβον, Κύριε» (Περιφέροντας τή νόσο στή σάρκα φώναζες δυνατά τή φωνή τοῦ Παύλου: μοῦ δόθηκε ὁ σκόλοπας νά μέ κολαφίζει μέ διαφόρους τροπους, γιά νά μήν ὑπερηφανεύομαι. Διότι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ φτάνεις στήν τελείωσή της μέ τήν ἀρρώστια. Γι’ αὐτό μοῦ ἀρκεῖ ἡ χάρη, πού ἔλαβα, Κύριε) (κάθισμα ὄρθρου).
«Νόσον ἡγησάμενος τήν πολυχρόνιον οἰκονομίαν θεόπεμπτον τοῦ χαλινῶσαι κακοπαθείᾳ μέλη τοῦ σώματος» (Θεώρησες τήν πολυχρόνια νόσο ὡς ἐκ Θεοῦ οἰκονομία, προκειμένου νά χαλιναγωγήσεις μέ τήν κακοπάθεια τά μέλη τοῦ σώματος) (στιχ. ἑσπερ.).
Χρησιμοποιεῖ μάλιστα ὁ ὑμνογράφος μία πολύ ὄμορφη εἰκόνα ἀπό τά ὄστρακα γιά νά καταδείξει τήν παραπάνω ἀλήθεια, ὅτι δηλαδή ἡ μέ ὑπομονή ἀποδοχή ἑνός πειρασμοῦ τελικῶς κάνει τόν ἄνθρωπο νά γίνεται πράγματι πολύτιμος.
«Ὥσπερ ὄστρακον θαλάσσης, τό παρεμβληθέν σῶμα εἰς μαργαρίτην κατεργάζεται, τήν ἔμπονον σαρκός σου ἀσθένειαν, εἰς εὐλογίαν ἀπειργάσθης θεόσδοτον. Καί οὕτω πᾶσιν ἐδείχθης πολύτιμον μάργαρον, τῆς ἄνω Ἐδέμ πυλῶνας στολίζον» (Ὅπως συμβαίνει στό ὄστρακο τῆς θάλασσας, ὅταν κάποιο σῶμα πού εἰσέρχεται σ’αὐτό γίνεται μαργαριτάρι, ἔτσι καί τή γεμάτη πόνο ἀσθένεια τῆς σάρκας σου τήν ἔκανες γιά σένα θεόσδοτη εὐλογία. Καί ἔτσι ἀποδείχθηκες γιά ὅλους πολύτιμο μαργαριτάρι, πού στολίζει τίς πύλες τῆς ἄνω Ἐδέμ) (λιτή).
Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή καταλαβαίνει κανείς πολύ καλά γιατί τελικῶς ἡ σημαντικότερη ἀρετή πού καλλιέργησε ὁ ὅσιος Νικηφόρος, αὐτή πού πράγματι τόν χαρακτήριζε τόσο, ὥστε νά σημαδέψει κυριολεκτικά ὅλη τή ζωή του, ἦταν ἡ καρτερία: ἡ ψυχική δύναμη δηλαδή καί ἡ ὑπομονή.
Θά μποροῦσε κανείς ἔτσι νά τόν ὀνοματίζει: Νικηφόρος ὁ καρτερόψυχος. Πού θά πεῖ: Νικηφόρος ὁ ἄνθρωπος τῆς ὑπομονῆς, ὁ δεύτερος Ἰώβ, ὁ ἐστεμμένος μέ τόν κότινο τῆς νίκης ἐν Πνεύματι ἀπό τά χέρια τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου («ὅθεν ἐστέφθης ὁ νικώνυμος τῶ κοτίνῳ τῆς νίκης ἐν Πνεύματι ταῖς χερσί τοῦ Κυρίου») (στιχ. ἑσπερ.).
Πράγματι, δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού ὁ καλός ὑμνογράφος παραλληλίζει τόν ὅσιο μέ τόν δίκαιο καί ὑπομονετικό Ἰώβ. Γιατί ὅπως ὁ Ἰώβ πέρασε τοῦ κόσμου τούς πειρασμούς ἀλλά ἔμεινε σταθερός στήν πίστη του – μόνον στό τέλος «λύγισε» ἀδυνατώντας νά κατανοήσει τό γιατί πάσχει, ὡς ἄνθρωπος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης - ἔτσι καί ὁ Νικηφόρος: μέχρι τό τέλος του ἔμεινε σταθερός στήν πίστη του, ἀποδεχόμενος τό θέλημα τοῦ Κυρίου. Καί ἀναδείχθηκε ἴσως καί ὑπέρτερος τοῦ Ἰώβ, διότι τό «γιατί» δέν ἔφτασε στά χείλη τά δικά του.
Ἄς ἀκολουθήσουμε τό σκεπτικό καί πάλι τοῦ ὑμνογράφου στό δοξαστικό τῶν αἴνων: «Ὅσιε Πάτερ, τῆς ἀσθενείας σου ζυγόν αἴρων ἀγογγύστως καί αὐτόν λογισάμενος οἰκονομίαν Θεοῦ, ἄλλος Ἰώβ ἡμῖν ἐδείχθης. Τοῦ δέ ἀσθενεστάτου σου σαρκίου μή φειδόμενος, ἀλλά συντόνῳ ἀσκήσει τά λεπρωθέντα σου μέλη δουλαγωγῶν, θέλων ἀναπτερῶσαι τόν ἐν σοί ἔνθεον ἵμερον, ὑπέρτερος ἐγένου τοῦ πολυάθλου(Ἰώβ)» (Ὅσιε Πάτερ, σηκώνοντας ἀγόγγυστα τόν ζυγό τῆς ἀσθένειάς σου καί θεωρώντας αὐτόν ὡς οἰκονομία Θεοῦ, ἀναδείχθηκες σέ ἐμᾶς ἄλλος Ἰώβ. Χωρίς νά λυπηθεῖς μάλιστα τό ἀσθενέστατο σαρκίο σου, ἀλλά δουλαγωγώντας μέ τή μεγάλη ἄσκηση τά λεπρωθέντα μέλη σου, διότι ἤθελες νά ἀναπτερώσεις τόν καρδιακό ἔνθεο πόθο σου, ἔγινες ὑπέρτερος καί τοῦ πολύαθλου Ἰώβ).
Περιττό βεβαίως νά σημειώσουμε ὅ,τι διαπιστώνει καί ὁ ὑμνογράφος τοῦ ὁσίου: γιά νά φτάσει σέ αὐτό τό ἀποστολικό καί χαρισματικό ὕψος ὁ ὅσιος Νικηφόρος, ἐκτός ἀπό τά ἀσκητικά μέσα τῆς προσευχῆς, τῆς νηστείας, τῆς γονυκλισίας, χρησιμοποίησε καί τά κλασικότερα μέσα τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης:
τήν ὑπακοή σέ ἅγιο Γέροντα, ἐν προκειμένῳ τόν ἅγιο Ἄνθιμο τῆς Χίου, τήν καταφυγή στήν Υπεραγία Θεοτόκο.
Ὄχι λίγες φορές ὁ ὑμνογράφος μᾶς ἀποκαλύπτει μέ τήν χαριτόβρυτη γραφίδα του τίς πραγματικότητες αὐτές.
«Ἰθύνας πάλαι σε Ἄνθιμος ὡς μέδων τήν ψυχήν σου προσώρμισεν εἰς τόν Παράδεισον» (Πρό πολλοῦ ὁ Ἄνθιμος σέ κατεύθυνε ὡς κυβερνήτης καί προσόρμισε τήν ψυχή σου στόν Παράδεισο) (ὠδή στ΄).
Καί μάλιστα ὡς καθαρός στήν ψυχή καί ὁ Νικηφόρος τοῦ δόθηκε ἡ χάρη ἐκ Θεοῦ νά γίνει αὐτόπτης θαυμασίων γεγονότων πού τελέσθηκαν ἀπό τόν πνευματικό του ἅγιο Ἄνθιμο καί μάλιστα νά μπορέσει νά τά καταγράψει πρός ὠφέλεια καί τῶν ἀναγνωστῶν (κάθισμα ὄρθρου). Κι ἀπό τήν ἄλλη, ἡ καταφυγή στήν ὑπεραγία Θεοτόκο, τήν ὁποία ὁ ὅσιος Νικηφόρος ἀγαποῦσε ὑπερβαλλόντως καί μπροστά στό εἰκόνισμα τῆς ὁποίας καθημερινῶς ἔκλινε γόνυ ψυχῆς καί σώματος.
Ἡ εἰκόνα πού περιγράφει ὁ ὑμνογράφος εἶναι πολύ συγκινητική. «Τλημόνως διήνυσε τόν βίον ποτέ Νικηφόρος ὁ λεπρός, ἔμπροσθεν τῆς εἰκόνος σου, Ὑπακοῆς, ὡς λέγεται, ἐν ἀποδείπνοις κράζων σοι· ὦ Νύμφη, χαῖρε ἀνύμφευτε» ( Καρτερικά πέρασε τή ζωή του ὁ Νικηφόρος ὁ λεπρός, μπροστά στήν εἰκόνα σου Θεοτόκε, τῆς Ὑπακοῆς ὅπως λέγεται, φωνάζοντάς σου δυνατά κατά τά ἀπόδειπνα: ὦ Νύμφη, χαῖρε ἀνύμφευτε) (ὠδή γ΄).
Ὁ ὅσιος Νικηφόρος, ὅπως ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας ἄλλωστε, εἶναι οἰκουμενικοί ἅγιοι. Γιατί συνιστοῦν ἐξαίρετα μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, συνεπῶς ἡ ἀγάπη τους ἀποτελεῖ προέκταση τῆς ἀγάπης καί τῆς ἀγκαλιᾶς Ἐκείνου. Ἰδιαιτέρως ὅμως ἀγαποῦν καί στέγουν τούς τόπους πού ἔζησαν καί διήνυσαν τόν βίο τους.
Τήν πραγματικότητα αὐτή ἐξαίρει ἐπανειλημμένως καί ὁ ὑμνογράφος τοῦ ὁσίου. Ὁ ὅσιος ἀποτελεῖ μία ἀγκαλιά ἰδίως γιά τούς τόπους πού πέρασε καί ἔζησε: τήν Κίσαμο, τά Χανιά, τήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου, τή Χίο, τήν Ἀθήνα. «Τῶν Κισαμαίων Μητρόπολις ἀγάλλου, χόρευε γηθόμενον τό Σηρικάριον… Χίος εὐφραίνου… ἄστυ κλεινόν Ἀθηναίων τέρπου μάλα…» (στιχ. ἑσπ.).
«Κρητῶν ἡ νῆσος κατέχουσα, ὡς ἔφορον λαμπρόν, Ἀλεξάνδρεια, ὡς ἄλλον φάρον σε, Χίος, ὡς πύργον νεότευκτον καί κλειναί Ἀθῆναι, ὡς ῥύστην, γάνυνται» (Χαίρονται τό νησί τῶν Κρητῶν πού σέ κατέχει ὡς ἔφορο λαμπρό, ἡ Ἀλεξάνδρεια πού σέ ἔχει ὡς ἄλλον φάρο της, ἡ Χίος ὡς νεότευκτο πύργο της καί ἡ λαμπρά Ἀθήνα ὡς σωτήρα της) (ὠδή στ΄).
Δέν ἔχουμε λοιπόν καί ἐμεῖς παρά νά τόν παρακαλοῦμε νά μᾶς ἔχει στήν προσευχή του καί στήν ἀγκάλη του. Κι αὐτό γιά νά δίνει μέσω αὐτοῦ ὁ Κύριος καί σέ ἐμᾶς νίκες κατά τῶν παθῶν μας, κατά τοῦ πονηροῦ διαβόλου, κατά ὅλων τῶν κακιῶν μας - «νίκας ὡς φερώνυμος νῦν χορήγει κατ’ ἐχθρῶν τοῖς τέκνοις σου» (αἶνοι) - κατεξοχήν δέ νά μᾶς δωρίζει «πνεῦμα καρτερόν» (δοξ. ἑσπερ.), μέ τό ὁποῖο καί μόνο μπορεῖ κανείς νά ὀρθοποδεῖ στήν πνευματική ζωή.
(Πηγή: Προσκυνητής)
Παρακλητικός Κανών
Ποίημα Ἰσιδώρας Μοναχῆς Ἁγιεροθεϊτίσσης
«Ψυχῆς μου χείλη λάμπρυνον
τὰ θαυμαστά σου ᾄδειν, ὦ Νικηφόρε,
τῶν λεπρῶν ἡ πάγκαλος λαμπρότης».
Εὐλογήσαντος τοῦ ἱερέως.
Ὁ 142oς Ψαλμός.
Κύριε εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τὴν δέησίν μου ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου, εἰσάκουσόν μου ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου· καὶ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν. Ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου, ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκροὺς αἰῶνος· καὶ ἠκηδίασεν ἐπ’ ἐμὲ τὸ πνεῦμά μου, ἐν ἐμοὶ ἐταράχθη ἡ καρδία μου. Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν σου ἐμελέτων. Διεπέτασα πρὸς σὲ τὰς χεῖράς μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός σοι. Ταχὺ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τὸ πνεῦμά μου· μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ’ ἐμοῦ, καὶ ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. Ἀκουστὸν ποίησόν μοι τὸ πρωῒ τὸ ἔλεός σου, ὅτι ἐπὶ σοὶ ἤλπισα· γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν, ἐν ᾗ πορεύσομαι, ὅτι πρὸς σὲ ᾖρα τὴν ψυχήν μου· ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε· πρὸς σὲ κατέφυγον. Δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημά σου, ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεός μου· τὸ πνεῦμά σου τὸ ἀγαθὸν ὁδηγήσει με ἐν γῇ εὐθείᾳ. Ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, ζήσεις με· ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου ἐξάξεις ἐκ θλίψεως τὴν ψυχήν μου· καὶ ἐν τῷ ἐλέει σου ἐξολοθρεύσεις τοὺς ἐχθρούς μου· καὶ ἀπολεῖς πάντας τοὺς θλίβοντας τὴν ψυχήν μου, ὅτι ἐγὼ δοῦλός σου εἰμί.
Μεθ’ ὃ Θεὸς Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου (Τετράκις).
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀνδρειοφρόνως τῆς σαρκός σου τὴν λέπραν, καθυπομείνας ὡς Ἰὼβ Νικηφόρε, τῆς σῆς ψυχῆς ἐξήγνισας, λαμπρῶς τὴν στολήν· τέλεον τὴν κλίμακα, ἀρετῶν δὲ ἀνέβης, φθάσας τῇ ἀσκήσει σου, πολιτείαν ἀγγέλων· ἀδιαλείπτως ψάλλων τῷ Θεῷ, σοὶ δόξα πρέπει, Τριὰς ὁμοούσιε.
Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Οὐ σιωπήσομεν ποτὲ Θεοτόκε, τὰς δυναστείας σου λαλεῖν οἱ ἀνάξιοι· εἰ μὴ γὰρ σὺ προΐστασο πρεσβεύουσα, τίς ἡμᾶς ἐῤῥύσατο ἐκ τοσούτων κινδύνων; τίς δὲ διεφύλαξεν, ἕως νῦν, ἐλευθέρους; οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα ἐκ σοῦ, σοὺς γὰρ δούλους σώζεις ἀεὶ ἐκ παντοίων δεινῶν.
Ὁ 50ὸς Ψαλμός.
Ἐλέησόν με ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου, καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου. Ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου, καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. Ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω, καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διὰ παντός. Σοὶ μόνῳ ἥμαρτον, καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα· ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου, καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε. Ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. Ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας· τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια τῆς σοφίας σου ἐδήλωσάς μοι. Ῥαντιεῖς με ὑσσώπῳ, καὶ καθαρισθήσομαι· πλυνεῖς με, καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην· ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου, καὶ πάσας τὰς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μὴ ἀποῤῥίψῃς με ἀπὸ τοῦ προσώπου σου, καὶ τὸ Πνεῦμά σου τὸ ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀπόδος μοι τὴν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου, καὶ πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με. Διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς σου, καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ σὲ ἐπιστρέψουσι. Ῥῦσαί με ἐξ αἱμάτων, ὁ Θεός, ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου· ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσά μου τὴν δικαιοσύνην σου. Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου. Ὅτι, εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν· ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον· καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει. Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ σου τὴν Σιών, καὶ οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ. Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα. Τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους.
Καὶ ἀρχόμεθα τοῦ Κανόνος, οὗ ἡ ἀκροστιχίς:
«Χαῖρε Νικηφόρε λεπρῶν καινὴ λαμπρότης».
Ἦχος πλ. δ´.
ᾨδὴ α´. Ὑγρὰν διοδεύσας.
Χαρίτων τὸ σκεῦος τὸ καθαρόν, χιόνος ἁπάσης τὸν λευκότερον τῇ ψυχῇ, λεπρὸν Νικηφόρον δεῦτε πάντες· καθαρωτάταις ᾠδαῖς μεγαλύνωμεν.
Ἀγάπης σφραγῖδα τὴν ἱεράν, τῆς πίστεως δρόμον τὸν τελέσαντα ἀνδρικῶς, ἐλπίδι τῆς ἄνω Βασιλείας· νῦν Νικηφόρον λεπρὸν μακαρίσωμεν.
Ἱδρῶσιν ὁσίας σου ἀγωγῆς, ψυχήν σου τὴν θείαν Νικηφόρε παναληθῶς, ποιήσας χρυσίου λαμπροτέραν· εἰς τοῦ Θεοῦ σου τὰς χεῖρας παρέθηκας.
Θεοτοκίον.
Ῥημάτων ἀῤῥήτων τοῦ Γαβριήλ, ἀκούσασα Κόρη Παναγία πανευπειθῶς, Θεὸν ἀπεκύησας τῷ κόσμῳ· παρακοήν τε τῆς Εὔας ἠνόρθωσας.
ᾨδὴ γ´. Οὐρανίας ἁψῖδος.
Ἐκ τῆς Κρήτης προῆλθες, ὡς νεαυγὴς ἥλιος, πᾶσαν δὲ τὴν γῆν ἀνταυγείαις, τῆς πολιτείας σου, καινοποιεῖς εὐπρεπῶς, υἱὲ φωτὸς Νικηφόρε, καὶ παθῶν τὴν ζόφωσιν, λύεις ἑκάστοτε.
Νουνεχῶς Μοναζόντων, τρίβον στενὴν ἤνυσας, πάσῃ ἐγκρατείᾳ παμμάκαρ, ἐνδιαιτώμενος, καὶ Ἀσωμάτων χορούς, φθάσας σαρκὶ Νικηφόρε, ἀληθῶς ἐτίμησας, σχῆμα ἰσάγγελον.
Ἰαμάτων ὁ ἔχων, τὸ ἀχανὲς πέλαγος, καὶ ἐν ἀσθενείᾳ παιδεύων, οὓς παραδέχεται, ὡς ἀνοθεύτους υἱούς, Χριστὸς σαρκός σοι τὴν λέπραν, Νικηφόρε δέδωκε, φίλτρου εἰς πίστωσιν.
Θεοτοκίον.
Κυριώνυμε Κόρη, κόσμου παντὸς Δέσποινα, τὴν δεδουλωμένην ψυχήν μου, τοῖς παραπτώμασι, ταῖς Μητρικαῖς σου λιταῖς, δεῖξον παθῶν ἀνωτέραν, εἰς τὴν πρώτην δόξαν μου, πάλιν ἀνάγουσα.
Ἰάτρευσον, ἡμῶν τὰ πάθη πρεσβείαις σου Νικηφόρε, ὁ βαστάσας τῆς σῆς σαρκὸς ἀνδρείως τὴν λέπρωσιν, εἰς τέλειον μέτρον τῆς καρτερίας.
Ἐπίβλεψον ἐν εὐμενείᾳ, πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπὶ τὴν ἐμὴν χαλεπὴν τοῦ σώματος κάκωσιν, καὶ ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τὸ ἄλγος.
Αἴτησις ὑπὸ τοῦ ἱερέως. Κάθισμα.
Ἦχος β´. Πρεσβεία θερμή.
Ὀδύνας μακράς, τῆς λέπρας ἐκαρτέρησας, γενναίᾳ ψυχῇ, καὶ γνώμῃ καρτερόφρονι, τῷ Θεῷ φθεγγόμενος· Νικηφόρε ᾆσμα γηθόμενος, καὶ μεγαλύνων χείλεσιν ἁγνοῖς, τὴν θείαν ἀπαύστως ἀγαθότητα.
ᾨδὴ δ´. Εἰσακήκοα Κύριε.
Ἡδονὰς τὰς τοῦ σώματος, πάσῃ ἐγκρατείᾳ πολιτευόμενος· Νικηφόρε ἀπενέκρωσας, τὸ δὲ πνεῦμα θείως ἀνεζώωσας.
Φερωνύμως τῆς κλήσεως, τῆς ἐπουρανίου μάκαρ γενόμενος· Νικηφόρε κατενίκησας, παρατάξεις πάσας τοῦ ἀλάστορος.
Ὀφθαλμῶν σου τὴν πήρωσιν, φέρων Νικηφόρε ἔνδον σου ἔβλεπες· ἐπιλάμψεις θείου Πνεύματος, καὶ λαμπρῶν ἀκτίνων φῶς ἀπρόσιτον.
Θεοτοκίον.
Ῥητορεύσεις πεπλήρωνται, τῶν προφητευόντων ἐν σοὶ πανάμωμε· ἀπειράνδρως γὰρ ἐκύησας, ὅνπερ πάλαι οὗτοι προηγόρευσαν.
ᾨδὴ ε´. Φώτισον ἡμᾶς.
Ἔστησας τὸν νοῦν, ἐπὶ πέτραν τοῦ Κυρίου σου, Νικηφόρε διὸ ἔμεινας στεῤῥός, ὥσπερ ἀδάμας, ἀλγηδόσι μὴ πτοούμενος.
Λέπραν τῆς σαρκός, ὡς Ἰὼβ ἐνεκαρτέρησας, διὸ λάμπεις Νικηφόρε τῇ ψυχῇ, ὑπὲρ χρυσίον, καὶ ἀργύριον πολύτιμον.
Ἔθηκας Θεῷ, Νικηφόρε τὴν ἐλπίδα σου, ὀρφανῶν τε καὶ χηρῶν προασπιστά, πατρῴων σπλάγχνων, παρ’ οὗ εὗρες τὴν ἀντίληψιν.
Θεοτοκίον.
Πύργος ὀχυρός, κατ’ ἐχθρῶν ὑπάρχεις Δέσποινα, καταῤῥάττουσα αὐτῶν τὰς μηχανάς, ὡς τετοκυῖα, τὸν ἰσχύϊ ἀπροσμέτρητον.
ᾨδὴ στ´. Τὴν δέησιν.
Ῥωννύμενος, τοῦ Θεοῦ τῇ χάριτι, ἐκ παθῶν τῶν χαμερπῶν Νικηφόρε· τὸ ἀσθενές, τῆς σαρκός σου ἐδέξω, ὡς τῆς Θεοῦ συμπαθείας τὸ δώρημα· τοῦ στέργοντος τὴν τῶν βροτῶν· σωτηρίαν δι’ οἶκτον ἀμέτρητον.
Ὡς λύχνον σε, τῆς Τριάδος ἔγνωμεν, Νικηφόρε ἐπὶ ὄρους τεθέντα· καὶ ἱλαρῶς, διαχέοντα πᾶσι, τὸν φωτισμὸν καὶ τὴν αἴγλην τοῦ Πνεύματος· τὴν λύουσαν ἀχλύν παθῶν· καὶ φαιδρύνουσαν γῆς τὰ πληρώματα.
Νενίκηκας, τοῦ ἐχθροῦ ὑψώματα, Νικηφόρε ταπεινώσει σου θείᾳ· ὅτι ψυχῇ, εὐγνωμόνῳ ἐδέξω, τῇ σῇ σαρκὶ ἀλγηδόνας καὶ στίγματα· καὶ γέγονας παναληθῶς· τῆς χιόνος ἀμέτρως λευκότερος.
Θεοτοκίον.
Κοιλία σου, ἡ ἁγία γέγονε, Μαριὰμ τῶν οὐρανῶν πλατυτέρα· ὅτι Θεός, ἐν αὐτῇ ἐχωρήθη, ὃν οὐρανοῦ οὐ χωροῦσι τὰ πέρατα· Αὐτὸν δυσώπει μητρικῶς· τῆς παθῶν με ῥυσθῆναι στενώσεως.
Ἰάτρευσον, ἡμῶν τὰ πάθη πρεσβείαις σου Νικηφόρε, ὁ βαστάσας τῆς σῆς σαρκός, ἀνδρείως τὴν λέπρωσιν, εἰς τέλειον μέτρον τῆς καρτερίας.
Ἄχραντε, ἡ διὰ λόγου τὸν Λόγον ἀνερμηνεύτως, ἐπ’ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τεκοῦσα, δυσώπησον, ὡς ἔχουσα μητρικὴν παῤῥησίαν.
Αἴτησις. Κοντάκιον.
Ἦχος β´. Προστασία τῶν χριστιανῶν.
Ἀσθενείας τὴν στενὴν ὁδὸν ἐπεβάδισας, Νικηφόρε καὶ ὁλοσχερῶς ἠκολούθησας, τὸν Δεσπότην ὡς εὐπειθὴς καὶ ἄξιος υἱός· ζυγὸν τούτου δὲ τὸν ἐλαφρόν, καὶ τὸ φορτίον τὸ χρηστόν, ἐν τοῖς ὤμοις ἐβάστασας· χαίρων ὅθεν εἰσῆλθες, εἰς δόξης τῆς αἰωνίου, τὰς καταπαύσεις τὰς τερπνάς, χαρμοσύνως ἀγαλλόμενος.
Προκείμενον.
Τίμιος ἐναντίον Κυρίου ὁ θάνατος τοῦ Ὁσίου αὐτοῦ. (δίς)
Στίχ.: Ὑπομένων ὑπέμεινα τὸν Κύριον καὶ προσέσχε μοι.
Εὐαγγέλιον.
Ἐκ τοῦ Κατὰ Ματθαῖον (ια´, 27-30)
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς· πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ Πατρός μου καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὸν Υἱὸν εἰ μὴ ὁ Πατήρ, οὐδὲ τὸν Πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μὴ ὁ Υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ Υἱὸς ἀποκαλύψαι. Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ’ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν. Ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστι.
Δόξα.
Ταῖς τοῦ σοῦ Ὁσίου πρεσβείαις Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τὰ πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.
Καὶ νῦν.
Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τὰ πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.
Στίχ.: Ἐλέησόν με ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου, ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου.
Προσόμοιον.
Ἦχος πλ. β´. Ὅλην ἀποθέμενοι.
Κλίμακα οὐράνιον, τῶν ἀρετῶν Νικηφόρε, λογισμῷ θεόφρονι, καὶ ψυχῆς στεῤῥότητι ἀναβέβηκας· ὡς Ἰὼβ ἔφερες, τῆς σαρκὸς γὰρ λέπραν, καὶ ὀμμάτων σου τὴν πήρωσιν· πληγὰς καὶ στίγματα, καὶ τὴν τῶν μελῶν πᾶσαν κάκωσιν· εἰς ὕψος δὲ αἰρόμενος, τὰ τῶν οὐρανίων ἑώρακας· κάλλη καὶ τὴν δόξαν, ἣν Κύριος ἡτοίμασε Θεός, τοῖς ἐκτελοῦσιν ἑκάστοτε Αὐτοῦ τὰ προστάγματα.
Εἶτα ὁ ἱερεύς.
Σῶσον ὁ Θεὸς τὸν λαόν Σου…
Κύριε ἐλέησον (12).
ᾨδὴ ζ´. Οἱ ἐκ τῆς Ἰουδαίας.
Ἀδιάλειπτον ἔσχες, προσευχὴν ὥσπερ ἔργον ἐν βίῳ ἄριστον, δι’ ἧς Θεῷ ὡμίλεις, Ἀγγέλων πολιτείαν, Νικηφόρε μιμούμενος· ὁ τῶν πατέρων βοῶν, Θεὸς εὐλογητὸς εἶ.
Ἰθυνόμενος μάκαρ, παρ’ Ἀνθίμου τοῦ πάνυ ἐν Χίῳ ἤνυσας, ἀσκήσεως τὸν δρόμον, καὶ τρόπαια μεγάλα, Νικηφόρε ἐπέγραψας· διὸ στεφάνους χειρί, ἐδέξω ζωηφόρῳ.
Νέμων θείας εὐχάς σου, Νικηφόρε Κυρίῳ τὸ μεσονύκτιον, μετέωρος ἐπήρθης, ξενίσας μαθητήν σου, σὲ ἰδόντα Εὐμένιον· μεθ’ οὗ τὸν ὕμνον Θεῷ, προσάγεις εἰς αἰῶνας.
Θεοτοκίον.
Ἡ τοῦ μάννα σε στάμνος, ἀληθῶς προετύπου Παρθενομῆτορ Ἁγνή, καὶ γὰρ ἐν τῇ γαστρί σου, ἐφύλαξας τὸν Ἄρτον, τῆς ζωῆς τὸν Οὐράνιον· Χριστὸν ψυχὰς τῶν πιστῶν, ἐκτρέφοντα ἀῤῥήτως.
ᾨδὴ η´. Τὸν Βασιλέα.
Λόγοις σου θείοις, καὶ νουθεσίαις σοφαῖς σου, ταῖς ψυχαῖς θλιβομένων γλυκεῖαν, τὴν παρηγορίαν, παρεῖχες Νικηφόρε.
Ἀκτημοσύνης, σὲ θησαυρὸν Νικηφόρε, ἀσφαλῆ καὶ μεγάλον πλουτοῦμεν, ὅτι τῇ καρδίᾳ, πτωχὸς μάκαρ ἐγένου.
Μακρὰν τὰ ὄντα, ὡσεὶ ἐγγὺς ἐνοπτρίζου, ψυχικοῖς ὀφθαλμοῖς Νικηφόρε, ὅτι διοράσει, τῇ θείᾳ ἐκοσμήθης.
Θεοτοκίον.
Πεποικιλμένη, τῇ θείᾳ δόξῃ Παρθένε, Βασιλεῖ δεξιόθεν παρέστης, τῷ ἐπουρανίῳ, ὡς Δέσποινα τοῦ κόσμου.
ᾨδὴ θ´. Κυρίως Θεοτόκον.
Ῥαδίως τὸ φορτίον, λέπρας βαρυτάτης, ὦ Νικηφόρε βαστάσας, εἰς πόλιν Θεοῦ, τὴν ἐλευθέραν μετέβης, κούφως πτερούμενος.
Ὁ σπόρος Νικηφόρε, τοῦ Εὐαγγελίου, εἰς ἀγαθῆς καὶ καλῆς σου, καρδίας τὴν γῆν, γεωργηθεὶς τὸν πολύχουν, στάχυν ἐποίησεν.
Τὸν λύχνον τῆς ψυχῆς σου, πλήσας Νικηφόρε, ὑπομονῆς ἐν ἐλαίῳ, Νυμφίος Χριστός, χορῷ φρονίμων παρθένων, σὲ συνηρίθμησεν.
Ἡ θήκη σῶν λειψάνων, βλύζει Νικηφόρε, τοῦ Παρακλήτου τὴν χάριν, ὀσμήν τε ζωῆς, τοῖς εὐλαβῶς προσκυνοῦσι, ταύτην ἑκάστοτε.
Θεοτοκίον.
Σελήνη Θεοτόκε, ὡς παμφαεστάτη, ἐξανατέλλεις τῷ κόσμῳ, τὸ ἄδυτον φῶς, ὡς τετοκυῖα τῆς Δόξης, τὸν μέγαν Ἥλιον.
Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον, καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ, καὶ ἐνδοξοτέραν, ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τὴν ἀδιαφθόρως Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν, τὴν ὄντως Θεοτόκον, σὲ μεγαλύνομεν.
Καὶ τὰ παρόντα Μεγαλυνάρια, ὧν ἡ ἀκροστιχίς: «Ἰσιδώρας».
Ἵνα αἰωνίου σε χαρμονῆς, μέτοχον ποιήσῃ ὁ Δεσπότης ἐν οὐρανοῖς, μάστιγας καὶ θλίψεις ἐν βίῳ σοι τῆς λέπρας· ἐδίδου Νικηφόρε, πατὴρ ὡς εὔσπλαγχνος.
Στάθμην σὲ ἐγνώκαμεν ἀκριβῆ, ταπεινοφροσύνης ἐγκρατείας ὑπογραμμόν, στῦλον ἀγρυπνίας ὑπακοῆς ἐργάτην· εὐχῆς τε Νικηφόρε, μέγαν διδάσκαλον.
Ἴσχυσας πρωτίστως ὡς ὁ Ἰώβ, ἐν τῇ καρτερίᾳ Νικηφόρε τῶν ἀλγεινῶν, ὅθεν σὺν ἐκείνῳ ἀγάλλει αἰωνίως· ἀφράστῳ θεοπτίᾳ, μεγαλυνόμενος.
Δεῦρο φιλοχρίστων θεία πληθύς, τοῦ Χριστοῦ τὸν φίλον Νικηφόρον νῦν τὸν λεπρόν· ὕμνοις ἐγκωμίων κοσμήσωμεν ἀξίως, ὡς θείας καρτερίας, πύκτην πανάριστον.
Ὥριμος ὡς βότρυς ἐν τοῖς ληνοῖς, πανωδύνου λέπρας Νικηφόρε ἀποθλιβείς, ἔδωκας τὸν οἶνον τῶν ἀρετῶν τὸν θεῖον· εὐφραίνοντα καρδίας, τῶν εὐφημούντων σε.
Ῥάβδον τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, ἔχων Νικηφόρε βακτηρίαν ὡς κραταιάν, ἔδραμες εὐτόνως τὴν στενωπὸν τοῦ βίου· εἰς θείων σκηνωμάτων πλάτος ἀπάγουσαν.
Ἄκμων ὡς ὑπάρχων ὑπομονῆς, ἄκαμπτος ἐδείχθης Νικηφόρε ἐν τοῖς δεινοῖς, καὶ ἐν τῷ χαλκείῳ δοκιμασθεὶς τῶν πόνων, χρυσίου ἀπαστράπτεις, πάνυ λαμπρότερον.
Σήμερον δυνάμεις Ἀγγελικαί, χαίρουσιν ὁρῶσαι Νικηφόρου θείαν ψυχήν, θρόνῳ τοῦ Δεσπότου σὺν τούτοις παρεστῶσαν· καὶ δόξῃ ἐλλαμφθεῖσαν, τῆς καθαρότητος.
Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἱ στρατιαὶ Πρόδρομε Κυρίου, Ἀποστόλων ἡ Δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι Πάντες μετὰ τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν εἰς τὸ σωθῆναι ἡμᾶς.
Τρισάγιον. Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Νικηφόρου Ὁσίου, τοῦ λεπροῦ τὰ παλαίσματα, καὶ τὴν ἐν ἀσκήσει ἀνδρείαν, κατεπλάγησαν Ἄγγελοι· ὡς ἄλλος γὰρ Ἰὼβ τὰ ἀλγεινά, ὑπέμεινε δοξάζων τὸν Θεόν, νῦν δὲ δόξῃ ἐστεφάνωται παρ’ Αὐτοῦ, θαυμάτων διακρίσεσιν. Χαίροις τῶν Μοναστῶν χειραγωγέ, χαίροις φωτὸς ὁ πρόβολος· χαίροις ὁ εὐωδίας χαρμονήν, προχέων ἐκ λειψάνων σου.
Ὁ ἱερεὺς μνημονεύει καὶ Ἀπόλυσις.
Πρὸ δὲ τοῦ Δι’ εὐχῶν, τὰ ἀκόλουθα:
Ἦχος β´. Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου Σὲ νεκρόν.
Χαίροις καρτερίας ἀθλητά, τῆς παρηγορίας ὁ λύχνος, ἐλπίδος θεία εἰκών, πίστεως ἐκσφράγισμα, ἀγάπης πλήρωμα· προσευχῆς ὁ διδάσκαλος, κανὼν ἐγκρατείας, πλοῦτος πολυέραστος, τῆς καθαρότητος. Λέπρας παιδευθεὶς τῇ καμίνῳ, λάμπεις Νικηφόρε τῷ κόσμῳ· τοῦ χρυσοῦ ἀμέτρως θαυμαστότερον.
Δέσποινα πρόσδεξαι, τὰς δεήσεις τῶν δούλων σου, καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς, ἀπὸ πάσης ἀνάγκης καὶ θλίψεως.
Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου, εἰς σὲ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου.
Τῇ πρεσβείᾳ Κύριε πάντων τῶν Ἁγίων, καὶ τῆς Θεοτόκου, τὴν σὴν εἰρήνην δὸς ἡμῖν, καὶ ἐλέησον ἡμᾶς ὡς μόνος οἰκτίρμων.
Ἐκ παντοίων κινδύνων τοὺς δούλους σου φύλαττε, εὐλογημένη Θεοτόκε, ἵνα σὲ δοξάζωμεν, τὴν ἐλπίδα τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Δι’ εὐχῶν…
(Πηγή: https://agiosnikiforos.gr/supplicatory-canon/)