Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Στους πρόποδες τοῦ ἀνατολικοῦ Βερμίου,στον εὔφορο κάμπο τῆς Ἠμαθίας πού ἐκτείνεται μέχρι τή Θεσσαλονίκη, δεσπόζει ἡ θρυλική πόλη τῆς Μακεδονίας, ἡ ἡρωική Νάουσα. Εἶναι ἡ πόλη πού ἔγινε ὁλοκαύτωμα στόν ἀγώνα γιά τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τόν τουρκικό ζυγό (1822) καί γιά τή θυσία της αὐτή ἀπέκτησε ἐπίσημα το μοναδικό τίτλο «ἡρωική πόλη».
Σέ κάθε ἐποχή, ἐπειδή «ὁ Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13, 8), ὁ Κύριος ἀναδεικνύει Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ζοῦν καί κινοῦνται ἀνάμεσά μας, παρηγορώντας τόν λαό Του καί στηρίζοντας μέ τίς εὐχές τους τήν οἰκουμένη.
Ο Παπα-Θύμιος Βλαχάβας και ο Ιερομόναχος Δημήτριος
Μεγάλη συμφορά βρήκε την κλεφτουριά κείνο το χειμώνα του 1806, στα βουνά της Καλαμπάκας. Ο Μουχτάρ πασάς με δέκα πέντε χιλιάδες Αρβανίτες κύκλωσε τους 650 κλέφτες του Θοδωράκη Βλαχάβα, αδερφού του παπά Θύμιου και τους πετσόκοψε. Πολύ λίγοι γλίτωσαν. Και ύστερα χύθηκε το αρβανιτολόι μέσα στην Καλαμπάκα και πήρε τα στενά καλντερίμια των μαχαλάδων. Με τις ορμήνειες του προδότη Ντεληγιάννη, άρχισαν οι σφαγές των ανυπεράσπιστων ραγιάδων και το κούρσος των σπιτιών τους. Θρήνος και οδυρμός παντού. Βόγγηξε ο ραγιάς, η ψυχή του τρεμούλιαζε, σα λαβωμένο πουλί στη χούφτα του κυνηγού.
Όσο θα ήταν κλέφτες στην περιοχή, το κακό δεν θα σταματήσει, ήταν το σχέδιο του Μουχτάρ. Αυτό λύγισε τον λεοντόκαρδο καπετάν Βλαχάβα. Για να σταματήσει η αιματοχυσία και να φύγει ο Μουχτάρ από ‘κεί, ο παπα Θύμιος Βλαχάβας εγκαταλείπει με πίκρα την αγαπημένη του Θεσσαλία. Τράβηξε για τη Σκόπελο, να ενωθεί με τον Νικοτσάρα. Αρμάτωσε εκεί καράβια που τούδωσαν οι καπεταναίοι των νησιών και με πάθος ενεργούσε στις παραλίες αποβάσεις τολμηρότατες και κατέστρεφε τον εχθρό!
Τα κατορθώματα του παπα Βλαχάβα μέρα με τη μέρα αυξάνονταν, και οι φίλοι και οπαδοί του πλήθαιναν. Αυτό ανησύχησε την πύλη. «Τούτων ένεκα -γράφει ο Σάθας- η Πύλη αναγκάστηκε να συνεργαστεί με την Εκκλησία, να περιποιηθεί ιδιαίτερα τον Βλαχάβα και με κάθε τρόπον να τον επαναφέρει εις την προηγούμε-νην υποταγήν. Όθεν σουλτανικό φιρμάνι που χορηγούσε αμνηστείαν εις τον παπα-Θύμιον και εις όλους τους συντρόφους του, δημοσιεύτηκε με επισημότητα εις την Θεσσαλίαν και εις την Σκόπελον και ο Αλής διατάχθηκε να σταματήσει τον διωγμόν του. Και ο πατριάρχης πρόσθετε στανικώς στο φιρμάνι της Πύλης, λόγια παραινετικά, και «λύον αυτόν από πάσης προηγουμένης αμαρτίας, εξορκίζει προς εγκατάλειψιν σταδίου μώμον μέγιστον προστρίβοντος εις αυτόν, και ως χριστιανόν, και ως ιερέαν του Υψίστου».
Ύστερα από αυτές τις προτροπές, ο παπα-Βλαχάβας διαλύει τον στολίσκο του, σταματάει τις καταδρομές και αφήνει τους συντρόφους του να πάνε στα σπίτια τους. Ο Αλής φάνηκε πως ημέρεψε. Δεν ενοχλούσε κανέναν στη Θεσσαλία. Έτσι κύλησε ειρηνικά ο καιρός, ώσπου μπήκε ο χειμώνας του 1808 με τις βροχάδες και τα κρύα του. Και ξαφνικά, ο Αλή πασάς αγρίεψε. Στέλνει γραφές σ’ όλους τους αρματολούς να του παραδώσουν το Βλαχάβα. Ειδ’ άλλως, μαύρο φίδι κολοβό θα τους έτρωγε.
Τέτοια ατιμία δεν την περίμεναν οι αρματολοί. Τη μπέσα οι Αρβανίτες ποτέ δεν την είχαν πατήσει. Δεν πτοήθηκαν όμως. Παράγγειλαν στον Αλή πως αν θέλει να πιάσει το Βλαχάβα, ας ξεκινήσει με τ’ ασκέρι του. Είδε ο Αλής την απροθυμία των αρματολών να τον βοηθήσουν, αλλά δεν απελπίζεται. Βάζει μπροστά το δόλο και την απάτη, τα δυο παντοδύναμα όπλα του. Ήξερε πως ο Βλαχάβας συναγροικιόταν με τους κλεφταρματολούς Λαζαίους. Και μια μέρα τους πιάνει την αλληλογραφία. Βάνει το γραμματικό του και γράφει γραφή στον Βλαχάβα, τάχα από μέρους των Λαζαίων.
Του έγραφε:
«Αδελφέ Παπαθύμιο Βλαχάβα,
Σε προσκυνούμεν και σου δίνομεν την είδησιν, ότι το θηρίο το ανήμερον, ο Αλής έλαβε βουλή κι απόφασιν να σε χαλάσει. Γνωρίζομεν αφευκτως το πράγμα από εδικούς μας του σαραγιού. Όθεν, φυλάξου όπως ημπορείς και αύριον κινάς δια Κατερίνην μυστικώς, οπού σε καρτερούμεν και βλέπομεν αντάμα πώς θα πολεμήσωμεν την δελυράν επιβουλήν του τυράννου. Έλα το δίχως άλλο. Σε φιλούμεν αδελφικώς, ΟΙ ΛΑΖΑΙΟΙ»
Την άλλη κιόλας μέρα ξεκινά ο Βλαχάβας για την Κατερίνη, με πέντε μπιστεμένα παλικάρια. Χειμώνας βαρύς, κρύο και τα βουνά πνίγονταν στο χιόνι. Τα μονοπάτια που τα ήξερε καλά, είχαν χαθεί κάτω απ’ τ’ άσπρα σάβανα και η πορεία μέσα στις σάρες και τους γκρεμνούς ήταν μαρτύριο.
Δέκα μερόνυχτα περπάτημα χρειάστηκε να φτάσουν στην Κατερίνη. Περπά¬τησαν προφυλαχτικά και σαν έπεσε η νύχτα, προχώρησαν για τα γιατάκια των Λαζαίων, έξω απ’ την πολιτεία. Η βροχή έπεφτε με το τουλούμι. Με χίλιες προφυλάξεις χτυπούν την πόρτα.
› Ποιος είναι; ακούστηκε μια φωνή από μέσα.
› Φίλοι, ο Βλαχάβας, απαντά ο ίδιος ο Βλαχάβας.
Η πόρτα ανοίγει και ο Βλαχάβας μπαίνει με τη συντροφιά του και προχωρεί. Μισοσκόταδο. Μόνο στο βάθος αχνόφεγγε ένα κρεμασμένο φαναράκι.
› Πού είσαστε μωρέ Λαζαίοι; ρωτά ο Βλαχάβας.
› Μη βιάζεσαι καπετάν Θύμιο και θα τους δεις, τ’ αποκρίνεται μια φωνή.
Κι αμέσως πέντε-δέκα φαναράκια ανάβουν, και γύρω στο Βλαχάβα και τους συντρόφους του, στέκονταν καμιά τριανταριά Αρβανίτες με τα όπλα γυρισμένα πάνω τους.
› Σκυλιά! φώναξε άγρια ο Βλαχάβας, καταλαβαίνοντας αμέσως τη χωσιά που του είχαν στήσει.
Δεν πρόφτασε να πει τίποτε άλλο. Όλοι οι Αρβανίτες πέσαν πάνω τους. Τους ξαρματώνουν, τους αλυσοδένουν. τους φέρνουν στα Γιάννενα και τους ρίχνουν στα μπουντρούμια. Πέρασαν λίγες μέρες, κι ένα πρωινό οδήγησαν το Βλαχάβα στην αυλή του σεραγιού. Περήφανος και στητός πέρασε ο γερο-αρματολός, με συνοδεία Αρβανίτες τσοχανταραίους τους δρόμους της πόλης.
«Οι ραγιάδες -γράφει ο Τάσος Βουρνάς- με βουρκωμένη την ψυχή, αμίλητοι και πνίγοντας τα δάκρυα τους στάθηκαν και κοιτούσαν τον θεριόψυχο αρματολό, καθώς περνούσε με το κεφάλι ψηλά, βαδίζοντας κατά το σαράι. Τα μαλλιά του χύνονταν λευκός αφρισμένος καταρράχτης στη ράχη του και τα γένια του κατέβαιναν στο στήθος του διχαλωτά, σαν των αγίων στο τέμπλο της εκκλησίας. Τα μάτια του, ήμερα και άτρομα, αναζητούσαν τα μάτια των ραγιάδων, για να τους εγκαρδιώσει και στα χείλη του πλανιόταν ένα υπερκόσμιο χαμόγελο. Έμοιαζε σαν προφήτης μιας καινούργιας «θεότητας», που ρίζωσε αιματοποτισμένη κι ανθούσε στα ιερά χώματα των Ελλήνων: «της λευτεριάς».
Μαζεύτηκε κόσμος πολύς, βγήκε και ο Αλής στο χαγιάτι, έχοντας στο πλάι του τον Γάλλο πρεσβευτή και ιστορικό Πουκεβίλ. Ο Αλής έγνεψε να λύσουν το Βλαχάβα απ’ το παλούκι που τον είχαν δεμένο και ν’ αρχίσει το μαρτύριο.
Ήρθαν οι γύφτοι με τις βαριές και άρχισαν να του σπάνε τα κόκκαλα. Έναν πνιχτό αχό άφηναν τα θεόρατα σιδερένια σφυριά, πέφτοντας πάνω στη βασανισμένη σάρκα του ήρωα. Και απ’ το στόμα του ούτε άχνα δεν έβγαινε. Ζωντανόν ακόμα, τον έλυσαν και τον έσερναν σβαρνώντας μέσα στην πόλη. Ύστερα έσκισαν το κουφάρι του στα τέσσερα και τα κρέμασαν σε τέσσερα κεντρικά σημεία της πόλης, για να τα βλέπουν οι ραγιάδες και να φοβούνται.
Ο αυτόπτης μάρτυρας Πουκεβίλ, νά με ποιον τρόπο ανιστορά τις τελευταίες ώρες του ήρωα Βλαχάβα:
«Προσδεδεμένον επί πασσάλου εν τη αυλή του σεραγίου, επανείδον τον Ευθύμιον Βλαχάβαν, τον οποίον άλλοτε συνήντησα μετά των στρατιωτών του εν τη Πίνδω. Αι ακτίνες του φλογερού ηλίου προσέβαλαν την αγέρωχον εκείνην κεφαλήν, ήτις τον θάνατον κατεφρόνει, και άφθονος ιδρώς έρρεεν εκ της πυκνής αυτού γενειάδος. Εγνώριζε την τύχην του, και μάλλον ατάραχος, μελετώντας την σφαγήν του τυράννου, ύψωσε προς εμέ τους πλήρεις γαλήνης οφθαλμούς του, ως να με ελάμβανε μάρτυρα του κατά την εσχάτην εκείνην ώραν θριάμβου του. Μετά της γαλήνης του δικαίου, είδε την τόσον τρομεράν δια του κακούργου ώραν εκείνην εγγίζουσαν, ησθάνθη άνευ τρόμου και παραπόνου, τα κτυπήματα των δημίων. Τα δε μέλη αυτού, συρθέντα δια μέσου των οδών των Ιωαννίνων, έδειξαν εις τους εντρόμους Έλληνας τα λείψανα του τελευταίου των αρχηγών της Θεσσαλίας».
Αθάνατη θα μείνεις πολυβασανισμένη ρωμιοσύνη με τέτοιους ήρωες!
Ιερομόναχος Δημήτριος (Άγιος Δημήτριος ο Μοναχός από τη Σαμαρίνα της Πίνδου)
Ήταν τότε που η λαχτάρα για λευτεριά φούντωνε στις καρδιές των ραγιάδων και μια επαναστατική έξαψη ξαπλωνόταν σ’ όλες τις γωνιές της Ελλά¬δας. Και αυτό ανησυχούσε τον Αλή πασά. Κι έγινε πιο σκληρός για να τρομοκρατηθούν οι Χάίνηδες και να μη σηκώσουν κεφάλι.
Οι άνθρωποι του Αλή κατηγόρησαν το μοναχό Δημήτριο πως συνεργάζονταν με τον Ευθύμιο Παπά-Βλαχάβα. Και μαζί τους έπιασαν και αλυσσοδεμένους τους έφεραν στα Γιάννενα. Και μετά το μαρτυρικό θάνατο του Βλαχάβα, ήρθε η σειρά του Δημητρίου. Τον φέρνουν μπροστά στον Αλή και ακολουθεί ο εξής διάλογος, που μας τον διέσωσε ο Πουκεβίλ, που, όπως γράφει ο ίδιος, «αξίζει να γίνει γνωστός σ’ ολόκληρη τη χριστιανωσύνη, ως μνημείο που ανήκει πια στο μαρτυρολόγιο της εκκλησίας».
ΑΛΗΣ: «Έλεγες πως θα ‘ρθει η βασιλεία του Χριστού. Αυτό τι θα πει; Ότι θα πέσει ο θρόνος του σουλτάνου μας;»
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: «Ο Θεός βασιλεύει στην αιωνιότητα. Σέβομαι τους αυθέντες που μου έδωσε».
ΑΛΗΣ: «Τί έχεις στον κόρφο σου;»
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: «Την εικόνα της Παναγίας»
ΑΛΗΣ: «Να την ιδώ».
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: «Αυτό είναι ιεροσυλία. Ας μου λύσουν το ένα χέρι για να σου τη δείξω».
ΑΛΗΣ: «Έτσι παρασύρεις τον κόσμο. Είμαστε ιερόσυλοι, ε; Αυτά σ’ ‘εβαλαν να λες οι δεσποτάδες, που κάλεσαν τους Ρώσους, για να μας υποδουλώσουν. Μίλα, ποιοι άλλοι ήταν μαζί σου;».
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: «Κανείς, μόνο η συνείδηση του χρέους μου με παρακίνησε να παρηγορήσω τους χριστιανούς και να τους πείσω να σέβονται τους νόμους σου».
Ο Αλής άναψε από θυμό. Δεν κρατήθηκε άλλο και φώναξε τους δήμιους ν’ αρχίσουν τα βασανιστήρια. Έφτυσε τον Δημήτριο κατά πρόσωπο και έφυγε. Και οι μπόγηδες άρχισαν το έργο τους. Έμπηξαν στα νύχια των χεριών και των ποδιών του Δημήτριου καλάμια. Και ενώ εκείνοι του τρυπούσαν τα χέρια, ο Δημήτριος προσευχόταν:
› Κύριε, ελέησον τον δούλον σου! Δέσποινα των ουρανών, πρέσβευε υπέρ ημών! έλεγε και ξανάλεγε.
Ύστερα, οι δήμιοι του πέρασαν γύρω απ’ το κεφάλι του, μια σιδερένια αλυσίδα με γάντζους. Την έσφιγγαν και τον προκαλούσαν να ονομάσει τους συντρόφους του. Ο Δημήτριος δεν τους απαντούσε και κείνοι τον πέταξαν σ’ ένα σκοτεινό μπουντρούμι, για να συνεχίσουν το μακάβριο έργο τους την άλλη μέρα.
Ο Επ. Φαρμακίδης γράφει πως την πρώτη μέρα τον βασάνισαν και με τον εξής τρόπο:
«…έφερον τάσι πυρωμένον πολύ, το εφόρουν ωσάν σκούφια εις την κεφαλήν του και τύλιγαν μ’ ένα σχοινί ολόγυρα την κεφαλήν του και το έστρεφαν μ’ ένα ξύλον, ωσάν εργάτη και έσφιγγαν τόσο την κεφαλήν του, όσον έβγαιναν οι βολβοί των ομμάτων του έξώ από τον τόπον τους».
Την άλλη μέρα συνέχισαν το έργο τους πιο επίσημα. Κάλεσαν με ντελάληδες να παραβρεθεί και όλος ο λαός των Γιαννίνων. Και ποιος μπορούσε ν’ αρνηθεί. Θα ξεσπούσε πάνω του η οργή του Αλή. Ο ίδιος ο Αλής δεν παρευρέθηκε. Και να πως περιγράφει ο Κ. Σάθας το μαρτύριο και το τέλος του Ιερομόναχου και μάρτυρα Δημήτριου:
«Ο μάρτυρας κρεμάστηκε όπως ο άγιος Παύλος, κατωκέφαλα, επί πυρός βραδέως καταβιβρώσκοντος το δέρμα του κρανίου. Φοβούμενοι όμως μη ταχέως εκπνεύση, αποσύρουσιν αυτόν του πυρός και θέντες αυτόν υπό σανίδα, αναβαίνουσιν επ’ αυτής και χορεύουσιν, ίνα συντρίψωσι τα οστά αυτού. Αλλά μήτε αι ακίδες, μήτε το πυρ, μήτε ο σχοινισμός, μήτε η οστεοθλασία, ηδυνήθησαν να νικήσωσι τον μάρτυρα, όστις επί τέλους εκτίσθη εντός τοίχου, με την κεφαλήν μόνον ελευθέραν και προς παράτασιν της οδύνης ετρέφετο. Εξέπνευσε την δεκάτην της αγωνίας ημέραν, το όνομα του Παντοδύναμου μετά κατανύξεως επικαλούμενος».
Και ποιος δεν θαύμασε τον ηρωισμό και την ψυχική αντοχή του μάρτυρα. Όλοι τον θεώρησαν και τον θεωρούν άγιο και σταυροκοπιούνται στ’ όνομα του.
(Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993”)
Ο Pouqueville για το μαρτυρικό τέλος του Δημητρίου αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Το μαρτύριο και η επανάσταση του Βλαχάβα προετοίμαζαν τον θρίαμβο ενός ασθενικού θνητού, που είχε ως μόνα όπλα την προσευχή και την πραότητα. Ενός από τους λειτουργούς του Χριστού που έχουν προορισμό να στηρίζουν τους δειλούς στις τρικυμίες του κόσμου και των οποίων το αίμα ανακατεμένο με το αίμα του πολεμιστή ξανάφερε με το μαρτύριο την τιμή του χριστιανικού ονόματος στην πρώτη αίγλη. Ο μοναχός Δημήτριος από τη Σαμαρίνα.»
Ο μεγάλος μας ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης αφιέρωσε στον Νεομάρτυρα Δημήτριο και στον Εθνομάρτυρα π. Ευθύμη Βλαχάβα το περίφημο επικό ποίημα «Τα Μνημόσυνα».
Το 1984 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος ενέκρινε Ασματική Ακολουθία του Αγίου την οποία συνέθεσε ο σύγχρονος υμνογράφος μας μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σαμαρίνης τὸν γόνον εὐσεβῶν τὸ κραταίωμα, τὸν νεοφανῆ Ἀθλοφόρον, τοῦ Σωτῆρος Δημήτριον, τιμήσωμεν συμφώνως οἱ πιστοί· ἀθλήσας γὰρ στερρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, Ἐκκλησίας ἀνεδείχθη νέος ἀστήρ, καὶ τῶν βοώντων πρόμαχος· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ὀσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐκλπηροῦντι διὰ σοῦ, ἡμῶν τὰ αἰτήματα.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ ἁγία μνήμη σου ἁγιασμὸν χορηγοῦσα, τοῖς πιστοῖς ἐπέφανεν, Ὁσιομάρτυς Κυρίου· βίῳ γὰρ, καὶ λόγῳ θείῳ πιστοὺς στηρίξας, ἤθλησας, ὑπὲρ τῆς δόξης Χριστοῦ ἀνδρείως, καὶ θεόθεν ἐκοσμήθης, διπλῷ στεφάνῳ μάκαρ Δημήτριε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Ἠπείρου θεῖος βλαστός, χαίροις Θεσσαλίας, λαμπαδοῦχος ὁ φαεινός· χαίροις ὁ ἀθλήσας, στερρῶς ὑπὲρ Κυρίου, Ὁσιομάρτυς χαῖρε, Χριστοῦ Δημήτριε
H θαυματουργή Εικόνα της Παναγίας της Ελεούσας (αντίγραφο της Παναγίας του Κύκκου) (17ου αιώνος) βρίσκεται στην Ιερά Κοινοβιακή Μονή Παναγίας Ελεούσας Σαλμενίκου Αιγίου. Η Μονή εορτάζει στις 15 Αυγούστου. Μέχρι το 1947 η Μονή ήταν ανδρική, έκτοτε έγινε γυναικεία με Βασιλικόν Διάταγμα.
ΠOIΑ διδάγματα, αγαπητοί μου, αποκομίζουμε από την εορτή της Kοιμήσεως; Όσα θα σας πω, τα αντλούμε όχι από την Kαινή Διαθήκη, αλλ’ από την άλλη πηγή της Oρθοδοξίας, την ιερά παράδοση. Tι λέει λοιπόν η ιερά παράδοσης για την κοίμηση της Θεοτόκου;
Ο Άγιος Απόστολος ο Νέος, γεννήθηκε στον Άγιο Λαυρέντιο του Πηλίου το 1667 μ.Χ. Ο πατέρας του ονομαζόταν Κώστας Σταματίου και η μητέρα του Μέλω. Σε ηλικία 15 χρονών έμεινε ορφανός και το 1682 μ.Χ. πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργαζόταν σ' ένα καπηλιό.
Ενώ ο άγιος είχε ήδη τέσσερα χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, συνέβη το εξής γεγονός στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Οι κάτοικοι του Αγίου Λαυρεντίου και της περιοχής, επειδή καταπιέζονταν σκληρά από τη βαριά και άδικη φορολογία, αποφάσισαν να προσφύγουν στους επιτρόπους του Σουλτάνου, η οποία όριζε τα χωριά εκείνα. Πράγματι επέτυχαν κάποια μείωση της φορολογίας και επέστρεψαν. Ο Βοεβόδας όμως όχι μόνο δεν αναγνώρισε τα έγγραφα των επιτρόπων και τα απέρριψε ως πλαστά αλλά συνέλαβε και τρεις από την επιτροπή των κατοίκων, που είχαν πάει στην Κωνσταντινούπολη, τους έδεσε ως κακούργους, τους πήγε ο ίδιος στην Πόλη και ενήργησε να φυλακιστούν ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας.
Όταν το έμαθαν αυτό οι συμπατριώτες τους στέλνουν αμέσως στην Πόλη μια επιτροπή σκοπεύοντας να απευθυνθούν στην ίδια την βασιλομήτορα για να ελευθερώσουν τους δεσμώτες. Καθώς δεν γνώριζαν πως και που θα έπρεπε να απευθυνθούν, προθυμοποιήθηκε ο Άγιος Απόστολος να τους βοηθήσει, αφού γνώριζε καλά και την τουρκική γλώσσα. Πήρε μάλιστα ο ίδιος την αναφορά και την έδωσε σε ανώτατο αξιωματούχο του Σουλτάνου. Εκείνος όμως είχε ήδη δεχθεί τις διαβολές του Βοεβόδα του Πηλίου. Διέταξε αμέσως εξαγριωμένος να συλληφθεί ο Άγιος και να παραδοθεί στον Βοεβόδα για να τιμωρηθεί για την αυθάδειά του. Ο Βοεβόδας διέταξε να τον δέσουν με αλυσίδες και του ζήτησε χαράτσι τεσσάρων ετών για όσο χρόνο έλειπε από το χωριό του. Ωστόσο, επειδή φοβόταν μήπως προσφύγουν οι υπόλοιποι της επιτροπής στην ίδια τη βασιλομήτορα, σκεφτόταν ν’ απολύσει τελικά τους τέσσερις κρατούμενους. Κάποιος όμως συμπατριώτης του Αγίου, ζηλότυπος γέρος, από φθόνο μήπως ένα ασήμαντο και φτωχό παιδί θεωρηθεί ευεργέτης του τόπου του, τον συκοφάντησε ότι αυτός υποκίνησε την όλη υπόθεση και ότι αν τον ελευθέρωνε σίγουρα θα καταμήνυε τον Βοεβόδα στην βασιλομήτορα. Έτσι ο Βοεβόδας διέταξε να τον βασανίσουν σκληρά μέχρι θανάτου.
Ενώ ο άγιος βασανιζόταν άσπλαχνα κάποια μέρα κατάφερε να ελευθερώσει το ένα του πόδι και προσπάθησε αργοπατώντας να δραπετεύσει. Τον αντιλήφθησαν όμως από τον θόρυβο των αλυσίδων και τον συνέλαβαν. Ο Βοεβόδας ήρθε τότε και άρχισε να τον χτυπά με ένα τσεκούρι. Ο άγιος του λέγει:
› Τι με χτυπάς με τόση σκληροκαρδία; Ή δεν γνωρίζεις ότι είμαι και από σένα και από τους υπηρέτες σου καλύτερος;
Αυτό θεωρήθηκε ομολογία πίστεως στο ισλάμ, ότι δήθεν ο Άγιος έλεγε πως είναι καλύτερος μωαμεθανός από αυτούς και αμέσως ο Βοεβόδας διέταξε να περιτμηθεί. Ο Άγιος αντιστεκόταν γενναία λέγοντας:
› Εγώ Χριστιανός είμαι και δεν αρνούμαι την αγία μου πίστη.
Τον βασάνισαν τότε και τον έκλεισαν στη φυλακή των κακούργων. Κατόπιν τον οδήγησαν στον ανώτατο θρησκευτικό ηγέτη των μουσουλμάνων και τους άλλους αξιωματούχους οι οποίοι άρχισαν με κολακείες και υποσχέσεις για αξιώματα, πλούτη, τιμές την προσπάθεια για εξισλαμισμό. Επειδή ο άγιος έμενε σταθερός στην πίστη του τον οδήγησαν στον βεζύρη, ο οποίος προσπάθησε και αυτός με τη σειρά του να εξισλαμίσει τον μάρτυρα με ακόμα μεγαλύτερες υποσχέσεις. Ο άγιος ούτε καν πρόσεχε τα λόγια τους αλλά τους έλεγε:
› Μην αργοπορείτε και χάνετε τον καιρό σας, ό,τι είναι να κάνετε κάντε το γρήγορα. Οποιονδήποτε θάνατο και αν μου δώσετε θα τον δεχθώ προθυμότατα για χάρη του Χριστού μου. Μην αργοπορείτε λοιπόν. Θέλετε να με κάψετε; Να μαζέψω εγώ τα ξύλα και να ετοιμάσω την φωτιά. Θέλετε να με απαγχονίσετε; Να ετοιμάσω με τα ίδια μου τα χέρια τη θηλειά. Θέλετε να με αποκεφαλίσετε; Δώστε μου το ξίφος να το ακονίσω εγώ όσο χρειάζεται.
Μη μπορώντας να τον ανεχθούν άλλο διέταξε ο βεζύρης τον αποκεφαλισμό του. Αφού όλη εκείνη τη νύχτα τον βασάνισαν, πριν ακόμη ξημερώσει τον οδήγησαν στον τόπο της εκτέλεσης. Κάποιους Χριστιανούς που συνάντησαν τους χαιρέτισε ταπεινά και ζήτησε να τον συγχωρήσουν. Εκείνοι κατάλαβαν τον λόγο, ακολούθησαν φοβισμένοι από μακριά και υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες του τέλους του. Σην πύλη του Γενή τζαμιού προς τον Κεράτιο ο Άγιος γονάτισε και περίμενε τον δήμιο. Οι άπιστοι προσπάθησαν και αυτή την τελευταία στιγμή να κάμψουν το φρόνημά του, μάταια όμως. Ο δήμιος για να κάνει οδυνηρότερη την εκτέλεση τον χτύπησε τρεις φορές στο λαιμό με το ξίφος και μετά αρπάζοντας με το αιμοβόρο του χέρι τα μαλλιά του αγίου τον αποκεφάλισε. Ήταν δεκαεννέα ετών.
Ενώ το εκτελεστικό απόσπασμα καθόταν λίγο πιο πέρα από το άγιο λείψανο, ένα αστέρι από τον ουρανό κατέβηκε, στάθηκε πάνω από το άγιο λείψανο και σχημάτιζε σταυρό. Συγχρόνως πλήθος ανθρώπων εμφανίστηκε και περικύκλωνε τον μάρτυρα. Νομίζοντας ότι το πλήθος εκείνο είναι Χριστιανοί που ήρθαν να κλέψουν το λείψανο όρμησαν κατά κει αλλά πλησιάζοντας δεν είδαν τίποτα πέρα από το ιερό σώμα του αγίου.
Επειδή ξημέρωνε και άρχισε η κίνηση, φοβήθηκαν οι εκτελεστές μήπως αντιληφθούν οι Χριστιανοί τι συνέβαινε και ζητήσουν να πάρουν τον άγιο να τον θάψουν και να τον τιμούν. Έριξαν αμέσως το σώμα στη θάλασσα, την δε κεφαλή πήγαν στον βεζύρη ως απόδειξη της εκτέλεσης. Το άγιο λείψανο αντί να βυθισθεί βγήκε πλέοντας από τον Κεράτιο αλλά μένει άγνωστο το που προσορμίστηκε. Την αγία κεφαλή ζήτησαν μέσω του Πατριαρχείου οι Χριστιανοί που είχε συναντήσει ο άγιος στο δρόμο, για να την θάψουν δήθεν. Την έβαλαν σε αργυρή θήκη και την κατέθεσαν στον ιερό ναό του Αγίου Δημητρίου στα Ταταύλα.
Αργότερα ο Δοσίθεος Σελευκείας, συμπατριώτης του μάρτυρος, την έστειλε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στο σπίτι του, που είχε ανοικοδομηθεί σε ναό, μετά από θαυμαστή προτροπή του ίδιου του Αγίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα τῆς Θεσσαλίας, νέον καύχημα τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεδείχθης Νεομάρτυς Ἀπόστολε, ὑπὲρ Χριστοῦ γὰρ ἀθλήσας στερρότατα, τῆς εὐσέβειας τὴν δόξαν ἐτράνωσας. Ἄλλα πρέσβευε Κυρίω τῷ Σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἤμιν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀνδρικῷ φρονήματι, ἐν νεαρᾷ ἡλικίᾳ, διαπρέπον ἔνδοξε, ὡς στρατιώτης τοῦ Λόγου, ᾔσχυνας, τῶν ἐναντίων τὰς ἐπινοίας, ἤθλησας, μέχρι θανάτου γενναιοφρόνως· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, Μεγαλομάρτυς Χριστοῦ Ἀπόστολε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἐκκλησίας νέος ἀστήρ, καὶ τῆς Λαυρεντίου, κωμοπόλεως ἀρωγός· χαίροις ὁ τῷ αἷμα, ὑπὲρ Χριστοῦ ἐκχέας, Ἀπόστολε παμμάκαρ, πιστῶν βοήθεια.
Πηγή: Ορθόδοξος Συναξαριστής
Κατά την παράδοση η εικόνα της Παναγίας επέπλεε επάνω στα κύματα της θάλασσας.
Τί εἶναι αὐτὸ τὸ μυστήριο τὸ μέγα, ποὺ συντελεῖται γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπό σου, ἱερὴ Μητέρα καὶ Παρθένε; «Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶ καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου». Ὅσο ὑπάρχουν ἄνθρωποι θὰ σὲ μακαρίζουν, γιατί μονάχα Σὺ εἶσαι ἄξια γιὰ μακαρισμό!
Μία μεγάλη θεομητορική εορτή που τιμάται με ιδιαίτερη ευλάβεια από τους Χριστιανούς είναι η Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου. Η Παναγία ως μητέρα του Υιού και Λόγου του Θεού, είναι επικεφαλής στη χορεία των αγίων που τιμά η Εκκλησία. Έγινε η κλίμακα που έδωσε τον εαυτό της για να κατέλθει ο Θεός στη γη και ταυτοχρόνως υπήρξε η κλίμακα για να ανέλθει ο πεπτωκότας άνθρωπος στον Ουρανό.
Τώρα μὲ τὴν Χάριν της θὰ ὁμιλήσωμε περὶ τῆς ἐξόδου καὶ τῆς Μεταστάσεως αὐτῆς ἀπὸ τὸν παρόντα κόσμον εἰς τὴν αἰώνιον Βασιλείαν τοῦ Υἱοῦ της. Εἶναι ὄντως φαιδρὰ καὶ χαρμόσυνος γιὰ τὴν ἀκοὴν τῶν φιλοθέων ἡ τοιαύτη διήγησις.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...