
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Προχθὲς στὶς 30 τοῦ Νοέμβρη ἤτανε ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ἀνδρέα τοῦ Πρωτοκλήτου. Ὅλοι οἱ ἀπόστολοι πεθάνανε μὲ μαρτυρικὸ θάνατο, κηρύχνοντας τὸ Εὐαγγέλιο σὲ διάφορες χῶρες.
Ο άγιος Φρουμέντιος έζησε, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος (330 μ.Χ.). Σύμφωνα με τον συναξαριστή του αγίου Νικοδήμου και τον εκκλησιαστικό ιστορικό Σωζομενό, ο Φρουμέντιος και ο αδελφός του Αιδέσιος συνόδευαν έναν φιλόσοφο ονόματι Μερόπιο, Τύριο στην καταγωγή, που κατευθυνόταν στην Αιθιοπία, με σκοπό να μελετήσει την ιστορία της. Έπεσαν όμως στα χέρια αδίστακτων ληστών. Όλοι οι επιβάτες του πλοίου με το οποίο ταξίδευαν θανατώθηκαν με διαφόρους τρόπους – συμπεριλαμβανομένου και του φιλοσόφου – εκτός από τα δύο αδέλφια, που τα λυπήθηκαν λόγω του νεαρού της ηλικίας τους. Τους φυλάκισαν και τους πρόσφεραν στον βασιλιά της Αιθιοπίας ως σκλάβους.
Ο βασιλιάς γρήγορα διαπίστωσε τις ικανότητες των δύο αδελφών και τους διόρισε υπεύθυνους και οικονόμους της βασιλικής αυλής. Λίγο πριν πεθάνει τους αντάμειψε χαρίζοντάς τους την ελευθερία. Η βασίλισσα, όμως, τους παρακάλεσε να μείνουν για λίγο χρόνο ακόμα μέχρι ο υιός της να μεγαλώσει και να μπορέσει να διοικήσει μόνος του το βασίλειο. Έτσι, χωρίς να το επιδιώξουν, η χάρις του Θεού από υπηρέτες τούς κατέστησε διοικητές του βασιλείου της Αιθιοπίας.
Το διάστημα που ο Φρουμέντιος διοικούσε το βασίλειο, είχε συγκεντρώσει τους χριστιανούς της περιοχής – κυρίως εμπόρους – και τους κατηχούσε. Όλοι μαζί προσεύχονταν, εκκλησιάζονταν -αφού είχαν χτίσει ναούς- και τους προέτρεπε να δραστηριοποιούνται ιεραποστολικά. Όταν έφτασε το πλήρωμα του χρόνου και ο διάδοχος του θρόνου έγινε έφηβος, αυτοί ζήτησαν άδεια να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Έτσι, ο μεν Αιδέσιος επέστρεψε στην Τύρο, συνάντησε την οικογένεια του και έμεινε μαζί τους, αφού πρώτα χειροτονήθηκε ιερέας, ο δε Φρουμέντιος επέλεξε την ιεραποστολική δράση. Ποθούσε να επιστρέψει στην Αιθιοπία, αυτήν την φορά όχι ως υπηρέτης του επίγειου βασιλιά μα του ουράνιου, όχι σαν δούλος αλλά σαν εν Χριστώ Ιησού ελεύθερος.
Αυτό του τον πόθο τον μοιράστηκε με τον αρχιεπίσκοπο Αλεξάνδρειας Μέγα Αθανάσιο, επισημαίνοντάς του ότι είναι επιτακτική και αμετάθετη ανάγκη η άμεση ιεραποστολική διακονία στην Αιθιοπία. Ο Αθανάσιος απάντησε:
› Και ποιος, αγαπητέ μου, είναι καλύτερος και ικανότερος από εσένα για να διώξει, από την μια μεριά, από τις ψυχές των ντόπιων το σκοτάδι της πλάνης και από την άλλη να φανερώσει σε αυτούς το φως του θείου κηρύγματος;
Μια ερώτηση – προτροπή την οποία ακολούθησε η χειροτονία του Φρουμεντίου σε επίσκοπο από τον πατριάρχη Αλεξάνδρειας και η επιστροφή του για να φωτίσει με το φως του Χριστού τους Αιθίοπες. Ο Φρουμέντιος άσκησε τα ποιμαντικά του καθήκοντα με ιδιαίτερη επιμέλεια και αφοσίωση, σε σημείο που βαπτίσθηκε ολόκληρος ο λαός των Αιθιόπων. Τέλος, αφού πρώτα ο Κύριος του έδωσε το χάρισμα της θαυματουργίας, τον κάλεσε κοντά του με ειρηνικό τρόπο.
Ένα όμορφο ρητό αναφέρει: «Αν επιθυμείς κάτι πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί να το πετύχεις».
Η αγάπη του αγίου Φρουμέντιου για τον Χριστό και για τον συνάνθρωπο, έχοντας ως βάση τα λόγια του Θεανθρώπου «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν» (Λκ 18,27), έγινε πόθος ιεραποστολής και αυτός ο πόθος , συνοδοιπόρος του θείου σχεδίου, δημιούργησε τις ιεραποστολικές του πρωτοβουλίες.
Ας πάρουμε όμως τα γεγονότα από την αρχή. Είναι πιθανόν, με βάση φυσικά αυτά που ακολούθησαν στο βίο του αγίου, ο Φρουμέντιος να συνόδευε τον φιλόσοφο Μερόπιο όχι μόνο για να γνωρίσει την ιστορία, τα ήθη και τα έθιμα των Αιθιόπων αλλά και από ιεραποστολικό ενδιαφέρον. Αυτό τους το ταξίδι ήταν προγραμματισμένο μετ’ επιστροφής. Αφού μελετούσαν τη ζωή των Αιθιόπων θα εξήγαγαν τα συμπεράσματά τους και θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους. Εκτός εάν…
Φανερώνεται ξεκάθαρα το σχέδιο του Θεού για την σωτηρία του λαού της Αιθιοπίας. Από εδώ και πέρα ξεκινούν οι ιεραποστολικές πρωτοβουλίες του Αγίου Φρουμέντιου. Συγκεντρώνει τους ελάχιστους χριστιανούς της χώρας και δημιουργεί την πρώτη Εκκλησία. Τους καλλιεργεί με τον λόγο του, με τις κοινές προσευχές και τους εκκλησιασμούς, κυρίως όμως γίνεται ένα φωτεινό παράδειγμα για όλους. Και όλα αυτά, ως λαϊκός. Του προσφέρεται η δυνατότητα να επιστρέψει στην πατρίδα του και στους γονείς του. Αυτός, αντί τούτου, επισκέπτεται τον πατριάρχη Αλεξανδρείας προκειμένου να τον ενημερώσει για την νεοϊδρυθείσα Εκκλησία της Αιθιοπίας και να τον παρακαλέσει, όχι να εκλέξει αυτόν, αλλά να αποστείλει έναν επίσκοπο για να ποιμάνει τους πιστούς μαθητές του.
Φεύγει από την Αλεξάνδρεια ως επίσκοπος πλέον και κατευθύνεται προς το ποίμνιό του… Στα αυτιά του ηχεί η φράση του αγίου Αθανασίου που απευθύνεται σε κάθε πιστό, σε κάθε ψυχή που φλέγεται από αγάπη και κυριεύεται από πόθο για την ιεραποστολή: «Και ποιος, αγαπητέ μου, είναι καλύτερος και ικανότερος από εσένα…» να διακονήσει, με την χάρη του Θεού, το έργο της ορθόδοξης μαρτυρίας στα έθνη;
Ο Άγιος Φιλούμενος κατά κόσμος Σοφοκλής γεννήθηκε στην Λευκωσία, στις 15 Οκτωβρίου 1913. Γονείς του ήταν οι Ευσεβείς Γεώργιος και Μαγδαληνή. Ήταν δίδυμος αδελφός με τον π. Ελπίδιο (κατά κόσμον Αλέξανδρος) και από μικροί ξεχώριχαν για την αγάπη που είχαν προς τον Θεό και γι’ αυτό από πολύ νωρίς άναψε μέσα τους η επιθυμία για τη μοναχική ζωή. Το 1927, σε ηλικία μόλις 14 ετών αναχώρησαν και οι δυο για την Ιερά Μονή Σταυροβουνίου, αφού πήραν την ευχή του πνευματικού τους, αλλά και των ευλαβών γονέων τους. Εκεί έμειναν 6 περίπου χρόνια, όταν ο Έξαρχος του Παναγίου Τάφου τους πήρε για να φοιτήσουν στο Γυμνάσιο του Πατριαρχείου στα Ιεροσόλυμα, όπου βρέθηκαν το 1934, μαθητές στην Σχολή της Αγίας Σιών.
Το 1937 εκάρησαν μοναχοί παίρνοντας ο Σοφοκλής το όνομα Φιλούμενος και ο Αλέξανδρος το όνομα Ελπίδιος. Στις 5 Σεπτεμβρίου του ιδίου χρόνου χειροτονήθηκαν διάκονοι και το 1939 αποφοίησαν από το Γυμνάσιο του Πατριαρχείου. Ο π. Ελπίδιος έφυγε από την Αγία Γη, υπηρετώντας σε άλλους τόπους. Ο Άγιος Φιλούμενος παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα για 45 συνεχή χρόνια, μέχρι το μαρτύριό του. Το 1943 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και αφού πέρασε από διάφορες διακονίες μέσα στο Πατριαρχείο και διορίσθηκε σε διάφορες θέσεις υπηρετώντας πάντοτε με ευθύνη και φόβο Θεού και με πολύ αγάπη προς τους αγιοταφίτες πατέρες, στις 8 Μαΐου του 1979 μετατέθηκε στο Φρέαρ του Ιακώβ όπου υπηρέτησε μέχρι το μαρτυρικό του θάνατο, στις 29 Νοεμβρίου του ιδίου έτους. Εκεί όμως, αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα από φανατικούς Εβραίους που συνέχεια τον απειλούσαν ότι αν δεν εγκαταλείψει το Φρέαρ και πάρει τις εικόνες και τον Εσταυρωμένο να φύγει, θα τον σκοτώσουν. Εκείνος όμως απαντούσε ότι δεν θα εγκαταλείψει ποτέ το προσκύνημα, αλλά ότι ήταν έτοιμος ακόμα και να μαρτυρήσει, ως πιστός φύλακας αυτού.
Το απόγευμα της 29ης Νοεμβρίου του 1979, ημέρα της μνήμης του Αγ. Μάρτυρος Φιλουμένου, φανατικοί Εβραίοι μπήκαν στο χώρο του Φρέατος του Ιακώβ κι ενώ ο Άγιος τελούσε τον Εσπερινό, του επιτέθηκαν με τσεκούρι, τον κακοποίησαν και τέλος τον σκότωσαν. Το μαρτύριό του ήταν φρικτό, γιατί οι δήμιοί του τον χτύπησαν αλύπητα στο πρόσωπο και του έκοψαν τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού. Στη συνέχεια βεβήλωσαν την Εκκλησία και το Σταυρό κι έριξαν μια χειροβομβίδα καταστρέφοντας τον χώρο. Είναι συγκλονιστική η μαρτυρία του π. Σωφρονίου που παρέλαβε το τίμιο λείψανο του μάρτυρα για να το ντύσει και να το ετοιμάσει για την ταφή, ότι παρέμεινε 5 μέρες μετά το μαρτύριό του ζεστό και εύκαμπτο και «βοήθησε» το Γέροντα Σωφρόνιο για να τον ντύσει. Συγκλονιστική είναι επίσης η μαρτυρία του κατά σάρκα αδελφού του π. Ελπιδίου, που αν και μίλια μακρυά, άκουσε τη φωνή του π. Φιλουμένου να του λέγει:
› Αδελφέ μου με σκοτώνουν προς δόξαν Θεού. Σε παρακαλώ μην αγανακτήσεις.
Η Εκκλησία τον τιμά ως άγιο στις 29 Νοεμβρίου και το ευωδιάζον και θαυματουργό σκήνωμά του βρίσκεται εντός του νέου τρισυπόστατου μεγαλοπρεπούς ιερού ναού που χτίστηκε στο Φρέαρ του Ιακώβ, επ’ ονόματι της Αγίας Φωτεινής της Σαμαρείτιδος, του Αγίου Φιλουμένου και του αγίου Ιουστίνου. Κτίτωρ του νέου αυτού ναού είναι ο Αρχιμανδρίτης π. Ιουστίνος, στον οποίο ο Άγιος Φιλούμενος εμφανίζεται συχνά και τον προστατεύει από τις επιθέσεις των φανατικών Εβραίων που συνεχίζονται εναντίον του π. Ιουστίνου και του Ιερού Προσκυνήματος. Χιλιάδες ορθόδοξοι καταφθάνουν κατ’ έτος για να προσκυνήσουν το ιερό λείψανό του στο Φρέαρ του Ιακώβ, στη Σαμάρεια. Τεμάχιον ιερού λειψάνου του, πετραχήλι του, μαζί με την παρούσα εικόνα ευρίσκονται και εις την Ελλάδα, εις την Ιερά Μονή Αγίων Αυγουστίνου Ιππώνος και Σεραφείμ του Σαρώφ Τρικόρφου Φωκίδος.
Ὁ Ἅγιος Φιλούμενος ὑπηρέτησε τὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων ἀπὸ διάφορες θέσεις – διακονήματα: Ἀρχικὰ ὡς ἐργοδηγὸς, ἀργότερα ὡς Ἐπιμελητῆς τῶν Πατριαρχικῶν Γραφείων, ὡς βοηθὸς φροντιστῆς στὸ Κεντρικὸ μαγειρεῖο, ὡς Ἡγούμενος στὴν Τιβεριάδα, στὴν Ἰόππη, ὡς διευθυντὴς τοῦ Οἰκοτροφείου τῆς Πατριαρχικῆς Σχολῆς, ὡς Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ἀρχαγγέλου, ὡς τυπικάρης τοῦ Πατριαρχικοῦ Ναοῦ τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης, ὡς Ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς Μεταμορφώσεως στὴ Ραμάλλα, στὴν Ἱ. Μ. Ἀββᾶ Θεοδοσίου, στὴν Ἱ. Μ. Προφήτου Ἠλία καὶ τέλος στὴν Ἱ. Μονή Φρέατος τοῦ Ἰακώβ στῆν πόλη Νεάπολη (Nablus) τῆς Σαμάρειας. Ἀπ’ ὅπου καὶ νὰ πέρασε, ἡ διακονία τοῦ Ἁγίου ἦταν ἀγλαόκαρπος! Γι’ αὐτὸ καὶ ἦταν ἀγαπητός ἀκόμη καὶ ἀπὸ τους μουσουλμάνους.
Στὸ τελευταῖο του διακόνημα στὴν Νεάπολη τῆς Σαμάρειας, στὸ Φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, ὁ Ἅγιος εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες, κυριώς ἀπὸ φαναντικοῦς Σιωνιστές, οἱ ὁποίοι καὶ δικεδικούσαν τὸ Προσκύνημα. Ὁ Ἅγιος ἀνέφερε συχνὰ τὶς δυσκολίες του αὐτές, σὲ ἄνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους συνδεόταν στενά, ὅπως ὁ συμμαθητῆς καὶ φίλος του (μακαριστὸς πλέον) Μητροπολίτης Βόστρων Ὑμέναιος. Στις 29 Νοεμβρίου 1979, ημέρα της ονομαστική του εορτής, φανατικοί σιωνιστές,που διεκδικούσαν το προσκύνημα ως δικό τους, τον κατέκοψαν την ώρα του εσπερινού.
Μια εβδομάδα πριν, μια ομάδα φανατικών σιωνιστών πήγε στο μοναστήρι του Φρέαρ του Ιακώβ, ισχυριζόμενοι ότι ήταν Εβραϊκός ιερός τόπος και απαιτώντας όπως όλοι οι Σταυροί και οι εικόνες να απομακρυνθούν. Βέβαια, ο άγιος επεσήμανε ότι το πάτωμα στο οποίο ήταν τώρα είχε κατασκευαστεί από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο πριν από το 331 μ.Χ. και ότι χρησιμοποιήθηκε ως Ορθόδοξος Χριστιανικός ιερός τόπος για δεκαέξι αιώνες πριν το ισραηλινό κράτος έχει δημιουργηθεί, και ότι ήταν στα χέρια των Σαμαρειτών οκτώ αιώνες πριν από αυτό, (το υπόλοιπο του αρχικού ναού είχε καταστραφεί κατά την εισβολή του Σάχη Χοσράν Παρνίς στον έβδομο αιώνα, κατά την οποία οι Εβραίοι είχαν σφαγιάσει όλους τους Χριστιανούς της Ιερουσαλήμ).
Η ομάδα έφυγε με απειλές, ύβρεις και αισχρότητες του είδους που οι ντόπιο χριστιανοί υποφέρουν τακτικά. Μετά από λίγες μέρες, στις 29 Νοεμβρίου, κατά τη διάρκεια μιας χειμαρρώδους νεροποντής, μια ομάδα σιωνιστών γύρισε στο μοναστήρι. Ο άγιος είχε ήδη βάλει το πετραχήλι του για τον Εσπερινό. Η αποσπασματική κοπή των τριών δακτύλων με το οποίο έκανε το σημείο του Σταυρού του έδειξε ότι είχε βασανιστεί σε μια προσπάθεια να τον κάνουν να αρνηθεί την Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη. Το πρόσωπο του είχε χαραχθεί άγρια στη μορφή του Σταυρού. Η εκκλησία και ιερά σκεύη είχαν όλα καταστραφεί από την διάπραξη της ιεροσυλίας.
Το σκήνωμα του αγίου παραδόθηκε στους ορθοδόξους μετά από 6 μέρες, αλλά διατηρούσε την ευκαμψία του και ετάφη στο κοιμητήριο της Αγίας Σιών. Μετά από τέσσερα χρόνια στην ανακομιδή των ιερών του λειψάνων, το σώμα βρέθηκε άφθαρτο και ευωδίαζε. Τότε, έκλεισαν τον τάφο και τον ξανάνοιξαν τα Χριστούγεννα του 1984, οπότε το ιερό σκήνος διατηρούσε μερική αφθαρσία και το τοποθέτησαν σε υάλινη λειψανοθήκη στο βόρειο τμήμα του ιερού βήματος στο ναό της Αγίας Σιών. Σχετικά μὲ τὰ ὅσα συνέβησαν τὴν ἡμέρα τοῦ Μαρτυρίου χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ διήγηση τοῦ ἱερομ. π. Σωφρονίου (δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στὸ «Ἑορτολόγιο -2000» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου, καὶ συμπεριλαμβάνεται στὸ βιβλίο «Ὁ Ἅγιος νέος Ἱερομάρτυς Φιλούμενος ὁ Κύπριος, τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Ὀρούντας Κύπρου):
«Ὁ μακαρίτης ὁ πατήρ Φιλούμενος μᾶς ἔλεγε, ὅτι κάθε Παρασκευὴ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μισαλλόδοξους καὶ φανατικοὺς Ἑβραίους πήγαιναν γιὰ νὰ προσευχηθοῦν στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ. Συνέχεια τοῦ ἔλεγαν, νὰ σηκώσει ὅλες τὶς εἰκόνες καὶ τὸν Ἐσταυρωμένο ἀκόμα καὶ νὰ τὶς πάρει καὶ νὰ φύγει, διότι τὸ Φρέαρ εἶναι δικό τους καὶ ὄχι τῶν Χριστιανῶν. Εἰδάλλως θὰ τὸ μετανιώσει πικρά, ἀλλὰ θὰ εἶναι ἀργά.
Ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ πῆγε ἐκεῖ ὅλο καὶ τὸν φοβέριζαν. Αὐτὸς ὅμως ἤξερε τὰ ἑβραϊκὰ καὶ τοὺς ἀποστόμωνε. Δὲν εἰδοποίησε ποτὲ τὴν Ἀστυνομία νὰ τὸ ἔχει ὑπ’ ὄψιν της καὶ οὔτε τὸ φαντάζονταν ὅτι θὰ τὸν σκότωναν. Στὶς 16 Νοεμβρίου (29 μὲ τὸ νέο ἡμερολόγιο) εἶχε μεγάλη βροχή, ἀσταπές, βροντές, χαλασμὸς Κυρίου ὅλη τὴν ἡμέρα.
Βρῆκαν τὴν εὐκαιρία, ποὺ δὲν ὑπῆρχε κανένας, λόγῳ τῆς κακοκαιρίας, πῆγαν καὶ τὸν σκότωσαν μέσα στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, μεταξὺ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου, ὅπως ἔκαμαν καὶ στὸν προφήτη Ζαχαρία, τὸν πατέρα τοῦ τἰμιου Προδρόμου. Τὴν ὥρα ποὺ ἔκανε ἑσπερινό, ἐκείνη τὴν ὥρα ὅρμησαν. Κύριος οἶδε πόσοι ἦσαν, καὶ τὸν σκότωσαν μὲ το τσεκούρι στὰ μούτρα καὶ στὸ δεξὶ χέρι, κόβοντας τὰ δάκτυλά του. Ἐπίσης, ἡ σιαγόνα του καὶ τὸ ἕνα μάτι του βγαλμένο καὶ τὸ ἄλλο κτυπημένο.
Τὸ πῶς μπῆκαν στὸ Μοναστήρι, Κύριος οἶδε, διότι ὁ φύλακας εἶχε φύγει ἀπὸ τῖς 4.00 τὸ ἀπόγευμα καὶ ἔκλεισε τὸ Μοναστήρι. Ὁ φόνος ἔγινε μετὰ τὶς 5.00 μ.μ.. Τὸ πρωὶ πηγαίνει ὁ φύλακας στὶς 7.00 π.μ., φωνάζει: «πάτερ Φιλούμενε;». Στὸ δωμάτιό του δὲν τὸν βρίσκει. Πηγαίνει στὴν ἐκκλησία καὶ τὸν βλέπει σκοτωμένο, μέσα στὰ αἵματα. Ἀμέσως εἰδοποίησε τὴν Ἀστυνομία καὶ ἡ Ἀστυνομία τὸ Πατριαρχεῖο.
Πῆγαν οἱ πατέρες, ὁ Καισαρείας Βασίλειος, ὁ Πέτρας Γερμανός, ὁ π. Γρηγόριος, ὁ π. Μελίτων, ὁ π. Διονύσιος καὶ ἄλλοι. Ἀλλὰ ἀφοῦ τὸν σκότωσαν ἔριξαν καὶ χειροβομβίδα ἔξω στὴν προσκομιδὴ καὶ τὰ ἔκαμαν ὅλα κομμάτια. Οὔτε μανουάλια ἄφησαν γερά, οὔτε εἰκόνες. Καὶ αὐτοῦ τοῦ Ἐσταυρωμένου ἔκοψαν τὸ χέρι του τὸ ἀριστερό. Τὰ Ἅγια Ποτήρια χαμένα. Ἦταν τόσο τρομερὴ ἡ κατάσταση σὰν νὰ μὴν κατοικοῦσε ἄνθρωπος μέσα ἀπὸ χρόνια.
Τὸν πῆραν στὸ νεκροτομεῖο, καὶ μετὰ τὸν ἔκαμαν νεκροψία στὸ Τὲλ Ἀβίβ καὶ στὶς 21 Νοεμβρίου (π.ἡ) μᾶς εἰδοποίησαν. Ἐγὼ πῆγα μαζὶ μὲ ἄλλους τρεῖς πατέρες τοῦ Πατριαρχείου καὶ μᾶς τὸν ἔδωσαν γυμνό. Ὅταν τοὺς ρωτήσαμε ποῦ εἶναι τὰ ροῦχα του, μᾶς εἶπαν εἶναι στὴ Νεάπολη. Εὐτυχῶς ποὺ εἴχαμε πάρει μαζί μας ὅλα τὰ χρειαζούμενα γιὰ νὰ τὸν ντύσουμε.
Ἀλλὰ δὲν φαντάζεστε, ὅταν μᾶς τὸν παρέδωσαν κομματισμένο, τὸ πρόσωπό του ἀγνώριστο, φέρον τὰ στίγματα τοῦ Μαρτυρίου, ὅπως οἱ Πέρσες ἔσφαξαν τοὺς Πατέρες τοῦ Ἁγίου Σάββα καὶ τῶν λοιπῶν μοναστηριῶν. Ἔτσι καὶ σήμερα. Ἀκολούθησε νέο μαρτύριο στὸν πατέρα Φιλούμενο.
Πέντε μέρες τὸν εἶχαν στὸ ψυγεῖο. Καὶ ὅμως ἦταν μαλακώτατος, σὰν νὰ μὴν εἶχε πεθάνει. Ὅταν ἄρχισα νὰ τὸν ντύνω – διότι οἱ ἄλλοι δὲν μποροῦσαν, δὲν ἄντεχαν νὰ τὸν βλέπουν ἀπὸ τὶς κακουχίες ποὺ εἶχε – τοῦ λέγω σὰν νὰ ἦταν ζωντανός:
› Γέροντά μου, τώρα θὰ μὲ βοηθήσεις νὰ σὲ ντύσω, διότι βλέπεις εἶμαι μόνος μου.
Ὅταν ἄρχισα καὶ τοῦ ἔβαλα τὴ φανέλλα, τὸ πρῶτο χέρι ἀμέσως τὸ κατέβασε μόνος του. Ὅπως καὶ τὸ ἄλλο χέρι. Καὶ τὰ πόδια ὁμοίως. Τοῦ μάζευα τὰ πόδια νὰ τοῦ φορέσω τὰ ροῦχα καὶ ὅταν τελείωνα τὰ ἅπλωνε μόνος του. Στὸ ἀριστερὸ πόδι ἀπὸ κάτω, εἶχε κτύπημα μὲ τὸ τσεκούρι.
Ἀπὸ τὸ νεκροτομεῖο. τὸν φέραμε στὸ Πατριαρχεῖο. Στὴν Ἁγία Θέκλα, ἔγινε ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία ἐν μέσῳ Ἁγιοταφιτῶν πατέρων, τῶν ἀδελφῶν τοῦ μακαρίτη καὶ ἄλλων πολλῶν. Ἦλθαν πολλοί, μέχρι καῖ ξένων δογμάτων καὶ μουσουλμάνοι καὶ χοτζάδες. Γιατὶ ὅμως ὅλοι αὐτοί; Διότι, ὅλοι τὸν ἀγαποῦσαν καὶ ἦλθαν νὰ τοῦ δώσουν τὸν τελευταῖο ἀσπασμό. Τὶ ὀδυρμός! Τὶ θρῆνος! Τὶ κοπετός ἦταν αὐτός! Ἡ Κυβέρνηση, ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι καὶ πρὶν τὸν ἐνταφισμὸ στὴ Σιών, ἔστειλε ἀστυνομία κοντὰ στοὺς Ἁγιοταφίτες φοβούμενη ἀντίποινα. Πῆρε αὐστηρά μέτρα. Καὶ νεκρὸν ἀκόμα τὸν ἐφοβοῦντο.
Τὸν π. Φιλούμενο ὅλοι τὸν κλάψαμε, διότι ἦταν ἕνας καλὸς καὶ ἅγιος πνευματικός. Ὁ Πατριάρχης τὸν ἀποκαλοῦσε “πτωχοπρόδρομο”. Καὶ ὄντως, ἦταν. Οἱ τέλειοι κληρονομοῦν τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὑπέμεινε λίγο μαρτύριο καὶ βρίσκεται μεταξὺ τῶν ἱερομαρτύρων καὶ τῶν Ὁσιομαρτύρων· ὧν ταῖς πρεσβείες, εἴθε νὰ ἀξιωθοῦμε καὶ ἐμεῖς τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Ἱερομόναχος Σωφρόνιος Ἁγιοταφίτης»
Μετὰ τὰ γεγονότα αὐτά, τὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων ἔστειλε ὁμάδες πατέρων γιὰ νὰ ἐπανδρώσουν τὸ Προσκύνημα, ἀλλὰ κανένας ἀπ’ αὐτοὺς δὲν παρέμεινε στὸ Μοναστήρι γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα. Τὸ 1983 ὁ τότε Πατριάρχης Διόδωρος κάλεσα τὸν π. Ἰουστῖνο νὰ ἀναλάβει τὴν Ἡγουμενία στὸ Φρέαρ. Ἐκεῖνος ἀν καὶ ἀρχικὰ ἀρνήθηκε, κατόπιν διαφόρων ὁραμάτων ποὺ εἶχε, δέχτηκε καὶ πῆγε στὸ Φρέαρ, ὅπου καὶ διακονεῖ μέχρι καὶ σήμερα. Ὁ π. Ἰουστῖνος κατὰ τὴν διάρκεια τῆς διακονίας του δέχτηκε πολλὲς ἐπιθέσεις ποὺ εἶχαν στόχο νὰ τὸν σκοτώσουν ἢ τουλάχιστον νὰ τὸν κάνουν νὰ ἐγκαταλείψει τὸ Προσκύνημα. Ὁ Ἅγιος Φιλούμενος τὸν ἔσωσε πολλὲς φορές. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ περίπτωση ποὺ τὸν σήκωσε ἀπὸ τὸ κρεβάτι καὶ τοῦ ἀποκάλυψε ἕνα ὡρολογιακὸ ἐκρηκτικὸ μηχανισμό!
Στὴν τρίτη ἐπίθεση που δέχτηκε ὁ π. Ἰουστῖνος, κατάφερε – ἄν καὶ τραυματισμένος – νὰ ἀκινητοποιήσει τὸν δράστη χρησιμοποιώντας ἕνα μανουάλι πού βρισκόταν δίπλα του. Ὁ δράστης συνελήφθη καὶ ἀποδείχθηκε ὅτι ἦταν ὑπεύθυνος καὶ γιὰ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Ἁγίου Φιλουμένου. Ἡ Ἀστυνομία τὸν ἔφερε καὶ πάλι στὸ Προσκύνημα, ὅπου καὶ ἔγινε ἀναπαράσταση τῆς δολοφονίας τοῦ Ἁγίου. Τότε ἔγινε γνωστὸ σὲ ὅλους τὸ πῶς μπῆκαν στὸ Μοναστήρι, πῶς κρύφτηκαν καὶ τέλος πῶς δολοφόνησαν τὸν ἅγιο Φιλούμενο.
Ὁ π. Ἰουστῖνος μὲ πολλὲς προσευχὲς καὶ ἀγῶνες, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἔμπρακτη βοήθεια τοῦ Ἁγίου Φιλουμένου, ἔχει ἀποπερατώσει τὴν ἀνέγερση τοῦ Ἱ. Ν. τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, ἡ στάμνα τῆς ὁποίας φιλοξενεῖται πλέον στὸ Προσκύνημα τοῦ Φρέατος. Ἐπίσης τὸ ἄφθαρτο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Φιλουμένου μεταφέθηκε ἁπὸ τὸν Ναὀ τῆς Πατριαρχικῆς Σχολῆς καὶ φυλάσσεται στὸ Ἱερὸ Προκύνημα τοῦ Φρέατος στὴν Νεάπολη. Ἔτσι λοιπόν, ὅπως χαρακτηριστικὰ συνηθίζει νὰ λέει ὁ π. Ἰουστῖνος, ἔχει καὶ «σωματικά» τὸν Ἅγιο Φιλούμενο στο πλευρό του! Τεμάχιον ιερού λειψάνου του, πετραχήλι του, μαζί με την παρούσα εικόνα ευρίσκονται και εις την Ελλάδα, εις την Ιερά Μονή Αγίων Αυγουστίνου Ιππώνος και Σεραφείμ του Σαρώφ Τρικόρφου Φωκίδος.
Β.Μ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
[1] Αντέχουμε : «29 Νοεμβρίου 1979: Ὁ Ἅγιος Νέος Ἱερομάρτυς Φιλούμενος ὁ Ἁγιοταφίτης κατακρεουργεῖται στὸ Φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ»
[2] Αναβάσεις : «Άγιος Νεομάρτυς Φιλούμενος Αγιοταφίτης (1913-1979)»
[3] Πεμπτουσία : «Ο Άγιος Νεομάρτυρας Φιλούμενος του Φρέατος του Ιακώβ († 29 Νοεμβρίου 1979)»
[4] ICONANDLIGHT: «Άγιος Φιλούμενος του Φρέατος του Ιακώβ, "Αδερφέ μου με σκοτώνουν…"»
[5] Γέροντας Νεκτάριος: «Ο Άγιος Φιλούμενος στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Βύρωνος»
[6] Νεκρός για τον κόσμο: «Άγιος Νεομάρτυρας Φιλούμενος - Απόστολος Ανδρέας (29+30 Νοέμβρη)»
(Πηγή: «Ο Άγιος Νεος Ιερομάρτυς Φιλούμενος ο Αγιοταφίτης που κατακρεούργησαν Εβραίοι στα Ιεροσόλυμα. 16/29 Νοεμβρίου», Χώρα του Αχωρήτου)
Σημείο αγιότητος του Αγίου Φιλουμένου
«Τα Χριστούγεννα του 1984 εκοιμήθη εν Κυρίω ο μητροπολίτης Πέλλης Κλαύδιος και τον συνωδεύσαμε μέχρι το νεκροταφείο μας που είναι στο όρος Σιών. Τότε μας είπε ο Πατριάρχης να κάνουμε την ανακομιδή του π. Φιλουμένου.
Πράγματι, όταν ανοίξαμε τον τάφο, εβγάλαμε το σώμα του επάνω σ' ένα μάρμαρο διπλανού τάφου. Τα ρούχα του ήταν μισολειωμένα και έπαιρναν οι μοναχοί ως ευλογία να τα μοιράσουν και σε άλλους. Τα χέρια του ήταν ευλύγιστα. Το δεξιό του πόδι, από τον αστράγαλο και κάτω, είχε λειώσει, διότι ο φονιάς του το είχε κόψει με τον μπαλντά, καθώς και τα δάκτυλα του αριστερού του ποδός. Το υπόλοιπο σώμα του ήταν ακέραιο, παρ' ότι παρέμεινε στον τάφο τρία χρόνια. Το πρόσωπο, επειδή ήταν κτυπημένο με τον μπαλντά, είχε άνοιξη το κρανίο και του έλειπε και η μύτη. Είχε ακόμη τα γένεια του και τα μαλλιά του. Κάποιος εκεί καθάρισε το σώμα με κρασί και σφουγγάρι, το οποίον μάλιστα δεν είχε καμμιά δυσοσμία. Δεν ήταν σκωληκόβρωτο, δεν είχε καμμιά οπή, ούτε μία. Πιέζαμε το στήθος και την κοιλιά του και πάλι έρχονταν στην θέσι τους. Το τοποθέτησαν σ' ένα φέρετρο και το έθαψαν πάλι σ' ένα άλλο τάφο. Εκεί έμεινε μέχρι το Πάσχα του 1985, οπότε έγινε και η δεύτερη ανακομιδή του. Τότε είχαν απορροφηθή τα υγρά του. Το έβαλαν στην εκκλησία και είναι όπως τα σώματα των Αγίων Γερασίμου και Σπυρίδωνος.
Θα μου ειπήτε: Είναι άγιος; Σίγουρα είναι μάρτυς, διότι εμπόδισε τον εβραίο να προσευχηθή σε χριστιανικό προσκύνημα. Όταν εκείνος εκτύπησε το κουδούνι του σπιτιού του, βγήκε έξω ο πατήρ Φιλούμενος με το επιτραχήλιο, διότι εκείνη την στιγμή εδιάβαζε τον Εσπερινό. Τον έπιασε ο εβραίος από τα γένεια, τον έρριξε κάτω και τον κτύπησε με τον μπαλντά. Εκείνος προσπαθούσε ο καϋμένος με τα χέρια να βγη έξω, να γλυτώση, διότι μετά είδαμε και είχαν γεμίσει οι σκάλες αίματα. Επομένως είναι μάρτυς.
Και τώρα θα σας ειπώ μία θαυματουργική επέμβασι του πατρός Φιλουμένου.
Στις 28 Οκτωβρίου 1985 είχε ορίσει το Πατριαρχείο τον μητροπολίτη Παλλάδιο να τελέση πανηγυρική Δοξολογία σε κάποια απομακρυσμένη εκκλησία. Καθυστέρησε όμως να ξεκινήση, οπότε άλλοι αδελφοί του τηλεφώνησαν επανειλημμένως. Κανείς όμως δεν σήκωνε το τηλέφωνο. Επήγαν και στο δωμάτιό του και του κτύπησαν την πόρτα, μα δεν επήραν απάντηση. Ειδοποίησαν τον Γέροντά του, τον Καισαρείας Βασίλειο, και το πρωί τον ευρήκαν μέσα στο δωμάτιο του πεσμένον στο πάτωμα, σχεδόν νεκρό. Τι του είχε συμβή; Από το βράδυ του ήλθε λιποθυμία και έμεινε μέχρι το πρωί στις 10 αναίσθητος κάτω στο πάτωμα.
Εφώναξαν το Πρώτων Βοηθειών. Μαζί με τον Καισαρείας μπήκε και ο μοναχός Σωφρόνιος, ο οποίος είχε μαζί του ένα δακτυλάκι του πατρός Φιλουμένου. Όλοι έκλαιγαν. Σε μια στιγμή λέγει ο μοναχός Σωφρόνιος:
› Σεβασμιώτατε, μου επιτρέπετε να τον σταυρώσω με αυτό το οστούν του πατρός Φιλουμένου;
› Κάνε ό,τι μπορείς. Τι να σου ειπώ;
Έβγαλε το οστούν και τον εσταύρωσε στο μέτωπο λέγοντας και το τροπάριο: «Οι Μάρτυρες Σου, Κύριε, εν τη αθλήσει αυτών...». Μόλις τον εσταύρωσε, εκείνος ανέπνευσε βαθειά και είπε:
› Πού είμαι; Πού είμαι;
Αυτό είναι αποδεικτικό της αγιότητος του πατρός Φιλουμένου.»
(Αποσπάσματα από την ομιλία του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Νεαπόλεως και Σαμαρείας κ. Αμβροσίου που εκφωνήθηκε στο Συνοδικό της Ιεράς ημών Μονής του Οσίου Γρηγορίου την 24ην Οκτωβρίου 1986, «Περί της ανακομιδής των λειψάνων του ιερομάρτυρος Φιλουμένου», περιοδικό «Ο Όσιος Γρηγόριος», ετήσια έκδοσις της Ιεράς Κοινοβιακής Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, έτος 1987, αριθμός 12, Ιερά Μονή Παντοκράτορος)
Γνωρίσαμε τον Άγιο Φιλούμενο, τον κύπριο, τον ιερομάρτυρα
Το 1940 ό π.Έλπίδιος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και υπηρέτησε με ζήλο τα διάφορα διακονήματα πού του ανατέθηκαν. Το 1949 προσελήφθη στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και αναχώρησε από την Αγία Γη, ακολουθώντας μία πορεία πνευματικής διακονίας σε πολλούς τόπους και χώρες. Ό Άγιος Φιλούμενος παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα υπηρετώντας ταπεινά για σαράντα πέντε συνεχή χρόνια μέχρι το μαρτυρικό του τέλος. Ένα χρόνο μετά την αποφοίτηση του από το Γυμνάσιο ό Άγιος Φιλούμενος, διορίστηκε εργοδηγός στο Πατριαρχείο. Λίγο αργότερα, μετατέθηκε ως διάκονος στην Ιερά Λαύρα τού Άγιου Σάββα τού Ηγιασμένου. Εκεί υπηρέτησε από τον Ιούνιο του 1940 μέχρι και τον Σεπτέμβριο τού 1941 και συνδέθηκε πνευματικά με τούς Άγιοσαββαΐτες πατέρες.
Τον Ιανουάριο του 1942 κλήθηκε να αναλάβει καθήκοντα Επιμελητού των Πατριαρχικών Γραφείων, θέση στην όποια υπηρέτησε μέχρι και τον Ιούλιο τού 1944. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στα Πατριαρχικά Γραφεία, την 1η Νοεμβρίου τού 1943, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος επί τού Φρικτού Γολγοθά από τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Πέλλης Μεθόδιο. Ή επόμενη διακονία του ήταν στο Κεντρικό Μαγειρείο, όπου υπηρέτησε ως βοηθός φροντιστής μέχρι τον Φεβρουάριο του 1946. Έπειτα διορίστηκε Ηγούμενος στην' Ιερά Μονή των Άγιων Αποστόλων στην Τιβεριάδα και στις 20 Μαρτίου του 1948 χειροθετήθηκε Αρχιμανδρίτης. Τον Μάρτιο του 1953 μετατέθηκε στην’ Ιερά Μονή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Ίόππη, όπου υπηρέτησε ως Ηγούμενος για έξι περίπου χρόνια, μέχρι τον Νοέμβριο του 1959. Για τα επόμενα δύο χρόνια, από τον Νοέμβριο του 1959 μέχρι τον Μάιο του 1961, ό Άγιος υπηρέτησε ως Διευθυντής του Οικοτροφείου της Πατριαρχικής Σχολής. Τα χρόνια αυτά είχαν την ευκαιρία να τον γνωρίσουν και αρκετά από τα παιδιά του Γυμνασίου του Πατριαρχείου.
Αναφέρει ό Κύπριος στην καταγωγή Αρχιεπίσκοπος Κένυας Μακάριος:
«Ως νέος είχα τη μεγάλη ευλογία να ταξιδέψω στους Αγίους Τόπους, με σκοπό να παραμείνω εκεί και να ενταχθώ στους κόλπους της Άγιοταφικής Αδελφότητας. Λόγοι ειδικοί και ίσως το σχέδιο του Θεού δέ μού επέτρεψαν να παραμείνω εκεί για πολύ χρόνο. Όμως στο διάστημα της εκεί παραμονής μου, ίσως βέβαια αυτό να οφειλόταν και στην καταγωγή μου, δημιούργησα μία στενή φιλία με τον τότε άσημο ιερομόναχο Φιλούμενο [...]. Σ' έμενα προσωπικά, ό π. Φιλούμενος είχε δημιουργήσει βαθιά μέσα μου ένα αίσθημα μεγάλου σεβασμού, το όποιο τελικά με οδήγησε μια μέρα να τον σταματήσω και να του συστηθώ. Ή συνάντηση αυτή δεν ήταν τυπική, αλλά κατά βάθος ουσιαστική, γιατί από τη στιγμή εκείνη αισθάνθηκα ότι δέ συνομιλούσα με ένα συνηθισμένο άνθρωπο, αλλά με κάποιον πού αυτόματα επιβεβαίωνε την αγιότητα. Αντιλήφθηκα ότι είχα μπροστά μου ένα "φίλο Χριστού", και θυμήθηκα το προφητικό του Δαβίδ, "Έμοι δέ λίαν έτιμήθησαν οι φίλοι σου, ό Θεός" (Ψαλμ. 138,17).»
Τον Μάιο του 1961, ό Άγιος Φιλούμενος διορίστηκε Ηγούμενος στην’ Ιερά Μονή των Αρχαγγέλων στα Ιεροσόλυμα και τον Φεβρουάριο τού 1962 τυπικάρης στον Μοναστηριακό Ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, όπου υπηρέτησε για τρία περίπου χρόνια (μέχρι τον Αύγουστο τού 1965). Στο διακόνημα τού τυπικάρη υπηρέτησε με πολύ ζήλο και ήταν πολύ αυστηρός όσον άφορα στην εκκλησιαστική τάξη και την τήρηση της. Ή πνευματική άλλωστε ακρίβεια πού τον χαρακτήριζε, αντικατοπτριζόταν σε κάθε διακόνημα πού αναλάμβανε, πολύ δέ περισσότερο στην τέλεση των εκκλησιαστικών ακολουθιών, οι όποιες αποτελούσαν το καθημερινό του εντρύφημα. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίνης Αρίσταρχος:
«Γνώρισα τον π. Φιλούμενο κατά τα έτη 1964-1966. Τότε ήμουν μαθητής της Ε' και Στ' τάξης του Γυμνασίου και ταυτόχρονα υπηρετούσα ως νεωκόρος στον Άγιο Κωνσταντίνο Εκεί ήταν τυπικάρης ό π. Φιλούμενος. Και τον θυμόμαστε Τον ζήσαμε. Ήταν άνθρωπος ευσεβής, άνθρωπος μοναχικός, αφιερωμένος, φιλακόλουθος. Άκουγα μάλιστα από τον φίλο του, τον μακαριστό Μητροπολίτη Βόστρων' Υμέναιο, ότι είχε τα εκκλησιαστικά βιβλία και στο σπίτι και διάβαζε εκεί όσες ακολουθίες δεν μπορούσαμε να διαβάσουμε στην εκκλησία. Αγαπούσε τις ακολουθίες και, ως τυπικάρης πού ήταν, επέμενε πολύ στην ακριβή τέλεση τους. Και θυμάμαι ακόμα πού, όταν κάποιες φορές εμείς βιαζόμασταν στην ανάγνωση τού Ψαλτηρίου ή παραλείπαμε κάτι, αυτός το αντιλαμβανόταν και ερχόταν και μάς έπέπληττε.»
Συμπληρώνει ό Αρχιεπίσκοπος Μαραθώνος Μελίτων:
«Όταν ό Άγιος Φιλούμενος ήταν τυπικάρης, εμάς, τα παιδιά πού διακονούσαμε στο αναλόγιο, μάς αγαπούσε πολύ. Πηγαίναμε εκεί πρωί-πρωί, για να κανοναρχήσουμε, και αυτός μάς ετοίμαζε τα βιβλία και μάς εξηγούσε το κάθε τί:
› Το μικρό βιβλίο το θέλουμε γι' αυτόν τον σκοπό, το μεγάλο για εκείνο...
Μάς έμαθε να κανοναρχούμε και να αγαπούμε το ψαλτήρι. Ήθελε όμως να διαβάζουμε σωστά και μάς παιδαγωγούσε. Έτσι, όταν κάναμε λάθος στην ανάγνωση των εκκλησιαστικών κειμένων, μάς διέκοπτε και μάς έβαζε να ξαναδιαβάσουμε όλο το κείμενο από την αρχή. Δεν είχε βέβαια πνεύμα τιμωρίας, αλλά μάς παίδευε μορφωτικά, όταν χρειαζόταν.
Μάς έλεγε ακόμα να φροντίζουμε τον Οίκο τού Θεού με επιμέλεια, γιατί αυτή ή φροντίδα είναι μέρος της λατρείας μας προς τον Κύριο. Γι' αυτό και επεδίωκε, ως κανονάρχες πού ήμασταν, να έχουμε υπό την ευθύνη μας την ευπρέπεια τού Μοναστηριακού Ναού των Άγιων Κωνσταντίνου και Ελένης. Δεν έφείδετο κόπου και χρόνου, για να μάς συμβουλεύσει και να μάς καθοδηγήσει στο σωστό. Καταλαβαίναμε ότι μάς αγαπούσε. Ήμασταν τότε μικρά παιδιά και νιώθαμε κοντά του ασφάλεια. Νιώθαμε ότι είχαμε δίπλα μας έναν άνθρωπο πού πάντοτε ήταν έτοιμος να μάς στηρίξει. Πάντοτε είχε κάτι καλό να μάς πει, κάτι καλό να μάς διδάξει. Βέβαια, δεν ήταν μόνο τα λόγια. Όλη του ή ζωή ήταν μία συμβουλή για μάς και παράδειγμα προς μίμηση.»
Παράλληλα με την ορθή και ακριβή τέλεση των ακολουθιών, ό Άγιος ήθελε να μεταδώσει στα παιδιά την αγάπη για την αρχαία ελληνική γλώσσα, ώστε να μπορούν να κατανοούν τα εκκλησιαστικά κείμενα. Αναφέρει ό Αρχιεπίσκοπος Γεράσων Θεοφάνης:
«Όταν διαβάζαμε την ακολουθία και βρίσκαμε κάποια άγνωστη λέξη, για να μας διδάξει, μας ρώταγε:
› Ξέρετε τί είναι αυτό;
Και μάς εξηγούσε. Αυτός ήταν και ό καλύτερος τρόπος για να μάθουμε. Πολλές φορές, μάλιστα, μάς έβρισκε και μάς ρωτούσε και έκτος της εκκλησίας, γιατί φαίνεται ότι είχε πολλή αγάπη στη γραμματική και το συντακτικό. Ήξερε όλους τούς κανόνες, τις εξαιρέσεις, τα ανώμαλα ρήματα και μάς τα μάθαινε. Είχαμε μαζί του μία απλή και ταπεινή σχέση, ταυτόχρονα όμως τον σεβόμασταν πάρα πολύ.»
Μετά την τριετή διακονία του στον Άγιο Κωνσταντίνο, ό Άγιος Φιλούμενος διορίστηκε Ηγούμενος στην’ Ιερά Μονή της Μεταμορφώσεως στη Ραμάλα (Αύγουστος του 1965 - Αύγουστος τού 1967), όπου υπηρέτησε και αργότερα για άλλα τρία χρόνια (Ιανουάριος τού 1976 - Μάιος τού 1979).Έκεΐ είχε ένα ορθόδοξο αραβόφωνο ποίμνιο μερικών χιλιάδων, το όποιο διακόνησε με πατρική αγάπη και πόνο, γι' αυτό και απέκτησε πολύ νωρίς τη φήμη ενός εξαιρετικού ιερομόναχου και πνευματικού. Αν και ή σοβαρότητα και ή σύνεση πού τον χαρακτήριζαν τον έκαναν να φαίνεται κάποτε απρόσιτος, εντούτοις, όσοι τον πλησίαζαν, αμέσως αντιλαμβάνονταν την πηγαία αγάπη, με την όποια περιέβαλλε αδιάκριτα τον κάθε άνθρωπο είτε αυτός άνηκε στο ποίμνιο του είτε όχι. Πολλοί, μάλιστα, τον σέβονταν και τον ευλαβούνταν ως άγιο από τον καιρό πού ήταν ακόμα εν ζωή. Θυμάται ή Μαριλέν Οdeh (εκπαιδευτικός στη Ραμάλα):
«Όταν ό Άγιος Φιλούμενος ήταν Ηγούμενος στην περιοχή μας, στη Ραμάλα, έρχόταν πολύ συχνά στο σπίτι μας, γιατί ή μητέρα μου έψαλλε στην εκκλησία κι έτσι είχαμε καλές σχέσεις με όλους τούς μοναχούς του Πατριαρχείου πού διορίζονταν έδώ. Έχουμε πάρα πολύ καλές αναμνήσεις άπ' αύτόν. 'Ο αδελφός μου, ό Σαμίρ ό όποιος ήταν τότε μικρό παιδάκι -δυόμισι έως τριών ετών-, καθόταν πάντοτε στα πόδια του και τον παρακαλούσε να τού διηγείται βίους άγιων. Γενικά, είχε πολύ καλή επικοινωνία με το ποίμνιο του, αλλά μ' εμάς ήταν σαν να είμαστε μία οικογένεια.
Όμως, παρόλο πού είχαμε αυτή την άνεση μεταξύ μας, οι επισκέψεις του ήταν πάντοτε «μετρημένες», πνευματικές, ίσως γιατί και ό ίδιος ήταν πάρα πολύ αυστηρός στο πρόγραμμα και τις αρχές του.
Ήταν πάρα πολύ καλός άνθρωπος. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Από τότε φαινόταν ότι είχε κάτι ξεχωριστό. Ξεχώριζε από τούς υπόλοιπους ανθρώπους. Χωρίς να τού μιλάς, ένιωθες κοντά του ειρήνη, σιγουριά, ασφάλεια. Και αυτός καταλάβαινε τί ήθελες, χωρίς να χρειαστεί να τού μιλήσεις, δίνοντας σου μάλιστα πολλές φορές και την απάντηση πού χρειαζόσουν. Όταν μιλούσε, ήταν πάρα πολύ ήρεμος. Και σου μετέδιδε αυτή την ηρεμία. Μιλούσε για τον Χριστό, για την Εκκλησία, για την Ορθοδοξία.
Από τον καιρό πού ζούσε, νιώθαμε ότι όλα όσα είχαμε διαβάσει για τούς άγιους και τη ζωή τους εκπληρώνονταν σ'αυτόν τον άνθρωπο.»
Οι πολλοί πνευματικοί αγώνες τού Αγίου Φιλουμένου, καθώς και ή ανυπόκριτη αγάπη με την όποια περιέβαλλε το ποίμνιο του, προσείλκυαν τούς ανθρώπους, οι όποιοι αισθάνονταν κοντά του παρηγοριά και ανάπαυση. Όλοι γνώριζαν ότι στο πρόσωπο του θα βρουν τον καλόν ποιμένα τον αληθινό πνευματικό πατέρα, τον γνήσιο μαθητή του Χριστού. Ή Χάρη του Θεού τον συνόδευε παντού και πλησίον του αντιλαμβάνονταν τις ενέργειες της, ακόμη και με μόνη την απλή παρουσία του. Διηγείται ό π. Ίσσα Χούρη:
«Όταν ό Άγιος Φιλούμενος ήταν Ηγούμενος στη Ραμάλα, εγώ ήμουνα στο Μπίρ Εέιτ και δεν είχα ίερωθεί ακόμα. Επειδή ό πατέρας μου ήταν πρωτοψάλτης, γνώριζε όλους τούς ιερείς πού περνούσαν από την περιοχή μας και έτσι είχαμε γνωρίσει και τον Άγιο. Τον θυμάμαι. Ήταν πράος και πάρα πολύ ήρεμος άνθρωπος. Όταν κουβεντιάζαμε, μιλούσε μόνο για πνευματικά θέματα. Του άρεσε πολύ να μιλά για τον Θεό και τούς άγιους, για τον καθημερινό μας αγώνα ως χριστιανοί. Απ' αυτόν είχα μάθει πάρα πολλά, τα όποια με βοήθησαν ως άνθρωπο και ως ιερέα. Αλλά δεν ήταν μόνο οι συζητήσεις μας μαζί του. Πολλές φορές ή παρουσία του και μόνο μάς παρηγορούσε και κατεύναζε τις θλίψεις και τα προβλήματα μας. Ή αγιότητα πού είχε πληροφορούσε την καρδία μας, ώστε θέλαμε συνέχεια να τον συναντάμε... Να είμαστε κοντά του».
Έκτος από το ποίμνιο του ό Άγιος αγαπούσε πολύ και τούς Αγιοταφίτες πατέρες -ιδιαίτερα τούς μικρότερους-και, όταν τον επισκέπτονταν στη Ραμάλα, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τούς ενισχύσει και να τούς στηρίξει. Θυμάται ό π. Ευσέβιος:
«Όταν ήταν ή εορτή της Μεταμορφώσεως και πανηγύριζε ή Μονή στη Ραμάλα πήγαινε εκεί πέρα πάρα πολύς κόσμος. Και επειδή οι Ηγούμενοι, όταν γιορτάζει ή εκκλησία τους, πάντα κάνουν τραπέζι, το ίδιο έκανε και ό Άγιος Φιλούμενος. Τον θυμάμαι, λοιπόν, αύτη τη μέρα να τρέχει συνεχώς πάνω-κάτω. Ό ίδιος δεν έτρωγε καθόλου, για να μάς εξυπηρετεί. Εμάς, τούς νεότερους διακόνους, μάς αγαπούσε ιδιαίτερα. Ίσως λόγω ηλικίας, πού ήμασταν νεότεροι ίσως επειδή είχαμε πολλές δυσκολίες στα πνευματικά, στα οικονομικά διότι και οικονομικά πολλές φορές μάς βοηθούσε. Έτρεχε, λοιπόν, πάνω-κάτω και έλεγε:
› Έφαγες π. Ευσέβιε; Έφαγες π. Γρηγόριε; Χόρτασες; Τί σού λείπει; Φρούτο έφαγες; Γλυκό έφαγες; Πάρε, πάρε!
Καθόμασταν, λοιπόν, εκεί πέρα και τρώγαμε, τραγουδούσαμε τραγούδια εθνικά, αραβικά και ελληνικά και ψάλλαμε. Μάλιστα, βάζαμε και τον π. Φιλούμενο να ψάλλει, γιατί ήταν γνώστης της μουσικής. Τώρα είναι ή σειρά σου, τού λέγαμε, και κάναμε όλοι απόλυτη ησυχία, επειδή ήταν ισχνή ή φωνή του και έπρεπε να ακούγεται. Αυτός έψαλλε και εμείς ίσοκρατούσαμε.»
Συμπληρώνει ό Αρχιεπίσκοπος Γεράσων Θεοφάνης:
«Πιο πολύ μάλιστα τού άρεσε να ψάλλει τα Κατανυκτικά της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τα τροπάρια δηλαδή πού ψάλλουμε στους Κατανυκτικούς Εσπερινούς. Και το παράξενο ήταν ότι, όταν έψαλλε ό Άγιος, δέ θέλαμε να σταματήσει. Αν και ή φωνή του ήταν αδύνατη, εντούτοις μάς μετέδιδε κάτι πάρα πολύ δυνατό. Είχε βέβαια τη γνώση και μπορούσε να αποδώσει πολύ καλά τα μουσικά, αλλά είχε και πολύ μεγάλη ευλάβεια. Έψαλλε έκ ψυχής. Ζούσε την κάθε λέξη των τροπαρίων και αυτό το βίωμα του το μετέδιδε και σ' εμάς τούς νεότερους.»
Ανάμεσα στους δύο διορισμούς του στη Ραμάλα, ό Άγιος Φιλούμενος υπηρέτησε για τρία χρόνια στη Μονή του Αββά Θεοδοσίου (Αύγουστος 1967 - Αύγουστος 1970) και για έξι χρόνια στη Μονή τού Προφήτη Ηλία (Αύγουστος 1970 Ιανουάριος 1976). Στον Προφήτη Ηλία τον γνώρισαν Ηγούμενο πολλοί από τούς μαθητές τού Γυμνασίου, επειδή εκεί πήγαιναν πολύ συχνά εκδρομές.
Θυμάται ό π. Ευσέβιος:
«Ανάμεσα στις εξόδους πού πηγαίναμε κάθε Κυριακή, πηγαίναμε και στον Προφήτη Ηλία. Θυμάμαι, λοιπόν, τον Άγιο με το γκρίζο αντερί του -τού άρεσε πολύ το χρώμα αυτό-, με το σκουφάκι του το μοναχικό να ανεβοκατεβαίνει τα πολλά σκαλιά τού Προφήτη Ηλία για να μάς εξυπηρετήσει. Και θυμάμαι πού μάς μάζευε εκεί πέρα στη σκιά ενός δένδρου, μάς έβαζε να καθίσουμε και μάς μιλούσε. Μάς έλεγε για τον Πανάγιο Τάφο και για την αγάπη πού πρέπει να έχουμε για τα προσκυνήματα πού υπηρετούμε. Μάς διηγείτο βίους άγιων ή μάς έλεγε αποσπάσματα από τούς Πατέρες της' Εκκλησίας, για τα όποια μάλιστα, όταν μάς ξανάβλεπε, έκανε ερωτήσεις μάς "εξέταζε", για να δει αν τα θυμόμασταν.
Άλλοτε πάλι, μάς έλεγε συμβουλές δικές του, στηριγμένες σε βίους άγιων. Τον θυμάμαι, για παράδειγμα, πού μάς έλεγε συχνά:
› Να κάνετε κάθε μέρα προσευχή και, όταν θα γίνετε αργότερα Αγιοταφίτες μοναχοί, να μάθετε τούς Χαιρετισμούς της Παναγίας από στήθους. Διότι όλοι οι μοναχοί ξέρουν τούς Χαιρετισμούς της Παναγίας, όπως και το Απόδειπνο και προσεύχονται το βράδυ. Ένα πράγμα να μην ξεχνάτε και ποτέ να μην το παραβιάζετε: Εάν δεν μπορείτε να λέτε την ακολουθία όρθιοι, αν είστε κουρασμένοι ή άρρωστοι, ποτέ να μην την παραλείπετε. Να τη λέτε έστω καθιστοί, έστω στο κρεβάτι.
Κάποτε μάς έψελνε εκεί πού ήμασταν μαζεμένοι, γιατί ήθελε να μεταδώσει αυτό το τάλαντο της μουσικής, όπου μπορούσε. Μάς έλεγε:
› Αυτό είναι ήχος τάδε· ακούστε πώς πάει...
Και μάς το έψαλλε. Μάλιστα τού άρεσε και ήθελε να μεταφέρει τον ιεροσολυμίτικο τρόπο ψαλσίματος, τις ιδιαιτερότητες τόσο τις λειτουργικές όσο και τις ψαλτικές τού Πατριαρχείου. Έπειτα μάς κερνούσε φρούτο, καραμέλες ή ακόμα κα! σοκολάτες ή παγωτό, όταν ήτανε Κυριακή και δεν ήτανε νηστεία, και μετά φεύγαμε.»
Ό Άγιος διακονούσε με αγάπη και τούς προσκυνητές, πού μαζεύονταν στη Μονή για τη γιορτή τού Προφήτη Ηλία. Έφθαναν εκεί άνθρωποι από διάφορες πόλεις τού Ισραήλ -κυρίως Άραβες ορθόδοξοι-, για να προσκυνήσουν και να φέρουν τάματα και λαμπάδες. Όλους έτρεχε να τούς δει, να τούς εξυπηρετήσει, φροντίζοντας μάλιστα πέρα από τη φιλοξενία να τούς προσφέρει και λόγο πνευματικό. Οι κοσμικές συζητήσεις δεν τον ενδιέφεραν. Όταν επρόκειτο να μιλήσει για τον Θεό, τότε γινόταν άλλος άνθρωπος. Γινόταν ό ποιμήν ό καλός, ό όποιος ανησυχούσε για τα λογικά πρόβατα της ποίμνης του. Ήθελε με κάθε τρόπο να γνωρίσουν και να μάθουν να αγωνίζονται γι' Αυτόν, στον Όποιον πιστεύουν. Κα! ό λόγος του, όπως μαρτυρούν όσοι τον γνώρισαν, αποτυπωνόταν στις καρδιές των ανθρώπων, διότι δεν ήταν απλή παράθεση θεωριών, αλλά αντανακλάση, τα δικά του πνευματικά βιώματα. Αναφέρει η μοναχή Ευπραξία:
«Ό Άγιος Φιλούμενος ήταν πάρα πολύ ολιγόλογος. Όταν όμως πηγαίναμε στο προσκύνημα πού διακονούσε, στο πέρας της Θείας Λειτουργίας, πάντοτε έκανε ένα σύντομο και απλό κήρυγμα. Μάς έλεγε, για παράδειγμα, να έχουμε ταπείνωση, να έχουμε αγάπη, να ήμαστε ελεήμονες...
› Να λέτε την Ευχή, και η ευχή θα τα κανονίσει όλα. Όταν λέτε την Ευχή, μη φοβείστε τίποτα.
Αλλά κι ό ίδιος ζούσε την Ευχή, ή όποια δεν έλειπε ο από το στόμα του. Περπατούσε κα έβλεπες συνεπώς τα Χείλη του να κινούνται. Εμάς, πού ήμασταν μοναχές, μας έλεγε να διαβάζουμε πολύ και κυρίως πατερικά βιβλία, όπως τον Άγιο Έφραίμ τον Σύρο, τον Άγιο Έφραίμ τον Σύρο, την Κλίμακα τού Αγίου Ιωάννου τού Σιναιτου, την Αγία Γραφή...
Μας έλεγε:
› Το Ευαγγέλιο να μη μας λείπει από το χέρι σας. Την Καινή Διαθήκη να τη διάβαζε τε τακτικά.»
Μετά τη διακονία του στο Προφήτη Ηλία και τη Ραμάλα, ό Άγιος Φιλούμενος μετατέθηκε, στις 8 Μαΐου τού 1979, στο Φρέαρ του Ιακώβ, όπου υπηρέτησε μέχρι και τον μαρτυρικό του θάνατο, στις 29 Νοεμβρίου τού ίδιου έτους.
(Από το βιβλίο «Ο Άγιος Ιερομάρτυς Φιλούμενος ο Κύπριος», «ΓΝΩΡΙΣΑΜΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΦΙΛΟΥΜΕΝΟ. ΤΟΝ ΚΥΠΡΙΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑ», Άπαντα Ορθοδοξίας)
O Ουίλιαμ Νταλρίμπλ και η μαρτυρία του για τον Άγιο Φιλούμενο στο Φρέαρ του Ιακώβου
Γύρω στο 570 μ.Χ., κι αφού είχε ήδη περιβληθεί το μοναχικό σχήμα στη Μονή του Αγίου Θεοδοσίου, ο Ιωάννης Μόσχος αποσύρθηκε στην έρημο για να περάσει δέκα χρόνια σ’ ένα μοναστήρι χτισμένο σε μια απομακρυσμένη σπηλιά στη Φαράν, βόρεια της Ιερουσαλήμ. Λέγεται ότι η Φαράν, το σημερινό Έιν Φάρα, είναι το παλιότερο μοναστήρι στην Παλαιστίνη. Το θεμελίωσε στις αρχές του τετάρτου αιώνα ο σπουδαίος βυζαντινός ερημίτης Άγιος Χαρίτων, ο οποίος, απ’ ότι λένε, εγκαταστάθηκε σε μια σπηλιά, πάνω από τα καθάρια νερά μιας πηγής. Γύρω του συγκέντρωσε μια κοινότητα από ομοϊδεάτες του - ασκητές όλοι, οι οποίοι ζούσαν μια ζωή σιωπής, αυτοαναίρεσης και αυστηρής νηστείας, διανθισμένη με πολύωρες προσευχές.
Διακόσια χρόνια αργότερα, εκείνο που προσέλκυσε το Μόσχο στο μοναστήρι δεν ήταν τόσο η αρχαιότητά του, όσο η σοφία του ηγουμένου του, του άμπα Κοσμά του Ευνούχου. Σ’ ένα σημαντικό κεφάλαιο του Λειμωνάριου ο Μόσχος αναφέρει ότι ο Κοσμάς ήταν εκείνος που του έδωσε πρώτος την ιδέα να συλλέξει τα αποφθέγματα των πατέρων:
«... την ώρα που [ο αβάς Κοσμάς] μου μιλούσε για τη σωτηρία της ψυχής, θυμήθηκε έναν αφορισμό του Αγίου Αθανασίου, που ήταν αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας και μου είπε ο γέροντας, Όταν ακούς τέτοια λόγια, αν δεν έχεις μαζί σου χαρτί, γράψε το πάνω στα ρούχα σου.»
Τέτοιο πόθο είχε ο αβάς Κοσμάς για το λόγο των Αγίων Πατέρων μας και των διδασκάλων. Αυτή ήταν η συμβουλή που αργότερα θα έδινε στο Μόσχο το έναυσμα για να συντάξει το Λειμωνάριο, και μ’ αυτόν τον τρόπο να διασώσει την ιστορία των μοναχών της βυζαντινής Παλαιστίνης, μια ιστορία που κατά τ’ άλλα παραμένει σε μεγάλο βαθμό άγραφη.
Εντελώς συμπτωματικά, στο ξεκίνημα αυτού του ταξιδιού, στον Άθω, είχα συναντήσει έναν καλόγερο που υποστήριζε ότι ήταν ο τελευταίος ερημίτης που είχε ζήσει στην ίδια ακριβώς σπηλιά με το Μόσχο, στο Έιν Φάρα. Ο αμπούνα Αλέξανδρος ήταν μια ψηλόκορμη, κοκκινοπρόσωπη φιγούρα με ξεθωριασμένο ράσο, τα μαλλιά του τραβηγμένα πίσω σ’ ένα μικρό κοτσιδάκι, όπως το συνηθίζουν οι ορθόδοξοι ιερείς, και γκρίζα γενειάδα, άγρια και μπερδεμένη, όπως είναι η γενειάδα του Ιωάννη του Βαπτιστή σε κάποιες πρώιμες βυζαντινές εικόνες. Είχα πέσει πάνω του κατά τύχη, στη διάρκεια μιας απογευματινής βόλτας μόλις λίγες μέρες νωρίτερα, στη βιβλιοθήκη της μονής των Ιβήρων, είχα ξεθάψει το χειρόγραφο του Λειμωνάριου. Ζούσε μόνος του σε μια μικρή ξύλινη καλύβα, σ’ ένα ξέφωτο του δάσους, ψηλά πάνω από τις Καρυές. Ήταν ένας τόπος ειδυλλιακός, ένα γαλήνιο και φωτεινό ησυχαστήριο ανάμεσα σε κρίνους και λιοπρίνους, με εκπληκτική θέα που αγκάλιαζε τους ασημόχρωμους τρούλους της Ρωσικής Μονής, για να κατρακυλήσει ακόμη πιο χαμηλά και πιο μακριά, μέχρι το βαθύ, ραγισμένο γαλάζιο του Αιγαίου. Αυτό όμως, μου είπε ο αμπούνα Αλέξανδρος, δεν ήταν το σπίτι του- εκείνος θα ήθελε να βρίσκεται αλλού· μετακόμισε σ’ ετούτη την ελληνική βουνοκορφή, γιατί τον είχαν αναγκάσει να εγκαταλείψει το ερημητήριό του στους Αγίους Τόπους.
Τα περισσότερα χρόνια του ενήλικου βίου του, μου εξήγησε, τα είχε περάσει ζώντας σαν τους πατέρες της ερήμου στη σπηλιά του Έιν Φάρα, χίλια πεντακόσια χρόνια μετά την θεμελίωση του μοναστηριού από τον Άγιο Χαρίτωνα. Όμως ο αμπούνα Αλέξανδρος ήταν ο τελευταίος συνεχιστής εκείνης της παράδοσης. Δέκα περίπου χρόνια μετά την κατάληψη και την κατοχή της Δυτικής Όχθης από τους Ισραηλινούς είχε αρχίσει να δέχεται απειλές για τη ζωή του· , πίστευε ότι προέρχονταν από μια σκληροπυρηνική ομάδα Ισραηλινών, που είχαν ιδρύσει έναν οικισμό εκεί κοντά. Κάποια στιγμή, ένα χειμωνιάτικο πρωινό του 1979, ο πνευματικός του πατέρας, που ήταν και μακρινός συγγενής του, ένας έλληνας μοναχός που λεγόταν Φιλούμενος, πραγματικά κατακρεουργήθηκε μέσα στο κελί του στο Πηγάδι του Ιακώβ κοντά στη Ναμπλούς.
Κάποιος είχε δηλητηριάσει τα σκυλιά του και του είχε επιτεθεί με τσεκούρι, για να αποτεφρώσει έπειτα το πτώμα ανατινάζοντάς το με μια χειροβομβίδα. Λίγο καιρό αργότερα ο αμπούνα Αλέξανδρος επέστρεψε από ένα ταξίδι στην Ιερουσαλήμ και βρήκε το εκκλησάκι της σπηλιάς του βεβηλωμένο τα βιβλία του και τα προσωπικά του αντικείμενα ήταν καμένα και σκορπισμένα στο έδαφος. Ο άμβωνας της μικρής εκκλησίας είχε διαλυθεί σ’ εκατό κομμάτια. Ο ερημίτης το ’σκασε, πήρε πλοίο για την Αθήνα και με τον καιρό κατέληξε στον Άθω. Έκτοτε η σπηλιά και η πηγή αποτελούσαν, κατά πάσα πιθανότητα, μέρος κάποιου νέου οικισμού.
Όπως πολλοί ερημίτες, έτσι και ο αμπούνα Αλέξανδρος ήταν άνθρωπος ιδιαίτερα εκκεντρικός, ένας σαλός που μιλούσε σε μια κουκουβάγια, το κατοικίδιο ζωάκι του, τάιζε τις σαύρες και ισχυριζόταν ότι πού και πού δεχόταν επισκέψεις από αγγέλους. Ήταν ένας άντρας του οποίου τα λόγια δεν έπρεπε μάλλον να τα παίρνεις τοις μετρητοίς. Αυτός ήταν και ο λόγος που έμεινα έκπληκτος όταν, στη διάρκεια της επίσκεψής μου στο Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο της Ιερουσαλήμ, στην παλιά πόλη, διαπίστωσα ότι πολλά απ’ όσα μου είχε πει είχαν πράγματι συμβεί. Ένας γενειοφόρος έλληνας μητροπολίτης, που είχε γνωρίσει το Φιλούμενο και τον Αλέξανδρο, μου έδειξε ένα φάκελο γεμάτο αποκόμματα εφημερίδων τα οποία αναφέρονταν στη βεβήλωση της σπηλιάς του Αγίου Χαρίτωνα και στην άγρια δολοφονία στο Πηγάδι του Ιακώβ.
Έμαθα ότι για το έγκλημα είχε κατηγορηθεί ένας διανοητικά καθυστερημένος Ισραηλινός από το Τελ Αβίβ, που θεωρήθει υπεύθυνος και για δύο ακόμη δολοφονίες. Μέχρι και στο μαρτύριο της Ορθόδοξης Ιερατικής Σχολής πήγε στο Όρος Σιών, όπου το θρυμματισμένο κρανίο και λίγα από τα τσακισμένα κόκαλα του πατέρα Φιλούμενου αποτελούν μόνιμα -αν και αρκετά μακάβρια- εκθέματα, ντυμένα με το παλιό του ράσο, προσμένοντας μια πιθανή αγιοποίηση.
› Είναι άγιος!
Με διαβεβαίωσε ο αμπούνα Αριστόπουλος, ο γεμάτος ζήλο νεαρός καλόγερος που με ξενάγησε στο μαρτύριο:
› Ο αμπούνα Φιλούμενος δεχόταν πολλά τηλεφωνήματα από φανατικούς Εβραίους, που του έλεγαν ότι έπρεπε να φύγει απ’ το Πηγάδι του Ιακώβ, ότι το Πηγάδι ήταν δικός τους ιερός τόπος και όχι δικός μας. Όταν δηλητηρίασαν τα σκυλιά του, ο πατριάρχης του είπε ότι καλά θα έκανε να σηκωθεί να φύγει και να έρθει να μείνει στην Ιερουσαλήμ, όπου θα ήταν πιο ασφαλής. Όμως κάθε φορά που του το πρότεινε, ο αμπούνα Φιλούμενος απαντούσε αρνητικά. Διάβαζε τον Εσπερινό όταν τον βρήκε ο δολοφόνος κι άρχισε να τον τεμαχίζει με το τσεκούρι.
› Δεν τον σκότωσε μια κι έξω;
› Όχι», απάντησε ο μοναχός.
› Πρώτα τον χτύπησε πολλές φορές με το τσεκούρι: του έκοψε τα χέρια, έπειτα τα πέλματα, μετά τα πόδια. Τον έκανε κομμάτια. Πολύ τρομακτικό. Τη χειροβομβίδα την πέταξε στο τέλος.
Με έκφραση φρίκης στο πρόσωπό του, ο αμπούνα Αριστόπουλος έκανε το σταυρό του.
› Ξέρετε, όταν πριν από τέσσερα χρόνια του έκαναν ένα μικρό μνημόσυνο, ξέθαψαν το λείψανο και διαπίστωσαν ότι το σώμα του ήταν αναλλοίωτο.
› Μα πώς μπορεί να ήταν αναλλοίωτο, αφού το είχαν ήδη τεμαχίσει και το είχαν κάψει κιόλας;
› Εντάξει, όχι εντελώς αναλλοίωτο, παραδέχτηκε ο μοναχός. Πάντως, η κατάσταση στην οποία είχε διατηρηθεί ήταν μεγάλο θαύμα. Μετά απ’ αυτό σημειώθηκαν θαύματα μεταξύ των οποίων και ίαση ασθενών- και πολλοί είδαν τον πατέρα Φιλούμενο σε όραμα. Κι εγώ είδα μερικά οράματα.
› Έχετε δει τον πατέρα Φιλούμενο;
› Τον έχω δει στα όνειρά μου, είπε ο Αριστόπουλος. Επίσης τον έχω μυρίσει.
› Δεν καταλαβαίνω, είπα. Νόμιζα ότι είπατε πως το σώμα του δεν είχε αλλοιωθεί.
› Όχι, όχι, είπε ο αμπούνα Αριστόπουλος. Ήταν καλή μυρωδιά. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου στον Κόλπο το ελληνικό προξενείο έδωσε εντολή σ’ όλους τους Έλληνες να επιστρέφουν στην πατρίδα. Η ιερατική σχολή έκλεισε και όλοι οι μαθητές έφυγαν. Ήμουν μόνος εδώ. Κλείδωσα το παρεκκλήσι κι έμεινα τρεις μήνες στο δωμάτιό μου, στον πάνω όροφο, με την αντιασφυξιογόνο μάσκα μου, εξαιτίας των πυραύλων Σκουντ του Σαντάμ. Έπειτα, το Μάρτιο, όταν τελείωσε ο πόλεμος, ήρθα και ξεκλείδωσα την πόρτα. Η τελευταία φορά που είχα μπει εδώ μέσα ήταν την Πρωτοχρονιά. Είχες την αίσθηση ότι η εκκλησία ήταν γεμάτη λιβάνι, μια βαριά μυρωδιά, τόσο ωραία, τόσο γλυκιά. Ερχόταν από τον Άγιο Φιλούμενο.
Έτσι λοιπόν -σκέφτηκα- άρχιζαν οι διάφορες ιστορίες για θαύματα. Μίλησα στον πατέρα Αριστόπουλο για τη συνάντησή μου με τον πατέρα Αλέξανδρο και για την ιστορία που μου είχε διηγηθεί σχετικά με την εισβολή στη σπηλιά του. Ο Αριστόπουλος αποκρίθηκε ότι οι επιθέσεις σε ιδιοκτησίες της εκκλησίας δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Έξι Ημερών, είπε, το δωμάτιο όπου βρισκόμασταν είχε δεχτεί επίθεση από έναν ισραηλινό στρατιώτη που είχε πυροβολήσει πολλές φορές το εικονοστάσι, προτού τελικά τραυματιστεί -έτσι τουλάχιστον ισχυριζόταν ο αμπούνα Αριστόπουλος- από μια σφαίρα, που ως εκ θαύματος εξοστρακίστηκε, αφού πρώτα χτύπησε πάνω σε μια εικόνα της Θεοτόκου.
Διασταυρώνοντας αυτές τις ιστορίες στο αρχείο της περισσότερο νηφάλιας JERUSALEM POST και στις διάφορες εκκλησίες της Ιερουσαλήμ, διαπίστωσα ότι από τις αρχές του 1970 μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1980, είχε πράγματι σημειωθεί κύμα επιθέσεων σε βάρος της εκκλησιαστικής ιδιοκτησίας. Μια εκκλησία στην Ιερουσαλήμ ένα εκκλησάκι των Βαπτιστών κι ένα χριστιανικό βιβλιοπωλείο είχαν όλα καεί ολοσχερώς -υπεύθυνοι ήταν, υποτίθεται, φανατικοί ορθόδοξοι χαρεντίμ-, ενώ οι μαθητές ενός κοντινού γιεσίβα είχαν επιδοθεί σε βανδαλισμούς στο Ναό της Κοίμησης. Είχαν επίσης σημειωθεί αλλεπάλληλες αποτυχημένες απόπειρες εμπρησμού της αγγλικανικής εκκλησίας (χρειάστηκε ν’ αντικατασταθούν οι ξύλινες πόρτες με ατσάλινες, προκειμένου να είναι σε θέση να ανθίστανται στις επανειλημμένες κρούσεις των επίδοξων εμπρηστών), αλλά και δύο ακόμη εκκλησιών στην Άκρα (έναν ελληνορθόδοξο ναό στην παλιά πόλη κι ένα προτεσταντικό εκκλησάκι στα καινούργια προάστια του Ισραήλ), καθώς και μιας αγγλικανικής εκκλησίας στη Ράμλε.
Υπήρχε και συνέχεια. Στο λόφο της Σιών το προτεσταντικό νεκροταφείο που είχε ήδη υποστεί ζημιές στο διάστημα μεταξύ 1948 και 1967, όταν αποτελούσε τμήμα της νεκρής ζώνης ανάμεσα στο Ισραήλ και την Ιορδανία, είχε γίνει στόχος ιερόσυλων όχι μία, ούτε δύο, αλλά οκτώ φορές. Το επισκέφθηκα: σχεδόν όλες οι ταφόπλακες ήταν διαλυμένες, μεταλλικοί σταυροί κείτονταν παραμορφωμένοι και μερικά από τα μνήματα είχαν παραβιαστεί· το μοναδικό μαυσωλείο που στεκόταν όρθιο έφερε αμέτρητα σημάδια από σφαίρες. Όπως το έθεσε ο εφημέριος Ναΐμ Άτικ του αγγλικανικού μητροπολιτικού ναού του Αγίου Γεωργίου στην Ιερουσαλήμ, που χρειάστηκε μισή ώρα για να απαριθμήσει όσα περιστατικά ιεροσυλίας ήξερε:
› Το Ισραήλ θέλει να παρουσιάζεται ως τιμητής της θρησκευτικής ανοχής, μόνο που ολόκληρη η χώρα χτίστηκε πάνω στο σφετερισμό και την κατάσχεση χριστιανικής και μουσουλμανικής γης. Η κατάσχεση και η βεβήλωση της εκκλησιαστικής ιδιοκτησίας είναι τακτική που ακόμη δεν έχει εγκαταλειφθεί.
(Aπόσπασμα από το βιβλίο «ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ», Ουίλιαμ Νταλρίμπλ, Εκδόσεις Ωκεανίδα, Άπαντα Ορθοδοξίας)
Ο Άγιος Φιλούμενος επεμβαίνει για την απεξάρτηση ναρκομανούς!
Η Ελένη Ν., η οποία κατάγεται από τη Ρόδο, ήταν για επτά χρόνια χρήστης ναρκωτικών. Παρόλο που είχε κάνει κάποιες προσπάθειες απεξάρτησης, εντούτοις πάλι επέστρεφε στα ίδια.
Δεν μπορούσε να εργαστεί και η σχέση της με την οικογένεια της είχε γίνει πολύ δύσκολη. Σε μια τελευταία προσπάθεια της μητέρας της για να τη βοηθήσει, μετέβησαν στην Αθήνα, όπου εισήχθη σε κέντρο απεξάρτησης. Εκεί όμως δεν συνεργαζόταν καθόλου με τους ειδικούς· φώναζε, θύμωνε, χτυπούσε. Η μητέρα της απελπισμένη προσευχόταν στον Άγιο Φιλούμενο, για τον οποίο είχε ακούσει πολλά, και τον παρακαλούσε να την βοηθήσει.
Μια μέρα η Ελένη ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Όταν αποκοιμήθηκε, η μητέρα της κλαίγοντας προσευχήθηκε πάλι στον Άγιο Φιλούμενο. Ταυτόχρονα παρακάλεσε και κάποιο γνωστό της να ψάλλει εκείνη την ώρα τον Παρακλητικό του κανόνα. Όταν αργότερα ξύπνησε η Ελένη, ήταν συγκλονισμένη από ένα πολύ παράξενο όνειρο που είχε δει. Είδε στον ύπνο της ότι έτρωγε με μανία ένα μαύρο γάτο. Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά της ένας ιερέας, ο οποίος της άρπαξε τον γάτο και της είπε αυστηρά:
› Φτάνει πια! Δεν θα ξαναφάς άλλο απ’ αυτό!
Η Ελένη σαστισμένη του είπε:
› Ποιος είσαι εσύ και πώς βρέθηκες εδώ;
Ο ιερέας της απάντησε:
› Είμαι από την Κύπρο, αλλά ήλθα τώρα προσωρινά στην Αθήνα για να σε βοηθήσω.
Η Ελένη μετά το όνειρο ξύπνησε με εντελώς διαφορετική διάθεση, συνεργάστηκε με τους ειδικούς και σε σύντομο χρονικό διάστημα γύρισε στο σπίτι της.
Τώρα είναι καλά, εργάζεται κανονικά και η σχέση της με τους οικείους της έχει αποκατασταθεί.
(Από το βιβλίο «Άγιος Ιερομάρτυς Φιλούμενος ο Κύπριος», έκδοση Ιεράς Μονής Αγίου Νικολάου, Ορούντα, Κύπρος, Πεμπτουσία)
Απολυτίκιον. Ήχος α΄. Της ερήμου πολίτην.
Της Ορούντης τον γόνον, νήσου Κύπρου το βλάστημα και ιερομάρτυρα νέον Ιακώβ θείου Φρέατος, Φιλούμενον τιμήσωμεν, πιστοί, ως πρόμαχον της πίστεως ημών, και αήττητον οπλίτην Χριστού της αληθείας, πόθω κράζοντες‧ δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τω σε αφθαρτίσαντι, δόξα τω σε ημίν χειραγωγόν προς πόλον δείξαντι.
Έτερον Απολυτίκιον ήχος πλ. α'.
Σαμαρείτιδος βίον πάτερ μιμούμενος, κατηκολούθησας χαίρων τω Ζωοδότη Χριστώ, και το Φρέαρ Ιακώβ τανυν κατέλαβες, ένθα εκέρδισας λαμπρώς παραδείσου την τρυφήν, αγώσι του μαρτυρίου Φιλούμενε ιερομάρτυς των Ορθοδόξων νέον καύχημα.
Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ΄. Τη Υπερμάχω.
Τον ανατείλαντα ως άστρον νεαυγέστατον τη Εκκλησία του Χριστού αρτίως μέλψωμεν, μαρτυρίου ταις ακτίσι και θαυμασίων ταις βολαίς νεοφανέντα ιερόαθλον, ού ηφθάρτισε το σκήνωμα ο Ύψιστος, πόθω κράζοντες‧ χαίροις, μάκαρ Φιλούμενε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις, της Ορούντης σεπτός βλαστός, χαίροις, νήσου Κύπρου πολυτίμητος θησαυρός, χαίροις, Εκκλησίας της Μόρφου ωραιότητης, Φιλούμενε, μαρτύρων νέων υπόδειγμα.
Πηγή: Χώρα του Αχωρήτου, Ιερά Μονή Παντοκράτορος, Άπαντα Ορθοδοξίας, Άπαντα Ορθοδοξίας, Πεμπτουσία, Διακόνημα
Ο άγιος Brendan του Birr ήταν ένας από τους πρώτους Ιρλανδούς μοναχούς αγίους. Ήταν μοναχός και έπειτα ηγούμενος του 6ου αιώνα. Είναι γνωστός σαν “άγιος Brendan ο γηραιότερος” προκειμένου να τον ξεχωρίζουν από τον φίλο του άγιο Brendan τον πλοηγό. Ήταν ένας από τους δώδεκα αποστόλους της Ιρλανδίας, φίλος και υποτακτικός του αγίου Columba, και σύντροφος του Brendan του Clonfert.
Στην Χριστιανική Ιρλανδία η παράδοση των Δρυίδων κατέρρευσε με την εξάπλωση της νέας πίστης. Η μελέτη των Λατινικών και της Χριστιανικής Θεολογίας στα μοναστήρια άνθησε. Ο Brendan έγινε μαθητής στο μοναστηριακό σχολείο στο μοναστήρι του Clonard. Κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα, μερικά από τα ποιο αξιοσημείωτα ονόματα στην ιστορία της Ιρλανδικής Χριστιανοσύνης φοίτησαν στο μοναστήρι Clonard. Λέγεται ότι ο αριθμός των σπουδαστών στο Clonard έφτανε τους 3.000. Δώδεκα μαθητές οι οποίοι σπούδασαν υπό τον άγιο Finian έγιναν γνωστοί σαν οι Δώδεκα Απόστολοι της Ιρλανδίας, ο Brendan του Birr ήταν ένας από αυτούς. Στο Clonard ο Brendan έγινε φίλος και σύντροφος του Brendan του Clonfert.
Ίδρυσε μοναστήρι στο Birr στην κεντρική Ιρλανδία γύρω στο 540, υπηρετώντας σαν ηγούμενος. Σε παλιά Ιρλανδικά γραπτά τον χαρακτηρίζουν σαν γενναιόδωρο και ελεήμονα άντρα με έφεση στην αγιοσύνη και την πνευματικότητα και μπορούσε να διακρίνει καθαρά τον χαρακτήρα του άλλου. Τον θεωρούσαν σαν έναν από του βασικούς προφήτες της Ιρλανδίας. Αυτό μαρτυρείτε στο όνομα που του δώσανε (Προφήτης της Ιρλανδίας), και στην συμμετοχή του στην σύνοδο του Meltown, στην οποία ο άγιος Columba είχε κληθεί προκειμένου να δικαστεί για τον ρόλο του στην μάχη του Cúl Dreimhne το 561. Ο Brendan μίλησε υπέρ του αγίου Columba προτρέποντας τους κληρικούς να καταδικάσουν σε εξορία τον άγιο Columba και όχι με αφορισμό.
Η φιλία του και η υποστήριξη του για τον Columba οδήγησε σε μια σημαντική σύνδεση ανάμεσα στο Birr και στα μοναστήρια του Columba. Ένας βοηθός του Columba είπε πως ο άγιος είδε ένα όραμα στο οποίο Άγγελοι μετέφεραν την ψυχή του αγίου Brendan μετά το θάνατο του. Έπειτα έδωσε εντολή να γίνεται θεία λειτουργία προς τιμήν του. Το μοναστήρι του Brendan θα έδινε αργότερα τα Ευαγγέλια MacRegol, τα οποία σήμερα φυλάσσονται στην βιβλιοθήκη Bodleian στην Οξφόρδη. Η μνήμη του τιμάται στις 29 Νοεμβρίου.
Οι άγιοι ζούσαν επί Δεκίου του βασιλιά και του άρχοντα Ακυλίνου. Η αφορμή γι’ αυτούς της πίστεώς τους στον Χριστό και της τελειώσεώς τους είναι η παρακάτω: Σε τόπο της Βαλσατίας, που ονομαζόταν Ιερό, υπήρχε πολλή και πλούσια ανάδυση θερμών υδάτων, η οποία θεράπευε κατά παράδοξο τρόπο τις αρρώστιες. Εδώ λοιπόν έφτασε για θεραπεία του σώματός του ο άρχοντας της Ανατολής Ακυλίνος, ο οποίος είχε διατάξει να τον ακολουθήσουν δέσμιοι από τη Νικομήδεια και οι αθλητές που είχαν συλληφθεί για την πίστη τους στον Χριστό. Όταν πήγε στο τέμενος της Ίσιδος και πρόσφερε τις βδελυρές θυσίες του, διέταξε και τους αγίους να θυσιάσουν στα είδωλα και να τα προσκυνήσουν. Επειδή βεβαίως εκείνοι αρνήθηκαν να το κάνουν, έδωσε προσταγή να τους σκοτώσουν όλους με ξίφη. Έτσι οι γενναίοι γίνανε θαυμαστοί μάρτυρες του παμβασιλέως Χριστού του Θεού, με τη βοήθεια Εκείνου, τριακόσιοι εβδομήντα τον αριθμό.
Βλέποντας αυτούς ο άγιος Παράμονος, με μεγάλη φωνή φώναξε και είπε:
› Βλέπω μεγίστη ασέβεια. Διότι ο μιαρός αυτός κατασφάζει τόσους δικαίους και ξένους με παράλογο τρόπο.
Ο άρχοντας, όταν το άκουσε, καταλήφθηκε από μανία και διέταξε αμέσως να τον σκοτώσουν. Οι απεσταλμένοι του άρχοντα αφού συνέλαβαν τον Παράμονο, ο οποίος δεν γνώριζε τη διαταγή και συνέχιζε να βαδίζει στον τόπο που βρισκόταν, δεν ήθελαν ένας να διαπράξει τον φόνο, αλλά όλοι. Έτρεξαν λοιπόν να χύσουν αίμα αθώο, μπροστά στα μάτια του άρχοντα, με τα ίδια τους τα χέρια και με τα δικά τους όπλα. Άλλοι τότε τον κτυπούσαν με λόγχες, άλλοι με μυτερά καλάμια, περνώντας τα μέσα από τη γλώσσα και τα λοιπά μέλη του αγίου, μέχρις ότου μπροστά στον τύραννο τον σκότωσαν στον τόπο που είπαμε, και τον έστειλαν έτσι στις ουράνιες σκηνές. Στον ίδιο χώρο με τους αγίους τριακοσίους εβδομήντα μάρτυρες και στις ίδιες θήκες με αυτούς συγκαταριθμήθηκε και ο άγιος και κατατέθηκε το λείψανό του.
Αυτό που θαυμάζει κανείς στον άγιο Παράμονο εξαρχής, είναι η αντίδρασή του μπροστά σε μία εξώφθαλμη αδικία. Μπροστά στο τρομερό γεγονός του μαρτυρικού θανάτου τόσων ανθρώπων, η ψυχή του «πνίγεται» και αντιδρά. Δεν κρύβεται, δεν κάνει τον «ανήξερο», δεν ακολουθεί τον δρόμο της «σύνεσης», για να μην πάθει κι εκείνος τίποτε – έβλεπε οπλισμένους στρατιώτες και την εξουσία του τόπου, συνεπώς ανθρωπόμορφα θηρία που μπορούσαν να του κάνουν κακό – με άλλα λόγια, δεν ακολουθεί την «πεπατημένη» του ιερέα και του λευίτη της παραβολής του καλού Σαμαρείτη – «ύπτιος εν καιρώ των αγώνων ου γέγονας, εγηγερμένος δε μάλλον και προς θείαν άθλησιν ρωμαλέος», δηλαδή: δεν ήσουνα ξαπλωμένος στον καιρό των αγώνων, αλλά μάλλον όρθιος και ρωμαλέος για τη θεία άθληση - αλλά αφήνει να εκφραστεί η αγανάκτησή του, με τρόπο που να ακουστεί. Κι αυτή η αντίδρασή του, η οποία τελικώς θα στοιχίσει και τη δική του ζωή, φανέρωσε την υπάρχουσα μέσα του καλή διάθεση της ψυχής. Ο άγιος Παράμονος είχε καλή καρδιά, που διατηρούσε μέσα της ανθρωπιά, δηλαδή αγάπη. Μας το αποκαλύπτει ο απόστολος Παύλος, όταν θα πει μεταξύ των άλλων ότι «η αγάπη ου χαίρει επί τη αδικία». Έτσι ο άγιος Παράμονος λειτούργησε σαν τον καλό Σαμαρείτη, που ναι μεν δεν μπορούσε να βοηθήσει τους σφαγιαζομένους μάρτυρες, αν είχε όμως τη δυνατότητα, θα το έκανε.
Ο άγιος υμνογράφος κινείται σ’ αυτό το σκεπτικό. Θεωρεί μάλιστα ότι όχι μόνον η αντίδρασή του αγίου ήταν θέμα αληθινής ανθρωπιάς, αλλά και χάρης Θεού, θεϊκού ζήλου. Διότι μόνον ένας που η καρδιά του νύττεται από ζήλο Θεού, μπορεί και αυτός να θελχθεί από το μαρτύριο των αγίων, πολύ περισσότερο να γίνει και ο ίδιος μάρτυρας. «Δια τον πάντων Θεόν και Βασιλέα, δήμον πολυάριθμον κατασφαττόμενον κατανοήσας, Παράμονε, τω θείω ζήλω όλως εθέλχθης και ανεβόησας∙ Χριστού δούλος γνήσιος υπάρχω πάντοτε∙ γνώτε παράνομοι τύραννοι∙ και ως αρνίον άκακον θύεσθαι νυν αυτόκλητος παρεγενόμην». (Μόλις κατενόησες, Παράμονε, ότι ο πολυάριθμος δήμος των μαρτύρων κατασφάττεται για την πίστη του πάντων Θεού και βασιλέα, θέλχθηκες εντελώς από τον ζήλο του Θεού και φώναξες δυνατά: Είμαι πάντοτε κι εγώ γνήσιος δούλος Χριστού. Μάθετέ το παράνομοι τύραννοι. Και να, τώρα, παρευρίσκομαι από μόνος μου, προκειμένου να θυσιαστώ σαν άκακο αρνί).
Εκείνο που κινητοποίησε τον άγιο Παράμονο, ώστε να προκληθεί και να θεριέψει η πίστη του στον Χριστό, ήταν βεβαίως το παράδειγμα των πολυαρίθμων μαρτύρων. Δεν άκουσε λόγια περί Χριστού – αναγκαία ασφαλώς κι αυτά – δεν διάβασε κάτι για Εκείνον. Είδε σαρκωμένη και έμπρακτη την πίστη. Και ζήλεψε. Και κινητοποιήθηκε. Και αντέδρασε. Και έγινε και αυτός μάρτυρας. «Υπομονήν εκπληττόμενος των μαρτύρων και την αυτών τελείωσιν, ένδοξε, θαυμάζων, τούτοις εκοινώνησας του ζήλου της πίστεως και της υπερτίμου αθλήσεως». (Μένοντας έκπληκτος, ένδοξε, από την υπομονή των μαρτύρων, και θαυμάζοντας το τέλος τους, έγινες κοινωνός μ’ αυτούς στον ζήλο της πίστεώς τους και της υπέρτιμης άθλησής τους). Για να αποδειχτεί για μία ακόμη φορά ότι μεγαλύτερο μάθημα πίστεως από το προσωπικό παράδειγμα, από την πράξη της ζωής, δεν υπάρχει. Που σημαίνει: αν θέλουμε να βοηθήσουμε κι εμείς τον παραπαίοντα κόσμο μας, που ταλαντεύεται διαρκώς μεταξύ πίστεως και απιστίας, αν θέλουμε η πίστη του Χριστού να φουντώσει, πέρα από τη χάρη Εκείνου που έτσι κι αλλιώς μας τη δίνει πλουσιοπάροχα κάθε στιγμή, χρειάζεται και η δική μας συνέργεια. Κι αυτό σημαίνει πρωτίστως: λιγότερα λόγια και προσωπικό παράδειγμα. Την ώρα που ο κάθε πιστός μένει σταθερός στην πίστη του Χριστού, εκείνην την ώρα προσφέρεται ο ουρανός στους άλλους ανθρώπους και λάμπει ο ήλιος της πίστεως.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παράμονον μέλψωμεν σὺν Φιλουμένῳ πιστοί, ὡς θείους θεράποντας καὶ ἀθλητὰς εὐκλεεῖς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· τοῦτον γὰρ φερωνύμως ὡς φιλήσαντας ἄγαν, ᾔσχυναν δι' ἀγώνων παρανόμων τὸ κράτος αἰτοῦντες πταισμάτων λύσιν πᾶσι καὶ ἔλεος.
ΚάθισμαἮχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁ Μάρτυς Παράμονος, καρτερικῶς ἐναθλῶν, τοῖς ῥείθροις τοῦ αἵματος, πολυθεΐας πυράν, ἐνθέως κατέσβεσεν· ὅθεν τῶν ἰαμάτων, εἰληφὼς θείαν χάριν, δαίμονας ἀπελαύνει, καὶ νοσήματα παύει αὐτοῦ Χριστὲ πρεσβείαις, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Πηγή: Ακολουθείν. Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ο άγιος Στέφανος, εφάμιλλος του πρωτομάρτυρος, γεννήθηκε το 715 στην Κωνσταντινούπολη από ευσεβείς και επιφανείς γονείς που για πολλά χρόνια ήταν άτεκνοι. Όταν ο Θεός τους χάρισε το τέκνο αυτό μετά από φανέρωση της Υπεραγίας Θεοτόκου, το έταξαν στην υπηρεσία Του. Βαπτίσθηκε από τον άγιο πατριάρχη Γερμανό [12 Μαΐου], ο οποίος το έθεσε υπό τη σκέπη του πρωτομάρτυρος. Το παιδί πρόκοβε σε γνώση και αρετή, περιφρονώντας τις μάταιες απολαύσεις και επιδιδόμενο ιδιαιτέρως στην άσκηση της ακτημοσύνης και της ταπεινοφροσύνης.
Όταν ήλθε η ώρα για τους γονείς του να εκπληρώσουν την υπόσχεσή τους, ο αυτοκράτορας Λέων Γ' ο Ίσαυρος (717-741) άρχισε να λαμβάνει τα πρώτα μέτρα για την απαγόρευση της τιμής των ιερών εικόνων και τον διωγμό των υπερασπιστών της Ορθοδοξίας. Έκριναν πιο συνετό να απομακρυνθούν από τη Βασιλεύουσα και να εμπιστευθούν τον γιό τους στους μοναχούς του ορούς του Αγίου Αυξεντίου, πλησίον της Χαλκηδόνας [1].
Ο δεκαεξαετής νέος έγινε δεκτός μετά χαράς από τους αγίους ανθρώπους και την ίδια κιόλας ημέρα ενεδύθη το αγγελικό Σχήμα. Έγινε μαθητής του πέμπτου κατά σειράν διαδόχου του αγίου Αυξεντίου, Ιωάννου, ενός Γέροντος έμπειρου στην ασκητική τέχνη και προικισμένου με το προορατικό χάρισμα. Ο Στέφανος επέδειξε τέλεια υπακοή και τον ίδιο ζήλο για τα πλέον κουραστικά διακονήματα όπως και την αδιάλειπτη δοξολογία του Θεού. Λίγο αργότερα εκοιμήθη ο κατά σάρκα πατέρας του και ο Στέφανος μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για να ρυθμίσει τις υποθέσεις του και να μοιράσει τα υπάρχοντά του στους φτωχούς. Έφερε πίσω μαζί του τη μητέρα του και μία από τις αδελφές του που έγιναν μοναχές στην κοντινή γυναικεία Μονή των Τριχιναραίων και άφησε την άλλη αδελφή του να εισέλθει σε ένα μοναστήρι της Βασιλεύουσας.
Όταν μετά από λίγο παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό και ο Ιωάννης, ο πνευματικός του πατέρας, ο Στέφανος επελέγη ομοφώνως από τους αδελφούς στη θέση του ως ηγούμενος. Υπό την επιμελή καθοδήγησή του και χάρη στη μεγάλη του ταπεινοφροσύνη, η μικρή ομάδα των ασκητών αυξήθηκε φθάνοντας να αριθμεί είκοσι αδελφούς και έγινε κοινοβιακό μοναστήρι. Ο άγιος οργάνωσε την αδελφότητα με τρόπο που να αποτελεί όντως εικόνα της Βασιλείας των ουρανών και κατόπιν αποσύρθηκε πιο ψηλά στο όρος για να δοθεί απερίσπαστος στη σιωπηλή και αδιάλειπτη προσευχή, αφήνοντας έναν από τους μαθητές του, τον Μαρίνο, ως υπεύθυνο για τη μονή. Το κελί του δεν είχε στέγη και ήταν εκτεθειμένο σε όλους τους καιρούς, ήταν δε τόσο στενό, που δεν μπορούσε κανείς να καθήσει οκλαδόν. Φορώντας χειμώνα καλοκαίρι ένα λεπτό χιτώνα, φέροντας βαρειές αλυσίδες πάνω του και αρκούμενος σε μια τροφή ικανή να τον κρατά απλώς στη ζωή, ο άγιος Στέφανος έκανε μεγάλες προόδους στην προσευχή και δίχως να το θελήσει τράβηξε γύρω του πλήθος μαθητών και επισκεπτών που διέδωσαν τη φήμη του σε ολόκληρη την αυτοκρατορία.
Μετά τον θάνατο του Λέοντος του Γ' (741), εστέφθη αυτοκράτορας ο γιός του Κωνσταντίνος Ε'. Στην αρχή της βασιλείας του, απασχολημένος καθώς ήταν στην αντιμετώπιση του σφετεριστή Αρτάβασδου και της αραβικής απειλής στην ανατολή, δεν έδειξε να τον ενδιαφέρει η κατάργηση των εικόνων. Μόλις εδραιώθηκε όμως η εξουσία του, εκήρυξε απηνή διωγμό εναντίον όσων τιμούσαν τις ιερές εικόνες. Εγύμνωσε εκκλησίες, βεβήλωσε ιερά σκεύη που τα διακοσμούσαν ιερές παραστάσεις, έβαλε να ασβεστώσουν τοίχους ιστορημένους με τοιχογραφίες και έκαψε ξύλινες εικόνες. Μονάχα παραστάσεις με διακοσμητικό και θύραθεν χαρακτήρα σεβάσθηκε και μόνον τον Σταυρό αναγνώρισε ως άξιο προσκυνήσεως.
Όσοι τολμούσαν να αντιταχθούν στα μέτρα του τιμωρούνταν αυστηρά, ιδιαιτέρως δε οι μοναχοί. Καταδιωκόμενοι, εξοριζόμενοι, βασανιζόμενοι, αυτοί συνέρρεαν κατά πλήθη στη Μονή του Αγίου Αυξεντίου για να βρουν κοντά στον άγιο Στέφανο παρηγοριά και ενθάρρυνση για να παραμείνουν στέρεοι στην ομολογία της Ορθοδοξίας. Τους συμβούλευε να μεταναστεύσουν σε περιοχές ανέγγιχτες ακόμη από τα απάνθρωπα αυτοκρατορικά μέτρα: στη Μαύρη Θάλασσα, στον Περσικό Κόλπο, στην Κύπρο, στις ακτές της Συρίας και κυρίως στη νότια Ιταλία, όπου χιλιάδες μοναχοί έβρισκαν τότε καταφύγιο. Το 754 ο τύραννος συνεκάλεσε μια σύνοδο στο ανάκτορο της Ιέρειας με τη συμμετοχή πλέον των τριακοσίων υποταγμένων στην εξουσία του επισκόπων, η οποία κατ' εντολή του διακήρυξε επισήμως την κατάργηση της προσκυνήσεως των εικόνων και την αναγνώριση κάποιων παρανοϊκών δογμάτων που είχε διατυπώσει ο αυτοκράτορας, ο οποίος καυχόταν για τις θεολογικές του γνώσεις.
Με όπλο τη συνοδική τούτη απόφαση, ο Κωνσταντίνος Ε' έβαλε να καταστρέψουν παντού τις εικόνες και διέταξε να τις αντικαταστήσουν με παραστάσεις του αυτοκράτορα ή με κοσμικές σκηνές. Καταστράφηκαν επίσης τα λείψανα των αγίων και τα πράγματα έφθασαν μάλιστα μέχρι του σημείου να καταδικασθεί ακόμη και η τιμή της Θεοτόκου και των αγίων.
Παντού οι ομολογητές καίγονταν, ξυλοκοπούνταν ή φυλακίζονταν. Ήταν λοιπόν η κατάλληλη ευκαιρία να εξαπολυθεί ένας συστηματικός διωγμός κατά του μοναχισμού, ο οποίος, πια ανεξάρτητος από την επίσημη ιεραρχία απέναντι στην εξουσία, παρέμενε πάντα ένας παράγων αντιστάσεως κατά της αυτοκρατορικής αυθαιρεσίας. Άρχισαν λοιπόν να κλείνουν τα μοναστήρια, μετατρέποντάς τα ακόμη και σε στρατώνες, «λουτρά» ή άλλα δημόσια κτήρια. Οι μοναχοί προπηλακίζονταν και αναγκάζονταν δια της βίας να επιστρέψουν στην τάξη των λαϊκών και να νυμφευθούν επί ποινή βασανισμού. Όσοι αντιστέκονταν, υφίσταντο ακρωτηριασμό της μύτης, της γλώσσας ή άλλες βιαιοπραγίες πριν σταλούν στην εξορία.
Απτόητος απέναντι στα κατασταλτικά μέτρα, ο άγιος Στέφανος συνέχιζε την αντίστασή του και αναδείχθηκε παντού αρχηγός της ορθοδόξου παρατάξεως. Κλήθηκε λοιπόν από τους απεσταλμένους του αυτοκράτορα να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη για να προσυπογράψει τις αποφάσεις της αιρετικής συνόδου:
› Δεν μπορώ να υπογράψω αύτη την άσεβη Σύνοδο. Δεν μπορώ να ονομάσω το σκοτάδι φως. Είμαι έτοιμος να χύσω ακόμη και το αίμα μου για την προσκύνηση των αγίων Εικόνων.
Μετά την άρνησή του και τη θαρραλέα αποπομπή τους, αυτοί μηχανεύθηκαν απάτη για να τον μειώσουν ηθικά στα μάτια των πολυπληθών υποστηρικτών του διαδίδοντας ότι ο άγιος είχε παραδοθεί στην ασέλγεια με μια πνευματική του θυγατέρα, μια αξιότιμη μοναχή της μονής, και πλήρωσαν ψευδομάρτυρες για να καταθέσουν ενώπιον του ηγεμόνα. Η μοναχή ονόματι Άννα, οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και παρουσιάσθηκε στον αυτοκράτορα. Αρνούμενη τις άθλιες αυτές συκοφαντίες βασανίσθηκε απάνθρωπα, αλλά η τιμή του αγίου παρέμεινε άθικτη. Τελικώς, μηχανευόμενοι άλλο δόλο, κατάφεραν να τον συλλάβουν προφασιζόμενοι ότι είχε εξαναγκάσει έναν νέο που ήταν ευνοούμενος του αυτοκράτορα να ενδυθεί το μοναχικό Σχήμα.
Τον έκλεισαν σε μια μονή της Κωνσταντινουπόλεως, ενώ έκαιγαν το μοναστήρι του και διασκόρπιζαν τους μαθητές του. Κατόπιν τον έφεραν δημοσίως αντιμέτωπο με θεολόγους του αυτοκράτορα, αλλά εκεί υποστήριξε με λαμπρό τρόπο την παράδοση των αγίων Πατέρων. Μπροστά στο δίλημμα που του ετέθη να υπογράψει τις αποφάσεις της συνόδου ή να πεθάνει βασανιζόμενος, ο άγιος ενέπαιξε τους κατηγόρους του, έδειξε ότι η σύνοδος δεν μπορούσε παρά να είναι ψευδής και οι αποφάσεις της αιρετικές και ξένες προς την παράδοση, υπενθυμίζοντας μάλιστα οι έξι πρώτες Οικουμενικές Συνοδοί είχαν λάβει χώρα σε εκκλησίες διακοσμημένες με ιερές εικόνες. Εν συνεχεία, καταδικάσθηκε σε εξορία στην Προκόννησο της Προποντίδας (755). Επωφελούμενος της εξορίας, ο άγιος αποσύρθηκε σε ένα στενό κελλί στην κορυφή ενός στύλου, όπου και αποδύθηκε σε νέους ασκητικούς άθλους. Αξιώθηκε με τον τρόπο αυτό μια τόσο μεγάλη χάρη από το Θεό, που εκ πλήθος θαυμάτων για όσους έρχονταν κοντά του και ομολογούσαν την άγια ορθόδοξη πίστη, προσκυνώντας την εικόνα του Χριστού.
Τα θαύματα αυτά συνέβαλαν στη μεγαλύτερη ακόμη εξάπλωση της φήμης του αγίου και ενίσχυσαν τους οπαδούς της Ορθοδοξίας, γιατί ήταν δύσκολο να βρεθεί μια τέτοια αγιότητα στο στρατό των αιρετικών. Για να θέσει τέρμα στην αύξηση του κύρους του ο τύραννος έβαλε να τον μεταφέρουν στην Κωνσταντινούπολη, στη φυλακή του πραιτωρίου. Εκεί βρήκε ο άγιος άλλους 342 μοναχούς ομολογητές της πίστεως.
Όλοι έφεραν στο σώμα τους τα σημάδια των ενδόξων αγώνων τους: οι μεν ήταν ακρωτηριασμένοι στη μύτη, άλλοι στα αυτιά ή στη γλώσσα, άλλοι πάλι είχαν υποστεί αισχρούς εξευτελισμούς και είχαν βουτηχθεί σε ακαθαρσίες. Βλέποντάς τους ο άγιος εδόξασε κλαίγοντας την πίστη και την καρτερία τους. Έδωσε θάρρος στους απελπισμένους, τους παρότρυνε να παραμείνουν σταθεροί στην πέτρα της πίστεως μέχρι το τέλος του αγώνα και τους ένωσε σε ένα σώμα κάτω από την ισχυρή πνευματική αυθεντία του. Παρά τις δύσκολες συνθήκες της φυλακής, ο Στέφανος οργάνωσε τη ζωή των κρατουμένων όπως σε ένα μοναστήρι, στον ρυθμό της αδιάλειπτου δοξολογίας του Θεού και εν αρμονία και αγάπη. Μετέστρεψε μάλιστα στην Ορθοδοξία μερικούς από τους δεσμοφύλακές του, οι οποίοι άκουγαν με θαυμασμό τις διηγήσεις για τους αγώνες των αγίων ομολογητών.
Μετά από ένδεκα μήνες στη φυλακή ο Στέφανος έλαβε την αποκάλυψη του επικείμενου τέλους του. Είπε στη γυναίκα, που του έφερνε φαγητό στη φυλακή:
› Σε ευχαριστώ για τον κόπο, που έλαβες τόσες ημέρες να μου φέρνεις φαγητό. Από τώρα μέχρι σαράντα ημέρες δεν θέλω να μου φέρεις τίποτε, γιατί θέλω να νηστέψω.
Νήστευσε τότε σαράντα ημέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων δίδασκε νυχθημερόν στους μαθητές του την οδό της Σωτηρίας. Στις σαράντα οκτώ η μέρες ο Άγιος κάλεσε την γυναίκα, που του έφερνε φαγητό, και αφού την ευχαρίστησε, για την φιλοξενία της, της έδωσε πίσω τα Εικονίσματα, που του είχε φέρει. Η γυναίκα εκείνη επήρε τις άγιες εκείνες Εικόνες, επήρε και την ευχή του Άγιου και αναχώρησε. Όταν έφθασε η τελευταία ημέρα, είπε να τελεσθεί ολονύκτια αγρυπνία για να λάβει από τον Θεό τη δύναμη στον έσχατο αγώνα του. Ο τύραννος είχε αναρτήσει παντού αναγγελίες για την απόφαση της εκτελέσεως του αρχηγού της ορθοδόξου παρατάξεως, με σκοπό να τρομοκρατήσει όσους έκρυβαν στο σπίτι τους μοναχούς ή ομολογητές της πίστεως. Στη μεγάλη αναταραχή που ακολούθησε, το πλήθος υποκινούμενο από τους στρατιώτες έσπευσε στο πραιτώριο, πήρε τον άγιο και τον έσυρε στους δρόμους υβρίζοντας και κτυπώντας τον.
Όταν ο όχλος έφθασε στον ναό του Αγίου Θεοδώρου, ένας από τους αχρείους αυτούς, ονόματι Φιλομάτιος, κτύπησε τον άγιο στο κεφάλι με ένα δοκάρι, του έσπασε το κρανίο και τα μυαλά του χύθηκαν στο χώμα. Το νεκρό σώμα του αγίου συνέχισαν να το κτυπούν με πέτρες μέχρις ότου παραμορφωθεί και το έσυραν έξω των τειχών για να το ρίξουν τελικά στην κοινή τάφρο που προοριζόταν για τους ειδωλολάτρες και τους κατάδικους. Το γεγονός έλαβε χώρα στις 20 Νοεμβρίου 765 [2].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Την εποχή εκείνη δεν ήταν πραγματικό μοναστήρι αλλά μάλλον μια αναχωρητική ομάδα ιδρυμένη τον 5° αιώνα από τον όσιο Αυξέντιο. Οι ασκητές ζούσαν υπό την καθοδήγηση ενός πνευματικού πατέρα. Όχι μακριά από εκεί, υπήρχε μια γυναικεία μονή.
[2] Δίνουμε την ημερομηνία αυτή ακολουθώντας τη Χρονογραφία του αγίου Θεοφάνους του Ομολογητού. Φαίνεται πως σύμφωνα με το κείμενο αυτό, όπως και με την Ιστορία σύντομον του αγίου Νικηφόρου του Ομολογητού, η άμεση αιτία του θανάτου του αγίου Στεφάνου ήταν μάλλον η σχέση του με δυο ανώτερους αξιωματούχους τους οποίους είχε οδηγήσει στον μοναχισμό.
(Από «ΝΕΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ», ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτη, Εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ)
Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν ἄσκησιν ἐνδεδειγμένος, σκεῦος γέγονας δικαιοσύνης διαπρέπων ταῖς σεπταῖς ἀναβάσεσι· καὶ τοῦ Χριστοῦ τὴν εἰκόνα σεβόμενος, μαρτυρικῆς ἠξιώθης φαιδρότητος. Θεῖε Στέφανε, ἐν ὅπλῳ ἡμᾶς στεφάνωσον τῆς θείας εὐδοκίας τοὺς ὑμνοῦντας σε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀσκητικῶς προγυμνασθεὶς ἐν τῷ ὄρει, τὰς νοητὰς τῶν δυσμενῶν παρατάξεις, τῇ πανοπλίᾳ ὤλεσας παμμάκαρ τοῦ Σταυροῦ. Αὖθις δὲ πρὸς ἄθλησιν, ἀνδρικῶς ἀπεδύσω, κτείνας τὸν Κοπρώνυμον, τῷ τῆς Πίστεως ξίφει· καὶ δι᾽ ἀμφοῖν ἐστέφθης ἐκ Θεοῦ, Ὁσιομάρτυς ἀοίδιμε Στέφανε.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, ἡ Ἐκκλησία, ἑορτὴν εὐφρόσυνον, ἐν τῇ σῇ μνήμη· καὶ πιστῶς, ἀνευφημοῦσα κραυγάζει σοι, Στέφανε θεῖε, ὁσίων τὸ καύχημα.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸν τῆς Τριάδος ἐραστὴν καὶ μύστην ἔνθεον
Ὡς ἐν ἀσκήσει καὶ ἀθλήσει διαλάμψαντα
Στεφανώσωμεν τῶν ὕμνων τῷ θείῳ στέφει·
Τοῦ Χριστοῦ γὰρ τὸ ἐκτύπωμα σεβόμενος
Τῶν ἀνόμων καταβέβληκε τὸ φρύαγμα.
Ὅθεν εἴπωμεν, χαίροις ἔνδοξε Στέφανε.
Κάθισμα Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.
Τῶν Μοναστῶν ὑπογραμμὸς ἀνεδείχθης, τῶν Ἀθλητῶν καλλωπισμὸς ἀνεφάνης, δι' ἀμφοτέρων Στέφανε κοσμούμενος· ὅθεν ἀξιάγαστε, καὶ διπλοῦς τοὺς στεφάνους, ἔλαβες ἀσκήσεως, καὶ ἀθλήσεως Πάτερ. Ἀλλ' ἐκτενῶς Χριστὸν ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν σὲ ὑμνούντων, ἱκέτευε Στέφανε.
Μεγαλυνάριον
Αἷμα τῆς ἀθλήσεως τῆς σεπτῆς, ἱδρῶσι κεράσας, θεοφόρε ἀσκητικοῖς, ὡς εὔπνοον μύρον, τὴν παναγίαν κρᾶσιν, προσήγαγες τῷ Λόγῳ, Ὅσιε Στέφανε.
Ὁ Οἶκος
Εἰς πᾶσαν γῆν ὡς ἀληθῶς, διέδραμεν ὁ φθόγγος τῶν σῶν κατορθωμάτων, σοφὲ Ὁσιομάρτυς, ὧν περ εἰργάσω θαυμαστῶς· ὅθεν δυσωπῶ σε, παρρησίαν πρὸς Θεὸν ὡς κεκτημένος Ὅσιε, ἱκέτευε τοῦ δοθῆναί μοι λόγον ἐπάξιον, τοῦ ἀνευφημῆσαι τοὺς ἀγῶνας, οὓς ὑπέστης ἐξ ὁρατῶν ἐχθρῶν καὶ νοουμένων· ὃς πρὶν ἀσκητικῶς καθεῖλες, ἀπάσας τὰς κινήσεις τῆς σαρκὸς ἀπονεκρώσας, ἀθλήσει δὲ νῦν τὸν τύραννον ἐτροπώσω, Ὁσίων τὸ καύχημα.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Ορθόδοξος Συναξαριστής, Μέγας Συναξαριστής
Ο άγιος Στέφανος, εφάμιλλος του πρωτομάρτυρος, γεννήθηκε το 715 στην Κωνσταντινούπολη από ευσεβείς και επιφανείς γονείς που για πολλά χρόνια ήταν άτεκνοι. Όταν ο Θεός τους χάρισε το τέκνο αυτό μετά από φανέρωση της Υπεραγίας Θεοτόκου, το έταξαν στην υπηρεσία Του. Βαπτίσθηκε από τον άγιο πατριάρχη Γερμανό [12 Μαΐου], ο οποίος το έθεσε υπό τη σκέπη του πρωτομάρτυρος. Το παιδί πρόκοβε σε γνώση και αρετή, περιφρονώντας τις μάταιες απολαύσεις και επιδιδόμενο ιδιαιτέρως στην άσκηση της ακτημοσύνης και της ταπεινοφροσύνης.
Όταν ήλθε η ώρα για τους γονείς του να εκπληρώσουν την υπόσχεσή τους, ο αυτοκράτορας Λέων Γ' ο Ίσαυρος (717-741) άρχισε να λαμβάνει τα πρώτα μέτρα για την απαγόρευση της τιμής των ιερών εικόνων και τον διωγμό των υπερασπιστών της Ορθοδοξίας. Έκριναν πιο συνετό να απομακρυνθούν από τη Βασιλεύουσα και να εμπιστευθούν τον γιό τους στους μοναχούς του ορούς του Αγίου Αυξεντίου, πλησίον της Χαλκηδόνας [1].
Ο δεκαεξαετής νέος έγινε δεκτός μετά χαράς από τους αγίους ανθρώπους και την ίδια κιόλας ημέρα ενεδύθη το αγγελικό Σχήμα. Έγινε μαθητής του πέμπτου κατά σειράν διαδόχου του αγίου Αυξεντίου, Ιωάννου, ενός Γέροντος έμπειρου στην ασκητική τέχνη και προικισμένου με το προορατικό χάρισμα. Ο Στέφανος επέδειξε τέλεια υπακοή και τον ίδιο ζήλο για τα πλέον κουραστικά διακονήματα όπως και την αδιάλειπτη δοξολογία του Θεού. Λίγο αργότερα εκοιμήθη ο κατά σάρκα πατέρας του και ο Στέφανος μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για να ρυθμίσει τις υποθέσεις του και να μοιράσει τα υπάρχοντά του στους φτωχούς. Έφερε πίσω μαζί του τη μητέρα του και μία από τις αδελφές του που έγιναν μοναχές στην κοντινή γυναικεία Μονή των Τριχιναραίων και άφησε την άλλη αδελφή του να εισέλθει σε ένα μοναστήρι της Βασιλεύουσας.
Όταν μετά από λίγο παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό και ο Ιωάννης, ο πνευματικός του πατέρας, ο Στέφανος επελέγη ομοφώνως από τους αδελφούς στη θέση του ως ηγούμενος. Υπό την επιμελή καθοδήγησή του και χάρη στη μεγάλη του ταπεινοφροσύνη, η μικρή ομάδα των ασκητών αυξήθηκε φθάνοντας να αριθμεί είκοσι αδελφούς και έγινε κοινοβιακό μοναστήρι. Ο άγιος οργάνωσε την αδελφότητα με τρόπο που να αποτελεί όντως εικόνα της Βασιλείας των ουρανών και κατόπιν αποσύρθηκε πιο ψηλά στο όρος για να δοθεί απερίσπαστος στη σιωπηλή και αδιάλειπτη προσευχή, αφήνοντας έναν από τους μαθητές του, τον Μαρίνο, ως υπεύθυνο για τη μονή. Το κελί του δεν είχε στέγη και ήταν εκτεθειμένο σε όλους τους καιρούς, ήταν δε τόσο στενό, που δεν μπορούσε κανείς να καθήσει οκλαδόν. Φορώντας χειμώνα καλοκαίρι ένα λεπτό χιτώνα, φέροντας βαρειές αλυσίδες πάνω του και αρκούμενος σε μια τροφή ικανή να τον κρατά απλώς στη ζωή, ο άγιος Στέφανος έκανε μεγάλες προόδους στην προσευχή και δίχως να το θελήσει τράβηξε γύρω του πλήθος μαθητών και επισκεπτών που διέδωσαν τη φήμη του σε ολόκληρη την αυτοκρατορία.
Μετά τον θάνατο του Λέοντος του Γ' (741), εστέφθη αυτοκράτορας ο γιός του Κωνσταντίνος Ε'. Στην αρχή της βασιλείας του, απασχολημένος καθώς ήταν στην αντιμετώπιση του σφετεριστή Αρτάβασδου και της αραβικής απειλής στην ανατολή, δεν έδειξε να τον ενδιαφέρει η κατάργηση των εικόνων. Μόλις εδραιώθηκε όμως η εξουσία του, εκήρυξε απηνή διωγμό εναντίον όσων τιμούσαν τις ιερές εικόνες. Εγύμνωσε εκκλησίες, βεβήλωσε ιερά σκεύη που τα διακοσμούσαν ιερές παραστάσεις, έβαλε να ασβεστώσουν τοίχους ιστορημένους με τοιχογραφίες και έκαψε ξύλινες εικόνες. Μονάχα παραστάσεις με διακοσμητικό και θύραθεν χαρακτήρα σεβάσθηκε και μόνον τον Σταυρό αναγνώρισε ως άξιο προσκυνήσεως.
Όσοι τολμούσαν να αντιταχθούν στα μέτρα του τιμωρούνταν αυστηρά, ιδιαιτέρως δε οι μοναχοί. Καταδιωκόμενοι, εξοριζόμενοι, βασανιζόμενοι, αυτοί συνέρρεαν κατά πλήθη στη Μονή του Αγίου Αυξεντίου για να βρουν κοντά στον άγιο Στέφανο παρηγοριά και ενθάρρυνση για να παραμείνουν στέρεοι στην ομολογία της Ορθοδοξίας. Τους συμβούλευε να μεταναστεύσουν σε περιοχές ανέγγιχτες ακόμη από τα απάνθρωπα αυτοκρατορικά μέτρα: στη Μαύρη Θάλασσα, στον Περσικό Κόλπο, στην Κύπρο, στις ακτές της Συρίας και κυρίως στη νότια Ιταλία, όπου χιλιάδες μοναχοί έβρισκαν τότε καταφύγιο. Το 754 ο τύραννος συνεκάλεσε μια σύνοδο στο ανάκτορο της Ιέρειας με τη συμμετοχή πλέον των τριακοσίων υποταγμένων στην εξουσία του επισκόπων, η οποία κατ' εντολή του διακήρυξε επισήμως την κατάργηση της προσκυνήσεως των εικόνων και την αναγνώριση κάποιων παρανοϊκών δογμάτων που είχε διατυπώσει ο αυτοκράτορας, ο οποίος καυχόταν για τις θεολογικές του γνώσεις.
Με όπλο τη συνοδική τούτη απόφαση, ο Κωνσταντίνος Ε' έβαλε να καταστρέψουν παντού τις εικόνες και διέταξε να τις αντικαταστήσουν με παραστάσεις του αυτοκράτορα ή με κοσμικές σκηνές. Καταστράφηκαν επίσης τα λείψανα των αγίων και τα πράγματα έφθασαν μάλιστα μέχρι του σημείου να καταδικασθεί ακόμη και η τιμή της Θεοτόκου και των αγίων.
Παντού οι ομολογητές καίγονταν, ξυλοκοπούνταν ή φυλακίζονταν. Ήταν λοιπόν η κατάλληλη ευκαιρία να εξαπολυθεί ένας συστηματικός διωγμός κατά του μοναχισμού, ο οποίος, πια ανεξάρτητος από την επίσημη ιεραρχία απέναντι στην εξουσία, παρέμενε πάντα ένας παράγων αντιστάσεως κατά της αυτοκρατορικής αυθαιρεσίας. Άρχισαν λοιπόν να κλείνουν τα μοναστήρια, μετατρέποντάς τα ακόμη και σε στρατώνες, «λουτρά» ή άλλα δημόσια κτήρια. Οι μοναχοί προπηλακίζονταν και αναγκάζονταν δια της βίας να επιστρέψουν στην τάξη των λαϊκών και να νυμφευθούν επί ποινή βασανισμού. Όσοι αντιστέκονταν, υφίσταντο ακρωτηριασμό της μύτης, της γλώσσας ή άλλες βιαιοπραγίες πριν σταλούν στην εξορία.
Απτόητος απέναντι στα κατασταλτικά μέτρα, ο άγιος Στέφανος συνέχιζε την αντίστασή του και αναδείχθηκε παντού αρχηγός της ορθοδόξου παρατάξεως. Κλήθηκε λοιπόν από τους απεσταλμένους του αυτοκράτορα να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη για να προσυπογράψει τις αποφάσεις της αιρετικής συνόδου. Μετά την άρνησή του και τη θαρραλέα αποπομπή τους, αυτοί μηχανεύθηκαν απάτη για να τον μειώσουν ηθικά στα μάτια των πολυπληθών υποστηρικτών του διαδίδοντας ότι ο άγιος είχε παραδοθεί στην ασέλγεια με μια πνευματική του θυγατέρα, μια αξιότιμη μοναχή της μονής, και πλήρωσαν ψευδομάρτυρες για να καταθέσουν ενώπιον του ηγεμόνα. Η μοναχή ονόματι Άννα, οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και παρουσιάσθηκε στον αυτοκράτορα. Αρνούμενη τις άθλιες αυτές συκοφαντίες βασανίσθηκε απάνθρωπα, αλλά η τιμή του αγίου παρέμεινε άθικτη. Τελικώς, μηχανευόμενοι άλλο δόλο, κατάφεραν να τον συλλάβουν προφασιζόμενοι ότι είχε εξαναγκάσει έναν νέο που ήταν ευνοούμενος του αυτοκράτορα να ενδυθεί το μοναχικό Σχήμα.
Τον έκλεισαν σε μια μονή της Κωνσταντινουπόλεως, ενώ έκαιγαν το μοναστήρι του και διασκόρπιζαν τους μαθητές του. Κατόπιν τον έφεραν δημοσίως αντιμέτωπο με θεολόγους του αυτοκράτορα, αλλά εκεί υποστήριξε με λαμπρό τρόπο την παράδοση των αγίων Πατέρων. Μπροστά στο δίλημμα που του ετέθη να υπογράψει τις αποφάσεις της συνόδου ή να πεθάνει βασανιζόμενος, ο άγιος ενέπαιξε τους κατηγόρους του, έδειξε ότι η σύνοδος δεν μπορούσε παρά να είναι ψευδής και οι αποφάσεις της αιρετικές και ξένες προς την παράδοση, υπενθυμίζοντας μάλιστα οι έξι πρώτες Οικουμενικές Συνοδοί είχαν λάβει χώρα σε εκκλησίες διακοσμημένες με ιερές εικόνες. Εν συνεχεία, καταδικάσθηκε σε εξορία στην Προκόννησο της Προποντίδας (755). Επωφελούμενος της εξορίας, ο άγιος αποσύρθηκε σε ένα στενό κελλί στην κορυφή ενός στύλου, όπου και αποδύθηκε σε νέους ασκητικούς άθλους. Αξιώθηκε με τον τρόπο αυτό μια τόσο μεγάλη χάρη από το Θεό, που εκ πλήθος θαυμάτων για όσους έρχονταν κοντά του και ομολογούσαν την άγια ορθόδοξη πίστη, προσκυνώντας την εικόνα του Χριστού.
Τα θαύματα αυτά συνέβαλαν στη μεγαλύτερη ακόμη εξάπλωση της φήμης του αγίου και ενίσχυσαν τους οπαδούς της Ορθοδοξίας, γιατί ήταν δύσκολο να βρεθεί μια τέτοια αγιότητα στο στρατό των αιρετικών. Για να θέσει τέρμα στην αύξηση του κύρους του ο τύραννος έβαλε να τον μεταφέρουν στην Κωνσταντινούπολη, στη φυλακή του πραιτωρίου. Εκεί βρήκε ο άγιος άλλους 342 μοναχούς ομολογητές της πίστεως.
Όλοι έφεραν στο σώμα τους τα σημάδια των ενδόξων αγώνων τους: οι μεν ήταν ακρωτηριασμένοι στη μύτη, άλλοι στα αυτιά ή στη γλώσσα, άλλοι πάλι είχαν υποστεί αισχρούς εξευτελισμούς και είχαν βουτηχθεί σε ακαθαρσίες. Βλέποντάς τους ο άγιος εδόξασε κλαίγοντας την πίστη και την καρτερία τους. Έδωσε θάρρος στους απελπισμένους, τους παρότρυνε να παραμείνουν σταθεροί στην πέτρα της πίστεως μέχρι το τέλος του αγώνα και τους ένωσε σε ένα σώμα κάτω από την ισχυρή πνευματική αυθεντία του. Παρά τις δύσκολες συνθήκες της φυλακής, ο Στέφανος οργάνωσε τη ζωή των κρατουμένων όπως σε ένα μοναστήρι, στον ρυθμό της αδιάλειπτου δοξολογίας του Θεού και εν αρμονία και αγάπη. Μετέστρεψε μάλιστα στην Ορθοδοξία μερικούς από τους δεσμοφύλακές του, οι οποίοι άκουγαν με θαυμασμό τις διηγήσεις για τους αγώνες των αγίων ομολογητών.
Μετά από ένδεκα μήνες στη φυλακή ο Στέφανος έλαβε την αποκάλυψη του επικείμενου τέλους του. Νήστευσε τότε σαράντα ημέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων δίδασκε νυχθημερόν στους μαθητές του την οδό της Σωτηρίας. Όταν έφθασε η τελευταία ημέρα, είπε να τελεσθεί ολονύκτια αγρυπνία για να λάβει από τον Θεό τη δύναμη στον έσχατο αγώνα του. Ο τύραννος είχε αναρτήσει παντού αναγγελίες για την απόφαση της εκτελέσεως του αρχηγού της ορθοδόξου παρατάξεως, με σκοπό να τρομοκρατήσει όσους έκρυβαν στο σπίτι τους μοναχούς ή ομολογητές της πίστεως. Στη μεγάλη αναταραχή που ακολούθησε, το πλήθος υποκινούμενο από τους στρατιώτες έσπευσε στο πραιτώριο, πήρε τον άγιο και τον έσυρε στους δρόμους υβρίζοντας και κτυπώντας τον.
Όταν ο όχλος έφθασε στον ναό του Αγίου Θεοδώρου, ένας από τους αχρείους αυτούς, ονόματι Φιλομάτιος, κτύπησε τον άγιο στο κεφάλι με ένα δοκάρι, του έσπασε το κρανίο και τα μυαλά του χύθηκαν στο χώμα. Το νεκρό σώμα του αγίου συνέχισαν να το κτυπούν με πέτρες μέχρις ότου παραμορφωθεί και το έσυραν έξω των τειχών για να το ρίξουν τελικά στην κοινή τάφρο που προοριζόταν για τους ειδωλολάτρες και τους κατάδικους. Το γεγονός έλαβε χώρα στις 20 Νοεμβρίου 765 [2].
_______________________________________
1. Την εποχή εκείνη δεν ήταν πραγματικό μοναστήρι αλλά μάλλον μια αναχωρητική ομάδα ιδρυμένη τον 5° αιώνα από τον όσιο Αυξέντιο. Οι ασκητές ζούσαν υπό την καθοδήγηση ενός πνευματικού πατέρα. Όχι μακριά από εκεί, υπήρχε μια γυναικεία μονή.
2. Δίνουμε την ημερομηνία αυτή ακολουθώντας τη Χρονογραφία του αγίου Θεοφάνους του Ομολογητού. Φαίνεται πως σύμφωνα με το κείμενο αυτό, όπως και με την Ιστορία σύντομον του αγίου Νικηφόρου του Ομολογητού, η άμεση αιτία του θανάτου του αγίου Στεφάνου ήταν μάλλον η σχέση του με δυο ανώτερους αξιωματούχους τους οποίους είχε οδηγήσει στον μοναχισμό.
ΝΕΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ
Ἡ Περσία ἴσως θυμίζει παλαιούς της πατρίδας μας ἐχθρούς. Ἔχει ὅμως νά ἐπιδείξει στούς μεταχριστιανικούς χρόνους καί ἀδελφούς ἐν Χριστῷ μέ ζωή καί ἀθλήματα πνευματικά. Ἔχει νά παρουσιάσει ἀκόμη ὁσίους, ἁγίους καί μάρτυρες. Ὁ Ἰάκωβος εἶναι ἕνας ἀπό τούς Χριστιανούς μάρτυρες καί μάλιστα μεγαλομάρτυρες τῆς Περσίας.
O όσιος Θεοδόσιος (βουλγαρικής καταγωγής) έζησε στα τέλη του 13ου αιώνος στην περιοχή του Τυρνόβου. Υπήρξε μια μεγάλη εκκλησιαστική μορφή της εποχής του. Είναι εκείνος πού πρώτος έφερε στη Βουλγαρία τη διδασκαλία του οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτου και το ορθόδοξο ασκητικό ήθος του Αγίου Όρους.
Ο ισχυρός πόθος του να αφιερωθεί στον Θεό από τη νεανική του ηλικία τον έκανε να απαρνηθεί τα εγκόσμια, πατρίδα, περιουσία και συγγενείς, και να πορευθεί στη Μονή του Αγίου Νικολάου του Άρτσάρ (περιοχή Βιδυνίου). Έκεί απορροφήθηκε από τη μελέτη των Αγίων Γραφών. Αποστήθισε το Ψαλτήριο και προσευχόταν απερίσπαστα καλλιεργώντας τις αρετές της νηστείας, της ταπεινοφροσύνης και της υπακοής. Όταν έκοιμήθη ό πνευματικός του καθοδηγός Ίώβ, αναχώρησε για την Ιερά Μονή της Θεοτόκου της Οδηγήτριας στο Τύρνοβο. Έκεΐ μέσα στην ησυχία των δασών του Σλίβεν με μια ομάδα ασκητών μοναχών απολάμβανε την παρουσία του Θεού και ζοΰσε πλημμυρισμένος από τη θεία Χάρη του.
Συντομα όμως αναχώρησε για τη Μονή της Θεοτόκου Έπικέρνους αναζητώντας νέο πνευματικό οδηγό. Ό Κύριος ικανοποίησε τον βαθύ πόθο του δούλου του.Έκεί στα σύνορα της Βουλγαρίας με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατέφθασε τότε από το Άγιον "Ορος ό μεγάλος ασκητής και όσιος, ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης με συνοδεία μαθητών. Οι ληστρικές επιδρομές Σαρακηνών πειρατών είχαν καταστήσει το Άγιον Όρος την εποχή εκείνη δύσκολο τόπο ασκήσεως.Συνάντησε λοιπόν ό όσιος Θεοδόσιος τον όσιο Γρηγόριο καί συνέβη, όπως λέει ό βιογράφος του, να έλκυσθεί από αυτόν τόσο ισχυρά «όπως ό σίδηρος έλκεται από τον μαγνήτη».
Ό Θεοδόσιος ανακάλυψε στο πρόσωπο του οσίου Γρηγορίου πνευματικό θησαυρό. Αφοσιώθηκε στο νέο του γέροντα απορροφώντας με δίψα το ασκητικό του ήθος αλλά και τις σοφές διδαχές του. Σύντομα ό Θεοδόσιος αναδείχθηκε πρότυπο μονάχου, έγινε «υπόδειγμα υπακοής καϊ ζηλωτής νοεράς προσευχής». Στή συνοδεία αυτή γνώρισε και συνεδέθη με πνευματική φιλία και με τον όσιο Ρωμύλο. Δυστυχώς όμως ό Θεοδόσιος δεν απόλαυσε για πολύ τη χαρά του Κοινοβίου, γιατί ό όσιος Γρηγόριος έκοιμήθη. Οι μοναχοί προέκριναν για νέο ηγούμενο τον όσιο και ευλαβή Θεοδόσιο.
Αυτός όμως έντονα αρνήθηκε και αναχώρησε αμέσως με τον συμμοναστή του Ρωμύλο για την περιοχή του Σλίβεν και τον Αθωνα για μελέτη των έργων των αγίων Πατέρων. Επειδή όμως οί πειρατείες δεν είχαν κοπάσει, σύντομα αναχώρησε και από εδώ. Και μετά από επίπονη περιοδεία (Θεσσαλονίκη - Βέροια - Κωνσταντινούπολη - Παρορια, Σλίβεν) κατέληξε στο όρος Κελιφάρεβο (κοντά στο σημερινό Μπουργκάς στη Μαύρη θάλασσα). Εκεί με τη συνδρομή του Βούλγαρου βασιλιά Ιωάννη Αλεξάνδρου (1331-1371), πού αγαπούσε και θαύμαζε πολύ τον Μοναχισμό και τον βυζαντινό πολιτισμό, έκτισε Μονή.
Το ιερό αυτό συγκρότημα από 50 περίπου μοναχούς πού διηύθυνε ό Θεοδόσιος θεμελιώθηκε στις πνευματικές αυστηρές βάσεις της ασκητικής διδασκαλίας του οσίου Γρηγορίου. Υπήρξε φάρος της Ορθοδοξίας πού εξέπεμπε το φως του γνήσιου ήσυχασμού σ' όλη τη Βουλγαρία και έξω από τα σύνορα της. Έκεϊ οί μοναχοί «αντέγραφαν χειρόγραφα και μετέφραζαν στα Σλαβονικά έργα μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας» μεταγγίζοντας στη χώρα τους την αγιοπνευματικη εμπειρία της Ορθοδοξίας. Σ' αυτή τη Μονή έφθαναν μαθητές από τη Σερβία, Ουγγαρία και Βλαχία για να φωτισθούν και να ακούσουν την ορθόδοξη διδασκαλία. Ή Μονή υπήρξε ακόμη και κέντρο άντιαιρετικό πού αντιμετώπιζε με σθένος τους οπαδούς των αιρετικών Βαρλαάμ και Ακίνδυνου, τους Βογομίλους και Ίουδάίζοντες.
Μεγάλη υπήρξε ή συμβολή του οσίου Θεοδοσίου και στη Σύνοδο της Βουλγαρίας του 1359, πού συγκλήθηκε για θέματα αιρέσεων. Ό ίδιος ό Όσιος προήδρευσε σ' αυτήν και με τη δυναμική του συμβολή χάρισε νίκη στην Ορθοδοξία. "Ομως επιδρομές αλλοθρήσκων ανάγκασαν τον Θεοδόσιο να αναχωρήσει από το Μοναστήρι. Αποσύρεται λοιπόν σε απρόσιτο σπήλαιο, όπου έζησε έκεί τρία χρόνια με αυστηρότερη άσκηση.Ασθένεια όμως βαριά τον καθήλωσε επί είκοσι μήνες. Αγόγγυστα ύπέμενε τη νέα δοκιμασία ευρισκόμενος πάντα ξαπλωμένος με αχώριστο σύντροφο τη νοερά προσευχή και την ιερά μελέτη.
Επιθυμούσε όμως πολύ πριν πεθάνει να επισκεφθεί τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κάλλιστο τον Α', παλαιό φίλο και συμμαθητή του. Έφθασε λοιπόν στην Κωνσταντινούπολη και του υπέβαλε ευλαβικά τη «μετάνοια» του. Ζήτησε την ευλογία του και συζήτησε μαζί του με εγκαρδιότητα όχι μόνο θέματα πνευματικής ζωής αλλά και για προβλήματα της Εκκλησίας της Βουλγαρίας. Μέχρι το τέλος της ζωής του ό μακάριος όσιος Θεοδόσιος παρέμεινε στη Βασιλεύουσα στην Ιερά Μονή του Άγιου Μάμαντος.
Προαισθανόμενος το τέλος του κάλεσε γύρω του τους μαθητές του αφήνοντας τους τις τελευταίες του υποθήκες. Τους είπε: «Να είστε αυστηροί στα δόγματα, να μένετε προσηλωμένοι στο Θεό, να προσεύχεσθε, να άγνίζετε τα συναισθήματα σας και να εύαρεστείτε στον πανάγιο Θεό με τον αγώνα σας».
Οί μαθητές ασπάστηκαν με δάκρυα τα χέρια και τα πόδια του άγιου καθοδηγού τους. Και άφοΰ ό Όσιος άπήγγειλε το «Πιστεύω» και μετέλαβε με κατάνυξη τα Άχραντα Μυστήρια, παραδόθηκε σε έκσταση βλέποντας γύρω του φωτοειδεϊς Αγγέλους. Και με ειρηνικό μειδίαμα στα χείλη κλείνοντας τα βλέφαρα του παρέδωσε την ψυχή του στον Δημιουργό του, τον Κύριο και Θεό μας, στις 27 Νοεμβρίου του 1363. Τότε γέμισε το κελλί του από μια άρρητη ευωδιά.
'Ο Κύριος δόξασε τον δούλο του και πιστό του μαθητή Θεοδόσιο. Ή κηδεία του έγινε στην Κωνσταντινούπολη με μεγαλοπρέπεια με την παρουσία του Πατριάρχου και τής'Ιεράς Συνόδου. Το έργο του οσίου Θεοδοσίου δεν έσβησε. Δικά του πνευματικά αναστήματα εϊναι ό άγιος Κυπριανός Κιέβου (16/9) και ό άγιος Ευθύμιος Πατριάρχης Τυρνόβου(20/1).
Το αγνό, γνήσιο και αυθεντικό ήθος και δόγμα της "Ορθοδοξίας μας, πού μας χάρισε ό πανάγιος Θεός, ας το απολαμβάνουμε. Και ας το μεταλαμπαδεύουμε γύρω μας με καύχηση εν Κυρίω και με συναίσθηση ευθύνης όπως ό όσιος Θεοδόσιος ό εν Τυρνόβω.
Πηγή: (Από το περιοδικό «Ο Σωτήρ», τ. 1989) Προσκυνητής
Ὁ Ἐπίσκοπος Λητῆς καὶ Ρεντίνης Δαμασκηνὸς εἶναι ἐξέχουσα μορφὴ ἁγίου Ἱεράρχου ὄχι μόνον τοῦ 16ου αἰῶνος, ἀλλὰ ὅλων τῶν χρόνων τῆς δουλείας, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀποτελεῖ πνευματικὸ φάρο ποὺ κατέλαμψε τὸ τότε πνευματικὸ σκότος τοῦ Γένους, δοξάζοντας καὶ τὴν περίφημη Ἐπισκοπὴ Λητῆς καὶ Ρεντίνης, ἡ ὁποία κατέστη παγκοσμίως γνωστή χάρις σὲ αὐτόν.
Γεννημένος περὶ τὸ 1520 στὴ Θεσσαλονίκη ὅπου ἔλαβε ἄριστη μόρφωση, ὁ ἅγιός μας -κατὰ κόσμον ἴσως Δημήτριος- μετέβη νέος στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου πρὶν τό 1546 ἔγινε Μοναχὸς τῆς Ἀδελφότητος «τῶν Στουδιτῶν», λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Δαμασκηνὸς καὶ τὴν προσωνυμία «Στουδίτης»· ἤδη ὡς ὑποδιάκονος, σπου-δάζοντας στὴν περίφημη Πατριαρχικὴ Ἀκαδημία, ὑπῆρ-ξε καὶ περιφανὴς ἱεροκήρυκας τῆς Βασιλεύουσας, σπείροντας λόγους πλήρεις ὠφελείας, οἱ ὁποῖοι ἀργότερα ἀποτέλεσαν τὸ ὑλικὸ γιὰ τὸ βιβλίο του «Θησαυρός».
Μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1550 καὶ 1558 ὁ Ἅγιος Δαμασκη-νὸς δραστηριοποιήθηκε στὴν περιοχὴ τῶν Τρικάλων, πιθανότατα ὡς Διδάσκαλος τῆς ἐκεῖ Σχολῆς, καὶ πρὶν τὸ 1558 ἔλαβε τὴν Ἱερωσύνη. Στὸ ἴδιο διάστημα μετέβη καὶ στὴ Βενετία γιὰ νὰ τυπώσει τὸν δημοφιλῆ «Θησαυρό».
Τὸ 1560 στὸ Ναὸ τῶν Ἀρχαγγέλων («Ροτόντα») τῆς Θεσσαλονίκης ὁ Ἱερομόναχος Δαμασκηνὸς χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος «Λητῆς καὶ Ρενδίνης» ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Θεωνᾶ (τόν πρό τοῦ 1560-65· δὲν πρόκειται περὶ τοῦ γνωστοῦ ἁγίου).
Παρὰ τὸ ὅτι ὁ Ἅγιος Δαμασκηνὸς ἦταν μόνον Ἐπίσκοπος, ὡστόσο δὲν ἔπαυσε νὰ διαλάμπει μὲ τὸν συν-δυασμὸ τῆς λαμπρῆς παιδείας του καὶ τῆς ἄμετρης ταπεινοφροσύνης του. Ὁ Γερμανὸς θεολόγος Στέφαν Γκέρλαχ (1546-1612), μολονότι ἐχθρικὸς πρὸς τὴν Ὀρθο-δοξία, ἐπιβεβαιώνει ὅτι ὁ Λητῆς καὶ Ρεντίνης Δαμα-σκηνὸς ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς πιὸ μορφωμένους Ὀρθοδόξους Κληρικοὺς τῆς ἐποχῆς του καὶ ἀπὸ αὐτούς ἦταν ὁ πιὸ ἐπαινετὸς «λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας μετριοφρο-σύνης, ὀλιγαρκείας καὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν του».
Λόγῳ τῶν χαρισμάτων του αὐτῶν ὁ Ἅγιος ἀπέλαυε τῆς ἐμπιστοσύνης τῶν Πατριαρχῶν γιὰ σημαίνουσες ἀποστολές ὡς Ἔξαρχος, ὅπως στὸ Ἅγιον Ὄρος (1567), ἀλλὰ καὶ στὴ Μικρὰ Ρωσία (Οὐκρανία), ὅπου στὰ ἔτη 1565-1572 ὁ Δαμασκηνὸς συνετέλεσε ἀποφασιστικά στὴν κατανίκηση τῆς αἱρετικῆς ρωμαιοκαθολικῆς προπαγάνδας. Ἀργότερα, κατὰ τὴν Πατριαρχία τοῦ Ἱερεμίου Β΄τοῦ Τρανοῦ (†1595), ὁ ὁποῖος ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἁγίου, ὁ Δαμασκηνὸς ἔλαβε μέρος στὴ σύνταξη τῆς πατριαρχικῆς δογματικῆς ἀπαντήσεως (1572-73) στοὺς Λουθηρανοὺς Προτεστάντες τῆς Τυβίγγης, διετέλεσε δὲ καὶ τοποτηρητὴς τοῦ Θρόνου στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ ἀρκετοὺς μῆνες, κατὰ τὴν ἀπουσία τοῦ Πατριάρχου.
Τὸ 1574, ὁ Ἅγιός μας προβιβάσθηκε σὲ «Μητροπολίτην Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης καὶ Ἔξαρχον πάσης Αἰτωλίας» ὡς Δαμασκηνὸς Γ΄ ὁ Στουδίτης, θρόνο ποὺ ὑπηρέτησε ἐπὶ δύο περίπου ἔτη, μέχρι τὸ 1576, ὅταν συγκαταλέχθηκε μεταξὺ τῶν λογίων τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Λίγο ἀργότερα, τὸ σωτήριον ἔτος 1577, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ καὶ ἐτάφη στὴ μητροπολιτική του περιφέρεια, στὴ Ναύπακτο ἢ τὴν Ἄρτα. Ἐπίγραμμα ἀναφερόμενο στὸν Ἅγιο, πλέκει τὸν ἔπαινό του, χαρακτηρίζοντας τὸν Δαμασκηνὸ ὡς «σοφία τῶν Ἑλλήνων» καὶ τὸν θάνατό του ὡς κακὴ στιγμή, ἡ ὁποία ἄφησε τοὺς φιλέλληνες ὀρφανούς: «Ἑλλήνων μὲν τὴν σοφίαν βαρὺς ὤλεσεν αἰών. Ὃς δὲ φιλέλληνας πάντας ἀπωρφάνισεν».
Στὰ συγγράμματά του, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ βιβλίο «Θησαυρός», τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε πάμπολλες φορές (51 περίπου φορὲς μέχρι τὸ 1926) καὶ ποὺ μαρτυρεῖ τὰ γνήσια μοναχικὰ του βιώματα καὶ τὸ σέβας στὴν Ὀρθοδοξία καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, συμπεριλαμβάνονται διάφορα κείμενα, ὅπως Κανόνες πρὸς τιμὴν τοῦ Νεομάρτυρος Νικολάου (†1554), ποιήματα πρὸς τιμὴν τῆς Παναγίας σὲ ὁμηρικὴ γλῶσσα, μία Παραίνεσις πρὸς Μοναχούς, καὶ ἄλλα, ὅπως σύγγραμμα ζωολογίας καὶ ἕτερο μετεω-ρολογίας, ποὺ πιστοποιοῦν τὴν εὐρεῖα παιδεία του. Ὁ Ἅγιος Δαμασκηνὸς πρέπει νὰ ὑπῆρξε διδάσκαλος καὶ ἑνὸς ἀπὸ τοὺς τελευταίους Στουδίτες, τοῦ Ὁσίου Διονυσίου τοῦ «Ρήτορος» (†1606), μετέπειτα ἀσκητοῦ στὴ Μικρὰ Ἁγία Ἄννα τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Παρὰ τὴ λιπαρή του παιδεία, χάρις στὴν ὁποία κατεῖχε ἄριστα τὴν ὁμηρικὴ καὶ τὴν ἀττικὴ διάλεκτο, ὁ Ἅγιος Δαμασκηνὸς ὁ Στουδίτης, Ἐπίσκοπος Λητῆς καὶ Ρεντίνης, ἔγραφε καὶ σὲ ἁπλῆ καὶ καθαρὴ ἑλληνικὴ γλῶσσα γιὰ τὸν ἁπλὸ λαὸ τῆς ἐποχῆς του, ποὺ εἶχε πολλὴν ἀνάγκη τῆς «στερεᾶς τροφῆς» τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ «Θησαυρὸς» τοῦ Δαμασκηνοῦ ὑπῆρξε τὸ πιὸ διαδεδομένο στὸν τομέα του βιβλίο καὶ ἐνίσχυσε τὸ δοῦλο Γένος στὶς θλίψεις καὶ τὰ μαρτύρια. Ἡ προσφορά του ἐπεκτάθηκε ὅταν μεταφράσθηκε καὶ στὰ τουρκικά (1731), γιὰ τοὺς τουρκόφωνους Ρωμηούς, στὰ σερβικὰ (1580) καὶ τὰ ρωσικά (1656,1715). Ἰδιαιτέρως στὴ Βουλγαρία θεωρεῖται ὅτι ἡ μετάφρασή του (Δαμασκηνάρια) ἀπέτρεψε τὸν ἐκτουρκισμὸ τῶν Ὀρθοδόξων Βουλγάρων.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν Λητῆς καὶ Ρεντίνης χρυσολόγον ἐπίσκοπον, εἴτα δὲ Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης θεοφόρητον πρόεδρον, τὸν θεῖον καὶ σοφὸν Δαμασκηνὸν, τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις ἱεροῖς, τὸν διδάξαντα τῇ βίβλῳ αὐτοῦ λαούς, πρὸς ὅν καὶ ἀνακράζουσι· δόξα τῷ σὲ σοφίσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ ταμιεύσαντι ἐν σοί, χαρίτων θησαυρῶν Αὐτοῦ.
Πηγή: (Έκδοσις Ιερού Ησυχαστηρίου Παντοκράτορος Μελισσοωρίου) Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...