Αν και εκείνες οι απόψεις του που ωριγένιζαν, αναθεματίσθηκαν από Οικουμενικές Συνόδους, ο Ευάγριος επηρέασε έντονα την ιστορία τού Μοναχισμού σε Ανατολή και Δύση.
Η Ζωή Του
Ανάμεσα στους ασκητές της Αιγύπτου τον τέταρτο αιώνα υπήρχαν λίγοι που ήταν συγγραφείς. Ο Ευάγριος ξεχωρίζει πολύ σε σχέση με το γενικό φόντο. Στην Αίγυπτο ο Ευάγριος ήταν νεοφερμένος. Γεννήθηκε περί το 345 ή το 346 στην πόλη Ίβηρα του Πόντου, ο πατέρας του Ευαγρίου ήταν «Χωρεπίσκοπος», ένας Επίσκοπος με περιορισμένη εξουσία. Το οικογενειακό υποστατικό του Αγ. Βασιλείου στα Άννισα ήταν πολύ κοντά στην Ίβηρα. Ο Άγ. Βασίλειος πήγε στα Άννισα να ζήσει την ασκητική ζωή. Στην επιστολή του 14 ο Άγ. Βασίλειος περιγράφει την περιοχή. Ο Ευάγριος ήταν γνωστός με τους μεγάλους Καππαδόκες στα νεανικά του χρόνια. Ο Άγ. Βασίλειος τον έκανε Αναγνώστη. Μερικοί νομίζουν ότι ο Άγ. Βασίλειος ήταν ο πρώτος που δέχτηκε τον Ευάγριο ως μοναχό - π. χ., ο Bousset, που κι αυτός νομίζει ότι ο Ευάγριος έφυγε από τη μοναστική κοινότητα του Αγ. Βασιλείου εξαιτίας μιας αισθήσεως απογοητεύσεως που δοκίμασε με την έμφαση του Βασιλείου σε κοινωνικές υποχρεώσεις. Φαίνεται ότι ο Ευάγριος ελκύστηκε περισσότερο από τη ζωή στην Κωνσταντινούπολη παρά από τη ζωή στο μοναστήρι του Αγ. Βασιλείου -πολύ πιθανόν λόγω της πνευματικής κινήσεως στην πρωτεύουσα.
Ο Άγ. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός τον χειροτόνησε Διάκονο λίγο μετά το θάνατο του Αγ. Βασιλείου το 379 και τον πήρε στην Κωνσταντινούπολη μαζί του ως Αρχιδιάκονο. Εκεί ο Ευάγριος διακρίθηκε ως ιεροκήρυκας —έκανε κηρύγματα στην Κωνσταντινούπολη που του έδωσαν κάποια φήμη.
Ο Ευάγριος πάντα αισθανόταν φιλία προς τον Άγ. Γρηγόριο το Ναζιανζηνό, και αργότερα στη ζωή του μιλούσε ακόμα καλά γι’ αυτόν. Στο έργο του Πρακτικός (100), στην τελευταία συζήτηση για την ασκητική ζωή, ο Ευάγριος γράφει: «Αν το λαμπρό φως της δικαιοσύνης λάμπει επάνω μας… τότε θα ρουφήξουμε το κρασί του που ευφραίνει την καρδιά του ανθρώπου διαμέσου των προσευχών και της μεσιτείας του δικαίου Γρηγορίου, που με στερέωσε». Ο Άγ. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός αισθάνονταν κοντά προς τον Ευάγριο, όπως μαρτυρείται από τη Διαθήκη του.
Ως πρόεδρος της Δεύτερης Οικουμενικής Συνόδου το 381, ο Άγ. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός στηρίχθηκε πολύ στα χαρίσματα του Ευαγρίου. Όταν ο Άγ. Γρηγόριος παραιτήθηκε από τη σύνοδο και από το θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, ζήτησε από τον Ευάγριο να παραμείνει για να βοηθήσει το νέο επίσκοπο, το Νεκτάριο. Το Βιβλίο του Παραδείσου -«που ήταν οι Ιστορίες και οι Λόγοι των Μοναχών και ασκητών της Αιγυπτιακής Ερήμου» — ισχυρίζεται ότι ο Νεκτάριος εκτιμούσε το χαρακτήρα του Ευαγρίου και αισθάνονταν βαθειά αγάπη γι’ αυτόν -πράγματι, φαίνεται ότι όλοι αισθάνονταν το ίδιο για τον Ευάγριο. Έγινε γνωστός στην πρωτεύουσα ως ο «εκμηδενιστής της φλυαρίας των αιρετικών». Είναι προφανές ότι ο Ευάγριος έφθασε να γνωρίσει τους επιφανείς συνέδρους της Δεύτερης Οικουμενικής Συνόδου. Οποιαδήποτε επίδραση είχε πριν ασκήσει ο Άγ. Γρηγόριος Νύσσης επάνω στον Ευάγριο πιθανότατα ενισχύθηκε κατά τη συναναστροφή τους στη Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο.
Η Ιστορία των Μοναχών της Αιγύπτου διηγείται ότι ο Ευάγριος επέτρεψε στη νέα του θέση στην Κωνσταντινούπολη να τον αποσπάσει κάπως από τη θεωρητική ζωή, και χαιρόταν την «πολυτέλεια» και χρησιμοποιούσε δούλους για να τον περιποιούνται. Ύστερα ήρθε το σκάνδαλο. Ο Ευάγριος ερωτεύτηκε τη σύζυγο ενός αξιωματούχου στην Κωνσταντινούπολη. Το Βιβλίο του Παραδείσου διηγείται ότι την ώρα ενός θυελλώδους ονείρου ο Ευάγριος ορκίστηκε να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα για να προστατεύσει την ψυχή του. Την επόμενη μέρα βρισκόταν πάνω σ' ένα πλοίο που πήγαινε στους Αγίους Τόπους. Χωρίς να χάσει χρόνο εγκαταστάθηκε στα Ιεροσόλυμα όπου έγινε φίλος με την Μελανία «την Πρεσβυτέρα».
Η ζωή της Μελανίας είναι ένα κεφάλαιο στην ιστορία του ασκητισμού. Γεννήθηκε στη Ρώμη το 342 από οικογένεια Πατρικίου, την οικογένεια Antonia, και είχε συγγενείς με επιρροή. Ήταν συγγενής με τον Paulinus της Nola —nostris sanguis propinquat. Στην ηλικία των δεκαέξι ετών παντρεύθηκε το Νομάρχη (Prefect) της Ρώμης, τον Valerius Maximus. Χήρεψε στην ηλικία των είκοσι δύο ετών, και αποφάσισε να αφιερώσει τη ζωή της στον αυστηρό ασκητισμό. Φαίνεται ότι έχασε δύο από τα παιδιά της περίπου τον ίδιο καιρό με το θάνατο του συζύγου της. Είχε ακόμα να φροντίσει το γιό της Publicola. Εμπιστεύθηκε τον Publicola σ' έναν παιδαγωγό, ξεπούλησε πολλά από τα πλούτη της, και έφυγε το 372 για την Αίγυπτο. Εκεί υποστήριξε τους μοναχούς που καταδιώκονταν από τους Αρειανούς. Το 378 η Μελανία επισκέφθηκε την Παλαιστίνη με τον Ρουφίνο και ίδρυσε δυο μοναστήρια στο Όρος των Ελεών. Το ίδιο έτος ο γιος της Publicola παντρεύθηκε την ευγενή Albina του γένους Ceionia. Από το γάμο αυτόν γεννήθηκε μια κόρη που είναι γνωστή ως Μελανία η «Νεωτέρα», η εγγονή της Μελανίας. Στα Ιεροσόλυμα η Μελανία και ο Ρουφίνος εμπλάκησαν στη λογομαχία με τον Ιερώνυμο για τον Ωριγενισμό, μια συμπλοκή που έκανε τον Ιερώνυμο να μιλήσει αρνητικά για τη Μελανία. Τα σχόλια του Ιερωνύμου για τη Μελανία έβλαψαν ιστορικά τη φήμη της. Ένα τέτοιο σχόλιο ήταν ότι το «όνομά της σημαίνει μαυρίλα και μαρτυρεί τη σκοτεινότητα της απιστίας της» cuius nomen nigredinis (melania) testatur perfidiae tenzbras. Περί το 400 η Μελανία γύρισε στην Ιταλία για να φροντίσει για την ασκητική εκπαίδευση της εγγονής της. Το 404 επισκέφθηκε τη Σικελία και την Ιππώνα. Στην Ιππώνα γνώρισε τον Άγ. Αυγουστίνο. Γύρισε στα Ιεροσόλυμα και προφανώς πέθανε εκεί περί το 409. Ήταν μια διανοούμενη κυρία, πολύ διαβασμένη, και ενδιαφέρθηκε πολύ για τα έργα του Ωριγένη. Έγινε επίσης ηγουμένη μιας ομάδος παρθένων.
Ο Ευάγριος έγινε αμέσως φίλος της Μελανίας και του Ρουφίνου, κι αυτή η φιλία κράτησε σ' όλη του τη ζωή. Αλλά και πάλι ο Ευάγριος είχε πάρει τη ζωή στα Ιεροσόλυμα λιγότερο σοβαρά, από ασκητική άποψη, από ό,τι είχε ορκιστεί. Ο Παλλάδιος αφηγείται ότι η καρδιά του Ευαγρίου σκλήρυνε σαν του Φαραώ. Όταν αρρώστησε με πυρετό, νόμισε πως ήρθε το τέλος του. Διατυπώθηκε ο ισχυρισμός ότι ήταν η Μελανία που ανακάλυψε την πνευματική αιτία της αρρώστιας του -την παράβαση του όρκου του. Αυτή μπόρεσε να τον κάνει να επαναβεβαιώσει τον όρκο του και να τον τηρήσει μπαίνοντας μέσα σ' ένα μοναστικό περιβάλλον. Το Βιβλίο του Παραδείσου αφηγείται ότι λίγες μέρες αργότερα ο πυρετός έπεσε και αυτός θεραπεύθηκε και δυνάμωσε.
Οι πηγές μας βρίσκουν ύστερα τον Ευάγριο στη Νιτρία με μια ομάδα μοναχών. Πήγε στην έρημο της Νιτρίας να καλλιεργήσει την ψυχή του ανάμεσα στους μοναχούς. Παρουσιάστηκε ως μετανοών αμαρτωλός που ζητούσε λύτρωση από τους πειρασμούς και τις αποπλανήσεις του. Έζησε στην Αίγυπτο δεκαεπτά χρόνια, πρώτα στο όρος της Νιτρίας και ύστερα στα κελιά. Η Μελανία είχε ζήσει προηγουμένως στη Νιτρία το 372 και είχε αγαπηθεί από τον Παμβώ. Το 383 έφθασε ο Ευάγριος. Συχνά διατυπώνεται η γνώμη ότι ήταν ο Ευάγριος που έφερε την Ωριγενιστική σκέψη στην Αίγυπτο. Τα ιστορικά γεγονότα δεν επιτρέπουν μια τέτοια άποψη, γιατί ο Άγ. Επιφάνιος βρήκε Ωριγενιστάς ανάμεσα στους μοναχούς της Αιγύπτου το 370. Είναι επίσης επέκταση της ιστορικής φαντασίας το να νομίζει κανείς ότι η Αλεξάνδρεια, ο τόπος των πρώτων δραστηριοτήτων του Ωριγένη, που ήταν τόσο κοντά στη Νιτρία — κάπου σαράντα μίλια χώριζαν τη Νιτρία από την Αλεξάνδρεια- και άλλα μοναστικά καθίσματα, μπορούσαν να μην ήταν η πηγή της Ωριγενιστικής σκέψεως ανάμεσα στους μοναχούς. Ο Ευάγριος είχε προφανώς διδαχθεί ή μάθει για τον Ωριγένη από τον Άγ. Βασίλειο, τον Άγ. Γρηγόριο το Ναζιανζηνό, και τον Άγ. Γρηγόριο Νύσσης. Στην Παλαιστίνη η γνώση του για τον Ωριγένη πιθανώς ενισχύθηκε λόγω της σχέσεώς του με τη Μελανία και το Ρουφίνο, το μεταφραστή αρκετών βιβλίων του Ωριγένη στα Λατινικά. Τώρα αυτός διαμορφώνει μια ισόβια φιλία και μοναστική σχέση με μια μοναστική κοινότητα που είχε ως ασχολία τη μελέτη του Ωριγένη. Ο Ευάγριος ήταν ίσως ο πρώτος που γράφει επί μακρόν συνδυάζοντας τη σοφία της ερήμου με τη σκέψη του Ωριγένη, αλλά δεν μπορούσε να είναι ο πρωτουργός της Ωριγενιστικής σκέψεως ανάμεσα στους μοναχούς της Αιγύπτου. Ανάμεσα στους μαθητές του Παμβώ, στους μοναχούς με τους όποιους ο Ευάγριος σχετίστηκε, περιλαμβάνονταν και οι «Μακροί αδελφοί», που ήταν μεταξύ εκείνων των Ωριγενιστών τους όποιους αργότερα εκδίωξε από την Αίγυπτο ο Πατριάρχης Θεόφιλος. Οι πηγές αναφέρουν ότι ο Αμμώνιος ο Παρώτης ήταν ο ηγέτης της ομάδος των μοναχών ύστερα από το θάνατο του Παμβώ· εκείνη η ομάδα αναφερόταν τότε ως ομάδα «του Αμμωνίου και του Ευαγρίου», και αργότερα ως «η ομάδα του Ευαγρίου». Και πάλι ήταν φανερή η ηγετική του ικανότητα.
Ο Ευάγριος δεν απομονώθηκε. Παρέμεινε σε στενή επαφή με τους «χωρικούς» κόπτες. Στην πραγματικότητα, ήταν πλησιέστερα προς τον Άγ. Μακάριο τον Μέγα τον Αιγύπτιο και τον Άγ. Μακάριο τον Αλεξανδρέα, έναν ιερέα της αυστηρής ομάδος ερημιτών στα Κελιά, μια κοινότητα μοναχών που βρίσκονταν περίπου δεκατρία μίλια νότια της Νιτρίας. Φαίνεται πως έγινε «μαθητής» του Αγ. Μακαρίου του Μεγάλου, τον οποίο θα επισκεπτόταν στη Σκήτη, και «μαθητής» επίσης του Αγ. Μακαρίου του Αλεξανδρέα. Ο Παλλάδιος γράφει ότι ο Ευάγριος μετοίκησε στα Κελιά όπου παρέμεινε δεκατέσσερα χρόνια ζώντας μια ζωή προσευχής και αυστηρής ασκήσεως. Πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στην Αίγυπτο και πέθανε εκεί το 399 σε ηλικία πενήντα πέντε ετών.
Η Λαυσαϊκή Ιστορία περιέχει ένα κεφάλαιο για τον Ευάγριο. Η Συριακή μετάφραση της Λαυσαϊκής Ιστορίας περιέχει πρόσθετο υλικό. Από αυτές τις δυο πηγές δίνεται κάποια ένδειξη για το πώς ζούσε ο Ευάγριος. Στη Λαυσαϊκή Ιστορία ο Παλλάδιος γράφει ότι ο Ευάγριος ζούσε μια πολύ αυστηρή ζωή, ότι ζούσε με πενιχρές ποσότητες ψωμιού και λαδιού, ότι χρησιμοποιούσε αυστηρές μορφές ασκήσεως για να προφυλάξει την αγνότητά του, και ότι ο μεγαλύτερος πειρασμός του ήταν εκείνος της βλασφημίας. Ισχυριζόταν ότι πειραζόταν από δαίμονες που παρουσιάζονταν ως αντιπρόσωποι των αιρέσεων εκείνης της εποχής του Αρειανισμού, του Ευνομιανισμού, και του Απολλιναρισμού. Ο Παλλάδιος, φυσικά, παρουσιάζει πάντοτε τον Ευάγριο να θριαμβεύει πάνω στους πειρασμούς του. Ενώ ασχολείτο συνεχώς με την αυστηρή άσκηση, ο Ευάγριος δεν αμελούσε τη διανοητική ζωή, έγραφε βιβλία και εμπλεκόταν σε θεολογικές φιλονικίες. Κατά καιρούς ταξίδευε στην Αλεξάνδρεια και αντέκρουε τους αιρετικούς.
Αλλά η ζωή του Ευαγρίου στην Αίγυπτο δεν πέρασε χωρίς δυσκολίες. Η Συριακή μετάφραση διασώζει αυτές τις εκθέσεις των δυσκολιών του. Ένα επεισόδιο αποκαλύπτει ότι ο Ευάγριος σε μια από τις επισκέψεις του σ’ έναν «ασκητή δάσκαλο», πήρε την απάντηση - όταν ρώτησε την κοινή ερώτηση: Τι να κάνει για να σώσει την ψυχή του - να μην μιλά παρά μόνο αν ερωτηθεί. Ένα επεισόδιο τέτοιας φύσεως είναι διαφωτιστικό. Οι Κόπτες μοναχοί ήταν προφανώς φιλύποπτοι για τη μόρφωσή του και τους Ελληνικούς του τρόπους σκέψεως, για τη διανοητική του τάση. Μια συζήτηση γινόταν από μια ομάδα γερόντων των Κελιών. Ο Ευάγριος πρόσφερε τη γνώμη του και αποδοκιμάστηκε δριμύτατα: αν είχε μείνει στη χώρα του, θα ήταν σωστό να προσφέρει τη γνώμη του· «αλλά εδώ είσαι ένας ξένος». Η τάση είναι προφανής. Ό,τι έχει σημασία σ' αυτές τις αφηγήσεις είναι ότι ο Ευάγριος δέχεται τη συμβουλή και τις επιτιμήσεις των Κοπτών. Ο Σωκράτης στο βιβλίο του εκκλησιαστική Ιστορία (4,23) μας λέγει ότι η φήμη του Ευαγρίου για την αγιότητα και τις εν γένει ικανότητές του έφθασε στα αυτιά του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεοφίλου, ο οποίος θέλησε να χειροτονήσει τον Ευάγριο επίσκοπο Θμούεως. Ο Ευάγριος αρνήθηκε. Πολλοί επίσκοποι προέρχονταν από τις τάξεις των μοναχών. Αντίστροφα, οι μοναχοί είχαν ένα ρητό που έλεγε ότι αυτοί πρέπει να φυλάγονται από τις γυναίκες και τους Επισκόπους. Το ρητό «να προσέχουν τους Επισκόπους» σήμαινε ότι οι μοναχοί θα ‘πρεπε να αποφεύγουν κάθε αφορμή που θα τους αποσπούσε από τη μοναστική τους ζωή. Το να γίνει κανείς Επίσκοπος συνεπήγετο το ενδεχόμενο της «φιλοδοξίας» και της εμπλοκής στις κοσμικές υποθέσεις. Το Βιβλίο του Παραδείσου ισχυρίζεται ότι ο Ευάγριος στα τελευταία του χρόνια είχε βρει βαθειά ειρήνη και ότι οι πνευματικές του δυνάμεις αυξήθηκαν. Ήταν γνωστός ως «ο άνθρωπος της κατανοήσεως» και είχε φήμη ότι έκανε θαύματα και ότι είχε τη δωρεά της προφητείας. Η υγεία του άρχισε να χειροτερεύει στα τελευταία του χρόνια αλλά αυτός δεν μετρίασε την αυστηρή του άσκηση -παρά μόνο επέτρεψε στον εαυτό του να αντικαθιστά εκείνο τον καιρό τα ωμά λαχανικά με μαγειρεμένο φαγητό. Αισθάνθηκε ότι το τέλος του πλησίαζε. Το τελευταίο καταγραμμένο γεγονός της ζωής του είναι ότι ζήτησε να μεταφερθεί στην Εκκλησία κατά τα Επιφάνεια ώστε να μπορέσει να λάβει τη Θεία Ευχαριστία. Λέγεται ότι πέθανε μετά τη λήψη της Ευχαριστίας. Ήταν το 399. Ο θάνατός του πράγματι τον γλύτωσε από μια μεγάλη ταραχή. Προ του τέλους εκείνου του έτους (399) οι οπαδοί και σύντροφοι του Ευαγρίου, εκείνοι που αναφέρονται ως οι «Ωριγενιστές», εξορίστηκαν από την Αίγυπτο με διαταγή του Πατριάρχη Θεοφίλου. Μεταξύ αυτών ήταν και οι Μακροί αδελφοί, ο Παλλάδιος, ο Άγ. Ιωάννης ο Κασσιανός, και ο σύντροφος του Κασσιανού, ο Γερμανός. (Για μια εκτενή συζήτηση για την εξορία των Ωριγενιστών από την Αίγυπτο και τη συνάντηση αυτών με τους Ανθρωπομορφίτες, βλέπε τα άρθρα του π. Φλορόφσκυ «Οι Ανθρωπομορφίτες της Αιγυπτιακής Ερήμου» και «Θεόφιλος Αλεξανδρείας και ο Αβάς Απφύ της Pemdje» στον Τόμο IV της σειράς των εκλεκτών έργων του Γεωργίου Φλορόφσκυ). Πολλοί από εκείνους που εξορίστηκαν από την Αίγυπτο βρήκαν καταφύγιο στην Κωνσταντινούπολη κοντά στον Αγ. Ιωάννη το Χρυσόστομο. Αυτό ενίσχυε το μένος του Θεοφίλου κατά του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, το τελικό αποτέλεσμα του οποίου ήταν ο θρίαμβος του Θεοφίλου και η εξορία, που οδήγησε στο θάνατο, του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Εν τούτοις, αυτή ακριβώς η εξορία συνέβαλε πολύ στην εξάπλωση των ιδεών του Ευαγρίου. Ο Άγ. Ιωάννης ο Κασσιανός χειροτονήθηκε διάκονος από τον Άγ. Ιωάννη το Χρυσόστομο και του ανατέθηκε να φέρει επιστολή στον επίσκοπο Ρώμης υπέρ του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Ο Κασσιανός βρήκε μια καινούρια ζωή στη Λατινική Δύση. Έγινε φίλος του Λέοντος, που επρόκειτο να γίνει ο Πάπας Λέων ο Μέγας. Του ζητήθηκε να πάει στη Νότια Γαλατία για να βάλλει μια τάξη στην εκεί χαοτική μοναστική κίνηση.
Στα βιβλία του Θεσμοί του Κοινοβίου και Διαλέξεις, ο Άγ. Ιωάννης ο Κασσιανός θέλησε να εξηγήσει στη Λατινική Δύση το μοναστικό ασκητισμό του Ευαγρίου, αν και σε μια ηπιώτερή του μορφή. Στον πρόλογό του στο έργο του Θεσμοί του κοινοβίου ο Άγ. Ιωάννης ο Κασσιανός γράφει: «Θα προσπαθήσω, όσο μπορώ, με τη βοήθεια του Θεού, να εξηγήσω πιστά μόνο τους θεσμούς και τους κανόνες των μοναστηριών τους, και ιδιαίτερα την πηγή και τις αιτίες των κυριότερων σφαλμάτων, που τα υπολογίζουν σε οκτώ, και τις θεραπείες γι’ αυτά σύμφωνα με τις παραδόσεις τους, αφού σκοπός μου είναι να πω λίγα λόγια όχι για τα θαύματα του Θεού, αλλά για τον τρόπο με τον οποίο θα μπορέσουμε να βελτιώσουμε το χαρακτήρα μας, και για την επίτευξη της τέλειας ζωής, σύμφωνα με αυτό που παραλάβαμε από τους παλαιότερους. Σ' αυτό, επίσης, θα προσπαθήσω να ικανοποιήσω τις οδηγίες σας, ώστε, αν υπάρχει, να βρω κάτι που έχει είτε αφαιρεθεί είτε προστεθεί σε κείνες τις χώρες που δεν είναι σύμφωνο με τον κανόνα που έχω δει να εφαρμόζεται στα μοναστήρια που ιδρύθηκαν από παλιά σ’ όλη την Αίγυπτο και την Παλαιστίνη, γιατί δεν πιστεύω πως ένα καινούριο μοναστήρι στη Δύση, στα μέρη της Γαλατίας θα μπορούσε να βρει κάτι πιο λογικό και τέλειο από όσο είναι εκείνα τα ήθη, στην τήρηση των οποίων τα μοναστήρια που έχουν ιδρυθεί από αγίους και με πνευματικό νου προικισμένους πατέρες από την αρχή του Αποστολικού κηρύγματος επιμένουν ακόμα ως τις μέρες μας. Θα επιχειρήσω, εν τούτοις, να κάνω αυτή τη διάκριση στο έργο μου — όπου βρίσκω κάτι στον κανόνα των Αιγυπτίων που, είτε λόγω της δριμύτητας του κλίματος, ή λόγω κάποιας δυσκολίας ή ποικιλίας των ηθών, είναι αδύνατο σ' αυτές τις χώρες, ή σκληρό και δύσκολο, θα το εξισορροπήσω σε κάποιο βαθμό με ήθη των μοναστηριών που ιδρύθηκαν σ' ολόκληρο τον Πόντο και τη Μεσοποταμία, γιατί, αν πρέπει να δίνεται η δέουσα προσοχή σε πράγματα που είναι δυνατά, υπάρχει η ίδια τελειότητα στην υπακοή αν και η δύναμη μπορεί να είναι άνιση».
Ο Κασσιανός έχει μεγάλη προκατάληψη στην περιγραφή που κάνει για τη μοναστική Αίγυπτο· έγραψε για να παρουσιάσει μια ορισμένη διδασκαλία πνευματικότητας, τη διδασκαλία του Ευαγρίου μέσα στην οποία εξακολουθούν να παραμένουν στοιχεία του Ωριγένη. Ο Chadwick έχει σωστά παρατηρήσει ότι «ο τίτλος του 'πατρός στην πνευματική γραμματεία μας', τον οποίον ο Henri Bremond επεφύλλαξε για τον Κασσιανό, θα έπρεπε να δοθεί στον Ευάγριο». Αλλά αυτός μεταφέρθηκε στη Λατινική Δύση διαμέσου του Αγ. Ιωάννου του Κασσιανού. Η φήμη του Κασσιανού στη Λατινική Δύση δοκιμάστηκε πολύ εξαιτίας της επιθέσεώς του κατά της διδασκαλίας του Αγ. Αυγουστίνου περί προορισμού και χάριτος. Εντούτοις, τα έργα του για την πνευματικότητα ήταν πολύ σπουδαία για να απορριφθούν. Το αποτέλεσμα ήταν αυτά να κυκλοφορήσουν σε λογοκριμένη κατάσταση. Στην Αφρική τα έργα του κυκλοφόρησαν σε μια αποκαθαρμένη μετάφραση. Στην Ιταλία ο Κασσιόδωρος (γεννήθηκε περί το 485 πέθανε περί το 580) προέτρεπε τους μοναχούς του στο Vivarium να διαβάζουν τα βιβλία του Κασσιανού «Θεσμοί» και «Διαλέξεις», αλλά ταυτόχρονα στο έργο του Institutiones Divinarum et Saecularium Litterarum (1,29), ένα έργο που στηρίζεται πολύ στο έργο του Αγ. Αυγουστίνου De Doctrina Christiana, προειδοποιεί τους μοναχούς του για την περί χάριτος θεολογία του Κασσιανού. Δύο φορές τον έκτο αιώνα ο Κασσιανός κινδύνεψε να καταδικαστεί. Στην πιο κρίσιμη περίπτωση το όνομά του μνημονεύθηκε μέσα σ' έναν κατάλογο ονομάτων που γράφτηκε από ένα άγνωστό πρόσωπο. Ακριβώς την ίδια εποχή ο Άγ. Βενέδικτος συνιστούσε στους μοναχούς του την ανάγνωση του Κασσιανού. Αυτός ο κατάλογος τελικά έγινε δεκτός στην Λατινική Εκκλησία τον ογδόου αιώνα ως κατάλογος που γράφτηκε από ένα Πάπα της Ρώμης — εισήχθη ακόμα και στη συλλογή του Γρατιανού. Η καταδίκη συνδέθηκε με την αντίθεση του Αγ. Ιωάννου του Κασσιανού προς τον Άγ. Αυγουστίνο. Όμως, τα έργα του επιζούν έστω και χωρίς το όνομά του. Πριν ο Κανόνας του Αγ. Βενεδίκτου γίνει κατ' ουσίαν ο Κανόνας της Λατινικής Δύσεως, τα τέσσερα πρώτα βιβλία των θεσμών του Κοινοβίου του Αγ. Ιωάννη του Κασσιανού χρησιμοποιούνταν ως κανόνας. Ακόμα και το ανώνυμο έργο Regula Magistri περιλάμβανε τους Θεσμούς. Κατ' αυτόν τον τρόπο η περί μοναστικής πνευματικότητας διδασκαλία του Κασσιανού βρήκε το δρόμο της στη Λατινική μοναστική σκέψη.
Ο Άγ. Ιερώνυμος στην επιστολή του 133 προς Κτησιφώντα (3) μιλά για δημοτικότητα των έργων του Ευαγρίου σε Λατινική μετάφραση. Σ’ αυτήν την επιστολή, που είναι μια επίθεση κατά των Πελαγιανικών ιδεών, ο Άγ. Ιερώνυμος αναγνωρίζει την ιδέα του Πελαγίου, ότι ένας άνθρωπος μπορεί να ζήσει χωρίς αμαρτία, στην περί απάθειας διδασκαλία του Ευαγρίου, μια διδασκαλία που ο Άγ. Ιερώνυμος χαρακτηρίζει ως ειδωλολατρική στην προέλευσή της. Ο Άγ. Ιερώνυμος βρίσκει τις διδασκαλίες του Ευαγρίου διεστραμμένες, πολύ περισσότερο λόγω της σχέσεως του Ευαγρίου με τη Μελανία και το Ρουφίνο -αναφέρεται σ' αυτούς τους τρεις ως ένα «ανόσιο τρίο». Οι Λατινικές μεταφράσεις του έργου του Ευαγρίου κυκλοφόρησαν ήδη λίγα χρόνια μετά το θάνατο του Ευαγρίου το 399. Στα τέλη του πέμπτου αιώνα τα έργα του Ευαγρίου μεταφράστηκαν και πάλι στα Λατινικά, αυτή τη φορά από τον Γεννάδιο τον Μασσαλιέα.
Οι διδασκαλίες του Ευαγρίου διαδόθηκαν στη Συρία, στην Αρμενία, και στην Περσία, όπου η επίδραση τους ήταν μεγάλη. Αργότερα ακόμα και ο Αραβικός Χριστιανικός κόσμος ήρθε σε επαφή με τα έργα του Ευαγρίου και στη συνέχεια έδωσε τα έργα του στην Αιθιοπική Εκκλησία. Τα έργα του Ευαγρίου μεταφράστηκαν πολύ νωρίς στη Συριακή γλώσσα. Η επίδραση του Ευαγρίου πάνω στον Περσικό μοναχισμό έχει τονιστεί από τον Guillaumont, ο οποίος ισχυρίζεται ότι τα έργα του Ευαγρίου έγιναν το «κύριο» βιβλίο του ασκητισμοί στη Χριστιανική Περσία -επιπλέον, διατυπώθηκε ακόμα ο ισχυρισμός ότι τα έργα του Ευαγρίου ήταν τόσο δημοφιλή μεταξύ των Χριστιανών μοναχών στην Περσία ώστε η επίδρασή τους συνεχιζόταν και μετά την κατάκτηση του Ισλάμ, και επηρέασαν ακόμα και τους Πέρσες Sufis!
Η καταδίκη του Ευαγρίου
Στην Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδο (553) ο Ευάγριος καταδικάστηκε ως Ωριγενιστής, μαζί με τον Δίδυμο. Η καταδίκη επαναλήφθηκε από τις δυο επόμενες Οικουμενικές Συνόδους. Στον όρο της πίστεως που έδωσε η Έκτη Οικουμενική Σύνοδος (680/681) δηλώνεται: «και μαζί μ’ αυτές, στην τελευταία, δηλαδή την Πέμπτη αγία Σύνοδο που συγκλήθηκε σ’ αυτόν τον τόπον, κατά του Θεοδώρου Μοψουεστία, Ωριγένους, Διδύμου, και Ευαγρίου». Ο πρώτος κανόνας της Εν Τρούλλω Συνόδου, της Πενθέκτης (692), επαναλαμβάνει την καταδίκη του Ευαγρίου: «Αναγνωρίζουμε επίσης ως εμπνευσμένες από το Πνεύμα τις ευσεβείς φωνές των εκατόν ογδόντα πέντε θεοφόρων πατέρων, οι οποίοι συνήλθαν σ’ αυτήν την αυτοκρατορική πόλη κατά τη βασιλεία του μακαριάς μνήμης Αυτοκράτορά μας Ιουστινιανού, και τις διδάσκουμε σ' αυτούς που έρχονται μετά από μας γιατί αυτοί συνοδικώς αναθεμάτισαν και καταράσθηκαν τον Θεόδωρο Μομψουεστίας (τον διδάσκαλο του Νεστορίου), και τον Ωριγένη, και τον Δίδυμο, και τον Ευάγριο, από τους οποίους όλοι επανέφεραν φανταστικούς ελληνικούς μύθους, και επανέφεραν πάλιν τις ανακυκλήσεις ορισμένων σωμάτων και ψυχών, και συνέχεαν τις μετεμψυχώσεις με τις περιπλανήσεις ή τα όνειρα του νου τους, και ασεβώς ύβριζαν την ανάσταση των νεκρών». Ο Ευάγριος έγραψε δια μακρών για τη διδασκαλία του Ωριγένη περί της προϋπάρξεως των ψυχών και για τη διδασκαλία περί της αποκαταστάσεως. Σ' αυτό ο Ευάγριος ήταν ακόμα πιο απρόσεκτος από τον Ωριγένη. Τα «Γνωστικά Κεφάλαια» του Ευαγρίου δόθηκε εντολή από τον Ιουστινιανό να καταστραφούν μετά την Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδο. Το έργο επέζησε σε Συριακή μετάφραση. Το 1952 ο Guillaumont ανακάλυψε το αρχικό κείμενο των Γνωστικών Κεφαλαίων που δημοσιεύτηκε το 1958. Ο Chadwick χαρακτηρίζει την ανακάλυψη των έργων του Ευαγρίου ως «ρομαντικό κατόρθωμα της σύγχρονης έρευνας». Το «τελευταίο βήμα» σ’ αυτό το «ρομαντικό κατόρθωμα» υπήρξε «η δημοσίευση από τον Guillaumont ενός πιο αρχικού κειμένου της Συριακής μεταφράσεως αυτού του κύριου δογματικού έργου του, των Γνωστικών Κεφαλαίων πιο αρχικού, και πιο σπουδαίου, γιατί αυτό έδειχνε ότι η προηγουμένως γνωστή Συριακή μετάφραση είχε καθαρθεί από τα πιο πρόδηλα Ωριγενιστικά δόγματά της. Ανακαλύψαμε το πλήθος των έργων του προέχοντος Έλληνος διδασκάλου ανάμεσα στους πατέρες του ερήμου». Παρά ταύτα, όμως, ο Ευάγριος παραμένει ακόμα μια αινιγματική μορφή. Μια σύγκριση της Χριστολογίας του, όπως αυτή εκτίθεται στην επιστολή του Προς την Μελανία και όπως περιλαμβάνεται στα Γνωστικά Κεφάλαιά του, αποκαλύπτει το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στην Καππαδοκική Χριστολογία της επιστολής και στην Ωριγενιστική τάση στο ανακαλυφθέν έργο.
Παρ' όλες αυτές τις καταδίκες η επίδραση του Ευαγρίου έφερε μεγάλο αποτέλεσμα σε μεταγενέστερους ασκητικούς συγγραφείς, ιδιαίτερα στο Μάξιμο τον ομολογητή. Ο Άγ. Μάξιμος, φυσικά, ποτέ δεν είπε φανερά ότι διάβασε τον Ευάγριο -επιπλέον ο Άγ. Μάξιμος χαρακτηρίζει τον Ευάγριο ως «ασεβή». Ήταν ο Viller, που στο άρθρο του το 1930 με τον τίτλο «Aux sources de la spiritualite de saint Maxime. Les oeuvres d' Evagre le Pontique (Revue d' Ascetique et de Mystique, 11) μεγαλοποίησε την υπόθεση της εξαρτήσεως του Αγ. Μαξίμου από τον Ευάγριο -στην πραγματικότητα, ο Viller προσπάθησε να αποδείξει ότι ο Άγ. Μάξιμος στηρίχθηκε εξολοκλήρου στον Ευάγριο. Το εντελώς αντίθετο αληθεύει. Ο Άγ. Μάξιμος μπορεί να χρησιμοποιεί τον Ευάγριο αλλά μεταβάλλει ριζικά τη σκέψη του Ευαγρίου. Είναι επίσης σημαντικό να συγκρίνουμε τα Έργα του Ευαγρίου με το Ρωσσικό έργο Αγάπη της Καλωσύνης.
Τα έργα του Ευαγρίου
Ο Ευάγριος έγραψε αφειδώς, συνήθως με τη μορφή «κεφαλαίων» ή «ρητών», συχνά πράγματι αφορισμούς. Τα έργα του Ευαγρίου διαδόθηκαν αμέσως ευρύτατα σε Ανατολή και Δύση. Ιδιαίτερα σπουδαίο είναι το έργο του με τον τίτλο «Μοναχικός» (ο Μοναχός), που αποτελείται από δυο μέρη. Το πρώτο μέρος είναι γνωστό ως ο Πρακτικός, που αποτελείται από εκατό «ρητά». Το δεύτερο μέρος είναι γνωστό ως ο Γνωστικός, που αποτελείται από πενήντα «ρητά». Ο Πρακτικός έχει φθάσει σε μας σε δυο Ελληνικές εκδόσεις, μία με 70, και η άλλη με εκατό «ρητά». Ο Γνωστικός επέζησε μόνο σε μια Συριακή μετάφραση. Εκτός από τον Μοναχικό, πρέπει να μνημονευθεί ο αντιρρητικός του πάνω σε οκτώ κύρια αμαρτήματα και Γνωστικά Προβλήματα. Το Ελληνικό πρωτότυπο του αντιρρητικού χάθηκε αλλά ολόκληρο το κείμενο επέζησε σε μια Συριακή και μια Αρμενική μετάφραση. Τα «Γνωστικά Προβλήματα», που κοινώς αναφέρονται ως οι Αιώνες, αποτελείται από εξακόσια «ρητά» που διαιρούνται σε έξι βιβλία από εκατό «ρητά» το καθένα. Το Ελληνικό πρωτότυπο χάθηκε αλλά το έργο επέζησε σε μια Συριακή και μια Αρμενική μετάφραση. Η περίφημη όγδοη επιστολή στη συλλογή των επιστολών του Αγ. Βασιλείου ανήκει στον Ευάγριο. Μερικά από τα έργα του Ευαγρίου διασώθηκαν κάτω από το όνομα του Νείλου Αγκύρας.
Η Θεολογική σκέψη του Ευαγρίου
Ακολουθώντας την οδό του Ωριγένους, ο Ευάγριος διακρίνει τρία στάδια στην πνευματική ζωή: Ενεργητική ζωή, φυσική ή θεωρητική ζωή, και θεολογική ζωή -δηλαδή, «γνώση» της Αγίας Τριάδος. Η τελευταία είναι το όριο της πνευματικής ανόδου. «Η βασιλεία του Θεού είναι γνώση της Αγίας Τριάδος ακόμα και στα Γνωστικά του Κεφάλαια η οποία εκτείνεται ανάλογα με την κατάσταση του νου και η οποία τον γεμίζει με μια ατέλειωτα μακάρια ζωή». Αυτή είναι η ύψιστη «κατάσταση» της ψυχής ή, μάλλον, η ύψιστη ηρεμία και σιωπή, ανώτερη από την ομιλία και τη διαίσθηση, η ακίνητη ιδιότητα και η ακινησία του νου «ένα μοναδικό και το ίδιο όραμα, και δεν υπάρχουν σ' αυτό άνοδοι και κάθοδοι».
Αυτό το όραμα, αυτή η γνώση είναι χωρίς εικόνες, ανώτερη από τις εικόνες («υπέρ τα είδη»). Αυτή είναι καθαρή προσευχή ή, μάλλον, η αφοσίωση της ψυχής στην καθαρή προσευχή και είναι απρόσιτη στις ανθρώπινες προσπάθειες. Δίδεται ως δώρο άνωθεν, ως χάρισμα. Η ψυχή είναι ικανή να δεχθεί αυτό το δώρο, γιατί είναι δημιουργημένη κατ' εικόνα Θεού. Είναι ακριβώς αυτή η ικανότητα να αντιλαμβάνεται την αγία Τριάδα που ο Ευάγριος θεωρεί ως ομοιότητα του πνεύματος προς τον Θεό όχι η άυλη φύση του. Αλλά αυτή λαμβάνεται ως δώρο.
Κατά την ευσεβή αφαρπαγή και έκσταση η ψυχή ξαφνικά φωτίζεται από ένα μόνο Τριαδικό φως. Και εδώ δεν υπάρχουν δάσκαλοι και μαθητές όλοι είναι ήδη θεοί («θέωσις»). Σ' αυτό το πνευματικό όριο οδηγεί η μακρά, κρημνώδης οδός της δοκιμασίας. Σ’ αυτήν υπάρχουν δυο στάδια: η «πράξη» και η «θεωρία». Η πράξη αρχίζει με την πίστη και τελειώνει με την «απάθεια» και την αγάπη. Η όλη σημασία της «πράξεως» βρίσκεται στην υπερνίκηση και εξάλειψη των παθών με άλλα λόγια, στην γαλήνευση της ψυχής, στην υπόταξη των άτακτων «κινήσεών» της στους νόμους της φύσεως.
Το πάθος είναι κι αυτό μια «κίνησις» ή περιπλάνηση του νου. Η «απάθεια» είναι «στάσις». Το πάθος είναι διάχυση ή διασκορπισμός, εξάρτηση από εξωτερικές εντυπώσεις, ενώ η «απάθεια» είναι ανεξαρτησία και σταθερότητα. «Δεν έχει απάθεια η ψυχή που δεν αιχμαλωτίζεται από πράγματα, αλλά η ψυχή που παραμένει ατάραχη και όταν ακόμα τα θυμάται. Η απάθεια είναι αταραξία και έλλειψη σύγχυσης και είναι αδύνατο να μιλήσεις για το απαθές πρόσωπο: αυτός υπομένει. Υπομένει αυτός που πάσχει, αυτός που είναι «πάσχων», ή παθητικός.
Οι «κινήσεις» γεννιούνται στα κατώτερα μέρη της ψυχής και από εκεί ανέρχονται «σκέψεις» ή διαθέσεις «λογισμοί». Αυτοί υπενθυμίζονται και υποβάλλονται από τους δαίμονες οι οποίοι περιτριγυρίζουν πάντα τον άνθρωπο. Ο Ευάγριος έχει πολλά να πει για τον αγώνα των σκέψεων και για δαιμονικές επιθέσεις. Ο πιο επικίνδυνος από όλους τους δαίμονες είναι ο δαίμονας της υπερηφάνειας και η σκέψη της ματαιοφροσύνης. Ο βαρύτερος από όλους είναι ο δαίμονας της αθυμίας, ο «μεσημβρινός δαίμων», ο οποίος κατατρώγεται με μονοτονία και προσπαθεί να αποσπάσει την προσοχή της ψυχής. Η ψυχή γιατρεύεται μέσω της τηρήσεως των εντολών — μέσω της ταπεινώσεως, της νηστείας, της ελεημοσύνης, και της προσευχής. «Ο νους δεν θα δει τους θεϊκούς τόπους μέσα του αν δεν ανυψωθεί πάνω από όλες τις σκέψεις τις σχετικές με την ύλη και τη δημιουργία. Αλλά δεν θα ανυψωθεί πιο πάνω αν δεν απεκδυθεί τα πάθη που τον συνδέουν με αισθησιακά αντικείμενα και τον προδιαθέτουν για σκέψεις γύρω από αυτά. Ο νους απεκδύεται τα πάθη με τη βοήθεια καλών έργων και σκέψεων με τη δύναμη της πνευματικής θεωρίας».
Το όριο της αναπτύξεως μιας ενεργούς ζωής είναι η απάθεια, και η απάθεια γεννά την αγάπη. Η αγάπη είναι η αρχή της γνωστικής ανόδου, η αρχή της «φυσικής» ζωής. Η απάθεια δεν είναι αναισθησία, ή έλλειψη αισθήσεως, ή αδιαφορία, όπως φαίνονταν στον φιλύποπτο Άγ. Ιερώνυμο. Απάθεια είναι η ανεξαρτησία της ψυχής -ανεξαρτησία ή ελευθερία από εξωτερικές ή αισθησιακές εντυπώσεις· κατά κανέναν τρόπο δεν είναι παθητικότητα. Είναι ακριβώς το να στρέφεται προς τα μέσα όλη η ενέργεια.
Η απάθεια φανερώνεται στην αγάπη. Και αγάπη είναι πρώτ' απ’ όλα η έλξη να γνωρίσεις τον Θεό. Η αγάπη και η «γνώσις» ενώνονται αδιάσπαστα. Η «γνώσις» έχει τη δική της συνοχή, μια συνοχή από «θεωρίες». Η ψυχή ελευθερώνεται από αισθησιακές αντιλήψεις. Αλλά ένας άλλος, ανώτερος κόσμος αποκαλύπτεται γι’ αυτήν ο κόσμος στα «φυσικά» του θεμέλια και βάθη. Η «φυσική» θεωρία του κόσμου είναι πρωτίστως γνώση της πρόνοιας και κρίσεως του Θεού —«πρόνοια και κρίσις». Με άλλα λόγια, είναι αντίληψη και γνώση του κόσμου όπως τον θέλησε και τον δημιούργησε ο Θεός.
Από τη θεωρία των ορατών πραγμάτων ο νους ανέρχεται στην θεωρία των αοράτων, τόσο ώστε να προσεγγίζει τη «θεολογία» στα ύψη. Μ’ αυτήν την «πνευματική γνώση» η ίδια η ψυχή μεταβάλλεται και μεταμορφώνεται. Ακόμα και το σώμα μεταβάλλεται -γίνεται «πνευματικό» και απαθές. Όλο το πρόσωπο αλλάζει μορφή και ανανεώνεται, πεθαίνει και ανασταίνεται, γίνεται καινούριο. Ο Ευάγριος το ονομάζει αυτό «μικρή ανάσταση». Αυτό είναι μια προειδοποίηση της μεγάλης κοινής αναστάσεως η οποία στους εκλεκτούς και τους δόκιμους αρχίζει ακόμα και τώρα.
Η πλήρης εξάρτηση του Ευαγρίου από τους Αλεξανδρινούς είναι ολοφάνερη. Το θρησκευτικό ιδεώδες του είναι το ίδιο με του Ωριγένη και ακόμα με του Κλήμεντος -το γνωστικό ιδεώδες, ένα θεωρητικό, αναχωρητικό ιδεώδες. Η εξάρτηση από τον Ωριγένη γίνεται αισθητή στην ίδια τη γλώσσα, στην εκλογή των λέξεων και των ορισμών.
Στα βιβλία του ο Ευάγριος περιγράφει όλη την οδό μιας πνευματικής ζωής, από την αρχή ως το τέλος. Λέγει πολλά όχι μόνο για το ιδεώδες του αλλά και για τον ασκητικό αγώνα. Είναι ο πρώτος στον οποίο βρίσκουμε την περιγραφή των οκτώ βασικών κακιών τις οποίες μεταγενέστεροι συγγραφείς αναπαράγουν μιμούμενοι αυτόν. Η θέση του Ευαγρίου στην ιστορία καθορίζεται από την επίδρασή του. Διαφύλαξε και ανανέωσε τις παραδόσεις των Αλεξανδρινών του τρίτου αιώνα για τις μεταγενέστερες γενεές. Η ιστορική επίδρασή του ήταν τεράστια σε Ανατολή και Δύση.
Πηγή: (Απόσπασμα από το βιβλίο: "Οι Βυζαντινοί Ασκητικοί και Πνευματικοί Πατέρες", μετάφραση Παναγιώτης Κ. Πάλλης, εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 275-291, τίίτλος πρωτοτύπου: "The Byzantine Ascetic and Spiritual Fathers", BUCHERVERTRIEBSANSTALT, 1992, gια την ελληνική γλώσσα Πουρναράς Παναγιώτης, Καστριτσίου 12 Θεσσαλονίκη, ISBN: 960-242-031-6) Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας